«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1944
Κριτική στα βιβλία: α) «Ο Δρόμος προς την Δουλεία» του F.A. Hayek, β) «Ο Καθρέφτης του Παρελθόντος» του K. Zilliacus
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το άρθρο αυτό πρέπει να θεωρηθεί βασικό για την ανάλυση, στο έργο του συγγραφέα, των θεωριών του Καπιταλισμού και του Κολλεκτιβισμού σε σχέση με τις φιλελεύθερες τάσεις των δύο συστημάτων ή την υπεράσπιση της Ελευθερίας. Έμφαση πρέπει να δοθεί στις αναφορές του σε σχέδια χάρτου, εδάφους και εκτάσεων ατομικής ιδιοκτησίας.
Αν εξεταστούν μαζί, τα δύο αυτά βιβλία παρέχουν έδαφος για να χάσουμε το θάρρος μας.
Το πρώτο αποτελεί μια πειστικήν υπεράσπισιν υπέρ του «laissez-faire» καπιταλισμού
ενώ το δεύτερο είναι μια ακόμα πιο παθιασμένη αποκήρυξή του.
Έως κάποιο σημείο καλύπτουν το ίδιο ζήτημα,
συχνά επικαλούνται τις δηλώσεις των ιδίων αναγνωρισμένων ειδικών
και ξεκινούν ακόμη και με τον ίδιο πρόλογο
αφού ο καθένας εκ των συγγραφέων υποθέτει ότι ο Δυτικός πολιτισμός εξαρτάται από την ιερότητα του ατόμου.
Ωστόσο, κάθε ένας είναι πεπεισμένος ότι η πολιτική του άλλου οδηγεί κατευθείαν στο σκλάβωμα
–και το επικίνδυνο είναι ότι ίσως αμφότεροι να έχουν δίκιο.
Εκ των δύο, το βιβλίο με το όνομα Χάγιεκ είναι ίσως το πιο πολύτιμο,
διότι οι απόψεις που εκθέτει «Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ» είναι λιγότερο της μόδας
σε σύγκριση με εκείνες του κ. Ζηλειάκιςς στον «ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ».
Εν τάχει, η θέση του καθηγητή Χάγιεκ είναι ότι ο Σοσιαλισμός οδηγεί αναπόφευκτα στον δεσποτισμό
και ότι στην Γερμανία οι Ναζί μπόρεσαν να επιτύχουν
επειδή είχαν ήδη κάνει για χάρη τους την περισσότερη δουλειά οι Σοσιαλιστές –ειδικά την διανοητική δουλειά
εξασθένησης του πόθου για ελευθερία.
Θέτοντας ολόκληρη την ζωή υπό τον έλεγχο του Κράτους, ο Σοσιαλισμός
αναγκαστικά παραδίδει την εξουσία σε έναν εσωτερικό κύκλο γραφειοκρατών,
οι οποίοι θα είναι –σε κάθε περίπτωση– άνθρωποι που επιζητούν την εξουσία για χάρη της εξουσίας
και δεν θα διστάσουν πουθενά προκειμένου να την διατηρήσουν.
Η Αγγλία –λέει– βρίσκεται τώρα στον ίδιο δρόμο με την Γερμανία,
με την αριστερή ιντελλιγκέντσια στην πρώτη γραμμή και το συντηρητικό κόμμα στην δεύτερη.
Η μόνη σωτηρία έγκειται στην επιστροφή σε μιαν ελεύθερην οικονομία, ελεύθερον ανταγωνισμό
και έμφαση στην ελευθερία περισσότερο παρά στην ασφάλεια.
Στο αρνητικό μέρος της θέσεως του καθηγητή Χάγιεκ υπάρχει μια μεγάλη δόση αληθείας.
Δεν μπορεί να λέγεται τόσο συχνά –σε κάθε περίπτωση, δεν λέγεται σχεδόν καθόλου συχνά–
ότι ο κολλεκτιβισμός εγγενώς δεν είναι δημοκρατικός
αλλά, αντιθέτως, δίνει σε μιαν τυραννική μειοψηφία τέτοιες εξουσίες
που οι Ισπανοί Ιεροεξεταστές ποτέ δεν είχαν ονειρευτεί.
Εξ άλλου, καθηγητής Χάγιεκ έχει δίκιο, πιθανότατα, όταν λέει ότι
σε αυτήν την χώρα οι διανοούμενοι έχουν πιο ολοκληρωτική σκέψη από τον απλό λαό
αλλά δεν βλέπει –ή δεν θα το παραδεχθεί– πως
μια επιστροφή στον «ελεύθερον» ανταγωνισμό
πιθανόν σημαίνει για την μεγάλη μάζα του κόσμου μια ακόμη χειρότερη τυραννία
επειδή είναι πιο ανεύθυνη από εκείνη του Κράτους.
Το πρόβλημα με τον ανταγωνισμό είναι ότι κάποιος κερδίζει σε αυτόν.
Ο καθηγητής Χάγιεκ αρνείται ότι
ο ελεύθερος καπιταλισμός οδηγεί αναπόφευκτα σε μονοπώλια, στην πράξη όμως εκεί είναι που έχει οδηγήσει
και, εφόσον η τεράστια πλειοψηφία του λαού θα προτιμούσε πολύ περισσότερο να τεθεί
υπό την στρατιωτική διοίκηση ενός κρατικού καθεστώτος
παρά να έχει υφέσεις και ανεργία, το κύμα
προς τον κολλεκτιβισμό πρόκειται να συνεχιστεί
(αν η γνώμη του λαού έχει κάποιον λόγο να πει κάτι επί του ζητήματος).
Η επαρκής και καλά ντοκουμενταρισμένη πολεμική του κ. Ζηλειάκιςς
κατά του ιμπεριαλισμού και της πολιτικής ισχύος
αποτελείται από μιαν εκτεταμένην έκθεση των γεγονότων που οδήγησαν στους 2 Παγκοσμίους.
Δυστυχώς, ο ενθουσιασμός με τον οποίο ξεσκεπάζει τον πόλεμο του 1914
κάνει τον καθένα να απορεί με ποιαν λογικήν αιτία ως κίνητρο υποστηρίζει αυτόν τον Πόλεμο.
Αφού ξανα-αφηγείται την απαίσια ιστορία των μυστικών συμφωνιών
και των εμπορικών ανταγωνισμών που οδήγησαν στα 1914,
συμπεραίνει ότι οι στόχοι για τους οποίους κηρύξαμε τον Πόλεμο
ήταν ψευδείς –και πως κηρύξαμε τον Πόλεμο στην Γερμανία
«επειδή αν αυτή νικούσε την Γαλλία και την Ρωσσία θα κυριαρχούσε σε όλην την Ευρώπη
και θα είχε αρκετήν ισχύ για να αυτοσυντηρηθεί έναντι των αποικιών της Αγγλίας».
Για τί άλλο να πάμε, άραγε, σε Πόλεμο αυτήν την φορά;
Φαίνεται πως ήταν εξίσου κακό να αντιταχθούμε στην Γερμανία στην δεκαετία πριν τα ΄14,
και να την κατευνάσουμε στην δεκαετία των ΄30
και πως θα έπρεπε να είχαμε πετύχει έναν συμβιβασμόν ειρήνης στα ΄17
ενώ θα ήταν προδοσία να κάνουμε αυτό το κομπρομί τώρα.
Ήταν, επίσης, κακό το 1915 ακόμα και να συμφωνήσουμε στον διαμοιρασμό της Γερμανίας
και της αντιμέτωπής της Πολωνίας
σαν μιαν «εσωτερικήν υπόθεση της Ρωσσίας»:
έτσι, λοιπόν, οι ίδιες πράξεις αλλάζουν τον ηθικό τους χρωματισμό με αναλογίες παρόδου του χρόνου.
Το στοιχείο που ο κ. Ζηλειάκιςς αφήνει εκτός υπολογισμού είναι ότι
οι αγώνες και οι πόλεμοι έχουν αποτελέσματα που δεν σέβονται τα κίνητρα εκείνων, οι οποίοι τους προκαλούν.
Κανείς δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την βρωμιά της διεθνούς πολιτικής
από το 1879 και εφεξής∙
δεν έπεται, όμως, ότι θα ήταν καλό να επιτρέψουμε στον γερμανικό Στρατό να κυβερνήσει την Ευρώπη!
Είναι πιθανόν ότι κάποιες αισχρές συμφωνίες
γίνονται τώρα ακριβώς στα παρασκήνια
και ότι η τρέχουσα προπαγάνδα «κατά του Ναζισμού»
(βλέπε «κατά του μιλιταρισμού της Πρωσίας) θα μοιάζει αρκετά αδύναμη το 1970,
ωστόσο η Ευρώπη θα είναι ένας καλύτερος τόπος
οπωσδήποτε, αν ο Χίτλερ και οι οπαδοί του αποσυρθούν από αυτήν.
Αναμεταξύ τους, τα 2 αυτά βιβλία συνοψίζουν,
από την θέση στην οποία βρισκόμαστε, την τωρινή μας πρόγνωση.
Ο Καπιταλισμός καταλήγει σε ουρές για φιλανθρωπία και επιδόματα, στην διαπάλη των αγορών και στον πόλεμο.
Ο Κολλεκτιβισμός καταλήγει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, λατρεία του ηγέτη και στον πόλεμο.
Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από αυτό –εκτός εάν, με κάποιον τρόπο, μπορέσει να συνδυαστεί
μια οικονομία σχεδιασμένη
με την ελευθερία της διανόησης/intellect,
κάτι που μπορεί να συμβεί μόνον εάν στην πολιτική αποκατασταθεί κι επανέλθει
η αντίληψη του Κακού και του Καλού.
Και οι δύο αυτοί συγγραφείς έχουν επίγνωση αυτού, λιγότερο ή περισσότερο.
Εφόσον, όμως, δεν μπορούν να υποδείξουν κάποιον πρακτικόν τρόπο ώστε να το πραγματοποιήσουμε,
το συνδυασμένο αποτέλεσμα των βιβλίων τους είναι καταθλιπτικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου