*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

ΟΙ ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ 11/9 Η διαμόρφωση των σχέσεων ΗΠΑ και Ε.Ε. ως προς τον νέο ρόλο του ΝΑΤΟ - ΛΑΜΠΡΟΣ ΝΑΣΗΣ

ΟΙ ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΚΑΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
ΜΕΤΑ ΤΗΝ 11/9
Η διαμόρφωση των σχέσεων ΗΠΑ και Ε.Ε. ως προς τον νέο ρόλο του ΝΑΤΟ



ΕΙΣΑΓΩΓΗ



Στην εργασία αυτή επιχειρείται να αναλυθεί η στρατηγική και διπλωματική πτυχή των διατλαντικών δεσμών ασφαλείας όπως διαμορφώνονται μετά την εφαρμογή για πρώτη φορά του άρθρου 5 της Ατλαντικής Συμμαχίας που αποτελεί την «συγκολλητική βάση» για την συνεργασία της Ε.Ε. και των ΗΠΑ στο πεδίο του ΝΑΤΟ. Η εφαρμογή της ρήτρας αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής προκάλεσε μια ριζική αλλαγή των ευρωατλαντικών σχέσεων ενώ ο διατλαντικός χώρος δοκίμασε μια πρόκληση την τελευταία εξαετία που έθεσε σημαντικά ερωτήματα για την Ατλαντική Συμμαχία και τα όριά της.
Μετά την επίθεση στο κέντρο των ΗΠΑ την 11η Σεπτεμβρίου 2001 αλλά και την επίθεση στο κέντρο της Μαδρίτης την 11η Μαρτίου 2004 τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. εκλήθησαν να επιδείξουν την αλληλεγγύη τους προς το Σύμφωνο του ΝΑΤΟ και να διαμορφώσουν μια κοινή πολιτική (διπλωματική, στρατιωτική, στρατηγική αλλά και οικονομική) για την πρόληψη της εκδήλωσης και νέων επιθέσεων από τους εχθρούς τους, δηλ. τους εχθρούς της Δύσεως.
Στην Ευρώπη η προσπάθεια αυτή αποκρυσταλλώνεται στην όλη δημόσια συζήτηση περί της ασφάλειας της προφύλαξης των εδαφών και των συνόρων της Ε.Ε. υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, οι οποίες –όπως και στο παρελθόν- ενδιαφέρονται να παράσχουν ασπίδα προστασίας προς την Ε.Ε. μέσω της εγκατάστασης του συστήματος αντιπυραυλικής τους άμυνας που προφέρουν μέσω του ΝΑΤΟ. Απ’ ό,τι διαφαίνεται, η έννοια της αμυντικής ασπίδας της Ατλαντικής Συμμαχίας δεν ταυτίζεται απλώς και μόνο λεκτικά με την «αιγίδα», δηλ. την ασπίδα ή προστασία ή κάλυψη αλλά και ουσιαστικά.
Στην μελέτη μας, άρα, θα διερευνηθεί εάν η αμερικανική πρόταση για την επέκταση της αμυντικής ασπίδας του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη –είτε με είτε χωρίς την Ρωσία- υπονομεύει ενισχύει την ευρωπαϊκή ταυτότητα και ασφάλεια ή μήπως, ταυτόχρονα, υπονομεύει και το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Θα αναλυθούν οι διαφορετικές εκδοχές που έχουν προταθεί για την ασφάλεια της Ευρώπης έναντι των εξωτερικών απειλών και θα εκτεθούν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε. όπως διαμορφώνονται σήμερα αλλά και όπως προβλέπεται να εξελιχθούν μελλοντικά,
Οι δεσμοί συνεργασίας Ε.Ε. και ΗΠΑ έχουν, βέβαια, διέλθει από αρκετά ενδιαφέροντα στάδια αλλά με την είσοδο στον 21ο αιώνα υπήρξε ένας μετασχηματισμός των ευρωατλαντικών σχέσεων. Το τέλος του «Ψυχρού Πολέμου» προανήγγειλε την μετεξέλιξη αυτή στην δεκαετία του ΄90 και σήμανε την αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ.
Όμως, από την στιγμή της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. στα τέλη του 1999, είναι σαφές ότι με πρωτοβουλία των ΗΠΑ έχει εκδηλωθεί μια προσπάθεια προβολής της άποψης ότι η Ε.Ε. είναι διαιρεμένη σε δύο στρατόπεδα (φιλοατλαντική ή Νέα Ευρώπη που θεωρεί ως κέντρο της Ε.Ε. την Ουάσιγκτον & αντιαμερικανική ή Παλαιά Ευρώπη που θεωρεί ως κέντρο της Ε.Ε. τις Βρυξέλλες).
Στο διεθνές πεδίο, η Ε.Ε. εμφανίζεται επίσης διχασμένη πολιτικά και ψυχολογικά: έχει αφεθεί στον έλεγχο από τις ΗΠΑ, δεν προχωρά προς την δική της πολιτική ένωση αλλά αρκείται στην οικονομική ολοκλήρωση -που για τα μικρότερα κράτη σημαίνει μόνον επαχθείς όρους στο καθεστώς της ελεύθερης αγοράς- ενώ στην εξωτερική της πολιτική εδώ και χρόνια την κυνηγά το «φάντασμα» του υπουργού Εξωτερικών της Ε.Ε. που θα σηκώνει το τηλέφωνο μεταμεσονυκτίως για να μιλά με τον Χένρυ Κίσσιντζερ.
Ταυτόχρονα, η Ε.Ε. εμφανίζεται να διαφωνεί με τις ΗΠΑ και ως προς την αντιμετώπιση της Ρωσίας. Η ανακοίνωση του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαδιμίρ Πούτιν να θέσει «μορατόριουμ» στην εφαρμογή των προβλέψεων της Συνθήκης για τα Συμβατικά όπλα στην Ευρώπη πυροδοτήθηκε από την πρόταση των ΗΠΑ να επεκτείνουν στην Ανατολική Ευρώπη την ασπίδα του ΝΑΤΟ για να προστατεύσουν την Ε.Ε. Αυτή η κίνηση του προέδρου Πούτιν αποτέλεσε την πρώτη σημαντική αμφισβήτηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και, ταυτόχρονα, οδήγησε στο «πάγωμα» των σχέσεων της Ρωσίας με την Δύση.
Θα διαπιστώσουμε πως η εκδηλωθείσα διένεξη ΗΠΑ-Ρωσίας για το ζήτημα της διεθνούς ασφαλείας επηρεάζει την Ευρώπη και επεκτείνεται σε ζητήματα τρομοκρατίας στο εσωτερικό των χωρών της Ε.Ε., κάτι που κάνει την όλη κατάσταση εκρηκτική. Στην σφαίρα της δημοσιότητας εκφράζονται διάχυτοι φόβοι το τελευταίο 8μηνο ότι αναβιώνει ένα κλίμα αντιπαράθεσης Ανατολής-Δύσης και ότι υπάρχει μια κρίση που σοβεί και η οποία βαθαίνει . Χώρες όπως η Γαλλία –που παραδοσιακά θέλει αυτή να είναι ο δυναμικός και ανεξάρτητος παίκτης στο διεθνές πεδίο αλλά και στα πυρηνικά και συμβατικά όπλα- επισημαίνουν ότι η πρωτοβουλία αυτή έχει και πολιτικό κόστος, δεδομένου ότι ανοίγει ένα νέο μέτωπο με τη Μόσχα φέροντας στο νου την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, περισσότερο ακραία ίσως να είναι τα σενάρια που θέλουν την όλη διαμάχη να ανατρέπει το στρατηγικό ισοζύγιο και να εξελίσσεται σε μια νέα αντιπαράθεση , μια νέα κούρσα εξοπλισμών, μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης κατά το πρότυπο του Ψυχρού Πολέμου . Αντιθέτως –όπως θα δούμε στην μελέτη μας- υπάρχουν και αντίθετες φωνές που θεωρούν ότι η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ θα μπορέσουν ενωμένες –παρά τις διαφοροποιήσεις τους- να αντιμετωπίσουν και τον νέο, κοινό εχθρό τους ακόμα και αν είναι πλέον διάφορα εχθρικά κράτη ή οργανώσεις που χρησιμοποιούν σύγχρονα μέσα τρομοκρατίας.
Το θέμα της τρομοκρατίας αναβαθμίστηκε, ασφαλώς, στην διεθνή ατζέντα μετά την 11η Σεπτεμβρίου καθώς οι ΗΠΑ επαναχάραξαν την εξωτερική τους πολιτική και θεώρησαν στο εξής ως τρομοκράτες όχι μόνο άτομα αλλά και κράτη, δίχως ωστόσο να αποδώσουν παρόμοιο χαρακτηρισμό κατά της Ρωσίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δέχθηκε να επιδείξει την αλληλεγγύη της προς τις ΗΠΑ ως προς την γενική της πολιτική της πρόληψης της τρομοκρατίας αλλά δίστασε να την ακολουθήσει –με πρωτοστατούσα την Γαλλία- στην επέκταση αυτού του δόγματος στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και να επικροτήσει την εισβολή στο Ιράκ.
Παρά τα γεγονότα της 11ης Μαρτίου 2004 με την επίθεση στο κέντρο της Μαδρίτης, η Ε.Ε. δεν ακολούθησε τις επιλογές των ΗΠΑ για γενίκευση αυτής της «στοχοποίησης» αγνώστων ούτε τις αναφορές σε «κράτη-παρίες» ή στον «άξονα του κακού» ενώ ακολούθησε σώφρονα πολιτική, παραχωρώντας στην Ρωσία καθεστώς προνομιακής συνεργασίας.
Οι ΗΠΑ, βεβαίως, επέμειναν στην ανάγκη προστασίας του εδάφους της Ε.Ε. από εξωτερικές απειλές –την στιγμή που η Ε.Ε. δεν μπορεί η ίδια να εγγυηθεί την ασφάλεια των εξωτερικών συνόρων της ούτε κατά την τυπική έννοια μιας αναφοράς στο Ευρωσύνταγμα, το οποίο απορρίφθηκε.
Από τις συγκρούσεις αυτές που παράγονται προκύπτει και το βασικό ερώτημα της εργασίας μας που ουσιαστικά είναι μια μελέτη των δεδομένων –σταθερών και μεταβλητών- προκειμένου να διαπιστώσουμε προς ποια κατεύθυνση εξελίσσονται αυτή την στιγμή οι ευρωατλαντικές σχέσεις και ποια μπορεί να είναι η δυναμική τους στο μέλλον, ανάλογα με το ποια συμφέροντα αναμένεται να επικρατήσουν. Θα εξετάσουμε εάν οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης διέπονται από μια λογική συνεργασίας (ή, έστω, αδιαφορίας) ή εάν είναι δρομολογημένες σε μια εν δυνάμει κατάσταση σύγκρουσης.
Και, όσον αφορά το σημείο διασταύρωσης των ευρωατλαντικών σχέσεων με το πεδίο της ασφάλειας, επιλέγουμε ως case-study το κρίσιμο και πλέον πρόσφορο για τον σκοπό αυτό ζήτημα, την εγκατάσταση πυραυλικής ασπίδας στην Ευρώπη, θέμα όπου εμπλέκονται η Ε.Ε., οι ΗΠΑ και η Ρωσική Ομοσπονδία σε ανώτατο επίπεδο.
Το πεδίο σύγκρουσης για το μέλλον των ευρωατλαντικών σχέσεων εντοπίζεται στο αν η Ε.Ε. θα αποκτήσει πλήρη αυτονομία στον τομέα της άμυνας ή αν θα δεχθεί την προστασία του ΝΑΤΟ μέσω του συστήματος αντιβαλλιστικής άμυνας των ΗΠΑ (Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ για τις τεχνικές λεπτομέρειες και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία).
Ως προς την δομή και την μεθοδολογία της μελέτης:
Στο πρώτο κεφάλαιο κρίνεται αναγκαία μια αναφορά στο παρελθόν των ευρωατλαντικών σχέσεων, όπου θα δοθεί μια συνολική εικόνα του ιστορικού και πολιτικού πλαισίου ανάπτυξης του ευρω-ατλαντικού χώρου στον μεταπολεμικό κόσμο, προκειμένου στην συνέχεια της μελέτης να μπορεί να γίνει σύγκριση με τις μεταβολές που επέφερε η λήξη του «Ψυχρού Πολέμου» στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας και, συνεπακόλουθα, στις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης. Θα αναλυθούν οι στρατηγικές πτυχές της πυρηνικής ασφάλειας της Ε.Ε. όπως διαμορφώθηκαν στα πλαίσια των ευρωατλαντικών σχέσεων σε πολιτικό επίπεδο μετά τον «Ψυχρό Πόλεμο» και από την γνώση αυτή θα γίνει εφικτό να διερευνηθούν επακριβώς οι επιπτώσεις των αμερικανικών προτάσεων για την εγκατάσταση της αντιπυραυλικής ασπίδας του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Κατόπιν, θα γίνει μια σύντομη επισκόπηση του σταδίου όπου βρίσκεται σήμερα το θέμα ενώ, επίσης, θα παρουσιαστεί το χρονοδιάγραμμα ανάπτυξης των σχεδίων των ΗΠΑ εντός των πλαισίων της Ατλαντικής Συμμαχίας. Το κεφάλαιο αυτό, που περιέχει τα βασικά προαπαιτούμενα της μελέτης, θα ολοκληρωθεί με την ανάπτυξη και τον σχολιασμό των στρατηγικών και διπλωματικών ζητημάτων που δημιουργεί η έγερση του θέματος της αμυντικής ασπίδας σε σχέση με την Ρωσία και τις εξωτερικές απειλές κατά της Ε.Ε.
Στο δεύτερο κεφάλαιο θα αναπτυχθούν τα κομβικά σημεία που καθορίζουν το ζήτημα της διεθνούς ασφαλείας. Θα τεθούν τα βασικά σημεία που διέπουν τις σχέσεις ασφαλείας και άμυνας ως προς το Διεθνές Δίκαιο και ο τρόπος με τον οποίο καλείται το ΝΑΤΟ ως εργαλείο συλλογικής ασφαλείας να προστατεύσει την Ε.Ε. Αποτελώντας τον κύριο μηχανισμό ασφαλείας της Ατλαντικής Συμμαχίας, είναι αυτό που γεφυρώνει τις σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι η Ε.Ε. διευρύνθηκε προς Ανατολάς προτού επεκταθεί αντιστοίχως το ΝΑΤΟ, με αποτέλεσμα να τίθεται από τις ΗΠΑ το ζήτημα της επέκτασης της αμυντικής ασπίδας του ΝΑΤΟ και προς την Ρωσία αλλά και τα υπόλοιπα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης που δεν ανήκουν ακόμη ούτε στην Ε.Ε. ούτε στο ΝΑΤΟ.
Παρομοίως, και στο κεφάλαιο αυτό θα γίνει μια σύντομη επισκόπηση του τρόπου αντιμετώπισης της ευρωπαϊκής άμυνας από το ΝΑΤΟ αλλά θα αναπτυχθούν και τα μέτωπα που τίθενται με τον μετασχηματισμό του ΝΑΤΟ μετά το 1999 και την αλλαγή του ρόλου και της φύσης των αποστολών του. Ιδίως έχει ενδιαφέρον να δούμε γιατί διαφέρει το ΝΑΤΟ από την Ε.Ε. και γιατί προκύπτει πρόβλημα από την ύπαρξη δύο καθεστώτων ασφαλείας στην Ευρώπη για την προστασία από διεθνείς απειλές. Ακολούθως, θα υπάρξει μια σύνοψη της στρατηγικής των ΗΠΑ και του δικού τους δόγματος ασφαλείας όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την 11/9, οπότε προκάλεσε την ενεργοποίηση της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής της Ατλαντικής Συμμαχίας (με την σημείωση ότι ουσιαστικά η Ε.Ε. εκλήθη να προστατεύσει τις ΗΠΑ).
Το τρίτο κεφάλαιο που θα ακολουθήσει είναι ιδιαίτερως σημαντικό διότι περιέχει τα κύρια πορίσματα στα οποία οδηγηθήκαμε μέσα από την μελέτη του υλικού που είχαμ στην διάθεσή μας: αναπτύσσονται αρκετά εκτεταμένα οι ευρωατλαντικές σχέσεις ασφαλείας μετά την 11η Σεπτεμβρίου και η επιρροή που είχε η στάση των ΗΠΑ και της Ε.Ε. ως προς τις δυνατότητες στρατιωτικής τους συνεργασίας στον τομέα της άμυνας.
Αναπτύσσονται τα κύρια σημεία και οι αιτίες που προκάλεσαν το διατλαντικό χάσμα μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της διεθνούς διπλωματίας. Θα δοθεί έμφαση στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας της Ε.Ε. (ΚΕΠΠΑ) και στην σχέση της με την δομή του ΝΑΤΟ αλλά και στην διένεξη γύρω από τα ζητήματα του Ευρωστρατού και της ακύρωσης του σχεδίου για την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Άμυνας και Ασφάλειας. Σε αυτά τα τρία πεδία παρατηρείται και εκδηλώνεται για μια ακόμη φορά εντός των κρατών της Ε.Ε. για την μορφή της ευρωπαϊκής άμυνας, αυτή που έχει οδηγήσει στην ακύρωση της πολιτικής και αμυντικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Αυτή η διαφωνία παρέχει την ευκαιρία τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ρωσία να «πλευροκοπούν» την Ε.Ε. και να αναφέρονται σε αυτήν με τον υποτιμητικό όρο «Παλαιά Ευρώπη». Εδώ θα αναπτυχθούν οι πρόσθετες τριβές και παραφωνίες που δημιουργούνται μεταξύ ΗΠΑ-Ε.Ε. από το θέμα της τρομοκρατίας και των «κρατών-παριών» (rogue-states) κυρίως σε επίπεδο αρχών και πολυμερούς λήψης των απόφάσεων. Θα γίνει μια σύνοψη των θέσεων των ΗΠΑ για τα κράτη-παρίες αλλά θα διαπιστωθούν και οι διαφορές αυτών των αντιλήψεων από την ευρωπαϊκή στρατηγική ασφαλείας, κάτι που επηρεάζει την γενικότερη στάση ΗΠΑ-Ε.Ε. έναντι των κρατών που βρίσκονται εκτός του ΝΑΤΟ.
Αντιστρόφως, θα γίνει μια σύνοψη των θέσεων της Ρωσίας για την τρομοκρατία και τα κράτη που αυτή θεωρεί εχθρικά για να καταδειχθεί ότι η Ρωσία προσέγγισε μετά την 11/9 τις ΗΠΑ περισσότερο από την Ε.Ε., συνεργαζόμενη με το ΝΑΤΟ στα πλαίσια του Κοινού Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Κατόπιν, στο τέταρτο κεφάλαιο θα γίνει μια εκτεταμένη παρουσίαση της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την λεγόμενη «αδιαίρετη ασφάλεια» της Ε.Ε. Αρχικά, θα γίνει μια πολιτική και διπλωματική ανάλυση των θέσεων, της συμπεριφοράς και των επιλογών της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι οποίες ακολουθούν την πάγια στρατηγική του Γαλλογερμανικού άξονα για την δημιουργία αυτόνομης άμυνας στην Ευρώπη. Ως προς το ΝΑΤΟ, στην Γερμανία διαπιστώνεται, οπωσδήποτε, ένας θεσμικός διχασμός –που δεν επηρεάζει την αφοσίωση της χώρας σε αυτό- ενώ στην Γαλλία έχει προαναγγελθεί μια πλήρης ανανέωση της γαλλικής πολιτικής.
Στο σημείο αυτό, θα υπάρξει μια συνοπτική ανάλυση και διερεύνηση των σχέσεων του ΝΑΤΟ με την ΚΕΠΠΑ (όπου διερευνάται εάν η πρόβλεψη μέσω της ΚΕΠΠΑ για την δημιουργία του Ευρωστρατού υπονομεύει τον νέο ρόλο του ΝΑΤΟ) για να μπορέσει να γίνει στην συνέχεια μια παρουσίαση των βασικών θέσεων και της γενικότερης προσέγγισης που έχουν τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε. έναντι του ΝΑΤΟ και της ΚΕΠΠΑ και να εκτεθούν τα διλήμματα ασφαλείας που προκύπτουν στις εμπλεκόμενες χώρες. Θα δοθεί έμφαση επιπλοκές που δημιουργεί στις κυβερνήσεις το θέμα της επιλογής του μελλοντικού καθεστώτος ασφαλείας στην Ε.Ε. σε σχέση με τους υπόλοιπους διεθνείς δρώντες. Στο σημείο αυτό ακριβώς εκτίθεται η αμερικανική άποψη περί της ευρωπαϊκής ασφάλειας και διερευνάται, συγκριτικά, εάν υπάρχει κοινή Ευρωπαϊκή στάση ή διάσπαση της πολιτικής της Ε.Ε. έναντι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται αναλυτικότερα η στρατηγική της Ρωσίας έναντι του ΝΑΤΟ και του συστήματος αντιβαλλιστικής άμυνας καθώς και η στρατηγική της αντίληψη για τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Γίνονται εκτιμήσεις και ερμηνείες για τις μεταστροφές που χαρακτηρίζουν την στάση του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας ενόψει και των μελλοντικών εξελίξεων –η αλήθεια είναι ότι οι δηλώσεις του προέδρου Πούτιν είναι άψογες στην ευθυβολία τους και στην ευγλωττία τους- και εκτίθενται σε γενικές γραμμές οι σκέψεις που φαίνονται να κατευθύνουν τους διπλωματικούς και στρατιωτικούς χειρισμούς του Κρεμλίνου. Για αυτές τις σκέψεις (όχι μόνο της Ρωσίας αλλά και των υπολοίπων κρατών της Ανατολικής Ευρώπης ή της Ασίας που αισθάνονται απειλή από την λειτουργία της ασπίδας του ΝΑΤΟ) αναπτύσσονται, κατόπιν, οι υπάρχουσες αντιδράσεις από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ ενώ ακολουθεί μια εκτεταμένη ανάλυση για τις μελλοντικές προοπτικές στην σχέση Ρωσίας, ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το έκτο κεφάλαιο είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην ανάλυση των ευρωατλαντικών σχέσεων υπό το τριγωνικό πρίσμα που δημιουργεί, όμως, η Ρωσία στην οπτική του θέματος αυτού. Η ημερήσια διάταξη (agenda setting) των διατλαντικών συνομιλιών επισκιάζεται από την ρητορικά απορριπτική θέση της Ρωσίας, η οποία ωστόσο αφήνει πάντοτε ανοιχτό το πεδίο για την συμφωνία με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. εάν ικανοποιηθεί και αντιμετωπιστεί ως ισότιμος παίκτης. Εξετάζεται, επομένως, ο τρόπος με τον οποίο οι χειρισμοί και η στρατηγική της Ρωσίας επηρεάζουν τις σχέσεις της με την Ε.Ε. και το αντίκρυσμα που υπάρχει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η ανάλυση δεν περιορίζεται στο θέμα της ασφάλειας και της άμυνας αλλά επεκτείνεται και στο ευρύτερο θέμα της συνεργασίας με την Δύση και υποβάλλονται εκτιμήσεις και προτάσεις για την υπέρβαση των σκοπέλων.
Τέλος, στον επίλογο θα γίνει η συνόψιση των συμπερασμάτων της μελέτης και θα γίνει αναφορά στα στοιχεία που στηρίζουν την διαχρονική συνέχεια του Ευρω-Ατλαντικού χώρου. Θα εξεταστεί τι σημαίνει αυτό για την Ευρώπη ενώ, ακόμη, θα γίνουν προτάσεις για το ποια πρέπει να είναι -κατά την γνώμη μας- η επιλογή της Ε.Ε. Το ζήτημα της επιλογής είναι κρίσιμο γιατί, σε μια πρώτη εκτίμηση, διαφαίνεται ότι τελικά υπεύθυνη για τεκταινόμενα στον ευρωπαϊκό χώρο είναι η ίδια η Ε.Ε. Σημειωτέον ότι το 2008 είναι χρονιά προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ –ο πρόεδρος Μπους θα αποχωρήσει από το προεδρικό αξίωμα- ενώ εκλογές θα διεξαχθούν και στην Ρωσία τον Μάρτιο του 2008 με βασικό υποψήφιο για την πρωθυπουργία τον νυν πρόεδρο Πούτιν.
Αυτό το γεγονός –η πιθανότατη παραμονή του Πούτιν στον έλεγχο της ρωσικής πολιτικής- έχει καίρια σημασία όχι διότι ενδεχομένως θα υπάρξει εκμετάλλευση για μια ακόμη φορά των αντι-αμερικανικών αισθημάτων στην Ευρώπη λόγω του ζητήματος της αντι-πυραυλικής ασπίδας αλλά για την ανάλυση κυρίως της στρατηγικής της ρωσικής κυβέρνησης επί του θέματος αυτού.
Η όλη συζήτηση, λοιπόν, δεν γίνεται για τις τεχνικές λεπτομέρειες του Αντι-Βαλλιστικού Συστήματος του ΝΑΤΟ ή για τις δυνατότητες του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν αλλά για την ίδια την φύση της συνεργασίας των ΗΠΑ και της Ε.Ε. Αυτή μόνον η διαδικασία διερεύνησης μπορεί στην εξέλιξη της εργασίας να μας διαφωτίσει αναφορικά με το ποια πρέπει να είναι η ορθή ευρωπαϊκή επιλογή για το μέλλον. Κατά ένα οξύμωρο σχήμα, βέβαια, η Ε.Ε δίνει σήμερα την εικόνα ότι κινείται ανάμεσα στα «καυδιανά δίκρανα» των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Η μια πλευρά αντιμάχεται την άλλη αλλά και οι δύο κινούνται ως «Συμπληγάδες Πέτρες» που την συνθλίβουν.
Βασική θέση της μελέτης αυτής θα είναι, άρα, ότι η υπόθεση της αντιβαλλιστικής άμυνας της Ευρώπης θα αποτελέσει πύλη για την αναζωογόνηση της Ε.Ε. μέσω της βέλτιστης επανατοποθέτησης των σχέσεών της με τις ΗΠΑ αλλά και με την Ρωσία .
Γεωστρατηγικά –για την διευθέτηση των σχέσεων στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης- αλλά και, από πλευράς διεθνών σχέσεων, το θέμα της αντιπυραυλικής ασπίδας έχει κυρίως σημασία επειδή θα κρίνει στο μέλλον το σύστημα που θα κυριαρχήσει παγκοσμίως στο τετράγωνο σχέσεων ΝΑΤΟ-ΗΠΑ-Ε.Ε.-Ρωσίας όπου θα πρέπει –μέσω του θεσμού του ΝΑΤΟ- να βρεθεί μια φόρμουλα συνεργασίας της Ρωσίας με τις δύο πλευρές της ευρωατλαντικής συνεργασίας, την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ.
Ο Γ. Βοσκόπουλος έχει χαρακτηρίσει αυτή την δύσκολη συνεργασία ως ένα «τρίγωνο ασφαλείας ΗΠΑ + Ε.Ε. συν την Ρωσία με βάση την φόρμουλα ένα συν δύο» και στην μελέτη αυτή η σχέση αυτή θα διερευνηθεί στην προσπάθεια να διαπιστωθεί εάν οι εξωτερικές απειλές από άλλα κράτη –ή από την ίδια την Ρωσία- συνιστούν ασύμμετρη απειλή για την συνεργασία αυτή.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

1. ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΩΝ ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΩΝ ΔΕΣΜΩΝ

Η διερεύνηση του παρελθόντος των ευρω-ατλαντικών σχέσεων έχει ενδιαφέρον για την μελέτη μας διότι, μετά την επέμβαση των ΗΠΑ στην Ευρώπη έναντι του ναζιστικού και φασιστικού κινδύνου, η στρατηγική των ΗΠΑ έθεσε ως στόχο της την ασφάλεια και προστασία της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό παραμένει και σήμερα το μείζον διακύβευμα αλλά σήμερα εμπλουτίζεται υπό την έννοια ότι πρέπει να προστατευθεί από πλευράς ευρωπαϊκής ασφάλειας και η Ανατολική Ευρώπη.
Για να επιτευχθεί ο στόχος της παροχής ασφαλείας από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη επί «Ψυχρού Πολέμου» , έπρεπε να αποτραπεί μια σοβιετική απειλή έναντι των βάσεών τους. Αυτό επιδιώχθηκε μέσω της λεγομένης «πυρηνικής στρατηγικής» που προέβλεπε την σύζευξη των συμβατικών δυνάμεων και των πυρηνικών όπλων που τοποθέτησαν στο έδαφος της Ευρώπης. Στο διάστημα αυτό, επομένως, η κλασσική θεωρία της αποτροπής προσέφερε μια ασφάλεια και μια σταθερότητα υπό την απειλή της λεγόμενης «Αμοιβαίας Καταστροφής».
Στα πλαίσια του «Ψυχρού Πολέμου» είχε αναπτυχθεί την εποχή εκείνη μια διττή λογική σύμφωνα με την οποία υπήρχαν δύο διακριτά γεωπολιτικά δόγματα για την επίτευξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: αφενός ο «ατλαντισμός» ή «ευρωατλαντισμός» του οποίου οι θιασώτες επιθυμούσαν να αυξήσουν τον αριθμό των κρατών της Ευρώπης που εξαρτώνται απολύτως από τις Η.Π.Α., να ενδυναμώσουν τον αμερικάνικό έλεγχο επάνω στην Ευρώπη και να την διατηρήσουν ως ζώνη δικής τους κυριαρχίας και αφετέρου ο «ευρασιατισμός» που εκπροσωπούσε την άποψη ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έπρεπε να επιτευχθεί με την συμμετοχή της Ρωσίας στα ευρωπαϊκά δρώμενα ώστε να είναι πραγματικά ενωμένη η Ευρώπη και να μπορεί να πραγματοποιεί «ανοίγματα» (πολιτικά, διπλωματικά, γεωστρατηγικά και οικονομικά) προς την Ασία.
Εξαρχής εκείνη η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που είχε κυρίαρχα προβληθεί και επικρατήσει ήταν ο «ατλαντισμός» . Η στρατηγική αυτή βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των Η.Π.Α. ώστε να εξασφαλίζονται τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και να σταθεροποιηθεί το Δυτικό έναντι του Ανατολικού/Σοβιετικού μπλοκ.
Συμπληρωματικά, υπήρχε ως μια ακόμα διάσταση με περισσότερη έμφαση στην πρωτοκαθεδρία των ευρωπαϊκών κρατών –δίχως να χαθεί η προοπτική της στενής σχέσης με τις ΗΠΑ- ο λεγόμενος «ευρω-ατλαντισμός», του οποίου η στρατηγική του είχε στηριχτεί στην επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και στις χώρες της Βαλτικής. Ήταν η οπτική αυτή γωνία που με την κάλυψη του Γαλλο-Γερμανικού άξονα ήθελε την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια με το κέντρο βάρους, ωστόσο, να πέφτει σε Παρίσι και Βερολίνο.
Ωστόσο, μετά την κατάρρευση του αντίπαλου δέους» του ΝΑΤΟ -της ΕΣΣΔ- οξύνθηκε η δημόσια συζήτηση για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και, παράλληλα, για την μετατροπή των ΗΠΑ σε «παγκόσμιο χωροφύλακα» καθώς έμεινε αυτή η μοναδική υπερδύναμη.
Έτσι, μετά το ιστορικό έτος 1989 οι ΗΠΑ έθεσαν ως στόχο την ασφάλεια και προστασία και της Ανατολικής Ευρώπης. Από την συνεργασία της αμερικανικής με την ευρωπαϊκή διπλωματία επήλθε το αποτέλεσμα ο στόχος αυτός να έχει σήμερα εφαρμοστεί κατ΄αρχάς μέσω της οικονομικής και νομισματικής ένωσης που προσέλκυσε τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης προς την Ε.Ε. και, κατόπιν (όταν αυτή υλοποιήθηκε) μέσω της διεύρυνσης τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της Ε.Ε. προς Ανατολάς.
Η πολιτική ένωση της Ευρώπης όπως και η κοινή πολιτική Εξωτερικών, Άμυνας και Ασφάλειας, ωστόσο, δεν έχουν επιτευχθεί ακόμη εφόσον στα θέματα αυτά η Ε.Ε. ακολούθησε αποκλειστικά τις υποδείξεις των ΗΠΑ σε θέματα άμυνας και ασφάλειας . Εδώ εντοπίζεται το πρώτο ζητούμενο για την μελέτη μας αφού εκδηλώνεται μια σύγκρουση ανάμεσα στην πλευρά που ζητά την πλήρη αυτονομία της Ε.Ε. στον τομέα της άμυνας και στην πλευρά που ζητά την ένταξη της Ε.Ε. κάτω από την «αμυντική ομπρέλλα» των ΗΠΑ.
Στο παρελθόν, οι ΗΠΑ επιθυμούσαν να μην έχει η Ε.Ε. τον δικό της λόγο στις διεθνείς, εξωτερικές υποθέσεις που εμπλέκονταν με την άμυνα και την ασφάλεια αλλά να ακολουθεί την ατζέντα πολιτικής που χάρασσε το ΝΑΤΟ. Έτσι, στην περίοδο του «Ψυχρού Πολέμου» η στρατηγική των ΗΠΑ χαρασσόταν με βάση το λεγόμενο «δόγμα της αποτροπής και της ανάσχεσης».
Η στρατηγική του Ντε Γκωλ αποτέλεσε ένα σύμβολο αποκοπής από την συμβατική στάση και αμφισβήτησης της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στα ζητήματα αυτά αφού η γαλλική στρατηγική δεν αποδέχθηκε τον λεγόμενο «ατλαντισμό» και επιζητούσε μια ανεξάρτητη και δυναμική Ευρώπη και σε αυτό το πεδίο.
Το επιχείρημα αυτής της πλευράς ήταν, εξάλλου, ότι ενώ οι ΗΠΑ επιθυμούσαν ανυπερθέτως την συμφωνία της ευρωπαϊκής διπλωματίας με τις δικές τους θελήσεις για ευρωπαϊκά καθαρά ζητήματα, δεν την επιθυμούσαν για τις δικές τους αντίστοιχες υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής με τις οποίες η Ευρώπη διαφωνούσε (με κορυφαία την διαφωνία στην περίπτωση της στήριξης δικτατορικών καθεστώτων στην Λατινική Αμερική).
Επίσης, πεδίο έντονων προστριβών ήταν παγίως στον μεταπολεμικό κόσμο οι σχέσεις του τριγώνου Ευρώπης, Ρωσίας, ΗΠΑ και, ειδικά, για το θέμα του ελέγχου των εξοπλισμών. Όμως, η ύπαρξη της ΕΣΣΔ ως αντιπάλου δέους και υπό την ιδεολογία του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν κάτι που εξ ανάγκης έκανε την ευρωπαϊκή διπλωματία να τάσσεται τελικά υπέρ του Δυτικού στρατοπέδου.
Μια συνολική κρίση που μπορεί να γίνει στο σημείο αυτό είναι ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ενίσχυσε τις ευρωατλαντικές σχέσεις επειδή υπήρχε μια κοινή και ορατή στρατιωτική απειλή ενώ η νέα μεταψυχροπολεμική παγκόσμια τάξη της δεκαετίας του '90 αποκάλυψε τις διαφορές μεταξύ των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Έτσι, μετά το 1989 και την κρίση στον Κόλπο το 1991 και έτι περαιτέρω μετά το 2001, η ανάδειξη των ΗΠΑ σε «αποκλειστική υπερδύναμη» άλλαξε τους συσχετισμούς ισχύος: πόσο μάλλον που εξέλιπε η «κοινή απειλή» εξ Ανατολής
Η στροφή της Ευρώπης προς την οικονομική ολοκλήρωση μετά την αποχώρηση Ντελόρ από την Κομισσιόν την αποδυνάμωσε πολιτικά και στρατιωτικά έναντι της αμερικανικής στρατηγικής που στηρίχθηκε στην ισχύ. Και τώρα, το όλο παιχνίδι απέκτησε καινούργιο ενδιαφέρον με την είσοδο εκ νέου της Ρωσίας στους συσχετισμούς ώστε να απωλέσει το έδαφος που το Κρεμλίνο θεωρεί ότι είχε χάσει επί Γιέλτσιν, λόγω της κακής εικόνας της ρωσικής ηγεσίας μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.ΣΔ.
Ενδεικτικό είναι ότι ο πρόεδρος Πούτιν έχει χαρακτηρίσει την θέση της Ρωσίας στο διεθνές πεδίο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ως «γεωπολιτική καταστροφή» .
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από την άποψη αυτή, ο τρόπος που η Ρωσία αντιμετώπισε με τον πρόεδρο Γιέλτσιν τις διεθνείς συνθήκες αλλά κυρίως η μεταβολή της στάσης της που σημειώθηκε μετά το 2001 και κορυφώνεται τώρα με την συμπεριφορά της στο θέμα της επέκτασης της αντιπυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ στην Ανατολική Ευρώπη.

2. Η ΑΝΤΙ-ΠΥΡΑΥΛΙΚΗ ΑΣΠΙΔΑ «ΑΙΓΙΣ»

Σήμερα που το διεθνές στρατηγικό περιβάλλον ασφαλείας μεταβάλλεται διαρκώς ενώ ταυτόχρονα αυξάνονται οι εξωτερικές απειλές, η Ε.Ε. βιάζεται να βελτιώσει το στρατιωτικό της δυναμικό και την εικόνα της στην σφαίρα της ασφάλειας και της άμυνας. Ωστόσο, οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου και η είσοδος στην νέα χιλιετία σηματοδότησε την αναζωογόνηση των αμερικανικών προτάσεων για την επέκταση της «ασπίδας προστασίας» που παρέχουν στην Ευρώπη σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ και εντός των πλαισίων της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Άμυνας (ΚΕΠΠΑ) της Ε.Ε.
Πριν αναλυθεί η στρατηγική σημασία που έχει για την Ευρώπη το ζήτημα της αντιπυραυλικής ασπίδας σε συνδυασμό και με τις πυρηνικές πρωτοβουλίες των ΗΠΑ που τους δίνουν την πρωτοκαθεδρία στην αντιμετώπιση των ζητημάτων ασφαλείας και προστασίας των εδαφών της Ε.Ε. με στρατιωτικά μέσα, είναι χρήσιμο να έχει κανείς υπόψιν του τις τεχνικές λεπτομέρειες (Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ) αλλά και σε ποιό περιεχόμενο συνοψίζονται σήμερα οι προτάσεις των ΗΠΑ προς την Ευρώπη και την Ρωσία.
Η ανακίνηση του θέματος της αντιβαλλιστικής ασπίδας ξεκίνησε όταν οι ΗΠΑ ανέλαβαν την πρωτοβουλία -δια μέσου του υπουργού Αμύνης Ρόμπερτ Γκέϊτς με ειδικό ταξίδι του στην Μόσχα στις 24/4/2007- και υπέβαλαν στην Ρωσική κυβέρνηση διερευνητική πρόταση ώστε να εκπονήσουν από κοινού ΝΑΤΟϊκό σχέδιο για την δημιουργία αντι-πυραυλικής ασπίδας ως την περίοδο 2011-12 και να συνδέσουν τα δύο αντιπυραυλικά τους συστήματα με επίγεια ραντάρ και δορυφόρους ώστε να ελέγχουν από κοινού δεδομένα και πληροφορίες αναγκαίες για την προστασία της Ευρώπης (επικαλούμενες δυνητικά την ανάγκη προστασίας της από εξωτερικές απειλές).
Κύριο σημείο της πρότασης είναι να επεκταθεί αυτή η αμυντική «ομπρέλλα» στην Ρωσία , να τεθεί η Ρωσία συμπαραστάτης σε μια ενεργή συνεργασία και να μπει και αυτή στο πρόγραμμα ολοκλήρωσης των αμυντικών τους προγραμμάτων.
Στα πλαίσια αυτά, η πιο σημαντική εξέλιξη υπήρξε το τελευταίο διάστημα η πρόταση του προέδρου Πούτιν, ύστερα από την συνάντησή του με τον πρόεδρο Μπους τον Ιούλιο του 2007 στις ΗΠΑ, να γίνει ενσωμάτωση από το ΝΑΤΟ του καινούργιου ραντάρ που κατασκευάζει η Ρωσία στα νότια σύνορά της ώστε να λειτουργεί από κοινού με το Κοινό Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας και –μέσω συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης- να αποτρέπουν οι δύο χώρες από κοινού πυραυλικές επιθέσεις από «κράτη-παρίες» και, με τον τρόπο αυτό, να προστατεύουν ακόμα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη σε σχέση με το μονομερές αμερικανικό σχέδιο.
Η τελευταία ένδειξη για την αντίδραση των ΗΠΑ σε αυτές τις εξελίξεις ήταν η ανακοίνωση του προέδρου Μπους ότι θα μελετήσει τις «πολύ καινοτόμες» ρωσικές προτάσεις αλλά επέμεινε ότι το νέο αντι-πυραυλικό σύστημα θα πρέπει να εγκατασταθεί στην Ανατολική Ευρώπη.
Ωστόσο, αυτό που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία είναι ότι στο επίσημο αμερικανικό σχέδιο δεν αναφέρεται καθόλου ότι αυτό υλοποιείται για να αντιμετωπιστεί κίνδυνος από την Ρωσία –αντιθέτως - αλλά από το Ιράν και την Βόρειο Κορέα .
Αυτό που πρέπει, ακόμα, να κατανοηθεί –διότι εδώ βαδίζει κανείς στα όρια της διπλωματικής γλώσσας που είναι δίκοπο μαχαίρι- είναι ότι το σχέδιο των ΗΠΑ ναι μεν προτείνει ένταξη της Ρωσίας στην συνεργασία αλλά δεν της δίνει δικαίωμα βέτο ενώ παράλληλα οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες να προχωρήσουν στην υλοποίηση του σχεδίου είτε με την συναίνεση της Ρωσίας είτε όχι .
Στο μεταξύ, από την Υπηρεσία Πυραυλικής Άμυνας του Πενταγώνου έχει ανακοινωθεί ότι οι ΗΠΑ θα προβούν στην εγκατάσταση του συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας στην Ανατολική Ευρώπη χωρίς να ζητήσουν την άδεια του ΝΑΤΟ. Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι το σύστημα παραβιάζει την διεθνή συνθήκη ΑΒΜ.
Αυτές οι εξελίξεις καθιστούν αναγκαίο –πριν περάσουμε στην ανάλυση του θέματος της στρατηγικής ασφαλείας του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης- να εμμείνουμε στα πρότερα σχέδια των ΗΠΑ για παροχή αμυντικής προστασίας στην Ευρώπη, σχέδια που εντάσσονται στην ευρύτερη εξωτερική πολιτική τους και που θέτουν νέα διλήμματα σήμερα στην Ε.Ε. καθώς ανοίγουν μια σειρά από στρατηγικά προβλήματα που θα εξεταστούν στην συνέχεια.

3. ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Η ανάπτυξη της αντι-πυραυλικής ασπίδας των ΗΠΑ στην Ευρώπη αναπτύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του΄80 εντός των πλαισίων της Πρωτοβουλίας του προέδρου Ρέιγκαν για την Στρατηγική Άμυνα («Strategic Defense Initiative - SDI) αλλά η σημασία του αυξήθηκε, λόγω των εξελίξεων, ύστερα από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Μετά την 11/9, ο πρόεδρος Μπους ανακοίνωσε το πρόγραμμα «Εθνική Πυραυλική Άμυνα» ή «Εθνικό Αντιπυραυλικό Συστήματος» ΝΜD και στις 13 Ιουνίου 2002 –την ίδια ημέρα που ο πρόεδρος Μπους ανακοίνωσε την απόσυρση των ΗΠΑ από την Συνθήκη Περιορισμού των Αντιβαλλιστικών Πυραύλων- έγινε η πρώτη επιτυχημένη δοκιμή του Αμυντικού Βαλλιστικού-και Πυραυλικού Συστήματος «Αιγίς» (Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ).
Ακολούθησε η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Πράγα στις 21 Νοεμβρίου 2002, όπου εκδόθηκε διακήρυξη που δέσμευσε τα κράτη του ΝΑΤΟ σε μια προσπάθεια ανάπτυξης άμυνας έναντι των απειλών από πυραύλους. Το ΝΑΤΟ προχώρησε ακόμα παραπέρα στην Σύνοδο Κορυφής της Κωνσταντινούπολης το 2004, όπου ανακοινώθηκαν τα εξής: «Εξετάζουμε διάφορες εκδοχές για την αντιμετώπιση των αυξανομένων απειλών που προέρχονται από πυραύλους κατά της επικρατείας της Συμμαχίας, των δυνάμεών της και των πληθυσμιακών της κέντρων μέσω ενός κατάλληλου μείγματος πολιτικών και αμυντικών προσπαθειών μαζί με τον παράγοντα της αποτροπής».
Το πρόγραμμα ενεκρίθη από το ΝΑΤΟ στις 11 Μαρτίου 2005 ώστε να παρέχει προστασία έναντι των απειλών από βαλλιστικούς πυραύλους στις αποστολές του ΝΑΤΟ. Τελικά, στην Σύνοδο Κορυφής της Ρίγας το 2006, το ΝΑΤΟ έκρινε ως συμβατό το σύστημα που προτείνουν οι ΗΠΑ και έδωσε το «πράσινο φως» ώστε να ενταχθεί στην αμυντική λειτουργία της Συμμαχίας.
Από στρατηγικής πλευράς, ως κύρια αιτία για την εγκατάσταση του αντιβαλλιστικού συστήματος προβάλλεται από τις ΗΠΑ η απειλή από το Ιράν , καθώς εκφράζονται ανησυχίες ότι η χώρα αυτή μπορεί να πλήξει στόχους στην Νοτιοανατολική Ευρώπη αλλά και στην Αμερική ως το 2015. Το πλαίσιο αυτών των απειλών εξετάζεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με μια προοπτική δεκαετιών, οπότε μπορεί το κάθε τι να εκλαμβάνεται ως πιθανό, εξαιτίας της άγνοιας του Αμερικάνου πολίτη (αλλά και των αξιωματούχων, πολλές φορές, όπως έχει δείξει η εμπειρία) για τα πραγματικά γεγονότα σε μια ξένη χώρα.
Σύμφωνα με τις ΗΠΑ, η πυραυλική άμυνα προτείνεται όχι για να αντικαταστήσει την αποτροπή αλλά για να επιτρέπει περιορισμένες μεν αλλά ευρύτερες και πιο ευχερείς κινήσεις απάντησης σε μια πιθανή επίθεση κατά των ΗΠΑ και των συμμάχων τους από χώρες πιο ριζοσπαστικές και επικίνδυνες από την Ρωσία σε περίπτωση που αποτύχει η αποτροπή.
Βεβαίως, η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν δέχεται ότι με τον τρόπο αυτό απορρίπτει τον μη-πολλαπλασιασμό των όπλων μαζικής καταστροφής. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η εγκατάσταση των βάσεων των αντιβαλλιστικών συστημάτων θα μείωνε το κίνητρο των εχθρών της ώστε ούτε καν να αποκτήσουν επιθετικούς πυραύλους.
Στην ρητορική τους υποστηρίζουν ότι η απειλή είναι πραγματική ενώ το σύστημα που προτείνουν είναι πρακτικό και λειτουργεί .


4. ΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΕΤΕΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ Η ΑΣΠΙΔΑ

Η επαναφορά του θέματος της εγκατάστασης αντιπυραυλικής ασπίδας στην Ευρώπη ανοίγει μια σειρά από στρατηγικά θέματα που χρήζουν, από κάθε πλευρά, αντιμετώπισης.
Είναι σημαντικό ότι οι ΗΠΑ επιδεικνύουν διαχρονικά μια αποφασιστικότητα ώστε να έρχεται συνεχώς το θέμα στην δημοσιότητα και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η εγκατάσταση του συστήματος αντι-πυραυλικής άμυνας στην Ευρώπη ήταν –και είναι- ένας από τους βασικότερους στρατηγικούς σκοπούς των ΗΠΑ μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Είναι καίριο, επομένως, να δούμε γιατί γίνεται αυτό καθώς και γιατί το ζήτημα είναι κεντρικό στις σχέσεις Ε.Ε. και ΗΠΑ αλλά έχει και προϊστορία.
Το ίδιο σενάριο με την σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσίας που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη για τα Συμβατικά Όπλα είχε παιχτεί και στο παρελθόν: Ρωσία και ΗΠΑ είχαν υπογράψει το 1972 την Αντι-βαλλιστική Συνθήκη Πυραύλων ABM (από την οποία αποσύρθηκαν οι ΗΠΑ μονομερώς τον Δεκέμβριο του 2001 σε μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης Μπους που τώρα κατηγορεί την Ρωσία ). Η Συνθήκη ΑΒΜ είναι σημαντική διότι διατηρεί μια σχέση στρατηγικής σταθερότητας μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Πρέπει, επίσης, να θυμίσουμε ότι παρόμοια κρίση στις διατλαντικές σχέσεις είχε εκδηλωθεί το 1979, 10 χρόνια πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, και είχε αντιμετωπιστεί ως εξής: ΝΑΤΟ και Σύμφωνο της Βαρσοβίας είχαν συμφωνήσει αμοιβαία να αναστείλουν αμφότεροι τα εκατέρωθεν σχέδιά τους για την διασπορά στην Ευρώπη (στην Ανατολική και Δυτική πλευρά, αντιστοίχως) βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς. Ο πρόεδρος Κάρτερ ήθελε τότε να εγκαταστήσει στην Ευρώπη πυραύλους μέσου βεληνεκούς Pershing & Cruise για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη απειλή από τους αντίστοιχους ρωσικούς SS-20.
Η ανάπτυξη αυτών των πυραύλων υλοποιήθηκε τελικά το 1983 από τον πρόεδρο Ραίηγκαν με την Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας («Strategic Defense Initiative – SDI») καθώς οι ΗΠΑ επιχείρησαν να εγκαταστήσουν αντιπυραυλική άμυνα στην ίδια την χώρα τους. Η εξέλιξη αυτή είχε οδηγήσει σε κλυδωνισμούς όχι μόνο την γερμανική αλλά και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενώ επιπλέον είχε ξεσπάσει έντονο κύμα αντιαμερικανισμού στο σύνολο της Ευρώπης. Προέκυψε η λεγόμενη «κρίση των ευρωπυραύλων» μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα το 1987 η Ρωσία να υπογράψει με τις ΗΠΑ την Συνθήκη INF για την εξάλειψη των πυρηνικών πυραύλων, μικρού και μεσαίου βεληνεκούς, Πέρσινγκ – Κρουζ –SS20.
Τελικά, ωστόσο, η ιστορία απέδειξε ότι αυτή η κίνηση ήταν θεμελιώδης για την ειρηνική διάλυση της ΕΣΣΔ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μετά από την πτώση της ΕΣΣΔ, η αναληφθείσα πρωτοβουλία του προέδρου Ρέιγκαν για την Στρατηγική Άμυνα είχε εγκαταλειφθεί αλλά αναβίωσε επί προεδρίας Κλίντον -μολονότι με διαφορετικό επίκεντρο- και επανήλθε από τον πρόεδρο Μπους.
Αξίζει, επιπλέον, εδώ να γίνει μια παρεμβολή για να θυμίσει κανείς ότι από τον Ιανουάριο του 1992 ο πρόεδρος Μπόρις Γιέλτσιν είχε αποδεχτεί την συνεργασία με τις ΗΠΑ επί της αντιπυραυλικής άμυνας, αναφερόμενος μάλιστα σε ένα «παγκόσμιο σύστημα για την προστασία της παγκόσμιας κοινότητας». Ακόμη, το 1993 η Ρωσία υπέγραψε με τις ΗΠΑ την Συνθήκη START ΙΙ για την μείωση των πυρηνικών τους οπλοστασίων.
Τις συνομιλίες που είχαν ξεκινήσει προς αυτή την κατεύθυνση εξομάλυνσης διέκοψε αργότερα η κυβέρνηση Κλίντον, η οποία θεωρούσε την Συνθήκη ΑΒΜ ως τον ακρογωνιαίο λίθο για την στρατηγική σταθερότητας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας και πρότεινε την δόμηση μιας Εθνικής Πυραυλικής Άμυνας («National Missile Defense – NMD»).
Είναι, επίσης, ενδεικτικό ότι-παρά όλα αυτά- έως και τα μέσα του 2001 η Ρωσία είχε συμφωνήσει με τις ΗΠΑ για να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις επί του θέματος των στρατιωτικών τους δυνάμεων. Οι δύο πλευρές διερευνούσαν την δυνατότητα επεξεργασίας ενός νέου στρατηγικού πλαισίου που θα περιλάμβανε ακόμα και την μακροπρόθεσμη ένταξη της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ.
Είναι σημαντικό, επίσης, ότι τα κράτη της Ε.Ε. είχαν αντιδράσει εν γένει όταν ο πρόεδρος Κλίντον είχε παρουσιάσει ένα αντίστοιχο σχέδιο, αρκετά πιο συντηρητικό αλλά και με μεγαλύτερη βιασύνη σε σχέση με αυτό του προέδρου Μπους.
Οι Ευρωπαίοι εμφανίζονταν απρόθυμοι να αναγνωρίσουν ότι η συμμαχία τους με τις ΗΠΑ αντιμετώπιζε έναν κοινό κίνδυνο. Μετά την 11/9, ωστόσο, οι αντιδράσεις αυτές εν πολλοίς κάμφθηκαν. Σταδιακά, λόγω της συγκεκριμενοποίησης των απειλών κατά της κοινής τους ασφάλειας, το θέμα της αντιπυραυλικής ασπίδας αντιμετωπίστηκε με περισσότερη περίσκεψη και με λιγότερο συναισθηματικά τρόπο. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη έγινε πλέον σαφής η αλληλοσύνδεση των διαφόρων πλευρών του ζητήματος (απειλών, διαφοροποίησης αμυντικών συστημάτων, τεχνολογικών πτυχών, διεθνούς δικαίου και στρατηγικών σχέσεων).
Εκεί, λοιπόν, που η Ε.Ε. είχε αναγκαστεί να συμφωνήσει με τις ΗΠΑ για την αντιπυραυλική ασπίδα, ήρθε η αντίδραση της Ρωσίας να ανανεώσει την συζήτηση για το αμφιλεγόμενο αυτό θέμα και να πυροδοτήσει πάλι την συζήτηση περί των σχέσεων Αμερικής και Ευρώπης, δεδομένης και της αμφισβήτησης εάν θα πρέπει η Ρωσία να ανήκει στην Ευρώπη και εάν θα πρέπει η Ε.Ε. να έχει σύνορα από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια.
Η Ρωσία μέσω του διαγγέλματος του προέδρου Πούτιν απέρριψε την ανανέωση του συμφώνου συνεργασίας με την Ε.Ε., προανήγγειλε την αποχώρησή της (σε περίπτωση μη αλλαγής της στάσης των Η.Π.Α.) από την Συνθήκη για τα Συμβατικά Όπλα και ανακοίνωσε και την άμεση δραστηριοποίησή της στο πεδίο της πυρηνικής ενέργειας.
Θυμίζουμε εδώ ότι όταν το 2001 οι ΗΠΑ αποχώρησαν από την Αντι-Bαλλιστική Συνθήκη Πυραύλων ABM που απαγόρευε την ανάπτυξη αντιπυραυλικών συστημάτων, τότε η Ρωσία αντέδρασε αποχωρώντας από την Συνθήκη START ΙΙ.
Σε αυτή την ενέργεια, ο νυν πρόεδρος Μπους αντέδρασε ανακοινώνοντας το 2002 το πρόγραμμα «Εθνική Πυραυλική Άμυνα» ή «Εθνικού Αντιπυραυλικού Συστήματος» ΝΜD στην Ευρώπη, στην οποία απαντά η Ρωσία με την άσκηση «μορατόριουμ» στην Συνθήκη για την μείωση των Συμβατικών όπλων ενώ απειλεί και με αποχώρηση από την Συνθήκη για την εξάλειψη των πυρηνικών πυραύλων μικρού και μεσαίου βεληνεκούς.
Η Συνθήκη για την μείωση των συμβατικών όπλων στην Ευρώπη έχει ενδιαφέρον στην μελέτη μας διότι αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια αλλά και επειδή συνδέεται με τις σχέσεις του τριγώνου ΗΠΑ-Ε.Ε.-Ρωσίας και, μάλιστα, με πεδίο εκδήλωσης τις δραστηριότητες του ΝΑΤΟ.
Υπεγράφη τον Νοέμβριο του 1990 μεταξύ του ΝΑΤΟ και του Οργανισμού του Συμφώνου της Βαρσοβίας που εκπροσωπούσε τα μέλη του Ανατολικού Μπλοκ.
Η Συνθήκη ακολούθησε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και της ΕΣΣΔ και προέβλεπε τον περιορισμό του όγκου των στρατιωτικών δυνάμεων και του στρατιωτικού υλικού που επιτρεπόταν στην Ευρώπη . Ωστόσο, αναθεωρήθηκε το 1999 στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από την διάλυση και του Οργανισμού του Συμφώνου της Βαρσοβίας, έτσι ώστε να επιτρέπει την επέκταση στρατιωτικών, ενόπλων δυνάμεων από μια χώρα σε μιαν άλλη χώρα (οπότε, οι κυβερνήσεις μπορούσαν να συναινούν στην παρουσία ξένων δυνάμεων στα εδάφη τους) ενώ τέθηκαν όρια στις συμβατικές δυνάμεις σε εθνικό επίπεδο.
Τα μέλη του ΝΑΤΟ αρνήθηκαν, ωστόσο, να επικυρώσουν την νέα εκδοχή της Συνθήκης όσο η Ρωσία δεν εκπλήρωνε την δέσμευσή της να εγκαταλείψει τις βάσεις της στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες -και, ειδικότερα, στην Γεωργία και στην Μολδαβία- που είχε κληρονομήσει από την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος που έχει προκύψει, αρκεί να αναφερθεί ότι μόνο η Ρωσία, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν έχουν επικυρώσει την αναθεωρημένη Συνθήκη για τα Συμβατικά Όπλα και όχι ακόμα τα υπόλοιπα 26 κράτη του ΝΑΤΟ που την έχουν υπογράψει. Οπωσδήποτε, όμως, η αναθεωρημένη Συμφωνία είναι αυτή που επέτρεψε την διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. προς την Ανατολική Ευρώπη.
Και, βέβαια, συνολικά η Συνθήκη για την έλεγχο και την μείωση των Συμβατικών όπλων στην Ευρώπη είναι αυτή ακριβώς που ιστορικά τερμάτισε τον Ψυχρό Πόλεμο: αυτό εξηγεί –έστω και «τυπικά»- την αντίδραση της Ρωσίας απέναντι στην μη επικύρωση της τροποποιημένης εκδοχής της Συνθήκης εν έτει 2007 από τα μέλη του ΝΑΤΟ.
Ενώ, λοιπόν, το υπάρχον σύμφωνο συνεργασίας Ε.Ε.-Ρωσίας έληγε εντός του 2007 και ενώ οι επίσημες σχέσεις της Ε.Ε. με την Ρωσία έφταναν το πρώτο εξάμηνο του 2007 στο αποκορύφωμά τους με την ανάληψη της καγκελαρίας της Γερμανίας και της προεδρίας της Ε.Ε. από την Ανκέλα Μέρκελ που έχει εκφραστεί θετικά υπέρ μιας «στρατηγικής σχέσης» με την Ρωσία, την ίδια στιγμή εμφανίστηκε το θέμα της αντιπυραυλικής ασπίδας που σκίασε την όλη εικόνα.
Το όλο ζήτημα που ανέκυψε με την εμφάνιση του αμερικανικού σχεδίου για την δημιουργία πυραυλικής άμυνας του ΝΑΤΟ δεν επιλύθηκε ούτε στην 19η Διάσκεψη Ε.Ε.-Ρωσίας όπου συναντήθηκαν στα μέσα Μαϊου 2007 οι Πούτιν-Μέρκελ με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μπαρόζο. Οι διαφωνίες τους είχαν ως αποτέλεσμα να μην υπογραφεί νέο σύμφωνο συνεργασίας Ε.Ε.-Ρωσίας και να μην δρομολογηθεί η ένταξη της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Αυτές οι εξελίξεις επεξέτειναν τις δυσκολίες και προκάλεσαν τριβές μεταξύ όλων αυτών των εμπλεκομένων πλευρών της διεθνούς διπλωματίας.
Γίνεται, έτσι, αντιληπτό, ότι το λεγόμενο «μορατόριουμ», δηλ. πάγωμα της εφαρμογής των όρων μιας Συνθήκης και μεταξύ των σχέσεων κρατών είναι ένα σύνηθες μέτρο πίεσης στην διεθνή διπλωματική σκηνή. Είναι, όμως, η πρώτη φορά που αυτή η διπλωματική διελκυστίνδα διεξάγεται με φόντο μια ανεξέλεγκτη κατάσταση γύρω από το θέμα της ασφάλειας.
Το παίγνιο το οποίο εξελίσσεται γύρω από την Συνθήκη μείωσης των Συμβατικών Όπλων και επί του ζητήματος της πυραυλικής ασπίδας που προτείνουν οι ΗΠΑ για το ΝΑΤΟ εστιάζεται, άρα, στο γεγονός ότι αφορά το έδαφος της Ε.Ε. και την προστασία του από εξωτερικές απειλές.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

1. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Από πλευράς διεθνούς δικαίου, το αίτημα της συλλογικής ασφάλειας βασίζεται στην δημιουργία μιας κοινότητας ισότιμων κρατών που τα μέλη της θα συνεργάζονται μεταξύ τους, θα έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις και το κάθε ένα δεσμεύεται να τηρεί τις βασικές αρχές ασφαλείας Σε μια τέτοια κοινότητα πρέπει, όμως, να υπάρχουν και όργανα που θα παρεμβαίνουν προληπτικά ή κατασταλτικά όταν οι αρχές αυτές καταπατώνται.
Στην περίπτωση των διεθνών σχέσεων, οι διεθνείς οργανισμοί είναι αυτά τα όργανα εγγυήσεων των βασικών αρχών ασφαλείας, αρκεί να υπάρχουν συγκροτημένοι μηχανισμοί λήψης αποφάσεων. Ταυτόχρονα, απαιτείται να υπάρχει και η δυνατότητα επιβολής των αποφάσεων αυτών.
Στην διεθνή κοινότητα το κυρίαρχο όργανο είναι ο ΟΗΕ αλλά από στρατιωτικής πλευράς, με την Συμφωνία του Οργανισμού ΒορειοΑτλαντικής Συμμαχίας που υπεγράφη στην Ουάσιγκτον το 1949 θεσπίστηκε ένα σύστημα συλλογικής άμυνας όπου τα κράτη-μέλη του παρέχουν αμοιβαία προστασία σε περίπτωση επίθεσης από αντίπαλο .
Στο άρθρο 4 της ιδρυτικής Συνθήκης του ΝΑΤΟ αναφέρεται ότι τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ «συμφωνούν ότι μια ένοπλη επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων εξ αυτών θα θεωρηθεί ως επίθεση εναντίον όλων. Επομένως, συμφωνούν ότι, εάν υπάρξει μια ένοπλη επίθεση τέτοιου είδους, το κάθε ένα θα συνδράμει το μέλος ή τα μέλη που αποτέλεσαν το αντικείμενο της επίθεσης –ασκώντας το δικαίωμα ατομικής ή συλλογικής αυτοάμυνας που αναγνωρίζεται από το άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ- αναλαμβάνοντας τις δράσεις που θα εκτιμήσει ως αναγκαίες, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ένοπλης βίας, ώστε να αποκαταστήσει και να διατηρήσει την ασφάλεια της ΒορειοΑτλαντικής επικράτειας».


2. ΤΟ ΝΑΤΟ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ Ε.Ε.

Πέρα από το διεθνές επίπεδο, η σημασία της ύπαρξης του ΝΑΤΟ ως γέφυρας για την ενίσχυση των ευρωατλαντικών σχέσεων έγκειται στο γεγονός ότι ουσιαστικά, εντός του ΝΑΤΟ γίνεται έκδηλη ή όχι η αλληλεγγύη των μεγάλων κρατών της Ε.Ε. προς την Ευρω-Ατλαντική Συμμαχία.
Ταυτόχρονα, το ΝΑΤΟ αποτελεί μηχανισμό και εργαλείο για την αντιμετώπιση ζητημάτων διεθνούς ασφαλείας και έχει ως σκοπό την προστασία των κρατών –και, άρα, και των πολιτών- των κρατών που είναι μέλη του έναντι των εξωτερικών εχθρών . Αυτό που κυρίως είναι ενδιαφέρον εδώ είναι ότι το ΝΑΤΟ εξειδικεύεται στο πρόβλημα της πυραυλικής προστασίας.
Εδώ διασταυρώνεται η έννοια της αποτροπής και της προστασίας με την έννοια της στρατηγικής ασφαλείας διότι το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι οι δύο βασικοί πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η Ευρωπαϊκή Ασφάλεια, αν και είναι δύο διαφορετικοί οργανισμοί. Η βασική διαφορά τους είναι ότι το ΝΑΤΟ είναι οργανισμός συλλογικής άμυνας και ασφάλειας ενώ η Ε.Ε. είναι οργανισμός οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης των κρατών-μελών της.
Εκείνο που πρέπει να ειπωθεί, πάντως, είναι ότι σε γενικές γραμμές, το ΝΑΤΟ υποστηρίζει την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας. Εδώ, όμως, τίθενται τα δύο μεγάλα ζητούμενα που θα απαντηθούν στο τέλος της μελέτης: εάν η «παγκοσμιοποίηση» του ΝΑΤΟ ναρκοθετεί ή όχι την αυτόνομη ευρωπαϊκή άμυνα καθώς και εάν ευσταθούν οι κατηγορίες κατά των ΗΠΑ για άσκηση μονομερούς πολιτικής εις βάρος της Ε.Ε. και εντός του οργανισμού αυτού.
Οι ΗΠΑ αρχικά ενεθάρρυναν την Ευρωπαϊκή Αμυντική Συνεργασία, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βρυξελλών του 1948 (σε αυτό το πνεύμα η κυβέρνηση Κέννεντυ άρχισε να προωθεί την ιδέα της «Ατλαντικής Εταιρικής Σχέσης», που θα οδηγούσε τη συνεργασία πέρα από τις παραδοσιακές συμμαχίες και θα στηριζόταν στην ισότητα των ΗΠΑ και της επεκτεινόμενης Δυτικής Ευρώπης) αλλά στη συνέχεια κινήθηκαν για τη δημιουργία του ΝΑΤΟ, με βάση το άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ, ως πλαίσιο για την αυτοάμυνα. Εν ολίγοις, η επιλεκτική ασφάλεια της συμμαχίας αντικατέστησε τη συλλογική ασφάλεια που προέβλεπε ο Χάρτης του ΟΗΕ. Την ίδια περίοδο όμως οι Αμερικανοί δεν ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τη πρωτοκαθεδρία στον τομέα της στρατηγικής για τα πυρηνικά όπλα, όπως φάνηκε και με το λεγόμενο δόγμα Μακναμάρα το 1962, το οποίο ήλθε σε σύγκρουση με την πολιτική Ντε Γκωλ στη Γαλλία και προκάλεσε μεγάλο ρήγμα στις ευρωατλαντικές σχέσεις
Επιπλέον, η δημιουργία της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης ματαίωσε κάθε σχέδιο και πρωτοβουλία για αυτόνομη ευρωπαϊκή άμυνα.
Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, η τάση που επικράτησε είναι να υπάρχει συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας αλλά ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν συγκρούσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Η γενικότερη ευρωπαϊκή στάση απέναντι στα ζητήματα διεθνούς ασφαλείας είναι κατ΄ αρχήν ότι δέχεται τον θεμελιώδη ρόλο του ΟΗΕ στο διεθνές σύστημα και την πρωτεύουσα ευθύνη του Συμβουλίου Ασφαλείας στην διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και σταθερότητας.
Ωστόσο, ο όρος «μονομερής πολιτική » ήρθε στο επίκεντρο μετά την διαφωνία των ΗΠΑ με την Ε.Ε. για την επέμβαση στο Ιράκ αλλά και τον διχασμό της Ευρώπης σε Παλαιά και Νέα. Το θέμα είναι εάν για τον διχασμό αυτό ευθύνονται οι διαφωνίες σε θέματα αρχών ή αν υπάρχουν δευτερεύοντα ζητήματα, οικονομικής και στρατιωτικής φύσεως. Κατά την γνώμη μας, το αίτιο εντοπίζεται σε θέμα αρχών, όπως είναι αυτό της χρήσης βίας, έστω και προληπτικά, για την εισβολή ή εναντίωση σε μια ξένη χώρα.
Λόγω της οξυμμένης κατάστασης στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης (που διογκώνεται λόγω της έγερσης του ζητήματος της αντι-πυραυλικής ασπίδας) αυτό το ακανθώδες σημείο είναι που προκαλεί και τις τριβές με την Ρωσία.
Η Ε.Ε. εδώ αντιμετωπίζει και ένα πρόσθετο πρόβλημα: επιζητά την «πολυμερή» λήψη αποφάσεων στο διεθνές πεδίο την ίδια ώρα που αυτή την πολυμέρεια δεν μπορεί να την εφαρμόσει σωστά στο εσωτερικό της ώστε να καταλήξει σε μια κοινή εξωτερική πολιτική. Η εκτίμησή μας είναι ότι ίσως αυτή τη φορά αναγκαστεί να το κάνει, εξαιτίας της πίεσης που δέχεται από τις ΗΠΑ.
Η επιμονή της Ε.Ε. στην πολυμέρεια ερμηνεύεται από την εμπειρία της στους δύο πολέμους του 20ου αιώνα αλλά εμπλουτίζεται από την προστασία που προσέφεραν οι ΗΠΑ μεταπολεμικά στην Ευρώπη. Άλλωστε, η ίδια η δημιουργία της Ε.Ε. είναι υπόδειγμα δημιουργίας ενός πολυμερούς θεσμού.
Άρα, για το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. το θέμα ασφαλείας που τίθεται (και που η επίλυσή του θα αποτελέσει το κύριο σημείο τριβής στο μέλλον) σχετίζεται με την επιτυχία της διαδικασίας που έχει ξεκινήσει για την διεύρυνση των δύο θεσμών προς Ανατολάς.

3. Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΤΟ & Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΠΡΟΣ ΑΝΑΤΟΛΑΣ

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σήμανε την απώλεια του de facto κυρίως εχθρού του ΝΑΤΟ, του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε μιαν επανεκτίμηση του ρόλου του ΝΑΤΟ, της φύσης αλλά και των καθηκόντων του. Απ’ ό,τι φαίνεται, σε ζητήματα διεθνούς στρατηγικής, ασφάλειας και παροχής αμυντικών υπηρεσιών το ΝΑΤΟ είναι σήμερα το μόνο αποτελεσματικό σύστημα και ο αποκλειστικός μηχανισμός διεθνούς ασφαλείας.
Η κατ’ εξοχήν αμυντική συμμαχία της Δύσης αποτελεί ένα δίκτυο ασφαλείας που, ουσιαστικά, μεταμορφώνεται από διατλαντικό οργανισμός σε παγκόσμιο, σε μια στρατιωτική δύναμη με κράτη-μέλη εκτός της Βορείου Αμερικής και της Ευρώπης.
Τώρα, από πλευράς πολιτικής και στρατηγικής ανάλυσης, πρέπει να σημειωθεί ότι το θέμα της επέκτασης του ΝΑΤΟ έχει την εξής σχέση με την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
Η επέκταση της Ε.Ε προς τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης αποτέλεσε μια σημαντική πρόκληση διότι ως θεσμός πέρασε από το στάδιο της τελωνειακής ένωσης και της οικονομικής ενοποίησης στην φάση της πολιτικής ένωσης. Οι στόχοι της, επομένως, διευρύνθηκαν λόγω της αντίστοιχης διεύρυνσης των αγορών και της απελευθέρωσης και πολιτικών δυνατοτήτων για την βελτίωση της δημοκρατίας στην Ανατολική Ευρώπη ενώ τα συνοδευτικά προβλήματα που εμφανίστηκαν –κυρίως για την μέθοδο λήψης αποφάσεων σε μια διευρυμένη Ευρώπη- δεν είναι ανεπίλυτα. Με την επέκταση του ΝΑΤΟ, όμως, δεν παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο διότι οι στόχοι του συρρικνώθηκαν εφόσον δεν υπήρχε πλέον αντίπαλο δέος από το οποίο να πρέπει να προστατεύει τα κράτη-μέλη του.
Για τον λόγο αυτό, δημιουργήθηκε εντός του ΝΑΤΟ ένα κενό ασφαλείας που είχε σχέση με την ανατροπή μακροχρόνιων ισορροπιών ισχύος. Το μεγάλο πρόβλημα που προκλήθηκε εντοπίζεται, ασφαλώς, στην σχέση του ΝΑΤΟ με την Ρωσία.
Εν όψει της επέκτασής του προς Ανατολάς, το ΝΑΤΟ έθεσε ως μακροπρόθεσμο, στρατηγικό του στόχο να μην δημιουργηθούν στην Ευρώπη δύο διαφορετικά καθεστώτα ασφαλείας έτσι ώστε να μην υπάρχει στην Ε.Ε. μια κατηγορία μελών που να προστατεύονται από τον δικό του μηχανισμό ασφαλείας και μια άλλη κατηγορία μελών με χαλαρές έως ανύπαρκτες εγγυήσεις ασφαλείας . Το δίλημμα για το ΝΑΤΟ ήταν μεγαλύτερο επειδή με την διεύρυνσή του προς Ανατολάς έπρεπε να αναλάβει αυξανόμενες υποχρεώσεις στην Ευρώπη την στιγμή που οι συμβατικές του δυνάμεις στην περιοχή μειώνονταν. Και ο κίνδυνος ήταν να αποφύγει να προκαλέσει στην Ρωσία μια αντίδραση που να την κάνει –αντιθέτως- να παύσει αυτή την μείωση των δικών της συμβατικών όπλων.
Όπως είδαμε, η επέκταση του ΝΑΤΟ και της πολυσυζητημένης ασπίδας προστασίας του για την Ευρώπη κοντά στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας ανέτρεψε, πράγματι, την σχέση της Ε.Ε με την Ρωσία και μετέβαλλε τις εσωτερικές ισορροπίες στην χώρα αυτή και έχει δημιουργήσει αντιδράσεις και τριβές στις ανατολικές παρυφές της Ευρώπης, κάτι που επηρεάζει και την σχέση της Ε.Ε. με το ΝΑΤΟ.
Η «παγκοσμιοποίηση» του ΝΑΤΟ (που σηματοδοτείται από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που αναλαμβάνει στην Κεντρική Ασία και με τις βάσεις που εγκαθιστά στο Αφγανιστάν, κοντά στα σύνορα με την Κίνα και το Ιράν ενώ σταδιακά, το πεδίο δράσης του ΝΑΤΟ επεκτείνεται στην Μέση Ανατολή) είναι αυτή που ανησυχεί την Ρωσία και δημιουργεί τα προβλήματα με την Ε.Ε.
Η επέκταση αυτή του ΝΑΤΟ εκτός των ορίων ευθύνης του διαφαίνεται και από στον τομέα των ναυτικών δυνάμεων, καθώς το ΝΑΤΟ μετατρέπεται και σε παγκόσμια ναυτική δύναμη , με επιχειρήσεις στον Περσικό, στην Αφρική και στην Αραβία.
Αυτή η επέκταση και μεταμόρφωση του ΝΑΤΟ από Ευρω-Ατλαντική σε Παγκόσμια Συμμαχία αλλά και οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες που εκφράζονται μέσα από τις κοινές στρατηγικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός των συνόρων του είναι που δημιουργούν τις εντάσεις και τις τριβές για την Ε.Ε.
Το ζήτημα της αντιπυραυλικής ασπίδας έρχεται να προστεθεί στον προβληματισμό γιατί αντί να δημιουργεί αίσθημα ασφαλείας και να θωρακίζει τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης οξύνει το αίσθημα ανασφάλειας και πυροδοτεί εθνικιστικές τάσεις εντός της Ρωσίας . Αν η αντιπυραυλική ασπίδα δεν γίνει αποδεκτή, ελλείπει ένας μηχανισμός αποτροπής τοπικών συγκρούσεων που μπορεί να προφυλάξει τα κράτη της Ευρώπης από μια εξωτερική επίθεση.
Από την συμπεριφορά των ΗΠΑ- που έχουν τον πρώτο λόγο στο ΝΑΤΟ- διαφαίνεται ότι στόχος τους είναι η Ρωσία και η Κίνα, οι δύο δυνάμεις με τις οποίες η Ε.Ε. έχει επιλέξει να είναι οι κύριοι εταίροι της στο διεθνές πεδίο. Από την άλλη, η Ρωσία και η Κίνα αμφισβητούν την ηγεμονία των ΗΠΑ ενώ η Μέση Ανατολή αναδεικνύεται και αυτή σε μείζον διακύβευμα για το ΝΑΤΟ. Ας δούμε, επομένως, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ το θέμα της ασφάλειας ώστε να μπορέσουμε μετά να τον συγκρίνουμε με την στρατηγική της Ε.Ε αλλά και της Ρωσίας τόσο γενικά όσο και ειδικά, στο θέμα της αμυντικής θωράκισης της Ευρώπης.

4. ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΗΠΑ

Ένα από τα πλέον σημαντικά σημεία στην στρατηγική ασφαλείας των ΗΠΑ είναι, βέβαια, ο καθορισμός των απειλών στην διεθνή σκηνή και, ιδιαιτέρως, η έννοια της «ασύμμετρης απειλής» που έχει δώσει το έναυσμα στην κυβέρνηση Μπους (αλλά, όπως θα δούμε στην συνέχεια, τον όρο χρησιμοποιεί και ο πρόεδρος Πούτιν της Ρωσίας) για να εγκαθιδρύσει το «δόγμα του προληπτικού πολέμου – preemptive war» και τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία».
Όσον αφορά την έννοια της στρατηγικής ασφαλείας των ΗΠΑ, ο 1950 ο πρόεδρος Τρούμαν ανακοίνωσε με την έκθεσή του (γνωστή ως NSC-68 ) το δόγμα περί ανάσχεσης και συγκράτησης της ΕΣΣΔ που κυριάρχησε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Έκτοτε, κάθε αμερικανική κυβέρνηση υποβάλλει κατά παράδοσιν προς το Κογκρέσσο των ΗΠΑ μια ετήσια έκθεση όπου περιλαμβάνει τους στρατηγικούς σκοπούς ασφαλείας του κράτους, κάτι που θεσπίστηκε και επισήμως με την Πράξη Goldwater-Nichols του 1986.
Ακολουθώντας αυτή την πρακτική ένα χρόνο μετά την ορκωμωσία του και τα γεγονότα της 11/9, ο πρόεδρος Μπους εξήγγειλε δημοσίως στις 20 Σεπτεμβρίου 2002 την Εθνική Στρατηγικής Ασφαλείας των ΗΠΑ («National Security Strategy»-NSS 2002) . Το περιεχόμενο του κειμένου είναι ευρύτερα γνωστό ως «Δόγμα Μπους» ή «Δόγμα του Προληπτικού Πολέμου» .
Βασικό είναι, υπό τις συνθήκες αυτές το γεγονός ότι ο πρόεδρος Μπους αναφέρθηκε στην ομιλία του αυτή στην «σύγκρουση μεταξύ ελευθερίας και ολοκληρωτισμού που έληξε τον εικοστό αιώνα με μια νίκη των δυνάμεων της ελευθερίας» και στην βούλησή του να δημιουργήσει «ένα ισοζύγιο ισχύος υπέρ της ανθρώπινης ελευθερίας».
Τώρα, αν κανείς ερευνήσει περί των πηγών από το οποίο αντλεί το δόγμα Μπους θα διαπιστώσει ότι το κείμενο αντικατοπτρίζει το περιεχόμενο ενός παλαιότερου εγχειριδίου του υπουργείου Αμύνης των ΗΠΑ που είχε εκδοθεί το 1992 –επί της κυβέρνησης του πατρός Μπους και επί υπουργίας του νυν αντιπροέδρου Ντικ Τσένεϊ- από τους Πωλ Γούλφοβιτς και Ι. Λιούϊς Λίμπυ που είχαν εκπονήσει έναν «Οδηγό Αμυντικής Πολιτικής» .
Ουσιαστικά, το Δόγμα Μπους σημείωσε την προσαρμογή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από το δόγμα περί αποτροπής που είχε ισχύσει έως τον Ψυχρό Πόλεμο στην σύγχρονη διεθνή κατάσταση.
Η πρώτη αντίδραση του Χένρυ Κίσσιντζερ για το δόγμα Μπους ήταν να το χαρακτηρίζει «επαναστατικό» επειδή έδινε στις ΗΠΑ το δικαίωμα να επιτίθενται σε όποια χώρα επιλέγουν αλλά είχε προσθέσει ότι αυτό το δικαίωμα δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί σε διεθνή κανόνα που να μπορεί τον χρησιμοποιεί κάθε έθνος.
Το δόγμα αυτό έχει καίρια σημασία για την ανάλυση των σχέσεων ΗΠΑ-Ε.Ε. που ακολουθεί διότι εφαρμόστηκε για πρώτη φορά μετά από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, οπότε έδωσε την αφορμή για να εκτιμηθούν τα γεγονότα εκείνης της ημέρας ως επίθεση κατά των ΗΠΑ και να ενεργοποιηθεί το άρθρο 5 της Ατλαντικής Συμμαχίας. Με βάση, επομένως, την εσωτερική νομοθεσία των ΗΠΑ ερμηνεύθηκε ότι έπρεπε να εκδηλωθεί η αλληλεγγύη των κρατών του ΝΑΤΟ (και, άρα, και της Ε.Ε.) μετά την 11/9.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

1. ΟΙ ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ 11/9

Τα θέματα διεθνούς ασφαλείας απέκτησαν μιαν ολοκληρωτικά νέα διάσταση μετά τα γεγονότα της 11/9. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η 11/9 σήμανε την επίκληση εκ μέρους του ΝΑΤΟ για πρώτη φορά του άρθρου 5, της λεγόμενης «ρήτρας αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής»: στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας η πρόκληση για την Ε.Ε. ήταν να επιδείξουν τα κράτη-μέλη της πολιτική αλληλεγγύη.
Πέρα από αυτό, ανοιγόταν για την Ε.Ε. «πεδίο δόξης λαμπρό» ώστε να οδηγηθεί και προς την ενοποίηση στον στρατιωτικό τομέα, ενόψει των κοινών απειλών. Είναι, επομένως, ένα «παράθυρο ευκαιρίας» το όλο θέμα της αμυντικής, αντιπυραυλικής ασπίδας που συζητείται στην Ευρώπη αυτό το διάστημα: όχι μόνο για το ΝΑΤΟ ή για την λειτουργία του αντιβαλλιστικού συστήματος «ΑΙΓΙΣ» αλλά και για την ίδια την ενοποίηση της Ε.Ε.
Η συμβολική αξία, κατά την γνώμη μας, της μεταλλαγής του ΝΑΤΟ μετά το 2001 έγκειται στο γεγονός ότι παρέχει την δυνατότητα στην Ε.Ε. –όπως θα αναλυθεί και στο τέλος, στα συμπεράσματα της μελέτης- να παγιώσει την συνεργασία της με τις ΗΠΑ αλλά και με την Ρωσία σε νέες, σταθερές και ανανεωμένες βάσεις, όπως απαιτεί διπλωματικά και στρατηγικά η είσοδος στον 21ο αιώνα. Η επιρροή των γεγονότων της 11/9 μπορεί να αναλυθεί ως εξής:
Πριν την 11/9 οι ΗΠΑ δεν υπολόγιζαν σε σημαντικό βαθμό τις απόψεις της Ε.Ε. για την αντι-πυραυλική άμυνα και είχαν θέσει σε πρώτο πλάνο την Ρωσία.
Από το σημείο εκείνο και μετά, οι ΗΠΑ συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να επιζητήσουν μεγαλύτερη υποστήριξη από τους συμμάχους τους, ειδικά επί του θέματος των στρατηγικών επιπτώσεων της επίθεσης εναντίον τους.
Πριν την 11/9, τα κράτη της Ε.Ε. δεν είχαν καταστεί ικανά να καταλήξουν σε μια κοινή θέση για την αμυντική τους ασφάλεια και, επιπλέον, δεν γίνονταν και εκτεταμένες διπλωματικές επαφές. Οι θέσεις της Ε.Ε. ήταν συχνά αποκλίνουσες και διφορούμενες. Πριν την 11/9, τα στρατηγικά ενδιαφέροντα της Ε.Ε. γίνονταν αντιληπτά ως πολύ διαφορετικά από αυτά των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ είχαν στρέψει την προσοχή τους προς την Ασία.
Μετά την 11/9, οι Ευρωπαίοι επανέκτησαν τον κεντρικό τους ρόλο στην αντιμετώπιση των διεθνών προκλήσεων. Επικράτησε μια καινούργια αντίληψη περί «κοινών συμφερόντων» και «κοινών απειλών» που πρέπει να δώσει στο μέλλον μια νέα ώθηση στις διατλαντικές σχέσεις. Η κρίση που προέκυψε έχει την θετική της πλευρά διότι σε αυτές τις περιπτώσεις διασαφηνίζονται οι διαφορές σε κρίσιμα θέματα ασφαλείας και δίνουν το έναυσμα σε πραγματική πρόοδο των εκατέρωθεν σχέσεων.
Ένα από αυτά τα θέματα, π.χ., είναι η διαμάχη μεταξύ των δύο διαφορετικών αντιλήψεων περί της δημιουργίας του λεγόμενου «Ευρωστρατού» που έθεσε από την 11/9 και μετά το ζήτημα εάν το ΝΑΤΟ θα παραμείνει υπό τις ΗΠΑ η πρωταρχική αμυντική δομή της Ευρώπης ή εάν, με την επίτευξη ενός είδους συμβιβασμού, η Ε.Ε. θα δεχθεί να εγκαταστήσει την αντιπυραυλική ασπίδα ώστε σε αντάλλαγμα να προχωρήσει στην δημιουργία αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας μέσω της ΚΕΠΠΑ. Το θέμα αυτό συνδέεται και με την αναβολή δημιουργίας της «Ευρωπαϊκής Ένωσης Άμυνας και Ασφάλειας».
1.1. Το ζήτημα του «Ευρωστρατού»
Αναλυτικότερα: πριν την 11/9 και όσον αφορά το ΝΑΤΟ, ως ένα εμπόδιο στην πλήρη ομαλοποίηση των σχέσεων Ε.Ε.-ΝΑΤΟ υπήρχε το ζήτημα του νέου ευρωπαϊκού στρατού (γνωστού ως «Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης» ή «Ευρωστρατού») με δύναμη 60.000 ανδρών, το οποίο είχε διχάσει τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.
Η πρόταση για την δημιουργία του Ευρωστρατού ήρθε ύστερα από την συγχώνευση της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης – ΔΕΕ (του λεγόμενου «αμυντικού πυλώνα του ΝΑΤΟ») με την Ε.Ε. στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ και επρόκειτο για μια γαλλοβρεττανική πρωτοβουλία που είχε ως στόχο την δημιουργία μιας αμυντικής ταυτότητας για την Ε.Ε., δηλαδή για μια πραγματική ενίσχυση των αμυντικών της δυνατοτήτων.
Οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι η Ε.Ε. θα διέβρωνε το ΝΑΤΟ και την αμερικανική ασφάλεια στην Ευρώπη εάν επέμενε στην δημιουργία χωριστής δύναμης άμεσης αντίδρασης που δεν θα ήταν βιώσιμη, δίχως την συμμετοχή ΝΑΤΟϊκών ειδικών.
Η μεγάλη πρόκληση επί του σημείου αυτού ήταν να εξασφαλιστεί ότι η νέα στρατιωτική διάρθρωση της Ευρώπης δεν θα ερχόταν σε σύγκρουση με αυτήν του ΝΑΤΟ αλλά θα κινούνταν παράλληλα με αυτήν. Και, βέβαια, ένα ακόμα πρόβλημα προέκυπτε από το γεγονός ότι 6 μέλη του ΝΑΤΟ δεν ανήκουν στην Ε.Ε.
Μετά τα γεγονότα της 11/9, αρχικά, ο σκόπελος αυτός ξεπεράστηκε με την απόφαση των ηγετών της Ε.Ε. στην Σύνοδο Κορυφής της Σεβίλλης να ενεργοποιούνται «ανά περίπτωση – ad hoc» οι ειρηνευτικές επιχειρήσεις της Ε.Ε με ή χωρίς την συνδρομή αυτών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ που δεν ανήκουν στην Ε.Ε.
Ξεχωρίζει από τις αποφάσεις της Συνόδου αυτής η πρόβλεψη ότι «Σε καμία περίπτωση, ούτε καν σε κάποια κρίση, δεν θα χρησιμοποιείται η ΚΕΠΠΑ εναντίον ενός συμμάχου του ΝΑΤΟ με τον όρο ότι, αντιστοίχως, η διαχείριση στρατιωτικών κρίσεων από το ΝΑΤΟ θα εγγυάται ότι καμία ενέργεια δεν θα στρέφεται εναντίον της Ε.Ε. ή των κρατών της». Ωστόσο, στο σημείο αυτό συνέβησαν δύο εξαιρετικά γεγονότα που μετέβαλλαν την πορεία των πραγμάτων.
α) Σε απάντηση στην δημιουργία του «Ευρωστρατού», το ΝΑΤΟ αντέδρασε στην Σύνοδο Κορυφής της Πράγας με την απόφασή του να δημιουργήσει δική του «Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης», σε πλήρη αντίθεση με τον «Ευρωστρατό». Η κατάσταση προσωρινώς διευθετήθηκε με την υπογραφή διακήρυξης μόνιμης συνεργασίας του ΝΑΤΟ με την Ε.Ε., όπου υπήρξε ρύθμιση ότι οι επιχειρήσεις για την διαχείριση κρίσεων από το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. θα αλληλοσυμπληρώνονται, αναγνωρίζοντας την ισοτιμία και την αυτονομία των δύο οργανισμών στην λήψη των αποφάσεων.
β) Η σύγκρουση αυτή συνεχίστηκε στο διπλωματικό επίπεδο καθώς ήρθε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας το ζήτημα του διαχωρισμού της Ευρώπης σε «Νέα» και σε «Παλαιά» από τις ΗΠΑ: Το θέμα προέκυψε με αφορμή τον πόλεμο στο Ιράκ όταν -αμέσως μετά την διεύρυνση της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ και την διαμάχη περί Ευρωστρατού και Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης του ΝΑΤΟ- οκτώ ευρωπαϊκά κράτη ανέλαβαν πρωτοβουλία ώστε να ζητήσουν να δοθεί ευθεία υποστήριξη στον πρόεδρο Μπους. Βρεττανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Δανία, Ουγγαρία, Πολωνία και Τσεχία προκάλεσαν με την λεγόμενη «πρωτοβουλία των 8» αυτή την γνωστή δήλωση του υπουργού Αμύνης των ΗΠΑ περί διχασμού της Ευρώπης.
1.2. Η αναβολή δημιουργίας της «Ευρωπαϊκής Ένωσης Άμυνας & Ασφάλειας»
Σε αντίδραση σε αυτήν την πρωτοβουλία, μετά από την Σύνοδο των Βρυξελλών της Ε.Ε. το 2003 εμφανίστηκε μια άλλη πολύ σημαντική πρόταση, η λεγόμενη «Πρωτοβουλία των 4» με την Γαλλία να την παροτρύνει και με την Γερμανία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο να την υποστηρίζουν. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε την δημιουργία αυτόνομου ευρωπαϊκού στρατηγείου για τον έλεγχο ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων «πάνω από τον Ευρωστρατό και εντελώς απεξαρτημένων από το ΝΑΤΟ» .
Αυτή η πρόταση ουσιαστικά θα αποτελούσε μια θρυαλλίδα για την δημιουργία «Ευρωπαϊκής Ένωσης Άμυνας και Ασφάλειας» ανοικτής σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ώστε να εφαρμοστεί η ρήτρα περί «ενισχυμένης συνεργασίας» .
Το σχέδιο προέβλεπε την σχεδίαση και εκτέλεση επιχειρήσεων εντός των κόλπων του ΝΑΤΟ αλλά περιλάμβανε αναφορά στο ότι δεν απέβλεπε στην κατάργηση του ΝΑΤΟ και στην αποδυνάμωση των διατλαντικών σχέσεων.
Σημαντικό, εξάλλου, είναι ότι περιλάμβανε την λεγόμενη «ρήτρα αμοιβαίας αλληλεγγύης» σε περίπτωση που ένα από τα συμμετέχοντα σε συνεργασία κράτη αποτελούσε αντικείμενο ένοπλης επίθεσης στο έδαφος του, μια πρόνοια ανάλογη προς το άρθρο 5 της ιδρυτικής συμφωνίας του ΝΑΤΟ.
Το κείμενο που είχαν δώσει τότε στην δημοσιότητα ύστερα από την συνάντηση των ηγετών των 4 κρατών στις 29/4/2003 περιείχε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα σημεία για το θέμα μας που αξίζει να τα παραθέσουμε: «Η Ε.Ε. δεν έχει καμία πρόθεση να καταστεί στρατιωτική υπερδύναμη, Θέλει, όμως, να είναι σε θέση να πάρει την μοίρα στα χέρια της και να ανταποκριθεί στις ευθύνες για την ίδια την ασφάλειά της. Μετά την 11/9/2001 είναι περισσότερο παρά ποτέ καθαρό ότι η Ε.Ε. πρέπει να έχει την δυνατότητα να παρεμβαίνει στρατιωτικά και εκτός του άμεσου γεωγραφικού περιβάλλοντός της» .
Αυτή η πρόταση, βέβαια, σημείωνε μια ρήξη με την Σύνοδο που είχε προηγηθεί, όπου οι ηγέτες της Ε.Ε. είχαν τονίσει και πάλι την ανάγκη «να ενισχυθεί η διατλαντική συνεργασία» και είχαν δεσμευθεί ότι θα συνέχιζαν «να συνεισφέρουν στην περαιτέρω ενδυνάμωση της διεθνούς συμμαχίας κατά της τρομοκρατίας» .
Τελικά, η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρεττανία συμφώνησαν σε συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε. στην Νάπολη στις 28/11/2003 ώστε το όλο θέμα να επιλυθεί με την δημιουργία ευρωπαϊκού στρατιωτικού πυρήνα/θύλακα εντός του στρατηγείου του ΝΑΤΟ ενώ συνήψαν συμφωνία ώστε να υπάρχει κοινός στρατιωτικός σχεδιασμός για τον χειρισμό διεθνών κρίσεων. Προστέθηκε, όμως, ο όρος ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα μπορούν να γίνουν αυτόνομα μόνο όταν το ΝΑΤΟ δεν εμπλέκεται ή δεν ενδιαφέρεται να συμμετάσχει σε αυτές.
Πέρα από την ρητορική αυτή, πάντως, η αλήθεια είναι ότι μετά την 11/9 στην Γαλλία και στην Γερμανία κυρίως εμφανίστηκαν νέες αντιλήψεις για την ευρωπαϊκή άμυνα που εστιάστηκαν στην προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης της ευρωπαϊκής ασφάλειας από το ΝΑΤΟ.
2. ΟΙ ΤΡΙΒΕΣ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΗΠΑ – ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Είναι έκδηλη από την προηγηθείσα ανάλυση η διασύνδεση των στρατηγικών και θεσμικών ζητημάτων που ανοίγει η δημόσια συζήτηση για την συνεργασία της Ε.Ε. και των ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ. Όμως, το ζήτημα της αντιπυραυλικής ασπίδας, του «Ευρωστρατού» και της άμυνας και ασφάλειας της Ε.Ε. δεν είναι τα μόνα θέματα «υψηλής πολιτικής» που τα σχέδια των ΗΠΑ έρχονται σε αντίθεση με την επιδίωξη της πλήρους αυτονομίας της Ε.Ε.
Μια άλλη σημαντική διαφορά ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ε.Ε. εντοπίζεται (όπως διαπιστώθηκε στην 2η ενότητα του 2ου κεφαλαίου) στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής: οι Ευρωπαίοι έχουν ταχθεί υπέρ της επίλυσης όλων των εξωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα κράτη τους μέσω της πολυμερούς διπλωματίας και, άρα, τάσσονται εναντίον κάθε επιθετικής ή με χαρακτήρα αποτροπής/πρόληψης ενέργειας ενώ οι ΗΠΑ θεωρούν ότι έχουν μονομερώς το δικαίωμα να καταφεύγουν σε όλα τα μέσα για να αντιμετωπίσουν μια απειλή που στρέφεται κατά της ασφάλειάς τους.
Αυτή η τακτική θέτει ανάμεσα στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ και ένα «θέμα αρχών» και τήρησης των κανόνων του παιχνιδιού, αφού η επίθεση κατά των Διδύμων Πύργων στις 11/9/2001 ήταν αυτή που έδωσε το έναυσμα για την εισβολή στο Ιράκ. Η επιθετική αυτή ενέργεια των ΗΠΑ εμπέδωσε εκ της πλαγίας οδού –και με την ανοχή των κυβερνήσεων των κρατών της Ε.Ε.- την έννοια του «προληπτικού πολέμου» στο Διεθνές Δίκαιο ως «έσχατο μέσο επίθεσης» και δημιούργησε χάσμα μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών και της αμερικανικής πολιτικής .
Οι διπλωματικές υπηρεσίες των μελών της Ε.Ε. –με πρωτοστατούσα την Γαλλία- ουσιαστικά επέβαλαν εξ ανάγκης και αυτές ένα «μορατόριουμ» στις σχέσεις συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Αυτό συνέβη διότι μετά την 11/9 το δόγμα του «προληπτικού πολέμου» ξεκίνησε πλέον να εφαρμόζεται όχι μόνο σε τρομοκράτες αλλά και εναντίον κρατών.
Ύστερα από την πάροδο ικανοποιητικού χρόνου, ωστόσο, καθώς οι λαοί της Ευρώπης κουράστηκαν από την μονοπώληση του πολέμου στα Μ.Μ.Ε. και το θέμα ξεχάστηκε, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανένηψαν και το κλίμα άρχισε να βελτιώνεται μεταξύ της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Η έξαρση για στρατηγική-στρατιωτική ηγεμονία των ΗΠΑ λησμονήθηκε κι αυτή και οι διπλωμάτες των υπουργείων Εξωτερικών άρχισαν να συνεργάζονται επί του πυρηνικού προγράμματος του Ιράκ, του χάρτη επίλυσης του Μεσανατολικού αλλά και για την επίτευξη πολυεθνικών εμπορικών συμφωνιών .
3. Η ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ ΗΠΑ & Ε.Ε. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΡΑΤΗ-ΠΑΡΙΕΣ

Ένα ιδιαίτερα σημαντικό πεδίο το οποίο αποτελεί πρόκληση για την εκδήλωση ή όχι της αλληλεγγύης μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. είναι μετά την 11/9 η στάση τους απέναντι στα λεγόμενα «κράτη-παρίες» ή εχθρικά κράτη καθώς και έναντι της τρομοκρατίας, η οποία μετά την 11/9 εκλαμβάνεται πλέον ως «ασύμμετρη απειλή» (όρος που χρησιμοποιούν αμφότεροι οι Μπους-Πούτιν).
Για τις ΗΠΑ μέχρι σήμερα (με διαφορετική κάθε φορά επιχειρηματολογία) ως επικίνδυνα και εχθρικά κράτη έχουν θεωρηθεί μεταπολεμικά –εκτός από την Ρωσία επί Ψυχρού Πολέμου- η Κίνα την περίοδο 1950-1972 επειδή αποτελούσε απειλή λόγω του πολιτικού καθεστώτος της, η Κούβα μετά το 1959 και ως σήμερα λόγω του επαναστατικού χαρακτήρα της, το Ιράν μετά το 1979 και ως σήμερα λόγω του πυρηνικού οπλοστασίου του, η Λιβύη μετά το 1973 για υπόθαλψη της τρομοκρατίας, η Βόρειος Κορέα διαρκώς μετά το 1950 λόγω της δικτατορίας στο εσωτερικό της και της εισβολής στην Νότιο Κορέα, η Σερβία μετά το 1990 και ως την ανατροπή Μιλόσεβιτς και, τέλος, το Αφγανιστάν μετά την 11/9.
Ο όρος «κράτος-παρίας» , όμως, και η χρήση του όρου συνδέεται άμεσα με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και είναι αυτή που έδωσε το «πράσινο φως» για την στρατιωτική και διπλωματική παρέμβαση των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο: χρησιμοποιήθηκε μετά την λήξη του «Ψυχρού Πολέμου» και συγκεκριμένα για πρώτη φορά από την κυβέρνηση Κλίντον στο τέλος της δεκαετίας των ΄90 για να εντάξει στην κατηγορία των κρατών που συμπεριφέρονται ως παρίες, δηλ. ως απομονωμένα και επικίνδυνα κράτη, το Ιράκ, την Βόρειο Κορέα, το Ιράν, το Αφγανιστάν, την Λιβύη, το Σουδάν και το Πακιστάν. Η Μάντλιν Ολμπράϊτ είχε ορίσει το κράτος-παρία ως εκείνο που δεν λαμβάνει μέρος στο διεθνές σύστημα και που επιχειρεί να το σαμποτάρει.
Γενικά, πάντως, ο όρος «Κράτος-Παρίας» ή «Rogue State» αναφέρεται σε κράτη που αποτελούν απειλή για την διεθνή ειρήνη και των οποίων τα καθεστώτα διακυβέρνησης κρίνεται πως παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, προωθούν την τρομοκρατία και διαδίδουν όπλα μαζικής καταστροφής. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι γενικότερα ο όρος του κράτους-παρία δεν έχει βρει αποδοχή στην διεθνή κοινότητα ούτε στην Ε.Ε. και μόνον μόνο η Αγγλία και η Ουκρανία έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «Rogue State».
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ο όρος υποδηλώνει την διασύνδεση ενός κράτους με την διεθνή τρομοκρατία. Αρμόδιο για την ανακήρυξη ενός κράτους ως «Rogue State» ήταν το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ το οποίο στηρίζεται από το 1979 στον λεγόμενο «κατάλογο» των κρατών που υποστηρίζουν την διεθνή τρομοκρατία» είτε άμεσα με πράξεις είτε έμμεσα με ενίσχυση τρομοκρατικών οργανώσεων.
Προς το τέλος της θητείας της η κυβέρνηση Κλίντον απέσυρε την χρησιμοποίηση αυτού του όρου . Η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάντλιν Ολμπράϊτ ήδη από τον Ιούνιο του 2000 είχε ανακοινώσει ότι δεν θα χρησιμοποιεί πλέον το State Department τον όρο «κράτος-παρίας» για να περιγράψει την ομάδα κρατών που οι ΗΠΑ θέτουν ως στόχο διπλωματικών και εμπορικών κυρώσεων λόγω θετικών εξελίξεων σε αυτά τα κράτη.
Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν μετέβαλαν τους όρους για την ένταξη μιας χώρας στην κατηγορία των επικίνδυνων κρατών ούτε άλλαξαν το συνολικό πλαίσιο αντιμετώπισης αυτών των κρατών ως παράνομων, αν και από ορισμένα εξ αυτών –όπως π.χ. η Λιβύη- επιχειρήθηκε μια αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων.
Από το σημείο εκείνο και μετά, η κυβέρνηση Κλίντον αναφερόταν στα κράτη αυτά με την ονομασία «state of concern», δηλ. κράτη αναφοράς/ενδιαφέροντος.
Ωστόσο, με την ανάδειξή της στην εξουσία η κυβέρνηση Μπους επανέφερε την έννοια του «κράτους-παρία» προκειμένου να αιτιολογήσει την εξωτερική –αλλά και εσωτερική- της πολιτική. Ενδιάμεσα, χρησιμοποιήθηκε μια ακόμη έννοια κρίσιμη για την ορολογία των σύγχρονων διεθνών σχέσεων: ο «άξονας του κακού» , στον οποίο εντάχθηκαν μετά το 2002 η Βόρειος Κορέα, το Ιράκ και το Ιράν.
Η κριτική που ασκείται, βέβαια, για την χρήση αυτών των όρων είναι ότι εκφράζει απλώς και μόνο –τελικά- οποιοδήποτε κράτος διαφωνεί με την ασκούμενη από τις ΗΠΑ πολιτική . Από την άλλη πλευρά, η έως τώρα εμπειρία έχει δείξει ότι οι ΗΠΑ προτιμούν να πείθουν ένα «κράτος-παρία» να αλλάξει πορεία και να αποφύγουν την απευθείας πολιτική και στρατιωτική αντιπαράθεση μαζί του που, άλλωστε, κοστίζει και οικονομικά. Πρώτος στόχος των ΗΠΑ είναι να απομακρύνουν από την εξουσία το καθεστώς που κυβερνά και καθιστά ένα κράτος επικίνδυνο για τα συμφέροντά τους και, κατά δεύτερο λόγο, να το εξασθενήσουν οικονομικά και να το εξαναγκάσουν να μην συνεχίσει την πολιτική του.
Ουσιαστικά, κατά την κρίση μας, για να θεωρηθεί μια χώρα ως κράτος-παρίας από τις ΗΠΑ θα πρέπει να έχει υπονομευθεί εσωτερικά πρωτίστως από μια πολιτιστική-πολιτισμική κρίση. Η παρακμή στο πεδίο του πολιτισμού οδηγεί, κατόπιν, και στην ανάδειξη δικτατορικών ή τυραννικών καθεστώτων που εφευρίσκουν εσωτερικούς εχθρούς για να καλύψουν την υποχώρησή τους στα εθνικά θέματα εξωτερικής πολιτικής. Με τον τρόπο αυτό, παραβιάζουν τις ελευθερίες των πολιτών τους, μια χώρα οδηγείται σε οικονομικό μαρασμό και, άρα, πλήττονται και τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Το επόμενο βήμα για ένα κράτος υπό τις συνθήκες αυτές –με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Ιράκ- είναι να μην μπορεί να εναρμονιστεί με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και, σταδιακά, να ανακηρύσσεται το ίδιο ως «κράτος-παρίας».
Πρέπει στο σημείο αυτό –πριν δώσουμε έμφαση στην πολιτική της Ρωσίας έναντι της τρομοκρατίας και των εχθρικών της κρατών- να διευκρινιστεί μια βασική διαφορά στην στάση της Ε.Ε. έναντι των ΗΠΑ που έχει προκαλέσει και την πρόκληση κλυδωνισμών στις ευρωατλαντικές σχέσεις μετά την 11/9: Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Ασφάλεια δεν κάνει διάκριση μεταξύ της τρομοκρατίας, της διασποράς των όπλων μαζικής καταστροφής και των πολιτικοοικονομικών αιτιών της τρομοκρατίας. Τα θεωρεί συνολικά, ως ένα ενιαίο θέμα μαζί με όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές και οικονομικές απειλές που αντιμετωπίζει η Ευρώπη .
Άρα, η έννοια, δηλαδή, του «κράτους-παρία» που εντάσσεται σε κάποιον «άξονα του κακού» δεν υπάρχει στην ευρωπαϊκή στρατηγική ασφαλείας ενώ, ακόμα, γίνεται διάκριση μεταξύ του φαινομένου της Αλ-Κάϊντα και των παραδοσιακών μορφών τρομοκρατίας. Επιπλέον, Η Ε.Ε. αναφέρεται στην πρόληψη των συγκρούσεων και όχι σε προληπτικούς πολέμους.
Και ακόμα, η «στρατηγική ασφαλείας» της Ε.Ε. στηρίζεται στην «πολυμέρεια» και όχι στην «μονομέρεια» που προωθεί η κυβέρνηση Μπους για την αντιμετώπιση των θεμάτων στο διεθνές πεδίο.
Τώρα, ο όρος «Rogue State» συνδέεται με τα συμβατικά και τα πυρηνικά όπλα και με την Ρωσία από την άποψη ότι πολλαπλασιάστηκαν μετά την πτώση της ΕΣΣΔ οι κίνδυνοι από την διασπορά αυτών των όπλων λόγω της έλλειψης του «αντίπαλου δέους», η ύπαρξη του οποίου απέτρεπε –λόγω του δόγματος της Αμοιβαίας Καταστροφής- τα ενδιάμεσα κράτη από την ανάληψη επικίνδυνων, επιθετικών ενεργειών μέσω προγραμμάτων ανάπτυξης πυραύλων .
Οι κυβερνήσεις Μπους και Κλίντον απέφυγαν, ασφαλώς, να χαρακτηρίσουν την Ρωσία ως «κράτος-παρία» αλλά της απέδωσαν «ειδικό καθεστώς» και, πιο συγκεκριμένα, ως προς το θέμα της ασφάλειας έναντι των εχθρικών κρατών, υποστήριξαν την στάση της Ρωσίας και τους χειρισμούς της στην Τσετσενία.
Ε.Ε. και ΗΠΑ κατηγορούν την Ρωσία ότι δεν σέβεται τις δημοκρατικές ελευθερίες των πολιτών της.
Είναι, όμως, αρκετά σημαντικό ότι ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ε.Ε. δεν συγκαταλέγουν την Ρωσία στα κράτη-παρίες αλλά διαφαίνεται ότι επιθυμούν να τηρήσουν μια κοινή στάση και οι τρεις έναντι αυτών των κρατών που θεωρούν ότι τις απειλούν –και εδώ έγκειται ο ρόλος της λεγόμενης «αδιαίρετης ασφάλειας».
4. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΣΤΟ ΝΑΤΟ ΓΙΑ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ & ΚΡΑΤΗ-ΠΑΡΙΕΣ

Για να περάσουμε στην ανάλυση ενός από τα κύρια θέματα της μελέτης μας (την ευρωπαϊκή προσέγγιση έναντι του νέου ρόλου του ΝΑΤΟ αλλά λαμβάνοντας πάντα υπόψιν την ρωσική στάση που αποτελεί «σφήνα» στα ανατολικά σύνορα της Ε.Ε.) είναι χρήσιμο σε αυτό το σημείο να συνοψιστεί σε λίγες γραμμές η στρατηγική της Ρωσίας ως προς το θέμα της τρομοκρατίας και των εχθρικών για αυτήν κρατών. Αναλυτικότερη παρουσίαση των ρωσικών θέσεων –με έμφαση στο θέμα του αντιβαλλιστικού συστήματος των ΗΠΑ- θα γίνει στο 5ο κεφάλαιο.
Θα έλεγε κανείς ότι, κατά έναν περίεργο τρόπο, μετά την 11/9 η Ρωσία προσέγγισε τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ περισσότερο και από την ίδια την Ε.Ε. Η πολιτική ηγεσία της Ρωσίας έκρινε ότι έπρεπε να επιδείξει πνεύμα συνεργασίας και αποδοχής της πολιτικής των ΗΠΑ κατά της τρομοκρατίας (ειδικά με στόχο τα εχθρικά κράτη-παρίες) την στιγμή που η Ε.Ε. εμφανιζόταν διχασμένη. Στην συνέχεια, όμως, η ρωσική στάση άλλαξε, ανάλογα με τα συμφέροντα που χαρακτηρίζουν την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας είτε προς τις διεθνείς της υποχρεώσεις είτε προς τους γείτονές της.
Η γενική θέση της Ρωσίας έχει σηματοδοτηθεί από την απόφαση του προέδρου Πούτιν να στραφεί μετά την εκλογή του προς τις ΗΠΑ και, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, να συμμετάσχει στην συμμαχία κατά της τρομοκρατίας.
Πιο συγκεκριμένα, η Σύνοδος της Ρώμης το 2002 και η δημιουργία του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NRC) ήταν αυτή που έθεσε σε πρακτική εφαρμογή την διακήρυξη συνεργασίας που είχαν υπογράψει Ρωσία και ΝΑΤΟ το 1997 αλλά η κρίση στην Γιουγκοσλαβία δεν είχε επιτρέψει να τεθεί σε ισχύ. Την διακήρυξη με την οποία δημιουργήθηκε το Κοινό Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας υπέγραψαν στην Ρώμη στις 28 Μαϊου 2002 ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν και οι ηγέτες των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ με σκοπό να βελτιώσουν την συνεργασία των δύο πρώην εχθρών.
Η πλήρης εφαρμογή των προβλέψεων του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας είναι εξαιρετικά σημαντική διότι αφορά –εκτός από την μάχη κατά της τρομοκρατίας εφόσον περιλάμβανε και το Σχέδιο Δράσης ΝΑΤΟ-Ρωσίας για την Τρομοκρατία - τον κοινό χειρισμό πληροφοριών, την διαχείριση κρίσεων, την μη διάδοση και τον έλεγχο των όπλων, την στρατιωτική συνεργασία αλλά και την προσαρμογή των αμυντικών συστημάτων των δύο πλευρών.
Το Κοινό Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας αποτέλεσε έκτοτε στους κόλπους του ΝΑΤΟ ένα φόρουμ συζήτησης στρατηγικών και αμυντικών θεμάτων μεταξύ των πρώην αντιπάλων του Ψυχρού Πολέμου. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί – ενόψει και της ανάλυσης που έπεται για το θέμα της δημιουργίας πυραυλικής ασπίδας- ότι στο Κοινό Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας οι αποφάσεις λαμβάνονται με ομοφωνία αλλά η Ρωσία δεν έχει το δικαίωμα του βέτο στον στρατιωτικό τομέα.
Το κλίμα, πάντως, που είχε αναπτυχθεί σε εκείνο το στάδιο διαφαίνεται από τις θέσεις των ηγετών του ΝΑΤΟ. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζωρτζ Μπους είχε τότε αναφέρει πως «δύο πρώην εχθροί γίνονται συνεργάτες, ξεπερνώντας πενήντα χρόνια διαίρεσης και μία δεκαετία αβεβαιότητας» ενώ είχε χαρακτηρίσει την Ρωσία ως «μεγάλο ευρωπαϊκό κράτος».
Αξίζει να συγκρατηθεί στην μνήμη μας –ως ενδεικτικός των μεταλλαγών στην στάση του- ο εξαιρετικά θετικός σχολιασμός της θέσπισης του νέου θεσμού του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας από τον πρόεδρο της Ρωσίας ο Βλαντιμίρ Πούτιν: «Πρόκειται για μία ιστορική στιγμή. Λίγο καιρό πριν αυτού του είδους η Σύνοδος, η οποία φέρνει κοντά τους ηγέτες των κρατών-μελών της Συμμαχίας και την Ρωσία, θα ήταν απλώς αδιανόητη. Η Διακήρυξη της Ρώμης θέτει τα θεμέλια για νέες σχέσεις, αν και αυτή είναι μόνο η αρχή. Όλα τα κράτη γύρω από αυτό το τραπέζι αντιμετωπίζουν έναν κοινό εχθρό: την διεθνή τρομοκρατία και το Συμβούλιο αυτό δεν θα μείνει στα λόγια». Και, γενικότερα, η εικόνα που προβαλλόταν πριν από μια πενταετία για τον πρόεδρο της Ρωσίας στα διεθνή Μ.Μ.Ε. επικεντρωνόταν στο σημείο πως είναι αυτός η ηγέτης ο οποίος οδηγεί για πρώτη φορά την Μόσχα στα κέντρα λήψης των αποφάσεων του ΝΑΤΟ σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, τις ειρηνευτικές αποστολές και την διαχείριση κρίσεων.
Στο διάστημα που ακολούθησε, πράγματι, η εικόνα συνεργασίας ΝΑΤΟ-ΗΠΑ-Ε.Ε.-Ρωσίας βελτιώθηκε. Η εικόνα, ασφαλώς, δεν ήταν ειδυλλιακή και οι ΗΠΑ, κυρίως, ήταν αυτές που με την τακτική τους επιχειρούσαν να μειώσουν την διπλωματική ισχύ της Ρωσίας: το βασικό τους «όπλο» ήταν -και είναι- το παρελθόν με βάση το οποίο στρέφουν τόσο τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης όσο και τις κεντροασιατικές, πρώην σοβιετικές δημοκρατίες εναντίον της Ρωσίας. Αυτή η τακτική, ωστόσο, βρίσκεται εντός των ορίων των διπλωματικών παιγνίων.
Όπως θα δούμε, και η στρατηγική της Ρωσίας –ρεαλιστική ή ευκαιριακή- παρουσιάζει ένα σταθερό σημείο: μεταβάλλεται διαρκώς, ανάλογα με τα συμφέροντα της στιγμής, και για τον λόγο αυτό προβληματίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τελευταία αλλαγή θέσης της Ρωσίας ήταν αυτή που εντός του 2007 έδωσε το έναυσμα για την όλη συζήτηση περί του «παγώματος» των σχέσεών της με την Ε.Ε., για την επαναφορά σε κλίμα σύγκρουσης με τις ΗΠΑ αλλά και για την επαναφορά στο προσκήνιο του θέματος της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.
Στο επόμενο κεφάλαιο θα δοθεί μια συνολική παρουσίαση της ευρωπαϊκής στρατηγικής ασφαλείας με ειδική αναφορά στις απόψεις που επικρατούν στα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα για τον νέο ρόλο του ΝΑΤΟ, τον πυλώνα της ΚΕΠΠΑ, την αντιπυραυλική ασπίδα των ΗΠΑ αλλά και για την υποδοχή αυτών των θέσεων από τις ίδιες τις ΗΠΑ.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
1. Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ «ΑΔΙΑΙΡΕΤΗΣ» ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Η ευρωπαϊκή στρατηγική ασφάλειας αυτή την στιγμή στηρίζεται αφενός στην γενικότερη προσέγγιση της Ε.Ε. απέναντι στο ζήτημα της ασφάλειας και αφετέρου στην ειδικότερη στάση της Ε.Ε. απέναντι στην έγερση του θέματος της αντιπυραυλικής ασπίδας.
Η Στρατηγική Ασφαλείας της Ε.Ε. περιγράφεται στην έκθεση του Ύπατου Εκπροσώπου Σολάνα, το λεγόμενο «Δόγμα Σολάνα», ένα πολύ εύγλωττο κείμενο το οποίο υπέβαλλε με διάφορες μορφές ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε για την εξωτερική πολιτική στην Σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών στο Καστελλόριζο αλλά και στην Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στην Χαλκιδική με τίτλο «Εξωτερική δράση της Ε.Ε. στην πάλη κατά της τρομοκρατίας» και που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες, στις 12/12/2003.
Ειδικότερα, το κείμενο Σολάνα αναφέρει: «Η διεθνής τρομοκρατία αποτελεί στρατηγική απειλή. Η Ευρώπη είναι στόχος και βάση των τρομοκρατών. Κατά του εδάφους μας σχεδιάστηκαν –αλλά ευτυχώς, αντιμετωπίστηκαν προτού εκτελεστούν- τρομοκρατικά κτυπήματα μείζονος κλίμακας. Με τις νέες απειλές που εμφανίζονται και έρχονται πλέον από μακριά, η πρώτη γραμμή άμυνας θα είναι συχνά στο εξωτερικό. Όσο νωρίτερα αρχίζει η πρόληψη των συγκρούσεων και των απειλών, τόσο καλύτερα. Χρειάζεται να αναπτύξουμε μια στρατηγική νοοτροπία που να προωθεί την έγκαιρη, γρήγορη και -όπου χρειάζεται- στιβαρή επέμβαση. Θα έπρεπε, αν χρειαστεί, να μπορούμε να εκτελούμε δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις ταυτόχρονα».
Ως προς το θέμα της αντιπυραυλικής ασπίδας, πιο συγκεκριμένα, ο ύπατος, εκπρόσωπος για την κοινή πολιτική Εξωτερικών και Ασφαλείας Χαβιέ Σολάνα μάλλον μια μη-κοινή πολιτική εξήγγειλε, λέγοντας ότι «το επίπεδο της απειλής για την Ε.Ε. είναι αμφισβητήσιμο και, άρα, εναπόκειται στις επιμέρους χώρες να αποφασίσουν τι θα πράξουν».
Επιπλέον, επεσήμανε τον κίνδυνο τα σχέδια των ΗΠΑ να επηρεάσουν τις σχέσεις της Ε.Ε. με την Ρωσία και ανέφερε ότι «η κυριαρχία των μελών του ΝΑΤΟ πρέπει να συνάδει με την συνολική ασφάλεια της Ε.Ε.» (επισημαίνεται εδώ η ομοιότητα των φράσεων περί «συνολικής», «ενιαίας», «αδιαίρετης» ασφάλειας μεταξύ Σολάνα, Σέφερ, Γκέϊτς δηλαδή των εκπροσώπων Ε.Ε., ΝΑΤΟ, ΗΠΑ).

2. Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΙΣΧΥΡΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε. ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΟΥ ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ


Εστιάζουμε την ειδικότερη ανάλυση της συμπεριφοράς των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης στην Γερμανία και στην Γαλλία διότι η ιδέα της ανάπτυξης αυτόνομης στρατιωτικής ισχύος ξεκίνησε από τον γαλλογερμανικό άξονα και έγινε στην συνέχεια ποικιλοτρόπως αποδεκτή από τα διάφορα κράτη της Ε.Ε.
Βεβαίως, κάθε ισχυρό κράτος της Ε.Ε. (Γαλλία. Γερμανία, Μεγ. Βρεττανία) έχει επιλέξει να ακολουθεί διαφορετική και εξατομικευμένη πολιτική και έναντι της άμυνας της Ε.Ε. και απέναντι στις ΗΠΑ ενώ οι διαφοροποιήσεις υπάρχουν, ασφαλώς, και στα πιο συγκεκριμένα σημεία, τόσο για την αντιπυραυλική ασπίδα όσο και ως προς την Ρωσίας.
2.1. Ο «θεσμικός διχασμός» της γερμανικής πολιτικής

Είναι, κατ’ αρχάς, σημαντικό να καταγραφεί ότι η γενικότερη στρατηγική συνεργασίας της Ε.Ε. με την Ρωσία είχε στο παρελθόν αλλά και σήμερα ως πρότυπο τις σχέσεις της Γερμανίας με την Ρωσία. Στο πρόσφατο στάδιο του ζητήματος της αντιπυραυλικής ασπίδας και μπροστά στις ανησυχίες για τριγμούς στις διπλωματικές σχέσεις Ρωσίας-ΕΕ λόγω της επέκτασης του συστήματος στην Ανατολική Ευρώπη, η γερμανική προεδρία ήταν αυτή και πάλι αυτή που ενέταξε τις διατλαντικές σχέσεις στην επίσημη ατζέντα της Ε.Ε.
Το θετικό σημείο στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας είναι ότι στον τριμερή κυβερνητικό συνασπισμό τα τρία κόμματα συνεννοούνται σε θεσμικό επίπεδο και αντιμετωπίζουν το ζήτημα ως κορυφαίο για την «Ευρωπαϊκή Αρχιτεκτονική Ασφαλείας» . Αναδεικνύεται με τον τρόπο αυτό ο ρόλος του Βερολίνου ως ενωτικού παράγοντα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Με μια λέξη, η Γερμανία ακολουθεί εν γένει μια ‘’σοφιστικέ’’ πολιτική που υπολογίζει στην επέκταση της επιρροής και των δομών της Ε.Ε. προς την Ρωσία και την ευρύτερη περιφέρειά της ενώ ταυτόχρονα αναμένει την συνεργασία του Λευκού Οίκου με το Κρεμλίνο μέσω των Βρυξελλών.
Για την Γερμανία η λήξη του Ψυχρού Πολέμου σήμανε και την λήξη της ύπαρξης αμοιβαίων συμφερόντων με τις ΗΠΑ για την προστασία έναντι του ρωσικού κινδύνου (αν και στα τα εδάφη της παραμένουν αμερικανικές βάσεις). Εφόσον η απειλή από την πρώην ΕΣΣΔ έχει για αυτήν εξαλειφθεί, για αυτήν το ζήτημα που τέθηκε στην συνέχεια και είναι και σήμερα το ζητούμενο είναι εάν η ηγεσία της θα μπορέσει ή όχι να απομακρυνθεί από την αμερικανική επιρροή, την στιγμή μάλιστα που οι οικονομικές εξελίξεις την οδηγούν σε διαφορετικό δρόμο από τις ΗΠΑ.
Η Γερμανία εκτός από την πολιτική ισχύ της ως κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής ενοποίησης, διεκδικεί και την οικονομική ηγεμονία: με κέντρο ισχύος το Βερολίνο και οικονομική πηγή την Φρανκφούρτη, έχει θέσει στόχο την επέκταση στην Ανατολική Ευρώπη, Βόρειο και Νότιο.
Από την άλλη, η Γερμανία επιθυμεί και με την Ρωσία την ύπαρξη ισχυρών πολιτικών και οικονομικών σχέσεων. Οι σχέσεις της Ρωσίας και της Γερμανίας υπήρξαν ιδιαιτέρως στενές επί καγκελαρίου Σρέντερ, σε βαθμό που να μην μπορεί να διακρίνει κανείς εάν ωφελήθηκε περισσότερο η ενεργειακή ασφάλεια της Ρωσίας ή η πολιτική και στρατηγική επιρροή της Ρωσίας.
Πιο ειδικά, η Γερμανία ακολουθεί την Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας που καταρτίστηκε τον Νοέμβριο του 2006 και, στα πλαίσια αυτά, έχει θέσει ως στόχο την οικονομική της επέκταση στα κράτη του Νοτίου Καυκάσου. Η Γερμανία αντιμετώπισε την Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας ENP ως «παράθυρο ευκαιρίας» για να εξασφαλίσει την στρατηγική και ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης ως προς την διάστασή της στον Νότιο Καύκασο. Οι οικονομικοί στόχοι φθάνουν, όμως, και μέχρι την Κεντρική Ασία, όπου επιθυμεί να καλλιεργήσει ακόμα καλύτερες σχέσεις με την Γεωργία, την Αρμενία, το Καζακστάν και το Αζερμπαϊτζάν. Αυτή, όμως, η εξέλιξη είναι που την φέρνει εκ των πραγμάτων σε αντίθεση με την Ρωσία.
Γενικότερα, το τελευταίο διάστημα η γερμανική πολιτική ήταν υπέρ του ανοικτού διαλόγου μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας εντός του πλαισίου της συνεργασίας ΝΑΤΟ-Ρωσίας (διάλογο τον οποίο, όμως, απέφυγε η Ρωσία την περίοδο που η Γερμανία άσκησε την προεδρία της Ε.Ε.).
Στο πρώτο εξάμηνο του 2007 (διάστημα άσκησης της γερμανικής προεδρίας της Ε.Ε.) εμφανίστηκαν δύο γραμμές στην γερμανική πολιτική: κατ’ αρχήν, η κυβέρνηση Μέρκελ αφενός τάχθηκε υπέρ μιας στρατηγικής σχέσης με την Ρωσία αλλά αφετέρου αντιμετώπισε έναν εσωτερικό διχασμό καθώς στηριζόταν σε συνεργασία των Συντηρητικών με τους Σοσιαλδημοκράτες, στην οποία ήταν (κατά κάποιον τρόπο) όμηρη: ο Συντηρητικός υπουργός Αμύνης Φραντς Γιόζεφ Γιουνγκ υπεραμυνόταν της επέκτασης της αμερικανικής αντιπυραυλικής ασπίδας στην ανατολική Ευρώπη ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες εταίροι της καγκελαρίου Μέρκελ που εκπροσωπεί ο επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας, Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Στάϊνμαγερ αντιδρούσαν.
Ειδικότερα, η θέση του υπουργού Αμύνης Γιουνγκ ήταν ότι «στόχος της εγκατάστασης αμερικανικών συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας είναι η προάσπιση του εδάφους του ΝΑΤΟ και όχι η Ρωσία» . Επίσης, ο υπουργός Αμύνης της Γερμανίας δεν συμφωνούσε με την θέση ότι δεν υφίστανται απειλές από τα όπλα μαζικής καταστροφής. Ενδεικτική ήταν η άποψη που εξέφρασε ότι «το σχέδιο των ΗΠΑ πρέπει να συζητηθεί στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ» και, πιο συγκεκριμένα, ότι «οι ανησυχίες της Ρωσίας για το σχέδιο αντιπυραυλικής άμυνας μπορεί να αμβλυνθούν εάν διεξαχθούν συνομιλίες στο πλαίσιο του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας».
Σε αντίθετη κατεύθυνση από τον Γιουνγκ, ο υπουργός Εξωτερικών Στάϊνμαγερ έχει λάβει την θέση ότι «οι ΗΠΑ πρέπει να επανεξετάσουν το σχέδιο αντιπυραυλικής άμυνας διότι κινδυνεύουν να πληρώσουν βαρύ τίμημα για να προστατευθούν απέναντι σε ανύπαρκτες απειλές». Ο Στάϊνμαγερ πιστεύει ότι «κανένα στρατιωτικό σύστημα όσο εξελιγμένο και να είναι δεν μπορεί να εγγυηθεί 100% προστασία, επομένως ύψιστη προτεραιότητα παραμένει ο αφοπλισμός, όχι ο εκ νέου εξοπλισμός. Η ασφάλεια δεν επιτρέπεται να εξαργυρωθεί με αντίτιμο νέα ανασφάλεια». Για την Ευρώπη, ο Στάϊνμαγερ θεωρεί ότι «πρέπει να μείνει ενωμένη, ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η Ε.Ε. πρέπει να διαιρεθούν στην απαραίτητη δημόσια συζήτηση για το θέμα αυτό. Δεν υπάρχει Παλαιά και Νέα Ευρώπη και κανείς δεν θα έπρεπε να προσπαθεί να καλλιεργήσει τέτοια μανιτάρια διχασμού λόγω βραχυπρόθεσμων υπολογισμών».
Η κατάσταση αυτή επηρέασε, βεβαίως, και την άσκηση της προεδρίας (αν και η γερμανική προεδρία είχε εντάξει τις διατλαντικές σχέσεις στην επίσημη ατζέντα της Ε.Ε. στο πρώτο εξάμηνο του 2007, το όλο θέμα «ναυάγησε» στην 19η Διάσκεψη Ε.Ε.-Ρωσίας αφού δεν υπεγράφη νέο σύμφωνο συνεργασίας) οπότε εμφανίζεται φυσιολογική και η αμηχανία του ύπατου, εκπροσώπου για την κοινή πολιτική Εξωτερικών και Ασφαλείας Χαβιέ Σολάνα που «νίπτει τας χείρας του». Αυτό συμβαίνει διότι η γερμανική προεδρία επιθυμούσε το όλο θέμα να συζητηθεί εντός του ΝΑΤΟ ενώ οι ΗΠΑ αυτό ακριβώς δεν επιθυμούν.

2.2. Η «πλήρης ανανέωση» της γαλλικής πολιτικής στο ΝΑΤΟ

Η επί μέρους εξέταση της στάσης της Γαλλίας ως κύριου και βασικού παίκτη στις ευρωατλαντικές σχέσεις αποκτά ενδιαφέρον κυρίως λόγω της θεσμικής πλευράς της στρατηγικής της. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι αποτελεί πυρηνική δύναμη και, άρα, τοποθετείται αφ’ εαυτής στην ανάλυση των στρατηγικών σχέσεων ασφαλείς της Ευρώπης με ισχυρό λόγο αλλά και το γεγονός ότι ιστορικά η Γαλλία επιδίωκε την ένωση της Ευρώπης όχι ως δορυφόρου των Η.Π.Α. αλλά ως μιας ανεξάρτητης γεωπολιτικής και ιστορικής οντότητας.
Αυτή την οπτική εκπροσωπούσε την Ευρώπη ως ένας ιδιαίτερος συμβολισμός η στρατηγική του πρώην προέδρου της Γαλλίας Ντε Γκωλ για μια Ευρώπη δυναμική και ανεξάρτητη στο διεθνές πεδίο. Τα σχέδια αυτά, ωστόσο, είχαν απορριφθεί μετά το 1962 κυρίως διότι σε ένα από τα βασικά τους σημεία προέβλεπαν την λειτουργία του ευρωπαϊκού αμυντικού συστήματος κατά τρόπο ανεξάρτητο από το ΝΑΤΟ.
Ειδικότερα, στο επίμαχο άρθρο 2 είχε προστεθεί αναφορά σε δημιουργία ενιαίας ή, εναλλακτικά, κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής και, επιπλέον, ρήτρα «προστασίας από το ΝΑΤΟ της ασφάλειας των κρατών-μελών εναντίον κάθε επιθετικής ενέργειας που προκαλείται εξαιτίας της κοινής πολιτικής άμυνας».
Οι προτάσεις Fouchet ήταν ευθυγραμμισμένος με το όραμα Ντε Γκωλ που πρότεινε την δημιουργία ενός κοινού θεσμικού και πολιτικού πλαισίου για την ένωση των λαών της Ευρώπης και την συνεργασία των κρατών της Ε.Ε.
Η στρατηγική του Ντε Γκωλ (αλλά και μια γενικότερη υποστήριξη προς αυτές τις ιδέες που εκφράζεται εν γένει μέσα από τον άξονα Παρισίων-Βερολίνου) ήθελε την Ε.Ε. ως μια τρίτη δύναμη που να παρεμβάλλεται ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στις ΗΠΑ.
Από το διάστημα της κρίσης του 1974 στις σχέσεις Γαλλίας και ΝΑΤΟ μπορεί να παρατηρηθεί ότι γενικότερα η Γαλλία αντιμετώπιζε το ΝΑΤΟ με μια πολιτική που μπορεί να χαρακτηριστεί «ένα βήμα εμπρός, ένα πίσω». Η τακτική αυτή εμπόδιζε την λήψη των αποφάσεων στις Βρυξέλλες και τα προβλήματα έφθασαν στο αποκορύφωμά τους όταν η Γαλλία αντέδρασε στις στρατιωτικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας (κυρίως διότι έγιναν δίχως την συγκατάθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ) ενώ οι ΗΠΑ ισχυρίζονταν ότι αυτό θα έβλαπτε την κυριαρχία του ΝΑΤΟ. Η Γαλλία –ύστερα και από την ψύχρανση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ λόγω της επέμβασης στο Ιράκ- τηρούσε στάση αποφυγής ανάμειξης και ζητούσε απλώς την διεξαγωγή διαλόγου εις βάθος.
Με την ανάδειξη, όμως, στην εξουσία του Νικολά Σαρκοζύ η Γαλλία υποσχέθηκε μια ριζική αλλαγή στην εξωτερική και αμυντική της πολιτική. Σκοπός του προέδρου Σαρκοζύ είναι να μεταβάλλει έναντι του ΝΑΤΟ την Γκωλική πολιτική και να επαναφέρει την Γαλλία πλήρως στην ολοκληρωμένη δομή διοίκησης του ΝΑΤΟ εντός του 2008. Μάλιστα, ο Σαρκοζύ θεωρεί ότι έχει έρθει η ώρα για μια «ανανέωση του ΝΑΤΟ» και για μια «επανεκτίμηση της θέσης της Γαλλίας στην Συμμαχία ώστε αυτή να αναλάβει πλήρες ρόλο».
Αυτή την διάθεση της Γαλλίας ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. για την εξωτερική πολιτική Χαβιέ Σολάνα την αντιμετώπισε θετικά και είχε εκφράσει την θέση ότι η επαναπροσέγγιση δεν θα απειλήσει τις προσπάθειες για την επίτευξη μιας πανευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής αλλά θα αποτελεί διπλή νίκη, τόσο για την Γαλλία όσο και για το ΝΑΤΟ.
Ειδικότερα, η γαλλική πολιτική στο μέλλον αναμένεται να καθοριστεί από την υλοποίηση ή μη των σχεδίων Σαρκοζύ, ο οποίος έχει αναθέσει σε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων την «πλήρη ανανέωση χωρίς ταμπού» της εθνικής αμυντικής στρατηγικής και πολιτικής ασφαλείας μέσω της κατάρτισης εντός του 2008 μιας Λευκής Βίβλου. Έχει, όμως, διευκρινίσει ότι η Γαλλία θα διατηρήσει την ανεξάρτητη, αποτρεπτική της στρατηγική. Αυτό σημαίνει ότι θα συνεχίσει να συμμετέχει σε επιχειρήσεις στο εξωτερικό (Αφγανιστάν, Κοσσυφοπέδιο, Λίβανος) διότι το θεωρεί απαραίτητο για το εθνικό της συμφέρον.
Επιπλέον, με την νέα πολιτική της Γαλλίας – όπως έχει καθοριστεί από τον υπουργό Αμύνης Ερβέ Μορίν και τον υπουργό Εξωτερικών Μπερνάρ Κουσνέρ- έχει εκφραστεί σαφώς η βούλησή της να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ που είχαν διαταραχθεί λόγω της αντίθεσης του προέδρου Σιράκ με την εισβολή στο Ιράκ και να τις βοηθήσει να δώσουν μια πολιτική πλέον λύση στην διένεξη.
Επίσης, ο πρόεδρος Σαρκοζύ υποστηρίζει πλέον τις ΗΠΑ και στο θέμα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν καθώς θεωρεί ότι πρέπει να του επιβληθούν κυρώσεις επειδή η απροθυμία της χώρας αυτής να συνεργαστεί με την διεθνή κοινότητα αποτελεί πρωταρχική απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια.
Ως προς την Ρωσία, η θέση της Γαλλίας έναντι της Ρωσίας περιγράφεται με τον όρο «προνομιακή συνεργασία», όπως χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον πρόεδρο Σιράκ το 2003.

2.3 Η παρελκυστική τακτική του Ηνωμένου Βασιλείου
Η Γαλλία και η Μεγ. Βρεττανία έχουν επί δεκαετίες διαφωνίες αναφορικά με την στρατηγική της Ε.Ε. επί της αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η διάσταση διατρέχει ολόκληρη την ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Στα πυρηνικά ζητήματα, η Αγγλία τάσσεται υπέρ μιας ανεξάρτητης πολιτικής για την αποτροπή των πυρηνικών επιθέσεων και την μαρτυρά –όσον αφορά το θέμα μας- η στάση της Αγγλίας έναντι της προσπάθειας δημιουργίας της «Ευρωπαϊκής Ένωσης Άμυνας και Ασφάλειας»: είναι ενδεικτική η αντίδρασή της στην «Πρωτοβουλία των Τεσσάρων» που είχε αναλάβει η Γαλλία πριν την ανάληψη της προεδρίας από τον Σαρκοζύ.
Η στάση της Αγγλίας υπήρξε αμέσως αρνητική. Με την τακτική της, η Αγγλία πέτυχε να εγκαταλειφθεί προσωρινά η λειτουργία ενός ξεχωριστού στρατηγείου της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο διπλωματικός ελιγμός με τον οποίο μπόρεσε η Μεγ. Βρεττανία να ανατρέψει τον σχεδιασμό των 4. Αυτό έγινε εφικτό μέσω της αποδοχής από τον τότε πρωθυπουργό Μπλαιρ της διαρθρωμένης συνεργασίας στον τομέα της άμυνας, κάτι που έδινε την δυνατότητα σε όποιες χώρες μέλη της Ε.Ε. το επιθυμούσαν να προχωρήσουν σε αμυντικές πρωτοβουλίες δίχως την έγκριση των χωρών που δεν θέλουν συμμετάσχουν σε αυτές.
Η Αγγλία, άρα, δεν απέρριψε ευθέως την πρωτοβουλία των 4 αλλά κατάφερε να ακυρώσει προσωρινά έναν βασικό βραχίονά της και, ως αντάλλαγμα, αποδέχθηκε έμμεσα την συγκρότηση του Ευρωστρατού: το Λονδίνο δεσμεύτηκε να συμμετάσχει σε μια ομάδα εργασίας που θα ετοιμάσει σχέδιο ανάπτυξης της ευρωάμυνας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επιχειρησιακή δραστηριότητα του Ευρωστρατού.
Ως προς την αντίδραση των ΗΠΑ σε αυτό το θέμα με δεδομένη την θέληση των Αμερικάνων για την λειτουργία της ασπίδας του ΝΑΤΟ –που ακυρώνει την προσπάθεια πλήρως αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας- η θέση της Αγγλίας ήταν ανέκαθεν ότι ανέμενε συγκεκριμένες προτάσεις εκ μέρους των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων απειλών.
Για την στάση της Αγγλίας έναντι της Ρωσίας, ενδιαφέρον έχει για την μελέτη μας το περιεχόμενο της τοποθέτησης την εποχή της πραγματοποίησης του Κοινού Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας εκ μέρους του τότε πρωθυπουργού Τόνι Μπλαιρ, που αξίζει να παρατεθεί λεπτομερώς: «Η πραγματοποίηση της κοινής συνόδου ΝΑΤΟ - Ρωσίας συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο το πόσο άλλαξε ο κόσμος μας από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η σύνοδος θα βοηθήσει να γίνει πιο ασφαλής ο κόσμος, αφού θα δημιουργηθεί ένα νέο επίπεδο συνεργασίας για την αντιμετώπιση των απειλών του 21ου αιώνα. Η 11η Σεπτεμβρίου θύμισε σε όλους μας ότι, παρά την αλλαγή που επήλθε στις σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αντιμετωπίζουμε επικίνδυνες νέες προκλήσεις. Συνειδητοποιήσαμε ότι το ΝΑΤΟ και η Ρωσία μπορούν να αντιμετωπίσουν τις κοινές αυτές απειλές πιο αποτελεσματικά μέσα από τη συνεργασία και τη διάθεση σε κοινή χρήση των μέσων που ο καθένας διαθέτει» .

3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΚΕΠΠΑ-ΑΣΠΙΔΑΣ

Με βάση την ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η προσπάθεια για την δημιουργία μιας κοινής Ευρωπαϊκής πολιτική ασφάλειας και άμυνας (ΚΕΠΠΑ ή ESDP- European Security and Defence Policy) έλαβε το έναυσμα από τα ισχυρά κράτη της Ε.Ε. Κατόπιν, συμμετείχαν σε αυτήν και τα μικρότερα κράτη ώστε να έχουν λόγο στην εξωτερική πολιτική των ισχυρών και να λάβουν θέση στο διεθνές σύστημα . Τώρα πλέον η ΚΕΠΠΑ εμφανίζει αξιώσεις –μέσα από τις διαδικασίες που περιγράφηκαν- ώστε να διαδραματίσει έναν παγκόσμιο ρόλο.
Στα κράτη της Ε.Ε. τίθεται, ωστόσο, ένα πολύ σημαντικό δίλημμα: Ουσιαστικά, η στήριξη του πυλώνα της ΚΕΠΠΑ ταυτίζεται με την ενίσχυση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ και την αναπότρεπτη και μη-αντιστρέψιμη εγκαθίδρυσή τους ως παγκόσμιας δύναμης. Παράλληλα, τα κράτη του Ευρωπαϊκού «σκληρού πυρήνα» επιθυμούν να δημιουργήσουν μια αντιτιθέμενη συμμαχία ως αντίβαρο εξισορρόπησης αυτής της ισχύος των ΗΠΑ.
Προκύπτει, ωστόσο, το πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα ότι υπάρχει μια εξαιρετική προθυμία των μικρών κρατών της Ε.Ε. να συμμετέχουν σε κοινές επιχειρήσεις της Ε.Ε. και όχι τόσο σε επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ ή των ΗΠΑ. Δεν παρατηρείται, ωστόσο, ύπαρξη κάποιας ιδιαίτερης και συγκεκριμένης πολιτικής από πλευράς των μικρότερων κρατών της Ε.Ε. ή κοινής τους θέσης ως προς την ΚΕΠΠΑ.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί, βεβαίως, ότι δεν υπάρχει και η δυνατότητα σήμερα να συμμετάσχουν επιτυχώς τα κράτη Ε.Ε. –και ιδιαιτέρως τα μικρά- σε ταυτόχρονες επιχειρήσεις του NATO ή των ΗΠΑ και της Ε.Ε. την ίδια στιγμή.
Από την μελέτη του όλου υλικού της εργασίας έχουν προκύψει κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με την στάση των κρατών της Ε.Ε. απέναντι στην κοινή ευρωπαϊκή άμυνα και ιδιαίτερα υπό το φως της συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Το θέμα αφορά άμεσα την ασφάλεια της Ευρώπης αλλά και τις συνιστώσες της ΚΕΠΠΑ και της αντιπυραυλικής ασπίδας του ΝΑΤΟ.
3.1. Η ευρωατλαντική προσέγγιση υπέρ της ΚΕΠΠΑ
Οι χώρες της Βαλτικής και τα κράτη του χώρου Visegrad καθώς και η Δανία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία και η Σλοβενία θεωρούνται ως κράτη που εντάσσονται στον ευρω-ατλαντισμό και επιθυμούν την παραμονή των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Θεωρούν την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ως αδιάσπαστο τμήμα του Δυτικού πολιτισμού ενώ, ταυτόχρονα, επιθυμούν την αποσταθεροποίηση του άξονα Γαλλίας, Γερμανίας, Ρωσίας επειδή δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Εκτελούν τις αποφάσεις στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ και, μάλιστα, ζητούν την ενίσχυσή της, τον καλύτερο συντονισμό και την ενίσχυση του δυναμικού της.
Για τους ευρω-ατλαντιστές το ζητούμενο είναι μια ομοσπονδιακή, φιλοατλαντική Ευρώπη όπου ακόμα και μια συμβολική συμμετοχή στην ΚΕΠΠΑ θα αποτελούσε μια θεωρητική ευκαιρία να επηρεάζουν τις αποφάσεις που λαμβάνονται εντός της σφαίρας αυτής. Πρωταρχικός τους, όπως, εγγυητής της ασφάλειας είναι το ΝΑΤΟ και η συμμετοχή σε επιχειρήσεις των ΗΠΑ.
Και εδώ, ωστόσο, διακρίνονται διάφορες ομάδες κρατών:
α) τα «παραδοσιακά» ευρω-ατλαντικά κράτη, που δεν συμμετέχουν με προθυμία στις κοινές επιχειρήσεις της Ε.Ε. και που είναι αρνητικά απέναντι στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής διάστασης. Τα κράτη αυτά, με πιο χαρακτηριστικό εκπρόσωπο την Δανία, θεωρούν ότι οι στρατιωτικές πτυχές της άμυνας της Ευρώπης ανήκουν αποκλειστικά στο ΝΑΤΟ. Στο πολιτικό πλάνο, δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην πολιτική ένωση της Ευρώπης παρά μόνο στην οικονομική συνεργασία.
β) Υπάρχουν, όμως, και τα «σκεπτικιστικά» ευρω-ατλαντικά κράτη, όπου κυρίως εντάσσονται οι χώρες της Βαλτικής που έχουν σχέση συνάφειας με την Δανία και για ιστορικούς λόγους έχουν ταχθεί, επίσης, υπέρ της θέασης των τεκταινομένων από ατλαντική σκοπιά. Είχαν υποστηριχτεί από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ χάριν της ανάσχεσης της Ρωσίας και είχαν θέσει ως πάγιο σκοπό της εξωτερικής τους πολιτικής την ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Οπότε, προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτά τα κράτη δεν επιθυμούν την επιτυχία της ΚΕΠΠΑ διότι, στην περίπτωση αυτή, θα αυξάνονταν οι εξωτερικές πιέσεις από την επιρροή της Ρωσίας. Ακολουθούν, επομένως, μια μέση οδό και θεωρούν ότι η ΚΕΠΠΑ πρέπει να εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διατλαντικών σχέσεων, όπου οι πράξεις της Ε.Ε. θα πρέπει να αξιοποιούνται συμπληρωματικά με αυτές του ΝΑΤΟ. Τάσσονται, λοιπόν, υπέρ της ενίσχυσης και του καλύτερου συντονισμού της διατλαντικής συνεργασίας υπό τον όρο ότι δεν θα δημιουργηθούν νέες στρατιωτικές δυνάμεις για την άμυνα της Ευρώπης. Και τα κράτη Visegrad θεωρούν, επίσης, ότι το ΝΑΤΟ είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που εγγυάται την ασφάλειά τους, δίχως να εξετάζουν ως αντίφαση την ενίσχυση της συνεισφοράς τους προς την Ε.Ε. Τόσο η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Τσεχία και η Σλοβακία υποβοηθούν και στηρίζουν τον πυλώνα της ΚΕΠΠΑ για λόγους εδαφικής προστασίας.
Γενικότερα στην στρατηγική των «σκεπτικιστικών» αυτών κρατών, το συλλογικό δόγμα ασφαλείας του ΝΑΤΟ εκλαμβάνεται ως μια εξελικτική διαδικασία που έχει σκοπό την ενίσχυση της ΚΕΠΠΑ.
γ) Μια ακόμα κατηγορία συνιστούν τα «ευκαιριακά» ευρω-ατλαντικά κράτη, αυτά που επισήμως θέτουν το ΝΑΤΟ ως την πρώτη τους προτεραιότητα, στηρίζονται πρακτικώς στον πυλώνα της ΚΕΠΠΑ ως μια δομή συμπληρωματική και όχι εναλλακτική στο ΝΑΤΟ αλλά απέχουν εν γένει από τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Χαρακτηρίζονται από μια ευδιάκριτη και μακροχρόνια στήριξη προς τις ΗΠΑ δίχως, ωστόσο, να προσφέρουν εμφανώς μεγάλη βοήθεια ενώ, ταυτόχρονα, στηρίζουν και τις πρωτοβουλίες της Ε.Ε. στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας. Στην κατηγορία αυτή, για πολιτικούς κυρίως λόγους που σχετίζονται με την διατήρηση εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών, εντάσσονται Πορτογαλία, Ελλάδα και Σλοβενία.

3.2.Η «ουδέτερη» και η φεντεραλιστική προσέγγιση της ΚΕΠΠΑ

Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλα στρατόπεδα στην Ευρώπη για το ζήτημα της ΚΕΠΠΑ.
Κατ’ αρχάς, η ομάδα των «ουδετέρων» κρατών: τα «ουδέτερα» κράτη –όπως η Ιρλανδία, η Αυστρία, η Σουηδία, η Φινλανδία και η Μάλτα- είναι αυτά που, αν και δεν ακολουθούν στην σύγχρονη εποχή την ίδια ουδέτερη πολιτική όπως παλαιότερα, ωστόσο έχουν αναθεωρήσει την στάση τους ως εξής: δεν συμμετέχουν σε συμμαχίες διότι είναι οικονομικώς ισχυρά και, επίσης, επιδεικνύουν ευελιξία στα εξωτερικά τους θέματα, κάτι που χρησιμεύει ως ένα μέσο πολιτικής και εντοπίζεται στην τήρηση ισορροπιών μεταξύ Ε.Ε. και ΝΑΤΟ.
Έτσι, από την προηγούμενη δεκαετία άρχισαν να συμμετέχουν στην ΔΕΕ και στο πρόγραμμα «Συνεργασία για την Ειρήνη» του ΝΑΤΟ και κατόπιν εντάχθηκαν στο δόγμα συλλογικής ασφαλείας χωρίς, σημειωτέον, να έχουν σημαντικές υποχρεώσεις στον στρατιωτικό τομέα. Η στρατηγική συνένωσης των προσπαθειών τους που ακολουθούν αυτά τα «ουδέτερα» κράτη είναι η λεγόμενη «φινλανδοποίηση», όρος δανεισμένος ιστορικά από την γεωπολιτική και που συμβολίζει τις συνεργασίες «τύπου Ελσίνκι».
Κατά δεύτερο λόγο, υπάρχουν τα φεντεραλιστικά, φιλο-ευρωπαϊκά κράτη που επιθυμούν σχέσεις με τις χώρες του «σκληρού πυρήνα» -ιδίως Γαλλία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο- αλλά όχι με τις ΗΠΑ. Είναι, λοιπόν, αντι-ατλαντικά, δεν επιθυμούν την συνέχεια της ατλαντικής συνεργασίας (με την έννοια της εξάρτησης από τις ΗΠΑ) αλλά την στρατηγική ανεξαρτησία της Ευρώπης. Το κίνημα του φεντεραλισμού θέλει τις βάσεις της Ε.Ε. να τεθούν επάνω στον ιδρυτικό της πυρήνα με προεξάρχουσες την Γαλλία και την Γερμανία.

4. Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΑΣΠΙΔΑΣ ΤΟΥ ΝΑΤΟ

Ύστερα από την ανάλυση των προσεγγίσεων της ΚΕΠΠΑ και του αμερικανικού σχεδίου για την αντιπυραυλική άμυνα της Ευρώπης εκ μέρους των μεγάλων και μικρότερων κρατών της Ε.Ε., μπορεί να γίνει μια συνολική εκτίμηση (σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία που προέκυψαν από την διερεύνηση της ειδησεογραφίας και των γνωστών θέσεων των επιμέρους κρατών) ότι οι χώρες που υποστηρίζουν πιο ένθερμα το σχέδιο για την εγκατάσταση και λειτουργία της αντιπυραυλικής ασπίδας του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη είναι η Αγγλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ουγγαρία, η Πολωνία ενώ κριτική στάση τηρούν Γερμανία και Γαλλία.
Αρχικά, τα κράτη της Ε.Ε. δεν είχαν πειστεί από την επιχειρηματολογία των ΗΠΑ ότι αντιμετωπίζουν μια νέα πραγματικότητα. Εξάλλου, υπήρχε μεγάλη αβεβαιότητα για την οριστικοποίηση του αμερικανικού σχεδίου.
Πρέπει να καταγραφεί ότι οι ενημερώσεις των αμερικανών διπλωματών αλλά και του υψηλότερου κλιμακίου της κυβέρνησης των ΗΠΑ –με επικεφαλής τον πρόεδρο Μπους- ήταν συνεχείς προς τους Ευρωπαίους συμμάχους τους και οι επισκέψεις αλλεπάλληλες. Η επιτυχία των ΗΠΑ ήταν ότι παρουσίασαν την αντιπυραυλική άμυνα ως μια επιπρόσθετη εγγύηση προς τους συμμάχους τους.
Αυτό που οι ΗΠΑ κράδαιναν από την πλευρά τους ήταν το γεγονός ότι οι πύραυλοι που κατασκευάζονται στην Ασία και στην Μέση Ανατολή αποκτούν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα όταν ενισχυθούν με πυρηνικές, χημικές ή βιολογικές κεφαλές.
Η θέση της Ευρώπης ήταν, σε συνολικές γραμμές, ότι αν γινόταν η εγκατάσταση της αντι-πυραυλικής ασπίδας, θα έπρεπε τουλάχιστον να είναι λειτουργική.
Ταυτόχρονα, το σχέδιο των ΗΠΑ έπασχε από έλλειψη διαφάνειας και εκλαμβανόταν ως προκαταρκτικό καθώς δεν είχε επιβεβαιωθεί η δέσμευσή τους σε μια οριστική αρχιτεκτονική για την αμυντική θωράκιση της Ευρώπης. Αυτός ο παράγοντας έκανε τα περισσότερα κράτη της Ε.Ε. επιφυλακτικά.
Η κύρια ανησυχία στην Ε.Ε. ήταν και είναι ότι η αντι-βαλλιστική στρατηγική των ΗΠΑ θα επιφέρει αλλαγές επί το δυσμενέστερον στις σχέσεις της Ρωσίας με τις χώρες της ευρω-ατλαντικής συνεργασίας και θα δυσκολέψει την προσπάθεια της Ευρώπης να προστατεύσει την ευρωπαϊκή ασφάλεια και τα ενεργειακά συμφέροντα στην σφαίρα επιρροής της Ρωσίας.
Η. Ε.Ε. ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει μια λειτουργική επικοινωνία μεταξύ των κρατών της Κεντρικής Ευρώπης και των κρατών της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης και των δημοκρατιών του Καυκάσου. Το πρόβλημα που καλείται να επιλύσει η Ε.Ε. είναι πώς να ενισχύσει μια βαθμιαία ένταξη των κρατών του Νοτίου Καυκάσου εντός του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. ενώ, ταυτόχρονα, να πρέπει να διατηρήσει και τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με την Ρωσία. Ο στόχος αυτός φαίνεται, πράγματι, δύσκολο να επιτευχθεί στο ακέραιο.
Η Ε.Ε. γνωρίζει πολύ καλά τον ζωτικό ρόλο της Κασπίας θάλασσας. Δεν είναι μόνο ο ρόλος της ως περιοχής αυτής ως πλούσιας πετρελαϊκά που ενδιαφέρει την Ευρώπη αλλά και η γειτνίαση με το Ιράν, κάτι που σημαίνει ότι ο έλεγχός της είναι σημαντικός για την ασφάλεια. Η σημασία της ευρύτερης επικράτειας γύρω από την Μαύρη Θάλασσα διευρύνθηκε λόγω της ένταξης της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στην Ε.Ε. και, έτσι, η ευρωπαϊκή γεωπολιτική ασφαλείας μετακινήθηκε εκ νέου. Είναι αυτή, ακριβώς, η περιοχή που συνδέει την Ρουμανία με την Γεωργία και ο δεσμός εξακολουθεί, προς την Κασπία αυτή την φορά. Με την Κασπία και την περιοχή της –Καζακστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν- επιχειρείται εκ μέρους Ε.Ε. η διάνοιξη διαδρόμου προς την Κεντρική Ευρώπη και την Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη.
Τα συμφέροντα που έχουν επενδυθεί ενεργειακά, στρατιωτικά και στρατηγικά καθιστούν την περιοχή καταλυτικό παράγοντα ως προς την ευρω-ατλαντική ένταση και τις τριβές με την Μόσχα.
Για τον σκοπό αυτό, κρίνεται θετικό ότι η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία έχουν αποφύγει να ασκήσουν κριτική στην Ρωσία για την στάση της στην Τσετσενία και για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της. Δεν έχουν μεταβάλλει στάση έναντι του προέδρου Πούτιν και συνεχίζουν να επιζητούν την συνεργασία με την Ρωσία.
Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, τελικά καταλήγουμε στην εκτίμηση ότι κανένα κράτος της Ε.Ε. δεν θα διαφωνήσει με το σχέδιο αμυντικής θωράκισης εφόσον η Ρωσία και οι ΗΠΑ συμφωνήσουν επί ενός κοινού πλαισίου.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Το κύριο θέμα της μελέτης αυτής –όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή- είναι η διερεύνηση των διατλαντικών σχέσεων ασφαλείας με παράδειγμα τις σχέσεις προς την Ρωσία, ένα θέμα που προσφέρεται τόσο στο πεδίο των διεθνών σχέσεων όσο και στο πεδίο της ευρωπαϊκής και εξωτερικής πολιτικής αλλά και της άμυνας για να αποτελέσει «υπόθεση εργασίας» για την άντληση συμπερασμάτων ως προς τον διατλαντικό δεσμό ΗΠΑ-Ε.Ε. στον 21ο αιώνα.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια αναλυτικότερη παρουσίαση των ρωσικών θέσεων έναντι της αμυντικής ασπίδας του ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι η θέση της έχει άμεση διασύνδεση με την πολιτική των κρατών της Ε.Ε., αλλά και των προσεγγίσεων που έχουν απέναντι στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ.
Επιπλέον, στο κεφάλαιο αυτό περιέχεται και η αντίδραση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ έναντι της ρωσικής στρατηγικής, η οποία έχει διέλθει από το αρχικό στάδιο συνεργασίας της με το Κοινό Συμβούλιο με το ΝΑΤΟ μετά το 2002 αλλά και –κατόπιν- παρελκυστικής τακτικής και αναβλητισμού της αλλά και από τις φάσεις μη ένταξης στον Π.Ο.Ε., απόρριψης της ανανέωσης του Συμφώνου Συνεργασίας με την Ε.Ε. το 2007 και μη-ανανέωσης της Συνθήκης για την μείωση των συμβατικών όπλων CFE (κάτι που επισημοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2007 με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας).
Οι εξελίξεις αυτές είχαν δρομολογηθεί ουσιαστικά από τον Απριλίο του 2007, όταν ο πρόεδρος της Ρωσίας ανακοίνωσε επισήμως εκ μέρους της χώρας του το πάγωμα της Συμφωνίας FCE για την μείωση των συμβατικών όπλων στην Ευρώπη. Εξάλλου, προειδοποίησε ότι εάν δεν παρατηρηθεί πρόοδος η Ρωσία θα αποσυρθεί πλήρως από την Συνθήκη . Εκείνο που είναι εξαιρετικά σημαντικό για την μελέτη μας είναι το πρόσχημα που χρησιμοποίησε, κάνοντας επίκληση στις «εξαιρετικές συνθήκες που επηρεάζουν την ασφάλεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας και απαιτούν την λήψη άμεσων μέτρων».
Ο Πούτιν, μιλώντας στην Ρωσική Δούμα, ανέφερε ότι «θα ήταν καλύτερο η Ρωσία να κηρύξει μορατόριουμ στην εφαρμογή της Συνθήκης αυτής σε οποιανδήποτε περίπτωση και να μην εμμείνει η Ρωσία στην Συμφωνία έως ότου αυτή να επικυρωθεί από όλες τις χώρες του κόσμου και όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ χωρίς καμία εξαίρεση και να αρχίσουν την κατά γράμμα εφαρμογή της. Οι σύμμαχοί μας –το λιγότερο- δεν φέρονται ορθά που αποκομίζουν μονόπλευρα πλεονεκτήματα. Εκμεταλλεύονται την περιπεπλεγμένη κατάσταση για να επεκτείνουν τις στρατιωτικές τους βάσεις κοντά στα σύνορά μας».
Την επόμενη ημέρα, σε συνάντησή του με τον πρόεδρο της Τσεχίας, ο πρόεδρος Πούτιν ανέφερε, επιπλέον: «Το σχέδιο των ΗΠΑ δεν είναι απλώς ένα αμυντικό σύστημα, είναι ένα τμήμα του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου. Για πρώτη φορά στην ιστορία, συστήματα του αμερικανικού στρατηγικού πυρηνικού συμπλέγματος εμφανίζονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο και πολλαπλασιάζουν τους κινδύνους μιας αμοιβαίας καταστροφής» .
Για την πρώτη πτυχή σύγκρουσης ως προς την επικύρωση της Συνθήκης για τα Συμβατικά Όπλα από τα μέλη του ΝΑΤΟ, η Ρωσία θεωρεί πως το θέμα δεν συνδέεται με την παραμονή της στην Γεωργία και στην Μολδαβία: ο πρόεδρος Πούτιν αφενός ανακοίνωσε ότι συνεχίζει να αποσύρει σταδιακά στρατεύματα από την Γεωργία αλλά, παράλληλα, θεωρεί ότι θα αποτελούσε «αναχρονισμό» ο εξαναγκασμός της Ρωσίας να διατηρεί στρατεύματα μόνο εντός των συνόρων της (και, για να κάνει πιο εντυπωσιακό το επιχείρημά του, καλεί να φανταστεί κανείς κάτι παρόμοιο με τις ΗΠΑ).
Αφετέρου, για την δεύτερη πηγή σύγκρουσης, η Ρωσία δέχεται την εγκατάσταση αμερικανικών στρατευμάτων μόνο στην Ρουμανία και στην Βουλγαρία: ήδη εκεί έχουν εγκατασταθεί κινητές μονάδες του ΝΑΤΟ με 1500 στρατιώτες. Η Ρωσία θεωρεί –αν και οι δύο χώρες εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε.- ότι αυτές εξακολουθούν να βρίσκονται στην δική της σφαίρα επιρροής.
Ουσιαστικά, λοιπόν, αυτές οι ανακοινώσεις του προέδρου της Ρωσίας αποτελούν μια διαπραγματευτική τακτική και σηματοδοτούν την λήψη ενός αντί-μετρου εκ μέρους της Ρωσίας προς τα μέλη του ΝΑΤΟ: δεν επικυρώνετε εσείς την συμφωνία, άρα δεν την επικυρώνουμε κι εμείς . Οπότε, οι δύο πλευρές έρχονται σε ίση μοίρα και, επιπλέον, τίθεται και θέμα ολοκληρωτικής απόρριψης της Συνθήκης για τα συμβατικά όπλα, η οποία τότε θα βρεθεί εντελώς μετέωρη.

1. Η στρατηγική αντίληψη του Κρεμλίνου για τις σχέσεις με Ε.Ε.-ΗΠΑ

Λόγω της διάλυσης της ΕΣΣΔ μετά την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ αλλά και της πρωτοκαθεδρίας της στο πεδίο της τεχνογνωσίας αυτού του είδους –που διεφάνη με την μαζική έξοδο πυρηνικών επιστημόνων αλλά και παράνομων οπλικών συστημάτων από την χώρα, η Ρωσία είναι ο «συνήθης ύποπτος» για τέτοιου είδους πράξεις και η Ε.Ε. ο πρώτος επαπειλούμενος στόχος, του οποίου την προστασία έχουν αναλάβει οι ΗΠΑ.
Μετά την 11/9, όπως είδαμε –και εδώ εκδηλώνεται ανοιχτά η διαφωνία της Ε.Ε. με την αμερικανική εξωτερική πολιτική- οι ΗΠΑ εγκαινίασαν μια πολιτική θεώρηση που αντιμετώπιζε πλέον –πέρα από τα άτομα- και τα κράτη ως εν δυνάμει τρομοκράτες.
Η πυραυλική άμυνα, επομένως, σε συνδυασμό με τον κίνδυνο διασποράς των Συμβατικών και των Πυρηνικών όπλων αποτελεί, πραγματικά, ένα πεδίο όπου διασταυρώνεται το θέμα της ασφάλειας και της τρομοκρατίας με την καρδιά των ευρωατλαντικών σχέσεων -και εμπλέκει τόσο το ΝΑΤΟ όσο και την Ρωσία. Στο επίκεντρο της σημερινής διένεξης –που θα μας απασχολήσει ακολούθως ως υπόθεση εργασίας- βρίσκεται η διαφαινόμενη διάθεση της Ρωσίας να αμφισβητήσει την ισχύουσα διπλωματική τάξη πραγμάτων.
Η Ρωσία βλέπει ότι το ΝΑΤΟ εξελίσσεται σε μια παγκόσμια στρατιωτική συμμαχία και αντιδρά κυρίως επειδή αισθάνεται ότι περικυκλώνεται από το ΝΑΤΟ. Η Ρωσία θεωρεί ότι αν τεθεί σε ισχύ και λειτουργία το αντι-βαλλιστικό σύστημα του ΝΑΤΟ, αυτό θα είναι αναπόσπαστο τμήμα (και θα ισοδυναμεί με πλήρη ενεργοποίηση) και του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ.
Η οπτική Πούτιν –όπως απορρέει από την μελέτη της βιβλιογραφίας και τηα αρθρογραφίας που είχαμε στην διάθεσή μας- μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε, οι λόγοι που το ΝΑΤΟ τασσόταν κατά της Ρωσίας δεν υπάρχουν πλέον, η Ρωσία ενστερνίζεται σε γενικές γραμμές την πρακτική των ΗΠΑ και, άρα, το ΝΑΤΟ δεν μπορεί πλέον να έχει έναν ρόλο αποκλειστικού εργαλείου των ΗΠΑ –πρέπει και η Ρωσία να αποκτήσει λόγο .
Ο πρόεδρος της Ρωσίας καλύπτει αυτή την επιδίωξή του με μια ρητορική που βλέπει την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς ως «πρόκληση», που θεωρεί ως «εθνική ταπείνωση» την πολιτική της δεκαετίας του ΄90 και που θέτει τον μεγαλεπήβολο στόχο να αναδείξει την Ρωσία σε μια από τις 10 πιο ισχυρές οικονομίες του κόσμου.
Στο επίπεδο της άσκησης πολιτικής ισχύος, εξάλλου, είναι σαφές ότι η κίνηση του προέδρου Πούτιν (που σε συμβολικό επίπεδο συνέπεσε με τον θάνατο του πρώην προέδρου Γιέλτσιν) είναι ένα σημάδι ότι η Ρωσία είναι σήμερα πολύ πιο ισχυρή για να διεκδικεί ισότιμη διαπραγματευτική θέση με τις ΗΠΑ έναντι του 1990, όταν υπό το βάρος της διάλυσης της ΕΣΣΔ είχε βρεθεί σε αδυναμία, με αποτέλεσμα τότε ο Γιέλτσιν να υπογράψει συμφωνίες με επαχθείς όρους (και, μεταξύ αυτών, και την Συνθήκη για την μείωση των Συμβατικών όπλων).
Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος της Ρωσίας αντιστρέφει το επιχείρημα της Δύσης ότι αυτός κηρύσσει την επιστροφή στον Ψυχρό Πόλεμο και κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι χρησιμοποιούν ψυχολογικό πόλεμο και ψυχροπολεμικές τακτικές εκβιασμού για να πείσουν την Ευρώπη να δεχθεί την εγκατάσταση τμημάτων του συστήματος πυραυλικής άμυνας.
Το συμπέρασμα είναι ότι η Ρωσία θεωρεί εαυτήν ως την νόμιμη διάδοχο της Ε.Σ.Σ.Δ. ως προς την ευθύνη για την εκπλήρωση των διεθνών της υποχρεώσεων. Αυτό που η Ρωσία επιδιώκει είναι να συζητά το ΝΑΤΟ –σε στενή συνεργασία μαζί της – όλα τα μείζονος σημασίας θέματα ώστε να αναβαθμιστεί η θέση της και να ανέλθει de facto σε θέση ισότιμη με τα κράτη που ήδη ανήκουν σε αυτό. Σκοπός της είναι να έχει και αυτή λόγο, να μπορεί να υποβάλει προτάσεις, να διαπραγματεύεται και να συμμετέχει στις συζητήσεις –από κοινού με την Ε.Ε.- για τα θέματα υψηλής στρατηγικής.
Ένα ακόμη καίριο πρόβλημα που υπάρχει στην όλη ανάλυση των σχέσεων της Ρωσίας με την Ε.Ε. είναι ότι ακριβώς αυτός ο διχασμός εντός της Ε.Ε. σε κράτη της Παλαιάς και της Νέας Ευρώπης –ρήγμα που προκλήθηκε με ενέργειες του πρώην υπουργού Αμύνης των ΗΠΑ- έχει αντίκτυπο στην ίδια την Ρωσία, η οποία θεωρεί ότι εντός της Ε.Ε. υπάρχουν κράτη με καθεστώτα που λειτουργούν ως «δούρειος ίππος» των ΗΠΑ σε κράτη είτε εντός της Ε.Ε. (Πολωνία, Λιθουανία, Εσθονία, Λεττονία) είτε στον περιρρέοντα χώρο (Γεωργία, Ουκρανία).
Από γεωστρατηγική άποψη, πάλι, το Κρεμλίνο λαμβάνει υπόψιν του ότι το δόγμα Μπους κατέταξε τον χώρο της πρώην ΕΣΣΔ ως κύριο μέτωπο του, χαρακτηρίζοντας την περιοχή ως «ευρεία αψίδα αστάθειας, εκτεινόμενη από την Μέση Ανατολή στην Βορειοανατολική Ασία όπου υπάρχει ένα ασταθές μείγμα αναδυόμενων και καταρρεουσών δυνάμεων».
Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια την αναδιάταξη σε πλανητικό επίπεδο της άμυνας των ΗΠΑ με στόχο την απόκτηση του στρατηγικού ελέγχου αυτής της αψίδας μέσω διεύρυνσης της εκεί στρατιωτικής παρουσίας. Για την Ρωσία, όμως, η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν πραγματικά προβλήματα στην Μέση Ανατολή, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στο Ιράν που, όμως, την επίλυσή τους εμποδίζουν οι «φανταστικές απειλές» στις οποίες αναφέρονται οι ΗΠΑ.
Άρα, η αντίθεση της Ρωσίας προς τις ΗΠΑ στοχεύει στην παρεμπόδιση της λήψης των αποφάσεων με «αυτοκρατορική» μονομέρειας από την πλευρά των ΗΠΑ. Επιθυμεί να ασκήσει και αυτή στο διεθνές πεδίο μια πολιτική ισχύος (όχι τόσο επειδή διαφωνεί η ρωσική κυβέρνηση θεμελιωδώς με την στρατηγική των ΗΠΑ αλλά μάλλον για να λάβει η ίδια καλύτερη διαπραγματευτική θέση στην διανομή των συμφερόντων, να επιτύχει οικονομικές συμφωνίες και να συμμετάσχει με καλύτερους όρους στο σύστημα.
Οι επιλογές του Κρεμλίνου φαίνεται να αποτελούν τακτικές κινήσεις στην διπλωματική κονίστρα παρά κλιμάκωση της κρίσης επί του ζητήματος της αντιπυραυλικής ασπίδας. Απ’ ό,τι έχει φανεί έως τώρα, η Ρωσία χρησιμοποιεί πρωτίστως την οικονομία, το εμπόριο και την ενέργεια ως μοχλούς πίεσης έναντι της Ε.Ε. και για τον λόγο αυτό αρνήθηκε να ανανεώσει την εμπιστοσύνη της προς το Κοινό Συμβούλιο με την Ε.Ε.
Είναι σημαντική, πάντως, η δημόσια τοποθέτηση του προέδρου της Ρωσίας περί «ασύμμετρης αντίδρασης» .
Αναφορικά με τις εκτιμήσεις περί της ύπαρξης ρωσικής απειλής προς την Ευρώπη, όμως, θεωρείται ότι αυτή η έκφραση -που εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης επιθετικής του ρητορικής- έγινε για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης –και οι διπλωμάτες των υπολοίπων κρατών το γνωρίζουν αυτό. Η ρητορική του προέδρου Πούτιν εντάσσεται, άρα, σε μια προσπάθεια τόνωσης του πατριωτικού, «εθνικιστικού» συναισθήματος των Ρώσων ενόψει των επικείμενων εκλογών του 2008 που θα σημάνουν πιθανόν την μετάβασή του στην πρωθυπουργία.
Η συγκυρία –ενόψει και της βέβαιης αποχώρησης Μπους από την προεδρία των ΗΠΑ- του δίνει αυτοπεποίθηση ότι θα μπορέσει να αυξήσει το γόητρο της Ρωσίας διεθνώς και, ενδεχομένως, να βελτιώσει τις σχέσεις του πολυεπίπεδα, τόσο με την Ε.Ε. όσο και με το ΝΑΤΟ. Επιθυμεί να καταστήσει μόνιμη και όχι περιστασιακή την στρατηγική ισχύ της Ρωσίας και για τον λόγο αυτό επιδιώκει να αναλάβει ίσο ρόλο με τις ΗΠΑ σε νευραλγικές περιοχές ανά τον κόσμο. Ειδικά για τα θέματα της διεθνούς τρομοκρατίας, η βασική αξίωση Πούτιν φαίνεται πως είναι να υπάρχει άμεση συμμετοχή της Ρωσίας στην διαπραγμάτευση για την λήψη αποφάσεων.
Από την άλλη πλευρά (και όσον αφορά το συνολικό πλαίσιο της εργασίας που αφορά τις σχέσεις ασφαλείας στο τρίγωνο ΗΠΑ-ΕΕ-Ρωσία που διαπερνά η απειλή της τρομοκρατίας) τίθεται σαφώς ζήτημα εκμετάλλευσης των διατάξεων από τον πρόεδρο Πούτιν για να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει στο εσωτερικό της χώρας του για να στηρίξει την εξουσία του.
Απ’ ό,τι φαίνεται, τελικά δεν διαφέρουν σημαντικά στην πρακτική τους οι ΗΠΑ και η Ρωσία –και αυτό μαρτυρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Πούτιν καταγγέλλει την μονόπλευρη ανάληψη δράσης από τις ΗΠΑ (ίσως με την έννοια ότι η όλη επαναδιαπραγμάτευση που επιχειρεί στοχεύει στην συμμετοχή και της Ρωσίας πλέον στο στρατηγικό παίγνιο και ότι θέλει να συμμετάσχει και ο ίδιος στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας ενεργητικότερα).
Το καίριο ερώτημα είναι, επ΄αυτού, πώς θα μπορέσει να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ δίχως από την πλευρά του να προβεί σε προκλητικές κινήσεις ή να εισάγει αυτός στην ατζέντα τα προβλήματα της Ρωσίας με τις χώρες που το Κρεμλίνο θεωρεί ως αρνητικά διακείμενες εναντίον του.
Ο πρόεδρος Πούτιν επιθυμεί να δημιουργήσει την «Νέα Ρωσία» και από την εκπλήρωση αυτού του στρατηγικού του στόχου εξαρτά την βελτίωση των σχέσεων της χώρας του με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ. Έχει επίγνωση της αρνητικής εικόνας που έχουν δημιουργήσει οι ΗΠΑ εξαιτίας της εξωτερικής τους πολιτικής και αξιοποιεί στο έπακρο τις εντάσεις που πάλι οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν δημιουργήσει στην Ευρώπη, με τον διαχωρισμό της σε Δυτική/Παλαιά ή Ανατολική/Νέα (κατά Ράμσφελντ).
Η Ρωσία επιθυμεί, ταυτόχρονα, να εκμεταλλευτεί την διαίρεση μεταξύ της πλευράς των ΗΠΑ, της Μεγ. Βρεττανίας και της «Νέας Ευρώπης» και της πλευράς της Γαλλίας, της Γερμανίας και της «Παλαιάς Ευρώπης». Βλέπει τον εαυτό της ως έναν παίκτη που αποτελεί εξισορροπητικό παράγοντα και διαμεσολαβητή στο ισοζύγιο ισχύος.
Η τελευταία του τοποθέτηση τον μήνα Μάιο στην Διάσκεψη Ε.Ε.- Ρωσίας είναι αρκετά εύγλωττη και συνοψίζει την ουσία των απόψεών του: «Η κατάσταση στην Ρωσία άλλαξε ριζικά σε σχέση με την δεκαετία του 1990, κυρίως επειδή αυξήθηκε το οικονομικό της δυναμικό και, άρα, εμείς πρέπει να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας». Λίγες ημέρες αργότερα, ο πρόεδρος Πούτιν δήλωνε: «Δόξα τω Θεώ, δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ Ρωσίας και Ε.Ε. Υπάρχουν διαφορές απόψεων αλλά και οι δύο πλευρές έχουμε επιθυμία να τις λύσουμε»
Στην κατεύθυνση αυτή, η νέα πολιτική του προέδρου Πούτιν είναι να μην υποστηρίζει την επισημοποίηση των σχέσεων μεταξύ των οργάνων της Ρωσίας και της Ε.Ε., κάτι που πάλι τις ΗΠΑ ωφελεί μακροπρόθεσμα. Σε αυτή την πολιτική εντάσσεται, όπως είδαμε, και ο διπλωματικός «εκβιασμός» που επιχείρησε στην 19η Διάσκεψη Ε.Ε.- Ρωσίας μέσω της απόρριψης της υπογραφής του νέου συμφώνου συνεργασίας.
Βασικός σκοπός, επομένως, της Ρωσίας είναι να εισχωρήσει στα πλαίσια του διεξαγόμενου διατλαντικού διαλόγου μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. και να διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο αναφοράς, με την δική της ισχυρή παρουσία, για τα ζητήματα της προστασίας από οπλικές επιθέσεις κατ΄αρχάς και για άλλες πτυχές των εκατέρωθεν σχέσεων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού στην συνέχεια.
Είναι, επομένως, σαφές από την ανάλυσή μας ότι η Ρωσία διέβλεψε την πρόκληση που υπήρχε εν δυνάμει λόγω της ύπαρξης χάσματος στα ευρωατλαντικά ζητήματα και το εκμεταλλεύθηκε προκειμένου να κερδίσει ισχύ στο διπλωματικό πεδίο. Όσον αφορά τα σημεία τοποθέτησης της αμυντικής ασπίδας, η Μόσχα αντιδρά λόγω της γειτνίασης με την Πολωνία και την Τσεχία, τις οποίες φοβάται ότι θα χάσει από την σφαίρα επιρροής της -και η εκτίμηση αυτή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να δεχόταν η Ρωσία ασμένως την τοποθέτηση της ασπίδας αν μεταφερόταν π.χ. η ζώνη άμυνας της Ευρώπης στην Αγγλία ή στην Τουρκία, οπότε θα διευκολυνόταν και η δική της συμμετοχή.

1. 1. Οι εκτιμήσεις στο εσωτερικό της ρωσικής κυβέρνησης

Στον εσωτερικό κύκλο της ομάδας Πούτιν στο Κρεμλίνο –και ιδιαίτερα ενόψει της μελλοντικής αναδιάταξης των σχέσεων εντός της ρωσικής κυβέρνησης- έχουν ενδιαφέρον οι τοποθετήσεις του διδύμου Ιβανόφ-Λαβρόφ που αναμένεται και στο μέλλον να επηρεάσει την διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας: ο αντιπρόεδρος της ρωσικής κυβέρνησης Σεργκέϊ Ιβανόφ απέρριψε μια συνεργασία με τις ΗΠΑ στα συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας με την φράση «αυτό το αντιπυραυλικό σύστημα έχει έναν χαρακτήρα χίμαιρας» ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέϊ Λαβρόφ –από τον οποίο ήθελε εξηγήσεις, όπως είδαμε ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ- επιβεβαίωσε ότι η Μόσχα θα τηρήσει «μορατόριουμ» για την εφαρμογή της Συνθήκης, διότι «το σχέδιο των ΗΠΑ υποτιμά τόσο το ΝΑΤΟ όσο και την Ε.Ε.» ενώ, αντίθετα, «η Ρωσία επιθυμεί να διαφυλάξει τον διατλαντικό δεσμό».
Αν κανείς δεν βρίσκει επαρκείς αυτές τις εξηγήσεις Λαβρόφ μετά από το διάγγελμα Πούτιν, πρέπει να ανατρέξει σε παλαιότερες τοποθετήσεις του στον Τύπο μετά την Διάσκεψη του Μονάχου, όπου είχε και αυτός ζητήσει από τις ΗΠΑ να γίνει μια «ειλικρινής και δημόσια συζήτηση και όχι πίσω από κλειστές πόρτες» για να λυθούν τα προβλήματα. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας είχε προπαρασκευάσει το έδαφος και είχε αφήσει να διαφανεί ότι η Ρωσία θα απαντήσει στα σχέδια των ΗΠΑ αλλά δεν προτίθεται να ξεκινήσει έναν ανταγωνισμό εξοπλισμών διότι «μια πολιτική ισχύος δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί διαφορετικά παρά ως μια προσπάθεια επιστροφής στο παρελθόν».
Σημαντικό είναι, επίσης, και το περιεχόμενο της επίσημης τοποθέτησης του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας μετά το Μόναχο, όπου αναφέρονταν κάποια πολύ σοβαρά σημεία, όπως η έκκληση προς τις ΗΠΑ «να δώσουν οι ΗΠΑ μεγαλύτερη προσοχή στο πρόγραμμα ανάπτυξης πυραυλικής ασπίδας, αποφεύγοντας τον αποσταθεροποιητικό ανταγωνισμό στο πεδίο των αμυντικών στρατηγικών εξοπλισμών». Στην ίδια ανακοίνωση, το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας επεσήμανε ότι «ακολουθεί την γραμμή που υιοθέτησε μετά τη μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από την αντιπυραυλική συνθήκη ABM του 1972» και προειδοποιούσε ότι «η εγκατάλειψη των αρχών της Συνθήκης αυτής θα οδηγήσει και σε διάδοση των μέσων μαζικής καταστροφής».
Από διπλωματικής πλευράς, πάντως, μέσα στην Ρωσία η πρόταση των ΗΠΑ έγινε μετά την οριστική της υποβολή αντικείμενο σχολιασμού από τον εκπρόσωπο Τύπου του Κρεμλίνου Ντμίτρυ Πεσκόφ που ανέφερε ότι «η Ρωσία αισθάνεται προδομένη επειδή εξαπατήθηκε και ο μοναδικός δρόμος που της απομένει είναι να δημιουργήσει το δικό της αντιπυραυλικό σύστημα».
Σε στρατιωτικό επίπεδο, ο στρατηγός Yuri Baluyevsky απείλησε ότι «εάν οι εγκαταστάσεις του δικτύου πυραυλικής ασπίδας αποτελέσουν απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας, τότε θα γίνουν αντικείμενο στόχευσης για τα σχέδια των ρωσικών δυνάμεων και το εάν αυτά τα σχέδια θα είναι στρατηγικά, πυρηνικά ή κάτι άλλο, αυτό αποτελεί τεχνικό ζήτημα»4. Επίσης, ο αντιστράτηγος Vladimir Popovkin ανέφερε ότι «δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι τα στοιχεία αυτού του συστήματος των ΗΠΑ στην ανατολική Ευρώπη στοχεύουν σε ιρανικούς πυραύλους».
1.2. Οι αιτίες των μεταστροφών της ρωσικής στάσης

Στην όλη εξέλιξη της υπόθεσης με την εγκατάσταση του συστήματος παρατηρούνται κάποια παράδοξα που συγκρούονται μεταξύ τους και το χάσμα που δημιουργείται απαιτεί μια πιο προσεκτική προσέγγιση για να καλυφθεί. Πώς, άραγε, προέκυψε μέσα σε λίγους μήνες «Θέμα Ρωσίας» εκεί που δεν υπήρχε; Πώς αυτό συνδέεται με τις ευρωατλαντικές σχέσεις; Πώς, ξαφνικά, από εκεί που -πριν λίγα μόλις χρόνια, τον Μάϊο του 2002, είχε δημιουργηθεί Κοινό Συμβούλιο του ΝΑΤΟ με την Ρωσία- η κατάσταση άλλαξε ριζικά ενώ τίποτε δεν προμήνυε αυτή την μεταβολή στάσης της προεδρίας Πούτιν;
Είναι καλύτερο να εξετάσουμε την ίδια την αιτιολόγηση της μεταστροφής αυτής με βάση τα λόγια του ιδίου του «πρωταγωνιστή». Πλησιάζοντας στον καιρό της κρίσης, ο πρόεδρος Πούτιν έγραφε : «Ορισμένοι στην Ευρώπη προσπαθούν να εντάξουν τις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας στο απαρχαιωμένο μοντέλο του φίλου ή του εχθρού αλλά δεν πρέπει να υπάρχει κανένας φόβος από την αύξηση της αλληλεξάρτησης μεταξύ των δύο πλευρών. Τέτοια στερεότυπα έχουν ελάχιστη σχέση με την λογική αλλά η συνεχής επιρροή τους στην πολιτική σκέψη και πρακτική απειλεί να δημιουργήσει νέες διαιρέσεις στην Ευρώπη. Το παρελθόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για να μας διαιρέσει γιατί δεν μπορούμε να ξαναγράψουμε την ιστορία. Ο στόχος μας είναι να ενώσουμε τις δυνάμεις μας έτσι ώστε η Ρωσία και η ΕΕ να μπορέσουν να οικοδομήσουν ένα κοινό μέλλον ως εταίροι και σύμμαχοι. Οι μελλοντικές συνομιλίες δεν πρέπει να υποβαθμιστούν σε ανταλλαγή παραπόνων. Οι οικονομικές και πολιτικές σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας ωριμάζουν με συνεργασία στους τομείς της διεθνούς ασφάλειας, της βιομηχανίας και της δικαιοσύνης».
Αυτή ήταν η τοποθέτηση Πούτιν λίγο πριν έρθει στο φως η διαφωνία του με την Συνθήκη για τα Συμβατικά Όπλα που ακριβώς έρχεται σε αντίθεση με αυτά που έγραφε παλαιότερα και που δημιούργησαν ανησυχία σχετικά με την αναβίωση του ψυχροπολεμικού ψυχολογικού κλίματος.
Το πρώτο δείγμα για την σαφέστερη αλλαγή της ρωσικής στάσης δόθηκε λίγους μήνες αργότερα, στις 9 Φεβρουαρίου του 2007, στα πλαίσια της Διάσκεψης Κορυφής για την Ασφάλεια του ΝΑΤΟ στο Μόναχο. Εκεί, ο πρόεδρος Πούτιν εξέφρασε για πρώτη φορά την ανησυχία του για το σχέδιο να δημιουργηθεί αντιπυραυλική ασπίδα στην Ανατολική Ευρώπη και, επιπλέον, ανέφερε με το όνομά τους τις ΗΠΑ: «Υπάρχει ένα κράτος, οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έχουν βγει από τα σύνορά τους και τα υπερβαίνουν με κάθε τρόπο. Αυτό είναι ορατό στα οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά και εκπαιδευτικά προγράμματα που επιβάλλουν σε άλλα έθνη. Η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν έχει καμία σχέση με την προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ή με την προσπάθεια να εγγυηθεί την ασφάλεια στην Ευρώπη. Αντιπροσωπεύει μια βαριά πρόκληση που μειώνει το επίπεδο της αμοιβαίας εμπιστοσύνης».
Ο πρόεδρος της Ρωσίας καταδίκασε συνολικά την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και τις κατηγόρησε ότι χρησιμοποιούν βία ανεξέλεγκτα, αναγκάζοντας τις μικρότερες χώρες να καταφύγουν στην αγκαλιά των πυρηνικών για να νιώσουν ασφαλείς. «Κανένας δεν αισθάνεται πλέον ασφαλής διότι κανένας δεν μπορεί να βρει καταφύγιο στο Διεθνές Δίκαιο» δήλωσε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι «η χρήση βίας δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή, αν δεν δοθεί το πράσινο φως από τον ΟΗΕ και όχι από το ΝΑΤΟ ή την Ε.Ε.».
Ωστόσο, σε μια ακόμα μεταστροφή του στις αρχές του Απριλίου 2007 που κορύφωνε το διπλωματικό παίγνιο, ο πρόεδρος Πούτιν δήλωνε : «πρέπει πρώτα να αναλύσουμε τις υπάρχουσες απειλές και, αν συμπεράνουμε ότι είναι πραγματικές, τότε είμαστε έτοιμοι να συμμετάσχουμε στη δημιουργία ενός συλλογικού αντιπυραυλικού αμυντικού συστήματος για την ευρωπαϊκή ήπειρο, με τη συμμετοχή των Αμερικανών».
Η όλη μεταβολή της στάσης της Ρωσίας στα διπλωματικά και στρατιωτικά ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. φαίνεται –ύστερα από το προηγούμενο χρονοδιάγραμμα των σχετικών μεταστροφών- να είναι ερμηνεύσιμη από το γεγονός ότι ουσιαστικά πρόκειται για ελιγμό της Μόσχας που κάνει με τον τρόπο αυτό μιαν αντιπρόταση για την δημιουργία ενός συλλογικού αμυντικού συστήματος για την ευρωπαϊκή ήπειρο, στο οποίο θα συμμετάσχουν και οι ΗΠΑ και η Ρωσία.

1.3. Οι προσεγγίσεις των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης από Ε.Ε.-ΗΠΑ

Παρά το μικρό μέγεθός τους, τα περιφερειακά κράτη –κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης- που εμπλέκονται στις τριγωνικές σχέσεις Ε.Ε.-ΗΠΑ στο σημείο που εφάπτονται με την ρωσική «σφήνα» και εισέρχονται στις ευρωατλαντικές έχουν αποφασιστικό ρόλο συνολικά στην διαμόρφωση των σχέσεων ισχύος.
Η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι δύο σύμμαχοι είναι, επομένως, συνυφασμένη και με αυτή την ιστορία: ΗΠΑ και Ε.Ε. πρέπει να βοηθήσουν την ένταξη των νεοσύστατων κρατών της Ανατολικής Ευρώπης σε αυτό το πολυμερές σύστημα που έχει περιγραφεί προηγουμένως.
Οι ΗΠΑ, ωστόσο, δεν φαίνονται μετά το 2001 διατεθειμένες να προχωρήσουν προς αυτή την κατεύθυνση, ιδιαίτερα με μια Ε.Ε. που θα έχει ισότιμο, στρατηγικό εταίρο την Ρωσία ενώ, από την πλευρά της, η Ρωσία αντιμετωπίζει την εγκατάσταση του συστήματος του ΝΑΤΟ ως απαράδεκτη πρόκληση κατά της δικής της σφαίρας επιρροής στα πρώην κράτη-δορυφόρους της.
Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης –όπου οι μνήμες από την σοβιετική παρέμβαση είναι πρόσφατες- υποστηρίζουν το αμυντικό σχέδιο των ΗΠΑ. Σε χώρες όπως η Πολωνία το διακύβευμα είναι η ισχύς. Τόσο οι ΗΠΑ –που τις θεωρεί στρατηγικούς συμμάχους- όσο και η Ρωσία εκτιμούν ότι είναι καίριο για αυτές να επηρεάζουν ουσιαστικά τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Αντιστρόφως, η Πολωνία θεωρεί ότι έχει «ειδική σχέση» με τις ΗΠΑ. Η Τσεχία φοβάται μήπως η εγκατάσταση των ραντάρ του ΝΑΤΟ θα την καθιστούσε στρατηγικό στόχο για εχθρικές προς αυτήν δυνάμεις. Και οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης φοβούνται μήπως οι εξελίξεις τις οδηγήσουν στην επιλογή ανάμεσα στην συμπαράταξη με τις ΗΠΑ και στην συνεργασία με την Ρωσία. Ισχύει, ωστόσο, και αντιστρόφως το επιχείρημα αυτό: μπορεί, δηλαδή, βάσιμα κανείς να ισχυριστεί ότι η ίδια η Ρωσία λόγω της πολιτικής της έστρεψε τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης προς το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.
Η πραγματική απειλή, εν τέλει, είναι όντως η διαίρεση της Ευρώπης επί του ζητήματος αυτού.

2. Η αντίδραση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην άρνηση της Ρωσίας

Αξίζει, στα πλαίσια αυτά, να συγκρίνει κανείς την αντίδραση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην επίσημη ανακοίνωση από το Κρεμλίνο της μεταστροφής της ρωσικής στάσης έναντι της αντιπυραυλικής ασπίδας.
Η απάντηση από το ΝΑΤΟ, μέσω του Γενικού Γραμματέα του Γιαν ντε Χοοπ Σέφερ, ήταν κάπως «προχρονολογημένη»: όσο πιο πίσω στον χρόνο γυρίσει κανείς, τόσο πιο ενδιαφέροντα στοιχεία ανακαλύπτει, χρήσιμα για την μελέτη μας.
Η πρώτη αντίδραση του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ την επόμενη ημέρα του «παγώματος» της Συνθήκης για τα Συμβατικά Όπλα ήταν να εκδηλώσει την ανησυχία του, επιβεβαιώνοντας ότι το ΝΑΤΟ παραμένει προσκολλημένο σε αυτήν και ότι θα αναζητούσε τον κ. Λαβρόφ για εξηγήσεις.
Από αυτή την «μουδιασμένη» πρώτη αντίδραση του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να αντληθεί, ασφαλώς, το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί αν κανείς δει ποια ήταν η θέση του πριν η αλλαγή στάσης της Ρωσίας ανακοινωθεί επισήμως. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να εξεταστεί μια άλλες, περισσότερο διαφωτιστικές και περισσότερο προσεκτικά ετοιμασμένες τοποθετήσεις του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ που συνοψίζουν, σε λίγες γραμμές, την στρατηγική του ΝΑΤΟ έναντι της Ε.Ε. και της Ρωσίας.
Σε πρώτο πλάνο, λίγες ημέρες πριν από το διάγγελμα Πούτιν και ενώ το θέμα είχε διαρρεύσει, ο Γιαν ντε Χοοπ Σέφερ είχε κάνει στις Βρυξέλλες μια δήλωση που θυμίζει εντυπωσιακά την πρώτη αντίδραση της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράϊς.
Σύμφωνα με τον Γ.Γ. του ΝΑΤΟ: «Υπάρχει επιθυμία μεταξύ των 26 κρατών-μελών του ΝΑΤΟ να λειτουργεί οποιοδήποτε αμερικανικό σύστημα παράλληλα με κάθε συμπληρωματικό αμυντικό σύστημα για να επεκταθεί η κάλυψη . Η επέκταση του συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ στην ανατολική Ευρώπη δεν θα επιφέρει νέα κούρσα εξοπλισμών. Η ασπίδα δεν επηρεάζει την στρατηγική ισορροπία και δεν απειλεί τη Μόσχα. Δέκα συστήματα αναχαίτισης δεν μπορούν και δεν θα επηρεάσουν τη στρατηγική ισορροπία, δεν μπορούν να αποτελέσουν απειλή για τη Ρωσία»
Πιο ενδιάφερουσα, όμως, γεωστρατηγικά είναι η τοποθέτηση του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ λίγο παλαιότερα , όπου είχε ταχθεί επίσης υπέρ της κάλυψης όλων των χωρών-μελών από τυχόν κινδύνους: «Η αντιπυραυλική ασπίδα δημιουργεί δύο ταχύτητες στην Ευρώπη. Το σχέδιο των ΗΠΑ για την αντιπυραυλική ασπίδα στην Ευρώπη θα δημιουργήσει χώρες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Κάποιες χώρες στο νοτιοανατολικό άκρο θα είναι ευάλωτες σε πιθανό χτύπημα από το Ιράν. Δεν μπορεί, επομένως, να υπάρχουν χώρες α' και β' κατηγορίας όσον αφορά την αντιπυραυλική ασπίδα. Η ενιαία ασφάλεια αποτελεί προγραμματική στάση».
Η δήλωση αυτή συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο την εικόνα που πρέπει να κρατήσουμε για την βούληση του ΝΑΤΟ ως προς το θέμα συνδυασμού της αντιπυραυλικής ασπίδας με το αίσθημα ασφάλειας στην Ευρώπη και αξίζει να παρατηρηθεί ότι είναι σχεδόν ταυτόσημη με αυτήν του υπουργού Αμύνης των ΗΠΑ Ρόμπερτ Γκέϊτς περί «αδιαιρέτου ασφαλείας». Υπάρχει, επομένως, μια ταύτιση θέσεων ανάμεσα στους Γ.Γ. ΝΑΤΟ και Ε.Ε. έναντι της ρωσικής αντίδρασης.
Όσον αφορά ειδικότερα τις ΗΠΑ, η πρώτη, άμεση αντίδραση εκ μέρους των ΗΠΑ μετά το διάγγελμα Πούτιν ήταν δια μέσου της υπουργού Εξωτερικών Κοντολίζα Ράϊς, η οποία κάλεσε την Ρωσία να σεβαστεί τις διεθνείς υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις Συνθήκες. Ασφαλώς, η Ράϊς γνώριζε εκ των προτέρων αυτή την αλλαγή στάσης της Ρωσίας και, μάλιστα, την είχε σχολιάσει αναφέροντας ότι «η Ρωσία διαθέτει χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές και η ιδέα πως μπορεί κανείς να σταματήσει την αποτρεπτική ικανότητα της ρωσικής πυρηνικής στρατηγικής δεν έχει απολύτως κανένα νόημα –και όλοι το ξέρουν αυτό».
Λίγο διάστημα αργότερα, η Κοντολίζα Ράϊς συναντήθηκε στο Κρεμλίνο με τον πρόεδρο Πούτιν και δήλωσε αμέσως μετά ότι «οι ΗΠΑ δεν θα επιτρέψουν κατά οποιονδήποτε τρόπο την άσκηση βέτο επί αμερικανικών συμφερόντων ασφαλείας. Οι ΗΠΑ χρειάζονται να είναι ικανές να κινηθούν προς τα εμπρός, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους –και θα το κάνουμε αυτό».
Είναι, πάντως, έκδηλο από την όλη κατάσταση που διαμορφώθηκε από τις ανακοινώσεις Πούτιν στο Μόναχο και μετά ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας άρχισαν να δυσχεραίνουν.
Μια πολύ σημαντική αντίδραση για τις εξαγγελίες Πούτιν ήρθε σε πολιτικό επίπεδο από τον υπουργό Αμύνης των ΗΠΑ Ρόμπερτ Γκέϊτς, ο οποίος είχε ο ίδιος δώσει τροφή σε κινδυνολογικά σενάρια λέγοντας ότι «η ομιλία του Ρώσου προέδρου παραπέμπει στη ρητορική του Ψυχρού Πολέμου». «Ένας Ψυχρός Πόλεμος ήταν αρκετός» πρόσθεσε ενώ -σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, Ντόναλντ Ράμσφελντ- υποστήριξε ότι ο ίδιος δεν χωρίζει την Ευρώπη σε «Παλαιά» και «Νέα».
Σε διπλωματικό επίπεδο, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τόνι Σνόου είχε αντικρούσει την κατηγορία του προέδρου Πούτιν περί «αμερικανικής μονομέρειας» λέγοντας ότι, αντιθέτως, «οι ΗΠΑ είναι δεσμευμένες στην πολυμέρεια και στην προσφυγή στην διπλωματία και αυτό το δείχνει η συνεργασία τους με την Ρωσία στο θέμα του ιρανικού και του βορειοκορεατικού πυρηνικού προγράμματος». Ταυτόχρονα, ο γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Γκόρντον Τζόντρο υπογράμμιζε ότι «θα συνεχίσουμε την συνεργασία με τη Ρωσία σε σημαντικούς τομείς όπως η πάταξη της τρομοκρατίας και ο περιορισμός της απειλής των όπλων μαζικής καταστροφής».
Αυτές οι αντιλήψεις είναι, επομένως, ενδεικτικές για την στάση των επιτελών του ΝΑΤΟ και για την στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Ρωσία. Στην συνέχεια της εργασίας, θα επιχειρηθεί να γίνει μια εκτίμηση των μελλοντικών επιπτώσεων της θέσης της Ρωσίας δεδομένου ότι η Ε.Ε. αφενός προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την γενικότερη στάση των ΗΠΑ κατά της τρομοκρατίας και αφετέρου να διατηρήσει την συνεργασία μαζί της αλλά και να αυτονομηθεί αμυντικά. Ο χειρισμός του θέματος της αντιβαλλιστικής ασπίδας ώστε να μπορέσει η Ε.Ε. να τα συμβιβάσει όλα αυτά εξαρτάται εμφανώς και από την ρωσική στάση σε μεγάλο βαθμό.

3. Οι μελλοντικές προοπτικές στην σχέση Ρωσίας-ΝΑΤΟ-Ε.Ε

Εκείνο που θα πρυτανεύσει, κατά την γνώμη μας, στην ρωσική στρατηγική το επόμενο διάστημα είναι η επιλογή της Ρωσίας υπέρ του διαλόγου και της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ. Αυτή η τακτική έχει ακολουθηθεί και τα προηγούμενα χρόνια –με λιγότερες ή περισσότερες παλινωδίες και αναμένεται να επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό ώσπου η Ρωσία να επιτύχει τους διπλωματικούς στόχους που επιδιώκει.
Η στάση της Ρωσίας έναντι των κινδύνων από την τρομοκρατία και τα εχθρικά κράτη (προφανώς, η ίδια θεωρεί ως τέτοια τους γείτονές της όταν τα σθμφέροντά τους αντιτίθενται) είχε σε σημαντικό βαθμό εξελιχθεί εκ παραλλήλου με την πολιτική των ΗΠΑ κατά της τρομοκρατίας και εντός των κόλπων του ΝΑΤΟ, με αποκορύφωμα την Σύνοδο της Μπρατισλάβα το 2005 όταν οι πρόεδροι Μπους και Πούτιν είχαν ανακοινώσει την σύναψη «Νέας Στρατηγικής Συνεργασίας» με εξειδίκευση στον τομέα ασφαλείας για πυρηνικά και βιολογικά όπλα.
Ο ίδιος ο πρόεδρος Πούτιν δήλωνε στις αρχές του 2005 ότι «η επιλογή αυτή είναι σωστή και έχει αποδειχθεί καρποφόρα: ενίσχυσε την διεθνή θέση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και επιπροσθέτως δημιούργησε πολλές νέες ευκαιρίες για την επίτευξη των εθνικών στόχων. Είναι ένα γιγαντιαίο βήμα από την προηγηθείσα αντιπαράθεση προς την κοινή συνεργασία και από τις αμοιβαίες κατηγορίες και στερεοτυπίες προς την δημιουργία σύγχρονων εργαλείων όπως το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας, Είναι μείζονος σημασίας ότι ήμασταν ικανοί να επικεντρώσουμε το έργο μας, μαζί με το ΝΑΤΟ, σε τομείς που ταυτίζονται με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ρωσίας».
Ο πρόεδρος Πούτιν είχε συνειδητοποιήσει ότι τα κράτη της Ε.Ε. δεν έχουν θεσμοποιημένα εργαλεία στην εξωτερική τους πολιτική ώστε να αντιταχθούν στην κυριαρχία των ΗΠΑ στο διεθνές πεδίο. Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε εκείνη την περίοδο να αποδώσει πρωταρχική σημασία στην σχέση της Ρωσίας με τις ΗΠΑ.
Έκτοτε, όμως, η Ρωσία απομακρύνθηκε από την κεντρική σκηνή των προτεραιοτήτων των ΗΠΑ και είτε τέθηκε στην περιφέρεια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είτε οδηγήθηκε εκτός ημερησίας διατάξεως με αποτέλεσμα το Κρεμλίνο να αντιδράσει μέσω του προέδρου Πούτιν και του γνωστού του διαγγέλματος.
Από πλευράς διαπραγματευτικής τακτικής ως προς την επέκταση της αμυντικής ασπίδας των ΗΠΑ στην Ευρώπη, έχει σημασία η διπλωματική κίνηση του προέδρου Πούτιν να υλοποιήσει την πρόταση του προέδρου Μπους -που υποβλήθηκε δύο ημέρες μετά το επίσημο διάγγελμά του- ώστε να συζητήσουν το όλο ζήτημα σε προσωπική συνάντησή τους. Σύμφωνα με το Κρεμλίνο, στην επαφή που υπήρξε ο πρόεδρος Πούτιν εξέφρασε απλώς τις ανησυχίες του ενώ ο πρόεδρος Μπους εξέφρασε την ετοιμότητά του για λεπτομερή συζήτηση με τη ρωσική πλευρά επί του θέματος και για συνεργασία στο όνομα των συμφερόντων της κοινής ασφάλειας».
Ο πρόεδρος της Ρωσίας, πάντως, επανήλθε στην Σύνοδο των G-8 τον Ιούνιο του 2007 στην Αγία Πετρούπολη, οπότε ο πρόεδρος Πούτιν αναφέρθηκε στην διαμόρφωση μιας «νέας ισορροπίας δύναμης» και μιας «νέας αρχιτεκτονικής των οικονομικών σχέσεων» στον κόσμο ώστε αυτός να είναι λιγότερο εξαρτημένος από τις ΗΠΑ. Ανέφερε ότι «η Ρωσία σκοπεύει να γίνει εναλλακτικό παγκόσμιο οικονομικό κέντρο».
Το ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι οι συναντήσεις σε επίπεδο κορυφής (Μπους-Πούτιν) συνεχίζονται και ότι και οι δύο πλευρές θεωρούν ότι, παρά τις όποιες διαφωνίες, οι σχέσεις τους θα βελτιωθούν στο μέλλον. Από την γενικότερη μελέτη, άλλωστε, των ανακοινώσεων της ΗΠΑ και της Ρωσίας αλλά και από το πλήθος επαφών όλων των διπλωματικών και κυβερνητικών παραγόντων προκύπτει ότι η Ρωσία δεν επιθυμεί κανενός είδους κλιμάκωση και επιδείνωση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ αλλά βελτίωση της θέσης της, ενόψει της ευνοϊκής συγκυρίας.
Όπως είδαμε, οι προοπτικές προς αυτή την κατεύθυνση είναι μεγάλες και οι πιο πρόσφατη εξέλιξη είναι η πρόταση των ΗΠΑ προς τον πρόεδρο Πούτιν να συνδέσει τα ραντάρ που κατασκευάζει η Ρωσία στο Αζερμπαϊτζάν και στα ίδια της τα εδάφη με το αμερικανικό σχέδιο αντιπυραυλικής άμυνας.
Μια εναλλακτική εκτίμηση είναι ότι πρέπει να θεσπιστεί από τις ΗΠΑ ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο με την Ρωσία, το οποίο δεν πρέπει να θέτει κανόνες για τα πυρηνικά όπλα αλλά να αφήνει τις δύο χώρες ελεύθερες να συγκροτούν τις δυνάμεις τους μονομερώς αλλά να κινούνται πέρα από την Συνθήκη ΑΒΜ.
Τελευταία, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών ανέφερε ότι ΗΠΑ και Ρωσία εξετάζουν το ενδεχόμενο συνεργασίας ώστε να αντικαταστήσουν με μια νέα Συμφωνία την Συνθήκη περί μείωσης των στρατηγικών όπλων START-1. Ειδικότερα, θεωρεί ότι ούτε η Ευρώπη ούτε πολύ περισσότερο οι ΗΠΑ δεν κινδυνεύουν τώρα ή στο άμεσο μέλλον από πυραυλικές επιθέσεις εχθρικών προς αυτές κρατών. Εκφράζει, μάλιστα, την θέση ότι «η Ρωσία υποστηρίζει μιαν ολοκληρωμένη προσέγγιση για την επίλυση των ευρω-ατλαντικών προβλημάτων, κατά προτίμηση μέσω τριμερών συνομιλιών ΗΠΑ, Ε.Ε. και Ρωσίας».
Για το μέλλον, όμως, νομίζουμε ότι ιδιαίτερο βάρος θα πρέπει να αποδοθεί στις θέσεις του Σεργκέϊ Ιβανόφ που είναι πολύ σημαντικές για την μελλοντική στάση της Ρωσίας διότι πιθανότατα αυτός θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Ρωσίας μετά τις εκλογές του 2008. Υποστηρίζει και αυτός το σχέδιο Πούτιν για συνεργασία των ΗΠΑ με την Ρωσία επί της αντιπυραυλικής ασπίδας και έχει δεσμευθεί ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα τοποθετήσει νέα αντιβαλλιστικά συστήματα στην νότια περιοχή της χώρας, στο Καλίνινγκραντ της Βαλτικής. Αυτό, όμως –κατά τον Ιβανόφ- θα γίνει εάν οι ΗΠΑ εγκαταστήσουν το σύστημά τους στην Τσεχία και στην Πολωνία και ανέρερε ότι «θα λάβουμε τα απαιραίτητα μέτρα». Μάλιστα, χρησιμοποίησε τον όρο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» ή «Ψυχρός Πόλεμος ΙΙ».




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Από το 1999 και εντεύθεν το ζήτημα της αντι-πυραυλικής άμυνας βρίσκεται διαρκώς στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος στο πεδίο των διατλαντικών σχέσεων ασφαλείας.
Ένα πρώτο σημείο παρατήρησης είναι η απόκλιση απόψεων μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. ως προς την ύπαρξη κινδύνου πυραυλικής επίθεσης εναντίον της συμμαχίας τους και ένα δεύτερο οι επιπτώσεις από την αντίθεση της Ρωσίας προς το σχέδιο αντι-πυραυλικής άμυνας.
Ως προς το πρώτο, οι πλέον κρίσιμες μεταβολές έχουν επέλθει στην σχέση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ε.Ε. Και αυτό συμβαίνει διότι γίνεται έκδηλο ότι εντός της Ευρω-Ατλαντικής Συμμαχίας υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σε θέματα διεθνούς ασφαλείας. Ταυτόχρονα, διαφέρει και η πολιτική των ΗΠΑ και της Ε.Ε. έναντι των υπολοίπων παικτών στο διεθνές πεδίο.
Από θεωρητικής απόψεως, για να εξετάσει κανείς το υπάρχον πλαίσιο των ευρωατλαντικών σχέσεων θα έπρεπε να συγκρίνει αντικειμενικά παράγοντες όπως η στρατιωτική ισχύς και η ικανότητα να επεκτείνει κανείς αυτή την δύναμη διεθνώς. Η ανωτερότητα των ΗΠΑ σε αυτό το σημείο επηρεάζει και την εξωτερική πολιτική, καθώς οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν τον ρόλο να αποφασίζουν μονομερώς, ανεξαρτήτως της συνεργασίας άλλων κρατών.
Οι Ευρωπαίοι, αντιθέτως, προτιμούν να χρησιμοποιούν διπλωματικά μέσα για την επίλυση των διεθνών ζητημάτων και να μην χρησιμοποιούν βία. Επιδιώκουν να λειτουργούν εντός των πλαισίων των υπαρχόντων θεσμών και με εξάντληση του διαλόγου μεταξύ των μερών που θα λάβουν μια πολιτική ή στρατιωτική απόφαση.
Ύστερα από τις 11/9, η αντίληψη που διαμορφώθηκε εξ αυτών των λόγων από την απροθυμία της Ε.Ε. να στηρίξει πλήρως τις ΗΠΑ ήταν ότι οι Ευρωπαίοι δεν ενδιαφέρονται για την ασφάλεια των ΗΠΑ από τα εχθρικά προς αυτές κράτη (οπότε, προκαλείται το ερώτημα στους Αμερικάνους γιατί να ενδιαφέρονται αυτοί για την ευρωπαϊκή ασφάλεια) ενώ στην Ευρώπη προκαλείται η εντύπωση για τους Αμερικάνους ως εισβολείς σε ξένες χώρες που θέλουν να ηγεμονεύουν και επί της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Η μεγάλη διαφορά με το παρελθόν είναι πλέον ότι ενώ έως τώρα η Ρωσία εξυπηρετούσε ως ο κατ’ εξοχήν ενωτικός παράγοντας μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. και ως μια συμπαγής βάση για την διατλαντική ενότητα, μετά την μεταστροφή του «αντίπαλου δέους» και την αλλαγή της πολιτικής συμπεριφοράς στο Κρεμλίνο εξέλειψε και αυτή η συγκολλητική λειτουργία που διαδραμάτιζε η Ρωσία για την ενότητα του ΝΑΤΟ. Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας που ήρθε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας δεν μπορεί –μετά και τις αμφισβητήσεις που υπήρξαν από την πλειοψηφία των ιστορικών μελών της Ε.Ε. στην Κεντρική Ευρώπη- να πείσει για την νομιμοποίησή του αλλά, αντιθέτως, προκάλεσε ένα ακόμη ρήγμα, εντός της Ε.Ε.
Η 11/9 σήμανε την ανάγκη για τις ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια νέα συμμαχία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας –και σε αυτό το πλαίσιο, η εμπέδωση της συνεργασίας με την Ε.Ε. και την Ρωσία κρίθηκε απαραίτητη. Η Ευρώπη, ωστόσο, αντιμετωπίζει παγίως προβλήματα για την χάραξη μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας ενώ η Ρωσία αισθάνεται έντονα συναισθήματα ανασφάλειας έναντι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, όχι τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο όσο σε όρους πολιτικής και διπλωματικής ισχύος, κάτι που μετρά και στο εσωτερικό για το στάτους της πολιτικής της ηγεσίας.
Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζει προκλήσεις στα σύνορά της και –πέρα από τις ασιατικές χώρες- δεσπόζει το ζήτημα των σχέσεων ασφαλείας με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι σαφές ότι και οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. επιθυμούν να έχουν καλές σχέσεις με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης –της Ευρασίας, ειδικότερα, μετά την διεύρυνση- και με την Ρωσία. Ωστόσο, η διαπραγμάτευση των όρων αυτής της συνεργασίας είναι το πλέον σπουδαίο σημείο.
Συνολικά, μπορεί να ειπωθεί ότι και η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ επιθυμούν την συμμετοχή της Ρωσίας στην διατλαντική ατζέντα συνομιλιών για θέματα ασφαλείας αλλά, με ευθύνη της Ρωσίας, η συνεργασία τους ήταν σε αυτό το πεδίο περιορισμένη. Με την Ε.Ε. υπάρχει μικρή συνεργασία στην πράξη.
Ε.Ε. και ΗΠΑ επιθυμούν να συγκρατήσουν την επιρροή της Ρωσίας υπό τα σημερινά της σύνορα ώστε να την ελέγχουν. Αυτό σημαίνει ότι το κύριο στοίχημα για το μέλλον είναι αν η Ρωσία θα συμμετάσχει ολοκληρωτικά ή εν μέρει μόνο στο διατλαντικό σύστημα ασφαλείας. Οι ΗΠΑ επιχειρούν να περάσουν την πολιτική τους μέσα από μια δέσμευση ότι θα εγγυώνται την ασφάλεια και αμυντική οργάνωση της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας, με αντάλλαγμα (που τελικά γυρίζει υπέρ τους) ότι θα έχουν διαρκή ανάμειξη σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Αυτό θα συμβεί, κατά την γνώμη μας υποχρεωτικά κατά κάποιο τρόπο ως προς την συμμετοχή της Ρωσίας, διότι η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ έχουν να αντιμετωπίσουν μια σειρά από θέματα υψίστης σημασίας: καταπολέμηση της τρομοκρατίας, εμπόριο όπλων, ναρκωτικών και σωμάτων, προστασία του περιβάλλοντος. Στα θέματα αυτά η Ρωσία δεν είναι αμέτοχη –ειδικά για το περιβάλλον- ούτε απλός παρατηρητής.
Από την άλλη πλευρά, το ΝΑΤΟ πρέπει να έχει καλές σχέσεις με την Ρωσία εφόσον με τον τρόπο αυτό εγγυάται την στρατηγική ασφαλείας της Ε.Ε. που περιλαμβάνει, οπωσδήποτε, και τον απρόσκοπτο εφοδιασμό της από τις ενεργειακές πηγές της Ρωσίας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι για την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, τόσο ο ίδιος ο Οργανισμός όσο και η Ε.Ε. δεν θέτουν ως όρο την επίλυση των διαφορών τους με τα κράτη με τα οποία οι προς ένταξη ή συνεργασία έχουν διαφορές . Αντιθέτως, η Ρωσία επιδεικνύει, όπως είναι φυσικό, εχθρότητα προς τα φιλοαμερικανικά κράτη και υποστηρίζει τα αυτονομιστικά κινήματα εντός των χωρών αυτών, ώστε να αποδυναμώσει την ισχύ του ΝΑΤΟ.
Δεδομένο είναι ότι τις ΗΠΑ δεν τις συμφέρει στρατηγικά να προχωρήσουν περαιτέρω προς την περιφέρεια της Ρωσίας και, άρα, δεν θα είναι διατεθειμένες να καταστρέψουν μια καλή σχέση –έστω, με τα προβλήματά της- που έχτισαν με την Ρωσία μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μπορεί, επομένως, να ειπωθεί ότι –πέρα από τις διάφορες πτυχές του θέματος- ένας κύριος στρατηγικός σκοπός της κυβέρνησης των ΗΠΑ πρέπει να είναι να ελέγξουν, μέσα από αυτή την υπόθεση, την πραγματική ισχύ της Ρωσίας. Σε όλα αυτά τα χρόνια, η Ρωσία έχει δείξει ότι δεν τρέφει εχθρικές, στρατιωτικές διαθέσεις κατά της Δύσης αλλά, τελικά, υπάρχει και το ψυχολογικό στοιχείο των εντυπώσεων: η Ρωσία εκτιμά ότι θα απωλέσει διαπραγματευτική ισχύ στις διεθνείς σχέσεις διότι με την λειτουργία της αντιπυραυλικής ασπίδας θα απωλέσει ταυτόχρονα και το κύρος της, εφόσον δεν θα αποτελεί παράγοντα φόβου ή σεβασμού στην Ευρώπη.
Το κύριο σημείο διαφωνίας της Ρωσίας και των ΗΠΑ είναι η επιρροή τους στις περιοχές που προέκυψαν μετά από την διάλυση της ΕΣΣΔ. Η Ρωσία αντιλαμβάνεται τα εδάφη αυτά ως μια ζώνη εθνικών της συμφερόντων που συνδέονται στενά με την εθνική της ασφάλεια. Οι ΗΠΑ, αντιθέτως, θεωρούν και αυτές αντιστοίχως ως ζωτικά για τα συμφέροντά τους τα εδάφη αυτά και δεν θεωρούν ότι η ενδυνάμωση της Ρωσίας στην περιοχή θα βοηθούσε στην σταθεροποίηση και στην δημοκρατία
Οι ΗΠΑ θεωρούν ότι ένας από τους βασικότερους εθνικούς τους στόχους για τον 21ο αιώνα είναι η αποτροπή μετασχηματισμού της Ρωσίας σε κυρίαρχο στην περιοχή της Ευρασίας. Σε αυτόν τον στόχο συμπεριλαμβάνεται και η αποτροπή της ρωσικής επιθετικότητας έναντι των γειτονικών της περιοχών όπως η Ουκρανία και οι χώρες της Βαλτικής.
Η συμπεριφορά της Ρωσίας απέναντι στα ανεξαρτητοποιημένα κράτη της περιοχής –που ενθάρρυνε η μάχη κατά της τρομοκρατίας- αποδεικνύει για τις ΗΠΑ την ανικανότητα της Ρωσίας να εγγυηθεί την ομαλή μετάβαση προς την δημοκρατία και καθιστά την Ρωσία αδύναμο παίκτη στα μάτια της. Αυτός είναι ο λόγος που οι ΗΠΑ μπορούν να επισείουν την απειλή ότι θα χαράσσουν την στρατηγική ασφαλείας τους στην περιοχή δίχως την Ρωσία, αν αυτό καταστεί αναπόφευκτο. Θεωρούν, ταυτόχρονα, ότι η Ρωσία δεν έχει μακροπρόθεσμη πολιτική και αυτό την καθιστά αδύναμο παίκτη και διεθνώς.
Οι ΗΠΑ υπολογίζουν ασφαλώς ότι η αβεβαιότητα που υπάρχει στην Ουκρανία καθιστά και την θέση της Ρωσίας στρατηγικά ανασφαλή, εφόσον κινδυνεύει από την αξιοποίηση των πυρηνικών της γειτονικής της χώρας. Για τον σκοπό αυτό, οι ΗΠΑ επιθυμούν να εντάξουν και την Ρωσία στο σύστημα ασφαλείας τους. Ταυτόχρονα, οι προοπτικές της Κίνας θα δημιουργήσουν οικονομική ανασφάλεια στην Ρωσία, παράγοντας που επιπροσθέτως θα την διατηρήσει σε δυτική τροχιά.
Αφενός, λοιπόν, οι ΗΠΑ επιθυμούν την εξομάλυνση των σχέσεών τους με τη Ρωσία του προέδρου Πούτιν αλλά, από την άλλη, η Ρωσία αντιμετωπίζει με κινδυνολογία την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Παράλληλα, η Ρωσία έχει βελτιώσει εξαιρετικά τις σχέσεις της με την Κίνα ενώ στην περιοχή της Ασίας οι ΗΠΑ έχουν να αντιμετωπίσουν και τον φόβο περί διασποράς πυρηνικών όπλων μαζικής καταστροφής από την Βόρειο Κορέα, το Ιράκ και το Ιράν.
Στο μεταξύ, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι η Ρωσία πραγματοποιεί πωλήσεις όπλων στο Ιράν και ότι εξάγει τεχνολογία στην Κίνα. Ο ίδιος ο υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ Ρόμπερτ Γκέϊτς χαρακτήρισε την Ρωσία και την Κίνα ως «οδούς αβέβαιες».
Ένας ακόμα παράγοντας που εισέρχεται και επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τον υπολογισμό των τριγωνικών σχέσεων ΗΠΑ-Ε.Ε.-Ρωσίας είναι, άρα, οι φιλικές σχέσεις της Ρωσίας με την Κίνα. Όσον αφορά την Κίνα, μια χώρα που αποτελεί σφήνα μεταξύ ΗΠΑ-Ε.Ε.-Ρωσίας, η θέση της Ευρώπης είναι ασφαλώς ότι η Ρωσία είναι σημαντική για αυτήν αλλά έχει παράλληλα επίγνωση ότι η ασφάλεια στον 21ο αιώνα κρίνεται σε πολλά σημεία από τις εξελίξεις στην Ασία και αυτό την κάνει να συμμερίζεται την διάθεση των ΗΠΑ να συνεργαστούν μαζί της. Φαίνεται, ωστόσο, ότι αυτή η διάθεση συμπόρευσης με τις ΗΠΑ σταματά εκεί που αρχίζει η δυνατότητα της Κίνας για κατασκευή πυρηνικών και πυραυλικών συστημάτων.
Για το θέμα που μας αφορά εδώ, ειδικότερα, οι ΗΠΑ φοβούνται ότι η διαφαινόμενη συμμαχία Ρωσίας και Κίνας μπορεί να οδηγήσει στην τροφοδοσία των κρατών-παριών με τεχνολογίες ικανές να απαντήσουν με αντίμετρα έναντι της ασπίδας των ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι με την στρατηγική τους για τον 21ο αιώνα οι ΗΠΑ θα πρέπει να βρουν τρόπο προσφέρουν προς την Ρωσία κάθε αντάλλαγμα ώστε αυτή να σταματήσει να εξάγει οπλικά συστήματα προς τις εχθρικές για ΗΠΑ και Ε.Ε. χώρες. Αυτό, όμως, περνά, μόνο μέσα από μια συμφωνία ΗΠΑ-Ρωσίας ως προς την αντιπυραυλική ασπίδα.
Είναι γεγονός ότι η Ρωσία έχει προβεί σε θετικά βήματα προς την Δύση, μετακινώντας τις στρατιωτικές της βάσεις από το Βιετνάμ, κλείνοντας την βάση ραντάρ που διέθετε στην Κούβα και αποφεύγοντας να εμποδίσει την λειτουργία των αμερικανικών βάσεων στην Κεντρική Ασία.
Οι ΗΠΑ, ωστόσο, επιθυμούν να καταστήσουν την ευρύτερη επικράτεια της Μαύρης Θάλασσας βάση για την αναδίπλωσή τους στρατιωτικά στην Ευρώπη. Αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμα την Ευρώπη ως μια γέφυρα για την άσκηση επιρροής στην Ευρασία αλλά και ως μέσο για την συγκράτηση της Ρωσίας.
Αυτό που συνδέει τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. είναι η κοινή τους βούληση να αποφύγουν την διασπορά των όπλων κάθε είδους σε περιοχές του πλανήτη που τις αφορούν άμεσα (και, πρωταρχικά, στην Μέση Ανατολή). Τόσο η Βόρειος Κορέα όσο και το Ιράν δεν έχουν ανακοπεί ως προς τα επιθετικά τους σχέδια, κάτι που ενδεχομένως να δελεάζει και τις γειτονικές τους χώρες. Η Ρωσία δεν εισέρχεται στο παιχνίδι μόνο λόγω της γειτνίασής της με την Ευρώπη αλλά και λόγω της εγγύτητας με τις χώρες αυτές της Ασίας.
Εκτός από την ενέργεια (φυσικό αέριο και πετρέλαιο), η Ε.Ε. ενδιαφέρεται ανταγωνιστικά με την Ρωσία για τα νομισματικά αλλά και για τα τεχνολογικά ζητήματα καθώς και για τον βιομηχανικό εκσυγχρονισμό, ειδικά σε ναυπηγική και αεροπορία.
Οι σχέσεις Ε.Ε. και Ρωσίας διακρίνονταν έως πρόσφατα από μια εντατικοποίηση του διαλόγου μεταξύ τους και από μια ενισχυμένη συνεργασία μέσω διαπραγματεύσεων σε διάφορους τομείς. Ακόμα και αυτή την περίοδο, πάντως, η Ε.Ε. είχε προβλήματα με την μη τήρηση των υποσχέσεων της Ρωσίας και από την μη εκπλήρωση των δεσμεύσεών της.
Ενδεικτικό είναι ότι τον Σεπτέμβριο του 2000 είχε υπογραφεί μεταξύ Ε.Ε.-Ρωσίας η Πρωτοβουλία Συνεργασίας για την Στρατηγική Σταθερότητα («Strategic Stability Cooperation Initiative») που προέβλεπε την επέκταση της συνεργασίας τους στο πεδίο της πυραυλικής άμυνας στα θέατρα των επιχειρήσεων και περιείχε πρόβλεψη για την εμπλοκή και άλλων κρατών από την οπτική της περιφερειακής σταθερότητας.
Συνεπακόλουθο της αβελτηρίας της Ρωσίας στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της ήταν να έχει συσσωρευθεί στην ατζέντα Ε.Ε.-Ρωσίας ένας πολύ υψηλός αριθμός άλυτων θεμάτων.
Πρόοδος σημειώθηκε μόνο σε δευτερεύοντα ζητήματα και καίριες πρωτοβουλίες ώστε να ενισχυθεί η «στρατηγική συνεργασία» των δύο πλευρών απέτυχαν (όπως η δημιουργία ζώνης ελευθέρου εμπορίου). Στην Σύνοδο Ε.Ε.-Ρωσίας στην Αγ. Πετρούπολη το 2003 όπου τέθηκε η βάση για την δημιουργία ενός κοινού οικονομικού χώρου ως μιας περιοχής ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης.
Αυτή, όμως, η πρόνοια υπονομεύθηκε από την σύγκρουση για τις εξελίξεις στην Ουκρανία και οδήγησε στην αποτυχία της Συνόδου της Χάγης τον Νοέμβριο του 2004.
Η κατάρτιση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας, που εντάσσεται στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ, είναι ένα ακόμα πεδίο που αύξησε τα προβλήματα μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας, καθώς η Μόσχα θεώρησε ότι οι Βρυξέλλες στόχευαν προς την δική της ζώνη επιρροής, κάτι που ευθύνεται για τον σκεπτικισμό που επιδεικνύει έκτοτε.
Οι αποκλίσεις μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας αυξήθηκαν, άλλωστε, και λόγω της αυταρχικής πολιτικής που ακολουθεί στο εσωτερικό της χώρας ο πρόεδρος Πούτιν. Ειδικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ακολουθεί σκληρή πολιτική έναντι της Ρωσίας, ζητώντας από τους ηγέτες της Ε.Ε. να την πιέζουν προς την τήρηση αρχών και όχι να υποκύπτουν αυτοί στις πιέσεις του Κρεμλίνου εξαιτίας των οικονομικών συμφερόντων.
Πραγματικά, η συμφωνία μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας σε θέματα αρχών –ειδικά αν βελτιωθούν οι σχέσεις στο μέλλον- είναι κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία της στρατηγικής τους συνεργασίας, εάν πράγματι η Ε.Ε. την θεωρεί αυτή την συνεργασία ως «προνομιακή».
Η Ρωσία έναντι της Ε.Ε. βρίσκεται σε αυτή την ειδική θέση διότι είναι ο μοναδικός σημαντικός διεθνής παράγοντας που βρίσκεται σε γειτνίαση με τα ευρωπαϊκά σύνορα ενώ, ουσιαστικά, στα θέματα εξωτερικής πολιτικής βρίσκονται αντιμέτωπες (αν και, οπωσδήποτε, όχι στον ίδιο βαθμό όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία).
Η Ρωσία αλλά και οι υπόλοιπες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ από το 1992 συμπεριελήφθησαν στους πρώτους στόχους της Ε.Ε. για την ΚΕΠΠΑ αλλά είναι οι τελευταίες σε πρόοδο, συγκριτικά με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία) της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης αλλά και της μεσογειακής Μέσης Ανατολής: οι σχέσεις τους με την Ε.Ε. είναι οι λιγότερο αναπτυγμένες. Ρωσία, Ουκρανία και Μολδοβία έχουν μόνο μερικώς ενταχθεί στο κοινοτικό αλλά και διεθνές σύστημα θεσμών και οικονομικών οργανισμών.
Μόνο στον πολιτικό διάλογο η Ρωσία έχει αισθητά αναβαθμισμένη θέση έναντι των υπολοίπων γειτόνων της Ε.Ε. Αυτή είναι η εξαίρεση στην συνολικά υποβαθμισμένη διαπραγματευτική θέση της Ρωσίας και μαρτυρά τις προτεραιότητες και την βούληση της Ε.Ε. (τουλάχιστον μέχρι το πάγωμα της συνεργασίας τους που επέβαλε η Μόσχα λόγω της αντιπυραυλικής ασπίδας) που κατέστησε μονιμότερη την σχέση τους μέσω του Συμβουλίου Συνεργασίας. Αυτό το Συμβούλιο, αξίζει να σημειωθεί, είναι το μοναδικό που έχει θεσπίσει η Ε.Ε. για τις εξωτερικές της σχέσεις αλλά δεν έχει ως τώρα λειτουργήσει στον βαθμό που λειτουργούν τα υπόλοιπα, κατώτερα όργανα της Ε.Ε. με άλλες, μικρότερες χώρες.
Η πρωτοβουλία για την νέα Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας διευρύνθηκε ειδικά χάριν της Ρωσίας πέρα από την Ουκρανία, την Λευκορωσία και την Μολδαβία ώστε να συμπεριληφθεί και αυτή.
Η προτιμησιακή συμπεριφορά της Ε.Ε. προς την Ρωσία διαφαίνεται και από το γεγονός ότι από το 1999 και μετά η Ε.Ε. την επέλεξε ως αντικείμενο της Κοινής της Στρατηγικής –σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της Ευρασίας- και ο πολιτικός διάλογος έγινε συνήθης –δύο φορές το έτος - για θέματα ενέργειας, ασφάλειας, εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Γενικότερα, μπορεί να ειπωθεί πως όταν η Ρωσία δεν συμμετέχει σε κάποιες από τις πρωτοβουλίες της Ε.Ε. (όπως για προγράμματα ενέργειας ή μεταφορών) αυτό συμβαίνει λόγω της δικής της αναβλητικότητας.
Είναι, όμως, φυσικό να υπάρχει μια δυσχέρεια χειρισμού της ρωσικής διπλωματικής συμπεριφοράς λόγω του ότι η Ρωσία –λόγω της απαίτησής της να έχει ισχυρό κύρος διεθνώς- προβάλλει διαρκώς αξιώσεις για ειδικές ρυθμίσεις στις διαπραγματεύσεις με τους ευρωπαίους διπλωμάτες. Η Ρωσία ζητά συνεχώς μια συνεργασία επί τη βάσει της ισότητας.
Η Ρωσία τηρεί μια στάση επαμφοτερίζουσα έναντι της Ε.Ε., δίχως να ζητά ούτε να γίνει συνδεδεμένο μέλος ούτε να ενταχθεί κανονικά. Αυτό σημαίνει ότι έναντι των υπολοίπων κρατών της περιοχής η Ρωσία πρέπει να έχει και διαφορετικούς στρατηγικούς σκοπούς και, με τον τρόπο αυτό, εξηγείται και η διαφορετική της θέση έναντι της αντιπυραυλικής ασπίδας.
Το μεγάλο πρόβλημα για την Ε.Ε. και την Ρωσία είναι ότι εμφανίζονται ανίκανες να προωθήσουν την στρατηγική συνεργασία που στην ρητορική τους εκθειάζουν ως κοινό σκοπό. Αισθάνονται εμφανή ανασφάλεια και προσπαθούν προληπτικά να ακυρώσουν τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Η Ρωσία, με την εξουσιαστική της πολιτική εσωτερικά, δεν αντιμετωπίζει τα διεθνή θέματα με βάση μια στρατηγική αμοιβαίου οφέλους για την ίδια αλλά και για Ε.Ε.-ΗΠΑ ενώ η Ε.Ε., με την δημοκρατική της πολυτέλεια εσωτερικά, δεν μπορεί να καταλήξει με τα 27 της μέλη σε συμφωνία στην εξωτερική της πολιτική.
Εντός της Ε.Ε. εκδηλώνεται, πάντως, μια διαφοροποίηση: η Αγγλία συντάσσεται ανέκαθεν με τις θέσεις των ΗΠΑ ενώ η Πολωνία αντιτίθεται σφόδρα στην συνέχιση των συνομιλιών Ε.Ε.-Ρωσίας. Ορισμένες άλλες χώρες έχουν εγκλωβιστεί σε ένα καινούργιο «ανατολικό μπλοκ», ανάμεσα στην Ε.Ε. και στην Ρωσία. Η Ουκρανία και οι χώρες του Καυκάσου -εκτός από τον γεωγραφικό διχασμό- λαμβάνουν οικονομική ενίσχυση από την Ε.Ε. και επιζητούν την απελευθέρωσή τους από την ρωσική ηγεμονία.
Η μεγάλη πρόκληση, επομένως, είναι να καταφέρει η Ε.Ε. ως σύνολο να έχει μια κοινή στάση στις σχέσεις της με την Ρωσία. Το σύνθημα «Ενότητα μέσα στην Διαφορετικότητα» σημαίνει ακριβώς ότι πρέπει στην Ευρώπη να υπάρχει ένας πλούτος απόψεων που επιτρέπει τους ελιγμούς και τον χειρισμό αυτών των θεμάτων.
Το πρώτο που απαιτείται είναι να μην συμβιβαστεί με τις προτεραιότητες των ΗΠΑ αλλά ούτε να υποκύψει στην ρωσική διπλωματική και οικονομική πίεση.
Αποτελεί –κατά την γνώμη μας- ευκαιρία για την Ε.Ε. το να επιτύχει μια εναρμονισμένη θέση έναντι της Ρωσίας και σε αυτό είναι θετική η συνεισφορά των ΗΠΑ.
Κάθε ένα από τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη πιστεύει ότι κατέχει τον ρόλο-κλειδί στην θέσπιση των κανόνων του παιχνιδιού.
Σε επίπεδο στρατηγικής, η Ρωσία οραματίζεται την συνεργασία της με την Ε.Ε. με βάση τις παραδοσιακές πρακτικές διεθνούς συνεργασίας, ως συνεργασία μεταξύ ίσων, αντιλαμβανόμενη εαυτήν ως ισχυρή δύναμη. Δεν επιθυμεί την παρέμβαση της Ε.Ε. στην εσωτερική της πολιτική την οποία διακρίνει από την εξωτερική πολιτική –άρα, δεν μπορεί να συμμετάσχει σε κοινή πολιτική σε θέματα ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής πέρα από κάποιο βαθμό.
Αλλά και αν αυτή η συνεργασία ήταν εφικτή –αν γίνονταν δηλ. μεταρρυθμίσεις στην Ρωσία προς την εκπλήρωση του κοινοτικού κεκτημένου σε θέματα δημοκρατίας- η Ε.Ε. δεν έχει η ίδια κοινή εξωτερική πολιτική και απέχει από την άσκηση πολιτικής ισχύος, ως υπερδύναμη στο διεθνές πεδίο. Η στρατηγική, επομένως, της Ε.Ε. πρέπει να κινηθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες και να καταφέρει να συμβιβάσει σε ένα μοντέλο τις δύο συλλήψεις της στρατηγικής συνεργασίας, ώστε αυτή να είναι ταυτόχρονα και ισότιμη και προνομιούχος. Αυτό είναι αναγκαίο, δεδομένου ότι ο όρος «προνομιούχος συνεργασία» έχει εφευρεθεί στις Βρυξέλλες ακριβώς για να περιγράψει την σχέση της Ε.Ε. με ένα κράτος που βρίσκεται ένα στάδιο πριν από την προσχώρηση στην Ε.Ε. αλλά δεν εντάσσεται σε αυτήν.
Οι ΗΠΑ θεωρούν αυτή την «στρατηγική συνεργασία» ως προσπάθεια της Ε.Ε. να περιορίσει την επιρροή τους στον κόσμο και αντιμετωπίζουν την προσπάθειά της για διάλογο με την Ρωσία ως ένδειξη ότι η Ε.Ε. τις συναγωνίζεται σε στρατηγικό επίπεδο.
Εδώ εισέρχεται στην ανάλυση ο ρόλος του ΝΑΤΟ, το οποίο με την αντιπυραυλική ασπίδα και με την επέκτασή του στην Ανατολική Ευρώπη αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου μπορεί να αναλάβει αυτό την ευθύνη. Δεν είναι, όμως, δεδομένη η έκβαση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των τριών πλευρών ώστε να μπορέσει το ΝΑΤΟ να καλύψει τα κενά στην στρατηγική της Ε.Ε. και της Ρωσίας.
Υπάρχει, πάντως, στην στάση της Ευρώπης απέναντι στις ΗΠΑ μια αντινομία που προκαλεί εντύπωση: η Ε.Ε. έως πρόσφατα υποστήριζε την αποτροπή έναντι της πρόληψης των επιθέσεων από εχθρικά κράτη αλλά αυτό είναι ένα δείγμα ασυνέπειας σε σχέση με τον σκεπτικισμό που υπάρχει σε πολλά κράτη της Ε.Ε. που –και λόγω αντιαμερικανισμού- δεν επιθυμούν την διασπορά των πυρηνικών ή συμβατικών όπλων. Τελικά, όμως, μπορεί να ειπωθεί ότι η πρόληψη είναι η καλύτερη αποτροπή διότι η αντιπυραυλική άμυνα προλαμβάνει τις επιθέσεις με πυραύλους κατά των ευρωπαϊκών εδαφών -και αυτό είναι ο ορισμός της έννοιας της αποτροπής.
Από την άλλη πλευρά, η Ε.Ε. θα πρέπει και αυτή να επανεκτιμήσει τις διεθνείς απειλές εναντίον της, σύμφωνα με τις απαιτήσεις περί κοινής αμυντικής πολιτικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια κοινή ευρωπαϊκή θέση θα αντιβαίνει την θέση των ΗΠΑ ούτε ότι θα υπάρχουν διαφοροποιήσεις ή έλλειψη διαφορών από αυτές.
Το εναλλακτικό σενάριο, εάν δεν υπάρξει συναίνεση ΗΠΑ και Ε.Ε. για περαιτέρω πρόοδο των διατλαντικών σχέσεων, είναι να αποσύρουν την υποστήριξή τους προς την αντι-πυραυλική ασπίδα η Γαλλία και η Γερμανία, οπότε το χάσμα στην Ε.Ε. θα διευρυνθεί.
Η Ε.Ε. πρέπει να αντιμετωπίσει και το ενδεχόμενο να έχει απέναντί της τις ΗΠΑ, την Ρωσία αλλά και την Κίνα ελεύθερες να συγκροτούν άνευ δεσμεύσεων από Συνθήκες τις πυρηνικές τους δυνάμεις.
Η σχέση της Ε.Ε. με την Ρωσία, βέβαια, συνδέεται και με το ερώτημα εάν η Ευρώπη θα μετατραπεί σε ένα κλειστό φρούριο ή εάν, στα πλαίσια της συνοριακής της πολιτικής, θα επιδιώξει την υλοποίηση σχημάτων συνεργασίας και σταθερότητας με τα κράτη που βρίσκονται στην περιφέρειά της –όπως η Ρωσία- μέσω συμφώνων σταθερότητας και συνεργασίας.
Επί του προκειμένου, αυτό που πρέπει να γίνει άμεσα για να αντιμετωπιστούν οι όποιες ανησυχίες εκ των προτέρων –και ίσως σε αυτό βοηθήσει η απόσυρση Μπους από την προεδρία των ΗΠΑ και η μετάβαση Πούτιν στην πρωθυπουργία της Ρωσίας- είναι να αυξηθεί έντεχνα το κύρος της Ρωσίας σε διπλωματικό και στρατηγικό επίπεδο και από την Ε.Ε. και από τις ΗΠΑ ώστε να μην χάσει το Κρεμλίνο την θετική του εικόνα και απομακρυνθεί από την Δύση.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει βασίμως ότι η πολυφωνία και οι αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις εντός της Ε.Ε. ως προς την λήψη αποφάσεων για την ΚΕΠΠΑ είναι αυτές που εμποδίζουν την συνεργασία Ε.Ε.-Ρωσίας. Αυτές οι δυσαρμονίες ενισχύουν την αμερικανική ηγεμονία στην Ευρώπη.
Στην διπλωματική κονίστρα, εκείνο που διακυβεύεται είναι ότι ο κατ’ εξακολούθησιν αποκλεισμός της Ρωσίας από την ένταξη στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ κινδυνεύει -στον νέο κόσμο που διαμορφώνεται- να την αποθαρρύνει από την Δύση και να την ενθαρρύνει, αντιθέτως, ώστε να στραφεί περισσότερο προς την Κεντρική Ασία.
Παράλληλα, αυτό για την Ε.Ε. σημαίνει ότι αν η Ρωσία σε συνεργασία με την Κίνα αναλάβουν την κυριαρχία στον ευρασιατικό χώρο, τότε η Ε.Ε. θα συνεχίσει να εξαρτάται από τις ΗΠΑ.
Κατά την γνώμη μας, η Ε.Ε. πρέπει να ακολουθήσει με την Ρωσία όλα τα βήματα που έκανε και με κάθε άλλο κράτος που εντάχθηκε σε αυτήν. Πρωτίστως, να θεσμοθετήσει τις στενές σχέσεις με την Ρωσία και κατόπιν να την εντάξει στα υπόλοιπα πλαίσια πολιτικής (όπως, πιθανόν, η κατάρτιση «κοινοτικών πλαισίων» ή «ταμείων συνοχής») ώστε τα οφέλη από την στρατηγική συνεργασία να διαχυθούν και προς τους πολίτες της Ρωσίας στο εσωτερικό και όχι μόνο προς την ελίτ.
Είναι σημαντικό να ανανεωθεί ο θεσμικός διάλογος μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας. Τα οικονομικά ανταλλάγματα προς την Ρωσία –όπως η ένταξη στους δυτικούς, οικονομικούς θεσμούς- θα πρέπει να δίνονται, όμως, εφόσον στο εσωτερικό της θα προχωρά προς την κατάργηση της αυταρχικής πολιτικής. Η Ρωσία, ωστόσο, δεν φαίνεται διατεθειμένη να ενταχθεί στην Ε.Ε. και για τον λόγο αυτό δεν προχωρά σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, θα πρέπει και αυτή να προχωρήσει πέρα από την ρητορική επιδοκιμασία της ΚΕΠΠΑ –που την βλέπει ως αντίβαρο στο ΝΑΤΟ- και να προβεί σε πράξεις που να υποστηρίζουν ενεργά την πρωτοβουλία για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα ακόμη και όταν ζητείται η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ Ε.Ε. και ΝΑΤΟ.
Η πολιτική της θα εξαρτηθεί κυρίως από την αλληλεπίδραση μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ στην ευρωατλαντική σχέση έτσι ώστε να λάβει και αυτή την κατάλληλη θέση εντός του συστήματος της διατλαντικής ασφάλειας. Όπως και αν εξελιχθεί η ευρωατλαντική σχέση, η αλλαγή και η προσαρμογή της υφιστάμενης πολιτικής της Ρωσίας θα είναι το βασικό προαπαιτούμενο. Δεν πρόκειται –κατά την γνώμη μας- να θιγεί ο στρατηγικός σκοπός της Ρωσίας για συνεργασία με την Δύση. H Ε.Ε. αναζητεί την επίτευξη μιας «στρατηγικής συνεργασίας» με την Ρωσία και παραμένει έτοιμη να λησμονήσει αρκετά «καυτά» ζητήματα για να πετύχει αυτό τον στόχο, που συμβολικά περιγράφεται ως το χτίσιμο μιας Ευρώπης από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια.
Άρα, το ερώτημα για το μέλλον είναι πώς θα συνταιριάξει η ρωσική εξωτερική πολιτική με το μεταβαλλόμενο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων.
Κατά την γνώμη μας, οι διαφορές μεταξύ των κρατών της Ε.Ε. ως προς την αμυντική ασπίδα δεν θα μειώσουν πιθανόν τις εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ προς την Ευρώπη αλλά θα επαυξήσουν τους παραδοσιακούς δεσμούς συνεργασίας τους, ειδικά αν η Ε.Ε. διευρύνει την στρατηγική της προοπτική και αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις εκτός των συνόρων της (Μέση Ανατολή ή Ασία). Αυτό είναι, άλλωστε, και το πάγιο ζητούμενο μέσω της ΚΕΠΠΑ. Οι εκδηλωθείσες διαφωνίες σε στρατηγικά θέματα αισθήματος ασφαλείας είναι η ισχυρή πλευρά της σχέσης Ε.Ε.-ΗΠΑ που θα συντελέσει στην υπερπήδηση των εμποδίων μελλοντικά.




ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η συμβατική σοφία υποστηρίζει ότι οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Ε.Ε. στον μεταπολεμικό κόσμο στηρίζονται στην ύπαρξη κοινών αξιών και κοινών συμφερόντων. Τυπικά, πάνω σε αυτά τα κοινά ιδεώδη οικοδομήθηκε η Ατλαντική Συμμαχία, το ΝΑΤΟ. Αν, όμως, η οικοδόμηση της ΕυρωΑτλαντικής Συμμαχίας έγινε πάνω στις αξίες της δημοκρατίας και των αρχών, αυτό ακριβώς είναι που απειλήθηκε στην σχέση ΗΠΑ-Ε.Ε. με την σύγκρουσή τους μετά την 11/9 για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και των εχθρικών κρατών.
Αυτή η κρίση αποτέλεσε κρίσιμη δοκιμασία για τον ευρωατλαντικό δεσμό και απέδειξε την βασιμότητα των επιφυλάξεων που έχουν διατυπωθεί για την συμπόρευση της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ. Πράγματι, όπως είδαμε, η στρατηγική της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας διαφοροποιήθηκε από τις ΗΠΑ και δημιούργησε διπλωματικές αλλά και ουσιαστικές εντάσεις που οδήγησαν στην καθυστέρηση αντιμετώπισης πολλών ζητημάτων μεταξύ των δύο συμμάχων. Η «σφήνα» της Ρωσίας στις σχέσεις αυτές επεξέτεινε την δυσφορία των ΗΠΑ, οι οποίες κατέφυγαν στον χειρισμό του όπλου της «ασπίδας» του ΝΑΤΟ ως μέσου πίεσης για να αναγκάσουν την Ε.Ε. να επιλέξει μεταξύ αυτής και της Ρωσίας.
Ταυτόχρονα, πρέπει –για την σωστή εκτίμηση του συνόλου της εργασίας μας- να ληφθεί υπόψιν ότι ουσιαστικά το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ -που είναι η βάση για την συλλογική του άμυνα- όχι μόνο έμενε ανενεργό έως την 11/9 αλλά μέχρι και σήμερα δεν έχει τεθεί σε ισχύ προκειμένου το ΝΑΤΟ να προστατεύσει ένα κράτος της Ε.Ε..
Το πρώτο, λοιπόν, πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αυτή την στιγμή οι ευρωατλαντικές σχέσεις στρατηγικά και διπλωματικά είναι ότι ακριβώς επειδή δεν καλύπτεται από την αμυντική θωράκιση των ΗΠΑ το σύνολο της Ευρώπης και αποκλείεται η Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη, άρα επηρεάζεται το αδιαίρετο της διατλαντικής ασφάλειας.
Διαπιστώθηκε στην πορεία της μελέτης ότι η Ε.Ε. έχει πρόβλημα συντονισμού με το ΝΑΤΟ και ότι υπάρχει κυρίως πρόβλημα πολιτικού συντονισμού στη λειτουργία αυτών των δύο οργανισμών: η διεύρυνση της Ε.Ε. προηγήθηκε της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και έθεσε το αμφιλεγόμενο δίλημμα πώς θα μπορούσε η Ε.Ε. ταυτόχρονα να εγγυάται την ασφάλεια των μελών της που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ ενώ το ΝΑΤΟ θα εγγυάτο παράλληλα την ακεραιότητα της Ε.Ε.
Από την μελέτη της πολιτικής της Ε.Ε επί του θέματος έχει προκύψει ότι η θέση της μπορεί να περιγραφεί ως εξής: αφενός η Ε.Ε. δεν αποτελεί αμυντική συμμαχία όπως το ΝΑΤΟ αλλά αφετέρου έχει, ωστόσο, πολιτική εξωτερικής ασφάλειας υπό τον περιορισμό ότι για θέματα ασφάλειας εξακολουθούν να είναι υπεύθυνα τα κράτη.
Το πρόβλημα δυσχεραίνεται περαιτέρω διότι μετά την απόρριψη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος το ζήτημα της άμυνας δεν εμπίπτει στις διατάξεις περί «κοινής πολιτικής» αλλά παραμένει στην κυριαρχία των εθνικών κρατών.
Ένα από τα κύρια συμπεράσματα της εργασίας μας είναι, πάντως, ότι ΗΠΑ, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ συμπίπτουν στον κοινό τόπο της λεγόμενης «συνολικής, ενιαίας και αδιαίρετης ασφάλειας», όρο που προήλθε από την πρόταση του αμερικανού υπουργού Αμύνης Ρόμπερτ Γκέϊτς προς την Ρωσία για την συμμετοχή της στην πυραυλική άμυνα της Ευρώπης.
Όπως προέκυψε από την διερεύνηση του ζητήματος που έγινε κατά την διάρκεια της μελέτης μας, η τοποθέτηση αυτή –με την οποία συντάσσονται και οι γ.γ. του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.- εκφράζει την συνολικότερη άποψη της αμερικανικής κυβέρνησης για το θέμα της ευρωπαϊκής ασφάλειας: η φράση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Daniel Fried (υπεύθυνου για θέματα Ευρώπης και των νέων, ανεξάρτητων δημοκρατιών της Ρωσίας) ο οποίος μιλά περί της «λογικής της ασφάλειας - security rationale» είναι εύγλωττη.
Γενικά, προκύπτει ότι οι ΗΠΑ θεωρούν ότι η διατλαντική ασφάλεια είναι αδιαίρετη και υποστηρίζουν ότι αν η Ευρώπη δεν είναι ασφαλής, τότε δεν είναι ασφαλής ούτε η Αμερική. Έχουν την άποψη ότι δεν μπορεί η αμερικανική ασφάλεια να αποκοπεί από αυτήν του ΝΑΤΟ και επιζητούν ένα κοινό επίπεδο προστασίας έναντι των απειλών. Επίσης, θεωρούν ότι δεν επιτρέπεται να λάβουν μονομερή ή απομονωτική στάση έναντι της ασφάλειας.
Πρέπει, επίσης, να λάβουμε υπόψιν μας ότι το αμερικανικό σχέδιο για το «Εθνικό Αντιπυραυλικό Σύστημα» στην Ευρώπη συνδέεται με το Αντιπυραυλικό Σύστημα «Αιγίς» που προτείνεται τώρα από τις ΗΠΑ για την άμυνα του ΝΑΤΟ και της Ευρώπης και αυτό με την σειρά του συνδέεται άμεσα με τον πυλώνα της ΚΕΠΠΑ, δηλ. της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Άμυνας της Ε.Ε.
Εκτός από την ΚΕΠΠΑ, το θέμα της αντιπυραυλικής ασπίδας συνδέεται ταυτόχρονα με την ΚΕΠΠΑ και την ευρωπαϊκή άμυνα διότι το πρώτο που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι πως όταν αναφέρεται κανείς σε κοινή ευρωπαϊκή άμυνα σε μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά εννοεί μια κοινότητα έρευνας, ανάπτυξης τεχνογνωσίας και τεχνολογίας, παραγωγής και διανομής οπλικών συστημάτων με σκοπό την προστασία της ευρωπαϊκής επικράτειας. Και εκεί η σύγκριση πρέπει να γίνεται τόσο με τις ΗΠΑ (που, οπωσδήποτε, υπερέχουν) όσο και με την Ρωσία.
Όπως είδαμε, η ανάγκη προστασίας και άμυνας από την τρομοκρατία, τα κράτη-παρίες ή τα εχθρικά κράτη –όποιον όρο κι αν επιλέξει κανείς να χρησιμοποιεί- διογκώθηκε μετά τα γεγονότα της 11/9 ενώ η διφορούμενη στάση της Ρωσίας απέναντι στο θέμα της προφύλαξης από τις «ασύμμετρες απειλές» προκάλεσε τριβές ως προς την κοινή αντιμετώπιση των προκλήσεων.
Οι μεταβολές που σημειώθηκαν έκτοτε σε ΗΠΑ και Ε.Ε. επηρεάζουν σοβαρά ολόκληρο το σύστημα των διατλαντικών σχέσεων. Υπάρχουν, ασφαλώς, μια σειρά θεμάτων που εξακολουθούν σήμερα να χωρίζουν τις ακολουθητέες πολιτικές στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ενώ στο μέλλον θα προστεθούν και διαφορετικές πτυχές ή απόψεις σε θέματα ισχύος, συμμαχιών, θεσμών. Αυτές οι μεταβολές αναμφισβήτητα θα επηρεάσουν την εξωτερική πολιτική τόσο των ΗΠΑ και της Ε.Ε. όσο και της Ρωσίας ως ενός σημαντικού παίκτη στο διεθνές πεδίο.
Αυτό που πρέπει από την πορεία της μελέτης μας να έχει καταδειχθεί είναι ότι η κατάσταση που διαμορφώνεται μέσα από τους συσχετισμούς ισχύος δεν είναι μονοδιάστατη αλλά πολυδιάστατη, έστω κι αν μια μόνο υπερδύναμη κυριαρχεί. Άλλωστε, μια ήπειρος -όπως και μια χώρα- πληρώνει πάντα το αντίτιμο των επιλογών της: η Ε.Ε. μπορεί να αξιοποιήσει την πολιτική και στρατηγική υπεροχή των ΗΠΑ αλλά και την ενεργειακή ισχύ της Ρωσίας με σκοπό το οικονομικό όφελος .
Για να συνοψίσουμε: Το θέμα γύρω από το οποίο επικεντρώνεται η διαμάχη είναι η ανάπτυξη του στρατιωτικού εξοπλισμού των ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ στα εδάφη της Ευρώπης. Μια τέτοια εξέλιξη ενδεχομένως να προκαλέσει την είσοδο της Ρωσίας σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών. Η Ευρώπη δεν έχει κανένα συμφέρον να γίνει κάτι τέτοιο και να ξεκινήσει νέος γύρος αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Μέσα σε αυτό ακριβώς το κλίμα πρέπει να επιβεβαιωθεί η συνεργασία μεταξύ της Ε.Ε. και της Ρωσίας. Και για να συμβεί αυτό, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει η εκούσια βούληση και συναίνεση της Ρωσίας. Το απαραίτητο στάδιο προς την κατεύθυνση αυτή είναι να χειραφετηθεί η Ευρώπη από τον εναγκαλισμό των ΗΠΑ και να επανασταθμίσει την σχέση της με τις ΗΠΑ.
Από την άλλη πλευρά, είναι σημαντικό να μπορέσει η Ε.Ε. να απεμπλακεί πλήρως από τις Συμπληγάδες του πολέμου κατά της τρομοκρατίας: η εξίσωση που πρέπει να λύσει έχει σχέση με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ αξιοποιούν την έννοια του πολέμου κατά της τρομοκρατίας για να στραφούν κατά των εχθρικών -για αυτές- κρατών ενώ η Ρωσία αξιοποιεί τον ίδιο αυτό πόλεμο για να στραφεί εναντίον των κρατών που η ίδια θεωρεί ως εχθρικά.
Το ερώτημα είναι εάν η Ε.Ε. αντιλαμβάνεται την δυνατότητα αυτόνομης δράσης στην διαχείριση διεθνών κρίσεων ως δυνατότητα δράσης μόνο εκεί που δεν αναλαμβάνει ρόλο το ΝΑΤΟ ή όχι. Και, επίσης, το κρίσιμο σημείο είναι εάν αυτό θα γίνεται με την προηγούμενη συναίνεση του Ο.Η.Ε. όπως επιθυμούν οι Ευρωπαίοι ή παρακάμπτοντας τον Ο.Η.Ε. όπως επιθυμούν οι ΗΠΑ.
Η συνολική εικόνα που αναδύεται, πάντως, είναι ότι η Ε.Ε. δεν θα μπορέσει τελικά να αποκτήσει την στρατηγική της αυτονομία έναντι των ΗΠΑ, ύστερα από την λειτουργία της ασπίδας. Μόνο σε κάποιες ειρηνευτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό θα συμμετέχει ενώ το ζήτημα του Ευρωστρατού φαίνεται να παραγκωνίζεται κάτω από την αμερικανική πρωτοκαθεδρία στο στρατηγικό πεδίο. Η ΚΕΠΠΑ φαίνεται –μετά την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος- να μένει ανολοκλήρωτη.
Μια συμβιβαστική πρόταση έχει υποβληθεί ήδη –σε ανύποπτο χρόνο - και εστιάζεται στην προοπτική επίλυσης της όλης διαμάχης κατά τρόπο ώστε η Ε.Ε. να αποδεχθεί την αντιπυραυλική ασπίδα και σε αντάλλαγμα οι ΗΠΑ να ικανοποιήσουν το αίτημα για την δημιουργία ευρωάμυνας.
Η πρόβλεψη για το μέλλον είναι, πάντως, ότι η ενότητα της ευρωατλαντικής σχέσεως δεν θα διαρραγεί αλλά θα ενισχυθεί καθώς αυξάνεται η παγκοσμιοποίηση διεθνώς. Ο κύριος λόγος που ωθεί προς την κατεύθυνση αυτή είναι ακριβώς οι κοινές απειλές που αντιμετωπίζουν διαχρονικά η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ. Στο εσωτερικό και των δύο οι πολιτικοί ηγέτες έχουν αντιληφθεί ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου ενώ, από πλευράς ΗΠΑ, είναι ευνόητο ότι μια πολιτική αλλαγή υπέρ του Δημοκρατικού Κόμματος μόνο να βελτιώσει τις σχέσεις με την Ε.Ε. μπορεί.
Οπωσδήποτε, δεν μπορεί κανείς να γυρίσει τον χρόνο πίσω στην εποχή της πλήρους συμφωνίας σε μια ευρεία γκάμα διεθνών θεμάτων αλλά μπορεί να πάρει θέση υπέρ της διατήρησης των υφισταμένων στενών σχέσεων και της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης των δύο πλευρών.
Περαιτέρω, υπέρ της σύσφιγξης των ευρωατλαντικών σχέσεων μετά την 11/9 συντείνει και το γεγονός ότι αποδείχθηκε στις ΗΠΑ ότι η εθνική τους ασφάλεια δεν μπορεί να εξαρτάται μόνον από την στρατιωτική ισχύ αλλά και από την κατανόηση και την συνεργασία με τους συμμάχους τους στην Ευρώπη.
Από την άλλη πλευρά, η Ε.Ε. έχει συμφέρον για την ενίσχυση της σχέσης της με τις ΗΠΑ ακριβώς επειδή οι στρατιωτικές δυνάμεις των περισσοτέρων κρατών-μελών της δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις πολυσύνθετες, νέες απειλές ούτε εκπληρώνουν τα βασικά κριτήρια υψηλής ασφαλείας. Οι ΗΠΑ αναμένουν πιο ενεργητική συμμετοχή από τους συμμάχους τους –ιδιαιτέρως από την Γαλλία και την Γερμανία- στα θέματα που τις απασχολούν, με κυρίαρχη την επίλυση των κρίσεων και την σταθεροποίηση στην Μέση Ανατολή. Προς το παρόν, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε ισχυρότερη θέση και αυτό τους επιτρέπει να επιλέγουν αυτές τον βαθμό προσέγγισης με την Ε.Ε. αλλά και να κινούνται μόνες τους και με ευλυγισία με ξεχωριστή πολιτική στα ζητήματα που επιθυμούν, εκτιμώντας εκ των προτέρων την αντίδραση της Ε.Ε.
Ουσιαστικά, με την έγερση αυτού του ζητήματος της προφύλαξης της Ευρώπης από τους όποιους εχθρούς της οι ΗΠΑ εξαναγκάζουν την Ε.Ε. και να αποκτήσει κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας αλλά και να κάνει την επιλογή της ως προς της στρατηγική ασφαλείας της για το μέλλον. Αντί, επομένως, το ζήτημα της αμυντικής ασπίδας του ΝΑΤΟ να αποτελέσει διαιρετικό παράγοντα για την σχέση ΗΠΑ-Ε.Ε., θα πρέπει να γίνει αντικείμενο σωστού χειρισμού και να στηρίξει την διατλαντική συνεργασία.
Εν τέλει, πραγματικά το αμερικανικό σχέδιο αντι-πυραυλικής άμυνας αφενός μπορεί να εμποδίσει την Ε.Ε. από το να γίνει ανεξάρτητος παίκτης στην εξωτερική πολιτική αλλά μπορεί και να της δώσει μια νέα ώθηση προς την εκπλήρωση αυτού του στόχου. Αυτό θα κριθεί, τελικά, από την στάση των Ανατολικών κρατών και από το εάν θα κρίνουν ότι μπορεί να εγγυηθούν την ασφάλειά τους οι ΗΠΑ ή τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΟ ΒΑΛΛΙΣΤΙΚΟ – ΠΥΡΑΥΛΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ «ΑΙΓΙΣ»

Το αμερικανικό σχέδιο για το «Εθνικό Αντιπυραυλικό Σύστημα-NMD» στην Ευρώπη συνδέεται με το Αμυντικό Βαλλιστικό-Πυραυλικό Σύστημα «Αιγίς» («Aegis Ballistic Missile Defence System ή BMD») που έχει την αρχή του στην προσπάθεια του Ναυτικού των ΗΠΑ για την δημιουργία ενός προηγμένου συστήματος με την ονομασία «Advanced Surface Missile System (ASMS) το οποίο τον Δεκέμβριο του 1969 πήρε την ονομασία «Αιγίς» (από τα αρχικά «Advanced Electronic Guidance Information System»). Στην διάρκεια του χρόνου, εξελίχθηκε στο ολοκληρωμένο μαχητικό σύστημα «Aegis Combat System» που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν από το Ναυτικό των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας της Ισπανίας και της Νορβηγίας ως ένα δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ των πλοίων τους.
Το πρόγραμμα αυτό ολοκληρώθηκε το 2005 από την πολυεθνική κοινοπραξία «Ασπίδα της Συμμαχίας – Alliance Shield» και σήμερα αποτελεί πρόγραμμα ειδικής υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ που στηρίζεται σε οπλικά συστήματα , σχεδιασμένα για να εντοπίζουν τους βαλλιστικούς πυραύλους.
Προς την κατεύθυνση εφαρμογής του προγράμματος «ΑΙΓΙΣ» συνετέλεσε και το γεγονός ότι οι υπηρεσίες του ΝΑΤΟ επιθυμούσαν να αναπτύξουν ένα σύστημα μάνατζμεντ για άμυνα των στρατευμάτων τους στα θέατρα των επιχειρήσεων που να ενοποιεί τις λειτουργίες των υπαρχόντων οπλικών του δυνάμεων TMD (PATRIOT, MEADS, SAMP-T) .
Για τον λόγο αυτό, επιπλέον, στο επίκεντρο των συζητήσεων προκειμένου να εφαρμοστεί περαιτέρω βρίσκεται και το πρόγραμμα «Active Layered Theatre Ballistic Missile Defense Program – ALTBMD» που δημιουργήθηκε για την προστασία των Συμμαχικών δυνάμεων που αναπτύσσονται εκτός της επικρατείας του ΝΑΤΟ και παρέχει πυραυλική άμυνα στο θέατρο των επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ .
Το σύστημα θέλει να το χρησιμοποιήσει το ΝΑΤΟ και να το εφαρμόσει τόσο στο ναυτικό όσο και στην αεροπορία . Αυτό το δίκτυο επικοινωνίας έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να το αξιοποιήσουν στο μέλλον η Αυστραλία και η Νότιος Κορέα.
Ο στόχος του ΝΑΤΟ είναι να έχει ενεργοποιήσει αυτό το σύστημα ως το 2010 αλλά η πλήρης λειτουργία του συστήματος έχει σχεδιαστεί από τις ΗΠΑ για μετά το 2015 και για βεληνεκές πυραύλων ως 3 χιλιόμετρα. Οι ΗΠΑ διαβλέπουν ότι υπάρχει αμυντικό κενό στην ασφάλεια του ΝΑΤΟ και θέλουν να τοποθετήσουν παγκοσμίως 54 βάσεις υποδοχής αντιβαλλιστικών πυραύλων ως το 2013.
Το σχέδιο των ΗΠΑ, σύμφωνα με την υπάρχουσα πληροφόρηση, προβλέπει την εγκατάσταση για αμυντικούς λόγους ενός αμυντικού πυραυλικού συστήματος εντοπισμού στην Τσεχία και στην Πολωνία και στο οποίο η Ρωσία θα μπορεί να πραγματοποιεί επιθεωρήσεις . Το δίκτυο θα περιλαμβάνει ένα ανιχνευτικό ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης στην περιοχή Μπέρντι της Τσεχίας -με εμβέλεια από την Τεχεράνη ως την Ουάσιγκτον- ενώ στην Πολωνία θα βρίσκεται μια υπόγεια βάση στα όρη Τάρτρα με δέκα σταθμούς/σιλό εκτόξευσης αμερικανικών πυραύλων αναχαίτισης «Πάτριοτ».
Σύμφωνα με τις ΗΠΑ, όλα αυτά ισχύουν για την περίπτωση απειλής της πυραυλικής άμυνας του ΝΑΤΟ πάνω από την Ευρώπη και μόνον για το ενδεχόμενο να δεχθεί η Ευρώπη επίθεση με ρουκέτες από τα λεγόμενα «κράτη-παρίες» .
Σύμφωνα με τις ΗΠΑ, το σύστημα που προτείνουν είναι σχεδιασμένο για να προσαρμόζεται στις απειλές που εμφανίζονται και να επιδέχεται και βελτίωση, μέσω της αντιβαλλιστικής τεχνολογίας, και στο μέλλον. Επιπλέον, αναφέρουν ότι δεν έχουν καμία επιθετική δυνατότητα και ότι οι αντιβαλλιστικοί πύραυλοι δεν φέρουν εκρηκτικές κεφαλές αλλά στηρίζονται μόνο στην κινητική τους ενέργεια. Ακόμα, δεσμεύονται ότι δεν θα τροποποιήσουν στο μέλλον τις βάσεις-σιλό.
Γενικότερα, οι ΗΠΑ επιθυμούν να συνδέσουν το δικό τους σύστημα με το σύστημα του ΝΑΤΟ και να εξασφαλίσουν την διαλειτουργικότητα (interoperability) .
Όσον αφορά τις υπόλοιπες χώρες του ΝΑΤΟ που δεν μπορεί να προστατεύσει το σύστημα των ΗΠΑ που έχει μεγάλο βεληνεκές, οι ΗΠΑ θεωρούν ότι θα χρειαστούν μικρότερα αμυντικά συστήματα, μικρού και μεσαίου βεληνεκούς που θα είναι περισσότερο «ευκίνητα» και θα μπορούν να αναπτυχθούν σχετικά γρήγορα εάν παραστεί ανάγκη.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ στο τηλ. του blog

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου