*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

«ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΟΜΒΑ» - Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ

«ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΟΜΒΑ»

“COMBAT” 8 Αυγούστου 1945

Αλμπέρ Καμύ

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos



Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό του Αλμπέρ Καμύ που δημοσιεύθηκε την επομένη
της πτώσης της ατομικής βόμβας στην Χιροσίμα τον Αύγουστο του 1945 πρέπει να αναγνωστεί σε σχέση
με την ενότητα περί «κόσμου», «μάχης» και «ζωής» στις διαλέξεις του για το Νόμπελ Λογοτεχνίας με τίτλο ««Δημιουργεῖν: Η τέχνη μέσα στον κίνδυνο» και «Ο συγγραφέας και το επόχημά του» καθώς και
σε σύνδεση με τα άρθρα του περί της Επανάστασης στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1944.
Ακόμη, σε σχέση με το έργο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ»,
του οποίου η «σύλληψή» του έγινε στις το 1948 από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.
και την έκκληση του Καμύ στον «Επαναστατημένον Άνθρωπο» προς το σύμπαν του Jacques Callot.
Επίσης, σε επαφή με τα άρθρα του Τζωρτζ Όργουελ «ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ 1984 - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ» και «Ο.Η.Ε. ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ».


Ο κόσμος είναι αυτός που είναι, δηλαδή –για να πούμε την αλήθεια– τίποτε το ιδιαίτερο.
Αυτό το διδάχθηκε χθες ο καθένας, χάρη στην αξιοθαύμαστη συγχορδία ιδεών
που προέρχονται από ραδιόφωνα, εφημερίδες και υπηρεσίες πληροφοριών.
Για την ακρίβεια, εν μέσω εκατοντάδων ενθουσιωδών σχολίων, μας λένε
πως κάθε πόλη μεσαίου μεγέθους μπορεί να ισοπεδωθεί από μια βόμβα
στο μέγεθος της σφαίρας του ποδοσφαίρου.
Αμερικανικές, Αγγλικές και Γαλλικές εφημερίδες βρίθουν καλλιεπών δοκιμίων
και είναι γεμάτες γλαφυρά άρθρα για το μέλλον, το παρελθόν, τους εφευρέτες, το κόστος,
τα φιλειρηνικά κίνητρα, τα στρατιωτικά πλεονεκτήματα, ακόμα και για την ζωή
που έχει αρχίσει από μόνη της να αποκτά ως χαρακτηριστικό γνώρισμα η ίδια η ατομική βόμβα.
Μπορούμε να το συνοψίσουμε όλο αυτό σε μια πρόταση:
«Ο τεχνικός μας πολιτισμός μόλις έφθασε στο αποκορύφωμα του ανωτάτου επιπέδου κτηνωδίας.
Θα πρέπει, στο περισσότερο ή λιγότερο άμεσο μέλλον, να επιλέξουμε ανάμεσα στην συλλογική αυτοκτονία και στην ευφυή αξιοποίηση των επιστημονικών μας κατακτήσεων.
Εν τω μεταξύ, σκεφτόμαστε πως υπάρχει κάτι το ανήθικο και το έκφυλο
στον εορτασμό μιας ανακάλυψης, της οποίας η εκμετάλλευση προξένησε το πλέον εντυπωσιακό
ξέσπασμα του ολέθρου που έχει ποτέ γνωρίσει ο άνθρωπος.
Τί θα επιφέρει σε έναν κόσμο ήδη παραδομένο
σε όλα τα συνταρακτικά γεγονότα της βίας, ανίκανο για κάθε έλεγχο,
αδιάφορο απέναντι στην δικαιοσύνη και την απλή ανθρώπινη ευτυχία –έναν κόσμο
όπου η επιστήμη αφοσιώνεται στον οργανωμένο φόνο;
Κανείς άλλος, εκτός από τους πιο αμείλικτους ιδεαλιστές, δεν θα τολμούσε να απορήσει.
Αυτές οι ανακαλύψεις πρέπει να καταγράφονται, να αναφέρονται σε υποβληθείσες εκθέσεις
και να γίνονται αντικείμενο σωστού σχολιασμού.
Πρέπει να γνωστοποιούνται με επίσημες ανακοινώσεις στον κόσμο
ώστε ο άνθρωπος να διαμορφώνει μιαν ακριβή εικόνα του πεπρωμένου του.
Όμως, η έκφραση αυτών των τρομακτικών ανακαλύψεων
μέσα από γραφική ή χιουμοριστική αρθρογραφία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.
Ακόμα και πριν την βόμβα, δεν ανέπνεε κανείς τόσο εύκολα σε αυτόν τον μαρτυρικό κόσμο.
Τώρα, μας χαρίζουν μια νέα πηγή δεινών:
υπόσχεται ότι θα είναι ο μεγαλύτερος ψυχικός πόνος που γνωρίσαμε ποτέ.
Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία πως στην ανθρωπότητα δίδεται η τελευταία της ευκαιρία.
Ίσως αυτό αποτελεί περίσταση κατάλληλη για να τυπώσουν οι εφημερίδες μιαν ειδική έκδοση!
Ή, ακόμα πιο πιθανό, θα έπρεπε να αποτελέσει την αιτία για μια δεδομένη ποσότητα ποιοτικής σκέψεως
–και για αρκετή σιωπή.
Ας γίνουμε κατανοητοί: θα χαρούμε εάν οι Ιάπωνες παραδοθούν ύστερα από τον αφανισμό της Χιροσίμα, έχοντας πτοηθεί και κυριευθεί από φόβο.
Αρνούμαστε, ωστόσο, να δούμε τίποτε άλλο σε αυτά τα μείζονα γεγονότα παρά την ανάγκη
να επιχειρηματολογήσουμε με περισσότερη ενεργητικότητα υπέρ μιας γνήσιας διεθνούς κοινωνίας,
στην οποία οι μεγάλες δυνάμεις δεν θα έχουν ανώτερα κυριαρχικά δικαιώματα
επί των μικρών και μεσαίων εθνών,
όπου ένα τόσο απόλυτο όπλο θα υπόκειται σε έλεγχο κυρίως από την ανθρώπινη ευφυΐα
και όχι από τις ορέξεις και τις δογματικές διδασκαλίες διαφόρων κρατών.
Ενώπιον των τρομακτικών προοπτικών που διαθέτει τώρα η ανθρωπότητα,
διακρίνουμε ακόμα πιο καθαρά ότι η Ειρήνη είναι ο μόνος σκοπός
για τον οποίο αξίζει να παλέψουμε.
Δεν πρόκειται πλέον για μιαν ευχή
αλλά για μιαν αξίωση, για ένα αξίωμα,
απαιτητικά και τα δυο και που πρέπει να υποβληθούν από όλους τους λαούς προς τις κυβερνήσεις τους
–μιαν έκκληση να επιλέξουν οριστικά ανάμεσα στην Κόλαση και στην Λογική.

«ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΝΟΥΚΛΑ» - Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ

«ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΝΟΥΚΛΑ»

Αλμπέρ Καμύ


Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos



Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε συνάρτηση με το άρθρο του συγγραφέα «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΟΜΒΑ», την ομιλία του με τίτλο «Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ»,
την «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΚΑΛΙΓΟΥΛΑ» όπου γίνεται αναφορά στο Θέατρο Αλγερίου καθώς και
την διπλωματική του μελέτη προς το Πανεπιστήμιο Αλγερίου με θέμα «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ». Κυρίως, όμως (στον συνδυασμό θεάτρου, ταχύτητας και ποδοσφαίρου), με την ομιλία του με θέμα «Ο συγγραφέας και το επόχημά του»

Έπαιξα, πράγματι, αρκετά χρόνια ποδόσφαιρο στο Πανεπιστήμιο του Αλγερίου.
Μου φαίνεται ότι ήταν χθες.
Όταν, όμως, το 1940 επέστρεψα και ξαναφόρεσα τα παπούτσια, αναλογίστηκα ότι δεν ήταν χθες.
Πριν τελειώσει το πρώτο ημίχρονο, είχα την γλώσσα κρεμασμένη έξω σαν εκείνα τα σκυλιά
με τα οποία διασταυρώνονται οι άνθρωποι στις 2 το μεσημέρι στο Τιζι-Ουζου.
Είχε περάσει αρκετός καιρός από το 1928 και μετά, υπέθεσα.
Έκανα το ντεμπούτο μου με την αθλητική ομάδα Montpesier.
Μόνον ο Θεός ξέρει γιατί,
αφού έμενα στην Belcourt και η ομάδα της Belcourt-Mustapha ήταν η Gallia.
Είχα, όμως, έναν φίλο, έναν χαρακτήρα μάλαμα, που κολυμπούσε μαζί μου στο λιμάνι
και έπαιζε γουώτερ πόλο στην Montpesier.
Άρα, συμβαίνει σαν μερικές φορές η ζωή ενός ανθρώπου να είναι προκαθορισμένη.
Η Montpesier έπαιζε συχνά στο πεδίο της Manoeuvre,
προφανώς για κανέναν ειδικό λόγο.
Η Manoeuvre, όμως, είχε μισθώσει ροπαλοφόρους, έτοιμους να τεθούν στην υπηρεσία
ενός επισκέπτη-κεντροεπιθετικού στην σκηνή της Alenda, στο Οράν της Αλγερίας.
Σύντομα, επρόκειτο να μάθω ότι η μπάλα ποτέ δεν πηγαίνει προς κάποιον όπου αυτός ελπίζει πως θα πάει.
Αυτό με βοήθησε πολύ στην ζωή, κυρίως στις μεγάλες πόλεις,
όπου οι άνθρωποι συνήθως δεν είναι πάντα όσο σωστοί λέγεται.
Ύστερα από έναν χρόνο όμως στο «Lycée», τα ρόπαλα και η Montpesier
με έκαναν να ντρέπομαι για μέναν τον ίδιο: ένα «κολλεγιόπαιδο» πρέπει να παίζει
για την ομάδα του Πανεπιστημίου της Αλγερίας, την R.U.A.
Σε αυτήν την περίοδο, ο χαρακτήρας-μάλαμα (velludo) είχε ήδη φύγει από την ζωή μου.
Δεν είχαμε τσακωθεί οι δυο μας, απλά: τώρα, αυτός προτιμούσε να πηγαίνει για κολύμπι στο Padovani,
όπου τα νερά δεν ήταν τόσο «καθαρά».Ούτε και οι λόγοι τους ήταν τόσο «καθαροί», για να είμαι ειλικρινής.
Προσωπικά, έβρισκα ότι οι λόγοι του ήταν «αξιολάτρευτη»,
αν και χόρευε πολύ άσχημα,
πράγμα το οποίο δεν μπορούσα να αντέξω όταν ήμουν ζευγάρι με μια γυναίκα.
Είναι ή όχι ο άνδρας που πρέπει να πατάει στα δάχτυλα όταν χορεύει;
Ο χαρακτήρας-μάλαμα κι εγώ υποσχεθήκαμε να επιστρέψουμε για να ειδωθούμε.
Τα χρόνια, όμως, πέρναγαν.
Πολύ αργότερα, ξεκίνησα να συχνάζω στο εστιατόριο του Padovani (για σας, για λόγους «καθαρούς»)
αλλά ο «velludotype» είχε παντρευτεί με την τετραπληγική του,
κάτι το οποίο οπωσδήποτε τον εμπόδισε να «κολυμπήσει», όπως συνήθως συμβαίνει.
Τί έλεγα, όμως,
Ω ναι, η R.U.A.
Ήμουν γοητευμένος,
το σπουδαίο για μένα ήταν να παίζω.
Καταβρόχθιζα ανυπόμονα τις μέρες από Κυριακή έως Πέμπτη (ημέρες πρακτικής)
και από Πέμπτη έως Κυριακή (ημέρες της ομάδας).
Έτσι συνέβη και σαν να ενώθηκα με τους φοιτητές του κολλεγίου…
και να ‘μαι γω, γκολτζής της νέας ομάδας!
Ναι, όλα έμοιαζαν τότε τόσο εύκολα.
Δεν ήξερα, όμως, τότε, ότι τέλειωναν μια σειρά χρόνια
που περιλάμβαναν κάθε περιοχή του τομέα του ενδιαφέροντός μου –και ποτέ δεν θα ‘χαν σκοπό πια.
Δεν ήξερα τότε ότι, 20 χρόνια αργότερα, στους δρόμους στο Παρίσι και στο Μπουένος-Άϊρες
(ναι, μου συνέβη)
ακόμα και η λέξη «R.U.A.»,
που την ανέφερε ένας φίλος που συνάντησα, θα έκανε την καρδιά μου να αναπηδήσει τόσο ηλίθια.
Και, αφού εξομολογούμαι τα μυστικά μου,
πρέπει να παραδεχθώ ότι στο Παρίσι, για παράδειγμα,
βλέπω τους αγώνες της Λέσχης Αγώνων Ταχύτητας με κούρσες
όπου έστρεψα την προσοχή μου επειδή η R.U.A.
χρησιμοποιεί τις ίδιες φανέλες με μπλε και άσπρες γραμμές.
Πρέπει, επίσης, να πω ότι οι Αγώνες Ταχύτητας έχουν μερικές ίδιες εκκεντρικότητες με την R.U.A.
Η Λέσχη Ταχύτητας παίζει «επιστημονικά», χάνει αγώνες που θα έπρεπε να κερδίζει.
Φαίνεται ότι αυτό έχει αλλάξει τώρα (όπως μου γράφουν από το Αλγέρι) αλλά όχι πολύ.
Εκτός όλων των άλλων, αυτό εξηγεί γιατί αγαπούσα τόσο πολύ την ομάδα μου
–όχι μόνο χάριν της χαράς της νίκης όταν συνδυαζόταν με τον κόπο που ακολουθεί την προσπάθεια
αλλά και εξαιτίας της ηλίθιας επιθυμίας τις νύχτες μετά κάθε ήττα…
Η πιο δύσκολη ομάδα ήταν η «Olympic Hussein Dey».
Παίζαμε πίσω από το νεκροταφείο.
Πέρναγαν πάνω από το πτώμα μου…
Δεν θέλω να συνεχίσω να αστειεύομαι.
Διότι, ύστερα από πολλά χρόνια στα οποία ο κόσμος μου επέτρεψε να έχω ποικίλες εμπειρίες,
αυτή η εμπειρία από την οποία έμαθα περισσότερα
–μακροπρόθεσμα–
για τις ηθικές υποχρεώσεις του ανθρώπου
είναι η σφαίρα του ποδοσφαίρου
και ό,τι έμαθα στην R.U.A. δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Ας το διατηρήσουμε όλοι.
Ας διατηρήσουμε αυτήν την μεγαλειώδη και επάξια εικόνα της νιότης μας.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

«ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ» - Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ

«ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ»

Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ
1947


Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση
α)με το βιβλίο του Άρθουρ Καίσλερ με τίτλο «Ο Γιόγκι και ο Κομμισσάριος»,
β) με τις διάλεξεις Καμύ στην Σουηδία με τίτλο
«Δημιουργεῖν: Η τέχνη μέσα στον κίνδυνο» και «Ο συγγραφέας και το επόχημά του»,
γ) με το βιβλίο Καμύ-Καίσλερ με τίτλο «ΔΟΚΙΜΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»



Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos


Από πολύ μικρή ηλικία, ίσως από τα 5 ή 6 μου χρόνια, ήξερα πως όταν μεγάλωνα
θα έπρεπε να γίνω συγγραφέας.
Ανάμεσα στα 17 και στα 24 μου περίπου χρόνια, προσπαθούσα να ξεχάσω αυτήν την ιδέα
αλλά το έκανα με την συνείδηση του γεγονότος ότι αυτό αποτελούσε ύβριν για την πραγματική μου φύση
και πως, αργά ή σύντομα, θα έπρεπε να κάτσω και να αφιερωθώ στην συγγραφή βιβλίων.
Ήμουν το μεσαίο παιδί από τα τρία αλλά υπήρχε ένα χάσμα 5 ετών εκατέρωθεν
και σχεδόν δεν γνώρισα τον πατέρα μου πριν γίνω 8 ετών.
Για αυτόν –καθώς και για άλλους λόγους– ήμουν κάπως μοναχικός
και γρήγορα ανέπτυξα δυσάρεστες ιδιαιτερότητες (μαννιερισμούς)
που με έκαναν αντιδημοφιλή στα σχολικά μου χρόνια.
Είχα την συνήθεια του μοναχικού παιδιού
να εφευρίσκω ιστορίες
και να διεξάγω συζητήσεις με φανταστικά πρόσωπα
και νομίζω ότι, από την αρχή κιόλας, οι λογοτεχνικές μου φιλοδοξίες ήταν αναμεμειγμένες με το αίσθημα
ότι ήμουν απομονωμένος και υποτιμημένος.
Ήξερα πως είχα μιαν ευκολία με τις λέξεις
καθώς και την δύναμη να αντιμετωπίζω τα δυσάρεστα γεγονότα
και ένοιωθα πως αυτό δημιουργούσε έναν –κατά κάποιον τρόπο– ιδιωτικό κόσμο
από τον οποίο θα μπορούσα να πάρω πίσω ό,τι μου ανήκε
για να αντισταθμίσω την αποτυχία μου στην καθημερινή ζωή.
Ωστόσο, το μέγεθος των σοβαρών (δηλαδή, με σοβαρή πρόθεση) γραπτών που παρήγαγα
σε όλα μου τα παιδικά και εφηβικά χρόνια δεν ισοδυναμούσαν ούτε με μισή ντουζίνα σελίδες.
Έγραψα το πρώτο μου ποιήμα στην ηλικία των 4 ή 5 ετών,
υπαγορεύοντάς το στην μητέρα μου που το έγραφε.
Δεν μπορώ να θυμηθώ ο,τιδήποτε για αυτό εκτός από το ότι έλεγε για μια τίγρη
και ότι η τίγρη είχε «δόντια σαν καρέκλας», μια αρκετά καλή φράση –αλλά φαντάζομαι
ότι το ποίημα ήταν κλεψίτυπο από το ποίημα «Τίγρη, Τίγρη» του Μπλέϊκ.
Στα 11 μου, όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1914-18, έγραψα ένα πατριωτικό ποίημα
(το οποίο δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα)
όπως και ένα ακόμη, 2 χρόνια αργότερα, για τον θάνατο του Kitchener.
Από καιρού εις καιρόν, καθώς μεγάλωνα λίγο, έγραφα άσχημα και συνήθως ανολοκλήρωτα
«ποιήματα φύσης» με στυλ Γεωργίας.
Αποπειράθηκα, ακόμα, να γράψω μια μικρή ιστορία η οποία υπήρξε μια αποτυχία τρομακτική.
Αυτό ήταν το συνολικό άθροισμα ενός έργου που είχε την φιλοδοξία να είναι σοβαρό
και που στην πραγματικότητα κατέγραψα στο χαρτί στην διάρκεια όλων αυτών των ετών.
Σε ολόκληρη την εποχή αυτή, όμως, ήμουν πράγματι –με μιαν έννοια– δεσμευμένος
με φιλολογικές δραστηριότητες.
Για να ξεκινήσω, υπήρχε το κατά παραγγελίαν υλικό που παρήγαγα γρήγορα, εύκολα
και δίχως πολύ ευχαρίστηση για τον εαυτό μου.
Εκτός από την δουλειά για το σχολείο, έγραφα «τυχαίους στίχους-vers d’ occasion»,
κωμικά ποιήματα που μπορούσα να τα βγάζω πέρα με μια ταχύτητα
που σήμερα μου φαίνεται εκπληκτική: στα 14 μου έγραψα ένα ολόκληρο έργο
με ομοιοκαταληξίες, μιμούμενος τον Αριστοφάνη –σε μιαν εβδομάδα περίπου–
και βοηθούσα στην έκδοση σχολικών περιοδικών, τόσο έντυπων όσο και χειρογράφων.
Αυτά τα περιοδικά ήταν το πιο ανάξιο, μπουρλέσκ υλικό που θα μπορούσατε να φανταστείτε
και προβληματίστηκα πολύ λιγότερο με αυτά
απ’ ό,τι θα προβληματιζόμουν τώρα ακόμα και με την πιο φτηνή δημοσιογραφία.
Παράπλευρα με όλα αυτά, όμως, για 15 ή περισσότερα χρόνια,
έφερνα εις πέρας μιαν άσκηση λογοτεχνική μιας ολότελα διαφορετικής μορφής: επρόκειτο για την ολοκλήρωση μιας διαρκούς «ιστορίας» γύρω από τον εαυτό μου,
ενός είδους ημερολόγιο που υπήρχε μόνο στο δικό μου μυαλό.
Πιστεύω αυτή είναι μια συνήθεια κοινή σε παιδιά και εφήβους.
Όταν ήμουν πολύ μικρό παιδί,
συνήθιζα να φαντάζομαι ότι ήμουν, ας πούμε, ο Ρομπέν των Δασών
και να σκέφτομαι τον εαυτό μου ως την απεικόνιση του ήρωα συναρπαστικών περιπετειών
αλλά, αρκετά σύντομα, η «ιστορία» μου έπαψε να είναι ναρκισσιστική
με έναν τρόπο ακατέργαστο, ακαλλιέργητο, δίχως να το προσέξω
και έγινε ολοένα και περισσότερο μια απλή περιγραφή
του τι έκανα και των πραγμάτων που έβλεπα.
Ανά διαστήματα, για κάποια λεπτά θα διαπερνούσε το κεφάλι μου αυτό το είδος πράγματος:
«Έσπρωξε διάπλατα ανοιχτή την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Μια κίτρινη αχτίδα φωτός,
που φιλτραρόταν μέσω των κουρτινών από μουσελίνα, έπεφτε γωνιακά στο τραπέζι
όπου βρισκόταν ένα μισανοιχτό κουτάκι σπίρτα, δίπλα στο μελανοδοχείο.
Με το δεξί χέρι στην τσέπη του, διέσχισε το δωμάτιο.
Κάτω στον δρόμο, μια γάτα με χρώμα χελωνοειδές κυνηγούσε ένα κομμένο φύλλο», κ.τ.λ., κ.τ.λ.
Αυτή η συνήθεια συνεχίστηκε, έως ότου ήμουν περίπου 25, σε όλα τα μη-λογοτεχνικά μου έτη.
Αν και έπρεπε να ψάχνω –και έψαχνα πράγματι– για τις σωστές λέξεις,
φαίνεται πως έκανα αυτήν την προσπάθεια περιγραφής σχεδόν ενάντια στην θέλησή μου, βρισκόμενος κάτω από μια μορφή εξωτερικής επιβολής.
Η «ιστορία» έπρεπε, υποθέτω, να αντικατόπτριζε
τα στυλ των διαφόρων συγγραφέων που θαύμαζα
σε διαφορετικές ηλικίες αλλά, απ’ όσο θυμάμαι, είχε πάντα την ίδια ποιότητα
λεπτομερούς περιγραφής.
Όταν ήμουν περίπου 16, ανακάλυψα ξαφνικά την απόλαυση των απλών λέξεων,
δηλαδή των ήχων και διασυνδέσεων των λέξεων.
Οι στίχοι από τον «Χαμένο Παράδεισο» –

Με δυσκολία, έτσι, τούτος και με κόπους σκληρούς So hee with difficulty and labour hard
Συνέχισε: με δυσκολία τούτος και κόπους Moved on: with difficulty and labour hee

που τώρα δεν μου φαίνονται τόσο υπέροχα θαυμάσιοι,
στέλνουν ρίγη να διατρέξουν την σπονδυλική μου στήλη·
και η προφορά «τούτος-hee» αντί για «αυτός-he» υπήρξε μια πρόσθετη απόλαυση.
Όσον αφορά την ανάγκη να περιγράφω πράγματα, ήξερα ήδη τα πάντα γι’ αυτήν.
Ήταν, λοιπόν, σαφές τι είδους βιβλία ήθελα να γράψω, στην έκταση
που θα μπορούσε να ειπωθεί πως εκείνη την εποχή ήθελα να γράψω βιβλία.
Ήθελα να γράψω τεράστιες νατουραλιστικές νουβέλλες με δυσάρεστο τέλος,
γεμάτες λεπτομερείς περιγραφές και συναρπαστικές μεταφορές
καθώς επίσης και γεμάτες με εξαίσια κομμάτια, οάσεις στα κείμενα,
στα οποία οι λέξεις να χρησιμοποιούνταν εν μέρει χάριν του προοδευτικού τους ήχου.
Και, στην πραγματικότητα, το πρώτο μου ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, «Μέρες
στην Βιρμανία», που έγραψα όταν ήμουν 30 ετών αλλά σχεδίαζα από πολύ νωρίτερα, μάλλον είναι τέτοιου είδους βιβλίο.
Παρέχω όλην αυτήν την παρασκηνιακή πληροφόρηση
διότι δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να εκτιμήσει τα κίνητρα ενός συγγραφέα
χωρίς να γνωρίζει κάτι για την πρώϊμη εξέλιξή του.
Το αντικείμενο με το οποίο θα ενασχοληθεί κρίνεται από την εποχή στην οποία ζει
–αυτό, τουλάχιστον, ισχύει σε ταραγμένες, επαναστατικές εποχές σαν την δική μας–
αλλά, πριν ακόμα ξεκινήσει να γράφει, έχει αποκτήσει μια συναισθηματική στάση
από την οποία ποτέ δεν θα ξεφύγει ολοκληρωτικά.
Είναι καθήκον του, αναμφίβολα, να πειθαρχήσει το ταμπεραμέντο του
και να αποφύγει να κολλήσει, ασχολούμενος διαρκώς
σε κάποιο πρώϊμο στάδιο ανωριμότητας, με μια διάθεση διαστροφής και διαστρέβλωσης·
εάν, όμως, ξεφύγει συλλήβδην από τις πρώτες του επιρροές,
θα έχει σκοτώσει την παρόρμησή του να γράψει.
Αν εξαιρεθεί η ανάγκη εξεύρεσης των εσόδων για να ζήσει,
υπάρχουν 4 μεγάλα κίνητρα για την συγγραφή
και ιδίως, σε κάθε περίπτωση, για να γραφεί πρόζα, πεζός λόγος.
Υπάρχουν σε διαφορετικούς βαθμούς και σε κάθε συγγραφέα –και οι αναλογίες θα ποικίλλουν από καιρού εις καιρόν σε κάθε συγγραφέα, σύμφωνα με την ατμόσφαιρα στην οποία ζει.
Αυτά είναι:

1.Καθαρός εγωϊσμός.
Επιθυμία να φαίνεσαι έξυπνος, να σε συζητούν, να σε θυμούνται μετά θάνατον, να πάρεις
το αίμα σου πίσω από τους μεγαλύτερους που σε σνόμπαραν στα παιδικά σου χρόνια, κ.τ.λ.
Είναι ανόητο να υποκρινόμαστε ότι αυτό δεν είναι κίνητρο –και, μάλιστα, ένα κίνητρο ισχυρό.
Οι συγγραφείς μοιράζονται αυτό το χαρακτηριστικό από κοινού
με τους επιστήμονες, τους καλλιτέχνες, τους πολιτικούς, τους δικηγόρους, τους επιτυχημένους
επιχειρηματίες –κοντολογίς, με όλην την αφρόκρεμα της ανθρωπότητας.
Η μεγάλη μάζα των ανθρωπίνων όντων δεν είναι εγωϊστική σε οξυμμένο βαθμό.
Ύστερα από την ηλικία των 30 ετών, περίπου, σχεδόν χάνουν το αισθητήριο να είναι άτομα
κατ’ οιονδήποτε τρόπο –και ζουν κυρίως για άλλους
ή, απλά, ασφυκτιούν σε συνθήκες σκληρής δουλείας.
Υπάρχει, όμως, και η μειοψηφία των χαρισματικών, θεληματικών ανθρώπων
που είναι αποφασισμένοι να ζήσουν έως τέλους την προσωπική τους ζωή
–και οι συγγραφείς ανήκουν σε αυτήν την τάξη.

2.Αισθητικός ενθουσιασμός.
Η αντίληψη της ομορφιάς στον εξωτερικό κόσμο
ή, από την άλλη πλευρά, στις λέξεις και στην σωστή τους τοποθέτηση.
Ευχαρίστηση από την απήχηση του κάθε ήχου στον άλλο,
από την συνεκτικότητα μιας καλής πρόζας ή του ρυθμού μιας καλής ιστορίας.
Επιθυμία να μοιραστεί κανείς μιαν εμπειρία που νοιώθει
ότι είναι πολύτιμη και δεν θα έπρεπε να χαθεί.
Το αισθητικό κίνητρο είναι πολύ ασθενές σε πολλούς συγγραφείς
αλλά ακόμα και ένας φυλλαδιογράφος ή γραφέας τυποποιημένων βιβλίων
θα έχει αγαπημένες λέξεις και φράσεις που τον ελκύουν για λόγους μη-ωφελιμιστικούς
ή μπορεί να διακατέχεται από ισχυρή συμπάθεια για την τυπογραφία,
το εύρος των περιθωρίων κ.τ.λ.
Πάνω από το όριο ενός οδηγού για τα δρομολόγια τραίνων,
κανένα βιβλίο δεν είναι εντελώς ελεύθερο από αισθητικούς υπολογισμούς.

3.Ιστορική παρόρμηση.
Επιθυμία να δεις τα πράγματα όπως είναι,
να ανακαλύψεις τα πραγματικά γεγονότα
και να τα αρχειοθετήσεις για μεταγενέστερη χρήση.

4.Πολιτική σκοπιμότητα.
–με την λέξη «πολιτική» να χρησιμοποιείται με την ευρύτερη δυνατήν έννοια.
Επιθυμία να ωθήσεις τον κόσμο σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση,
να αλλάξεις τις ιδέες των άλλων ανθρώπων
για το είδος της κοινωνίας που θα έπρεπε να επιδιώκουν.
Για μια ακόμη φορά, κανένα βιβλίο δεν είναι πραγματικά ελεύθερο
από πολιτικές προκαταλήψεις.
Η άποψη ότι η τέχνη δεν θα έπρεπε να έχει καμιά σχέση με την πολιτική
είναι και η ίδια μια πολιτική στάση.

Μπορεί, τώρα, να διαπιστώσει κανείς πως αυτές οι ποικίλες παρορμήσεις πρέπει να πολεμούν
η μια την άλλη και πως πρέπει να μεταβάλλονται διαρκώς από άτομο σε άτομο
και από καιρού εις καιρόν.
Εκ φύσεως –θεωρώντας ως «φύση σου» το στάτους που έχεις κατορθώσει να αποκτήσεις
στα πρώτα σου νιάτα– είμαι ένα άτομο
στο οποίο τα 3 πρώτα κίνητρα θα υπερτερούσαν του τετάρτου.
Σε μιαν ειρηνική εποχή θα μπορούσα να είχα γράψει θελκτικά ή περιγραφικά μόνο βιβλία
και θα μπορούσα να είχα μείνει σχεδόν αδαής για την πολιτική μου αφοσίωση.
Όπως είναι τα πράγματα, έχω καταναγκαστεί να γίνω ένα είδος φυλλαδογράφου.
Αρχικά ανάλωσα 5 χρόνια σε ένα επάγγελμα που δεν μου ταίριαζε
(στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία της Βιρμανίας)
και, κατόπιν, υπέστην την φτώχεια και είχα την εμπειρία του αισθήματος της αποτυχίας.
Αυτό αύξησε το φυσικό μίσος που είχα προς την εξουσία
και με κατέστησε για πρώτη φορά ολοκληρωτικά ενήμερο
για την ύπαρξη των εργατικών τάξεων
ενώ η δουλειά στην Βιρμανία μου έδωσε την δυνατότητα να κατανοήσω μερικώς
την φύση του ιμπεριαλισμού:
αυτές οι εμπειρίες, όμως, δεν ήταν αρκετές για να μου προσδώσουν
έναν ακριβή πολιτικό προσανατολισμό.
Μετά ήρθε ο Χίτλερ, ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, κ.τ.λ.
Έως τα τέλη του 1935 εξακολουθούσα ακόμα να μην μπορώ να φθάσω
σε μιαν κατασταλαγμένη κρίση.
Θυμάμαι ένα μικρό ποιήμα που έγραψα την εποχή εκείνη
και εξέφραζε το προσωπικό μου δίλημμα:

Παπάς πριν 200 χρόνια
χαρωπός θα μπορούσα να ήμουν
να κηρύττω για του κόσμου την συντέλεια
και να βλέπω τις καρυδιές μου ν’ ανθίζουν

Γεννημένος, όμως, αλίμονο, σε φαύλη εποχή
έχασα αυτήν την ευτυχισμένη, παραδεισένια εστία
γιατί στα χείλη μου φύτρωσε το χνούδι
και οι ιερείς, βλέπετε, είναι στην εντέλεια ξυρισμένοι

Οι καιροί ήταν ωραίοι λίγο πιο μετά
Ήταν πανεύκολο να χαρούμε
Διώχναμε τα προβλήματα μακριά
για να κοιμηθούμε στων δένδρων τις φυλλωσιές

Εντελώς αδαείς ν’ απολαμβάνουμε τολμούσαμε
τις χαρές που σήμερα αποδιώχνουμε·
Στο κλαδί της μηλιάς τα’ αηδόνια
θα ‘κάναν τους εχθρούς να τρέμουν αιώνια

Των θηλυκών οι γαστέρες και τα βερίκοκκα
που κυλούν σ’ ένα σκοτεινό ρεύμα
Άλογα και πάπιες που την αυγή πετούν
Όνειρο είν’ όλα

Τα όνειρα πλέον απαγορεύονται·
πληγώνουμε ή κρύβουμε την χαρά μας:
από ατσάλι χρωμίου φτιάχνονται τώρα τ’ άλογά μας
και μικροί βομβιστές θα τα καβαλικέψουν

Είμαι το σκουλήκι που ποτέ δεν μεταμορφώθηκε,
ο ευνούχος χωρίς χαρέμι,
μεταξύ του ιερέα γιόγκι και του κομισσάριου περπατώ
σαν τον δάσκαλο που συνελήφθη μέσα στην τάξη για δολοφονία

Και ο κομμισσάριος μου λέει την μοίρα μου
ενώ το ραδιόφωνο παίζει
αλλά ο ιερέας μου υπόσχεται έναν έβδομο ουρανό
γιατί ο Θεούλης πάντοτε το ξεπληρώνει

Ονειρεύτηκα να κατοικώ
σε μαρμαρένια αλώνια
και ξύπνησα για να δω ότι ήταν αλήθεια·
Δεν γεννήθηκα για μιαν εποχή σαν αυτή-
ο Σμιθ ήταν; ο Τζόουνς ήταν; ΕΣΥ ΗΣΟΥΝ;

Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος και άλλα γεγονότα του 1936-37 βάρυναν την ζυγαριά,
άλλαξαν την ιστορία και από τότε και μετά ήξερα που στεκόμουν.
Κάθε γραμμή σοβαρού έργου που έχω γράψει μετά το 1936
έχει γραφτεί, ευθέως ή εμμέσως, κατά του ολοκληρωτισμού
και υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού,
όπως εγώ το κατανοώ κατά την κρίση μου.
Μου φαίνεται πως δεν έχει νόημα, σε μιαν περίοδο σαν την δική μας, να νομίζει κανείς
ότι μπορεί να αποφύγει να γράφει για τέτοια ζητήματα.
Όλοι γράφουν για αυτά, με την μια ή με την άλλη μορφή.
Πρόκειται απλά για ζήτημα ποια πλευρά παίρνει κανείς και ποια προσέγγιση ακολουθεί.
Και όσο περισσότερο κανείς έχει συνείδηση των πολιτικών του προκαταλήψεων,
τόσο περισσότερη ελπίδα έχει για να δρα πολιτικά,
δίχως να θυσιάζει την αισθητική του και διανοητική του ακεραιότητα.
Αυτό που ήθελα περισσότερο να κάνω στην διάρκεια των προηγουμένων 10 ετών
είναι να κάνω το πολιτικό γράψιμο τέχνη, να το μεταμορφώσω σε τέχνη.
Το σημείο απ’ όπου ξεκινώ είναι πάντα ένα συναίσθημα
«μοναχικής εξέγερσης-partisanship»,
μια αίσθηση αδικίας.
Όταν καθήσω για να γράψω ένα βιβλίο, δεν λέω στον εαυτό μου
«πρόκειται να παράγω ένα έργο τέχνης».
Το γράφω επειδή υπάρχει κάποιο ψεύδος, κάποια πλάνη που θέλω να αποκαλύψω,
κάποιο γεγονός προς το οποίο θέλω να προσελκύσω την προσοχή
–και το πρωταρχικό μου ενδιαφέρον είναι να επιτύχω να ακουστώ.
Δεν θα μπορούσα, όμως, να φέρω εις πέρας το έργο συγγραφής ενός βιβλίου
ή έστω κι ενός μακροσκελούς άρθρου σε περιοδικό
εάν δεν υπήρχε, επιπλέον, και μια εμπειρία αισθητική.
Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται να εξετάσει το έργο μου, θα διαπιστώσει
ότι ακόμα και όταν αποτελεί ευθεία προπαγάνδα
περιέχει πολλά πράγματα που ένας επαγγελματίας πολιτικός θα θεωρούσε άσχετα.
Δεν μπορώ και δεν θέλω να εγκαταλείψω ολότελα την κοσμοθεωρία
που απέκτησα στην παιδική μου ηλικία.
Για όσο καιρό παραμένω ζωντανός και υγιής,
θα συνεχίσω να διατηρώ ισχυρά συναισθήματα για το στυλ του πεζού λόγου,
να αγαπώ την επιφάνεια της γης
και να απολαμβάνω ευχαρίστως τα στέρεα αντικείμενα και το άχρηστο πληροφοριακό υλικό.
Δεν έχει νόημα να προσπαθώ να καταπιέζω αυτό το πλευρό μου.
Το καθήκον μου είναι να συμβιβάσω τις κεκτημένες και αγαπημένες μου
συμπάθειες και αντιπάθειες
με τις ουσιαστικά δημόσιες, μη-ατομικές δραστηριότητες
που η εποχή αυτή επιβάλλει σε όλους μας.
Δεν είναι εύκολο.
Εγείρει προβλήματα δομής και γλώσσας –και δημιουργεί
με έναν νέο τρόπο το ζήτημα της επαλήθευσης της αλήθειας.
Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα μόνον παράδειγμα
της πιο ωμής μορφής με την οποία υψώνεται εκ νέου αυτό το είδος δυσκολίας:
το βιβλίο μου για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, «Φόρος Τιμής στην Καταλωνία»,
είναι, φυσικά, ένα ειλικρινώς πολιτικό βιβλίο αλλά, κυρίως, είναι γραμμένο με κάποια αποστασιοποίηση και με κάποιον σεβασμό προς το σχήμα και την μορφή.
Προσπάθησα, πραγματικά πολύ σκληρά, να πω σε αυτό την αλήθεια ολόκληρη,
δίχως να παραβιάσω το λογοτεχνικό μου ένστικτο.
Μεταξύ άλλων, ωστόσο, συμπεριλαμβάνει ένα μακροσκελές κεφάλαιο
(γεμάτο από δηλώσεις σε εφημερίδες και παρόμοιο υλικό)
που υπεραμύνεται των Τροτσκιστών που κατηγορούνταν για συνωμοσία με τον Φράνκο.
Σαφώς ένα τέτοιο κεφάλαιο –το οποίο, ύστερα από 1 ή 2 χρόνια θα έχανε το ενδιαφέρον του από πλευράς κάθε συνήθους αναγνώστη– θα πρέπει να κατέστρεφε το βιβλίο.
Ένας κριτικός, τον οποίο σέβομαι, μου έκανε για αυτό κήρυγμα.
«Γιατί έβαλες μέσα όλο αυτό το υλικό;» είπε.
«Μετέστρεψες σε δημοσιογραφία ό,τι θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο επιτυχημένο».
Αυτά που μου είπε ήταν αλήθεια αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά,
διότι έτυχε να γνωρίζω ό,τι ελάχιστοι άνθρωποι στην Αγγλία επιτρεπόταν να ξέρει,
ότι αθώοι κατηγορούνταν ψευδώς.
Εάν δεν ήμουν οργισμένος με αυτό, ποτέ δεν θα έπρεπε να είχα γράψει το βιβλίο.
Με την μια ή με την άλλη μορφή, αυτό το πρόβλημα επανεμφανίζεται.
Το πρόβλημα της γλώσσας υφέρπει ακόμα περισσότερο
και θα έπαιρνε πολύ χρόνο για να συζητηθεί.
Θα πω μόνον ότι τα τελευταία χρόνια επιχείρησα να γράψω λιγότερο αναπαραστατικά
και με περισσότερη ακρίβεια.
Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνω ότι μέχρι την στιγμή αυτή
που έχεις τελειοποιήσει το όποιο είδος γραφής, το έχεις πάντοτε αναπτύξει υπερβολικώς.
«Η Φάρμα των Ζώων» ήταν το πρώτο βιβλίο στο οποίο προσπάθησα,
με πλήρη συνείδηση του τι έκανα,
να συντήξω την πολιτική σκοπιμότητα και την καλλιτεχνική πρόθεση σε ένα ενιαίο σύνολο.
Δεν έχω γράψει μυθιστόρημα εδώ και 7 χρόνια
αλλά ελπίζω να γράψω άλλο ένα, σχετικά σύντομα.
Πρόκειται να αποτύχει, κάθε βιβλίο είναι μια αποτυχία
αλλά δεν γνωρίζω με κάποιαν ορισμένη ευκρίνεια τι είδους βιβλίο θέλω να γράψω.
Κοιτάζοντας πίσω στις τελευταίες 1-2 σελίδες, βλέπω
ότι έκανα να φαίνεται λες και τα κίνητρα γραφής μου εμπνέονταν εντελώς
από την διάθεσή μου να κάνω το καλό για τον λαό.
Δεν θέλω να αφήσω αυτό ως την τελική εντύπωση.
Όλοι οι συγγραφείς είναι αυτάρεσκοι, εγωϊστές και τεμπέληδες
και στα έσχατα βάθη των κινήτρων τους
«ἐνθάδε κεῖται» ένα μυστήριο.
Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι μια τρομακτική, εξουθενωτική μάχη
σαν την διαρκή ακμή μιας οδυνηρής ασθένειας.
Κανείς ποτέ δεν θα αναλάμβανε κάτι
τέτοιο εάν δεν καθοδηγείτο από κάποιον δαίμονα
στον οποίο δεν μπορεί ούτε να αντισταθεί ούτε να δώσει ερμηνεία.
Διότι το μόνο που ξέρει είναι ότι αυτός ο δαίμων
είναι απλώς το ίδιο ένστικτο που κάνει ένα μωρό να λυσσομανά για να το προσέξουν.
Κι όμως, είναι επίσης αλήθεια ότι δεν μπορεί να γράψει κανείς κάτι άξιο να διαβαστεί
εκτός εάν μάχεται διαρκώς να απαλείψη από το πρόσωπό του την ατομική του προσωπικότητα.
Ο καλός ο λόγος ο πεζός είναι σαν έναν καθρέφτη αντικατοπτρισμών.
Δεν μπορώ με βεβαιότητα να πω ποια από τα κινήτρα που με υποκινούν
είναι τα ισχυρότερα αλλά ξέρω ποια από αυτά αξίζει να ακολουθήσει κανείς.
Και κάνοντας έναν απολογισμό του έργου μου, βλέπω ότι
πάντα όταν δεν είχα πολιτική σκοπιμότητα έγραψα άψυχα βιβλία
και προδόθηκα από τις οάσεις στα κείμενα, τις προτάσεις δίχως νόημα, τα κοσμητικά επίθετα
–και την ανοησία, εν γένει.

«Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ – ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» - Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ

«Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ – ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ»

Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ
1945



Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό δεν συμπεριελήφθη στην πρώτη έκδοση
του βιβλίου «Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ». Ανακαλύφθηκε από τον Ian Angus
και δημοσιεύθηκε στις 15/9/1972 στο έντυπο «THE TIMES LITERARY SUPPLEMENT”.
Πρέπει, σαφώς, να διαβαστεί
Α) σε συνάρτηση με το δοκίμιο «ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ»
καθώς και σε σχέση με τα άρθρα του Όργουελ περί Χριστιανισμού.
Β) σε συνάρτηση με τα κείμενα του Αλμπέρ Καμύ περί Ισπανίας και Ελλάδας
καθώς και σε σχέση με τις διαλέξεις του στην Στοκχόλμη περί Τέχνης και Ελευθερίας.


Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos


Το 1937 συνέλαβα για πρώτη φορά
την κεντρική ιδέα για το βιβλίο αυτό, του οποίου όμως η συγγραφή δεν ολοκληρώθηκε
παρά μόνον έως τα τέλη περίπου του 1943.
Έως την στιγμή που έφθανε να ολοκληρωθεί, είχε καταστεί φανερό ότι θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία
ως προς το να μπορέσει να δημοσιευθεί –σε αντίθεση με την τρέχουσα έλλειψη βιβλίων που εξασφαλίζει πως ο,τιδήποτε μπορεί να περιγραφεί ως βιβλίο θα «πουλήσει»–
και όταν αυτό γράφτηκε και ολοκληρώθηκε, απερρίφθη από 4 εκδότες.
Μόνον ένας από αυτούς είχε κάποιο ιδεολογικό κίνητρο (οι δύο εξέδιδαν επί έτη βιβλία εναντίον
της Ρωσσίας ενώ ο άλλος δεν είχε κάποιον ιδιαίτερο πολιτικό χρωματισμό).
Μάλιστα, ένας εκδότης δέχθηκε στην αρχή να δημοσιεύσει το βιβλίο αλλά,
αφού έκανε τους προκαταρκτικούς διακανονισμούς, αποφάσισε να συμβουλευθεί
το Υπουργείο Πληροφοριών M.O.I. (Ministry of Information) από το οποίο φαίνεται να τον προειδοποίησαν –ή, τουλάχιστον, τον συμβούλευσαν σφόδρα– να μην το εκδώσει.
Ιδού ένα απόσπασμα από το γράμμα του:
«Ανέφερα την αντίδραση που συνάντησα εκ μέρους ενός σημαντικού αξιωματούχου
στο Υπουργείο Πληροφοριών όσον αφορά την ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ. Πρέπει να ομολογήσω στα σοβαρά
ότι αυτή η έκφραση γνώμης με έκανε να σκεφθώ… Μπορώ πλέον να αντιληφθώ ότι θα μπορούσε
η δημοσίευση στον παρόντα χρόνο να θεωρηθεί ως κάτι το οποίο ήταν εξόχως αστόχαστο και απερίσκεπτο. Αν η παραβολή
καταπιανόταν γενικώς με δικτάτορες και δικτατορίες ως σύνολο, τότε η δημοσίευση θα ήταν μια χαρά
αλλά η ιστορία παρακολουθεί, πράγματι –όπως βλέπω τώρα–
τόσο ολοκληρωτικά την πρόοδο των Ρωσσικών Σοβιέτ και των δύο δικτατόρων τους
που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στην Ρωσσία, αποκλειομένων των άλλων δικτατοριών.
Κάτι άλλο: θα ήταν λιγότερο προσβλητικό εάν η κυρίαρχη κάστα
στην αλληγορία
δεν ήταν γουρούνια.
(σημείωση του Όργουελ: δεν είναι επαρκώς διευκρινισμένο εάν αυτή η προταθείσα
τροποποίηση επί του βιβλίου μου ήταν προσωπική ιδέα του κυρίου ...
ή προήλθε από το Υπουργείο Πληροφοριών∙ ακούγεται, όμως, σαν να έχει
επίσημη χροιά)
.
Νομίζω ότι η επιλογή των χοίρων ως της εξουσιαστικής τάξεως θα προσβάλλει, δίχως αμφιβολία,
πολλούς ανθρώπους και ιδίως κάθε έναν που είναι λίγο εύθικτος, όπως αναμφίβολα είναι οι Ρώσσοι.
Αυτού του είδους τα πράγματα δεν αποτελούν καλό σύμπτωμα. Προφανώς, δεν είναι ευκταίο πως
μια κυβερνητική υπηρεσία θα έπρεπε να διαθέτει οποιαδήποτε εξουσία λογοκρισίας
(εκτός από την λογοκρισία για θέματα ασφαλείας για τα οποία κανείς δεν έχει αντίρρηση εν καιρώ πολέμου)
για βιβλία που δεν βρίσκονται υπό κρατική κηδεμονία.
Ο πρωταρχικός κίνδυνος, όμως, για την ελευθερία σκέψεως και λόγου, αυτήν την στιγμή,
δεν είναι η ευθεία παρέμβαση του Υπουργείου Πληροφοριών οποιουδήποτε κρατικού οργάνου.
Αν οι εκδότες εξασκούνται ώστε να κρατούν ορισμένα ζητήματα εκτός δημοσιεύσεως, αυτό δεν συμβαίνει επειδή φοβούνται την δίωξη αλλά διότι φοβούνται την κοινή γνώμη.
Σε αυτήν την χώρα, η διανοητική δειλία των διανοουμένων είναι ο χειρότερος εχθρός
που πρέπει να αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας –και το γεγονός αυτό
δεν μου φαίνεται πως έχει συζητηθεί όσο αξίζει.
Κάθε μυαλωμένο άτομο που διαθέτει δημοσιογραφική εμπειρία θα παραδεχθεί ότι στην διάρκεια αυτού του πολέμου η κρατική λογοκρισία δεν υπήρξε ιδιαιτέρως ενοχλητική.
Δεν υποκείμεθα στο είδος του ολοκληρωτικού «συντονισμού» που θα ήταν λογικό να αναμένουμε.
Ο τύπος είχε κάποια δικαιολογημένα παράπονα αλλά συνολικά η κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε καλά και υπήρξε –προς ασυνήθιστη έκπληξιν– ανεκτική στις μειοψηφικές απόψεις.
Στην Αγγλία,
το αισχρό γεγονός με την λογοκρισία της λογοτεχνίας είναι ότι είναι, κατά κύριο λόγο, ηθελημένη.
Δίχως να παραστεί ανάγκη για καμιά επίσημη απαγόρευση,
μπορούν να αποσιωπώνται αντιδημοφιλείς ιδέες και να συσκοτίζονται γεγονότα που δεν συμφέρουν.
Οποιοσδήποτε έχει ζήσει επί μακρόν
σε μια ξένη χώρα, θα γνωρίζει για περιπτώσεις συγκλονιστικών ειδησεογραφικών πληροφοριών
–γεγονότα που με την αξία τους θα γίνονταν πρωτοσέλιδα με μεγάλους τίτλους–
που κρατήθηκαν εντελώς έξω από τον Αγγλικό Τύπο, όχι επειδή παρενέβη η Κυβέρνηση
αλλά εξαιτίας μιας γενικότερης, υποδηλούμενης συμφωνίας πως «δεν θα έκανε»
να αναφερθεί αυτό το συγκεκριμένο γεγονός.
Όσον αφορά τις καθημερινές εφημερίδες, αυτό είναι εύκολο να κατανοηθεί.
Ο Αγγλικός Τύπος είναι ελεγχόμενος στο έπακρον και την πλειοψηφία του ελέγχουν πλούσιοι
που έχουν κάθε λόγο να είναι άτιμοι σε ορισμένα σημαντικά ζητήματα.
Το ίδιο είδος, όμως, συγκεκαλυμμένης λογοκρισίας λειτουργεί επίσης σε βιβλία και περιοδικά
καθώς και σε θεατρικά έργα, κινηματογραφικά φιλμ και ραδιοφωνικές εκπομπές.
Σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, υπάρχει μια ορθοδοξία,
ένα σώμα ιδεών
το οποίο υποτίθεται πως όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι θα αποδεχθούν αναντίρρητα.
Δεν είναι ακριβώς απαγορευμένο να πεις αυτό, εκείνο ή το άλλο αλλά «δεν κάνει»
να το πεις, ακριβώς όπως και στα μέσα
της Βικτωριανής εποχής «δεν ήταν πρέπον» να γίνονται παραπομπές
σε παντελόνια όταν ήταν παρούσα μια κυρία.
Οποιοσδήποτε προκαλεί την επικρατούσα ορθοδοξία
βρίσκεται φιμωμένος με εκπληκτική αποτελεσματικότητα.
Μια πραγματικά εκτός συρμού άποψη ποτέ δεν τυγχάνει ακροάσεως,
είτε στον λαϊκό τύπο είτε στα μπλαζέ περιοδικά.
Αυτήν την συγκεκριμένη στιγμή, αυτό που απαιτείται από την επικρατούσα ορθοδοξία
είναι ένας άκριτος θαυμασμός
της Σοβιετικής Ρωσσίας.
Ο καθένας το ξέρει, σχεδόν όλοι πράττουν αναλόγως σύμφωνα με αυτό.
Κάθε σοβαρή κριτική του Σοβιετικού καθεστώτος, κάθε αποκάλυψη
γεγονότων τα οποία η Σοβιετική κυβέρνηση θα προτιμούσε να κρατηθούν κρυφά,
ισοδυναμεί σχεδόν με το να απαγορευθεί κατόπιν η δημοσίευσή τους.
Και αυτή η πανεθνική συνωμοσία να εκθειάζουμε τον σύμμαχό μας,
κατά αρκετά περίεργο τρόπο λαμβάνει χώρα
ενάντια σε κάτι που περιβάλλεται από ένα φόντο πραγματικής διανοητικής ανοχής.
Διότι αν και σου επιτρέπεται να κριτικάρεις την Σοβιετική κυβέρνηση, τουλάχιστον είσαι ελεύθερος
να κριτικάρεις (σε λογικά πλαίσια) την δική μας κυβέρνηση.
Σχεδόν κανείς δεν θα τυπώσει μια επίθεση-λίβελλο κατά του Στάλιν
αλλά είναι αρκετά ασφαλές να επιτεθείς στον Τσώρτσιλ,
τουλάχιστον όταν αυτό γίνεται στα βιβλία και στα περιοδικά.
Και σε όλην την διάρκεια των 5 ετών του πολέμου
(εκ των οποίων τα 2-3 πολεμούσαμε για εθνική επιβίωση),
εκδόθηκαν δίχως καμιά παρέμβαση αμέτρητα βιβλία, φυλλάδια και άρθρα
που συνηγορούσαν υπέρ μιας συμβιβαστικής ειρήνης.
Επιπλέον, εκδόθηκαν χωρίς να εγείρουν αρκετές αποδοκιμασίες.
Στον βαθμό που δεν εμπλεκόταν το πρεστίζ της Ε.Σ.Σ.Δ.,
τηρήθηκε αρκετά η αρχή του ελευθέρου λόγου.
Υπάρχουν και άλλα απαγορευμένα θέματα
–και θα αναφέρω ορισμένα εξ αυτών σύντομα– αλλά η επικρατούσα στάση απέναντι στην Ε.Σ.Σ.Δ.
είναι κυρίως το πλέον σοβαρό σύμπτωμα. Είναι αυθόρμητη,
θα ‘λεγε κανείς, και δεν οφείλεται στην δράση οποιασδήποτε ομάδας πίεσης.
Η δουλοπρέπεια, με την οποία το μεγαλύτερο τμήμα της Αγγλικής ιντελλιγκέντσια κατάπιαν
και επανέλαβαν την προπαγάνδα των Ρώσσων από το 1941 και μετά, θα ήταν αρκετά σοκαριστική
εάν δεν είχαν φερθεί παρόμοια σε αρκετές προηγούμενες περιπτώσεις.
Σε αλλεπάλληλα αμφιλεγόμενα ζητήματα, η Ρωσσική θεωρία έγινε αποδεκτή δίχως εξέταση
και κατόπιν δημοσιεύθηκε παραβλέποντας εντελώς την ιστορική αλήθεια ή την διανοητική εντιμότητα.
Για να κατονομάσω μια περίπτωση μόνο:
Το B.B.C. γιόρτασε την 25η επέτειο του
Κόκκινου Στρατού δίχως να κάνει αναφορά στον Τρότσκυ.
Αυτό ήταν περίπου τόσον ορθόδοξο όσο το να μνημονεύσει την μάχη του Τραφάλγκαρ χωρίς να αναφέρει τον Νέλσωνα –αλλά δεν προκάλεσε καμιά διαμαρτυρία από την Αγγλική ιντελλιγκέντσια.
Στις εσωτερικές διαμάχες των διαφόρων υπό κατοχή χωρών,
ο Αγγλικός Τύπος συνετάχθη σε όλες, σχεδόν,
τις περιπτώσεις με την παράταξη που υποστήριζαν οι Ρώσσοι και έγραψε λίβελλους για την αντίπαλο παράταξη, αποκρύπτοντας μερικές φορές αποδεικτικό υλικό για να το κάνει αυτό.
Μια ιδιαζόντως κατάφωρη περίπτωση ήταν η υπόθεση του συνταγματάρχη Μιχαΐλοβιτς,
του ηγέτη των Γιουγκοσλάβων Τσέτνικ.
Οι Ρώσσοι, που είχαν ως δικό τους προστατευόμενο τον Γιουγκοσλάβο στρατάρχη Τίτο,
κατηγορούσαν τον Μιχαΐλοβιτς για συνεργασία με τους Γερμανούς.
Αυτή η επίθεση έγινε ασμένως αποδεκτή από τον Αγγλικό Τύπο:
στους υποστηρικτές του Μιχαΐλοβιτς δεν δόθηκε καμία ευκαιρία να την αποκρούσουν
και τα γεγονότα που την διέψευδαν απλά κρατήθηκαν εκτός δημοσιεύσεως.
Τον Ιούλιο του 1943 οι Γερμανοί προσέφεραν μιαν αμοιβή 100.000 χρυσών κορώνων
για την σύλληψη του Τίτο και μιαν ανάλογη αμοιβή για την σύλληψη του Μιχαΐλοβιτς.
Ο Αγγλικός Τύπος διέδωσε εκτεταμένα την αμοιβή για τον Τίτο
αλλά μόνο μια εφημερίδα ανέφερε (με μικρά γράμματα)
την αμοιβή για τον Μιχαΐλοβιτς: και η απόδοση ευθυνών
για την συνεργασία με τους Γερμανούς συνεχίστηκε.
Αρκετά παρόμοια πράγματα συνέβησαν κατά την διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου.
Τότε, οι παρατάξεις της Δημοκρατικής πτέρυγας που οι Ρώσσοι ήταν αποφασισμένοι να συντρίψουν,
έγιναν επίσης αντικείμενο ανελέητων λίβελλων στον Αγγλικό Τύπο της Αριστεράς
και απαγορεύθηκε η δημοσίευση –ακόμη και υπό την μορφή επιστολών– σε κάθε ανακοίνωση προς υπεράσπισίν τους.
Σήμερα, δεν θεωρείται μόνον κάθε σοβαρή κριτική της Ε.Σ.Σ.Δ. ως μη ανεκτή αλλά,
σε ορισμένον αριθμό περιπτώσεων, ακόμα και το γεγονός της ύπαρξης τέτοιας κριτικής αποκρύπτεται.
Για παράδειγμα, λίγο πριν τον θάνατό του ο Τρότσκυ είχε γράψει μια βιογραφία του Στάλιν.
Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι δεν επρόκειτο για ένα βιβλίο δίχως προκαταλήψεις στο σύνολό του
αλλά, προφανώς, άξιζε τον κόπο να πωληθεί.
Ένας Αμερικανός εκδότης είχε κανονίσει να το θέσει σε κυκλοφορία
και το βιβλίο βρισκόταν στο τυπογραφείο –πιστεύω ότι είχαν παραχθεί τα διορθωμένα αντίγραφα–
όταν η Ε.Σ.Σ.Δ. εισήλθε στον πόλεμο. Το βιβλίο απεσύρθη αμέσως.
Ούτε μια λέξη γι’ αυτό δεν εμφανίσθηκε ποτέ στον Αγγλικό Τύπο,
αν και είναι σαφές πως η ύπαρξη ενός τέτοιου βιβλίου και η αποσιώπησή του
ήταν μια ειδησεογραφική πληροφορία που άξιζε λίγες παραγράφους.
Είναι σημαντικό να διακρίνουμε ανάμεσα στο είδος της λογοκρισίας
που ηθελημένα επιβάλλει στα μέλη της η αγγλική ιντελλιγκέντσια της πληροφόρησης
και στην λογοκρισία που μπορεί μερικές φορές να ενισχύεται από ομάδες πίεσης.
Ως γνωστόν, ορισμένα ζητήματα δεν μπορούν να συζητηθούν εξαιτίας «επενδεδυμένων συμφερόντων».
Η πιο γνωστή περίπτωση είναι η μαφία στις πατέντες για τα φάρμακα.
Η Καθολική Εκκλησία, άλλωστε, διαθέτει υπολογίσιμη επιρροή στον Τύπο
και μπορεί να αποσιωπήσει έως κάποιο σημείο την κριτική για την ίδια.
Σε ένα σκάνδαλο όπου εμπλέκεται ένας Καθολικός ιερέας, σχεδόν ποτέ δεν δίδεται δημοσιότητα
ενώ, αντιθέτως, όταν μπλέξει ένας Αγγλικανός ιερέας (π.χ. ο ιερέας της ενορίας του Stiffkey)
γίνεται πρωτοσέλιδη είδηση.
Είναι πολύ σπάνιο για ό,τι περιέχει μιαν Αντι-Καθολική τάση να εμφανιστεί στην σκηνή ή σε ένα φιλμ.
Κάθε ηθοποιός μπορεί να σας πει ότι ένα θεατρικό έργο ή ένα κινηματογραφικό φιλμ
που επιτίθεται ή διακωμωδεί την Καθολική Εκκλησία υπόκειται σε μποϋκοτάζ από τον τύπο
και, πιθανότατα, θα είναι μια αποτυχία.
Όμως, τέτοιου είδους πράγματα δεν είναι επιζήμια ή, τουλάχιστον, είναι κατανοητά.
Κάθε μεγάλος οργανισμός θα έχει την ευθύνη να προσέχει όσο το δυνατόν καλύτερα τα προσωπικά του συμφέροντα –και η ανοιχτή, απροκάλυπτη προπαγάνδα δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να αντιδρούμε.
Κανείς δεν θα περίμενε από την «Daily Worker» να δημοσιεύει δυσάρεστα γεγονότα κατά της Ρωσσίας περισσότερο απ’ ό,τι θα ανέμενε από την «Catholic Herald» να αποκηρύξει τον Πάπα.
Εξάλλου, κάθε σκεπτόμενο άτομο γνωρίζει τι είναι
και τι εκπροσωπούν η «Daily Worker» και η «Catholic Herald».
Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι ότι στα ζητήματα που έχουν σημασία για την Ε.Σ.Σ.Δ.
και την πολιτική της κανείς δεν μπορεί να περιμένει έξυπνη κριτική
ή ακόμα –σε αρκετές περιπτώσεις– και ευθεία εντιμότητα από φιλελεύθερους
συγγραφείς και δημοσιογράφους, οι οποίοι δεν βρίσκονται κάτω από καμία άμεση πίεση
ώστε να χαλκεύσουν την άποψή τους.
Ο Στάλιν είναι Άγιος –και ορισμένες όψεις της πολιτικής του
δεν πρέπει να τίθενται σοβαρά υπό συζήτησιν.
Αυτός είναι ο κανόνας που τηρήθηκε σχεδόν σε όλον τον κόσμο έως το 1941
αλλά εφαρμοζόταν ήδη 10 χρόνια νωρίτερα σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι μερικές φορές πιστεύεται.
Σε όλο αυτό το διάστημα, η κριτική του Σοβιετικού καθεστώτος από αριστερά
μπορούσε μόνο με δυσκολία να εισακουστεί.
Υπήρχε μια τεράστια παραγωγή αντι-Ρωσσικής φιλολογίας αλλά γινόταν σχεδόν όλη
από συντηρητική γωνιά και ήταν προδήλως ανέντιμη, ανεπίκαιρη και υποκινείτο από ευτελή κίνητρα.
Από την άλλη πλευρά, υπήρχε μια τεράστια και σχεδόν εξίσου ανέντιμη ροή
φιλο-Ρωσσικής προπαγάνδας, η οποία ισοδυναμούσε με μποϋκοτάζ σε οποιονδήποτε επιχειρούσε να συζητήσει με ώριμο τρόπο όλα τα σπουδαία ζητήματα.
Μπορούσες, πράγματι, να δημοσιεύσεις αντι-Ρωσσικά βιβλία αλλά το να πράξεις
σήμαινε ότι εξασφάλιζες πως θα σε αγνοούσε ή θα σε παρερμήνευε σχεδόν όλος ο μπλαζέ τύπος.
Τόσο δημοσίως όσο και ιδιωτικώς ήσουν προειδοποιημένος ότι «δεν είναι σωστό».
Αυτό που έλεγες θα μπορούσε πιθανόν να είναι αλήθεια αλλά ήταν «άκαιρο»
και έπαιζε το παιχνίδι της εξυπηρέτησης αυτού η εκείνου του αντιδραστικού συμφέροντος.
Αυτή η στάση συνήθως υποστηριζόταν με το επιχείρημα ότι το απαιτούσε η διεθνής κατάσταση
και η επείγουσα ανάγκη για μιαν Αγγλο-Ρωσσική συμμαχία•
ήταν, όμως, σαφές ότι αυτό ήταν μια εκλογίκευση.
Η Αγγλική ιντελλιγκέντσια –ή ένα μεγάλο τμήμα της– είχε αναπτύξει
μιαν εθνικιστική αφοσίωση προς την Ε.Σ.Σ.Δ. και στην καρδιά τους αισθάνονταν
πως ήταν ένα είδος βλασφημίας να ρίξουν οποιαδήποτε σκια αμφιβολίας για την σοφία του Στάλιν.
Τα γεγονότα στην Ρωσσία και τα γεγονότα αλλού επρόκειτο να κριθούν με διαφορετικά κριτήρια.
Οι ατέλειωτες εκτελέσεις κατά την διάρκεια των διώξεων του 1936-38
επικροτήθηκαν από μακροχρόνιους αντιπάλους της θανατικής ποινής
ενώ θεωρήθηκε εξίσου σωστό
να διαφημίζονται οι επιδημίες όταν εκδηλώνονταν στην Ινδία
και να συγκαλύπτονται όταν διαδραματίζονταν στην Ουκρανία.
Κι αν αυτό ήταν αλήθεια πριν τον πόλεμο, η διανοητική ατμόσφαιρα
δεν είναι οπωσδήποτε καθόλου καλύτερη σήμερα.
Για να έρθουμε, όμως, πίσω σε αυτό το βιβλίο μου.
Εκ μέρους των περισσοτέρων Άγγλων διανοούμενων, η αντίδραση προς αυτό θα είναι αρκετά απλή: «Δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί».
Φυσικά, αυτοί οι κριτικοί που κατανοούν την τέχνη
της απαξίωσης δεν θα του ασκήσουν επίθεση με πολιτικά επιχειρήματα αλλά με φιλολογικά.
Θα πουν πως είναι ένα αδιάφορο, ανόητο βιβλίο και μια άχαρη σπατάλη χάρτου.
Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αλήθεια –αλλά, προφανώς, δεν είναι αυτή ολόκληρη η ιστορία.
Δεν λέει κανείς ότι ένα βιβλίο «δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί» απλά επειδή ένα βιβλίο είναι κακό.
Στο κάτω-κάτω, τόνοι σκουπιδιών τυπώνονται καθημερινά και κανείς δεν ενοχλείται!
Η Αγγλική ιντελλιγκέντσια –ή το μεγαλύτερο τμήμα της– θα αντιταχθούν σε αυτό το βιβλίο
επειδή διαβάλλει τον Ηγέτη τους
και πλήττει τον σκοπό της προόδου (όπως αυτοί τον βλέπουν).
Εάν έκανε το αντίθετο, δεν θα είχαν τίποτε να πουν εναντίον του,
ακόμα και αν τα φιλολογικά και γραμματικά του λάθη ήταν δέκα φορές πιο χτυπητά απ’ ό,τι είναι.
Η επιτυχία, για παράδειγμα, της Λέσχης Αριστερού Βιβλίου για μια περίοδο τεσσάρων ή πέντε ετών
δείχνει πόσο πρόθυμοι είναι να ανεχθούν τόσο την σπουδή όσο και το απρόσεκτο γράψιμο
υπό την προϋπόθεση ότι τους λέει ό,τι αυτοί θέλουν να ακούσουν.
Εμπλέκεται εδώ ένα αρκετά απλό θέμα:
«Δικαιούται ακροάσεως κάθε άποψη,
οσοδήποτε αντιδημοφιλής –οσοδήποτε ηλίθια, ακόμα– κι αν είναι;»
Βάλτε το σε αυτήν την μορφή
και σχεδόν κάθε Άγγλος διανοούμενος θα νιώσει πως οφείλει να πει «Ναι».
Δώστε του, όμως, ένα σταθερό σχήμα και ρωτήστε
«Τί λέτε για μιαν επίθεση κατά του Στάλιν; Επιτρέπεται να το ακούσουμε αυτό;»
και η απόκριση δεν θα είναι τις περισσότερες φορές άλλη από «Όχι».
Στην δεδομένη περίπτωση, τυχαίνει να προκαλείται αμφισβήτηση στην τρέχουσα ορθοδοξία
κι έτσι, η αρχή του ελευθέρου λόγου καταρρέει.
Τώρα, όταν κανείς απαιτεί ελευθερία λόγου και τύπου, δεν απαιτεί απόλυτη ελευθερία.
Πάντα πρέπει να υπάρχει –ή, σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον, θα πρέπει να υπάρχει–
κάποιος βαθμός λογοκρισίας όσο διαρκούν οι οργανωμένες κοινωνίες.
Όμως, η ελευθερία (όπως είπε η Ρόζα Λούξεμπουργκ) είναι «η ελευθερία για το άλλο άτομο».
Η ίδια αρχή εμπεριέχεται στα φημισμένα λόγια του Βολταίρου:
«Απεχθάνομαι ό,τι λες• θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες».
Εάν η έννοια της διανοητικής ελευθερίας –η οποία δίχως αμφιβολία υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Δυτικού πολιτισμού– έχει τελικά κάποια σημασία, σημαίνει
ότι ο καθένας θα έχει το δικαίωμα να πει και να εκδώσει ό,τι πιστεύει
πως είναι η αλήθεια,
υπό την προϋπόθεση μόνον ότι δεν πλήττει την υπόλοιπη κοινότητα με κάποιον τρόπο ανεπανόρθωτο.
Τόσο η καπιταλιστική δημοκρατία όσο και οι δυτικές εκδοχές του Σοσιαλισμού
ελάμβαναν μέχρι πρόσφατα αυτήν την αρχή ως δεδομένη.
Η κυβέρνησή μας, όπως έχω ήδη αναφέρει, εξακολουθεί κατ’ επίφασιν
να δείχνει κάποιον σεβασμό προς αυτήν.
Ο απλός λαός του δρόμου –ίσως, εν μέρει, επειδή δεν ενδιαφέρεται για τις ιδέες
τόσο πολύ ώστε να είναι αδιάλλακτος ενώπιόν τους– εξακολουθεί ακόμα να υποστηρίζει ότι
«υποθέτω πως ο καθένας έχει δικαίωμα να ακούγεται η άποψή του».
Μόνο –ή, σε κάθε περίπτωση, πρωταρχικά– η ιντελλιγκέντσια της λογοτεχνίας και της επιστήμης,
οι άνθρωποι που κατ’ εξοχήν θα όφειλαν να περιφρουρούν την ελευθερία,
είναι αυτοί που έχουν ξεκινήσει τώρα να την παραβλέπουν, τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη.
Ένα από τα αλλόκοτα φαινόμενα της εποχής μας είναι ο αποστάτης φιλελεύθερος.
Πέραν και υπεράνω του οικείου μαρξιστικού ισχυρισμού
ότι η «ελευθερία της μπουρζουαζίας» είναι μια πλάνη,
υπάρχει σήμερα μια ευρέως διαδεδομένη τάση να εκφέρεται η άποψη
ότι μπορεί κανείς να προασπίσει την δημοκρατία μονάχα με ολοκληρωτικές μεθόδους.
Αν κανείς αγαπά την δημοκρατία, το επιχείρημα ισχύει:
πρέπει κανείς να συντρίψει τους εχθρούς της με οποιαδήποτε μέσα χωρίς να τρέχει τίποτα.
Και ποιοί είναι οι εχθροί της;
Όπως φαίνεται πάντα, δεν είναι μόνον εκείνοι που της επιτίθενται ευθέως και συνειδητά
αλλά και εκείνοι που «αντικειμενικά» την θέτουν σε κίνδυνο διαδίδοντας επικίνδυνες θεωρίες.
Με άλλα λόγια, η υπεράσπιση της δημοκρατίας εμπεριέχει την καταστροφή κάθε ανεξαρτησίας σκέψεως.
Αυτό το επιχείρημα εκμεταλλεύθηκαν, για παράδειγμα,
ώστε να δικαιολογήσουν τις ρωσσικές εκκαθαρίσεις.
Ο πιο ένθερμος Ρωσσόφιλος δύσκολα πίστευε πως όλα τα θύματα ήταν ένοχα
για όλες τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν: υποστηρίζοντας, όμως, αιρετικές απόψεις
έβλαψαν «αντικειμενικά» το καθεστώς και, επομένως, ήταν λίαν ορθό
όχι μόνο να δολοφονηθούν αλλά και να απαξιωθούν μέσω ψεύτικων κατηγοριών.
Το ίδιο επιχείρημα εκμεταλλεύθηκαν για να δικαιολογήσουν το τελείως συνειδητό ψέμα
που διαπερνούσε τον αριστερό τύπο σχετικά με τους τροτσκιστές και άλλες Δημοκρατικές Δυνάμεις
στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Και το εκμεταλλεύθηκαν ξανά ως μια αιτία για να κραυγάσουν
κατά του «habeas corpus» όταν απελευθερώθηκε το 1943 ο Μόσλευ.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι, εάν ενθαρρύνεις ολοκληρωτικές μεθόδους,
μπορεί να έρθει η ώρα που αυτές θα χρησιμοποιηθούν όχι υπέρ σου αλλά εναντίον σου.
Ας σου γίνει συνήθεια να φυλακίζεις τους ηγέτες των φασιστών δίχως δίκη –και ίσως η διαδικασία να μην σταματήσει στους φασίστες.
Λίγο μετά την επανέκδοση της υπό απαγόρευσιν «Daily Worker», έδινα μια διάλεξη
προς ένα κολλέγιο εργαζομένων στο Νότιο Λονδίνο.
Οι ακροατές ήταν διανοούμενοι της εργατικής τάξης και της χαμηλομεσαίας τάξης –το ίδιο είδος κοινού
που κάποτε έβλεπε συνήθως κανείς σε παρακλάδια της Λέσχης Αριστερού Βιβλίου.
Η διάλεξη έθιγε το ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου
και στο τέλος, προς έκπληξίν μου, αρκετοί αμφισβητίες σηκώθηκαν και με ρώτησαν: δεν νομίζω πως
η άρση της απαγόρευσης κυκλοφορίας για την «Daily Worker» ήταν μεγάλο λάθος;
Όταν αναρωτήθηκα γιατί, είπαν ότι αυτή αποτελούσε μια εφημερίδα αμφισβητούμενης αφοσιώσεως
και δεν θα έπρεπε να την ανέχονται εν καιρώ πολέμου.
Βρήκα τον εαυτό μου να υπερασπίζεται την «Daily Worker»,
η οποία είχε παρεκτραπεί να με λοιδορεί περισσότερες από μία φορές.
Μα πού έμαθαν αυτοί οι άνθρωποι αυτήν την ουσιαστικά ολοκληρωτική άποψη;
Σχεδόν με βεβαιότητα, την έμαθαν από τους ίδιους τους Κομμουνιστές!
Η ανοχή και η αξιοπρέπεια έχουν βαθειές ρίζες στην Αγγλία αλλά δεν είναι ακλόνητες
και θα πρέπει να διατηρηθούν ζωντανές, εν μέρει, με συνειδητή προσπάθεια.
Το αποτέλεσμα της διακήρυξης ολοκληρωτικών δογμάτων
είναι η εξασθένηση του ενστίκτου μέσω του οποίου οι ελεύθεροι άνθρωποι γνωρίζουν
τι είναι ή τι δεν είναι επικίνδυνο.
Η υπόθεση Μόσλεϋ το απεικονίζει αυτό παραδειγματικά. Το 1940 ήταν στην εντέλεια σωστό
να φυλακιστεί είτε είχε είτε δεν είχε διαπράξει οποιοδήποτε συγκεκριμένο έγκλημα.
Πολεμούσαμε για την ζωή μας και δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε
σε έναν πιθανό κουῒσλιγκ να κυκλοφορεί ελεύθερος.
Να τον κρατάμε κλειστό και φιμωμένο, άνευ δίκης, το 1943 ήταν ένα όργιο.
Η γενικότερη αποτυχία να γίνει αυτό αντιληπτό ήταν ένα αρνητικό σύμπτωμα,
αν και είναι αλήθεια ότι η αγκιτάτσια κατά της απελευθέρωσης του Μόσλεϋ
εδραζόταν εν μέρει σε γεγονότα και ήταν εν μέρει μια προσπάθεια
να δοθεί λογική εξήγηση σε άλλες δυσάρεστες καταστάσεις.
Σε ποιά έκταση, όμως, μπορεί η σημερινή διολίσθηση προς Φασιστικές μεθόδους σκέψεως
να ανιχνευθεί στον «Αντιφασισμό» των προηγούμενων 10 ετών
και στην ηθική αδιαφορία για την εντιμότητα
που αυτός επέφερε;
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιηθεί ότι η σημερινή Ρωσσομανία
αποτελεί μόνον ένα σύμπτωμα της γενικότερης αποδυνάμωσης της δυτικής φιλελεύθερης παράδοσης.
Εάν το Υπουργείο Πληροφοριών είχε αναστείλει
και είχε θέσει οριστικά βέτο στην έκδοση αυτού του βιβλίου,
η πλειοψηφία της αγγλικής ιντελλιγκέντσια δεν θα έβλεπε τίποτε το ανησυχητικό σε αυτό.
Η άκριτη αφοσίωση προς την Ε.Σ.Σ.Δ. τυχαίνει να είναι η ισχύουσα ορθοδοξία
–και όπου εμπλέκονται τα υποτιθέμενα συμφέροντα της Ε.Σ.Σ.Δ. είναι πρόθυμοι να επιδείξουν ανοχή
όχι μόνο στην λογοκρισία αλλά και στην σκόπιμη χάλκευση της ιστορίας.
Για να αναφέρω ένα παράδειγμα:
Όταν πέθανε ο Τζων Ρηντ, ο συγγραφέας του βιβλίου «ΟΙ ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ
ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ» –αφήγηση από πρώτο χέρι των πρώτων μερών
της Ρωσσικής Επανάστασης– τα δικαιώματα δημοσίευσης «copyright» του βιβλίου περιήλθαν στα χέρια του Αγγλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, προς το οποίο πιστεύω ότι τα είχε κληροδοτήσει ο Reed.
Μερικά χρόνια αργότερα, αφού κατέστρεψαν όσο περισσότερο μπορούσαν
την αυθεντική έκδοση του βιβλίου,
οι Κομμουνιστές έθεσαν σε κυκλοφορία μιαν εκδοχή του βιβλίου με συγκεχυμένες περιγραφές,
από την οποία είχαν εξαλείψει τις αναφορές στον Τρότσκυ
και είχαν επίσης αφαιρέσει την εισαγωγή που είχε γράψει ο Λένιν.
Εάν υπήρχε ακόμα ριζοσπαστική διανόηση στην Αγγλία, αυτή η πράξη πλαστογραφίας
θα είχε αποκαλυφθεί και θα είχε καταγγελθεί από κάθε εφημερίδα της χώρας.
Θα ‘λεγε κανείς πως δεν υπήρξε καμία ή ελάχιστη διαμαρτυρία.
Σε πολλούς Άγγλους διανοούμενους αυτό που έγινε έμοιαζε ως κάτι το σχεδόν φυσικό.
Και αυτή η ανοχή προς την απροκάλυπτη ατιμία
σημαίνει πολλά περισσότερα από το ότι αυτήν την στιγμή τυχαίνει να είναι του συρμού ο θαυμασμός
προς την Ρωσσία.
Πιθανότατα, αυτή η συγκεκριμένη μόδα δεν θα διαρκέσει.
Διότι –εξ όσων γνωρίζω, έως την στιγμή που εκδίδεται το βιβλίο αυτό–
η δική μου άποψη για το Ρωσσικό καθεστώς μπορεί να είναι η γενικότερα αποδεκτή.
Ποιό όφελος, όμως, θα έχει αυτό αφ’ εαυτού;
Δεν είναι απαραιτήτως πλεονέκτημα η εναλλαγή μιας ορθοδοξίας με μιαν άλλη.
Ο εχθρός είναι η σκέψη-γραμμόφωνο,
είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με τον δίσκο που προς στιγμήν παίζεται.
Είμαι καλά ενημερωμένος για όλα τα επιχειρήματα κατά της ελευθερίας σκέψεως και λόγου
–τα επιχειρήματα που διατείνονται ότι δεν μπορεί να υπάρξει
και τα επιχειρήματα που ισχυρίζονται ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει.
Απαντώ απλά ότι δεν με πείθουν
και ότι ο πολιτισμός μας για μια περίοδο 400 ετών εδραζόταν στην αντίθετη γνώμη.
Εδώ και 10 χρόνια, πίστευα ότι το υπάρχον Ρωσσικό καθεστώς ήταν κάτι το φαύλο
και διεκδικώ το δικαίωμα να το λέω ότι και τώρα είναι,
παρά το ότι είμαστε σύμμαχοι με την Ε.Σ.Σ.Δ. σε έναν πόλεμο που θέλω να τον δω να τον κερδίζουμε.
Εάν θα έπρεπε να επιλέξω ένα κείμενο για να δικαιολογήσω τον εαυτό μου,
θα διάλεγα τον στίχο του Μίλτωνα:
«Εν ονόματι των αναγνωρισμένων κανόνων της αρχέγονης ελευθερίας»
«By the known rules of ancient liberty».
Η λέξη «αρχέγονη» δίδει έμφαση στο γεγονός ότι η ελευθερία της διανόησης
είναι μια βαθειά ριζωμένη παράδοση,
δίχως την οποία η χαρακτηριστική δυτική κουλτούρα μας
μόνον αμφιβόλως θα μπορούσε να εξακολουθεί να υπάρχει.
Από την παράδοση αυτή, πολλοί από τους διανοουμένους μας απομακρύνονται οφθαλμοφανώς.
Έχουν αποδεχθεί το αξίωμα
ότι ένα βιβλίο θα έπρεπε να δημοσιεύεται ή να απαγορεύεται,
να εξυμνείται ή να αναθεματίζεται,
όχι βάσει της αξίας του αλλά σύμφωνα με το πολιτικό συμφέρον.
Και άλλοι (που δεν έχουν πραγματικά αυτήν την άποψη) συγκατατίθενται σε αυτό,
εξαιτίας καθαρής δειλίας.
Ως παράδειγμα αυτού, υπάρχει η αποτυχία πολυάριθμων και προβεβλημένων Άγγλων πασιφιστών
να υψώσουν την φωνή τους ενάντια στην επικρατούσα λατρεία του Ρωσσικού μιλιταρισμού.
Σύμφωνα με αυτούς τους πασιφιστές, κάθε βία είναι κακή
ενώ μας πίεζαν σε κάθε φάση του πολέμου να ενδώσουμε ή, τουλάχιστον, να συνάψουμε
μιαν ειρήνη συμβιβαστική.
Πόσοι από αυτούς, όμως, έκαναν ποτέ νύξη ότι ο πόλεμος είναι επίσης κακός
όταν διεξάγεται από τον Κόκκινο Στρατό;
Οι Ρώσσοι έχουν, φαίνεται, το δικαίωμα να αμυνθούν
ενώ –αν το κάνουμε εμείς– αυτό πρόκειται για αμαρτία θανάσιμη.
Αυτήν την αντίφαση μόνο με έναν τρόπο μπορεί κανείς να την εξηγήσει:
δηλαδή, με μιαν επιδίωξη δειλή να διατηρήσουν τις φιλικές τους σχέσεις
με την πλειοψηφία της ιντελλιγκέντσια, της οποίας ο πατριωτισμός
κατευθύνεται μάλλον προς την Ε.Σ.Σ.Δ. παρά προς την Αγγλία.
Ξέρω ότι η αγγλική ιντελλιγκέντσια έχει πολλές δικαιολογίες για την λιγοψυχία και την ατιμία της, γνωρίζω μάλιστα απ’ έξω τα επιχειρήματα με τα οποία δικαιολογούνται.
Αφήστε μας, όμως, τουλάχιστον, να μην ακούμε άλλες ανοησίες
περί υπεράσπισης της ελευθερίας έναντι του Φασισμού.
Αν η ελευθερία σημαίνει κάτι, τέλος πάντων, σημαίνει το δικαίωμα
να λες στον κόσμο αυτό που δεν θέλει να ακούσει.
ΟΙ απλοί άνθρωποι και ο λαός εξακολουθούν ακόμα να συναινούν αμυδρά σε αυτήν την πεποίθηση
και να δρουν σύμφωνα με αυτήν.
Στην χώρα μας –δεν είναι το ίδιο σε όλες τις χώρες:
δεν συνέβαινε το ίδιο στην δημοκρατική Γαλλία και δεν γίνεται το ίδιο σήμερα στις Η.Π.Α.– είναι οι φιλελεύθεροι που φοβούνται την ελευθερία και είναι οι διανοούμενοι αυτοί που θέλουν να σπιλώσουν την διανόηση: είναι για να προσελκύσω την προσοχή στο γεγονός αυτό που έγραψα αυτό το δοκίμιο.

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

«ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» - Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ

«ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ»

Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ
1947


Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό -που πρέπει να συνδυαστεί με τα άρθρα του «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» και «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ»- γράφτηκε από τον Τζωρτζ Όργουελ με τον τίτλο KOLGHOSP TVARYN
ειδικά για τον Ihor Szewczenko ο οποίος είχε ζητήσει να μεταφράσει το βιβλίο
«Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» στην Ουκρανική γλώσσα. Το κείμενο στα αγγλικά έχει χαθεί.
Ο Όργουελ πλήρωσε ο ίδιος το κόστος παραγωγής της έκδοσης στην Ρωσσική
ενώ επέμενε να μην λαμβάνει έσοδα από τις εκδόσεις στην Ρωσσική.
Το δοκίμιο απευθύνεται προς Ουκρανούς που ζούσαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
στα στρατόπεδα εκτοπισμένων της Γερμανίας υπό Αγγλική και Αμερικανική διοίκηση.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν υπέρ της Ρωσσικής Επανάστασης αλλά είχαν μεταστραφεί και ήταν εναντίον «του αντεπαναστατικού Βοναπαρτισμού του Στάλιν» και κατά της «εθνικιστικής εκμετάλλευσης του Ουκρανικού λαού από την Ρωσσία». Ήταν απλοί άνθρωποι, ημιμαθείς που όμως διάβαζαν πολύ, χωρικοί και εργάτες.



Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos


Μου ζήτησαν να γράψω έναν πρόλογο για την μετάφραση της «Φάρμας των Ζώων» στην Ουκρανική γλώσσα.
Είμαι ενήμερος πως γράφω για αναγνώστες για τους οποίους δεν γνωρίζω τίποτε αλλά, επίσης, πως και αυτοί μάλλον δεν είχαν ποτέ την παραμικρότερη ευκαιρία να μάθουν ο,τιδήποτε για εμέναν.
Στην εισαγωγή αυτή το πιθανότερο είναι πως αυτοί θα περιμένουν από εμέναν να πω κάτι για τον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκε η «Φάρμα των Ζώων», όμως θα ήθελα πρώτα να πω κάτι για εμένα και για τις εμπειρίες κάτω από τις οποίες κατέληξα στην πολιτική μου θέση.
Γεννήθηκα στην Ινδία το 1903.
Ο πατέρας μου ήταν αξιωματούχος της αγγλικής διοίκησης εκεί ενώ η οικογένειά μου ήταν μια από αυτές τις συνηθισμένες οικογένειες στρατιωτών, ιερέων, κυβερνητικών επισήμων, δασκάλων, δικηγόρων, γιατρών κ.τ.λ. της μεσαίας τάξεως.
Σπούδασα στο Ήτον, το πιο ακριβό και σνομπ Δημόσιο Σχολείο (αυτά δεν είναι δημόσια «εθνικά σχολεία» της Αγγλίας αλλά κάτι το εντελώς αντίθετο: ακανόνιστα εξαπλωμένες, αποκλειστικές
και πανάκριβες σχολές όπου κατοικούν ενήλικοι. Έως πρόσφατα δεν δέχονταν σχεδόν κανέναν
εκτός από τους γιους πλούσιων αριστοκρατικών οικογενειών. Ήταν το όνειρο των «νεόπλουτων-nouveau riche» τραπεζιτών του 19ου αιώνα να προωθήσουν τους γιους τους σε ένα Δημόσιο Σχολείο.
Σε τέτοιες σχολές, η μεγαλύτερη έμφαση δίδεται στα σπορ, τα οποία διαμορφώνουν –θα ‘λεγε κανείς– μια άτεγκτη εμφάνιση λόρδου τζέντλμαν. Μεταξύ των σχολών αυτών, το Ήτον είναι ιδιαιτέρως φημισμένο. Αναφέρεται να έχει πει ο Ουέλλιγκτων ότι η νίκη στο Βατερλώ καταστρώθηκε
στον στίβο αθλοπαιδιών του Ήτον. Δεν πάει και πολύ καιρός από τότε που μια συντριπτική
πλειοψηφία των ανθρώπων που κυβέρνησαν, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, την Αγγλία
προέρχονταν από τα Δημόσια Σχολεία).
Είχα φτάσει, όμως, εκεί αποκλειστικά μέσω μιας υποτροφίας∙ ειδάλλως, ο πατέρας μου δεν θα μπορούσε να διαθέσει τα μέσα ώστε να με στείλει σε ένα σχολείο αυτού του τύπου.
Αφού άφησα το σχολείο (δεν είχα κλείσει ούτε τα 20 τότε) πήγα σύντομα στην Βιρμανία
και κατετάγην στην Αυτοκρατορική Ινδική Αστυνομία. Ήταν ένοπλη Αστυνομία, ένα είδος χωροφυλακής-gendarmerie πολύ παρόμοιας με την Ισπανική Πολιτική Φρουρά-Guardia Civil
ή την Γαλλική Επιστρατευμένη Φρουρά-Garde Mobile.
Έμεινα εν υπηρεσία 5 χρόνια. Δεν μου ταίριαζε –και με έκανε να σιχαθώ τον ιμπεριαλισμό,
αν και την εποχή εκείνη τα εθνικιστικά αισθήματα στην Βιρμανία δεν είχαν βγει στην επιφάνεια
και οι σχέσεις μεταξύ των Άγγλων και των Βιρμανών δεν ήταν ιδιαιτέρως εχθρικές.
Όταν έφυγα για την Αγγλία το 1927, παραιτήθηκα από την υπηρεσία και αποφάσισα
να γίνω συγγραφέας: στην αρχή δίχως οποιαδήποτε ιδιαίτερη επιτυχία.
Το 1928-29 έζησα στο Παρίσι και έγραψα μικρές ιστορίες και νουβέλες
που κανείς δεν θα τύπωνε (τις έχω, έκτοτε, καταστρέψει όλες).
Τα επόμενα χρόνια έζησα κυρίως μεροδούλι-μεροφάϊ και, σε αρκετές περιστάσεις, ένιωσα τι θα πει πείνα. Μόνο από το 1934 και μετά κατέστην ικανός να ζω από τα οικονομικά έσοδα της συγγραφής.
Στο ενδιάμεσο, είχα ζήσει –για συνεχόμενους μήνες, μερικές φορές– μεταξύ των εξαθλιωμένων
και ημιεγκληματικών στοιχείων που κατοικούν στα χειρότερα τμήματα των πιο φτωχικών τετραγώνων
ή καταφεύγουν στους δρόμους ζητιανεύοντας και κλέβοντας. Εκείνη την εποχή συνδέθηκα μαζί τους μέσω της έλλειψης χρημάτων αλλά, αργότερα, ο τρόπος ζωής τους προσήλκυσε αφ’ εαυτού το ενδιαφέρον μου. Ξόδεψα πολλούς μήνες (πιο συστηματικά, την φορά αυτή) για να μελετήσω τις συνθήκες ζωής των ανθρακορύχων της Βορείου Αγγλίας.
Έως το 1930 ολωσδιόλου δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ως Σοσιαλιστή. Στην πραγματικότητα,
δεν είχα ακόμα καθόλου κατασταλαγμένες και ξεκάθαρα καθορισμένες πολιτικές αντιλήψεις.
Έγινα υποστηρικτής του Σοσιαλισμού περισσότερο εξαιτίας της αηδίας που ένιωθα για τον τρόπο
με τον οποίο το πιο φτωχό κομμάτι των βιομηχανικών εργατών καταδυναστευόταν και αγνοούνταν
παρά χάρη σε οποιονδήποτε θεωρητικό θαυμασμό
για μια σχεδιασμένη και ελεγχόμενη οικονομία.
Το 1936 παντρεύτηκα, Την ίδια εβδομάδα, σχεδόν, ξέσπασε στην Ισπανία ο Εμφύλιος Πόλεμος.
Η γυναίκα μου κι εγώ θέλαμε αμφότεροι να πάμε στην Ισπανία και να πολεμήσουμε
υπέρ της Ισπανικής κυβέρνησης.
Σε 6 μήνες, αμέσως μόλις τελείωσα το βιβλίο που έγραφα, ήμασταν έτοιμοι.
Στην Ισπανία έμεινα σχεδόν 6 μήνες στο μέτωπο της Αραγωνίας έως ότου στην Χουέσκα
ένας φασίστας ελεύθερος σκοπευτής με πυροβόλησε και η σφαίρα διαπέρασε τον λαιμό μου.
Στα πρώτα στάδια του πολέμου, οι ξένοι ήταν παντελώς ανενημέρωτοι για τις εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων πολιτικών κομμάτων που υποστήριζαν την Κυβέρνηση.
Μέσα από μια σειρά ατυχών γεγονότων, δεν κατετάγην στην Διεθνή Ταξιαρχία όπως η πλειοψηφία
των αλλοδαπών αλλά στην πολιτοφυλακή του ΕΜΕΚ (POUM) –δηλαδή, των Ισπανών Τροτσκιστών.
Έτσι, στα μέσα του 1937, όταν οι Κομμουνιστές κέρδισαν τον έλεγχο (ή τον μερικό έλεγχο)
της Ισπανικής Κυβέρνησης και ξεκίνησαν να καταδιώκουν τους Τροτσκιστές,
βρεθήκαμε ανάμεσα στα θύματα.
Σταθήκαμε πολύ τυχεροί που βγήκαμε ζωντανοί από την Ισπανία, δίχως ούτε
μια φορά καν να έχουμε συλληφθεί.
Πολλοί από τους φίλους μας είχαν πυροβοληθεί ενώ άλλοι πέρασαν πολύ καιρό στην φυλακή
ή απλά εξαφανίστηκαν.
Αυτά τα ανθρωποκυνηγητά στην Ισπανία συνεχίζονταν την ίδια στιγμή που εξελίσσονταν και οι μεγάλες εκκαθαριστικές διώξεις στην Ρωσσία –και αποτελούσαν, κατά κάποιον τρόπο, το συμπλήρωμά τους.
Στην Ισπανία, όπως εξάλλου και στην Ρωσσία, η φύση των κατηγοριών
(και, ειδικότερα, η συνωμοσία με τους Φασίστες) ήταν η ίδια ενώ, όσον αφορά την Ισπανία,
είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι οι κατηγορίες ήταν ψευδείς.
Η εμπειρία όλων αυτών αποτέλεσε ένα πολύτιμο αντικειμενικό μάθημα: με δίδαξε πόσο εύκολα
η ολοκληρωτική προπαγάνδα μπορεί να ελέγχει τις απόψεις
των πεφωτισμένων ανθρώπων σε δημοκρατικές χώρες.
Η σύζυγός μου κι εγώ είδαμε και οι δυο αθώους ανθρώπους να πετιούνται στην φυλακή
απλά επειδή ήταν ύποπτοι ανορθοδοξίας.
Και όμως, όταν επιστρέψαμε στην Αγγλία, βρήκαμε πολυάριθμους ευαισθητοποιημένους
και ενημερωμένους παρατηρητές να πιστεύουν τις πλέον φανταστικές διαδόσεις
(περί συνωμοσιών, προδοσίας και σαμποτάζ) που ανέφερε ο Τύπος για τις Δίκες της Μόσχας.
Και έτσι κατάλαβα, πιο καθαρά από ποτέ, την αρνητική επιρροή του Σοβιετικού Μύθου
στο Δυτικό Σοσιαλιστικό Κίνημα.
Εδώ, όμως, πρέπει να κάνω μια παύση για να περιγράψω την στάση μου
απέναντι στο Σοβιετικό Καθεστώς.
Δεν έχω επισκεφθεί ποτέ την Ρωσσία και οι γνώσεις μου αποτελούνται μόνον εξ όσων
μπορούν να μαθευτούν από την ανάγνωση βιβλίων και εφημερίδων.
Ακόμα και αν είχα την εξουσία, δεν θα ευχόμουν να παρέμβω στις εσωτερικές υποθέσεις των Σοβιέτ: δεν θα καταδίκαζα τον Στάλιν και τους συνεργάτες τους απλά για τις βάρβαρες και αντιδημοκρατικές μεθόδους τους. Μπορεί, κάλλιστα –ακόμα και αν είχαν τις καλύτερες προθέσεις– να μην μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, ήταν υψίστης σημασίας για εμένα να μπορέσουν οι άνθρωποι
στην Δυτική Ευρώπη να δουν το Σοβιετικό Καθεστώς ως αυτό που πραγματικά ήταν.
Από το 1930 είχα δει ελάχιστες αποδείξεις ως προς το ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. προχωρούσε προοδευτικά
προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει ειλικρινά ως Σοσιαλισμό.
Αντιθέτως, έγινα αποδέκτης ξεκάθαρων σημείων που προοιωνίζονταν ότι η Ρωσσία μεταμορφώνεται
σε μιαν ιεραρχική κοινωνία, στην οποία οι κυβερνώντες ηγέτες δεν έχουν κανέναν παραπάνω λόγο
για να παραδώσουν την εξουσία τους σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη τάξη που ασκεί την εξουσία.
Εξάλλου, οι εργάτες και η ιντελλιγκέντσια, σε μια χώρα όπως η Αγγλία, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. του σήμερα είναι ολωσδιόλου διαφορετική απ’ ό,τι ήταν το 1917.
Αυτό συμβαίνει εν μέρει διότι δεν θέλουν να το καταλάβουν (δηλαδή, επιθυμούν να πιστεύουν
πως κάπου υπάρχει πράγματι μια αληθινά Σοσιαλιστική χώρα) και εν μέρει διότι, όντας συνηθισμένοι
στην σχετική ελευθερία
και μετριοπάθεια της δημόσιας ζωής, ο ολοκληρωτισμός τους είναι εντελώς ακατανόητος.
Ωστόσο, πρέπει κανείς να κρατά στην μνήμη του ότι και η Αγγλία δεν είναι εντελώς δημοκρατική.
Είναι, επίσης, μια χώρα καπιταλιστική με μεγάλα ταξικά προνόμια και με μεγάλες διαφορές στον πλούτο (ακόμα και τώρα, ύστερα από έναν πόλεμο που έτεινε να εξισώσει τους πάντες).
Εν τούτοις, όμως, πρόκειται για μια χώρα
στην οποία οι άνθρωποι έχουν ζήσει μαζί για αρκετές εκατοντάδες χρόνια δίχως σημαντικές διενέξεις,
στην οποία οι νόμοι είναι σχετικά δίκαιοι
και όπου τα στατιστικά στοιχεία μπορούν σχεδόν διαρκώς
να γίνονται πιστευτά καθώς και –τελευταίο αλλά όχι έσχατο–
για μια χώρα στην οποία το να έχεις και να εκφράζεις μειοψηφικές απόψεις
δεν εμπεριέχει κανέναν κίνδυνο να χάσεις την ζωή σου.
Ζώντας σε μια τέτοιαν ατμόσφαιρα, ο άνθρωπος στον δρόμο
δεν έχει καμιά πραγματική κατανόηση
για πράγματα όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι μαζικές εκτοπίσεις, οι συλλήψεις άνευ δίκης,
η λογοκρισία του Τύπου κ.τ.λ.
Ό,τι διαβάζει για μια χώρα όπως η Ε.Σ.Σ.Δ. μεταφράζεται αυτομάτως
σε αγγλικούς όρους
ενώ αποδέχεται εντελώς αθώα τα ψέματα της ολοκληρωτικής προπαγάνδας.
Έως το 1939 και ακόμη πιο πριν, η πλειοψηφία του αγγλικού λαού ήταν αδύνατο να εκτιμήσουν
την πραγματική φύση
του καθεστώτος των Ναζί στην Γερμανία ενώ, τώρα, με το Σοβιετικό καθεστώς
εξακολουθούν να βρίσκονται κατά μεγάλο ποσοστό
κάτω από το ίδιο είδος πλάνης.
Αυτό έχει προκαλέσει μεγάλη ζημία στο σοσιαλιστικό κίνημα της Αγγλίας
και είχε σοβαρές επιπτώσεις στην αγγλική εξωτερική πολιτική.
Πράγματι, κατά την γνώμη μου, τίποτε δεν έχει συντελέσει τόσο πολύ
στην διαστρέβλωση της πρωτογενούς και αυθεντικής ιδέας του Σοσιαλισμού
όσο η πεποίθηση πως η Ρωσσία είναι μια σοσιαλιστική χώρα
και πως κάθε πράξη των ηγετών της πρέπει να συγχωρείται, αν όχι να βρίσκει μιμητές.
Έτσι, λοιπόν, στα 10 χρόνια που πέρασαν, πείστηκα ότι η αποδόμηση του Σοβιετικού μύθου
ήταν ουσιώδης εάν θέλαμε μιαν αναβίωση του Σοσιαλιστικού Κινήματος.
Επιστρέφοντας από την Ισπανία, σκέφθηκα να εκθέσω και να αποκαλύψω τον Σοβιετικό μύθο
σε μιαν ιστορία που θα μπορούσε να γίνει εύκολα κατανοητή σχεδόν από τον καθέναν
και που θα μπορούσε εύκολα να μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες.
Ωστόσο, οι πραγματικές λεπτομέρειες της ιστορίας δεν μου έρχονταν στο μυαλό για αρκετό καιρό
ώσπου μια μέρα (έμενα τότε σε ένα μικρό χωριό) είδα ένα μικρό αγόρι, ίσως 10 ετών,
να οδηγεί ένα τεράστιο άλογο
μέσα από ένα στενό μονοπάτι και να το δέρνει με μαστίγιο όποτε αυτό επιχειρούσε να στρίψει.
Μου ήρθε η ιδέα ότι μακάρι να αποκτούσαν τέτοια ζώα
επίγνωση της δύναμής τους
ώστε να μην ασκούμε πάνω τους οποιαδήποτε εξουσία
καθώς και ότι οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τα ζώα με τον ίδιο, εν πολλοίς, τρόπο
όπως οι πλούσιοι εκμεταλλεύονται το προλεταριάτο.
Προχώρησα στην ανάλυση της θεωρίας του Μαρξ
από την οπτική πλευρά των ζώων.
Για αυτά, ήταν ξεκάθαρο ότι η έννοια της ταξικής πάλης μεταξύ των ανθρώπων ήταν σκέτη πλάνη εφόσον, όποτε ήταν γι’ αυτούς αναγκαίο να εκμεταλλευθούν τα ζώα,
όλοι οι άνθρωποι ενώνονταν κατά των ζώων: η αληθινή πάλη διεξάγεται μεταξύ ζώων και ανθρώπων.
Από αυτό το σημείο εκκίνησης, δεν ήταν δύσκολο να επεξεργαστώ λεπτομερώς την ιστορία.
Δεν την ολοκλήρωσα ως το 1943 διότι είχα πάντα δεσμευθεί
σε άλλες δουλειές που δεν μου άφηναν καθόλου χρόνο∙
και, στο τέλος, συμπεριέλαβα ορισμένα γεγονότα (για παράδειγμα, την Διάσκεψη της Τεχεράνης)
τα οποία ελάμβαναν χώρα ενώ εγώ έγραφα.
Άρα, το βασικό περίγραμμα της ιστορίας ήταν στον νου μου για μια περίοδο άνω των 6 ετών
πριν πραγματικά τελειώσει η συγγραφή της.
Δεν θα ήθελα να σχολιάσω το έργο∙ εάν δεν μιλά από μόνο του, είναι αποτυχία.
Θα ήταν καλό, όμως, να δώσω έμφαση σε δύο σημεία:
πρώτον, ότι –αν και τα διάφορα επεισόδια λαμβάνονται από την πραγματική ιστορία
της Ρωσσικής Επαναστάσεως– η περιγραφή τους γίνεται σχηματικά
ενώ η χρονολογική τους σειρά έχει μεταβληθεί∙
αυτό κατέστη απαραίτητο για την συμμετρία της ιστορίας.
Το δεύτερο σημείο διέφυγε από τους περισσότερους κριτικούς,
πιθανόν επειδή δεν του έδωσα αρκετή έμφαση: ένας αριθμός αναγνωστών μπορεί να τελειώσει το βιβλίο με την εντύπωση ότι αυτό ολοκληρώνεται με την ολοσχερή συμφιλίωση
των γουρουνιών και των ανθρώπων.
Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου∙
αντιθέτως, είχα κατά νου την πρόθεση να ολοκληρωθεί με μια ισχυρή νότα διαφωνίας
διότι το έγραψα αμέσως μετά την Διάσκεψη της Τεχεράνης,
για την οποία όλοι νόμιζαν πως είχε παγιώσει τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ της Ε.Σ.Σ.Δ. και της Δύσης.
Προσωπικά δεν πίστεψα ότι τόσο καλές σχέσεις θα διαρκούσαν για πολύ∙
και, όπως έχουν αποδείξει τα γεγονότα, δεν ήμουν πολύ λάθος.
Δεν ξέρω τι περισσότερο χρειάζεται να προσθέσω.
Εάν κανείς ενδιαφέρεται για προσωπικές λεπτομέρειες, θα έπρεπε να προσθέσω ότι είμαι χήρος
με έναν γιο σχεδόν 3 ετών, ότι εξ επαγγέλματος είμαι συγγραφέας
και ότι από την αρχή του πολέμου εργάστηκα, κατά κύριο λόγο, ως δημοσιογράφος.
Η περιοδική έκδοση στην οποία συνεισφέρω κείμενα με πιο σταθερούς ρυθμούς είναι η «TRIBUNE», μια εβδομαδιαία εφημερίδα που αντιπροσωπεύει, γενικά μιλώντας, την αριστερή πτέρυγα
του Εργατικού Κόμματος.
Τα ακόλουθα βιβλία μου θα ενδιέφεραν ίσως περισσότερο τον συνηθισμένο αναγνώστη (κάθε αναγνώστης αυτού του κειμένου θα έπρεπε να βρει αντίγραφά τους):
«Μέρες της Μπούρμα» (μια ιστορία για την Βιρμανία),
«Φόρος Τιμής στην Καταλωνία» (που πηγάζει από τις εμπειρίες μου στον Ισπανικό Εμφύλιο),
και «Κριτικά Δοκίμια» (μελέτες κυρίως για την σύγχρονη λαϊκή λογοτεχνία της Αγγλίας
και διδακτικό περισσότερο από την κοινωνιολογική άποψη παρά από την φιλολογική πλευρά).

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

«ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ 1984 - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ» Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

«ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ 1984 - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
“TRIBUNE” 4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1946

Κριτική στο βιβλίο του Zamyatin με τίτλο «WE»

Σημείωμα του μεταφραστή: Το βιβλίο του Yevgeny Zamyatin «Εμείς»
μεταφράστηκε στις Η.Π.Α. το 1925, στην Γαλλία προ του 1944 με τίτλο «Nous Autres», στην Αγγλία το 1969.
Στην Ελλάδα παραμένει αμετάφραστο ακόμα.
Σε γράμμα του προς τον Gleb Struve (καθηγητή στην Σχολή Σλάβικών και Ανατολικών Ευρωπαϊκών
Σπουδών του Πανεπιστημίου Λονδίνου) ο Όργουελ γράφει στις 17/2/1944: «Με ενδιαφέρει το βιβλίο «WE»
για το οποίο δεν έχω ξανακούσει. Αυτού του είδους τα βιβλία με ενδιαφέρουν πάρα πολύ και κάνω
σχέδια ακόμα και για ένα παρόμοιο βιβλίο που θα γράψω αργά ή σύντομα».
Σε γράμμα του τον Μάρτιο του 1949, ο Όργουελ γράφει: «Είναι συγκλονιστικό το γεγονός ότι ένα βιβλίο τέτοιου εκπληκτικού πεπρωμένου και τόσο πελώριας αξίας δεν φθάνει στα χέρια του αναγνώστη».

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos



Απέκτησα επιτέλους και έχω στα χέρια μου το βιβλίο του Ζαμυάτιν «Εμείς», για την ύπαρξη του οποίου
άκουσα πριν αρκετά χρόνια και αντιπροσωπεύει ένα περίεργο φιλολογικό φαινόμενο του 20ου αιώνα.
Από το βιβλίο του Gleb Struve «25 χρόνια λογοτεχνίας στην Σοβιετική Ρωσσία»,
είχα πληροφορηθεί τα εξής:
Ο Ζαμυάτιν πέθανε το 1937 στο Παρίσι, υπήρξε Ρώσσος συγγραφέας και κριτικός
και δημοσίευσε μια σειρά βιβλίων πριν και μετά την Επανάσταση.
Το βιβλίο «Εμείς» γράφθηκε το 1923 και αποτελεί μιαν απεικόνιση φανταστική
της ζωής στον 26ο αιώνα της εποχής μας, αν και κάνει λόγο μόνο για την Ρωσσία
και δεν υπάρχει απευθείας επικοινωνιακή του σύνδεση με την σύγχρονη πολιτική.
Ωστόσο, στην όλη σύνθεση απαγορεύθηκε η δημοσίευση εξαιτίας του ιδεολογικού της χαρακτήρα.
Το αντίγραφο του χειρογράφου βγήκε στο εξωτερικό και η νουβέλα εκδόθηκε
σε μεταφράσεις στα Αγγλικά, Γαλλικά και Τσεχοσλοβακικά αλλά δεν έχει εμφανιστεί στα Ρωσσικά.
Η Αγγλική μετάφραση έγινε στις Η.Π.Α. αλλά δεν κατόρθωσα να την βρω•
κατάφερα, όμως, να πάρω την Γαλλική μετάφραση (με τον τίτλο «Nous Autres»).
Εξ όσων μπορώ να κρίνω, δεν είναι το Α’ τάξεως βιβλίο αλλά, οπωσδήποτε, είναι μάλλον ασυνήθιστο και προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κανείς Άγγλος εκδότης δεν επέδειξε αρκετό επιχειρηματικό πνεύμα ώστε να το επανατυπώσει.
Το πρώτο πράγμα το οποίο είναι εμφανές διαβάζοντας το «Εμείς» –το γεγονός, νομίζω, που έως τώρα δεν έχει προσεχθεί– είναι ότι «Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» του Χάξλεϋ είναι εν μέρει υπόχρεος, πιθανότατα, σε αυτό το βιβλίο εκ των πραγμάτων.
Αμφότερα τα προϊόντα κάνουν λόγο για την εξέγερση της φύσης του ανθρώπινου πνεύματος
ενάντια στον εκλογικευμένο, μηχανοποιημένο, αδιάφορο συναισθηματικά κόσμο.
Σε αμφότερα τα προϊόντα η δράση μεταφέρεται 600 χρόνια μπρος, στο μέλλον.
Η ατμόσφαιρα και των δύο βιβλίων είναι παρόμοια και σε αυτά αναπαρίσταται,
χονδρικά μιλώντας, ο ίδιος τύπος κοινωνίας
αν και στον Χάξλεϋ δεν γίνεται εμφανώς αντιληπτή κάποια αίσθηση
πολιτικών υπαινιγμών ενώ υπάρχει μια περισσότερο αξιοσημείωτη επιρροή από τις νεώτερες,
βιολογικές και ψυχολογικές θεωρίες.
Στο μυθιστόρημα του Ζαμυάτιν οι κάτοικοι της Ουτοπίας
στον 26ο αιώνα έχουν απωλέσει τόσο την ατομικότητά τους ώστε διαφοροποιούνται από αριθμούς.
Ζουν σε γυάλινα σπίτια (είχε γραφεί πριν την εφεύρεση της TV)
που επιτρέπουν στην πολιτική αστυνομία, η οποία αποκαλείται «οι Φύλακες»,
να τους επιτηρεί δίχως προσπάθεια.
Όλοι φορούν μια στολή απαράλλακτη
και, συνήθως, ο καθένας απευθύνεται στον άλλο ονομάζοντάς τον ανάλογα ως «Στολή νούμερο Τάδε».
Τρώνε τεχνητό φαγητό και σε μιαν ώρα ξεκούρασης βαδίζουν ανά τέσσερεις σε μιαν αριθμημένη σειρά κάτω από τους ήχους– που εκπηγάζουν από μεγάφωνα– του ύμνου του «Μονοκράτους»/Uniform State.
Στο διάλειμμα τους επιτρέπεται για μία ώρα (γνωστή ως «σεξουαλώρα»)
να χαμηλώσουν τις κουρτίνες των γυάλινων κατοικιών.
Βέβαια, ο γάμος έχει καταργηθεί αλλά η ερωτική ζωή δεν αναπαρίσταται κατά διόλου χαοτικό τρόπο.
Για την σεξουαλική διασκέδαση έχουν όλοι κάτι σαν ένα βιβλιαράκι επιταγών για τσεκ με ροζ εισιτήρια ενώ ο/η σύντροφος (με τον οποίο/την οποία γίνεται το κάθε κανονισμένο ραντεβού)
υπογράφει το κουπόνι.
Επικεφαλής αυτού του Ενιαίου Κράτους βρίσκεται κάποιος που αποκαλείται Ευεργέτης/Benefactor
και τον οποίο επανεκλέγει κάθε χρόνο ομόφωνα όλος ο πληθυσμός ως ηγέτη.
Η επικρατούσα αρχή του Κράτους θα είναι ότι η ευτυχία και η ελευθερία
είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους.
Το άτομο ήταν ευτυχισμένο στον Κήπο της Εδέμ αλλά απαίτησε απρόσεκτα την ελευθερία
και, ως συνέπεια, αποβλήθηκε στην έρημο.
Σήμερα, το Διεθνενοποιημένο Κράτος χαρίζει πάλι την ευτυχία στο φυλακισμένο άτομο.
Είναι εμφανής, λοιπόν, η ομοιότητα με τον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο».
Αν και το βιβλίο του Ζαμυάτιν δεν είναι τόσο επιτυχώς δομημένο –με την κάπως όχι συνεκτική και ημιτελή πλοκή του, αρκετά περιπεπλεγμένη για να την εκθέσει κανείς εν συντομία– περιέχει, ωστόσο, την πολιτική αίσθηση
που απουσιάζει από το μυθιστόρημα του Χάξλεϋ.
Στον Χάξλεϋ το πρόβλημα της «ανθρώπινης φύσης»
λύνεται μερικώς διότι θεωρείται ότι η ανάπτυξη του ανθρώπινου σώματος
με την συνδρομή της προγενετικής φροντίδας, των ναρκωτικών φαρμάκων και της υποβολής
στον υπνωτισμό μπορεί να παράσχη κάθε επιθυμητή μορφή φυσικής και διανοητικής εξέλιξης.
Τόσο η πρώτη τάξη των επιστημόνων όσο και η πέμπτη, κατώτατη τάξη
πολύ εύκολα μπορούν να εξαχθούν
ενώ και από τις δύο αυτές τάξεις πολύ εύκολα μπορούν να εκμηδενιστούν
τα πρωτόγονα ένστικτα όπως το γονεϊκό αίσθημα και η δίψα για την ελευθερία.
Δεν δίδεται, όμως, μια σαφής αιτιολόγηση για αυτήν την τόσο αμιγή διάκριση
της αναπαριστώμενης κοινωνίας σε τάξεις.
Δεν υφίσταται οικονομική λειτουργία
ούτε, επίσης, επιθυμία εκφοβισμού και καταπίεσης: «ἔνθα οὐκ ἔστι πείνα, οὐ λύπη»,
καμιά στέρηση. Οι κυβερνώντες δεν έχουν σοβαρές αιτίες ώστε να παραμείνουν στην κορυφή
της εξουσίας και η ζωή κατήντησε τόσο κενή
–αν και όλοι έχουν βρει την ευτυχία στην αναισθησία–
που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι μια τέτοια κοινωνία θα μπορούσε να υπάρξει.
Το βιβλίο του Ζαμυάτιν βρίσκεται ως σύνολο πιο κοντά στο πνεύμα του σήμερα.
Πολλά αρχέγονα ένστικτα στον άνθρωπο
(σε αντίθεση με την εκπαίδευση και την επαγρύπνηση των «Φυλάκων»)
εξακολουθούν να λειτουργούν.
Ο αφηγητής Δ-503 είναι ένας ταλαντούχος μηχανικός
(στην πραγματικότητα ένα συνηθισμένο άτομο –όπως σε κάθε Ουτοπία–
που ονομάζεται Bills Brown και μένει στην πόλη του Λονδίνου),
ζει υπό διαρκή πανικό, αισθανόμενος ότι βρίσκεται όμηρος
κληροδοτημένων γενετικά, αταβιστικών ενστίκτων.
Ερωτεύεται (και αυτό σίγουρα αποτελεί έγκλημα)
μια κάποια Ε-330, η οποία είναι μέλος ενός μυστικού
αντιστασιακού Κινήματος στο οποίο καταφέρνει να τον μυήσει
για λίγο με σκοπό την προετοιμασία για ανταρσία.
Η ανταρσία ξεσπά και αποκαλύπτεται
ότι υπάρχουν πολλοί που αντιτίθενται στον «Ευεργέτη».
Αυτοί οι άνθρωποι δεν σχεδιάζουν μόνο μιαν επανάσταση
αλλά, επιπλέον, πίσω από τις χαμηλωμένες κουρτίνες επιδίδονται σε παρομοίως τερατώδεις πράξεις
όπως η κατανάλωση τσιγάρων και αλκοόλ.
Τελικά καθίσταται δυνατόν να αποφύγει ο Δ-503 τις συνέπειες ενός απρόσεκτου διαβήματος.
Οι αρχές διακηρύσσουν ότι «επιβεβαιώθηκαν οι αιτίες των πρόσφατων αναταραχών»: όπως φαίνεται, ένας ορισμένος αριθμός ανθρώπων υποφέρουν από την ασθένεια που λέγεται «φαντασία».
Οργανώνεται ένα ειδικό νευρολογικό κέντρο για την καταπολέμηση της φαντασίας και η αρρώστια, ύστερα από την χρήση ακτινοβολιών με ακτίνες-Χ, επιστρέφει στα συνήθη της επίπεδα.
Αφού ο Δ-503 εκτίθεται σε εγχείρηση, κατόπιν είναι για αυτόν εύκολο να κάνει αυτό που ανέκαθεν λογάριαζε ως χρέος του, δηλαδή να παραδώσει τους συνεργούς του στην αστυνομία.
Καθώς ο αέρας φυσά γύρω του, παρατηρεί μέσα από ένα γυάλινο τζάμι
με απόλυτη ηρεμία την Ε-330 που βρίσκεται καλυμμένη από ένα κράνος:
«Με κοίταζε, έχοντας αρπάξει γερά τα χέρια της ηλεκτρικής καρέκλας, με κοίταζε
δίχως τα μάτια της να είναι καθόλου κλειστά. Προσπάθησε, τότε, να απαγκιστρωθεί γρήγορα
από τα ηλεκτρόδια που κατέληγαν στο σώμα της και από την ζώνη που την περίκλειε στο κύκλωμα.
Η προσπάθεια επανελήφθη τρεις φορές –δίχως αυτή να βγάλει λέξη– ώστε να βγει η ταινία.
Κατόπιν, εμφανίστηκαν και άλλοι απελευθερωμένοι: άρχισαν να μιλούν για πρώτη φορά.
Αύριο όλοι τους θα κατέβουν τα σκαλοπάτια της Μηχανής του Ευεργέτη».
Η Μηχανή του Ευεργέτη είναι μια γκιλοτίνα.
Σε όλες τις Ουτοπίες οι εκτελέσεις θεωρούνται «μπίζνες αζ γιούζουαλ».
Γίνονται δημοσίως, με την παρουσία του Ευεργέτη ενώ οι παραστάσεις συνοδεύονται από την ανάγνωση λατρευτικών ύμνων που εκτελούνται από εγκεκριμένους ποιητές.
Η λαιμητόμος, βεβαίως, δεν είναι τόσο απωθητική όσο σε προηγούμενες εποχές.
Η συσκευή της καρμανιόλας είναι τόσο προχωρημένη που εξολοθρεύει το θύμα μέσα
κυριολεκτικά σε μια στιγμή, αφήνοντας από αυτό μόνον
ένα βήμα μετέωρο στον αέρα και μια λίμνη «νερού».
Για την ακρίβεια, η εκτέλεση επαναφέρει στο θύμα την προσωπικότητά του
ενώ το τελετουργικό διαπνέεται από το καταχθόνιο πνεύμα
των δουλοκτητικών πολιτισμών του αρχαίου κόσμου.
Αυτή η διαισθητική, ενορατική Αποκάλυψη
της παράλογης όψης του ολοκληρωτισμού
–οι θυσίες, η στυγερότητα ο κατ’ εξοχήν σκοπός, η λατρεία του Ηγέτη στον οποίο προσδίδει Θεϊκή όψη–
τοποθετεί το βιβλίο του Ζαμυάτιν
υπεράνω των βιβλίων του Χάξλεϋ.
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί το έχουν απαγορεύσει.
Η ακόλουθη στιχομυθία (την παραθέτω εν περιλήψει) μεταξύ του Δ-503 και της Ε-330
θα ήταν ένας εντελώς επαρκής λόγος ώστε να την διαγράψει η λογοκρισία με κόκκινο στυλό:

- Πράγματι, ως προς εσένα δεν είναι αποκρυσταλλωμένο: αυτή η ιδέα που συλλαμβάνεις
να είναι, άραγε, η επανάσταση;
- Ναι, η επανάσταση! Γιατί είναι αστείο αυτό;
- Κατά έναν γελοίο τρόπο –διότι επαναστάσεις δεν γίνονται.
Άλλωστε, η τελευταία επανάσταση ήταν η δική μας.
Και, άρα, καμιά απολύτως επανάσταση δεν μπορεί πλέον να γίνει.
Αυτό το ξέρουν όλοι…
- Αξιαγάπητή μου Έψιλον, εσύ είσαι η μαθηματικός.
Ε λοιπόν, κατονόμασέ μου τον έσχατο αριθμό.
- Δηλαδή;… Ποιόν έσχατο;
- Μα τον άπειρο, τον κορυφαίο, τον μεγαλύτερο.
- Αυτό, βρε συ, είναι κωμικό. Υπάρχουν άπειροι αριθμοί των αριθμών, πώς να σου πω τον έσχατο;
- Και γω πώς να σου πω ότι δεν υπάρχει έσχατη επανάσταση;

Υπάρχουν και άλλα κείμενα στο ίδιο πνεύμα.
Είναι πολύ πιθανόν, ωστόσο, ότι ο Ζαμυάτιν δεν είχε σκεφτεί καθόλου να επιλέξει τον Σοβιετικό δρόμο ως τον κύριο στόχο του σατυρικού του βιβλίου.
Το έγραψε κατά την διάρκεια της ζωής του Λένιν
και δεν θα μπορούσε να υπονοεί την δικτατορία του Στάλιν
καθώς, άλλωστε, και οι συνθήκες στην Ρωσσία το 1923 δεν ήταν προφανώς τέτοιες
ώστε να εξεγερθεί κάποιος, δεδομένου ότι η ζωή εξελισσόταν σε τόσο ήσυχη και άνετη.
Ο σκοπός του Ζαμυάτιν ήταν μάλλον να δείξει ότι απειλούμαστε από έναν πολιτισμό των μηχανών
και όχι να αναπαραστήσει μια συγκεκριμένη χώρα.
Δεν διάβασα τα υπόλοιπα βιβλία του αλλά γνωρίζω από τον Gleb Struve ότι έζησε μερικά χρόνια στην Αγγλία και δημιούργησε αιχμηρές σάτιρες για την αγγλική ζωή.
Το ρομάντσο «Εμείς» μαρτυρά ότι τον συγγραφέα του οριστικά τον συμπαρέσυρε στην καταστροφή
ο πολιτικός πρωτογονισμός.
Δεν είχε τις βάσεις για να θαυμάσει τις σύγχρονες πολιτικές μεθόδους, εφόσον συνελήφθη
το 1906 από την τσαρική κυβέρνηση και το 1922 από τους Μπολσεβίκους
και έκανε την εμφάνισή του στον ίδιο διάδρομο της ίδιας φυλακής και τις 2 φορές.
Το βιβλίο του, όμως, δεν είναι απλώς αποτέλεσμα του μίσους του.
Αποτελεί μια μελέτη για την ουσία του πνεύματος του δαίμονα της Μηχανής
που απελευθέρωσε απερίσκεπτα ο άνθρωπος από το μπουκάλι και δεν μπορεί να το ξανακλείσει
μέσα.
Αυτό το βιβλίο θα είναι αξιοπρόσεκτο όταν η αγγλική του έκδοση θα κάνει την εμφάνισή της.

«Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ – ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ BIG BROTHER» - ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ

«Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ – ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ BIG BROTHER»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
“OBSERVER” 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1946

Κριτική στο βιβλίο του Arturo Barea «Η Σύγκρουση»

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos


Ο τρίτος και τελευταίος τόμος της αυτοβιογραφίας του Arturo Barea καλύπτει την περίοδο 1935-39
και αποτελεί, επομένως, μιαν εκτεταμένη ιστορία του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου.
Η ιδιωτική του διαπάλη και η αποτυχία του πρώτου του γάμου δεν μπορεί να αποσπαστούν από την γενική τάση της κοινωνίας της οποίας αποτέλεσμα υπήρξε ο πόλεμος: και στον δεύτερο γάμο του, ο οποίος έλαβε χώρα περίπου στα τέλη του 1937, τα προσωπικά και πολιτικά κίνητρα είναι ακόμα πιο στενά αναμεμειγμένα.
Το βιβλίο ξεκινά από ένα Καστιλλιάνικο χωριό και τελειώνει στο Παρίσι, το ουσιώδες θέμα του είναι, όμως, η πολιορκία της Μαδρίτης.
Ο κ. Barea βρισκόταν από την αρχή κιόλας του πολέμου στην Μαδρίτη και παρέμεινε εκεί
σχεδόν αδιαλείπτως εώς ότου ασαφείς αλλά ανυπέρβλητες πολιτικές πιέσεις τον οδήγησαν εκτός χώρας το καλοκαίρι του 1938.
Είδε τον άγριο ενθουσιασμό και το χάος της πρώτης περιόδου, τις απαλλοτριώσεις, τις σφαγές,
τους βομβαρδισμούς και τις εκρήξεις στην σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη, την σταδιακή αποκατάσταση της τάξης, την τριμερή μάχη ισχύος μεταξύ του απλού λαού, την γραφειοκρατία και τους Κομμουνιστές από το εξωτερικό.
Για δυο περίπου χρόνια διατηρούσε μια θέση σημαντική στην Υπηρεσία Λογοκρισίας Ξένου Τύπου (Foreign Press Censorship) και, για ένα μικρό διάστημα, έδινε στο ραδιόφωνο τις ανταποκρίσεις
με τίτλο «Η φωνή της Μαδρίτης» που σημείωναν χιτ στην Λατινική Αμερική.
Πριν τον πόλεμο, είχε διατελέσει μηχανικός και δούλευε στο Γραφείο Κατοχύρωσης Σημάτων. Εκκολαπτόμενος συγγραφέας, φιλόδοξος, δεν είχε στην πραγματικότητα γράψει τίποτε,
ενεργός και πιστός Καθολικός αηδιασμένος από την Ισπανική Εκκλησία και ενθουσιώδης,
με ταμπεραμέντο, Αναρχικός δίχως καμία πολιτική διασύνδεση.
Περισσότερο απ’ όλα, όμως, είναι η χωριάτικη καταγωγή του που τον κάνει να έχει τα προσόντα
για να περιγράψει τον πόλεμο από μια συγκεκριμένην, Ισπανικήν οπτικήν άποψη.
Στην αρχή συνέβαιναν φοβερά πράγματα.
Ο κ. Barea περιγράφει τις εφόδους στους στρατώνες της Μαδρίτης, την εκτόξευση ζωντανών ανθρώπων από τα υψηλότερα παράθυρα, τις επαναστατικές δίκες, τον τόπο των εκτελέσεων
όπου τα πτώματα κείτονται για μέρες.
Νωρίτερα, περιγράφοντας την κατάσταση των χωρικών και την συμπεριφορά των γαιοκτημόνων στο μικρό χωριό όπου συνήθιζε να περνά τα Σαββατοκύριακά του, είχε υποδείξει μέρος των αιτιών για αυτές τις βαρβαρότητες και τα μαρτύρια.
Η εργασία του στο Τμήμα Λογοκρισίας (αν και την κατανοούσε ως χρήσιμη και απαραίτητη) ήταν, πρωτίστως, μια μάχη ενάντια στις καθυστερήσεις για τις οποίες οι κυβερνητικοί γραφειοκράτες μπορούν με τυπικότητα να σε τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί και, κατόπιν, ενάντια στις πισώπλατες ίντριγκες.
Η λογοκρισία δεν ήταν ποτέ «ερμητική» διότι οι περισσότερες πρεσβείες ήταν εχθρικές
προς την Δημοκρατία και οι δημοσιογράφοι –εκνευρισμένοι από τους ηλίθιους περιορισμούς
(οι πρώτες εντολές προς τον κ. Barea ήταν να μην αφήσει να περάσει
«ο,τιδήποτε δεν θα υποδείκνυε μια νίκη της Κυβέρνησης»)–
την σαμπόταραν με όποιον τρόπο μπορούσαν.
Αργότερα, όταν οι προοπτικές νίκης της Δημοκρατίας βελτιώθηκαν προσωρινά,, υπήρξε περαιτέρω σαμποτάζ των ειδήσεων παρά την εντολή της διεύθυνσης να περιγράφονται οι Ιταλοί φυλακισμένοι με τακτ ως «εθνικιστές» με σκοπό να συντηρηθεί ο μύθος της μη-παρέμβασης.
Ακόμη αργότερα, οι Ρώσσοι έσφιξαν την λαβή γύρω από την Δημοκρατία, οι γραφειοκράτες
που είχαν διαφύγει όταν η Μαδρίτη κινδύνευε επέστρεψαν και η θέση του κ. Barea
και της γυναίκας του έγινε σταδιακά δυσχερής.
Σε αυτή την περίοδο του πολέμου υπήρχε ένας γενικός παραγκωνισμός εκείνων που είχαν υποφέρει
το σοκ των πρώτων μηνών αλλά υπήρχε και το πρόσθετο πρόβλημα ότι η σύζυγος του κ. Barea
ήταν Τροτσκίστρια.
Δηλαδή, για την ακρίβεια, δεν ήταν Τριτσκίστρια αλλά ήταν μια Σοσιαλίστρια από την Αυστρία
που είχε διαφωνήσει με τους Κομμουνιστές, κάτι το οποίο, από την οπτική πλευρά
της πολιτικής αστυνομίας, κατέληγε στο ίδιο πράγμα.
Υπήρχαν τα συνήθη επεισόδια: επιδρομές από την αστυνομία μέσα στην νύχτα,
σύλληψη, αποκατάσταση, περαιτέρω σύλληψη –ολόκληρη η αλλόκοτη και παράλογη ατμόσφαιρα
μιας διαιρεμένης χώρας υπό πολλαπλό έλεγχο, όπου ποτέ δεν είναι αρκετά σίγουρο ποιος ευθύνεται για τι
και όπου ακόμα και οι επικεφαλής της κυβερνήσεως δεν μπορούν να προστατέψουν τους υπηκόους τους από την μυστική αστυνομία.
Ένα πράγμα για το οποίο μας πείθει και μας εξοικειώνει αυτό το βιβλίο είναι το πόσο λίγα πραγματικά έχουμε ακούσει από Σπανιόλους για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Για τους Σπανιόλους ο πόλεμος δεν ήταν παιχνίδι
όπως ήταν για τους «Αντι-Φασίστες Συγγραφείς» που διεξήγαν την Σύνοδό τους στην Μαδρίτη
και δείπνησαν σε δεξιώσεις έναντι ενός περιβάλλοντος λιμοκτονίας.
Ο κ. Barea έπρεπε να παρατηρεί αβοήθητος τις ίντριγκες των Κομμουνιστών του εξωτερικού,
τις γελοιότητες των Άγγλων επισκεπτών και τα βάσανα του πόπολου της Μαδρίτης –και να το κάνει έχοντας την ολοένα αυξανόμενη βεβαιότητα ότι ο πόλεμος επρόκειτο να χαθεί.
Όπως λέει, η εγκατάλειψη της Ισπανίας από την Γαλλία και την Αγγλία σήμαινε στην πράξη
ότι η εθνικιστική Ισπανία κυριαρχείτο από την Γερμανία ενώ η Δημοκρατική Ισπανία από την Ε.Σ.Σ.Δ.
Και, καθώς οι Ρώσσοι δεν μπορούσαν να αντέξουν να προκαλέσουν ανοιχτό πόλεμο με την Γερμανία,
ο Ισπανικός λαός έπρεπε να βομβαρδίζεται αργά, να υφίσταται εκρήξεις και να λιμοκτονεί
έως ότου παραδοθεί, κάτι που μπορούσε να προβλεφθεί τόσο νωρίς όσο ήδη από τα μέσα του 1937.
Ο κ. Barea απέδρασε στην Γαλλία όπου οι ξένοι αντιμετωπίζονταν με απειλητικά βλέμματα
και οι άνθρωποι στους δρόμους ανέπνευσαν έναν στεναγμό με ανακούφιση όταν άκουσαν
για την συμφωνία του Μονάχου•
τελικά, εγκατέλειψε την Γαλλία για την Αγγλία στην αυγή του ακόμα μεγαλύτερου πολέμου.
Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο και η μεσαία του ενότητα πρέπει να έχει σπουδαία ιστορική αξία.

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

«Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΟΣΚΑΡ» - Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

«Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΟΣΚΑΡ»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ


“OBSERVER” 9 ΜΑΪΟΥ 1948

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos



Το έργο του Όσκαρ Ουάϊλντ επανακτάται σε ολοένα μεγαλύτερη ένταση και αναβιώνει σήμερα στην σκηνή και στην κινηματογραφική οθόνη –και είναι καλό που συμφωνεί κι αυτό ώστε να θυμόμαστε ότι η Salomé και η Λαίδη Windermere δεν ήταν οι μόνες δημιουργίες τους. Λόγου χάρη, του κειμένου «Η ψυχή του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό» (που δημοσιεύεται για πρώτη φορά για τα σχεδόν 60 τελευταία χρόνια) έχει γίνει, παρά την ηλικία της, αντικείμενο αξιοσημείωτα καλής χρήσεως.
Ο συγγραφέας του κατά καμία έννοια δεν υπήρξε Σοσιαλιστής ο ίδιος με την ενεργή έννοια της λέξεως αλλά αυτή ήταν ένας συμπαθών και ευφυής παρατηρητής∙ αν και οι προφητείες τους δεν έχουν επιβεβαιωθεί, απλά δεν έχουν καταστεί ανεφάρμοστες από το πέρασμα του χρόνου ούτε έχει σημειωθεί οποιαδήποτε εκκαθάριση των κερδών.
Η οραματική άποψη του Ουάϊλντ για τον Σοσιαλισμό, τον οποίον εκείνη την εποχή ενστερνίζονταν πιθανόν αρκετοί άνθρωποι λιγότερο ικανοί για να μιλήσουν από αυτόν, είναι Ουτοπική και αναρχική.
Όπως λέει, η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας θα καταστήσει εφικτή την πλήρη ανάπτυξη του ατόμου και θα μας απελευθερώσει από την «ποταπή αναγκαιότητα να ζούμε για άλλους». Στο Σοσιαλιστικό μέλλον δεν θα υπάρχει απλά και μόνο καμιά διεκδίκηση και καμιά ανασφάλεια αλλά επιπλέον δεν θα υπάρχει ούτε εκμετάλλευση, ούτε ασθένειες, ούτε ασχήμια, ούτε σπατάλη ανθρώπινου πνεύματος σε μάταιες έχθρες και ανταγωνισμούς.
Ο πόνος θα πάψει να έχει σημασία: στην ιστορία του, ο Άνθρωπος για πρώτη φορά θα μπορέσει να αναπτύξει την προσωπικότητά του μέσω της απόλαυσης και όχι μέσω των δεινών. Το έγκλημα θα εξαφανιστεί αφού δεν θα υπάρχει καμιά οικονομική αιτία γι’ αυτό. Το Κράτος θα πάψει να κυβερνά και θα επιβιώσει αποκλειστικά ως ένα όργανο για την διανομή των αναγκαίων αγαθών.
Όλες οι δυσάρεστες εργασίες θα γίνονται από μηχανές και όλοι θα είναι ελεύθεροι εντελώς να επιλέξουν το επάγγελμα και τον τρόπο ζωής τους.
Ως αποτέλεσμα, ο κόσμος θα γεμίσει και θα κατοικείται από καλλιτέχνες που ο καθένας θα επιδιώκει την τελειότητα με τον τρόπο που του φαντάζει καλύτερος.
Έως και την στιγμή αυτή, σήμερα, αυτές οι αισιόδοξες προβλέψεις αναγιγνώσκονται μάλλον με δυσάρεστα αισθήματα. Ο Ουάϊλντ συνειδητοποίησε, φυσικά, και ήξερε ότι υπήρχαν αυταρχικές τάσεις στο Σοσιαλιστικό Κίνημα αλλά δεν πίστεψε ότι αυτές θα επικρατούσαν και, με ένα είδος προφητικής ειρωνείας, γράφει:
«Δύσκολα μπορώ να πιστέψω πως κάποιος Σοσιαλιστής σήμερα θα πρότεινε σοβαρά πως θα πρέπει ένας αστυνομικός να καλεί κάθε πρωΐ στα τηλέφωνα όλων των σπιτιών για να διαπιστώσει ότι κάθε πολίτης σηκώθηκε και έκανε χειρωνακτική εργασία επί 8 ώρες» –κάτι, δυστυχώς, το οποίο είναι ακριβώς ό,τι αμέτρητοι σύγχρονοι Σοσιαλιστές θα πρότειναν.
Προφανώς κάτι πήγε λάθος.
Ο Σοσιαλισμός, με την έννοια της οικονομικής κοινοκτημοσύνης (κολλεκτίβας) κατακτά την γη με μια ταχύτητα που δύσκολα θα έμοιαζε εφικτή πριν 60 χρόνια –και όμως, η Ουτοπία (σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον, η Ουτοπία του Ουάίλντ) δεν είναι πιο κοντά.
Πού βρίσκεται, λοιπόν, η πλάνη;
Εάν κανείς αναλύσει εκ του πλησίον το έργο του Ουάϊλντ παρατηρεί και βλέπει ότι κάνει ο συγγραφέας δύο κοινότοπες αλλά αδικαιολόγητες υποθέσεις που στερούνται βάσεως.
Η μια από αυτές είναι πως ο κόσμος είναι απεριόριστα πλούσιος και πως το πρόβλμα εντοπίζεται στο ότι υποφέρει πρωταρχικά από κακή διανομή του πλούτου. Ο Ουάϊλντ μοιάζει να λέει: «Εξισώστε τα πράγματα μεταξύ του εκατομμυριούχου και του οδοκαθαριστή που ανοίγει τους δρόμους και θα υπάρξει πλεόνασμα σε όλα για όλους».
Έως την Ρωσσική Επανάσταση αυτή η πίστη είχε γερές βάσεις –«να λιμοκτονείς εν μέσω του πλούτου» ήταν μια αγαπημένη φράση– αλλά ήταν αρκετά εσφαλμένη και επεβίωνε τόσο μόνη επειδή οι Σοσιαλιστές είχαν την σκέψη τους μόνο στις υψηλά αναπτυγμένες Δυτικές χώρες και αγνοούσαν την φοβερή φτώχεια στην Ασία και την Αφρική.
Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα για τον κόσμο ως σύνολο δεν είναι να διανεμηθεί αυτός ο πλούτος όπως υπάρχει αλλά πώς θα αυξηθεί η παραγωγή, δίχως την οποία η οικονομική ισότητα σημαίνει και ισοδυναμεί με κοινή δυστυχία.
Δεύτερον, ο Ουάϊλντ υποθέτει πως είναι ένα εύκολο ζήτημα γι’ αυτόν να κανονιστεί ώστε όλα τα δυσάρεστα είδη εργασίας να γίνονται από μηχανές. Λέει μετ’ επιτάσεως πως «οι μηχανές είναι η νέα φυλή σκλάβων μας», μια μεταφορά πειρασμός που, όμως, είναι πεπλανημένη εφόσον υπάρχει ένας ορισμένος αριθμός έργων –μιλώντας χονδρικά, κάθε δουλειά που απαιτεί μεγάλη ευλυγισία σάρκας– τα οποία καμιά μηχανή δεν μπορεί να εκτελέσει. Στην πράξη, ακόμα και στις πιο υψηλά εκβιομηχανισμένες χώρες, μια τεράστια ποσότητα ανιαρής και εξαντλητικής δουλειάς πρέπει να γίνεται από απρόθυμους ανθρώπινους μύες.
Αυτό, όμως, σημαίνει αμέσως ότι υπάρχει κάποιος που διευθύνει το έργο, καθοδήγηση της εργασίας, σεβασμό στις καθορισμένες εργατοώρες, διαφοροποιημένες μισθολογικές κλίμακες και όλη την διοικητική, καθεστωτική οργάνωση που ο Ουάϊλντ βδελύσσεται.
Το όραμα του μόνου Ουάϊλντ για τον Σοσιαλισμό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο σε έναν κόσμο όχι μόνο πολύ πιο πλούσιο αλλά επίσης και πολύ πιο εξελιγμένο τεχνικά από τον σημερινό.
Η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας δεν ταΐζει και δεν θρέφει αφ’ εαυτής τα στόματα. Είναι απλά το πρώτο βήμα σε μια μεταβατική περίοδο που πρόκειται να είναι κοπιώδης, δυσάρεστη και μακρά σε διάρκεια.
Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να πούμε ότι ο Ουάϊλντ κάνει ολοκληρωτικά λάθος. Το πρόβλημα με τις μεταβατικές περιόδους είναι ότι το ζοφερό τοπίο που γεννούν τείνει να γίνει μόνιμο.
Σε κάθε περίπτωση, όλα δείχνουν ότι αυτό είναι που έχει συμβεί στην Σοβιετική Ρωσσία.
Η δικτατορία που υποτίθεται πως εγκαθιδρύθηκε για έναν περιορισμένο σκοπό και εγκαταστήθηκε, έβγαλε ρίζες και παρέμεινε και ο Σοσιαλισμός έφθασε να γίνεται αντιληπτός λες και σημαίνει στρατόπεδα συγκέντρωσης και μυστικές αστυνομικές δυνάμεις.
Οι σημειώσεις, τα φυλλάδια και τα υπόλοιπα γραπτά του Ουάϊλντ –π.χ. «Τα Νέα από το Πουθενά»– έχουν, επομένως, την αξία τους από πλευράς θεών (απαιτούν ίσως το αδύνατο οι θεοί και φαντάζουν πιθανόν ορισμένες φορές οι αξιώσεις τους «παρωχημένες» και γελοίες, δεν είναι;) –εφόσον μια Ουτοπία εξ ανάγκης και εξ αντανακλάσεως αντικατοπτρίζει τις αισθητικές ιδέες της περιόδου της– αλλά τουλάχιστον βλέπουν πέρα από την εποχή των ουρών για τα συσσίτια και των κομματικών καυγάδων και υπενθυμίζουν στο Σοσιαλιστικό κίνημα τον αρχικό, μέσο του σκοπό της ανθρώπινης αδελφότητας/brotherhood.