Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ
1945
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό δεν συμπεριελήφθη στην πρώτη έκδοση
του βιβλίου «Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ». Ανακαλύφθηκε από τον Ian Angus
και δημοσιεύθηκε στις 15/9/1972 στο έντυπο «THE TIMES LITERARY SUPPLEMENT”.
Πρέπει, σαφώς, να διαβαστεί
Α) σε συνάρτηση με το δοκίμιο «ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ»
καθώς και σε σχέση με τα άρθρα του Όργουελ περί Χριστιανισμού.
Β) σε συνάρτηση με τα κείμενα του Αλμπέρ Καμύ περί Ισπανίας και Ελλάδας
καθώς και σε σχέση με τις διαλέξεις του στην Στοκχόλμη περί Τέχνης και Ελευθερίας.
Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos
Το 1937 συνέλαβα για πρώτη φορά
την κεντρική ιδέα για το βιβλίο αυτό, του οποίου όμως η συγγραφή δεν ολοκληρώθηκε
παρά μόνον έως τα τέλη περίπου του 1943.
Έως την στιγμή που έφθανε να ολοκληρωθεί, είχε καταστεί φανερό ότι θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία
ως προς το να μπορέσει να δημοσιευθεί –σε αντίθεση με την τρέχουσα έλλειψη βιβλίων που εξασφαλίζει πως ο,τιδήποτε μπορεί να περιγραφεί ως βιβλίο θα «πουλήσει»–
και όταν αυτό γράφτηκε και ολοκληρώθηκε, απερρίφθη από 4 εκδότες.
Μόνον ένας από αυτούς είχε κάποιο ιδεολογικό κίνητρο (οι δύο εξέδιδαν επί έτη βιβλία εναντίον
της Ρωσσίας ενώ ο άλλος δεν είχε κάποιον ιδιαίτερο πολιτικό χρωματισμό).
Μάλιστα, ένας εκδότης δέχθηκε στην αρχή να δημοσιεύσει το βιβλίο αλλά,
αφού έκανε τους προκαταρκτικούς διακανονισμούς, αποφάσισε να συμβουλευθεί
το Υπουργείο Πληροφοριών M.O.I. (Ministry of Information) από το οποίο φαίνεται να τον προειδοποίησαν –ή, τουλάχιστον, τον συμβούλευσαν σφόδρα– να μην το εκδώσει.
Ιδού ένα απόσπασμα από το γράμμα του:
«Ανέφερα την αντίδραση που συνάντησα εκ μέρους ενός σημαντικού αξιωματούχου
στο Υπουργείο Πληροφοριών όσον αφορά την ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ. Πρέπει να ομολογήσω στα σοβαρά
ότι αυτή η έκφραση γνώμης με έκανε να σκεφθώ… Μπορώ πλέον να αντιληφθώ ότι θα μπορούσε
η δημοσίευση στον παρόντα χρόνο να θεωρηθεί ως κάτι το οποίο ήταν εξόχως αστόχαστο και απερίσκεπτο. Αν η παραβολή
καταπιανόταν γενικώς με δικτάτορες και δικτατορίες ως σύνολο, τότε η δημοσίευση θα ήταν μια χαρά
αλλά η ιστορία παρακολουθεί, πράγματι –όπως βλέπω τώρα–
τόσο ολοκληρωτικά την πρόοδο των Ρωσσικών Σοβιέτ και των δύο δικτατόρων τους
που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στην Ρωσσία, αποκλειομένων των άλλων δικτατοριών.
Κάτι άλλο: θα ήταν λιγότερο προσβλητικό εάν η κυρίαρχη κάστα
στην αλληγορία
δεν ήταν γουρούνια.
(σημείωση του Όργουελ: δεν είναι επαρκώς διευκρινισμένο εάν αυτή η προταθείσα
τροποποίηση επί του βιβλίου μου ήταν προσωπική ιδέα του κυρίου ...
ή προήλθε από το Υπουργείο Πληροφοριών∙ ακούγεται, όμως, σαν να έχει
επίσημη χροιά).
Νομίζω ότι η επιλογή των χοίρων ως της εξουσιαστικής τάξεως θα προσβάλλει, δίχως αμφιβολία,
πολλούς ανθρώπους και ιδίως κάθε έναν που είναι λίγο εύθικτος, όπως αναμφίβολα είναι οι Ρώσσοι.
Αυτού του είδους τα πράγματα δεν αποτελούν καλό σύμπτωμα. Προφανώς, δεν είναι ευκταίο πως
μια κυβερνητική υπηρεσία θα έπρεπε να διαθέτει οποιαδήποτε εξουσία λογοκρισίας
(εκτός από την λογοκρισία για θέματα ασφαλείας για τα οποία κανείς δεν έχει αντίρρηση εν καιρώ πολέμου)
για βιβλία που δεν βρίσκονται υπό κρατική κηδεμονία.
Ο πρωταρχικός κίνδυνος, όμως, για την ελευθερία σκέψεως και λόγου, αυτήν την στιγμή,
δεν είναι η ευθεία παρέμβαση του Υπουργείου Πληροφοριών οποιουδήποτε κρατικού οργάνου.
Αν οι εκδότες εξασκούνται ώστε να κρατούν ορισμένα ζητήματα εκτός δημοσιεύσεως, αυτό δεν συμβαίνει επειδή φοβούνται την δίωξη αλλά διότι φοβούνται την κοινή γνώμη.
Σε αυτήν την χώρα, η διανοητική δειλία των διανοουμένων είναι ο χειρότερος εχθρός
που πρέπει να αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας –και το γεγονός αυτό
δεν μου φαίνεται πως έχει συζητηθεί όσο αξίζει.
Κάθε μυαλωμένο άτομο που διαθέτει δημοσιογραφική εμπειρία θα παραδεχθεί ότι στην διάρκεια αυτού του πολέμου η κρατική λογοκρισία δεν υπήρξε ιδιαιτέρως ενοχλητική.
Δεν υποκείμεθα στο είδος του ολοκληρωτικού «συντονισμού» που θα ήταν λογικό να αναμένουμε.
Ο τύπος είχε κάποια δικαιολογημένα παράπονα αλλά συνολικά η κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε καλά και υπήρξε –προς ασυνήθιστη έκπληξιν– ανεκτική στις μειοψηφικές απόψεις.
Στην Αγγλία,
το αισχρό γεγονός με την λογοκρισία της λογοτεχνίας είναι ότι είναι, κατά κύριο λόγο, ηθελημένη.
Δίχως να παραστεί ανάγκη για καμιά επίσημη απαγόρευση,
μπορούν να αποσιωπώνται αντιδημοφιλείς ιδέες και να συσκοτίζονται γεγονότα που δεν συμφέρουν.
Οποιοσδήποτε έχει ζήσει επί μακρόν
σε μια ξένη χώρα, θα γνωρίζει για περιπτώσεις συγκλονιστικών ειδησεογραφικών πληροφοριών
–γεγονότα που με την αξία τους θα γίνονταν πρωτοσέλιδα με μεγάλους τίτλους–
που κρατήθηκαν εντελώς έξω από τον Αγγλικό Τύπο, όχι επειδή παρενέβη η Κυβέρνηση
αλλά εξαιτίας μιας γενικότερης, υποδηλούμενης συμφωνίας πως «δεν θα έκανε»
να αναφερθεί αυτό το συγκεκριμένο γεγονός.
Όσον αφορά τις καθημερινές εφημερίδες, αυτό είναι εύκολο να κατανοηθεί.
Ο Αγγλικός Τύπος είναι ελεγχόμενος στο έπακρον και την πλειοψηφία του ελέγχουν πλούσιοι
που έχουν κάθε λόγο να είναι άτιμοι σε ορισμένα σημαντικά ζητήματα.
Το ίδιο είδος, όμως, συγκεκαλυμμένης λογοκρισίας λειτουργεί επίσης σε βιβλία και περιοδικά
καθώς και σε θεατρικά έργα, κινηματογραφικά φιλμ και ραδιοφωνικές εκπομπές.
Σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, υπάρχει μια ορθοδοξία,
ένα σώμα ιδεών
το οποίο υποτίθεται πως όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι θα αποδεχθούν αναντίρρητα.
Δεν είναι ακριβώς απαγορευμένο να πεις αυτό, εκείνο ή το άλλο αλλά «δεν κάνει»
να το πεις, ακριβώς όπως και στα μέσα
της Βικτωριανής εποχής «δεν ήταν πρέπον» να γίνονται παραπομπές
σε παντελόνια όταν ήταν παρούσα μια κυρία.
Οποιοσδήποτε προκαλεί την επικρατούσα ορθοδοξία
βρίσκεται φιμωμένος με εκπληκτική αποτελεσματικότητα.
Μια πραγματικά εκτός συρμού άποψη ποτέ δεν τυγχάνει ακροάσεως,
είτε στον λαϊκό τύπο είτε στα μπλαζέ περιοδικά.
Αυτήν την συγκεκριμένη στιγμή, αυτό που απαιτείται από την επικρατούσα ορθοδοξία
είναι ένας άκριτος θαυμασμός
της Σοβιετικής Ρωσσίας.
Ο καθένας το ξέρει, σχεδόν όλοι πράττουν αναλόγως σύμφωνα με αυτό.
Κάθε σοβαρή κριτική του Σοβιετικού καθεστώτος, κάθε αποκάλυψη
γεγονότων τα οποία η Σοβιετική κυβέρνηση θα προτιμούσε να κρατηθούν κρυφά,
ισοδυναμεί σχεδόν με το να απαγορευθεί κατόπιν η δημοσίευσή τους.
Και αυτή η πανεθνική συνωμοσία να εκθειάζουμε τον σύμμαχό μας,
κατά αρκετά περίεργο τρόπο λαμβάνει χώρα
ενάντια σε κάτι που περιβάλλεται από ένα φόντο πραγματικής διανοητικής ανοχής.
Διότι αν και σου επιτρέπεται να κριτικάρεις την Σοβιετική κυβέρνηση, τουλάχιστον είσαι ελεύθερος
να κριτικάρεις (σε λογικά πλαίσια) την δική μας κυβέρνηση.
Σχεδόν κανείς δεν θα τυπώσει μια επίθεση-λίβελλο κατά του Στάλιν
αλλά είναι αρκετά ασφαλές να επιτεθείς στον Τσώρτσιλ,
τουλάχιστον όταν αυτό γίνεται στα βιβλία και στα περιοδικά.
Και σε όλην την διάρκεια των 5 ετών του πολέμου
(εκ των οποίων τα 2-3 πολεμούσαμε για εθνική επιβίωση),
εκδόθηκαν δίχως καμιά παρέμβαση αμέτρητα βιβλία, φυλλάδια και άρθρα
που συνηγορούσαν υπέρ μιας συμβιβαστικής ειρήνης.
Επιπλέον, εκδόθηκαν χωρίς να εγείρουν αρκετές αποδοκιμασίες.
Στον βαθμό που δεν εμπλεκόταν το πρεστίζ της Ε.Σ.Σ.Δ.,
τηρήθηκε αρκετά η αρχή του ελευθέρου λόγου.
Υπάρχουν και άλλα απαγορευμένα θέματα
–και θα αναφέρω ορισμένα εξ αυτών σύντομα– αλλά η επικρατούσα στάση απέναντι στην Ε.Σ.Σ.Δ.
είναι κυρίως το πλέον σοβαρό σύμπτωμα. Είναι αυθόρμητη,
θα ‘λεγε κανείς, και δεν οφείλεται στην δράση οποιασδήποτε ομάδας πίεσης.
Η δουλοπρέπεια, με την οποία το μεγαλύτερο τμήμα της Αγγλικής ιντελλιγκέντσια κατάπιαν
και επανέλαβαν την προπαγάνδα των Ρώσσων από το 1941 και μετά, θα ήταν αρκετά σοκαριστική
εάν δεν είχαν φερθεί παρόμοια σε αρκετές προηγούμενες περιπτώσεις.
Σε αλλεπάλληλα αμφιλεγόμενα ζητήματα, η Ρωσσική θεωρία έγινε αποδεκτή δίχως εξέταση
και κατόπιν δημοσιεύθηκε παραβλέποντας εντελώς την ιστορική αλήθεια ή την διανοητική εντιμότητα.
Για να κατονομάσω μια περίπτωση μόνο:
Το B.B.C. γιόρτασε την 25η επέτειο του
Κόκκινου Στρατού δίχως να κάνει αναφορά στον Τρότσκυ.
Αυτό ήταν περίπου τόσον ορθόδοξο όσο το να μνημονεύσει την μάχη του Τραφάλγκαρ χωρίς να αναφέρει τον Νέλσωνα –αλλά δεν προκάλεσε καμιά διαμαρτυρία από την Αγγλική ιντελλιγκέντσια.
Στις εσωτερικές διαμάχες των διαφόρων υπό κατοχή χωρών,
ο Αγγλικός Τύπος συνετάχθη σε όλες, σχεδόν,
τις περιπτώσεις με την παράταξη που υποστήριζαν οι Ρώσσοι και έγραψε λίβελλους για την αντίπαλο παράταξη, αποκρύπτοντας μερικές φορές αποδεικτικό υλικό για να το κάνει αυτό.
Μια ιδιαζόντως κατάφωρη περίπτωση ήταν η υπόθεση του συνταγματάρχη Μιχαΐλοβιτς,
του ηγέτη των Γιουγκοσλάβων Τσέτνικ.
Οι Ρώσσοι, που είχαν ως δικό τους προστατευόμενο τον Γιουγκοσλάβο στρατάρχη Τίτο,
κατηγορούσαν τον Μιχαΐλοβιτς για συνεργασία με τους Γερμανούς.
Αυτή η επίθεση έγινε ασμένως αποδεκτή από τον Αγγλικό Τύπο:
στους υποστηρικτές του Μιχαΐλοβιτς δεν δόθηκε καμία ευκαιρία να την αποκρούσουν
και τα γεγονότα που την διέψευδαν απλά κρατήθηκαν εκτός δημοσιεύσεως.
Τον Ιούλιο του 1943 οι Γερμανοί προσέφεραν μιαν αμοιβή 100.000 χρυσών κορώνων
για την σύλληψη του Τίτο και μιαν ανάλογη αμοιβή για την σύλληψη του Μιχαΐλοβιτς.
Ο Αγγλικός Τύπος διέδωσε εκτεταμένα την αμοιβή για τον Τίτο
αλλά μόνο μια εφημερίδα ανέφερε (με μικρά γράμματα)
την αμοιβή για τον Μιχαΐλοβιτς: και η απόδοση ευθυνών
για την συνεργασία με τους Γερμανούς συνεχίστηκε.
Αρκετά παρόμοια πράγματα συνέβησαν κατά την διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου.
Τότε, οι παρατάξεις της Δημοκρατικής πτέρυγας που οι Ρώσσοι ήταν αποφασισμένοι να συντρίψουν,
έγιναν επίσης αντικείμενο ανελέητων λίβελλων στον Αγγλικό Τύπο της Αριστεράς
και απαγορεύθηκε η δημοσίευση –ακόμη και υπό την μορφή επιστολών– σε κάθε ανακοίνωση προς υπεράσπισίν τους.
Σήμερα, δεν θεωρείται μόνον κάθε σοβαρή κριτική της Ε.Σ.Σ.Δ. ως μη ανεκτή αλλά,
σε ορισμένον αριθμό περιπτώσεων, ακόμα και το γεγονός της ύπαρξης τέτοιας κριτικής αποκρύπτεται.
Για παράδειγμα, λίγο πριν τον θάνατό του ο Τρότσκυ είχε γράψει μια βιογραφία του Στάλιν.
Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι δεν επρόκειτο για ένα βιβλίο δίχως προκαταλήψεις στο σύνολό του
αλλά, προφανώς, άξιζε τον κόπο να πωληθεί.
Ένας Αμερικανός εκδότης είχε κανονίσει να το θέσει σε κυκλοφορία
και το βιβλίο βρισκόταν στο τυπογραφείο –πιστεύω ότι είχαν παραχθεί τα διορθωμένα αντίγραφα–
όταν η Ε.Σ.Σ.Δ. εισήλθε στον πόλεμο. Το βιβλίο απεσύρθη αμέσως.
Ούτε μια λέξη γι’ αυτό δεν εμφανίσθηκε ποτέ στον Αγγλικό Τύπο,
αν και είναι σαφές πως η ύπαρξη ενός τέτοιου βιβλίου και η αποσιώπησή του
ήταν μια ειδησεογραφική πληροφορία που άξιζε λίγες παραγράφους.
Είναι σημαντικό να διακρίνουμε ανάμεσα στο είδος της λογοκρισίας
που ηθελημένα επιβάλλει στα μέλη της η αγγλική ιντελλιγκέντσια της πληροφόρησης
και στην λογοκρισία που μπορεί μερικές φορές να ενισχύεται από ομάδες πίεσης.
Ως γνωστόν, ορισμένα ζητήματα δεν μπορούν να συζητηθούν εξαιτίας «επενδεδυμένων συμφερόντων».
Η πιο γνωστή περίπτωση είναι η μαφία στις πατέντες για τα φάρμακα.
Η Καθολική Εκκλησία, άλλωστε, διαθέτει υπολογίσιμη επιρροή στον Τύπο
και μπορεί να αποσιωπήσει έως κάποιο σημείο την κριτική για την ίδια.
Σε ένα σκάνδαλο όπου εμπλέκεται ένας Καθολικός ιερέας, σχεδόν ποτέ δεν δίδεται δημοσιότητα
ενώ, αντιθέτως, όταν μπλέξει ένας Αγγλικανός ιερέας (π.χ. ο ιερέας της ενορίας του Stiffkey)
γίνεται πρωτοσέλιδη είδηση.
Είναι πολύ σπάνιο για ό,τι περιέχει μιαν Αντι-Καθολική τάση να εμφανιστεί στην σκηνή ή σε ένα φιλμ.
Κάθε ηθοποιός μπορεί να σας πει ότι ένα θεατρικό έργο ή ένα κινηματογραφικό φιλμ
που επιτίθεται ή διακωμωδεί την Καθολική Εκκλησία υπόκειται σε μποϋκοτάζ από τον τύπο
και, πιθανότατα, θα είναι μια αποτυχία.
Όμως, τέτοιου είδους πράγματα δεν είναι επιζήμια ή, τουλάχιστον, είναι κατανοητά.
Κάθε μεγάλος οργανισμός θα έχει την ευθύνη να προσέχει όσο το δυνατόν καλύτερα τα προσωπικά του συμφέροντα –και η ανοιχτή, απροκάλυπτη προπαγάνδα δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να αντιδρούμε.
Κανείς δεν θα περίμενε από την «Daily Worker» να δημοσιεύει δυσάρεστα γεγονότα κατά της Ρωσσίας περισσότερο απ’ ό,τι θα ανέμενε από την «Catholic Herald» να αποκηρύξει τον Πάπα.
Εξάλλου, κάθε σκεπτόμενο άτομο γνωρίζει τι είναι
και τι εκπροσωπούν η «Daily Worker» και η «Catholic Herald».
Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι ότι στα ζητήματα που έχουν σημασία για την Ε.Σ.Σ.Δ.
και την πολιτική της κανείς δεν μπορεί να περιμένει έξυπνη κριτική
ή ακόμα –σε αρκετές περιπτώσεις– και ευθεία εντιμότητα από φιλελεύθερους
συγγραφείς και δημοσιογράφους, οι οποίοι δεν βρίσκονται κάτω από καμία άμεση πίεση
ώστε να χαλκεύσουν την άποψή τους.
Ο Στάλιν είναι Άγιος –και ορισμένες όψεις της πολιτικής του
δεν πρέπει να τίθενται σοβαρά υπό συζήτησιν.
Αυτός είναι ο κανόνας που τηρήθηκε σχεδόν σε όλον τον κόσμο έως το 1941
αλλά εφαρμοζόταν ήδη 10 χρόνια νωρίτερα σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι μερικές φορές πιστεύεται.
Σε όλο αυτό το διάστημα, η κριτική του Σοβιετικού καθεστώτος από αριστερά
μπορούσε μόνο με δυσκολία να εισακουστεί.
Υπήρχε μια τεράστια παραγωγή αντι-Ρωσσικής φιλολογίας αλλά γινόταν σχεδόν όλη
από συντηρητική γωνιά και ήταν προδήλως ανέντιμη, ανεπίκαιρη και υποκινείτο από ευτελή κίνητρα.
Από την άλλη πλευρά, υπήρχε μια τεράστια και σχεδόν εξίσου ανέντιμη ροή
φιλο-Ρωσσικής προπαγάνδας, η οποία ισοδυναμούσε με μποϋκοτάζ σε οποιονδήποτε επιχειρούσε να συζητήσει με ώριμο τρόπο όλα τα σπουδαία ζητήματα.
Μπορούσες, πράγματι, να δημοσιεύσεις αντι-Ρωσσικά βιβλία αλλά το να πράξεις
σήμαινε ότι εξασφάλιζες πως θα σε αγνοούσε ή θα σε παρερμήνευε σχεδόν όλος ο μπλαζέ τύπος.
Τόσο δημοσίως όσο και ιδιωτικώς ήσουν προειδοποιημένος ότι «δεν είναι σωστό».
Αυτό που έλεγες θα μπορούσε πιθανόν να είναι αλήθεια αλλά ήταν «άκαιρο»
και έπαιζε το παιχνίδι της εξυπηρέτησης αυτού η εκείνου του αντιδραστικού συμφέροντος.
Αυτή η στάση συνήθως υποστηριζόταν με το επιχείρημα ότι το απαιτούσε η διεθνής κατάσταση
και η επείγουσα ανάγκη για μιαν Αγγλο-Ρωσσική συμμαχία•
ήταν, όμως, σαφές ότι αυτό ήταν μια εκλογίκευση.
Η Αγγλική ιντελλιγκέντσια –ή ένα μεγάλο τμήμα της– είχε αναπτύξει
μιαν εθνικιστική αφοσίωση προς την Ε.Σ.Σ.Δ. και στην καρδιά τους αισθάνονταν
πως ήταν ένα είδος βλασφημίας να ρίξουν οποιαδήποτε σκια αμφιβολίας για την σοφία του Στάλιν.
Τα γεγονότα στην Ρωσσία και τα γεγονότα αλλού επρόκειτο να κριθούν με διαφορετικά κριτήρια.
Οι ατέλειωτες εκτελέσεις κατά την διάρκεια των διώξεων του 1936-38
επικροτήθηκαν από μακροχρόνιους αντιπάλους της θανατικής ποινής
ενώ θεωρήθηκε εξίσου σωστό
να διαφημίζονται οι επιδημίες όταν εκδηλώνονταν στην Ινδία
και να συγκαλύπτονται όταν διαδραματίζονταν στην Ουκρανία.
Κι αν αυτό ήταν αλήθεια πριν τον πόλεμο, η διανοητική ατμόσφαιρα
δεν είναι οπωσδήποτε καθόλου καλύτερη σήμερα.
Για να έρθουμε, όμως, πίσω σε αυτό το βιβλίο μου.
Εκ μέρους των περισσοτέρων Άγγλων διανοούμενων, η αντίδραση προς αυτό θα είναι αρκετά απλή: «Δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί».
Φυσικά, αυτοί οι κριτικοί που κατανοούν την τέχνη
της απαξίωσης δεν θα του ασκήσουν επίθεση με πολιτικά επιχειρήματα αλλά με φιλολογικά.
Θα πουν πως είναι ένα αδιάφορο, ανόητο βιβλίο και μια άχαρη σπατάλη χάρτου.
Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αλήθεια –αλλά, προφανώς, δεν είναι αυτή ολόκληρη η ιστορία.
Δεν λέει κανείς ότι ένα βιβλίο «δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί» απλά επειδή ένα βιβλίο είναι κακό.
Στο κάτω-κάτω, τόνοι σκουπιδιών τυπώνονται καθημερινά και κανείς δεν ενοχλείται!
Η Αγγλική ιντελλιγκέντσια –ή το μεγαλύτερο τμήμα της– θα αντιταχθούν σε αυτό το βιβλίο
επειδή διαβάλλει τον Ηγέτη τους
και πλήττει τον σκοπό της προόδου (όπως αυτοί τον βλέπουν).
Εάν έκανε το αντίθετο, δεν θα είχαν τίποτε να πουν εναντίον του,
ακόμα και αν τα φιλολογικά και γραμματικά του λάθη ήταν δέκα φορές πιο χτυπητά απ’ ό,τι είναι.
Η επιτυχία, για παράδειγμα, της Λέσχης Αριστερού Βιβλίου για μια περίοδο τεσσάρων ή πέντε ετών
δείχνει πόσο πρόθυμοι είναι να ανεχθούν τόσο την σπουδή όσο και το απρόσεκτο γράψιμο
υπό την προϋπόθεση ότι τους λέει ό,τι αυτοί θέλουν να ακούσουν.
Εμπλέκεται εδώ ένα αρκετά απλό θέμα:
«Δικαιούται ακροάσεως κάθε άποψη,
οσοδήποτε αντιδημοφιλής –οσοδήποτε ηλίθια, ακόμα– κι αν είναι;»
Βάλτε το σε αυτήν την μορφή
και σχεδόν κάθε Άγγλος διανοούμενος θα νιώσει πως οφείλει να πει «Ναι».
Δώστε του, όμως, ένα σταθερό σχήμα και ρωτήστε
«Τί λέτε για μιαν επίθεση κατά του Στάλιν; Επιτρέπεται να το ακούσουμε αυτό;»
και η απόκριση δεν θα είναι τις περισσότερες φορές άλλη από «Όχι».
Στην δεδομένη περίπτωση, τυχαίνει να προκαλείται αμφισβήτηση στην τρέχουσα ορθοδοξία
κι έτσι, η αρχή του ελευθέρου λόγου καταρρέει.
Τώρα, όταν κανείς απαιτεί ελευθερία λόγου και τύπου, δεν απαιτεί απόλυτη ελευθερία.
Πάντα πρέπει να υπάρχει –ή, σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον, θα πρέπει να υπάρχει–
κάποιος βαθμός λογοκρισίας όσο διαρκούν οι οργανωμένες κοινωνίες.
Όμως, η ελευθερία (όπως είπε η Ρόζα Λούξεμπουργκ) είναι «η ελευθερία για το άλλο άτομο».
Η ίδια αρχή εμπεριέχεται στα φημισμένα λόγια του Βολταίρου:
«Απεχθάνομαι ό,τι λες• θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες».
Εάν η έννοια της διανοητικής ελευθερίας –η οποία δίχως αμφιβολία υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Δυτικού πολιτισμού– έχει τελικά κάποια σημασία, σημαίνει
ότι ο καθένας θα έχει το δικαίωμα να πει και να εκδώσει ό,τι πιστεύει
πως είναι η αλήθεια,
υπό την προϋπόθεση μόνον ότι δεν πλήττει την υπόλοιπη κοινότητα με κάποιον τρόπο ανεπανόρθωτο.
Τόσο η καπιταλιστική δημοκρατία όσο και οι δυτικές εκδοχές του Σοσιαλισμού
ελάμβαναν μέχρι πρόσφατα αυτήν την αρχή ως δεδομένη.
Η κυβέρνησή μας, όπως έχω ήδη αναφέρει, εξακολουθεί κατ’ επίφασιν
να δείχνει κάποιον σεβασμό προς αυτήν.
Ο απλός λαός του δρόμου –ίσως, εν μέρει, επειδή δεν ενδιαφέρεται για τις ιδέες
τόσο πολύ ώστε να είναι αδιάλλακτος ενώπιόν τους– εξακολουθεί ακόμα να υποστηρίζει ότι
«υποθέτω πως ο καθένας έχει δικαίωμα να ακούγεται η άποψή του».
Μόνο –ή, σε κάθε περίπτωση, πρωταρχικά– η ιντελλιγκέντσια της λογοτεχνίας και της επιστήμης,
οι άνθρωποι που κατ’ εξοχήν θα όφειλαν να περιφρουρούν την ελευθερία,
είναι αυτοί που έχουν ξεκινήσει τώρα να την παραβλέπουν, τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη.
Ένα από τα αλλόκοτα φαινόμενα της εποχής μας είναι ο αποστάτης φιλελεύθερος.
Πέραν και υπεράνω του οικείου μαρξιστικού ισχυρισμού
ότι η «ελευθερία της μπουρζουαζίας» είναι μια πλάνη,
υπάρχει σήμερα μια ευρέως διαδεδομένη τάση να εκφέρεται η άποψη
ότι μπορεί κανείς να προασπίσει την δημοκρατία μονάχα με ολοκληρωτικές μεθόδους.
Αν κανείς αγαπά την δημοκρατία, το επιχείρημα ισχύει:
πρέπει κανείς να συντρίψει τους εχθρούς της με οποιαδήποτε μέσα χωρίς να τρέχει τίποτα.
Και ποιοί είναι οι εχθροί της;
Όπως φαίνεται πάντα, δεν είναι μόνον εκείνοι που της επιτίθενται ευθέως και συνειδητά
αλλά και εκείνοι που «αντικειμενικά» την θέτουν σε κίνδυνο διαδίδοντας επικίνδυνες θεωρίες.
Με άλλα λόγια, η υπεράσπιση της δημοκρατίας εμπεριέχει την καταστροφή κάθε ανεξαρτησίας σκέψεως.
Αυτό το επιχείρημα εκμεταλλεύθηκαν, για παράδειγμα,
ώστε να δικαιολογήσουν τις ρωσσικές εκκαθαρίσεις.
Ο πιο ένθερμος Ρωσσόφιλος δύσκολα πίστευε πως όλα τα θύματα ήταν ένοχα
για όλες τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν: υποστηρίζοντας, όμως, αιρετικές απόψεις
έβλαψαν «αντικειμενικά» το καθεστώς και, επομένως, ήταν λίαν ορθό
όχι μόνο να δολοφονηθούν αλλά και να απαξιωθούν μέσω ψεύτικων κατηγοριών.
Το ίδιο επιχείρημα εκμεταλλεύθηκαν για να δικαιολογήσουν το τελείως συνειδητό ψέμα
που διαπερνούσε τον αριστερό τύπο σχετικά με τους τροτσκιστές και άλλες Δημοκρατικές Δυνάμεις
στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Και το εκμεταλλεύθηκαν ξανά ως μια αιτία για να κραυγάσουν
κατά του «habeas corpus» όταν απελευθερώθηκε το 1943 ο Μόσλευ.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι, εάν ενθαρρύνεις ολοκληρωτικές μεθόδους,
μπορεί να έρθει η ώρα που αυτές θα χρησιμοποιηθούν όχι υπέρ σου αλλά εναντίον σου.
Ας σου γίνει συνήθεια να φυλακίζεις τους ηγέτες των φασιστών δίχως δίκη –και ίσως η διαδικασία να μην σταματήσει στους φασίστες.
Λίγο μετά την επανέκδοση της υπό απαγόρευσιν «Daily Worker», έδινα μια διάλεξη
προς ένα κολλέγιο εργαζομένων στο Νότιο Λονδίνο.
Οι ακροατές ήταν διανοούμενοι της εργατικής τάξης και της χαμηλομεσαίας τάξης –το ίδιο είδος κοινού
που κάποτε έβλεπε συνήθως κανείς σε παρακλάδια της Λέσχης Αριστερού Βιβλίου.
Η διάλεξη έθιγε το ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου
και στο τέλος, προς έκπληξίν μου, αρκετοί αμφισβητίες σηκώθηκαν και με ρώτησαν: δεν νομίζω πως
η άρση της απαγόρευσης κυκλοφορίας για την «Daily Worker» ήταν μεγάλο λάθος;
Όταν αναρωτήθηκα γιατί, είπαν ότι αυτή αποτελούσε μια εφημερίδα αμφισβητούμενης αφοσιώσεως
και δεν θα έπρεπε να την ανέχονται εν καιρώ πολέμου.
Βρήκα τον εαυτό μου να υπερασπίζεται την «Daily Worker»,
η οποία είχε παρεκτραπεί να με λοιδορεί περισσότερες από μία φορές.
Μα πού έμαθαν αυτοί οι άνθρωποι αυτήν την ουσιαστικά ολοκληρωτική άποψη;
Σχεδόν με βεβαιότητα, την έμαθαν από τους ίδιους τους Κομμουνιστές!
Η ανοχή και η αξιοπρέπεια έχουν βαθειές ρίζες στην Αγγλία αλλά δεν είναι ακλόνητες
και θα πρέπει να διατηρηθούν ζωντανές, εν μέρει, με συνειδητή προσπάθεια.
Το αποτέλεσμα της διακήρυξης ολοκληρωτικών δογμάτων
είναι η εξασθένηση του ενστίκτου μέσω του οποίου οι ελεύθεροι άνθρωποι γνωρίζουν
τι είναι ή τι δεν είναι επικίνδυνο.
Η υπόθεση Μόσλεϋ το απεικονίζει αυτό παραδειγματικά. Το 1940 ήταν στην εντέλεια σωστό
να φυλακιστεί είτε είχε είτε δεν είχε διαπράξει οποιοδήποτε συγκεκριμένο έγκλημα.
Πολεμούσαμε για την ζωή μας και δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε
σε έναν πιθανό κουῒσλιγκ να κυκλοφορεί ελεύθερος.
Να τον κρατάμε κλειστό και φιμωμένο, άνευ δίκης, το 1943 ήταν ένα όργιο.
Η γενικότερη αποτυχία να γίνει αυτό αντιληπτό ήταν ένα αρνητικό σύμπτωμα,
αν και είναι αλήθεια ότι η αγκιτάτσια κατά της απελευθέρωσης του Μόσλεϋ
εδραζόταν εν μέρει σε γεγονότα και ήταν εν μέρει μια προσπάθεια
να δοθεί λογική εξήγηση σε άλλες δυσάρεστες καταστάσεις.
Σε ποιά έκταση, όμως, μπορεί η σημερινή διολίσθηση προς Φασιστικές μεθόδους σκέψεως
να ανιχνευθεί στον «Αντιφασισμό» των προηγούμενων 10 ετών
και στην ηθική αδιαφορία για την εντιμότητα
που αυτός επέφερε;
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιηθεί ότι η σημερινή Ρωσσομανία
αποτελεί μόνον ένα σύμπτωμα της γενικότερης αποδυνάμωσης της δυτικής φιλελεύθερης παράδοσης.
Εάν το Υπουργείο Πληροφοριών είχε αναστείλει
και είχε θέσει οριστικά βέτο στην έκδοση αυτού του βιβλίου,
η πλειοψηφία της αγγλικής ιντελλιγκέντσια δεν θα έβλεπε τίποτε το ανησυχητικό σε αυτό.
Η άκριτη αφοσίωση προς την Ε.Σ.Σ.Δ. τυχαίνει να είναι η ισχύουσα ορθοδοξία
–και όπου εμπλέκονται τα υποτιθέμενα συμφέροντα της Ε.Σ.Σ.Δ. είναι πρόθυμοι να επιδείξουν ανοχή
όχι μόνο στην λογοκρισία αλλά και στην σκόπιμη χάλκευση της ιστορίας.
Για να αναφέρω ένα παράδειγμα:
Όταν πέθανε ο Τζων Ρηντ, ο συγγραφέας του βιβλίου «ΟΙ ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ
ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ» –αφήγηση από πρώτο χέρι των πρώτων μερών
της Ρωσσικής Επανάστασης– τα δικαιώματα δημοσίευσης «copyright» του βιβλίου περιήλθαν στα χέρια του Αγγλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, προς το οποίο πιστεύω ότι τα είχε κληροδοτήσει ο Reed.
Μερικά χρόνια αργότερα, αφού κατέστρεψαν όσο περισσότερο μπορούσαν
την αυθεντική έκδοση του βιβλίου,
οι Κομμουνιστές έθεσαν σε κυκλοφορία μιαν εκδοχή του βιβλίου με συγκεχυμένες περιγραφές,
από την οποία είχαν εξαλείψει τις αναφορές στον Τρότσκυ
και είχαν επίσης αφαιρέσει την εισαγωγή που είχε γράψει ο Λένιν.
Εάν υπήρχε ακόμα ριζοσπαστική διανόηση στην Αγγλία, αυτή η πράξη πλαστογραφίας
θα είχε αποκαλυφθεί και θα είχε καταγγελθεί από κάθε εφημερίδα της χώρας.
Θα ‘λεγε κανείς πως δεν υπήρξε καμία ή ελάχιστη διαμαρτυρία.
Σε πολλούς Άγγλους διανοούμενους αυτό που έγινε έμοιαζε ως κάτι το σχεδόν φυσικό.
Και αυτή η ανοχή προς την απροκάλυπτη ατιμία
σημαίνει πολλά περισσότερα από το ότι αυτήν την στιγμή τυχαίνει να είναι του συρμού ο θαυμασμός
προς την Ρωσσία.
Πιθανότατα, αυτή η συγκεκριμένη μόδα δεν θα διαρκέσει.
Διότι –εξ όσων γνωρίζω, έως την στιγμή που εκδίδεται το βιβλίο αυτό–
η δική μου άποψη για το Ρωσσικό καθεστώς μπορεί να είναι η γενικότερα αποδεκτή.
Ποιό όφελος, όμως, θα έχει αυτό αφ’ εαυτού;
Δεν είναι απαραιτήτως πλεονέκτημα η εναλλαγή μιας ορθοδοξίας με μιαν άλλη.
Ο εχθρός είναι η σκέψη-γραμμόφωνο,
είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με τον δίσκο που προς στιγμήν παίζεται.
Είμαι καλά ενημερωμένος για όλα τα επιχειρήματα κατά της ελευθερίας σκέψεως και λόγου
–τα επιχειρήματα που διατείνονται ότι δεν μπορεί να υπάρξει
και τα επιχειρήματα που ισχυρίζονται ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει.
Απαντώ απλά ότι δεν με πείθουν
και ότι ο πολιτισμός μας για μια περίοδο 400 ετών εδραζόταν στην αντίθετη γνώμη.
Εδώ και 10 χρόνια, πίστευα ότι το υπάρχον Ρωσσικό καθεστώς ήταν κάτι το φαύλο
και διεκδικώ το δικαίωμα να το λέω ότι και τώρα είναι,
παρά το ότι είμαστε σύμμαχοι με την Ε.Σ.Σ.Δ. σε έναν πόλεμο που θέλω να τον δω να τον κερδίζουμε.
Εάν θα έπρεπε να επιλέξω ένα κείμενο για να δικαιολογήσω τον εαυτό μου,
θα διάλεγα τον στίχο του Μίλτωνα:
«Εν ονόματι των αναγνωρισμένων κανόνων της αρχέγονης ελευθερίας»
«By the known rules of ancient liberty».
Η λέξη «αρχέγονη» δίδει έμφαση στο γεγονός ότι η ελευθερία της διανόησης
είναι μια βαθειά ριζωμένη παράδοση,
δίχως την οποία η χαρακτηριστική δυτική κουλτούρα μας
μόνον αμφιβόλως θα μπορούσε να εξακολουθεί να υπάρχει.
Από την παράδοση αυτή, πολλοί από τους διανοουμένους μας απομακρύνονται οφθαλμοφανώς.
Έχουν αποδεχθεί το αξίωμα
ότι ένα βιβλίο θα έπρεπε να δημοσιεύεται ή να απαγορεύεται,
να εξυμνείται ή να αναθεματίζεται,
όχι βάσει της αξίας του αλλά σύμφωνα με το πολιτικό συμφέρον.
Και άλλοι (που δεν έχουν πραγματικά αυτήν την άποψη) συγκατατίθενται σε αυτό,
εξαιτίας καθαρής δειλίας.
Ως παράδειγμα αυτού, υπάρχει η αποτυχία πολυάριθμων και προβεβλημένων Άγγλων πασιφιστών
να υψώσουν την φωνή τους ενάντια στην επικρατούσα λατρεία του Ρωσσικού μιλιταρισμού.
Σύμφωνα με αυτούς τους πασιφιστές, κάθε βία είναι κακή
ενώ μας πίεζαν σε κάθε φάση του πολέμου να ενδώσουμε ή, τουλάχιστον, να συνάψουμε
μιαν ειρήνη συμβιβαστική.
Πόσοι από αυτούς, όμως, έκαναν ποτέ νύξη ότι ο πόλεμος είναι επίσης κακός
όταν διεξάγεται από τον Κόκκινο Στρατό;
Οι Ρώσσοι έχουν, φαίνεται, το δικαίωμα να αμυνθούν
ενώ –αν το κάνουμε εμείς– αυτό πρόκειται για αμαρτία θανάσιμη.
Αυτήν την αντίφαση μόνο με έναν τρόπο μπορεί κανείς να την εξηγήσει:
δηλαδή, με μιαν επιδίωξη δειλή να διατηρήσουν τις φιλικές τους σχέσεις
με την πλειοψηφία της ιντελλιγκέντσια, της οποίας ο πατριωτισμός
κατευθύνεται μάλλον προς την Ε.Σ.Σ.Δ. παρά προς την Αγγλία.
Ξέρω ότι η αγγλική ιντελλιγκέντσια έχει πολλές δικαιολογίες για την λιγοψυχία και την ατιμία της, γνωρίζω μάλιστα απ’ έξω τα επιχειρήματα με τα οποία δικαιολογούνται.
Αφήστε μας, όμως, τουλάχιστον, να μην ακούμε άλλες ανοησίες
περί υπεράσπισης της ελευθερίας έναντι του Φασισμού.
Αν η ελευθερία σημαίνει κάτι, τέλος πάντων, σημαίνει το δικαίωμα
να λες στον κόσμο αυτό που δεν θέλει να ακούσει.
ΟΙ απλοί άνθρωποι και ο λαός εξακολουθούν ακόμα να συναινούν αμυδρά σε αυτήν την πεποίθηση
και να δρουν σύμφωνα με αυτήν.
Στην χώρα μας –δεν είναι το ίδιο σε όλες τις χώρες:
δεν συνέβαινε το ίδιο στην δημοκρατική Γαλλία και δεν γίνεται το ίδιο σήμερα στις Η.Π.Α.– είναι οι φιλελεύθεροι που φοβούνται την ελευθερία και είναι οι διανοούμενοι αυτοί που θέλουν να σπιλώσουν την διανόηση: είναι για να προσελκύσω την προσοχή στο γεγονός αυτό που έγραψα αυτό το δοκίμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου