*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ - Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ




Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ & ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ
ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ


Έρευνα
της Μηχανής Ισοτιμιών Συναλλαγματικών (Μ.Ι.Σ.) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (Ε.ΝΟ.Σ)

ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Μ.Μ.Ε.
ΑΘΗΝΑ, 1993


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Εισαγωγή: Ενιαίο νόμισμα-Φεντεραλισμός-Φιλελευθερισμός
Κεφάλαιο Πρώτο: «1992-Πορεία προς την Ο.Ν.Ε. Έκθεση Werner [Bretton Woods-E.NO.Σ., ECU, Λουξεμβούργο, Αννόβερο, Μαδρίτη] Έκθεση Delors

Κεφάλαιο Δεύτερο: «Προσαρμογή»
Στόχοι-Κατευθύνσεις, Μάαστριχτ, Πολυμερής Εποπτεία, Σύγκλιση, Συνοχή, Κριτήρια

Κεφάλαιο Τρίτο: «Αρνητικές θέσεις για την Ο.Ν.Ε.»
Νεοφιλελευθερισμός, Κοινωνικό Έλλειμμα, Μείωση Μισθών, Κρίση του Ε.ΝΟ.Σ, Κατάργηση του Ενιαίου Νομίσματος, Μίνι-Ο.Ν.Ε., Υπερ-Κράτος Γραφειοκρατίας

Κεφάλαιο Τέταρτο: «Λογική Δομή Επιχειρημάτων υπέρ Ο.Ν.Ε.»
Ανάπτυξη, Ευημερία, Αύξηση Εισοδήματος Ε.Ο.Κ., Αντίκρουση Φέλντστάϊν, ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ 60, Κωλ, Βάϊστσέκερ, Κριστόφερσεν

Επίλογος: Αποκρυστάλλωση συμπερασμάτων


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με την υπογραφή της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 7 Φεβρουαρίου 1992 στην Ολλανδική πόλη Μάαστριχτ, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ε.Κ.) συμφώνησαν αυτοβούλως να εισέλθουν σε ένα ανώτερο στάδιο πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης, συνειδητοποιώντας ότι η ενοποίηση αποτελεί μονόδρομο για την διαφύλαξη και προαγωγή αξιών όπως της ελευθερίας και της δημοκρατίας, της ειρήνης, της ασφάλειας και της ευημερίας.
Η δυναμική που ήδη δημιουργεί η υλοποίηση της Συνθήκης μπορεί τελικά να αποδειχθεί πολύ περισσότερο σημαντική από αυτό καθ’ εαυτό το κείμενο. Η προηγούμενη εμπειρία της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης είναι εξόχως διδακτική, διότι αν και είχε αντιμετωπισθεί ως ένα δειλό κείμενο, τελικά οδήγησε στην Συνθήκη για την Ε.Ε.
Τα δυναμικά στοιχεία της τελευταίας είναι α) η κοινή εξωτερική πολιτική και η κοινή άμυνα, β) το ενιαίο νόμισμα –single currency– πλήρης ΟΝΕ.
Μακροπρόθεσμα, αυτό σημαίνει ότι και στον τομέα της ευρωπαϊκής οικονομίας επικρατεί η υπερεθνική, φεντεραλιστική προσέγγιση.
Άλλωστε, η αντίδραση της Μεγάλης Βρεττανίας εξισορροπείται από την υπαγωγή όλων των αρμοδιοτήτων μετά το 1996 στους κοινοτικούς θεσμούς και μηχανισμούς.
Το μέγεθος, επομένως, της επιρροής της Ευρώπης θα εξαρτηθεί άμεσα από τον οικονομικό δυναμισμό της τα επόμενα χρόνια: Κατά πόσον θα συμβάλλει στην ενίσχυση του διεθνούς νομισματικού συστήματος.
Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση ολοκληρώνει την προσέγγιση των οικονομιών των κρατών-μελών, η οποία ξεκίνησε με τον στόχο ’92 και (με δεδομένα τα ποιοτικά της άλματα) αποτελεί το φυτώριο για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η προ του Μάαστριχτ Κοινοτική Ευρώπη χαρακτηριζόταν από μιαν αναντιστοιχία μεταξύ του πολιτικού και του οικονομικού στοιχείου, μεταξύ της Πολιτικής Ένωσης και της Οικονομικής Ένωσης. Η Ε.Ο.Κ. ήταν κυρίως μια οικονομική οντότητα, η οποία συμπληρωνόταν από μιαν χαλαρή διακυβερνητική συνεργασία στην εξωτερική πολιτική (ως προς την διαδικασία λήψης των αποφάσεων, όμως, το δημοκρατικό «έλλειμμα» ήταν σαφές).
Ωστόσο, με την Συνθήκη για την Ε.Ε. η Ευρώπη εξοπλίστηκε με τα συστατικά στοιχεία ενός πλουραλιστικού, φιλελεύθερου κράτους δικαίου, σε όλους τους τομείς που (για τους δύσπιστους) αγγίζουν και την καθημερινή, χειροπιαστή πραγματικότητα.
Το πιο σημαντικό, με την απόφαση για σταδιακή λειτουργία της Ο.Ν.Ε., δημιουργούνται 2 λειτουργικά τμήματα: i) το στατικό, το οποίο συλλαμβάνει την τελική αρχιτεκτονική της Νομισματικής Ένωσης, ii) το δυναμικό, το οποίο περιλαμβάνει τις ενέργειες εκείνες που θα οδηγήσουν στην Ένωση.
Η διαχρονική αυτή διάταξη απορρέει από την ανάγκη για δημιουργία όλων εκείνων των δομικών/διαρθρωτικών στοιχείων που θα διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα, την συνοχή και την αντοχή της Ο.Ν.Ε. ως το τελικό στάδιο.
Συνεπώς, πέρα από την φιλελεύθερη κατεύθυνση που προσδίδει στα οικονομικά προγράμματα των κρατών-μελών, η Ο.Ν.Ε. (E.M.U./ΕΜΟΥ) οδηγεί και στην καθιέρωση στόχων και μέσων μιας ορθολογικής και συνεπούς οικονομικής πολιτικής. Επίσης, με την συναλλαγματική ενοποίηση, η Ένωση αποκτά για οπωσδήποτε πρώτη φορά αρμοδιότητες στον χώρο της εξωτερικής νομισματικής πολιτικής.
Καθίσταται, με αυτόν τον τρόπο, σημαντικός παράγοντας επηρεασμού της οργάνωσης των διεθνών νομισματικών σχέσεων. Αποδίδεται ιδιαίτερο βάρος, επιπλέον, στους κοινοτικούς μηχανισμούς στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων χωρών. Η Ο.Ν.Ε. βελτιώνει τις συνθήκες ανταγωνισμού και την συνολική ανταγωνιστικότητα της κοινοτικής οικονομίας. Με τα σημερινά δεδομένα, οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες καλούνται να καταβάλλουν συγκριτικά μεγαλύτερες προσπάθειες προσαρμογής. Το Ταμείο Συνοχής, μάλιστα, θα χρηματοδοτεί έργα μόνο για τις χώρες εκείνες που εφαρμόζουν πρόγραμμα σύγκλισης, το οποίο στοχεύει στην εκπλήρωση των κριτηρίων για την συμμετοχή στην Ο.Ν.Ε. Βεβαίως, η γενικότερη πολιτική κατάσταση θα προσδιορίσει την πορεία για το ενιαίο νόμισμα, αλλά για πρώτη φορά τίθεται ένα νομικά δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα.
Αυτονόητο ενδιαφέρον έχουν οι πιέσεις που θα ασκηθούν για την προσαρμογή της νοοτροπίας των Ευρωπαίων πολιτών στα ευρωπαϊκά δεδομένα, κάτι που αν επιτευχθεί θα αποτελέσει ιστορικό βήμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι θα βασίζεται τότε σε ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς.

Κεφάλαιο 1
Τα επιτεύγματα αλλά και τα άλυτα προβλήματα της διαδικασίας της οικονομικής ενοποίησης της Ε.Ο.Κ. στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 παρακίνησαν την Κοινότητα να υϊοθετήσει τον στόχο της Ο.Ν.Ε.
Στις 15 Οκτωβρίου 1970 η Επιτροπή ειδικών υπό την προεδρία του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου Pierre Werner υπέβαλε έκθεση προς το Συμβούλιο Υπουργών. Η Έκθεση Werner υϊοθετήθηκε την άνοιξη του 1971 (γεγονός εξίσου σημαντικό με την έκθεση Spaak, η οποία στάθηκε η βάση για την Συνθήκη της Ρώμης).
Η Έκθεση Werner έθετε ως στόχο την προοδευτική ενοποίηση των εθνικών οικονομικών στρατηγικών για τους 6 παράλληλα με την νομισματική οργάνωση. Το κοινό νόμισμα θα γινόταν πράξη (κατόπιν της νομισματικής οργάνωσης) ως το 1980.
Οι στόχοι αυτοί, τελικά, δεν υλοποιήθηκαν. Εκ των υστέρων, όμως, η παράτολμη*
*Κατά την έκφραση του τότε υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας Valery Giscard D’ Estaing: «Η Ευρώπη είχε αποφασίσει να αποκτήσει προσωπικότητα στο νομισματικό πεδίο».
αυτή προσπάθεια, φαίνεται ως βιαστική, διότι δεν βασιζόταν σε ολοκληρωμένη κοινή αγορά και γινόταν την στιγμή που το διεθνές σύστημα του Bretton Woods κατέρρεε.
Προς αποτυχία οδηγήθηκε και η Έκθεση του Raymond Barre.
Ωστόσο, αυτές οι αποτυχίες, η κρίση του δολλαρίου, η ανακοίνωση της μετατρεψιμότητας του δολλαρίου σε χρυσό από τον Ρίτσαρντ Νίξον στις 15 Αυγούστου 1971, η τεράστια εισροή βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, το κλίμα κερδοσκοπίας γύρω από το μάρκο, η κωλυσιεργία της Γαλλίας καθώς και η ελάχιστη προθυμία εκ μέρους των κρατών-μελών να εγκαταλείψουν μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας έδωσε στην Κοινότητα πολύτιμες εμπειρίες και την τροφοδότησε νομισματικά με νέα εργαλεία.
Τον Δεκέμβριο του 1978, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έδωσε νέα ώθηση στην ενοποίηση των οικονομιών: Δημιούργησε την Μηχανή Ισοτιμιών Συναλλαγματικών (Μ.Ι.Σ.) (κάτι που επέβαλαν οι Γάλλοι «μονεταριστές») μέσα σε ένα νέο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (Ε.ΝΟ.Σ.). Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα αυτή την φορά έδινε προβάδισμα στην ταχύτερη δυνατή παγίωση των νομισματικών ισοτιμιών.
Το ερώτημα που τότε αναδύθηκε ήταν πώς θα μπορούσε η Ευρώπη να ανταγωνιστεί το γιεν και το δολλάριο της Ιαπωνίας και των Η.Π.Α. αντίστοιχα, όταν η ίδια διέθετε 12 νομίσματα.
Κάτι τέτοιο, έπληττε τα ευρωπαϊκά προϊόντα όταν εξάγονταν στις διεθνείς αγορές ενώ παράλληλα τα ξένα προϊόντα γίνονταν πιο φτηνά, πιο ανταγωνιστικά όταν εισάγονταν στην Ε.Ο.Κ. Έχει υπολογιστεί ότι το κόστος της έλλειψης ενιαίου νομίσματος έκανε τα κοινοτικά προϊόντα 2% έως 6% ακριβότερα από τα αντίστοιχα Ιαπωνίας και Η.Π.Α.
Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα είναι το πιο σημαντικό μέσο συνεργασίας στην Ευρώπη, αντιμετωπίζει με επιτυχία ως και πρόσφατα τις εξελίξεις στο μεταβαλλόμενο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον και έχει οδηγήσει στην αύξηση κατά 50% της τιμής του δολλαρίου. Έχει διαδραματίσει κύριο ρόλο στην διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και των ισοτιμιών σε συνάλλαγμα και έχει συμβάλλει στην ενίσχυση των διαβουλεύσεων μεταξύ των 12 και στην βελτίωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων του Ε.ΝΟ.Σ. υπήρξαν μικρότερες από αυτές του δολλαρίου ή του γιεν, τα ποσοστά πληθωρισμού στην Ε.Κ. έχουν κατά γενικό κανόνα μειωθεί σημαντικά, οι αναπροσαρμογές (επανευθυγραμμίσεις) των κεντρικών ισοτιμιών είναι σπάνιες ενώ η χρήση του ΕCU έχει διευρυνθεί και στις ιδιωτικές χρηματοκεφαλαιαγορές. Αξίζει να προσεχθεί ότι ως τώρα το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα αποτελεί μιαν μικρογραφία του συστήματος του Bretton Woods, δηλαδή ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών με υποχρέωση παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών και μηχανισμό στήριξης, δίχως όμως υπερεθνικοποίηση της οικονομικής πολιτικής, δίχως πρόβλεψη για Ενιαίο Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, διαφορετικό από την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς.
Έως και την Συνθήκη για την Ε.Ε. αποτέλεσε ένα βελτιωμένο «νομισματικό φίδι», πιο βελτιωμένο και πιο αλληλέγγυο ύστερα από την συμφωνία της «Bâle-Nyborg». Στα κύρια στοιχεία του Ε.ΝΟ.Σ. συγκαταλέγονται: το καθεστώς σταθερών ισοτιμιών συναλλαγματικών (πλέγμα) με περιθώριο διακύμανσης στην αγορά ± 2,25% έναντι των κεντρικών ισοτιμιών, οι μηχανισμοί στήριξης μέσω των κεντρικών τραπεζών, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας και, τέλος, η Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (Μ.Ν. ή ECU), «διάδοχος» της Λογιστικής Μονάδας (Μ.Λ. ή UCE), η οποία εχρησιμοποιείτο έως το 1978. Το ECU είναι ένα «καλάθι» νομισμάτων, του οποίου η αρχική σύνθεση καθορίστηκε από την οικονομική βαρύτητα κάθε κράτους.
Καθημερινά, όμως, η αξία του ECU διαφοροποιείται ως προς τα υπόλοιπα, διεθνή και ευρωπαϊκά νομίσματα, ανάλογα με την στάθμιση των τάσεων για άνοδο ή κάθοδο των συναλλαγματικών τιμών κάθε νομίσματος (το φράγκο του Βελγίου συμπίπτει με το φράγκο του Λουξεμβούργου)
Αντίθετα, το ποσοστό συμμετοχής κάθε νομίσματος της Ε.Κ. στο ECU επανεξετάζεται κάθε 5 έτη.
Κάθε νόμισμα, πάντως, διαθέτει εντός του Ε.ΝΟ.Σ. μιαν κεντρική ισοτιμία σε ECU (Μ.Ν).
Η Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη του Λουξεμβούργου το 1985 με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (Ε.Π.) απέρριψε μιαν σειρά φιλόδοξων προτάσεων της Commission για την Ο.Ν.Ε., αλλά εισήγαγε ένα νέο κεφάλαιο, το οποίο λόγω «διπλωματικής» διατύπωσης θα μπορούσε πιθανόν να εμποδίσει οποιαδήποτε απόπειρα προώθησής της.
Το κεφάλαιο αυτό αναφερόταν σε σύγκλιση των οικονομικών και νομισματικών πολιτικών «λαμβάνοντας υπόψη την αποκτηθείσα εμπειρία του Ε.ΝΟ.Σ. και στην εξέλιξη του ECU και θα σεβαστούν τις υπάρχουσες αρμοδιότητες στον τομέα». Τούτη η σιβυλλική φράση θα μπορούσε κάλλιστα να εμποδίσει οποιαδήποτε απόπειρα προώθησης της ευρωπαϊκής ΟΝΕ. Προέβλεπε, μάλιστα, ότι κάθε θεσμική εξέλιξη προς την ΟΝΕ θα έπρεπε να εδραιωθεί μόνο μέσω επίσημης τροποποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 236 της Συνθήκης.
Παρά τις επιδράσεις επί των αγορών συναλλάγματος, που ως την φάση γ’ της ΟΝΕ θα δημιουργούν αποσταθεροποιητικές κρίσεις στην Κοινότητα, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα κατέχει κυρίαρχο ρόλο στην πορεία προς την ΟΝΕ. Ο ρόλος αυτός επιβεβαιώθηκε τον Ιούνιο του ‘89.
Έναν χρόνο νωρίτερα, στις 28 Ιουνίου 1988 στο Αννόβερο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε επισημάνει ότι με την αποδοχή της Ε.Π. τα κράτη-μέλη επιβεβαίωσαν την πρόθεσή τους για δημιουργία ΟΝΕ.
Είχε, επίσης, ορίσει μιαν επιτροπή εμπειρογνωμόνων υπό τον Jacques Delors με αποστολή να εξετάσει τα μέσα και τις μεθόδους ολοκλήρωσης καθώς και να υποβάλλει προτάσεις.
Η Συνδιάσκεψη Κορυφής της Μαδρίτης ενέκρινε την έκθεση Delors και πήρε την απόφαση να αρχίσει την 1/7/90 η φάση α’ της ΟΝΕ. Η προθεσμία αυτή τηρήθηκε και η έκθεση Delors αποτέλεσε το θεμέλιο για την περαιτέρω πορεία. Θεωρούσε, μάλιστα, ως ανεπαρκή «την σημερινή μορφή οικονομικού συντονισμού, ιδίως στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής» (1989). Περιέγραφε, λοιπόν, όλα τα στάδια πραγματοποίησης της ΟΝΕ., ώστε να μην διακυβευτεί το πρόγραμμα «1992».
Η έκθεση έθετε τις εξής προϋποθέσεις για την Οικονομική Ένωση:
i) πλήρη ελευθερία στην διακίνηση προσώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων,
ii) τον αμετάκλητο καθορισμό πάγιων ισοτιμιών συναλλαγματικών των εθνικών νομισμάτων,
iii) κοινό νόμισμα, δηλαδή κοινή νομισματική πολιτική, υψηλό βαθμό εναρμόνισης των οικονομικών πολιτικών, συνοχή στον τομέα του δημοσιονομικού ελλείμματος. Επικαλούμενη την έκθεση Pierre Werner, η έκθεση Delors έθετε για την Νομισματική Ένωση όρους:
i) επίτευξη της πλήρους μετατρεψιμότητας των κεφαλαίων,
ii) πλήρη φιλελευθεροποίηση της κυκλοφορίας κεφαλαίων, πλήρη ενοποίηση των χρηματαγορών,
iii) κατάργηση των περιθωρίων διακύμανσης, παγίωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Από την 1/1/1993 έχει ολοκληρωθεί η Εσωτερική Αγορά.
Στις 31/12/1993 ολοκληρώνεται η α’ φάση της ΟΝΕ.
Την 1/1/1994, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τίθεται σε ισχύ η Συνθήκη για την Ε.Ε. και η Ελλάδα, ως ασκούσα πρώτη για ένα εξάμηνο την προεδρία, θα αναλάβει να θέσει τα θεμέλια για την ομαλή εκκίνηση της β’ φάσης της ΟΝΕ.


Κεφάλαιο 2
Η Κυβερνητική Συνδιάσκεψη της Ρώμης, τον Δεκέμβριο του 1990, με βάση τις προτάσεις της έκθεσης Delors προετοίμασε τις διατάξεις της Συνθήκης για την Ε.Ε.
Ο Jacques Delors σε συνέντευξη τύπου στις 5 Δεκεμβρίου 1991 πριν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μάαστριχτ προδιέγραφε τον στόχο να γίνει: «η Ευρώπη πιο δυναμική, ελκυστική και ικανή να συμβάλλει σταδιακά αλλά με τρόπο αμετάκλητο στην ενίσχυση του διεθνούς συστήματος».
Προς την ίδια κατεύθυνση (αυτήν της σταδιακής οικοδόμησης της ΟΝΕ) εκινείτο και η δήλωση του Αντιπροέδρου της Commission, υπεύθυνου για την πολιτική ανταγωνισμού, Sir Leon Brittan στις 15 Ιουλίου 1991: «Απαιτείται ένα συνεπές και σαφές σύστημα κανόνων, το οποίο θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς συμφωνίας, με αυτόνομο μηχανισμό εφαρμογής και θα υποστηρίζεται από εθνικές νομοθεσίες, οι οποίες θα επιδιώκουν τους ίδιους στόχους».
Οι δράσεις των κρατών-μελών, λοιπόν, συνεπάγονται την τήρηση των ακόλουθων κατευθυντηρίων αρχών: σταθερές τιμές, υγιή δημόσια οικονομικά, υγιείς νομισματικές συνθήκες και σταθερό ισοζύγιο πληρωμών.
Απαιτείται κατά ουσιαστικό τρόπο η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, ενώ οικονομική και νομισματική ένωση θεωρούνται ως «δύο αυθύπαρκτα μέρη ενός και μόνο συνόλου».
Επικριτές της Συνθήκης για την Ε.Ε. υποστηρίζουν ότι όλες οι συζητήσεις για την Πολιτική και Κοινωνική Ευρώπη έγιναν τελευταία για να «χρυσώσουν» την Νομισματική Ένωση, τον μόνο σημαντικό –όπως λένε– παράγοντα στην ιστορική κίνηση της Κοινότητας, καθώς και ότι οι σκέψεις για την ΟΝΕ προηγούνται στην πραγματικότητα του φεντεραλισμού για την Πολιτική Ένωση.
Το πιο σπουδαίο επίτευγμα όλων αυτών των πράξεων θεωρείται ο χρονικός ορίζοντας του 1999 για το ECU καθώς και η νίκη των «μονεταριστών» εις βάρος των «κεϋνσιανιστών» (η Τράπεζα Ευρωπαϊκή Κεντρική Τ.Ε.Κ. θα καθορίζει τις εξωτερικές ισοτιμίες του ECU και θα διαμορφώνει την εσωτερική νομισματική πολιτική).
Επίσης, για την φάση γ’ υϊοθετήθηκαν όλοι οι όροι-οροφές που επιθυμούσε η Γερμανία προκειμένου να θυσιάσει το μάρκο.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ θεσπίζει «τον στόχο της Ο.Ν.Ε. με ρυθμίσεις για την εγκαθίδρυση ενιαίου νομίσματος, ενιαίας νομισματικής πολιτικής και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας».
Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η Συνθήκη θέτει ένα νομικά δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα 3 φάσεων:
α) 1/7/90 έως 31/12/93. Το στάδιο αυτό είναι αφιερωμένο στη ενίσχυση του συντονισμού της μακρο-οικονομικής πολιτικής (ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑ). Ήδη υλοποιήθηκαν οι συστάσεις της έκθεσης Delors και ολοκληρώθηκε, με τεχνικές εξαιρέσεις η ενιαία εσωτερική αγορά.
Εξασφαλίσθηκε, επίσης, με ελάχιστους περιορισμούς, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και αναπτύχθηκε μεγαλύτερη συνεργασία στις εμπορικές πολιτικές. Ενοποιήθηκαν οι χρηματο-πιστωτικές αγορές και παρέχονται ελεύθερα στην Κοινότητα και σε ικανοποιητικό βαθμό οι τραπεζικές υπηρεσίες.
Απομένει, ακόμη, η ήδη καθυστερημένη ένταξη της ελληνικής δραχμής στην Μ.Ι.Σ. του Ε.ΝΟ.Σ. καθώς και η τελική διαμόρφωση μιας Νομισματικής Επιτροπής, συμβουλευτικού χαρακτήρα, η οποία θα είναι υπεύθυνη για τις λεπτομέρειες της σύγκλισης και της καλύτερης λειτουργίας της ενιαίας εσωτερικής αγοράς.
Τα κράτη-μέλη υποχρεώθηκαν να συντάσσουν προγράμματα σύγκλισης-μεσοπρόθεσμης προσαρμογής, τα οποία εγκρίνονται από το Συμβούλιο Υπουργών.
β) 1/1/94 έως 31/12/96 ή 31/12/98. Αμέσως μετά την θέση σε ισχύ της Συνθήκης για την Ε.Ε., θα «παγώσει» η σύνθεση του ECU ως προστασία από τις υποτιμήσεις. Κάθε κράτος-μέλος θα προσπαθήσει να θεσμοποιήσει την ανεξαρτησία της κεντρικής του τράπεζας.
Επίσης, θα ολοκληρωθεί η υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και κάθε κράτος θα προσπαθεί να ασκεί οικονομική πολιτική σύμφωνα με τους βασικούς προσανατολισμούς της Κοινότητας και να επιβάλλει δημοσιονομική πειθαρχία, να αποφεύγει τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα (εκτός εάν αυτά αντιστοιχούν σε παραγωγικές επενδύσεις).
Για την είσοδο στην επόμενη φάση, πρέπει να πληροί τα εξής 2 κριτήρια:
i) το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 3% του Α.Ε.Π., ii) το συνολικό δημόσιο χρέος θα πρέπει να είναι μικρότερο του 60% ως προς το ΑΕΠ ή να πλησιάζει βαθμιαίως αυτήν την αναλογία.
Στον νομισματικό τομέα: θα διαλυθεί η Επιτροπή των διοικητών των εθνικών κεντρικών τραπεζών και θα αντικατασταθεί από το Νομισματικό Ευρωπαϊκό Ίδρυμα (Ν.Ε.Ι.)
Προβλέπεται, τέλος, η συμμετοχή του νομίσματος της χώρας για 2 έτη στην στενή ζώνη διακύμανσης (του ±2,25% εκατέρωθεν των κεντρικών ισοτιμιών) του Ε.ΝΟ.Σ.
γ) 1/1/97 ή 1/1/99.
Προηγείται ιδιαίτερα κρίσιμη διαδικασία:*
*Εν όψει της φάσης γ’, Επιτροπή και Ν.Ε.Ι. υποβάλλουν στο Συμβούλιο εκθέσεις για την πλήρωση από τα κράτη μέλη των εξής κριτηρίων/υποχρεώσεων:
i) το ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού των κρατών-μελών δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο από 1,5 ποσοστιαία μονάδα του μέσου όρου του ρυθμού αύξησης τιμών των 3 εκείνων κρατών με τις καλύτερες επιδόσεις στην Ένωση (χαμηλό πληθωρισμό).
ii) τα μακροπρόθεσμα επιτόκια χορηγήσεων, όπως αυτά προκύπτουν από την απόδοση μακρόχρονων κρατικών ομολογιών δεν πρέπει να ξεπερνούν περισσότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο επιτοκίων των 3 κρατών-μελών με τα χαμηλότερα επιτόκια.
iii) το κάθε εθνικό νόμισμα δεν θα πρέπει να έχει υποτιμηθεί για 2 έτη περισσότερο από 2,25% έναντι των υπολοίπων νομισμάτων του Ε.ΝΟ.Σ.
Με βάση αυτές τις εκθέσεις, πριν τις 31 Δεκεμβρίου 1996 θα συγκληθεί Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής, το οποίο θα κάνει μιαν πολιτική εκτίμηση για την συμμετοχή των κρατών-μελών στην φάση γ’.
Η εκτίμηση αυτή θα λαμβάνει υπόψη και τις προδιαγραφόμενες τάσεις και τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε κράτος. Εάν η πλειοψηφία 7 κρατών πληροί αυτές τις προϋποθέσεις (απόφαση με ενισχυμένη πλειοψηφία) ορίζεται η ημερομηνία έναρξης της φάσης γ’.
Διαφορετικά, ως υποχρεωτική ημερομηνία έναρξης του τελικού σταδίου θεωρείται η 1/1/99. Όσα κράτη-μέλη δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, τυγχάνουν «παρέκκλισης», η οποία αναιρείται αμέσως μόλις επιτευχθούν οι στόχοι.
Η Βρεττανία και η Δανία (με δημοψήφισμα η δεύτερη) έχουν αποδεσμευτεί με δύο επίσημα πρωτόκολλα από την υποχρέωση να μεταβούν στο τελικό στάδιο της ΟΝΕ.
Με την έναρξη αυτής της φάσης, κυκλοφορεί το ενιαίο νόμισμα και υπάρχει ενιαία νομισματική πολιτική, η Τράπεζα Ευρωπαϊκή Κεντρική (Τ.Ε.Κ.) καθώς και το Κεντρικών Τραπεζών Ενιαίο Σύστημα (Κ.Τ.Ε.Σ. ή Eurofed)
Το οικονομικό και κοινωνικό περιεχόμενο της νέας Συνθήκης δεν εξαντλείται ασφαλώς σε εισοδηματικά κριτήρια, αλλά λαμβάνονται υπόψη: η διανομή του εισοδήματος, η ποιότητα ζωής, η ανεργία, οι όροι απασχόλησης και τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Γι’ αυτό και τίθεται ο στόχος της συνοχής και σύγκλισης των οικονομιών, της ομογενοποίησης. Σημαίνει αυτό: πολιτικές λιτότητας, μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μείωση των δημοσίων δαπανών, αύξηση της αποταμίευσης, εκσυγχρονισμό, αύξηση του εθνικού εισοδήματος, χαμηλό κόστος παραγωγής, νέες τεχνολογίες και αυξημένη παραγωγικότητα. Βεβαίως, μακροπρόθεσμα και μείωση της ανεργίας.
Αυτές ακριβώς οι κατευθύνσεις αποτελούν την αφορμή για να ασκηθεί συντονισμένη κριτική κατά της ΟΝΕ: κύριο επιχείρημα των επικριτών είναι ότι τίθεται σε δεύτερη μοίρα το βιοτικό επίπεδο των λαών.
Αυτές τις απόψεις και τον αντίλογο εκ μέρους των υποστηρικτών της ΟΝΕ, όπως επίσης και τα γενικότερα κομβικά σημεία όπου διασταυρώνονται θεμελιώδη ζητήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης εξετάζουμε στην συνέχεια.


Κεφάλαιο 3
Οι επικριτές του συγκεκριμένου κειμένου για την ΟΝΕ θεωρούν πως ήδη από την υπογραφή του είχαν τεθεί και οι βραδυφλεγείς βόμβες, οι οποίες θα οδηγούσαν την όλη προσπάθεια σε αποτυχία.
Κατά την γνώμη τους, η Συνθήκη ήταν υπερβολικά τεχνική, σχολαστική και ακριβολόγος. Επιπλέον, υπήρχαν δομικές ανεπάρκειες.
Προχωρώ στην αποδελτίωση των επιχειρημάτων αυτών των «ρευμάτων» που αντιτίθενται στο Μάαστριχτ, δημιουργήθηκαν υπογείως τους πρώτους μήνες του 1992 και εκδηλώθηκαν πιο φανερά κατόπιν. Αρκετοί από αυτούς που θα αναφερθούν, αν και δέχονται να υλοποιήσουν την ΟΝΕ, αρνούνται όμως ουσιαστικά να ακολουθήσουν και τις οικονομικές (φιλελεύθερες) κατευθύνσεις που απαιτούνται.
Ο Κ. Σημίτης, ο οποίος εντάσσεται σε αυτήν την κατηγορία, θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν πρέπει να είναι έργο των δυνάμεων της αγοράς αλλά έργο του σοσιαλισμού ώστε οι λαοί να μην είναι υποχείριο των αποφάσεων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Εμφανίζεται υπέρμαχος της ρυθμιστικής παρέμβασης και αναφέρει ότι η ΟΝΕ δημιουργείται από τις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης για δικό τους όφελος, εις εφαρμογή μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η οποία οργανώνει τον ύστερο καπιταλισμό.
Ο Μ. Δρεττάκης, σε πιο ήπιους τόνους, θεωρεί ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ οδηγεί σε μιαν Ευρώπη 4 ταχυτήτων διότι χαρακτηρίζεται από αναπτυξιακό και κοινωνικό έλλειμμα.
Ένα από τα προβλήματα, όμως, που απασχολούν τον Ευρωπαίο πολίτη είναι η οικονομική ύφεση και η διογκούμενη ανεργία που απειλεί να υπονομεύσει την πορεία προς την ΟΝΕ. Η ανεργία στην Ε.Κ. αριθμεί 16 εκατομμύρια άτομα, δηλαδή το 10% του εργατικού δυναμικού της.
Ταυτόχρονα, δεν μπορεί οπωσδήποτε να θεωρηθεί ως θετική εξέλιξη η απροθυμία*
*Πρόταση Delors για κοινοτικό προϋπολογισμό (1,20% ή έστω 1,37% του ΑΕΠ)
των πλουσίων χωρών να επιλύσουν σε θεσμικές βάσεις το πρόβλημα της χρηματοδότησης του κοινοτικού προϋπολογισμού και να προικοδοτήσουν την Ένωση με τους αναγκαίους πόρους για την εκπλήρωση των στόχων, των δράσεων και των πολιτικών της.
Οι μακρο-οικονομικοί στόχοι της ΟΝΕ και η περιοριστική οικονομική πολιτική δεν είναι εύκολο να εμπνεύσει τον μέσον άνθρωπο, είναι μακριά από τις καθημερινές αγωνίες του.
Με την εφαρμογή των διατάξεων για την ΟΝΕ, θα υπάρξει βίαιη απαξίωση του παραγωγικού δυναμικού των φτωχών χωρών ενώ τα μέτρα της «Κοινωνικής Ευρώπης» που έχουν ληφθεί «υπό το ένδυμα του φιλελευθερισμού» είναι ανεπαρκή.
Ο περιορισμός των δημοσίων ελλειμμάτων θα αποσυνθέσει το κοινωνικό κράτος ενώ η πτώση του πληθωρισμού, εκτός του ότι ευνοεί τους κεφαλαιοκράτες, μειώνει τους μισθούς και το εισόδημα των εργαζομένων. Η ύφεση που θα επέλθει θα επιφέρει μείωση του ρυθμού ανάπτυξης στο 0,8% και θα οδηγήσει στην ανεργία 2 ακόμη εκατομμύρια άτομα (δήλωση του Η. Christophersen).
H Ευρώπη των Βρυξελλών (πάντα σύμφωνα με τους επικριτές της ΟΝΕ) είναι, αντίθετα, κοντά στους τεχνοκράτες και τους γραφειοκράτες, αποτελεί μιαν απρόσωπη πολυεθνική δικτατορία υπό τον έλεγχο μιας ανεξέλεγκτης Ε.Κ.Τ., που και αυτή θα είναι Γερμανική.
Θα υπάρχει άνωθεν διαχείριση χωρίς καν την αίσθηση της συμμετοχής της κοινής γνώμης σε διαδικασίες, με τον έναν ή τον άλλον τόπο, συμβιβασμών. Άλλωστε, η Συνθήκη του Μάαστριχτ διαθέτει μόνο την τυπική επικύρωση (των Κοινοβουλίων) και όχι την ουσιαστική έγκριση του λαού (μέσω δημοψηφίσματος).
Το δυναμικό της Κοινότητας υπερεκτιμάται, ενώ οι εκθέσεις για την πορεία προς την ΟΝΕ δεν είναι αντικειμενικές, τείνουν να εξυμνούν την πρώϊμη ευρωπαϊκή ενοποίηση. Παράλληλα, οι όροι που έθεσαν οι ισχυροί (η Γερμανία εξασφάλισε το maximum των εγγυήσεων) και τα κριτήρια για την συμμετοχή στο τρίτο στάδιο δεν είναι ρεαλιστικά καθώς διαρκώς απειλούν να τινάξουν το οικοδόμημα της ΟΝΕ στον αέρα.
Η πρόσφατη συναλλαγματική αστάθεια, η πρώτη ύστερα από 6 έτη, αποδεικνύει ότι το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα είναι ένα …ασταθές σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Οι χώρες της Κοινότητας δεν συντονίζουν την οικονομική τους πολιτική και ασκούν εθνοκεντρική πολιτική αποκλίσεων.
Η κρίση του Ε.ΝΟ.Σ. πλήττει το M.N. (ECU) της Μ.Ι.Σ., ενισχύει το δολλάριο και το μάρκο, πλήττει τα ομόλογα σε ρήτρα ECU, πλήττει τις ισοτιμίες των εθνικών νομισμάτων και οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων.
Η κριτική των επικριτών ασκείται ως προς το σημείο ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικοί μηχανισμοί εξισορρόπησης των κλυδωνισμών και ότι κερδοσκοπούν τα διεθνή επενδυτικά ταμεία και οι μεγάλες τράπεζες.
Κατά την γνώμη τους, η σημερινή μεταβατική κατάσταση μόνο στην ΟΝΕ δεν οδηγεί.
Αντίθετα, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην Νομισματική Διάλυση της Ευρώπης.
Η πλήρης ενοποίηση είναι αδύνατη, ενόψει των αντικειμενικών δεδομένων που διαμορφώνουν τους άνισους ρυθμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης. Κατά πρώτο λόγο, οι πληθωριστικές προσδοκίες των 11 θα βαρύνουν το μάρκο ενώ, κατά δεύτερο λόγο, το Κ.Τ.Ε.Σ. το 1997 θα συνδεθεί μόνο με 7 χώρες, κάτι που θα δυσχεράνει την νομισματική σταθερότητα.
Τέλος, υπάρχει το πρόβλημα του υψηλού κόστους προσαρμογής των νοτίων χωρών, λόγω της ύπαρξης πελατειακών σχέσεων και υπερτροφικού δημόσιου τομέα.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθούν τα εξής: Η Γερμανία υπέφερε μεταπολεμικά από το «πληθωριστικό τραύμα». Ακολούθησε, λοιπόν, μιαν αυστηρά αντιπληθωριστική οικονομική πολιτική και φοβάται διαρκώς μιαν αλλαγή κατεύθυνσης, που θα οδηγεί σε πιο πληθωριστικό περιβάλλον (πληθωρισμός 4% θεωρείται απαράδεκτος).
Στις 20 Δεκεμβρίου 1992, η πρωτεργάτις της ΟΝΕ, η Bundesbank προέβη μονομερώς σε σοβαρή αύξηση των προεξοφλητικών επιτοκίων και του επιτοκίου Lombard, την μεγαλύτερη από το 1931, φοβούμενη το κόστος της ενοποίησης και την κάμψη του δείκτη της ανάπτυξης.
Η αρμονία του Ε.ΝΟ.Σ. διερράγη από τον κυρίαρχο μοχλό, την συνειδητή έκφραση της ενοποίησης.
Η Γερμανία θεωρεί, ωστόσο, ως υπεύθυνες για την κρίση τις λάθος ισοτιμίες της στερλίνας και της λιρέττας.
Αντίθετα, η Βρεττανία θεωρεί ότι φταίνε οι φυσικές ρωγμές του ίδιου του Ε.ΝΟ.Σ., διστάζοντας η ίδια να συμφιλιωθεί με την ιδέα της Ένωσης.
Η Δανία, η παραδοσιακά πιο αντιομοσπονδιακή χώρα της Ευρώπης, αντιμετωπίζει την ανεπιτυχή ενσωμάτωση του νομίσματός της στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Ακόμα και η Γαλλία έχε δώσει δείγματα «αντιευρωπαϊκής» βιομηχανικής πολιτικής.*
*Μελέτη του Συνδέσμου για την ΟΝΕ, «Καθημερινή» 19/7/92
Υπάρχει, λοιπόν, μια ασυμμετρία οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης.
Επίσης, η υπέρβαση του εθνικού κράτους προσκρούει σε κάποια όρια και αποτελεί ματαιοπονία.
Στα πλαίσια αυτών των αντιλήψεων προτείνονται:
i) «Πρέπει να υπάρξει σύγκλιση των πραγματικών όρων της ΟΝΕ. Να μειωθούν οι ανισότητες των επιπέδων ευημερίας»,
ii) «Να καθυστερήσει η ΟΝΕ, μα με την προϋπόθεση ότι δεν θα εκχωρηθούν εθνικές εξουσίες. Οι Ευρωπαίοι δεν είναι έτοιμοι για το κοινό νόμισμα και την Ε.Κ.Τ.»,
iii) «Να υπάρξει μια μίνι-ΟΝΕ». Εκτός των άλλων, οι φτωχές και δύστροπες χώρες θα πειστούν έτσι να προσδεθούν στο ευρωπαϊκό άρμα, λόγω του φόβου να μείνουν εκτός,
iv) «Να καταργηθεί το ενιαίο νόμισμα. Είναι βάρος. Η Ενιαία Αγορά μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ενιαίο νόμισμα».
v) Να τηρηθεί ο στόχος της ΟΝΕ, αλλά οι αποφάσεις να λαμβάνονται και με πολιτικά κριτήρια. Να υπάρξει καθεστώς ελευθερίας των ισοτιμιών. Να προηγηθεί η εμβάθυνση.
Ο Απ. Λάζαρης αναρωτιέται για όλα αυτά: «Πώς συμβιβάζεται η ισχυρή τάση που τώρα επικρατεί στην Ευρώπη (για μικρότερο κράτος, διοικητική αποκέντρωση και άμεση συμμετοχή του πολίτη στα κοινά) με την πλήρη ΟΝΕ που προβλέπει η Συνθήκη του Μάαστριχτ (δηλαδή με την δημιουργία ενός πανίσχυρου υπερκράτους και μιας τερατώδους γραφειοκρατικής εξουσίας);

Κεφάλαιο 4
Ο αντίλογος στις παραπάνω απόψεις αποτελείται από ένα σύνολο λογικών επιχειρημάτων, τα οποία συγκλίνουν και αποδεικνύουν ότι η κοινή αγορά και η ΟΝΕ θα επιφέρουν σταδιακά εξομοίωση των επιπέδων ανάπτυξης και ευημερίας μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, θα άρουν τις θεμελιώδεις ανισότητες στην συσσώρευση του κεφαλαίου, θα μειώσουν επομένως και τις κοινωνικές ανισότητες.
Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα δώσει αμέσως μετά κάποιο διάστημα ώθηση στην ανάπτυξη και την απασχόληση αλλά θα αυξήσει κατά 5% το κοινοτικό εισόδημα, το εισόδημα των Ευρωπαίων πολιτών.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της αισιόδοξης αυτής προοπτικής, η καθιέρωση του κοινού νομίσματος θα αποτελεί την πιο σημαντική απόφαση (στον οικονομικό τομέα) στην ιστορία της Ε.Κ.
Θα αποτελέσει, επίσης, ορόσημο για 340 εκατομμύρια πολίτες, οι οποίοι δεν θα υπόκεινται στα συναλλαγματικά «παιχνίδια» των ισοτιμιών και των εθνικών κυβερνήσεων.
Η πραγματική αγοραστική δύναμη των μισθωτών, λόγω της σταδιακής μείωσης των τιμών στην Ε.Κ., θα αυξηθεί και θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας ύστερα από τις κοινοτικές πρωτοβουλίες και τα Πλαίσια Στήριξης που έχουν προγραμματιστεί.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, άλλωστε, στοχεύουν και οι ειδικές διατάξεις της κοινωνικής πολιτικής, της πολιτικής συνοχής καθώς και της δημοσιονομικής πολιτικής (όπως και η συνοδευτική πολιτική κυρώσεων).
Σημειώνουμε και την ελπίδα ότι θα διευρυνθεί η διαπραγματευτική δύναμη των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο διεθνές σύστημα.
Γεγονός είναι ότι το συνδικαλιστικό κίνημα καλείται να ξεπεράσει τις ιδεολογικές προκαταλήψεις, τον κομματισμό και λαϊκισμό και, τέλος, την ξύλινη, συνθηματολογική γλώσσα.
Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι η πολιτική σύγκλισης, η οποία συμβολίζει την νέα ισχύ και τις νέες ευθύνες της Ευρώπης, μπορεί να βελτιώσει το επιχειρηματικό κλίμα καθώς γίνεται αποδεκτός ο στόχος της σταθερότητας των τιμών και της εισαγωγής θεσμοθετημένων πειθαρχιών στην χάραξη και εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής.
Ελπίζεται πως θα υπάρξει εκρηκτικός ρυθμός ανάπτυξης της κεφαλαιαγοράς (ορθολογικοποίηση/ανταγωνιστικότητα), νέες δυνατότητες επενδύσεων σε τίτλους, δυνατότητα κινήσεων μέσα σε μιαν ενιαία Χρηματιστηριακή Αγορά Ευρωπαϊκή (Χ.Α.Ε.), άρα και νέες επενδυτικές επιλογές με την είσοδο πεπειραμένων επενδυτών στην Ελλάδα, καθώς και τόνωση του ενδιαφέροντος. Ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, ο περιορισμός του κράτους σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η παροχή υπηρεσιών και πληροφόρησης, η δημιουργία υποδομής, η αναβάθμιση του στελεχιακού δυναμικού των υπηρεσιών αποτελούν επισημάνσεις που διαμορφώνουν ένα «ρεύμα» υπέρ της ΟΝΕ. Κύριος μοχλός ανάπτυξης σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη θα είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία και όχι η γραφειοκρατική δομή.
Το επιχείρημα των κλυδωνισμών στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα χρησιμοποιείται τώρα για να στηρίξει την θέση ότι η Ενιαία Εσωτερική Αγορά (Α.Ε.) χρειάζεται να συμπληρωθεί από την ΟΝΕ, ώστε να είναι συμμετρικά επωφελής για το σύνολο των κοινωνικών ομάδων και να λειτουργήσει αποτελεσματικά (με την βοήθεια όσων προβλέπονται για την Συνοχή).
Οι υποστηρικτές της ΟΝΕ θεωρούν ότι οι κλυδωνισμοί αυτοί είχαν την αιτία τους στο άγχος των δημοψηφισμάτων και στις τάσεις κερδοσκοπίας.
Συμφωνούν ότι πρέπει να ληφθούν διαδικασίες ελέγχου για τις οικονομικές δοσοληψίες των κερδοσκόπων, αλλά φοβούνται πως κάτι τέτοιο μπορεί να ερμηνευθεί ως σοβαρή παραβίαση των συμφωνιών για την ενιαία αγορά.
Άλλωστε –λένε– το ECU (μετά την μείωση των γερμανικών επιτοκίων, μετά την σύναψη δανείων σε ECU από την Βρεττανία, την Γαλλία, την Φινλανδία, την Ε.Τ.Ε. και την ίδια την Ε.Ο.Κ., μετά την απόφαση των Γάλλων να καλύψουν το 15% των φετινών τους αναγκών για δάνειο σε ομόλογα με ρήτρα ECU) εμφανίζεται να ισχυροποιείται.
Για αυτούς, ενδεχόμενη εγκατάλειψη της ΟΝΕ θα σήμαινε την αποτελμάτωση της ενοποιητικής διαδικασίας και, πιθανότατα, την έναρξη της διαδικασίας από-ολοκλήρωσης. Απορρίπτουν τις σκέψεις του Μ. Φελντστάϊν και το μανιφέστο 60 Γερμανών οικονομολόγων υποστηρίζοντας ότι: «Η πρόωρη εφαρμογή της ΟΝΕ δεν θα ασκήσει ισχυρή οικονομική πίεση στην Δυτική Ευρώπη και δεν θα οδηγήσει σε πολιτική διάσπαση».
Υπέρ της ΟΝΕ τάσσονται, βέβαια, και οι 3 μεγαλύτερες Γερμανικές τράπεζες. Η Γερμανία, γενικότερα, τάσσεται υπέρ μιας ισχυρότερης ομοσπονδίας διότι έχει τις πιο τραυματικές εμπειρίες νομισματικής αστάθειας. Απόδειξη ότι χρηματοδοτεί τον κοινοτικό προϋπολογισμό, τα ταμεία, την περιφερειακή και αγροτική πολιτική ενώ δέχθηκε να αντικαταστήσει το πιο σταθερό νόμισμα, το μάρκο (χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις, αντιστοίχως, των Ρίχαρντ Φον Βάϊστσέκερ και Χ. Κωλ: «Η Γερμανία θα διατηρήσει το status quo της ευημερίας της. Δεν θα χάσει από την ΟΝΕ. Η νομισματική της αντίληψη υϊοθετήθηκε από την Ε.Ο.Κ. και μετουσιώνεται σε Ευρωπαϊκό βασικό νόμο» — «Η αναστολή της προόδου προς την ΟΝΕ θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες») και να αυτοπεριορίσει την αναβλύζουσα γεωπολιτική της δύναμη.* *«Γερμανία και Γαλλία, οι κύριοι κινητήρες της ΟΝΕ, δεν έχουν πρόθεση να λοξοδρομήσουν και να επαναδιαπραγματευθούν το προδιαγεγραμμένο μέλλον του ECU. Δεν υπάρχουν πλέον ανυπέρβλητα εμπόδια για την Ο.Ν.Ε.».


Επίλογος

Από τις προτάσεις για κατάργηση του στόχου για ενιαίο νόμισμα και για δημιουργία μιας ΟΝΕ-μίνι από 7 κράτη έως την πρόταση να αναλάβουν οι αναπτυγμένες χώρες το κόστος να δεχτούν να υπάρξει κοινό νόμισμα εδώ και τώρα, έγινε φανερό πως ενώ κανείς δεν είναι σίγουρος για την πορεία προς την ΟΝΕ, ωστόσο κανείς δεν θέλει να μείνει εκτός.
Ιδιαίτερο βάρος αποδίδω:
α) στο εύρος, την διάρκεια και την μεθοδικότητα του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης,
β) στο γεγονός ότι με την εγκαθίδρυση της ΟΝΕ σταδιακά θα επέλθει «μαρασμός» των εθνικών κρατών. «Στα κράτη-μέλη της Ε.Κ. υπάρχουν ακόμη κατάλοιπα της πεπαλαιωμένης εθνικής αρχής της κυριαρχίας. Τα διεθνή προβλήματα» σύμφωνα με τον Frans Andriessen «δεν είναι πλέον δυνατόν να λυθούν με βάση αυτήν την αρχή»,
γ) στην αυστηρή δεσμευτικότητα των διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και στον αμετάκλητο χαρακτήρα της μετάβασης στην φάση γ’,
δ) στην δέσμευση των προσανατολισμών της οικονομικής πολιτικής των 12 προς φιλελεύθερη κατεύθυνση,
ε) στις διατάξεις περί Συνοχής (άρθρο 130Α)
Ο κύριος προβληματισμός, αντίθετα, εκπηγάζει από την διάρκεια της οικονομικής ύφεσης που προκαλεί αναβίωση των τάσεων προστατευτισμού για την προστασία κλυδωνιζόμενων κλάδων στις οικονομίες των 12. Από την άλλη πλευρά, η αξιοπιστία της ΟΝΕ υπονομεύεται όταν η Κοινότητα δεν επιτυγχάνει εκείνους τους ρυθμούς ανάπτυξης που εξασφαλίζουν χαμηλά επίπεδα ανεργίας.
Προς την σωστή κατεύθυνση φαίνεται κατ’ αρχάς να κινείται η προσπάθεια των Υπουργών Οικονομικών να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα εντός του Ε.ΝΟ.Σ. (πρόσφατα επινόησαν ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, μέσω των αγορών, για να προστατεύσουν την Μ.Ι.Σ.)
Το συναρπαστικό ενδιαφέρον των εξελίξεων της δεκαετίας του ‘90, τελευταίας δεκαετίας της δεύτερης μ.Χ. χιλιετίας, συνοψίζεται σε βαρυσήμαντο άρθρο του Βρεττανού πρωθυπουργού J. Major όπου τίθεται στο επίκεντρο, εκτός των υπολοίπων χρήσιμων και ειλικρινών απόψεων για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, η επιτακτική ανάγκη να χρησιμοποιηθεί από τους Ευρωπαίους ηγέτες απλή γλώσσα για να ενημερωθεί ο Ευρωπαίος απλός, μέσος πολίτης.
Η έλλειψη προσαρμογής της Ελλάδας στις νέες διεθνείς συνθήκες είναι, άραγε, απλώς πρόβλημα αδράνειας των θεσμών και της πολιτικής;
Κατά γενική ομοφωνία, για την Ελλάδα δεν υπάρχει μέλλον έξω από την Ένωση, εφόσον η Ευρώπη ορίζει το ιστορικό και γεωπολιτικό πλαίσιο της χώρας.
Ωστόσο, οι Έλληνες πολίτες μόνον επιφανειακά γνωρίζουν το περιεχόμενο της νέας Συνθήκης. Αγνοούν τις θυσίες που συνεπάγεται η αποδοχή της και δεν βλέπουν το περίγραμμα του μέλλοντος, πέρα από τις αόριστες αναφορές στον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό».
Η παραφιλολογία για την διασπάθιση των πόρων της δεύτερης δέσμης Delors υπονομεύει την θέση της Ελλάδας στην Κοινότητα∙ σημαίνει ότι εκουσίως υπογράφουμε τον αποκλεισμό μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τίθενται, μέσω της ΟΝΕ, τα εξής ερωτήματα:
α) Πόσο οδυνηρή θα είναι η ένταξη της δραχμής στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα; Ποιά τα οφέλη;
β) Μπορεί να μειωθεί το δημόσιο χρέος από 105% ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 60%; Τί σημαίνει αυτό για τον μέσο Έλληνα; Ποιά η ευθύνη των πλουσίων;
γ) Η μείωση του πληθωρισμού σημαίνει αύξηση ή μείωση της ανεργίας; Ποιός είναι υπεύθυνος για την σύγχυση που επικρατεί γύρω από τις οικονομικές έννοιες;
δ) Είναι οι Έλληνες πολίτες έτοιμοι να πληρώσουν 1 τρις ανά έτος;
ε) Ποιά πολιτική, αυτή του φιλελευθερισμού ή αυτή του σοσιαλισμού, θα ικανοποιήσει τους στόχους, τα κριτήρια της ΟΝΕ; Ποιός ο ρόλος των Μ.Μ.Ε.;
Εν τούτοις, τα πολιτικά κόμματα και η ισχνή κοινωνία των πολιτών υποτάσσονται στην «τυραννία της πλειοψηφίας», στο «περί δικαίου αίσθημα ενός λαού» που διεκδικεί να γίνει «θεσμός». Δυστυχώς, στους κόλπους του πολιτικού κόσμου κυριαρχεί ο λαϊκισμός και ο κρατισμός που κυριολεκτικά δηλητηριάζουν την κοινή γνώμη.
Οι ελπίδες ότι κάτι αλλάζει πηγάζουν μόνον από μιαν ευρύτερη προσέγγιση: η ΟΝΕ θεωρείται ως βασική παράμετρος στην προσπάθεια οικοδόμησης της νέας Ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Χωρίς εμβάθυνση της ενοποίησης, η Ε.Ε. δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ευθύνες της και να αποτελέσει το θεμέλιο για την κυριαρχία της Ευρώπης τον 21ο αιώνα.
Θεωρώ ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι η Ιστορία της θεσμοθετημένης άμιλλας και συμμερίζομαι πλήρως τον Lester Thurow, ο οποίος πιστεύει ότι ο 21ος αιώνας ανήκει στην Γηραιά Ήπειρο, εάν αυτή κάνει τις σωστές κινήσεις στην σκακιέρα της παγκόσμιας οικονομίας και εκμεταλλευθεί τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που διαθέτει.



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

«ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ», άρθρο του Π.Κ. ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, τεύχος 19/12/1991.
JACQUES DELORS, Πρόεδρος της Commission, ομιλία στον ΣΕΒ, 25/5/1992.
«ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ», άρθρο του Γ. ΠΑΠΑΣΤΑΜΚΟΥ στο ΒΗΜΑ, 14/6/1992.
«Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1992», του KLAUS BUSCH, σελ. 35-62, Κριτική 1992.
«ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ», των F. DREYFUS, R. MARX, R. POIDEVIN τόμος 6, σελ. 261-266, Παπαζήσης 1990.
«ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Κ. ΣΤΗΝ Ε.Ε.» του Ν. ΜΟΥΣΗ, σελ. 126-130, Παπαζήσης 1993.
«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ Ε.Ν.Σ.», ενημερωτικό έντυπο της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων της Κοινότητας, Λουξεμβούργο 1991, CC-60-91-660-GR-C.
«Η ΕΥΡΩΠΗ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ», άρθρο του ΑΘ.Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ στον ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
«Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ», ενημερωτικό έντυπο της Κοινότητας, 1992, CC-74-92-265-GR-C.
«Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1992» του Κ. BUSCH, σελ. 238-252.
«Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ», έντυπο της Κοινότητας, 1991, Λουξεμβούργο, CC-60-91-434-GR-C.
«Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ», του Π.Κ. ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ, ενημερωτικό έντυπο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, έκδοση ΙΟΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ.
«ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ;», άρθρο του ΔΙΝΥΣΗ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗ σε αφιέρωμα την 1/1/1993 στο ΒΗΜΑ.
«ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ», φυλλάδιο της Κοινότητας, Λουξεμβούργο 1991, CC-60-91-717-GR-C.
«ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Κ. ΣΤΗΝ Ε.Ε.», Ν. ΜΟΥΣΗ, σελ. 138-148 και «Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ», ενημερωτικό έντυπο της Κοινότητας.
Στοιχεία του «WORLD ECONOMIC OUTLOOK» Οκτώβριος 1992, από το EUROMONEY Φεβρουαρίου 1993, από το Δ.Ν.Τ. Άρθρο του ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΣΑΡΑΝΤΙΔΗ, στο ΒΗΜΑ 14/3/1993.
«ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ», άρθρο του Κ. ΣΗΜΙΤΗ σε αφιέρωμα του ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ στις 12/11/1992 και συνέντευξη (αντιγραφή του ιδίου άρθρου!) στο ΒΗΜΑ.
Άρθρο του Μ. ΔΡΕΤΤΑΚΗ στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, 5/111992.
ECONOMIST, τεύχη Απριλίου/Μαΐου 1992, άρθρο Ν. ΓΚΑΡΓΚΑΝΑ στις 24/1/1993 στο ΒΗΜΑ.
«Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ» στα ΝΕΑ, του Π.Κ. ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ, σελ. 20-22.
«ΤΟ Ε.Ν.Σ. ΚΑΙ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ», «ΟΙ 6 ΗΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ», άρθρα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΤΥΧΑΚΗ στο ΒΗΜΑ, 10/1/1993 και 14/2/1993.
«ΤΟ Ε.Ν.Σ.», συνέντευξη του ΧΕΛΜΟΥΤ ΣΛΕΣΙΓΚΕΡ στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, 29/10/1992.
«ΤΟ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ; ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΛΛΗ ΕΠΙΛΟΓΗ», συνέντευξη της ΒΑΣΩΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ στο ΒΗΜΑ, 19/7/1992.
Δήλωση του ΕΡΙΚ ΧΟΦΜΑΓΙΕΡ στο πρακτορείο ειδήσεων REUTERS.
Συνέντευξη του πρώην προέδρου της Bundesbank ΟΤΟ ΠΕΛ στην εφημερίδα WALL STREET JOURNAL στις 21/9/1992.
«ΜΙΑ ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ Ο.Ν.Ε.», άρθρο του MARTIN FELDSTEIN στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ στις 13/8/1992.
«ΠΟΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ», άρθρο του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΛΑΖΑΡΗ, ΒΗΜΑ, 19/7/1992.
«ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ», άρθρο στον ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 15/12/1991.
«ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ», αφιέρωμα του περιοδικού ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ, τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1991.
Άρθρο του ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, 12/11/1992.
Άρθρο των καθηγητών C. BEAN, D. COHEN, F. GIAVAZZI, A. GIOVANNINI, J.V. HAGEN, X. VIVES, D. NEVEN, C. WYPLOSZ στο ΒΗΜΑ στις 26/7/1992. Τις ίδιες απόψεις υποστηρίζει (με τον Felstein) και ο Καρλ Σίλερ, ο οποίος πιστεύει ότι στην Ευρώπη δεν υπάρχει συναίνεση για την προτεραιότητα της σταθερότητας των τιμών.
ΡΙΧΑΡΝΤ ΦΟΝ ΒΑΪΣΤΣΕΚΕΡ, δήλωση στο ΒΗΜΑ, 1/8/1992.
ΧΕΛΜΟΥΤ ΚΩΛ, δήλωση στο ΒΗΜΑ, 21/6/1992.
Δήλωση του H. CHRISTOPHERSEN, επίτροπος επί οικονομικών θεμάτων).

«ΤΟ Ε.Ν.Σ… ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ» του Δ. ΠΕΤΥΧΑΚΗ, ΒΗΜΑ, 10/1/1993.
«ΑΠΛΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΣΟ ΠΟΛΙΤΗ», άρθρο του JOHN MAJOR στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, μία ημέρα πριν την Σύνοδο Κορυφής του Birmingham.
ECONOMIST, τεύχος Απριλίου 1993, αφιέρωμα στην Ελλάδα.


ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Για την συγγραφή της εργασίας, χρησιμοποιήθηκαν επίσης και τα φύλλα των εφημερίδων ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ 1993 και 1993.
Κυρίως, όμως, τα εξής φύλλα του ΒΗΜΑΤΟΣ:
- 1/12 και 8/12 του 1991
- 14/6 και 21/6 του 1992
- 26/7/1992
- 2/8, 23/8, 30/8 του 1992
- Σεπτεμβρίου 1992
- 4/10 και 25/10 του 1992
- Ιανουαρίου 1993
- Φεβρουαρίου 1993
- Μαρτίου 1993

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου