*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΟΝΙΟΣ - ΕΠΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ

Γράφει ο δημοσιογράφος Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Άρθρο στην εφημερίδα "Η ενημέρωση του γονέα"
του Δημοτικού Σχολείου Λεχαίου - φύλλο δεύτερο Απρίλιος 2003

Αποτελεί δύσκολο έργο, εν έτει 2003, να πρέπει κανείς να συμπυκνώσει σε ένα λιτό και συνεκτικό κείμενο -και μάλιστα, το δίχως άλλο, με λακωνικό τρόπο- όλες εκείνες τις μεθόδους που θα όφειλε υπό ιδανικές συνθήκες να ακολουθήσει ένας σύγχρονος γονιός για να θεωρηθεί πως έκανε ό,τι είναι δυνατόν για να παράσχει όλα τα απαραίτητα εφόδια της μόρφωσης στο παιδί του.
Οι γονείς -αναγνώστες, αναγνώστριες της εφημερίδας- έχουν ασφαλώς ιδία άποψη για τις οικονομικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν στην σημερινή Ελλάδα για να βοηθήσουν έστω επαρκώς την μορφωτική ανάπτυξη αγοριών και κοριτσιών που μεγαλώνουν στην περιφέρεια των μεγάλων αστικών κέντρων.
Πρέπει, ωστόσο, να δει κανείς και τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν για τους νέους και τις νέες της επαρχίας, ειδικά όταν οι "γέφυρες" με την επικοινωνία και την αμφίδρομη μεταφορά ανθρώπων και εκπαιδευτικών μέσων έχουν πολλαπλασιαστεί με τόσο μεγάλη πρόοδο.
Μακριά από την "λίγδα" της Αθήνας και από τα ματαιόδοξα και απατηλά φώτα της πόλης, στον καθαρό αέρα της εξοχής, οπωσδήποτε οι ψυχές των ανθρώπων είναι πιο κοντά σε σύγκριση με τις κεραίες της TV.
Είναι, όμως, τρομακτικά δύσκολο να κρατά κάθε γονιός μέσα του καθαρές και διακριτές τις έννοιες της κοινωνικής συμβίωσης όταν στο "Παγκόσμιο Χωριό" του 21ου αιώνα έχει επικρατήσει η "Νέα Γλώσσα-Newspeak" του Μεγάλου Αδελφού: η Αλήθεια μετατρέπεται σε "Ψέμα", ο Πόλεμος ονομάζεται "Ειρήνη", η Σκλαβιά βαπτίζεται "Ασφάλεια" και "Ελευθερία"!
Πώς να αντιδράσει ο καθένας μας όταν, προκειμένου να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, κινδυνεύει να χάσει τα προνόμια που παρέχει η σύγχρονη "φάρμα των ζώων", όταν κινδυνεύει όχι μόνο να χάσει τα αίσθημα τάξης και ασφάλειας που του προσφέρει μέσα σε ελεγχόμενες "κλιματιστικές" συνθήκες "εγκιβωτισμού" ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος αλλά και να διακυβεύσει το ενδεχόμενο να υποστεί οικονομικές και κοινωνικές κυρώσεις "διότι δεν συνεμορφώθη προς τις υποδείξεις";
Νομίζω ακράδαντα πως η μόνη απάντηση που αξίζει να δίνει κάθε γονιός είναι ότι η Μόρφωση (και όχι η Άγνοια) είναι η Δύναμη, η δεξιότητα εκείνη που οφείλει να κληροδοτήσει στους απόγόνους του.
Σε μιαν εποχή που η Εικόνα έχει μετατραπεί σε Θεότητα και τα βιβλία που ομορφαίνουν την αισθητική μας άποψη οδηγούνται σιωπηρά στην πυρά, η μόνη επιλογή του σύγχρονου πατέρα και της σύγχρονης μητέρας είναι να μεταδώσει ηθικές αξίες και γερές αρχές στα παιδιά του: και μετά ας αποφασίσουν κατά συνείδηση, ελευθέρως, για την ζωή τους.
Ο γονιός οφείλει, όμως, να απαντήσει πρωτίστως (από την στιγμή που έφερε ένα παιδί στον κόσμο- ή περισσότερα) εάν θέλει να το μετατρέψει σε ένα ακόμη ελεγχόμενο εξάρτημα στα γρανάζια της Μητρόπολης των Σύγχρονων Καιρών ή να του μεταφέρει όλες εκείνες τις δεξιότητες που θα διατηρήσουν στον γιο ή στην κόρη του την ιδιότητα της Ανθρωπιάς.
Εάν η απάντηση των γονιών είναι η δεύτερη άποψη (αυτή που αντιστρατεύεται την επιδίωξη μιας άγαρμπης, τυπικής δουλειάς και το κυνήγι του χρήματος από συνήθεια λόγω της επανάληψης από την άρχουσα τάξη των ΜΜΕ) τότε θα έπρεπε να έχει κανείς απλά υπ' όψιν του ορισμένες καίριες επισημάνσεις.
Κατ' αρχάς, ότι δεν είναι η ποσότητα αλλά η ποιότητα της μόρφωσης που καθορίζει την νοητική ανάπτυξη ενός νέου, και ειδικά στα πρώτα χρόνια της εφηβείας όταν η επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος είναι καθοριστική.
Δεύτερον, ότι το παράδειγμα ενός γονιού που -σε αντίθεση με όσα ρητορικώς λέει- στην πράξη επιδιώκει μόνο τα λεφτά, κυνηγάει πάση θυσία το κέρδος, υβρίζει, καπνίζει, φέρεται αρνητικά ή δεν σέβεται τους συνανθρώπους του μάλλον τελικά λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, όχι ως παράδειγμα προς αποφυγή αλλά προς μίμηση.
Άλλο ένα παράδειγμα αρνητικής επιρροής αποτελεί η τηλεόραση.
Η καλή χρήση της TV είναι καθήκον του γονιού. Πρέπει να επιλέγει τα προγράμματα που θα δουν τα παιδιά και οι έφηβοι με αυστηρά ποιοτικά κριτήρια και, επιπλέον, να εκπαιδεύσει στην παρακολούθηση επιμορφωτικών εκπομπών σε όλο το φάσμα των τομέων της ζωής (από τα ντοκιμανταίρ ως το καλλιτεχνικό πατινάζ και από τα αθλητικά ως τις κινηματογραφικές ταινίες). Να διαλέγει τα καλύτερα και, εάν δεν υπάρχουν, να μάθει ότι η καλύτερη εφεύρεση είναι αυτή του διακόπτη που κλείνει την TV.
Απαραίτητη είναι η καλλιέργεια της αίσθησης της μουσικής στους νέους: εάν δεν υπάρχουβ χρήματα για CD ή δίσκους, υπάρχει και το Ελληνικό Ραδιόφωνο. Όποιος ψάχνει, βρίσκει την ποιότητα (προσοχή: η ποιότητα δεν βρίσκεται στην τεχνολογία ούτε π.χ. στα DVD αλλά στην λογοτεχνία και στην ηθική πλευρά της επιστήμης).
Η ανάγνωση μιας εφημερίδας καθημερινά είναι αναγκαία συνθήκη για την επιμόρφωση του νέου. Και δεν θα πρέπει να θεωρείται περιττό έξοδο ο εφοδιασμός με προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή εφόσον δεν μπερδεύεται το κομπιούτερ, ειδικά εάν είναι "υπολογιστής", με τον άνθρωπο.
Από τη εφημερίδα, που θα χρησιμεύει ως εφαλτήριο, ο νέος θα εντοπίζει τα ονόματα ή τις ανακαλύψεις που τον ενδιαφέρουν και μετά θα χρησιμοποιεί τις Βάσεις Αναζήτησης του Internet.
Ας προσπαθήσει, λοιπόν, ο γονιός να βοηθήσει στα θέματα παιδείας καλύπτοντας τα κενά και τις αγένειες της κρατικής εκπαίδευσης -εφαρμόζοντας, που λέει ο λόγος, το πρόγραμμα ΕΣΥ στην κυριολεξία του- και ας πληροφορήσει τα παιδιά του για τα μεγάλα ζητήματα Αισθητικής, Μουσικής, Ζωγραφικής, Τεχνών, Ιστορίας που δεν θίγει το σχολείο.
Σε μιαν εποχή που τα βιβλία "καίγονται", καθήκον του γονιού είναι -ακόμη και εδώ, στην περιοχή των Λέξεων, στο Λέχαιον, ή μάλλον κυρίως εδώ- να εμπλουτίσει τις πηγές γνώσης της νεολαίας.
Με οικονομίες που εύκολα μπορούν να γίνουν (ας μειώσουν οι γονείς για λίγο τα προσωπικά τους πάθη, ας μειώσουν την υπερκατανάλωση των νοικοκυριών, ας θυσιάσουν λίγο από τον εφησυχασμό, την χλιδή και την υπερπολυτέλεια) η κάθε οικογένεια θα έπρεπε να διοχετεύσει το όφελος ώστε να αποκτήσει ορισμένους λογοτεχνικούς θησαυρούς.
Εάν επισκεφθούν οι γονείς ένα βιβλιοπωλείο αντί του super market, θα γεμίσουν τσάντες με ένα μόνο βιβλίο από κάθε μεγάλο συγγραφέα ή ποιητή.
Αρκεί αυτό!
Και, ας προσέξουν, να υπάρχει και ένα βιογραφικό σημείωμα για να ξέρει το παιδί από ποιόν συγγραφέα εμπνέεται και να ψάξει κατόπιν για συνδεόμενες πληροφορίες ή να γράψει και να μελετήσει ή να κάνει κάποιαν εργασία το ίδιο.
Ανθολογώ υποτυπωδώς: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, Τόμας και Κλάους Μανν, Σιμόν Βέϊλ, Χόρχε Λούϊς Μπόρχες, Έρνεστ Χέμινγουαίη, Λέων Τολστόϊ, Χέρμαν Έσσε, Χόρχε Σεμπρούν, Οκτάβιο Παζ, Τζακ Λόντον, Μαξίμ Γκόρκι, Αλμπέρ Καμύ, Τζων Στάϊνμπεκ, Φρήντριχ Νίτσε, Ιούλιο Βερν, Ερνέστο Σάμπατο, Ζόρζε Αμάντο.
Υπάρχουν, ακόμη, και θεατρικοί συγγραφείς, δοκίμια, κείμενα τέχνης από καλλιτέχνες και, βέβαια, οι Έλληνες Καβάφης, Παλαμάς, Καζαντζάκης, Ελύτης και Ρίτσος.

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ - RISORGIMENTO

Η Δημιουργία του Ιταλικού κράτους υπό την οπτική του Γκράμσι

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Μάζα, Ιδεολογία και εξουσία στο «Risorgimento» του Αντόνιο Γκράμσι
2. Το «Risorgimento»
3. Τα Ιστορικά Στοιχεία
Ηγεμονία
Ιδεολογία
4. Ο ρόλος των διανοούμενων
5. Η κουλτούρα της εργατικής τάξης
6. Πολιτική Κοινωνία & Κοινωνία των Πολιτών
7. Συμπεράσματα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Γκράμσι παρεμβαίνει, ως ενεργός μαρξιστής, στο πολιτικό φάσμα της Ιταλίας στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ξεκινώντας από τα κείμενά του στο Ordine Nuovo και καταλήγοντας στην ανάληψη της ηγεσίας του Ιταλικού Κ.Κ.
Οι αναλύσεις του για το μετασχηματισμό της αστικής κοινωνίας από την ανταγωνιστική μορφή κεφαλαίου στην μονοπωλιακή, με όλες εκείνες τις συνέπειες που συνόδευσαν αυτήν την αλλαγή στην Ιταλική κοινωνία, διακρίνονται αρκετά καθαρά στην κρίσιμη ιστορική περίοδο του 1920.  Ο Γκράμσι προσπαθεί να αναλύσει την οργανική κρίση του κράτους και να υποδείξει που βρίσκεται το αδύνατο σημείο των κυρίαρχων τάξεων στο να οργανώνουν την ηγεμονία.
Οι διαφορές μεταξύ Βόρειου και Νότιου τμήματος, ή ανάμεσα στις βιομηχανικά προηγμένες και μη περιοχές της χώρας1 εξηγούν τις μεγάλες δυσκολίες που οι αστοί είχαν να αντιμετωπίσουν, με σκοπό να συντονίσουν ιδεολογικά, σε εθνικό επίπεδο, τους διανοούμενους της Νότιας οπισθοδρομικής Ιταλίας για να ακολουθήσουν το πρότυπο ανάπτυξης των Βόρειων βιομηχανικών κέντρων. Αλλά, εφόσον αυτές οι ομάδες διανοουμένων, με την επικράτηση της καθολικής εκκλησίας ήταν ομάδες υποδεέστερες σε σύγκριση με εκείνες στον προηγμένο βιομηχανικά Βορρά, οι οποίες φέρουν τις κατ’ εξοχήν νέες φιλελεύθερες ιδέες του διαφωτισμού, η οργανική κρίση του κράτους ήταν αναπόφευκτη2.
Η Ιταλία βρισκόταν στο ιστορικό της μεταίχμιο: είτε οι εργατικές τάξεις θα κινούντο μπροστά για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, είτε οι δυνάμεις της αντίδρασης θα κέρδιζαν με βίαιο τρόπο. Εάν οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούσαν να ενωθούν και να παίξουν ηγεμονικό ρόλο, θα ήταν δυνατό να υπερισχύσουν των άλλων δυνάμεων και να συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Εάν προέκυπτε το αντίθετο, ο καπιταλισμός θα μπορούσε να υπερνικήσει την κρίση του, και σιγά-σιγά να αναδιοργανώσει την ηγεμονία του, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης είχε χαθεί. Οι αστοί επομένως θα ήταν σε θέση να επαστατικοποιήσουν την κοινωνία (παθητική επανάσταση) αναδιοργανώνοντας τα στοιχεία εκείνα που ήταν απαραίτητα σύμφωνα με το δικό τους σχέδιο3.
Από την άλλη πλευρά, η παρουσία των οργανώσεων των εργατικών τάξεων στους θεσμούς του κράτους δεν αποτελεί μια επαρκή πολιτική πράξη παρέμβασης για να αποτρέψει την αντίδραση από την κατάκτηση της εξουσίας. Θα μπορούσε να είναι επαρκής και αποτελεσματική η πολιτική παρέμβασή τους, μονάχα όταν το προλεταριάτο θα ήταν ικανό να ενώσει διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις και να προχωρήσει πάνω και πέρα από τα οικονομιστικά του συμφέροντα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για τις δυνάμεις της προόδου να δημιουργήσουν ένα εναλλακτικό ιστορικό μπλοκ συμμαχίας με στρατηγικές για ένα άλλο κράτος που θα ήταν το κράτος των εργατών4. Για αυτούς τους λόγους ο Γκράμσι ανέπτυξε την έννοια της ηγεμονίας υποδεικνύοντας: α) με ποιον τρόπο οι αστοί απόκτησαν την ηγεμονία και έλεγξαν τις λειτουργίες του κράτους και β) κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα μιας τακτικής αντι-ηγεμονίας από τις εργατικές τάξεις.
Στις αναλύσεις του κυριαρχούν δύο ζητήματα. Πρώτον, πώς οι άρχουσες τάξεις ασκούν εξουσία και ηγούνται της κοινωνίας5; Δεύτερον, πώς μπορούν οι αρχόμενοι να υπερβούν την ήδη δοσμένη από τις άρχουσες τάξεις ιδεολογία, τοποθετούμενοι σε υψηλότερο επίπεδο κατανόησης των κοινωνικών φαινομένων; Με αυτόν τον τρόπο, οι εργαζόμενες τάξεις θα μπορούσαν με το όπλο που θα τους παρεχόταν από την ορθότερη και βαθύτερη κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας, να ακολουθήσουν μια πορεία αντιπαράθεσης στην πολιτική, σε εθνικό επίπεδο. Στη συνέχεια, αυτή η δυνατότητα θα ενίσχυε τη δράση τους για την ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης.
Το κέντρο προσοχής του Γκράμσι, είναι η δύναμη των αρχουσών τάξεων να εξουσιάζουν, η οποία μπορεί να αποκτηθεί και να διατηρηθεί μέσω της δύναμης της συνείδησης και της ιδεολογίας6.Αυτό το είδος της κυριαρχίας είναι εκείνο που ο Γκράμσι αποκαλεί ηγεμονία. Η λέξη έχει σύνθετη σημασία. Από τη μια είναι ο ηγεμών που σημαίνει άρχων και από την άλλη το ρήμα άγω που σημαίνει οδηγώ ή κατευθύνω. Ο καλός αρχηγός είναι εκείνος που συνδυάζει τα παραπάνω χωρίς βίαια μέσα. Δηλαδή, εκείνος που μπορεί να καλλιεργήσει επαρκώς το έδαφος της κουλτούρας.
Η ερμηνεία που δίνεται από τον Γκράμσι, σ’ αυτή την αποδοχή ή συναίνεση, βασίζεται στη δύναμη της συνείδησης και της ιδεολογίας. Υποστηρίζει λοιπόν ότι: «η πραγματική δύναμη του συστήματος δε βρίσκεται στη βία της άρχουσας τάξης ή στην κατασταλτική εξουσία των κρατικών του μηχανισμών, αλλά στην αποδοχή από τους αρχόμενους μιας «κόσμο-αντίληψης», η οποία ανήκει στους κυρίαρχους. Η φιλοσοφία της κυρίαρχης τάξης περνά διαμέσου ενός πλήρους ιστού σύνθετων εκλαϊκεύσεων που εμφανίζεται ως «κοινή λογική»: αυτό είναι η φιλοσοφία των μαζών, που αποδέχονται την ηθική,  τα έθιμα, την θεσμοποιημένη συμπεριφορά της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν7. Το πρόβλημα για τον Γκράμσι, όπως υποστηρίζει ο Φιόρι, είναι ο τρόπος με τον οποίο η κυρίαρχη τάξη κατάφερε να κερδίσει τη συναίνεση των εξουσιαζόμενων κοινωνικών τάξεων, και μετά να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο οι τελευταίες θα ανατρέψουν την παλιά τάξη πραγμάτων8.
Στην προσπάθειά του αυτή ο Γκράμσι εξέτασε την ιστορία της Ιταλίας, εστιάζοντας την προσοχή του στην επανάσταση του 19ου αιώνα που ονομάστηκε «RISORGIMENTO». Το «Ριζορτζιμέντο» έχει ερμηνευτεί ως ένας μετασχηματισμός, ο οποίος είχε επιτευχθεί κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα, προς βιομηχανικά πρότυπα ανάπτυξης, ως μια «επανάσταση χωρίς επανάσταση»9. Ο Γκράμσι αποκόμισε το συμπέρασμά του για την ουσία της ηγεμονίας από τις συγκρούσεις ανάμεσα στους μετριοπαθείς νέο-Γκουέλφι και τους ομοσπονδιακούς ουτοπιστές10. Εκείνες οι συγκρούσεις μπορούν να ερμηνευτούν ως ασυμφιλίωτες θέσεις αντιπαλότητας μεταξύ αστικού και φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, έχοντας την αντανάκλασή τους στο πολιτικό πεδίο στην προσπάθειά τους να κερδίσουν την πολιτική εξουσία. Υπογραμμίζει λοιπόν ότι: «η υπεροχή μιας κοινωνικής ομάδας εκδηλώνεται με δύο τρόπους, σαν «κυριαρχία» και σαν «πνευματική και ηθική ηγεσία». Μια κοινωνική ομάδα κυριαρχεί σε ανταγωνιστικές ομάδες τις οποίες τείνει να ρευστοποιήσει ή να καταστείλει ακόμη και με δυνάμεις στρατού, ηγείται δε συγγενών και συμμαχικών ομάδων. Μια κοινωνική ομάδα μπορεί και πρέπει να ασκεί «ηγεσία» πριν από την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, κατόπιν γίνεται κυρίαρχη εφόσον ασκεί εξουσία, αλλά ακόμη και όταν την κατέχει σταθερά, πρέπει να εξακολουθεί να ηγείται»11.
Μ’ άλλα λόγια, η κυριαρχία μιας κοινωνικής τάξης μπορεί να εκφραστεί με δυο τρόπους: διευθύνοντας ή οδηγώντας από τη μια, και κυριαρχώντας από την άλλη. Η σημαντική πτυχή που ο Γκράμσι αποκαλύπτει, είναι η δυνατότητα μιας τάξης να ηγηθεί της κοινωνίας πριν ακόμη η ίδια κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία. Επομένως, οι «Μετριοπαθείς» ήταν η ομάδα, η οποία είχε την ηγεσία της Ιταλικής κοινωνίας από το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, μέχρι τη δεκαετία του 1920, επειδή, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, «ήταν ήδη διανοούμενοι φυσιολογικά συμπυκνωμένοι από την οργανική φύση των σχέσεών τους στις κοινωνικές ομάδες των οποίων αποτελούσαν την ουσιαστική έκφραση»12. Η προσοχή του στρέφεται προς τους διανοούμενους και το ρόλο τους τόσο στην πολιτική όσο και στην αστική κοινωνία, ως οργανωτών της ηγεμονίας και της κοινής λογικής και γνώσης.
Στον πολιτικό χώρο, ο Γκράμσι αποκαλύπτει τη σημασία των διανοουμένων από την ανάμιξή τους ή την σύνδεσή τους με το κόμμα που ήδη ασκεί εξουσία, και τη σημασία των ρόλων τόσο των κατώτερων δημοσίων υπαλλήλων όσο και των ανώτατων αξιωματούχων του κράτους13. Εξετάζοντας την κοινωνία των ιδιωτών, όπως αποκαλεί την αστική κοινωνία, δανειζόμενος τον όρο από τον Χέγκελ, αναφέρεται στους δασκάλους, καθηγητές, δημοσιογράφους κ.ά., των οποίων ο ρόλος είναι να ασκούν μια οργανωτική λειτουργία σε πλατιά έκταση, είτε στον χώρο της παραγωγής είτε στον χώρο της κουλτούρας ή στην πολιτική διοίκηση14.
Οι διανοούμενοι, στη γκραμσιανή ανάλυση, διαιρούνται σε δυο βασικές κατηγορίες: τους οργανικούς και τους παραδοσιακούς. Οι πρώτοι, αποτελούν την ομάδα των ειδικών, εκπληρώνουν τεχνικές, κατευθυντήριες οργανωτικές ανάγκες, και έχουν συνδεθεί άμεσα με τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής. Η δεύτερη ομάδα διανοουμένων συνίσταται από ανθρώπους των γραμμάτων, καλλιτέχνες, φιλόσοφους, κ.λ.π. Ένας μεγάλος αριθμός τέτοιων παραδοσιακών διανοουμένων, σύμφωνα με τον Γκράμσι, είναι αγροτικής προέλευσης, κυρίως από τη Νότια Ιταλία15. Η πιο τυπική κατηγορία είναι των εκκλησιαστικών, η οποία διατήρησε υπεροχή στην εκπαίδευση, στη φιλοσοφία, στις επιστήμες, στην ηθική, στη δικαιοσύνη κ.λ.π. κατά τη διάρκεια της φεουδαρχίας, αλλά συνέχισε να διατηρεί την επιρροή της στις αγροτικές περιοχές της χώρας στη σύγχρονη εποχή16.
Αυτό αποτέλεσε την κύρια αιτία όξυνσης  της σύγκρουσης μεταξύ Βορρά και Νότου. Η κατηγορία των παραδοσιακών διανοουμένων έδειξε ανικανότητα να εναρμονιστεί με τα πρότυπα της σύγχρονης βιομηχανικής ανάπτυξης.
Ένας από τους βασικούς στόχους του Γκράμσι, είναι να αποκαλύψει και να δείξει πώς οι διάφορες ομάδες διανοουμένων αποκτούν ηγεμονία και τον τρόπο που προσαρμόζονται στις αλλαγές που επιφέρουν οι διαρκείς κοινωνικές εξελίξεις ώστε να μπορούν να δημιουργούν ειδικές τεχνικές σταθεροποίησης της ηγεσίας στην κοινωνία πριν και μετά την ανάκτηση της εξουσίας. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει ότι: «κάθε κοινωνική ομάδα εμφανίζεται αρχικά στο χώρο μιας ουσιώδους λειτουργίας στον κόσμο της οικονομικής παραγωγής, δημιουργεί μαζί με τον εαυτό της, οργανικά, ένα ή περισσότερα στρώματα διανοουμένων που της δίνουν ομοιογένεια και συνείδηση της δικής της λειτουργίας, όχι μόνο στο οικονομικό, αλλά και στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Ο κεφαλαιοκράτης επιχειρηματίας δημιουργεί δίπλα στον εαυτό του το βιομηχανικό τεχνικό, τον ειδικό στην πολιτική οικονομία, τους οργανωτές μιας νέας κουλτούρας, ενός νέου νομικού συστήματος, κ.λ.π.»17
Το οργανικό στοιχείο του νέου τύπου διανοουμένων των αστών προέρχεται από τις τεχνικές πλευρές των βασικών λειτουργιών της παραγωγής. Άλλες λειτουργίες αυτού του νέου τύπου διανοουμένων είναι: α) η υποβοήθηση στην εκπόνηση προγραμμάτων και στην οικοδόμηση μιας συναίνεσης γύρω από ένα αστικό μοντέλο κοινωνίας, β) η οργάνωση των μαζών μέσω ενός οργανικού τρόπου18. Η γκραμσιανή ανάλυση για τους διανοούμενους, μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε την αστική κοινωνία με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή, μας παρέχει τη δυνατότητα να διερευνήσουμε με αποτελεσματικότητα τις παραγωγικές και πολιτικές σχέσεις στον ιστό της σύγχρονης κοινωνίας19.
Το ερώτημα που εγείρεται εδώ  είναι: τι σημασία έχει αυτή η ανάλυση του Γκράμσι για την οργανική φύση των διανοουμένων της εργατικής τάξης; Σημαίνει, ότι με αυτήν την ανάλυση η εργατική τάξη θα μπορούσε να βλέπει καθαρότερα και να δημιουργήσει τους δικούς της οργανωτές στην πολιτική σκηνή. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να αποτελέσει η ίδια μια «τάξη για τον εαυτόν της»20, με γνήσια πολιτική έκφραση που θα στόχευε σε θεμελιώδεις αλλαγές της κοινωνίας21.

ΜΑΖΑ, ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟ «RISORGIMENTO»ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΓΚΡΑΜΣΙ

Ένα από τα σημαντικότερα δοκίμια της πολιτικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας αποτελεί το βιβλίο του Ιταλού διανοητή Αντόνιο Γκράμσι1 «RISORGIMENTO», το οποίο έχει αποτελέσει σταθμό για την ανάλυση του τρόπου άσκησης της εξουσίας στην σύγχρονη εποχή της μετανεωτερικότητας2,. Στα πλαίσια της μελέτης αυτής θα γίνει αναφορά στα κυριότερα πολιτικά συμπεράσματα που προκύπτουν για τις σχέσεις διανοούμενων, κοινωνίας, κράτους και υπηκόων από μια συνολική διερεύνηση ταυτοχρόνως της ζωής του, της φιλοσοφίας του και της ατομικής του δράσης σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού που επικεντρώνεται σε ένα σημαντικό πολιτικό φαινόμενο: την συγκρότηση του ιταλικού κράτους στον 19ο αιώνα.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τις απόψεις του Γκράμσι3 σε σχέση με την πολιτική πράξη, ύστερα από τα διδάγματα που άντλησε από την εμπειρία του φασισμού και την μελέτη των ιστορικών φαινομένων – όπου εξέχοντα ρόλο κατέχει το «RISORGIMENTO» – θα πρέπει να σταθούμε στις γενικότερες απόψεις του για την πολιτική και την κοινωνία αλλά και στον τρόπο που έδρασε.
Για να συνδέσουμε το «RISORGIMENTO» με την προσωπική στάση του Γκράμσι τόσο στην πολιτική του θεωρία όσο και στην πράξη, κεντρικό σημείο κατανόησης είναι το ζήτημα της εθνικής ενότητας. Και το «RISORGIMENTO» αλλά και τα γραπτά και η δράση του Γκράμσι διαπνέονται από αυτόν τον στόχο (ενδεικτικός είναι ο τίτλος της εφημερίδας που ο ίδιος εξέδωσε: L'Unità – Ενότητα) πριν από την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία.
Ο Γκράμσι επεδίωκε την δημιουργία ενός εθνικού κινήματος μεταπολεμικά. Αυτό φαίνεται ιδιαιτέρως στην στάση του απέναντι στον Θεσμό των Εργατικών Συμβοuλίων: μόνος ο Γκράμσι θεωρούσε ότι αυτά έπρεπε να αναλάβουν τον έλεγχο της οργάνωσης της παραγωγής. Η αποτυχία των Εργατικών Συμβουλίων να εξελιχθούν σε εθνικό κίνημα αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε τον Γκράμσι α) στην έκδοση το 1919 της εφημερίδας L'Ordine Nuovo – Η Νέα Τάξη, β) στην ίδρυση το 1921 του ιταλικού Κομμουνιστικού Κινήματος εντός του κοινοβουλευτικού συστήματος και σε αντίθεση με την ακραία, αντικοινοβουλευτική αριστερά και γ) στην συμπόρευσή του με την Μόσχα (όπου έμενε μάλιστα η οικογένειά του) με σκοπό να επιτευχθεί ενότητα των αριστερών κομμάτων στην Ιταλία. Οι ενέργειές του αυτές τον οδήγησαν στην πολυετή φυλάκιση για την περίοδο 1926 – 1934 όπου και έγραψε το κύριο μέρος του έργου του.
Γενικότερα, από πολιτικής και φιλοσοφικής πλευράς, ο Γκράμσι ακολούθησε την μαρξιστική παράδοση αλλά την βελτίωσε (ή καλύτερα, την επικαιροποίησε) σε ορισμένα σημεία που είχαν ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Αυτό που μας ενδιαφέρει από την πλευρά της δικής μας μελέτης, όπως θα φανεί παρακάτω, είναι ότι ο Γκράμσι έδινε μεγαλύτερο βάρος στην ιδεολογία και στην κουλτούρα σε σχέση με την οικονομία. Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι η θέση πως η ιδεολογία είναι ανεξάρτητη από τις οικονομικές συνθήκες.

ΤΟ «RISORGIMENTO»

«Επανάσταση χωρίς επανάσταση» αποκαλείται το «RISORGIMENTO»4, το ιστορικό φαινόμενο της ενοποίησης της Ιταλίας. Πρόκειται για την πολιτική και κοινωνική διαδικασία μέσω της οποίας προέκυψε η ενοποίηση σε ένα ενιαίο έθνος των περιοχών της Ιταλικής χερσονήσου κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα.
To «RISORGIMENTO» όπως το αναπτύσσει στο συγκεκριμένο βιβλίο αλλά και όπως το εντάσσει στο συνολικό του έργο ο Γκράμσι δεν αποτελεί μόνο ιταλικό αλλά ένα διεθνές και μάλιστα διαχρονικό φαινόμενο που έχει μείζονα σημασία για την πολιτική επιστήμη και την κοινωνιολογία.
Όμως, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ουσιαστικά το «RISORGIMENTO» αποτελεί ένα εξαιρετικό τεκμήριο, μια μοναδική μαρτυρία για το πώς μια ευρωπαϊκή χώρα που απέκτησε την ανεξαρτησία της, δημιούργησε ενιαίο κράτος και εθνική ενότητα, τελικά κατέληξε στον φασισμό.
Το έργο του Γκράμσι που αναφέρεται στο φαινόμενο του «RISORGIMENTO» συνιστά μια μελέτη για την διαδικασία με την οποία ανέρχεται στην εξουσία μια νέα πολιτική τάξη – στην συγκεκριμένη περίπτωση η αστική τάξη – πριν εκδηλωθεί ανοιχτά μια πολιτική εξέλιξη («evolution»), είτε ως επανάσταση («revolution») είτε ως μεταμόρφωση («metamorfism») του πολιτικού συστήματος.
Το κεντρικό ζήτημα που ενδιέφερε τον Γκράμσι στην έρευνά του των πηγών για το «RISORGIMENTO» ήταν «Ποιός & Πώς κατέχει την εξουσία» έτσι ώστε να μπορεί να διαμορφώσει τις εξελίξεις που δρομολογούνται κατά το δοκούν. Στην περίπτωση της Ιταλίας του 19ου αιώνα το θέμα καθίσταται πιο δυσχερές διότι είναι ασαφές ποιός εκπροσωπεί αυτό που στερεότυπα αποκαλείται «εξουσία»: το Κράτος, ο Αυτοκράτορας, ο Βασιλιάς, , ο Πρωθυπουργός ή ο Πάπας και η Εκκλησία;
Δεν είναι, ωστόσο, εύκολη η σύλληψη όλων των πτυχών του ζητήματος διότι στην Ιταλία, λόγω της διαμάχης κράτους – Θρησκείας, λόγω της ύπαρξης του Βατικανού ως «κράτους εν κράτει» αλλά και λόγω της σύγκρουσης Γαλλίας – Ιταλίας με επίκεντρο το θέμα της έδρας του Ποντίφικα και αργότερα της επιρροής της Γαλλικής Επανάστασης, του Διαφωτισμού, του αθεϊσμού, των Εγκυκλοπαιδιστών επί των ευρωπαϊκών εξελίξεων όλα αυτά τα θέματα συμπλέκονται καθώς και μέσα τους υπάρχουν άλλες υποδιαιρέσεις των υποδιαιρέσεων και απαιτείται εξαντλητική μελέτη.
Πρωτίστως πρέπει να έχουμε υπόψιν μας ότι ο Γκράμσι πιστεύει (σελ. 63,69) πως το «RISORGIMENTO» δεν πέτυχε κοινωνικά, πως χώρισε την Ιταλία σε πλούσιο Βορρά και φτωχό Νότο, πως άφησε την Εκκλησία αλώβητη και πως τελικά απέβη εις βάρος του λαού λόγω της εκμετάλλευσης της ισχύος της αστικής τάξης. Για τον Γκράμσι, αυτό επιτεύχθηκε μέσω της ιδεολογικής ηγεμονίας της αστικής τάξης στον χώρο των διανοούμενων, των ιστορικών, των δημοσιογράφων και της κρατικής γραφειοκρατίας (σελ. 204). Αυτός είναι και ο βασικός σκοπός συγγραφής του «RISORGIMENTO».
Επίσης, ένα από τα βασικότερα συμπεράσματα που πηγάζει από την ανάγνωση του «RISORGIMENTO» του Γκράμσι είναι η διαπίστωση (σελ. 54) ότι μια εκφυλισμένη αστική τάξη και μια αριστοκρατία νεόπλουτων αποκομμένη από τον λαό καταλήγει υπό ξένη κυριαρχία!

ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ουσιαστικά η όλη διαδικασία εξελίχθηκε σε τρεις φάσεις, οι οποίες διακρίνονται με βάση τα στάδια επέκτασης της ενοποίησης της Ιταλίας μέσα από τις πολεμικές συγκρούσεις. Σχηματικά, λοιπόν, για την πολιτική και εθνική ενοποίηση της Ιταλίας υπήρξαν 3 Πόλεμοι Ανεξαρτησίας:
α) ο Πρώτος Πόλεμος Ανεξαρτησίας του 1848
β) ο Δεύτερος Πόλεμος Ανεξαρτησίας 1859-1861
γ) ο Τρίτος Πόλεμος Ανεξαρτησίας του 1866
Είναι σαφές ότι ο Γκράμσι συνδέει όλες αυτές τις εξελίξεις άμεσα τόσο με τον τομέα του πολιτισμού όσο και με την θρησκεία, καθώς θεωρεί ότι του «RISORGIMENTO» προηγήθηκαν η θρησκευτική Μεταρρύθμιση στην Ευρώπη και η πολιτισμική Αναγέννηση στην Ιταλία.
Αυτό που έχει σημασία για τον Γκράμσι είναι:
Α) ότι η θρησκευτική Μεταρρύθμιση του Καλβίνου και του Λούθηρου δεν επεκτάθηκε στην Ιταλία (σελ. 103)
Β) ότι το Βατικανό διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στην Αντι-Μεταρρύθμιση,
Γ) ότι η Αναγέννηση που υπήρξε στην Ιταλία δεν συνδέεται με την επιδίωξη δημιουργίας μιας ενιαίας πολιτικής οντότητας και ενός ενιαίου κράτους με κέντρο την Ρώμη.. Ο Γκράμσι θεωρεί ότι στην Ιταλία επικράτησαν οι αντιδραστικοί εκπρόσωποι του κράτους μέσω του «ουμανισμού», ο οποίος κατάφερε να καταστήσει τον Πάπα φιλελεύθερο (σελ. 92) και να καταπνίξει το αυθόρμητο ξέσπασμα της Αναγέννησης που συνδεόταν με τον νεοπλατωνισμό και τον μυστικισμό (σελ. 42,74). Το κίνημα του «ουμανισμού» το κρίνει αρνητικά, όπως και το κίνημα του «κοσμοπολιτισμού» με το οποίο ο Γκράμσι το συνδέει (σελ. 58).8
Για τον Γκράμσι, η θρησκευτική εξουσία του Βατικανού κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα είχε 3 πτυχές (σελ.10): επρόκειτο για ένα «εγκόσμιο πριγκηπάτο», για μια «οικουμενική – πνευματική μοναρχία» και για μια «παγκόσμια, ιμπεριαλιστική ηγεμονία». Ουσιαστικά, όλα όσα γράφει ο Γκράμσι για το Βατικανό έχουν να κάνουν με την μόνιμη συζήτηση περί της εγκαθίδρυσης του «Βασιλείου του Θεού» στην Γη ως Καθολικής Εκκλησίας, κάτι που στον πολιτικό τομέα εκφράζεται με τους εναλλασσόμενους όρους «Καισαροπαπισμός» και «Παποκαισαρισμός».
Την σύγκρουση εντός της Ιταλίας για το θέμα του Πάπα εκπροσώπησαν κατά την περίοδο του «RISORGIMENTO» οι Γκιμπελίνοι που ήταν υπέρ των ευγενών και υπέρ του αυτοκράτορα και οι Γουέλφοι που ήταν υπέρ του λαού και υπέρ του Πάπα.
Παράλληλα, ο Γκράμσι σε όλο το «RISORGIMENTO» αναφέρει εξαντλητικά και αποδομεί όλη την προπαγάνδα που προέρχεται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και της αστικής τάξης και αποκαλύπτει την διαστρέβλωση της αλήθειας εις βάρος των αυθόρμητων εξεγέρσεων που οδήγησαν στην ανεξαρτησία της χώρας.
Ας δούμε, όμως, κάποια στιγμιότυπα από την πορεία ενοποίησης της Ιταλίας σε ενιαίο κράτος.
Με την αποδυνάμωση σταδιακά των αυτοκρατοριών της Κεντρικής Ευρώπης μετά την ήττα του Ναπολέοντα και τους συνεχείς πολέμους στην ήπειρο, τα αυτονομιστικά κινήματα καθώς και οι μυστικές ομάδες που είχαν αναπτυχθεί μετά την Γαλλική Επανάσταση πολλαπλασιάστηκαν ταχέως.
Σε πρώτη φάση, στην Ιταλία, η μάχη για την ιταλική ανεξαρτησία έπρεπε πρώτα να δοθεί ενάντια στην Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία και την Δυναστεία των Αψβούργων που ήλεγχε το βόρειο τμήμα της χώρας και, κατόπιν, να δοθεί η μάχη για την ενότητα της Ιταλίας.
Οι Καρμπονάροι, επηρεασμένοι από την Γαλλική Επανάσταση και προερχόμενοι από την μεσαία τάξη αλλά και με στελέχη από την διανόηση, εξαπλώθηκαν μετά το Συνέδριο της Βιέννης στο Βασίλειο της Σαρδηνίας και στην Τοσκάνη και στρέφονταν κατά της Ιερής Συμμαχίας.
Στην Ιταλία, εκπρόσωποι των Καρμπονάρων και πρωτεργάτες του κινήματος ενοποίησης της Ιταλίας υπήρξαν οι Giuseppe Mazzini και Giuseppe Garibaldi.
Ο Αντόνιο Γκράμσι χαρακτηρίζει το «Εθνικό Κόμμα Δράσης» των Μαντσίνι – Γκαριμπάλντι ως «πατριωτικό», «ριζοσπαστικό», «δημοκρατικό» και το εντάσσει στην Αβασίλευτη Δημοκρατία, στην Αριστερά και στον Διεθνισμό κατά τρόπο τέτοιο ώστε να μην αντίκειται στην επιδίωξη της εθνικής ανεξαρτησίας και ενότητας.
Ο Γκαριμπάλντι στρεφόταν εναντίον της θρησκευτικής εξουσίας του Πάπα ενώ ο Μαντσίνι ίδρυσε την ομάδα La Giovine Italia – Νέα Ιταλία με σύνθημα «Θεός και Λαός». Ήταν ένα λαϊκό κίνημα, σύμφωνα με τον Γκράμσι (σελ. 92) που στρεφόταν κατά του Πάπα.
Όπως αναφέρει ο Γκράμσι, υπέρ της ενότητας της Ιταλίας και της συγκρότησης ενιαίου κράτους αλλά εκπρόσωποι του συντηρητισμού και της μοναρχίας υπήρξαν ο Κόμης Cavour και ο Βίκτωρ Εμμανουήλ II (που αργότερα έγινε ο πρώτος βασιλιάς της ενωμένης Ιταλίας). Το Κόμμα του Καμίλλο ντε Καβούρ ο Γκράμσι το χαρακτηρίζει ως «μετριοπαθές» και «φιλελεύθερο», δεδομένου ότι τασσόταν υπέρ του θεσμού της βασιλείας.
Παρόμοιες εξελίξεις με την Ιταλία υπήρξαν και στην Ισπανία, όπου εξέγερση των Καρμπονάρων κατεπνίγη από την Ιερή Συμμαχία. Και στο Πιεμόντε της Ιταλίας, όμως, κατεπνίγη η εξέγερση με τον Santorre di Santarosa ως ηγέτη του επαναστατικού κινήματος που ήθελε να ενώσει την Ιταλία κάτω από την Δυναστεία των Σαβόϋ. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Βατικανό στις συγκρούσεις αυτές είχε ταχθεί υπέρ της Ιερής Συμμαχίας.
Το 1848 η επανάσταση ξεκίνησε από την Γαλλία όπου ο βασιλιάς εκδιώχθηκε. Στην Ιταλία, ωστόσο, ήταν ο βασιλιάς της Σαρδηνίας Κάρολος Αλβέρτος που έθεσε ως στόχο του την ενοποίηση της Ιταλίας αλλά και αυτός ηττήθηκε από την Αυστρία.
Ο Μαντσίνι και ο Γκαριμπάλντι ανακήρυξαν την Δημοκρατία της Ρώμης το 1849 ενώ ο Πάπας είχε εγκαταλείψει την Ρώμη. Υπήρχε και η Δημοκρατία της Βενετίας αλλά στην Σαρδηνία ο Κάρολος Αλβέρτος ηττήθηκε δεύτερη φορά, οριστικά, και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Βίκτωρ Εμμανουήλ II. Ωστόσο, οι Γάλλοι παρενέβησαν, τάχθηκαν υπέρ του Πάπα και κατέλυσαν την Δημοκρατία της Ρώμης ενώ ο Μαντσίνι και ο Γκαριμπάλντι εξορίστηκαν. Οι Αυστριακοί, παράλληλα, κατέλυσαν την Δημοκρατία της Βενετίας.
Στην Σαρδηνία, από την άλλη πλευρά, ο Καμίλλο ντε Καβούρ ανέλαβε πρωθυπουργός το 1852 και έτρεφε επίσης επεκτατικές βλέψεις: Συμφώνησε με τον Γάλλο Αυτοκράτορα – που ήταν μυημένος Καρμπονάρος – ώστε να αναλάβουν μυστική δράση κατά της Αυστρίας ώστε η Σαρδηνία να κερδίσει τις περιοχές σε Λομβαρδία, Βενετία, Πάρμα, Μοντένα.
Η δράση και η δεύτερη φάση του πολέμου της ανεξαρτησίας ξεκίνησε το 1859. Εν μέσω του πολέμου, ωστόσο, Γαλλία και Αυστρία συμφώνησαν να περάσει στο Πιεμόντε μόνο η Λομβαρδία. Πριν επανέλθει σε Τοσκάνη, Πάρμα, Μοντένα η Παπική και Βασιλική εξουσία, το Πιεμόντε τις κατέλαβε και ζήτησε προσάρτηση στο Βασίλειο της Σαρδηνίας. Ο Καβούρ συμφώνησε με την Γαλλία για την προσάρτηση αλλά της παραχώρησε το Σαβόϋ και την Νίκαια.
Το 1860 ξεκίνησε εξέγερση και στην Σικελία. Ο Καβούρ φοβόταν τον Γκαριμπάλντι αλλά του ζήτησε βοήθεια στην Σικελία και έτσι ο Γκαριμπάλντι κατέλαβε την Σικελία στο όνομα του Βίκτωρα Εμμανουήλ. Ο Γκαριμπάλντι θεωρήθηκε εθνικός ήρωας και αργότερα προχώρησε στην ηπειρωτική χώρα και κατέλαβε και την Νάπολη. Ζήτησε να ανακηρύξει το Βασίλειο της Ιταλίας αλλά συνάντησε την αντίδραση του Πάπα και της Γαλλίας που είχαν συμφωνήσει να μείνει άθικτη η εξουσία του Βατικανού.
Γενικότερα, ο Γκαριμπάλντι εμπιστευόταν τον Βίκτωρα Εμμανουήλ που το 1861 ανακηρύχθηκε Βασιλιάς της Ιταλίας αλλά όχι τον Καβούρ. Ο Μαντσίνι, πάντως, ήταν πιο διορατικός, είχε εξαρχής είχε δυσανασχετήσει με την διαιώνιση της μοναρχικής διακυβέρνησης και συνέχισε την μάχη υπέρ της δημοκρατίας. Το σύνθημά του ήταν «Ελευθερία από τις Άλπεις ως την Αδριατική» και έθεσε ως στόχο την Ρώμη και την Βενετία. Ωστόσο, το Βατικανό προστατευόταν από τους Γάλλους και ο βασιλιάς α αποθάρρυνε τους υπηκόους του από την σκέψη επιδρομής κατά της παπικής εξουσίας. Γρήγορα, τον Μαντσίνι συνέδραμε και ο Γκαριμπάλντι που είχε απογοητευτεί από τον Βίκτωρα Εμμανουήλ και έθεσε ως στόχο του την κατάκτηση της Ρώμης. Η βασιλική κυβέρνηση δεν το ενέκρινε και στράφηκε εναντίον του αλλά ο Γκαριμπάλντι προτίμησε να τραυματιστεί και να συλληφθεί παρά να ανταποδώσει στους πατριώτες του. Ο Βίκτωρ Εμμανουήλ, στο μεταξύ, διαπραγματευόταν διπλωματικά την απόσυρση των Γάλλων από την Ρώμη έναντι της δημιουργίας Στρατού του Βατικανού, κάτι που έγινε το 1866.
Στην τρίτη φάση για την ιταλική ανεξαρτησία, ακολούθησε ο Αυστρο-Ουγγρικός Πόλεμος, όπου Γκαριμπάλντι και Βίκτωρ Εμμανουήλ πολέμησαν μαζί, με αποτέλεσμα τελικά η Ιταλία να καταλάβει την Βενετία ως χάρισμα από την Γαλλία. Περαιτέρω, ο Γκαριμπάλντι ως αρχηγός του Εθνικού Κόμματος στόχευε και πάλι στην κατάκτηση της Ρώμης και το 1867 πραγματοποίησε μια δεύτερη απόπειρα εισόδου στην Ρώμη αλλά ηττήθηκε από τις δυνάμεις του Πάπα που είχαν και πάλι ενισχύσει οι Γάλλοι. Το 1870, όμως, κηρύχθηκε Γαλλο-Πρωσσικός Πόλεμος και οι Γάλλοι δεν μπορούσαν πλέον να προστατεύσουν τις περιοχές της παπικής εξουσίας. Η ιταλική κυβέρνηση κήρυξε πόλεμο κατά του Πάπα και προσάρτησε την Ρώμη στις 20 Σεπτεμβρίου 1870.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιταλία επεκτάθηκε στην Τεργέστη και στο Τρέντο.
Αυτά είναι τα ιστορικά στοιχεία εν συντομία που βοηθούν στην ερμηνεία των απόψεων του Αντόνιο Γκράμσι για το κράτος, την εξουσία, την ιδεολογία και την χειραγώγηση των μαζών από τις ηγεμονικές ελίτ. Ας δούμε τώρα αναλυτικότερα κάθε πτυχή της σκέψης του Γκράμσι με αφορμή το «RISORGIMENTO» για την πολιτική θεωρία.

ΗΓΕΜΟΝΙΑ

Ο Γκράμσι μελέτησε ιδιαιτέρως το «RISORGIMENTO» και ένας από τους καρπούς των παρατηρήσεών του ήταν η έννοια της ηγεμονίας, την οποία και αποδίδει κατ’ εξοχήν στο κράτος5.
Ο όρος «ηγεμονία» είχε χρησιμοποιηθεί από τους Μαρξιστές προκειμένου να καταδείξει το είδος εκείνο της εξουσίας που ασκεί μια πολιτική ομάδα επί της εργατικής τάξεως όταν αυτή προχωρά σε μια δημοκρατική επανάσταση. Ωστόσο, ο Γκράμσι την αξιοποίησε ως έννοια για να πει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν πέτυχε επειδή ο καπιταλισμός διατηρούσε τον έλεγχο όχι μόνο μέσω των προαναφερόμενων μέσων6 αλλά, κυρίως, μέσω της ιδεολογίας: δηλαδή, προβάλλοντας ως κοινές αξίες στην πολιτισμική κουλτούρα τις αξίες της αστικής τάξεως. Με τον τρόπο αυτό, κατά τον Γκράμσι, ο καπιταλισμός επιτύγχανε την συναίνεση διότι έτσι η εργατική τάξη ταύτιζε τα συμφέροντά της με τα συμφέροντα της αστικής τάξεως.
Σύμφωνα με τον Γκράμσι, από καιρού εις καιρόν η αστική τάξη προχωρά σε ενός είδους «μεταμορφισμό», δηλαδή επιτρέπει να μεταβληθούν οι όροι της ηγεμονίας, και σε αυτές τις αλλαγές καθεστώτος ο ίδιος συγκαταλέγει τον ρεφορμιστικό σοσιαλισμό, τον επιστημονικό τεχνοκρατισμό (αναφερόμενος κυρίως στις παραχωρήσεις προς τα εργατικά συνδικάτα μέσω του Ταιηλορισμού και του Φορντισμού) και τον φασισμό.
Ως προς το ζήτημα της «κατάκτησης της εξουσίας», το βασικό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι για τον Γκράμσι η πρωταρχική συνθήκη για την απόκτηση της εξουσίας είναι η απόκτηση των μέσων άσκησης πολιτισμικής ηγεμονίας. Ο Γκράμσι συνέδεε την κουλτούρα με την ηγεμονία και θεωρούσε ότι η πολιτισμική ηγεμονία αποτελούσε το μέσο για την διατήρηση του καπιταλιστικού κράτους.
Σύμφωνα με τον Γκράμσι, «η υπεροχή μιας κοινωνικής ομάδας εκδηλώνεται με δύο τρόπους, σαν κυριαρχία και σαν πνευματική και ηθική ηγεσία. Μια κοινωνική ομάδα κυριαρχεί σε ανταγωνιστικές ομάδες τις οποίες τείνει να καταστείλει ακόμη και με δυνάμεις στρατού ενώ ηγείται δε συγγενών και συμμαχικών ομάδων. Μια κοινωνική ομάδα μπορεί και πρέπει να ασκεί ηγεσία πριν από την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, κατόπιν γίνεται κυρίαρχη εφόσον ασκεί εξουσία - αλλά ακόμη και όταν την κατέχει σταθερά, πρέπει να εξακολουθεί να ηγείται».
Με τις οδηγίες που έδινε ο Γκράμσι μέσω της L'Ordine Nuovo έκανε σαφές ότι κάθε κοινωνική τάξη που επιδιώκει την εξουσία θα πρέπει να υπερβεί τα στενά οικονομικά συμφέροντα ενός συνδικάτου και να εξασκήσει διανοητική και ηθική ηγεμονία ώστε η κυρίαρχη ιδεολογία να αναπαράγεται μέσω των θεσμών, των κοινωνικών μορφωμάτων και των ιδεών7.

ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Η επιρροή8 του Γκράμσι είναι ισχυρή ειδικά ως προς το ζήτημα των ελίτ και της ιδεολογίας στο πλαίσιο του κράτους. Σύμφωνα με τον Γκράμσι, η ιδεολογία στο εσωτερικό των κοινωνιών εκπληρώνει έναν ηγεμονικό και ενωτικό ρόλο, εφόσον ενοποιεί και διατηρεί ενωμένο ένα κοινωνικό σύνολο που δεν είναι ομοιογενές αλλά χαρακτηρίζεται από βαθύτατες ταξικές αντιφάσεις.
Μια τάξη είναι ηγεμονεύουσα, ιθύνουσα και κυρίαρχη εφόσον μέσω της πολιτικής, ιδεολογικής και πολιτιστικής δράσης της κατορθώνει να κρατάει ενωμένη μια ομάδα από ετερογενείς δυνάμεις και εμποδίζει να ξεσπάσουν οι αντιφάσεις που υπάρχουν ανάμεσα σ΄ αυτές τις δυνάμεις (αντίθετα, αν προκληθεί εξέγερση, τότε θα υπάρχει κρίση στην κυρίαρχη ιδεολογία και απόρριψή της, άρα και πολιτική κρίση των δυνάμεων που βρίσκονται στην εξουσία, αφού θα έχει χαθεί η συγκατάθεση στην διακυβέρνηση).
Η ερμηνεία που δίνεται από τον Γκράμσι σε αυτήν την αποδοχή ή συναίνεση βασίζεται στη δύναμη της συνείδησης και της ιδεολογίας. Υποστηρίζει ότι: «η πραγματική δύναμη του συστήματος δεν βρίσκεται στην βία της άρχουσας τάξης ή στην κατασταλτική εξουσία των κρατικών μηχανισμών αλλά στην αποδοχή από τους αρχόμενους μιας κοσμοαντίληψης, η οποία ανήκει στους κυρίαρχους. Η φιλοσοφία της κυρίαρχης τάξης περνά διαμέσου ενός πλήρους ιστού σύνθετων εκλαϊκεύσεων που εμφανίζεται ως κοινή λογική: αυτό είναι η φιλοσοφία των μαζών που αποδέχονται την ηθική, τα έθιμα, την θεσμοποιημένη συμπεριφορά της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν».

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ

Μέσα στο «RISORGIMENTO» ο Γκράμσι αναφέρεται στην «σιδηρά δικτατορία» των διανοούμενων της αστικής τάξης (σελ. 106) και τους αποδίδει τον χαρακτηρισμό «αντιδραστικοί», με την αιτιολογία ότι τάσσονται στο πλευρό του Πάπα και υϊοθετούν την λεγόμενη «κοσμοπολίτικη» τάση. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «οι διανοούμενοι είναι μακριά από τον λαό» (σελ. 48).
Κατά τον Γκράμσι, οι διανοούμενοι διαιρούνται σε δύο βασικές κατηγορίες: τους οργανικούς και τους παραδοσιακούς. Οι πρώτοι αποτελούν την ομάδα των ειδικών, εκπληρώνουν τεχνικές, κατευθυντήριες οργανωτικές ανάγκες και έχουν συνδεθεί άμεσα με τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής.
Η δεύτερη ομάδα διανοουμένων συνίσταται από ανθρώπους των γραμμάτων, καλλιτέχνες, φιλόσοφους.
Ο Γκράμσι έκανε διάκριση ανάμεσα στους παλαιού τύπου, «παραδοσιακούς» διανοούμενους, - την λεγόμενη «ιντελλιγκέντσια» που βλέπει τον εαυτό της ως κάτι ξέχωρο από την κοινωνία – και στην ομάδα εκείνη των σκεπτόμενων ανθρώπων που παράγει κάθε κοινωνική τάξη οργανικά μέσα από τους κόλπους της.
Για να δείξει πώς οι διάφορες ομάδες διανοουμένων αποκτούν ηγεμονία και πως προσαρμόζονται στις αλλαγές που επιφέρουν οι διαρκείς κοινωνικές εξελίξεις ώστε να μπορούν να δημιουργούν ειδικές τεχνικές σταθεροποίησης της ηγεσίας στην κοινωνία πριν και μετά την ανάκτηση της εξουσίας, γράφει ότι: «κάθε κοινωνική ομάδα εμφανίζεται αρχικά στο χώρο μιας ουσιώδους λειτουργίας στον κόσμο της οικονομικής παραγωγής, δημιουργεί μαζί με τον εαυτό της, οργανικά, ένα ή περισσότερα στρώματα διανοουμένων που της δίνουν ομοιογένεια και συνείδηση της δικής της λειτουργίας, όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο».
Για τον Γκράμσι, οι σύγχρονοι διανοούμενοι θα έπρεπε να έχουν τον ρόλο διοικητών και οργανωτών με στόχο την παραγωγή της ηγεμονικής ιδεολογίας σε μια κοινωνία μέσω της εκπαίδευσης και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Ιδιαίτερο βάρος, από την άλλη, έχει η περικοπή εκείνη από το έργο του Γκράμσι για το «RISORGIMENTO» όπου γίνεται αναφορά στην αλλαγή της ιστορίας (σελ. 200) και ο Γκράμσι κατηγορεί «ιστορικούς και δημοσιογράφους που επιδιώκουν με μια επίμονη, καλοοργανωμένη δουλειά (μερικές φορές λες και υπήρχε κάποιο διευθυντήριο για αυτή την δραστηριότητα) να αποδείξουν τάχα ότι η ενοποίηση της ιταλικής χερσονήσου υπήρξε κύριο έργο των συντηρητικών συμμάχων της δυναστείας και να νομιμοποιήσουν ιστορικά το μονοπώλιο της εξουσίας».

Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Αυτό που ο Γκράμσι εισηγείται για την εργατική τάξη ως βασική προτεραιότητα είναι η ανάγκη ανάπτυξης μιας νέας πολιτιστικής πολιτικής και φιλοσοφικής αντίληψης, που θα διαμόρφωνε μια εναλλακτική ιδεολογία. Η νέα συνείδηση και κατανόηση του κόσμου θα πρέπει να επεκταθεί για να αντικαταστήσει την υπάρχουσα «κοινή λογική» και «κοινή γνώση».
Για τον Γκράμσι, θα έπρεπε η εργατική τάξη να αναπτύξει μια δική της κουλτούρα, πέραν των αστικών αξιών, ώστε να προσελκύσει τους καταπιεσμένους από την λογοκρισία και την χειραγώγηση διανοούμενους έτσι ώστε να εξυπηρετούν τους σκοπούς του προλεταριάτου.
Ο Γκράμσι, επομένως, στόχευε στην δημιουργία κουλτούρας για την εργατική τάξη. Εδώ γίνεται, βεβαίως, έκδηλο ότι με τον τρόπο αυτό η κουλτούρα γίνεται κτήμα της μάζας και προκύπτει ευθέως πως, αν αυτή η κουλτούρα έχει αρνητικά χαρακτηριστικά, τότε η εξουσία αποκτά ένα διαρκές μέσο καταστολής της επανάστασης των μαζών (βλ. «Η εξέγερση των μαζών», Ορτέγκα Υ Γκασέτ).
Ο Γκράμσι, λοιπόν, υποδεικνύει με ποιον τρόπο οι αστοί αποκτούν την ηγεμονία και ελέγχουν τις λειτουργίες του κράτους.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ & ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

Πέραν από τις κοινωνικές δομές, τις παραγωγικές σχέσεις, την κουλτούρα, την οικογένεια και όλα εκείνα που συνθέτουν αυτό που αποκαλείται στη μαρξιστική ορολογία «βάση» ή «δομή», ο Γκράμσι προχώρησε σε μια θεωρητική προσέγγιση ως προς αυτό που αποκαλείται «υπερδομή», δηλαδή το κράτος και την πολιτική κοινωνία.
Ο Γκράμσι θεωρούσε την πολιτική κοινωνία ως εργαλείο και μηχανισμό του κράτους ενώ η άποψη που επικρατούσε στην γενικότερη μαρξιστική θεώρηση ήταν πως η πολιτική κοινωνία απλώς αποτελούσε την πιο σημαντική και σύνθετη κοινωνική σχέση, μια συμπύκνωση του συσχετισμού των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων.
Έκανε μια γενική και όχι απολύτως αυστηρή διάκριση μεταξύ της πολιτικής κοινωνίας (των θεσμών της Πολιτείας, της αστυνομίας, του στρατού, του δικαστικού συστήματος, του νομιμοποιημένου Συνταγματικού ελέγχου όπου το κράτος ηγεμονεύει ευθέως και με όπλο την βία) – και της κοινωνίας των πολιτών (της ιδιωτικής σφαίρας, της μη-κρατικής οικονομίας, των κοινωνικών σχέσεων, της οικογένειας, των εργαζομένων, του εκπαιδευτικού συστήματος όπου το κράτος ηγεμονεύει μέσω της ιδεολογίας, της πειθούς και της συναίνεσης).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κάνοντας έναν κύκλο, λοιπόν, από την ηγεμονία στην ιδεολογία και κατόπιν στην κουλτούρα και στην πολιτική θεωρία καταλήγουμε και πάλι στην έννοια της ηγεμονίας: η αντίληψη βρίσκεται ήδη στα κείμενα του Μάρξ όπου ασκείται κριτική στο κίνημα των Ιακωβίνων κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Μαρξ επιθυμούσε τον κοινωνικό μετασχηματισμό μέσω μιας διαπαιδαγώγησης των χαμηλών τάξεων από τις επαναστατικές ιδέες. Η ηγεμονία9 για τον Μαρξ ήταν η πολιτική και ιδεολογική έκφραση μιας πλατιάς συμμαχίας κοινωνικών τάξεων, οι οποίες θα μπορούσαν να αντιταχθούν στην άρχουσα τάξη, έχοντας το προλεταριάτο ως ηγέτη.
Ο Γκράμσι αναγνώριζε και αυτός στο προλεταριάτο έναν ιστορικό ρόλο: την δημιουργία μιας κοινωνίας των πολιτών που θα εξακοντίσει την πολιτική κοινωνία, δηλαδή το κράτος, και θα θέτει από μόνη της τους κανόνες. Θεωρούσε ότι η ταύτιση της πολιτικής κοινωνίας και της κοινωνίας των πολιτών οδηγεί στον φασισμό.
Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί πως η αντίληψη του Γκράμσι για το κράτος διαφοροποιείται ριζικά από εκείνη που επικρατούσε έως τότε στην μαρξιστική σκέψη: Αυτό που είπε ο Γκράμσι ήταν ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα μπορεί να απορροφήσει τις κρίσεις του και, άρα, η ανατροπή του δεν προδιαγράφεται μηχανιστικά και ντετερμινιστικά στο ουτοπικό μέλλον, όπως το προδιέγραφε η μαρξιστική θεώρηση της ιστορίας. Στόχος του Γκράμσι, βεβαίως, ήταν οι ρεφορμιστικές τάσεις που είχαν επικρατήσει διεθνώς στο σοσιαλιστικό κίνημα.
Ο Γκράμσι, αντιθέτως, διαπιστώνει τον μετασχηματισμό της αστικής κοινωνίας από την ανταγωνιστική μορφή στην μονοπωλιακή μορφή του κεφαλαίου και αναλύει την κρίση του κράτους ώστε να υποδείξει που βρίσκεται το αδύνατο σημείο των κυρίαρχων τάξεων στο να οργανώνουν την ηγεμονία.
Άρα, πρέπει να εντάξουμε τον Γκράμσι σε μια ομάδα στοχαστών που επεδίωκε την μετεξέλιξη της αστικής δημοκρατίας σε σοσιαλιστική (και εδώ πρέπει να έχουμε υπόψιν μας το κίνημα του Ουτοπικού Σοσιαλισμού, όπως εκπροσωπείται π.χ. από τον H.G. Wells και την Fabian Society, που δίνει έμφαση στην τεχνοκρατία και στην επιστήμη).
Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι πλέον η μορφή που έχει λάβει η «Ordine Nuovo» στον σημερινό κόσμο επιβεβαιώνει εν μέρει τους σκοπούς του Γκράμσι, με την κρίσιμη όμως διαφορά ότι δεν πρόκειται για «δικτατορία του προλεταριάτου» αλλά για «δημοκρατία του προλεταριάτου».