Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ
1947
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό -που πρέπει να συνδυαστεί με τα άρθρα του «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» και «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ»- γράφτηκε από τον Τζωρτζ Όργουελ με τον τίτλο KOLGHOSP TVARYN
ειδικά για τον Ihor Szewczenko ο οποίος είχε ζητήσει να μεταφράσει το βιβλίο
«Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» στην Ουκρανική γλώσσα. Το κείμενο στα αγγλικά έχει χαθεί.
Ο Όργουελ πλήρωσε ο ίδιος το κόστος παραγωγής της έκδοσης στην Ρωσσική
ενώ επέμενε να μην λαμβάνει έσοδα από τις εκδόσεις στην Ρωσσική.
Το δοκίμιο απευθύνεται προς Ουκρανούς που ζούσαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
στα στρατόπεδα εκτοπισμένων της Γερμανίας υπό Αγγλική και Αμερικανική διοίκηση.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν υπέρ της Ρωσσικής Επανάστασης αλλά είχαν μεταστραφεί και ήταν εναντίον «του αντεπαναστατικού Βοναπαρτισμού του Στάλιν» και κατά της «εθνικιστικής εκμετάλλευσης του Ουκρανικού λαού από την Ρωσσία». Ήταν απλοί άνθρωποι, ημιμαθείς που όμως διάβαζαν πολύ, χωρικοί και εργάτες.
Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos
Μου ζήτησαν να γράψω έναν πρόλογο για την μετάφραση της «Φάρμας των Ζώων» στην Ουκρανική γλώσσα.
Είμαι ενήμερος πως γράφω για αναγνώστες για τους οποίους δεν γνωρίζω τίποτε αλλά, επίσης, πως και αυτοί μάλλον δεν είχαν ποτέ την παραμικρότερη ευκαιρία να μάθουν ο,τιδήποτε για εμέναν.
Στην εισαγωγή αυτή το πιθανότερο είναι πως αυτοί θα περιμένουν από εμέναν να πω κάτι για τον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκε η «Φάρμα των Ζώων», όμως θα ήθελα πρώτα να πω κάτι για εμένα και για τις εμπειρίες κάτω από τις οποίες κατέληξα στην πολιτική μου θέση.
Γεννήθηκα στην Ινδία το 1903.
Ο πατέρας μου ήταν αξιωματούχος της αγγλικής διοίκησης εκεί ενώ η οικογένειά μου ήταν μια από αυτές τις συνηθισμένες οικογένειες στρατιωτών, ιερέων, κυβερνητικών επισήμων, δασκάλων, δικηγόρων, γιατρών κ.τ.λ. της μεσαίας τάξεως.
Σπούδασα στο Ήτον, το πιο ακριβό και σνομπ Δημόσιο Σχολείο (αυτά δεν είναι δημόσια «εθνικά σχολεία» της Αγγλίας αλλά κάτι το εντελώς αντίθετο: ακανόνιστα εξαπλωμένες, αποκλειστικές
και πανάκριβες σχολές όπου κατοικούν ενήλικοι. Έως πρόσφατα δεν δέχονταν σχεδόν κανέναν
εκτός από τους γιους πλούσιων αριστοκρατικών οικογενειών. Ήταν το όνειρο των «νεόπλουτων-nouveau riche» τραπεζιτών του 19ου αιώνα να προωθήσουν τους γιους τους σε ένα Δημόσιο Σχολείο.
Σε τέτοιες σχολές, η μεγαλύτερη έμφαση δίδεται στα σπορ, τα οποία διαμορφώνουν –θα ‘λεγε κανείς– μια άτεγκτη εμφάνιση λόρδου τζέντλμαν. Μεταξύ των σχολών αυτών, το Ήτον είναι ιδιαιτέρως φημισμένο. Αναφέρεται να έχει πει ο Ουέλλιγκτων ότι η νίκη στο Βατερλώ καταστρώθηκε
στον στίβο αθλοπαιδιών του Ήτον. Δεν πάει και πολύ καιρός από τότε που μια συντριπτική
πλειοψηφία των ανθρώπων που κυβέρνησαν, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, την Αγγλία
προέρχονταν από τα Δημόσια Σχολεία).
Είχα φτάσει, όμως, εκεί αποκλειστικά μέσω μιας υποτροφίας∙ ειδάλλως, ο πατέρας μου δεν θα μπορούσε να διαθέσει τα μέσα ώστε να με στείλει σε ένα σχολείο αυτού του τύπου.
Αφού άφησα το σχολείο (δεν είχα κλείσει ούτε τα 20 τότε) πήγα σύντομα στην Βιρμανία
και κατετάγην στην Αυτοκρατορική Ινδική Αστυνομία. Ήταν ένοπλη Αστυνομία, ένα είδος χωροφυλακής-gendarmerie πολύ παρόμοιας με την Ισπανική Πολιτική Φρουρά-Guardia Civil
ή την Γαλλική Επιστρατευμένη Φρουρά-Garde Mobile.
Έμεινα εν υπηρεσία 5 χρόνια. Δεν μου ταίριαζε –και με έκανε να σιχαθώ τον ιμπεριαλισμό,
αν και την εποχή εκείνη τα εθνικιστικά αισθήματα στην Βιρμανία δεν είχαν βγει στην επιφάνεια
και οι σχέσεις μεταξύ των Άγγλων και των Βιρμανών δεν ήταν ιδιαιτέρως εχθρικές.
Όταν έφυγα για την Αγγλία το 1927, παραιτήθηκα από την υπηρεσία και αποφάσισα
να γίνω συγγραφέας: στην αρχή δίχως οποιαδήποτε ιδιαίτερη επιτυχία.
Το 1928-29 έζησα στο Παρίσι και έγραψα μικρές ιστορίες και νουβέλες
που κανείς δεν θα τύπωνε (τις έχω, έκτοτε, καταστρέψει όλες).
Τα επόμενα χρόνια έζησα κυρίως μεροδούλι-μεροφάϊ και, σε αρκετές περιστάσεις, ένιωσα τι θα πει πείνα. Μόνο από το 1934 και μετά κατέστην ικανός να ζω από τα οικονομικά έσοδα της συγγραφής.
Στο ενδιάμεσο, είχα ζήσει –για συνεχόμενους μήνες, μερικές φορές– μεταξύ των εξαθλιωμένων
και ημιεγκληματικών στοιχείων που κατοικούν στα χειρότερα τμήματα των πιο φτωχικών τετραγώνων
ή καταφεύγουν στους δρόμους ζητιανεύοντας και κλέβοντας. Εκείνη την εποχή συνδέθηκα μαζί τους μέσω της έλλειψης χρημάτων αλλά, αργότερα, ο τρόπος ζωής τους προσήλκυσε αφ’ εαυτού το ενδιαφέρον μου. Ξόδεψα πολλούς μήνες (πιο συστηματικά, την φορά αυτή) για να μελετήσω τις συνθήκες ζωής των ανθρακορύχων της Βορείου Αγγλίας.
Έως το 1930 ολωσδιόλου δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ως Σοσιαλιστή. Στην πραγματικότητα,
δεν είχα ακόμα καθόλου κατασταλαγμένες και ξεκάθαρα καθορισμένες πολιτικές αντιλήψεις.
Έγινα υποστηρικτής του Σοσιαλισμού περισσότερο εξαιτίας της αηδίας που ένιωθα για τον τρόπο
με τον οποίο το πιο φτωχό κομμάτι των βιομηχανικών εργατών καταδυναστευόταν και αγνοούνταν
παρά χάρη σε οποιονδήποτε θεωρητικό θαυμασμό
για μια σχεδιασμένη και ελεγχόμενη οικονομία.
Το 1936 παντρεύτηκα, Την ίδια εβδομάδα, σχεδόν, ξέσπασε στην Ισπανία ο Εμφύλιος Πόλεμος.
Η γυναίκα μου κι εγώ θέλαμε αμφότεροι να πάμε στην Ισπανία και να πολεμήσουμε
υπέρ της Ισπανικής κυβέρνησης.
Σε 6 μήνες, αμέσως μόλις τελείωσα το βιβλίο που έγραφα, ήμασταν έτοιμοι.
Στην Ισπανία έμεινα σχεδόν 6 μήνες στο μέτωπο της Αραγωνίας έως ότου στην Χουέσκα
ένας φασίστας ελεύθερος σκοπευτής με πυροβόλησε και η σφαίρα διαπέρασε τον λαιμό μου.
Στα πρώτα στάδια του πολέμου, οι ξένοι ήταν παντελώς ανενημέρωτοι για τις εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων πολιτικών κομμάτων που υποστήριζαν την Κυβέρνηση.
Μέσα από μια σειρά ατυχών γεγονότων, δεν κατετάγην στην Διεθνή Ταξιαρχία όπως η πλειοψηφία
των αλλοδαπών αλλά στην πολιτοφυλακή του ΕΜΕΚ (POUM) –δηλαδή, των Ισπανών Τροτσκιστών.
Έτσι, στα μέσα του 1937, όταν οι Κομμουνιστές κέρδισαν τον έλεγχο (ή τον μερικό έλεγχο)
της Ισπανικής Κυβέρνησης και ξεκίνησαν να καταδιώκουν τους Τροτσκιστές,
βρεθήκαμε ανάμεσα στα θύματα.
Σταθήκαμε πολύ τυχεροί που βγήκαμε ζωντανοί από την Ισπανία, δίχως ούτε
μια φορά καν να έχουμε συλληφθεί.
Πολλοί από τους φίλους μας είχαν πυροβοληθεί ενώ άλλοι πέρασαν πολύ καιρό στην φυλακή
ή απλά εξαφανίστηκαν.
Αυτά τα ανθρωποκυνηγητά στην Ισπανία συνεχίζονταν την ίδια στιγμή που εξελίσσονταν και οι μεγάλες εκκαθαριστικές διώξεις στην Ρωσσία –και αποτελούσαν, κατά κάποιον τρόπο, το συμπλήρωμά τους.
Στην Ισπανία, όπως εξάλλου και στην Ρωσσία, η φύση των κατηγοριών
(και, ειδικότερα, η συνωμοσία με τους Φασίστες) ήταν η ίδια ενώ, όσον αφορά την Ισπανία,
είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι οι κατηγορίες ήταν ψευδείς.
Η εμπειρία όλων αυτών αποτέλεσε ένα πολύτιμο αντικειμενικό μάθημα: με δίδαξε πόσο εύκολα
η ολοκληρωτική προπαγάνδα μπορεί να ελέγχει τις απόψεις
των πεφωτισμένων ανθρώπων σε δημοκρατικές χώρες.
Η σύζυγός μου κι εγώ είδαμε και οι δυο αθώους ανθρώπους να πετιούνται στην φυλακή
απλά επειδή ήταν ύποπτοι ανορθοδοξίας.
Και όμως, όταν επιστρέψαμε στην Αγγλία, βρήκαμε πολυάριθμους ευαισθητοποιημένους
και ενημερωμένους παρατηρητές να πιστεύουν τις πλέον φανταστικές διαδόσεις
(περί συνωμοσιών, προδοσίας και σαμποτάζ) που ανέφερε ο Τύπος για τις Δίκες της Μόσχας.
Και έτσι κατάλαβα, πιο καθαρά από ποτέ, την αρνητική επιρροή του Σοβιετικού Μύθου
στο Δυτικό Σοσιαλιστικό Κίνημα.
Εδώ, όμως, πρέπει να κάνω μια παύση για να περιγράψω την στάση μου
απέναντι στο Σοβιετικό Καθεστώς.
Δεν έχω επισκεφθεί ποτέ την Ρωσσία και οι γνώσεις μου αποτελούνται μόνον εξ όσων
μπορούν να μαθευτούν από την ανάγνωση βιβλίων και εφημερίδων.
Ακόμα και αν είχα την εξουσία, δεν θα ευχόμουν να παρέμβω στις εσωτερικές υποθέσεις των Σοβιέτ: δεν θα καταδίκαζα τον Στάλιν και τους συνεργάτες τους απλά για τις βάρβαρες και αντιδημοκρατικές μεθόδους τους. Μπορεί, κάλλιστα –ακόμα και αν είχαν τις καλύτερες προθέσεις– να μην μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, ήταν υψίστης σημασίας για εμένα να μπορέσουν οι άνθρωποι
στην Δυτική Ευρώπη να δουν το Σοβιετικό Καθεστώς ως αυτό που πραγματικά ήταν.
Από το 1930 είχα δει ελάχιστες αποδείξεις ως προς το ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. προχωρούσε προοδευτικά
προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει ειλικρινά ως Σοσιαλισμό.
Αντιθέτως, έγινα αποδέκτης ξεκάθαρων σημείων που προοιωνίζονταν ότι η Ρωσσία μεταμορφώνεται
σε μιαν ιεραρχική κοινωνία, στην οποία οι κυβερνώντες ηγέτες δεν έχουν κανέναν παραπάνω λόγο
για να παραδώσουν την εξουσία τους σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη τάξη που ασκεί την εξουσία.
Εξάλλου, οι εργάτες και η ιντελλιγκέντσια, σε μια χώρα όπως η Αγγλία, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. του σήμερα είναι ολωσδιόλου διαφορετική απ’ ό,τι ήταν το 1917.
Αυτό συμβαίνει εν μέρει διότι δεν θέλουν να το καταλάβουν (δηλαδή, επιθυμούν να πιστεύουν
πως κάπου υπάρχει πράγματι μια αληθινά Σοσιαλιστική χώρα) και εν μέρει διότι, όντας συνηθισμένοι
στην σχετική ελευθερία
και μετριοπάθεια της δημόσιας ζωής, ο ολοκληρωτισμός τους είναι εντελώς ακατανόητος.
Ωστόσο, πρέπει κανείς να κρατά στην μνήμη του ότι και η Αγγλία δεν είναι εντελώς δημοκρατική.
Είναι, επίσης, μια χώρα καπιταλιστική με μεγάλα ταξικά προνόμια και με μεγάλες διαφορές στον πλούτο (ακόμα και τώρα, ύστερα από έναν πόλεμο που έτεινε να εξισώσει τους πάντες).
Εν τούτοις, όμως, πρόκειται για μια χώρα
στην οποία οι άνθρωποι έχουν ζήσει μαζί για αρκετές εκατοντάδες χρόνια δίχως σημαντικές διενέξεις,
στην οποία οι νόμοι είναι σχετικά δίκαιοι
και όπου τα στατιστικά στοιχεία μπορούν σχεδόν διαρκώς
να γίνονται πιστευτά καθώς και –τελευταίο αλλά όχι έσχατο–
για μια χώρα στην οποία το να έχεις και να εκφράζεις μειοψηφικές απόψεις
δεν εμπεριέχει κανέναν κίνδυνο να χάσεις την ζωή σου.
Ζώντας σε μια τέτοιαν ατμόσφαιρα, ο άνθρωπος στον δρόμο
δεν έχει καμιά πραγματική κατανόηση
για πράγματα όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι μαζικές εκτοπίσεις, οι συλλήψεις άνευ δίκης,
η λογοκρισία του Τύπου κ.τ.λ.
Ό,τι διαβάζει για μια χώρα όπως η Ε.Σ.Σ.Δ. μεταφράζεται αυτομάτως
σε αγγλικούς όρους
ενώ αποδέχεται εντελώς αθώα τα ψέματα της ολοκληρωτικής προπαγάνδας.
Έως το 1939 και ακόμη πιο πριν, η πλειοψηφία του αγγλικού λαού ήταν αδύνατο να εκτιμήσουν
την πραγματική φύση
του καθεστώτος των Ναζί στην Γερμανία ενώ, τώρα, με το Σοβιετικό καθεστώς
εξακολουθούν να βρίσκονται κατά μεγάλο ποσοστό
κάτω από το ίδιο είδος πλάνης.
Αυτό έχει προκαλέσει μεγάλη ζημία στο σοσιαλιστικό κίνημα της Αγγλίας
και είχε σοβαρές επιπτώσεις στην αγγλική εξωτερική πολιτική.
Πράγματι, κατά την γνώμη μου, τίποτε δεν έχει συντελέσει τόσο πολύ
στην διαστρέβλωση της πρωτογενούς και αυθεντικής ιδέας του Σοσιαλισμού
όσο η πεποίθηση πως η Ρωσσία είναι μια σοσιαλιστική χώρα
και πως κάθε πράξη των ηγετών της πρέπει να συγχωρείται, αν όχι να βρίσκει μιμητές.
Έτσι, λοιπόν, στα 10 χρόνια που πέρασαν, πείστηκα ότι η αποδόμηση του Σοβιετικού μύθου
ήταν ουσιώδης εάν θέλαμε μιαν αναβίωση του Σοσιαλιστικού Κινήματος.
Επιστρέφοντας από την Ισπανία, σκέφθηκα να εκθέσω και να αποκαλύψω τον Σοβιετικό μύθο
σε μιαν ιστορία που θα μπορούσε να γίνει εύκολα κατανοητή σχεδόν από τον καθέναν
και που θα μπορούσε εύκολα να μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες.
Ωστόσο, οι πραγματικές λεπτομέρειες της ιστορίας δεν μου έρχονταν στο μυαλό για αρκετό καιρό
ώσπου μια μέρα (έμενα τότε σε ένα μικρό χωριό) είδα ένα μικρό αγόρι, ίσως 10 ετών,
να οδηγεί ένα τεράστιο άλογο
μέσα από ένα στενό μονοπάτι και να το δέρνει με μαστίγιο όποτε αυτό επιχειρούσε να στρίψει.
Μου ήρθε η ιδέα ότι μακάρι να αποκτούσαν τέτοια ζώα
επίγνωση της δύναμής τους
ώστε να μην ασκούμε πάνω τους οποιαδήποτε εξουσία
καθώς και ότι οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τα ζώα με τον ίδιο, εν πολλοίς, τρόπο
όπως οι πλούσιοι εκμεταλλεύονται το προλεταριάτο.
Προχώρησα στην ανάλυση της θεωρίας του Μαρξ
από την οπτική πλευρά των ζώων.
Για αυτά, ήταν ξεκάθαρο ότι η έννοια της ταξικής πάλης μεταξύ των ανθρώπων ήταν σκέτη πλάνη εφόσον, όποτε ήταν γι’ αυτούς αναγκαίο να εκμεταλλευθούν τα ζώα,
όλοι οι άνθρωποι ενώνονταν κατά των ζώων: η αληθινή πάλη διεξάγεται μεταξύ ζώων και ανθρώπων.
Από αυτό το σημείο εκκίνησης, δεν ήταν δύσκολο να επεξεργαστώ λεπτομερώς την ιστορία.
Δεν την ολοκλήρωσα ως το 1943 διότι είχα πάντα δεσμευθεί
σε άλλες δουλειές που δεν μου άφηναν καθόλου χρόνο∙
και, στο τέλος, συμπεριέλαβα ορισμένα γεγονότα (για παράδειγμα, την Διάσκεψη της Τεχεράνης)
τα οποία ελάμβαναν χώρα ενώ εγώ έγραφα.
Άρα, το βασικό περίγραμμα της ιστορίας ήταν στον νου μου για μια περίοδο άνω των 6 ετών
πριν πραγματικά τελειώσει η συγγραφή της.
Δεν θα ήθελα να σχολιάσω το έργο∙ εάν δεν μιλά από μόνο του, είναι αποτυχία.
Θα ήταν καλό, όμως, να δώσω έμφαση σε δύο σημεία:
πρώτον, ότι –αν και τα διάφορα επεισόδια λαμβάνονται από την πραγματική ιστορία
της Ρωσσικής Επαναστάσεως– η περιγραφή τους γίνεται σχηματικά
ενώ η χρονολογική τους σειρά έχει μεταβληθεί∙
αυτό κατέστη απαραίτητο για την συμμετρία της ιστορίας.
Το δεύτερο σημείο διέφυγε από τους περισσότερους κριτικούς,
πιθανόν επειδή δεν του έδωσα αρκετή έμφαση: ένας αριθμός αναγνωστών μπορεί να τελειώσει το βιβλίο με την εντύπωση ότι αυτό ολοκληρώνεται με την ολοσχερή συμφιλίωση
των γουρουνιών και των ανθρώπων.
Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου∙
αντιθέτως, είχα κατά νου την πρόθεση να ολοκληρωθεί με μια ισχυρή νότα διαφωνίας
διότι το έγραψα αμέσως μετά την Διάσκεψη της Τεχεράνης,
για την οποία όλοι νόμιζαν πως είχε παγιώσει τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ της Ε.Σ.Σ.Δ. και της Δύσης.
Προσωπικά δεν πίστεψα ότι τόσο καλές σχέσεις θα διαρκούσαν για πολύ∙
και, όπως έχουν αποδείξει τα γεγονότα, δεν ήμουν πολύ λάθος.
Δεν ξέρω τι περισσότερο χρειάζεται να προσθέσω.
Εάν κανείς ενδιαφέρεται για προσωπικές λεπτομέρειες, θα έπρεπε να προσθέσω ότι είμαι χήρος
με έναν γιο σχεδόν 3 ετών, ότι εξ επαγγέλματος είμαι συγγραφέας
και ότι από την αρχή του πολέμου εργάστηκα, κατά κύριο λόγο, ως δημοσιογράφος.
Η περιοδική έκδοση στην οποία συνεισφέρω κείμενα με πιο σταθερούς ρυθμούς είναι η «TRIBUNE», μια εβδομαδιαία εφημερίδα που αντιπροσωπεύει, γενικά μιλώντας, την αριστερή πτέρυγα
του Εργατικού Κόμματος.
Τα ακόλουθα βιβλία μου θα ενδιέφεραν ίσως περισσότερο τον συνηθισμένο αναγνώστη (κάθε αναγνώστης αυτού του κειμένου θα έπρεπε να βρει αντίγραφά τους):
«Μέρες της Μπούρμα» (μια ιστορία για την Βιρμανία),
«Φόρος Τιμής στην Καταλωνία» (που πηγάζει από τις εμπειρίες μου στον Ισπανικό Εμφύλιο),
και «Κριτικά Δοκίμια» (μελέτες κυρίως για την σύγχρονη λαϊκή λογοτεχνία της Αγγλίας
και διδακτικό περισσότερο από την κοινωνιολογική άποψη παρά από την φιλολογική πλευρά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου