Ο ΘΕΣΜΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ
ΚΑΙ Η ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΣΤΗΝ Ε.Ε.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1995
ΧΡΗΣΤΟΣ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η διαπραγματευτική στρατηγική των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου 1981-1995 στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης/Ε.Ε. αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο μελέτης για τους Έλληνες σπουδαστές που εξειδικεύονται σε ζητήματα Ευρωπαϊκής Οργάνωσης και Διπλωματίας καθώς η εμπειρία που αντλούν από τα 14 έτη συμμετοχής της Ελλάδας στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και στα κοινοτικά όργανα θα μπορούσε όχι μόνο να χαρακτηρισθεί ως χρήσιμη και πολύτιμη αλλά, επιπλέον, ως ιδιαίτερα εκτεταμένη.
Από την ταξινόμηση των πληροφοριών και τον εμπλουτισμό τους με την απαραίτητη τεκμηρίωση από τις ιστορικές πτυχές των διαπραγματεύσεων προκύπτει ότι η ελληνική ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ε.Κ. επέδρασε καθοριστικά σε κάθε τομέα της ελληνικής ζωής ώστε να είναι σήμερα οδυνηρή ακόμα και η σκέψη να εξεταστεί το ενδεχόμενο να μην είχε υλοποιηθεί το 1981 η ένταξη.
Από την ελληνική οπτική γωνία, ο προσανατολισμός της χώρας προς την Δυτική Ευρώπη οφειλόταν στους ιστορικούς, πολιτιστικούς και μορφωτικούς δεσμούς της με τα κράτη της Ε.Ο.Κ. και, κυρίως, στην συνεχή ανάπτυξη εμπορικών και οικονομικών σχέσεων.
Η Ελλάδα αντιμετώπισε για πρώτη φορά το θέμα της συμμετοχής της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση με τις διαπραγματεύσεις για την σύσταση της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών. Όταν ξεκίνησαν οι επαφές για την Σύνδεση, το εγχείρημα συνδέθηκε στενά με μιαν μεταβατική περίοδο προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, Θεωρήθηκε ως αδύνατον η Ελλάδα να γίνει από την αρχή πλήρες μέλος και, για τον λόγον αυτόν, υϊοθετήθηκε το πρότυπο της Συμφωνίας Σύνδεσης.
Το βασικό συμπέρασμα, από την εξέταση των διαπραγματεύσεων είναι ότι έλειψε από την πλευρά της Ε.Ο.Κ. η πολιτική βούληση που θα προωθούσε την υλοποίηση των στόχων της Συμφωνίας, δεδομένου εξάλλου του «παγώματος» της Συμφωνίας κατά το διάστημα της δικτατορίας στην Ελλάδα.
Στην Μεταπολίτευση, η κυβέρνηση Καραμανλή ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις για την Σύνδεση Ελλάδας-Ε.Ο.Κ., προώθησε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, δέχθηκε το κοινοτικό κεκτημένο καθώς και το παράγωγο δίκαιο στο σύνολό του, υπέγραψε την Συνθήκη προσχώρησης στην Ε.Ο.Κ. (1979).
Στην διαδικασία αυτή ήταν αντίθετο το μεγαλύτερο τμήμα της αντιπολίτευσης στην εσωτερική πολιτική ζωή.
Ύστερα από την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. την 1/1/9881 ξεκίνησε η «αναζήτηση» του θεσμικού ρόλου της χώρας. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ανέλαβε να συντονίσει την διαπραγματευτική στρατηγική σε συνδυασμό με την Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες ενώ, ταυτόχρονα, ιδρύθηκαν τμήματα ή μονάδες της δημόσιας διοίκησης για την διευκόλυνση της προσαρμογής με τις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής δομής και λειτουργίας, αν και η πρόοδος στον τομέα αυτό εξακολουθεί ως σήμερα να μην είναι ικανοποιητική.
Την υποβολή του ελληνικού Υπομνήματος στην Κοινότητα ακολούθησε στο β’ εξάμηνο του 1983 η πρώτη ελληνική προεδρία και το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Αρσένη το οποίο, ωστόσο, διεκόπη ενόψει των ευρωεκλογών του 1984 και των βουλευτικών εκλογών του 1985. Εκτός από τις ανεπίτρεπτες προεκλογικές παροχές, στην περίοδο αυτή ήταν πασιφανής και η γενικότερη αντίθεση της ελληνικής πολιτικής προς τις ευρωπαϊκές πρακτικές, κάτι που διήρκεσε ως τον Οκτώβριο του 1985.
Με την λήξη της 5ετούς μεταβατικής περιόδου για την ενσωμάτωση στην Κοινότητα, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Σημίτης εκπόνησε σε στενή συνεργασία με τις υπηρεσίες της Commission το γνωστό περιοριστικό σταθεροποιητικό πρόγραμμα της σκληρής λιτότητας και της υποτίμησης της δραχμής, με αποτέλεσμα την έγκριση κοινοτικής συνδρομής για την στήριξη της ελληνικής οικονομίας με την μορφή δανείου 2 δις δολλαρίων.
Και αυτό το πρόγραμμα ανετράπη το 1987 λόγω των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων που, δυστυχώς, συνέπεσαν με την άσκηση της δεύτερης ελληνικής προεδρίας το β’ εξάμηνο του 1988. Το κύρος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα είχε υποστεί ανεπανόρθωτα πλήγματα για τα οποία ήταν υπεύθυνη η ελληνική πολιτική ηγεσία και οι διαπραγματεύσεις ήταν ιδιαίτερα δύσκολες για τους υπεύθυνους των χειρισμών.
Οι αλλεπάλληλες εκλογές, τα σκάνδαλα και η εναλλαγή κυβερνητικών σχημάτων στην εξουσία προκάλεσαν ανήκεστο βλάβη στην ελληνική οικονομία.
H κυβέρνηση Μητσοτάκη, τελικά, συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις των συμμάχων και μετέβαλε τον ιδεολογικό προσανατολισμό της Ελλάδας υπέρ της Ενωμένης Ευρώπης.
Αν και το Μακεδονικό ζήτημα σκίασε έντονα τις εκατέρωθεν σχέσεις, η ευθύνη για τους λανθασμένους χειρισμούς βαρύνει αποκλειστικά την ελληνική πλευρά. Στην περίοδο 1989-1993, πάντως, η ελληνική δημόσια διοίκηση ανέπτυξε μια συγκεκριμένη στρατηγική για τον σχεδιασμό πολιτικής σε σχέση με την Ε.Ε. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν προς την κατεύθυνση αυτή οι 2 δέσμες μέτρων Delors και η υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Το επόμενο βήμα σε αυτό το εισαγωγικό πλαίσιο περιγραφής των 14 ετών της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ε.Ε. ήταν η κατάρτιση του Προγράμματος Σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας για την προσαρμογή στις απαιτήσεις της Ο.Ν.Ε., με κύρια συνέπεια την ωρίμανση των εσωτερικών πολιτικών συνθηκών για την λήψη των αναγκαίων μεταρρυθμιστικών μέτρων (π.χ. ιδιωτικοποίηση, απελευθέρωση των αγορών, μείωση του δημόσιου χρέους).
Η μεταβολή αυτή έγινε αντιληπτή ύστερα από την εκλογική ήττα της Ν.Δ. και την ανάληψη για την επόμενη 2ετία των κυβερνητικών ευθυνών από το ΠΑΣΟΚ, καθώς ακολουθήθηκε –παρά τις δημαγωγικές ρητορείες– η ίδια κατευθυντήρια γραμμή.
Η άσκηση της τρίτης ελληνικής προεδρίας, η αναθεώρηση του Προγράμματος Σύγκλισης και η διαμάχη για το εμπάργκο που επέβαλε η Ελλάδα στην Π.Γ.Δ.Μ. αποτελούν τα κύρια επεισόδια της 2ετίας 1994-1995.
Οπωσδήποτε, η εμπειρία που απορρέει από την εκ των υστέρων γνώση της εξέλιξης των γεγονότων υποδεικνύει πως η Ελλάδα (αν και απεδέχθη την ευρωπαϊκή επιλογή ως βασική διάσταση της εξωτερικής και οικονομικής της πολιτικής) τελικά δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί τα διαπραγματευτικά όπλα, με τα οποία εξοπλίστηκε μέσω της συμμετοχής της στους θεσμούς και τα όργανα της Ε.Ε. Αντίθετα, οι διαχωριστικές γραμμές στην πολιτική ζωή, οι ιδεολογικές αγκυλώσεις και η συμβατική σοφία ακύρωσαν τα πλεονεκτήματα που η χώρα διέθετε και δημιούργησαν μιαν εμπλοκή στις σχέσεις της με την Ε.Ε.
Η κυριαρχία του λαϊκισμού και των πελατειακών σχέσεων πατρωνείας καθώς και η εξάρτηση των πολιτικών κομμάτων δεν επιτρέπουν την χάραξη μιας εντελώς νέας «επαναστατικής» στρατηγικής για την λήψη αποφάσεων προκειμένου να βελτιωθεί η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας στην Ε.Ε.
Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον η πολιτική της νέας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ υπό τον Κ. Σημίτη αλλά και οι επιλογές τις οποίες θα κάνει η ανανεωμένη πολιτική ηγεσία της χώρας (Στεφανόπουλος, Σημίτης, Έβερτ, Σαμαράς). Οι προσδοκίες αυξάνονται καθώς υψώνεται ως νέα μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική διπλωματία η Διακυβερνητική Διάσκεψη, η οποία θα δεσπόζει στην σφαίρα της δημοσιότητας για την επόμενη 2ετία.
Τα διδάγματα που μπορούν να αντληθούν από την διαπραγματευτική πολιτική της Ελλάδας στο πλαίσιο της Ε.Ε. θα αποτελούσαν, ίσως, έναν ασφαλήν οδηγό για την χάραξη βασικών κατευθυντηρίων γραμμών στο μέλλον εάν μπορούσαν να αποκρυσταλλωθούν σε μια συνολική μελέτη.
Στην παρούσα εργασία θα γίνει αναφορά, στο μέτρο του εφικτού, σε 2 υπό εξέτασιν περιπτώσεις: α) στην ελληνική πολιτική στον τομέα απελευθέρωσης των τηλεπικοινωνιών και β) στην διαμόρφωση των προγραμμάτων σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας ύστερα από την ένταξη.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί το γεγονός ότι τα περισσότερα στελέχη του Υφυπουργείου Εθνικής Οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης αρνήθηκαν να διαθέσουν οποιαδήποτε επιπλέον πληροφορία για την ουσία ή την προετοιμασία και την έκβαση των διαπραγματεύσεων πλην των στοιχείων εκείνων που αναφέρονται σε επίσημα φυλλάδια και έντυπα που, όμως, δεν συνεισφέρουν σε ικανοποιητικό βαθμό στους στόχους της εργασίας.
Χρήσιμη ως εμπειρία ήταν, πάντως, η επικοινωνία με την Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην Ε.Ε.
Ωστόσο, και από τις Βρυξέλλες δεν δόθηκε το απαραίτητο για την τεκμηρίωση υλικό παρά μόνον ελλιπείς αναφορές, λόγω των υποχρεώσεων των μονίμων αντιπροσώπων (του αρμοδίου για θέματα Τηλεπικοινωνιών του Συμβουλίου Υπουργών κ. Ι. Παπανικολάου και του υπεύθυνου χειριστή θεμάτων πολυμερούς εποπτείας και προγραμμάτων σύγκλισης κ. Κ. Μασούρα).
Στο τελευταίο τμήμα παρατίθεται η βιβλιογραφία καθώς και οι πηγές των δημοσιευμάτων που υποστηρίζουν το περιεχόμενο της εργασίας αυτής.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΣΤΗΝ Ε.Ε. ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ
Ο δημόσιος διάλογος για το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις τηλεπικοινωνίες τουλάχιστον ως τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 δεν είχε ενσωματωθεί στην ημερήσια διάταξη των θεμάτων με τα οποία ασχολούνται οι πολιτικοί, οι σχεδιαστές της κρατικής πολιτικής και οι αναπτυξιολόγοι.
Όμως, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 δρομολογείται μια ραγδαία τεχνολογική μεταβολή, μια διαδικασία θεμελιώδους αναδιάρθρωσης των τηλεπικοινωνιών, η οποία οδηγεί σε εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης των παρεχομένων υπηρεσιών. Σταδιακά αναγνωρίστηκε το γεγονός ότι ένα αποτελεσματικό τηλεπικοινωνιακό σύστημα μπορεί να προσδώσει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα για την ανάπτυξη των κρατών στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας.
Πράγματι, η πληροφορία μετατρέπεται πλέον σε έναν θεμελιώδη συντελεστή παραγωγής (μαζί με την εργασία και το κεφάλαιο) καθώς έχει δημιουργηθεί διεθνώς ισχυρή ζήτηση για υπηρεσίες υψηλής ποιότητας.
Η τάση της δεκαετίας του ‘80 ήταν η απεξάρτηση των δημόσιων τηλεπικοινωνιακών οργανισμών από τον άμεσο κρατικό έλεγχο και η εσωτερική τους αναδιοργάνωση. Ταυτόχρονα και υπό την επιρροή των ιδεολογικών ανακατατάξεων σε Ευρώπη και Η.Π.Α. προωθήθηκε η πρακτική της ιδιωτικοποίησης και εισήχθη η έννοια του ανταγωνισμού με την αύξηση των φορέων παροχής υπηρεσιών καθώς και του αριθμού των τηλεπικοινωνιακών δικτύων.
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ήδη από το 1984 ξεκίνησε τον σχεδιασμό για την ανάπτυξη πολιτικής για την απελευθέρωση της αγοράς τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Μια πρώτη κατευθυντήρια γραμμή ήταν η εκπόνηση κοινής στρατηγικής για την ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Το Συμβούλιο Υπουργών ενέκρινε το Α’ Πρόγραμμα Δράσης για την δημιουργία ενιαίας αγοράς στον τομέαν αυτό και για τον καθορισμό συνθηκών ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Το Πρόγραμμα έθετε ως στόχο την συντονισμένην εισαγωγή στην Κοινότητα της ψηφιακής κινητής τηλεφωνίας και του ενοποιημένου ψηφιακού δικτύου υπηρεσιών ISDN καθώς και την δημιουργία κοινών τεχνικών προδιαγραφών.
Η νέα τηλεπικοινωνιακή πολιτική της Ε.Κ. συνοδεύτηκε από την ιδιωτικοποίηση της βρεττανικής κρατικής εταιρείας British Telecom, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών μεταβιβάστηκε στον ιδιωτικό τομέα, επί M. Thatcher.
Εκτός από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και το πρόγραμμα για την ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς –που διευκόλυναν τις διαδικασίες παραγωγής κοινοτικής νομοθεσίας– πρέπει να επισημανθεί η απόφαση του Δικαστηρίου για την υπόθεση της British Telecom.
Το Δικαστήριο αποφάσισε υπέρ της πλήρους εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης της Ρώμης για τον ανταγωνισμό και στις επιχειρήσεις του τηλεπικοινωνιακού τομέα, γεγονός που έδωσε έρεισμα στην Commission να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς στην απελευθέρωση.
Πράγματι, τον Οκτώβριο του 1987 η Commission δημοσιοποίησε την Πράσινη Βίβλο για τις υπηρεσίες και το τηλεπικοινωνιακό υλικό, με την οποία εγκαινιάζεται μια πολιτική θετικής ολοκλήρωσης μέσω ενεργειών που αποσκοπούν μακροπρόθεσμα στην πλήρην απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, στην πλήρην απελευθέρωση της αγοράς εξοπλισμού υλικού, στην παρεμπόδιση της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης από τις επιχειρήσεις και, τέλος, στην εφαρμογή κοινής εμπορικής πολιτικής σε σχέση ιδιαίτερα με την Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου.
Τον Φεβρουάριο του 1988 η Commission, αξιοποιώντας τις αντιδράσεις των ενδιαφερόμενων φορέων για το κείμενο προτάσεων της Πράσινης Βίβλου, δημοσιοποίησε το Πρόγραμμα Δράσης για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αγοράς τηλεπικοινωνιών με στόχο το 1992 να έχει εγκαθιδρυθεί η ενιαία αγορά.
Ακολούθησε μια σειρά αποφάσεων και ψηφισμάτων του Συμβουλίου Υπουργών που έθεταν τις βάσεις για την εφαρμογή του Προγράμματος Δράσης της Commission και για την υλοποίηση πολιτικών που περιγράφονται με τους όρους: «απορρύθμιση», «απελευθέρωση», «εναρμόνιση» ή «ιδιωτικοποίηση».
Οι πρακτικές αυτές αναβαθμίζουν τον ρόλο των δυνάμεων της αγοράς με την εισαγωγή στοιχείων ανταγωνισμού, διότι οι τηλεπικοινωνίες αποτελούν έναν κλάδον έντασης γνώσης και έχουν υψηλές απαιτήσεις κεφαλαίων. Για τον λόγον αυτό, γίνεται προσπάθεια να εκσυγχρονισθούν οι τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, να εξυπηρετηθούν οι καταναλωτές και να συμπιεσθεί το κόστος. Από την κατάστασην, άλλωστε, των τηλεπικοινωνιακών υποδομών εξαρτάται ο βαθμός προσέλκυσης επιχειρήσεων με διεθνείς δραστηριότητες.
Το ελληνικό κράτος χρειάζεται, επίσης, να προσελκύσει στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής στην οικονομία ξένα κεφάλαια για να γίνουν επενδύσεις που θα βελτιώσουν την καθυστερημένην υποδομή στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.
Ως χρονική αφετηρία «ανάπτυξης» των τηλεπικοινωνιών πρέπει να θεωρηθεί το 1859, έτος κατά το οποίο εισήχθη στην Ελλάδα η τεχνολογία του τηλέγραφου. Το 1949 ιδρύθηκε ο Ο.Τ.Ε. με το προνόμιο της μονοπωλιακής εκμετάλλευσης όλων των υπηρεσιών και του δικτύου της χώρας και με ΜΙΑ και ΜΟΝΑΔΙΚΗ μετοχή που ανήκε στο ελληνικό κράτος.
Ο Ο.Τ.Ε. προώθησε στην δεκαετία του ‘70 κυρίως την μαζική χρήση του τηλεφώνου, όμως η πολιτική προμηθειών βρισκόταν σε αντίθεση με την πρακτική των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών. Αντί ο Ο.Τ.Ε. να ενισχύει με τα κέρδη του την ελληνική βιομηχανία εξοπλισμού, εισήγαγε τηλεπικοινωνιακό υλικό από την διεθνήν αγορά.
Αν και το 1975 ξεκινά η εγκατάσταση σε διεθνές επίπεδο ψηφιακών τηλεπικοινωνιακών κέντρων, η διαδικασία εισαγωγής της ψηφιακής τεχνολογίας στην Ελλάδα θα ξεκινήσει στις αρχές του 1990 και ενώ η απόφαση έχει ληφθεί από το 1977.
Η πρωτοφανής καθυστέρηση οφείλεται στην παράλογη πολιτική της «ελληνοποίησης των κρατικών προμηθειών», δηλαδή στην τακτική του Δημοσίου να στηρίζει την εθνική βιομηχανία παροχής τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού. Ταυτόχρονα, η εξάρτηση του Ο.Τ.Ε. από τις εκάστοτε κυβερνήσεις αυξάνεται ενώ οι επενδύσεις στον τομέαν αυτό μειώνονται.
Το καίριο ερώτημα για την Ελλάδα είναι πώς μπορεί να επιδιώκει να στρέψει την οικονομία της κατ’ εξοχής στον τομέα των υπηρεσιών όταν υστερεί τόσο τραγικά στους κλάδους των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών.
Αξίζει να σημειωθεί πως (με τον ευνοϊκότερον υπολογισμό) τα βασικά έργα ανάπτυξης του τηλεπικοινωνιακού δικτύου εκτελούνται στην Ελλάδα με καθυστέρηση 5-10 ετών σε σύγκριση με την Ε.Ε. ενώ –σε ό,τι αφορά το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την παροχή των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών– η πραγματοποίηση των αναγκαίων νομοθετικών ρυθμίσεων ακόμη εκκρεμεί.
Το ζήτημα της έλλειψης σαφούς επικοινωνιακής πολιτικής έχει απασχολήσει επανειλημμένως την Ε.Ο.Κ. και την αρμόδια για τις τηλεπικοινωνίες 13η Γενική Διεύθυνση της Commission ενώ, όπως θα αποδειχθεί, η Ελλάδα διαρκώς παρεκκλίνει ζητώντας εξαιρέσεις από τις τελικές προθεσμίες εναρμόνισης με τις κοινοτικές οδηγίες.
Σε γενικές γραμμές, η Ε.Ε. (με τις οδηγίες που έχουν εκδοθεί) έχει απελευθερώσει την κινητή τηλεφωνία και προβλέπει ότι οι βασκικές υπηρεσίες τηλεφωνίας και οι τηλεπικοινωνιακές υποδομές θα απελευθερωθούν την 1/1/98. Ωστόσο, επειδή τα δίκτυα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας θεωρούνται ως ελλιπώς αναπτυγμένα για τις 4 αυτές χώρες το μονοπώλιο θα διατηρηθεί ως την 31/12/2002 (μόνον η Ισπανία με δήλωση του πρωθυπουργού Γκονζάλες παραιτήθηκε από το προνόμιο διατήρησης του μονοπωλίου στις τηλεπικοινωνίες).
Επίσης, η Ε.Ε. προβλέπει μείωση των τιμολογίων και διαφάνεια των προμηθειών. Οι διαφορετικές προτεραιότητες μεταξύ του ελληνικού κράτους και της περιφερειακής πολιτικής της Ε.Ε. είχαν, ωστόσο, την δυσμενήν επίπτωση ότι ήταν μικρή η βοήθεια για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών τηλεπικοινωνιών από το πρώτο Κ.Π.Σ. 1989-1993.
Ως το 1989, εξάλλου, τα ετήσια προγράμματα του Ο.Τ.Ε. παρέμεναν καθηλωμένα (60 δις) συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες όπου γίνονταν υψηλές επενδύσεις προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και των θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Από την περίοδον εκείνη ξεκίνησε η εφαρμογή του 5ετούς Αναπτυξιακού Προγράμματος του Ο.Τ.Ε., ύψους 600 δις για την περίοδο 1989-1993.
Τον Φεβρουάριο του 1990 ελήφθη από την Οικουμενική Κυβέρνηση η απόφαση για την προμήθεια ψηφιακών τηλεφωνικών κέντρων από τους οίκους Intracom/Ericsson και Siemens/Tηλεβιομηχανική ύστερα από μιαν πρώτη, έντονα φορτισμένη και αμφιλεγόμενη περίοδο –τον πόλεμο των ψηφιακών– με αποτέλεσμα οι νέες παροχές να είναι παρωχημένης πλέον τεχνολογίας (διότι η επιλογή είχε γίνει από το 1986) και, ωστόσο, να διατεθούν σε υψηλό κόστος.
Υπό την πίεση των θεσμικών πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διεξήχθη κατόπιν διαγωνισμός για την εγκατάσταση και εκμετάλλευση από ιδιώτες (Stet-Panaphon) δικτύων κινητής τηλεφωνίας.
Ήταν το πρώτο επιτυχημένο βήμα, ίσως, προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης της αγοράς τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε επί πλέον την πρωτοβουλία να προωθήσει και να χρηματοδοτήσει την μελέτη της βρεττανικής εταιρείας COOPERS AND LYBRAND για την αναμόρφωση και ανάπτυξη των ελληνικών τηλεπικοινωνιών. Σύμφωνα με τα πορίσματα της μελέτης, ο τομέας των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως ένας ελλάσων τομέας παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας δίχως να εκπονείται στρατηγική για την ανάπτυξή του ενώ οι επενδύσεις προς την κατεύθυνσην αυτή είναι διαρκώς χαμηλές.
Η βρεττανική εταιρεία διαπίστωνε παρεμβάσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων στην λειτουργία του Ο.Τ.Ε. που εμποδίζουν την αποδοτική διοίκηση του οργανισμού και μπλοκάρουν την λήψη αποφάσεων. Η μελέτη κατέληγε με προτάσεις για αλλαγές στην διοίκηση του Ο.Τ.Ε. και στο ισχύον θεσμικό καθεστώς προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών. Σύμφωνα με το σχέδιο της COOPERS AND LYBRABD, για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών τηλεπικοινωνιών ως το 2000 θα έπρεπε να γίνουν επενδύσεις ύψους 1,8 τρις δρχ.
Πάντως, μεταξύ της 4ης Γενικής Διεύθυνσης της Commisssion για τον Ανταγωνισμό, της 13ης για τις Τηλεπικοινωνίες και της 16ης για την περιφερειακή πολιτική προέκυψαν διχογνωμίες για την ερμηνεία των προτάσεων για την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του Ο.Τ.Ε.
Για τον λόγον αυτό, δημιουργήθηκε ειδική ΕλληνοΕυρωπαϊκή Επιτροπή με σκοπό την μείωση του αναπτυξιακού χάσματος και την εναρμόνιση της Ελλάδας με την κοινοτική πολιτική στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Η Επιτροπή αυτή κατέληξε σε 2 σχέδια Δράσης στην βάση της επιχειρηματολογίας της Commission ότι στην 5ετία 1993-1997 πρώτη προτεραιότητα της διαρθρωτικής πολιτικής για την Ελλάδα θα έπρεπε να είναι ο εξευρωπαϊσμός των τηλεπικοινωνιών της χώρας.
Τα σχέδια αυτά θα ήταν ο προπομπός της δεύτερης δέσμης μέτρων Delors.
Αναλυτικότερα:
α. Το Έκτακτο Πρόγραμμα Αιχμής για την ανάπτυξη των ελληνικών τηλεπικοινωνιών 1992-94 (CRASH PROGRAMME), ύψους περίπου 50 δις με χρηματοδότηση κατά 50% από την Ε.Ε. ήταν ένα πρόγραμμα άμεσης απόδοσης που έθετε τους εξής στόχους:
• την αναβάθμιση της ποιότητας και διαθεσιμότητας των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών σε υψηλά ευρωπαϊκά επίπεδα,
• τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση του τομέα των τηλεπικοινωνιών, ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο σύγχρονο δίκτυο για την χώρα με σταδιακή εγκατάλειψη του παλαιού δικτύου και της σύνδεσης ψηφιακών και αναλογικών κέντρων,
• την δημιουργία μιας νέας, δημόσιας αλλά αυτόνομης, «ανωτάτης αρχής τηλεπικοινωνιών» επιφορτισμένης με την διαχείριση των αδειών για την χρήση των δικτύων (ακόμη και των ραδιοτηλεοπτικών) καθώς και με την λήψη αποφάσεων για τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις,
• την βελτίωση του management και της τιμολογιακής πολιτικής του Ο.Τ.Ε.
β. Το Μακροπρόθεσμο Επιχειρησιακό Σχέδιο για την ανάπτυξη του Ο.Τ.Ε. στην περίοδο 1992-2000 (Business Plan) προέβλεπε την βελτίωση της εξυπηρέτησης μέσω των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών ώστε να προσεγγίσει το μέσο επίπεδο της Ε.Ε. ως το 2000.
Το πρόγραμμα αυτό υλοποιεί τις προτάσεις για επενδύσεις ύψους 1,8 τρις στον τομέα της βελτίωσης της υποδομής των δικτύων ώστε να επιτραπεί η εγκατάσταση 4 εκατομμυρίων ψηφιακών παροχών. Επιπλέον, προωθεί την μείωση του προσωπικού του Ο.Τ.Ε. κατά 15% και ήδη έχει εξασφαλίσει την αναγκαία υποδομή για την ανάπτυξη των νέων υπηρεσιών «τηλεπληροφορικής».
Με τον νόμο 2075/92 καθιερώθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη η σύσταση και λειτουργία ανεξάρτητης, διοικητικά αυτοτελούς κρατικής Αρχής, της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών, η οποία τελεί υπό την εποπτεία του υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, Οι αρμοδιότητές της, αποφασιστικές και γνωμοδοτικές, ήταν περιορισμένες ενώ ο νόμος ουσιαστικά έδινε το δικαίωμα στο κράτος να παραχωρεί με ειδική σύμβαση προς τρίτους την άσκηση των τηλεπικοινωνιακών δραστηριοτήτων (που υποτίθεται ότι απελευθερώνονταν).
Ιδιαίτερη αξία έχει το γεγονός ότι στην συνέχεια ο Ο.Τ.Ε. αποστερήθηκε της δυνατότητας να δημιουργήσει δίκτυο κινητής τηλεφωνίας ή να συμμετάσχει σε κοινοπραξία επί τούτου, κάτι το οποίο αποτέλεσε άλλη μιαν ελληνική πρωτοτυπία.
Η ανάληψη υπουργικών καθηκόντων από τον κ. Μάνο σηματοδοτεί μεταβολή το 1993 στην πολιτική της κυβέρνησης της Ν.Δ. καθώς το Υπ.Εθ.Ο. προωθεί στην Βουλή τον νόμο 2167, ο οποίος ψηφίζεται από το θερινό τμήμα, αφού έχει προηγηθεί σκληρή ενδοκομματική διαμάχη, με αποτέλεσμα να υπάρξει τελικά σύγκλιση των αντιλήψεων Μάνου-Έβερτ.
Επρόκειτο για το σχήμα του «στρατηγικού επενδυτή», σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση θα πωλούσε το 35% των μετοχών του Ο.Τ.Ε., μέσω διεθνούς διαγωνισμού σε διεθνή τηλεπικοινωνιακόν οργανισμό, που θα αναλάμβανε και την διοίκηση (management) και, συνεπώς, θα ήλεγχε την πολιτική προμηθειών του Ο.Τ.Ε.
Το εγχείρημα αυτό είχε μεγάλη αξία, καθώς ήταν επικείμενη η προμήθεια 1 εκατομμυρίου ψηφιακών παροχών, ύψους 50 δις. Το 10% των μετοχών επρόκειτο να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και το 4% να διατεθεί στους εργαζομένους του Ο.Τ.Ε. Το κράτος θα διατηρούσε το 51%.
Η πρώτη αυτή απόπειρα ιδιωτικοποίησης ματαιώθηκε ύστερα από την κυβερνητική αλλαγή ενώ η νέα κυβέρνηση προώθησε το εγχείρημα της «μετοχοποίησης». Το σχήμα αυτό προέβλεπε την πώληση του 25% των μετοχών του Ο.Τ.Ε. σε Έλληνες και ξένους επενδυτές.
Το μάνατζμεντ και την πολιτική προμηθειών θα ασκούσε το διορισμένο από το κράτος Δ.Σ. του Ο.Τ.Ε.
Και η δεύτερη αυτή απόπειρα ματαιώθηκε, όταν έγινε σαφώς αντιληπτό από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ότι η τιμή της εξαγοράς δεν θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της (και ίσως να επέφερε ποινικές συνέπειες) καθώς και ότι δεν υπήρχε υψηλό ενδιαφέρον από την διεθνήν αγορά λόγω της εξάλειψης των προσφερόμενων κινήτρων και της παράλληλης ιδιωτικοποίησης του Γερμανικού Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου προώθησε, κατόπιν, την λύση της ιδιωτικοποίησης μόνο του 6%-8% των μετοχών του Ο.Τ.Ε., λύση που δεν ολοκληρώθηκε προς το παρόν, λόγω των πολιτικών εξελίξεων και της αλλαγής πρωθυπουργού και κυβέρνησης. Την ίδια περίοδο και ύστερα από την αλλαγή στην προεδρία του κόμματος, η Ν.Δ. υποχώρησε από τις θέσεις της και εγκατέλειψε την ιδέα για την εκχώρηση του «management» του Ο.Τ.Ε. σε ιδιώτες.
Στα αξιοσημείωτα της 2ετίας 1994-1995 πρέπει να συμπεριληφθεί η αντικατάσταση του νόμου 2075/92 από τον νόμο 2246/94 που επανέφερε στον Ο.Τ.Ε. το δικαίωμα συμμετοχής στην κινητή τηλεφωνία καθώς και η έγκριση του 5ετούς Αναπτυξιακού Προγράμματος για την περίοδο 1994-1998, ύψους 1 τρις.
Τέλος, η συμβολή της ελληνικής προεδρίας στην υϊοθέτηση από το Συμβούλιο Υπουργών ως «κοινής θέσης» της ανάγκης διαμόρφωσης ενός Ευρωπαϊκού Προτύπου για τα ψηφιακά δίκτυα των ενοποιημένων υπηρεσιών (EURO-ISDN), διότι σήμερα το ISDN παρέχεται μόνο σε 6 κράτη της Ε.Ε. και έχει μόνο 300.000 συνδρομητές.
Η Ελλάδα συμμετείχε και στην Επιτροπή Μπάγκεμαν (μέσω του δόκτορα Κ. Μακρόπουλου) η οποία εκπόνησε έκθεση για την «ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ» με την οποία γίνεται σαφές ότι καμία χώρα της Ε.Ε. δεν θα μπορεί πλέον να καθυστερεί και να παρεμποδίζει την διαδικασία απελευθέρωσης των τηλεπικοινωνιών.
Αντίθετα, τα κράτη της Ε.Ε. καλούνται να επιταχύνουν το άνοιγμα των μονοπωλιακών υποδομών στον ανταγωνισμό ώστε οι ιδιώτες επενδυτές να εξασφαλίσουν υψηλές αποδόσεις. Ίσως το πιο σημαντικό είναι, όμως, ότι προτείνεται να δοθεί επειγόντως προσοχή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης ώστε να μην υπάρχει συγκέντρωση της ιδιοκτησίας σε λιγοστούς ισχυρούς επιχειρηματίες.
Όσον αφορά την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο, υπάρχουν 3 οδηγίες οι οποίες ακόμη δεν έχουν ενσωματωθεί από την Ελλάδα:
Α. Η οδηγία 301 της 31/12/1988 για την κατάργηση προνομίων που διατηρούν οι επιχειρήσεις σχετικά με τις τερματικές συσκευές (modems, telex, fax, ασύρματα τηλέφωνα, τηλεφωνικές συσκευές κ.α.).
Β. Η οδηγία 531 του 1990 για την οποία δεν έχει ακόμη εκπνεύσει το περιθώριο εναρμόνισης, είναι όμως πολύ σημαντική διότι καθορίζει αυστηρές διαδικασίες και συγκεκριμένες τεχνικές προδιαγραφές για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, Η προθεσμία για την Ελλάδα λήγει στις 31/12/1997.
Γ. Η οδηγία 263 της 6/11/1992 για την ποιότητα του εξοπλισμού των τερματικών συσκευών.
Από όσα εκτέθηκαν γίνεται αντιληπτό πως η Ελλάδα οφείλει να ανταποκριθεί άμεσα, δίχως να προσφύγει σε εξαιρέσεις, παρεκκλίσεις ή ειδικά καθεστώτα, στην πρόθεση της Commission να υπάρξει το συντομότερο δυνατό πλήρης απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών, δεδομένου ότι το σύστημα λήψης αποφάσεων πιθανότατα σύντομα θα αλλάξει. Η καλύτερη δυνατή εξέλιξη θα ήταν για την ελληνική πολιτική να επηρεάσει την διεργασία μετασχηματισμού, χρησιμοποιώντας πρακτικές θετικής ολοκλήρωσης για να υπερβεί τις ελλείψεις της σε υποδομή.
Βασικό ζητούμενο της τηλεπικοινωνιακής πολιτικής θα πρέπει να είναι η διασύνδεση του εθνικού δικτύου με το διεθνές και η παροχή προηγμένων υπηρεσιών ώστε να υπάρξουν ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα και να εγκατασταθούν στην χώρα μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Βεβαίως, η προοπτική αυτή συνδέεται στενά με το αίτημα για προγραμματισμό της ανάπτυξης της χώρας, η οποία θα πρέπει να φτάσει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα για να συγκλίνει η Ελλάδα με τον μέσον όρο της Ε.Ε. ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα.
Στην Μεταπολίτευση, η εγκαθίδρυση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και η ανάπτυξη των εργατικών αγώνων έκανε δυσχερή την πολιτική μείωσης των μισθών και έθεσε σε δεύτερη μοίρα την ανάγκη να δημιουργηθούν θεσμοί κοινωνικής προστασίας και να εδραιωθεί το κοινωνικό «κράτος-πρόνοιας».
Οι εθνικές αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις γνώρισαν μεγάλη κάμψη στον βωμό της προσδοκώμενης ευημερίας και της υπερκατανάλωσης. Η έντονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική επέρριψε το κόστος των επιλογών και της αποτυχίας των διαδοχικών προγραμμάτων σταθεροποίησης που εκπονήθηκαν στις μελλοντικές γενεές.
Ο ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ‘80 ΚΑΙ Η ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ‘90
Αν και φαινομενικά προσδεδεμένη στην ελεύθερην οικονομία και την αγοράν, η κυβέρνηση της Ν.Δ. στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 εγκαινίασε πολιτικές επέκτασης του δημοσίου τομέα, κρατικοποιώντας ιδιωτικές εταιρείες και τράπεζες και ιδρύοντας –μέσω κρατικά ελεγχομένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων– νέες βιομηχανικές μονάδες.
Η κυβέρνηση Ράλλη αποφάσισε, εξάλλου, το 1981 να προβεί σε προεκλογικές παροχές, αυξάνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και τον πληθωρισμό. Η πολιτική εξαγοράς ψήφων βρήκε, όμως, την πληρέστερην έκφρασή της στην νέα Σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου προχώρησε σε μεγάλες αυξήσεις μισθών και σε κοινωνικοποιήσεις (θέτοντας υπό κρατική αιγίδα τις προβληματικές επιχειρήσεις) ενώ αύξησε τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων. Η πρακτική αυτή νόθευε τον ανταγωνισμό και δημιουργούσε ασφυκτικές πιέσεις στην ιδιωτική αγορά εργασίας.
Η κρατική οικονομική δραστηριότητα επεκτάθηκε εις βάρος του ιδιωτικού τομέα και δόθηκαν προνόμια στις συντεχνίες ενώ εγκαταλείφθηκε η αρχή του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.
Οι επιδοτήσεις της Ε.Ο.Κ. αύξησαν την κατανάλωση και συνέτειναν στην εξάλειψη των κινήτρων για την αύξηση της παραγωγικότητας.
Προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι κρατικές δαπάνες, επιβαρύνθηκε το δημόσιο χρέος και μειώθηκαν οι δημόσιες επενδύσεις για την βελτίωση των υποδομών.
Η κυβέρνηση προσπάθησε, επομένως, ανεπιτυχώς να ακολουθήσει τον «Τρίτο Δρόμο» για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό και είχε την πρόθεση να διεξάγει δημοψήφισμα για την αποχώρηση από την Ε.Ο.Κ.
Το δικαίωμα για την προκήρυξη δημοψηφίσματος αποτελούσε, ωστόσο, συνταγματικό προνόμιο του Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή. Για τον λόγον αυτό, η κυβέρνηση αρνήθηκε να ευθυγραμμίσει την οικονομική της πολιτική με τις απαιτήσεις της Ε.Ο.Κ. καταφεύγοντας εναλλακτικά στην υποβολή στις 19/3/82 Μνημονίου με το οποίο εκδήλωνε την αντίθεσή της στις διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης που την υποχρέωναν να εκχωρήσει στον ιδιωτικό τομέα δημόσιες επιχειρήσεις μονοπωλιακού χαρακτήρα.
Η Ε.Ο.Κ. απέρριψε το αίτημα της ύπαρξης ειδικού καθεστώτος για την Ελλάδα αναφορικά με τα κρατικά μονοπώλια και τις σχέσεις κράτους-κοινωνίας, θεωρώντας ότι τα αναπτυξιακά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας μπορούν να αντιμετωπισθούν με την πλήρη εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και όχι με την διαρκή αναβολή της.
Η κυβέρνηση αντέδρασε κρατικοποιώντας την εταιρεία «ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ» και ιδρύοντας τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης προβληματικών Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.).
Κι όμως, τα πρώτα 3 χρόνια της ένταξης στην Ε.Ο.Κ. η Ελλάδα εξακολούθησε να παρουσιάζει μηδενική ανάπτυξη ενώ ο πληθωρισμός και η κατανάλωση –λόγω της αυξημένης προσφοράς χρήματος– εκτινασσόταν στα ύψη.
Προ των δυσμενών αυτών εξελίξεων και της απώλειας του ελέγχου, τον Ιανουάριο του ‘83 η κυβέρνηση εκπόνησε το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα της δεκαετίας, το οποίο προέβλεπε υποτίμηση της δραχμής κατά 10% και ετεροχρονισμό στην χορήγηση των αυξήσεων για τους μισθούς. Περιείχε, επίσης, πρόβλεψη για την παροχή επενδυτικών κινήτρων για να προσελκύσει το ξένο κεφάλαιο.
Το πρόγραμμα του «τσάρου» της οικονομίας Γερ. Αρσένη επιχειρούσε να αντιμετωπίσει τον παραδοσιακά αδύναμο τομέα της οικονομίας όπου εκδηλώνεται πρώτα μία κρίση: το ισοζύγιο πληρωμών. Ωστόσο, τα μέτρα δεν ήταν προς την κατεύθυνση του περιορισμού των δαπανών του δημοσίου και της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας.
Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Αρσένη εγκαταλείφθηκε τον Δεκέμβριο του 1983, λίγο πριν τις Ευρωεκλογές του επομένου έτους. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής του ήταν πενιχρά. Η έξοδος κεφαλαίων από την χώρα ήταν μιαν νέα, δυσμενής εξέλιξη: η Ελλάδα καταρράκωνε μόνη της το κύρος, την αξιοπιστία και την ανταγωνιστικότητά της.
Παροχές έγιναν το 1984 αλλά και το 1985 υπό ταραχώδεις πολιτικές συνθήκες με αποτέλεσμα ότι οι μακρο-οικονομικοί δείκτες βρίσκονταν σε πολύ άσχημο σημείο με αποκορύφωμα τον τετραπλασιασμό του δημοσίου χρέους, την άνοδο του πληθωρισμού στο 20% και την κάθοδο των ιδιωτικών επενδύσεων ως προς το Α.Ε.Π. στο χαμηλότερο σημείο της Μεταπολίτευσης.
Μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση Παπανδρέου υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση και απέσυρε το αίτημα προς την Ε.Ο.Κ. για την αναγνώριση ιδιαιτεροτήτων στην οικονομία της χώρας και για την χορήγηση μεταβατικού διαστήματος μη-εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων.
Ο Κ. Σημίτης ανέλαβε τον σχεδιασμό ενός σκληρού προγράμματος λιτότητας σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Ε.Ο.Κ. και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου να μην χαθεί ο έλεγχος της οικονομίας.
Η κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 1985 υποτίμησε την δραχμή κατά 15% και υπέβαλε αίτηση για την χορήγηση από την Κοινότητα ειδικού δανείου, ύψους 2 δις δολλαρίων, για την στήριξη και ανόρθωση της οικονομίας. Μαζί με το αίτημα αυτό, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ενέκρινε υπό αυστηρές προϋποθέσεις και τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (Μ.Ο.Π).
Οι προϋποθέσεις για την λήψη του δανείου αναφέρονταν ασφαλώς στο περιεχόμενο του σταθεροποιητικού προγράμματος και στην υϊοθέτηση από το ελληνικό κράτος 300 οδηγιών που θα έπρεπε να ενσωματωθούν στην ελληνική νομοθεσία.
Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Σημίτη έθετε ως κύριο στόχο την διόρθωση του εξωτερικού ελλείμματος, την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας καθώς και την μείωση του πληθωρισμού. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα έπρεπε στην 2ετία ‘85-‘87 να σημειωθεί μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους. Δεν αναλαμβάνονταν, όμως, δεσμεύσεις εκ μέρους των συντακτών του κειμένου. Προβλεπόταν, πάντως, η κατάργηση αρκετών κρατικών μονοπωλίων και ο δραστικός περιορισμός του ρόλου του κράτους στην οικονομία. Η υλοποίηση του προγράμματος στηρίχθηκε στην μείωση των μέσων πραγματικών μισθών και σε μιαν ανελαστική εισοδηματική πολιτική.
Η πολιτική αυτή ακολουθήθηκε πιστά ως τον Μάρτιο του 1988, όταν ο Κ. Σημίτης εξωθήθηκε σε παραίτηση από το αξίωμα του υπουργού Εθνικής Οικονομίας διότι αιφνιδίως επιχειρήθηκε η ανατροπή αποφάσεων που είχαν ληφθεί με στόχο την μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων προκειμένου να γίνουν προεκλογικές παροχές. Η διακοπή του προγράμματος αποτελεί ενέργεια που στιγματίστηκε από το σύνολο όσων ενδιαφέρονται για την εξυγείανση των δημοσίων οικονομικών, καθώς το πρόγραμμα απέδιδε τους πρώτους καρπούς και η συνεπής ολοκλήρωσή του θα είχε αλλάξει άρδην τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ο πληθωρισμός μειώθηκε το 1987 στο 13% (το χαμηλότερο ποσοστό της 15ετίας 1978-1992), οι εισαγωγές συγκρατήθηκαν λόγω της μείωσης της εγχώριας ζήτησης και, παράλληλα, αυξήθηκαν κατά 7% του Α.Ε.Π. οι εξαγωγές. Οι ιδιωτικές επενδύσεις ανέκαμψαν και η οικονομία σημείωσε το 1988 μεγέθυνση 4,5% (το υψηλότερο ποσοστό ανάπτυξης μετά το 1978).
Η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε και τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών μειώθηκαν.
Όμως, από την άλλη πλευρά, η ανεργία αυξήθηκε 2,5% ενώ το εισόδημα των εργαζομένων εξαιτίας των άμεσων θυσιών στις οποίες υποβλήθηκαν μειώθηκε 15%. Η μείωση αυτή υπερέβη τις συνολικές αυξήσεις μισθών που είχαν δοθεί σε ολόκληρη την πρώτη 4ετία του ΠΑΣΟΚ.
Στα θετικά του προγράμματος πρέπει να καταγραφεί και το γεγονός ότι η δημόσια διοίκηση υποχρεώθηκε να διαμορφώσει ευέλικτες μεθόδους για την πραγμάτωση των στόχων του.
Ήταν ένα πρόγραμμα λιτότητας που (αφού αναμετρήθηκε με τις πελατειακές σχέσεις, την πολιτική πατρωνεία και τις ομάδες πίεσης για την υπεράσπιση των «κεκτημένων») θυσιάσθηκε στον βωμό της κατάκτησης με αθέμιτα μέσα της ασυλίας που προσφέρει η κυβερνητική εξουσία.
Στην συνέχεια, η εφαρμογή σταθεροποιητικών πολιτικών ατόνησε καθώς την διακυβέρνηση της χώρας άσκησε η κυβέρνηση Τζαννετάκη, η Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα και η υπηρεσιακή κυβέρνηση του κ. Γρίβα.
Οι εισπρακτικοί μηχανισμοί του κράτους κατέρρευσαν και οι δημόσιες δαπάνες άγγιξαν το 50% του Α.Ε.Π.
Από την εμπειρίαν αυτήν αποδείχθηκε ότι η εφαρμογή σταθεροποιητικών προγραμμάτων είναι εξαιρετικά δύσκολη όταν η κυβέρνηση που επιβάλλει τα μέτρα δεν στηρίζεται σε ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Άλλωστε, το επιχείρημα αυτό εδράζεται και στο γεγονός ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. που ανέλαβε την διακυβέρνηση του τόπου τον Απρίλιο του 1990 ανετράπη καθώς έκανε διστακτικά βήματα προς την επιβολή των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν, ασφαλώς, το ύψος του δημοσίου χρέους.
Πρέπει να ληφθεί υπόψιν και το στοιχείο ότι το 1990 υπήρχαν 200 υπό κρατικόν έλεγχο επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνταν το 40% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Η αξία του ενεργητικού των επιχειρήσεων αυτών ήταν το 65% της αξίας του ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων της χώρας.
Αν και διεθνώς η ιδιωτικοποίηση αποτελεί αυτόνομη νομιμοποιημένη πρακτική, στην Ελλάδα προβλήθηκε ως μέσο για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της Ε.Ε.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχείρησε, αντιμετωπίζοντας το τεράστιο δημόσιο χρέος, να αποκρατικοποιήσει τις δημόσιες επιχειρήσεις δίχως τόλμη και επαρκή προετοιμασία. Γραφειοκρατικά εμπόδια, αντιδράσεις των συντεχνιών του δημοσίου τομέα και –το κυριότερο– η έλλειψη πολιτικής βούλησης εξέτρεψαν την πολιτική της αποκρατικοποίησης σε έναν εσωκομματικόν ανταγωνισμό που θυμίζει Βαλκανική σύρραξη.
Οι αμφισβητούμενες διαδικασίες πώλησης των δημοσίων επιχειρήσεων δημιούργησαν μιαν πολιτική διελκυστίνδα που οδήγησε στην εγκατάλειψη όλων των εκδοχών του σταθεροποιητικού προγράμματος.
Αρχικά, το 1990, οι προσπάθειες για την μείωση του δημοσίου χρέους απέτυχαν διότι δεν επιτεύχθηκε ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αντίθετα, οι δαπάνες συνέχισαν να αυξάνονται και τα προβλεπόμενα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις –ύψους 300 δις– δεν πραγματοποιήθηκαν.
Τον Φεβρουάριο του 1991 η Ελλάδα έλαβε το Β’ Κοινοτικό Δάνειο ως αντάλλαγμα για την εκ νέου δέσμευσή της σε σταθεροποιητικό πρόγραμμα που ανακοινώθηκε τον Μάρτιο. Το πρόγραμμα αυτό στηρίχθηκε στην πολιτική δημοσιονομικής εξυγείανσης που περιλάμβανε την συμπίεση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, την μείωση των δημοσίων δαπανών, την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και παροχής υπηρεσιών εν όψει του «1992», νέες δεσμεύσεις για ιδιωτικοποιήσεις και πρόβλεψη για το ενδεχόμενο επιβολής πρόσθετων έμμεσων φόρων.
Παράλληλα, ελήφθησαν συμπληρωματικά μέτρα όπως η εισαγωγή της μηχανογράφησης στις Δ.Ο.Υ. για την βελτίωση του φορολογικού συστήματος και η προώθηση των ελευθέρων διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και Γ.Σ.Ε.Ε. για την υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Η περιοριστική νομισματική και εισοδηματική πολιτική απέδωσε, καθώς αυξήθηκαν οι ξένες επενδύσεις και το Α.Ε.Π. (σε μιαν περίοδο ύφεσης στην Ε.Ε.) ενώ ο πληθωρισμός άρχισε να κάμπτεται.
Από το 1992 και μετά, ο κρατικός προϋπολογισμός άρχισε να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα, με αποτέλεσμα να συμβάλει στην μείωση των δανειακών αναγκών του δημοσίου.
Σημαντική ήταν και η συμβολή στην ανάκαμψην αυτή της βελτίωσης στην απορρόφηση των πόρων του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης.
Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ο κ. Μάνος αναγνώρισε ότι η δημοσιονομική εξυγείανση είχε καθυστερήσει σημαντικά την 2ετία 1991-92. Για τον λόγον αυτόν, εφάρμοσε μιαν τακτική αποκατάστασης σχέσεων εμπιστοσύνης με τους τεχνοκράτες της Commission και για να ανορθώσει την αξιοπιστία της χώρας επέβαλε τα σκληρά μέτρα του Αυγούστου του ’92.
Ο κ. Μάνος παρέσυρε, ουσιαστικά, τον πρωθυπουργό στην δική του μάχη εναντίον του πληθωρισμού και υπέρ της σκληρής δραχμής. Το πρόγραμμα σύγκλισης που ενεκρίθη τον Μάρτιο του 1993 ήταν εξαιρετικά σφιχτό, καθώς την τελευταία στιγμή έγιναν προσθήκες στο κείμενο με τις οποίες η ελληνική κυβέρνηση δεσμευόταν να λαμβάνει επιπλέον μέτρα κάθε φορά που θα υπήρχαν αποκλίσεις από τους στόχους του προγράμματος.
Οι στόχοι αυτοί ήταν: η μείωση των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού, η μείωση του δημοσίου χρέους, η αύξηση των εσόδων και η ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων –ύψους 530 δις– ως τα μέσα του 1994.
Εάν παρουσιαζόταν ανάγκη να ληφθούν συμπληρωματικά μέτρα, τότε αυτά θα ήταν η μείωση των κρατικών δαπανών (επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων) καθώς και νομισματικά και φορολογικά μέτρα για την εξάλειψη των πληθωριστικών πιέσεων.
Το πρόγραμμα παρουσίαζε πολλά κοινά στοιχεία με το Πρόγραμμα Σύγκλισης της Πορτογαλίας και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα το 1996 θα εκπλήρωνε τα κριτήρια (πλην εκείνου του δημοσίου χρέους) για την συμμετοχή στην Ο.Ν.Ε.
Το πρόγραμμα Σύγκλισης δεν εφαρμόστηκε ούτε για 6 μήνες, καθώς στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 επικράτησε η σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η οποία υπέβαλε νέο αναθεωρημένο πρόγραμμα Σύγκλισης για την 5ετία 1994-99. Το πρόγραμμα Σύγκλισης καταρτίστηκε ύστερα από κοινωνικό διάλογο και προέβλεπε δημοσιονομική προσαρμογή ύψους 2,9 τρις. δρχ., η οποία θα επιτυγχάνετο χάρη σε 7 πρόσθετες επιλογές της κυβέρνησης:
α) Τα έσοδα του δημοσίου θα αυξάνονταν κατά 900 δις
β) Από μετοχοποιήσεις των ΔΕΚΟ θα εισπράττονταν 450 δις
γ) Από τις δαπάνες του 1994 θα εξοικονομούντο 500 δις
δ) Η δραχμή θα έπρεπε ως το 1996 να συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (Ε.ΝΟ.Σ.)
ε) Ο πληθωρισμός θα έπρεπε σταδιακά να μειωθεί στο 3,3% ως το 1999
στ) Οι πραγματικοί μισθοί θα έπρεπε να μείνουν σταθεροί κατά την διάρκεια εφαρμογής του προγράμματος Σύγκλισης
ζ) Κάθε χρόνο θα έπρεπε να μειώνεται η πραγματική δημόσια κατανάλωση κατά 0,5%
Το πρόγραμμα αυτό εξετάστηκε από το ECO/FIN, δίχως τυπικά να εγκριθεί –όπως προκύπτει από την σύγκριση των αποφάσεων του ECO/FIN για την Ελλάδα και την Ιρλανδία, της οποίας το πρόγραμμα εγκρίθηκε την ίδιαν ημέρα.
Εάν το πρόγραμμα αυτό απέκτησε αξιοπιστία είναι διότι στο Υπουργείο Οικονομικών τοποθετήθηκε ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος, ο οποίος κατάφερε να αυξήσει εντυπωσιακά τα φορολογικά έσοδα, να διατηρήσει τα πρωτογενή πλεονάσματα και να ανακόψει τον ρυθμό αύξησης του δημοσίου χρέους. Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί το 1995 στο 8,1% με προοπτικές περαιτέρω μείωσης. Πάντως, η αξιέπαινη και συνετή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών δεν θα πρέπει στο εξής να συνοδεύεται από κρατικοποιήσεις που κοστίζουν ακόμη δισεκατομμύρια στον προϋπολογισμό.
Δεν συμβιβάζεται η υλοποίηση του προγράμματος Σύγκλισης με την ανάληψη από το κράτος των χρεών των δημοσίων επιχειρήσεων ή τραπεζών που συνολικά συσσωρεύουν στο δημόσιο χρέος ένα ποσό 1,2 τρις που μας απομακρύνει κατά 5% από τον στόχο του Μάαστριχτ ή διαφορετικά: που ισοδυναμεί με 3 επιπλέον έτη σταθεροποίησης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από την πολιτική που ακολούθησαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις της Ελλάδας στο ζήτημα της απελευθέρωσης της αγοράς των τηλεπικοινωνιών όπως και στον σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων οικονομικής σταθεροποίησης πηγάζει εμπειρία πολύτιμη για τις νέες προκλήσεις που πρόκειται να αντιμετωπίσει η ελληνική διπλωματία.
Κατ’ αρχάς, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται στο πλαίσιο της Ε.Ε. βάσει μιας εκ των προτέρων γνωστής στρατηγικής με συγκεκριμένους στόχους. Αντίθετα μάλλον –τα επιχειρήματα που εγείρει υπερτονίζουν την αίσθηση της απόκλισής της από τις πρακτικές που έχουν γίνει αποδεκτές από τους συμμάχους της.
Η επίδειξη συνέπειας εκ μέρους των πολιτικών ηγετών είναι, άρα, απαραίτητη συνθήκη για την ολοκλήρωση των σταθεροποιητικών προγραμμάτων και διευκολύνεται από την τυχόν ύπαρξη ισχυρής μονοκομματικής κυβέρνησης που θα είναι ικανή να προχωρήσει στις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Η Πορτογαλία, λόγου χάρη, εφάρμοσε πιστά 4 διαδοχικά σταθεροποιητικά προγράμματα δίχως να διαρραγεί η κοινωνική συνοχή. Μέσα σε μιαν 10ετία μετετράπη σε «μαγνήτη» ξένων επενδύσεων και αξιοποίησε πλήρως τις θεσμικές αλλαγές με τις οποίες περιορίστηκε ο δημόσιος τομέας.
Τα προγράμματα στηρίχθηκαν στις ξένες επενδύσεις και στην παροχή κινήτρων για την εισροή στην χώρα επιχειρηματικών κεφαλαίων από τα κράτη της Ε.Ε. Αντί να προσφύγει στον δημόσιο δανεισμό, το πορτογαλικό κράτος συνδύασε τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση των αγορών και την κοινωνική προστασία προκειμένου να θέσει τις βάσεις για την μακροπρόθεσμην ανάπτυξη της οικονομίας. Ταυτόχρονα, οι δημόσιες δαπάνες κατευθύνθηκαν προς την ενίσχυση των υποδομών και η φορολογική μεταρρύθμιση κατένειμε ακριβοδίκαια τα βάρη προς όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Η σταθεροποίηση στηρίχθηκε στο άτυπο «κοινωνικό συμβόλαιο» και στην εξάλειψη του διχασμού μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων.
Τις επιλογές έκαναν πολιτικοί-τεχνοκράτες, οι οποίοι αποστασιοποιήθηκαν από τις κομματικές αντιπαραθέσεις.
Το πρόγραμμα σύγκλισης της χώρας με την Ε.Ε. βελτίωσε την παραγωγικότητα και εξυγείανε τους προβληματικούς κλάδους της βιομηχανίας ενώ περιόρισε την διοικητική γραφειοκρατία.
Το δίδαγμα από την ελληνική υστέρηση έναντι της Πορτογαλίας είναι ότι πρέπει να επιδειχθεί μεγαλύτερη αποφασιστικότητα ώστε να αποκατασταθεί η μακρο-οικονομική ισορροπία στην οικονομία μας καθώς και να μειώσουμε την απόσταση που χωρίζει το ελληνικό κράτος (ως προς την ανάπτυξη) από τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε.
Η Ελλάδα, παρά τις καθαρές εισροές σκληρού συναλλάγματος από την Ε.Ε. που αποτελούν σημαντικόν αναπτυξιακό μοχλό, δεν εκμεταλλεύθηκε τις ευκαιρίες που της παρουσιάστηκαν το 1981, το 1987 και το 1990. Τελικά, αντί να συγκλίνει, αποκλίνει και απομονώνεται διεθνώς –κυρίως λόγω της υστέρησης στις οικονομικές επιδόσεις.
Τα χρήματα που δόθηκαν από την Ε.Ε. χρησιμοποιήθηκαν για να καλυφθούν οι ανάγκες του δημοσίου και όχι για να γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές στην γεωργική παραγωγή, στην βιομηχανία, στην αγορά εργασίας –κάτι το οποίο θα μας επέτρεπε να έχουμε μιαν παραγωγική δομή ανταγωνιστική, προσαρμοσμένη προς τα διεθνή δεδομένα της ζήτησης.
Προκύπτει, επίσης, μια ορατή αδυναμία εφαρμογής μεταρρυθμιστικών μέτρων που θα ευνοούσαν την Ελλάδα ασύγκριτα περισσότερο σε σύγκριση με την επιλογή στην οποία τελικά καταφεύγει: οι δυσκολίες που ανακύπτουν μετατίθενται για το μέλλον, για τον επόμενο χειριστή των θεμάτων με αποτέλεσμα να καθίσταται επώδυνη η εκ των υστέρων προσπάθεια να καλυφθεί το χαμένο έδαφος.
Και διάχυτη στην ατμόσφαιρα είναι η πολιτική αίσθηση ότι οι φορείς που εμπλέκονται στις διαπραγματεύσεις για την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών αδυνατούν να παρακολουθήσουν όχι απλώς τις διεθνείς εξελίξεις αλλά και την λογική καν του ενημερωμένου από τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης πολίτη.
Η ελληνική διπλωματία αδυνατεί να συγκεντρώσει τις πληροφορίες εκείνες που θα ενίσχυαν την επιχειρηματολογία και την διαπραγματευτική της θέση, να αναλύσει γεγονότα που είναι πλέον διαφανή και γνωστά ως την παραμικρή πτυχή τους καθώς και να συνθέσει μιαν στρατηγική διαπραγμάτευσης που να περιέχει την γνώση των αδυνάτων σημείων του αντιπάλου, να καταρτίσει σχέδια αποτροπής δυσμενών εξελίξεων και να καταστρώσει εναλλακτικά σενάρια ώστε να επιβάλη τις θέσεις της.
Η Ελλάδα πρόκειται, πάντως, να έχει και άλλες ευκαιρίες τις οποίες δεν θα πρέπει να προδώσει.
Η ενίσχυση του μοντέλου της μεταβλητής γεωμετρίας θα της επιτρέψει, ύστερα από την Διακυβερνητική Διάσκεψη, να ενταχθεί σε συνασπισμούς κρατών, σε άξονες συνεργασίας εντός της Ε.Ε. που δεν θα είναι σταθεροί και μόνιμοι αλλά θα μεταβάλλονται προκειμένου μέσα από την αναζήτηση των εθνικών συμφερόντων να προκύψει η ευρωπαϊκή συλλογική ταυτότητα.
Η πραγματικότητα επιβάλλει –καθώς δεν θα αργήσει να ενταχθεί στην Ε.Ε. ένα δεύτερο ελληνικό κράτος– να δημιουργηθεί κλίμα συναίνεσης γύρω από βασικές στρατηγικές επιδιώξεις, να αρθούν οι διαχωριστικές γραμμές και να λησμονηθούν ρα ιδεολογικά συμπλέγματα περασμένων δεκαετιών.
Προκειμένου να επιτύχει τον επιθυμητό στόχο της ολοκλήρωσης και να καταστήσει σαφή την επιθυμία της να συνεισφέρει στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, καθώς είναι θεσμικά ισότιμη με κάθε άλλο κράτος της Ε.Ε., η Ελλάδα θα πρέπει απαραίτητα να προωθήσει μιαν νέα στρατηγική που να συγκρούεται με τις καθιερωμένες συνήθειες της εξωτερικής και της οικονομικής πολιτικής.
Η μακρο-οικονομική πολιτική είναι αναγκαία σε κάθε πεδίο (όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για κάθε κράτος) και προκειμένου να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση ενώ επιβεβλημένος είναι ο εμπλουτισμός των σταθεροποιητικών προγραμμάτων με μέτρα όπως η μεγαλύτερη ευλυγισία στον καθορισμό των αμοιβών, ο πολλαπλασιασμός των προγραμμάτων για κατάρτιση και εκπαίδευση των νέων, η αποδοχή του ανταγωνισμού.
Η επιτυχία των διαρθρωτικών αυτών αλλαγών εξαρτάται από την κοινή προσπάθεια των κρατών της Ε.Ε., από την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους, από τα διδάγματα που μπορούν να αντλήσουν από την εμπειρία που έχουν αποκτήσει κατά την διάρκεια της ενοποιητικής διαδικασίας.
Η πειθώ που ασκούν οι πολιτικοί ηγέτες προκειμένου να νομιμοποιήσουν την στρατηγική της οικονομικής σταθεροποίησης απέναντι στους πολίτες καθώς και η τεκμηρίωση με την οποία επενδύουν τα επιχειρήματά τους δεν πρέπει να αγνοούνται, όταν ο μελετητής εξετάζει αυτές τις ιστορικές διαδικασίες ολοκλήρωσης.
Η προσωπικότητα των ατόμων, η ιδιοσυγκρασία και οι διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες των λαών, η κοινωνική συνοχή και η χρονική συγκυρία εμπλέκονται σε ένα ιστορικό γεγονός κάθε φορά ανεπανάληπτο.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Βλ. «ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΟ ΧΑΡΤΙ Η ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ Ε.Ο.Κ.», άρθρο του Θεόδ. Κουλουμπή σε αφιέρωμα του περιοδικού «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» στις 22 Ιουνίου 1995 για την Μεταπολίτευση.
Η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που ζήτησε, με βάση το άρθρο 238 της Συνθήκης της Ρώμης, να συνάψει Συμφωνία Σύνδεσης με την Κοινότητα. Η αίτησή της κατετέθη στις 8 Ιουνίου 1959. Βλ. «ΕΛΛΑΔΑ-Ε.Ο.Κ. 1959-1979: ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΔΕΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ» του Σπύρου Χαρίτου, εκδ. Παπαζηση, Αθήνα 1981. Βλ. ακόμα «ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΝ ΠΕΝΤΑΕΤΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ» του 1959 και το «ΠΕΝΤΑΕΤΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ, 1960-1964» της Ε.Ρ.Ε. καθώς και το «ΠΕΝΤΑΕΤΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 1966-1970» της Ένωσης Κέντρου.
Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κ. Καραμανλή ζήτησε την επανενεργοποίηση της Συμφωνίας Σύνδεσης στις 22 Αυγούστου 1974. Διαπραγματευτές για την Ελλάδα ήταν οι κ.κ. Μαύρος και Πεσματζόγλου. Το Συμβούλιο Σύνδεσης, πράγματι, συνήλθε ξανά στις 2 Δεκεμβρίου 1974.
Για τις επιπτώσεις της αντίθεσης τμήματος των πολιτικών δυνάμεων, βλ. «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΕΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΥ», άρθρο του Π.Κ. Ιωακειμίδη στον «ΟΙΚ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ», 22/6/95.
Για το Μνημόνιο της 19/3/82 βλ. περαιτέρω στην μελέτη.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η συγκυρία και ο ελληνικός λαός «ανέθεσαν» την άσκηση και των 3 ελληνικών προεδριών (1983,1988,1994) σε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ υπό τον κ. Α. Παπανδρέου.
Βλ. «ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟΙ Ή ΧΑΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Ο.Κ.;», μελέτη του Δημήτρη Πετυχάκη και του Διονύση Σταμπόγλη στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 23/5/93.
Βλ. την περιβόητη επιστολή του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jacques Delors.
Όπως προκύπτει από την σύγκριση των κειμένων των ECO/FIN, το αναθεωρηθέν πρόγραμμα σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας τυπικά δεν εγκρίθηκε αλλά απλώς εξετάστηκε (σε αντίθεση με τα ήδη εγκριθέντα προγράμματα σύγκλισης της Ελλάδας και των υπολοίπων 11 κρατών). Βλ. περαιτέρω ανάλυση.
Βλ. «ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ» του καθηγητή Δημήτρη Χαραλάμπη, εκδ. Εξάντας.
Τηλέφωνο: 00322-5515611/2856311
FAX: 00322-5127912/5515651
«ΟΙ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΣΤΗΝ Ε.Ε. ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», μελέτη των Φιλ. Πιέρρου, Στ. Καραγεωργίου, Ν. Κορογιαννάκη. «ΟΙΚ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 14/4/94.
Βλ. «ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΤΑΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ», μελέτη του Ι. Καλογήρου και του Σπ. Λιούκα στο συλλογικό έργο «2004: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ».
Βλ. «ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΝΟΤΙΟ ΕΥΡΩΠΗ» του Στέργιου Μπαμπανάση, σελ. 135-148, εκδ. Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα 1985.
Βλ. «ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ», Μαρίας Πετμεζίδου, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992.
H έκφραση ανήκει στον Rudiger Dornbusch. Ο μακρο-οικονομικός λαϊκισμός αναφέρεται στην πρακτική των κυβερνήσεων που, προκειμένου να γίνουν αρεστές στο εκλογικό σώμα, καταφεύγουν σε καταναλωτικές παροχές δίχως να εξασφαλίζουν την χρηματοδότησή τους από την αύξηση της παραγωγικότητας. Αναγκαστικά, η «λύση» ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα είναι ο δανεισμός και η δημιουργία χρεών που επιβαρύνουν τις επερχόμενες γενεές.
Ακόμη και μετά την υλοποίηση της πολιτικής παροχών που συμπυκνώνεται στην φράση «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», οι μισθοί είχαν επαναφερθεί στα ίδια επίπεδα που βρίσκονταν το 1981.
Ο Κ. Σημίτης έμελλε το 1995 να αποπεμφθεί ξανά από την κυβέρνηση με τον ίδιον ακριβώς τρόπο, κατηγορούμενος από τους ανωτέρους του για ευθύνες που ανήκαν στους ιδίους.
Ας σημειωθεί ότι τα 10 τρισεκατομμύρια της Β’ δέσμης Ντελόρ θα έπρεπε με την διοχέτευσή τους σε έργα υποδομής και παραγωγικές επενδύσεις να τριπλασιασθούν, δίνοντας την δυνατότητα στο ελληνικό έθνος να αφανίσει το χρέος των 31 τρις και να επωφεληθεί από την λογική της αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης. Βλ. «ΤΟ Κ.Π.Σ. ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ», άρθρο των Ν. Ζόνζηλου και Σ. Λώλου στο «ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ», 20/12/1992 καθώς και την μελέτη των Γ. Αλογοσκούφη, Κ. Προδρομίδη: «ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ DELORS II KAI H ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ», εκδ. ΙΟΒΕ, Αθήνα 1995.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, τεύχος Σεπτεμβρίου 1995: «ΕΛΛΑΣ-Ε.Ε.: ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
«2004: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ», μελέτη της ΙΟΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ σε επιμέλεια Ανδρέα Κιντή, σελ. 830, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1995.
«1974-1994: ΜΕΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΕΤΗ», αφιέρωμα του περιοδικού ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, τεύχος 22/6/1995
«ΟΙ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΤΟ ΕΤΟΣ 2000 ΣΤΗΝ Ε.Ε. ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», μελέτη των Φιλ. Πιέρρου, Στ. Καραγεωργίου και Ν. Κορογιαννάκη με την υποστήριξη της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα. Δημοσιεύθηκε στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, τεύχος 14/4/1994
«ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ», ετήσια ειδική έκδοση της εφημερίδας ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, Οκτώβριος 1994 και Οκτώβριος 1995
«ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ», ειδική έκδοση σε επιμέλεια Στάθη Χαϊκάλη, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, τεύχος 17/12/1992
«ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ», ενημερωτικό δελτίο του Ινστιτούτου Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε., τεύχη 26-27, Απρίλιος-Μάϊος 1993
«ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ TELECOM ‘94» έκδοση της εφημερίδας ΕΞΠΡΕΣΣ, Δεκέμβριος 1994
Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», ένθετο για την Ε.Ε., τεύχη 22/3/1992, 12/9/1993, 12/6/1994, 3/7/1994
«Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΟΣ ΤΟ 2000», συλλογικό έργο σελ. 530 (σε επιμέλεια Ηλία Κατσούλη, Πάνου Καζάκου, Αναστασίου Γιαννίτση), εκδ. Παπαζήση/Ιδρύματος Friedrich Ebert, Αθήνα 1988
«Η ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» Λουκά Τσούλακη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993
«Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ», Κωνσταντίνου Σημίτη, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989
«ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» Α. Λυμπεράκη, Κείμενο Εργασίας, ΕΚΕΜ 1992
«Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ» Γεωργίου Αλογοσκούφη, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1994
«ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», συλλογικό έργο σε επιμέλεια Αν. Γιαννίτση, Γ. Αλογοσκούφη, Κ. Βαΐτσου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1993
«Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1992» Klaus Busch, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1992
«ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ ΝΤΕΛΟΡ 2 ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ», μελέτη του Κυπριακού Προδρομίδη και του Γ. Αλογοσκούφη, η οποία παρουσιάστηκε σε εκδήλωση του ΙΟΒΕ στις 12/5/1995 (βλ. ειδικό έντυπο ΙΟΒΕ)
«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ», αφιέρωμα του ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ, 21/12/1995
«Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ», αφιέρωμα του ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ, 2/12/1993
«ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», μελέτη του Ν. Πειρουνάκη στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, 5/10/1995
«ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Κ. ΣΤΗΝ Ε.Ε.-ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ», Ν. Μούση, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993
«ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΧΩΡΏΝ» Παναγιώτη Λιαργκόβα, Κείμενο Εργασίας Νο. 19, ΕΚΕΜ Δεκέμβριος 1992
«ΕΛΛΑΣ-Ε.Ε.: ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ», άρθρο στο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ Αρ. 56. Βλ. επίσης ομιλία Γ. Αλογοσκούφη με θέμα «ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ ΝΤΕΛΟΡ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» σε εκδήλωση του ΣΕΒ στις 8/12/1995 για την Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996
«Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ», εισήγηση του υπουργού Εργασίας Στέφανου Τζουμάκα προς την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, 13/11/1995
«ΟΙ ΑΠΕΡΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑΞΥ 1976-1993», άρθρο του Θόδωρου Κατσανέβα στο τεύχος Νοεμβρίου 1995 του περιοδικού ΕΠΙΛΟΓΗ
«ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑΣ», έκδοση της «Le Monde diplomatique» στην σειρά «ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ», τεύχος 3.
«ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΟΣ-ΖΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ», 2 τεύχη-αφιερώματα του ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ (3/6/1993 και 30/12/1993) σε επιμέλεια Σπ. Παπασπηλιόπουλου, Αντ. Παπαγιαννίδη, Σαρ. Καργάκου.
«ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΝΟΤΙΑ ΕΥΡΩΠΗ» Στέργιου Μπαμπανάση, έκδοση Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα 1985
«ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ» Μαρίας Πετμεζίδου-Τσουπουβή, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992
«ΤΖΑΜΠΑΤΖΗΔΕΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ: ΠΕΡΙ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» Κωνσταντίνου Τσουκαλά, εργασία δημοσιευμένη στην «Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης» τεύχος Ιανουαρίου 1993
«EUROPEAN COMMUNITY ECONOMIC REPORT 1993», έκδοση του Institute of Technology Labour Environment.
«GREECE: COUNTRY REPORT-Νο. 4-1992», έκδοση του “THE ECONOMIST INTELLIGENCE UNIT”
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», Τετραμηναίες εκθέσεις του ΙΟΒΕ για την περίοδο 1992-1995
«ΑΝΕΡΓΙΑ-ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ: ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ» έκδοση Μαΐου 1995 του ΣΕΒ
«ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ ΔΕΛΤΙΑ Ι.Ν.Ε.», τεύχη 24-29 από τον Φεβρουάριο ως τον Ιούλιο 1993 από το Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου