*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

"ΙΔΟΥ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΕΣΤΙΝ -ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12Β" - ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΫ (Μετάφραση ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ)

Τα πάντα εξαρτάται, άρα, από την ισχύ και την δύναμη της συνειδητοποίησης της Χριστιανικής αληθείας εκ μέρους του κάθε ατομικού ανθρώπου. Και –συνεπώς– θα σκεφτόταν κανείς πως οι προσπάθειες όλων των ανθρώπων της παρούσης ημέρας που προφητεύουν και διακηρύττουν ότι επιθυμούν να εργάζονται για την ευημερία της ανθρωπότητας θα είχαν κατευθυνθεί προς την ενίσχυση αυτής της συνειδητότητας της Χριστιανικής αληθείας εντός αυτών και εντός των άλλων. Όσο περίεργο κι αν είναι να το λέει κανείς, όμως, είναι ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι που γίνονται προφήτες και κήρυκες της μεγαλύτερης αγωνίας και οδύνης για την βελτίωση της ανθρώπινης ζωής και θεωρούνται ως οι ηγέτες και ταγοί της κοινής γνώμης αυτοί που διαβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη να το πράττει κανείς αυτό και ότι υπάρχουν άλλα, περισσότερο αποτελεσματικά μέσα για την βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης/συνθήκης/συνθηκολόγησης. Δίνουν την βεβαίωσή τους πως η βελτίωση της ανθρώπινης ζωής επιτυγχάνεται ως αποτέλεσμα όχι των προσπαθειών των ατομικών ανθρώπων για να αναγνωρίσουν και να προπαγανδίσουν πολλαπλασιαστικά και μεταδοτικά την αλήθεια αλλά δια μέσου της βαθμιαίας τροποποίησης των γενικοτέρων συνθηκών της ζωής και πως, άρα, οι προσπάθειες των ατόμων πρέπει να διευθύνονται προς την βαθμιαία τροποποίηση των εξωτερικών συνθηκών για χάρη του καλύτερου. Διότι κάθε παράκληση συνηγορίας υπέρ μιας αλήθειας που είναι ασυνεπής με την υπάρχουσα τάξη από ένα άτομο είναι –υποστηρίζουν– όχι μόνον άχρηστη αλλά και επιβλαβής, αφού προκαλεί καταναγκαστικά μέτρα πειθαρχίας εκ μέρους των αρχών που περιορίζουν αυτά τα άτομα από την συνέχιση οποιασδήποτε πράξεως χρήσιμης προς (την) κοινωνία.
Συμφώνως προς αυτό το δόγμα, όλες οι τροποποιήσεις στην ανθρώπινη ζωή επέρχονται με επακριβώς τους ιδίους νόμους όπως στην ζωή των ζώων/εμψύχων. Ώστε –συμφώνως προς το δόγμα αυτό– όλοι οι ιδρυτές και εμπνευστές θρησκειών όπως ο/του Μωϋσή(ς) και οι προφήτες/των προφητών, ο Κομφούκιος/ του Κομφούκιου, ο/του Λάο-Τσε, ο/του Βούδα(ς), ο Χριστός/ του Χριστού και οι υπόλοιποι/των υπολοίπων κήρυτταν τις διδασκαλίες τους και οι ακόλουθοί τους τις αποδέχονταν όχι επειδή αγαπούσαν την αλήθεια αλλά επειδή ήταν ευνοϊκές για την γέννηση, εκπήγαση και ανάπτυξή τους οι πολιτικές, κοινωνικές και –υπεράνω όλων– οικονομικές συνθήκες των λαών εν μέσω των οποίων αυτές οι θρησκείες εμφανίστηκαν/αναστήθηκαν. Και, κατ’ ακολουθίαν, οι πρωταρχικές προσπάθειες του ανθρώπου που εύχεται και επιθυμεί εξ όλης της καρδίας του να υπηρετεί την κοινωνία και να βελτιώνει την κατάσταση/συνθήκη/συνθηκολόγηση της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς, οφείλει –συμφώνως προς αυτό το συγκεκριμένο δόγμα– να διευθύνεται όχι προς τον διαφωτισμό και την διάδοση και προπαγάνδιση της αληθείας αλλά προς την βελτίωση των εξωτερικών πολιτικών, κοινωνικών και υπεράνω των όλων οικονομικών συνθηκών. Η τροποποίηση αυτών των συνθηκών, ωστόσο, επιτυγχάνεται εν μέρει μέσω της εξυπηρέτησης της κυβέρνησης και της εισαγωγής φιλελευθέρων και προοδευτικών αρχών σε αυτήν και εν μέρει μέσω της προώθησης της ανάπτυξης της εργατικότητας και της εφευρετικότητας καθώς και της προπαγανδιστικής αναπαραγωγής των σοσιαλιστικών ιδεών και –το πιο σημαντικό απ’ όλα– της διάχυσης της επιστήμης.
Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, δεν έχει καμίαν απολύτως συνέπεια και επίπτωση εάν διακηρύττεις την αλήθεια η οποία σου απεκαλύφθη και, άρα, την συνειδητοποιείς και την εφαρμόζεις στην ζωή σου ή, τουλάχιστον, μπορείς (κατά τον Λιστ) να απέχεις από την διάπραξη πράξεων αντιτιθεμένων προς την αλήθεια όπως γίνεται μέσω της εξυπηρέτησης της κυβέρνησης και μέσω της ενίσχυσης της εξουσίας της όταν είσαι εσύ ο ίδιος προσωπικά που την βλέπεις και την θεωρείς ως επιζήμια, μέσω της εκμετάλλευσης χάρη του κέρδους του καπιταλιστικού συστήματος όταν το βλέπεις ως λάθος, μέσω της απόδοσης σεβασμού για διάφορες τελετές που πιστεύεις πως είναι υποτιμητικές προ(κατά)λήψεις/δεισιδαιμονίες/υπεραισθήσεις, μέσω της στήριξης του νόμου όταν τον πιστεύεις πως βασίζεται σε σφάλματα, μέσω της στρατιωτικής υπηρεσίας, μέσω της εκστόμισης όρκων/προσβολών/ ύβρεων και ψεμάτων και μέσω της υποτίμησης και ταπείνωσης του εαυτού σου γενικότερα. Είναι άχρηστο, ανώφελο να απέχει κανείς από όλα αυτά: αυτό που έχει αξία και είναι χρηστό είναι να μην τροποποιεί κανείς τις υπάρχουσες μορφές της ζωής αλλά να υποκύπτει σε αυτές ενάντια στις προσωπικές (σου) πεποιθήσεις, να (μην) εισάγει φιλελεύθερες ιδέες στους υπάρχοντες θεσμούς, να (μην) προωθεί το εμπόριο, η/την προπαγάνδα του σοσιαλισμού και οι θρίαμβοι (ή) τους θριάμβους της καλουμένης επιστήμης και η/της/την διάχυση και διάδοσης της εκπαίδευσης. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, μπορεί να παραμένει κανείς ένας γαιοκτήμονας, έμπορος, κατασκευαστής, δικαστής, αξιωματούχους που πληρώνεται τον μισθό του από την κυβέρνηση, αξιωματικός ή γραφιάς ή στρατιώτης και να εξακολουθεί να είναι όχι μόνον ένας φιλεύσπλαγχνος και ένας ανθρωπιστής αλλά ακόμα και ένας σοσιαλιστής και υπέρμαχος της επανάστασης.
Η υποκρισία η οποία προηγουμένως είχε μόνο μιαν θρησκευτική βάση επί του δόγματος αναφορικά με το προπατορικό αμάρτημα, η/την σωτηρία και η/την Εκκλησία, έχει στην ημέρα μας αποκτήσει μιαν νέα επιστημονική βάση και έχει, άρα, πιάσει στα δίχτυά της όλους εκείνους οι οποίοι είχαν φτάσει να αγγίξουν μιαν τόσο υψηλή φάση ανάπτυξης ώστε να είναι ικανοί να βρουν στήριξη στην θρησκευτική υποκρισία. Κι έτσι –ενώ σε προηγούμενες ημέρες ένας άνθρωπος που διεκήρυσσε την θρησκεία της Εκκλησίας μπορούσε να συμμετέχει και να λαμβάνει μέρος σε όλα τα εγκλήματα του κράτους και να τα εκμεταλλεύεται και να αποκομίζει κέρδη εξ αυτών και να εξακολουθεί να βλέπει και να θεωρεί τον εαυτό του ως ελεύθερο από κάθε διαφθορά και μόλυνση (εκ) της αμαρτίας εφόσον εκπλήρωνε τους εξωτερικούς τύπους, τελετές και ακολουθίες, του συμβόλου της πίστης του– σήμερα όλοι αυτοί που δεν πιστεύουν στον Χριστιανισμό της Εκκλησίας βρίσκουν όμοιους, κάλλιστα στερεωμένους και αναντίρρητους λόγους/σκοπούς/αιτίες στην επιστήμη για να βλέπουν και να θεωρούν τους εαυτούς τους ως άμεμπτους, άσπιλους και ηθικούς ακόμα-ακόμα παρά την συμμετοχή τους στις αδικίες και στα κακουργήματα της κυβερνήσεως και (σ)τα πλεονεκτήματα που κερδίζουν εξ αυτών.
Ένας πλούσιος γαιοκτήμονας –όχι μόνο στην Ρωσσία αλλά στην Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία ή Αμερική– ζει με τα νοίκια που ζητά, από τον κόσμο που ζει στην γη του και κλέβει αυτούς τους γενικότερα πληγμένους από την φτώχεια ανθρώπους από όλα όσα μπορεί να τους πάρει. Το δικαίωμα (ή) Το ορθόν της περιουσίας αυτού του ανθρώπου στην γη στηρίζεται στο γεγονός ότι σε κάθε προσπάθεια εκ μέρους του καταπιεσμένου λαού –δίχως την συγκατάθεσή του– να γίνει χρήση της χώρας που ο ίδιος θεωρεί δική του, καλούνται αμέσως στρατοί για να τους υποτάξουν και να τους υποβάλουν σε ποινές και δολοφονίες. Θα μπορούσε να είχε σκεφτεί κανείς πως ήταν προφανές πως ένας άνθρωπος που ζει κατά τον τρόπο αυτό ήταν ένας κακός και πονηρός, πλάσμα εγωϊστικό και πιθανότατα δεν θα μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του Χριστιανό ή φιλελεύθερο. Θα είχε υποθέσει κανείς πως ήταν εμφανές και αποδεδειγμένο ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν αν εύχεται και επιθυμεί να προσεγγίσει στον Χριστιανισμό ή στον φιλελευθερισμό θα ήταν να σταματήσει να ληστεύει και να μετατρέπει ανθρώπους σε ερείπια μέσω πράξεων βίας για να υποστηρίξει το αξίωμά του στην γη.
Και θα ‘ταν ορθό αυτό κι έτσι θα συνέβαινε –εάν δεν υπήρχε η λογική της υποκρισίας η οποία εκλογικεύει το πράγμα λέγοντας ότι από μιαν θρησκευτική οπτική γωνία θεάσεως η κατοχή ή μη κατοχή γης δεν έχει καμίαν απολύτως συνέπεια ή επίπτωση για την σωτηρία και από την επιστημονική οπτική γωνία θεάσεως η παράδοση της ιδιοκτησίας γης είναι μια άχρηστη και ανώφελη/ανωφέλητη απάρνηση και αποκήρυξη και πως η ευημερία της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς δεν προωθείται καθ’ αυτήν την οδό αλλά δια μιας σταδιακής και βαθμιαίας τροποποίησης των εξωτερικών μορφών ή τύπων.
Κι έτσι βλέπουμε τον άνθρωπο αυτό, δίχως τον ελαχιστότερο προβληματισμό στα μυαλά του ή αμφιβολία περί του ότι ο κόσμος θα πιστέψει την ειλικρίνειά του, να οργανώνει μιαν έκθεση γεωργίας ή μιαν κοινωνία μετριοπάθειας και λιτότητας ή να στέλνει την γυναίκα του ή τα παιδιά του να δώσουν σούπα που και νεκρούς ανασταίνει καθώς και κάλτσες/μετοχές για 3 γηρασμένες γυναίκες και –με τολμηρότητα προς την ίδια την οικογένειά του– σε σαλόνια, σε επιτροπές και στον τύπο να υπερασπίζεται νομικώς το Ευαγγέλιο ή το ανθρωπιστικό δόγμα την αγάπης του πλησίον γενικότερα αλλά, ειδικότερα, τον αγροτικό εργαζόμενο πληθυσμό τον οποίο συνεχώς εκμεταλλεύεται και καταπιέζει. Και όπως πιστεύει ο ίδιος τον εαυτό του, έτσι τον πιστεύουν και άλλοι που βρίσκονται στην ίδια θέση με αυτόν και τον σχολιάζουν και συζητούν επισήμως και σεμνοπρεπώς μαζί του μέτρα για την βελτίωση της κατάστασης/των συνθηκών της εργατικής τάξεως επί της εκμεταλλεύσεως της οποίας/του οποίου στηρίζεται ολόκληρη η ζωή τους και καθώς σχεδιάζουν και εφευρίσκουν όλες τις μορφές εφικτών μεθόδων για αυτό –εκτός από την μία και μοναδική άνευ της οποίας κάθε βελτίωση της κατάστασής/των συνθηκών τους είναι απίθανη, όπερ εστί μεθερμηνευόμενο: την αποχή από την άρση εκ των χειρών τους της γης που είναι αναγκαία για την συντήρησή τους (παρεμπιπτόντως, ένα εκπληκτικό παράδειγμα αυτής της υποκρισίας ήταν η φροντίδα που επέδειξαν οι Ρώσσοι γαιοκτήμονες τον περασμένο χρόνο, οι προσπάθειές τους να καταπολεμήσουν τον λιμό που οι ίδιοι είχαν προκαλέσει και από τον οποίο έβγαζαν κέρδη, πουλώντας όχι μόνον άρτο στην υψηλότερη τιμή αλλά ακόμα και τον χυμό των καρπών της πατάτας , ξεζουμίζοντας ως και το απόσταγμα (περίπου 2 και 4/5 των άκρων) που τραβούσαν με τα δίχτυα τους έναντι 5 ρουβλίων για να δώσουν σε αντάλλαγμα καύσιμα στους παγωμένους χωρικούς). Ή, πάρε ως παράδειγμα έναν έμπορο του οποίου οι διαπραγματεύσεις, οι συναλλαγές και το εμπόριο ολόκληρο –ομοίως, πράγματι, όπως κάθε μορφή τέχνης ή προμήθειας– στηρίζεται σε μιαν σειρά, σε μιαν αλληλουχία ταχυδαχτυλουργίας και κόλπων μέσα από τα οποία, αποκομίζοντας κέρδος από την άγνοια ή την ανάγκη των άλλων, αγοράζει αγαθά (ή) καλούς ανθρώπους κάτω από την τιμή της αξίας τους και τα/τους πουλά εκ νέου υπεράνω της αξίας τους. Θα το είχε φανταστεί κανείς προφανές πως ένας άνθρωπος (του οποίου ολόκληρη η εργασία/απασχόληση/κατοχή βασιζόταν σε ό,τι –στην δική του γλώσσα– καλείται «κοροϊδία», εάν διαπράττεται υπό άλλες συνθήκες) θα ώφειλε να ντρέπεται για την θέση του (ή) εκ της θέσεώς του και, εφόσον παραμένει έμπορος, δεν θα μπορούσε ποτέ καθ’ αυτήν την οδό να ονομάζει τον εαυτό του Χριστιανό ή φιλελεύθερο.
Εκλογικεύει, όμως, τα πράγματα η σοφιστική λογική της υποκρισίας και λέει πως ο έμπορος μπορεί να περνά για έναν ενάρετο άνθρωπο χωρίς να εγκαταλείπει την καταστρεπτική οδό της δράσης του, ένας θρησκευτικός άνθρωπος χρειάζεται απλώς και μόνο να έχει πίστη και ένας φιλελεύθερος άνθρωπος χρειάζεται απλώς και μόνο να προωθεί την τροποποίηση των εξωτερικών συνθηκών –την πρόοδο της εργατικότητας και της τέχνης.
Κι έτσι βλέπουμε τον έμπορο (ο οποίος συχνά προχωρά έτι περαιτέρω και διαπράττει πράξεις ευθείας ατιμίας, πουλώντας πλαστά προϊόντα, χρησιμοποιώντας ψεύτικα μέτρα και σταθμά και κάνοντας συναλλαγές με προϊόντα που διαφθείρουν –το αλκοόλ και το όπιο– την υγεία) να θεωρεί με τολμηροσύνη τον εαυτό του αλλά και να θεωρείται και από τους υπολοίπους ως ένα πρότυπο (σχέδιο) χρηστότητος, ακεραιότητος και αρετής, εφόσον δεν εξαπατά ευθέως τους συναδέλφους του στην δουλειά/επιχείρηση. Και (το) ένα χιλιοστό του κλεμμένου πλούτου του ακόμα κι αν ξοδεύει σε κάποιον δημόσιο θεσμό ή ίδρυμα, ένα νοσοκομείο ή μουσείο ή σχολείο, ακόμα και τότε θεωρείται ως ο ευεργέτης του λαού επί της εκμεταλλεύσεως και διαφθοράς του οποίου έχει στηριχθεί, εδραιωθεί και στερεωθεί ολόκληρη η ευδαιμονία του.
Κι αν, επιπλέον, θυσιάσει ένα κομμάτι των άτιμων κερδών του επί μιας Εκκλησίας και επί των φτωχών (ή) ακόμα και τους φτωχούς, τότε είναι ένας υποδειγματικός Χριστιανός.
Ένας κατασκευαστής είναι ένας άνθρωπος του οποίου ολόκληρο το εισόδημα συνίσταται σε αξία που έχει αποστραγγιχθεί από τους εργαζομένους και του οποίου όλη η εργασία/απασχόληση/κατοχή βασίζεται σε καταναγκαστική, αφύσικη εργασία και κόπο που εξαντλεί ολόκληρες γενιές ανθρώπων.
Θα φαινόταν προφανές ότι εάν αυτός ο άνθρωπος προφητεύει και διακηρύσσει όποιες Χριστιανικές ή φιλελεύθερες αρχές, πρέπει πρώτα απ’ όλα να σταματήσει να μετατρέπει σε ερείπια τις ανθρώπινες ζωές για το δικό του, προσωπικό κέρδος.
Βάσει της υπαρχούσης θεωρίας, ωστόσο, προάγει την εργατικότητα και την φιλοπονία και δεν θα ώφειλε να εγκαταλείψει τις αναζητήσεις του. Θα σήμαινε γι’ αυτόν πως καταστρέφει την κοινωνία αν το έκανε. Κι έτσι βλέπουμε τον άνθρωπο αυτό –τον σκληρό σκλάβο καθοδηγητή χιλιάδων ανθρώπων– να χτίζει φιλανθρωπικούς οίκους, φτωχοκομεία με μικρούς κήπους εμβαδού 2 γυάρδων για χάρη των εργαζομένων που έχουν καταρρεύσει εργαζόμενοι και κοπιώντες για αυτόν και μιαν τράπεζα και έναν φτωχικό οίκο και ένα νοσοκομείο και να είναι πλήρως πεπεισμένος ότι έχει με αφθονία εκπληρώσει, ξεπληρώσει και εξιλεώσει καθ’ αυτήν την οδό για όλες τις ανθρώπινες ζωές που έχουν καταστραφεί ηθικά και φυσικοσωματικά από αυτόν και να συνεχίζει με ηρεμία και γαλήνη να εξακολουθεί την δουλειά/επιχείρησή του, υπερηφανευόμενος γι’ αυτήν.
Κάθε πολιτειακός, πολιτικός, θρησκευτικός ή στρατιωτικός λειτουργός και αξιωματούχος που υπηρετεί την κυβέρνηση, που εξυπηρετεί το κράτος από ματαιοδοξία/ματαιότητα ή, όπως είναι κατά το πλέον σύνηθες αυτό που συμβαίνει, απλώς για χάρη της πληρωμής που αποσπάται με όλες τις μεθόδους διαστρέβλωσης από τις βασανισμένες και τσακισμένες εργαζόμενες τάξεις (βλέπετε, όλες οι μορφές φορολογίας –οσοδήποτε ψηλές κι αν είναι– πάντοτε πέφτουν επί του εργαζομένου) αν αυτός είναι εργαζόμενος, όπως πολύ σπανίως συμβαίνει να είναι, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να μην κλέβει ευθέως την κυβέρνηση με την συνήθη μορφή, τότε θεωρεί τον εαυτό του αλλά θεωρείται και από τους συναδέλφους και φίλους του σαν ένα πλέον χρηστό, χρήσιμο και ενάρετο μέλος της κοινωνίας.
Ένας κριτής, δικαστής ή δημόσιος κατήγορος ξέρει ότι δια της προτάσεως ή της κατηγορίας του εκατοντάδες ή χιλιάδες φτωχών και αθλίων αποσχίζονται αμέσως από τις οικογένειές τους και ρίχνονται στην φυλακή όπου μπορούν να χάσουν τα μυαλά τους, να βγουν από τα ρούχα τους, να αυτοκτονήσουν με κομμάτια από σπασμένα γυαλιά ή να πεινάσουν, ξέρει ότι έχουν συζύγους και μητέρες και παιδιά ατιμασμένους/ος και αθλίους/άθλιος λόγω του αποχωρισμού του(ς) εξ αυτών και που ζητούν/ζητά μάταια συγχώρεση γι’ αυτούς ή κάποια ελάφρυνση της προτάσεως/ποινής τους: και αυτός ο δικαστής ή αυτός ο κατήγορος γίνεται τόσο σκληρός σε αυτήν την υποκρισία του που αυτός και οι συνάδελφοι και οι φίλοι του και η σύζυγος και ολόκληρος ο οίκος του που τον στηρίζει πείθονται όλοι ότι μπορεί να είναι ένας (ή) ο πιο υποδειγματικός άνθρωπος.
Συμφώνως προς την μεταφυσική της υποκρισίας, θεωρείται ότι κάνει έργο δημοσίας ωφέλειας.
Και αυτός ο άνθρωπος που έχει μετατρέψει σε ερείπια εκατοντάδες, χιλιάδες ανθρώπων που τον καταρώνται και οδηγούνται σε απόγνωση από την δράση του, πηγαίνει στην λειτουργία –ένα χαμόγελο γυαλιστερής λάμψης και καλοκαγαθίας στο λείο πρόσωπό του, με τέλεια πίστη στο καλό και στον Θεό– ακούει (σ)το Ευαγγέλιο, χαϊδεύει τα τέκνα του, τους κηρύττει ηθικές αρχές, κινείται και συγκινείται από φανταστικές αφηγήσεις πόνου και οδύνης. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι και όσοι εξαρτώνται από αυτούς –οι γυναίκες, οι παιδαγωγοί, τα παιδιά, οι μάγειροι, οι ηθοποιοί, οι υπηρέτες και ιπποκόμοι τους κ.ο.κ.– ζουν πίνοντας αίμα το οποίο αντλείται με ένα μέσο –είτε με ένα άλλο, δηλαδή μιας ορισμένης και συγκεκριμένης γραμμής αίματος (των ρουφιάνων ή άλλων)– που πηγάζει από τις εργαζόμενες τάξεις ενώ η κάθε ημέρα των ηδονών τους κοστίζει με αναλογίες εκατοντάδες ή χιλιάδες ημέρες εργασίας. Βλέπουν τις οδύνες και τις στερήσεις αυτών των εργαζομένων και των παιδιών τους, των γέρων τους, των γυναικών τους και των αδυνάτων τους, γνωρίζουν τις ποινές που επιβάλλονται σε όσους αντιστέκονται σε αυτήν την οργανωμένη ληστεία και αντί να μειώνουν, αντί να συγκαλύπτουν την πολυτέλειά τους, την επιδεικνύουν πρόστυχα και με αυθάδεια προ αυτών των καταπιεσμένων εργαζομένων που τους μισούν, λες και τους προκαλούν ηθελημένα με τους πομπώδεις στολισμούς των πάρκων και των παλατιών τους, των θεάτρων τους, των κυνηγιών και των αγώνων τους. Την ίδια ώρα, συνεχίζουν να πείθουν τους εαυτούς τους και τους άλλους πως ενδιαφέρονται όλοι και ανησυχούν για την ευημερία αυτών των εργαζομένων τάξεων που έχουν ανέκαθεν και εσσαεί ποδοπατήσει κάτω από τα πόδια τους ενώ τις Κυριακές –πλούσια ενδεδυμένοι– οδηγούν φορτωμένα τα πολυδάπανα και μεγαλοπρεπή τους αυτοκίνητα στους οίκους του Θεού που έχουν κτιστεί επί του χλευασμού της Χριστιανικής θρησκείας κατ’ εξοχήν, ακούγοντας εκεί ανθρώπους που έχουν εκπαιδευθεί σε αυτό το έργο της εξαπάτησης και οι οποίοι –με λευκά περιλαίμια ή πλουσίως διακοσμημένες αμφιέσεις, με αναλογίες προς το θρήσκευμά τους– κηρύττουν την αγάπη για τον πλησίον τους τον οποίον, όμως, όλοι απορρίπτουν στις ζωές τους.
Και αυτοί οι άνθρωποι έχουν τόσο πολύ μπει στον ρόλο τους που πιστεύουν σοβαρά ότι πραγματικά είναι –ακόμα και (οι) Θεοί– ό,τι υποκρίνονται πως είναι.
Η παγκόσμια, οικουμενική υποκρισία έχει τόσο πολύ εισέλθει στην σάρκα και στο αίμα όλων των τάξεων της μοντέρνας μας κοινωνίας, έχει αγγίξει μιαν τόσο ψηλή κορυφή που τίποτα δεν μπορεί κατά την μέθοδο αυτή να διεγείρει οργή και αγανάκτηση.
«Υποκρισία» στην Ελληνική γλώσσα σημαίνει «πράξη» και μια πράξη –να παίζει κανείς τον ρόλο του βάσει γραπτού κομματιού– είναι ανέκαθεν και πάντοτε εφικτή, μπορεί να την αγγίξει χειροπιαστά κανείς.
Οι αντιπρόσωποι του Χριστού δίνουν την ευλογία τους στις τάξεις των φονιάδων που κρατούν οπλισμένα τα πυροβόλα τους ενάντια στους αδελφούς τους. «Για χάρη της προσευχής» οι ιερείς, οι λειτουργοί/υπουργοί διαφόρων Χριστιανικών αιρέσεων και σεκτών βρίσκονται πάντοτε να δίνουν το παρών τόσον αναποφεύκτως όσο και ο δήμιος στην κρεμάλα κατά τις εκτελέσεις και επικυρώνουν, καθαγιάζοντας με την παρουσία τους, την συμβατότητα του φόνου με τον Χριστιανισμό.
Ένας κληρικός βοήθησε στην προσπάθεια επιβολής του φόνου μέσω ηλεκτροπληξίας στην Αμερική) αλλά γεγονότα αυτής της μορφής δεν προκαλούν (σε) κανέναν καμιάν έκπληξη. Προσφάτως οργανώθηκε μια διεθνής έκθεση εργαλείων μαρτυρίου, χειροπέδων, μοντέλων μοναχικών κελιών/κυψελών στην Πετρούπολη, αυτό σημαίνει όργανα βασανισμού χειρότερα από τα κνούτα ή τα ραβδιά –και ευαίσθητες δεσποινίδες, κυρίες και τζέντλεμεν πήγαν και διασκέδασαν κοιτάζοντάς τες και ψυχαγωγούμενοι.
Κανείς δεν εκπλήττεται που η φιλελεύθερη επιστήμη (μαζί με την αναγνώρισή της της ελευθερίας, της ισότητος και της αδελφότητος) θα πρέπει να αποδείξει και την αναγκαιότητα του πολέμου, των ποινών, των ηθών, των αφορισμών, της ρύθμισης της πορνείας, του αποκλεισμού των φτηνών εργατικών χεριών των αλλοδαπών, της παρεμπόδισης της μετανάστευσης, της παροχής δικαιολόγησης στην κολωνιοποίηση (δηλαδή, αποικιοποίηση) καθώς είναι βασισμένη στην δηλητηρίαση και διαφθορά ολόκληρων φυλών ανθρώπων που καλούνται άγριες και πρωτόγονες κ.ο.κ.
Ο κόσμος μιλά για την ώρα που όλοι οι άνθρωποι θα διακηρύξουν και θα ομολογήσουν υπέρ της θρησκείας αυτής που καλείται Χριστιανική: αυτό σημαίνει, διάφορες διακηρύξεις/τέχνες/ομολογίες πίστεως εχθρικές η μια προς την άλλη) που όλοι/όλες θα είναι καλοθρεμμένοι/ες και καλοντυμένοι/ες, που όλοι/όλες θα είναι ενωμένοι/ες από το ένα ως το άλλο άκρο του κόσμου μέσω τηλεγράφων και τηλεφώνων και ικανοί/ες να επικοινωνούν μέσω μπαλλονιών χαράς, που όλες οι εργαζόμενες τάξεις είναι διαποτισμένες από τα σοσιαλιστικά δόγματα, που τα Εργατικά Σωματεία κατέχουν τόσο πολλά εκατομμύρια μέλη και τόσο πολλά εκατομμύρια ρούβλια, που όλοι/όλες/όλα είναι μορφωμένα και μπορούν να διαβάζουν εφημερίδες και να μαθαίνουν όλες τις επιστήμες.
Τί καλό, χρηστό ή χρήσιμο μπορεί να προκύψει, όμως, από όλες αυτές τις βελτιώσεις αν οι άνθρωποι δεν μιλούν και πράττουν σε συμφωνία με ό,τι πιστεύουν πως είναι η αλήθεια;
Η κατάσταση/συνθήκη των ανθρώπων είναι το αποτέλεσμα του διαχωρισμού, της διάλυσης και της μη ενώσής τους. Ο χωρισμός τους προκύπτει από το γεγονός ότι δεν ακολουθούν την αλήθεια –η οποία είναι μία– αλλά ψεύδη (που είναι πολλά). Το μοναδικό μέσο ένωσης των ανθρώπων είναι η ένωσή τους ΕΝ ΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ. Και, συνεπώς, όσο πιο ειλικρινώς προσεγγίζουν οι άνθρωποι προς την αλήθεια, τόσο εγγύτερον και πλησιέστερον έρχονται στην ενότητα. Πώς, όμως, μπορούν οι άνθρωποι να είναι ενωμένοι ΕΝ ΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ή ακόμα και να την προσεγγίσουν εάν δεν εκφράζουν καν την αλήθεια που ήδη γνωρίζουν αλλά υποστηρίζουν ότι δεν είναι ανάγκη να το κάνουν και υποκρίνονται πως θεωρούν ως αλήθεια ό,τι πιστεύουν πως είναι ψεύδος; Άρα, καμία βελτίωση δεν είναι πιθανή εφ’ όσον οι άνθρωποι είναι υποκριτές και φέρονται υποκριτικά και κρύβουν την αλήθεια από τους ίδιους τους εαυτούς τους εφόσον δεν αναγνωρίζουν ότι η ένωσή τους και, κατά συνέπεια, και η ευτυχία τους είναι εφικτή και πιθανή μόνο ΕΝ ΑΛΗΘΕΙΑ και δεν θέτουν την αναγνώριση, διακήρυξη και ομολογία της αληθείας η οποία τους απεκαλύφθη υψηλότερα από ο,τιδήποτε άλλο.
Όλες οι υλικές βελτιώσεις που μπορούν να ονειρεύονται (ή) για τις οποίες μπορούν να ονειρεύονται οι θρησκευτικοί και επιστημονικοί άνθρωποι μπορούν να επιτευχθούν, όλοι οι άνθρωποι μπορούν/μπορεί να αποδεχθούν τον Χριστιανισμό και όλες τις μεταρρυθμίσεις που επιθυμούσαν οι Bellamys[1] μπορούν να τις επιτύχει κανείς με κάθε πιθανή και επιπρόσθετη συμπλήρωση και βελτίωση αλλά εάν εξακολουθεί ακόμα να υπάρχει η υποκρισία η οποία βασιλεύει σήμερα, εάν οι άνθρωποι δεν κηρύσσουν την αλήθεια που –ακόμα και οι Θεοί– γνωρίζουν αλλά συνεχίζουν να προσποιούνται ότι αποδίδουν πίστη σε ό,τι –ακόμα και οι Θεοί– δεν πιστεύουν καλά καλά καθώς και σεβασμό για ό,τι δεν σέβονται, η κατάστασή/συνθήκη/ συνθηκολόγησή τους θα παραμένει η ίδια ή ακόμα και θα χειροτερεύει ολοένα. Όσο περισσότερο οι άνθρωποι (ή) Όσο περισσότεροι άνθρωποι απελευθερώνονται από την στέρηση/απώλεια/τύφλα και (τ)όσο περισσότερο/οι/α τηλέγραφοι, τηλέφωνα, βιβλία, χαρτιά και εφημερίδες υπάρχουν, (τ)όσο περισσότερα μέσα θα υπάρχουν για τον διασκορπισμό των υποκρισιών και των ψευδών που στερούνται συνεπείας και τόσο περισσότερο διαλυμένοι και κατά συνέπειαν άθλιοι θα γίνονται οι άνθρωποι: κάτι το οποίο, πράγματι, είναι ό,τι βλέπουμε να συμβαίνει στην πράξη.
Όλες αυτές οι υλικές μεταρρυθμίσεις μπορεί/μπορούν να υλοποιηθούν και να πραγματοποιηθούν αλλά η θέση/στάση της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς δεν θα είναι βελτιωμένη.
Αφήστε, όμως, τον κάθε άνθρωπο –σε αναλογίες προς τις δυνάμεις του– να υλοποιήσει και να πραγματοποιήσει άμεσα στην ζωή του την αλήθεια που γνωρίζει ή, τουλάχιστον και κατά τον Λιστ, να σταματήσει να υποστηρίζει τα ψεύδη που στηρίζει αντί του τόπου της αληθείας και (μάλιστα) αμέσως, σε αυτόν τον χρόνο 1893, θα βλέπαμε μεταρρυθμίσεις με την μορφή αυτή που δεν τολμούμε να ελπίζουμε εδώ και έναν αιώνα: την χειραφέτηση και απελευθέρωση των ανθρώπων και την βασιλεία της αληθείας επί της γης.
Δεν ήταν χωρίς καλό λόγο του Χριστού (μόνο) η μοναδική σκληρή και απειλητική κατηγορία αυτή που διευθυνόταν κατά των υποκριτών και της υποκρισίας. Δεν είναι (η) κλοπή ούτε (η) ληστεία ούτε (ο) φόνος ούτε (η) συνουσία/πορνεία/μοιχεία αλλά (το) ψέμα –το εξειδικευμένο ψεύδος της υποκρισίας– αυτό που διαφθείρει τους ανθρώπους, τους εκβαρβαρίζει και τους καθιστά μνησίκακους και εκδικητικούς, καταστρέφει κάθε διάκριση μεταξύ σωστού και λάθους στην συνείδησή τους, τους αποστερεί από ό,τι είναι η αληθινή σημασία όλης της πραγματικής ανθρώπινης ζωής και τους εμποδίζει από κάθε πρόοδο προς την τελειοποίηση.
Αυτοί που πράττουν το κακό ή το πονηρό μέσω άγνοιας της αληθείας προκαλούν συμπάθεια με/από τα θύματά τους και αντιπάθεια για/προς τις πράξεις τους, προκαλούν ζημία μόνο σε αυτούς που επιτίθενται.[2]
Αυτοί, όμως, που ξέρουν την αλήθεια και πράττουν το κακό ή το πονηρό μασκαρεμένο(ι) με την υποκρισία (ή) μέσω της υποκρισίας, τραυματίζουν τους εαυτούς τους και τα θύματά τους και χιλιάδες άλλους ανθρώπους επιπλέον που παραπλανούνται ως και τ’ άστρα από το ψεύδος με το οποίο μεταμφιέζεται το λάθος με την μορφή της αδικίας και της παρανομίας.
Κλέφτες, ληστές, δολοφόνοι και απατεώνες που διαπράττουν εγκλήματα που αναγνωρίζονται από τους ιδίους αλλά και από τον καθένα/τον κάθε άλλο ως κακά –εξυπηρετούν ως ένα παράδειγμα για το τι δεν ώφειλε να γίνει και (δεν) αποτρέπουν άλλους από όμοιες μορφές εγκλημάτων.
Αυτοί, όμως, που διαπράττουν τις ίδιες κι όμοιες κλοπές, ληστείες, δολοφονίες και άλλες μορφές εγκλημάτων και τις μεταμφιέζουν με όλες τις μορφές θρησκευτικών ή επιστημονικών ή ανθρωπιστικών δικαιολογιών –όπως όλοι οι γαιοκτήμονες, έμποροι, κατασκευαστές και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, άλλωστε, το πράττουν– προκαλούν άλλους σε μίμηση κι έτσι προκαλούν ζημία όχι μόνο σε αυτούς, οι οποίοι είναι ευθέως τα θύματα των εγκλημάτων τους αλλά και σε χιλιάδες και σε εκατομμύρια ανθρώπων τους οποίους αυτοί διαφθείρουν εξαλείφοντας, διαγράφοντας και σβήνοντας από την μνήμη την αίσθηση της διάκρισης μεταξύ ορθού και λάθους.
Μια τίμια και απλή περιουσία –που αποκτήθηκε και κερδήθηκε είτε από την διαπραγμάτευση σε αγαθά αναγκαία για τον λαό ή σε αγαθά καταστρεπτικά ως προς τα αποτελέσματά τους είτε από οικονομικές θεωρίες και μελέτες ενατενίσεων και κερδοσκοπίας είτε από την κατάκτηση μιας χώρας με/σε χαμηλή τιμή η αξία της οποίας είναι αυξημένη σε αναλογίες με τις ανάγκες του πληθυσμού είτε από μιαν τέχνη και φιλόπονη εργατικότητα καταστροφική για την υγεία και την ζωή των αποσχολουμένων σε αυτήν είτε από την στρατιωτική ή πολιτική υπηρεσία του κράτους είτε από οποιαδήποτε εργασία που συναλλάσσεται επί της βάσεως των κακών και πονηρών ενστίκτων των ανθρώπων– μια τίμια και απλή, μοναδική και ενιαία περιουσία που αποκτήθηκε μέσω οποιασδήποτε από τις οδούς αυτές (όχι μόνο με την επικύρωση και τον καθαγιασμό αλλά ακόμα και με την συγκατάθεση και παραχώρηση των ανθρώπων αυτών που καθοδηγούν την κοινωνία και, μάλιστα, μασκαρεμένη/ων με τον σκοπό επίδειξης φιλανθρωπίας) διαφθείρει τους ανθρώπους ασύγκριτα περισσότερο από εκατομμύρια κλοπές και ληστείες που διαπράττονται ενάντια στους αναγνωρισμένους τύπους του νόμου που τιμωρούνται ποινικώς ως εγκλήματα (οι ληστείες).
Μια απλή δολοφονία που εκτελείται από ευτυχείς και μορφωμένους ανθρώπους οι οποίοι δεν επηρεάζονται από το πάθος, με την έγκριση και συνδρομή των Χριστιανών λειτουργών (ιερέων ή υπουργών) –και αναπαρίσταται (ή) παρίστανται ως κάτι το οποίο είναι αναγκαίο ή ακόμα και δίκαιο– είναι απείρως πιο διαβρωτική και εκβαρβαρίζει περισσότερο τους ανθρώπους σε σύγκριση με χιλιάδες φόνους που διαπράττονται από αμόρφωτους εργαζομένους υπό την επιρροή του πάθους.
Μια εκτέλεση όπως αυτή που προτάθηκε από τον Joukovsky και θα παρήγε στους θεατές ακόμα και ένα συναίσθημα θρησκευτικής συγκίνησης, θα ήταν μια από τις πιο διεστραμμένες πράξεις που μπορεί να φανταστεί κανείς (ΒΛΕΠΕ τόμο iv των έργων του Joukovksy).
Κάθε πόλεμος –ακόμα και αυτός που διεξάγεται με τον μεγαλύτερο ανθρωπισμό, με όλες τις συνήθεις του και κανονικές του επιπτώσεις, την καταστροφή της σοδειάς, τις λεηλασίες, την παροχή αδειών και δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεων και την διαφθορά των ηθών, τον φόνο συνοδεία των δικαιολογιών/δικαιολογήσεων περί της αναγκαιότητας και της δικαιοσύνης του/της, την εξύμνηση και δοξολόγηση των στρατιωτικών εκμεταλλεύσεων με την μορφή των κατορθωμάτων, την λατρεία της σημαίας, τα πατριωτικά συναισθήματα, την προσποιητή έγνοια και πρόνοια για τον πληγωμένο (ή) τους πληγωμένους κ.ο.κ.– κάνει μέσα σε έναν χρόνο πολλά περισσότερα για να διαστρέψει τα μυαλά των ανθρώπων απ’ ό,τι χιλιάδες ληστειών, φόνων και εμπρησμών που διαπράττονται και διαιωνίζονται επί εκατοντάδες χρόνια από ατομικούς ανθρώπους υπό την επιρροή του πάθους.
Η πολυτελής δαπάνη και (κατ)ανάλωση μιας/ενός μόνο (ή) μοναδικής/ού σεβαστού και αξιοτίμου οικογενείας/οίκου –ακόμα και εντός των ορίων των συμβάσεων– που καταναλώνει όπως τώρα την παραγωγή τόσο πολλών ημερών εργασίας και κόπου που θα αρκούσαν για χιλιάδες εξ αυτών που ζουν στα όρια της στέρησης κάνει περισσότερα για να διαστρέψει και να διαστρεβλώσει τα μυαλά των ανθρώπων απ’ ό,τι χιλιάδες βίαια όργια και κραιπάλες αγροίκων και άξεστων επιτήδειων εμπόρων, αξιωματούχων και εργατών εθισμένων στην μέθη, στην διαφθορά και στην έκλυση οι οποίοι σπάνε γυαλιά, πιάτα και κεραμικά αγγεία για διασκέδαση.
Μια μόνο επίσημη θρησκευτική ακολουθία, μια τελετή, μια προσφορά υπηρεσίας, ένα κήρυγμα από το ιερό βήμα ή τον άμβωνα (ή) ο άμβωνας στο(ν) οποίο ο ιεροκήρυκας δεν πιστεύει παράγουν ασύγκριτα περισσότερο κακό από χιλιάδες τρυκ λωποδυσίας, μαγαρίσματος της τροφής κ.τ.λ.
Μιλούμε περί της υποκρισίας των Φαρισαίων –μα, η υποκρισία της κοινωνίας μας υπερβαίνει κατά πολύ την συγκριτικά αθώα υποκρισία των Φαρισαίων. Αυτοί τουλάχιστον είχαν έναν εξωτερικά θρησκευτικό νόμο, η εκπλήρωση και ολοκλήρωση του οποίου τους εμπόδιζε από το να βλέπουν τις υποχρεώσεις τους προς τους πλησίον τους. Επιπλέον, αυτές οι υποχρεώσεις δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση τόσο ξεκάθαρα καθορισμένες στην ημέρα/εποχή τους.
Σήμερα, εμείς δεν έχουμε κανέναν θρησκευτικό νόμο αυτής της μορφής να μας δικαιολογεί και να μας εξαιρεί από τα καθήκοντά μας προς τους πλησίον μας –δεν μιλώ τώρα για τα ακαλλιέργητα και αδαή πρόσωπα που εξακολουθούν να φαντάζονται τις αμαρτίες τους (ή) πως οι αμαρτίες τους μπορεί/μπορούν να συγχωρεθούν και να αφεθούν μέσω της εξομολόγησης σε έναν ιερέα ή μέσω της συγχώρεσης και απαλλαγής από τον Πάπα. Αντιθέτως, ο νόμος του Ευαγγελίου που όλοι μας διακηρύσσουμε με την μια μορφή ή την άλλη ευθέως ορίζει αυτά τα καθήκοντα. Εξάλλου, τα καθήκοντα που είχαν τότε απλώς και μόνον αδιοράτως, ασαφώς και μυστικώς εκπεφρασθεί από λίγους προφήτες έχουν τόσο ξεκάθαρα πλέον τεθεί σε φόρμουλες, έχουν γίνει τόσο αυτονόητες και κοινότυπες αλήθειες που επαναλαμβάνονται ακόμα και από παιδιά και μαθητές σχολείων και δημοσιογράφους. Κι έτσι –θα έμοιαζε ότι οι άνθρωποι του σήμερα δεν μπορούν να υποκρίνονται και να προσποιούνται ότι δεν γνωρίζουν αυτά τα καθήκοντα.
Ένας άνθρωπος του σύγχρονου κόσμου που αποκομίζει κέρδη από την τάξη/οργάνωση/εντολή των πραγμάτων και η οποία/ο οποίος βασίζεται στην βία ενώ, την ίδια ώρα, διακηρύσσει πως αγαπά τον πλησίον του και δεν παρατηρεί τι πράττει στην καθημερινή του ζωή στον πλησίον του μοιάζει με έναν λήσταρχο πειρατή ο οποίος έχει ξοδέψει την ζωή του στην θήρα ανθρώπων και ο οποίος/οι οποίοι (πιασμένος/οι επιτέλους επ’ αυτοφώρω, με το εγχειρίδιο ανά χείρας κατά την ίδια την πράξη κατ’ εξοχήν να πλήξει/ουν το θύμα που ουρλιάζει) και, εξαίφνης, ανακοινώνει/ουν ότι δεν είχε/αν καμίαν απολύτως ιδέα περί του ότι σε αυτό που έπραττε/αν δεν ήταν σύμφωνος ο άνθρωπος που είχε/αν ληστέψει και ήταν προετοιμασμένος/οι να φονεύσει/ουν. Ακριβώς όπως αυτός ο ληστής και δολοφόνος δεν μπορούσε να αρνηθεί ό,τι ήταν προφανές και αποδεδειγμένο στον καθένα, το ίδιο θα έμοιαζε και ότι ένας άνθρωπος που ζει επί των στερήσεων των καταπιεσμένων τάξεων δεν μπορεί να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι επιθυμεί την ευημερία αυτών που ληστεύει και ότι δεν γνωρίζει πώς αποκτούνται τα πλεονεκτήματα και οφέλη που αυτός απολαμβάνει. Είναι αδύνατον να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι ΟΥΚ ΟΙΔΑΜΕΝ ότι υπάρχουν 100000 άνθρωποι κρατούμενοι στην Ρωσσία μόνον προκειμένου να εξασφαλισθεί η ασφάλεια της περιουσίας μας και της γαλήνης μας (ή) η γαλήνη μας και ότι ΟΥΚ ΟΙΔΑΜΕΝ περί των νομικών δικαστηρίων στα οποία λαμβάνουμε μέρος και τα οποία –με το δικό μας έναυσμα και με την δική μας πρωτοβουλία– καταδικάζουν αυτούς που έχουν επιτεθεί κατά της περιουσίας μας ή της ασφαλείας μας σε/στην φυλακή, εξορία ή καταναγκαστική εργασία (γεγονός δια του οποίου άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι χειρότεροι από αυτούς που τους καταδικάζουν καταστρέφονται σε ερείπια και διαφθείρονται) ή ότι ΟΥΚ ΟΙΔΑΜΕΝ ότι κατέχουμε μόνον αυτό το σύνολο των γνώσεων που πραγματικά κατέχουμε επειδή έχει αποκτηθεί και κατακτηθεί και τώρα το υπερασπιζόμαστε μέσω του φόνου και της βίας. Δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε ότι ΟΥΚ ΟΡΩΜΕΝ τον ένοπλο αστυνομικό που βαδίζει πάνω-κάτω έξω από τα παραθύρια μας για να εγγυηθεί την ασφάλειά μας ενώ εμείς τρώμε το πολυτελές γεύμα μας ή κοιτά/κοιτούμε το νέο έργο στο θεατρικό πρόγραμμα ούτε ότι δεν έχουμε επίγνωση περί της υπάρξεως των στρατιωτών που θα κάνουν την εμφάνισή τους με όπλα και σφαίρες αμέσως μόλις εξαπολυθεί επίθεση κατά της περιουσίας μας (ή) επιτεθεί η περιουσία μας.
Ξέρουμε κάλλιστα ότι μας επιτρέπεται να συνεχίσουμε να τρώμε το γεύμα μας, να τελειώσουμε την παρακολούθηση του νέου θεατρικού έργου ή να απολαύσουμε ως το τέλος τον αγώνα –την Χριστουγεννιάτικη ονομαστική μας εορτή, την τσάρκα μας, τις κούρσες, τις ιπποδρομίες ή το κυνήγι– μόνο και μόνο χάρη στο ρεβόλβερ του αστυνομικού ή το τουφέκι/πλιάτσικο του στρατιώτη ο οποίος θα πυροβολήσει και θα ρίξει κάτω τον πεινασμένο/φημισμένο απόβλητο που τον έχουν ληστέψει από το μερίδιο των μετοχών του (ή) την μοίρα του και ο οποίος κοιτά ολόγυρα από την κεφαλή της γωνίας με μάτια άπληστα κι αχόρταγα –προς ευχαρίστησή μας– το θέαμα που του παρέχουμε και είναι έτοιμος να μας διακόψει αμέσως αλλά δεν το κάνει επειδή είναι παρόντες και προετοιμασμένοι ο αστυνομικός και ο στρατιώτης να τρέξουν να μας βοηθήσουν με την πρώτη κλήση μας για βοήθεια. Και, κατά συνέπειαν, ακριβώς όπως ένας λήσταρχος πειρατής –(που) συνελήφθη στο άπλετο φως πάνω στην πράξη– δεν μπορεί να μας πείσει ότι δεν ύψωσε την μάχαιράν του με σκοπό να κλέψει το θύμα του από το πορτοφόλι του και δεν είχε κάνει καμιάν σκέψη να το σκοτώσει, κι εμείς το ίδιο –θα μας έμοιαζε– δεν μπορούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ή τους άλλους πως οι στρατιώτες και οι αστυνομικοί ολόγυρά μας δεν είναι για να μας φυλάνε αλλά απλώς και μόνο για άμυνα έναντι των εξωτερικών εχθρών και για να ρυθμίζουν την κίνηση, την κυκλοφορία, τις τελετές και παρελάσεις και τις επιθεωρήσεις. Δεν μπορούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ούτε τους άλλους ότι ΟΥΚ ΟΙΔΑΜΕΝ ότι στους ανθρώπους δεν αρέσει να χάνουν το χρώμα τους και να πεθαίνουν από την πείνα (απεκδεδυμένοι του δικαιώματος να κερδίζουν την επιβίωσή τους από την χώρα/γη στην οποία ζουν), ότι δεν τους αρέσει να εργάζονται μυστικώς και υπογείως, στα ύδατα ή στην αποπνικτική ζέστη για 10 ως 14 ώρες την ημέρα και την νύχτα σε εργοστάσια για να κατασκευάζουν αντικείμενα για την ευχαρίστησή μας.
Θα το φανταζόταν κανείς πως η άρνηση κάτι τόσο προφανούς είναι απίθανη. Ωστόσο, η άρνηση υπάρχει.
Ακόμα εξακολουθούν να υπάρχουν εν μέσω των πλουσίων –ειδικά μεταξύ των νέων και μεταξύ των γυναικών– πρόσωπα που χαίρομαι να συναντώ ολοένα και πιο συχνά και τα οποία (όταν τους αποδεικνύεται με ποιαν μέθοδο και με ποιο κόστος εξαγοράζονται οι ανέσεις και οι χαρές τους) δεν επιχειρούν να συγκαλύψουν την αλήθεια αλλά, κρύβοντας τα κεφάλια τους μέσα στα χέρια τους, φωνάζουν δυνατά: «Α! μην μιλάς γι’ αυτά. Αν είναι έτσι, η ζωή είναι αδύνατη». Αν και υπάρχουν, όμως, τόσο ειλικρινείς άνθρωποι που –αν και δεν μπορούν να αποκηρύξουν το λάθος τους– τουλάχιστον το βλέπουν (ή) εσύ τουλάχιστον δες το, η τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων του σύγχρονου κόσμου έχουν τόσο πολύ μπει στον ρόλο τον οποίο παίζουν μέσα στην υποκρισία τους που αρνούνται με τόλμη ό,τι τους κοιτά και τους αντικρύζει σταράτα και ευθέως κατά πρόσωπο. «Όλα αυτά είναι μια αδικία» λένε. «Κανείς δεν αναγκάζει τον κόσμο να δουλεύει για τους γαιοκτήμονες και τους κατασκευαστές. Πρόκειται για μιαν υπόθεση που συμφωνείται με ελεύθερη σύμβαση. Μεγάλες ιδιοκτησίες και περιουσίες είναι, οπωσδήποτε, αναγκαίες επειδή αυτές παρέχουν την ύλη και οργανώνουν την εργασία και το έργο για τις εργαζόμενες τάξεις. Η εργασία στα εργοστάσια και στα εργαστήρια δεν είναι κατά κανέναν τρόπο το τρομερό αυτό πράγμα που το κάνεις να εμφανίζεται πως είναι. Ακόμα κι αν υπάρχουν ορισμένες καταχρήσεις σε εταιρείες, η κυβέρνηση και το δημόσιο/κοινό πραγματοποιούν βήματα για να τις αποφύγουν και για να κάνουν την εργασία των εργατών της επιχείρησης ακόμα πιο εύκολα/εύκολη ή και ελκυστική και ευχάριστη ακόμα. Οι εργαζόμενες τάξεις είναι συνηθισμένες στον φυσικοσωματικό μόχθο και ως τώρα για τίποτε άλλο δεν είναι κατάλληλες και ικανές. Η φτώχεια του λαού δεν είναι το αποτέλεσμα της ιδιωτικής περιουσίας σε γη ούτε της καπιταλιστικής καταπίεσης αλλά άλλων λόγων/αιτιών/σκοπών: είναι το αποτέλεσμα της άγνοιας, του βαρβαρισμού, της έκλυσης και της έλλειψης αυτοσυγκράτησης του λαού. Εμείς –οι άνθρωποι που είμαστε στην εξουσία και πολεμούμε ενάντια σε αυτήν την πτώχευση του λαού μέσω της σοφής νομοθεσίας, εμείς οι καπιταλιστές που την καταπολεμούμε με την επέκταση των χρησίμων εφευρέσεων, εμείς οι κληρικοί δια της θρησκευτικής κατήχησης και διδασκαλίας και εμείς οι φιλελεύθεροι δια μέσου του σχηματισμού εργατικών σωματείων και της διάδοσης της παιδείας– με τον τρόπο αυτό αυξάνουμε την ευδαιμονία του κόσμου χωρίς να μεταβάλλουμε τις δικές μας, προσωπικές θέσεις. Δεν θέλουμε να είναι όλοι τόσο φτωχοί όσο οι φτωχοί (ή) ο φτωχός, θέλουμε να είναι όλοι (ή, θέλουμε να είμαστε όλοι) πλούσιοι όσο οι πλούσιοι (ή) ο πλούσιος. Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι γίνεται άσχημη μεταχείριση προς τους ανθρώπους και ότι αυτοί δολοφονούνται ώστε να πιεστούν να εργαστούν για το κέρδος των πλουσίων (ή) του πλουσίου, αυτό αποτελεί ένα σόφισμα. Ο στρατός καλείται εναντίον του όχλου τότε μόνον όταν ο λαός –που βρίσκεται εν αγνοία για τα δικά του συμφέροντα– δημιουργεί ταραχές και καταστρέφει την ηρεμία που είναι απαραίτητη για την δημόσια/κοινή ευημερία. Κατά την ιδίαν οδό, επίσης, είναι αναγκαίο εκ των ων ουκ άνευ να κρατούνται υπό περιορισμό στην φυλακή οι κακοποιοί για τους οποίους χτίζονται και ιδρύονται οι φυλακές και οι αγχόνες. Εμείς, προσωπικά, ευχόμαστε και θέλουμε να καταστείλουμε αυτές τις μορφές ποινών και εργαζόμαστε προς αυτήν την κατεύθυνση».
H υποκρισία στην ημέρα μας υποστηρίζεται από δύο πλευρές: από την ψευδή θρησκεία και από την ψευδή επιστήμη.
Και έχει φτάσει σε τέτοιες διαστάσεις που –αν δεν ζούσαμε εν μέσω αυτής– δεν θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι μπορούσαν οι άνθρωποι να επιτύχουν μια τόσο υψηλή κορυφή στην αυτοεξαπάτηση. Οι άνθρωποι της παρούσας ημέρας έχουν φτάσει σε μιαν τόσο εξαιρετική και εκπληκτική κατάσταση/συνθήκη, είναι τόσο σκληρές οι καρδιές τους, ώστε ΒΛΕΠΟΝΤΕΣ ΩΣ ΟΥ ΒΛΕΠΟΥΣΙΝ ΚΑΙ ΩΣ ΟΥΚ ΟΙΔΑΣΙΝ, ΑΚΟΥΟΥΣΙΝ ΚΑΙ ΟΥΚ ΑΚΟΥΟΥΣΙΝ –ΜΗΔΕ ΝΟΩΣΙ. Οι άνθρωποι έχουν εδώ και πολλά χρόνια που ζουν σε ανταγωνισμό προς την συνείδησή τους. Εάν δεν υπήρχε η υποκρισία, δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν να ζουν μιαν τέτοια ζωή. Αυτή η κοινωνική οργάνωση/οργανισμός σε αντίθεση με την συνείδησή τους μόνον επειδή είναι μεταμφιεσμένος με την υποκρισία εξακολουθεί να υφίσταται. Και όσο μεγαλύτερη η απόκλιση μεταξύ της πραγματικής ζωής και της (πραγματικής) συνείδησης των ανθρώπων, τόσο μεγαλύτερη η εξάπλωση της υποκρισίας. Όμως, ακόμα και η υποκρισία έχει τα όριά της. Και μου φαίνεται ότι έχουμε αγγίξει αυτά τα όρια ΕΝ ΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ της ημέρας αυτής.
Κάθε άνθρωπος της παρούσας ημέρας με τις Χριστιανικές αρχές αφομοιωμένες (ή) αφομοιωμένος ακούσια στην συνείδησή του, βρίσκει τον εαυτό του στην θέση ακριβώς του ανθρώπου ενός ανθρώπου αποκοιμισμένου και ο οποίος ονειρεύεται πως είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι το οποίο, ακόμα και στο όνειρό του, ξέρει ότι οφείλει να μην το πράξει. Το ξέρει αυτό στα βάθη της συνειδήσεώς του και, εν τούτοις (ή) ακριβώς το ίδιο/ο ίδιος, φαίνεται ανίκανος να αλλάξει την θέση/στάση του. Δεν μπορεί να βάλει τέρμα και να σταματήσει να κάνει ό,τι ώφειλε να μην πράττει. Και –ακριβώς όπως σε ένα όνειρο– η θέση/στάση του γίνεται ολοένα και περισσότερο οδυνηρή και «πονετική» και φθάνει, επιτέλους, σε μιαν τέτοια κορύφωση και ένταση που αρχίζει μερικές φορές να αμφισβητεί την πραγματικότητα των περασμένων από μπροστά του και κάνει μιαν ηθική προσπάθεια να αποτινάξει τον ζυγό του εφιάλτη –της μόρας– που τον καταπιέζει.
Αυτή είναι ακριβώς η κατάσταση/συνθήκη του μέσου ανθρώπου της Χριστιανικής μας κοινωνίας.
Αισθάνεται ότι όλα όσα κάνει ο ίδιος και όλα όσα γίνονται γύρω του είναι κάτι παράλογο, φριχτό, αδύνατο και αντιτιθέμενο προς την συνείδησή του. Αισθάνεται ότι η θέση/στάση του γίνεται ολοένα και περισσότερο αβάσταχτη, αναπάντεχη αφού δεν μπορεί να αντέξει –και αγγίζει μιαν υψηλής εντάσεως κρίση. Δεν είναι δυνατόν –εμείς, οι μοντέρνοι άνθρωποι με την Χριστιανική συναίσθηση περί της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ισότητας να μας διαποτίζει ΣΩΜΑΤΙ ΤΕ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙ, με την ανάγκη που έχουμε για φιλειρηνικές σχέσεις, συνενώσεις και συνδέσεις φιλίας και ενότητας μεταξύ των εθνών– να πρέπει πράγματι να συνεχίσουμε να ζούμε κατά έναν τρόπο τέτοιον ώστε να είναι κάθε χαρά, κάθε ανταμοιβή που έχουμε αποκτημένη με την εξαγορά των δεινών, με τις ζωές των αδελφιών μας και συνανθρώπων μας και, επιπλέον, να πρέπει ανά πάσα στιγμή να κρεμιέται από μια τρίχα το ενδεχόμενο να βρεθούμε σε απόσταση αναπνοής από το να πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλο –το ένα έθνος να ρίχνεται πάνω στο άλλο– σαν τα άγρια θηρία και να καταστρέφονται ανηλεώς οι ανθρώπινες ζωές και οι εργασίες απλώς και μόνον επειδή κάποιος βαθειά νυχτωμένος, πράος και ειρηνοποιός διπλωμάτης ή ηγέτης λέει ή γράφει κάποιαν ανοησία σε κάποιον άλλο –με τις ίδιες ιδιότητες, εξίσου– διπλωμάτη ή ηγέτη.
Είναι αδύνατον.
Κι όμως, κάθε άνθρωπος της ημέρας μας βλέπει ότι έτσι είναι –και αναμένει να έρθει η συμφορά. Και η κατάσταση γίνεται ολοένα και περισσότερο αστήρικτη. Κι όπως ο άνθρωπος που ονειρεύεται δεν πιστεύει πως ό,τι του εμφανίζεται (ή) ό,τι του φαίνεται μπορεί να είναι πράγματι η πραγματικότητα και προσπαθεί να ξυπνήσει στον πραγματικά πραγματικό κόσμο εκ νέου, κατά τον ίδιο τρόπο και ο μέσος άνθρωπος των μοντέρνων καιρών δεν μπορεί στα βάθη της καρδιάς του να πιστεύει ότι η τρομερή θέση/στάση στην οποία είναι τοποθετημένος (και η οποία ολοένα γίνεται χειρότερη) μπορεί να είναι η πραγματικότητα –και προσπαθεί να ξυπνήσει σε μιαν αληθινή, πραγματική ζωή όπως αυτή υπάρχει στην συνείδησή του. Κι (όπ)ως ακριβώς ο ονειροπόλος αυτός που ονειρεύεται χρειάζεται μόνο μιαν ηθική να κάνει προσπάθεια και να αναρωτηθεί «Μα, δεν είναι όνειρο;» και η κατάσταση που του εμφανιζόταν (ή) φαινόταν τόσο απέλπιδα αμέσως θα εξαφανιστεί και θα ξυπνήσει στην –ειρηνική και ευτυχισμένη– πραγματικότητα, έτσι και ο άνθρωπος του σύγχρονου κόσμου χρειάζεται μόνο μιαν ηθική προσπάθεια για να αμφισβητήσει την πραγματικότητα που του παρουσιάζεται από την προσωπική, δική του υποκρισία και (από) την γενική υποκρισία ολόγυρά του και να αναρωτηθεί «Μα, δεν είναι όλα μια πλάνη;» και αμέσως θα αισθανθεί –ξύπνιος όπως ο ονειροπόλος– να μεταφέρεται από έναν φανταστικό και φοβερό κόσμο στον αληθινό (ή) στην πραγματικότητα, την αληθινή, ήρεμη και ευτυχισμένη.
Για να το κάνει αυτό ένας άνθρωπος, δεν χρειάζεται να επιτύχει διόλου υψηλές επιδιώξεις, άθλους ή επιτεύγματα. Χρειάζεται μόνο να κάνει μιαν προσπάθεια ηθική.
Είναι, όμως, ικανός ένας άνθρωπος να κάνει την προσπάθεια αυτή;
Σύμφωνα με την υπάρχουσα θεωρία που είναι τόσο ουσιαστική για την υποστήριξη της υποκρισίας, ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος και δεν μπορεί να αλλάξει την ζωή του. «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αλλάξει την ζωή του επειδή δεν είναι ελεύθερος. Δεν είναι ελεύθερος επειδή όλες οι πράξεις του είναι ρυθμισμένες και εξαρτώμενες από προηγούμενες (ή) εκ των προτέρων υπαρκτές αιτίες/σκοπούς/λόγους. Κι ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, υπάρχουν πάντοτε κάποιες συγκεκριμένες αιτίες/σκοποί/λόγοι ή κάποιες άλλες δια μέσου των οποίων κάνει αυτές ή τις άλλες πράξεις και, συνεπώς, ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος και να αλλάξει την ζωή του» λένε οι υπερασπιστές της μεταφυσικής της υποκρισίας. Και θα είχαν απολύτως δίκιο –ακόμα και οι Θεοί– εάν ο άνθρωπος ήταν ένα πλάσμα δίχως συνείδηση και ανίκανος να κινηθεί προς την αλήθεια, δηλαδή εάν –αφού αναγνώριζε μιαν νέαν αλήθεια– ο άνθρωπος απέμενε ανέκαθεν στο ίδιο στάδιο ηθικής ανάπτυξης. Ο άνθρωπος, όμως, είναι ένα πλάσμα με συνείδηση και ικανό(ς) να επιτύχει να συντονιστεί με μιαν υψηλότερη και διαρκώς υψηλότερη κατηγορία της αλήθειας. Και, συνεπώς, ακόμα κι αν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος όσον αφορά την εκτέλεση αυτών ή των άλλων πράξεων επειδή υπάρχει μια προηγούμενη (ή) εκ των προτέρων αιτία/σκοπός/λόγος για κάθε πράξη, οι ίδιες αφ’ εαυτών και κατ’ εξοχήν οι αιτίες/σκοποί/λόγοι των πράξεών του –καθώς αυτές συνίστανται όπως τώρα για τον άνθρωπο της συνειδήσεως στην αναγνώριση αυτής ή της άλλης αλήθειας– βρίσκονται υπό τον προσωπικό του έλεγχο. Άρα, αν και ο άνθρωπος μπορεί να μην είναι ελεύθερος όσον αφορά την εκτέλεση, εμφάνιση και παρουσίαση των πράξεών του, είναι ελεύθερος όσον αφορά την βάση (ή) το ίδρυμα (ή) τον θεσμό επί του οποίου αυτές εκτελούνται/εμφανίζονται/παρουσιάζονται (και με την μορφή των Θεών, ακόμα): ακριβώς οιονεί όπως ο μηχανολόγος που δεν είναι ελεύθερος να τροποποιήσει την κίνηση της λοκομοτίβας του –όταν βρίσκεται ήδη ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ, είναι ελεύθερος να ρυθμίσει την μηχανή εκ των προτέρων ούτως ώστε να αποφασίσει και να κρίνει ποια θα είναι η κίνηση (ή) το κίνημα.
Ό,τι πράττει ο συνειδητός άνθρωπος, ενεργεί με τον τρόπο αυτόν ακριβώς που πράττει –και όχι ειδάλλως– μόνο και μόνο διότι αναγνωρίζει ότι το να ενεργεί κατά τον τρόπον αυτόν που ενεργεί βρίσκεται σε συμφωνία με την αλήθεια ή διότι το/την έχει ήδη αναγνωρίσει σε κάποιαν προηγούμενη στιγμή του χρόνου και τώρα είναι μόνο δια της δυνάμεως της αδράνειας, της έξεως, που πράττει σε συμφωνία με την προηγούμενή του (ή) εκ των προτέρων αναγνώρισή του της αληθείας. Σε κάθε περίπτωση και οπωσδήποτε, η αιτία/ο σκοπός/ο λόγος της δράσης του δεν πρόκειται να βρεθεί σε κανένα δεδομένο προηγηθέν γεγονός αλλά στην συνειδητοποίηση μιας δεδομένης σχέσης και διασύνδεσης με την αλήθεια και η/της συνεπακόλουθη(ς) αναγνώριση(ς) αυτού ή του άλλου γεγονότος ως μιας επαρκούς βάσεως για δράση. Εάν/Είτε ένας άνθρωπος τρώει ή δεν τρώει, εργάζεται ή αναπαύεται, αναλαμβάνει ευθύνες και κινδύνους ή τις/τους αποφεύγει, εάν έχει συνείδηση πράττει κατά τον τρόπον αυτό μόνον επειδή το/την θεωρεί λογικό/ή και ορθό/ή, επειδή θεωρεί πώς (το) να πράξει κατά τον τρόπον αυτό βρίσκεται σε αρμονία με την αλήθεια ή, ειδάλλως, επειδή έχει κάνει στοχαστικά αυτήν την σκέψη στο παρελθόν. Η αναγνώριση ή μη αναγνώριση μιας δεδομένης αλήθειας εξαρτάται –όχι από εξωτερικές αιτίες/σκοπούς/λόγους αλλά από συγκεκριμένες άλλες αιτίες/σκοπούς/λόγους εντός του ιδίου (του) ανθρώπου. Κι έτσι, σε χρόνια υπό εξωτερικές συνθήκες προφανώς πολύ ευνοϊκά/ευνοϊκές για την αναγνώριση της αλήθειας, ένας άνθρωπος δεν θα την αναγνωρίσει και δεν θα την δεχθεί και σε άλλα (ή) ένας άλλος, αντιθέτως, υπό συνθήκες που τα/τις καθιστούν να είναι πλέον και κατά μείζονα λόγο όχι ευνοϊκά/ευνοϊκές –χωρίς προφανή αιτία/λόγο– θα την αναγνωρίσει και θα την ομολογήσει. Καθώς λέγεται στο Ευαγγέλιο «ΟΥΔΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΥΝΑΤΑΙ ΕΛΘΕΙΝ ΠΡΟΣ ΜΕ ΕΑΝ ΜΗ Ο ΠΑΤΗΡ, Ο ΠΕΜΨΑΣ ΜΕ, ΕΛΚΥΣΕΙΝ ΑΥΤΟΝ». Όπερ εστί μεθερμηνευόμενον, η αναγνώριση της αληθείας –που είναι η αιτία/ο σκοπός/ο λόγος όλων των εμφανίσεων, εκδηλώσεων και διακηρύξεων της ανθρώπινης ζωής– δεν εξαρτάται από εξωτερικά φαινόμενα αλλά σε ορισμένα εσωτερικά πνευματικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου που αποδρά (ή) που ξεφεύγουν από την παρατήρησή μας. Και, κατά συνέπειαν, ο άνθρωπος –αν και μη ελεύθερος στις πράξεις του– αισθάνεται πάντα ελεύθερος ο ίδιος σε ό,τι αποτελεί το κίνητρο των πράξεών του: την αναγνώριση ή μη της αλήθειας. Και αισθάνεται ο ίδιος ανεξάρτητος όχι μόνον από γεγονότα εξωτερικά της δικής του προσωπικότητας αλλά ακόμα και των δικών του πράξεων. Έτσι, ένας άνθρωπος –ο οποίος υπό την επιρροή του πάθους έχει διαπράξει μιαν πράξη αντιτιθέμενη με την αλήθεια που ο ίδιος αναγνωρίζει– παραμένει, εν τούτοις, εξίσου ελεύθερος να την αναγνωρίσει ή να μην την αναγνωρίσει, δηλαδή μπορεί να θεωρεί την πράξη του ως αναγκαία και δικαιολογημένη/δικαιωμένη επειδή αρνείται να αναγνωρίσει την αλήθεια ή μπορεί να αναγνωρίζει την αλήθεια και να θεωρεί την πράξη του ως λανθασμένη και να επικρίνει ο ίδιος τον εαυτό του. Επομένως, ένας χαρτοπαίκτης ή ένας εθισμένος στο ποτό ο οποίος δεν αντιστέκεται στον πειρασμό και παραδίδεται στο πάθος του εξακολουθεί να είναι ακόμα ελεύθερος να δέχεται την χαρτοπαιξία και την μέθη ως λάθος ή να τις θεωρεί ως άκακες και μη βλαβερές ψυχαγωγίες για να περάσει η ώρα του παρελθόντος. Στην πρώτη περίπτωση –ακόμα κι αν δεν ξεπερνά αμέσως το πάθος του– απελευθερώνεται τόσο περισσότερο από αυτό όσο πιο ειλικρινά αναγνωρίζει την αλήθεια αυτού∙ στην δεύτερη περίπτωση, θα ενισχυθεί ως προς τα αμαρτήματά του και θα αποστερηθεί αφ’ εαυτού κάθε πιθανότητα να αποτινάξει τον ζυγό ο ίδιος. Ομοίως και κατά την ιδίαν οδό ένας άνθρωπος που έχει αποδράσει μόνος (του) από έναν οίκο που φλέγεται αλλά δεν είχε το θάρρος να σώσει τον φίλο του, παραμένει ελεύθερος –ελεύθερος, όμως, είτε να θεωρήσει την πράξη του ως κακή και να επικρίνει ο ίδιος τον εαυτό του αναγνωρίζοντας την αλήθεια ότι ένας άνθρωπος ώφειλε να σώσει την ζωή ενός άλλου ακόμα και με κίνδυνο της δικής του (ή) να αναγνωρίσει ότι ένας άλλος άνθρωπος ώφειλε να σώσει την ζωή ενός ανθρώπου και να επικρίνει ο ίδιος γι’ αυτό τον εαυτό του είτε –μην αναγνωρίζοντας αυτήν την αλήθεια– να θεωρήσει την πράξη του ως φυσική και αναγκαία και να την δικαιολογεί προς τον εαυτό του: Στο πρώτο ενδεχόμενο, εάν δηλαδή αναγνωρίζει την αλήθεια παρά το γεγονός ότι έχει απομακρυνθεί από αυτήν (ή) παρά τον θάνατό του, προπαρασκευάζει για τον εαυτό του στο μέλλον μιαν ολόκληρη σειρά και αλληλουχία πράξεων αυτοθυσίας που εξ ανάγκης απορρέει/ουν από αυτήν την αναγνώριση της αληθείας ενώ, στο δεύτερο ενδεχόμενο, μιαν ολόκληρη σειρά και αλληλουχία εγωϊστικών πράξεων. Όχι πως ένας άνθρωπος είναι πάντοτε ελεύθερος να αναγνωρίσει ή να αρνηθεί να αναγνωρίσει κάθε αλήθεια (υπάρχουν αλήθειες που τις έχει αναγνωρίσει μακράν στο παρελθόν ή που του έχουν παραδοθεί μέσω της παιδείας και της παράδοσης και τις έχει δεχθεί βασισμένος στην πίστη ενώ η ακολουθία/παρακολούθηση αυτών των αληθειών έχει αποκτήσει την μορφή μιας συνήθειας, μιας έξης, δευτέρα φύσις για αυτόν αλλά υπάρχουν και αλήθειες που γίνονται αντιληπτές από αυτόν μόνον ασαφώς και αδιόρατα, λες και οιονεί βρίσκονται μακράν). Εξ αυτών των κατηγοριών της αλήθειας, άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος να αρνηθεί να αναγνωρίσει την πρώτη ούτε να αναγνωρίσει την δευτέρα (υπάρχουν, ωστόσο, και αλήθειες που παρουσιάζονται με μιαν τρίτη μορφή, που δεν έχουν ακόμα γίνει ούτε έχουν αποκτήσει ένα ασυνείδητο μοτίβο που υποκινεί σε πράξεις αλλά έχουν αποκαλυφθεί τόσο ξεκάθαρα σε αυτόν που δεν μπορεί να τις προσπεράσει και είναι αναποφεύκτως υποχρεωμένος να πράξει την μια ή την άλλη: να τις αναγνωρίσει ή να μην τις αναγνωρίσει.
Σε αναφορά με αυτές τις αλήθειες είναι που εκδηλώνεται, εμφανίζεται και διακηρύσσεται η ελευθερία του ανθρώπου.
Κάθε άνθρωπος κατά την διάρκεια της ζωής του βρίσκεται –σε αναφορά και σε σχέση με την αλήθεια– στην θέση ενός ανθρώπου που/καθώς προχωρά στην άβυσσο των σκοταδιών με το φως που ρίχνει εμπρός του το φαναράκι ή το λυχνάρι που κουβαλά. Δεν βλέπει αυτά που δεν φωτίζονται και που δεν γίνονται περισσότερο ελαφρ(ι)ά από το κουβάλημα του φορτίου του ζυγού του. Δεν βλέπει τι έχει περάσει (το οποίον, άλλωστε, είναι κρυμμένο στο σκότος και απόκρυφο) αλλά σε κάθε στάδιο του ταξιδιού του βλέπει ό,τι είναι αυτό που φωτίζεται –και, άρα, ελαφρύνεται από το ίδιο το φως.
Οπότε, είναι σε θέση πάντοτε να επιλέγει την μια ή την άλλη μεριά των οδών.
Υπάρχουν πάντοτε αόρατες αλήθειες που ακόμα δεν έχουν αποκαλυφθεί στην πνευματική όραση του ανθρώπου και υπάρχουν (κι) άλλες αλήθειες που έχουν επιβιώσει, έχουν λησμονηθεί και έχουν αφομοιωθεί από αυτόν ενώ υπάρχουν και ορισμένες δεδομένες, σίγουρες αλήθειες που ανασταίνονται, κορώνουν και ανάβουν προ του φωτός του λόγου (ή) της λογικής και αξιώνουν την αναγνώρισή του. Είναι στην αναγνώριση ή μη αναγνώριση αυτών των αληθειών (ό)που εκδηλώνεται, εμφανίζεται και διακηρύσσεται ό,τι καλούμε «η ελευθερία του».
Όλη η δυσκολία και φαινομενική αδυναμία λύσεως και φωτισμού του ερωτήματος περί της ελευθερίας του ανθρώπου προέρχεται από αυτούς που προσπάθησαν να επιλύσουν το πρόβλημα της ανθρώπινης φαντασίας ως στατικής και ακίνητης (ή) φανταζόμενοι τον άνθρωπο ως στατικό και (αμετ)ακίνητο στην σχέση του με την αλήθεια. Ο άνθρωπος –οπωσδήποτε– ελεύθερος δεν είναι εάν τον φανταστούμε ακίνητο (ακόμα) και αν ξεχάσουμε ότι η ζωή ενός ανθρώπου και της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς δεν είναι τίποτα (άλλο) παρά μια αέναος κίνηση/κίνημα από το σκότος προς το φως, από ένα χαμηλότερο επίπεδο αληθείας προς ένα(ν) υψηλότερο (ή) μιαν υψηλότερη, από μιαν αλήθεια περισσότερο αναμεμειγμένη με σφάλματα προς μιαν αλήθεια περισσότερο αγνή, ανόθευτη και κεκαθαρμένη εξ αυτών.
Ο άνθρωπος δεν θα ήταν ελεύθερος εάν δεν είχε διόλου γνώση καμίας αλήθειας –και, ομοίως, κατά την ιδίαν οδό δεν θα ήταν ελεύθερος και δεν θα είχε καν καμίαν απολύτως ιδέα περί ελευθερίας εάν ολόκληρη η αλήθεια αυτή που ‘ταν να τον οδηγήσει στην ζωή (του) είχε αποκαλυφθεί άπαξ δια παντός σε όλη της την αγνεία χωρίς καμίαν ανάμειξη με λάθη και αμαρτίες. Ο άνθρωπος, όμως, δεν είναι (αμετ)ακίνητος όσον αφορά την αλήθεια αλλά κάθε ατομικός άνθρωπος καθώς διέρχεται δια μέσου της ζωής –και η/την ανθρωπότητα/ανθρωπιά ως σύνολο κατά την ιδίαν οδό– αενάως και εσσαεί διδάσκεται να γνωρίζει έναν ολοένα μεγαλύτερο βαθμό της αλήθειας και να μεγαλώνει και να γηράσκει αεί και διαρκώς περισσότερο ελεύθερη από το σφάλμα. Και, άρα, οι άνθρωποι βρίσκονται σε μιαν τριγωνική σχέση με την αλήθεια. Μερικές αλήθειες έχουν τόσο πολύ αφομοιωθεί εξ αυτών που (και με την μορφή των Θεών, ακόμα) αυτές έχουν γίνει η ασυνείδητη βάση της πράξεως, άλλες είναι μόνο στα πρόθυρα να του αποκαλυφθούν ενώ μια τρίτη τάξη –αν και δεν έχει ακόμα εξοικειωθεί στενά μαζί της– είναι αυτές που του έχουν αποκαλυφθεί με επαρκή καθαρότητα, σαφήνεια και ευκρίνεια ώστε να τον αναγκάσουν να αποφασίσει και να κρίνει είτε να τις αναγνωρίσει είτε να αρνηθεί να τις αναγνωρίσει. Αυτές είναι, λοιπόν –δις– οι αλήθειες οι οποίες ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να αναγνωρίσει ή να αρνηθεί να αναγνωρίσει.
Η ελευθερία του ανθρώπου δεν συνίσταται στην ισχύ και στην δύναμη να δρα ανεξαρτήτως της προόδου της ζωής και των επιρροών (ή) στις επιρροές που πηγάζουν εξ αυτής αλλά στην ικανότητα είτε να αναγνωρίζει, να παραδέχεται και να ομολογεί την αλήθεια η οποία του απεκαλύφθη και (να) γίνεται ο ελεύθερος και χαρούμενος συμμέτοχος στο αΐδιο, αιώνιο και άπειρο έργο του Θεού –η/την ζωή του κόσμου– είτε, από την άλλη πλευρά, να αρνείται να αναγνωρίσει την αλήθεια και να γίνεται έτσι ένας εξαθλιωμένος και αντιστεκόμενος σκλάβος ο οποίος σύρεται εκεί όπου δεν είναι το θέλημά του.
Η αλήθεια όχι μόνον υποδεικνύει την οδό προς την οποία η ανθρώπινη ζωή οφείλει να κινηθεί αλλά αποκαλύπτει, εξάλλου, και την μοναδική οδό επί της οποίας μπορεί να κινηθεί και, κατά συνέπειαν, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να κινηθούν –με το θέλημά του(ς) ή μη– στην οδό της αληθείας (ορισμένοι εκπληρώνοντας αυθορμήτως το καθήκον που τους ορίστηκε στην ζωή και άλλοι υποτασσόμενοι/υποκύπτοντας, αθέλητα, στον νόμο της ζωής).
Η ελευθερία του ανθρώπου έγκειται στην δύναμη αυτής της επιλογής/εκλογής. Αυτή η ελευθερία εντός αυτών των στενών ορίων φαίνεται τόσο ασήμαντος σε/στους ανθρώπους που δεν το προσέχουν και δεν το παρατηρούν (ούτε οι Θεοί). Μερικοί –οι ντετερμινιστές–[3] θεωρούν αυτό το ποσό της ελευθερίας ως ένα τόσο ασήμαντο κι ελαφρό μπιχλιμπίδι που δεν το αναγνωρίζουν καθόλου. Άλλοι, οι υπερασπιστές της απολύτως ελεύθερης βούλησης, κρατούν τα μάτια τους καρφωμένα, στηλωμένα, στην υποθετική τους ελεύθερη βούληση και αγνοούν αυτό το οποίο τους φαινόταν ένας τόσο ευτελής και τιποτένιος βαθμός ελευθερίας.
Αυτή η ελευθερία –«φυλακισμένη» και περιορισμένη εντός των ορίων της παντελούς άγνοιας της αλήθειας και μια(ς) αναγνώριση(ς) ενός κομματιού της αλήθειας μόλις και μετά δυσκολίας φαίνεται να διακρίνεται καν ως ελευθερία, ειδικά αφού ένας άνθρωπος –αν είναι πρόθυμος ή απρόθυμος να αναγνωρίσει την αλήθεια η οποία του απεκαλύφθη– θα εξαναγκαστεί αναποφεύκτως να την εφαρμόσει και να την φέρει στην ζωή.
Δεμένο/Ζεμένο σε έναν μοχλό μαζί με άλλα/άλλους ένα άλογο, δεν είναι ελεύθερο ώστε να μπορεί να απέχει από το να συγκινήσει (ή) να κινήσει τον μοχλό. Αν ο αναβάτης δεν κινηθεί εμπρός, το άλογο και το άρμα θα τον κλωτσήσουν, θα ρίξουν κάτω και αυτόν και όλα τα χαρτιά που κρατά στα χέρια του και θα τον σύρουν μαζί τους σ’ αυτόν –είτε είναι το θέλημά του είτε όχι. Το άλογον, όμως, είναι ελεύθερο να κινήσει τον τροχό ή να κινηθεί μαζί του. Το ίδιο είναι και με τον άνθρωπον.
Είτε είναι μεγάλη αυτή είτε μικρή σε μέγεθος ελευθερία συγκρινόμενη με την φανταστική αυτή ελευθερία που θα μας άρεσε να είχαμε, είναι η μόνη ελευθερία που πραγματικά υπάρχει και σε αυτήν συνίσταται η μοναδική ευτυχία που μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος.
Και μάλιστα, ακόμα περισσότερο από αυτό –η ελευθερία αυτή είναι το μοναδικό μέσο επίτευξης και ολοκλήρωσης του θεϊκού έργου ζωής του κόσμου.
Σύμφωνα με την διδασκαλία του Χριστού, ο άνθρωπος που βλέπει την σημασία και την αξία της ζωής στην σφαίρα αυτή της γης στην οποία αυτή δεν είναι ελεύθερη –στην επικράτεια των αποτελεσμάτων, δηλαδή, των πράξεων– δεν έχει στα χέρια του την αληθινή ζωή.
Σύμφωνα με το Χριστιανικό δόγμα, αυτός ο άνθρωπος ζει ΕΝ ΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ο οποίος έχει μεταφέρει την ζωή του στην σφαίρα περιουσίας στην οποίαν αυτή είναι ελεύθερη: η σφαίρα και η επικράτεια των αιτίων/σκοπών/λόγων, δηλαδή η γνώση και η αναγνώριση, η επιστήμη και τέχνη διακήρυξης, υλοποίησης και πραγματοποίησης ΕΝ ΤΗ ΖΩΗ της αποκαλυφθείσης αληθείας.
Αφιερώνοντας την ζωή του σε έργα της σαρκός, ένας άνθρωπος απασχολείται και κοπιάζει με πράξεις που εξαρτώνται από προσωρινές και πρόσκαιρες χρονικά αιτίες/σκοπούς/λόγους πλην/εκτός (του) εαυτού (του). Αφ’ εαυτού ο ίδιος δεν κάνει τίποτα στην πραγματικότητα, απλώς μοιάζει να κάνει κάτι. Στην πραγματικότητα, όλες οι πράξεις που φαίνονται ή μοιάζουν να είναι δικές του είναι τα έργα μιας ανώτερης, υψηλότερης δύναμης και αυτός δεν είναι ο δημιουργός μιας δικής του, προσωπικής του ζωής αλλά ο σκλάβος αυτής. Αφιερώνοντας την ζωή του στην αναγνώριση, εκπλήρωση και ολοκλήρωση της αληθείας η οποία του απεκαλύφθη, ταυτίζεται με την πηγή της παγκόσμιας, οικουμενικής ζωής και επιτυγχάνει την ολοκλήρωση πράξεων όχι προσωπικών και εξαρτημένες από συνθήκες χώρου και χρόνου αλλά πράξεις άνευ όρων και προϋποθέσεων, μη ρυθμιζόμενες και ελεγχόμενες από προηγηθείσες αιτίες/σκοπούς/λόγους, πράξεις οι οποίες συνθέτουν τις αιτίες/σκοπούς/λόγους για όλα τα άλλα –και έχουν μιαν σημασία και μιαν αξία απεριόριστη, άπειρη. «Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΒΙΑΖΕΤΑΙ, ΚΑΙ Ο ΒΙΑΣΤΗΣ –ΑΡΠΑΞΕ ΤΗΝ» (Ματ. xi. 12).
Είναι αυτή η βίαια προσπάθεια να αρθεί κανείς υπεράνω των εξωτερικών συνθηκών ώστε να έλθει στο σημείο της αναγνώρισης, της υλοποίησης και της συνειδητοποίησης της αλήθειας δια της οποίας η βασιλεία των ουρανών αρπάζεται και καταλαμβάνεται: και είναι αυτή η προσπάθεια της βίας η οποία πρέπει και μπορεί να ασκηθεί και να γίνει επί των χρόνων μας. Οι άνθρωποι χρειάζεται απλώς και μόνο να την καταλάβουν –χρειάζεται μόνο να σταματήσουν να προβληματίζονται αναφορικά με τις γενικότερες εξωτερικές συνθήκες στις οποίες δεν είναι –ούτε οι Θεοί– ελεύθεροι και να αφιερώσουν (το) ένα εκατοστό της ενέργειας που ξοδεύουν σε όλα αυτά τα υλικά πράγματα σε αυτό ως προς το οποίο είναι ελεύθεροι: στην αναγνώριση, υλοποίηση και συνειδητοποίηση της αλήθειας η οποία βρίσκεται προ αυτών καθώς και στην απελευθέρωση των εαυτών τους αλλά και των άλλων από την πλάνη και την υποκρισία. Και αμέσως, χωρίς προσπάθεια ή σύγκρουση, θα έμπαινε τέρμα στην/στον ψευδή οργάνωση/οργανισμό της ζωής που κάνει τους ανθρώπους δυστυχισμένους και τους απειλεί με τις χειρότερες συμφορές στο μέλλον.
Και τότε το βασίλειο του Θεού θα υλοποιείτο και θα πραγματοποιείτο –ή, τουλάχιστον, αυτή η πρώτη περίοδός του για την οποία οι άνθρωποι είναι έτοιμοι τώρα με αναλογίες ως προς τον βαθμό ανάπτυξης της συνείδησής τους. Ακριβώς όπως ένα απλό σοκ –μπορεί να είναι αρκετό, όταν ένα ρευστό φθάνει στο σημείο κορεσμού και εμβαπτίζεται στο άλας για να γίνει λίγο πικάντικο και να βιαστεί αμέσως μετά ώστε να καθίσει και να γεννηθούν οι κρύσταλλοι αλλά τώρα ίσως το μόνο που χρειάζεται να είναι μια μικρή μόνο προσπάθεια ώστε η αλήθεια που έχει ήδη αποκαλυφθεί στους ανθρώπους να μπορέσει ανεάντις να αποκτήσει την τέχνη της κυριαρχίας επί εκατοντάδων, χιλιάδων, εκατομμυρίων ανθρώπων και να στερεωθεί, εμπεδωθεί και εγκαθιδρυθεί –με συνείδηση– μια κοινή γνώμη συνεπής (ή, συνεπής ως προς την συνείδηση) και δια μέσου αυτής της μεταβολής της κοινής γνώμης να μπορέσει να μεταμορφωθεί ολόκληρη η τάξη/οργάνωση/εντολή της ζωής.
Ας αφήσουμε, μόνο, τον καθένα εξ ημών να προσπαθήσει να καταλάβει και να αποδεχθεί την Χριστιανική αλήθεια η οποία, με τις πιο πολυποίκιλες μορφές, μας περικλείει και μας πιέζει κατ’ ανάγκην απ’ όλες τις πλευρές, όψεις και δυνάμεις. Μόνον, ας σταματήσουμε να ψευδόμαστε και να υποκρινόμαστε ότι δεν βλέπουμε την αλήθεια αυτή ή (ότι) θέλουμε να την συνειδητοποιήσουμε και να την υλοποιήσουμε, τουλάχιστον ως προς ό,τι άνωθεν –κατά Λιστ– μας αξιώνει και μας αναγκάζει (ή) υπεράνω όλων των άλλων. Αφήστε μας να δεχθούμε, να ομολογήσουμε και να διακηρύξουμε την αλήθεια στην οποίαν έχουμε κληθεί και αμέσως θα ανακαλύψουμε ότι εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια των ανθρώπων βρίσκονται στην ίδια θέση/στάση/κλίση όπως εμείς ώστε βλέπουν –όπως και οι Θεοί– την αλήθεια όπως εμείς και φοβούνται και τρέμουν όπως εμείς να στηθούν όρθιοι αλλά μόνοι ως προς την αναγνώρισή της και απλώς και μόνον αναμένουν –όπως κι εμείς (ή) μαζί με μας– να την αναγνωρίσουν οι άλλοι. Αφήστε, μόνο, τους ανθρώπους να πάψουν να είναι υποκριτές κι αμέσως θα έβλεπαν ότι ήδη αυτή η αυταρχική και βάναυση οργάνωση/οργανισμός που τους κρατά μαζί δεσμευμένους/δεμένους/σε δεσμά και αναπαρίσταται αντιπροσωπευτικά στα μάτια τους ως κάτι σταθερό, αναγκαίο, συντεταγμένο και διατεταγμένο από τον Θεό (ή) δια του Θεού τρέμει και παραπαίει –και απλώς και μόνο στηρίζεται από το ψεύδος της υποκρισίας με το οποίο εμείς (και άλλοι όπως εμείς) την/τον στηρίζουμε. Όμως, αν είναι έτσι και αν είναι αλήθεια ότι εξαρτάται εξ ημών να τον ρίξουμε σε ερείπια και να τον σπάσουμε σε κομμάτια τον υπάρχοντα οργανισμό/οργάνωση της ζωής, έχουμε το δικαίωμα να τον/την διαφθείρουμε και να τον/την καταστρέψουμε χωρίς να ξέρουμε ξεκάθαρα τι θα στήσουμε στην θέση του (ή) στον τόπο του; Τί θα γίνει (με) η/την ανθρώπινη κοινωνία, όταν (θα) βρίσκεται στο τέλος της η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή των πραγμάτων; «Τί θα βρούμε στο άλλο πλευρό των τειχών του κόσμου που εγκαταλείπουμε; Ο φόβος και ο τρόμος θα πέσουν πάνω μας, ένα αβυσσαλέο κενό, μια αχανής άδεια, ελευθερία –πώς υποτίθεται ότι θα προχωρήσουμε εμπρός χωρίς να γνωρίζουμε προς τα πού; Χωρίς να αντικρύσουμε την απώλεια κατά πρόσωπο; Μην βλέποντας καμιάν ελπίδα νίκης;Εάν ο Κολόμβος είχε σκεφθεί με βάση αυτήν την λογική, ποτέ δεν θα είχε κάνει σωστόν υπολογισμό των συντεταγμένων για να ρίξει την άγκυρά του. Ήταν τρέλλα να σαλπάρει στηριγμένος στον ωκεανό χωρίς να γνωρίζει αυτός την διαδρομή, στον ωκεανό πάνω στον οποίο κανείς ποτέ δεν την είχε ρίξει για να σημάνουν οι σάλπιγγες άνοιγμα πανιών προς μιαν χώρα της οποίας ήταν αμφίβολη η ύπαρξη. Μέσω αυτής της τρέλλας ανακάλυψε έναν νέο κόσμο. Αυτό είναι αναμφίβολον, εφόσον –εάν οι λαοί και οι άνθρωποι όλου του κόσμου μπορούσαν απλώς να μεταφερθούν από ένα πλήρως εξοπλισμένο μέγαρο σε ένα(ν) άλλο και καλύτερο– αυτό θα γινόταν ακόμα πιο εύκολα. Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει κανείς να ετοιμάσει τον νέον οίκο της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς, να τον/την πάρει και να την κάνει κατάλληλη γι’ αυτό(ν). Το μέλλον είναι ακόμα χειρότερο και ασχημότερο από τον ωκεανό –αφού τίποτα δεν υπάρχει εκεί– και, άρα, θα είναι ό,τι κάνουν και δημιουργήσουν για χάρη του οι άνθρωποι και οι περιρρέουσες συνθήκες. Εάν είστε ευχαριστημένοι με τον παλαιό κόσμο, προσπαθήστε να τον διατηρήσετε: είναι κάτι πολύ άρρωστο, δεν μπορεί εξάλλου να διαρκέσει πολύ περισσότερο. Αν, όμως, δεν αντέχετε να ζείτε σε παντοτινή διαφωνία ανάμεσα στην πίστη σας και στην ζωή σας (συλλογιζόμενοι κάτι και κάνοντας το αντίθετο) βγήτε από τα λευκασμένα μεσαιωνικά μνήματα και δείτε κατά πρόσωπο τους φόβους σας. Ξέρω πολύ καλά πως αυτό δεν είναι κάτι που γίνεται εύκολα. Δεν είναι λίγο –ούτε και μικρό– να αποκόπτεται κανείς απ’ όλα/όλους όσα/όσους έχει συνηθίσει από την γέννησή του και μετά, με την οποία (ή) με τα οποία (ή) με τους οποίους έχει μεγαλώσει και φθάσει στην ωρίμανση. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι για τρομερές θυσίες αλλά όχι για αυτές/αυτούς που αξιώνει και απαιτεί από αυτούς/αυτές η ζωή. Είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τον μοντέρνο πολιτισμό, τον τρόπο ζωής τους, την θρησκεία τους, την αποδεκτή συμβατική ηθική; Είμαστε έτοιμοι να παραδώσουμε και να αφήσουμε σε άλλους όλα τα αποτελέσματα τα οποία έχουμε κατορθώσει με όλες αυτές τις προσπάθειές μας, αποτελέσματα για τα οποία υπερηφανευόμαστε επί 3 ολόκληρους αιώνες; Να εγκαταλείψουμε κάθε άνεση, ευκολία και συναρπαστική γοητεία της υπάρξεώς μας, να προτιμήσουμε την άγρια και πρωτόγονη νεότητα σε σχέση με την γηρασμένη παρακμή του πολιτισμού, να γκρεμίσουμε το παλάτι που υψώθηκε για χάρη μας από τους προγόνους μας μόνο και μόνο για την απόλαυση και την χαρά, την χαρά να μας δώσουν το χέρι τους στην ίδρυση ενός νέου οίκου, ο οποίος είναι αναμφίβολον ότι θα κτιστεί πολύ μετά αφού εμείς θα έχουμε φύγει;» (Herzen, τόμος v., σελ. 55). Έτσι έγραφε προ των περασμένων 50 χρόνων ο Ρώσσος συγγραφεύς ο οποίος, άρα, έβλεπε με προφητική ενόραση τότε ό,τι βλέπει σήμερα ακόμα και ο πιο μη στοχαζόμενος/αστόχαστος/αστόχευτος άνθρωπος, την αδυναμία –θα έλεγε κανείς– της ζωής να συνεχίζεται επί της παλαιάς, γηρασμένης της βάσεως καθώς και την αναγκαιότητα της εγκαθίδρυσης και εγκατάστασης νέων μορφών ζωής. Τώρα –είναι ξεκάθαρο από την απλούστερη, πιο κοινότυπη άποψη και οπτική γωνία θέασης ότι είναι τρέλλα να παραμένουμε κάτω από την προστασία μιας δομής και υπό την αιγίδα ενός κτιρίου το οποίο δεν μπορεί να υποστηρίξει την βαρύτητά του και ότι πρέπει να το αφήσουμε. Πράγματι, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μιαν κατάσταση/θέση/κλίση/γωνία περισσότερο άθλια και ερειπωμένη από αυτήν του Χριστιανικού κόσμου σήμερα, με τα έθνη του/της εξοπλισμένα το ένα εναντίον του άλλου, με την διαρκώς αυξανόμενη φορολόγησή του/της για τον σκοπό της διατήρησης των στρατών, με το μίσος της εργαζομένης τάξεως για τον πλούσιο/την πλούσια/τους πλούσιους να/που αυξάνεται ολοένα και με μεγαλύτερη ένταση, με την σπάθα[4] του Δαμοκλή του πολέμου να επικρέμαται εσσαεί υπεράνω των κεφαλών όλων, έτοιμο/ετοίμων ανά πάσα στιγμή να πέσει/πέσουν –και είναι σίγουρο ότι θα πέσει/πέσουν, αργά ή γρήγορα.
Οποιαδήποτε επανάσταση μόλις και με δυσκολία θα μπορούσε να είναι περισσότερο καταστροφική για την μεγάλη μάζα του πληθυσμού σε σχέση με την παρούσα (ή) απ’ ό,τι η παρούσα τάξη/οργάνωση/εντολή ή μάλλον αταξία, σύγχυση και αποδιοργάνωση της ζωής μας, με τις καθημερινές της θυσίες στον βωμό του εξαντλητικού και αφύσικου, υπερανθρώπου, κόπου σε βαθμό ανέχειας, φτώχειας, μεθυστικής ζάλης, ακολασίας και έκλυσης, με όλους τους τρόμους του πολέμου ανά χείρας που θα καταπιούν σε έναν χρόνο μόλις μέσα περισσότερα θύματα απ’ όλες (ή) σε σχέση με όλες (ή) απ’ ό,τι όλες οι επαναστάσεις του αιώνος (ή, δεν θα έχουν άλλα θύματα πλέον παρά μόνον όλες τις επαναστάσεις του αιώνος μαζί).
Τί θα γίνει η ανθρωπότητα/ανθρωπιά εάν ο καθένας μας εκτελέσει και τελέσει το καθήκον του Θεού (ή) το καθήκον που ο Θεός αξιώνει από εμάς δια της συνειδήσεως που μας έχει μεταδοθεί και που έχει, άλλωστε, εμφυτευθεί μέσα μας; Δεν θα προκύψει ζημία και κακό εάν –όντας ολοκληρωτικά υπό (ή) στην εξουσία ενός διδασκάλου– εφαρμόσω και ολοκληρώσω εντός του κινητού εργαστηρίου που έχει στήσει και διευθύνει ο ίδιος τις εντολές που μου δίδει όσο περίεργοι/ες και αν μου φαίνονται όλοι/όλες που δεν ξέρουν τους τελικούς σκοπούς του Διδασκάλου; Μα, στην πραγματικότητα, δεν είναι ούτε αυτή καν η ερώτηση «Τί θα γίνει τότε;» που υποκινεί, προκαλεί, συγκινεί και κινητοποιεί τους ανθρώπους όταν –ακόμα και οι Θεοί– διστάζουν να εκπληρώσουν την διαθήκη (ή) το θέλημα του Κυρίου.
Είναι προβληματισμένοι από το ερώτημα πώς να ζήσουν χωρίς αυτές τις εκ συστήματος και καθ’ έξιν συνθήκες της ζωής που αποκαλούμε «πολιτισμό», «κουλτούρα», «τέχνη» και «επιστήμη». Αισθανόμαστε οι ίδιοι, μόνοι μας, όλην την βαρύτητα της ζωής καθώς είναι και υπάρχει, βλέπουμε –άλλωστε– ότι αυτή η οργάνωση/ο οργανισμός της ζωής πρέπει αναποφεύκτως να αποτελεί την καταστροφή μας (ή) τα μέσα καταστροφής μας (ή) τον τόπο ερειπίων μας, εάν συνεχιστεί. Κατά την ίδιαν ώρα, ευχόμαστε κι επιθυμούμε να εκπληρωθούν οι συνθήκες (ή) να μείνουν ανέγγιχτες και άθικτες οι συνθήκες της ζωής μας, όπως αυτές εμφανίζονται/ανασταίνονται μέσα από αυτήν την οργάνωση (ή) αυτόν τον οργανισμό –ο/τον πολιτισμό(ς), η/την κουλτούρα, η/την τέχνη και η/την επιστήμη μας.
Είναι ένας άνθρωπος λες (ή) Είναι λες και ένας άνθρωπος (ο οποίος ζει/ζούσε σε μιαν παλαιά οικία και υποφέρει/επέφερε από το κρύο και από κάθε μορφή εμποδίων, δυσκολίας και έλλειψης ανέσεων εντός αυτής και που ήξερε, επιπλέον, ότι αυτή βρίσκεται στο κρίσιμο σημείο και είναι στα πρόθυρα να πέσει σε κομμάτια) να συγκατατίθετο να ξανακτιστεί με όλην την καρδιά του αλλά μόνον υπό την απαράβατο συνθήκη και προϋπόθεση ότι δεν θα του εζητείτο να την αφήσει –μιαν καρδιά/συνθήκη/διαθήκη η οποία ισοδυναμεί με άρνηση να την εγκαταλείψει ώστε να ξαναοικοδομηθεί καν και να εξωραϊστεί. «Μα, τί θα γίνει όμως εάν αφήσω το σπίτι και αυτό που εγκαταλείψω και παραδώσω είναι κάθε βόλεψη και ευκολία για έναν χρόνο –και η νέα οικία δεν κτιστεί ή κτιστεί και ανεγερθεί επί ενός διαφορετικού σχεδίου/πλάνου/επιπέδου έτσι ώστε δεν βρίσκω/βρω σε αυτήν τα κομφόρ και τις ανέσεις στις οποίες έχω συνηθίσει και αποκτήσει έξη;». Ιδού –βλέποντας ότι τα υλικά και οι αρχιτέκτονες είναι εδώ, υπάρχει κάθε πιθανότητα ότι η νέα οικία, αντιθέτως, θα είναι καλύτερα κτισμένη και οικοδομημένη από την παλαιά (ή) απ’ ότι η παλαιά σε περασμένη ηλικία. Και –κατά την ιδίαν ώρα– δεν υπάρχει μόνον η πιθανότητα συνάμα αλλά και η βεβαιότητα ότι η παλαιά οικία θα πέσει και θα συντρίψει όσους παραμένουν εντός του. Είτε οι παλαιές και γηρασμένες έξεις και συνήθειες των συνθηκών της ζωής έχουν στήριξη είτε αυτές –με την μορφή των Θεών– καταργούνται και εγείρονται/ανασταίνονται νέες, ομορφότερες συνθήκες, σε αμφότερες τις περιπτώσεις δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως θα πειστούμε εξ ανάγκης να τις εγκαταλείψουμε και να τις αφήσουμε τις παλαιές μορφές της ζωής που έχουν εξελιχθεί τόσο απίθανες και μοιραίες και πρέπει να προχωρήσουμε εμπρός για να συναντήσουμε το μέλλον.
«Ο πολιτισμός, η τέχνη, η επιστήμη, η κουλτούρα –όλες θα εξαφανιστούν!». Ναι, αλλά όλες αυτές –με τις μορφές που τις ξέρουμε– (ή, ξέρουμε ότι) είναι απλώς και μόνον ποικίλες και διαφορετικές εμφανίσεις και εκδηλώσεις της αλήθειας με στυλ μανιφέστων και διακηρύξεων ενώ η αλλαγή, η μεταβολή, που τίθεται προ των οφθαλμών μας πρέπει μόνον να γίνει για χάρη μιας πλησιέστερης και εγγύτερης επιτυχίας και υλοποίησης της αληθείας. Πώς είναι δυνατόν, άρα, να εξαφανίζονται οι εμφανίσεις και διακηρύξεις της αληθείας –μέσω της πραγματοποίησής της/τους και της συνειδητοποίησής της/τους;
Αυτές οι μορφές εκδηλώσεων και αναγνωρίσεων ή ανακηρύξεων θα είναι διαφορετικές, υψηλότερες, καλύτερες και ομορφότερες αλλά δεν θα σταματήσουν να υπάρχουν –μόνον ό,τι είναι ψευδές σε αυτές θα χαθεί και θα καταστραφεί: μόνο που θα ενισχυθεί όλη η αλήθεια που υπήρχε σε αυτές και (θα γίνει η) πιο ανθηρή, με χρώμα άρτου και φλουριού συνάμα.
Σκεφθείτε, ω άνθρωποι! και συλλογιστείτε! Έχετε πίστη στο Ευαγγέλιο στην διδασκαλία/στο δίδαγμα του οποίου βρίσκεται η ευτυχία σας.
Αν δεν σκεφθείτε, θα χαθείτε όπως και οι άνθρωποι –οιονεί– χάθηκαν και εξαφανίστηκαν, αυτοί στους οποίους ο Πιλάτος χάρισε τον θάνατο ή συνετρίβησαν και κατέρρευσαν από τον Πύργο της Σιλωάμ[5] και όπως εκατομμύρια ολόκληρα των ανθρώπων έχουν χαθεί όπως τα μωρά και τα νήπια –ομοίως– που περνούν μέσα από την σφαγή, την εκτέλεση και το μαρτύριο αλλά και όπως και ο άνθρωπος που γέμιζε τις αποθήκες του με σίτο και στάρι και ετοιμαζόταν/ετοιμάζονταν για μακρόχρονη ζωή και χάθηκε/χάθηκαν την ίδια νύχτα ακριβώς που αυτός σχεδίαζε να αρχίσει την ζωή του. Σκέψου (ή) Σκεφθείτε και έχε(τε) πίστη στο Ευαγγέλιο, ο Χριστός είπε προ 1800 χρόνων –και το λέει με ακόμα μεγαλύτερη ισχύ και ένταση τώρα που οι συμφορές που είχε προείπει έχουν περάσει και η ανοησία και η έλλειψη νοήματος της ζωής μας έχει αγγίξει το μη έτι περαιτέρω σημείο της ωδίνης και της παράνοιας. Σήμερα –ύστερα από τόσο πολλούς αιώνες άκαρπων προσπαθειών να καταστεί η ζωή μας ασφαλής από την παγανιστική οργάνωση/οργανισμό της ζωής, πρέπει να είναι προφανές/ής και αποδεδειγμένο(ς)/η σε όλους ότι όλες οι προσπάθειες σε αυτήν την κατεύθυνση απλώς και μόνο εισάγουν και παρουσιάζουν φρέσκους κινδύνους στην προσωπική και κοινωνική ζωή και δεν το(ν)/την καθιστούν περισσότερο ασφαλές/ής/ή κατά κανέναν τρόπο.
Οποιαδήποτε ονόματα κι αν απονέμουμε ως τίτλους μεταξύ ημών, όποιες μορφής στολές κι αν φορούμε, με όποιους ιερείς κι αν διατριβόμαστε για να βαπτιστούμε και να λάβουμε το χρίσμα, όσα εκατομμύρια κι αν διαθέτουμε, οσοδήποτε πολυάριθμες φρουρές κι αν είναι σταθμευμένες στον δρόμο μας, όσο πολλοί αστυνομικοί κι αν φυλούν την υγεία μας, όσους αποκεκληθέντες ως εγκληματίες, επαναστάτες και αναρχιστές κι αν τιμωρούμε ποινικώς, όποια κατορθώματα ή εκμεταλλευτικά σχέδια κι αν έχουμε εκτελέσει, όσα κράτη κι αν έχουμε ιδρύσει ή ανακαλύψει, ακόμα και φρούρια ή και πύργους αν έχουμε στήσει στα πόδια τους –από την Βαβέλ ως τον Πύργο του Άϊφφελ– υπάρχουν 2 συνθήκες αναπόφευκτες της ζωής που όλους μας αντικρύζουν κατά πρόσωπο και καταστρέφουν ολόκληρη την σημασία και το νόημά της: (1) ο θάνατος –που μπορεί ανά πάσα στιγμή να πέσει πάνω μας και να μας αρπάξει και (2) το εφήμερον και παροδικόν όλων των έργων μας –που τόσο σύντομα πεθαίνει, χάνεται και δεν αφήνει κανένα ίχνος. Ό,τι κι αν κάνουμε –εύρεση φίλων, ίδρυση εταιρειών, ανέγερση παλατιών και μνημείων, συγγραφή ύμνων και ποιημάτων (ή) βρες φίλους, ίδρυσε εταιρείες, εγέρθητι και δημιούργησε παλάτια και μνημεία, γράψε ύμνους και ποιήματα– όλα αυτά δεν είναι για μακρό χρόνο. Σύντομα πεθαίνει(ς)/ πεθαίνουν, δίχως να αφήνει(ς)/ουν κανένα χάραγμα. Και συνεπώς, όσο κι αν το συγκαλύπτουμε από τους εαυτούς μας, δεν μπορούμε να σταματήσουμε να βλέπουμε, να βλέπουμε ότι η σημασία και η συμβολική αξία της ζωής μας δεν μπορεί να εντοπίζεται στην προσωπική μας σαρκική, σαρκώδη ή αισθησιακή ύπαρξη –την γυμνή λαφυραγώγηση μιας ωδίνης αθεράπευτης και ενός θανάτου αναποφεύκτου– ούτε σε κανέναν θεσμό, ίδρυμα ή οργανισμό/οργάνωση. Όποιος κι αν είσαι συ που διαβάζεις τις γραμμές αυτές, σκέψου και συλλογίσου την θέση/στάση σου και τα καθήκοντά σου, όχι την θέση/στάση σου ως γαιοκτήμονας, έμπορος, δικαστής ή κριτής, αυτοκράτορας, πρόεδρος, λειτουργός υπουργός ή ιερέας, στρατιώτης που σου έχει διαμοιραστεί προσωρινά από τους ανθρώπους και όχι από τα φανταστικά καθήκοντα που σου έχουν ανατεθεί να φυλάς από αυτές τις θέσεις/στάσεις αλλά από τις πραγματικές σου θέσεις/στάσεις/κλίσεις/μοίρες στην αιωνιότητα ως ένα πλάσμα που –με το θέλημα ενός Όντος έχει(ς) κληθεί να αποδράσει(ς) από την ασυνειδησία μετά από μιαν αιωνιότητα ανυπαρξίας στην οποία μπορεί(ς) ανά πάσα στιγμή να επιστρέψει(ς) με το θέλημά Του (ή) με την εντολή Του (ή) στο θέλημά Του. Σκέψου τα καθήκοντά σου, όχι τα υποτιθέμενα καθήκοντά σου ως ένας γαιοκτήμονας στο κτήμα σου και στην περιουσία σου, ως ένας έμπορος στην εταιρεία και στην επιχείρησή σου, ως αυτοκράτωρ, υπουργός ή αξιωματούχος στο κράτος αλλά τα πραγματικά σου καθήκοντα, αυτά που έπονται εκ της αληθινής θέσεώς/στάσεώς/κλίσεώς/μοίρας σου ως ενός όντος που έχει κληθεί στην ζωή και έχει προικιστεί και προικοδοτηθεί με λόγο και αγάπη.
Πράττετε ό,τι σας ζητεί αυτός ο οποίος σας απέστειλε στον κόσμο και στον οποίο σύντομα θα επιστρέψετε; Πράττετε αυτό το οποίο είναι το θέλημά του; Εφαρμόζετε το θέλημά του όταν ως γαιοκτήμονες, εργοστασιάρχες ή κατασκευαστές κλέβετε (από) τους φτωχούς τους καρπούς του μόχθου τους, βασίζοντας την ζωή σας σε αυτήν την επιδρομή επί των εργαζομένων ή όταν ως δικαστές, κριτές ή κυβερνήτες μεταχειρίζεστε τους ανθρώπους με τρόπον άσχημο και τους καταδικάζετε σε εκτέλεση ή όταν ως στρατιώτες (τους) προετοιμάζετε (ή) προετοιμάζεστε για πόλεμο, φόνο και λαφυραγωγία; Θα πείτε ότι ο κόσμος είναι έτσι φτιαγμένος που αυτό είναι αναπόφευκτον, ότι δεν το πράττετε από την δική σας ελεύθερη βούληση αλλά επειδή είστε εξαναγκασμένοι να το πράττετε. Μπορεί, όμως, να ισχύει πως έχετε μιαν τόσο μεγάλη αποστροφή προς τις οδύνες των ανθρώπων, την άρρωστη και άσχημη μεταχείρισή τους και τον φόνο, πως έχετε μιαν τόσο έντονη ανάγκη για αγάπη και συνεργασία με τους φίλους, πατριώτες και συναδέλφους σας που βλέπετε καθαρά ότι μόνο με την αναγνώριση της ισότητας/εξίσωσης (των) όλων και με αμοιβαίες υπηρεσίες μπορεί να υλοποιηθεί και να γίνει συνείδηση η πιο μεγάλη και απίθανη ευτυχία∙ πως όλη σας η σκέψη από τον νου κι απ’ την καρδιά, η πίστη που δέχεστε και κηρύττετε –ακόμα και η ίδια η επιστήμη αυτοπροσώπως– σας λένε το ίδιο αλλά, παρ’ όλα αυτά, εσείς μπορείτε να εξαναγκαστείτε εξαιτίας κάποιας συγκεχυμένης, μπερδεμένης και σύνθετης λογικής να πράξετε σε ευθεία αντίθεση με όλα αυτά∙ πως είσαστε υποχρεωμένοι και δεσμευμένοι, ως γαιοκτήμονες ή καπιταλιστές, να βασίζετε ολόκληρη την ζωή σας επί της καταπίεσης λαών και ανθρώπων, πως η θέση σας ως αυτοκράτορα ή προέδρου είναι για να διατάζετε στρατούς (δηλαδή, να είσαστε οι επικεφαλής διοικητές των δημίων) ή πως είσαστε αναγκασμένοι ως κυβερνητικοί υπάλληλοι να παίρνετε από τους φτωχούς και την τελευταία τους αξία –την πένα στην οποία υποδιαιρείται το σελλίνι– για χάρη της εκμετάλλευσης των πλουσίων ώστε τα κέρδη να διανεμηθούν μεταξύ τους∙ ή, πως θα μπορούσατε να εξαναγκαστείτε, δικαστές και ένορκοι, να καταδικάζετε τους ανθρώπους που κάνουν λάθη σε μεταχείριση με τρόπο κακό –και, άρα, σε θάνατο– επειδή σε αυτούς δεν απεκαλύφθη η αλήθεια ή –υπεράνω όλων (αφού αυτή είναι η βάση όλου του κακού αλλά και κάθε κακού)– πως θα μπορούσατε να εξαναγκαστείτε να γίνετε στρατιώτες∙ και, αποκηρύσσοντας την ελεύθερη βούλησή σας και τα ανθρώπινα συναισθήματά σας, θα μπορούσατε τότε να αναλάβετε να σκοτώσετε τον καθένα δεχόμενοι την εντολή από άλλους ανθρώπους;
Δεν είναι δυνατόν.
Ακόμα κι αν σας ειπωθεί ότι όλα αυτά είναι αναγκαία για την διατήρηση της υπαρχούσης τάξεως/οργανώσεως/εντολής των πραγμάτων και ότι αυτή η κοινωνική οργάνωση/τάξη/εντολή με την απορία της (υπό την έννοια της παντελούς φτώχειας και στέρησης), των λιμών, των φυλακών, των απαγχονισμών, των στρατευμάτων και των πολέμων είναι αναγκαία και απαραίτητη για την κοινωνία, ότι από αυτήν απορρέουν και θα επακολουθήσουν ακόμα μεγαλύτερες συμφορές εάν καταστρεφόταν αυτή η οργάνωση/οργανισμός, τελικά όλα αυτά λέγονται μόνον από όσους αποκομίζουν κέρδη από αυτήν την οργάνωση/οργανισμό ενώ αυτοί που υποφέρουν από αυτήν/αυτόν (και είναι επί 10 φορές πιο πολυάριθμοι) σκέφτονται, μιλούν και λένε ακριβώς τα αντίθετα.
Ακόμα και στα μύχια της καρδιά σας ξέρετε, ωστόσο, αφ’ εαυτού ότι αυτό δεν είναι αλήθεια, ότι η υπάρχουσα οργάνωση/οργανισμός έχει επιβιώσει πέραν των χρόνων της/του και πρέπει αναποφεύκτως να αναδομηθεί και να ανασυγκροτηθεί επί νέων αρχών –και, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει καμία υποχρέωση εφ’ υμών να θυσιάσετε τα συναισθήματά σας της ανθρωπιάς/ανθρωπότητας για να την υποστηρίξετε.
Υπεράνω όλων –ακόμα και εάν επιτρέψετε να καταστεί αναγκαία και απαραίτητη (ή, και ικανή) αυτή η οργάνωση/οργανισμός, γιατί την/τον/το πιστεύετε λες και είναι το καθήκον σας να την/τον διατηρήσετε με κόστος για τα καλύτερα εκ των αισθημάτων σας; Ποιός ήταν παιδαγωγός και παραμάνα σας με την ευθύνη των τυχών αυτής/αυτού της νοσηρού και ετοιμοθανάτου οργάνωσης/οργανισμού; Ούτε η κοινωνία ούτε το κράτος ούτε κανείς –κανείς δεν σας ζήτησε να την/τον αναλάβετε. Εσείς (εσείς οι οποίοι εκπληρώνετε τις θέσεις και τα καθήκοντά σας ως γαιοκτήμονες, έμποροι, τσάροι, ιερείς ή στρατιώτες) ξέρετε πάρα πολύ καλά ότι καταλαμβάνετε και κατέχετε την θέση αυτή κατά κανέναν τρόπο φυσικά με τον ανιδιοτελή και μη εγωϊστικό σκοπό διατήρησης της οργανώσεως/οργανισμού της ζωής όπως είναι αναγκαία/ος για την ευτυχία των ανθρώπων αλλά απλώς (για) χάρη των προσωπικών σας συμφερόντων και ενδιαφερόντων, για να ικανοποιήσετε την απληστία ή την ματαιοδοξία ή την φιλοδοξία ή την τεμπελιά ή την δειλία σας. Εάν δεν επιθυμούσατε την θέση αυτή, δεν θα καταβάλλατε έναν κόπο τόσο ύψιστο κι υπέρτατο για να την/τον διατηρήσετε. Δοκιμάστε να κάνετε το πείραμα και να σταματήσετε να διαπράττετε τις βάρβαρες, προδοτικές και ταπεινές πράξεις που διαρκώς διαπράττετε προκειμένου να διατηρήσετε την θεσούλα σας –κι αμέσως θα την χάσετε. Δοκιμάστε το απλό πείραμα ως κυβερνητικοί υπάλληλοι να σταματήσετε να ψεύδεστε/κάθεστε και να αρνηθείτε να συμμετέχετε σε εκτελέσεις και πράξεις βίας, ως ιερείς να σταματήσετε να εξαπατάτε, ως στρατιώτες να σταματήσετε να φονεύετε, ως γαιοκτήμονες ή εργοστασιάρχες να σταματήσετε να υπερασπίζεστε την περιουσία σας με απάτη και δύναμη βίας –κι αμέσως θα χάσετε τις θέσεις που υποκρίνεστε ότι σας επιβάλλουν εξ ανάγκης να κατέχετε και η οποία σας φαίνεται φορτίο αβάσταχτο.
Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να τοποθετείται –ενάντια στην βούλησή του– σε μιαν θέση ή κατάσταση που αντιτίθεται προς την συνείδησή του.
Αν βρεθείτε προσωπικά σε μιαν τέτοια θέση ή κατάσταση, δεν είναι επειδή αυτό/αυτή είναι αναγκαίο σε οποιονδήποτε απολύτως αλλά απλώς επειδή εσείς το εύχεστε και το επιθυμείτε. Άρα –ξέροντας ότι η θέση σας είναι ασυμβίβαστη με την καρδιά σας και με την σκέψη στον νου σας αλλά και με την πίστη σας, ακόμα και με την επιστήμη στην οποία πιστεύετε– δεν μπορείτε να σταματήσετε να απορείτε και να στοχάζεστε αναφορικά με το ερώτημα εάν με την διατήρησή της (αλλά, υπεράνω όλων, με την προσπάθεια να την δικαιολογήσετε/δικαιώσετε) κάνετε ό,τι έπρεπε να κάνετε. Θα μπορούσατε να πάρετε το ρίσκο να διακινδυνεύσετε να κάνετε ένα λάθος εάν είχατε τον χρόνο να δείτε και να επανορθώσετε ή επανακτήσετε το σφάλμα σας ή εάν διατρέχατε τον κίνδυνο για χάρη ενός πράγματος με ορισμένη αξία. Όταν, όμως, γνωρίζετε –πέραν κάθε αμφιβολίας– ότι μπορεί κι εσείς οι ίδιοι να αφανιστείτε και να καταστραφείτε ανά πάσα στιγμή δίχως την ελάχιστη πιθανότητα είτε εσείς είτε αυτοί που έχετε σύρει να έλθουν πίσω σας και να σας ακολουθήσουν στο σφάλμα σας να επανακτηθεί ή να διορθωθεί το λάθος, όταν γνωρίζετε πως ό,τι κι αν κάνετε στην εξωτερική οργάνωση/οργανισμό της ζωής όλα/όλη/όλος θα αφανιστεί τόσο γρήγορα και τόσο σίγουρα όπως κι εσείς στο μέλλον και δεν θα αφήσει πίσω του ούτε ίχνος, είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχετε κανένα λογικό έδαφος για να διατρέξετε το ρίσκο ενός τόσο τρομερού σφάλματος. Θα ήταν εντελώς απλό και απολύτως καθαρό εάν δεν είχατε παραποιήσει και καλύψει –με την υποκρισία σας– υπό τον μανδύα των μεταμφιέσεων την αλήθεια η οποία κατά τρόπο τόσον αλάνθαστο μας έχει αποκαλυφθεί. Μοιράσατε όλα τα αγαθά σας με/στους άλλους, μην θησαυρίζετε πλούτη, ου κλέψετε, μην προκαλείτε πόνο και οδύνη, ου φονεύσετε, μην κάνετε στους άλλους αυτό που δεν θέλετε να σας κάνουν: όλα αυτά (που) έχουν λεχθεί όχι 1800 φορές αλλά 5000 φορές με βάση τα χρόνια και ποτέ δεν θα μπορούσε να τεθεί εν αμφιβόλω η αλήθεια του νόμου αυτού εάν δεν υπήρχε η υποκρισία (ή) εκτός της υποκρισίας (ή) πλην της υποκρισίας (ή) αφαιρουμένης της υποκρισίας. Εάν δεν υπήρχε η υποκρισία (ή) Εκτός της υποκρισίας (ή) Πλην της υποκρισίας (ή) Δίχως την υποκρισία (ή) Αφαιρουμένης της υποκρισίας, οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να έχουν κάνει λάθος ποτέ και σε τίποτα (αν όχι να θέσουν τον νόμο σε πρακτική εφαρμογή, τουλάχιστον να τον δεχθούν και να τον αναγνωρίσουν) και να παραδεχθούν ότι είναι λάθος να μην τον θέτουν σε πρακτική εφαρμογή. Θα πείτε, όμως, πάλι ότι υπάρχει το κοινό και δημόσιο καλό που πρέπει να εξεταστεί και να συνυπολογιστεί, ότι δηλαδή με βάση αυτούς τους λογαριασμούς και τις αναφορές ένας άνθρωπος δεν πρέπει και δεν οφείλει να συμμορφωθεί με αυτές τις αρχές και τους κανόνες –για χάρη του κοινού και δημοσίου καλού επιτρέπεται κανείς να διαπράττει πράξεις βίας και φόνου. ΣΥΜΦΕΡΕΙ ΗΜΙΝ ΙΝΑ ΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟΘΑΝΗ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΜΗ ΟΛΟΝ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΑΠΟΛΗΤΑΙ, θα πείτε όπως ο Καϊάφας κι έτσι, υπογράφετε την πρόταση καταδίκης εις θάνατον ενός ανθρώπου, ενός δευτέρου και ενός τρίτου αλλά και οπλίζετε το αυτόματό σας ενάντια στον άνθρωπο αυτό που θα απωλεστεί για το κοινό και δημόσιο καλό, τον θέτετε στην φυλακή, του παίρνετε τα υπάρχοντά του. Λέτε ότι κάνετε αυτές τις πράξεις βαναυσότητας επειδή είστε ένα κομμάτι της κοινωνίας και της κρατικής οργάνωσης, ότι είναι καθήκον σας να υπηρετείτε αυτές τις 2 κυρίες και ως γαιοκτήμονας, δικαστής, κριτής, αυτοκράτωρ ή στρατιώτης να συμμορφώνεστε με τους νόμους τους.
Εκτός, όμως, από το να ανήκετε στο κράτος και να έχετε καθήκοντα που δημιουργούνται από αυτήν την θέση/στάση, ανήκετε επίσης και στην αιωνιότητα και στον Θεό ο οποίος αναθέτει κι αυτός καθήκοντα εφ’ υμών.
Κι είναι όπως ακριβώς τα καθήκοντά σας στην οικογένειά σας και στην κοινωνία τα οποία είναι δευτερεύοντα και υποδεέστερα, κατώτερα και υφιστάμενα έναντι των ανωτέρων σας καθηκόντων προς το κράτος. Κατά τον ίδιο κι ανάλογο τρόπο, τα καθήκοντα προς το κράτος πρέπει εξ ανάγκης να υποτάσσονται στα καθήκοντα τα οποία σας υπαγορεύονται από την ζωή την αιώνιον αλλά και από τον Θεό.
Κι όπως ακριβώς θα ήταν ανόητο, άνευ νοήματος, να εγκαταστήσει κανείς καλώδια με θέσεις τηλεγράφου (ή) τηλεγραφικές θέσεις σε έναν σταθμό για επικοινωνία και αποστολή καυσίμων, άνθρακα ή λαδιού για χάρη μιας οικογενείας ή κοινωνίας και έτσι να αυξήσει την ευημερία αυτής εις βάρος των συμφερόντων του δημοσίου και του συνόλου, κατά τον ίδιο κι ανάλογο τρόπο είναι ανόητο, άνευ νοήματος, να ασκεί κανείς βία, να κάνει κακό, να εκτελεί και να φονεύει για να αυξήσει την ευημερία του έθνους –διότι αυτό είναι εις βάρος των συμφερόντων της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς.
Τα καθήκοντά σου ως πολίτη δεν μπορεί παρά να είναι υποταγμένα στις ανώτερες υποχρεώσεις της αϊδίου ζωής του Θεού –και δεν είναι δυνατόν να βρίσκονται σε αντίθεση με αυτές.
Σε συμφωνία με όσα είπαν οι μαθητές του Χριστού προ 1800 αιώνων: «ΕΙ ΔΙΚΑΙΟΝ ΕΣΤΙ, ΕΚ ΔΕΞΙΩΝ ΚΑΘΕΖΟΜΕΝΟΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΥΜΩΝ, ΕΣΟΥ ΑΚΟΥΕΙΝ ΜΑΛΛΟΝ Ή ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΚΡΙΝΕ» (Πράξεις, iv, 19) και «ΠΕΙΘΑΡΧΕΙΝ ΔΕΙ ΘΕΩ ΜΑΛΛΟΝ Ή ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ» (Πράξεις v. 29).
Εισάγεται εδώ ο ισχυρισμός ότι –προκειμένου να μην καταστραφεί και αφανιστεί η ασταθής και ασύνδετη οργάνωση/οργανισμός/εντολή/τάξη πραγμάτων που εμπεδώθηκε και εγκαθιδρύθηκε σε μιαν γωνία του κόσμου για λίγους ανθρώπους– πρέπει να κάνεις πράξεις βίας που διαφθείρουν την αΐδιο και παγιωμένη δομή/σύνταξη/τάξη/οργάνωση/εντολή που ετέθη και εστερεώθη από τον Θεό και από τον λόγο.
Μήπως είναι αυτό δυνατόν; Μπορεί να υπάρξει;
Η συνέπεια αυτού είναι ότι δεν έχετε παρά μόνο να σκεφτείτε την θέση σας ως γαιοκτήμονας, κατασκευαστής, εργοστασιάρχης, δικαστής και κριτής, αυτοκράτωρ, πρόεδρος, αξιωματούχος, ιερεύς και στρατιώτης –θέση η οποία είναι δεμένη, συνδεδεμένη και εξαρτώμενη άμεσα με την βία, την πλάνη και τους φόνους νεκρών– και να αναγνωρίσετε την παρανομία του/της.
Δεν λέω ότι αν είσαι γαιοκτήμονας είσαι εξαναγκασμένος, δεμένος και υποχρεωμένος να παραδώσεις τις εκτάσεις που κατέχεις αμέσως στον φτωχό∙ αν καπιταλιστής ή βιομήχανος, τα λεφτά σου αμέσως στους εργαζομένους σου∙ ή ότι αν είσαι Τσάρος, λειτουργός (ιερεύς ή υπουργός), αξιωματούχος, δικαστής ή στρατηγός είσαι δεσμευμένος και χρεωμένος να ανακοινώσεις αμέσως τα πλεονεκτήματα και όπου βρίσκεται η θέση σου∙ ή, αν είσαι στρατιώτης –την θέση αυτή από όπου ολόκληρο το σύστημα της βίας βασίζεται– να αρνηθείς αμέσως να υπακούσεις παρ’ όλους τους κινδύνους που υπάρχουν αν δεν υποταχθείς και δείξεις απείθεια και ανυπακοή και δεν υποκύψεις. Αν δεν υποκύψεις, θα κάνεις το καλύτερο δυνατό.
Μπορεί, όμως, να υπάρξει και αυτή η περίπτωση –και δεν είναι καθόλου απίθανη– ότι δεν θα έχεις την δύναμη να το κάνεις. Έχεις σχέσεις, μιαν οικογένεια, κατωτέρους και ανωτέρους. Είσαι υπό μιαν επιρροή τόσο ισχυρή που δεν μπορείς να την αποτινάξεις –μπορείς, ωστόσο, πάντοτε να αναγνωρίζεις την αλήθεια και να αρνείσαι να λες έστω ένα ψέμα γι’ αυτήν. Δεν χρειάζεσαι να ανακοινώσεις ότι παραμένεις γαιοκτήμονας, βιομήχανος, εργοστασιάρχης, έμπορος ή συγγραφεύς επειδή είναι αυτό/αυτή χρήσιμο/η στην ανθρωπότητα∙ ότι είσαι κυβερνήτης, κριτής ή τσάρος όχι επειδή αυτό/αυτή είναι ευχάριστο/η για σένα και σε βρίσκει σύμφωνο, επειδή πλέον έχεις συνηθίσει και έχεις έξη αλλά για χάρη του κοινού και δημοσίου καλού∙ ότι συνεχίζεις να είσαι στρατευμένος όχι επειδή φοβάσαι την ποινή αλλά επειδή βλέπεις πια τον στρατό ως αναγκαίο για την κοινωνία. Μπορείς πάντοτε να αποφύγεις να κάθεσαι και να ψεύδεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο στον εαυτό σου και στους άλλους και θα έπρεπε να το κάνεις∙ επειδή ο ένας και μοναδικός σκοπός της ζωής σου θα έπρεπε να είναι να εξαγνιστείς και να υποβάλεις σε κάθαρση τον εαυτό σου από το ψεύδος και να ομολογήσεις την αλήθεια.
Μόνον αυτό χρειάζεται να κάνεις –και η κατάστασή σου θα μεταβληθεί αμέσως αφ’ εαυτής.
Υπάρχει μια μόνη –και αποκλειστικά μια μόνη– δυνατότητα η οποία σου χαρίζεται ως δεδομένη για να είσαι ελεύθερος στην ζωή, όντων όλων των υπολοίπων υπεράνω της δυνάμεώς σου: όπερ εστί, να αναγνωρίσεις και να διακηρύξεις την αλήθεια.
Ωστόσο, απλώς και μόνον από το γεγονός ότι οι άλλοι άνθρωποι (ως εξίσου παραπλανημένες και αξιοθρήνητες υπάρξεις όπως κι εσύ) σε έχουν κάνει στρατιώτη, τσάρο, γαιοκτήμονα, καπιταλιστή, ιερέα ή στρατηγό, αναλαμβάνεις το καθήκον να κάνεις πράξεις βίας προφανώς αντιτιθέμενες με την λογική/τον λόγο και με την καρδιά σου, να βασίσεις την ύπαρξή σου στις ατυχίες και δυστυχίες των άλλων και –υπεράνω όλων– αντί να εκπληρώσεις την μια και μόνη υποχρέωση της ζωής σου αναγνωρίζοντας και διακηρύσσοντας την αλήθεια, προσποιείσαι και υποκρίνεσαι ότι δεν την/τον αναγνωρίζεις και τον αποκρύπτεις κάτω από αμφιέσεις τόσο από τον εαυτό σου όσο και άλλους. Και ποιές είναι οι συνθήκες στις οποίες το κάνεις αυτό;
Εσύ –εσύ που μπορεί να πεθάνεις/πεθαίνεις κάθε δευτερόλεπτο– εσύ υπογράφεις προτάσεις ποινής του θανάτου, εσύ προκηρύσσεις πόλεμο, εσύ συμμετέχεις σε αυτόν, εσύ κρίνεις, εσύ τιμωρείς, εσύ είσαι ο ληστής του λαού ο οποίος εργάζεται, εσύ ζεις πολυτελώς εν μέσω του φτωχού αντιστοίχως και διδάσκεις αδύναμους ανθρώπους που έχουν πίστη σε σένα ότι έτσι πρέπει να γίνεται αυτό, ότι το καθήκον των ανθρώπων είναι αυτό να κάνουν –κι όμως, μπορεί να συμβεί– και ξαφνικά, την στιγμή ακριβώς που πράττεις και ενεργείς κατά αυτήν την οδό, ένα βακτήριο ή ένας ταύρος να σου επιτεθεί και συ θα πέσεις και θα πεθάνεις γι’ αυτό χάνοντας για πάντα την ευκαιρία να επανορθώσεις το κακό που έχεις κάνει στους άλλους και το έχεις κάνει υπεράνω όλων στον εαυτό σου για να ξοδέψεις άχρηστα κι ανώφελα μιαν ολόκληρη ζωή η οποία σου έχει χαριστεί για μια μόνη –άπαξ– φορά στην αιωνιότητα/αιώνια χωρίς να έχεις πετύχει να ολοκληρώσεις αυτήν την μία και μόνη πράξη που έπρεπε να είχες κάνει.
Όσο κοινή/κοινότοπη και χωρίς ραντεβού –παρωχημένη– κι αν μας εμφανίζεται πως είναι, όσο συγχυσμένοι κι αν είμαστε από την υποκρισία και από την υπνωτική υποβολή, την σιγουριά και βεβαιότητα αυτής της απλής και δοσμένης με ξεκάθαρο ορισμό αλήθειας τίποτα δεν μπορεί να την διαφθείρει. Δεν υπάρχουν εξωτερικές συνθήκες που να μπορούν να εγγυηθούν και να ασφαλίσουν την ζωή μας, η οποία ακολουθείται μετά προσοχής και μάλιστα έπεται με αναπόφευκτες ωδίνες και τερματίζεται στην άσφαλτο οδό για τον θάνατο και που, συνεπώς, δεν μπορεί καμιά σημασία και αξία να έχει παρά στην διαρκή επιτυχία για ό,τι αξιώνει η Δύναμις η οποία μας έχει τοποθετήσει στην ζωή με μια μόνη, αποκλειστική και ασφαλή οδηγό: την λογική συνείδηση.
Ιδού γιατί η Δύναμις αυτή δεν είναι δυνατόν να απαιτεί από εμάς ό,τι είναι παράλογο και αδύνατο: την οργάνωση της εξωτερικής ζωής κατά τρόπο χρονικά περιορισμένο, την ζωή της κοινωνίας ή του κράτους.
Η Δύναμις αυτή θέτει για εμάς την αξίωση/το αξίωμα αυτή/αυτό μόνον: ό,τι είναι λογικό, σίγουρο και εφικτό –την υπηρεσία του βασιλείου του Θεού (αυτό σημαίνει, δηλαδή, να συνεισφέρουμε σπονδή στο στερέωμα της μεγαλύτερης δυνατής ένωσης μεταξύ όλων των ζωντανών πλασμάτων, μιαν ένωση εφικτή μόνον ΕΝ ΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ –καθώς και να αναγνωρίσουμε και να διατρανώσουμε την αποκεκαλυμμένη αλήθεια, η οποία βρίσκεται ανέκαθεν εντός της δυνάμεώς μας.
«ΖΗΤΕΙΤΕ ΔΕ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΕΞΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΑΥΤΟΥ, ΚΑΙ ΤΑΥΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΡΟΣΤΕΘΗΣΕΤΑΙ ΥΜΙΝ» (Ματ. vi. 33).
Το αποκλειστικό νόημα της ζωής είναι να υπηρετεί την ανθρωπότητα/ανθρωπιά συνεισφέροντας σπονδή για χάρη του στερεώματος του βασιλείου του Θεού, κάτι το οποίο μπορεί να υπάρξει μόνο μέσω της αναγνώρισης, ομολογίας και διακήρυξης της αληθείας από κάθε άνθρωπο.
«Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΟΥΚ ΕΡΧΕΤΑΙ ΜΕΤΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΕΙΞΕΩΣ∙ ΟΥΔΕ ΟΙ ΘΕΟΙ ΕΡΟΥΣΙΝ: ΙΔΟΥ ΩΔΕ! Ή, ΙΔΟΥ ΕΚΕΙ! ΙΔΟΥ ΓΑΡ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΤΟΣ ΥΜΩΝ ΕΣΤΙΝ» (Λουκ. xvii, 20, 21).
ΤΕΛΟΣ
ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΑ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΙΑ ΤΟΥ ΤΟΛΣΤΟΫ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ



[1] Σημείωμα του μεταφραστή: ο Edward Bellamy (1850-1898) υπήρξε Αμερικανός συγγραφέας με συγκεκριμένη πολιτική θεωρία που κινείται μεταξύ Ουτοπίας και Προφητείας. Στην ίδια τάξη ανήκουν οι More, Patrizi, Bacon, Campanella, Andreae, Morelly, Fénelor, Condorcet, Restif de la Bretton, H.G. Wells, Hertzka, Wilhelm Reich, Norman Brown, Erich Fromm, Herbert Marcuse.
[2] Σημείωμα του μεταφραστή: στο συγκεκριμένο σημείο, η σύνταξη της πρότασης αυτής είναι επαμφοτερίζουσα, επαναλαμβάνεται και αμέσως παρακάτω και διαβάζεται πολλαπλώς ως προς το υποκείμενο και το αντικείμενο σε σχέση με όλα τα άλλα πολυερμηνευμένα κομμάτια του κειμένου/σε αυτούς στους οποίους αυτοί επιτίθενται (ή) σε αυτούς που τους επιτίθενται.
[3] Σημείωμα του μεταφραστή: Ντετερμινισμός ή Αιτιοκρατία είναι η θεωρία αυτή η οποία υποστηρίζει ότι τα πάντα εξαρτώνται ολοκληρωτικά από μιαν αλληλουχία αιτιών, σκοπών ή λόγων. Ειδικότερα, ότι η επιλογή των πράξεων των ανθρώπων δεν είναι ελεύθερη αλλά εξαρτάται από αιτίες ανεξάρτητες ή λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεως του ανθρώπου. Όταν οι μεταβλητές που επηρεάζουν την τροπή των γεγονότων εξαρτώνται από άλλες αιτίες ή λόγους, ονομάζονται «εξαρτημένες μεταβλητές». Στα μαθηματικά, πρόκειται για την επιστημονική αρχή σύμφωνα με την οποία μια σειρά ή αλληλουχία ποσοτικών μεγεθών που συντάσσονται με στήλες και ακολουθίες, με βάση συγκεκριμένους νόμους, παράγει και σχηματίζει ένα ποιοτικό άθροισμα ή σύνολο. Γενικά, πρόκειται για τον λεγόμενο «νόμο της αιτιότητος». Για κάθε ακολουθία, πρέπει να υπάρχει «λόγος». Η αρχή του αποχρώντος λόγου επεκτείνεται και στην αιτιότητα. Το αποτέλεσμα παράγεται και γεννιέται από το αίτιο, το αίτιο δημιουργεί το αποτέλεσμα. Όταν οι συνθήκες υπάρχουν, το ίδιο φαινόμενο –και μόνον αυτό– θα προκύψει κατ’ ανάγκην εκ νέου. Στην φιλοσοφία, η θεωρία εστιάζει στα φαινόμενα και υποστηρίζει ότι όλα στον κόσμο έχουν ορισμένη αιτία και είναι αλληλένδετα μεταξύ τους αλλά και ότι κάθε αιτία παράγει και αποτέλεσμα ή ενέργεια. Υποστηρικτές της αιτιοκρατίας ήταν οι Francis Bacon, Baruch Spinosa, Δημόκριτος. Οι ντετερμινιστές υποστηρίζουν ότι, όταν γνωρίζουμε τις αιτίες των φαινομένων, μπορούμε να προβλέψουμε την μελλοντική πορεία των γεγονότων και, επομένως, να τα κατευθύνουμε. Η ορθολογική ερμηνεία της αιτιοκρατίας ανάγεται στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη και υποννοεί την μηχανική σύνδεση των όντων. Κατ’ επέκτασιν, πρόκειται για την θεωρία ορισμού, προκαθορισμού, κατηγοριοποίησης, σχηματισμού συλλογισμών, προσανατολισμού και κατεύθυνσης, λήψης αποφάσεων, επίλυσης προβλημάτων αλλά και κρίσεων.
Αντιτίθεται στην αρχή του ιντετερμινισμού ή «αρχή της ελευθερίας».
[4] Σημείωμα του μεταφραστή: ο Δαμοκλής ή Δημοκλής (σύμφωνα με τον Δωρικό τύπο) έζησε στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου του Πρεσβυτέρου στον 4ο αιώνα π.Χ. Ο Διονύσιος τον έντυσε σαν βασιλιά σε ένα συμπόσιο για να του δώσει ευτυχία και τον έβαλε να καθίσει στον θρόνο του, από την κορυφή του οποίου κρεμόταν ένα τεράστιο σπαθί που στηριζόταν από χαίτες αλόγου. Παρακάλεσε, τότε, να ξαναέλθει στην θέση του, αυτήν του απλού θνητού. Στην Αττική, το ιερό θέατρο Διονύσου όπου παρουσιάζονταν οι τελετουργίες των τραγωδιών ως το 400 μ.Χ. βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη από το 498 π.Χ. Στα πόδια της Πεντέλης, ο θεός της αμπέλου ο οποίος χαρίζει την αθανασία δίδαξε στον βασιλιά της περιοχής, Ικάριο, την τέχνη της οινοποιΐας αλλά, τελικά, ο Ικάριος δολοφονήθηκε από τους ποιμένες και η κόρη του, Ηριγόνη, κρεμάστηκε (ή παντρεύτηκε). Οι 2 αυτές ιστορίες συνδέονται με την απελευθέρωση από τον Διονύσιο των Πυθαγορείων φιλοσόφων Δάμωνος και Φιντία ή Πυθία (Pythias). Ο Φιντίας είχε καταδικαστεί σε θάνατο από τον Διονύσιο των Συρακουσών επειδή κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε ενάντια στον θρόνο του και ο Δάμων είχε βάλει στοίχημα πως θα κρεμιέται αενάως και θα εξαρτάται η ζωή του από την επιστροφή του φίλου του. Πρόκειται, στην ουσία, για τον μύθο του Δαίμονος και Φειδία. Από τον Δαίμονα προέκυψαν οι λέξεις «δαιμονολογία» και «δαιμονογραφία» καθώς και «demonstration»=απόδειξη. Ο Φειδίας είναι ο γλύπτης του αγάλματος της Παρθένου της Ακροπόλεως που είχε ζυγίσει και φτιάξει κινητά όλα τα χρυσά κομμάτια και είχε κρατήσει σημειώσεις με το βάρος τους (απόδειξη του Φειδία). Το Πυθαγόρειο σύστημα ερμηνεύει τα ρητά και τους αριθμούς με βάση τα μαθηματικά, την γεωμετρία και την μετρική. Βλ. και την ιστορία Herzen και Αλεξάνδρου Β´.
[5] Σημείωμα του μεταφραστή: η τοποθεσία Σιλωάμ αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη. Η εβραϊκή λέξη «Σιλωάχ» πηγάζει από την ελληνική λέξη «απεσταλμένος». Από τον Πύργο της Σιλωάμ πλησίον της Ιερουσαλήμ ξεκινούσε πηγή υδάτων (βλ. ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ix. 7) η οποία εκπεμπόταν προς την ομώνυμη δεξαμενή. Μεταξύ του Όρους των Ελαιών και του Ιερού της Ιερουσαλήμ, ο Χριστός «εποίησε πηλόν» και έχρισε επί των οφθαλμών έναν τυφλό εκ γενετής και –αφού τον απέστειλε στην λεγόμενη «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» –αυτός ανέβλεψε. Όταν τον ρώτησαν «ΠΟΥ ΕΣΤΙΝ ΕΚΕΙΝΟΣ;», η απάντησή του ήταν «ΟΥΚ ΟΙΔΑ». Προφανώς, συνδέεται με την είσοδο δια της στενής πύλης στο ναό του Πλάτωνος με το ρητό «ΜΗΔΕΙΣ ΑΓΕΩΜΕΤΡΗΤΟΣ ΕΙΣΙΤΩ», τον χρησμό του Σωκράτους στο μαντείο, την ερώτηση περί της σοφίας και την απάντηση «ΕΝ ΟΙΔΑ, ΟΤΙ ΟΥΔΕΝ ΟΙΔΑ». Και είπεν ο Ιησούς: «ΟΙΔΑΣΙ ΤΗΝ ΦΩΝΗΝ ΑΥΤΟΥ» και «ΕΙΣ ΚΡΙΜΑ ΕΓΩ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ ΤΟΥΤΟΝ ΗΛΘΟΝ, ΙΝΑ ΟΙ ΒΛΕΠΟΝΤΕΣ ΤΥΦΛΟΙ ΓΕΝΩΝΤΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΗ ΒΛΕΠΟΝΤΕΣ ΒΛΕΠΩΣΙ».