Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ
1947
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση
α)με το βιβλίο του Άρθουρ Καίσλερ με τίτλο «Ο Γιόγκι και ο Κομμισσάριος»,
β) με τις διάλεξεις Καμύ στην Σουηδία με τίτλο
«Δημιουργεῖν: Η τέχνη μέσα στον κίνδυνο» και «Ο συγγραφέας και το επόχημά του»,
γ) με το βιβλίο Καμύ-Καίσλερ με τίτλο «ΔΟΚΙΜΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»
Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos
Από πολύ μικρή ηλικία, ίσως από τα 5 ή 6 μου χρόνια, ήξερα πως όταν μεγάλωνα
θα έπρεπε να γίνω συγγραφέας.
Ανάμεσα στα 17 και στα 24 μου περίπου χρόνια, προσπαθούσα να ξεχάσω αυτήν την ιδέα
αλλά το έκανα με την συνείδηση του γεγονότος ότι αυτό αποτελούσε ύβριν για την πραγματική μου φύση
και πως, αργά ή σύντομα, θα έπρεπε να κάτσω και να αφιερωθώ στην συγγραφή βιβλίων.
Ήμουν το μεσαίο παιδί από τα τρία αλλά υπήρχε ένα χάσμα 5 ετών εκατέρωθεν
και σχεδόν δεν γνώρισα τον πατέρα μου πριν γίνω 8 ετών.
Για αυτόν –καθώς και για άλλους λόγους– ήμουν κάπως μοναχικός
και γρήγορα ανέπτυξα δυσάρεστες ιδιαιτερότητες (μαννιερισμούς)
που με έκαναν αντιδημοφιλή στα σχολικά μου χρόνια.
Είχα την συνήθεια του μοναχικού παιδιού
να εφευρίσκω ιστορίες
και να διεξάγω συζητήσεις με φανταστικά πρόσωπα
και νομίζω ότι, από την αρχή κιόλας, οι λογοτεχνικές μου φιλοδοξίες ήταν αναμεμειγμένες με το αίσθημα
ότι ήμουν απομονωμένος και υποτιμημένος.
Ήξερα πως είχα μιαν ευκολία με τις λέξεις
καθώς και την δύναμη να αντιμετωπίζω τα δυσάρεστα γεγονότα
και ένοιωθα πως αυτό δημιουργούσε έναν –κατά κάποιον τρόπο– ιδιωτικό κόσμο
από τον οποίο θα μπορούσα να πάρω πίσω ό,τι μου ανήκε
για να αντισταθμίσω την αποτυχία μου στην καθημερινή ζωή.
Ωστόσο, το μέγεθος των σοβαρών (δηλαδή, με σοβαρή πρόθεση) γραπτών που παρήγαγα
σε όλα μου τα παιδικά και εφηβικά χρόνια δεν ισοδυναμούσαν ούτε με μισή ντουζίνα σελίδες.
Έγραψα το πρώτο μου ποιήμα στην ηλικία των 4 ή 5 ετών,
υπαγορεύοντάς το στην μητέρα μου που το έγραφε.
Δεν μπορώ να θυμηθώ ο,τιδήποτε για αυτό εκτός από το ότι έλεγε για μια τίγρη
και ότι η τίγρη είχε «δόντια σαν καρέκλας», μια αρκετά καλή φράση –αλλά φαντάζομαι
ότι το ποίημα ήταν κλεψίτυπο από το ποίημα «Τίγρη, Τίγρη» του Μπλέϊκ.
Στα 11 μου, όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1914-18, έγραψα ένα πατριωτικό ποίημα
(το οποίο δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα)
όπως και ένα ακόμη, 2 χρόνια αργότερα, για τον θάνατο του Kitchener.
Από καιρού εις καιρόν, καθώς μεγάλωνα λίγο, έγραφα άσχημα και συνήθως ανολοκλήρωτα
«ποιήματα φύσης» με στυλ Γεωργίας.
Αποπειράθηκα, ακόμα, να γράψω μια μικρή ιστορία η οποία υπήρξε μια αποτυχία τρομακτική.
Αυτό ήταν το συνολικό άθροισμα ενός έργου που είχε την φιλοδοξία να είναι σοβαρό
και που στην πραγματικότητα κατέγραψα στο χαρτί στην διάρκεια όλων αυτών των ετών.
Σε ολόκληρη την εποχή αυτή, όμως, ήμουν πράγματι –με μιαν έννοια– δεσμευμένος
με φιλολογικές δραστηριότητες.
Για να ξεκινήσω, υπήρχε το κατά παραγγελίαν υλικό που παρήγαγα γρήγορα, εύκολα
και δίχως πολύ ευχαρίστηση για τον εαυτό μου.
Εκτός από την δουλειά για το σχολείο, έγραφα «τυχαίους στίχους-vers d’ occasion»,
κωμικά ποιήματα που μπορούσα να τα βγάζω πέρα με μια ταχύτητα
που σήμερα μου φαίνεται εκπληκτική: στα 14 μου έγραψα ένα ολόκληρο έργο
με ομοιοκαταληξίες, μιμούμενος τον Αριστοφάνη –σε μιαν εβδομάδα περίπου–
και βοηθούσα στην έκδοση σχολικών περιοδικών, τόσο έντυπων όσο και χειρογράφων.
Αυτά τα περιοδικά ήταν το πιο ανάξιο, μπουρλέσκ υλικό που θα μπορούσατε να φανταστείτε
και προβληματίστηκα πολύ λιγότερο με αυτά
απ’ ό,τι θα προβληματιζόμουν τώρα ακόμα και με την πιο φτηνή δημοσιογραφία.
Παράπλευρα με όλα αυτά, όμως, για 15 ή περισσότερα χρόνια,
έφερνα εις πέρας μιαν άσκηση λογοτεχνική μιας ολότελα διαφορετικής μορφής: επρόκειτο για την ολοκλήρωση μιας διαρκούς «ιστορίας» γύρω από τον εαυτό μου,
ενός είδους ημερολόγιο που υπήρχε μόνο στο δικό μου μυαλό.
Πιστεύω αυτή είναι μια συνήθεια κοινή σε παιδιά και εφήβους.
Όταν ήμουν πολύ μικρό παιδί,
συνήθιζα να φαντάζομαι ότι ήμουν, ας πούμε, ο Ρομπέν των Δασών
και να σκέφτομαι τον εαυτό μου ως την απεικόνιση του ήρωα συναρπαστικών περιπετειών
αλλά, αρκετά σύντομα, η «ιστορία» μου έπαψε να είναι ναρκισσιστική
με έναν τρόπο ακατέργαστο, ακαλλιέργητο, δίχως να το προσέξω
και έγινε ολοένα και περισσότερο μια απλή περιγραφή
του τι έκανα και των πραγμάτων που έβλεπα.
Ανά διαστήματα, για κάποια λεπτά θα διαπερνούσε το κεφάλι μου αυτό το είδος πράγματος:
«Έσπρωξε διάπλατα ανοιχτή την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Μια κίτρινη αχτίδα φωτός,
που φιλτραρόταν μέσω των κουρτινών από μουσελίνα, έπεφτε γωνιακά στο τραπέζι
όπου βρισκόταν ένα μισανοιχτό κουτάκι σπίρτα, δίπλα στο μελανοδοχείο.
Με το δεξί χέρι στην τσέπη του, διέσχισε το δωμάτιο.
Κάτω στον δρόμο, μια γάτα με χρώμα χελωνοειδές κυνηγούσε ένα κομμένο φύλλο», κ.τ.λ., κ.τ.λ.
Αυτή η συνήθεια συνεχίστηκε, έως ότου ήμουν περίπου 25, σε όλα τα μη-λογοτεχνικά μου έτη.
Αν και έπρεπε να ψάχνω –και έψαχνα πράγματι– για τις σωστές λέξεις,
φαίνεται πως έκανα αυτήν την προσπάθεια περιγραφής σχεδόν ενάντια στην θέλησή μου, βρισκόμενος κάτω από μια μορφή εξωτερικής επιβολής.
Η «ιστορία» έπρεπε, υποθέτω, να αντικατόπτριζε
τα στυλ των διαφόρων συγγραφέων που θαύμαζα
σε διαφορετικές ηλικίες αλλά, απ’ όσο θυμάμαι, είχε πάντα την ίδια ποιότητα
λεπτομερούς περιγραφής.
Όταν ήμουν περίπου 16, ανακάλυψα ξαφνικά την απόλαυση των απλών λέξεων,
δηλαδή των ήχων και διασυνδέσεων των λέξεων.
Οι στίχοι από τον «Χαμένο Παράδεισο» –
Με δυσκολία, έτσι, τούτος και με κόπους σκληρούς So hee with difficulty and labour hard
Συνέχισε: με δυσκολία τούτος και κόπους Moved on: with difficulty and labour hee
που τώρα δεν μου φαίνονται τόσο υπέροχα θαυμάσιοι,
στέλνουν ρίγη να διατρέξουν την σπονδυλική μου στήλη·
και η προφορά «τούτος-hee» αντί για «αυτός-he» υπήρξε μια πρόσθετη απόλαυση.
Όσον αφορά την ανάγκη να περιγράφω πράγματα, ήξερα ήδη τα πάντα γι’ αυτήν.
Ήταν, λοιπόν, σαφές τι είδους βιβλία ήθελα να γράψω, στην έκταση
που θα μπορούσε να ειπωθεί πως εκείνη την εποχή ήθελα να γράψω βιβλία.
Ήθελα να γράψω τεράστιες νατουραλιστικές νουβέλλες με δυσάρεστο τέλος,
γεμάτες λεπτομερείς περιγραφές και συναρπαστικές μεταφορές
καθώς επίσης και γεμάτες με εξαίσια κομμάτια, οάσεις στα κείμενα,
στα οποία οι λέξεις να χρησιμοποιούνταν εν μέρει χάριν του προοδευτικού τους ήχου.
Και, στην πραγματικότητα, το πρώτο μου ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, «Μέρες
στην Βιρμανία», που έγραψα όταν ήμουν 30 ετών αλλά σχεδίαζα από πολύ νωρίτερα, μάλλον είναι τέτοιου είδους βιβλίο.
Παρέχω όλην αυτήν την παρασκηνιακή πληροφόρηση
διότι δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να εκτιμήσει τα κίνητρα ενός συγγραφέα
χωρίς να γνωρίζει κάτι για την πρώϊμη εξέλιξή του.
Το αντικείμενο με το οποίο θα ενασχοληθεί κρίνεται από την εποχή στην οποία ζει
–αυτό, τουλάχιστον, ισχύει σε ταραγμένες, επαναστατικές εποχές σαν την δική μας–
αλλά, πριν ακόμα ξεκινήσει να γράφει, έχει αποκτήσει μια συναισθηματική στάση
από την οποία ποτέ δεν θα ξεφύγει ολοκληρωτικά.
Είναι καθήκον του, αναμφίβολα, να πειθαρχήσει το ταμπεραμέντο του
και να αποφύγει να κολλήσει, ασχολούμενος διαρκώς
σε κάποιο πρώϊμο στάδιο ανωριμότητας, με μια διάθεση διαστροφής και διαστρέβλωσης·
εάν, όμως, ξεφύγει συλλήβδην από τις πρώτες του επιρροές,
θα έχει σκοτώσει την παρόρμησή του να γράψει.
Αν εξαιρεθεί η ανάγκη εξεύρεσης των εσόδων για να ζήσει,
υπάρχουν 4 μεγάλα κίνητρα για την συγγραφή
και ιδίως, σε κάθε περίπτωση, για να γραφεί πρόζα, πεζός λόγος.
Υπάρχουν σε διαφορετικούς βαθμούς και σε κάθε συγγραφέα –και οι αναλογίες θα ποικίλλουν από καιρού εις καιρόν σε κάθε συγγραφέα, σύμφωνα με την ατμόσφαιρα στην οποία ζει.
Αυτά είναι:
1.Καθαρός εγωϊσμός.
Επιθυμία να φαίνεσαι έξυπνος, να σε συζητούν, να σε θυμούνται μετά θάνατον, να πάρεις
το αίμα σου πίσω από τους μεγαλύτερους που σε σνόμπαραν στα παιδικά σου χρόνια, κ.τ.λ.
Είναι ανόητο να υποκρινόμαστε ότι αυτό δεν είναι κίνητρο –και, μάλιστα, ένα κίνητρο ισχυρό.
Οι συγγραφείς μοιράζονται αυτό το χαρακτηριστικό από κοινού
με τους επιστήμονες, τους καλλιτέχνες, τους πολιτικούς, τους δικηγόρους, τους επιτυχημένους
επιχειρηματίες –κοντολογίς, με όλην την αφρόκρεμα της ανθρωπότητας.
Η μεγάλη μάζα των ανθρωπίνων όντων δεν είναι εγωϊστική σε οξυμμένο βαθμό.
Ύστερα από την ηλικία των 30 ετών, περίπου, σχεδόν χάνουν το αισθητήριο να είναι άτομα
κατ’ οιονδήποτε τρόπο –και ζουν κυρίως για άλλους
ή, απλά, ασφυκτιούν σε συνθήκες σκληρής δουλείας.
Υπάρχει, όμως, και η μειοψηφία των χαρισματικών, θεληματικών ανθρώπων
που είναι αποφασισμένοι να ζήσουν έως τέλους την προσωπική τους ζωή
–και οι συγγραφείς ανήκουν σε αυτήν την τάξη.
2.Αισθητικός ενθουσιασμός.
Η αντίληψη της ομορφιάς στον εξωτερικό κόσμο
ή, από την άλλη πλευρά, στις λέξεις και στην σωστή τους τοποθέτηση.
Ευχαρίστηση από την απήχηση του κάθε ήχου στον άλλο,
από την συνεκτικότητα μιας καλής πρόζας ή του ρυθμού μιας καλής ιστορίας.
Επιθυμία να μοιραστεί κανείς μιαν εμπειρία που νοιώθει
ότι είναι πολύτιμη και δεν θα έπρεπε να χαθεί.
Το αισθητικό κίνητρο είναι πολύ ασθενές σε πολλούς συγγραφείς
αλλά ακόμα και ένας φυλλαδιογράφος ή γραφέας τυποποιημένων βιβλίων
θα έχει αγαπημένες λέξεις και φράσεις που τον ελκύουν για λόγους μη-ωφελιμιστικούς
ή μπορεί να διακατέχεται από ισχυρή συμπάθεια για την τυπογραφία,
το εύρος των περιθωρίων κ.τ.λ.
Πάνω από το όριο ενός οδηγού για τα δρομολόγια τραίνων,
κανένα βιβλίο δεν είναι εντελώς ελεύθερο από αισθητικούς υπολογισμούς.
3.Ιστορική παρόρμηση.
Επιθυμία να δεις τα πράγματα όπως είναι,
να ανακαλύψεις τα πραγματικά γεγονότα
και να τα αρχειοθετήσεις για μεταγενέστερη χρήση.
4.Πολιτική σκοπιμότητα.
–με την λέξη «πολιτική» να χρησιμοποιείται με την ευρύτερη δυνατήν έννοια.
Επιθυμία να ωθήσεις τον κόσμο σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση,
να αλλάξεις τις ιδέες των άλλων ανθρώπων
για το είδος της κοινωνίας που θα έπρεπε να επιδιώκουν.
Για μια ακόμη φορά, κανένα βιβλίο δεν είναι πραγματικά ελεύθερο
από πολιτικές προκαταλήψεις.
Η άποψη ότι η τέχνη δεν θα έπρεπε να έχει καμιά σχέση με την πολιτική
είναι και η ίδια μια πολιτική στάση.
Μπορεί, τώρα, να διαπιστώσει κανείς πως αυτές οι ποικίλες παρορμήσεις πρέπει να πολεμούν
η μια την άλλη και πως πρέπει να μεταβάλλονται διαρκώς από άτομο σε άτομο
και από καιρού εις καιρόν.
Εκ φύσεως –θεωρώντας ως «φύση σου» το στάτους που έχεις κατορθώσει να αποκτήσεις
στα πρώτα σου νιάτα– είμαι ένα άτομο
στο οποίο τα 3 πρώτα κίνητρα θα υπερτερούσαν του τετάρτου.
Σε μιαν ειρηνική εποχή θα μπορούσα να είχα γράψει θελκτικά ή περιγραφικά μόνο βιβλία
και θα μπορούσα να είχα μείνει σχεδόν αδαής για την πολιτική μου αφοσίωση.
Όπως είναι τα πράγματα, έχω καταναγκαστεί να γίνω ένα είδος φυλλαδογράφου.
Αρχικά ανάλωσα 5 χρόνια σε ένα επάγγελμα που δεν μου ταίριαζε
(στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία της Βιρμανίας)
και, κατόπιν, υπέστην την φτώχεια και είχα την εμπειρία του αισθήματος της αποτυχίας.
Αυτό αύξησε το φυσικό μίσος που είχα προς την εξουσία
και με κατέστησε για πρώτη φορά ολοκληρωτικά ενήμερο
για την ύπαρξη των εργατικών τάξεων
ενώ η δουλειά στην Βιρμανία μου έδωσε την δυνατότητα να κατανοήσω μερικώς
την φύση του ιμπεριαλισμού:
αυτές οι εμπειρίες, όμως, δεν ήταν αρκετές για να μου προσδώσουν
έναν ακριβή πολιτικό προσανατολισμό.
Μετά ήρθε ο Χίτλερ, ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, κ.τ.λ.
Έως τα τέλη του 1935 εξακολουθούσα ακόμα να μην μπορώ να φθάσω
σε μιαν κατασταλαγμένη κρίση.
Θυμάμαι ένα μικρό ποιήμα που έγραψα την εποχή εκείνη
και εξέφραζε το προσωπικό μου δίλημμα:
Παπάς πριν 200 χρόνια
χαρωπός θα μπορούσα να ήμουν
να κηρύττω για του κόσμου την συντέλεια
και να βλέπω τις καρυδιές μου ν’ ανθίζουν
Γεννημένος, όμως, αλίμονο, σε φαύλη εποχή
έχασα αυτήν την ευτυχισμένη, παραδεισένια εστία
γιατί στα χείλη μου φύτρωσε το χνούδι
και οι ιερείς, βλέπετε, είναι στην εντέλεια ξυρισμένοι
Οι καιροί ήταν ωραίοι λίγο πιο μετά
Ήταν πανεύκολο να χαρούμε
Διώχναμε τα προβλήματα μακριά
για να κοιμηθούμε στων δένδρων τις φυλλωσιές
Εντελώς αδαείς ν’ απολαμβάνουμε τολμούσαμε
τις χαρές που σήμερα αποδιώχνουμε·
Στο κλαδί της μηλιάς τα’ αηδόνια
θα ‘κάναν τους εχθρούς να τρέμουν αιώνια
Των θηλυκών οι γαστέρες και τα βερίκοκκα
που κυλούν σ’ ένα σκοτεινό ρεύμα
Άλογα και πάπιες που την αυγή πετούν
Όνειρο είν’ όλα
Τα όνειρα πλέον απαγορεύονται·
πληγώνουμε ή κρύβουμε την χαρά μας:
από ατσάλι χρωμίου φτιάχνονται τώρα τ’ άλογά μας
και μικροί βομβιστές θα τα καβαλικέψουν
Είμαι το σκουλήκι που ποτέ δεν μεταμορφώθηκε,
ο ευνούχος χωρίς χαρέμι,
μεταξύ του ιερέα γιόγκι και του κομισσάριου περπατώ
σαν τον δάσκαλο που συνελήφθη μέσα στην τάξη για δολοφονία
Και ο κομμισσάριος μου λέει την μοίρα μου
ενώ το ραδιόφωνο παίζει
αλλά ο ιερέας μου υπόσχεται έναν έβδομο ουρανό
γιατί ο Θεούλης πάντοτε το ξεπληρώνει
Ονειρεύτηκα να κατοικώ
σε μαρμαρένια αλώνια
και ξύπνησα για να δω ότι ήταν αλήθεια·
Δεν γεννήθηκα για μιαν εποχή σαν αυτή-
ο Σμιθ ήταν; ο Τζόουνς ήταν; ΕΣΥ ΗΣΟΥΝ;
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος και άλλα γεγονότα του 1936-37 βάρυναν την ζυγαριά,
άλλαξαν την ιστορία και από τότε και μετά ήξερα που στεκόμουν.
Κάθε γραμμή σοβαρού έργου που έχω γράψει μετά το 1936
έχει γραφτεί, ευθέως ή εμμέσως, κατά του ολοκληρωτισμού
και υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού,
όπως εγώ το κατανοώ κατά την κρίση μου.
Μου φαίνεται πως δεν έχει νόημα, σε μιαν περίοδο σαν την δική μας, να νομίζει κανείς
ότι μπορεί να αποφύγει να γράφει για τέτοια ζητήματα.
Όλοι γράφουν για αυτά, με την μια ή με την άλλη μορφή.
Πρόκειται απλά για ζήτημα ποια πλευρά παίρνει κανείς και ποια προσέγγιση ακολουθεί.
Και όσο περισσότερο κανείς έχει συνείδηση των πολιτικών του προκαταλήψεων,
τόσο περισσότερη ελπίδα έχει για να δρα πολιτικά,
δίχως να θυσιάζει την αισθητική του και διανοητική του ακεραιότητα.
Αυτό που ήθελα περισσότερο να κάνω στην διάρκεια των προηγουμένων 10 ετών
είναι να κάνω το πολιτικό γράψιμο τέχνη, να το μεταμορφώσω σε τέχνη.
Το σημείο απ’ όπου ξεκινώ είναι πάντα ένα συναίσθημα
«μοναχικής εξέγερσης-partisanship»,
μια αίσθηση αδικίας.
Όταν καθήσω για να γράψω ένα βιβλίο, δεν λέω στον εαυτό μου
«πρόκειται να παράγω ένα έργο τέχνης».
Το γράφω επειδή υπάρχει κάποιο ψεύδος, κάποια πλάνη που θέλω να αποκαλύψω,
κάποιο γεγονός προς το οποίο θέλω να προσελκύσω την προσοχή
–και το πρωταρχικό μου ενδιαφέρον είναι να επιτύχω να ακουστώ.
Δεν θα μπορούσα, όμως, να φέρω εις πέρας το έργο συγγραφής ενός βιβλίου
ή έστω κι ενός μακροσκελούς άρθρου σε περιοδικό
εάν δεν υπήρχε, επιπλέον, και μια εμπειρία αισθητική.
Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται να εξετάσει το έργο μου, θα διαπιστώσει
ότι ακόμα και όταν αποτελεί ευθεία προπαγάνδα
περιέχει πολλά πράγματα που ένας επαγγελματίας πολιτικός θα θεωρούσε άσχετα.
Δεν μπορώ και δεν θέλω να εγκαταλείψω ολότελα την κοσμοθεωρία
που απέκτησα στην παιδική μου ηλικία.
Για όσο καιρό παραμένω ζωντανός και υγιής,
θα συνεχίσω να διατηρώ ισχυρά συναισθήματα για το στυλ του πεζού λόγου,
να αγαπώ την επιφάνεια της γης
και να απολαμβάνω ευχαρίστως τα στέρεα αντικείμενα και το άχρηστο πληροφοριακό υλικό.
Δεν έχει νόημα να προσπαθώ να καταπιέζω αυτό το πλευρό μου.
Το καθήκον μου είναι να συμβιβάσω τις κεκτημένες και αγαπημένες μου
συμπάθειες και αντιπάθειες
με τις ουσιαστικά δημόσιες, μη-ατομικές δραστηριότητες
που η εποχή αυτή επιβάλλει σε όλους μας.
Δεν είναι εύκολο.
Εγείρει προβλήματα δομής και γλώσσας –και δημιουργεί
με έναν νέο τρόπο το ζήτημα της επαλήθευσης της αλήθειας.
Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα μόνον παράδειγμα
της πιο ωμής μορφής με την οποία υψώνεται εκ νέου αυτό το είδος δυσκολίας:
το βιβλίο μου για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, «Φόρος Τιμής στην Καταλωνία»,
είναι, φυσικά, ένα ειλικρινώς πολιτικό βιβλίο αλλά, κυρίως, είναι γραμμένο με κάποια αποστασιοποίηση και με κάποιον σεβασμό προς το σχήμα και την μορφή.
Προσπάθησα, πραγματικά πολύ σκληρά, να πω σε αυτό την αλήθεια ολόκληρη,
δίχως να παραβιάσω το λογοτεχνικό μου ένστικτο.
Μεταξύ άλλων, ωστόσο, συμπεριλαμβάνει ένα μακροσκελές κεφάλαιο
(γεμάτο από δηλώσεις σε εφημερίδες και παρόμοιο υλικό)
που υπεραμύνεται των Τροτσκιστών που κατηγορούνταν για συνωμοσία με τον Φράνκο.
Σαφώς ένα τέτοιο κεφάλαιο –το οποίο, ύστερα από 1 ή 2 χρόνια θα έχανε το ενδιαφέρον του από πλευράς κάθε συνήθους αναγνώστη– θα πρέπει να κατέστρεφε το βιβλίο.
Ένας κριτικός, τον οποίο σέβομαι, μου έκανε για αυτό κήρυγμα.
«Γιατί έβαλες μέσα όλο αυτό το υλικό;» είπε.
«Μετέστρεψες σε δημοσιογραφία ό,τι θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο επιτυχημένο».
Αυτά που μου είπε ήταν αλήθεια αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά,
διότι έτυχε να γνωρίζω ό,τι ελάχιστοι άνθρωποι στην Αγγλία επιτρεπόταν να ξέρει,
ότι αθώοι κατηγορούνταν ψευδώς.
Εάν δεν ήμουν οργισμένος με αυτό, ποτέ δεν θα έπρεπε να είχα γράψει το βιβλίο.
Με την μια ή με την άλλη μορφή, αυτό το πρόβλημα επανεμφανίζεται.
Το πρόβλημα της γλώσσας υφέρπει ακόμα περισσότερο
και θα έπαιρνε πολύ χρόνο για να συζητηθεί.
Θα πω μόνον ότι τα τελευταία χρόνια επιχείρησα να γράψω λιγότερο αναπαραστατικά
και με περισσότερη ακρίβεια.
Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνω ότι μέχρι την στιγμή αυτή
που έχεις τελειοποιήσει το όποιο είδος γραφής, το έχεις πάντοτε αναπτύξει υπερβολικώς.
«Η Φάρμα των Ζώων» ήταν το πρώτο βιβλίο στο οποίο προσπάθησα,
με πλήρη συνείδηση του τι έκανα,
να συντήξω την πολιτική σκοπιμότητα και την καλλιτεχνική πρόθεση σε ένα ενιαίο σύνολο.
Δεν έχω γράψει μυθιστόρημα εδώ και 7 χρόνια
αλλά ελπίζω να γράψω άλλο ένα, σχετικά σύντομα.
Πρόκειται να αποτύχει, κάθε βιβλίο είναι μια αποτυχία
αλλά δεν γνωρίζω με κάποιαν ορισμένη ευκρίνεια τι είδους βιβλίο θέλω να γράψω.
Κοιτάζοντας πίσω στις τελευταίες 1-2 σελίδες, βλέπω
ότι έκανα να φαίνεται λες και τα κίνητρα γραφής μου εμπνέονταν εντελώς
από την διάθεσή μου να κάνω το καλό για τον λαό.
Δεν θέλω να αφήσω αυτό ως την τελική εντύπωση.
Όλοι οι συγγραφείς είναι αυτάρεσκοι, εγωϊστές και τεμπέληδες
και στα έσχατα βάθη των κινήτρων τους
«ἐνθάδε κεῖται» ένα μυστήριο.
Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι μια τρομακτική, εξουθενωτική μάχη
σαν την διαρκή ακμή μιας οδυνηρής ασθένειας.
Κανείς ποτέ δεν θα αναλάμβανε κάτι
τέτοιο εάν δεν καθοδηγείτο από κάποιον δαίμονα
στον οποίο δεν μπορεί ούτε να αντισταθεί ούτε να δώσει ερμηνεία.
Διότι το μόνο που ξέρει είναι ότι αυτός ο δαίμων
είναι απλώς το ίδιο ένστικτο που κάνει ένα μωρό να λυσσομανά για να το προσέξουν.
Κι όμως, είναι επίσης αλήθεια ότι δεν μπορεί να γράψει κανείς κάτι άξιο να διαβαστεί
εκτός εάν μάχεται διαρκώς να απαλείψη από το πρόσωπό του την ατομική του προσωπικότητα.
Ο καλός ο λόγος ο πεζός είναι σαν έναν καθρέφτη αντικατοπτρισμών.
Δεν μπορώ με βεβαιότητα να πω ποια από τα κινήτρα που με υποκινούν
είναι τα ισχυρότερα αλλά ξέρω ποια από αυτά αξίζει να ακολουθήσει κανείς.
Και κάνοντας έναν απολογισμό του έργου μου, βλέπω ότι
πάντα όταν δεν είχα πολιτική σκοπιμότητα έγραψα άψυχα βιβλία
και προδόθηκα από τις οάσεις στα κείμενα, τις προτάσεις δίχως νόημα, τα κοσμητικά επίθετα
–και την ανοησία, εν γένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου