1989-90
ΧΡΗΣΤΟΣ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η αξιοκρατία και η απονομή των θώκων εξουσίας του Περικλή στον Επιτάφιο
Αρχές, Άρχοντες και τα θεμέλια των Νόμων του Κράτους
Η υπερφυσική δεισιδαιμονία της Πολιτείας
Το Άτομο και η μαζικότητα της κοινωνίας
Συμβιβασμοί, Άτομο και Κοινωνικό Σύνολο
Λαϊκότητα και Λαϊκισμός
Η παρακμή και η Αποκατάσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας
Η λειτουργία των κομματικών μηχανισμών στην Αρχαία και στην Νέα Ελληνική Δημοκρατία
Η πληροφόρηση και ο Διαφωτισμός των Μέσων
Η διαφήμιση του Ανθρώπου και η επιστήμη των Μ.Μ.Ε.
Τα Μέσα του Ατομικού, Πυρηνικού Μηχανισμού
Ατομική-Επιστημονική Μόρφωση και Ηθική
Μεταφυσική πίστη και Επιστήμη
Πνευματική ηγεσία και Αξία Ζωής
Το πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού στην Ελλάδα
Η Αντίσταση του Ελληνικού Λαού και η μη Παράδοση
Το χρέος επικοινωνίας της Τέχνης του Πνευμ.Ανθρώπου
Ο φύλακας του φαινομένου της Τέχνης
Η ιδέα του Ωραίου
Πολιτισμός και Επικοινωνία των λαών μας
Η Φύση και ο Εκπολιτισμός του ανθρώπου
Ύπαρξη και Ποιότητα ζωής
Το αγαθό της ειρήνης και τα κινήματα των λαών μας
Παιδεία-Εκπαίδευση-Κοινωνία
Αυτογνωσία και Αξιοκρατία στην Παιδεία
Κοινωνική αναγνώριση και Επάγγελμα
Νάρκη Πλάτους
Θρησκεία – Τέχνη & Ουτοπία
«Περί Κλέους» Επιτάφιος ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ
Η εξασφάλιση της αρμονίας στις σχέσεις Πολιτείας και πολίτη είναι θεμελιώδους σημασίας για την ευδοκίμηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και συμβάλλει σε μεγάλον βαθμό στην καλύτερη λειτουργία του. Τα όργανα, επομένως, της Πολιτείας έχουν χρέος να ανταποκρίνονται στην αναμφισβήτητη αυτήν πρόταση του Θωκοδίδη επί του «Επιταφίου» και να θέτουν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία της δημόσιας διοίκησης, τον τομέα που κατ’ εξοχήν προσφέρει την ευκαιρία στους υπευθύνους να ρυθμίσουν με ιδιαίτερη φροντίδα τα εργασιακά θέματα προς το συμφέρον του εκάστοτε Κράτους και κοινωνικού συνόλου.
Ενώ, όμως, η ανάγκη αυτή είναι θεωρητικά αδιαμφισβήτητη για άλλην μια φορά, στην πράξη και στην καθημερινότητα όχι μόνο δεν ικανοποιείται αλλά χλευάζεται με τον χειρότερο τρόπο, σε μιαν προσπάθεια να καλυφθούν οι ελλείψεις του Κράτους. Η κακοδιοίκηση εκδηλώνεται συνεχώς με αποκλίσεις από την πορεία που η κάθε Κυβέρνηση έχει χαράξει ως πάγια πολιτική της ενώ η διοίκηση, γενικά, αν και ενεργεί –επιδερμικά, τουλάχιστον– σύμφωνα με τους νόμους, έχει όμως και μιαν ελευθερία που την αποκτά για λόγους γενικής σκοπιμότητας και συμφέροντος και η οποία καταντά να συνεπάγεται την υποβάθμιση και όχι την προαγωγή του κοινωνικού συμφέροντος.
Και ενώ η πραγματική πρόοδος επιτυγχάνεται, ασφαλώς, με την τοποθέτηση του κατάλληλου ανθρώπου σε θέσεις όπου θα εκτελέσει την θέληση του Κράτους υπηρετώντας τον λαό.
Η ηθική σήψη, ωστόσο, της κοινωνίας μας έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που ο ίδιος ο λαός –παραβιάζοντας την αρχή της αξιοκρατίας– κάνει μιαν επίδειξη της έλλειψης κοινωνικής ευθύνης που τον διακρίνει και απαιτεί ουσιαστικά τον παραγκωνισμό του γενικού καλού προς χάρη του ατομικού συμφέροντος.
Αντιλαμβανόμαστε όλοι τι μπορεί να συμβεί σε ένα Κράτος αν οι υπάλληλοί του κατέχονται από ένα πνεύμα δολιοφθοράς, ανευθυνολογίας, ευθυνοφοβίας, απείθιας και ρουσφετολογίας. Και αυτό ακριβώς είναι που απουσίαζε από την εποχή και τους κοινωνικούς άρα προβληματισμούς του Περικλή και που ταλανίζει την χώρα μας σήμερα, αποτέλεσμα της τουρκοκρατίας αλλά και του κλίματος που επικρατεί εδώ και αρκετά χρόνια.
Απαραίτητη, άλλωστε, προϋπόθεση για να πάρει κάποιος πολίτης βαθμό–αξίωμα είναι να έχει τις ικανότητες να ωφελήσει το σύνολο. Εφόσον ο πολίτης είναι ανάξιος ως άτομο, δεν προκαλεί κακό παρά μόνο σε μικρό κύκλο, γιατί η ακτίνα δράσεώς του είναι περιορισμένη. Αν όμως είναι βαθμοφόρος, τότε το κακό που θα προκληθεί θα είναι καθοριστικό. Ενώ όμως η στιβαρότητα που δείχνει η εκάστοτε κυβέρνηση στην άσκηση και στην εφαρμογή των νόμων αποτελεί εγγύηση για την ειρήνη και την ευημερία, δεν αποτελεί βέβαιο έρεισμα για την θεμελίωσή της.
Η νεοελληνική μικρότητα και ανευθυνότητα, το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης, το εκδικητικό πνεύμα καθιστά ανέφικτη την τήρηση αυστηρής γραμμής σε σχέση με τον τρόπο πρόσληψης στον δημόσιο τομέα, όπου μόνο εκεί μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη αξιοκρατίας. Και έτσι παρατηρείται το τραγελαφικό φαινόμενο να μην είναι η ίδια η κυβέρνηση αυταρχική, χαρακτηρισμός που κυρίως αποδίδεται σε αυτήν όταν πρέπει, αλλά ο λαός να επιβάλλει τις προσωπικές του Ιδέες χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι παρενέργειες που ακολουθούν την πελατειακή σχέση που καθιερώθηκε από τον 19ο αιώνα μεταξύ των κομμάτων και των ψηφοφόρων τους.
Είναι γνωστό, επιπλέον, πως ο προβληματισμός που δημιουργείται αυθόρμητα στα ανώτερα πολιτικά, κοινωνικά, πνευματικά και πολιτισμικά κλιμάκια της ελληνικής δημόσιας ζωής δεν επεκτείνεται και στα ευρύτερα στρώματα του λαού ούτε συμπεριλαμβάνει όλες τις κατηγορίες και αποχρώσεις, με αποτέλεσμα η υϊοθέτηση αυτών των θέσεων να οδηγεί στην λήψη αποφάσεων κατά κανόνα πρόχειρων και βιαστικών. Και όμως, παρά τις δυσμενείς αυτές επιπτώσεις, η κοινή γνώμη δεν έχει μέχρι στιγμής εφαρμόσει αυτό που αναντίρρητα έχει συνειδητοποιήσει με την πάροδο τόσων χρόνων και την στειρότητα της τακτικής που ακολουθείται, ίσως επειδή δεν την βοήθησαν σε αυτό αρκετά οι αρμόδιοι.
Το πιο σωστό θα ήταν να ενθαρρυνθεί και να ενισχυθεί με πρωτοβουλίες και κατάλληλα μέσα η υποτυπώδης λειτουργία της αξιοκρατίας και να κατορθώσει να ξεπεράσει τα συμπλέγματα που την εμποδίζουν να ακολουθήσει την σωστή κατεύθυνση. Ο χαρακτήρας και η νοοτροπία των Ελλήνων είναι διαμορφωμένη με τέτοιον τρόπο ώστε να δυσκολεύονται να σκεφτούν, να συζητήσουν και να αποφασίσουν πάνω σε σπουδαία θέματα με σοβαρότητα, ψυχραιμία και αίσθημα ευθύνης και αμεροληψίας. Αυτό το γεγονός αν μπορέσει να μειωθεί, θα βοηθήσει να εγκαταλειφθεί η προχειρότητα και η αδιαφορία, το πνεύμα του νεποτισμού και «ωχαδερφισμού» και θα συντελέσει στην ενθάρρυνση της ανοχής και της αμεροληψίας.
Τα δεδομένα που δεσμεύουν έμμεσα και συγκαλυμμένα την ανεξαρτησία των δημοσίων υπαλλήλων είναι το ιδεολογικό, παραμορφωμένο πλαίσιο και η γενικότερη ασταθής φιλοσοφία και ο προσανατολισμός που έχει ασπαστεί η χώρα, απόρροια των οποίων είναι η κοινωνική και πολιτική οργάνωσή της. Επίσης, το συγκεκριμένο διοικητικό σύστημα που καθιερώνεται από το Σύνταγμα και τους Νόμους, που μπορεί καμιά φορά να είναι συνέπεια των κομματικών αναγκών και των οικονομικών εκείνων συμφερόντων που επηρεάζουν και στηρίζουν την πλειοψηφία των νομοθετικών σωμάτων. Ακόμα, οι κομματικοί παράγοντες κυβέρνησης και αντιπολίτευσης που πιέζουν τους υπαλλήλους για την προώθηση ή επίλυση θεμάτων των ψηφοφόρων τους αλλά και συναδέλφους τους σε στρατηγικά πόστα για διορισμούς –η κυβέρνηση, μέσα στο δίλημμα των πιέσεων που δέχεται από την βάση της για αποκατάσταση των διωγμών της προηγούμενης και υπό την απειλή του ελέγχου της αντιπολίτευσης που και αυτή κάθε φορά στηρίζεται σε αυτό της το δικαίωμα και ασκεί πιέσεις για ανάλογους διορισμούς με αντάλλαγμα την μη καταγγελία του «πογκρόμ» απολύσεων.
Τελικά, μόνοι κερδισμένοι είναι οι ηγέτες και οι υψηλά ιστάμενοι των κομμάτων που σε κάθε περίπτωση είναι ελεύθεροι να κερδίζουν την εκτίμηση που κάθε 4 χρόνια χάνει απολυμένος ο απλός πολίτης. Και μάλιστα, την στιγμή που ο λαός υποβάλλεται σε θυσίες οικονομικές και έχει την θεμιτή και αθέμιτη συγχρόνως απαίτηση να εξυπηρετείται.
Η ανεπάρκεια, ωστόσο, της διοικητικής μηχανής αποτελεί μόνιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε με την γέννηση του νέου ελληνικού κράτους και συνεχίστηκε αδιάκοπα μέχρι τις μέρες μας. Το πνεύμα της ευνοιοκρατίας προώθησε προς τις μεγάλες και κατώτερες διοικητικές θέσεις ακατάλληλα στελέχη και έφερε στο φως τους μεσάζοντες, τους κομματάρχες και τους καλοθελητές που στελέχωσαν την δημόσια διοίκηση –μέσω ευνοιοκρατικών κριτηρίων– με άτομα μη μορφωμένα και χωρίς δημιουργικό πνεύμα. Τέλος, δεν γίνεται επαρκής ανανέωση και συντηρούνται οι ξεπερασμένες μέθοδοι και συνήθειες που δεν ευνοούν την προσαρμογή στις νέες συνθήκες.
Απαραίτητη, λοιπόν, είναι η προσέλευση ατόμων με ευφυΐα, ενεργητικότητα, εκπαίδευση και προσόντα υψηλής στάθμης. Τα πρόσωπα αυτά πρέπει να είναι νεαρής ηλικίας, με υψηλό ηθικό και ειδικευμένα, συγχρόνως με την προσεκτική μετάταξη υπαλλήλων από την μία υπηρεσία στην άλλην. Στην πρώτη γραμμή, ωστόσο, είναι και η κατάργηση των πολιτικών παρεμβάσεων, η καθιέρωση ακράδαντων κριτηρίων, η αυστηρή επιλογή, η αναμόρφωση του συστήματος προαγωγών και η αξιοποίηση ανάλογα με τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα του καθενός.
*
Σε τελευταία ανάλυση, όμως, είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί από τους υπεύθυνους ηγέτες ότι η μοίρα μιας κοινωνίας προσδιορίζεται από την ικανότητά τους να αξιοποιούν εύστοχα το υλικό που διαθέτουν, ομονοιασμένοι και μετά από διάλογο –και από την ικανότητα της κοινής γνώμης να στηρίζει οποιαδήποτε τέτοια δράση και να μην την τορπιλίζει.
Οπωσδήποτε, όμως, για να πραγματοποιηθεί αυτό το δυσχερές αλλά όχι ανέφικτο όραμα και για να δραστηριοποιηθεί η σιωπηρή πλειοψηφία του λαού, είναι επιβεβλημένη η βελτίωση της εικόνας των κοινών, των πολιτικών διεργασιών προς τα έξω αλλά και η εξαφάνιση της αναξιοπιστίας των ταγών της κοινωνίας, ώστε να πειστεί αυτή να τους ακολουθήσει σε όποια πρωτοποριακή ενέργεια, στην οποία ο λαός δεν ήταν συνηθισμένος.
Η οργανωμένη κοινωνία προσφέρει την σημερινή εποχή στον άνθρωπο χιλιάδες αγαθά, τα οποία όμως για να τα απολαύσει ο ίδιος πραγματικά –δημιουργούν την ανάγκη της συμβίωσης.
Ο άνθρωπος χρειάζεται τους άλλους ανθρώπους, ζει μέσα στην κοινωνική ομάδα, απολαμβάνει της προστασίας, της ασφάλειας, της μόρφωσης, της συντροφιάς που αυτή του παρέχει, είναι όμως υποχρεωμένος να εκπληρώνει ορισμένες υποχρεώσεις και καθήκοντα.
Ωστόσο, η εποχή μας, εποχή του ατόμου και του ατομιστού, έχει απομακρύνει πολλές κοινωνικές αρετές και ο καθένας κατανοεί την έλλειψη κοινωνικής αγωγής και αισθήματος κοινωνικής ευθύνης.
Από την στιγμή που ο άνθρωπος διαπίστωσε την αναγκαιότητα της κοινωνικής ζωής και συγκρότησε τις πρώτες κοινωνίες έθεσε στον εαυτό του και στους άλλους ορισμένους απαράβατους κανόνες, τους νόμους, οι οποίοι θα συντελούσαν στην αρμονία και ισορροπία του κοινωνικού συνόλου.
Γιατί, πραγματικά, οι νόμοι είναι το θεμέλιο της ελευθερίας και από αυτούς πηγάζει το δίκαιο, επομένως ο ίδιος ο άνθρωπος είχε υποχρέωση να τους τηρεί και να τους σέβεται, να τους διαφυλάσσει και να τους μεταδίδει στις επόμενες γενιές.
Όταν το άτομο αισθάνεται την ανάγκη να συνεργάζεται με άλλα για κοινό σκοπό, όταν αποκτά συνείδηση ότι ζει μέσα σε μιαν ομάδα, είναι φυσικό να επωμίζεται ορισμένες υποχρεώσεις που δεν μπορεί να τις αποφύγει χωρίς να τιμωρηθεί ή απομονωθεί από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνικής ομάδας. Η εκπλήρωση αυτών ακριβώς των υποχρεώσεων και καθηκόντων κάθε μέλους είναι αναπόφευκτη και αναγκαία για την διατήρηση της ομαλής ζωής, της ειρηνικής συνύπαρξης των ατόμων αλλά και ασφαλιστική, προστατευτική δικλείδα της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης.
Η συνεχής πρόοδος, η εξέλιξη της ανθρωπότητας θα ήταν αδύνατη χωρίς την εφαρμογή όσων απαιτούνται για την προστασία του θεσμού της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης.
Είναι αδιαμφισβήτητο, λοιπόν, το γεγονός ότι η κοινωνία αποτελεί το φυσικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δρα και κινείται ο σύγχρονος άνθρωπος,. Κάθε ενέργειά του, πράξη του και εκδήλωσή του έχει αντίκτυπο στο κοινωνικό σύνολο. Είναι απαραίτητος ο εθισμός όλων στην συνειδητή υπακοή και προσαρμογή στους νόμους και το Σύνταγμα της χώρας.
Ενταγμένος στην κοινωνία, δεν μπορεί ο άνθρωπος να αψηφά και να αδιαφορεί για τις επιπτώσεις των πράξεών του σε αυτήν. Οφείλει να προσαρμόζεται και να συντελεί με τον δικό του τρόπο στην καλύτερη λειτουργία του κοινωνικού μηχανισμού.
Άρα, το άτομο είναι εξαρτημένο στην ουσία του από το σύνολο για την ικανοποίηση των αναγκών του, για την ύπαρξή του την ίδια.
Δεν θέλουμε να συνειδητοποιήσουμε και να εννοήσουμε πως το γενικό καλό είναι μια σταθερή κι αντικειμενική αξία που αντιμάχεται την ατομικότητα.
*
Η ανάπτυξη των κοινωνικών αρετών δεν καλλιεργείται καθόλου ή καλλιεργείται ελλιπέστατα στο σπίτι, στο σχολείο και στο κοινωνικό περιβάλλον μας. Όπως την έχουν διαρρυθμίσει αυτοί οι 3 παράγοντες, λαμβάνεται υπ’ όψιν της αγωγής μόνο το άτομο, σαν να είναι κάτι ξεχωριστό, απόλυτα ξένο προς την κοινωνική ζωή.
Επιβάλλεται, με αυτόν τον τρόπο, η ανάπτυξη των κοινωνικών προδιαθέσεων του ατόμου και ο περιορισμός των εγωϊστικών ορμών του μέσα στα πλαίσια της αποστολής του, όπως επίσης και απομάκρυνση από το πνεύμα του ωφελιμισμού –με βάση τις ατομικιστικές διαθέσεις του ατόμου.
Δυστυχώς, η κοινωνία της απληστίας, που ευφημιστικά ονομάζεται κοινωνία της αφθονίας, μας βοηθά να φέρουμε, καθημερινά, στην επιφάνεια τις πιο αντικοινωνικές τάσεις μας.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε έγκαιρα ότι η θεραπεία του κακού βρίσκεται στην δημιουργία κοινωνικού φρονήματος, αισθήματος κοινωνικής ευθύνης, στην καλλιέργεια ηθικών κοινωνικών αρετών.
Μόνο κέρδος μπορεί να έχει το άτομο από την υϊοθέτηση μιας τέτοιας στάσης και ασφαλώς τότε αξίζει την εκτίμηση και τον σεβασμό, ενώ συγχρόνως δικαιώνεται, αφού φανερώνει ότι έχει επίγνωση του γεγονότος ότι η δική του υποκειμενική γνώμη ενδέχεται να είναι λανθασμένη και γι’ αυτό επιδεικνύει και αυτήν την ανεκτικότητα.
Σε αντίθετη περίπτωση, στην περίπτωση δηλαδή που ουσιαστικά καταλύονται οι δημοκρατικοί θεσμοί, εξαφανίζεται από την ζωή μας η φιλία, η κοινωνικότητα, το ενδιαφέρον για τους άλλους που είναι αναγκαία για την αρμονία της κοινωνίας. Η ζωή θα ήταν αδιανόητη, οι σχέσεις θα ήταν ψυχρές και τυπικές, βασισμένες ακόμα περισσότερο στην καχυποψία, την υποκρισία και την αμφιβολία. Ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να προσαρμοστεί εύκολα, να ζήσει ειρηνικά και θα ήταν ένα καχεκτικό και απροσάρμοστο ον.
Λαμπρό παράδειγμα υπομονής και καταδεκτικότητας, υπακοής και υποταγής στους νόμους και τα κελεύσματα της Δικαιοσύνης αποτέλεσε ο Σωκράτης, που αν και αθώος δέχθηκε με στωϊκότητα την καταδίκη του και που αν και του δόθηκε ευκαιρία να θέσει το προσωπικό του συμφέρον πάνω από το γενικό, μπόρεσε να παραμείνει σταθερός στην θέση του ότι ήταν υποχρεωμένος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, γιατί αυτός είχε καλλιεργήσει τον ψυχικό του κόσμο, και ήξερε ότι θυσιαζόταν για να βελτιωθεί η κοινωνική ζωή. Πραγματικά, λοιπόν, είναι αξιοζήλευτη και μπορεί να χαρακτηριστεί προοδευτική η κοινωνία εκείνη, όπου η εκπλήρωση των υποχρεώσεων και ο σεβασμός των δικαιωμάτων έχει γίνει πεποίθηση όλων των πολιτών.
Άτομα και κοινωνία βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση, γιατί εφόσον το άτομο εκτελεί τις υποχρεώσεις του η κοινωνία προοδεύει και του ανταποδίδει τα αγαθά που προκύπτουν από την συνεργασία και την ομόνοια.
Αν τα μέλη της αποφεύγουν τα άνωθεν, η κοινωνία διαλύεται και αποδυναμώνεται, ο άνθρωπος οδηγείται στην περιθωριοποίηση και στην χρήση βίας. Έχει, λοιπόν, καθήκον να φροντίζει για την ενότητα, η οποία επιτυγχάνεται αν ο ίδιος δεν είναι εριστικός και δυσπροσάρμοστος, αν αποκτήσει κοινωνική συνείδηση και ενταχθεί ομαλά στην κοινωνική ομάδα. Η κοινωνία ευημερεί, ευημερεί και το άτομο. Γι’ αυτό και οφείλει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τις ανάγκες της.
Μέσω της εργασίας, κατά πρώτο λόγο, του βασικότερου μέσου προσφοράς. Με αυτήν συμβάλει στην αντιμετώπιση των κοινών αναγκών, στην παραγωγή αγαθών απαραιτήτων για την διαβίωση όλων. Η άσκηση αυτής της κοινωνικής υποχρέωσης καλύπτει ακόμα και τις προσωπικές του ανάγκες, γιατί αφού η εργασία είναι μια καταξιωμένη προσπάθειά του, διαμορφώνει και τον χαρακτήρα του, συντελεί στην απόκτηση θάρρους και στην διοχέτευση της δημιουργικότητάς του –την προετοιμασία για την διάδοχη κατάσταση– σε κάποιον ανώτερο σκοπό.
Διαπιστώνει, ακολούθως, ότι ο μόχθος του αναγνωρίζεται, ότι θεωρείται χρήσιμος και ότι έχει κερδίσει την εκτίμηση όλων.
Κοινωνική βελτίωση είναι και η συνεχής βελτίωση του ατόμου, που πετυχαίνεται με την μόρφωση. Κάθε άτομο οφείλει να προσπαθήσει να γίνει καλύτερο και να αποκτήσει όσο γίνεται πιο άρτια μόρφωση.
*
Οι περισσότερες, ειδικές γνώσεις που απαιτεί ο σημερινός πολιτισμός κάνουν επιβεβλημένη την ανύψωση, την έλξη του πνευματικού μας επιπέδου, τον καταρτισμό μας και την συνεχή ενημέρωση που θα μας οδηγούν πάντα στις καλύτερες επιλογές.
Η εγρήγορση και η επαγρύπνηση, η προσπάθεια εξασφαλίζουν την λήψη συνετών αποφάσεων για το μέλλον. Η απογοήτευση και η περιθωριοποίηση είναι ασυγχώρητα λάθη και το άτομο, αντίθετα, πρέπει να έχει επίγνωση τόσο της αξίας του όσο και της μηδαμινότητάς του. Η πολιτική κοινωνικοποίηση και όχι η κομματικοποίηση, η κοινωνική ισότητα, η ταυτοσημία με τις 3 εξουσίες, η ανταπόκριση στο κάλεσμα της πατρίδος και η αυτοθυσία αποδεικνύουν τον σεβασμό και την τήρηση των αρχών της πολιτείας, αν το άτομο θέλει να συμβάλη στην ομαλή λειτουργία του κράτους.
Η πειθαρχία, επομένως, είναι απαραίτητη.
Σαν τελική εκτίμηση, άλλωστε, συμπεραίνουμε ότι κάθε μέλος της κοινωνίας δεν έχει μόνο υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα. Δεν πρέπει να λησμονεί ότι τα ίδια δικαιώματα έχουν και άλλοι, γι’ αυτό πρέπει να τα αναγνωρίζει και να τα σέβεται, όχι να τα καταπατεί.
Αυτή είναι η βασική προϋπόθεση προώθησης των γενικών συμφερόντων.
Εκείνος που παρεμποδίζει τα δικαιώματα των άλλων πρέπει να τιμωρείται παραδειγματικά, γιατί ανατρέπει την τάξη των πραγμάτων της κοινωνίας του.
Φυσιολογικά, το άτομο μπορεί τότε να είναι σε θέση να προβάλλει την απαίτηση σεβασμού των δικών του δικαιωμάτων.
Αυτό, τελικά, επιτυγχάνεται με την υπακοή και την υποταγή στους νόμους και την εκάστοτε εξουσία, που προωθεί την ηρεμία και την ομαλότητα αλλά και κάνει συνείδηση των πολιτών την διαφορά του καλού-κακού.
Το τέλειο θα είχε επιτευχθεί αν κάποτε δεν χρειάζονταν η θέσπιση περιοριστικών ορίων στις κινήσεις των πολιτών, αφού όμως οι νόμοι υπάρχουν είναι λογικότατο να υπακούμε σε αυτούς και τους φορείς που είναι υπεύθυνοι για την σωστή λειτουργία της δημοκρατίας.
Αποτελεί σκληρή πραγματικότητα που απειλεί να διαιωνιστεί η απροκάλυπτη καταπάτηση των δικαιωμάτων των ανθρώπων την σημερινή εποχή.
Το γεγονός αυτό είναι πανθομολογούμενο, ένα από τα λίγα ζητήματα που βρίσκουν σύμφωνη σύσσωμη την κοινωνία αλλά και που, σε πείσμα των καταβαλλόμενων προσπαθειών, συνιστούν ανυπέρβλητο φραγμό στην ελεύθερη δράση των μελών της.
Η αυθαίρετη παρέμβαση της κυριαρχικής δύναμης του κράτους, όταν αυτή ασκείται στον πολίτη, αναστέλλει κάθε θετική δραστηριότητα και θέτει σε αμφισβήτηση την ποιότητα του δημοκρατικού και φιλελεύθερου πολιτεύματος, όπως εφαρμόζονται οι γενικές γραμμές λειτουργίας του.
Ο κίνδυνος, άρα, για επέκταση του φαινομένου της ανελευθερίας, ύστερα από τον περιορισμό του, είναι ορατός και μάλιστα η έξαρσή του οφείλεται σε θετικά, υπό διαφορετικό πρίσμα, στοιχεία της προόδου που χαρακτηρίζει ταυτόχρονα τους λαούς.
Το παρελθόν των λαών της υφηλίου είναι έντονα σφραγισμένο από την παρουσία ανελεύθερων καθεστώτων, τα οποία αρνήθηκαν στους ανθρώπους το δικαίωμά τους να αποδεσμευτούν από την εξουσία τους, αλλά και να ζήσουν ανεπηρέαστα την πολιτική τους ζωή καθώς και να μετατραπούν σε πρωταγωνιστές και κύριους υπεύθυνούς της.
Σκοπό τους είχαν θέσει την ανεξέλεγκτη διακυβέρνηση με απολυταρχικές μεθόδους που θα κατέπνιγαν την προσωπική θέληση των υπηκόων τους.
Παράλληλα, ωστόσο, δεν είχε ληφθεί υπόψη η ευτυχής επιθυμία κάθε κράτους, όσο ασήμαντο κι αν ήταν, για ανεξαρτησία, για επανάκτηση της έμφυτης –και βασικού στοιχείου της ανθρώπινης ύπαρξης– ελευθερίας, όπως και για διατράνωση του πόθου για αυτοδιάθεση.
Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος σαν άτομο και γι’ αυτήν την ελευθερία, που πολλές φορές έχασε, αγωνίστηκε να ανατρέψει τις διαμορφωμένες συνθήκες και τελικά την απόκτησε.
Και σ’ αυτήν ωστόσο την περίπτωση, εμφανίζονται αρνητικές μορφές ελευθερίας που συνίστανται σε μιαν έλλειψη εξάρτησης από κάποια δύναμη ή εξουσία και βέβαια δεν δημιουργούν ηθικό ή πνευματικό έργο.
Όμως, όποια και να είναι η μορφή της ελευθερίας, χρειάζεται κάποιος χώρος για να εξωτερικευτεί: η Πολιτεία.
Γι’ αυτό και υποστηρίζεται ότι η παραχώρηση πολιτικών εξουσιών με άκρατο ρυθμό συντέλεσε στην προσωρινή επικράτηση της ανελευθερίας, στον περιορισμό της ελευθερίας και στον αποπροσανατολισμό του ανθρώπινου αισθητηρίου.
Αλλά όμως, το αντίθετο ουσιαστικά συμβαίνει.
Σ’ αυτό το επικίνδυνο αλλά αναπόφευκτο κλίμα δοκιμάζεται η ποιότητα και η πραγμάτωση της ελευθερίας και, όταν ξεπεραστεί το εμπόδιο αυτό, τότε μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στους ταγούς που μας κατευθύνουν.
Τα στηρίγματα, λοιπόν, των καταπιεστικών κυβερνήσεων δεν προσφέρθηκαν σ’ αυτούς από τον λαό, που αντίθετα όρθωσε το ανάστημά του, αλλά ευνοήθηκε η διατήρησή τους λόγω της πολιτιστικής καθυστέρησης και πολιτισμικής ανωριμότητας των εποχών εκείνων.
Όταν εξαλείφθηκε η άκριτη και ασυλλόγιστη εμμονή σε δογματικές ιδεολογίες, φανατικά συνθήματα, υπερφυσικές ερμηνείες, δεισιδαιμονίες και προλήψεις, όταν καταργήθηκαν θεσμοί καταλυτικοί για τον συνάνθρωπο (όπως αυτοί της δουλείας, της εκμετάλλευσης των κατώτερων τάξεων και της υποβάθμισης του ρόλου της γυναίκας), και όταν ακόμα επιδείχτηκε ανοχή στις ιδέες των ανθρώπων, διαλύθηκαν τα πλέγματα σωβινισμού, προσφέρθηκαν άφθονα μέσα διευκόλυνσης της ζωής παράλληλα με την σμίκρυνση των αποστάσεων, κοινή έγινε η αντίληψη πως ο πολιτισμός και η ανάπτυξη της τεχνικής οδήγησαν σ’ όλα αυτά τα πνευματικά επιτεύγματα και σίγουρα δεν προκλήθηκαν από αυτά.
*
Κατά αυτήν την συλλογιστική πορεία, διαθέτουμε και σήμερα την δυνατότητα να υποστηρίζουμε με αρκετήν ασφάλεια ότι η πρόοδος του τεχνικού πολιτισμού αποτελεί πρωτοφανή εξέλιξη, χάρη στην οποία παρατηρείται κάθε ευεργετική συνέπεια σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής. Θα διαψευδόμασταν όμως οικτρά αν τολμούσαμε να διακηρύξουμε ότι διαθέτουμε πια τον έλεγχο της πολιτικής ζωής του εαυτού μας και των συμπολιτών μας.
Και αυτό γιατί, ενώ οπωσδήποτε σήμερα δεν υπάρχει γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια ιδεών με τον χαρακτήρα που αναφέρθηκε πιο πάνω, αναμφίβολα η ηθική παρακμή και εξαχρείωση, η υπερβολή σε κάθε είδους απόλαυση, η αναλγησία των ανθρώπων στα ερεθίσματα που πρέπει να τους ευαισθητοποιούν όπως και η ιδεολογική σύγχυση και επιρρέπεια της κοινωνίας σε αλληλοσυγκρουόμενες αλήθειες κάνουν ουτοπική στην στιγμή που θα δικαιολογείται ο εφησυχασμός.
Γι’ αυτόν τον λόγο, ο άνθρωπος βρίσκεται στην κρισιμότερη καμπή της ιστορίας του. Πέρα από τα γνωστά θετικά αποτελέσματα, είναι επιτακτική η ανάγκη να σταθεί κάθε πολίτης στα αρνητικά και επικίνδυνα, στα σημεία που είναι δυνατόν να τορπιλίσουν ό,τι έχει επιτευχθεί ως τώρα, τον προπομπό τους που –καμιά υποψία ότι θα τα συμπαρέσυρε.
Διανύουμε, λοιπόν, μιαν περίοδο σχοινοβασίας και είτε θα βγούμε αλώβητοι και ενισχυμένοι από την δοκιμασία είτε θα κατολισθήσουμε επικίνδυνα στα ασαφή μονοπάτια της πνευματικής και κοινωνικής υποδούλωσης σε άνομους σκοπούς και συμφέροντα.
Και ναι μεν είναι ανάγκη να τονιστεί η δυνατότητα που παρέχει η αλματώδης ανέλιξη της τεχνολογίας για μιαν επικοινωνία διεθνιστική και υπερπήδηση των φυλετικών φραγμών που θα μπορούσε να κερδηθεί χάρη στα κατάλληλα άτομα, ωστόσο από μιαν άλλην οπτική γωνία αυτές οι προσπάθειες υπονομεύονται από όσους γνωρίζουν ότι η εποχή της τεχνολογίας επιτρέπει, αν όχι ωθεί και εξαναγκάζει, την ενσωμάτωση και την αποπροσωποποίηση, ώστε να είναι δυνατόν να χαθούν ή να αριθμοποιηθούν οι άνθρωποι ξαφνικά.
Η εκμηδένιση της ατομικότητας αφαιρεί από τον άνθρωπο την ιδιομορφία της προσωπικότητας.
Και το περίεργο είναι πως υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται ευχάριστα όταν γίνονται τα θύματα. Η μηχανοποίηση της σύγχρονης ζωής μετέθεσε την πηγή ζωής και δύναμης από την φύση στον εργοδότη της βιομηχανικής επιχείρησης. Η πληθυσμιακή έκρηξη οδήγησε στην δυσκολία εύρεσης εργασίας, άρα και εξασφάλισης των αναγκαίων. Και όταν εργασία βρεθεί, υπάρχει έντονη αβεβαιότητα για την διατήρησή τους.
Οι ανάγκες ωστόσο στην καταναλωτική κοινωνία είναι ακόμα μεγαλύτερες. Έτσι, σε συνδυασμό με την ποιότητα του χαρακτήρα του καθενός μας, ο σημερινός άνθρωπος υπόκειται σε δουλική καταπίεση. Αυτή επιτείνεται από τον έντονο ρυθμό ζωής και από την αχαλίνωτη φιλοδοξία του ανθρώπου να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του. Αν προστεθεί και η καιροσκοπική πολιτική των κυβερνώντων με την τακτική του «ημετερισμού» και την διαγραφή της αξιοκρατίας από την πρακτική ζωή, «δικαιολογείται» επαρκώς η σημερινή κατάσταση.
Δεν μένουν, επομένως, περιθώρια για να διαφωνήσουμε ως προς την απώλεια της ελευθερίας που μπορεί να επιφέρει η τεχνολογία.
Άλλωστε, δείγματά της μας κατακλύζουν καθημερινά. Οι δυνατότητες για πολιτική διάβρωση, για επίδραση επί των φρονημάτων του πολίτη, για εξανδραποδισμό των λαών διαρκώς αυξάνουν.
Η τεχνολογία προσφέρει λύσεις για προβλήματα άγνωστα και μάλιστα με ταχύτητα μεγαλύτερη από την συνείδηση του ανθρώπου γι’ αυτά.
Εκμηδενίζεται η ικανότητά του να εκλέξει το σωστό και η υπευθυνότητά του.
Γι’ αυτό και ό,τι δεν κατέβαλλε τον άνθρωπο στο παρελθόν, η βουλιμία για απόλυτη εξουσία και για προσωπικά οφέλη εις βάρος της ευημερίας του συνόλου, διαπιστώνουμε ότι διαθέτει πολλαπλάσιες δυνατότητες να το κάνει σήμερα που ο άνθρωπος έχει απομακρυνθεί από το αυτονόητο περιβάλλον όπου αναπτύσσεται, την φύση, που νιώθει μόνος και έχει επιδοθεί με μανία στην επιδίωξη της εξειδίκευσης και στους ανταγωνισμούς.
Σαφώς η απάντηση στα επίκαιρα ερωτήματα που προβάλλουν από την εμβάθυνση σε ένα τόσο εξαιρετικής σημασίας ζήτημα βρίσκεται σε κάθε έναν μας ατομικά αλλά και στην συμβολή του τεχνικού και πνευματικού πολιτισμού σε μιαν παράλληλη και ταυτόσημη πορεία. Άλλωστε, ο αυριανός άνθρωπος θα βρίσκεται σε τεχνολογικά καλύτερη μοίρα από τον σημερινό.
Άγνωστο είναι αν τα προβλήματα της πολιτικής ύπαρξης του ανθρώπου θα αμβλυνθούν και αν η ψυχική του κατάσταση θα βελτιωθεί. Η τυχόν μελαγχολική αρνητική απάντηση δεν πρέπει να οδηγήσει σε μιαν απαισιόδοξη αντιμετώπιση του μέλλοντος, ώστε να μην εκμεταλλευτούμε την τωρινή μας ελευθερία.*
*Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης καθώς επίσης και η νικηφόρα πραγματικότητα
της εξελικτικής πορείας του ανθρώπου στα βάθη των αιώνων κατά της ανελευθερίας, κατά όσων επιβουλεύονταν το συμφέρον του απλού ανθρώπου, κατά κάθε αντιξοότητας γενικότερα δημιουργούν βάσιμες ελπίδες ότι το ανθρώπινο γένος θα διατηρήσει την ελεύθερη βούλησή του και ότι δεν θα υποκύψει στα έντεχνα καλλιεργημένα ψεύτικα τείχη και στις διαχωριστικές γραμμές που κατά καιρούς προσπαθούν να επιβληθούν στην ψυχολογία του. Η πρόοδος του πολιτισμού δεν είναι δυνατόν να σβηστεί από τα μελανά στοιχεία της κοινωνίας μας, εφόσον δεν μείνουμε παθητικοί αλλά διαφοροποιηθούμε από το παρελθόν και προχωρήσουμε σε πρακτικά, αποφασιστικά βήματα.
Η επιστράτευση όλων των δυνατοτήτων του ανθρώπου στην υπηρεσία της κοινωνίας και ο αδιάκοπος αγώνας κατόπιν συνειδητών διεργασιών για την κατάκτηση της προόδου και της κοινωνικής ομαλότητας οδήγησε την ανθρωπότητα σε μιαν αλματώδη ανάπτυξη του πολιτισμού, η οποία –μολονότι διευκόλυνε σημαντικά την διαβίωση– δεν στάθηκε ικανή να λύσει μερικά από τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα της ζωής. Αυτά, με την συνδρομή των δυσμενών συνθηκών που η ίδια η κοινωνία δημιούργησε, κατόρθωσαν να φέρουν τον πολιτισμένο άνθρωπο σε αδιέξοδο.
Ένα από τα προβλήματα αυτά (τέκνο κατά τα άλλα θετικών επιτευγμάτων της συλλογικής ανθρώπινης αναζήτησης των μέσων για την εδραίωση ενός τύπου ποιοτικής ζωής) απειλεί άμεσα αυτήν ακριβώς την ποιότητα, στο μέτρο που αυτή έχει επιτευχθεί.
Η μετατροπή του ελεύθερου, από την φύση του, πολίτη σε μαζάνθρωπο έχει εξαλείψει κάθε λόγο για να αισθάνεται αυτός ευτυχής που ζει σε μιαν κοινωνία διεθνή, πράγμα που αναμφισβήτητα έχει πλήθος πλεονεκτημάτων που καλύπτονται από την μαζικότητα και χάνουν την σημασία τους.
Άλλωστε, η αιτία που ο άνθρωπος ξεπέρασε τα όρια της αγελαίας κοινωνίας για να ενταχθεί στην οργανωμένη ήταν η ανάγκη υπερνίκησης των εμποδίων και επιτακτικής ανάπτυξης αξιόλογης πολιτιστικής και πνευματικής δράσης.
Αποτέλεσμα αυτών, ήταν η σύσφιγξη των σχέσεων και η ισορροπία του συνόλου όπως και η εμπέδωση της φιλίας και κατανόησης, στοιχείων απαραιτήτων για την ομαλή κοινωνική συμβίωση. Και αυτό γιατί ο άνθρωπος διεξήγε τρομακτικόν αγώνα για την αναγνώριση της προσωπικότητάς του.
Έκτισε μια κοινωνία δίκαιη, προοδευτική και ανθρώπινη, στηριγμένη στην αναγνώριση της πραγματικής αξίας του ανθρώπου από τον συνάνθρωπο, στην συνεννόηση, στην ισότητα και την δημιουργική κριτική, πράγμα το οποίο αποτέλεσε βασικό παράγοντα για την επίτευξη του κοινού σκοπού: την πρόοδο και βελτίωση της κοινωνίας.
Αυτή οδήγησε και στην αρμονική συνεργασία και συνύπαρξη των κρατών.
*
Ωστόσο, η ταραγμένη μας εποχή –ενώ θα έπρεπε να διαπνέεται από τα άνωθεν στοιχεία– αντίθετα θυμίζει μιαν χαώδη κοινωνία που βαδίζει σίγουρα και οριστικά στην αποσύνθεση και στην διάλυση.
Γνωρίσματα της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας είναι η κυριαρχία των οικονομικών κολοσσών, η απομόνωση κάθε ανθρώπου από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, η καταπάτηση των δικαιωμάτων τους και η μη εκπλήρωση των δικών του υποχρεώσεων, η απροσαρμοστικότητα, η άνιση κατανομή του δικαίου, οι εγωϊστικές τάσεις, η ανεργία, η ανυπακοή στους νόμους και η υποκρισία.
Μια τέτοια κοινωνία είναι δύσκολο να επιζήσει, γιατί κατατρέχεται από την μαζικότητα, την αιχμή του δόρατος για κάθε αρνητική πτυχή που προξενεί πλήγματα στο κοινωνικό σώμα. Το κοινωνικό σώμα που παρηγορείται πιστεύοντας ότι προστατεύεται από το δημοκρατικό πολίτευμα.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το πολίτευμα στο οποίο αναπτύσσεται ως παράσιτο η μαζικότητα συγκεντρώνει στοιχεία από την φαυλοκρατία και την οχλοκρατία.
Η μαζικότητα είναι ένδειξη της κάκιστης λειτουργίας των μηχανισμών της κοινής γνώμης, η οποία επαινείται από διεφθαρμένους ανευθυνοϋπεύθυνους, και μιας αχαλίνωτης λαϊκής κυριαρχίας που νομιμοποιεί την άλογη δύναμη της μάζας εναντίον της νόμιμης τάξης.
Η μαζικότητα δεν φέρνει τίποτα άλλο παρά το χάος και την αστάθεια, δεν οδηγεί πουθενά αλλού έναν λαό παρά στην αμάθεια και την αταξία και κατευθύνει ένα κράτος προς τον πολιτικό και ηθικό μαρασμό. Είναι προάγγελος ανελευθερίας για τον απλό πολίτη και φανερώνει αυταρχικές διαθέσεις εκ μέρους του εκάστοτε πολιτικού ταγού.
Και είναι αξιέπαινες οι προσπάθειες όσων επιχειρούν να επισημάνουν τα αίτια του κοινωνικού αυτού βραχνά, ανεπηρέαστοι από τα οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονται και τους αποσπούν την προσοχή.
Με τον λαϊκισμό, επομένως, και την δημαγωγία ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για την αυταρχικότητα και την αυθαιρεσία, εφόσον μειώνεται η αντιληπτική-κριτική ικανότητα του λαϊκού αισθητηρίου και καταλύεται ο αντίλογος που βοηθά για έναν καρποφόρο αυτοέλεγχο την πολιτική. Τα κατευθυνόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εξάλλου, συντελούν μέσω της ελλιπούς ή διαστρεβλωμένης κατά το δοκούν πληροφόρησης στην απορρύθμιση των μηχανισμών της κοινής γνώμης και στρέφουν τον πολίτη προς την αποχή από την κοινωνική και πολιτική ζωή, κανοντάς τον ο,τιδήποτε άλλο παρά υπεύθυνον.
Η παιδεία, εξάλλου, που παρέχεται σήμερα στα σχολεία είναι κατ’ αποκλειστικότητα στραμμένη προς την εξειδίκευση και την επαγγελματική αποκατάσταση μέσω της εισόδου σε Α.Ε.Ι. και δεν προσφέρει την δυνατότητα πνευματικής συγκρότησης στο άτομο για να αντιδράσει στα εκφυλιστικά μηνύματα που του αποστέλλουν διαρκώς. Εντάσσεται κατά αυτόν τον τρόπο σε ένα ανεξέλεγκτο από τον ίδιο σύστημα το οποίο πολύ γρήγορα απογοητεύει και δημιουργεί το άγχος και την αλλοτρίωση.
Η ηθική εξαχρείωση που χαρακτηρίζει την κοινωνία απωθεί, δείχνοντας ένα ιδιαιτέρως αηδιαστικό πρόσωπο, και είναι φυσικό να βρει ο πολίτης καταφύγιο στην δύναμη της μάζας για να ορθώσει παράλογες και υπερφίαλες αξιώσεις και να ζητήσει δικαιολογίες. Η μάζα και η γνώμη της αποτελούν γι’ αυτόν το πιο ικανοποιητικό υποκατάστατο, εφόσον του προσφέρουν έτοιμες λύσεις, με αποτέλεσμα να κονιορτοποιεί ο ραγδαίος ρυθμός ζωής την ήδη αβίαστη κρίση ενός συνθλιβόμενου, ανώνυμου ανθρώπου.
*
Έτσι, αν κοιτάξουμε γύρω μας θα δούμε πλήθος περίφοβα πλάσματα,
αποξενωμένα από το περιβάλλον τους και ανίκανα να προστατεύσουν την εσωτερική τους γαλήνη.
Το αίσθημα της ανασφάλειας εξουσιάζει την ψυχή και το πνεύμα τους.
*
Επιπλέον, μια σημαντική μερίδα ανθρώπων δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει και να προσαρμοστεί ομαλά στις νέες συνθήκες ζωής που επιβλήθηκαν από τα θεαματικά επιτεύγματα της τεχνολογίας, λόγω της ανισομερούς ανάπτυξης του τεχνικοϋλικού και πνευματοηθικού πολιτισμού. Ακόμα, η οικονομική ανάπτυξη δημιούργησε νέες ανάγκες αλλά και νέες ευκαιρίες για απολαύσεις, με αποτέλεσμα την στροφή των μαζών προς τον ευδαιμονισμό και την υπερκατανάλωση ετερώνυμων υλικών αγαθών. Συγχρόνως, ο αυτοματισμός και η τυποποίηση με τις μηχανές όπως και η έλλειψη ιδανικών και αξιών μείωσαν την ικανότητα των ανθρώπων να σκέφτονται και κυρίως να εμβαθύνουν στα προβλήματά τους και να ενεργούν με γνώμονα τον ηθικό νόμο και το πραγματικό συμφέρον του συνόλου, όχι όμως όπως αυτό προβάλλεται από τους καθοδηγητές των μαζών.
Και το πιο σημαντικό είναι ότι η αντίσταση στην μαζοποίηση θεωρείται κοινωνικό παράπτωμα με άμεση συνέπεια να μην έχει κανείς το κουράγιο –συμφώνως προς την δοσμένη υπόσχεση– να ενταχθεί στην στιγματισμένη, εξωπραγματική για τα δεδομένα της μάζας μειοψηφία που βλέπει με ανησυχία δικαιολογημένη την φθορά της δημοκρατίας. Και όμως, η πλειοψηφία των ανθρώπων που ανατράφηκαν στην κοινωνία μας σπεύδουν να ενισχύσουν την άβουλη και ετεροκατευθυνόμενη μάζα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι απροβλημάτιστοι και παθητικοί, με τις ασυλλόγιστες πράξεις του, ωστόσο –ακόμα κι αν η κοινωνία δεν είχε τουλάχιστον να αναμένει τίποτε από αυτούς– οδηγούν τον υπόλοιπο λαό στο περιθώριο, αφού οι λιγοστοί ευσυνείδητοι και ευαισθητοποιημένοι πολίτες παύουν να είναι πρωταγωνιστές, απευθυνόμενοι μάταια σε πειθήνια όργανα σκοτεινών σκοπών και προσώπων που ποτέ δεν εκτίθενται αλλά αναθέτουν στην μάζα την διεκπεραίωση των σχεδίων τους.
Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, η μαζοποίηση του ανθρώπου είναι καθαρή οπισθοδρόμηση.
*
Αν ο άνθρωπος δεν έχει ένα σημείο στήριξης πέρα από την κοινωνία, είναι φυσικό να παρασύρεται και να μένει ανερμάτιστος. Η βούλησή του ενεργεί κάτω από εξωτερικούς καταναγκασμούς που εκμηδενίζουν στην ουσία κάθεν έννοια ελευθερίας.
*
Η φιλοσοφία του υπερανθρώπου χαρακτηρίζει τον νεότερο πολιτισμό, ιδιαίτερα μετά τις νέες δυνατότητες ύστερα από την ανάπτυξη της τεχνικής. Με μιαν τέτοια τοποθέτηση, η εγωκεντρική δίψα για διάκριση οδηγεί τις ατομικές επιδιώξεις στον μηδενισμό. Η αυτοεγκατάλειψη του ανθρώπου στις αλλοτριωτικές δυνάμεις που τον περιβάλλουν αφανίζει την ιδιαιτερότητα του προσώπου του ενώ η μόδα και οι ποικίλες κοινωνικές θεωρίες τον κλείνουν στην μοναξιά των στατιστικών αριθμών και τον διαποτίζουν με μιαν απατηλή βεβαιότητα αυτάρκειας. Μοναξιά και παραγκωνισμός, αδιαφορία και περιφρόνηση χαρακτηρίζουν τις λεπτομέρειες της ζωής για να γίνουν τελικά προβλήματα.
Η άρση, ωστόσο, της μαζικότητας προϋποθέτει την σωστή διάγνωση της προέλευσής της. Και δεν είναι δυνατή η αντιμετώπισή της όταν πιστεύουμε ότι αυτή είναι πρωταρχικά φαινόμενο κοινωνικό ή ψυχολογικό. Είναι πνευματικό, γιατί ο άνθρωπος θέλησε να οικοδομήσει την ζωή του με έσχατο κριτήριο και στόχο τον εαυτό του και αντιμετώπισε τον κόσμο ως πηγή κερδών.
Ο κίνδυνος αυτός ακόμα απειλεί τους νέους ιδιαίτερα που ζουν εντονότερα τις καταστάσεις αυτές. Η ωρίμανση, λοιπόν, του ανθρώπου αυτήν την στιγμή παρουσιάζεται ως η μόνη λύση. Είναι μια εξελικτική διαδικασία που χαρακτηρίζεται από την διαρκή αύξηση των κοινωνικών του δεσμεύσεων, γι’ αυτό πρέπει να αυξηθούν οι δυνατότητες ανάπτυξης της προσωπικής του ελευθερίας σε συνδυασμό με την επιτυχή αντιμετώπιση των αιτίων που προκαλούν την μαζοποίηση, για να πάψει να είναι επιρρεπής σε αυτήν.
Πιο συγκεκριμένα, σε πρώτο στάδιο, είναι επιβεβλημένη η όσο το δυνατόν αρτιότερη μόρφωση του πολίτη, ώστε να αναπτύσσεται η δημιουργική του σκέψη, να του προσφέρονται κίνητρα για να ενδιαφερθεί για τα κοινά, να διδαχθεί την συνεργασία, την συντροφικότητα και την ειλικρίνεια στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Επιπλέον, πρέπει να ξέρει την χρησιμότητα και την ανάγκη της υπακοής στους νόμους και της τήρησης των αξιών. Ακόμα, θα πρέπει να διασφαλιστεί η ενημέρωσή του με δημοκρατικές διαδικασίες ή έστω επισήμανση των κινδύνων που καραδοκούν και της προέλευσης τους –ή και αποκάλυψή του που αυτοί αποσκοπούν.
Η άρση, επομένως, του υφιστάμενου προβλήματος συνίσταται στην αλλαγή των διαδικασιών προσαρμογής του ανθρώπου στην κοινωνία και στην μεταβολή των δομών και του τρόπου λειτουργίας της, οι οποίες δεν μπορούν να υποτιμηθούν γιατί επεκτείνουν και επιτείνουν την μαζοποίηση. Η μαζοποίηση, λοιπόν, γίνεται περισσότερο αισθητή μέσα στην σύγχρονη μεταβιομηχανική κοινωνία ώστε ο άνθρωπος να εξουσιάζεται από τις συντριπτικές για την ελευθερία του και την προσωπικότητά του δυνάμεις του τεχνοκρατούμενου κόσμου, την κυριαρχία του οποίου νομίζει πως χάνει. Ταυτόχρονα, απειλείται από τον κίνδυνο του απανθρωπισμού και του ολοκληρωτικού αφανισμού του. Παρασύρεται σε μιαν ατέρμονη περιδίνηση χωρίς ορατό διέξοδο –και τείνει να λησμονήσει τον εαυτό του. Παύει να ενεργεί ως πρόσωπο που συζεί με άλλα άτομα και κινείται σαν μαριονέττα που κατευθύνεται από τα νήματα μιας απρόσωπης κοινωνίας. Η ανεπανάληπτη ιδιαιτερότητά του, ωστόσο, και το μακρύ επιτυχημένο παρελθόν του μας κάνουν αισιόδοξους ότι θα αποσπαστεί στο μέλλον από το ανώνυμο πλήθος στο οποίο τώρα προστίθεται με έναν παράλογο τρόπο.
*
Η περίσταση είναι κρισιμότατη και ο κάθε πολίτης –με πλήρη επίγνωση των άνωθεν– οφείλει να αφυπνισθεί και να βρει την δύναμη να αντιταχθεί σε κάθε αντιξοότητα. Πρέπει να χρησιμοποιήσει την αδάμαστη θέλησή του, να παραδεχθεί την υπαιτιότητά του για το φαινόμενο της μαζικότητας και να επιδοθεί αδέσμευτος στην ανατροπή της τωρινή ροής των πραγμάτων, αν και διαθέτει πενιχρά μέσα. Σε πείσμα των αναρίθμητων δυσκολιών, ο άνθρωπος είναι προικισμένος με προτερήματα και δυνατότητες που μπορούν να τον κάνουν ικανό να ξεφύγει του κλοιού που σφίγγει γύρω του και της επιρροής της πληθώρας των προβλημάτων που τείνουν να διαιωνιστούν.
Ελπίζεται, όμως, ότι δεν είναι ούτε ματαιοπονία ούτε ουτοπία αυτή η συλλογιστική. Άλλωστε, οι φραστικοί εξορκισμοί ποτέ δεν ήταν αρκετοί. Αν, όμως, ο άνθρωπος εξαπολύσει αμείλικτο πόλεμο εναντίον όσων επιδιώκουν να τον θέσουν σε διανοητικό λήθαργο και να τον κατευθύνουν στην πνευματική αποχαύνωση, ο καθένας μπορεί να είναι βέβαιος ότι η σημερινή κατάσταση δεν πρόκειται να αποβεί επώδυνη ούτε και οδυνηρή αλλά αντίθετα ότι η προσπάθεια να αποκτήσει ο άνθρωπος την πραγματική του θέση στο κοινωνικό σύνολο –θα στεφθεί από επιτυχία.
Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση το γεγονός ότι την σημερινή κοινωνία της απληστίας και όχι της αφθονίας, όπως ευφημιστικά αυτή ονομάζεται, την χαρακτηρίζει η έλλειψη κοινωνικής αγωγής και αισθήματος κοινωνικής ευθύνης.
Πραγματικά, ενώ ο άνθρωπος είναι εξαρτημένος στην ουσία του από την κοινωνία, κάνει καθημερινά κάθε προσπάθεια για να φέρνει στην επιφάνεια τις πιο αντικοινωνικές τάσεις του.
Και όμως, η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχει επωμιστεί από την στιγμή που έγινε μέλος της κοινωνίας είναι το ύψιστο χρέος του.
Είναι, ωστόσο, φυσική η δημιουργία της απορίας σε όλους τους υγιώς σκεπτόμενους, προβληματισμένους πολίτες σχετικά με το τελικό νόημα που έχει αυτή η εκπλήρωση των υποχρεώσεων. Θα πρέπει, άραγε, να εκφράζεται μέσω της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο και να παραμερίζονται τα ατομικά συμφέροντα μέσω συνεχών, διακριτικών συμβιβασμών και υποχωρήσεων ή να αποβλέπει αποκλειστικά στην ικανοποίηση των ατομικών αναγκών έχοντας ως βάση το προσωπικό όφελος του κάθε πολίτη;
Η κοινωνία, άλλωστε, είναι το φυσικό πλαίσιο δράσης του ανθρώπου και η ανταπόκριση στο ερώτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία –ήταν και είναι επιτακτική ανάγκη.
Ακόμα και 2 αιώνες πριν, καθώς η κοινωνία βρισκόταν σε μια κρίση αξιών και ιδεών παρόμοια με την σημερινή, είχε γίνει μια προσπάθεια να δοθεί μια απάντηση αποδεκτή από το σύνολο. Και τότε, όμως, είχαν διατυπωθεί αντίθετες απόψεις.
Ο Τζων Λοκ από την μια, διακήρυσσε ότι πρωταρχικό ρόλο στην ανάπτυξη της κοινωνίας διαδραμάτιζε το προσωπικό, υποκειμενικό συμφέρον και ότι καθένας έπρεπε να προσπαθεί αδιάκοπα να εκμεταλλευτεί τις κοινωνικές συνθήκες για να προοδεύσει και η κοινωνία.
Αντίθετα, ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ διαφοροποιήθηκε και υποστήριζε ότι ο πολίτης πρέπει να δεσμεύεται από την Γενική Βούληση, που επειδή κρίνει με αντικειμενικά κριτήρια μπορεί να αναγνωρίσει και ποιό είναι το Γενικό Καλό.
Και πράγματι, ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το Γενικό Καλό είναι μια σταθερή και αντικειμενική αξία που αντιμάχεται την πραγματικότητα, το πνεύμα του ωφελιμισμού.
Την μόνη λύση αποτελεί η καλλιέργεια υψηλού κοινωνικού φρονήματος και ψυχικών αρετών.
Ο Σωκράτης αποτελεί λαμπρό παράδειγμα πνευματικού ανθρώπου ο οποίος υπόμεινε με καταδεκτικότητα και στωϊκότητα την μοίρα του, έστω κι αν αδικήθηκε, έστω κι αν του δόθηκε η ευκαιρία να περιφρονήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς, να καταλύσει τις δικαστικές αποφάσεις και να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να γλιτώσει. Ωστόσο, ως βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος, προέβαλε με περηφάνεια στον Κρίτωνα το ακλόνητο επιχείρημα της επιβολής του κοινωνικού πάνω στο ατομικό συμφέρον, και εκτέλεσε το χρέος του. Υπάκουσε στους νόμους και τους άρχοντες και δικαιώθηκε από την Ιστορία.
*
Η περίπτωση αυτή παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με το περίφημο πολιτικό κόστος που υπολογίζει κάθε κυβέρνηση πριν πάρει κάποιες αποτελεσματικές, σωστές αλλά επώδυνες αποφάσεις που από την μια θα ωφελήσουν τον τόπο αλλά από την άλλη θα προκαλέσουν ποικίλες αντιδράσεις. Σίγουρα, όμως, δεν υπάρχει άλλος τρόπος προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο. Είναι, λοιπόν, αξιοζήλευτη και προοδευτική η κοινωνία εκείνη όπου έχει γίνει πεποίθηση των πολιτών η ανάπτυξη των κοινωνικών τους προδιαθέσεων, και όπου υπάρχει επίγνωση καθηκόντων και δικαιωμάτων.
Όσο κι αν ακούγεται ρομαντικό, επιβάλλεται το άτομο να αποβλέπει στο γενικότερο καλό, οποιοδήποτε κόστος κι αν συνεπάγεται η μεγάλη αυτή υπηρεσία του.
Εξάλλου, ήταν δική του επιλογή η ένταξή του στην κοινωνία.
Εκεί απολαμβάνει την προστασία που αυτή προσφέρει, αισθάνεται ασφαλής, και προωθούνται τα συμφέροντά του μαζί με το κοινωνικό συμφέρον.
Απαραίτητη, ωστόσο, προϋπόθεση ώστε το ίδιο το άτομο και το σύνολο, γενικά, να συντελεί στην κοινωνική εξέλιξη και στην προώθηση του πολιτισμού είναι η προσαρμογή στον κοινωνικό μηχανισμό. Αυτό επιτυγχάνεται με την συνειδητή υπακοή στον άρχοντα και τους νόμους που το ίδιο το άτομο πάλι έχει υποσχεθεί να τους τηρεί, να τους σέβεται, να διαφυλάττει και να μεταδίδει το πνεύμα τους στις επόμενες γενιές.
Από την στιγμή που συγκρότησε τις πρώτες κοινωνίες έθεσε στον εαυτό του απαράβατους κανόνες που συντελούν στην διατήρηση της αρμονίας και της ισορροπίας στην ζωή, που θεμελιώνουν την ελευθερία και από τους οποίους πηγάζει το δίκαιο. Ο εθισμός στην συνειδητή υπακοή περικλείει όλες τις φροντίδες του ατόμου σχετικά.
Επιβάλλεται, επίσης, η καταφυγή του ανθρώπου στην εργασία και την μόρφωση ώστε να αντιμετωπιστούν από κοινού οι ανάγκες, να διοχετευθεί η εφευρετικότητα και δημιουργικότητα του ανθρώπου.
Παράλληλα, ο περιορισμός των εγωϊστικών ορμών που οδηγούν στην περιθωριοποίηση και την χρήση βίας, στην αύξηση της εγκληματικότητας και της δυστυχίας είναι ικανός να μετατρέψει και τον πιο εριστικό και δυσπροσάρμοστο πολίτη σε φύλακα των δικαιωμάτων των συνανθρώπων του, ώστε αυτά να μην καταπατούνται και δυσφημίζεται το σύνολο εξ ολοκλήρου. Συγχρόνως, η συνεχής ενημέρωση και επαγρύπνηση, η πολιτική κοινωνικοποίηση και όχι κομματικοποίηση κρατούν όλους μας σε συνεχή εγρήγορση.
Μόνο μ’ αυτούς τους τρόπους επιτυγχάνεται η βελτίωση της κοινωνίας και η πρόοδος του πολιτισμού. Αυτοί πρέπει να αποτελούν και το κύριο μέλημά μας.
Σαν τελική εκτίμηση, επομένως, συμπεραίνουμε ότι η προώθηση του κοινωνικού συμφέροντος και η εξέλιξη του κοινωνικού συνόλου σε όσο το δυνατόν πιο τέλεια μορφή συνεργασίας είναι αναπόφευκτη χωρίς την υπερπήδηση από όλους μας των εμποδίων που ογκώνονται μπροστά μας λόγω του προσωπικού συμφέροντος, που ίσως αποδίδει καρπούς βραχυπρόθεσμα αλλά, σίγουρα, όχι μακροπρόθεσμα.
Ο πιο σίγουρος τρόπος για να φτάσουμε στον στόχο μας είναι ο αδιάκοπος προβληματισμός απάνω στα κοινωνικά προβλήματα και ο εντοπισμός όλων των ικανοτήτων μας στην εξυπηρέτηση των απαιτήσεων, πια, της κοινωνικής ζωής.
Ο οποιοσδήποτε προβληματιζόμενος και ευσυνείδητος πολίτης που παρατηρεί με ιδιαίτερη προσοχή τα κοινωνικά ζητήματα και εξελίξεις σε κάθε τομέα, που ενδιαφέρει άμεσα τον ίδιο αλλά και ολόκληρη την κοινωνική μάζα, μπορεί χωρίς δυσκολία και με απλή λογική να κατανοήσει ότι ο ρόλος τον οποίον ασκεί ο λαός στον έλεγχο της εξουσίας είναι μειωμένης αξίας, όσο εξακολουθεί να συντηρείται το φαινόμενο του λαϊκισμού στην δημόσια ζωή και να ενδημεί σε όλα τα επίπεδα που αφορούν τον λαό.
Στον κακοήθη αυτό όγκο της δημοκρατίας υπάρχουν έντονα σημάδια κοινωνικής κατάρρευσης, καθώς εκδηλώνεται και επιβάλλεται σε κυρίαρχους θεσμούς. Στην διατήρησή του, συμβάλλει η ιδεολογική σύγχυση των ημερών μας και ιδιαίτερα η παρεξήγηση του όρου «λαϊκότητα», η αντικατάστασή της από το νοσηρό φαινόμενο του λαϊκισμού.
Αυτή η σύγχυση έχει ευδιάκριτα αρνητικά αποτελέσματα στα κοινωνικά στρώματα που είναι ιδεολογικά φορτισμένα. Ο λαϊκισμός νοθεύει την αυθόρμητη λαϊκή έκφραση αυτών των τμημάτων από πολίτες και την υποκαθιστά, με την άστοχη μίμηση των στοιχείων που την αποτελούν.
Εξαπατά μεγάλο αριθμό του λαού, γιατί στηρίζεται στην παρακμή του λαϊκού πνεύματος –και όταν εκπροσωπείται από κυβερνήσεις εξασθενεί τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Αντίθετα, η λαϊκότητα ανήκει στον λαό και προέρχεται από αυτόν, καθώς δίνει το στίγμα της αυτονομίας και του αυτοπροσδιορισμού του χωρίς βοηθητικά δεκανίκια.
Κύρια ένδειξη της ύπαρξης ουσιαστικής δημοκρατίας, η λαϊκότητα είναι φυσιολογικό και όχι ανησυχητικό φαινόμενο. Η εκτροπή της όμως από τους φορείς του λαϊκισμού αποτελεί σοβαρό στοιχείο της πολιτιστικής, κοινωνικής και πολιτικής ιδιαίτερα παρακμής που παρατηρείται τα τελευταία 5 χρόνια και στην χώρα μας, και έχει προκαλέσει ατέρμονες συζητήσεις και αρκετά έντονο δημόσιο προβληματισμό, που όμως προσκρούει στις διαχωριστικές γραμμές που έχουν υψωθεί από τις πολιτικές παρατάξεις που υϊοθετούν αρκετές φορές την ψευδή αυτή ιδεολογία που διακηρύσσουν οι υποστηρικτές του λαϊκισμού.
Η παράλογη αυτή πραγματικότητα οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην άμβλυνση των αυτοσυνειδησιακών απαρχών του λαού. Και αυτή ευνοείται εγκληματικά, την στιγμή που ο λαϊκισμός δεν καταπολεμείται από εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι έχουν την ευθύνη της καθοδήγησης του λαού προς τους διαύλους εκείνους που ανυψώνουν το αυθεντικό λαϊκό πνεύμα. Έτσι, ο λαϊκισμός με υποκριτικά αθώο προσωπείο εισχωρεί ολοένα και πιο βαθιά στον αντιληπτικό μηχανισμό του πολίτη και διαβρώνει την κριτική του ικανότητα.
Ο λαός, όμως, με την αποχή του από τα πολιτικά τεκταινόμενα, με την περιορισμένη συμμετοχή του στα κοινά και με την έλλειψη ενδιαφέροντός του για την διοίκηση –ενδιαφέρον που περιορίζεται μόνο στην διατύπωση παραπόνων και στον κραδασμό απειλών, όταν θίγεται το ατομικό συμφέρον– δίνει την ευκαιρία για την εμφάνιση όλων των εκτρόπων στην κοινωνική ζωή.
Οι ταγοί, ωστόσο, της κοινωνίας μας έχουν συντελέσει με πολλαπλές μεθόδους στον υπνωτισμό του λαού, στην δουλικότητα που τον διακρίνει.
Υπεύθυνος είναι φυσικά και ο ίδιος ο λαός που ανέχεται την ποδηγέτησή του και τον συστηματικό αποπροσανατολισμό του.
Τόσο στον λαό οφείλουμε να καταμερίσουμε τις πρωτογενείς ευθύνες για την ανάδειξη των ομάδων που θα αναλάβουν το μέλλον του, όσο και στους ηγέτες αυτών των ομάδων. Άλλωστε, ο λαός από ένα σημείο και ύστερα χάνει τον έλεγχο, όταν όλα όσα πρέπει να κατακριθούν γίνονται «νομότυπα».
Τα πρότυπα, όμως, που θέτει η λαϊκή βάση όπως και οι κάθε είδους οδηγοί του, κηδεμόνες του στην ουσία, επιχειρούν την εξαπάτηση και παραπλάνησή του, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Θεωρούν την έλλειψη αυτογνωσίας του λαού ως μέσο για την ανώδυνη κατάκτηση της εξουσίας και μ’ αυτόν τον στόχο, ο πολιτικός λόγος γίνεται διφορούμενος και ξύλινος, αποκρύπτει τις πραγματικές προθέσεις του και εξυπηρετεί το εύκολο κέρδος.
Οι διαδικασίες, δυστυχώς, προς το θετικό ενδεχόμενο της πρακτικής εφαρμογής της δημοκρατίας έχουν αποτελέσει στο παρελθόν πεδίο κομματικών αντεγκλήσεων και αλληλοκατηγοριών που δεν θίγουν τα «κακώς κείμενα». Και αυτό συμφέρει αποκλειστικά όσους επιδιώκουν τον παραγκωνισμό του λαού από τους χώρους εκείνους όπου βρίσκουν την ευκαιρία να προσπορίζονται οφέλη εις βάρος και ερήμην του λαϊκού ελέγχου, επικαλυμμένοι πίσω από την ασυγκράτητη κολακεία της δύναμης της πλειοψηφίας του λαού, με συνθήματα όπως «δεν υπάρχουν θεσμοί αλλά μόνον η λαϊκή θέληση».
Οι φορείς του λαϊκισμού εξαίρουν τον λαό, απευθυνόμενοι στα ένστικτα και το συναίσθημα του λαού –που ακριβώς για την γενναιότητα, την γνησιότητα και τον αυθορμητισμό του, αποτελεί εύκολο θύμα για όσους συντηρούν τα συμπλέγματα του παρελθόντος, θέσεις που καμιά χρησιμότητα δεν έχουν στην σημερινή εποχή, και τον δογματισμό.
Αυτοί προβάλλουν τις αντιδημοκρατικές τους ιδέες ως δημοκρατικές και εξαγγέλλουν την δήθεν προτεραιότητα του λαού έναντι οποιουδήποτε τιμήματος. Συνιστούν ένα λαϊκό υποκατάστατο, υπόσχονται «άρτον και θεάματα» και αφιονίζουν συστηματικά τις συνειδήσεις των εκτεθειμένων πολιτών. Εκτεθειμένων σε προεκλογικούς λόγους, σε διακηρύξεις ισότητας και ισονομίας, σε υποσχέσεις που καταστρατηγούνται με το ρουσφέτι.
Στο παρελθόν, ο ναζισμός και ο φασισμός στηρίχτηκαν στην παραφθορά του λαϊκού πνεύματος και είχαν καταστρεπτικές συνέπειες σε κάθε τομέα δράσης του ανθρώπου.
Ο ελληνικός, ωστόσο, λαός δεν διακατέχεται από αίσθημα υψηλής κοινωνικής ευθύνης, αν και στο παρελθόν, ακόμα κι αν το φαινόμενο του λαϊκισμού είχε ενσκήψει στις κοινωνικές δομές, το λαϊκό πνεύμα δεν κατολίσθησε τόσο, ώστε να μην διατηρήσει την ταυτότητά του και να ανάγει τον λαϊκισμό σε καθοριστικό ζήτημα δημοκρατικών θεσμών.
Ο σημερινός, λοιπόν, προβληματισμός ενός ώριμου και ολοκληρωμένου δημοκρατικά ατόμου, παραγνωρίζοντας τις εγγενείς αδυναμίες της Ελλάδας, μπορεί να καταλήξει στην έλλειψη παιδείας, εκεί όπου καταλήγει κάθε άλλη διερεύνηση σχετικά με την σημερινή ποιότητα του λαού.
Και σ’ αυτόν τον καθοριστικό τομέα του κράτους εκδηλώνεται, δυστυχώς, ο λαϊκισμός, εφόσον οι υποσχέσεις για καθολική παιδεία, παιδεία για τον λαό, ανήκουν στις καλένδες, στα χαρτιά προγραμματισμού.
Την στιγμή, μάλιστα, που δάσκαλοι χωρίς προσόντα υποσκελίζουν άλλους καταξιωμένους –και όταν η προσωπικότητα των στελεχών της εκπαίδευσης δεν επιδέχεται τον έλεγχο της ενδιαφερόμενης άμεσα Πολιτείας.
Εφόσον ο πολίτης θέλει να έχει την ευθύνη των επιλογών του, οφείλει να γνωρίζει ότι οι επιτήδειοι που συντηρούν τον λαϊκισμό (καθώς η στάση της πολιτικής υπήρξε πάντοτε απαράλλακτη) βασίζονται στην έλλειψη σωστής μόρφωσης και αγωγής του ώστε να μειώσουν την δυνατότητα συμμετοχής του στον προσδιορισμό της τύχης του και με την εξειδίκευση τον εξωθούν στην διαφοροποίηση από το σώμα όσων ενδιαφέρονται για τα κοινά και καταβάλλουν προσπάθειες για επισήμανση των αιτίων και για την καταπολέμηση του λαϊκισμού.
Πώς, όμως, μπορούμε να περιμένουμε λύσεις όταν η πρόοδος διχάζει την ανθρώπινη σκέψη που δέχεται πλήθος αληθοφανών ερεθισμάτων;
*
Η πολιτική μπορεί να αποτελεί το κυρίως αγωνιστικό «γήπεδο» όπου εμφανίζεται ο λαϊκισμός, επιπλέον όμως καθόλου αυτός δεν απουσιάζει από τον πολιτισμό, την τέχνη, την μουσική, τα γράμματα, τον αθλητισμό, τους καθιερωμένους τρόπους συμπεριφοράς.
Αυτοί οι τομείς είναι κατεξοχήν συνδεδεμένοι άρρηκτα με την λαϊκή ψυχαγωγία και όταν αποδίδουν τους κατάλληλους καρπούς, τότε οι ευεργετικές τους συνέπειες εξακτινώνονται σ’ όλο το κοινωνικό σύνολο.
Ο λαϊκισμός, ωστόσο, ευθύνεται για την μη πραγματοποίηση των στόχων αυτών που πρωταρχικά θέτει ένα πολίτευμα υγιούς μορφής, όπως η δημοκρατία. Έτσι, οι φορείς του πατερναλισμού που συντελεί στην ευρύτερη διάδοση της λαϊκιστικής μορφής συμπεριφοράς αφιονίζουν τον λαό και καταπολεμούν την όποια ποιοτική διαφοροποίηση από το ισοπεδωμένο, ετεροκατευθυνόμενο και άβουλο σύνολο.
Το σύνολο που είναι έρμαιο των φτηνών μέσω διασκέδασης που προωθεί ο λαϊκισμός, για χάρη εμπορικών συμφερόντων. Η εμπορευματοποίηση συντηρεί την υποκουλτούρα, που προβάλλει ως ιδανική την κίβδηλη, στην πραγματικότητα, εξουσία των ινδαλμάτων του απλού λαού.
Η κακόγουστη, εξ άλλου, μίμηση που επιβάλλεται στον ανήμπορο να αντιδράσει λαό εντοπίζεται στα φτηνά υποκατάστατα του κοινωνικού βίου που εκμαυλίζουν τις συνειδήσεις και δήθεν διατηρούν την ανύπαρκτη ενότητα, συλλογικότητα και ντροπιαστική αλληλεγγύη που συνδέει τους οπαδούς του λαϊκισμού.
Η μηχανοποίηση της λαϊκής τέχνης, η χυδαιολογία κατά ακατάσχετο τρόπο που «δικαιολογείται» με την πρόφαση της λαϊκότητας, η πορνογραφία, το σταρ-σύστεμ, τα τυχερά παιχνίδια –και στον τομέα του αθλητισμού: η παραγοντοποίηση, η ηρωοποίηση των αθλητών, ο διασυρμός των φιλάθλων που μετατρέπονται σε οπαδούς, οι ρωμαϊκές φιέστες σε αθλητικούς κατά τα άλλα χώρους– και κυρίως τα τυχερά παιχνίδια αλλοιώνουν τις πραγματικές επιδιώξεις που πρέπει να έχει ο πολίτης και τον παρασύρουν σε ανούσιους, αδιέξοδους δρόμους που τελικά υποβαθμίζουν την προσωπικότητά του.
Μόνον ο δημόσιος προβληματισμός και η διαφάνεια σε κάθε κοινωνική εκδήλωση μπορούν να περιορίσουν τα λαϊκιστικά φαινόμενα στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Η παρακμή των δημοκρατικών θεσμών είναι κάτι που επιδιώκεται σκόπιμα, αποκαλύπτονται όμως αργά ή γρήγορα όσοι κινούν τα νήματα τέτοιων υποχθόνιων ενεργειών.
Η δημοκρατία είναι πλέον αρκετά στερεωμένη ώστε να δίνει αξία σε παρωχημένες από την κοινή γνώμη την ίδια ιδέες (αν έχουν ιδεολογική βάση καν).
Ο λαός καταδικάζει ανεπιφύλακτα κάθε προπαγανδιστική, δέσμιο του παρελθόντος προσπάθεια για όξυνση της κρίσης εις βάρος του και γνωρίζει τους υπονομευτές του.
Ένας προβληματιζόμενος και ευσυνείδητος πολίτης, ο οποίος παρατηρεί με ιδιαίτερη προσοχή τις κοινωνικές εξελίξεις σε κάθε τομέα που ενδιαφέρει άμεσα τον ίδιο αλλά και ολόκληρη την κοινωνική μάζα, μπορεί χωρίς δυσκολία και με απλό νου να παρατηρήσει ότι ο ρόλος που ο λαός παίζει στην άσκηση και στον έλεγχο της εξουσίας είναι μειωμένης σημασίας, όσο συντηρείται το φαινόμενο του λαϊκισμού στην δημόσια ζωή και ενδημεί σε κάθε επίπεδο με το οποίο ο λαός οφείλει να συνδέεται.
Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν ο λαϊκισμός δεν καταπολεμείται από τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι έχουν την ευθύνη της καθοδήγησης του λαού προς τους διαύλους εκείνους που κατευθύνουν προς την ανύψωση του πνεύματος που τον διακρίνει τον λαό, το ανησυχητικό εδώ και πολλά χρόνια αυτό φαινόμενο εισχωρεί ολοένα και πιο βαθιά στον αντιληπτικό μηχανισμό του πολίτη και διαβρώνει την κριτική του ικανότητα.
Πραγματικά, τα έντονα δείγματα εξάπλωσης της έννοιας «λαϊκισμός» αποτελούν απτές αποδείξεις του γεγονότος ότι οι αυτοσυνειδησιακές αρχές των ανθρώπων που αποτελούν τον λαό, την βάση της δημοκρατίας, έχουν αμβλυνθεί σε ανεπανόρθωτο βαθμό, ίσως.
Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι οι ταγοί της κοινωνίας μας έχουν συντελέσει με πολλαπλές μεθόδους στον υπνωτισμό του λαού. Υπεύθυνος είναι φυσικά και ο ίδιος ο λαός που ανέχεται την ποδηγέτησή του και τον συστηματικό αποπροσανατολισμό του, αυτός έχει την πρωτογενή ευθύνη για την ανάδειξη των ομάδων που θα αναλάβουν το μέλλον του, ας μην ξεχνάμε όμως ότι από ένα σημείο και μετά χάνει τον έλεγχο, όταν όλα γίνονται «νομότυπα». Οι κάθε είδους ηγέτες, επομένως, πολιτικοί, πνευματικοί και τα πρότυπα που θέτει ο λαός επιχειρούν την εξαπάτησή του, με εξαιρέσεις ανάξιες ανάλυσης, ωστόσο.
Οι τομείς στους οποίους εκδηλώνεται, λοιπόν, το φαινόμενο του λαϊκισμού είναι όσοι είναι κατ’ εξοχήν άρρηκτα συνδεδεμένοι με την λαϊκή παρέμβαση και συμμετοχή. Η πολιτική, κυρίως, αποτελεί το αγωνιστικό «γήπεδο» του λαϊκισμού, επιπλέον όμως αυτός καθόλου δεν απουσιάζει τόσο από τους δημοκρατικούς θεσμούς όσο και από τον πολιτισμό, την τέχνη, τον αθλητισμό, τους καθιερωμένους τρόπους συμπεριφοράς.
Αυτά τα στοιχεία θα έπρεπε να προωθούνται χάρη στην ανάληψη ευθυνών από τις λαϊκές τάξεις αλλά και οι ευεργετικές τους συνέπειες υποτίθεται ότι εξακτινώνονται σε όλο το κοινωνικό σύνολο.
Ο λαϊκισμός είναι υπεύθυνος για την μη πραγματοποίηση των στόχων που πρωταρχικά θέτει ένα υγιούς μορφής πολίτευμα, όπως η δημοκρατία.
Η εποχή μας, μ’ αυτήν την λογική, συνεπάγεται παρακμή της δημοκρατίας.
Τα αίτια που επηρεάζουν καθοριστικά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, από το σημείο που βρίσκεται σήμερα ως την θέση που της αρμόζει να έχει ώστε να εφαρμόζεται και πρακτικά, δεν είναι ακατόρθωτο να επισημανθούν, οι διαδικασίες όμως προς ένα τέτοιο θετικό ενδεχόμενο έχουν γίνει στο παρελθόν πεδίο κομματικών αντεγκλήσεων και αλληλοκατηγοριών, με αναμφισβήτητες βάσεις αλήθειας, χωρίς ωστόσο να θιχτούν τα «κακώς κείμενα».
Και αυτό είναι προς το συμφέρον αποκλειστικά όσων επιδιώκουν τον παραγκωνισμό του λαού από τον χώρο των προσωπικών συμφερόντων, όπου βρίσκουν την ευκαιρία να προσπορίζονται οφέλη εις βάρος και ερήμην της λαϊκής αντίδρασης, επικαλυμμένοι πίσω από την ασυγκράτητη κολακεία της δύναμης της πλειοψηφίας του λαού, με συνθήματα όπως «δεν υπάρχουν θεσμοί, αλλά μόνον η λαϊκή θέληση».
Οι φορείς του λαϊκισμού εξαίρουν τον λαό, απευθυνόμενοι στα ένστικτα και στο συναίσθημα του λαού –ενός λαού που ακριβώς για αυτήν του τη ιδιότητα, την γνησιότητα και τον αυθορμητισμό, είναι εύκολο θύμα για όσους συντηρούν τα συμπλέγματα του παρελθόντος, θέσεις που καμιά χρησιμότητα δεν έχουν την σημερινή εποχή (της κατάρρευσης των ιδεολογικών μύθων και του επαναπροσδιορισμού τους), και τον δογματισμό.
Από το σημείο, όμως, που οι γνώστες της ψυχολογίας της μάζας, εκμεταλλευόμενοι την διάσταση και τον φορτισμό ιδεολογικά των λέξεων, ως το σημείο να ξεγελιέται ο λαός –τα αλάθητα ένστικτα του οποίου, τουλάχιστον ως τώρα, έχουν λειτουργήσει ικανοποιητικά αποδίδοντας τις πραγματικές ευθύνες εκεί όπου πρέπει και επανορθώνοντας τα λάθη του– υπάρχει η μερίδα που ο ίδιος έχει, ως αίτιος των δοκιμασιών στις οποίες υποβάλλεται.
Πιο συγκεκριμένα, αναντίρρητα ο ελληνικός λαός δεν διακατέχεται από αίσθημα κοινωνικής ευθύνης όπως και από πολιτική και κοινωνική αυτογνωσία.
Στο παρελθόν, ωστόσο, είχαμε αντίθετες καταστάσεις.
Το φαινόμενο του λαϊκισμού είχε ενσκήψει ανέκαθεν στις κοινωνικές δομές, εν τούτοις το λαϊκό πνεύμα δεν είχε κατολισθήσει. Ο λαός μπόρεσε να διατηρήσει την ταυτότητά του, να αντισταθεί επιτυχημένα και να μην ανάγει τον λαϊκισμό σε θέμα καθοριστικό της ύπαρξης ή όχι δημοκρατικών θεσμών, έστω και αν οι συνθήκες ήταν αντιξοοότερες σε σύγκριση προς τις σημερινές, μολονότι η έλλειψη επικοινωνίας ήταν πιο έντονη.
Ο σημερινός, λοιπόν, προβληματισμός του ώριμου και δημοκρατικά ολοκληρωμένου ατόμου μπορεί να καταλήξει, παραγνωρίζοντας τις εγγενείς αδυναμίες της περίπτωσης που διαδραματίζεται διαρκώς στην Ελλάδα, στην έλλειψη παιδείας, εκεί όπου καταλήγει κάθε άλλη παρόμοια σε σημασία διερεύνηση, σχετικά με τον λαό και την ποιότητά του.
Εφόσον ο πολίτης θέλει να έχει την ευθύνη των επιλογών του, οφείλει να γνωρίζει ότι από τον ίδιον εξαρτάται η σημασία που η κρίση του θα έχει στην διακυβέρνηση του περιβάλλοντος όπου ζει.
Ωστόσο, οι επιτήδειοι που συντηρούν τον λαϊκισμό (και αυτοί δεν πρέπει να αναζητηθούν μέσα στους πολιτικούς, η στάση των οποίων υπήρξε πάντοτε απαράλλακτη και γνώριμη στον λαό) μπορούν να έχουν επιρροή στην μόρφωση του πολίτη –και αυτό είναι το πιο σημαντικό στοιχείο.
Ο άνθρωπος όχι μόνο δεν αφυπνίζεται αλλά αντίθετα αποκοιμίζεται και υπνωτίζεται, οι ικανότητές του ως συμμετόχου στον προσδιορισμό των τυχών του μειώνονται και η εξειδίκευση τον κάνει να μην ενδιαφέρεται για τα κοινά. Πώς λοιπόν μπορούμε να περιμένουμε λύσεις, όταν η πρόοδος σήμερα διχάζει την ανθρώπινη σκέψη, που δέχεται εκατοντάδες αληθοφανή ερεθίσματα;
Μόνον ο δημόσιος προβληματισμός και η διαφάνεια σε κάθε επίπεδο της ζωής μπορούν ίσως να εξαλείψουν τον λαϊκισμό ή να τον περιορίσουν σε ασήμαντη ισχύ επιρροής πάνω στον πολίτη.
Η παρακμή της δημοκρατίας είναι κάτι που σκόπιμα επιδιώκεται, όμως όσοι την υποβοηθούν αποκαλύπτονται αργά ή γρήγορα.
Η δημοκρατία είναι πλέον αρκετά ικανοποιητικά στερεωμένη ώστε να δίνει αξία σε θέσεις που είναι παρωχημένες και από τον ίδιον τον λαό, την κοινή γνώμη, που καταδικάζει ανεπιφύλακτα κάθε τέτοια προσπάθεια, απ’ όποια πλευρά κι αν προέρχεται.
στην Αρχαία και στην Νέα Ελληνική Δημοκρατία
Αναμφίβολα, το πολίτευμα εκείνο το οποίο συντελεί τα μέγιστα για την διαρκή πρόοδο και βελτίωση των κοινωνικών σχέσεων είναι η δημοκρατία. Και η δημοκρατία βασίζεται στην ποιότητα των μελών που αποτελούν την κοινωνία για να στερεωθεί και να απελευθερώσει προς αυτά τα μέλη τις ευεργετικές της συνέπειες που συνεπάγεται μια τέτοια αρμονική κατάσταση.
Και κριτήριο για την δημοκρατική ολοκλήρωση σε μιαν χώρα αποτελεί ασφαλώς η λειτουργία ή μη των μηχανισμών κοινής γνώμης και επιπλέον η αποτελεσματικότητα αυτής. Δικαιολογημένα άλλωστε, αφού οι παράγοντες που την διαμορφώνουν και η ύπαρξη των κατάλληλων προϋποθέσεων για αυτήν την διαδικασία καθορίζουν αποφασιστικά την διασφάλιση του δημοκρατικού ιδεώδους.
Επειδή, λοιπόν, στην έννοια της δημοκρατίας συμπεριλαμβάνεται και η ελεύθερη διασπορά και μετάδοση ιδεών, συναισθημάτων και πόθων, κάθε φορά που τα άτομα επικοινωνούν μεταξύ τους και η κοινωνική ομάδα σχηματίζει κάποιαν συγκεκριμένη γνώμη για την αξία ή απαξία ενός θέματος, πάντα με βάση τις κατά αυτόν τον τρόπο διασπειρόμενες ιδέες, τότε μιλάμε για τον σχηματισμό της κοινής γνώμης, που αντιδιαστέλλεται με την ατομική και υπεύθυνη γνώμη, και είναι η συνισταμένη των απόψεων μιας ομάδας συνολικά, πάνω σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος που επηρεάζουν την κοινωνία άμεσα ή έμμεσα, και σχηματίζεται με την ενέργεια και την αντενέργεια αυτών των απόψεων.
Ωστόσο, είναι απρόσωπη και ατομικά ασυνείδητη, μ’ όποια μορφή κι αν παρουσιάζεται.
Και βέβαια, η κοινή γνώμη δεν αποτελεί χαρακτηριστικό μόνο της σημερινής εποχής. Ανέκαθεν αποτελούσε τον πυρήνα της δημοκρατικής ζωής.
Από την αρχαιότητα, στις τραγωδίες όπου απεικονιζόταν η ίδια η εποχή του δημιουργού τους, η κοινή γνώμη κατείχε ιδιαίτερα τιμητική θέση, και παρέμβαινε δυναμικά, μέσω της μικρογραφίας του χορού, στα διαδραματιζόμενα.
Και στην συνέχεια, εκφραστής της κοινής γνώμης αναλαμβάνει η εκκλησία του δήμου, όπου γινόταν ευρύτερα γνωστό το απάνθισμα των ιδεών όλων των πολιτών.
Την σύγχρονη εποχή, η κοινή γνώμη λαμβάνεται σοβαρότατα υπόψη από την κάθε είδους ηγεσία που είναι υπεύθυνη για κάθε θέμα το οποίο περνά από το αυστηρό μικροσκόπιο της κοινής αντίληψης των πραγμάτων.
Η γνώση της αντίδρασης, θετικής ή αρνητικής, έχει οδηγήσει στην δημιουργία και επιστήμης ακόμα που ασχολείται με την κοινή γνώμη.
Γίνονται, έτσι, καθημερινά σφυγμομετρήσεις και δημοσκοπήσεις απάνω σ’ αυτήν, ώστε να διορθωθούν τα κακώς κείμενα που η κοινή γνώμη απαιτεί, να ανιχνευτεί από προηγουμένως η στάση που θα τηρήσει η πλειοψηφία των πολιτών και να γίνουν οι κατάλληλες ενέργειες, έτσι ώστε η κοινή γνώμη να είναι συγχρόνως ευχαριστημένη και ωφελημένη.
Το γεγονός αυτό, επομένως, έχει αποκλειστικά θετικές συνέπειες για την κοινωνία.
Και αυτό γιατί, επιπλέον, ο ρόλος της κοινής γνώμης είναι να επιδοκιμάζει ή να επικρίνει τις αποφάσεις και τα έργα κάθε προσώπου της επικαιρότητας, τα οποία ασφαλώς έχουν αντίκτυπο μεγίστης σημασίας σε ιδιαίτερα πλατύ μέρος των πολιτών.
Εξάλλου, κάθε φορά που παραβιάζονται οι δημοκρατικές διαδικασίες που ορίζονται ρητά από το Σύνταγμα ή οι αρχές ή ακόμα και μη υπεύθυνα άτομα αυθαιρετούν και εκμεταλλεύονται το κοινωνικό σύνολο, η κοινή γνώμη αντιδρά φράζοντας τον δρόμο στους επιτήδειους που την αγνοούν. Γι’ αυτό και επηρεάζει καταλυτικά την λήψη των αποφάσεων και το νομοθετικό έργο, προσφέροντας πολύτιμο έργο για την εύρυθμη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού.
Κρίνει τις πράξεις των πολιτικών ηγετών και κομμάτων, εξασκεί έντονη πίεση για τον συνετισμό τους, επικροτεί τις επιτυχίες τους και γενικά, κατευθύνει το πολιτικό έργο, όσο κι αν εδώ υπεισέρχεται ο ατομικός παράγοντας αρκετές φορές παραγκωνίζοντας το κοινωνικό συμφέρον.
*
Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι, όταν η κοινή γνώμη συμπεριφέρεται με δυναμικό τρόπο, είναι φυσική η κατοχύρωση κάθε είδους πολιτικής, κοινωνικής και ατομικής ελευθερίας, εξασφαλίζεται η απονομή της δικαιοσύνης, ευνοείται η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και παρεμποδίζονται οι διεργασίες που υπονομεύουν την δημοκρατική ζωή.
Αντίθετα, η παραβίαση ή η παραπλάνηση της κοινής γνώμης συνεπάγεται αυτόματα την αδρανοποίηση του λαού που αδιαφορεί για τα κοινά προβλήματα, αποπροσανατολιζόμενος από την ολοκληρωτικού τύπου προπαγάνδα, ενώ τα δικαιώματά του και η ελευθερία του καταπατούνται και η δημοκρατία φθείρεται, εφόσον ο πολίτης δεν μπορεί να συμμετάσχει στην άσκηση της εξουσίας που διαμορφώνει τις τύχες όλης της μάζας του λαού.
Είναι, για όλους τους παραπάνω λόγους, επιτακτική η ανάγκη να διατηρηθούν και να βελτιωθούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, οι μηχανισμοί που κινούν την κοινή γνώμη και την σχηματίζουν.
Προϋποτίθεται, αναντίρρητα, ωστόσο η ελευθερία στην επικοινωνία και στην συζήτηση –και είναι ευτύχημα το γεγονός ότι οι παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη βρίσκονται αυτήν την στιγμή σε πλήρη άνθηση.
Τόσο η τηλεόραση, ο τύπος και το ραδιόφωνο, όσο και ο κινηματογράφος, το θέατρο, η τέχνη γενικά που συντελούν στο να μην χάνει το άτομο την ατομική του γνώση, έχουν στραφεί εύστοχα προς όλες εκείνες τις πτυχές της ζωής που ενδιαφέρουν το σύνολο και προσφέρουν έγκυρη ενημέρωση, σαφείς προσανατολισμούς, ρεαλιστική ιδεολογία και μόρφωση.
Ακόμα, οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν πρόσβαση σε κάθε μέσο μαζικής ενημέρωσης για να προβάλλουν τις διαφωτιστικές θέσεις τους, να απαλλάξουν τον κόσμο από τις προκαταλήψεις, να προωθήσουν τους καρπούς της γνώσης τους.
Το βιβλίο, επίσης, μορφώνει τους πολίτες πολύπλευρα και σφαιρικά και επακριβώς, με αδιάσειστα στοιχεία, ενώ προσφέρει πολλά και στην παιδεία, ως συντελεστής της ηθικής συμπεριφοράς του ατόμου.
*
Όλοι αυτοί οι παράγοντες αρκεί να χρησιμοποιηθούν σωστά, για να εκλείψει η προπαγάνδα, και η κοινή γνώμη θα μπορεί, ανεπιφύλακτα και με την αίσθηση ότι είναι αλάνθαστη, να επιδοθεί απερίσπαστη στον εποικοδομητικό της ρόλο, της άσκησης καλόπιστης κριτικής που πρέπει να εντείνεται όταν δίνονται ενδείξεις παρέκκλισης από τα όρια της δημοκρατίας.
Όμως, η κοινή γνώμη, για να μην καταστρέψει την ατομικότητα, πρέπει να προσκρούει στην δύναμη εκείνης. Δύναμης που θα απορρέει από την μόρφωση.
Το άτομο τότε μπορεί να συμμετέχει ενεργά στην κοινή γνώμη αλλά να μην γίνεται εξάρτημα εκείνης, ούτε να την αισθάνεται ως ρυθμιστή της ζωής του και καταπιεστή της βούλησής του.
Γεγονός, άλλωστε, είναι ότι πολλές φορές απατήθηκε η κοινή γνώμη, αφού σχηματίζεται όχι από εκείνους που έκριναν ορθά αλλά από την ένταση εκείνων που αντέδρασαν δυναμικά.
Όταν λοιπόν τα περισσότερα μέλη μιας κοινωνίας είναι αδιάφορα, τότε η γνώμη που υπερισχύει είναι των λιγότερων, αυτών που υποστήριξαν φανατικά τις θέσεις τους.
Όμως, η κοινή γνώμη ενός παιδευμένου συνόλου έχει εξεταστική βαρύτητα εξέχουσας σημασίας, επειδή έτσι ελέγχονται οι άρχοντες, διαμορφώνονται ιδανικά, κατευθύνονται τα άτομα προς τις αξίες. Αυτό εξηγεί και το, επικίνδυνο πολλές φορές, ενδιαφέρον της εξουσίας για την διαμόρφωσή της.
Η λειτουργία της κοινής γνώμης προϋποθέτει, κυρίως, για να είναι δημιουργική την ανάθεση της κυβέρνησης σε χέρια υπεύθυνων, σωστών ανθρώπων που θα έχουν δικαίωμα και καθήκον να συζητούν τα κοινά ζητήματα.
Πρέπει με το πρόβλημα που θα εμφανίζεται να δίνεται το ερέθισμα για την αντίληψή του και την επιδίωξη της λύσης.
Επιπλέον, είναι απαραίτητη η αντικειμενική και πλουραλιστική ενημέρωση του πολίτη, η μόρφωση και η ωριμότητά του (όπως ειπώθηκε και πιο πάνω), η παροχή μέσων για την ελεύθερη διακίνηση αναμφισβήτητων αληθειών, και η απαλλαγή από κάθε προκατάληψη, όπως και η επιδίωξη της θέσπισης γενικών κανόνων που να βασίζονται στην λογική και όχι στην τυφλή πίστη.
Συμπερασματικά, η κοινή γνώμη, αν και δεν αποτελεί πάντα την γνώμη όλων των πολιτών, επηρεάζει σημαντικά τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, πράγμα που μπορεί να μας κάνει να υποστηρίξουμε άφοβα ότι η κοινή γνώμη, όταν συμβαδίζει με ορθές αποφάσεις υπέρ του γενικού καλού, έχει λίγες υποχρεώσεις γιατί τότε η δημοκρατία δεν κινδυνεύει.
Όταν όμως παρατηρούνται ανησυχητικά φαινόμενα ηθικής σήψης, πολιτικής διαφθοράς και κοινωνικής αδικίας, η όρθωση του αναστήματός της εναντίον αυτών, αποτελεί απτή απόδειξη ότι οι μηχανισμοί λειτουργίας της είναι αποτελεσματικοί, άρα και σ’ αυτήν την περίπτωση η κοινή γνώμη έχει την ευκαιρία να πιστοποιήσει ότι αναπτύσσεται μέσα σε ένα ιδεώδες, δημοκρατικό περιβάλλον.
Από τα αρχαία χρόνια, από τότε δηλαδή που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι το μεγαλύτερο αγαθό που είχε ήταν η σκέψη του και η ικανότητά του να κρίνει, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί αυτό το προνόμιο αλλά συγχρόνως και να προστατέψει την ελεύθερη γνώμη ώστε να πετύχει την όσο το δυνατόν καλύτερη διακίνηση των ιδεών του.
Ιδεών και αξιών μαζί, που σχετίζονταν με την καθημερινότητα, με προβλήματα που τον απασχολούσαν και που είχαν σαν επακόλουθο διαμάχες, συζητήσεις και ενδιαφέρουσες καταστάσεις.
Από εκείνην την στιγμή, όμως, άρχισε και μια προσπάθεια ανταγωνισμού αφού ο άνθρωπος στην εξελικτική του πορεία που συνεχίζεται ακόμη, κατάφερε να επινοήσει διάφορα μέσα με τα οποία να επιτυγχάνει την ταυτόγχρονη έκθεση πολλών απόψεων για ένα συγκεκριμένο ζήτημα.
Αρχικά βέβαια, κύριος σκοπός του ήταν να είναι σε θέση να παίρνει πληροφορίες –μηνύματα για ό,τι συμβαίνει και να προβληματίζεται. Η διαφορετική, όμως, προσωπικότητα του καθενός μας ήταν φυσικό να φέρει και συγκεχυμένες απόψεις. Και η προσωπικότητά μας διαμορφώνεται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και από τα ερεθίσματα τα οποία δεχόμαστε.
Το ερώτημα, όμως, τίθεται από το σημείο εκείνο που αναρωτιόμαστε για την απήχηση που έχουν αυτά στην ψυχή μας και από τις αντιδράσεις μας που διαφέρουν. Γιατί, άραγε, να αντιδρούμε με διαφορετικό τρόπο ο καθένας μας;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε να δοθεί μέσα από την μελέτη και την κριτική του συγχρόνου τρόπου ενημέρωσης του πολίτη, που είναι η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και ο τύπος που είναι και αυτά που διαμορφώνουν την σκέψη, την συνείδηση και τον τρόπο συμπεριφοράς ίσως ενός ατόμου.
Κάθε άνθρωπος πρέπει να αποφασίσει ανάλογα με τα συγκεκριμένα ερεθίσματα που δέχεται, τα οποία όμως άλλοι διαλέγουν γι’ αυτόν.
Η εισβολή και κυριαρχία των ενημερωτικών μέσων στην ζωή μας είναι αναμφισβήτητη, και γι’ αυτό έχει γίνει επιτακτική και η ανάγκη για σωστή και αξιόπιστη πληροφόρηση. Ο τύπος, ιδιαίτερα, έχει χαρακτηριστεί 4η εξουσία (χωρίς παρ’ όλα αυτά να υστερούν, τώρα τελευταία, καθόλου ούτε η τηλεόραση ούτε το ραδιόφωνο), γιατί έχει και την μεγαλύτερη ανταπόκριση από τον κόσμο που, ανάλογα με τις προτιμήσεις του, έχει καθιερώσει τις εφημερίδες σαν τον κύριο παράγοντα που δίνει σάρκα και οστά στις πεποιθήσεις και τις επιθυμίες του.
Η ενημέρωση, λοιπόν, έχει γίνει πια ανάγκη οργανική για μας και, όμως, δεν γνωρίζουμε πολλές φορές να κρίνουμε αντικειμενικά αλλά επηρεαζόμαστε από την ασθένεια που λέγεται «παραπληροφόρηση». Οι συνθήκες που αντιμετωπίζουμε ευνοούν τεράστια την διάδοση αυτού του «ιού».
Η ηθελημένη διασπορά ψευδών ειδήσεων έχει αποκλειστικό στόχο την καθοδήγηση των φρονημάτων ενός πολίτη προς μιαν ορισμένη κατεύθυνση, γεγονός που λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η σημερινή κοινωνία μπορεί να ασκήσει μεγάλες πιέσεις και να εξυπηρετήσει συμφέροντα.
Η υπερκατανόηση της ισχυρούς θέσης και του λειτουργήματος του δημοσιογράφου, ο οποίος είναι και ο κύριος υπεύθυνος για όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ενημέρωσης, οδηγεί πολλές φορές στην παραπληροφόρηση και μπορεί να κάνει ακόμη και τον πιο λογικό άνθρωπο να χρησιμοποιεί, αθέλητα βέβαια, παρωπίδες ως προς την αντιμετώπιση των τεράστιων ζητημάτων που απασχολούν μιαν κοινωνία.
Οι παράγοντες, ωστόσο, που προκαλούν αυτό το φαινόμενο έχουν βαθιά ριζώσει στα θεμέλια της σωστής και αντικειμενικής πληροφόρησης και το συγκλονίζουν αυτό το οικοδόμημα που δημιουργήθηκε από την ανάγκη διαφώτισης του κόσμου.
*
Ένας από τους παράγοντες αυτούς, και ο πιο σημαντικός, είναι και η κομματικοποίηση της ζωής μας. Έχει παρατηρηθεί μια στροφή της ενημέρωσης προς την πολιτική, και αυτό ίσως για να αποπροσανατολιστεί ο κόσμος από τα καθημερινά του προβλήματα και να οδηγηθεί σε διαμάχες, σε διαίρεση και σε μίση.
Αυτό είναι φανερό και από την προβολή αυτών των θεμάτων στην τηλεόραση, τον τύπο και το ραδιόφωνο.
Κύριο αίτιο, η εισβολή του μεγάλου κεφαλαίου στον εκδοτικό, ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό χώρο (όπου αναμένουμε σε λίγο καιρό τα πρώτα δείγματα) που έχει σαν άμεση συνέπεια την διαστρεβλωτική λειτουργία των ειδήσεων και την ένταξή τους στην θέληση του κόμματος στο οποίο πρόσκειται.
Η πορεία αυτή, παράλληλα με την κομματική γραμμή, γίνεται ακόμα πιο ευδιάκριτη από την προσπάθεια κάθε κομματιού-κόμματος να εντάξει την δημοσιογραφία στον χώρο του, να στελεχώσει δηλαδή τα κρατικά μέσα ενημέρωσης με ανθρώπους δικούς του αμέσως μόλις έρθει στην εξουσία.
Κι αυτό, ανεξάρτητα από την κάθε είδους αξιοκρατία και από τα προσόντα του δημοσιογράφου. Καλύτερο παράδειγμα από την ελληνική τηλεόραση δεν πρέπει να υπάρχει.
Εξ άλλου, υπάρχει πολυφωνία τόσο στον τύπο όσο και στο ραδιόφωνο που σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνά και τα όρια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Ένας άλλος παράγοντας είναι και η έλλειψη ικανών δημοσιογράφων, που δεν υπολογίζουν τον παιδαγωγικό και ψυχαγωγικό ρόλο που πρέπει να παίξουν.
Τελευταία, δημιουργούνται ανώτατες δημοσιογραφικές σχολές με έμπειρους, επαγγελματίες δημοσιογράφους που επιτελούν επάξια το έργο τους, για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα.
Πέρα από τις πολιτικές πεποιθήσεις όμως και κατευθύνσεις που διοχετεύονται, η παραπληροφόρηση γίνεται αισθητή και σε άλλους τομείς της καθημερινής ζωής. Εδώ, όμως, σκοπός είναι ο εντυπωσιασμός, ο εκφοβισμός και ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης που σχετίζεται με φαινομενικά πιο ασήμαντα αλλά στην κυριολεξία πολύ πιο σοβαρά θέματα.
Στον οικονομικό τομέα, η διασπορά ψευδών οικονομικών ειδήσεων ευνοείται από την τεράστια άγνοια πάνω σ’ αυτά τα θέματα και η κριτική γίνεται δεκτή από τον πολύ κόσμο απροβλημάτιστα, χωρίς να πολυεξεταστούν οι πραγματικές αιτίες αλλά και συνέπειες που οδήγησαν τον υπουργό Οικονομικών να ανεβάσει τις τιμές ή τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας να ανεβάσει τους φόρους. Και ανεξάρτητα από την σωστότητα της πράξεως, ο τύπος και η κοινή γνώμη το αντιμετωπίζουν αυτό το θέμα άλλοτε με συγκατάβαση και άλλοτε με ψόγο.
Στον κοινωνικό τομέα, η παραπληροφόρηση γίνεται αισθητή στα ατυχήματα, τους φόνους και άλλα φρικιαστικά γεγονότα, που προσβάλλουν την δημόσια αιδώ αλλά και την μνήμη νεκρών όχι λίγες φορές στο όνομα της σπουδαιότητας και της έντασης που θα έχει κάποιο γεγονός.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αρκετά δημοσιεύματα αντιτίθενται στην δημοσιογραφική δεοντολογία και προκαλούν την βία από μόνα τους με τους συνταρακτικούς τίτλους και τις αιματηρές φωτογραφίες. Επίσης, η παραπληροφόρηση υπάρχει και στα εξωτερικά γεγονότα.
Η αλληλεγγύη με κινήματα, η συμφωνία ή μη με τους εξοπλισμούς, οι συνεχείς εξελίξεις στα θέματα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, παράξενα και αλλόκοτα συμβάντα καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα και διαμορφώνουν στο μέγιστο την γενικότερη κριτική σκέψη του ανθρώπου, ο οποίος τοποθετείται με τρόπο συγκεκριμένο απάνω σ’ αυτά, που επηρεάζει γενικότερες εξελίξεις.
Στον αθλητικό τομέα, έναν τομέα στον οποίο διακυβεύονται εκατομμύρια όχι μόνο για μεταγραφές και έξοδα λειτουργικά αλλά και στο Προ-Πό, υπάρχει ίσως και η μεγαλύτερη διάβρωση όσον αφορά την παραπληροφόρηση και την διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Η κύρια αιτία είναι σ’ αυτήν την περίπτωση η δημιουργία αναταραχών σε μιαν ομάδα αλλά και σε κάποιον αθλητή τις περισσότερες φορές. Η έξαρση εξάλλου της βίας οφείλεται κατά πολλούς και στην προτροπή ή την λανθασμένη εκτίμηση των ειδήσεων με την οποία ο φίλαθλος ξεπερνάει τον εαυτό του και προβαίνει σε πράξεις επικίνδυνες για ασήμαντα, ίσως, αίτια.
Ο ψυχολογικός πόλεμος που γίνεται καταρρακώνει την ευπρέπεια και το ηθικό οποιουδήποτε ανθρώπου κάτω από τέτοιες συνθήκες, πράγμα που ισχύει και για όλες τις πλευρές της παραπληροφόρησης.
Δεν μένει, λοιπόν, παρά να προβληματιστεί ο καθένας μας για το φαινόμενο της παραπληροφόρησης που απασχολεί όλον τον αντικειμενικά σκεπτόμενο κόσμο και που βασίζεται στα αθέμιτα μέσα που χρησιμοποιούν κακόβουλοι δημοσιογράφοι που προσπαθούν να αναρριχηθούν μέσω των διασυνδέσεών τους παραβαίνοντας το καθήκον τους. Αυτό που απαιτείται, για να εξαλειφθούν έστω οι συνέπειές της, δεν είναι ο ρομαντισμός αλλά η εγρήγορση και η αποχή από κάθε δραστηριότητα αντίθετα στην ηθική και δημοσιογραφική δεοντολογία.
Ένας από τους κύριους εκφραστές του πνεύματος της εποχής μας είναι η διαφήμιση, ο υπερτονισμός δηλαδή της αξίας ενός νέου προϊόντος, εμπορεύματος ή και ανθρώπου με σκοπό την προώθηση της κατανάλωσής του και την επιβολή του στις προτιμήσεις του κοινού.
Σήμερα η διαφήμιση έχει εξελιχθεί σε επιστήμη και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καταναλωτικής κοινωνίας που ασκεί τεράστια επίδραση στον ανθρώπινο πληθυσμό.
Ως ουσιώδης παράγοντας της οικονομίας των διαφόρων λαών, η διαφήμιση αναπτύσσεται ιδιαίτερα στα συστήματα του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Μέσα στο πολύπλοκο σύστημα των οικονομικών σχέσεων της εποχής μας η άσκηση σοβαρής επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι αδιανόητη αν δεν προσφύγουμε στην διαφήμιση η οποία ήλθε σαν αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης.
Έχοντας τις ρίζες της στην Αίγυπτο και την Ρώμη, επεβίωσε χάρη στην εφεύρεση και εξάπλωση της τυπογραφίας ώσπου έλαβε την μορφή, σταδιακά, με την οποία είναι σήμερα γνωστή –μορφή χειμάρρου– δίνοντας το κυρίαρχο στίγμα στον σύγχρονο πολιτισμό.
Η τηλεόραση, οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο και οι κάθε είδους επιγραφές είναι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον και την εκτίμηση του καταναλωτή, όπως επίσης και η γνώση της ψυχολογίας του κοινού, το είδος και η αξία του προϊόντος, ο τρόπος παρουσίασής του, η γνώση του επιπέδου του κοινού, η παρεμβολή της ως σφήνα σε άλλα προγράμματα και, τέλος, η ώρα παρουσίασής της.
Η διαφήμιση πρέπει να προκαλεί την προσοχή του καταναλωτή, να του κινεί το ενδιαφέρον, να το μετατρέπει αυτό σε επιθυμία και βέβαια να ωθεί στην αγορά του προϊόντος, δηλαδή στην ενέργεια.
*
Με την αύξηση των αγοραστών δίνει διέξοδο στην κρίση της υπερπαραγωγής και συντελεί στην ανάπτυξη πολλών επιχειρήσεων, προκαλείται συναγωνισμός και ανέρχεται η παραγωγικότητα. Εξάλλου, το καταναλωτικό κοινό ωφελείται σημαντικά αφού γνωρίζει πλήρως, με αυτόν τον τρόπο, την αγορά και τις τιμές και κάνει την φθηνότερη και καλύτερη εκλογή.
Η επιτυχία μιας επιχείρησης, ακόμα, την οδηγεί σε ποιοτική βελτίωση ενώ και η ζωή μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού γίνεται ανετότερη.
Επίσης, τα μέσα που προβάλλουν τα προϊόντα έχουν οικονομικά οφέλη μέσω των εσόδων από τις διαφημίσεις και, παράλληλα, ένα πλήθος ατόμων βρίσκει σχετική απασχόληση. Με μια κατάλληλη διαφήμιση, επιπλέον, κάθε χώρα μπορεί να προβάλλει τα προϊόντα και τα αξιοθέατά της στο εξωτερικό, με απώτερο σκοπό την αύξηση εμπορικών και τουριστικών συναλλαγών. Από μιαν άποψη, λοιπόν, η διαφήμιση είναι χρήσιμη αφού εκφράζει την νοοτροπία κάθε λαού και μετατρέπει το περιττό σε απόλυτα αναγκαίο.
Η διαφήμιση, όμως, έχει και τις δυσάρεστες πτυχές της.
Πρώτα-πρώτα, είναι υπεύθυνη για το κύμα του καταναλωτισμού που έχει κατακλύσει τις σύγχρονες κοινωνίες. Το κοινό υφίσταται μια πλύση εγκεφάλου για να πειστεί ότι έχει ανάγκες και να αντικαταστήσει το προηγούμενο με κάτι νέο. Εξυπηρετεί η διαφήμιση τις μεγάλες οικονομικές μονάδες και εργάζεται κατά των μικρών επιχειρήσεων που δεν διαθέτουν τα μέσα για πλατύτερη διαφήμιση ενώ συγχρόνως κάνει κατάχρηση της ελευθερίας του ελεύθερου ανταγωνισμού.
*
Ωστόσο, στα καθεστώτα με κατευθυνόμενη οικονομία, λειτουργεί σε υποτυπώδη μορφή.
*
Επίσης, η διαφήμιση δεν είναι σχεδόν ποτέ αντικειμενική και δεν δίνει ειλικρινείς πληροφορίες. Προβάλλει ψευδείς ή υπερβολικούς ισχυρισμούς και γίνεται ενοχλητική ή βλαβερή, αφού οδηγεί σε άχρηστες τοποθετήσεις χρημάτων. Κουράζει και αλλοτριώνει τον καταναλωτή, τον αποπροσανατολίζει. Ακόμα, συχνά ξεπερνάει τα δεοντολογικά όρια και προβάλλει προϊόντα που βλάπτουν την υγεία και την ηθική και ρυπαίνουν το περιβάλλον.
Δύο πρόσθετες λειτουργίες της διαφήμισης είναι η προβολή προτύπων ζωής και αξιών που καθιστούν τον πολίτη ευάλωτο σε κάθε κακόβουλη επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και του επιβάλλουν ορισμένον τρόπο συμπεριφοράς, επηρεάζοντας ολόκληρη την κοινωνία, όπως και ο εθισμός του στο να υπακούει αβίαστα σε κάθε μήνυμα, αφού διαστρέφονται τα πολιτικά του κριτήρια, παρεμποδίζεται η κυκλοφορία υγιών πολιτικών ιδεών και γίνεται πιο εύκολη η προβολή του εντυπωσιακού, ουσιαστικά η δημαγωγία.
Παρατηρείται σε αυτήν την περίπτωση, περιορισμός της ανθρώπινης ευφυΐας και παραποίηση ταυτόχρονα της αλήθειας ενώ η καλοπιστία γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης.
*
Παρ’ όλη την ανάπτυξη και επιρροή της, ωστόσο, η παρουσία και λειτουργία της διαφήμισης δεν φαίνεται και τόσο απαραίτητη, κρίνοντας από τις αντιρρήσεις που διατυπώνονται αλλά και από την ίδια την πραγματικότητα, όσον αφορά το πλατύ κοινό βέβαια, γιατί η έλλειψή της θα είχε αντίκτυπο αποκλειστικά στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Θα έπρεπε, όμως, να βρεθεί ένας κανόνας που θα ορίζει τα πλαίσια μέσα στα οποία θα πρέπει να κινούνται οι διαφημίσεις ώστε να μην είναι βλαβερές. Οι κώδικες επαγγελματικής Δεοντολογίας δεν είναι αρκετοί, αν και αποτελούν ένα θετικό βήμα. Το κράτος, οι φορείς της κοινωνίας, οι ίδιοι οι καταναλωτές θα πρέπει να οργανώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια σε αυτόν τον μηχανισμό.
Μην ξεχνάμε το πόσο μεγάλη απήχηση έχει βρει η διαφήμιση σε εμάς τους ίδιους, πράγμα από το οποίο ορμώμενοι οι ειδικοί αντλούν νέες ιδέες, πρωτότυπες αλλά όσο το δυνατόν πιο αποπροσανατολιστικές.
Πολλοί από μας έχουμε παραπλανηθεί και ζούμε μιαν ψεύτικη πραγματικότητα.
*
Είναι επιτακτική η ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε όλοι την τεράστια σημασία που έχει η διαφήμιση και τον ρόλο που παίζει στην ζωή μας. Πρέπει να εννοήσουμε τι ωφέλεια θα έχει το κοινωνικό σύνολο από τον περιορισμό των διαφημίσεων όπου αυτός είναι δυνατόν να επιτευχθεί και πόσο μεγάλη μεταστροφή θα παρατηρηθεί στις μεταξύ μας σχέσεις, αφού η διαφήμιση αποτελεί έναν ευφημισμό που από καιρό έχει στραφεί σε καινούργιους, «επεκτατικούς» στόχους.
Με σωστή εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που παρέχονται σήμερα θα οδηγούσε στην λύση αρκετών προβλημάτων –το να ενδώσουμε, όμως, στις πιέσεις θα τα μεγέθυνε.
Μια από τις κυριότερες πηγές από τις οποίες αναβλύζει το μεγαλύτερο μέρος της αγωνίας, του άγχους και της ανησυχίας που διακατέχει σε ολοένα αυξανόμενη κλίμακα την ανθρωπότητα την σημερινή εποχή και που προξενεί αχαρακτήριστες συνθήκες αθλιότητας και φτώχειας στον πλανήτη μας είναι η ένταση των εξοπλισμών –τουλάχιστον μέχρι πρότινος– και το ενδεχόμενο ενός νέου, πυρηνικού αυτή την φορά πολέμου. Και σ’ αυτόν ακριβώς τον τομέα παρατηρείται τα 2 τελευταία χρόνια μια σειρά από απροσδόκητα φαινόμενα που προβληματίζουν κάθε πολίτη, κάθε μέλος της ανθρώπινης κοινωνίας.
Γιατί μέχρι εκείνην την χρονική περίοδο ήταν κοινό μυστικό η επίδοση των δυνάμεων που κρατούν τα ηνία του κόσμου σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής απάνω σε πρωτοφανείς τελειοποιήσεις των πολεμικών συστημάτων που κατείχαν –αλλά συγχρόνως δεν αμφισβητούνταν και από κανέναν οι απεριόριστες δυνατότητες σε επιχειρήσεις τέτοιου είδους των δυνάμεων.
Η τεράστια ανά χρόνο αύξηση των δαπανών κάθε χώρας για τον τομέα της εθνικής «άμυνας» και η ενασχόληση με πυρηνικές μελέτες των πιο επιφανών επιστημόνων έχουν πάρει διαστάσεις επιδημίας που τείνει να οδηγήσει, αυτήν ακριβώς την στιγμή, από μια απρόβλεπτη ενέργεια ή μια λανθασμένη κίνηση, την ανθρωπότητα στο χείλος της καταστροφής.
Και πραγματικά, ποιός θα φανταζόταν ότι ο τερματισμός του «ψυχρού πολέμου» μετά τις κοσμογονικές εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη που τόσα σκιρτήματα χαράς σκόρπισε στους φιλήσυχους πολίτες, θα ήταν μια ψευδαίσθηση προσωρινής μορφής και ότι η διάδοχη κατάσταση θα έφερνε έναν πόλεμο στο προσκήνιο που κανείς δεν ξέρει αν θα «εξελιχθεί» σε πυρηνικό, που θα έχει επιπτώσεις ολέθριας μάστιγας για την ζωή, και αν δεν θα περιοριστεί στο αναπόφευκτο ανθρώπινο τίμημα αποκλειστικά.
Ο πυρετός έχει ανέβει στα ύψη και οφείλεται στον χρόνιο ανταγωνισμό των 2 μεγάλων δυνάμεων αλλά και σε μικρότερα κράτη που αυξάνουν τις αμυντικές τους ικανότητες και βελτιώνουν την επιθετική τους αιχμή.
Υπήρχε ανέκαθεν βέβαια ενδιαφέρον για την προστασία των εδαφών που κατείχε κάθε κράτος, τις περισσότερες φορές ωστόσο οι ενέργειες που λάμβαναν χώρα απέβλεπαν σε νέες κατακτήσεις και στην επέκταση της επιρροής.
Οι βαθύτεροι λόγοι που οδηγούν τους ταγούς της κοινωνίας μας, στους οποίους έχουμε όλοι στραμμένα τα μάτια, να διακινδυνεύουν την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια είναι ποικίλοι, δεν είναι όμως δύσκολο να εντοπιστούν και να εξαλειφθούν. Αυτό άλλωστε έγινε και μέχρι τώρα, με συνεχείς προσπάθειες που είχαν ουσιαστικά αποτελέσματα, παρά την παρεμβολή των σημερινών γεγονότων που καμιά πολιτική διορατικότητα δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει –εκτός από τους εμπνευστές της.
Πρώτα-πρώτα, η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας κάθε κράτους αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα της εξωτερικής πολιτικής του, που καμιά κυβέρνηση δεν θα παρέβλεπε, γνωρίζοντας τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης που θα θεωρούσε προδοσία κάθε παραίτηση από τα εθνικά δικαιώματα, επειδή ακριβώς είναι συναισθηματικά δεμένη με τα χώματα της πατρίδας.
Αυτό το γεγονός, αυτή η κατεύθυνση όμως δεν δικαιολογεί την διενέργεια επιθέσεων για την επέκταση της εδαφικής ακεραιότητας, φαινομένου συχνά παρατηρούμενου και αμφιλεγόμενου, για την μέθοδο της αύξησης της πολιτικής και οικονομικής επιρροής που ακολουθείται.
Ένας άλλος σχετικός λόγος είναι και η ροπή του ανθρώπου προς την υπεροχή και την κυριαρχία, που όμως δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενη. Αντίθετα, ο παράγοντας που συντελεί όσο κανείς άλλος στην εντατικοποίηση των εξοπλισμών –στην οποία, όπως φαίνεται, επιστρέφουμε– είναι ο προσπορισμός οικονομικών κερδών από την παραγωγή και την πώληση όπλων στο εξωτερικό, η τροφοδότηση επικείμενων συρράξεων και η αποτροπή (με ειρωνικό τρόπο) των ειρηνευτικών ενεργειών μέσω της άκριτης απόρριψης των προτάσεων διαλόγου και προσέγγισης.
Όλα αυτά σε συνάρτηση με τις διαφορές στην ιδεολογία και τα κοινωνικά συστήματα συντελούν στην αύξηση της δυσπιστίας, στην παράταση της ανασφάλειας, που αφήνουν μετέωρα πλήθος αναπάντητα ερωτήματα.
Η παράταση της παραμονής των αυταρχικών και καταπιεστικών καθεστώτων αποτελεί επιθυμία των ηγετών τους, είναι όμως και το απευκταίο από το σύνολο του υπόλοιπου κόσμου.
Ως συνέπεια των παραπάνω αναφερομένων, η αβεβαιότητα εντείνεται χωρίς να μειώνεται η σπατάλη αστρονομικών ποσών για την διαιώνιση της διαίρεσης της ανθρωπότητας σε σφαίρες επιρροής και συμφερόντων. Οι μικρές, αδύνατες χώρες προσκολλώνται στις ισχυρές –πέρα όμως από αυτά, παραμελείται η κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, από την στιγμή που κεφάλαια ιλιγγιώδους ύψους διοχετεύονται για σκοπούς ξένους από τα συμφέροντα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η δημιουργία εστιών αναταραχής και ανωμαλίας με στόχο την αύξηση των πωλήσεων όπλων από τις βιομηχανικές χώρες ή ακόμα και οι δοκιμές οπλικών συστημάτων όχι μόνον έχουν ανθρώπινα θύματα αλλά ένα ολοκαύτωμα –και όχι μόνο, γιατί και μικρότερης έκτασης επεισόδια έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία άλλων παρενεργειών στην φύση– θα εξαλείψει κάθε ίχνος ζωής από την υδρόγειο, στον βωμό μικροσυμφερόντων, στα οποία δεν υπάρχει χώρος για συναισθηματισμούς.
Δεν είναι, ωστόσο, και ανέφικτο το όραμα ενός κόσμου όχι ιδανικού αλλά στα μέτρα των ανθρώπινων προσδοκιών.
Η Παγκόσμια Ειρήνη μπορεί να επωφεληθεί από την «ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ». Ο τορπιλισμός της εμπέδωσής της θα μπορούσε να καταπολεμηθεί από μιαν οργανωμένη ένταση των προσπαθειών για προβολή των θέσεων των πολιτών της υφηλίου που απαιτούν την ειρήνη και την διευθέτηση των αντιθέσεων προς όφελός τους, μακριά από σκοπιμότητες, που καλλιεργούν έντεχνα την μισαλλοδοξία.
Συγχρόνως, οι επιστημονικές ανακαλύψεις μπορούν αναμφίβολα να τεθούν στην υπηρεσία των αναγκών που κανείς δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει. Μια ανθούσα πολεμική βιομηχανία προσφέρει, από την άλλη μεριά, απασχόληση σε μεγάλο εργατικό δυναμικό, όπως βέβαια εξασφαλίζει το ισοζύγιο των εξωτερικών συναλλαγών, συνδέεται όμως παράλληλα με την καθυστέρηση της ανάπτυξης και δεν αφήνει να φανούν τα άλματα της τεχνολογίας σε άλλους τομείς.
Είναι, λοιπόν, πραγματικά δύσκολη η παύση των πολεμικών διεργασιών, την στιγμή μάλιστα που τα σενάρια για τον επικείμενο πυρηνικό όλεθρο λίγο απέχουν από την πραγματικότητα. Σίγουρα, δεν υπάρχουν αρκετές ελπίδες απαλλαγής από αυτόν τον βραχνά. Ο έλεγχος των εξοπλισμών, η απαγόρευση της διασποράς τους και ακόμα περισσότερο ο σταδιακός αφοπλισμός υπονομεύονται σε διεθνείς συναντήσεις και συνέδρια από τις επιτροπές που συμμετέχουν σ’ αυτές.
Ο θεατρινισμός εκδηλώνεται εκεί σ’ όλο του το μεγαλείο, με στόχο τον εφησυχασμό και την παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Οι εικονικές αυτές διαπραγματεύσεις καθορίζουν το μέλλον της ανθρωπότητας και ο μέσος πολίτης δεν έχει αρκετά –μηδαμινά ουσιαστικά– περιθώρια ελέγχου. Υπερισχύει απλώς η λογική της ισχύος και ξοδεύονται κολοσσιαία ποσά για τους εξοπλισμούς, αντί να διατίθενται για ειρηνικούς, εξευγενισμένους και ωφέλιμους χειρισμούς.
Ο κίνδυνος ενός ολοκληρωτικού αφανισμού έχει πλησιάσει επικίνδυνα και απειλεί την ίδια την ύπαρξή μας. Η μείωση των εξοπλισμών, η διάθεση χρημάτων υπέρ της ανθρωπότητας και όχι υπέρ ενός ανούσιου πολέμου απαιτεί μιαν πολιτική διεθνούς συνεργασίας, την υϊοθέτηση σθεναρής στάσης απέναντι σε κάθε υπονομευτή όσων με κόπο έχουν επιτευχθεί, από όπου κι αν αυτός δέχεται εντολές. Αυτή η δραστήρια παρουσία θα είναι επιτυχής αν ευαισθητοποιήσει και αφυπνίσει τις συνειδήσεις του κόσμου που είναι αμέριμνος και εφησυχασμένος. Βέβαια, δεν φτάνει η ανάληψη πρωτοβουλιών μπροστά σε παράλογες καταστάσεις, είναι ωστόσο επιβεβλημένη η εξάντληση κάθε ικμάδας των δυνατοτήτων –αν αυτές υπάρχουν– για την αποφυγή συρράξεων που τελικά δεν αποβαίνουν προς το συμφέρον κανενός.
Πρώτη προσπάθεια του ανθρώπου αποτέλεσε η ικανοποίηση της ακατανίκητης ροπής του προς την γνώση, πράγμα το οποίο τον ώθησε στην επίμονη έρευνα για την κατάκτησή της.
Η σωστή, αληθινή και επιστημονική μόρφωση είναι αποτέλεσμα έντονου μόχθου εκ μέρους του με στόχο την ποιοτική βελτίωση της ζωής του τόσο στο βιοτικό όσο και στο πνευματικό επίπεδο.
Όμως, όταν οι καρποί της επιστημονικής μόρφωσης βρεθούν κάτω από την ευθύνη ενός ατόμου ηθικού και δημιουργικού, τότε γίνονται φορείς του πολιτισμού και σημαντικός συντελεστής της προόδου.
Αντίθετα, η μόρφωση βλάπτει σημαντικά τον άνθρωπο όταν αποχωρίζεται την συνοδεία της αρετής, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται ως απάτη παρά ως σοφία.
Ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις αποκτά ο κίνδυνος αυτός στην σημερινή πραγματικότητα, όπου οι απαιτήσεις όλων μας για την ηθική ποιότητα του μορφωμένου ατόμου θα πρέπει να είναι αυξημένες και όπου κύριο μέλημά μας επιβάλλεται να είναι η πρόνοια για την νέα γενιά πολιτών.
Μια απλή περιπλάνηση του νου στην τάξη των πραγμάτων που επικρατεί στην υφήλιο θα έπειθε και τον πιο δυσκολόπιστο και ρομαντικό παρατηρητή για την ηθική εξαχρείωση που κάθε νέος είναι υποχρεωμένος να αντικρίσει, μορφωμένος ή μη. Και βεβαιώνεται κανείς πως αν ένα μεγάλο ποσοστό των μορφωμένων ήδη ατόμων, οι οποίοι αναντίρρητα –και δίκαια– καθορίζουν τις κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει στο μέλλον να ακολουθήσει η κοινωνία για να προοδεύσει, ήταν ηθικοί συγχρόνως δεν θα παρατηρούσε την κρίση αξιών που παρουσιάζεται καθημερινά και πιο βαθειά.
Υπάρχει οπωσδήποτε έλλειψη από τους ανθρώπους εκείνους που έχουν άμεση εσωτερική επίγνωση του καθήκοντός τους, που απορρέει από την ελεύθερη βούληση η οποία συμφωνεί με τις αντικειμενικά παραδεδεγμένες αξίες και επιταγές της συνείδησης εσωτερικά και εξωτερικά.
Η υγιής συνείδηση και ο αυστηρός έλεγχος στον οποίον αυτή υποβάλλει τις ανθρώπινες ενέργειες, είτε επικυρώνοντας και επιδοκιμάζοντας αυτές είτε κατακρίνοντάς τες, είναι το κριτήριο του ηθικού ανθρώπου.
Θα ήταν αναμενόμενο, ωστόσο, ακριβώς η αντίθετη περίπτωση να συνέβαινε.
Πρώτα-πρώτα, επειδή η αποστολή της παιδείας είναι η ηθική τελειοποίηση του ανθρώπου και η απομάκρυνσή του από το κακό.
Γιατί, επομένως, η κατάκτηση της μόρφωσης δεν εξευγένισε τον κάτοχό της;
Έπειτα, ένας μορφωμένος άνθρωπος οδηγείται αυτομάτως στην ορθή αντίληψη, στην γνώση του δίκαιου και σωστού; Έχει ταυτόγχρονα την δύναμη να κυριαρχεί στα πάθη του; Προφυλάσσεται, τέλος, από τον εγωϊσμό και την περηφάνεια;
Θα δινόταν από όλους τους έμφρονες ανθρώπους καταφατική απάντηση, αν αυτοί ήξεραν ότι, κατά την διαδικασία της μόρφωσης, έλαβε χώρα και η ηθική διάπλαση του χαρακτήρα κάθε ατόμου.
Και αυτή στοχεύει τόσο στην εξατομίκευση όσο και στην κοινωνικοποίηση.
Με την πρώτη, το άτομο μαθαίνει ποια στοιχεία της προσωπικότητάς του μπορούν να το ωφελήσουν. Παραμονεύει ωστόσο εδώ ο κίνδυνος να μετατραπεί σε έναν εγωπαθή, αυταρχικό πολίτη, έρμαιο της διχόνοιας.
Με την δεύτερη, το άτομο διδάσκεται πως όλοι οι άνθρωποι έχουν αξία και πως ο καθένας συμβάλλει στον τομέα που τον ενδιαφέρει –ενώ όλοι μαζί στην προαγωγή του συνόλου.
Με αυτήν την προϋπόθεση, η επιστημονική μόρφωση βοηθά –και δεν μεταφέρει αυτόματα στον άνθρωπο την δυνατότητα– να προσαρμοστεί ο πολίτης στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον και συντελεί στην πνευματική και ηθική του εξύψωση. Δεν γεμίζει την ψυχή του νέου με στείρες γνώσεις, αλλά τις φέρνει στο φως με την λογική.
Ακόμα, τον ενώνει με το παρελθόν και αναπτύσσει τις πνευματικές του δεξιότητες.
Αντίθετα, η αμάθεια οδηγεί σε δεισιδαιμονίες και σε πνευματική δουλεία, ενώ, και αυτό είναι το πιο σημαντικό από κάθε άλλο επιχείρημα, η έλλειψη της γνώσης του ορθού παρασύρει την ανθρώπινη ύπαρξη πιο εύκολα στην ανηθικότητα και την διαφθορά.
Άμεσο αποτέλεσμα είναι η δυσχέρεια στην κοινωνική συμβίωση και η αναχαίτιση κάθε είδους εξέλιξης, που βέβαια θα μπορούσε να αποφευχθεί –όπως και γίνεται από το ήμισυ των μορφωμένων ανθρώπων– αν η ανθρωπιά επέστρεφε στις ανθρώπινες σχέσεις.
Άλλωστε, η επιστημονική μόρφωση αποκαλύπτει την αλήθεια των πραγμάτων, δημιουργεί αυτοπεποίθηση σ’ όποιον την κατέχει, οξύνει την κριτική του ικανότητα και παρέχει κίνητρα για να φέρει στην επιφάνεια ό,τι καλύτερο, από πλευράς προσφοράς στην κοινωνία, διαθέτει.
Και ενώ κατά κύριο λόγο η επιστημονική μόρφωση δυνάμει μπορεί να ανυψώσει την πνευματική στάθμη ενός λαού, όπως και να βελτιώσει το πνευματικό του επίπεδο, οδηγώντας στην καλύτερη μορφή κοινωνικοποίησης, σοβαρές υπόνοιες ότι αυτές οι συνειδητές προσπάθειες που γίνονται σ’ αυτήν την κατεύθυνση υπονομεύονται υπάρχουν, και τα συμπτώματά τους είναι κάτι παραπάνω από φανερά και ανησυχητικά.
Οι κύριες ενδείξεις της ηθικής κατάπτωσης της κοινωνίας –του μορφωμένου ανθρώπου, πιο συγκεκριμένα, γιατί αυτός είναι ο αντιπρόσωπός της στο συγκεκριμένο θέμα, είναι η αδράνειά του μπροστά στα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα, η πνευματική στειρότητα στην οποία έχει οδηγηθεί από την εξειδίκευση και από την ανάπτυξη των θετικών επιστημών και η ιδεολογική σύγχυση που διατηρείται έντεχνα.
Εκδηλώσεις της που προβληματίζουν εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα είναι η προσήλωση του θετικού επιστήμονα στην έρευνα που κάνει και η απομόνωσή του από τις ανησυχίες του απλού κόσμου αλλά και από το ίδιο το περιβάλλον του, στα οποία αναπόφευκτα οδηγείται χωρίς να αντιδρά, και η παθητικότητα την οποία θεωρεί φυσική.
Επίσης, η στράτευση της επιστήμης στην ανακάλυψη όπλων και σε κομματικά συμφέροντα.
Ιδιαίτερα οι θεωρητικές επιστήμες εκτρέφουν πολίτες οι οποίοι συσκοτίζουν την αλήθεια καλυμμένοι πίσω από τις λέξεις που χρησιμοποιούν και αδιαφορώντας για την ουσία των λεγομένων τους. Συντηρούν τις πλάνες, και δείχνουν ότι είναι ανάξιοι του τίτλου τους, καταρρακώνοντας το κύρος της Μόρφωσης που ξεθωριάζει στα μάτια όσων ανέχονται τις εμπεριστατωμένες, βαθιές αναλύσεις τους, που αρκούνται σ’ ένα θεωρητικό και συμβιβαστικό επίπεδο και είναι ανίκανες να θίξουν τα κακώς κείμενα.
Και βέβαια, η σήψη είναι πολύ πιο προχωρημένη από ό,τι περιγράφεται.
Οι προσδοκίες του πνευματικού αλλά κυρίως τεχνοκρατικού ατόμου διαψεύστηκαν στο παρελθόν και δεν μπορεί να ανεχτεί την αλλαγή της νοοτροπίας της κοινωνίας.
Και όμως, κανείς δεν πρέπει να χάνει τις ελπίδες του, ότι δηλαδή θα κατορθώσει ο μορφωμένος άνθρωπος να βρει τα σωστά πλαίσια στα οποία πρέπει να κυμαίνεται η δραστηριοποίησή του.
Ο επιστήμονας οφείλει να συνειδητοποιήσει αρχικά ότι η μόρφωση που με κόπο κατέκτησε δεν έχει κανένα νόημα αν δεν χρησιμεύσει για την υπηρέτηση του ανθρώπου και όχι για το συμφέρον ή την αυτοϊκανοποίηση του εγωϊσμού του.
Είναι ομολογουμένως δύσκολο να περιοριστεί η καταπάτηση των αξιών της ζωής, όχι όμως και ακατόρθωτο, και γι’ αυτό δεν πρέπει κανένας να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο με απαισιόδοξη διάθεση.
Η ανάπτυξη μονομερώς του τεχνικού πολιτισμού εις βάρος του πνευματικού και αν ακόμα δεν μειωθεί –πράγμα οδυνηρό, που θα επιφέρει καθυστέρηση σε ένα πλήθος θετικών εφαρμογών στην σύγχρονη, άνετη ζωή– μπορεί να αντιμετωπιστεί από την αλματώδη ανάπτυξη του πνευματικού πολιτισμού.
Αρκεί επίσης να μην είναι εκμεταλλεύσιμη η μόρφωση για χάρη υλικών αγαθών.
Η επιστημονική μόρφωση (είναι αρκετά εύκολο να το πούμε) αποτελεί το μέσο για να γίνει η ζωή καλύτερη, και ο καθένας, ενώ το γνωρίζει καλύτερα από εμάς, δεν το εφαρμόζει.
Αυτή είναι η μόνη σωστή αντιμετώπιση ενός τόσο κρίσιμου ζητήματος από τον απλό πολίτη, που, όσο εξαρτάται από αυτόν, είναι διατεθειμένος να προσφέρει ό,τι μπορεί για την επιτυχία του σκοπού αυτού, εναποθέτει όμως τις ελπίδες του στον επιστήμονα.
Δεν είναι ορθό, παρά όλα αυτά, να αποκλείουμε τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν από τους τομείς εκείνους στους οποίους αρμόζει η στροφή της προσοχής μας.
Ο συναισθηματισμός και η προσωπικότητα του νέου, η ηθική του ζωή, επηρεάζονται από τα ερεθίσματα που δέχεται από το οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον, τα οποία αμφότερα διαμορφώνουν το ήθος του. Οι μετέπειτα οικονομικές και επαγγελματικές συνθήκες δύσκολα μεταβάλλουν έναν σωστά διαπλασμένο πνευματικόν άνθρωπο προς το χειρότερο, αν οι βάσεις του ήταν τόσο ανθεκτικές και απρόσβλητες.
Επιπλέον, η ποιοτική ενημέρωση και η ψυχαγωγία εφοδιάζουν με γνώσεις που συνδυάζουν σαφήνεια και ηθική τον νέο, γνώσεις που προάγουν το πνεύμα υπευθυνότητας, συνεργασίας και αφοσίωσης. Τεράστια σημασία και ευεργετικά αποτελέσματα σε κάθε επίπεδο θα είχε αν ο νέος μάθαινε νωρίς να είναι συνεπής στις υποσχέσεις και στους λόγους του υλοποιώντας τα με πράξεις ανιδιοτελείς, ώστε να μην εμφανίζεται ως πρότυπο ανακολουθίας και πονηριάς αλλά ως άνθρωπος με θάρρος και έμπρακτη απόδειξη των καλών του προθέσεων.
Συμπερασματικά, θα ήταν άτοπο να υποστηρικτεί η άποψη πως αρκεί μια μόρφωση βασισμένη σε επιστημονικά στοιχεία αδιαμφισβήτητης αξίας, όσο κι αν αυτή αποτελεί τον θεμέλιο λίθο αλλά και το επιστέγασμα των προσπαθειών του ανθρώπου, για να εξυψωθεί ηθικά το άτομο ή να ακολουθήσει τις ηθικές επιταγές του καιρού του.
Ο μορφωμένος άνθρωπος –και αυτό δεν είναι δυσοικονόμητη προσδοκία ούτε επιφανειακή αποφθεγματολογία αλλά ρεαλιστική άποψη– είναι επιβεβλημένο να αποκτήσει συναίσθηση της κοινωνικής αποστολής του, να πάψει να μεταθέτει τις ευθύνες του εξωραΐζοντας τις κακόβουλες βλέψεις του κάτω από ηχηρές και εντυπωσιακές νουθεσίες αλλά να διδαχτεί από νεαρή ηλικία να αποδεικνύει την όποιας ποιότητας ηθικότητά του τουλάχιστον αμερόληπτα, με γνώμονα το κοινό συμφέρον και την ανόρθωση του επιστημονικού κύρους.
Αν ο άνθρωπος κατόρθωσε να ανέλθει ταχύτατα τις βαθμίδες της εξελικτικής κλίμακας, να αποβάλει το περίβλημα της βαρβαρότητας και να προσδώσει στην ζωή του ανώτερο πνευματικό και ηθικό περιεχόμενο, αυτό οφείλεται αναμφίβολα στην έμφυτη τάση του για γνώση, που ικανοποιήθηκε με την επιστήμη.
Το θαύμα του υλικού πολιτισμού, που εμφανίζεται στις ημέρες μας, είναι αποτέλεσμα της ραγδαίας ανάπτυξης, της εκμετάλλευσης και αξιοποίησης της επιστήμης και των πορισμάτων της.
Με τον όρο «επιστήμη» εννοείται η μεθοδική, ορθολογική έρευνα της πραγματικότητας και ταυτόχρονα η γνώση που προκύπτει από αυτήν. Κάθε επιμέρους επιστήμη, σύμφωνα με την ειδίκευσή της, μελετά έναν ορισμένο τομέα και προσπαθεί να παραγάγει καινούργιο γνωστικό υλικό σχετικά με αυτόν ενώ αυτό το υλικό θα το κατατάξει και επιπλέον θα το ταξινομήσει, σύμφωνα με ορισμένες γενικές αρχές και μεθόδους.
Εξάλλου, η ερμηνεία που δίνεται για κάθε τι δεν είναι ούτε τετελεσμένη ούτε αμετάκλητη αλλά εμπλουτίζεται ή αναθεωρείται διαρκώς.
Επομένως, η επιστήμη συνδέεται άμεσα με τις παραστάσεις του συνειδητού, του επαληθεύσιμου, του διαπιστωμένου και του αξιόπιστου.
Αντίθετα, η προχειρότητα, η επιπολαιότητα, η υποκειμενικότητα, ο ερασιτεχνισμός, η αυθαιρεσία και η αναξιοπιστία αποτελούν γνωρίσματα ασυμβίβαστα μ’ αυτήν.
Αυτή η παράθεση φανερώνει ότι η επιστήμη είναι πολιτιστική επίδοση που παρουσιάζεται ιστορικά με αισθητή καθυστέρηση.
Αρχικά, λοιπόν, οι μυθικές εξηγήσεις κυριάρχησαν στο ανθρώπινο πνεύμα, στην συνέχεια ζητήθηκαν μεταφυσικά αίτια για τα φαινόμενα και σήμερα, τα φαινόμενα συσχετίζονται μεταξύ τους ώστε να βρεθεί η αιτιώδης σχέση που τα συνδέει.
Αυτό το στάδιο διδάσκει πως η επιστημονική σκέψη προϋποθέτει έναν βαθμό πνευματικής ωριμότητας. Η αργή αυτή πορεία του ανθρώπινου πνεύματος δεν ήταν εύκολη και επιπλέον, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Ο άνθρωπος θα εξακολουθήσει να παλεύει με επιστημολογικά εμπόδια που δεν είναι δυνατόν να καταρριφθούν αμέσως.
Ο κοινός νους του ανθρώπου αισθάνεται αδυναμία να παρακολουθήσει την ιλιγγιώδη επιστημονική πρόοδο. Δυστυχώς, όμως, η πραγματικότητα μετριάζει την αισιοδοξία αφού η πρόοδος αυτή δημιούργησε άπειρα προβλήματα γιατί υπήρξε μονόπλευρη.
Ο άνθρωπος με την πρόοδο δεν ακολουθεί ανάλογη πνευματική ωρίμανση και ηθική τελείωση, αλλά υφίσταται μιαν οξύτατη κρίση.
Κανείς δεν αρνείται τις ευεργετικές συνέπειες της τεχνικής προόδου, αν είναι καλοπροαίρετος. Όλα αυτά όμως δεν αρκούν, γιατί μόνα τους δεν οδηγούν στην λύτρωση.
Άλλωστε, το γένος μας έχει εξαιρετικά σύντομη ιστορία πάνω στην γη.
Πριν ακόμα ωριμάσει εσωτερικά, αποδέσμευσε δυνάμεις αχαλιναγώγητες, εφόσον δεν μπόρεσε να δαμάσει τα πάθη του. Γοητεύθηκε από την δύναμη που κρατούσε και πλήρωσε βαρύτατο τίμημα. Η πρόοδος υπήρξε ακατάσχετη και ο άνθρωπος αδυνατεί να αφομοιώσει, να προσαρμοστεί και να κατανοήσει.
Είδε παλιά βάθρα να καταρρέουν, πεποιθήσεις να κλονίζονται, ριζική μεταβολή του κάθε τι και αναθεώρηση των αξιών.
Όλα αυτά υπήρξαν δεινά πλήγματα για την εσωτερική του συγκρότηση, για την καλύτερη αξιοποίηση εμπειρίας και νόησης.
Η αναζήτηση, επομένως, της γνώσης υπήρξε ο μεγάλος πόθος ενώ η επίγνωση της αδυναμίας του να την κατακτήσει ολοκληρωτικά ήταν το μεγάλο του δράμα.
*
Ωστόσο, θετικό στοιχείο είναι η πίστη στην προσπάθεια των επιστημόνων.
Την δύναμη αυτή της πίστης προς το επιστημονικό ιδεώδες αποκαλύπτει η ακαταπόνητη προσπάθεια των ερευνητών να διεισδύσουν στα άδυτα και στα μυστήρια του κόσμου, για να αποκρυπτογραφήσουν το αίνιγμα της δημιουργίας, και η προσφορά της ζωής τους, πολλές φορές στον βωμό της αλήθειας.
Η κοινωνία και η πολιτεία ζητούν περισσότερες ευθύνες από άτομα με τέτοια πνευματική καλλιέργεια, που θα έχουν συναίσθηση της ευθύνης τους και θα είναι δυνατόν να επωμισθούν τα βάρη που συνεπάγονται.
Γι’ αυτό οι επιστήμονες έχουν γενικές και ειδικές υποχρεώσεις.
Εφόσον έχουν εθελοντικά στρατευθεί στην υπηρεσία της ανθρωπότητας που έχει εναποθέσει σ’ αυτούς τις ελπίδες της, είναι τιμητικό χρέος γι’ αυτούς να μην προδίδουν τις προσδοκίες των συνανθρώπων τους και της συνείδησής τους.
Η συναίσθηση αυτή τους θέτει σε εγρήγορση και δεν τους αφήνει να επαναπαύονται στις γνώσεις που έχουν αποκτήσει, αλλά τους υποχρεώνει να κινούνται στα πλαίσια της ηθικότητας, να αγωνιούν για τυχόν παραλείψεις κατά την άσκηση του έργου τους. Αυτός ο συνεχής συνειδησιακός έλεγχος καθιστά τον επιστήμονα μιαν έγκυρη και σοβαρή προσωπικότητα, μακριά από την επιπολαιότητα και την ατημελησία.
Αν έσφαλε ο επιστήμονας είναι δείγμα ωριμότητας και ψυχικής γενναιότητας η ομολογία των σφαλμάτων.
Ωστόσο, επειδή η επιστημονική δεοντολογία όρισε αυτά ως μέλημα του επιστήμονα, όταν ο επιστήμονας δεν τα τηρήσει, θα μετατρέψει την επιστήμη από πηγή ζωής σε πηγή καταστροφών.
Απόλαυση, λοιπόν, για τον Επιστήμονα είναι η εκπλήρωση αυτού του χρέους και ο έπαινος που θα ακολουθήσει, ατομικός και κοινωνικός.
Κάθε επιστήμονας είναι εργάτης και συντελεστής της επιστήμης, και γι’ αυτό πρέπει να διακατέχεται από επιστημονικό πνεύμα, που το απαρτίζουν η διαρκώς αυξανόμενη περιέργεια, η διάθεση ανάλυσης, η απόλυτη σαφήνεια, η κριτική στάση και η ελεύθερη εξέταση.
Αρκεί ο άνθρωπος να συλλαμβάνει τα φαινόμενα όχι παθητικά αλλά με ερμηνευτική προσπάθεια, και να τα καταμερίζει, να επιζητεί την ακρινή προσέγγισή τους, να αμφιβάλλει γι’ αυτά και να προχωρά με αργά, σίγουρα βήματα, χωρίς να υπόκειται σε καμιάν απαγόρευση.
Μόνο ένας παράγοντας, επιβάλλεται σήμερα να επενεργεί κάποτε ανασταλτικά, σε αντίθεση με την αρχή ότι καμιά σκοπιμότητα δεν πρέπει να παρεμβαίνει στο έργο της επιστήμης, να το παρακωλύει ή να το παραποιεί. Και αυτός είναι η ζωή και το συμφέρον των εκατομμυρίων ανθρώπων που άμεσα ή έμμεσα απειλούνται από την επιστημονική υπερβολή.
Αυτό που δυστυχώς δεν μπορούμε να το περιμένουμε –στον βαθμό τουλάχιστον που θα ήταν ευκταίο– από τα κράτη, τα οποία ουσιαστικά ελέγχουν την έρευνα με διαρκείς χρηματοδοτήσεις, το περιμένουμε από την άγρυπνη ηθική συνείδηση του ίδιου του επιστήμονα και από την βαθιά του αγάπη για τον άνθρωπο.
Χωρίς αυτά τα 2, θα κινδύνευε να παραδοθεί σε στείρο και κοινωνικά επικίνδυνο τεχνοκρατικό πνεύμα.
Η συχνή δικαιολογία ότι ο επιστήμονας πρέπει να ενδιαφέρεται για την έρευνά του μόνο, εφόσον την ευθύνη για την καλή ή άσχημη χρήση των επιτευγμάτων του έχουν άλλοι, δεν φαίνεται πιο πειστική.
Η πικρή πείρα έχει διδάξει ότι πρέπει να είμαστε ολοένα και πιο απαιτητικοί από άτομα μεγάλης ευφυΐας και ωριμότητας.
Η κοινωνία περιμένει από τους επιστήμονες όχι απλώς την παραγωγή γνώσης, αλλά και να αναρωτιούνται με αγωνία πώς, από ποιούς και για ποιόν σκοπό θα χρησιμοποιηθούν όσα οι ίδιοι φέρνουν στην επιφάνεια.
Η γνώση, επομένως, μέσω της επιστήμης είναι κοινωνική κατάκτηση και δημιούργημα της ιστορίας που επιτυγχάνεται με πολύ κόπο. Προϋποθέτει πολύ χρόνο και συστηματική προσπάθεια. Απαιτείται ο συντονισμός του μόχθου πολλών ερευνητών και ταυτόχρονα το εξεταστικό βλέμμα που θα ελέγχει τα πάντα, το κάθε επίτευγμα, και δεν θα ικανοποιείται από καμιά κατάσταση.
Η επιστήμη, λοιπόν, αποβαίνει προς όφελος της ανθρωπότητας και υπηρετεί τους σκοπούς της, όταν εξασφαλίζονται οι απαραίτητες προϋποθέσεις εκ μέρους του επιστήμονα, όταν δηλαδή αυτός δεν κλείνεται μέσα σε μιαν συνεκτική θεωρία που παραποιεί το πνεύμα και όταν, κυρίως, οι προσπάθειές του συμβαδίζουν με την αντικειμενικότητα, την ηθική αδιαβλητότητα και την αυξημένη συνειδησιακή αντίδραση.
Αποτελεί αναντίρρητα την μεγαλύτερη προϋπόθεση για την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού η ποιότητα της ζωής που προσφέρεται στους πολίτες και γιατί μέσα σε ένα τέτοιο καθεστώς, γεμάτο από τρόπους ψυχαγωγίας και κάθε είδους ανέσεις, ο άνθρωπος αφήνεται απερίσπαστος στο έργο της δημιουργίας αλλά και επειδή ο ίδιος αυτός πολιτισμός κρίνεται στα κατοπινά χρόνια από την αξία και την προσοχή που δίνει στην ζωή.
Η αναγνώριση από τους πολίτες του δικαιώματος των συνανθρώπων τους να απολαμβάνουν την ζωή είναι αυτή που στερεώνει την δημοκρατία, εξυψώνει το πνευματικό επίπεδο και ασφαλώς βελτιώνει τις κοινωνικές σχέσεις.
Συγχρόνως, όμως, αυτή η αρχή είναι και κάτι που τείνει να εκλείψει σήμερα.
Πραγματικά, μετά από τόσες εμπειρίες που απέκτησε το ανθρώπινο γένος στην διάρκεια των αιώνων της ύπαρξής του, κύρια επιδίωξή του έγινε η εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων για την ζωή. Και αυτή η επιδίωξη πραγματοποιήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αποτέλεσε συνισταμένη γοργής ανάπτυξης του πολιτισμού.
Ο νόμος της φθοράς ήταν η κινητήρια δύναμη γι’ αυτήν την εξέλιξη, πηγή της αναγεννητικής προσπάθειας.
Η ζωή πια απέκτησε πολυεδρικότητα και πολυμορφία, ωστόσο, αν και ο υλικός της τομέας έφτασε μέσω της υπερτροφικότητας σε ύψιστα επίπεδα απόδοσης, αποτελεί κοινή σε όλους διαπίστωση πως ο πνευματικός και ο ηθικός της τομέας βρίσκονται ακόμα σε μιαν «εν δυνάμει» κατάσταση και από την στιγμή που αυτοί οι 2 τομείς χαρίζουν κατ’ εξοχήν την ποιότητα στην ζωή (και δεν έχουν ενεργοποιηθεί), είναι εύλογη η υποβάθμιση της αξίας της ζωής.
Ασφαλώς, αυτό το φαινόμενο παρατηρείται σε μεγαλύτερη κλίμακα και στις μεγαλουπόλεις των οικονομικά ισχυρών χωρών γιατί εκεί υπάρχει και η μεγαλύτερη αντιρροπία μεταξύ τεχνικών και πνευματικών επιτευγμάτων, όσο και αν η άνοδος του βιοτικού επιπέδου οδηγεί αυτόματα σε έκρηξη παραγωγής και τις πνευματικές δραστηριότητες.
Δυστυχώς, αυτές παρεμποδίζονται από τις πλήθος υποχρεώσεις που απορρέουν από τον σύγχρονο, εντατικό και απαιτητικό ρυθμό ζωής σε μιαν κοινωνία αφθονίας.
Αποτέλεσμα αυτού είναι η μονοτονία και η κούραση που αισθάνεται ο άνθρωπος, ανασταλτική για κάθε άλλο κίνητρο που αναμφίβολα εμφανίζεται στην καθημερινότητά του.
Όλα αυτά συνεπάγονται άμεσα την υποβάθμιση της αξίας της ζωής ακριβώς εκεί όπου θα έπρεπε να συνδυαστούν τα γνήσια μέτρα της άνετης ζωής και της ποιοτικής, ιδανικής ζωής.
Και θα ήταν αφέλεια να υποστηρίξουμε ότι ο διαχωρισμός των ειδοποιών στοιχείων της ζωής με την πολυδιάστατη ουσία πρόσθεσε καινούργιους ορίζοντες. Αντίθετα, η υποβάθμιση της αξίας της ζωής συνοδεύεται και από τα τεράστια προβλήματα που αυτή δημιουργεί. Η απουσία αυτών θα ήταν αδιανόητη, αποτελούν φυσικά επακόλουθα.
Και το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίστηκε ίσως με επάρκεια είναι το κοινωνικό πρόβλημα.
Αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις που υπάρχει εκμετάλλευση ορισμένων κατωτέρων τάξεων, που και αυτές οι λίγες περιπτώσεις δεν συνδέονται με το θέμα της ποιότητας της ζωής, θα παρατηρούσαμε πως έχει αντιμετωπιστεί κατά μεγάλο βαθμό η άνιση κατανομή των υλικών αγαθών και των μέσων ανάπτυξης.
Σε αντιδιαστολή, όμως, άλλες πληγές παρουσιάζονται.
*
Η αλλοτρίωση μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίοι αποξενώνονται εντελώς, είναι η πρώτη. Και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εγκληματικότητα, τα ναρκωτικά, την «υπεροχή» του ατομικού συμφέροντος από το κοινωνικό, την έλλειψη επικοινωνίας, συντροφικότητας και συνεργασίας, την περιθωριοποίηση και την ματαιοδοξία.
Η εξειδίκευση προς την οποία προσανατολίζεται η παιδεία μιμούμενη τα ξένα πρότυπα κατά τον χειρότερο τρόπο, τα οποία και αυτά έχουν αποτύχει στον προορισμό τους, συντελεί αποφασιστικά στην διαιώνιση και εξάπλωση των θανάσιμων αυτών αμαρτημάτων του πολιτισμού μας. Η στροφή της κοινής γνώμης προς τα οικονομικής φύσης ζητήματα αποδεικνύει πόσο βαθιά έχει εισχωρήσει ο ιός της απληστίας μέσα μας.
Η ανθρώπινη ύπαρξη έχει καταπέσει, και έχει γίνει υποχείριο των πιο στυγνών και προγραμματισμένων ενεργειών και φαινομένων.
Η μόλυνση της ατμόσφαιρας δεν συγκινεί πια, γιατί έχει γίνει πεποίθηση όλων η ματαιότητα μιας αντίδρασης.
Και η επιστημονική μονομέρεια δεν έχει τίποτα να προσφέρει στον άνθρωπο που αισθάνεται παραγκωνισμένος και αγνοημένος ενώ περικυκλώνεται από τα ογκώδη επακόλουθα του υποβιβασμού του ως μονάδας χρήσιμης και αποδοτικής, σε κάθε τομέα.
Η φιλία, άλλωστε, αποτελεί τον πιο σπάνιο, γνήσιο σύντροφό του.
Τα άτομα γύρω μας έχουν κυριευτεί από μιαν πρωτόγνωρη κυνικότητα και ψυχρότητα, έχουν γίνει απρόσβλητα σε κάθε συναισθηματικό σκίρτημα και το πιο σπουδαίο, νιώθοντας ασήμαντοι, έχουν απωλέσει τον αυτοσεβασμό και την αυτοκυριαρχία τους.
Μέσα από την παρακμή κάθε θεσμού, γίνεται εξάλλου αντιληπτή η κρίση ιδανικών, ηθών και αξιών της εποχής μας, στην οποία εντάσσεται πρώτιστα η κρίση της οικογένειας που ελάχιστες φορές βρίσκεται συγκεντρωμένη ώστε να χαρεί τα πράγματι άφθονα υλικά αγαθά, η κρίση της δικαιοσύνης η οποία επίσης ελάχιστη εμπιστοσύνη προσφέρει με αποτέλεσμα την ανατροπή κάθε φράγματος δικαίου και την αναρχία που κάνει τον πολίτη ανασφαλή, σκυθρωπό και καχύποπτο.
Μ’ αυτούς τους τρόπους, ο άνθρωπος χάνει τις ελπίδες του για το μέλλον και αντί να δημιουργεί, η αποχαύνωση και ο εκφυλισμός τον οδηγούν σε άλλους τύπους συμπεριφοράς, τους οποίους μόνον η ποιότητα και η ποικιλία δεν μπορεί να αποδωθεί ως χαρακτηρισμός. Μέσα σ’ έναν κόσμο, επιπλέον, που ευνοείται η ροπή προς την εσωστρέφεια και όπου διαψεύδονται τα όνειρα και οι προσδοκίες όσων θέλουν να οραματίζονται κάτι καλύτερο.
Πρέπει, επομένως, να βρεθεί η χρυσή τομή δια μέσου μιας νέας αντιμετώπισης των προβλημάτων.
Και βέβαια, πρέπει να εφαρμοστούν οι νομικές διαδικασίες και ο καθένας να συμβάλλει για την εξάλειψη ή έστω την μείωση, στα σημερινά επίπεδα, των μαστίγων που ταλανίζουν τους πολίτες, κάθε έναν ξεχωριστά.
Ωστόσο, τα μέτρα που επιβάλλεται να ληφθούν δεν πρέπει να μείνουν επιφανειακή αποφθεγματολογία. Αντίθετα, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί κάθε δυνατή ανάληψη πρωτοβουλιών από τους ανθρώπους που, όσο εκτός κλίματος κι αν είναι αυτό και πολύ σπάνιο, είναι υπεράνω των εγκλωβιστικών δινών που δημιουργούνται αναπόφευκτα.
Αυτοί είναι κατ’ εξοχήν όσοι αποτελούν την πνευματική και πολιτική ηγεσία.
Πολιτική ηγεσία γιατί χωρίς την δική τους μεσολάβηση κάθε μέτρο θα ήταν ανεφάρμοστο.
Οφείλουμε όλοι, λοιπόν, να αποκαταστήσουμε τις γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ μας, να καταληφθούμε από μιαν συνειδητή πειθαρχία, να αποκαταστήσουμε το κοινωνικό συμφέρον και κάθε αξία που συνεχίζει να καταλύεται.
Μια διαρκής κινητοποίηση, θεμελιωμένη ακριβώς πάνω στο υψηλό βιοτικό επίπεδο που μας απαλλάσσει από ορισμένες υποχρεώσεις, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για την αναβάθμιση της αξίας της ζωής που θα σημαίνει σεβασμό του συνανθρώπου και πολιτισμική ανάπτυξη.
Ο Διαφωτισμός ξεκίνησε από την Γαλλία γιατί εκεί διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες κατά τον 17ο αιώνα. Η «Εγκυκλοπαίδεια» πρόσφερε υπηρεσία μοναδικής σπουδαιότητας: διατήρησε αλλά και διέδωσε τις ιδέες του Διαφωτισμού, μετέδωσε εμπιστοσύνη για τις θετικές επιστήμες που τότε αναπτύσσονταν, ενθουσιασμό για τις νέες ιδέες, επιχειρηματολογία ενάντια στα τρωτά του «παλαιού καθεστώτος» –ancient regime– ιδεολογία για μιαν αστική επανάσταση, αισιοδοξία για την βελτίωση της ανθρώπινης κοινωνίας και την πρόοδο του πολιτισμού.
Οι Διαφωτιστές απαιτούσαν καθολική Παιδεία, γενικά ενώ ο Ρουσσώ στον «Αιμίλιο», συγκεκριμένα, θεωρεί ότι πρωταρχικός δάσκαλος του παιδιού είναι η προσωπική ενασχόληση με τα πράγματα και η απόκτηση εμπειριών. Υποστήριζε ότι τα παιδιά δεν πρέπει να αφεθούν να υποπέσουν στις συμβατικότητες της καθημερινότητας.
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ έγινε ξαφνικά διάσημος όταν κέρδισε έναν διαγωνισμό στα 1757 (γεγονός που συμπίπτει με την γέννηση του Ρήγα Φερραίου) με το έργο του «ΔΟΚΙΜΙΟ ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ». Μ’ αυτό υποστήριζε ότι ο άνθρωπος ήταν καλός και αγνός όταν ζούσε στην φύση ελεύθερος πριν δημιουργήσει τις κοινωνίες του πολιτισμού, ότι φθείρουν την ανθρώπινη φύση οι κακοί νόμοι, το κατεστημένο, η κακή παιδεία, οι συμβατικότητες της καθημερινής ζωής και το εμπόριο.
Τις αντιλήψεις των Διαφωτιστών για το θέμα της Παιδείας διατύπωσε σχετικά ο Ρουσσώ στον «Αιμίλιο». Για να ερεθιστεί η θέλησή του για μάθηση, πρέπει να γνωρίσει πρώτα το περιβάλλον του, την φύση. Ο Ρουσσώ διατυπώνει επίσης την αντίληψη ότι τα παιδιά δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μικρογραφία των μεγάλων αλλά ότι έχουν τον δικό τους κόσμο.
Το κίνημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού έδωσε την ώθηση για την διαμόρφωση στον Ελλαδικό χώρο μιας ανάλογης πνευματικής κίνησης η οποία, ωστόσο, διέφερε σε αρκετά σημεία από αυτό –και ιδίως, ως προς τον σκοπό.
Ενώ ο Ευρωπαϊκός 18ος αιώνας ήταν εποχή της πλατιάς διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού, της ευρείας ανάπτυξης και καλλιέργειας των επιστημών, ιδίως των θετικών, της πνευματικής αναγέννησης και της αναζήτησης της χαμένης ταυτότητας, ο Ελληνικός 18ος αιώνας είναι –εξ αιτίας των άθλιων συνθηκών διαβίωσης που ζούσαν τότε οι Έλληνες– ο αιώνας της αφύπνισης και της προπαρασκευής.
Η μεγάλη διαφορά του Ελληνικού από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό εντοπίζεται κυρίως στην σύγκρουση των λογίων για το θέμα της γλώσσας.
Οι τάξεις των λογίων που αντιμάχονται από το 1750 ως το 1821 είναι αυτές των προοδευτικών και των συντηρητικών.
Οι προοδευτικοί λόγιοι επιθυμούν γλώσσα λαϊκή, μετακένωση των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στον Ελληνικό χώρο, ισονομία, δικαιοσύνη, αναμόρφωση της Παιδείας με διδαχή των θετικών επιστημών και επικράτηση ορθολογικού πνεύματος.
Από την άλλη μεριά, οι συντηρητικοί δυσπιστούν στις νέες εξελίξεις, παραμένουν πιστοί στην παιδευτική αυτοτέλεια της αρχαϊκής παράδοσης, επιθυμούν γλώσσα αρχαΐζουσα, αμφιβάλλουν για την πρόοδο των επιστημών, αισθάνονται την καρέκλα της εξουσίας να τρίζει και προσπαθούν να διατηρήσουν το κύρος τους.
*
Η ουσία είναι ότι η πνευματική αυτή κίνηση ονομάστηκε «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ». Ξεκίνησε στα μέσα του 17ου αιώνα (1660) και διήρκεσε ως την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Παρουσιάστηκε, συγκεκριμένα, σε χρόνια αφύπνισης του Ελληνικού λαού και προπαρασκευής για το ξέσπασμα της Επανάστασης.
Σκοπός του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ήταν να «μετακενώσει» τις ιδέες που ήδη διαδίδονταν στην Ευρώπη, και στην Ελλάδα την τουρκοκρατούμενη, να μεταδώσει το πνεύμα της ελευθεροφροσύνης και της αντιγραφής του Δυτικού κόσμου καθώς και την πίστη στα ιδανικά, αυτά δηλαδή ακριβώς που είχε ανάγκη το Γένος ώστε να αποτινάξει τον Τουρκικό ζυγό.
Πρέπει να δούμε την προσπάθεια Μοισιόδακα-Κοραή-Λούκαρη σε άμεση σύζευξη αλλά και σε σύνδεση με το έργο Ρουσσώ-Ρήγα.
Το όνομα του Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη είναι στενά συνδεδεμένο με την αναβάθμιση του θεσμού της εκκλησίας.
Όταν η Πατριαρχική Σχολή μετονομάστηκε σε Μεγάλη του Γένους Σχολή, ο Κ. Λούκαρης ανέλαβε ένα εξαιρετικά επίπονο και δύσκολο έργο. Δεν υπήρχαν σχολεία, Επιστημονικές Ακαδημίες, τίποτα που να βοηθά την μόρφωση του Γένους. Όλα είχαν εξαφανισθεί.
Ο Λούκαρης έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην δημιουργία ορφανοτροφείων και σχολείων.
Ανέθεσε στον μοναχό Μάξιμο Καλλιπολίτη την μετάφραση της ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ώστε να γίνει κατανοητή σε όλους, ενώ κατέστησε τον φιλόσοφο Κορυδαλέα υπεύθυνο για την αναμόρφωση της Παιδείας και τον εφοδιασμό της με ευρωπαϊκά στοιχεία και μεθόδους διδασκαλίας.
Εξάλλου, φρόντισε για τα εκκλησιαστικά θέματα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Οι σπουδαιότερες εκκλησιαστικές μορφές που αναδείχθηκαν κατά την διάρκεια αυτής της λεγόμενης «Προδρομικής Περιόδου» ήταν αυτές του Σαμουήλ Χατζέρη, του Κοσμά του Αιτωλού και του Ευγένιου Βούλγαρη.
Ο Σαμουήλ αφιέρωσε την ζωή του στην διάδοση των Χριστιανικών ιδεών και στην διατήρηση της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας.
Ο Κοσμάς, όμως, ήταν εκείνος που έδωσε την ζωή του μαρτυρώντας κοντά στον Αψό ποταμό επειδή δεν αρνήθηκε την πίστη του βασανιζόμενος από τους Τούρκους. Σαν νέος Απόστολος, ταξίδεψε με τα πόδια στην Θράκη, την Θεσσαλία, την Αιτωλοακαρνανία, την Πελοπόννησο και μεριμνούσε για την Παιδεία του αμόρφωτου και απαίδευτου Γένους. Έθετε τις βάσεις για να χτιστούν σχολεία και μίλαγε με ενθουσιασμό για την Χριστιανική διδασκαλία, δημιουργώντας στους απλούς ανθρώπους την επιθυμία να μορφωθούν και δίνοντάς τους κουράγιο και υποστήριξη.
Πρέπει να δούμε τον θάνατο του Αιτωλού σε σχέση με τον θάνατο του Φερραίου στην Βιέννη και την υπόθεση Σαμουήλ σε σχέση με τον Βούλγαρη (βλ. δημιουργία «Ελληνικής Νομαρχίας»).
Σε ένα άλλο οπτικό πεδίο, ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Άνθιμος Γαζής έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην ενημέρωση του υπόδουλου Γένους και στην διάδοση των επαναστατικών ιδεών μεταξύ των πνευματικών ανθρώπων του εξωτερικού, δηλ. των ελληνικών παροικιών της Βιέννης, της Βουδαπέστης, του Λιβόρνου και της Λειψίας, μέσω του Τύπου.
Ίδρυσαν τυπογραφείο και εξέδωσαν την πρώτη ελληνική εφημερίδα, τον «Λόγιο Ερμή», ενώ με την πνευματική τους προσφορά συντέλεσαν στην μετακένωση –όπως είδαμε άνωθεν– των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Με τις συνεχείς μετακινήσεις τους, τις γνωριμίες τους και την ενεργητικότητά τους βοήθησαν σημαντικά τις προεπεναστατικές δραστηριότητες, την εκπαίδευση και την διάδοση μιας γλώσσας που ήταν αρκετά λαϊκή, «δημοτική», απαλλαγμένη από τις εντυπώσεις που δημιουργούσε η πομπώδης αρχαΐζουσα αλλά και με αρκετά βασικά στοιχεία από αυτήν που δεν ήταν σωστό να αγνοηθούν.
Ο Ρήγας Φερραίος ή Βελεστινλής γεννήθηκε περίπου στο Βελεστίνο το 1757 (ίδιο έτος με την ανάδειξη του Ρουσσώ).
Στην συνέχεια, βρέθηκε στην Ζαγορά. Για τα φοιτητικά του χρόνια, ο ίδιος μαρτυρεί σε ένα κείμενό του αργότερα, έμμεσα, ότι η αρχαΐζουσα ήταν δαιδαλώδης και τον εξανάγκασε να βασανιστεί αρκετά για να την κατανοήσει (βλ. Βιέννη). Ακολούθως, μετακινείται στην Πόλη όπου υπηρετεί ως γραμματέας σε Φαναριώτες, ενώ ως γραμματέας απασχολείται και στην Βλαχία, αυτή την φορά σε ανώτατους αξιωματούχους. Εκεί γνωρίζει τον κόμη Ντε Λάγγενφελδ ο οποίος τον πείθει να τον ακολουθήσει στην Βιέννη, όπου ο Ρήγας βρίσκει πλήθος Ελλήνων πνευματικών ανθρώπων που είχαν καταφύγει εκεί.
Συγγράφει το «Σχολείο των Ντελικάτων Εραστών» και το «Φυσικής απάνθισμα».
Το πρώτο είναι μια μορφή σατιρικής εκδοχής έξι ερωτικών ποιημάτων ενός Γάλλου ποιητή, το δεύτερο δεν απευθύνεται στον εξειδικευμένο φυσικό αλλά αποπειράται να γνωρίσει στον απλό πολίτη την λογική σκέψη.
Ο Ρήγας επιδίδεται σε επαναστατικές δραστηριότητες και δολοφονείται από Αυστριακούς στρατιώτες το 1798 (αυτό το γεγονός μπορεί να συνδέεται στην φιλολογία –κατά έναν περίεργο τρόπο– με το έργο «ΜΑΤΙΑΣ ΣΑΝΤΟΡΦ» του Βερν, το έργο «ΡΙΧΑΡΔΟΣ Ο ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟΣ» του Σκοτ και τα «ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΚΙΛΙΜΑΝΖΑΡΟ» του Χέμινγουαίη).
Το πιο σημαντικό έργο του Ρήγα περιείχε α) μιαν επαναστατική προκήρυξη, β) το Σύνταγμα του Ρήγα, γ) τον Θούριο, δ) μιαν χαλκογραφία του Μεγ. Αλεξάνδρου. Ακόμα, σημειώνονται ο «Ανάχαρσης», ο «Ηθικός Τρίποδας» και οι 3 Χάρτες.
Η απήχηση του έργου του φαίνεται στα Πολιτεύματα των Συνελεύσεων της Ελληνικής Επανάστασης.
*
Η Ελληνική Νομαρχία επιχειρεί να φέρει τον αναγνώστη κοντά στην πολιτική, να του δώσει πολιτική αγωγή.
Ο συγγραφέας της είναι ένθερμος πατριώτης, με ευγενική ψυχή (βλ. σχέση με Ευγένιο Βούλγαρη) και αγνά αισθήματα. Όμως, είναι γραμμένο χωρίς κάποιαν συγκεκριμένη δομή, με αταξία διαρθρωτική. Για τον συγγραφέα υπάρχουν 3 εκδοχές: είτε ότι είναι κάποιος γιατρός από την Κόρινθο είτε κάποιος με το όνομα «Ιωάννης» είτε κάποιος εξ Ιωαννίνων. Καμιά εκδοχή όμως δεν είναι τεκμηριωμένη.
Ο παραδοσιακός όρος «φιλοσοφία» αρχίζει να παίρνει τώρα ένα περιεχόμενο διαφορετικό: είναι η «υγιής», η «αληθινή», η «πνευματική», η «καθαρή» –ή, όπως λέει ο Μοισιόδακας– η «υγιαίνουσα» φιλοσοφία. Ο Μοισιόδακας δημοσιεύει την πραγματεία του «Περί Παίδων αγωγής» ή «Παιδαγωγία» ενώ ο Αδαμάντιος Κοραής αρχίζει την μεγάλη του εκδοτική προσπάθεια.
Συντελεστές της ανανέωσης, εκτός των λογίων, ήταν και οι έμποροι που έχουν πια εξελιχθεί σε κύριους μοχλούς για την παιδευτική εξόρμηση και την πνευματική καλλιέργεια του Γένους. Δεν έχουν, όμως, αποκτήσει ακόμα ταξική συνείδηση. Πρωτεύει σ’ αυτούς ο υλικός πλούτος. Η αστική τάξη τα χρόνια αυτά χρηματοδοτεί όλες τις προσπάθειες.
Κλείνοντας αυτό το μικρό κείμενο, πρέπει να αναφερθούμε στο «ΔΟΚΙΜΙΟ ΠΕΡΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΙΝΩΝ» του Τσεζάρε Μπεκαρίε: περιείχε τις ιδέες του συγγραφέα και τις προτάσεις του για την αναθεώρηση του σωφρονιστικού συστήματος και της Δικαιοσύνης.
Προέβλεπε:
1) ότι σκοπός κάθε επιβαλλόμενης ποινής δεν είναι η εκδίκηση της κοινωνίας προς τον ένοχο, αλλά ο παραδειγματισμός και σωφρονισμός των άλλων μελών της κοινωνίας,
2) ότι είναι προτιμότερη μια μικρότερη ποινή που, όμως, θα επιβληθεί σίγουρα για μιαν παράνομη πράξη από μιαν υπερβολικά μεγάλη ποινή η οποία, ωστόσο, είναι αμφίβολο αν θα ισχύσει,
3) ότι είναι ανάγκη η ποινή να επιβάλεται όσο το δυνατόν πιο σύντομα, χωρίς να μεσολαβήσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση της αξιόποινης πράξης.
Ο Μπεκαρίε δικαιολογούσε αυτές τις ιδέες του με το επιχείρημα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο, οι ποινές έχουν διαρκέστερο και εντονότερο αποτέλεσμα στην βούληση των ανθρώπων και ότι όσο πιο γρήγορα επιβάλλονται αυτές τόσο πιο στενός είναι ο συνειρμός που δημιουργείται στην σκέψη τους, ώστε να μην επαναληφθούν οι ίδιες πράξεις.
Αυτές οι απόψεις μπορούν να συνδεθούν και με το θέμα της αρχαιοελληνικής «κάθαρσης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου