*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ
Η εμπειρία της Ελλάδας και της Πορτογαλίας


ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


Έρευνα
Ευρωπαϊκής Οικονομίας και Οικονομικής Ολοκλήρωσης

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Ευρωπαϊκή Οργάνωση και Διπλωματία
ΑΘΗΝΑ, 1995

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Καθώς στις 29 Μαρτίου θα ξεκινήσει στο Τορίνο η Διακυβερνητική Διάσκεψη για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, στα 15 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται πλέον σαφής η κατεύθυνση προς την οποία θα στραφεί η αναθεωρητική διαδικασία: η Ε.Ε. εξελίσσεται σταδιακά σε χαλαρή, αλλά αμοιβαία επωφελή, Συνομοσπονδία Ανεξαρτήτων Κρατών στην βάση της ιδέας της «μεταβλητής γεωμετρίας», των «ενισχυμένων μορφών αλληλεγγύης» , της «ευελιξίας» και των «διαφοροποιημένων ρυθμών ολοκλήρωσης».
Το μοντέλο αυτό κατοχυρώνει τον ηγετικό πυρήνα της Ε.Ε. από την προοπτική μετατροπής του σε μειοψηφία ύστερα από τις επικείμενες διευρύνσεις, ενώ επιτρέπει την δημιουργία αξόνων συνεργασίας και συνασπισμών από κράτη που επιθυμούν να προωθήσουν τα εθνικά τους συμφέροντα.
Ωστόσο, η ένταξη στον ηγετικό πυρήνα θα γίνεται αυτόματα, όταν θα εκπληρώνονται οι απαραίτητες, εκ των ων ουκ άνευ συνθήκες οι οποίες θα έχουν προσυμφωνηθεί ομόφωνα. Κρίσιμο κριτήριο για την συμμετοχή των κρατών της Ε.Ε. στον συνασπισμό των χωρών που επιθυμούν την εμβάθυνση της ολοκλήρωσης θα αποτελέσουν οι οικονομικές επιδόσεις τους διότι το συνολικό εγχείρημα έχει συνδεθεί άρρηκτα με την δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (Ο.Ν.Ε.)
Για την απόλυτη σύνδεση των εθνικών οικονομιών έχει τεθεί ως προϋπόθεση η εκπλήρωση των κριτηρίων της ονομαστικής σύγκλισης: η βελτίωση, δηλαδή, των επιδόσεων στους δείκτες του πραγματικού (δείκτη τιμών καταναλωτή) και αναμενόμενου (μακροπρόθεσμων επιτοκίων) πληθωρισμού, του δημοσίου χρέους, των δημοσίων ελλειμμάτων και της σταθερότητας των τιμών συναλλάγματος.
Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια αποκαταστάσεως μακρο-οικονομικής ισορροπίας δεν εξασφαλίζει την βιωσιμότητα της Ο.Ν.Ε. καθώς απαιτείται να υπάρξει σύγκλιση και στα πραγματικά μεγέθη της οικονομίας: στο κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Α.Ε.Π.), στις επενδύσεις, στην απασχόληση και στο βιοτικό επίπεδο.
Η μελέτη αυτή επιχειρεί να διαγνώσει τις μεθόδους με τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί η οικονομική σταθεροποίηση, καθώς στον προενταξιακό θάλαμο της Ε.Ε. έχει δημιουργηθεί συνωστισμός κρατών που, επίσης, επιδιώκουν την οικονομική σύγκλιση ακόμη κι αν αυτή δεν είναι θεσμοθετημένη.
Ιδιαίτερα διδακτική θα ήταν η εμπειρία των 4 κρατών (Πορτογαλίας, Ισπανίας, Ιρλανδίας, Ελλάδας) που στην δεκαετία του ‘80, πριν ακόμα θεσπιστεί η αρχή της πολυμερούς εποπτείας και επιβληθεί από την Ε.Ε. η σύνταξη προγραμμάτων σύγκλισης, είχαν εκπονήσει σταθεροποιητικά προγράμματα με στόχο την προσαρμογή στους κοινοτικούς κανόνες και στις απαιτήσεις της διεθνούς οικονομίας. Η αποδοχή του ανταγωνισμού και του εκσυγχρονισμού των οικονομικών και κοινωνικών δομών αποτέλεσε κλειδί για την επιτυχία ή αποτυχία των σταθεροποιητικών προγραμμάτων με ακραία παραδείγματα την πορτογαλική και ελληνική περίπτωση.
Η Ισπανία και η Ιρλανδία αποτελούν παραδείγματα επιτυχούς σταθεροποίησης, η οποία στηρίχθηκε στον περιορισμό των πραγματικών αμοιβών, στην νομισματική πολιτική και στην δημιουργία ευελιξίας στην αγορά εργασίας.
Στην Ισπανία, η δέσμη των σταθεροποιητικών μέτρων που εφαρμόστηκαν οδήγησε σε μείωση του πληθωρισμού και αύξηση των επενδύσεων. Την περίοδο 1986-1990 η Ισπανία σημείωσε την υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, γεγονός που προκάλεσε η σημαντική εισροή ξένου κεφαλαίου.
Πάντως, τα αντιδημοφιλή μέτρα της κυβέρνησης του σοσιαλιστή Φελίπε Γκονζάλες συνοδεύτηκαν από υψηλά επίπεδα ανεργίας, πρόβλημα που συνεχίζει να ταλαιπωρεί την χώρα και συνδυάζεται με την μεγάλη χρονική διάρκεια και το ύψος των επιδομάτων ανεργίας.
Στην Ιρλανδία υπήρξε μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και βελτίωση της ποιότητας ζωής ενώ η σταθεροποιητική πολιτική της δεκαετίας του ‘80 είχε ως αποτέλεσμα σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μείωση του πληθωρισμού.
Η Ιρλανδία εκπληρώνει σήμερα τα κριτήρια του Μάαστριχτ πλην εκείνου του δημόσιου χρέους (που παραμένει υψηλό). Όμως και στην Ιρλανδία η σταθεροποίηση αύξησε την ανεργία αν και σε χαμηλότερη κλίμακα συγκριτικά με την Ισπανία.
Στις 2 αυτές χώρες οι άνεργοι εντάσσονται σε προγράμματα επανεκπαίδευσης και κατάρτισης προκειμένου να αναβαθμιστεί το ανθρώπινο κεφάλαιο. Στις επιχειρήσεις προσφέρονται κίνητρα για συνεργασίες και συγχωνεύσεις που αποφέρουν οικονομίες κλίμακας και ταχεία επέκταση στην αγορά.
Α η Ισπανία και η Ιρλανδία προσαρμόζονται επιτυχώς στις απαιτήσεις της Ο.Ν.Ε. πληρώνοντας το αντίτιμο της ανεργίας, η Πορτογαλική διαχείριση θεωρείται ως υπόδειγμα διότι πέτυχε θαυμαστές επιδόσεις, που εκτείνονται τόσο στην ονομαστική όσο και στην πραγματική σύγκλιση, δίχως μάλιστα να παρατηρηθεί στην χώρα απώλεια θέσεων εργασίας.
Η επιτυχία της εντείνει τα ερωτηματικά για την Ελληνική εμπειρία: στην Ελλάδα, η οποία εντάχθηκε στην Ε.Ο.Κ. το 1981, σημειώθηκε απόκλιση ως προς το επίπεδο ευημερίας συγκριτικά με τα υπόλοιπα 11 κράτη, καθώς το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. ως ποσοστό του μέσου ευρωπαϊκού μειώθηκε από 52,8% το 1981 σε 45,4% το 1995.
Η Πορτογαλία εντάχθηκε στην Ε.Ο.Κ. πέντε έτη μετά, το 1986, βελτίωσε τις οικονομικές επιδόσεις της, ξεπέρασε την Ελλάδα το 1988 (αφήνοντας σε αυτήν τον τίτλο της λιγότερο αναπτυγμένης χώρας) και αύξησε το κατά κεφαλήν εισόδημα των Πορτογάλων από 28,8% του μέσου ευρωπαϊκού το 1986 σε 42,8% το 1995.
Στην εργασία αυτή θα διερευνηθεί το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει: Α) γιατί η Πορτογαλία κατάφερε να υλοποιήσει τα προγράμματα σταθεροποίησης που είχαν σχεδιαστεί επί χάρτου, να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της ένταξης και να τοποθετηθεί στις ανώτερες θέσεις κατάταξης από πλευράς επιτευγμάτων και προοπτικών, Β) γιατί, αντίθετα, η Ελλάδα θεωρείται ως παράδειγμα προς αποφυγήν και δεν πέτυχε να αναδιαρθρώσει την οικονομία της. Οι 2 χώρες του Νότου αποτελούν 2 ακραίες περιπτώσεις εντός της Ε.Ε. και η σύγκριση των σταθεροποιητικών προγραμμάτων που εκπονήθηκαν διευκολύνεται από την ύπαρξη –σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο– πλήθους κοινών στοιχείων που δεν δικαιολογεί, ωστόσο, την δεδομένη κατάληξη του εγχειρήματος της σταθεροποίησης.
Η εμπειρία της Πορτογαλίας προσφέρει, εξάλλου, μιαν εκδοχή διεξόδου για την ελληνική οικονομία, ουσιαστικά της δείχνει τον δρόμο για την επίλυση της κρίσης των τελευταίων 16 ετών.
Πέρα από την βιβλιογραφία που βοήθησε στην σύγκριση της μεθόδου εφαρμογής των σταθεροποιητικών προγραμμάτων από τις 2 χώρες, στην εργασία συντέλεσε η αρθρογραφία του ελληνικού Τύπου, οι εκθέσεις του Ο.Ο.Σ.Α. για τις οικονομίες Ελλάδας-Πορτογαλίας και τα στοιχεία για την Ιστορία και την πολιτική ζωή της Πορτογαλίας (που διατέθηκαν από την πρεσβεία της χώρας στην Αθήνα) και αποκαλύπτουν την διαπλοκή με τις αποφάσεις για την εφαρμογή των οικονομικών μέτρων.
Είναι γεγονός –εξωοικονομικοί παράγοντες παρεμβλήθηκαν κυρίως στην ελληνική οικονομία, κάτι το οποίο την διαφοροποιεί από την Πορτογαλία, όπου δεν εκδηλώθηκαν αντιδράσεις στην εφαρμογή της εξυγειαντικής πολιτικής, στις άμεσες θυσίες, στην μείωση των πραγματικών εισοδημάτων του εργατικού δυναμικού καθώς και στον περιορισμό της κατανάλωσης.
Η σύγκριση της οικονομικής σταθεροποίησης που επιχειρήθηκε στα 2 κράτη βρίσκει, σε θεωρητική βάση, έρεισμα και στην διαμάχη των οικονομολόγων (οι οποίοι εντάσσονται στις σχολές «Demand Management» & «Supply Economics») και στο δίλημμα μεταξύ σταθεροποίησης και ανάπτυξης.
Οι οπαδοί της σταθεροποίησης θεωρούν ότι προέχει η ονομαστική σύγκλιση και η αποκατάσταση μακρο-οικονομικής ισορροπίας, η οποία επιτυγχάνεται με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και τον περιορισμό των ελλειμμάτων του εθνικού ισοζυγίου πληρωμών. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, τα σταθεροποιητικά προγράμματα αποσκοπούν στην δημιουργία τεχνητών συνθηκών βαθιάς ύφεσης μέσω της μείωσης του ιδιωτικού διαθέσιμου εισοδήματος και της αύξησης των επενδύσεων. Τα αναπτυξιακά μέτρα θεωρείται πως διογκώνουν την ζήτηση, τον πληθωρισμό και τις εισαγωγές δίχως να βελτιώνουν την παραγωγικότητα.
Η αντίθετη αντίληψη προτάσσει την ανάπτυξη, η οποία πρέπει να συμβαδίζει με μέτρα σταθεροποίησης. Στα πλαίσια των οικονομικών της προσφοράς θεωρείται ότι η εξυγείανση της οικονομικής δραστηριότητας στηρίζεται στην αποκρατικοποίηση, στην ανακατανομή στην χρήση των πόρων με κατεύθυνση από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, στην μείωση των κρατικών δαπανών και των δημόσιων ελλειμμάτων, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας καθώς και στην παροχή επενδυτικών κινήτρων. Η δέσμη αυτή συνοδεύεται από την ιδέα της εγκατάλειψης της εισοδηματικής πολιτικής διότι σε περιόδους ύφεσης η αύξηση των φόρων ή των φορολογικών συντελεστών είναι καταστροφική.
Εκείνο που προτείνουν οι οπαδοί της ανάπτυξης είναι η αύξηση της παραγωγής, η απελευθέρωση των αγορών, η αύξηση στην κινητικότητα της εργασίας και, επίσης, η αύξηση στα οικονομικά μεγέθη της ιδιωτικής ζήτησης, της αποταμίευσης και της επενδυτικής δραστηριότητας.
Η σύγκρουση μεταξύ των 2 θεωριών αποκρυσταλλώνεται, όπως θα αποδειχθεί, παραστατικά στην εμπειρία του σχεδιασμού των προγραμμάτων σταθεροποίησης και σύγκλισης Ελλάδας-Πορτογαλίας και της πρακτικής τους εφαρμογής που εξετάζεται στην μελέτη αυτή.



Κεφάλαιο Πρώτο Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ

Η οικονομική κατάσταση της Πορτογαλίας επηρεάστηκε άμεσα από την ένταξή της σε οργανισμούς όπως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), η Ε.Ζ.Ε.Σ., η E.F.T.A. και, αργότερα, η Ε.Ο.Κ. Ωστόσο, οι πολιτικές συνθήκες στο κράτος αυτό δεν ήταν οι κατάλληλες για να προσαρμοστεί η χώρα στο διεθνές περιβάλλον.
Από το 1932 ως το 1968 η Πορτογαλία κυβερνήθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Antonio de Oliveira Salazar που ενέπλεξε την χώρα σε πολεμικές αναμετρήσεις στις αποικίες, των οποίων οι κάτοικοι ζητούσαν την ανεξαρτησία τους.
Πάντως, στο εσωτερικό δεν επιδείχθηκαν προκλητικές διαθέσεις. Η χώρα υπέφερε από την φτώχεια και, απομονωμένη στην χερσόνησο από την υπόλοιπη Ευρώπη, δεν είχε την δυνατότητα να αναπτυχθεί. Οι πρώτες προσπάθειες εκβιομηχάνισης και δημιουργίας υποδομών στην δεκαετία του ‘50 στηρίχθηκαν σε υπέρμετρο κεντρικό σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής και σε μέτρα για την διατήρηση του κόστους των παραγωγικών συντελεστών σε χαμηλά επίπεδα. Η Πορτογαλία επέβαλε υψηλούς δασμούς στις εισαγωγές από το εξωτερικό και διατηρούσε προτιμησιακές σχέσεις με τις αποικίες της, από τις οποίες προμηθευόταν φτηνές πρώτες ύλες.
Ταυτόχρονα, δόθηκε μεγάλη δύναμη στις επαγγελματικές ομοσπονδίες (οι οποίες αποτελούνταν από τα συνδικάτα των εργοδοτών και των εργαζομένων) με αποτέλεσμα το πορτογαλικό κράτος να χαρακτηρίζεται ως «συντεχνιακό», «σωματειακό».
Οικονομική ανάπτυξη υπήρξε, οι βάσεις της όμως ήταν αδύναμες και έπρεπε η οικονομία να αναζωογονηθεί.
Πράγματι, στην δεκαετία του ‘60 η Πορτογαλία εντάχθηκε στον Ο.Ο.Σ.Α. και στην Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ.) με πιο ευνοϊκή συνέπεια το δειλό, σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας της, την ενίσχυση την μικρομεσαίων βιομηχανικών επιχειρήσεων καθώς και την ανάδειξη των τομέων της κλωστοϋφαντουργίας, των δερμάτινων ειδών και των υποδημάτων σε πιο δυναμικούς τομείς (από τους οποίους, κυρίως, προέρχονταν και τα εξαγωγικά έσοδα).
Την πρόοδο ανέκοψε η άνοδος στην κορυφή της δικτατορίας το 1968 του Marcelo Caetano, που σήμανε την αντίσταση στην εκβιομηχάνιση καθώς στον τομέα αυτό ακολουθήθηκε αναχρονιστική πολιτική.
Οι βιομηχανικές υπηρεσίες δεν αναπτύχθηκαν όσο έπρεπε και η περιορισμένη στήριξη του κεφαλαίου εξασθένησε την ικανότητα της χώρας να επεκταθεί οικονομικά στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η Πορτογαλία είχε ως κύριο πόρο τον μαζικό τουρισμό και δεν είχε προσαρμοστεί στις τεχνολογικές εξελίξεις. Επιπλέον επλήγη από το μεταναστευτικό ρεύμα των ετών εκείνων που, για διαφόρους λόγους, κατευθυνόταν προς την Δυτική Ευρώπη αλλά και από το κόστος των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, προκειμένου να διατηρηθεί ο αποικιοκρατικός της χαρακτήρας.
Στις 25/4/74, η κρίση κορυφώθηκε με την «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΑΡΥΦΑΛΛΩΝ», ένα ειρηνικό στρατιωτικό πραξικόπημα από το οποίο προέκυψε το ΣΥΝΤΑΓΜΑ της χώρας.
Το συνταγματικό αυτό κείμενο καθόριζε ως στόχο της Χούντας Εθνικής Σωτηρίας την «μετάβαση στον σοσιαλισμό».
Και πρόσθετε: «Οι εθνικοποιήσεις είναι αμετάκλητη κατάκτηση των εργατικών τάξεων».
Την εξουσία ανέλαβε η κομμουνιστική κυβέρνηση του Àlvaro Cunhal με την συνδρομή του «ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ».
Στην ταραχώδη περίοδο ως το 1978 πράγματι χαράχθηκε οικονομική πολιτική με ιδεολογικά κριτήρια.
Δημεύτηκαν και εγκαταλείφθηκαν παραγωγικές μονάδες και περιουσιακά στοιχεία, μεγάλες γεωργικές εκτάσεις παραδόθηκαν (με την μορφή ομαδικών εκμεταλλεύσεων) στους γεωργούς και οι δυσαρεστημένοι εργάτες φυλάκιζαν τους εργοδότες τους.
Οι κυβερνήσεις της Επαναστατικής Περιόδου θέσπισαν εργατική νομοθεσία η οποία καθιστούσε αδύνατη την απόλυση των εργαζομένων.
Οι πρακτικές αυτές οδήγησαν στην μαζική έξοδο του ξένου κεφαλαίου από την Πορτογαλία. Οι εθνικοποιήσεις των τραπεζών και των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, τέλος, και η επεκτατική οικονομική πολιτική με τις αυξήσεις των μισθών προκάλεσαν την αύξηση του δημοσίου χρέους.
Η πολιτική κατάσταση σχετικά σταθεροποιήθηκε το 1976 ύστερα από 2 αλλεπάλληλες αδιαφανείς εκλογικές αναμετρήσεις (στις οποίες επικράτησε το Σοσιαλιστικό Κόμμα) και ένα αποτυχημένο αριστερό πραξικόπημα για την εκ νέου κατάληψη της εξουσίας.
Το πολίτευμα της ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ εδραιώθηκε, όμως η Πορτογαλία είχε να αντιμετωπίσει πλήθος προβλημάτων για την επόμενη 10ετία. Το δημοκρατικό καθεστώς έδωσε μεν τέλος στις αποικιοκρατικές διαμάχες, είχε ωστόσο το γεγονός αυτό 2 επιπτώσεις: Στην Πορτογαλία επέστρεψαν 700.000 νέοι στρατιώτες (οι οποίοι ήλθαν αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας) ενώ η χώρα δεν θα μπορούσε στο εξής να προμηθεύεται σε συμφέρουσες τιμές τις πρώτες ύλες από τις αποικίες. Η ανεργία έφτασε το 13,5% και ταυτόχρονα μειώθηκε η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Οι επενδύσεις ως προς το Α.Ε.Π. και η εθνική αποταμίευση μειώθηκαν με ταχείς ρυθμούς ενώ η ενεργειακή κρίση προκάλεσε ανεπιθύμητες ισορροπίες.
Άλλωστε, το κλείσιμο του Χρηματιστηρίου από τον Απρίλιο 1974 ως τον Ιανουάριο του 1976 είχε ήδη συρρικνώσει τον ανταγωνισμό και είχε διακόψει την λειτουργία της αγοράς. Η πορεία της Πορτογαλίας προς την «ΑΤΑΞΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ» δεν είχε ανακοπεί, καθώς οι κυβερνήσεις δεν είχαν την κοινοβουλευτική ισχύ για να λάβουν τα αναγκαία μεταρρυθμιστικά μέτρα.
Εν όψει της απαραίτητης στήριξης της πολιτικής δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας, η Πορτογαλία με νέα ηγεσία κατέθεσε στις 28/3/77 αίτηση ένταξης ενώ παράλληλα προσέφυγε στην Ε.Ο.Κ. (και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) για να της χορηγηθεί έκτακτη οικονομική βοήθεια.
Σε συνεργασία με το Δ.Ν.Τ. εκπονήθηκε για πρώτη φορά ένα πραγματικό πρόγραμμα σταθεροποίησης για την διετία 1977-1979.
Η διαδικασία αυτή αποτέλεσε το θεμέλιο για τα επόμενα σταθεροποιητικά προγράμματα της χώρας.
Στόχος του διετούς προγράμματος ήταν η αποκατάσταση της ισορροπίας του ισοζυγίου πληρωμών, καθώς η Πορτογαλία εισήγε διαρκώς περισσότερα εμπορεύματα σε σύγκριση με όσα εξήγε (αλλά και γενικότερα η εξωστρέφειά της σε συναλλαγές ήταν περιορισμένη).
Το πρόγραμμα για την αύξηση των εξαγωγών ήταν επιτυχημένο: ουσιαστικά η οικονομία αύξησε την παραγωγικότητά της και την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών προς την εξωτερική αγορά ενώ στο εσωτερικό η κυβέρνηση ακολούθησε σφιχτή εισοδηματική πολιτική για να μειώσει την εγχώρια ζήτηση.
Η εγχώρια ζήτηση, όμως, δεν ήταν εύκολο να συμπιεσθεί και (ενώ η εσωτερική προσφορά δεν επαρκούσε) στρεφόταν στα εισηγμένα καταναλωτικά προϊόντα με αποτέλεσμα να αυξάνεται ραγδαία ο πληθωρισμός.
Πριν την ένταξη της Πορτογαλίας στην Ε.Ο.Κ., το Δ.Ν.Τ. κατήρτισε ένα δεύτερο σταθεροποιητικό πρόγραμμα για την διετία 1983-1985 το οποίο ήταν, επίσης, σχετικά επιτυχημένο: στόχος του ήταν η καταπολέμηση των ανισορροπιών του δημοσίου τομέα.
Ο δημόσιος τομέας ως εκείνην την στιγμή επιδοτούνταν από το κράτος. Τα μέτρα που προβλέπονταν ήταν:
Α) Πάγωμα των προσλήψεων, καθώς με την βελτίωση της θέσης της Πορτογαλίας στο διεθνές περιβάλλον επαναπατρίζονταν μετανάστες, οι οποίοι αναζητούσαν εργασία στον δημόσιο τομέα.
Β) Αύξηση και βελτίωση της φορολογίας, που αδικούσε τις μικρομεσαίες τάξεις διότι το φορολογικό σύστημα ήταν πρωτόγονο και δεν λειτουργούσε αποδοτικά.
Γ) Μείωση των κρατικών επιδοτήσεων και των δαπανών για την εκπαίδευση, την υγεία και την γεωργία.
Δ) Αύξηση των επιτοκίων.
Ως κύρια συνέπεια του προγράμματος αυτού καταγράφεται η μείωση των δανειακών αναγκών του δημόσιου τομέα και η διοχέτευση του κέρδους σε επενδύσεις στους τομείς του ηλεκτρ(ον)ικού εξοπλισμού, της αυτοκινητο-βιομηχανίας και των πετροχημικών προίόντων.
Οι θετικές πτυχές της συνεργασίας με το Δ.Ν.Τ. συνδυάστηκαν με την άνοδο στην εξουσία του Aníbal Cavaco e Silva το 1985 (με την ανοχή των Σοσιαλιστών).
Η νέα Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού, μιαν μη ανταγωνιστική αγροτική οικονομία και υπερβολικά γραφειοκρατικές διαδικασίες στην δημόσια διοίκηση.
Ταυτόχρονα, η Πορτογαλία ήταν η πιο εξαρτημένη ενεργειακά ευρωπαϊκή χώρα.
Ο νέος τεχνοκράτης πρωθυπουργός εξήγγειλε μιαν μεταρρυθμιστική οικονομική πολιτική, η οποία θα στηριζόταν στην απελευθέρωση των αγορών και στην δημιουργία «διχτυού ασφαλείας (safety net)», προκειμένου να αποφεύγονται οι κοινωνικές συγκρούσεις.
Πρόθεση της κυβέρνησης ήταν να προωθήσει την ιδιωτική πρωτοβουλία, να ανακατανείμει τον πλούτο και να ανταμείψει την μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Ωστόσο, για να επιτύχει τις επιδιώξεις της αυτές η Πορτογαλική κυβέρνηση επιζήτησε τον κοινωνικό διάλογο και κατόπιν προχώρησε στην λήψη μέτρων για την ομαλή προσαρμογή στις απαιτήσεις της ΕΟΚ.: πάγωσε τις μισθολογικές δαπάνες και προσπάθησε να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Ένα τρίτο βήμα ήταν να μειώσει τον κρατικό τομέα κατά 50%.
Οι αποφάσεις αυτές συνέπεσαν με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (Ε.Π.) και μιαν περίοδο οικονομικής ανάπτυξης στην Ε.Ο.Κ.
Ύστερα από την ένταξη, πράγματι ο ιδιωτικός τομέας επεκτάθηκε εις βάρος του δημοσίου ενώ έγιναν σημαντικές επενδύσεις που εξασφάλισαν υψηλά ποσοστά ανάπτυξης. Η Πορτογαλία απέκτησε οικονομικά πλεονεκτήματα και αναγνώρισε την θεμελιώδη σημασία της επίτευξης σταθερών μακρο-οικονομικών επιδόσεων ως μέσου για την διασφάλιση της μακροπρόθεσμης αύξησης των ρυθμών ανάπτυξης και του κατά κεφαλήν εισοδήματος, όπως αποδείχθηκε.
Σταδιακά οι «επαναστατικές κατακτήσεις» της περιόδου 1974-78 καταργήθηκαν, το κράτος έκλεισε τις ελλειμματικές επιχειρήσεις και διαχωρίστηκε πλήρως από τις Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας.
Η αύξηση των τιμών στις επιχειρήσεις αυτές απέφερε κέρδη τα οποία κατευθύνθηκαν στην δημιουργία υποδομών στις μεταφορές και τις τηλεπικοινωνίες και στην υλοποίηση μεγάλων έργων.
Η στρατηγική βαθμιαίας προσαρμογής και σύγκλισης της Πορτογαλικής οικονομίας με τις επιδόσεις της Ε.Ο.Κ. ενσωματώθηκε σε 4 αλλεπάλληλα σταθεροποιητικά προγράμματα από το 1986 ως σήμερα.



Κεφάλαιο 2 Η ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1986-1995

Η δεκαετία που διανύθηκε από την ένταξη της Πορτογαλίας στην Ε.Ε. χαρακτηρίζεται από τις εντυπωσιακές επιδόσεις της στο σύνολο των δεικτών της οικονομίας, γεγονός που ανόρθωσε το κύρος και την αξιοπιστία της χώρας. Στα 4 σταθεροποιητικά προγράμματα που καταρτίσθηκαν εφαρμόστηκαν πλήρως, με πολιτική συνέπεια και με πίστη στις δυνατότητες σύγκλισης.
Στα προγράμματα αυτά, καταλυτικός ήταν ο ρόλος που επιφυλάχθηκε στην απελευθέρωση των αγορών και στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.
Ο ανταγωνισμός διαδραμάτισε θετικό, εξυγειαντικό ρόλο στην κατανομή των πόρων και το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. βελτιώθηκε σημαντικά.
Η ανάπτυξη ήταν τόσο δυναμική που αναζωπύρωνε διαρκώς τον πληθωρισμό, αν και τελικά το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε.
Στην βάση της κοινωνικής συναίνεσης οι αμοιβές συγκρατούνταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δίχως όμως να προσφεύγουν τα συνδικάτα σε επιβλαβείς απεργίες.
Τα προγράμματα οικονομικής ανασυγκρότησης εγκαινιάστηκαν το 1986 με το Ρ1, το πρόγραμμα για την διόρθωση της ανεργίας και των εξαγωγικών επιδόσεων της χώρας.
Το πρόγραμμα Ρ1 θεωρείται πως πέτυχε σε μεγάλο βαθμό τους αντικειμενικούς του σκοπούς καθώς στην τριετία 1986-89 δημιούργησε αυξημένη απασχόληση και πλεόνασμα εξαγωγών.
Ωστόσο, στην εφαρμογή του προγράμματος συντέλεσε το γεγονός πως αν και η Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση απώλεσε την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου τον Απρίλιο του 1987, τελικά τον Ιούλιο του ιδίου έτους κέρδισε με το συντριπτικό 50% την εμπιστοσύνη του λαού της Πορτογαλίας και σχημάτισε για πρώτη φορά μονοκομματική κυβέρνηση πλειοψηφίας.
Η εξέλιξη αυτή είχε θεμελιώδη σημασία για την πορεία της οικονομίας και την επιμονή στις διαρθρωτικές μεταβολές.
Δεν είναι μόνον ότι η Πορτογαλία επωφελήθηκε πλήρως από το Α’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης αλλά κυρίως το γεγονός ότι στην διετία 1988-90 οι επενδύσεις από το εξωτερικό αυξήθηκαν σε ποσοστό 300% που έθεσε τις βάσεις για την επιτυχία του προγράμματος σταθεροποίησης.
Για τις επενδύσεις ο αρμόδιος οργανισμός ICEP δεν έθετε απολύτως κανέναν περιορισμό για τις εισροές ξένων κεφαλαίων.
Αντίθετα, το πορτογαλικό κράτος προσπαθεί να περιορίσει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και εισροής ξένου κεφαλαίου διότι αυξάνουν την νομισματική κυκλοφορία και τον πληθωρισμό.
Σε μιαν άλλη δέσμη μέτρων, η Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση επιχείρησε στην πράξη να ξεπεράσει την συνταγματική απαγόρευση των ιδιωτικοποιήσεων, ψηφίζοντας το 1988 νομοθεσία για την μετατροπή των δημοσίων επιχειρήσεων σε ανώνυμες (με το 51% υπό κρατικό έλεγχο) και για την ιδιωτικοποίηση των μεταφορών.
Ήδη πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1989 με την οποία επετράπησαν οι ιδιωτικοποιήσεις είχε ξεκινήσει ένα ευρύτατο πρόγραμμα διάσωσης των κρατικών εταιρειών, προκειμένου αυτές να αποκρατικοποιηθούν στην συνέχεια. Οι κινήσεις αυτές συνδυάστηκαν με την πρόβλεψη να μην είναι δυνατόν να αντικατασταθεί το μονοπώλιο των κρατικών εταιρειών από το μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο των ιδιωτικών.
Τον Απρίλιο του 1990, τελικά, ψηφίστηκε νομοθεσία η οποία επέτρεπε την ιδιωτικοποίηση σε ποσοστό ως 100% του συνόλου των μετοχών.
Στην οικονομική πολιτική της περιόδου ‘87-‘91 πρέπει ακόμη να συμπεριληφθεί η σταδιακή απελευθέρωση των χρηματο-οικονομικών υπηρεσιών και η λειτουργία του ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ στην βάση του «λαϊκού καπιταλισμού», οι 2 νόμοι για την αγορά εργασίας που διευκόλυναν τις συνθήκες για τις απολύσεις, οι μεταρρυθμίσεις για την πάταξη της φοροδιαφυγής καθώς και τα 5ετή προγράμματα 1988-93 για την βελτίωση των υποδομών και της εκπαίδευσης του 2% του εργατικού δυναμικού των βιομηχανικών επιχειρήσεων ανά έτος.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα μέτρα αυτά συνέτειναν στην επανεκπαίδευση των εργατών και στον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας αλλά –το σημαντικότερο– ότι συνδυάστηκαν με την αύξηση της κοινωνικής προστασίας υπέρ των ανέργων και την παράλληλη παροχή κινήτρων για να επιζητήσουν εργασία, την οποία είχε ανάγκη η Πορτογαλική οικονομία.
Το συμπέρασμα που απορρέει από την εκ των υστέρων εμπειρία είναι ότι η ανεργία (ιδιαίτερα σε νέες ηλικίες) σημείωσε μείωση σε βαθμό που υπερέβη κάθε προσδοκία.
Στην ίδια περίοδο, οι εισροές προς την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Ισπανία από την Κοινότητα ήταν πολύ περισσότερες συγκριτικά με τα χρηματικά ποσά που η Πορτογαλική κυβέρνηση επέλεξε να διοχετεύσει στην επαγγελματική κατάρτιση, την ανασυγκρότηση του αγροτικού τομέα και την περιφερειακή ανάπτυξη (Σχέδιο Περιφερειακής Ανάπτυξης 1989).
Το δεύτερο σταθεροποιητικό πρόγραμμα για την προσαρμογή της Πορτογαλικής οικονομίας (Ρ2) ήταν παραλλαγή του Ρ1 με την διαφορά ότι θεωρείτο πλέον ως δεδομένος ο εκσυγχρονισμός του φορολογικού συστήματος.
Στο νέο πρόγραμμα αποκρυσταλλωνόταν η στρατηγική που είχε εκπονήσει η κυβέρνηση με την τεχνική συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την κατεύθυνση της πολυετούς δημοσιονομικής προσαρμογής. Το Ρ2 προέβλεπε μείωση της υπερκατανάλωσης, αύξηση των φόρων και των ιδιωτικοποιήσεων τραπεζών –ενώ έθετε ως στόχο την δημιουργία πλεονασμάτων για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους.
Σε γενικές γραμμές και το πρόγραμμα αυτό πέτυχε τους στόχους του, εάν ληφθούν υπόψιν οι κύριοι οικονομικοί δείκτες.
Η Πορτογαλική οικονομία στην πρώτη περίοδο της ένταξης 1985-90 τετραπλασίασε τον ρυθμό αύξησης του Α.Ε.Π., μείωσε δραστικά τον πληθωρισμό και την ανεργία σε επίπεδα πρωτόγνωρα μετά τις 2 πετρελαϊκές κρίσεις και, ουσιαστικά, εξυγειάνθηκε.
Η αξία του εσκούδο αυξήθηκε σε πραγματικούς όρους 14,2%.
Τον Ιούνιο του 1990 εκπονήθηκε το Εθνικό Πρόγραμμα προσαρμογής για την μετάβαση στο β’ στάδιο της Ο.Ν.Ε. (Q1), πρόγραμμα το οποίο έθετε ως στόχο την σύγκλιση και για τον λόγο αυτό ανέπτυσσε 2 εναλλακτικά σενάρια προς αυτήν την κατεύθυνση.
Πράγματι, επειδή στην συνέχεια το δημόσιο έλλειμμα ξέφυγε από τον έλεγχο η κυβέρνηση αντέδρασε με συμπληρωματικά μέτρα: μείωσε τις φοροαπαλλαγές που συνόδευαν την αγορά κρατικών ομολόγων και κατήργησε τα φορολογικά κίνητρα που παρείχε στις επιχειρήσεις.
Ο πρωθυπουργός είναι αλήθεια ότι έμεινε συνεπής στην δέσμευσή του πως «δεν θα υπάρξει λιτότητα και σφίξιμο της ζώνης αλλά, αντιθέτως, θα γίνουν επενδύσεις στην κοινωνική πολιτική, την υγεία, την εκπαίδευση».
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Πορτογαλίας επικράτησε ξανά στις εκλογές (6/10/1991) ενώ στην Προεδρία της Δημοκρατίας θήτευε για δεύτερη φορά ο Lopez Soares.
Επετεύχθη αμέσως συμφωνία με τους κοινωνικούς εταίρους.
Και στα τέλη του έτους δρομολογήθηκε η σύγκλιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς το εσκούδο ενσωματώθηκε πλήρως στην Μηχανή Ισοτιμιών Συναλλαγματικών (Μ.Ι.Σ.) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (Ε.ΝΟ.Σ.), εφόσον πρόκειται για αναγκαία συνθήκη για την συμμετοχή στην Ο.Ν.Ε.
Άλλωστε, η πεσέτα συμμετείχε ήδη από το 1989 και ασκούσε εξωτερική πίεση προς το Πορτογαλικό νόμισμα λόγω των εμπορικών σχέσεων των 2 κρατών. Μόνη εξαίρεση εκείνη την στιγμή στην θετική εικόνα της Πορτογαλίας ήταν ο υψηλός πληθωρισμός που διατηρείτο σε υψηλά επίπεδα (11,8% –και για τον λόγο αυτό έγινε η ένταξη του εσκούδο στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα) καθώς και τα υψηλά επιτόκια που, όμως, ήταν ελκυστικά για το ξένο κεφάλαιο.
Η πληθωριστική ακαμψία οφειλόταν στην μεγάλη άνοδο των πραγματικών μισθών (5%) το 1991, όμως από την άλλη πλευρά οι επενδύσεις κατέρριπταν κάθε ρεκόρ ενώ το βιοτικό επίπεδο ανέβαινε ραγδαία και το δημόσιο έλλειμμα καταπολεμείτο με επιτυχία.
Η νέα κυβέρνηση αναθεώρησε το Q1 και κατήρτισε το Πρόγραμμα Σύγκλισης (Q2) για την περίοδο 1992-95.
Στο πρόγραμμα συγκατατέθηκαν για μιαν ακόμη φορά οι κοινωνικοί εταίροι.
Το Q2 στηριζόταν σε 2 αρχές: στην συμφωνία για ανώτατο επίπεδο δαπανών και για καταπολέμηση των πληθωριστικών πιέσεων.
Πιο αναλυτικά: το Πρόγραμμα Σύγκλισης όριζε ότι οι κρατικές δαπάνες θα έπρεπε να μην ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο, προκειμένου να υπάρχουν ελπίδες μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων. Η λογική των συντακτών του ήταν πως θα έπρεπε να γίνουν δύσκολες επιλογές μεταξύ των καταναλωτικών και κεφαλαιακών δαπανών του κράτους (non-accomodation principle).
O στόχος για τον πληθωρισμό σε καθένα από τα 4 έτη του Προγράμματος Σύγκλισης θα χρησίμευε, εξάλλου, για τον καθορισμό του ρυθμού αύξησης των δαπανών (αφού αφαιρούνταν οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους). Ανάλογα με το ύψος του επιδιωκόμενου πληθωρισμού θα προσδιορίζονταν και οι αμοιβές στον δημόσιο τομέα, οι κοινωνικές δαπάνες, οι κρατικές επιδοτήσεις κ.ο.κ.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση δεσμευόταν να συγκρατεί την αύξηση των μισθών κάτω από το επίπεδο του επιδιωκόμενου ανά έτος πληθωρισμού, εφαρμόζοντας αυστηρή νομισματική και συναλλαγματική πολιτική.
Η Πορτογαλική κυβέρνηση δεχόταν να διατηρεί σταθερές τις ισοτιμίες και έθετε ως ευρύτερο στόχο την μείωση της διαφοράς μεταξύ κοινοτικού και εθνικού πληθωρισμού και, επίσης, την διατήρηση της θετικής (για την Πορτογαλία) διαφοράς στον ρυθμό αύξησης του Α.Ε.Π. συγκριτικά με την Ε.Ε.
Συμπληρωματικά, το Q2 υπερασπιζόταν το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων καθορίζοντας πως ο κρατικός τομέας θα έπρεπε σταδιακά να συμμετέχει μόνο κατά 9% στο Α.Ε.Π., κάτι το οποίο θα γινόταν με πολιτικές απορρύθμισης και απελευθέρωσης.
Τέλος, διατυπώνονταν διακηρύξεις ώστε η σταθερότητα των τιμών να γίνει σε συνθήκες κοινωνικού consensus, με διάλογο των κοινωνικών εταίρων μέσω του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου που προώθησε η κυβέρνηση της χώρας.
Τον Σεπτέμβριο του 1992, ύστερα από την νομισματική κρίση, η Πορτογαλική κυβέρνηση αναγκάστηκε κατ’ αρχάς να αυξήσει τα επιτόκια και, κατόπιν, να υποτιμήσει 6% το εσκούδο.
Η περίοδος ‘92-‘94 ήταν, ωστόσο, φάση ύφεσης για την Πορτογαλική οικονομία. Ο ρυθμός ανάπτυξης μειώθηκε, η ανεργία αυξήθηκε ελαφρά και το κράτος επέλεξε να μειώσει τις λειτουργικές δαπάνες των υπουργείων και τα καταναλωτικά κονδύλια προς όφελος των επενδυτικών και κοινωνικών δαπανών. Οι μισθοί συγκρατήθηκαν και οι χαμηλόμισθοι ευνοήθηκαν με μικρές αυξήσεις. Αποτέλεσμα: ο πληθωρισμός μειώθηκε το 1994 στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 25 ετών (4,5%), αν και το εσκούδο υποτιμήθηκε συνολικά 3 φορές εντός του Ε.ΝΟ.Σ.
Το ύψος της ανεργίας θεωρείται ότι έχει προσεγγίσει το Ν.Α.Ι.R.U. (Non Accelerated Rate of Unemployment-Μη Αυξανόμενο Ποσοστό Ανεργίας), δηλαδή 6%-7% που είναι το χαμηλότερο στην Ε.Ε. μετά το Λουξεμβούργο!
Το δημόσιο χρέος έχει μειωθεί. Το δημόσιο έλλειμμα είναι το μισό του ελληνικού!
Το υψηλό δημόσιο χρέος (συγκριτικά με τα κριτήρια για την Ο.Ν.Ε.) και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα είναι οι 2 αδυναμίες της Πορτογαλικής οικονομίας.
Εκτιμάται ότι οποιαδήποτε χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής θα έπληττε το εσκούδο και το εξωτερικό ισοζύγιο, του οποίου ο χαρακτήρας είναι επισφαλής.
Το 1995 η ανάκαμψη ήταν περισσότερο ορατή με αύξηση του Α.Ε.Π. 3%, μείωση του πληθωρισμού στο 4,1% και της ανεργίας στο 6,5% ενώ για την επόμενη διετία προβλέπεται βελτίωση όλων των δεικτών.
Το κόστος της ύφεσης της δεύτερης 5ετίας της Πορτογαλίας στην Ε.Ε. πλήρωσαν οι Σοσιαλδημοκράτες.
Η νέα Σοσιαλιστική κυβέρνηση υπό τον Αντόνιο Γκουτιέρεζ υποσχέθηκε ότι δεν θα αυξήσει τους φόρους αλλά θα συνεχίσει την πολιτική της αποκρατικοποίησης ακολουθώντας φιλελεύθερη πολιτική: εξήγγειλε ιδιωτικοποιήσεις 700 δις εσκούδος (5% του Α.Ε.Π.) για την επόμενη διετία προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας, κατέστησε ως προτεραιότητα της πολιτικής που θα εφαρμόσει την προστασία των μεσαίων τάξεων και δεσμεύτηκε να αυξήσει τα κονδύλια για την υγεία, την παιδεία και το ασφαλιστικό σύστημα.
Συνοψίζοντας, πρέπει να αναφερθεί ότι η δημοσιονομική εξυγείανση στην Πορτογαλία από το 1986 δίνει έμφαση στην μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, όπου εισάγεται μεγάλη ελαστικότητα.
Με τον τρόπο αυτό η ανεργία απορροφάται και η ποιότητα εργασίας αναβαθμίζεται μέσω των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης. Επιπλέον, λαμβάνονται διαρθρωτικά μέτρα για την αγορά κεφαλαίου και αγαθών.
Μια δεύτερη πτυχή της οικονομικής σταθεροποίησης είναι η προσέλκυση του ξένου κεφαλαίου προκειμένου να γίνουν επενδύσεις.
Οι εισροές ιδιωτικών κεφαλαίων στην χώρα ήταν το 1986 153 εκατομμύρια δολλάρια και το 1991 4,4 δις!
Την πρώτη τριετία της δεκαετίας του ‘90, οι εισροές επενδυτικών κεφαλαίων ήταν τριπλάσιες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες στην Ελλάδα.
Στην προσέλκυση των ξένων επενδυτών συντέλεσε μια συνολική δέσμη κινήτρων με κορυφαίο μέτρο τις ιδιωτικοποιήσεις (που αποτελούν το 9% του Α.Ε.Π. της Πορτογαλίας) και τον περιορισμό του κρατικού παρεμβατισμού.
Το γεγονός ότι η σταθεροποίηση της οικονομίας και η πραγματική σύγκλιση με την Ε.Ε. επιτεύχθηκε μέσω της σύναψης «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ» και της δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης παρέχει στην Ελληνική οικονομία ένα προνομιακό πεδίο για να αντλήσει χρήσιμα συμπεράσματα.



Κεφάλαιο 3 Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ Ε.Ο.Κ.

Στην μεταπολεμική, μετεμφυλιακή Ελλάδα, καθοριστικός παράγοντας για την χάραξη οικονομικής πολιτικής ήταν η ανάγκη της ανασυγκρότησης και όχι η επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό εκπονήθηκαν διαδοχικά πολυετή προγράμματα τα οποία συνήθως δεν εφαρμόζονταν διότι αντικαθίστανταν από άλλα που επίσης ατονούσαν.
Από το σύνολο των προγραμμάτων, εκείνα τα οποία εφαρμόστηκαν και απέδωσαν ήταν:
Α) Το σχέδιο Marshall,
B) Το πρόγραμμα λιτότητας της κυβέρνησης Πλαστήρα το 1951,
Γ) Τα Μέτρα Μαρκεζίνη το 1953 που είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών καθώς και την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό.
7 ακόμη προγράμματα στην επόμενη 15ετία εξαγγέλθηκαν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, τα πολιτικά κόμματα, το Κ.Ε.Π.Ε., διάφορες Επιτροπές Έρευνας και άλλους φορείς δίχως να εφαρμοστούν παρά μόνο για χρονικά διαστήματα λίγων μηνών, ώσπου να ανατραπεί η κυβέρνηση ή να αλλάξει ο προγραμματισμός.
Η Ελλάδα ήταν τότε μια χώρα με χαμηλή συγκέντρωση κεφαλαίου και μεγάλη προσφορά εργατικού δυναμικού από τον υπερσυσσωρευμένο αγροτικό πληθυσμό. Το κράτος είχε την δυνατότητα να αυξάνει την συνολική ζήτηση, να διατηρεί χαμηλούς ή να αυξάνει ελαφρά τους μισθούς και να εξασφαλίζει ικανοποιητική απασχόληση.
Το πρόγραμμα της οικονομικής ανάπτυξης που σχεδίασε Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ για την πενταετία 1968-1972 έθετε ως κύριο στόχο την διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης στα επίπεδα μεταξύ 7,5%-8,5%, στόχο τον οποίο πέτυχε.
Ωστόσο, την ίδια περίοδο μειώθηκε ο ρυθμός αύξησης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και, γενικότερα, έγινε άδικη κατανομή εισοδήματος εις βάρος των μικρομεσαίων τάξεων.
Η περίοδος 1953-1973 χαρακτηρίζεται από μιαν σταθερή ανάπτυξη 7% και πληθωρισμό κάτω από 4% (κατά μέσο όρο).
Το φορολογικό καθεστώς ευνόησε τις ιδιωτικές επενδύσεις ενώ το κράτος προστάτευε επαρκώς τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και εγγυόταν στις επιχειρήσεις και τους επενδυτές αυξημένες αποδόσεις.
Το σύστημα του Bretton Woods διατηρούσε χαμηλές τις πληθωριστικές προσδοκίες ενώ ο τακτικός προϋπολογισμός έκλεινε ισοσκελισμένος.
Η Ελληνική οικονομία κατατασσόταν από τον Ο.Ο.Σ.Α. στις δυναμικές, αναπτυσσόμενες οικονομίες καθώς η βιομηχανική παραγωγή αυξανόταν και στην χώρα εισέρρεαν ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια.
Το 1973 σημειώθηκαν 2 εξελίξεις που ανέτρεψαν την ειδυλλιακή αυτήν εικόνα: η πρώτη πετρελαϊκή κρίση και η κατάργηση του διεθνούς συστήματος σταθερών ισοτιμιών.
Η Ελληνική οικονομία επλήγη διότι η αύξηση της τιμής του πετρελαίου ισοδυναμούσε με απώλεια εισοδήματος για τους Έλληνες ίση με 2% του Α.Ε.Π. Ταυτόχρονα, η κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods επέτρεψε στις ελληνικές κυβερνήσεις να επιδεικνύουν ανευθυνότητα στον χειρισμό του πληθωρισμού, της ισοτιμίας της δραχμής και των κρατικών δαπανών.
Στην Μεταπολίτευση, η κυβέρνηση Καραμανλή προχώρησε στην κατάρτιση 2 πενταετών Προγραμμάτων για την Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη το 1976 και το 1978 αντίστοιχα, τα οποία εγκαταλείφθηκαν ύστερα από τις εκλογές του 1977 και του 1981.
Τα προβλήματα εντάθηκαν όταν σημειώθηκε η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση ενώ η ανάγκη να δημιουργηθούν στην Ελλάδα θεσμοί κοινωνικής προστασίας και να εγκαθιδρυθεί «κράτος-πρόνοιας» τέθηκε σε δεύτερη μοίρα.
Η ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και η ανάπτυξη των εργατικών αγώνων έκανε δυσχερή την πολιτική μείωσης των μισθών. Ταυτόχρονα, οι εθνικές αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις γνώρισαν μεγάλη κάμψη στον βωμό της προσδοκούμενης ευημερίας και της υπερκατανάλωσης.
Η έντονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική επέρριψε το κόστος στις μελλοντικές γενεές.
Το οικονομικό επιτελείο της ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ αντέδρασε αποφασίζοντας να αντισταθμίσει τις εισοδηματικές απώλειες των Ελλήνων με αύξηση των ονομαστικών αποδοχών, ενέργεια που οδήγησε σε εκτόξευση του πληθωρισμού σε διψήφιους ρυθμούς αύξησης την επόμενη 20ετία.


Κεφάλαιο 4
Ο ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ‘80 ΚΑΙ Η ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ‘90
Αν και φαινομενικά προσδεδεμένη στην ελεύθερην οικονομία και την αγοράν, η κυβέρνηση της Ν.Δ. στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 εγκαινίασε πολιτικές επέκτασης του δημοσίου τομέα, κρατικοποιώντας ιδιωτικές εταιρείες και τράπεζες και ιδρύοντας –μέσω κρατικά ελεγχομένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων– νέες βιομηχανικές μονάδες.
Η κυβέρνηση Ράλλη αποφάσισε, εξάλλου, το 1981 να προβεί σε προεκλογικές παροχές, αυξάνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και τον πληθωρισμό. Η πολιτική εξαγοράς ψήφων βρήκε, όμως, την πληρέστερην έκφρασή της στην νέα Σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου προχώρησε σε μεγάλες αυξήσεις μισθών και σε κοινωνικοποιήσεις (θέτοντας υπό κρατική αιγίδα τις προβληματικές επιχειρήσεις) ενώ αύξησε τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων. Η πρακτική αυτή νόθευε τον ανταγωνισμό και δημιουργούσε ασφυκτικές πιέσεις στην ιδιωτική αγορά εργασίας.
Η κρατική οικονομική δραστηριότητα επεκτάθηκε εις βάρος του ιδιωτικού τομέα και δόθηκαν προνόμια στις συντεχνίες ενώ εγκαταλείφθηκε η αρχή του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.
Οι επιδοτήσεις της Ε.Ο.Κ. αύξησαν την κατανάλωση και συνέτειναν στην εξάλειψη των κινήτρων για την αύξηση της παραγωγικότητας.
Προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι κρατικές δαπάνες, επιβαρύνθηκε το δημόσιο χρέος και μειώθηκαν οι δημόσιες επενδύσεις για την βελτίωση των υποδομών.
Η κυβέρνηση προσπάθησε, επομένως, ανεπιτυχώς να ακολουθήσει τον «Τρίτο Δρόμο» για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό και είχε την πρόθεση να διεξάγει δημοψήφισμα για την αποχώρηση από την Ε.Ο.Κ.
Το δικαίωμα για την προκήρυξη δημοψηφίσματος αποτελούσε, ωστόσο, συνταγματικό προνόμιο του Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή. Για τον λόγον αυτό, η κυβέρνηση αρνήθηκε να ευθυγραμμίσει την οικονομική της πολιτική με τις απαιτήσεις της Ε.Ο.Κ. καταφεύγοντας εναλλακτικά στην υποβολή στις 19/3/1982 Μνημονίου με το οποίο εκδήλωνε την αντίθεσή της στις διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης που την υποχρέωναν να εκχωρήσει στον ιδιωτικό τομέα δημόσιες επιχειρήσεις μονοπωλιακού χαρακτήρα.
Η Ε.Ο.Κ. απέρριψε το αίτημα της ύπαρξης ειδικού καθεστώτος για την Ελλάδα αναφορικά με τα κρατικά μονοπώλια και τις σχέσεις κράτους-κοινωνίας, θεωρώντας ότι τα αναπτυξιακά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας μπορούν να αντιμετωπισθούν με την πλήρη εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και όχι με την διαρκή αναβολή της.
Η κυβέρνηση αντέδρασε κρατικοποιώντας την εταιρεία «ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ» και ιδρύοντας τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης προβληματικών Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.).
Κι όμως, τα πρώτα 3 χρόνια της ένταξης στην Ε.Ο.Κ. η Ελλάδα εξακολούθησε να παρουσιάζει μηδενική ανάπτυξη ενώ ο πληθωρισμός και η κατανάλωση –λόγω της αυξημένης προσφοράς χρήματος– εκτινασσόταν στα ύψη.
Προ των δυσμενών αυτών εξελίξεων και της απώλειας του ελέγχου, τον Ιανουάριο του 1983 η κυβέρνηση εκπόνησε το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα της δεκαετίας, το οποίο προέβλεπε υποτίμηση της δραχμής κατά 10% και ετεροχρονισμό στην χορήγηση των αυξήσεων για τους μισθούς. Περιείχε, επίσης, πρόβλεψη για την παροχή επενδυτικών κινήτρων για να προσελκύσει το ξένο κεφάλαιο.
Το πρόγραμμα του «τσάρου» της οικονομίας Γερ. Αρσένη επιχειρούσε να αντιμετωπίσει τον παραδοσιακά αδύναμο τομέα της οικονομίας όπου εκδηλώνεται πρώτα μία κρίση: το ισοζύγιο πληρωμών. Ωστόσο, τα μέτρα δεν ήταν προς την κατεύθυνση του περιορισμού των δαπανών του δημοσίου και της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας.
Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Αρσένη εγκαταλείφθηκε τον Δεκέμβριο του 1983, λίγο πριν τις Ευρωεκλογές του επομένου έτους. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής του ήταν πενιχρά. Η έξοδος κεφαλαίων από την χώρα ήταν μιαν νέα, δυσμενής εξέλιξη: η Ελλάδα καταρράκωνε μόνη της το κύρος, την αξιοπιστία και την ανταγωνιστικότητά της.
Παροχές έγιναν το 1984 αλλά και το 1985 υπό ταραχώδεις πολιτικές συνθήκες με αποτέλεσμα ότι οι μακρο-οικονομικοί δείκτες βρίσκονταν σε πολύ άσχημο σημείο με αποκορύφωμα τον τετραπλασιασμό του δημοσίου χρέους, την άνοδο του πληθωρισμού στο 20% και την κάθοδο των ιδιωτικών επενδύσεων ως προς το Α.Ε.Π. στο χαμηλότερο σημείο της Μεταπολίτευσης.
Μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση Παπανδρέου υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση και απέσυρε το αίτημα προς την Ε.Ο.Κ. για την αναγνώριση ιδιαιτεροτήτων στην οικονομία της χώρας και για την χορήγηση μεταβατικού διαστήματος μη-εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων.
Ο Κ. Σημίτης ανέλαβε τον σχεδιασμό ενός σκληρού προγράμματος λιτότητας σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Ε.Ο.Κ. και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου να μην χαθεί ο έλεγχος της οικονομίας.
Η κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 1985 υποτίμησε την δραχμή κατά 15% και υπέβαλε αίτηση για την χορήγηση από την Κοινότητα ειδικού δανείου, ύψους 2 δις δολλαρίων, για την στήριξη και ανόρθωση της οικονομίας. Μαζί με το αίτημα αυτό, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ενέκρινε υπό αυστηρές προϋποθέσεις και τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (Μ.Ο.Π).
Οι προϋποθέσεις για την λήψη του δανείου αναφέρονταν ασφαλώς στο περιεχόμενο του σταθεροποιητικού προγράμματος και στην υϊοθέτηση από το ελληνικό κράτος 300 οδηγιών που θα έπρεπε να ενσωματωθούν στην ελληνική νομοθεσία.
Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Σημίτη έθετε ως κύριο στόχο την διόρθωση του εξωτερικού ελλείμματος, την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας καθώς και την μείωση του πληθωρισμού. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα έπρεπε στην διετία ‘85-‘87 να σημειωθεί μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους. Δεν αναλαμβάνονταν, όμως, δεσμεύσεις εκ μέρους των συντακτών του κειμένου. Προβλεπόταν, πάντως, η κατάργηση αρκετών κρατικών μονοπωλίων και ο δραστικός περιορισμός του ρόλου του κράτους στην οικονομία. Η υλοποίηση του προγράμματος στηρίχθηκε στην μείωση των μέσων πραγματικών μισθών και σε μιαν ανελαστική εισοδηματική πολιτική. Η πολιτική αυτή ακολουθήθηκε πιστά ως τον Μάρτιο του 1988, όταν ο Κ. Σημίτης εξωθήθηκε σε παραίτηση από το αξίωμα του υπουργού Εθνικής Οικονομίας διότι αιφνιδίως επιχειρήθηκε η ανατροπή αποφάσεων που είχαν ληφθεί με στόχο την μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων προκειμένου να γίνουν προεκλογικές παροχές. Η διακοπή του προγράμματος αποτελεί ενέργεια που στιγματίστηκε από το σύνολο όσων ενδιαφέρονται για την εξυγείανση των δημοσίων οικονομικών, καθώς το πρόγραμμα απέδιδε τους πρώτους καρπούς και η συνεπής ολοκλήρωσή του θα είχε αλλάξει άρδην τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ο πληθωρισμός μειώθηκε το 1987 στο 13% (το χαμηλότερο ποσοστό της 15ετίας 1978-1992), οι εισαγωγές συγκρατήθηκαν λόγω της μείωσης της εγχώριας ζήτησης και, παράλληλα, αυξήθηκαν κατά 7% του Α.Ε.Π. οι εξαγωγές. Οι ιδιωτικές επενδύσεις ανέκαμψαν και η οικονομία σημείωσε το 1988 μεγέθυνση 4,5% (το υψηλότερο ποσοστό ανάπτυξης μετά το 1978).
Η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε και τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών μειώθηκαν.
Όμως, από την άλλη πλευρά, η ανεργία αυξήθηκε 2,5% ενώ το εισόδημα των εργαζομένων εξαιτίας των άμεσων θυσιών στις οποίες υποβλήθηκαν μειώθηκε 15%. Η μείωση αυτή υπερέβη τις συνολικές αυξήσεις μισθών που είχαν δοθεί σε ολόκληρη την πρώτη 4ετία του ΠΑΣΟΚ.
Στα θετικά του προγράμματος πρέπει να καταγραφεί και το γεγονός ότι η δημόσια διοίκηση υποχρεώθηκε να διαμορφώσει ευέλικτες μεθόδους για την πραγμάτωση των στόχων του.
Ήταν ένα πρόγραμμα λιτότητας που (αφού αναμετρήθηκε με τις πελατειακές σχέσεις, την πολιτική πατρωνεία και τις ομάδες πίεσης για την υπεράσπιση των «κεκτημένων») θυσιάσθηκε στον βωμό της κατάκτησης με αθέμιτα μέσα της ασυλίας που προσφέρει η κυβερνητική εξουσία.
Στην συνέχεια, η εφαρμογή σταθεροποιητικών πολιτικών ατόνησε καθώς την διακυβέρνηση της χώρας άσκησε η κυβέρνηση Τζαννετάκη, η Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα και η υπηρεσιακή κυβέρνηση του κ. Γρίβα.
Οι εισπρακτικοί μηχανισμοί του κράτους κατέρρευσαν και οι δημόσιες δαπάνες άγγιξαν το 50% του Α.Ε.Π.
Από την εμπειρίαν αυτήν αποδείχθηκε ότι η εφαρμογή σταθεροποιητικών προγραμμάτων είναι εξαιρετικά δύσκολη όταν η κυβέρνηση που επιβάλλει τα μέτρα δεν στηρίζεται σε ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Άλλωστε, το επιχείρημα αυτό εδράζεται και στο γεγονός ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. που ανέλαβε την διακυβέρνηση του τόπου τον Απρίλιο του 1990 ανετράπη καθώς έκανε διστακτικά βήματα προς την επιβολή των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν, ασφαλώς, το ύψος του δημοσίου χρέους.
Πρέπει να ληφθεί υπόψιν και το στοιχείο ότι το 1990 υπήρχαν 200 υπό κρατικόν έλεγχο επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνταν το 40% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Η αξία του ενεργητικού των επιχειρήσεων αυτών ήταν το 65% της αξίας του ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων της χώρας.
Αν και διεθνώς η ιδιωτικοποίηση αποτελεί αυτόνομη νομιμοποιημένη πρακτική, στην Ελλάδα προβλήθηκε ως μέσο για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της Ε.Ε.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχείρησε, αντιμετωπίζοντας το τεράστιο δημόσιο χρέος, να αποκρατικοποιήσει τις δημόσιες επιχειρήσεις δίχως τόλμη και επαρκή προετοιμασία. Γραφειοκρατικά εμπόδια, αντιδράσεις των συντεχνιών του δημοσίου τομέα και –το κυριότερο– η έλλειψη πολιτικής βούλησης εξέτρεψαν την πολιτική της αποκρατικοποίησης σε έναν εσωκομματικόν ανταγωνισμό που θυμίζει Βαλκανική σύρραξη.
Οι αμφισβητούμενες διαδικασίες πώλησης των δημοσίων επιχειρήσεων δημιούργησαν μιαν πολιτική διελκυστίνδα που οδήγησε στην εγκατάλειψη όλων των εκδοχών του σταθεροποιητικού προγράμματος.
Αρχικά, το 1990, οι προσπάθειες για την μείωση του δημοσίου χρέους απέτυχαν διότι δεν επιτεύχθηκε ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αντίθετα, οι δαπάνες συνέχισαν να αυξάνονται και τα προβλεπόμενα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις –ύψους 300 δις– δεν πραγματοποιήθηκαν.
Τον Φεβρουάριο του 1991 η Ελλάδα έλαβε το Β’ Κοινοτικό Δάνειο ως αντάλλαγμα για την εκ νέου δέσμευσή της σε σταθεροποιητικό πρόγραμμα που ανακοινώθηκε τον Μάρτιο. Το πρόγραμμα αυτό στηρίχθηκε στην πολιτική δημοσιονομικής εξυγείανσης που περιλάμβανε την συμπίεση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, την μείωση των δημοσίων δαπανών, την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και παροχής υπηρεσιών εν όψει του «1992», νέες δεσμεύσεις για ιδιωτικοποιήσεις και πρόβλεψη για το ενδεχόμενο επιβολής πρόσθετων έμμεσων φόρων.
Παράλληλα, ελήφθησαν συμπληρωματικά μέτρα όπως η εισαγωγή της μηχανογράφησης στις Δ.Ο.Υ. για την βελτίωση του φορολογικού συστήματος και η προώθηση των ελευθέρων διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και Γ.Σ.Ε.Ε. για την υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Η περιοριστική νομισματική και εισοδηματική πολιτική απέδωσε, καθώς αυξήθηκαν οι ξένες επενδύσεις και το Α.Ε.Π. (σε μιαν περίοδο ύφεσης στην Ε.Ε.) ενώ ο πληθωρισμός άρχισε να κάμπτεται.
Από το 1992 και μετά, ο κρατικός προϋπολογισμός άρχισε να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα, με αποτέλεσμα να συμβάλει στην μείωση των δανειακών αναγκών του δημοσίου.
Σημαντική ήταν και η συμβολή στην ανάκαμψην αυτή της βελτίωσης στην απορρόφηση των πόρων του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης.
Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ο κ. Μάνος αναγνώρισε ότι η δημοσιονομική εξυγείανση είχε καθυστερήσει σημαντικά την 2ετία 1991-92. Για τον λόγον αυτόν, εφάρμοσε μιαν τακτική αποκατάστασης σχέσεων εμπιστοσύνης με τους τεχνοκράτες της Commission και για να ανορθώσει την αξιοπιστία της χώρας επέβαλε τα σκληρά μέτρα του Αυγούστου του ’92.
Ο κ. Μάνος παρέσυρε, ουσιαστικά, τον πρωθυπουργό στην δική του μάχη εναντίον του πληθωρισμού και υπέρ της σκληρής δραχμής. Το πρόγραμμα σύγκλισης που ενεκρίθη τον Μάρτιο του 1993 ήταν εξαιρετικά σφιχτό, καθώς την τελευταία στιγμή έγιναν προσθήκες στο κείμενο με τις οποίες η ελληνική κυβέρνηση δεσμευόταν να λαμβάνει επιπλέον μέτρα κάθε φορά που θα υπήρχαν αποκλίσεις από τους στόχους του προγράμματος.
Οι στόχοι αυτοί ήταν: η μείωση των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού, η μείωση του δημοσίου χρέους, η αύξηση των εσόδων και η ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων –ύψους 530 δις– ως τα μέσα του 1994.
Εάν παρουσιαζόταν ανάγκη να ληφθούν συμπληρωματικά μέτρα, τότε αυτά θα ήταν η μείωση των κρατικών δαπανών (επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων) καθώς και νομισματικά και φορολογικά μέτρα για την εξάλειψη των πληθωριστικών πιέσεων.
Το πρόγραμμα παρουσίαζε πολλά κοινά στοιχεία με το Πρόγραμμα Σύγκλισης της Πορτογαλίας και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα το 1996 θα εκπλήρωνε τα κριτήρια (πλην εκείνου του δημοσίου χρέους) για την συμμετοχή στην Ο.Ν.Ε.
Το πρόγραμμα Σύγκλισης δεν εφαρμόστηκε ούτε για 6 μήνες, καθώς στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 επικράτησε η σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η οποία υπέβαλε νέο αναθεωρημένο πρόγραμμα Σύγκλισης για την 5ετία 1994-99. Το πρόγραμμα Σύγκλισης καταρτίστηκε ύστερα από κοινωνικό διάλογο και προέβλεπε δημοσιονομική προσαρμογή ύψους 2,9 τρις. δρχ., η οποία θα επιτυγχάνετο χάρη σε 7 πρόσθετες επιλογές της κυβέρνησης:
α) Τα έσοδα του δημοσίου θα αυξάνονταν κατά 900 δις
β) Από μετοχοποιήσεις των ΔΕΚΟ θα εισπράττονταν 450 δις
γ) Από τις δαπάνες του 1994 θα εξοικονομούντο 500 δις
δ) Η δραχμή θα έπρεπε ως το 1996 να συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (Ε.ΝΟ.Σ.)
ε) Ο πληθωρισμός θα έπρεπε σταδιακά να μειωθεί στο 3,3% ως το 1999
στ) Οι πραγματικοί μισθοί θα έπρεπε να μείνουν σταθεροί κατά την διάρκεια εφαρμογής του προγράμματος Σύγκλισης
ζ) Κάθε χρόνο θα έπρεπε να μειώνεται η πραγματική δημόσια κατανάλωση κατά 0,5%
Το πρόγραμμα αυτό εξετάστηκε από το ECO/FIN, δίχως τυπικά να εγκριθεί –όπως προκύπτει από την σύγκριση των αποφάσεων του ECO/FIN για την Ελλάδα και την Ιρλανδία, της οποίας το πρόγραμμα εγκρίθηκε την ίδιαν ημέρα.
Εάν το πρόγραμμα αυτό απέκτησε αξιοπιστία είναι διότι στο Υπουργείο Οικονομικών τοποθετήθηκε ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος, ο οποίος κατάφερε να αυξήσει εντυπωσιακά τα φορολογικά έσοδα, να διατηρήσει τα πρωτογενή πλεονάσματα και να ανακόψει τον ρυθμό αύξησης του δημοσίου χρέους. Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί το 1995 στο 8,1% με προοπτικές περαιτέρω μείωσης. Πάντως, η αξιέπαινη και συνετή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών δεν θα πρέπει στο εξής να συνοδεύεται από κρατικοποιήσεις που κοστίζουν ακόμη δισεκατομμύρια στον προϋπολογισμό.
Δεν συμβιβάζεται η υλοποίηση του προγράμματος Σύγκλισης με την ανάληψη από το κράτος των χρεών των δημοσίων επιχειρήσεων ή τραπεζών που συνολικά συσσωρεύουν στο δημόσιο χρέος ένα ποσό 1,2 τρις που μας απομακρύνει κατά 5% από τον στόχο του Μάαστριχτ ή διαφορετικά: που ισοδυναμεί με 3 επιπλέον έτη σταθεροποίησης.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Από την πολιτική που ακολούθησαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις της Ελλάδας στο ζήτημα του σχεδιασμού και της υλοποίησης προγραμμάτων οικονομικής σταθεροποίησης πηγάζει εμπειρία πολύτιμη για τις νέες προκλήσεις που πρόκειται να αντιμετωπίσει η ελληνική διπλωματία.
Κατ’ αρχάς, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται στο πλαίσιο της Ε.Ε. βάσει μιας εκ των προτέρων γνωστής στρατηγικής με συγκεκριμένους στόχους. Αντίθετα μάλλον –τα επιχειρήματα που εγείρει υπερτονίζουν την αίσθηση της απόκλισής της από τις πρακτικές που έχουν γίνει αποδεκτές από τους συμμάχους της.
Η επίδειξη συνέπειας εκ μέρους των πολιτικών ηγετών είναι, άρα, απαραίτητη συνθήκη για την ολοκλήρωση των σταθεροποιητικών προγραμμάτων και διευκολύνεται από την τυχόν ύπαρξη ισχυρής μονοκομματικής κυβέρνησης που θα είναι ικανή να προχωρήσει στις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Η Πορτογαλία, λόγου χάρη, εφάρμοσε πιστά 4 διαδοχικά σταθεροποιητικά προγράμματα δίχως να διαρραγεί η κοινωνική συνοχή. Μέσα σε μιαν 10ετία μετετράπη σε «μαγνήτη» ξένων επενδύσεων και αξιοποίησε πλήρως τις θεσμικές αλλαγές με τις οποίες περιορίστηκε ο δημόσιος τομέας.
Τα προγράμματα στηρίχθηκαν στις ξένες επενδύσεις και στην παροχή κινήτρων για την εισροή στην χώρα επιχειρηματικών κεφαλαίων από τα κράτη της Ε.Ε. Αντί να προσφύγει στον δημόσιο δανεισμό, το πορτογαλικό κράτος συνδύασε τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση των αγορών και την κοινωνική προστασία προκειμένου να θέσει τις βάσεις για την μακροπρόθεσμην ανάπτυξη της οικονομίας. Ταυτόχρονα, οι δημόσιες δαπάνες κατευθύνθηκαν προς την ενίσχυση των υποδομών και η φορολογική μεταρρύθμιση κατένειμε ακριβοδίκαια τα βάρη προς όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Η σταθεροποίηση στηρίχθηκε στο άτυπο «κοινωνικό συμβόλαιο» και στην εξάλειψη του διχασμού μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων.
Τις επιλογές έκαναν πολιτικοί-τεχνοκράτες, οι οποίοι αποστασιοποιήθηκαν από τις κομματικές αντιπαραθέσεις.
Το πρόγραμμα σύγκλισης της χώρας με την Ε.Ε. βελτίωσε την παραγωγικότητα και εξυγείανε τους προβληματικούς κλάδους της βιομηχανίας ενώ περιόρισε την διοικητική γραφειοκρατία.
Το δίδαγμα από την ελληνική υστέρηση έναντι της Πορτογαλίας είναι ότι πρέπει να επιδειχθεί μεγαλύτερη αποφασιστικότητα ώστε να αποκατασταθεί η μακρο-οικονομική ισορροπία στην οικονομία μας καθώς και να μειώσουμε την απόσταση που χωρίζει το ελληνικό κράτος (ως προς την ανάπτυξη) από τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε.
Η Ελλάδα, παρά τις καθαρές εισροές σκληρού συναλλάγματος από την Ε.Ε. που αποτελούν σημαντικόν αναπτυξιακό μοχλό, δεν εκμεταλλεύθηκε τις ευκαιρίες που της παρουσιάστηκαν το 1981, το 1987 και το 1990. Τελικά, αντί να συγκλίνει, αποκλίνει και απομονώνεται διεθνώς –κυρίως λόγω της υστέρησης στις οικονομικές επιδόσεις.
Τα χρήματα που δόθηκαν από την Ε.Ε. χρησιμοποιήθηκαν για να καλυφθούν οι ανάγκες του δημοσίου και όχι για να γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές στην γεωργική παραγωγή, στην βιομηχανία, στην αγορά εργασίας –κάτι το οποίο θα μας επέτρεπε να έχουμε μιαν παραγωγική δομή ανταγωνιστική, προσαρμοσμένη προς τα διεθνή δεδομένα της ζήτησης.
Προκύπτει, επίσης, μια ορατή αδυναμία εφαρμογής μεταρρυθμιστικών μέτρων που θα ευνοούσαν την Ελλάδα ασύγκριτα περισσότερο σε σύγκριση με την επιλογή στην οποία τελικά καταφεύγει: οι δυσκολίες που ανακύπτουν μετατίθενται για το μέλλον, για τον επόμενο χειριστή των θεμάτων με αποτέλεσμα να καθίσταται επώδυνη η εκ των υστέρων προσπάθεια να καλυφθεί το χαμένο έδαφος.
Και διάχυτη στην ατμόσφαιρα είναι η πολιτική αίσθηση ότι οι φορείς που εμπλέκονται στις διαπραγματεύσεις για την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών αδυνατούν να παρακολουθήσουν όχι απλώς τις διεθνείς εξελίξεις αλλά και την λογική καν του ενημερωμένου από τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης πολίτη. Η Ελλάδα πρόκειται, πάντως, να έχει και άλλες ευκαιρίες τις οποίες δεν θα πρέπει να προδώσει.
Η ενίσχυση του μοντέλου της μεταβλητής γεωμετρίας θα της επιτρέψει, ύστερα από την Διακυβερνητική Διάσκεψη, να ενταχθεί σε συνασπισμούς κρατών, σε άξονες συνεργασίας εντός της Ε.Ε. που δεν θα είναι σταθεροί και μόνιμοι αλλά θα μεταβάλλονται προκειμένου μέσα από την αναζήτηση των εθνικών συμφερόντων να προκύψει η ευρωπαϊκή συλλογική ταυτότητα.
Προκειμένου να επιτύχει τον επιθυμητό στόχο της ολοκλήρωσης και να καταστήσει σαφή την επιθυμία της να συνεισφέρει στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, καθώς είναι θεσμικά ισότιμη με κάθε άλλο κράτος της Ε.Ε., η Ελλάδα θα πρέπει απαραίτητα να προωθήσει μιαν νέα στρατηγική που να συγκρούεται με τις καθιερωμένες συνήθειες της εξωτερικής και της οικονομικής πολιτικής.
Η μακρο-οικονομική πολιτική είναι αναγκαία σε κάθε πεδίο (όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για κάθε κράτος) και προκειμένου να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση ενώ επιβεβλημένος είναι ο εμπλουτισμός των σταθεροποιητικών προγραμμάτων με μέτρα όπως η μεγαλύτερη ευλυγισία στον καθορισμό των αμοιβών, ο πολλαπλασιασμός των προγραμμάτων για κατάρτιση και εκπαίδευση των νέων, η αποδοχή του ανταγωνισμού.
Η επιτυχία των διαρθρωτικών αυτών αλλαγών εξαρτάται από την κοινή προσπάθεια των κρατών της Ε.Ε., από την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους, από τα διδάγματα που μπορούν να αντλήσουν από την εμπειρία που έχουν αποκτήσει κατά την διάρκεια της ενοποιητικής διαδικασίας.
Η πειθώ που ασκούν οι πολιτικοί ηγέτες προκειμένου να νομιμοποιήσουν την στρατηγική της οικονομικής σταθεροποίησης απέναντι στους πολίτες καθώς και η τεκμηρίωση με την οποία επενδύουν τα επιχειρήματά τους δεν πρέπει να αγνοούνται, όταν ο μελετητής εξετάζει αυτές τις ιστορικές διαδικασίες ολοκλήρωσης.
Η προσωπικότητα των ατόμων, η ιδιοσυγκρασία και οι διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες των λαών, η κοινωνική συνοχή και η χρονική συγκυρία εμπλέκονται σε ένα ιστορικό γεγονός κάθε φορά ανεπανάληπτο.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


Βλ. «ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ», άρθρο του Χρύσανθου Λαζαρίδη στο περιοδικό ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 1/12/1994. Η ιδέα της μεταβλητής γεωμετρίας κατετέθη επισήμως ως πρόταση ενόψει της Διακυβερνητικής Διάσκεψης από την Κοινοβουλευτική Ομάδα που στηρίζει την γερμανική κυβέρνηση. Πρόκειται για την έκθεση Wolfgang Shaüble-Karl Lamers, στελεχών της CDU/CSU (Agence Europe, 7/9/1994) με τίτλο «ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ».
Βλ. ομιλία Alain Juppé στην Γαλλική Εθνοσυνέλευση, 3/11/1994.
Βλ. τελική έκθεση της Ομάδας Προβληματισμού για την Διακυβερνητική Διάσκεψη. Την έκθεση ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης, 16/12/1995.
ΣΥΝΘΗΚΗ Ε.Ε., Άρθρο 109 Ι.
Για τα σταθεροποιητικά προγράμματα των κρατών της Ε.Ε., βλ. το κείμενο εργασίας του Παν. Λιαργκόβα, Ε.Κ.Ε.Μ., Δεκέμβριος 1992: «ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΧΩΡΩΝ». Βλ. επίσης «Η ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», Λουκά Τσούκαλη, για την εμπειρία Ισπανίας και Ιρλανδίας.
«LE CIGALLE ET LA FOURMI» Le Monde: Η εφημερίδα χαρακτηρίζει σε άρθρο της την Ελλάδα και την Πορτογαλία ως «τζίτζικα» και «μέρμηγκα» αντίστοιχα.
«ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ, ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΑΝΑΠΤΥΞΗ», άρθρο του Τρύφωνα Κολλίντζα και του Γεωργίου Μπήτρου στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 3/11/1991.
Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ επιβλήθηκε το 1926 από τον στρατηγό Γκομέζ νταΚόστα τον οποίο διαδέχθηκε ο στρατηγός Καρμόνα. Αυτός κάλεσε το 1928 τον καθηγητή Οικονομικών Σαλαζάρ να ανορθώσει την οικονομία ως Υπουργός και το 1932 τον διόρισε πρωθυπουργό. Το καθεστώς κατήργησε την καθολική ψηφοφορία και τα κόμματα ενώ στηρίχθηκε στον καθολικισμό και στον συντηρητισμό. Βλ. ΣΥΝΤΑΓΜΑ 1933, «ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ». Ο Σαλαζάρ πέθανε το 1968.
Το ΣΥΝΤΑΓΜΑ του 1974 ίσχυσε ως το 1989. Σημαντικό ρόλο στην κατάρτισή του διαδραμάτισε ο Μιχάλης Ράπτης, στενός συνεργάτης του ηγέτη των αριστερών ενόπλων οργανώσεων Otelo de Carvalho. Αξίζει να διερευνηθεί ο ρόλος του «Pablo», δεδομένου ότι ήταν παρών λίγους μήνες αργότερα στην ίδρυση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Οι διατάξεις του ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ αυτού, οι πρακτικές στην οικονομική πολιτική της Πορτογαλίας από το ‘74 ως το ‘76 και οι θέσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για την ελληνική οικονομία συμπίπτουν στην αρχή της «Γενικευμένης Κοινωνικής Αυτοδιαχείρισης», θεωρία την οποία έχει επινοήσει ο τέως γ.γ. της Δ’ Διεθνούς.
Πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος ο António Ramalho Eanes.
Από το 1974 ως το 1985 την Πορτογαλία κυβέρνησαν 15 διαφορετικές κυβερνήσεις μειοψηφίας υπό την μορφή συνασπισμών, στους οποίους κεντρικός άξονας ήταν κυρίως το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ο σοσιαλιστής Mário Lopez Soares, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Λισσαβώνα από το Παρίσι όπου είχε καταφύγει λόγω της δικτατορίας, εξελέγη πρόεδρος τον Ιούνιο του 1976.
Ο Cavaco Silva, διδάκτωρ Οικονομικών, επικράτησε στις εκλογές της 6/10/1985 όταν ο πληθωρισμός κυμαινόταν μεταξύ 23%-30% και η ανεργία μεταξύ 8%-9%, ποσοστά ιδιαίτερα υψηλά για την τότε Ε.Ο.Κ. Ακόμη, το δημόσιο χρέος και τα κρατικά ελλείμματα παρουσίαζαν αυξητικές τάσεις.
«CONVERGENCE PROGRAMMES IN A CATCHING-UP ECONOMY: THE PORTUGUESE EXPERIENCE» ομιλία Υπουργού Οικονομικών της Πορτογαλίας στην Αθήνα, 4/12/1992.
Βλ. ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, 7/6/1992.
Ή διαφορετικά: από το 1987 ως το 1991 οι άμεσες ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν από 437 εκατομμύρια δολλάρια σε 5,5 δις δολλάρια. Τα επόμενα χρόνια τα ποσά αυτά μειώθηκαν λόγω της ύφεσης στην Ευρώπη, όμως παρατηρήθηκε από το 1991 σημαντική αύξηση των άμεσων επενδύσεων της Πορτογαλίας προς το εξωτερικό, με κύριο προορισμό την Ισπανία.
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ ενεκρίθη λίγους μήνες αργότερα από το Κοινοβούλιο της χώρας με 200 ψήφους υπέρ σε σύνολο 230. Η αντιπολίτευση επέκρινε τους Σοσιαλδημοκράτες για άσχημη διαχείριση των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας (Κ.Κ.Π.) επιφυλάχθηκε για την ΣΥΝΘΗΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ Ε.Ε. Τα εργατικά συνδικάτα συμφωνούν ότι λόγω της συμμετοχής στην Ε.Ε. υπήρξε βελτίωση στην ποιότητα ζωής, που δεν πρέπει να χαθεί.
Ο Αντόνιο Γκουτιέρεζ θεωρείται φιλοευρωπαϊστής. Το προεκλογικό του σύνθημα ήταν «Αλλαγή ΚΑΙ σταθερότητα». Αναμένεται, ύστερα από την νίκη του τον Οκτώβριο του 1995, να συγκατοικήσει με τον υποψήφιο για το αξίωμα του προέδρου στις εκλογές της 14/1/1996, Σοσιαλιστή Χόρχε Σαμπάϊο.
Βλ. «ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟ ΕΥΡΩΠΗ» του Στέργιου Μπαμπανάση, σελ. 135-148, εκδ. Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα, 1985.
Βλ. «ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΠΕΝΤΑΕΤΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ» του 1959 και το «ΠΕΝΤΑΕΤΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ, 1960-1964» της Ε.Ρ.Ε. καθώς και το «ΠΕΝΤΑΕΤΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 1966-1970» της Ένωσης Κέντρου.
Οι κρατικές δαπάνες άρχισαν να διοχετεύονται στον δημόσιο τομέα αλλά και στις ανάγκες της επιστράτευσης και της βοήθειας το 1974 προς την Κυπριακή Δημοκρατία ύστερα από την τουρκική εισβολή.
«ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ», Μαρίας Πετμεζίδου, εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ, ΑΘΗΝΑ 1992.
H έκφραση ανήκει στον Rudiger Dornbusch. Ο μακρο-οικονομικός λαϊκισμός αναφέρεται στην πρακτική των κυβερνήσεων που, προκειμένου να γίνουν αρεστές στο εκλογικό σώμα, καταφεύγουν σε καταναλωτικές παροχές δίχως να εξασφαλίζουν την χρηματοδότησή τους από την αύξηση της παραγωγικότητας. Αναγκαστικά, η «λύση» ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα είναι ο δανεισμός και η δημιουργία χρεών που επιβαρύνουν τις επερχόμενες γενεές.
Ακόμη και μετά την υλοποίηση της πολιτικής παροχών που συμπυκνώνεται στην φράση «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», οι μισθοί είχαν επαναφερθεί στα ίδια επίπεδα που βρίσκονταν το 1981.
Ο Κ. Σημίτης έμελλε το 1995 να αποπεμφθεί ξανά από την κυβέρνηση με τον ίδιον ακριβώς τρόπο, κατηγορούμενος από τους ανωτέρους του για ευθύνες που ανήκαν στους ιδίους.
Ας σημειωθεί ότι τα 10 τρισεκατομμύρια της Β’ δέσμης Ντελόρ θα έπρεπε με την διοχέτευσή τους σε έργα υποδομής και παραγωγικές επενδύσεις να τριπλασιασθούν, δίνοντας την δυνατότητα στο ελληνικό έθνος να αφανίσει το χρέος των 31 τρις και να επωφεληθεί από την λογική της αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης. Βλ. «ΤΟ Κ.Π.Σ. ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ», άρθρο των Ν. Ζόνζηλου και Σ. Λώλου στο «ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ», 20/12/1992 καθώς και την μελέτη των Γ. Αλογοσκούφη, Κ. Προδρομίδη: «ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ DELORS II KAI H ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ», εκδ. ΙΟΒΕ, Αθήνα 1995.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, τεύχος Σεπτεμβρίου 1995: «ΕΛΛΑΣ-Ε.Ε.: ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ»


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

«Η ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΔΑΝΙΗΛΙΔΗ, ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αρ. 11, Ε.Κ.Ε.Μ. ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1992.
«ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΧΩΡΩΝ», ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΙΑΡΓΚΟΒΑ, ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Νο. 19, Ε.Κ.Ε.Μ. ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1992.
«ΕΛΛΑΣ-Ε.Ε.: ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ», άρθρο στο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ Αρ. 56. Βλ. επίσης ομιλία Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗ με θέμα: «ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ ΝΤΕΛΟΡ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» σε εκδήλωση του Σ.Ε.Β. στις 8/12/1995 για την Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996.
«2004: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ», μελέτη 830 σελίδων σε επιμέλεια ΑΝΔΡΕΑ ΚΙΝΤΗ, εκδ. ΙΟΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, Αθήνα 1995.
«Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΟΣ ΤΟ 2000», συλλογικό έργο 530 σελίδων σε επιμέλεια ΗΛΙΑ ΚΑΤΣΟΥΛΗ, ΠΑΝΟΥ ΚΑΖΑΚΟΥ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΥΣΗ, εκδ. Παπαζήση/Ιδρύματος FRIEDRICH EBERT, Αθήνα 1988.
«Η ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΛΟΥΚΑ ΤΣΟΥΚΑΛΗ, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993.
«Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ», ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΗΜΙΤΗ, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989
«ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ», Α. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ, κείμενο εργασίας, Ε.Κ.Ε.Μ. 1992.
«Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ», ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗ, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1994.
«ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», συλλογικό έργο σε επιμέλεια ΑΝ. ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ, Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗ, Κ. ΒΑΪΤΣΟΥ, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1993.
«Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1992», KLAUS BUSCH, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1992.
«ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ ΝΤΕΛΟΡ 2 ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ», μελέτη του ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΙΔΗ και του Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗ, η οποία παρουσιάστηκε σε εκδήλωση του Ι.Ο.Β.Ε. στις 12/5/1995. Βλ. ειδικό έντυπο Ι.Ο.Β.Ε.
«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 22/6/1995 ΑΦΙΕΡΩΜΑ: «1974-1994, ΜΕΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΕΤΗ»
«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 21/12/1995 ΑΦΙΕΡΩΜΑ: «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ»
«ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΕΥΡΩΠΗ» ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΜΠΑΜΠΑΝΑΣΗ, εκδ. Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα 1985.
«ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ», ΜΑΡΙΑΣ ΠΕΤΜΕΖΙΔΟΥ-ΤΣΟΥΠΟΥΒΗ, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992.
«ΤΖΑΜΠΑΤΖΗΔΕΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ: ΠΕΡΙ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΑ, εργασία δημοσιευμένη στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, τεύχος Ιανουαρίου 1993.
«EUROPEAN COMMUNITY ECONOMIC REPORT 1993», έκδοση του Institute of Technology Labour Environment.
«GREECE: COUNTRY REPORT-No 4, 1992», έκδοση του «THE ECONOMIST INTELLIGENCE UNIT»
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», Τετραμηνιαίες εκθέσεις του Ι.Ο.Β.Ε. για την περίοδο 1992-1995
«ΑΝΕΡΓΙΑ-ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ: ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ», έκδοση Μαΐου 1995 του Σ.Ε.Β.
«ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ ΔΕΛΤΙΑ Ι.Ν.Ε.», τεύχη 24-29 από τον Φεβρουάριο ως τον Ιούλιο 1993 από το Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε.
«ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ» ένθετο της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ
«Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΙΣΠΑΝΙΑΣ-ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ-ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ‘80» ΑΝ. ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ, Ε.Κ.Ε.Μ., 1992.
«PORTUGAL: BASIC DATA», έκδοση Σεπτεμβρίου 1995 της Υπηρεσίας Πληροφοριών και Εκδόσεων Λισσαβώνας
Άρθρα του Γ. ΚΥΡΤΣΟΥ στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ και του Κ. Γ. ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ στην εφημερίδα ΕΞΠΡΕΣ
«ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΑ ΤΑΜΕΊΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ Ο.Ν.Ε.: ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» του ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΣΑΠΟΥΝΤΖΟΓΛΟΥ και της ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΕΛΗ, κείμενο εργασίας Ε.Κ.Ε.Μ., Ιούλιος 1992, Αθήνα.
«INVESTING IN PORTUGAL: BASIC INFORMATION», EUROPARTENARIAT 1992
«OECD ECONOMIC SURVEYS»
«REVENUE STATISTICS (1965-1994)» έκδοση Ο.Ο.Σ.Α. 1995
«OECD ECONOMIC OUTLOOK» τεύχη 52, 56 Ο.Ο.Σ.Α. Δεκεμβρίου 1992,1994
«OECD IN FIGURES» ένθετο στην έκδοση Νο. 182 του OECD OBSERVER Ιουνίου-Ιουλίου 1993
«THE OECD OBSERVER» No. 192, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1995
«PRINCIPAUX INDICATEURS ÉCONOMIQUES», έκδοση του Ο.Ο.Σ.Α. Σεπτέμβριος 1995
«EMPLOYMENT OUTLOOK» O.O.Σ.Α. Ιούλιος 1994
«MACROECONOMIC AND FISCAL ADJUSTMENT IN GREECE» ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ. ΜΑΡΤΙΟΣ 1992
«Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑ.ΣΟ.Κ. ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ», εισήγηση του υπουργού Εργασίας ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΤΖΟΥΜΑΚΑ προς την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., 13/11/1995
«ΟΙ ΑΠΕΡΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑΞΥ 1976-1993», άρθρο του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΑΤΣΑΝΕΒΑ στο τεύχος Νοεμβρίου 1995 του περιοδικού ΕΠΙΛΟΓΗ
«ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑΣ», έκδοση της LE MONDE DIPLOMATIQUE στην σειρά ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ, τεύχος 3.
«ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΟΣ» & «ΖΩΝΤΑΣ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ», 2 τεύχη-αφιερώματα του ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ (3/6/1993 & 30/12/1993) σε επιμέλεια ΣΠ. ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΤ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗ, ΣΑΡ. ΚΑΡΓΑΚΟΥ
«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΦΕΣΗΣ», André Fontaine, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1984
«ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΎ», Maurice Croujet, εκδ. Αφοί Συρόπουλοι 1971.


Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ - Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ




Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ & ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ
ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ


Έρευνα
της Μηχανής Ισοτιμιών Συναλλαγματικών (Μ.Ι.Σ.) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (Ε.ΝΟ.Σ)

ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Μ.Μ.Ε.
ΑΘΗΝΑ, 1993


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Εισαγωγή: Ενιαίο νόμισμα-Φεντεραλισμός-Φιλελευθερισμός
Κεφάλαιο Πρώτο: «1992-Πορεία προς την Ο.Ν.Ε. Έκθεση Werner [Bretton Woods-E.NO.Σ., ECU, Λουξεμβούργο, Αννόβερο, Μαδρίτη] Έκθεση Delors

Κεφάλαιο Δεύτερο: «Προσαρμογή»
Στόχοι-Κατευθύνσεις, Μάαστριχτ, Πολυμερής Εποπτεία, Σύγκλιση, Συνοχή, Κριτήρια

Κεφάλαιο Τρίτο: «Αρνητικές θέσεις για την Ο.Ν.Ε.»
Νεοφιλελευθερισμός, Κοινωνικό Έλλειμμα, Μείωση Μισθών, Κρίση του Ε.ΝΟ.Σ, Κατάργηση του Ενιαίου Νομίσματος, Μίνι-Ο.Ν.Ε., Υπερ-Κράτος Γραφειοκρατίας

Κεφάλαιο Τέταρτο: «Λογική Δομή Επιχειρημάτων υπέρ Ο.Ν.Ε.»
Ανάπτυξη, Ευημερία, Αύξηση Εισοδήματος Ε.Ο.Κ., Αντίκρουση Φέλντστάϊν, ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ 60, Κωλ, Βάϊστσέκερ, Κριστόφερσεν

Επίλογος: Αποκρυστάλλωση συμπερασμάτων


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με την υπογραφή της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 7 Φεβρουαρίου 1992 στην Ολλανδική πόλη Μάαστριχτ, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ε.Κ.) συμφώνησαν αυτοβούλως να εισέλθουν σε ένα ανώτερο στάδιο πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης, συνειδητοποιώντας ότι η ενοποίηση αποτελεί μονόδρομο για την διαφύλαξη και προαγωγή αξιών όπως της ελευθερίας και της δημοκρατίας, της ειρήνης, της ασφάλειας και της ευημερίας.
Η δυναμική που ήδη δημιουργεί η υλοποίηση της Συνθήκης μπορεί τελικά να αποδειχθεί πολύ περισσότερο σημαντική από αυτό καθ’ εαυτό το κείμενο. Η προηγούμενη εμπειρία της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης είναι εξόχως διδακτική, διότι αν και είχε αντιμετωπισθεί ως ένα δειλό κείμενο, τελικά οδήγησε στην Συνθήκη για την Ε.Ε.
Τα δυναμικά στοιχεία της τελευταίας είναι α) η κοινή εξωτερική πολιτική και η κοινή άμυνα, β) το ενιαίο νόμισμα –single currency– πλήρης ΟΝΕ.
Μακροπρόθεσμα, αυτό σημαίνει ότι και στον τομέα της ευρωπαϊκής οικονομίας επικρατεί η υπερεθνική, φεντεραλιστική προσέγγιση.
Άλλωστε, η αντίδραση της Μεγάλης Βρεττανίας εξισορροπείται από την υπαγωγή όλων των αρμοδιοτήτων μετά το 1996 στους κοινοτικούς θεσμούς και μηχανισμούς.
Το μέγεθος, επομένως, της επιρροής της Ευρώπης θα εξαρτηθεί άμεσα από τον οικονομικό δυναμισμό της τα επόμενα χρόνια: Κατά πόσον θα συμβάλλει στην ενίσχυση του διεθνούς νομισματικού συστήματος.
Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση ολοκληρώνει την προσέγγιση των οικονομιών των κρατών-μελών, η οποία ξεκίνησε με τον στόχο ’92 και (με δεδομένα τα ποιοτικά της άλματα) αποτελεί το φυτώριο για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η προ του Μάαστριχτ Κοινοτική Ευρώπη χαρακτηριζόταν από μιαν αναντιστοιχία μεταξύ του πολιτικού και του οικονομικού στοιχείου, μεταξύ της Πολιτικής Ένωσης και της Οικονομικής Ένωσης. Η Ε.Ο.Κ. ήταν κυρίως μια οικονομική οντότητα, η οποία συμπληρωνόταν από μιαν χαλαρή διακυβερνητική συνεργασία στην εξωτερική πολιτική (ως προς την διαδικασία λήψης των αποφάσεων, όμως, το δημοκρατικό «έλλειμμα» ήταν σαφές).
Ωστόσο, με την Συνθήκη για την Ε.Ε. η Ευρώπη εξοπλίστηκε με τα συστατικά στοιχεία ενός πλουραλιστικού, φιλελεύθερου κράτους δικαίου, σε όλους τους τομείς που (για τους δύσπιστους) αγγίζουν και την καθημερινή, χειροπιαστή πραγματικότητα.
Το πιο σημαντικό, με την απόφαση για σταδιακή λειτουργία της Ο.Ν.Ε., δημιουργούνται 2 λειτουργικά τμήματα: i) το στατικό, το οποίο συλλαμβάνει την τελική αρχιτεκτονική της Νομισματικής Ένωσης, ii) το δυναμικό, το οποίο περιλαμβάνει τις ενέργειες εκείνες που θα οδηγήσουν στην Ένωση.
Η διαχρονική αυτή διάταξη απορρέει από την ανάγκη για δημιουργία όλων εκείνων των δομικών/διαρθρωτικών στοιχείων που θα διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα, την συνοχή και την αντοχή της Ο.Ν.Ε. ως το τελικό στάδιο.
Συνεπώς, πέρα από την φιλελεύθερη κατεύθυνση που προσδίδει στα οικονομικά προγράμματα των κρατών-μελών, η Ο.Ν.Ε. (E.M.U./ΕΜΟΥ) οδηγεί και στην καθιέρωση στόχων και μέσων μιας ορθολογικής και συνεπούς οικονομικής πολιτικής. Επίσης, με την συναλλαγματική ενοποίηση, η Ένωση αποκτά για οπωσδήποτε πρώτη φορά αρμοδιότητες στον χώρο της εξωτερικής νομισματικής πολιτικής.
Καθίσταται, με αυτόν τον τρόπο, σημαντικός παράγοντας επηρεασμού της οργάνωσης των διεθνών νομισματικών σχέσεων. Αποδίδεται ιδιαίτερο βάρος, επιπλέον, στους κοινοτικούς μηχανισμούς στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων χωρών. Η Ο.Ν.Ε. βελτιώνει τις συνθήκες ανταγωνισμού και την συνολική ανταγωνιστικότητα της κοινοτικής οικονομίας. Με τα σημερινά δεδομένα, οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες καλούνται να καταβάλλουν συγκριτικά μεγαλύτερες προσπάθειες προσαρμογής. Το Ταμείο Συνοχής, μάλιστα, θα χρηματοδοτεί έργα μόνο για τις χώρες εκείνες που εφαρμόζουν πρόγραμμα σύγκλισης, το οποίο στοχεύει στην εκπλήρωση των κριτηρίων για την συμμετοχή στην Ο.Ν.Ε. Βεβαίως, η γενικότερη πολιτική κατάσταση θα προσδιορίσει την πορεία για το ενιαίο νόμισμα, αλλά για πρώτη φορά τίθεται ένα νομικά δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα.
Αυτονόητο ενδιαφέρον έχουν οι πιέσεις που θα ασκηθούν για την προσαρμογή της νοοτροπίας των Ευρωπαίων πολιτών στα ευρωπαϊκά δεδομένα, κάτι που αν επιτευχθεί θα αποτελέσει ιστορικό βήμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι θα βασίζεται τότε σε ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς.

Κεφάλαιο 1
Τα επιτεύγματα αλλά και τα άλυτα προβλήματα της διαδικασίας της οικονομικής ενοποίησης της Ε.Ο.Κ. στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 παρακίνησαν την Κοινότητα να υϊοθετήσει τον στόχο της Ο.Ν.Ε.
Στις 15 Οκτωβρίου 1970 η Επιτροπή ειδικών υπό την προεδρία του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου Pierre Werner υπέβαλε έκθεση προς το Συμβούλιο Υπουργών. Η Έκθεση Werner υϊοθετήθηκε την άνοιξη του 1971 (γεγονός εξίσου σημαντικό με την έκθεση Spaak, η οποία στάθηκε η βάση για την Συνθήκη της Ρώμης).
Η Έκθεση Werner έθετε ως στόχο την προοδευτική ενοποίηση των εθνικών οικονομικών στρατηγικών για τους 6 παράλληλα με την νομισματική οργάνωση. Το κοινό νόμισμα θα γινόταν πράξη (κατόπιν της νομισματικής οργάνωσης) ως το 1980.
Οι στόχοι αυτοί, τελικά, δεν υλοποιήθηκαν. Εκ των υστέρων, όμως, η παράτολμη*
*Κατά την έκφραση του τότε υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας Valery Giscard D’ Estaing: «Η Ευρώπη είχε αποφασίσει να αποκτήσει προσωπικότητα στο νομισματικό πεδίο».
αυτή προσπάθεια, φαίνεται ως βιαστική, διότι δεν βασιζόταν σε ολοκληρωμένη κοινή αγορά και γινόταν την στιγμή που το διεθνές σύστημα του Bretton Woods κατέρρεε.
Προς αποτυχία οδηγήθηκε και η Έκθεση του Raymond Barre.
Ωστόσο, αυτές οι αποτυχίες, η κρίση του δολλαρίου, η ανακοίνωση της μετατρεψιμότητας του δολλαρίου σε χρυσό από τον Ρίτσαρντ Νίξον στις 15 Αυγούστου 1971, η τεράστια εισροή βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, το κλίμα κερδοσκοπίας γύρω από το μάρκο, η κωλυσιεργία της Γαλλίας καθώς και η ελάχιστη προθυμία εκ μέρους των κρατών-μελών να εγκαταλείψουν μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας έδωσε στην Κοινότητα πολύτιμες εμπειρίες και την τροφοδότησε νομισματικά με νέα εργαλεία.
Τον Δεκέμβριο του 1978, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έδωσε νέα ώθηση στην ενοποίηση των οικονομιών: Δημιούργησε την Μηχανή Ισοτιμιών Συναλλαγματικών (Μ.Ι.Σ.) (κάτι που επέβαλαν οι Γάλλοι «μονεταριστές») μέσα σε ένα νέο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (Ε.ΝΟ.Σ.). Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα αυτή την φορά έδινε προβάδισμα στην ταχύτερη δυνατή παγίωση των νομισματικών ισοτιμιών.
Το ερώτημα που τότε αναδύθηκε ήταν πώς θα μπορούσε η Ευρώπη να ανταγωνιστεί το γιεν και το δολλάριο της Ιαπωνίας και των Η.Π.Α. αντίστοιχα, όταν η ίδια διέθετε 12 νομίσματα.
Κάτι τέτοιο, έπληττε τα ευρωπαϊκά προϊόντα όταν εξάγονταν στις διεθνείς αγορές ενώ παράλληλα τα ξένα προϊόντα γίνονταν πιο φτηνά, πιο ανταγωνιστικά όταν εισάγονταν στην Ε.Ο.Κ. Έχει υπολογιστεί ότι το κόστος της έλλειψης ενιαίου νομίσματος έκανε τα κοινοτικά προϊόντα 2% έως 6% ακριβότερα από τα αντίστοιχα Ιαπωνίας και Η.Π.Α.
Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα είναι το πιο σημαντικό μέσο συνεργασίας στην Ευρώπη, αντιμετωπίζει με επιτυχία ως και πρόσφατα τις εξελίξεις στο μεταβαλλόμενο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον και έχει οδηγήσει στην αύξηση κατά 50% της τιμής του δολλαρίου. Έχει διαδραματίσει κύριο ρόλο στην διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και των ισοτιμιών σε συνάλλαγμα και έχει συμβάλλει στην ενίσχυση των διαβουλεύσεων μεταξύ των 12 και στην βελτίωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων του Ε.ΝΟ.Σ. υπήρξαν μικρότερες από αυτές του δολλαρίου ή του γιεν, τα ποσοστά πληθωρισμού στην Ε.Κ. έχουν κατά γενικό κανόνα μειωθεί σημαντικά, οι αναπροσαρμογές (επανευθυγραμμίσεις) των κεντρικών ισοτιμιών είναι σπάνιες ενώ η χρήση του ΕCU έχει διευρυνθεί και στις ιδιωτικές χρηματοκεφαλαιαγορές. Αξίζει να προσεχθεί ότι ως τώρα το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα αποτελεί μιαν μικρογραφία του συστήματος του Bretton Woods, δηλαδή ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών με υποχρέωση παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών και μηχανισμό στήριξης, δίχως όμως υπερεθνικοποίηση της οικονομικής πολιτικής, δίχως πρόβλεψη για Ενιαίο Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, διαφορετικό από την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς.
Έως και την Συνθήκη για την Ε.Ε. αποτέλεσε ένα βελτιωμένο «νομισματικό φίδι», πιο βελτιωμένο και πιο αλληλέγγυο ύστερα από την συμφωνία της «Bâle-Nyborg». Στα κύρια στοιχεία του Ε.ΝΟ.Σ. συγκαταλέγονται: το καθεστώς σταθερών ισοτιμιών συναλλαγματικών (πλέγμα) με περιθώριο διακύμανσης στην αγορά ± 2,25% έναντι των κεντρικών ισοτιμιών, οι μηχανισμοί στήριξης μέσω των κεντρικών τραπεζών, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας και, τέλος, η Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (Μ.Ν. ή ECU), «διάδοχος» της Λογιστικής Μονάδας (Μ.Λ. ή UCE), η οποία εχρησιμοποιείτο έως το 1978. Το ECU είναι ένα «καλάθι» νομισμάτων, του οποίου η αρχική σύνθεση καθορίστηκε από την οικονομική βαρύτητα κάθε κράτους.
Καθημερινά, όμως, η αξία του ECU διαφοροποιείται ως προς τα υπόλοιπα, διεθνή και ευρωπαϊκά νομίσματα, ανάλογα με την στάθμιση των τάσεων για άνοδο ή κάθοδο των συναλλαγματικών τιμών κάθε νομίσματος (το φράγκο του Βελγίου συμπίπτει με το φράγκο του Λουξεμβούργου)
Αντίθετα, το ποσοστό συμμετοχής κάθε νομίσματος της Ε.Κ. στο ECU επανεξετάζεται κάθε 5 έτη.
Κάθε νόμισμα, πάντως, διαθέτει εντός του Ε.ΝΟ.Σ. μιαν κεντρική ισοτιμία σε ECU (Μ.Ν).
Η Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη του Λουξεμβούργου το 1985 με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (Ε.Π.) απέρριψε μιαν σειρά φιλόδοξων προτάσεων της Commission για την Ο.Ν.Ε., αλλά εισήγαγε ένα νέο κεφάλαιο, το οποίο λόγω «διπλωματικής» διατύπωσης θα μπορούσε πιθανόν να εμποδίσει οποιαδήποτε απόπειρα προώθησής της.
Το κεφάλαιο αυτό αναφερόταν σε σύγκλιση των οικονομικών και νομισματικών πολιτικών «λαμβάνοντας υπόψη την αποκτηθείσα εμπειρία του Ε.ΝΟ.Σ. και στην εξέλιξη του ECU και θα σεβαστούν τις υπάρχουσες αρμοδιότητες στον τομέα». Τούτη η σιβυλλική φράση θα μπορούσε κάλλιστα να εμποδίσει οποιαδήποτε απόπειρα προώθησης της ευρωπαϊκής ΟΝΕ. Προέβλεπε, μάλιστα, ότι κάθε θεσμική εξέλιξη προς την ΟΝΕ θα έπρεπε να εδραιωθεί μόνο μέσω επίσημης τροποποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 236 της Συνθήκης.
Παρά τις επιδράσεις επί των αγορών συναλλάγματος, που ως την φάση γ’ της ΟΝΕ θα δημιουργούν αποσταθεροποιητικές κρίσεις στην Κοινότητα, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα κατέχει κυρίαρχο ρόλο στην πορεία προς την ΟΝΕ. Ο ρόλος αυτός επιβεβαιώθηκε τον Ιούνιο του ‘89.
Έναν χρόνο νωρίτερα, στις 28 Ιουνίου 1988 στο Αννόβερο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε επισημάνει ότι με την αποδοχή της Ε.Π. τα κράτη-μέλη επιβεβαίωσαν την πρόθεσή τους για δημιουργία ΟΝΕ.
Είχε, επίσης, ορίσει μιαν επιτροπή εμπειρογνωμόνων υπό τον Jacques Delors με αποστολή να εξετάσει τα μέσα και τις μεθόδους ολοκλήρωσης καθώς και να υποβάλλει προτάσεις.
Η Συνδιάσκεψη Κορυφής της Μαδρίτης ενέκρινε την έκθεση Delors και πήρε την απόφαση να αρχίσει την 1/7/90 η φάση α’ της ΟΝΕ. Η προθεσμία αυτή τηρήθηκε και η έκθεση Delors αποτέλεσε το θεμέλιο για την περαιτέρω πορεία. Θεωρούσε, μάλιστα, ως ανεπαρκή «την σημερινή μορφή οικονομικού συντονισμού, ιδίως στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής» (1989). Περιέγραφε, λοιπόν, όλα τα στάδια πραγματοποίησης της ΟΝΕ., ώστε να μην διακυβευτεί το πρόγραμμα «1992».
Η έκθεση έθετε τις εξής προϋποθέσεις για την Οικονομική Ένωση:
i) πλήρη ελευθερία στην διακίνηση προσώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων,
ii) τον αμετάκλητο καθορισμό πάγιων ισοτιμιών συναλλαγματικών των εθνικών νομισμάτων,
iii) κοινό νόμισμα, δηλαδή κοινή νομισματική πολιτική, υψηλό βαθμό εναρμόνισης των οικονομικών πολιτικών, συνοχή στον τομέα του δημοσιονομικού ελλείμματος. Επικαλούμενη την έκθεση Pierre Werner, η έκθεση Delors έθετε για την Νομισματική Ένωση όρους:
i) επίτευξη της πλήρους μετατρεψιμότητας των κεφαλαίων,
ii) πλήρη φιλελευθεροποίηση της κυκλοφορίας κεφαλαίων, πλήρη ενοποίηση των χρηματαγορών,
iii) κατάργηση των περιθωρίων διακύμανσης, παγίωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Από την 1/1/1993 έχει ολοκληρωθεί η Εσωτερική Αγορά.
Στις 31/12/1993 ολοκληρώνεται η α’ φάση της ΟΝΕ.
Την 1/1/1994, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τίθεται σε ισχύ η Συνθήκη για την Ε.Ε. και η Ελλάδα, ως ασκούσα πρώτη για ένα εξάμηνο την προεδρία, θα αναλάβει να θέσει τα θεμέλια για την ομαλή εκκίνηση της β’ φάσης της ΟΝΕ.


Κεφάλαιο 2
Η Κυβερνητική Συνδιάσκεψη της Ρώμης, τον Δεκέμβριο του 1990, με βάση τις προτάσεις της έκθεσης Delors προετοίμασε τις διατάξεις της Συνθήκης για την Ε.Ε.
Ο Jacques Delors σε συνέντευξη τύπου στις 5 Δεκεμβρίου 1991 πριν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μάαστριχτ προδιέγραφε τον στόχο να γίνει: «η Ευρώπη πιο δυναμική, ελκυστική και ικανή να συμβάλλει σταδιακά αλλά με τρόπο αμετάκλητο στην ενίσχυση του διεθνούς συστήματος».
Προς την ίδια κατεύθυνση (αυτήν της σταδιακής οικοδόμησης της ΟΝΕ) εκινείτο και η δήλωση του Αντιπροέδρου της Commission, υπεύθυνου για την πολιτική ανταγωνισμού, Sir Leon Brittan στις 15 Ιουλίου 1991: «Απαιτείται ένα συνεπές και σαφές σύστημα κανόνων, το οποίο θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς συμφωνίας, με αυτόνομο μηχανισμό εφαρμογής και θα υποστηρίζεται από εθνικές νομοθεσίες, οι οποίες θα επιδιώκουν τους ίδιους στόχους».
Οι δράσεις των κρατών-μελών, λοιπόν, συνεπάγονται την τήρηση των ακόλουθων κατευθυντηρίων αρχών: σταθερές τιμές, υγιή δημόσια οικονομικά, υγιείς νομισματικές συνθήκες και σταθερό ισοζύγιο πληρωμών.
Απαιτείται κατά ουσιαστικό τρόπο η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, ενώ οικονομική και νομισματική ένωση θεωρούνται ως «δύο αυθύπαρκτα μέρη ενός και μόνο συνόλου».
Επικριτές της Συνθήκης για την Ε.Ε. υποστηρίζουν ότι όλες οι συζητήσεις για την Πολιτική και Κοινωνική Ευρώπη έγιναν τελευταία για να «χρυσώσουν» την Νομισματική Ένωση, τον μόνο σημαντικό –όπως λένε– παράγοντα στην ιστορική κίνηση της Κοινότητας, καθώς και ότι οι σκέψεις για την ΟΝΕ προηγούνται στην πραγματικότητα του φεντεραλισμού για την Πολιτική Ένωση.
Το πιο σπουδαίο επίτευγμα όλων αυτών των πράξεων θεωρείται ο χρονικός ορίζοντας του 1999 για το ECU καθώς και η νίκη των «μονεταριστών» εις βάρος των «κεϋνσιανιστών» (η Τράπεζα Ευρωπαϊκή Κεντρική Τ.Ε.Κ. θα καθορίζει τις εξωτερικές ισοτιμίες του ECU και θα διαμορφώνει την εσωτερική νομισματική πολιτική).
Επίσης, για την φάση γ’ υϊοθετήθηκαν όλοι οι όροι-οροφές που επιθυμούσε η Γερμανία προκειμένου να θυσιάσει το μάρκο.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ θεσπίζει «τον στόχο της Ο.Ν.Ε. με ρυθμίσεις για την εγκαθίδρυση ενιαίου νομίσματος, ενιαίας νομισματικής πολιτικής και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας».
Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η Συνθήκη θέτει ένα νομικά δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα 3 φάσεων:
α) 1/7/90 έως 31/12/93. Το στάδιο αυτό είναι αφιερωμένο στη ενίσχυση του συντονισμού της μακρο-οικονομικής πολιτικής (ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑ). Ήδη υλοποιήθηκαν οι συστάσεις της έκθεσης Delors και ολοκληρώθηκε, με τεχνικές εξαιρέσεις η ενιαία εσωτερική αγορά.
Εξασφαλίσθηκε, επίσης, με ελάχιστους περιορισμούς, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και αναπτύχθηκε μεγαλύτερη συνεργασία στις εμπορικές πολιτικές. Ενοποιήθηκαν οι χρηματο-πιστωτικές αγορές και παρέχονται ελεύθερα στην Κοινότητα και σε ικανοποιητικό βαθμό οι τραπεζικές υπηρεσίες.
Απομένει, ακόμη, η ήδη καθυστερημένη ένταξη της ελληνικής δραχμής στην Μ.Ι.Σ. του Ε.ΝΟ.Σ. καθώς και η τελική διαμόρφωση μιας Νομισματικής Επιτροπής, συμβουλευτικού χαρακτήρα, η οποία θα είναι υπεύθυνη για τις λεπτομέρειες της σύγκλισης και της καλύτερης λειτουργίας της ενιαίας εσωτερικής αγοράς.
Τα κράτη-μέλη υποχρεώθηκαν να συντάσσουν προγράμματα σύγκλισης-μεσοπρόθεσμης προσαρμογής, τα οποία εγκρίνονται από το Συμβούλιο Υπουργών.
β) 1/1/94 έως 31/12/96 ή 31/12/98. Αμέσως μετά την θέση σε ισχύ της Συνθήκης για την Ε.Ε., θα «παγώσει» η σύνθεση του ECU ως προστασία από τις υποτιμήσεις. Κάθε κράτος-μέλος θα προσπαθήσει να θεσμοποιήσει την ανεξαρτησία της κεντρικής του τράπεζας.
Επίσης, θα ολοκληρωθεί η υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και κάθε κράτος θα προσπαθεί να ασκεί οικονομική πολιτική σύμφωνα με τους βασικούς προσανατολισμούς της Κοινότητας και να επιβάλλει δημοσιονομική πειθαρχία, να αποφεύγει τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα (εκτός εάν αυτά αντιστοιχούν σε παραγωγικές επενδύσεις).
Για την είσοδο στην επόμενη φάση, πρέπει να πληροί τα εξής 2 κριτήρια:
i) το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 3% του Α.Ε.Π., ii) το συνολικό δημόσιο χρέος θα πρέπει να είναι μικρότερο του 60% ως προς το ΑΕΠ ή να πλησιάζει βαθμιαίως αυτήν την αναλογία.
Στον νομισματικό τομέα: θα διαλυθεί η Επιτροπή των διοικητών των εθνικών κεντρικών τραπεζών και θα αντικατασταθεί από το Νομισματικό Ευρωπαϊκό Ίδρυμα (Ν.Ε.Ι.)
Προβλέπεται, τέλος, η συμμετοχή του νομίσματος της χώρας για 2 έτη στην στενή ζώνη διακύμανσης (του ±2,25% εκατέρωθεν των κεντρικών ισοτιμιών) του Ε.ΝΟ.Σ.
γ) 1/1/97 ή 1/1/99.
Προηγείται ιδιαίτερα κρίσιμη διαδικασία:*
*Εν όψει της φάσης γ’, Επιτροπή και Ν.Ε.Ι. υποβάλλουν στο Συμβούλιο εκθέσεις για την πλήρωση από τα κράτη μέλη των εξής κριτηρίων/υποχρεώσεων:
i) το ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού των κρατών-μελών δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο από 1,5 ποσοστιαία μονάδα του μέσου όρου του ρυθμού αύξησης τιμών των 3 εκείνων κρατών με τις καλύτερες επιδόσεις στην Ένωση (χαμηλό πληθωρισμό).
ii) τα μακροπρόθεσμα επιτόκια χορηγήσεων, όπως αυτά προκύπτουν από την απόδοση μακρόχρονων κρατικών ομολογιών δεν πρέπει να ξεπερνούν περισσότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο επιτοκίων των 3 κρατών-μελών με τα χαμηλότερα επιτόκια.
iii) το κάθε εθνικό νόμισμα δεν θα πρέπει να έχει υποτιμηθεί για 2 έτη περισσότερο από 2,25% έναντι των υπολοίπων νομισμάτων του Ε.ΝΟ.Σ.
Με βάση αυτές τις εκθέσεις, πριν τις 31 Δεκεμβρίου 1996 θα συγκληθεί Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής, το οποίο θα κάνει μιαν πολιτική εκτίμηση για την συμμετοχή των κρατών-μελών στην φάση γ’.
Η εκτίμηση αυτή θα λαμβάνει υπόψη και τις προδιαγραφόμενες τάσεις και τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε κράτος. Εάν η πλειοψηφία 7 κρατών πληροί αυτές τις προϋποθέσεις (απόφαση με ενισχυμένη πλειοψηφία) ορίζεται η ημερομηνία έναρξης της φάσης γ’.
Διαφορετικά, ως υποχρεωτική ημερομηνία έναρξης του τελικού σταδίου θεωρείται η 1/1/99. Όσα κράτη-μέλη δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, τυγχάνουν «παρέκκλισης», η οποία αναιρείται αμέσως μόλις επιτευχθούν οι στόχοι.
Η Βρεττανία και η Δανία (με δημοψήφισμα η δεύτερη) έχουν αποδεσμευτεί με δύο επίσημα πρωτόκολλα από την υποχρέωση να μεταβούν στο τελικό στάδιο της ΟΝΕ.
Με την έναρξη αυτής της φάσης, κυκλοφορεί το ενιαίο νόμισμα και υπάρχει ενιαία νομισματική πολιτική, η Τράπεζα Ευρωπαϊκή Κεντρική (Τ.Ε.Κ.) καθώς και το Κεντρικών Τραπεζών Ενιαίο Σύστημα (Κ.Τ.Ε.Σ. ή Eurofed)
Το οικονομικό και κοινωνικό περιεχόμενο της νέας Συνθήκης δεν εξαντλείται ασφαλώς σε εισοδηματικά κριτήρια, αλλά λαμβάνονται υπόψη: η διανομή του εισοδήματος, η ποιότητα ζωής, η ανεργία, οι όροι απασχόλησης και τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Γι’ αυτό και τίθεται ο στόχος της συνοχής και σύγκλισης των οικονομιών, της ομογενοποίησης. Σημαίνει αυτό: πολιτικές λιτότητας, μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μείωση των δημοσίων δαπανών, αύξηση της αποταμίευσης, εκσυγχρονισμό, αύξηση του εθνικού εισοδήματος, χαμηλό κόστος παραγωγής, νέες τεχνολογίες και αυξημένη παραγωγικότητα. Βεβαίως, μακροπρόθεσμα και μείωση της ανεργίας.
Αυτές ακριβώς οι κατευθύνσεις αποτελούν την αφορμή για να ασκηθεί συντονισμένη κριτική κατά της ΟΝΕ: κύριο επιχείρημα των επικριτών είναι ότι τίθεται σε δεύτερη μοίρα το βιοτικό επίπεδο των λαών.
Αυτές τις απόψεις και τον αντίλογο εκ μέρους των υποστηρικτών της ΟΝΕ, όπως επίσης και τα γενικότερα κομβικά σημεία όπου διασταυρώνονται θεμελιώδη ζητήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης εξετάζουμε στην συνέχεια.


Κεφάλαιο 3
Οι επικριτές του συγκεκριμένου κειμένου για την ΟΝΕ θεωρούν πως ήδη από την υπογραφή του είχαν τεθεί και οι βραδυφλεγείς βόμβες, οι οποίες θα οδηγούσαν την όλη προσπάθεια σε αποτυχία.
Κατά την γνώμη τους, η Συνθήκη ήταν υπερβολικά τεχνική, σχολαστική και ακριβολόγος. Επιπλέον, υπήρχαν δομικές ανεπάρκειες.
Προχωρώ στην αποδελτίωση των επιχειρημάτων αυτών των «ρευμάτων» που αντιτίθενται στο Μάαστριχτ, δημιουργήθηκαν υπογείως τους πρώτους μήνες του 1992 και εκδηλώθηκαν πιο φανερά κατόπιν. Αρκετοί από αυτούς που θα αναφερθούν, αν και δέχονται να υλοποιήσουν την ΟΝΕ, αρνούνται όμως ουσιαστικά να ακολουθήσουν και τις οικονομικές (φιλελεύθερες) κατευθύνσεις που απαιτούνται.
Ο Κ. Σημίτης, ο οποίος εντάσσεται σε αυτήν την κατηγορία, θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν πρέπει να είναι έργο των δυνάμεων της αγοράς αλλά έργο του σοσιαλισμού ώστε οι λαοί να μην είναι υποχείριο των αποφάσεων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Εμφανίζεται υπέρμαχος της ρυθμιστικής παρέμβασης και αναφέρει ότι η ΟΝΕ δημιουργείται από τις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης για δικό τους όφελος, εις εφαρμογή μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η οποία οργανώνει τον ύστερο καπιταλισμό.
Ο Μ. Δρεττάκης, σε πιο ήπιους τόνους, θεωρεί ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ οδηγεί σε μιαν Ευρώπη 4 ταχυτήτων διότι χαρακτηρίζεται από αναπτυξιακό και κοινωνικό έλλειμμα.
Ένα από τα προβλήματα, όμως, που απασχολούν τον Ευρωπαίο πολίτη είναι η οικονομική ύφεση και η διογκούμενη ανεργία που απειλεί να υπονομεύσει την πορεία προς την ΟΝΕ. Η ανεργία στην Ε.Κ. αριθμεί 16 εκατομμύρια άτομα, δηλαδή το 10% του εργατικού δυναμικού της.
Ταυτόχρονα, δεν μπορεί οπωσδήποτε να θεωρηθεί ως θετική εξέλιξη η απροθυμία*
*Πρόταση Delors για κοινοτικό προϋπολογισμό (1,20% ή έστω 1,37% του ΑΕΠ)
των πλουσίων χωρών να επιλύσουν σε θεσμικές βάσεις το πρόβλημα της χρηματοδότησης του κοινοτικού προϋπολογισμού και να προικοδοτήσουν την Ένωση με τους αναγκαίους πόρους για την εκπλήρωση των στόχων, των δράσεων και των πολιτικών της.
Οι μακρο-οικονομικοί στόχοι της ΟΝΕ και η περιοριστική οικονομική πολιτική δεν είναι εύκολο να εμπνεύσει τον μέσον άνθρωπο, είναι μακριά από τις καθημερινές αγωνίες του.
Με την εφαρμογή των διατάξεων για την ΟΝΕ, θα υπάρξει βίαιη απαξίωση του παραγωγικού δυναμικού των φτωχών χωρών ενώ τα μέτρα της «Κοινωνικής Ευρώπης» που έχουν ληφθεί «υπό το ένδυμα του φιλελευθερισμού» είναι ανεπαρκή.
Ο περιορισμός των δημοσίων ελλειμμάτων θα αποσυνθέσει το κοινωνικό κράτος ενώ η πτώση του πληθωρισμού, εκτός του ότι ευνοεί τους κεφαλαιοκράτες, μειώνει τους μισθούς και το εισόδημα των εργαζομένων. Η ύφεση που θα επέλθει θα επιφέρει μείωση του ρυθμού ανάπτυξης στο 0,8% και θα οδηγήσει στην ανεργία 2 ακόμη εκατομμύρια άτομα (δήλωση του Η. Christophersen).
H Ευρώπη των Βρυξελλών (πάντα σύμφωνα με τους επικριτές της ΟΝΕ) είναι, αντίθετα, κοντά στους τεχνοκράτες και τους γραφειοκράτες, αποτελεί μιαν απρόσωπη πολυεθνική δικτατορία υπό τον έλεγχο μιας ανεξέλεγκτης Ε.Κ.Τ., που και αυτή θα είναι Γερμανική.
Θα υπάρχει άνωθεν διαχείριση χωρίς καν την αίσθηση της συμμετοχής της κοινής γνώμης σε διαδικασίες, με τον έναν ή τον άλλον τόπο, συμβιβασμών. Άλλωστε, η Συνθήκη του Μάαστριχτ διαθέτει μόνο την τυπική επικύρωση (των Κοινοβουλίων) και όχι την ουσιαστική έγκριση του λαού (μέσω δημοψηφίσματος).
Το δυναμικό της Κοινότητας υπερεκτιμάται, ενώ οι εκθέσεις για την πορεία προς την ΟΝΕ δεν είναι αντικειμενικές, τείνουν να εξυμνούν την πρώϊμη ευρωπαϊκή ενοποίηση. Παράλληλα, οι όροι που έθεσαν οι ισχυροί (η Γερμανία εξασφάλισε το maximum των εγγυήσεων) και τα κριτήρια για την συμμετοχή στο τρίτο στάδιο δεν είναι ρεαλιστικά καθώς διαρκώς απειλούν να τινάξουν το οικοδόμημα της ΟΝΕ στον αέρα.
Η πρόσφατη συναλλαγματική αστάθεια, η πρώτη ύστερα από 6 έτη, αποδεικνύει ότι το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα είναι ένα …ασταθές σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Οι χώρες της Κοινότητας δεν συντονίζουν την οικονομική τους πολιτική και ασκούν εθνοκεντρική πολιτική αποκλίσεων.
Η κρίση του Ε.ΝΟ.Σ. πλήττει το M.N. (ECU) της Μ.Ι.Σ., ενισχύει το δολλάριο και το μάρκο, πλήττει τα ομόλογα σε ρήτρα ECU, πλήττει τις ισοτιμίες των εθνικών νομισμάτων και οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων.
Η κριτική των επικριτών ασκείται ως προς το σημείο ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικοί μηχανισμοί εξισορρόπησης των κλυδωνισμών και ότι κερδοσκοπούν τα διεθνή επενδυτικά ταμεία και οι μεγάλες τράπεζες.
Κατά την γνώμη τους, η σημερινή μεταβατική κατάσταση μόνο στην ΟΝΕ δεν οδηγεί.
Αντίθετα, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην Νομισματική Διάλυση της Ευρώπης.
Η πλήρης ενοποίηση είναι αδύνατη, ενόψει των αντικειμενικών δεδομένων που διαμορφώνουν τους άνισους ρυθμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης. Κατά πρώτο λόγο, οι πληθωριστικές προσδοκίες των 11 θα βαρύνουν το μάρκο ενώ, κατά δεύτερο λόγο, το Κ.Τ.Ε.Σ. το 1997 θα συνδεθεί μόνο με 7 χώρες, κάτι που θα δυσχεράνει την νομισματική σταθερότητα.
Τέλος, υπάρχει το πρόβλημα του υψηλού κόστους προσαρμογής των νοτίων χωρών, λόγω της ύπαρξης πελατειακών σχέσεων και υπερτροφικού δημόσιου τομέα.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθούν τα εξής: Η Γερμανία υπέφερε μεταπολεμικά από το «πληθωριστικό τραύμα». Ακολούθησε, λοιπόν, μιαν αυστηρά αντιπληθωριστική οικονομική πολιτική και φοβάται διαρκώς μιαν αλλαγή κατεύθυνσης, που θα οδηγεί σε πιο πληθωριστικό περιβάλλον (πληθωρισμός 4% θεωρείται απαράδεκτος).
Στις 20 Δεκεμβρίου 1992, η πρωτεργάτις της ΟΝΕ, η Bundesbank προέβη μονομερώς σε σοβαρή αύξηση των προεξοφλητικών επιτοκίων και του επιτοκίου Lombard, την μεγαλύτερη από το 1931, φοβούμενη το κόστος της ενοποίησης και την κάμψη του δείκτη της ανάπτυξης.
Η αρμονία του Ε.ΝΟ.Σ. διερράγη από τον κυρίαρχο μοχλό, την συνειδητή έκφραση της ενοποίησης.
Η Γερμανία θεωρεί, ωστόσο, ως υπεύθυνες για την κρίση τις λάθος ισοτιμίες της στερλίνας και της λιρέττας.
Αντίθετα, η Βρεττανία θεωρεί ότι φταίνε οι φυσικές ρωγμές του ίδιου του Ε.ΝΟ.Σ., διστάζοντας η ίδια να συμφιλιωθεί με την ιδέα της Ένωσης.
Η Δανία, η παραδοσιακά πιο αντιομοσπονδιακή χώρα της Ευρώπης, αντιμετωπίζει την ανεπιτυχή ενσωμάτωση του νομίσματός της στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Ακόμα και η Γαλλία έχε δώσει δείγματα «αντιευρωπαϊκής» βιομηχανικής πολιτικής.*
*Μελέτη του Συνδέσμου για την ΟΝΕ, «Καθημερινή» 19/7/92
Υπάρχει, λοιπόν, μια ασυμμετρία οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης.
Επίσης, η υπέρβαση του εθνικού κράτους προσκρούει σε κάποια όρια και αποτελεί ματαιοπονία.
Στα πλαίσια αυτών των αντιλήψεων προτείνονται:
i) «Πρέπει να υπάρξει σύγκλιση των πραγματικών όρων της ΟΝΕ. Να μειωθούν οι ανισότητες των επιπέδων ευημερίας»,
ii) «Να καθυστερήσει η ΟΝΕ, μα με την προϋπόθεση ότι δεν θα εκχωρηθούν εθνικές εξουσίες. Οι Ευρωπαίοι δεν είναι έτοιμοι για το κοινό νόμισμα και την Ε.Κ.Τ.»,
iii) «Να υπάρξει μια μίνι-ΟΝΕ». Εκτός των άλλων, οι φτωχές και δύστροπες χώρες θα πειστούν έτσι να προσδεθούν στο ευρωπαϊκό άρμα, λόγω του φόβου να μείνουν εκτός,
iv) «Να καταργηθεί το ενιαίο νόμισμα. Είναι βάρος. Η Ενιαία Αγορά μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ενιαίο νόμισμα».
v) Να τηρηθεί ο στόχος της ΟΝΕ, αλλά οι αποφάσεις να λαμβάνονται και με πολιτικά κριτήρια. Να υπάρξει καθεστώς ελευθερίας των ισοτιμιών. Να προηγηθεί η εμβάθυνση.
Ο Απ. Λάζαρης αναρωτιέται για όλα αυτά: «Πώς συμβιβάζεται η ισχυρή τάση που τώρα επικρατεί στην Ευρώπη (για μικρότερο κράτος, διοικητική αποκέντρωση και άμεση συμμετοχή του πολίτη στα κοινά) με την πλήρη ΟΝΕ που προβλέπει η Συνθήκη του Μάαστριχτ (δηλαδή με την δημιουργία ενός πανίσχυρου υπερκράτους και μιας τερατώδους γραφειοκρατικής εξουσίας);

Κεφάλαιο 4
Ο αντίλογος στις παραπάνω απόψεις αποτελείται από ένα σύνολο λογικών επιχειρημάτων, τα οποία συγκλίνουν και αποδεικνύουν ότι η κοινή αγορά και η ΟΝΕ θα επιφέρουν σταδιακά εξομοίωση των επιπέδων ανάπτυξης και ευημερίας μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, θα άρουν τις θεμελιώδεις ανισότητες στην συσσώρευση του κεφαλαίου, θα μειώσουν επομένως και τις κοινωνικές ανισότητες.
Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα δώσει αμέσως μετά κάποιο διάστημα ώθηση στην ανάπτυξη και την απασχόληση αλλά θα αυξήσει κατά 5% το κοινοτικό εισόδημα, το εισόδημα των Ευρωπαίων πολιτών.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της αισιόδοξης αυτής προοπτικής, η καθιέρωση του κοινού νομίσματος θα αποτελεί την πιο σημαντική απόφαση (στον οικονομικό τομέα) στην ιστορία της Ε.Κ.
Θα αποτελέσει, επίσης, ορόσημο για 340 εκατομμύρια πολίτες, οι οποίοι δεν θα υπόκεινται στα συναλλαγματικά «παιχνίδια» των ισοτιμιών και των εθνικών κυβερνήσεων.
Η πραγματική αγοραστική δύναμη των μισθωτών, λόγω της σταδιακής μείωσης των τιμών στην Ε.Κ., θα αυξηθεί και θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας ύστερα από τις κοινοτικές πρωτοβουλίες και τα Πλαίσια Στήριξης που έχουν προγραμματιστεί.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, άλλωστε, στοχεύουν και οι ειδικές διατάξεις της κοινωνικής πολιτικής, της πολιτικής συνοχής καθώς και της δημοσιονομικής πολιτικής (όπως και η συνοδευτική πολιτική κυρώσεων).
Σημειώνουμε και την ελπίδα ότι θα διευρυνθεί η διαπραγματευτική δύναμη των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο διεθνές σύστημα.
Γεγονός είναι ότι το συνδικαλιστικό κίνημα καλείται να ξεπεράσει τις ιδεολογικές προκαταλήψεις, τον κομματισμό και λαϊκισμό και, τέλος, την ξύλινη, συνθηματολογική γλώσσα.
Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι η πολιτική σύγκλισης, η οποία συμβολίζει την νέα ισχύ και τις νέες ευθύνες της Ευρώπης, μπορεί να βελτιώσει το επιχειρηματικό κλίμα καθώς γίνεται αποδεκτός ο στόχος της σταθερότητας των τιμών και της εισαγωγής θεσμοθετημένων πειθαρχιών στην χάραξη και εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής.
Ελπίζεται πως θα υπάρξει εκρηκτικός ρυθμός ανάπτυξης της κεφαλαιαγοράς (ορθολογικοποίηση/ανταγωνιστικότητα), νέες δυνατότητες επενδύσεων σε τίτλους, δυνατότητα κινήσεων μέσα σε μιαν ενιαία Χρηματιστηριακή Αγορά Ευρωπαϊκή (Χ.Α.Ε.), άρα και νέες επενδυτικές επιλογές με την είσοδο πεπειραμένων επενδυτών στην Ελλάδα, καθώς και τόνωση του ενδιαφέροντος. Ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, ο περιορισμός του κράτους σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η παροχή υπηρεσιών και πληροφόρησης, η δημιουργία υποδομής, η αναβάθμιση του στελεχιακού δυναμικού των υπηρεσιών αποτελούν επισημάνσεις που διαμορφώνουν ένα «ρεύμα» υπέρ της ΟΝΕ. Κύριος μοχλός ανάπτυξης σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη θα είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία και όχι η γραφειοκρατική δομή.
Το επιχείρημα των κλυδωνισμών στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα χρησιμοποιείται τώρα για να στηρίξει την θέση ότι η Ενιαία Εσωτερική Αγορά (Α.Ε.) χρειάζεται να συμπληρωθεί από την ΟΝΕ, ώστε να είναι συμμετρικά επωφελής για το σύνολο των κοινωνικών ομάδων και να λειτουργήσει αποτελεσματικά (με την βοήθεια όσων προβλέπονται για την Συνοχή).
Οι υποστηρικτές της ΟΝΕ θεωρούν ότι οι κλυδωνισμοί αυτοί είχαν την αιτία τους στο άγχος των δημοψηφισμάτων και στις τάσεις κερδοσκοπίας.
Συμφωνούν ότι πρέπει να ληφθούν διαδικασίες ελέγχου για τις οικονομικές δοσοληψίες των κερδοσκόπων, αλλά φοβούνται πως κάτι τέτοιο μπορεί να ερμηνευθεί ως σοβαρή παραβίαση των συμφωνιών για την ενιαία αγορά.
Άλλωστε –λένε– το ECU (μετά την μείωση των γερμανικών επιτοκίων, μετά την σύναψη δανείων σε ECU από την Βρεττανία, την Γαλλία, την Φινλανδία, την Ε.Τ.Ε. και την ίδια την Ε.Ο.Κ., μετά την απόφαση των Γάλλων να καλύψουν το 15% των φετινών τους αναγκών για δάνειο σε ομόλογα με ρήτρα ECU) εμφανίζεται να ισχυροποιείται.
Για αυτούς, ενδεχόμενη εγκατάλειψη της ΟΝΕ θα σήμαινε την αποτελμάτωση της ενοποιητικής διαδικασίας και, πιθανότατα, την έναρξη της διαδικασίας από-ολοκλήρωσης. Απορρίπτουν τις σκέψεις του Μ. Φελντστάϊν και το μανιφέστο 60 Γερμανών οικονομολόγων υποστηρίζοντας ότι: «Η πρόωρη εφαρμογή της ΟΝΕ δεν θα ασκήσει ισχυρή οικονομική πίεση στην Δυτική Ευρώπη και δεν θα οδηγήσει σε πολιτική διάσπαση».
Υπέρ της ΟΝΕ τάσσονται, βέβαια, και οι 3 μεγαλύτερες Γερμανικές τράπεζες. Η Γερμανία, γενικότερα, τάσσεται υπέρ μιας ισχυρότερης ομοσπονδίας διότι έχει τις πιο τραυματικές εμπειρίες νομισματικής αστάθειας. Απόδειξη ότι χρηματοδοτεί τον κοινοτικό προϋπολογισμό, τα ταμεία, την περιφερειακή και αγροτική πολιτική ενώ δέχθηκε να αντικαταστήσει το πιο σταθερό νόμισμα, το μάρκο (χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις, αντιστοίχως, των Ρίχαρντ Φον Βάϊστσέκερ και Χ. Κωλ: «Η Γερμανία θα διατηρήσει το status quo της ευημερίας της. Δεν θα χάσει από την ΟΝΕ. Η νομισματική της αντίληψη υϊοθετήθηκε από την Ε.Ο.Κ. και μετουσιώνεται σε Ευρωπαϊκό βασικό νόμο» — «Η αναστολή της προόδου προς την ΟΝΕ θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες») και να αυτοπεριορίσει την αναβλύζουσα γεωπολιτική της δύναμη.* *«Γερμανία και Γαλλία, οι κύριοι κινητήρες της ΟΝΕ, δεν έχουν πρόθεση να λοξοδρομήσουν και να επαναδιαπραγματευθούν το προδιαγεγραμμένο μέλλον του ECU. Δεν υπάρχουν πλέον ανυπέρβλητα εμπόδια για την Ο.Ν.Ε.».


Επίλογος

Από τις προτάσεις για κατάργηση του στόχου για ενιαίο νόμισμα και για δημιουργία μιας ΟΝΕ-μίνι από 7 κράτη έως την πρόταση να αναλάβουν οι αναπτυγμένες χώρες το κόστος να δεχτούν να υπάρξει κοινό νόμισμα εδώ και τώρα, έγινε φανερό πως ενώ κανείς δεν είναι σίγουρος για την πορεία προς την ΟΝΕ, ωστόσο κανείς δεν θέλει να μείνει εκτός.
Ιδιαίτερο βάρος αποδίδω:
α) στο εύρος, την διάρκεια και την μεθοδικότητα του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης,
β) στο γεγονός ότι με την εγκαθίδρυση της ΟΝΕ σταδιακά θα επέλθει «μαρασμός» των εθνικών κρατών. «Στα κράτη-μέλη της Ε.Κ. υπάρχουν ακόμη κατάλοιπα της πεπαλαιωμένης εθνικής αρχής της κυριαρχίας. Τα διεθνή προβλήματα» σύμφωνα με τον Frans Andriessen «δεν είναι πλέον δυνατόν να λυθούν με βάση αυτήν την αρχή»,
γ) στην αυστηρή δεσμευτικότητα των διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και στον αμετάκλητο χαρακτήρα της μετάβασης στην φάση γ’,
δ) στην δέσμευση των προσανατολισμών της οικονομικής πολιτικής των 12 προς φιλελεύθερη κατεύθυνση,
ε) στις διατάξεις περί Συνοχής (άρθρο 130Α)
Ο κύριος προβληματισμός, αντίθετα, εκπηγάζει από την διάρκεια της οικονομικής ύφεσης που προκαλεί αναβίωση των τάσεων προστατευτισμού για την προστασία κλυδωνιζόμενων κλάδων στις οικονομίες των 12. Από την άλλη πλευρά, η αξιοπιστία της ΟΝΕ υπονομεύεται όταν η Κοινότητα δεν επιτυγχάνει εκείνους τους ρυθμούς ανάπτυξης που εξασφαλίζουν χαμηλά επίπεδα ανεργίας.
Προς την σωστή κατεύθυνση φαίνεται κατ’ αρχάς να κινείται η προσπάθεια των Υπουργών Οικονομικών να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα εντός του Ε.ΝΟ.Σ. (πρόσφατα επινόησαν ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, μέσω των αγορών, για να προστατεύσουν την Μ.Ι.Σ.)
Το συναρπαστικό ενδιαφέρον των εξελίξεων της δεκαετίας του ‘90, τελευταίας δεκαετίας της δεύτερης μ.Χ. χιλιετίας, συνοψίζεται σε βαρυσήμαντο άρθρο του Βρεττανού πρωθυπουργού J. Major όπου τίθεται στο επίκεντρο, εκτός των υπολοίπων χρήσιμων και ειλικρινών απόψεων για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, η επιτακτική ανάγκη να χρησιμοποιηθεί από τους Ευρωπαίους ηγέτες απλή γλώσσα για να ενημερωθεί ο Ευρωπαίος απλός, μέσος πολίτης.
Η έλλειψη προσαρμογής της Ελλάδας στις νέες διεθνείς συνθήκες είναι, άραγε, απλώς πρόβλημα αδράνειας των θεσμών και της πολιτικής;
Κατά γενική ομοφωνία, για την Ελλάδα δεν υπάρχει μέλλον έξω από την Ένωση, εφόσον η Ευρώπη ορίζει το ιστορικό και γεωπολιτικό πλαίσιο της χώρας.
Ωστόσο, οι Έλληνες πολίτες μόνον επιφανειακά γνωρίζουν το περιεχόμενο της νέας Συνθήκης. Αγνοούν τις θυσίες που συνεπάγεται η αποδοχή της και δεν βλέπουν το περίγραμμα του μέλλοντος, πέρα από τις αόριστες αναφορές στον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό».
Η παραφιλολογία για την διασπάθιση των πόρων της δεύτερης δέσμης Delors υπονομεύει την θέση της Ελλάδας στην Κοινότητα∙ σημαίνει ότι εκουσίως υπογράφουμε τον αποκλεισμό μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τίθενται, μέσω της ΟΝΕ, τα εξής ερωτήματα:
α) Πόσο οδυνηρή θα είναι η ένταξη της δραχμής στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα; Ποιά τα οφέλη;
β) Μπορεί να μειωθεί το δημόσιο χρέος από 105% ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 60%; Τί σημαίνει αυτό για τον μέσο Έλληνα; Ποιά η ευθύνη των πλουσίων;
γ) Η μείωση του πληθωρισμού σημαίνει αύξηση ή μείωση της ανεργίας; Ποιός είναι υπεύθυνος για την σύγχυση που επικρατεί γύρω από τις οικονομικές έννοιες;
δ) Είναι οι Έλληνες πολίτες έτοιμοι να πληρώσουν 1 τρις ανά έτος;
ε) Ποιά πολιτική, αυτή του φιλελευθερισμού ή αυτή του σοσιαλισμού, θα ικανοποιήσει τους στόχους, τα κριτήρια της ΟΝΕ; Ποιός ο ρόλος των Μ.Μ.Ε.;
Εν τούτοις, τα πολιτικά κόμματα και η ισχνή κοινωνία των πολιτών υποτάσσονται στην «τυραννία της πλειοψηφίας», στο «περί δικαίου αίσθημα ενός λαού» που διεκδικεί να γίνει «θεσμός». Δυστυχώς, στους κόλπους του πολιτικού κόσμου κυριαρχεί ο λαϊκισμός και ο κρατισμός που κυριολεκτικά δηλητηριάζουν την κοινή γνώμη.
Οι ελπίδες ότι κάτι αλλάζει πηγάζουν μόνον από μιαν ευρύτερη προσέγγιση: η ΟΝΕ θεωρείται ως βασική παράμετρος στην προσπάθεια οικοδόμησης της νέας Ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Χωρίς εμβάθυνση της ενοποίησης, η Ε.Ε. δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ευθύνες της και να αποτελέσει το θεμέλιο για την κυριαρχία της Ευρώπης τον 21ο αιώνα.
Θεωρώ ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι η Ιστορία της θεσμοθετημένης άμιλλας και συμμερίζομαι πλήρως τον Lester Thurow, ο οποίος πιστεύει ότι ο 21ος αιώνας ανήκει στην Γηραιά Ήπειρο, εάν αυτή κάνει τις σωστές κινήσεις στην σκακιέρα της παγκόσμιας οικονομίας και εκμεταλλευθεί τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που διαθέτει.



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

«ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ», άρθρο του Π.Κ. ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, τεύχος 19/12/1991.
JACQUES DELORS, Πρόεδρος της Commission, ομιλία στον ΣΕΒ, 25/5/1992.
«ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ», άρθρο του Γ. ΠΑΠΑΣΤΑΜΚΟΥ στο ΒΗΜΑ, 14/6/1992.
«Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1992», του KLAUS BUSCH, σελ. 35-62, Κριτική 1992.
«ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ», των F. DREYFUS, R. MARX, R. POIDEVIN τόμος 6, σελ. 261-266, Παπαζήσης 1990.
«ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Κ. ΣΤΗΝ Ε.Ε.» του Ν. ΜΟΥΣΗ, σελ. 126-130, Παπαζήσης 1993.
«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ Ε.Ν.Σ.», ενημερωτικό έντυπο της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων της Κοινότητας, Λουξεμβούργο 1991, CC-60-91-660-GR-C.
«Η ΕΥΡΩΠΗ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ», άρθρο του ΑΘ.Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ στον ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
«Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ», ενημερωτικό έντυπο της Κοινότητας, 1992, CC-74-92-265-GR-C.
«Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1992» του Κ. BUSCH, σελ. 238-252.
«Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ», έντυπο της Κοινότητας, 1991, Λουξεμβούργο, CC-60-91-434-GR-C.
«Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ», του Π.Κ. ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ, ενημερωτικό έντυπο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, έκδοση ΙΟΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ.
«ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ;», άρθρο του ΔΙΝΥΣΗ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗ σε αφιέρωμα την 1/1/1993 στο ΒΗΜΑ.
«ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ», φυλλάδιο της Κοινότητας, Λουξεμβούργο 1991, CC-60-91-717-GR-C.
«ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Κ. ΣΤΗΝ Ε.Ε.», Ν. ΜΟΥΣΗ, σελ. 138-148 και «Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ», ενημερωτικό έντυπο της Κοινότητας.
Στοιχεία του «WORLD ECONOMIC OUTLOOK» Οκτώβριος 1992, από το EUROMONEY Φεβρουαρίου 1993, από το Δ.Ν.Τ. Άρθρο του ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΣΑΡΑΝΤΙΔΗ, στο ΒΗΜΑ 14/3/1993.
«ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ», άρθρο του Κ. ΣΗΜΙΤΗ σε αφιέρωμα του ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ στις 12/11/1992 και συνέντευξη (αντιγραφή του ιδίου άρθρου!) στο ΒΗΜΑ.
Άρθρο του Μ. ΔΡΕΤΤΑΚΗ στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, 5/111992.
ECONOMIST, τεύχη Απριλίου/Μαΐου 1992, άρθρο Ν. ΓΚΑΡΓΚΑΝΑ στις 24/1/1993 στο ΒΗΜΑ.
«Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ» στα ΝΕΑ, του Π.Κ. ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ, σελ. 20-22.
«ΤΟ Ε.Ν.Σ. ΚΑΙ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ», «ΟΙ 6 ΗΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ», άρθρα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΤΥΧΑΚΗ στο ΒΗΜΑ, 10/1/1993 και 14/2/1993.
«ΤΟ Ε.Ν.Σ.», συνέντευξη του ΧΕΛΜΟΥΤ ΣΛΕΣΙΓΚΕΡ στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, 29/10/1992.
«ΤΟ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ; ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΛΛΗ ΕΠΙΛΟΓΗ», συνέντευξη της ΒΑΣΩΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ στο ΒΗΜΑ, 19/7/1992.
Δήλωση του ΕΡΙΚ ΧΟΦΜΑΓΙΕΡ στο πρακτορείο ειδήσεων REUTERS.
Συνέντευξη του πρώην προέδρου της Bundesbank ΟΤΟ ΠΕΛ στην εφημερίδα WALL STREET JOURNAL στις 21/9/1992.
«ΜΙΑ ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ Ο.Ν.Ε.», άρθρο του MARTIN FELDSTEIN στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ στις 13/8/1992.
«ΠΟΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ», άρθρο του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΛΑΖΑΡΗ, ΒΗΜΑ, 19/7/1992.
«ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ», άρθρο στον ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 15/12/1991.
«ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ», αφιέρωμα του περιοδικού ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ, τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1991.
Άρθρο του ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, 12/11/1992.
Άρθρο των καθηγητών C. BEAN, D. COHEN, F. GIAVAZZI, A. GIOVANNINI, J.V. HAGEN, X. VIVES, D. NEVEN, C. WYPLOSZ στο ΒΗΜΑ στις 26/7/1992. Τις ίδιες απόψεις υποστηρίζει (με τον Felstein) και ο Καρλ Σίλερ, ο οποίος πιστεύει ότι στην Ευρώπη δεν υπάρχει συναίνεση για την προτεραιότητα της σταθερότητας των τιμών.
ΡΙΧΑΡΝΤ ΦΟΝ ΒΑΪΣΤΣΕΚΕΡ, δήλωση στο ΒΗΜΑ, 1/8/1992.
ΧΕΛΜΟΥΤ ΚΩΛ, δήλωση στο ΒΗΜΑ, 21/6/1992.
Δήλωση του H. CHRISTOPHERSEN, επίτροπος επί οικονομικών θεμάτων).

«ΤΟ Ε.Ν.Σ… ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ» του Δ. ΠΕΤΥΧΑΚΗ, ΒΗΜΑ, 10/1/1993.
«ΑΠΛΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΣΟ ΠΟΛΙΤΗ», άρθρο του JOHN MAJOR στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, μία ημέρα πριν την Σύνοδο Κορυφής του Birmingham.
ECONOMIST, τεύχος Απριλίου 1993, αφιέρωμα στην Ελλάδα.


ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Για την συγγραφή της εργασίας, χρησιμοποιήθηκαν επίσης και τα φύλλα των εφημερίδων ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ 1993 και 1993.
Κυρίως, όμως, τα εξής φύλλα του ΒΗΜΑΤΟΣ:
- 1/12 και 8/12 του 1991
- 14/6 και 21/6 του 1992
- 26/7/1992
- 2/8, 23/8, 30/8 του 1992
- Σεπτεμβρίου 1992
- 4/10 και 25/10 του 1992
- Ιανουαρίου 1993
- Φεβρουαρίου 1993
- Μαρτίου 1993