ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΓΝΩΣΙΣ
Εάν δεχθούμε ως αποδεδειγμένο γεγονός αυτόν τον εκχριστιανισμό της Ελληνικής Μεσογείου, πρέπει να θεωρήσουμε την Γνωστική αίρεση ως μια από τις πρώτες απόπειρες για μιαν Ελληνο-Χριστιανική συνεργασία. Ο Γνωστικισμός είναι στην πραγματικότητα ένας Ελληνικός στοχασμός πάνω σε Χριστιανικά θέματα. Ιδού γιατί αποκηρύχθηκε τόσο από τους Έλληνες όσο και από τους Χριστιανούς. Ο Πλωτίνος γράφει «εναντίον αυτών που ισχυρίζονται ότι ο κόσμος είναι άσχημος». Και αυτό με το οποίο ο Τερτυλλιανός κατηγορεί τους Γνωστικούς στο Κατά Μαρκίωνα (όπως το έκανε και ο Άγ. Αυγουστίνος πολύ αργότερα με τους Μανιχαίους) παραμένει αληθές ως προς το ότι μπορούν οι Θεοί να δώσουν στο Ευαγγέλιο μια ορθολογική ερμηνεία.
Ωστόσο, είναι αληθές και ότι οι Γνωστικοί ήταν Χριστιανοί.
Βρίσκουμε σε αυτούς το θέμα της Ενσάρκωσης.
Τους κατείχε εμμονή με το πρόβλημα του κακού.
Οι Θεοί έχουν πλήρως κατανοήσει την πρωτοτυπία της Καινής Διαθήκης και, ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ, της Σωτηρίας και της Λύτρωσης. Αντί, όμως, την εκ Χριστού δημιουργηθείσα σάρκα –που συμβολίζει (ή) να την εξετάσουν και να ενδυθούν το σύμβολο– της ανθρωπότητας που υποφέρει, οι Θεοί ενσαρκώνουν μόνο μια μυθολογία.
ΟΤΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ το ζητούμενο αυτό στα αυθεντικά γεωμετρικά αξιώματα του Χριστιανισμού, οι Γνωστικοί αφιερώθηκαν στα εκλεπτυσμένα παιχνίδια του Ελληνικού πνεύματος. Και πάνω στις λίγες απλές και παθιασμένες επιδιώξεις πνοής του Χριστιανισμού, οι Θεοί οικοδομούν –όπως και σε τόσους άλλους πυλώνες ρώμης– ένα ολόκληρο σκηνικό εκκλησίας για τις παραστάσεις ενός μεταφυσικού θιάσου. Σε αυτό, όμως, το ιστορικό πλάνο εγείρεται μια δυσκολία.
Οι Γνωστικές σχολές ακολουθούν η μία την άλλη επί πλέον των 2 αιώνων. Διάφορες Γνωστικές γενιές εξάσκησαν την θεωρητική ενατένιση προς ποικίλες κατευθύνσεις. Ο Βαλεντίνος και ο Βασιλείδης είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους πνεύματα όσο ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, μιλώντας βέβαια –από πλευράς συγγενικών δεσμών συνάφειας.
Πώς, λοιπόν –θα ορίσουμε εμείς τον Γνωστικισμό;
Αυτή είναι μια δυσκολία που έχουμε ήδη αντιμετωπίσει. Εάν είναι αλήθεια ότι μπορούμε απλώς και μόνο να ορίσουμε και να διακρίνουμε διάφορα είδη γνωστικισμού, ωστόσο είναι εφικτό να δώσουμε χαρακτηρισμούς μόνο σε μία μορφή γνώσεως (ΓΝΩΝΑΙ).
Η πρώτη Γνωστική γενιά είναι αυτή του Βασιλείδη, Μαρκίωνος και Βαλεντίνου που κέντησε και δημιούργησε το δίκτυο γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν οι μαθητές τους.
Ένας περιορισμένος αριθμός κοινών θεμάτων θα είναι αρκετός προκειμένου να πάρουμε μιαν στιγμιαίαν εικόνα αυτής της αιρετικής λύσεως.
Από ιστορικής πλευράς, η πραγματικότητα είναι ότι ο Γνωστικισμός είναι και αποτελεί μιαν φιλοσοφική και θρησκευτική κατήχηση, μιαν διδασκαλία γραπτών –δεδομένων προς τους μυημένους– που έχουν την βάση τους στα Χριστιανικά δόγματα, ένα υλικό πληροφόρησης και επικοινωνίας που έχει υποστεί μείξη με την παγανιστική φιλοσοφία και έχει αφομοιώσει από τις διάφορες θρησκείες ό,τι το πιο περίφημο, θαυμάσιο και λαμπρό.
Πριν, όμως, δώσουμε ενδείξεις για τα θέματα της Γνωστικής λύσης και αποκαλύψουμε τις πηγές της, είναι αναγκαίο να δούμε πως «κλειδώνει» και εφαρμόζει με το κίνημα σκέψεως που εξετάζεται στο έργο αυτό.
Αυτό θα γίνει, εξ άλλου, ώστε να επανακαθορίσουμε την γνώση, στο μεταφυσικό επίπεδο και πλάνο, αυτήν την φορά.
Ο Γνωστικισμός θέτει προβλήματα μέσω της Χριστιανικής οδού. Τα επιλύει με Ελληνικές φόρμουλες και τύπους.
Ο Βασιλείδης και ο Μαρκίων είναι όντως πεπεισμένοι για την αθλιότητα του κόσμου. Στον βαθμό, όμως, που κάποιος κατηγορεί την σωματική, σαρκική πλευρά της πραγματικότητας, ταυτόχρονα επεκτείνει τον κατάλογο των αμαρτιών και της ίδιας της αθλιότητας και αυξάνει το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Θα έρθει κάποτε μια στιγμή που καμία μετάνοια ή θυσία δεν θα επαρκεί για να καλύψει και να συμπληρώσει αυτό το αβυσσαλέο χάσμα.
Άρα, αρκεί να έχει κανείς γνώση του Θεού για να σωθεί.
Ειδάλλως, οποιαδήποτε έργα ή άλλες πηγές θα ήταν αρκετά για να αντλήσουν τον άνθρωπο εκ του μηδενός στο οποίο έχει βυθιστεί. Αυτή είναι, όπως έχουμε δει, η Χριστιανική λύση σωτηρίας μέσω Ενσάρκωσης. Είναι, εξ άλλου –υπό μίαν έννοια– η λύση των Γνωστικών.
Ωστόσο, η χάρις του Χριστού διατηρεί έναν χαρακτήρα θεϊκής κρίσεως. Οι Γνωστικοί, επειδή δεν γνώριζαν το βαθύτερο νόημα και σημασία της Ενσάρκωσης και το περιόριζαν ως προς τις υποδηλώσεις του και την σημασιοδότηση, μετέτρεψαν την έννοια της σωτηρίας σε μύηση.
Για την ακρίβεια, ο Βαλεντίνος διαχώριζε την ανθρωπότητα σε 3 τάξεις ή τύπους: –υλιστές, οι οποίοι είναι δεμένοι με τα αγαθά του κόσμου τούτου∙ –ψυχικούς, μοιρασμένους εξ ίσου μεταξύ Θεού και ύλης∙ –και το πνευματικόν που μόνον αυτό ζει εν Θεώ και έχει την γνώση του. Οι πνευματικοί σώζονται και αργότερα θα είναι οι Εκλεκτοί του Θεού Mάνι ως λάτρες του.
Εδώ παρουσιάζεται η Ελληνική έννοια της συνθέσεως.
Το πνευματικόν σώζεται μόνο μέσω της γνώσεως ή της επιστήμης του Θεού. Όμως, οι πνευματικοί και οι ισόθεοι την γνώση αυτή την αποκτούν μέσω του Βαλεντίνου και των ανθρώπων.
Η Σωτηρία είναι κάτι το μαθητόν. ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ, είναι άρα μια μύησις.
Διότι, αν και αυτές οι συνθετικές έννοιες της σωτηρίας και της μύησης εμφανίζονται –εκ πρώτης όψεως, «δια μιας»– συγγενικές, η ανάλυσις μπορεί αναμφιβόλως να διακρίνει εκλεπτυσμένες αλλά θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ τους.
Η μύηση δίνει στον άνθρωπο επιρροή επί της Βασιλείας του Θεού. Η σωτηρία τον δέχεται σε αυτήν την Βασιλεία –χωρίς καν αυτός να συμμετέχει στην απόκτησή της. Μπορεί κανείς να πιστεύει σε Θεό χωρίς να έχει σωθεί. Αρκούσε να συλλογιστεί κανείς τα μυστήρια της Ελεύσεως/Ελευσίνος.
Από την άλλη πλευρά, είναι χειροπιαστό το επιχείρημα ότι το βάπτισμα δεν σημαίνει σωτηρία.
Ο Ελληνισμός δεν μπορεί να αποχωριστεί αυτήν την ελπίδα –στην οποία είναι προσηλωμένος αυστηρά – ότι αυτός ο άνθρωπος κρατά την μοίρα του στα δικά του χέρια.
Και –όπως και τώρα συμβαίνει– στην ίδια την καρδιά κατ’ εξοχήν του Χριστιανισμού υπήρχε μια τάση να τραβηχτεί αργά αργά αυτή η σύνθετος έννοια της σωτηρίας πίσω προς την έννοια της μύησης. Κατά την ίδια οδό που ο Αιγύπτιος χωρικός με το υνί του κέρδιζε αργά αργά μέσω του Φαραώ το δικαίωμα στην αθανασία, ο Χριστιανός, μέσω της Εκκλησίας, είχε τελικά στα χέρια του «ΤΑΣ ΚΛΕΙΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ». Όπως βλέπει κανείς, είναι αρκετά ορθό να πούμε ότι είμαστε ικανοί να θεωρήσουμε τον Γνωστικισμό ως μία εκ των λύσεων, μία εκ των σκηνών του Χριστού στο πρόβλημα που ερευνούμε: η γνώσις αποτελεί μιαν απόπειρα συμφιλίωσης επιστήμης και σωτηρίας. Ας δούμε, όμως, τώρα με κάθε λεπτομέρεια την απόπειρα αυτή.
1. ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΓΝΩΣΤΙΚΩΝ
Με περισσότερη ή λιγότερη έμφαση στους διαφόρους συγγραφείς, 4 θέματα θεμελιώδη βρίσκονται στην καρδιά ολόκληρου του Γνωστικού συστήματος: το πρόβλημα του κακού, η λύτρωσίς του, η θεωρία των αναλογικών μέσων και μια σύλληψις του Θεού ως ενός όντος αρρήτου, πέραν της επικοινωνίας.
Α. Βασιλείδης
Εάν είναι αλήθεια ότι το πρόβλημα του κακού ήταν στο κέντρο όλης της Χριστιανικής σκέψεως, κανείς δεν υπήρξε πιο μύχια και βαθειά Χριστιανός από τον Βασιλείδη.
Αυτή η πρωταρχική εικόνα δεν είναι ως φιγούρα ευρέως γνωστή. Ξέρουμε ότι ζούσε επί της βασιλείας Αδριανού και Αντωνίν(ί)ου του Ευσεβούς (δηλαδή, προς το 140 μ.Χ.) και ότι πιθανόν ξεκίνησε να γράφει προς το 80 μ.Χ. Η μοναδική εν μέρει ολοκληρωμένη νότα επί της σκέψεώς του που τώρα λαμβάνεται υπ ‘όψιν έχει ελάχιστη βάση. Πρόκειται για μια σημείωση από τα Φιλοσοφούμενα του Ιππολύτου και συναλλάσσεται –κατά πάσα πιθανότητα– σε συμφωνία σχετικά με έναν ψευδο-Βασιλείδη. Η πλέον σημαντική πηγή παραμένει ο Κλήμης της Αλεξανδρείας στους Στρωματείς.
Ο Ειρηναίος μιλά για τον Βασιλείδη στην λίστα του, ο Επιφάνιος στο Κατά Αιρέσεων (κεφάλαιο 24). Τελικά, μπορούμε να συνθέσουμε λιγοστούς υπαινιγμούς από τον Ωριγένη «Η πηγή και η αιτία αυτής της αρνητικής διδασκαλίας, λέει ο Επιφάνειος, είναι η έρευνα και η συζήτηση του προβλήματος του Κακού». Αυτό είναι, στην πραγματικότητα, που μπορούμε να αντλήσουμε από τα λίγα που γνωρίζουμε για την Βασιλείδιο σκέψη.
Έξω από κάθε θεωρητικό στοχασμό αφιερώθηκε μόνο στα ηθικά προβλήματα και –πιο συγκεκριμένα– σε αυτό που γεννήθηκε από τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και Θεού.
Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η αμαρτία και η ανθρώπινη όψη του προβλήματος αυτού. Από την πίστη είναι που δημιουργεί μιαν ύπαρξη φυσική και ρεαλιστική. «Ο Βασιλείδης φαίνεται ότι δεν μπορεί να κάνει μιαν σύλληψη αφαιρετική. Έχει την ανάγκη να της δώσει μιαν εμφάνιση υπόστασης». Ιδού η άποψη εκ της οποίας ο Βασιλείδης αναπτύσσει τον στοχασμό του με την δέσμευση να εδραιώσει μια θεωρία περί προπατορικού αμαρτήματος.
Για να πούμε την αλήθεια, η λέξη δεν υπάρχει στην σκέψη του αλλά μόνον η ιδέα μιας ορισμένης –φυσικής– προδιάθεσης προς την αμαρτία. Εν τέλει, προσθέτει δύο συμπληρωματικές βεβαιώσεις: η αμαρτία μεταφέρει πάντοτε μαζί της μιαν ποινή ενώ υπάρχει πάντοτε ένας πλούτος και μια αποζημίωση που μπορεί κανείς να αντλήσει από κάθε πάθος. Αυτά τα 3 θέματα αποδίδονται άνευ ουδεμίας διακρίσεως στον Βασιλείδη και στον υϊό του, Ισίδωρε.
Όπως κι αν έχει, ο Βασιλείδης πλήττεται βαθύτατα στα μύχιά του από την «amor fati» των μαρτύρων. Συμφώνως προς αυτόν, το μαρτύριο δεν αποτελεί ένα πάθος αχρείαστο. Κάθε πάθος απαιτεί μιαν προηγηθείσα αμαρτία που το δικαιολογεί. ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ, ανήκει κατ’ ανάγκην στον Βασιλείδη το συμπέρασμα ότι οι μάρτυρες έχουν αμαρτήσει. Επιπλέον, αυτή η κατάσταση συμβιβάζεται άψογα με την αγιοσύνη του. Αποτελεί ακριβώς προσωπικό τους προνόμιο το ότι μπορούν να εξιλεωθούν απόλυτα για το παρελθόν τους. Ποιός, όμως, είναι ο μέγιστος των μαρτύρων αν όχι ο ίδιος –ο Ιησούς;
«Κι αν κανείς με έσπρωχνε, θα έλεγα ότι ένας άνθρωπος –τέτοιος σαν κι αυτόν εδώ που εσύ τώρα ονομάζεις– είναι και παραμένει ένας άνθρωπος ζωντανός πάντοτε στο μέτρο που ο Θεός είναι δίκαιος. Διότι, όπως ήδη έχει πει, κανένα πρόσωπο δεν είναι καθαρό από κάθε κηλίδα». Ο υπαινιγμός είναι διαφανής και τώρα καταλαβαίνουμε γιατί αυτή η διδασκαλία θεωρούνταν αρνητικά από τον Επιφάνειο. Ο Χριστός δεν ξεφεύγει από τον οικουμενικό νόμο της αμαρτίας (ή) ο οικουμενικός νόμος της αμαρτίας δεν ξεφεύγει από τον Χριστό.
Τουλάχιστον, όμως, μας δείχνει την οδό της παράδοσης και της σωτηρίας –που είναι –ποιος είναι– ο σταυρός προτίμησης.
Ιδού γιατί ο Βασιλείδης και ο υϊός του Ισίδωρος εγκαινίασαν και αποκάλυψαν (ένθρονη σε έναν ορισμένον βαθμό) μιαν ζωή ασκητική.
Επιπλέον, ήταν αναγκαίο αυτό για τον Ισίδωρο, διότι σε αυτόν οφείλουμε την θεωρία των συμπληρωματικών, ως παράρτημα, Παθών.
Τα πάθη δεν ανήκουν σε εμάς αλλά προσκολλώνται στην ψυχή και μας ασκούν εκμετάλλευση.
Ο Ισίδωρος είδε καθαρά ότι αυτή η θεωρία ομοίωσης θα μπορούσε να οδηγήσει τους φαύλους να παρουσιαστούν ως θύματα και όχι ως ένοχοι. Εξ ου και ο ασκητικός κανόνας ζωής.
Αυτά έχουν διασωθεί για εμάς από την Βασιλείδιο φιλοσοφία. Με δυσκολία θα μπορούσαμε να δούμε πώς αυτές οι ελάχιστες εκθέσεις εναρμονίζονται με τις οδηγίες του Ιππολύτου στα Φιλοσοφούμενα.
Συμφώνως με τον Ιππόλυτο, ο Βασιλείδης θα ήταν αυτός που θα συνελάμβανε η/την αφηρημένην ιδέα ενός σκοτεινού, μεταφυσικού Θεού.
Αυτός βρίσκεται χωριστά από τον δικό μας κόσμο μέσω του σύμπαντος που παρεμβάλλεται και κατοικεί στην λεγόμενη ογδοάδα ή εβδομάδα. Ο Θεός του κόσμου αυτού του παρεμβαλλόμενου, μεσολαβούντος, –ο μέγας Άρχων– θα ταυτιζόταν μέσω του Βασιλείδη με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης: Η Ογδοάς είναι Άρρητος ενώ η Εβδομάς Ρητός. Αυτός –λέει– είναι ο Άρχων της Εβδομάδος που μίλησε στον Μωϋσή. Και λέει: «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΒΡΑΑΜ, ΚΑΙ ΙΣΑΑΚ ΚΑΙ ΙΑΚΩΒ» και δεν έχω αποκαλύψει προς αυτούς το όνομα του Θεού, δηλαδή ο Θεός, Άρρητος, Άρχων της Ογδοάδος». Αυτή η μεταφυσική κοσμολογία δεν φαίνεται τόσο συμβατή με τις μυστικές τάσεις του συγγραφέα μας, υπεράνω όλων ιδίως όταν αποδίδουμε σε αυτόν: α) την ιδέα ότι ο Χριστός δεν πέθανε σταυρωμένος αλλά ότι αυτός έλαβε την θέση του Σίμωνος του Κυρηναίου, β) καθώς και την πομπώδη εσχατολογία που προβλέπει τα εξής: «Όταν όλο τούτο θα είναι οριστικά τετελεσμένο, όταν όλες οι σύμφυτες και συνδημιουργηθείσες μορφές θα ελευθερωθούν ώστε να μεταστραφούν προς τους πρωταρχικούς τους τόπους, ο Θεός θα επιφέρει χρόνους απόλυτης άγνοιας σε όλην την οικουμένη ώστε, στο τέλος, όλες οι υπάρξεις που αποτελούν τον κόσμο να μείνουν εντός των ορίων της φύσης τους και να μην επιθυμούν ποτέ στο εξής τίποτε άλλο ενάντια στην φύση τους».
Τούτο είναι το επίκεντρο του διαλογισμού και της αυτοσυγκέντρωσης του Βασιλείδη: το πρόβλημα του Κακού και –για να μιλήσουμε με αναχρονισμούς– του προκαθορισμού, του εκ των προτέρων προορισμού του ανθρώπινου πεπρωμένου. Οι προηγηθείσες διδασκαλίες είναι υπερβολικά αναπτυγμένες: θα λέγαμε παρακμάζουσες.
Μόνο μια βεβαίωση εκ μέρους του Ιππόλυτου θα μας έκανε να αμφιβάλουμε. Αυτό γίνεται όταν αποδίδει στον συγγραφέα του την ιδέα ότι η ψυχή δεν έχει πλέον άλλην ελευθερία δράσης εκτός από την ελευθερία της πίστης. Κλίνει εκ φύσεως στην αμαρτία και αναπόφευκτα θα πέσει σε σφάλμα.
Θα πρέπει να την πιάσουμε από τα μαλλιά για να την συλλάβουμε την σημασία του προβλήματος του κακού στις γραφές των Γνωστικών που είναι ελάχιστα γνωστές σε μας. Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις Γνωστικές αιρέσεις. Δεν θα αποτελέσει, άρα, έκπληξη για εμάς εάν βρούμε –τοποθετημένο στο ίδιο επίπεδο– το στενά συνδεδεμένο πρόβλημα της Σωτηρίας.
Β. Μαρκίων
Ο Μαρκίων είναι αυτός εκ των Γνωστικών που είχε από κοινού γνώση για την πρωτοτυπία του Χριστιανισμού. Ήταν τόσο καλά ενημερωμένος σε βαθμό που μετέστρεψε το μίσος για τον Ιουδαϊκό νόμο σε ηθική.
Ο Μαρκίων δεν είναι ένας θεωρητικός στοχαστής αλλά μια θρησκευτική ιδιοφυΐα. Δεν ανακαλύπτουμε σε αυτόν ένα σύστημα όμοιο με του Βαλεντίνου. Δεν ίδρυσε ούτε Εκκλησία ούτε σχολή∙ τα βιβλία του δεν είναι πρωτογενή αλλά εξηγητικά. Κατά έναν τρόπο γενικό, η σκέψη του εκτυλίσσεται γύρω από 3 σημεία: πρώτον, Θεός∙ δεύτερον, Λύτρωση και το πρόσωπο του Χριστού∙ και τρίτον, ηθική.
Υπάρχουν 2 Θεοί για τον Μαρκίωνα: ο πρώτος είναι υπέρτερος και βασιλεύει στον αόρατο κόσμο, ο άλλος είναι υποδεέστερο πρόσωπο και είναι ο Θεός του κόσμου του.
«Ο δικός μας Θεός δεν αποκαλύφθηκε από του κόσμου την αρχή, δεν ποιήθηκε από την ίδια την δημιουργία∙ αποκαλύπτεται τώρα αφ’ εαυτού στο πρόσωπο που έχει ο Ιησούς Χριστός».
Ο Θεός της δημιουργίας είναι ο δεύτερος Θεός, ο εκδικητικός και πολεμοχαρής κριτής, ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, αυτός που καταδίωξε τον Ιωβ για να αποδείξει την δύναμή του στον Σατανά, που ζήτησε να χυθεί αίμα και να ξεσπάσει ο πόλεμος και του οποίου ο νόμος καταπίεσε τον Ιουδαϊκό λαό».
Δεν υπάρχει εδώ καμιά επιρροή από τον θεό Avesta των Ζωροαστρών Περσών του Ιράν ή των Μηδών. Δεν πρόκειται για δύο αντιτιθέμενους κανόνες ίσης ισχύος που η σύγκρουσή τους υποστηρίζει τον κόσμο αλλά για μιαν άνιση μάχη μεταξύ ενός δημιουργού και ενός Θεού.
Δηλώνοντας το πρόβλημα κατά την οδόν αυτήν, ο Μαρκίων ισχυρίστηκε πως αυτός ήξερε την αλήθεια και μπορούσε να βασιστεί στα Ευαγγέλια (ή, μάλλον, στο μοναδικό Ευαγγέλιο που αναγνώριζε, το Ευαγγέλιο κατά Λουκάν): «ΟΥΔΕΙΣ ΕΠΙΒΛΗΜΑ ΙΜΑΤΙΟΥ ΚΑΙΝΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΕΠΙ ΙΜΑΤΙΟΝ ΠΑΛΑΙΟΝ…ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΒΑΛΛΕΙ ΟΙΝΟΝ ΝΕΟΝ ΕΙΣ ΑΣΚΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΥΣ». Και εκ νέου: «ΟΥ ΓΑΡ ΕΣΤΙ ΔΕΝΔΡΟΝ ΚΑΛΟΝ ΠΟΙΟΥΝ ΚΑΡΠΟΝ ΣΑΠΡΟΝ, ΟΥΔΕ ΔΕΝΔΡΟΝ ΣΑΠΡΟΝ ΠΟΙΟΥΝ ΚΑΡΠΟΝ ΚΑΛΟΝ». Υπεράνω όλων, άσκησε σχολιασμό στην Επιστολή προς Γαλάτας.
Και στην διαρκώσα αντίθεση που κάνει ο Παύλος μεταξύ του Νόμου και του Ευαγγελίου, του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού, ο Μαρκίων πίστευε ότι είδε απόδειξη ότι οι δύο Διαθήκες ήταν εμπνευσμένες από διαφορετικούς συγγραφείς.
Εξ άλλου, στα γραπτά του Βαλεντίνου βρίσκουμε αυτήν την ιδέα ενός δημιουργού διαφορετικού από τον ένα και μοναδικό Θεό. Για αυτόν, όμως, πρόκειται για ζήτημα εξεύρεσης λύσης που καθίσταται περισσότερο αναγκαία από το πρόβλημα του κακού.
Με τον Μαρκίωνα, αντιθέτως, είναι η εξαιρετικά κοινή αλλά οξεία αίσθηση περί της καινοτομίας του Χριστιανισμού αυτή που γέννησε αυτήν την ριζική αντίθεση. Υπό την έννοια αυτή, έχουμε δίκιο –και είμαστε ορθοί να μιλούμε για μιαν πολιτική παρά για μιαν μεταφυσική σκέψη στο έργο του Μαρκίωνος.
Βλέπουμε ήδη την μεταφορική σημασία που θα αποκτήσει η κλήση-πρόσκληση του Μαρκίωνα για συμφωνία με τον Χριστό: δεν είναι τίποτε λιγότερο παρά ο απεσταλμένος του υπέρτατου Θεού ώστε να συγκρουστεί με τον φαύλο θεό, ο/τον δημιουργός/ό του κόσμου –και να σώσει τον άνθρωπο από την εξουσία του. Ο Ιησούς επιτέλεσε εδώ κάτω μιαν επαναστατικήν αποστολή.
Αν πλήρωσε αυτός για τις αμαρτίες μας, μέσω αυτών συγκρούεται τώρα με το έργο του βίαιου θεού. Ελευθερωτής όσο και Αγοραστής δούλων, είναι το εργαλείο, το όργανο ενός είδους μεταφυσικού πραξικοπήματος.
«Ο Μαρκίων παίζει τον ρόλο υποκριτή με βάση το σενάριο ότι υπάρχουν δύο Χριστοί∙ ο ένας αποκαλύπτεται σε χρόνο Τιβερίου από έναν Θεό που κανείς δεν γνώριζε και έχοντας ως αποστολή να σώσει όλους τους ανθρώπους∙ ο άλλος ήταν προορισμένος από τον Θεό της δημιουργίας για να αποκαταστήσει τον Ισραήλ και να εμφανιστεί στο φως της ημέρας. Εισάγει, έτσι, ανάμεσα στους δύο Χριστούς τόσην απόσταση όσην ανάμεσα στον Νόμο και στο Ευαγγέλιο καταλαμβάνουν οι διαφορές Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού».
Εις επίρρωσιν αυτής της αξιοθαύμαστης θεωρίας, ο Μαρκίων παραθέτει έναν αριθμό κειμένων και είναι αυτός ο ίδιος που τα μεταφράζει κατά τον δικό του τρόπο και μέθοδο ενώ κυρίως τα αντλεί από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο: «ΤΙΝΑ ΔΕ ΕΞ ΥΜΩΝ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΑΙΤΗΣΕΙ Ο ΥΪΟΣ ΙΧΘΥΝ, ΜΗ ΑΝΤΙ ΙΧΘΥΟΣ ΟΦΙΝ ΕΠΙΔΩΣΕΙ ΑΥΤΩ;… ΕΙ ΟΥΝ ΥΜΕΙΣ, ΥΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΠΟΝΗΡΟΙ, ΟΙΔΑΤΕ ΔΟΜΑΤΑ ΑΓΑΘΑ ΔΙΔΟΝΑΙ ΤΟΙΣ ΤΕΚΝΟΙΣ ΥΜΩΝ, ΠΟΣΩ ΜΑΛΛΟΝ Ο ΠΑΤΗΡ Ο ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ ΔΩΣΕΙ ΠΝΕΥΜΑ ΑΓΑΘΟΝ ΤΟΙΣ ΑΙΤΟΥΣΙΝ ΑΥΤΟΝ!». Αυτή η περίεργη ερμηνεία βρίσκει τον στέφανο ως επιστέγασμά της: στην ηθική.
Ο κανόνας ζωής που ο Μαρκίων προτείνει είναι μια ασκητική. Πρόκειται, όμως, για έναν υπερήφανο ή αλαζονικόν ασκητισμό. Πρέπει κανείς να περιφρονεί τα αγαθά του κόσμου τούτου λόγω του μίσους προς τον Δημιουργό. Πρέπει κανείς να δίνει στην εξουσία του όσο το δυνατόν λιγότερο δύναμη επιρροής. Αυτό είναι το ιδεώδες του Μαρκίωνος. Είναι ο πιο ακραίος ασκητισμός.
Κι αν κηρύσσει ο Μαρκίων την σεξουαλική «αποχή», αυτό συμβαίνει διότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης λέει: «ΑΥΞΑΝΕΣΘΕ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΝΕΣΘΕ». Σε αυτήν την πεσσιμιστική κοσμοθεωρία και άποψη και σε αυτήν την υπερήφανην άρνηση αποδοχής των αγαθών του κόσμου τούτου μπορεί να βρεθεί η αντήχηση μιας εντελώς μοντέρνας ευαισθησίας. Ο Μαρκίων θεωρεί τον κόσμο φαύλο αλλά αρνείται να πιστέψει ότι ο Θεός μπορεί να είναι ο συγγραφέας του.
Εάν η λύση του ελίσσεται γύρω από την Λύτρωση, αυτό γίνεται διότι βλέπει τον ρόλο του Χριστού με ένα τρόπο περισσότερο φιλόδοξο απ’ ό,τι οι ίδιοι οι Χριστιανοί. Δεν πρόκειται για τίποτε άλλο –παρά για την ολοκληρωτική καταστροφή της δημιουργίας.
Γ. Ιππόλυτος
Τα δύο τελευταία θέματα του Γνωστικισμού πρέπει να θεωρηθούν ως στενά συνδεδεμένα (διότι αν κανείς δημιουργήσει τον Θεό ως ένα άχρονο, πέραν κάθε επικοινωνίας ον, εν τούτοις δεν σταματά να υποθέτει ότι είναι αυτός που ενδιαφέρεται στον κόσμο).
Είναι, άρα, αναγκαίο να ερμηνευθούν αυτές οι σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου και –αφού δεν είναι εφικτό να έλθουν σε επαφή αυτό το μηδέν και αυτό το άπειρο, τουλάχιστον– να αναγνωριστεί ότι υπάρχουν ένα ή περισσότερα διαμεσολαβητικά στάδια που συμμετέχουν απευθείας στο δικό μας πεπερασμένον και στο άπειρον του Θεού. Να πιάσουμε αυτούς τους μεσαίους όρους είναι –σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό– το μεγάλο πρόβλημα των πρώτων αιώνων της εποχής μας.
Ρητώς και κατηγορηματικώς πρέπει να ειπωθεί ότι οι Γνωστικοί δεν έχουν απωλέσει ολωσδιόλου τέτοιου είδους ενδιαμέσους που παρακολουθούν. Ακόμα κι αν οι Θεοί προμηθεύουν για την παραγωγή τους με μιαν άφθονη κι απαράμιλλη μεγαλοπρέπεια. Η πρώτη Γνωστική γενιά αρκείτο με ικανοποίηση να θεωρεί τον Θεό ως άρρητον και ανέκφραστον αλλά –τουλάχιστον– οι Θεοί πίστευαν σε αυτόν ακλόνητα. Οι διάδοχοί τους προχώρησαν έτι περαιτέρω και ορισμένες από τις δηλώσεις τους συχνά ανακαλούν ως νότες της μουσικής τους στην μνήμη ένας από τους Βραχείς Μπραχμάν της πνοής και λάμψης των Ουπανισάδων που μπορεί μόνο να καθοριστεί με την εξής φράση: «Αυτός ο Θεός» λέει ο ψευδο-Βασιλείδης στον χρόνο κατά τον οποίο «μηδέν, μηδέν» υπήρχε, υπήρχε όταν δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε, όμως, και αυτό το μηδέν δεν αποτελούσε κάτι που να ανήκει στα υπαρκτά πράγματα που τώρα υπάρχουν∙ αλλά, για να μιλήσω ανοιχτά –χωρίς να υποκρίνομαι και βγάζοντας την μάσκα, δίχως εκλεπτυσμό και περικοκλάδες– υπήρχε μόνο το καθ’ ολοκληρίαν μηδέν. Ή πάλι εκ νέου» λέει «όταν προσλαμβάνω τον λόγο «υπήρχε», φυσικά και δεν λέω ότι πραγματικά υπήρχε∙ αλλά το κάνω για να σημασιοδοτήσω και να δείξω με την σκέψη μου, το νόημα και το μέσον της περικοπής αυτού που επιθυμώ να διαλευκάνω».Και, εκ νέου, «Αυτός που μιλούσε δεν υπήρχε ενώ αυτό που εν συνεχεία γεννήθηκε δεν είχε ύπαρξη∙ όπου, όμως, από αυτό που δεν υπήρχε, γεννήθηκε ο σπόρος του κόσμου, δηλαδή είναι αυτός ο ίδιος ο λόγος που τον έκανε να δημιουργηθεί, να φυτρώσει και να προφερθεί από τον νέο, γεννηθέντα Θεό: ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΦΩΣ∙ και αυτό είναι που έχει γραφεί στο Ευαγγέλιο. Αυτός είναι ΤΟ ΦΩΣ ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ, Ο ΦΩΤΙΖΕΙ ΠΑΝΤΑ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΕΡΧΟΜΕΝΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ τούτον».
Ο Ιππόλυτος συνοψίζει αυτές τις σημειώσεις ως εξής: «Με την μέθοδον αυτή ο Θεός που δεν υπήρχε δημιούργησε έναν κόσμο που δεν υπήρχε (ή) ένας κόσμος που δεν υπήρχε δημιούργησε Θεό που δεν υπήρχε, από στοιχεία που δεν υπήρχαν, εκπέμποντας έναν μοναδικό σπερματικό λόγο που περιείχε όλους τους σπόρους του κόσμου». Θα πρέπει, όμως, κανείς να λάβει υπ’ όψιν του την συναισθηματική θέση του Ιππολύτου και να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η υπερβολική εκλέπτυνση δεν αποτελεί τον κανόνα για τους Γνωστικούς. Αντιθέτως, ο Βαλεντίνος είχε μιαν εξαιρετικά οξυδερκήν κοινήν αίσθηση περί της φύσης του Θεού. Μόνον, όμως, στην διδασκαλία των ενδιαμέσων και των αναλογικών μέσων έδωσε πλήρην ελευθερία εξουσίας στην φαντασία του.
Δ. Βαλεντίνος
Ο Βαλεντίνος είναι ο Γνωστικός του οποίου το έργο γνωρίζουμε καλύτερα. Είναι εξίσου χειροπιαστό, όμως, ότι δεν έχουμε καμία πληροφορία για την ζωή του και, μάλιστα, σε βαθμό τέτοιο που ορισμένοι έχουν αμφιβολία και για την ίδια του την ύπαρξη. Το δικό του συνεκτικό σύστημα μπορεί να διαιρεθεί σε Θεολογία, Κοσμολογία και Ηθική. Είναι το πιο περίεργο παράδειγμα αυτής της ενσάρκωσης της μυθολογίας αυτό(ς) για το(ν) οποίο μιλήσαμε προηγουμένως:
Για την ακρίβεια, το πλήρωμα που ο Βαλεντίνος τοποθετεί μεταξύ του Θεού και της γης είναι ένας Χριστιανικός Όλυμπος. Τουλάχιστον είναι Χριστιανικός κατά πρόθεσιν διότι σε μορφή και σε φαντασία είναι Ελληνικός.
Η φιλοσοφία του Βαλεντίνου αποτελεί μια μεταφυσική της πράξης και δράσης εν κινήσει, μια τρομερή τραγωδία που διαδραματίζεται σε ουρανό και γη (και στην απειρότητα του Χρόνου), μια μάχη με προβλήματα και σύμβολα, κάτι παρόμοιο με το Μυθιστόρημα του Ρόδου της Γνωστικής σκέψεως.
1) Ο Θεός του Βαλεντίνου είναι άκτιστος και άχρονος.
Μοναχικός και τέλειος, υπερπλεονάζει σε αφθονία ως απότοκο της τελειότητός του. Μέσω αυτής της υπερπληθώρας δημιούργησε μια Δυάδα, αυτήν του Πνεύματος και της Αληθείας: αυτό το ζευγάρι, με την σειρά του, γεννά τον Λόγο και την Ζωή (ή) ο Λόγος και η ζωή γεννούν το ζευγάρι Πνεύματος και Αληθείας.
Και αυτά παράγουν (ή) παράγονται από τον Άνθρωπο και την Εκκλησία. Από αυτές τις 6 αρχές τώρα αναστήνεται το πλήρωμα ακέραιο: αποτελείται από δύο θιάσους αγγέλων ή αιώνων που ο ένας περιέχει 12 και ο άλλος 10.
Η δυάς Πνεύμα και Αλήθεια –επιθυμώντας να δοξάσει η θεότητα– (ή) η θεότητα –επιθυμώντας να δοξάσει το Πνεύμα και την Αλήθεια– δημιουργεί έναν χορό ή χορωδία 10 αιώνων που η αποστολή και η εκπομπή, η εκπόρευσή τους όλων αυτών μαζί είναι να αποδώσουν τιμή προς τον Θεό.
Ιδού η σειρά με την οποία δημιουργούνται οι Θεοί: Άβυσσος, Μείγμα, Άχρονο Εν, Ενότης, Ον της Φύσεως, Ηδονή, Ακίνητον Εν, Μείξις, Μονογενής Υϊός και Χάρις. Λόγος και Ζωή με την σειρά του –αλλά την χρονική αυτή στιγμή με τον σκοπό να δοξάσουν το Πνεύμα το ζωοποιούν– δημιουργούν την Δωδεκάδα (ή) Η δωδεκάς με σκοπό να δοξάσει το Πνεύμα το ζωοποιούν δημιουργεί Λόγο και Ζωή. Η δωδεκάς αποτελείται από τους 12 αιώνες που έχουν προπαρασκευαστεί σε συζυγίες, δηλαδή σε ζεύγη αρσενικού και θηλυκού.
Οι Θεοί αυτοί είναι: ο Παράκλητος και η Πίστη, ο Πατήρ και η Ελπίς, η Μήτηρ και η Αγάπη, η Σύνεσις και η Διάνοια, το Εκκλησιαστικόν και το Ευτυχισμένον, ο Εθελοντής και η Σοφία.
Όλοι αυτοί οι αιώνες δημιουργούν το πλήρωμα, στο μέσον της οδού ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο. Αμέσως τώρα, όμως, ο Βαλεντίνος θα μας διδάξει τι είναι «κόσμος» και ποια η σχέση του με αυτήν την Θεολογία και Αιωνολογία.
2) Είναι αξιοθαύμαστο ότι έως την στιγμήν αυτή μόνον ο Θεός έχει δημιουργήσει δίχως την συνδρομή μιας θηλυκής αρχής.
Αυτός μόνο είναι τέλειος. Αυτός μόνον είναι άφθονος. Μέσω της ένωσής τους Πνεύμα και Αλήθεια ή Λόγος και Ζωή πέτυχαν να γεννήσουν, αντιστοίχως, την δωδεκάδα και την δεκάδα (ή) η δωδεκάς και η δεκάς πέτυχαν να γεννήσουν Πνεύμα-Ζωή, Πνεύμα-Αλήθεια, Αλήθεια-Λόγο, Αλήθεια-Ζωή. Τώρα, αυτό που μόλις γεννήθηκε εκ των αιώνων, Σοφία ή Πίστις, έστρεψε την κεφαλή της από την βάση της σκάλας των αρχών και θέλησε να δει τον Θεό (ή) ο Θεός έστρεψε την κεφαλή του από την κορυφή της κλίμακας για να δει αυτό που γεννήθηκε εκ των αιώνων.
Με την μέθοδον αυτή, η θηλυκή αρχή της Σοφίας ή Πίστεως ήξερε ότι μόνον ο Θεός είχε δημιουργήσει. Με υπερηφάνεια και ζήλο, προσπάθησε να δημιουργήσει από μόνη της. Πετυχαίνει, όμως, να δημιουργήσει μόνον ένα άμορφο ον περί του οποίου λέγεται στην Γένεσιν/Γέννησιν: «Η ΔΕ ΓΗ ΗΝ ΑΟΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ». Η Σοφία αναγνώρισε τότε με μεγάλη θλίψη την άγνοίά της και, γεμάτη φόβο, κινήθηκε προς την απόγνωση.
Αυτά τα 4 πάθη συνθέτουν τα τέσσερα στοιχεία του κόσμου.
Και η Σοφία ζει για πάντα συνενωμένη και ζευγμένη με αυτό το άμορφο ον που κυοφορείται και που η ίδια δημιούργησε.
Ο Θεός, όμως, την λυπήθηκε και δημιούργησε μια νέα αρχή εκ νέου, την αρχή «όρος» ή Όριον. Ο/Το όρος –καθώς έρχεται σε βοήθεια της Σοφίας– θα την αποκαταστήσει στην πρωταρχική της φύση και θα ελκύσει τον κόσμο εκ του πληρώματος ώστε να επαναφέρει την πρώτην αρμονία.
Εδώ είναι η στιγμή που παρεμβαίνει ένας δημιουργός και –διευθετώντας την ύλη – παράγει εξ αυτής τον κόσμο. Αξιοποιώντας το πάθος της Σοφίας, δημιούργησε τους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι διαιρούνται σε 3 κατηγορίες συμφώνως με το επίπεδο συνειδήσεως που έχουν για την καταγωγή τους:
–το πνευματικόν/οι πνευματικοί που επιδιώκουν την πνοή του Θεού∙ –οι υλιστές που δεν έχουν μνήμη και, άρα, κανένα ενδιαφέρον για τις ρίζες τους∙ –και, ανάμεσά τους, οι ψυχικοί, αναποφάσιστοι που κινούνται από την βάρβαρη ζωή των αισθήσεων ως τις πιο υψηλές αξίες δίχως να ξέρουν ποιαν να κρατήσουν.
Όλοι, όμως, φέρουν το σημάδι –την σφραγίδα– της γεννήσεώς τους: γεννήθηκαν από φόβο, άγνοια και οδύνες, γι’ αυτό και η ανάγκη για την σωτηρία. Αυτήν την φορά, όμως, το Πνεύμα μεταμορφώνεται σε Χριστό, σε αυτόν που ήλθε να λυτρώσει τον άνθρωπο από τον σαπρό καρπό της αδυναμίας του πεπρωμένου του.
Το όλο ζήτημα γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο όταν μάθουμε ότι ο Σωτήρ δεν ήταν ο Ιησούς.
Ο Ιησούς γεννιέται από την βεβαίωση που παρέχουν οι αιώνες έναντι του Θεού που είχε επαναφέρει στη τάξη. Συγκεντρώνουν, άρα, τις αρετές τους ως άγγελοι του Θεού και προσφέρουν ως ευχαριστία στον έναν Θεό το ον που σχηματίστηκε κατά τον τρόπον αυτό.
Η Σωτηρία, αντιθέτως, αποτελεί έργο του Αγίου Πνεύματος που έχει αποκαλύψει στους ανθρώπους την θεϊκή τους μοίρα ή πλευρά και που τους προκάλεσε τον θάνατο του αμαρτωλού τους τμήματος ή πλευράς.
Αυτό είναι –πέραν κάθε αμφιβολίας– το νόημα που προκύπτει από την διαμεσολάβηση αυτού του αινιγματικού κειμένου από τους Στρωματείς:
«Είστε αθάνατοι από την απαρχή∙ είστε τέκνα της αιωνίου ζωής και θέλετε να αποδημήσετε από τον θάνατον από τον οποίον εξαρτάσθε ώστε ο θάνατος να θανατωθεί σε σας και για σας. Διότι εφόσον επιφέρετε την διάλυση των στοιχείων του κόσμου (ώστε εσείς οι ίδιοι να αντέξετε και να μην διαλυθείτε) τότε είστε οι ίδιοι κυρίαρχοι όλης της δημιουργίας και όλης της φθοράς». 3) Η ηθική του Βαλεντίνου είναι στενά συνδεδεμένη με την κοσμολογία του.
ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ, η κοσμολογία του αποτελεί μόνο μια λύση εφαρμοσμένη σε ένα πρόβλημα που τον κατείχε σε βαθμόν εμμονής, το πρόβλημα του κακού. «Ήρθα εδώ για να πιστέψετε στην πραγματικότητα αυτού που έχει αναπαρασταθεί στις τραγωδίες, είμαι πεπεισμένος ότι δεν δείχνουν στα μάτια μας παρά την αλήθεια. Πιστεύω στον πόθο του Οινόμαου κατά την μέθη του, δεν θεωρώ ως απίστευτο ότι μπόρεσαν δύο αδελφοί να συμπολεμήσουν ο ένας με τον άλλο. Και δεν θα έβρισκα μέσα μου την δύναμη να πω ότι ο Θεός υπήρξε ο συγγραφέας και ο δημιουργός όλων αυτών των κακών».
Οπότε, το πρόβλημα του κακού είναι αυτό που κατηύθυνε τον Βαλεντίνο (ή) ο Βαλεντίνος κατηύθυνε το πρόβλημα του κακού προς αυτές τις θεωρητικές σκέψεις.
Και το πόρισμα που αντλεί από την κοσμολογία του είναι εξαιρετικά απλό: δεν υπάρχει καμία απολύτως ελευθερία στην ανθρώπινη ψυχή ως εκ του αποτελέσματος του σφάλματος της Σοφίας.
Μόνον όσοι κερδίζουν εκ νέου μιαν επί-γνωση της προέλευσής τους θα σωθούν, δηλαδή οι Γνωστικοί και οι πνευματικοί. Η Σωτηρία είναι σύγχρονος με την γνώση. Όσον αφορά τους ψυχικούς, μπορούν να σωθούν αλλά είναι αναγκαίο να θέσουν εαυτούς στα χέρια της θεϊκής κρίσεως.
Εδώ είναι που η σκέψη του Βαλεντίνου επανενώνεται με την κοινή βάση ιδρύσεως όλου του Γνωστικού κινήματος. Με την σειρά του, όμως, η Αιωνολογία και η Κοσμολογία του θα πρέπει να είχαν γνωρίσει πολύ μεγάλην επιτυχία στον όχλο των μικρών σχολών όπου ο Γνωστικισμός έφθασε στον σκοπό του, στο «τέλος» του –και γι’ αυτό μας απομένει να αποδώσουμε ορισμένους χαρακτηρισμούς ώστε να ολοκληρώσουμε την μελέτη μας περί Γνωστικισμού.
Εάν υϊοθετήσουμε την κατάταξη που φαίνεται να στηρίζεται στην καλύτερην πληροφόρηση, αυτήν του M. De Faye, τα θέματα που μόλις καλύψαμε εντοπίζονται και βρίσκονται σε 3 ομάδες σχολών:
–μια ομάδα που μελέτησαν οι αιρεσιολόγοι και που μπορούμε να καλέσουμε «Ακόλουθοι της Μητρός»
–κατόπιν, και μέσω του μέσου των προηγουμένων, αυτά τα θέματα περνάνε στους Γνωστικούς, για την πλειοψηφία των οποίων γίνεται αναφορά στα Φιλοσοφούμενα, και σε ένα σύνολο Κοπτών Γνωστικών, περί του οποίου ο Codex Brucianus και η Πίστις Σοφία μας παρέχουν μιαν πιστήν εικόνα. Εξ άλλου, η σχέση μεταξύ τους είναι ολοκληρωτικά θεωρητική.
Διότι, εάν είναι αλήθεια ότι οι «Ακόλουθοι της Μητρός» σε γενικές γραμμές προηγήθηκαν χρονικά των άλλων δύο λατρευτικών ομάδων, τότε κάθε μια από τις 3 σχολές συντίθεται από έναν τόσο μεγάλον αριθμό σεκτών που είναι το πιο πιθανό ότι επικάλυπταν η μια την άλλη και ότι τα θέματά τους είχαν συνυφανθεί.
Η διανοητική σχέση, όμως, είναι πραγματική, ακριβώς όπως και οι ανάγκες της εκθέσεώς τους καθιστούν αυτήν την κατηγοροποίηση αναπόφευκτη. Θα περιοριστούμε, άλλωστε, στις πληροφορίες και στα κείμενα προκειμένου να ολοκληρώσουμε την απεικόνισή μας για την Γνωστική σκέψη. Οι «Ακόλουθοι της Μητρός» ονομάζονται έτσι διότι σχεδόν όλοι τους αποδέχονται μιαν θηλυκήν αρχή ως την καταγωγή του κόσμου. Ακόμη, όμως, και σε αυτήν την ετικέτα μπορούμε να συμπεριλάβουμε τους Barbelo-Γνωστικούς (Barbelo είναι το όνομα της θηλυκής αρχής), τους Ορφίτες για τους οποίους μιλά ο Ιππόλυτος και τους «Γνωστικούς» του Ειρηναίου.
Αυτοί τονίζουν, πρωτίστως, την σύγκρουση μεταξύ της πρώτης αρχής (της Μητρός) και της πατρικής αρχής ή Iadalboath που δημιούργησε τον άνθρωπο.
Η Μήτηρ διόρθωσε ό,τι το καταστροφικό υπήρχε σε αυτήν την δημιουργία, τοποθετώντας στον άνθρωπο έναν θεϊκό σπόρο. Μέσω αυτού, η κλασσική ιστορία της Σωτηρίας εισήχθη συμφώνως με τα θέματα του Βαλεντίνου.
Το βιβλίο Φιλοσοφούμενα κάνει αναφορές και σχόλιο επί ενός αρκετά μεγάλου αριθμού Γνωστικών που, εάν θέλαμε να τους ανακαλέσουμε έναν προς έναν ώστε να ανακαλύψουμε εκ νέου ιδέες που ήδη έχουμε αντιμετωπίσει., θα απόβαινε εις μάτην.
Θα είναι πιο εύκολο να αναφέρουμε τα κείμενα εκείνα που –μέσω των προσωπικών, περίεργων ή εκκεντρικών τους προθέσεων– θα δώσουν στο φως μιαν αυθεντικήν εικονογράφηση της διδασκαλίας Βαλεντίνου, Βασιλείδη, Μαρκίωνος όπως μια τεχνητή συγκόλληση ή απομίμηση διαφόρων στοιχείων που διαπνέονται από μουσικότητα –pastiche– διαβιβάζει συχνά το πνεύμα ενός έργου.
Την ίδια ώρα, μας δίνουν μιαν εξαιρετικά ακριβήν ιδέα μιας οδού σκέψεως αρκετά κοινής σε αυτήν την περίεργη περίοδο, μιας μεθόδου που πολλές φορές καταδικάστηκε, αν και άλλες φορές δημιούργησε μιας είδους υποβολή.
Οι Naaseni δίνουν έμφαση στον πεσσιμισμό αναφορικά με τον κόσμο και είναι υπερβολικά σχολαστικοί στην Θεολογία. «Αυτός είναι ο Θεός για τον οποίο μιλά ένας Ψαλμός, αυτός που μέσα από τον κατακλυσμό και από τα βάθη ενός πλήθους υδάτων υψώνει την φωνή και κραυγάζει. Τα ύδατα, ιδού ο τόπος όπου βρίσκονται οι πολλαπλές και ποικίλες γενιές των θνητών. Από εδώ φωνάζει προς τον άνθρωπο που καμιά μορφή δεν μπορεί να τον καθορίσει και του λέει ΣΩΣΕ ΤΟΝ ΜΟΝΟΓΕΝΗ ΥΪΟ ΣΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΕΟΝΤΕΣ. Σε αυτόν είναι που απευθύνει τούτον τον λόγο: ΕΙΣΑΙ Ο ΥΪΟΣ ΜΟΥ ΙΣΡΑΗΛ, ΜΗ ΦΟΒΟΥ ΟΣΟ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙΣ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ, ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΒΥΘΙΣΟΥΝ∙ ΑΝ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙΣ ΤΗΝ ΦΩΤΙΑ, ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΑΛΩΣΕΙ». Οι Peratae τονίζουν την λύτρωση η οποία συνίσταται σε μιαν έλκυση την οποία εξασκεί ο Υϊός σε ό,τι φέρει μιαν ομοίωση προς τον Πατέρα. Αυτή είναι η θεωρία των Πατρικών Στιγμάτων: «Όπως μετέφερε από ψηλά τα πατρικά σημάδια, κατά τον ίδιο τρόπο αμοιβαία αίρει από εδώ στα ύψη τα σημεία αυτά του πατρός που αποκαλύφθηκαν».
Για τους Sethians, o άνωθεν κόσμος είναι αυτός του φωτός ενώ ο δικός μας κόσμος είναι αυτός του σκότους. Εικονογραφούν αυτοί την έρευνά μας για τον Θεό κατά τον ακόλουθον τρόπο: «Η εικόνα αυτών των πραγμάτων είναι η ίρις, η κόρη του οφθαλμού (ή) μαθητής/τρια. Κατά ένα μέρος, είναι σκούρα λόγω των υποκείμενων υγρών, κατά ένα άλλο μέρος ένα πνεύμα τον/την φωτίζει: όπως το σκοτάδι προσκολλάται στην ευκρίνεια για να την προστατεύει και να την εξυπηρετεί στην όραση, το ίδιο και το φως και το πνεύμα αναζητούν με φλόγα την αρετή τους μέσ’ στο σκότος».
Ο Ιουστίνος, ο Γνωστικός για τον οποίον ο Ιππόλυτος μιλά, είναι μάλλον ένας ηγέτης μιας θρησκευτικής αδελφότητας.
Το σεξουαλικά συμβολικό παίζει μεγάλο ρόλο στις θεωρίες του.
Έτσι, ο κόσμος περιέχει 3 μέρη:
α) ο Αγαθός Θεός, β) ο Ελοχίμ Πατήρ Δημιουργός και γ) Εδέμ η σύζυγός του (που αντιπροσωπεύει τον κόσμο).
Η Τραγωδία γεννιέται όταν ο Ελοχίμ, ελκόμενος και συρόμενος προς τον Αγαθό Θεό, αφήνει την Εδέμ.
Η Εδέμ, για να εκδικηθεί, δημιουργεί τον ατελήν άνθρωπο.
Εξ ου και η ανάγκη της Σωτηρίας.
«Ο Ελοχίμ αναφωνεί με θαυμασμό ΑΝΟΙΧΤΕ ΜΟΥ ΤΙΣ ΠΥΛΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΕΛΘΩ ΚΑΙ ΝΑ ΔΩ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΔΙΟΤΙ ΠΙΣΤΕΥΑ ΩΣ ΤΩΡΑ ΟΤΙ ΗΜΟΥΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ. Από τα βάθη του φωτός ακούγεται μια φωνή που έλεγε ΙΔΟΥ Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ. Αμέσως ανοίγει η πύλη και ο Πατήρ –χωρίς τους αγγέλους– μπαίνει εδώ και προχωρά προς τον Αγαθό. Και αυτός αναπολεί τα πράγματα Α ΟΦΘΑΛΜΟΣ ΟΥΚ ΟΙΔΕ, Α ΟΥΣ ΟΥΚ ΗΚΟΥΣΕΝ, Α ΕΠΙ ΚΑΡΔΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΟΥΚ ΑΝΕΒΗ. Λοιπόν, ο Αγαθός του λέει ΚΑΘΟΥ ΕΚ ΔΕΞΙΩΝ ΜΟΥ».
Τελικά, μπορούμε σε αυτές τις μάλλον βαθειές και σκοτεινές ιδέες να προσθέσουμε αυτές ενός δοκητικού Γνωστικού που περιγράφει την Απολύτρωση μέσω αυτής της οδού: «Ιδού πώς ο Μονογενής Υϊός, βλέποντας από ψηλά τις ιδέες να μετουσιώνονται σε σκοτεινά σώματα, θέλησε να τις σώσει. Ξέροντας ότι οι αιώνες δεν μπορούσαν από μόνοι τους να κρατήσουν ακέραια την ζωή όλου του πληρώματος αλλά τα μέλη θα συντρίβονταν από τους κλυδωνισμούς, θα γίνονταν θνητοί και θα εξαφανίζονταν, αναλαμβάνει ο ίδιος να τους συγκεντρώσει στο πρόσωπό του, μειώνει την λαμπρότητά του σε πολύ μικρό όγκο και συστέλλεται∙ οφείλω να πω ότι έκανε τον εαυτό του μικρόν όσο και το φως κάτω από το χαρτί και πίσω από τα βλέφαρα: κατόπιν, προχωρά ως και τα ορατά ουράνια: αγγίζει τα άστρα που βρίσκονται εδώ και εκ νέου αναδιπλώνεται κάτω από τα βλέφαρα και τα χαρτιά… Έτσι έρχεται στον κόσμο ο Μονογενής, χωρίς λάμψη, άγνωστος, άνευ δόξας: ούτε ο ίδιος δεν είχε πιστέψει στον εαυτό του».
Αν σε αυτήν την λίστα προσθέσουμε έναν ορισμένο Μόνοϊμο τον Άραβα, Νεοπυθαγόρειο γνωστό ως ζογκλέρ και ταχυδακτυλουργό των αριθμών, θα έχουμε μια μάλλον καλήν ιδέα για την πολυποικιλία των Γνωστικών αιρέσεων και ιδεών.
Σημειώνουμε εδώ μόνο τις διδασκαλίες του Κώδικα Brucianus και Πίστεως Σοφίας που αναπαράγουν και οι 2 τις συζητήσεις του Ιησού και όπου κλασσικά θέματα αναπτύσσονται σε αξιόλογο βαθμό και όπου εξηγείται ότι η κατοχή γνώσεως σημαίνει να γνωρίζει κανείς «τον λόγο για το φως και το σκότος, το χάος, τον θησαυρό των φώτων, την αμαρτία, το βάπτισμα, την οργή, την βλασφημία, τις ασθένειες, τις απάτες, την αγνότητα, την υπεροψία, την ζωή, την κακοβουλία σχολίων, την υπακοή, την ταπεινότητα, τον πλούτο και την δουλεία».
Με αυτήν την τιμή, Ηράκλειε, θα πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τους απευθείας μαθητές του Βαλεντίνου καθώς και τους μαθητές του Πτολεμαίου, τον Απελλή τον μαθητή του Μαρκίωνος, τον Μάρκο και τους ακολούθους του και, επίσης, τους έκλυτους Γνωστικούς.
Βλέπουμε, άρα, τον πλούτο ενός κινήματος συχνά αρνητικού. Σε μας παραμένει να λύσουμε –σε αυτό το σύνολο των επικυρωτικών αποφάνσεων του κινήματος, είτε όντως κινούμενου είτε απλώς ιδιορρύθμου – τον γόρδιο δεσμό των συνεισφορών απ’ έξω.
2. ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΓΝΩΣΤΙΚΩΝ
Κατά μήκος των ετών, αυτό το μεταφυσικό –το οποίο είναι ενσαρκωμένο– διατηρεί την αγορευτική ρητορική του. Δεν μπορεί, όμως, να αξιώνει πρωτοτυπία.
Φαίνεται ότι στον Γνωστικισμό, ο Χριστιανισμός και ο Ελληνισμός αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον χωρίς να μπορούν να αφομοιωθούν και, ως εκ τούτου, έχουν θέσει δίπλα-δίπλα τα πιο ετερογενή θέματα.
Αποστολή μας εδώ θα είναι να ξεχωρίσουμε –όσο πιο σχηματικά όσο είναι εφικτό– τις εξωτερικές συνεισφορές του Γνωστικισμού.
α) Ένας σημαντικός αριθμός Γνωστικών θεμάτων εμφανίζονται ως να προέρχονταν εκ του στήθους του Πλάτωνος ή, τουλάχιστον από την παράδοση αποστήθισης που αντιπροσωπεύει.
Η εκπομπή και μετάδοση πληροφοριών μέσω του Θεού, η μανία και οι οδύνες πνευμάτων απομακρυσμένων από τον Θεό και δεσμευμένων με την ύλη, η ανησυχία της αγνής ψυχής που στους ψυχικούς είναι δεμένη με την παράλογη πλευρά της, η αναγέννηση μέσω μιας επιστροφής στις πρωτογενείς πηγές, όλο τούτο είναι ξεκάθαρα Ελληνικό.
Όρος –ένα σπουδαίο όνομα με σημασιοδότηση– είναι τυπικό προς αυτήν την κατεύθυνση, δεδομένου ότι έκανε την Σοφία να επιστρέψει εντός των ορίων της φύσης της.
Η Ελλάδα εισήγαγε τις σύνθετες έννοιες της τάξεως και της αρμονίας τόσο στην ηθική όσο και στην αισθητική. Εάν ο Προμηθεύς έχει υποφέρει, αυτό συμβαίνει διότι έχει απεκδυθεί της ανθρώπινής του φύσεως. Η Σοφία έπραξε ομοίως και μόνον επιστρέφοντας στον τόπο που της είχε απονεμηθεί βρίσκει εκ νέου την ειρήνη.
β) Επιπλέον, ο Γνωστικισμός έχει πάρει από τον Χριστιανισμό την ουσία των δογμάτων του. Η χρήση τους προκαλεί ευτυχία.
Εν τούτοις, κάθε Γνωστικό σύστημα συνοδεύεται από λίγες ιδέες την ηχώ των οποίων δεν μπορούμε να μην πιάσουμε στα χέρια μας.
Η υπόθεση με την οποία καταπιάνονται όλοι μας οι συγγραφείς είναι το πρόβλημα του κακού∙ το έχουμε δει στους Βασιλείδη, Μαρκίωνα και Βαλεντίνο. Εξ ου και η προσπάθειά τους να εξηγήσουν την Σωτηρία.
Μια ακόμα επιρροή –λιγότερο σημειωμένη αλλά εξ ίσου αληθής– είναι το νόημα της ιστορίας, δηλαδή η ιδέα πως ο κόσμος βαδίζει προς έναν σκοπό που λες και θα αποτελεί την ολοκλήρωση της τραγωδίας.
Σύμφωνα με αυτήν την θέαση της ιστορίας, την ιστορική οπτική γωνία, ο κόσμος αποτελεί ένα σημείον αναχωρήσεως. Ήταν μια εκκίνηση. Την αλήθεια δεν πρέπει να την βλέπουμε θεωρητικά, ως ενατένιση βάσει σχεδίου και προοπτικής, Μάλλον, πρέπει να την χρησιμοποιούμε και μέσω αυτής επιτυγχάνουμε την σωτηρία μας.
Εδώ η Χριστιανική επιρροή εμμένει λιγότερο σε ένα σύνολο ρευμάτων διδασκαλίας και περισσότερο σε μια κατάσταση νου και σε έναν προσανατολισμό. Σε καμιάν άλλην διδασκαλία το άφθαρτον, αμείωτον και αναλλοίωτον στον άνθρωπο δεν είχε μιαν τόσο σημαντικήν ερμηνευτικήν αξία.
γ) Σε αυτές τις επιρροές, όμως, προστέθηκαν πολλά εξαιρετικώς ποικίλα στοιχεία που, εκ τούτου του γεγονότος, ήταν λιγότερο σκανδαλώδη και επί των οποίων θα επεκταθούμε λίγο (εφόσον ό,τι προηγήθηκε έχει ήδη απεικονιστεί με διαύγεια στην αναφορά μας περί των Γνωστικών διδασκαλιών).
1) Σε αυτήν την σύνθετον έννοια μιας υψηλής, ανώτερης επιστήμης που αποτελεί την γνώση όπου (ή) Σε αυτήν την σύνθετον έννοια, η γνώση αποτελεί μιαν ανώτερη και υψηλήν επιστήμη όπου μπορούμε ακόμα να δούμε την επιρροή των μυστηρίων. Έχουμε ήδη ορίσει την μύηση ως την Ένωση γνώσης και σωτηρίας. Αντιμετωπίζουμε το ίδιο πρόβλημα εδώ.
Ένα «πνευματικό» ον θα μπορούσε να «ποιήσει» και να τις κάνει δικές του αυτές –ή κι αντιστρόφως– τις ορφικές γραμμές στίχων από τις χρυσές πλάκες στον Κρότωνα: «Έχω δραπετεύσει από τον κύκλο της θανατικής ποινής και της θλίψης και προχωρώ τώρα προς την βασίλισσα των ανωτέρων τόπων, ω αγία Περσεφόνη και σεις οι άλλες θεότητες του Άδη. Δοξασμένος είμαι που έλαβα μέρος στην ευτυχισμένη φυλή τους. Τους ζητώ να με αποστείλουν στον οίκο των αθώων για να δεχθείς εκεί την λέξη της σωτηρίας ΘΑ ΕΙΣΑΙ ΘΕΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΠΛΕΟΝ ΘΝΗΤΗ»
2) Μια πιο υποβλητική σύμπτωση είναι αυτή που συνδέει τους Γνωστικούς με τον Φίλωνα. Ο Φίλων σε αναλογίες με τις περιστάσεις προφητεύει όπως με έναν μυούμενο. «Κλείσε τα αυτιά σου, οι άνθρωποι που γεννιώνται δεν πεθαίνουν. Μεταδίδουμε τα θεία μυστήρια σε όσους έχουν λάβει την ιερή μύηση, σε αυτούς που ασκούν την πρακτική μιας αληθινής ευσέβειας, που δεν αλυσοδένονται από τον μάταιο μηχανισμό εμφάνισης των λέξεων ή το κύρος των παγανιστών». Εξέτασε αυτό το ακόμη πιο σημαντικό κείμενο: «Ω σεις μυημένοι, σεις που εξαγνίστηκε η ακοή σας, δεχθείτε τον αυτόν εδώ μέσα στην ψυχή σας όπως στα μυστήρια εδώ όπου κανείς δεν επιτρέπεται να εισέρχεται. Μην το αποκαλύψετε σε κανέναν βέβηλο∙ Κρύψτε τον, σφραγίστε τον και φυλάξτε τον μέσα στα στήθη σας όπως έναν θησαυρόν άφθαρτον όλον, όπως ο χρυσός κι ο άργυρος, αλλά που είναι πιο ανεκτίμητος από κάθε τι άλλο, γιατί είναι η επιστήμη της πιο μεγάλης αρετής αλλά και αυτού που μαζί του γεννιέται από την επιστήμη και την αρετή».
Συνεπώς, δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν βρούμε με τους Γνωστικούς μάλλον έναν μεγάλον αριθμό θεμάτων που αγαπούσε ο Φίλων: το υπέρτατο Ον, πηγή φωτός που διαχέεται μέσω του σύμπαντος,η μάχη μεταξύ φωτός και σκότους για έλεγχο του κόσμου, η δημιουργία του κόσμου από διαμεσολαβητές, ο ορατός κόσμος ως απείκασμα του αοράτου κόσμου, το θέμα (αναγκαίο για τον Φίλωνα) της εικόνας του Θεού ως της άφθαρτης ουσίας της ανθρώπινης ψυχής και, τελικά, η παράδοση απονεμημένη ως ο σκοπός της ανθρώπινης υπάρξεως.
3) Τελικά, είναι εφικτό να γίνει δεκτή και να αναγνωριστεί εντός των Γνωστικών δογμάτων η επιρροή ενός ορισμένου αριθμού Ανατολικών-Οριεντάλ θεωριών και, ειδικά, ενατένισης της θρησκείας Avesta. Επιπλέον, ο Ζωροαστρισμός– ως αποτέλεσμα της εξορίας των Ιουδαίων καθώς και της προστασίας που συμφώνησε να τους παραχωρήσει ο Κύρος– και η φιλοδωρία που είχε δείξει ο Avesta διαδραμάτισαν αξιόλογο ρόλο στην εξέλιξη των ιδεών στους πρώτους αιώνες της εποχής μας. Οι Ameshas Spentas και οι Yazatas, οι οποίοι υποστηρίζουν την μάχη κατά των κακών δαιμόνων, και αυτοί συνιστούν αφ’ εαυτών ένα πλήρωμα, ενδιάμεσο μεταξύ Θεού και Γης. Και ο Ahura Mazda έχει όλα τα χαρακτηριστικά του αιώνιου Γνωστικού Θεού.
Αρκούν αυτές οι ενδείξεις να φέρουν στο φως την πολυσυνθετότητα του Γνωστικισμού. Βλέπουμε τον κυκεώνα χρωμάτων από τα οποία ανέτειλε αυτός ο Χριστιανικός αιρετισμός. Εκ νέου, είναι αναγκαίο να επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε τις διερευνήσεις μας σε λίγα γενικά χαρακτηριστικά.
3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:Ο ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
«Αντί για αιώνιες πράξεις εκ μέρους του θελήματος του Θεού, δραματικές κλιμακώσεις ή πρωτοβουλίες πάθους∙ σφάλματα που παίρνουν την θέση των αιτίων∙ αντί της ένωσης των 2 φύσεων στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Χριστού, η διάχυση των μορίων του Θεού στην μήτρα της ύλης∙ αντί για την διάκριση μεταξύ αιωνιότητος και χρόνου, ένας χρόνος κορεσμένος με επιρροές αιωνίου ζωής και μια αιωνιότητα δολοφονημένη από μια τραγωδία». Καλύτερα θα ήταν να συνοψίσουμε έτσι το πνεύμα του Γνωστικισμού:
Εκτεινόμενο υπεράνω των 2 αιώνων, συναθροίζει και συγκεντρώνει όλες τις ιδέες που εξακολουθούν να υπάρχουν σε όλην αυτήν την περίοδο με σκοπό να σχηματίσουν έναν υπέρμετρον, υπερβολικό Χριστιανισμό εξυφασμένο από Ανατολικές θρησκείες και την Ελληνική μυθολογία.
Δεν μπορούμε, όμως, να αμφιβάλουμε ότι αυτή η αίρεση ήταν Χριστιανική λόγω του εφιαλτικού βραχνά που την διαρρέει και δημιουργεί μιαν ορισμένην αντήχηση. Είναι το κακό που κατείχε ως εμμονή τους Γνωστικούς. Είναι όλοι πεσσιμιστές ως προς την κοσμοθεωρία τους.
Ξεγυμνώνουν με μεγάλο ζήλο έναν Θεό τον οποίο, όμως, καθιστούν μη προσβάσιμο.
Ο Χριστιανισμός, όμως, από αυτό το συναίσθημα (το πολύ περιορισμένης σημασίας ενώπιον του προσώπου του Θεού) αντλεί την ιδέα περί της παντοδυναμίας του Θεού και περί της ασημαντότητας του ανθρώπου.
Ο Γνωστικισμός βλέπει στην γνώση ένα μέσον σωτηρίας.
Σε αυτό είναι Ελληνικός, διότι επιθυμεί αυτό το οποίο η γνώση διαφωτίζει να παλινορθώνεται και να αναγεννάται ταυτόχρονα.
Αυτό που αποκαλύπτει είναι μια Ελληνική θεωρία της Χάριτος.
Ιστορικά, ο Γνωστικισμός αποκαλύπτει στον Χριστιανισμό ποιόν δρόμο να μην ακολουθήσει. Λόγω των υπερβολών του, ο Τερτυλλιανός και ο Τατιανός ελέγχουν και τσεκάρουν τον Χριστιανισμό στην επέλασή του προς την Μεσόγειο. Λόγω του Γνωστικισμού, κατά μιαν ορισμένη και χωρίς την παραμικρή συνεκτικότητα έκταση, θα πάρει η Χριστιανική σκέψη από τους Έλληνες μόνο τις φόρμουλές τους και τις δομές της σκέψεώς τους –όχι τα γεωμετρικά τους αξιώματα που βασίζονται στον συναισθηματισμό και ούτε μπορούν να συμπιεστούν στην Ευαγγελική σκέψη ούτε μπορούν να προστεθούν ως πρόσφυση σε αυτήν.
Ίσως να είναι ήδη ξεκάθαρο ότι ο Χριστιανισμός, ο οποίος παρουσιάστηκε στον ΕλληνοΡωμαϊκόν κόσμο στα τέλη του 1ου αιώνος, δεν προχώρησε σε κάποιαν αποφασιστικήν αναπτυξιακή κίνηση ως την διαμόρφωση του κοινωνικού περιβάλλοντος του 3ου αιώνος.
Επίσης, καταλαβαίνουμε και υπολαμβάνουμε ως μεταφορική την σημασία που έχουμε αποδώσει ως συμφωνία στις Γνωστικές διδασκαλίες αναφορικά με την εξέλιξη που θέλουμε, με την εξιστόρησή μας, να επαναφέρουμε.
Ο Γνωστικισμός μας δείχνει έναν από τους Ελληνο-Χριστιανικούς συνδυασμούς που ήταν δυνατοί. Σημειώνει και χαράσσει ένα σημαντικό στάδιο, μιαν εμπειρία που δεν θα μπορούσαμε να την προσπεράσουμε.
Οι ίδιες οι υπερβολές μας παρέχουν καλύτερην πληροφόρηση για το ρίσκο να χαθούμε σε λεπτομέρειες και αποχρώσεις. Ωστόσο, ο Χριστιανισμός πολέμησε αυτήν την υπανάπτυξην ανελέητα. Είναι, όμως, πιο δύσκολο να απαλλαχτή κανείς από τα νόθα τέκνα του παρά από τους εχθρούς του.
Εξ άλλου, μέσω μιας αξιοσημείωτης αίσθησης της Ιστορίας, οι Πατέρες φαίνονταν να καταλαβαίνουν ποιό έργο επρόκειτο (από όμοιες –όσο συγκινητικές κι αν ήταν ή συχνά και κινούμενες– υπερβολές) να τεθεί σε κίνδυνο: ονομαστικά, η επέλαση του Χριστιανισμού προς τον ρόλο για τον οποίον προοριζόταν από το πεπρωμένο.
Ας αφήσουμε, όμως, την Χριστιανική σκέψη να περιμένει σε αυτήν την κρίσιμη καμπή της ιστορίας της. Εκ παραλλήλου με αυτές τις εξελίξεις στην Χριστιανική σκέψη, η Αλεξανδρειανή μεταφυσική αποκρυσταλλωνόταν σε αυτήν την περίοδο στον Νεοπλατωνισμό και το υλικό που θα χρησιμοποιήσει ο δογματικός Χριστιανισμός ήδη βρίσκεται στην διαδικασία Αποκάλυψης. Κι έτσι αναπτύσσεται, σε διαφορετικές κατευθύνσεις, αυτή η Δεύτερη Αποκάλυψη που συνιστούσε η διδασκαλία του Αυγουστίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου