ΠΕΡΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΥ ΒΙΟΥ Ή ΙΚΕΤΩΝ
Μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Έχοντας ήδη μιλήσει περί των Εσσαίων, οι οποίοι αναδείχθηκαν σε ζηλωτές του πρακτικού βίου και καταπονήθηκαν καθ’ υπερβολή σε όλα ή –όπως, βέβαια, θα ήταν πιο υποφερτό να πω– στα περισσότερα μέρη, θα αναφέρω αμέσως τώρα (σε συνέχεια της πραγματείας μου και σύμφωνα με την λογική της ακολουθία) και τα πρέποντα περί εκείνων που ασπάστηκαν την θεωρία.
Δεν θα προσθέσω τίποτε από μόνος μου για να βελτιώσω την εικόνα (κάτι το οποίο έχει γίνει έξη να το κάνουν όλοι οι ποιητές και συγγραφείς λόγω της σπανιότητας καλών πρακτικών επιδόσεων στην επιτήδευση) αλλά στην πραγματεία μου θα περιλαμβάνεται με κακότεχνο τρόπο η αλήθεια μπροστά στην οποία –το ξέρω– θα χάσει τα λόγια του και ο πιο δεινός ρήτορας.
Επιβάλλεται, όμως, να περάσουμε την δοκιμασία και να αγωνιστούμε υπέρ της αλήθειας διότι δεν πρέπει το μέγεθος της αρετής των ανδρών αυτών να γίνει αίτιο να μείνουν άφωνοι όσοι θεωρούν ότι δεν είναι καθόλου καλό να επικρατεί ησυχία για τα θέματα αυτά.
Η πρόθεση αυτών των φιλοσοφημένων ανθρώπων γίνεται αμέσως φανερή από την προσφώνηση διότι αποκαλούνται «θεραπευτές» και «θεραπευτρίδες», δηλαδή από ετυμολογικής πλευράς: πρώτον, με την έννοια ότι επαγγέλλονται μιαν ιατρική καλύτερη από εκείνην που υπάρχει στις πόλεις και που θεραπεύει μόνο τα σώματα ενώ η δική τους θεραπεύει από τις δυσάρεστες και δυσθεράπευτες νόσους εκείνες τις ψυχές στις οποίες ενέσκηψαν ηδονές και επιθυμίες και λύπες και φόβοι και πλεονεξίες και απερισκεψίες και αδικίες και το αμέτρητο πλήθος των υπολοίπων παθών και αδυναμιών και, δεύτερον, με την έννοια ότι διαπαιδαγωγήθηκαν από την φύση και από τους ιερούς νόμους να υπηρετούν και να λατρεύουν το Ον –το Ον, το οποίο είναι καλύτερο από το καλό και πιο αληθινό από το ένα και πιο αρχέγονο από την μονάδα.
Ποιος από αυτούς που επαγγέλλονται ότι είναι ευσεβείς αξίζει να συγκριθεί μαζί τους;
Αυτοί, άραγε, που λατρεύουν τα στοιχεία της φύσεως; Την γη, το υγρό, τον αέρα, την φωτιά; Αυτά που άλλοι τα έχουν ορίσει με άλλες επωνυμίες; Νομίζω ότι αποκαλούν την φωτιά «Ήφαιστο» από την έξαψη, τον αέρα «Ήρα» από την άρση και την αιώρηση ψηλά, το υγρό «Ποσειδώνα» ίσως –ποιος ξέρει;– από το ποτό ενώ την γη «Δήμητρα» εφόσον φαίνεται πως είναι η μητέρα όλων των φυτών και των ζώων.
Αλλά, βέβαια, τα ονόματα αυτά αποτελούν ευρήματα των σοφιστών ενώ τα στοιχεία της φύσεως είναι ύλη άψυχη που –εξ αυτού ακριβώς του λόγου– είναι και ακίνητη και την έθεσε ο τεχνίτης Δημιουργός για να δημιουργηθούν όλες οι ιδέες των σχημάτων και των ποιοτικών ιδιοτήτων.
Ή μήπως, αυτοί που λατρεύουν τα αποτελέσματα της φύσεως; Τον ήλιο, την σελήνη ή τα υπόλοιπα άστρα (πλανήτες ή απλανή αστέρια) και ολόκληρον τον ουρανό και τον σύμπαντα κόσμο;
Μα και αυτά δεν γεννήθηκαν από μόνα τους αλλά δημιουργήθηκαν από κάποιον Δημιουργό τελειότατον ως προς την επιστήμη.
Αλλά τί γίνεται και με αυτούς που λατρεύουν τους Ημίθεους;
Αυτό, βέβαια, έως και την χλεύη αξίζει διότι πώς θα μπορούσε ο ίδιος άνθρωπος να είναι και αθάνατος και θνητός;
Για να μην αναφέρω ότι και ο τρόπος με τον οποίον στην αρχή γεννήθηκαν αυτοί οι Ημίθεοι είναι επιλήψιμος διότι πήγαινε αντίθετα στην ροή των πραγμάτων λόγω παιδαριώδους ακράτειας, μια ακράτεια την οποία –δίχως καθόλου ανθρωπιά– τολμούν να την προσάπτουν στις μακάριες και θείες δυνάμεις (κατηγορώντας τες για επιμειξία με θνητές γυναίκες) αυτοί που είναι αμέτοχοι κάθε πάθους και τρισευτυχισμένοι.
Ή μήπως, αυτοί που λατρεύουν τα ξόανα και τα αγάλματα;
Μα η ουσία αυτών των πραγμάτων είναι οι πέτρες και τα ξύλα, αυτά που πριν από λίγο ήταν τελείως άμορφα και την συμφυή τους ανάπτυξη διέκοψαν λιθοτόμοι και ξυλοκόποι ενώ τα α-δελφικά και συγγενή τους μέρη έγιναν αγγεία για το λουτρό και λεκάνες για τα πόδια και άλλα, περισσότερο άτιμα αντικείμενα που μάλλον εξυπηρετούν τις ανάγκες της νύχτας παρά της ημέρας.
Διότι είναι καλό να μην θυμηθούμε και τα όσα συμβαίνουν στους Αιγύπτιους, οι οποίοι έχουν αποδώσει τιμές Θεών στα άλογα ζώα και, μάλιστα, όχι μόνο των ημέρων ζώων αλλά και του κάθε ενός εκ των πλέον αγρίων θηρίων, των σαρκοφάγων, που βρίσκονται κάτω από την σελήνη –από τα ζώα της ξηράς στο λιοντάρι, από τα υδρόβια στον κροκόδειλο της χώρας τους και από τα πετούμενα στον γυπαετό και στο πελαργόμορφο γεράκι.
Και αυτά τα ζώα –ενώ τα βλέπουν να γεννιώνται και να έχουν ανάγκη τροφής και να είναι άπληστα για το φαΐ και περιτριγυρισμένα από περιττώματα και να είναι δηλητηριώδη και ανθρωποφάγα καθώς και να είναι εκτεθειμένα σε κάθε είδους αρρώστιες και να μην ψοφούν μόνο από τον φυσικό θάνατο αλλά να διαφθείρονται πολλές φορές και από τον βίαιο θάνατο– τα προσκυνούν (οι ήμεροι τα ανήμερα και ατίθασα θηρία, οι λογικοί τα άλογα, αυτοί που έχουν συγγένεια στην εμφάνιση με τα θεία αυτά που δεν μπορούν να συγκριθούν ούτε με τον πιο κακοφτιαγμένον άνθρωπο και οι άρχοντες και οι τύραννοι αυτά που εκ φύσεως είναι υπάκουα και δουλικά). Αυτοί, ωστόσο –ακριβώς επειδή με την φλυαρία τους δεν μολύνουν μόνο τους ομοφύλους τους αλλά και όσους τους πλησιάζουν– παραμένουν αθεράπευτοι επειδή είναι ανάπηροι ως προς την όραση, την πιο αναγκαία από τις αισθήσεις. Και δεν μιλώ για την όραση του σώματος αλλά για την ενόραση της ψυχής που είναι η μόνη που γνωρίζει την αλήθεια και το ψέμα.
Ευτυχώς, όμως, το γένος των «θεραπευτών» επιτρέπεται να βλέπει πάντοτε την θέα του Όντος (επειδή έχει διδαχθεί εκ των προτέρων πώς να το κάνει), να υπερβαίνει τον αισθητόν ήλιο και να μην απουσιάζει ποτέ από την τάξην αυτή που οδηγεί στην τέλειαν ευτυχία.
Γίνονται ένθεοι, λοιπόν, και ενθουσιάζονται όπως οι βακχευόμενοι και οι κορυβαντιώμενοι όσοι τάσσονται στην θεραπευτικήν αυτήν υπηρεσία ούτε εξαιτίας κάποιου εθισμού ούτε εξαιτίας κάποιας παραίνεσης ή παράκλησης ορισμένων αλλά επειδή τους συνήρπασε ο ουράνιος έρωτας –μέχρι να δουν το ποθούμενο.
Λόγω της λαχτάρας τους για την αθάνατη κι ευτυχισμένη ζωή, νομίζουν μετά ότι τελείωσε ήδη η θνητή ζωή τους και αφήνουν το κεφάλαιό τους στους γιούς, στις κόρες ή και σε άλλους συγγενείς τους (που αποδέχονται αυτήν την –εκ των προτέρων και πιο γρήγορα– κληρονομιά τους) ενώ σε όσους δεν είναι συγγενείς κληροδοτούν εταίρους και φίλους.
Διότι επιβαλλόταν αυτοί που πήραν από τα έτοιμα τον πλούτο της όρασης να παραχωρήσουν τον πλούτο της τύφλας σε όσους παραμένουν ακόμα τυφλοί στην διάνοιά τους.
Οι Έλληνες υμνούν τον Αναξαγόρα και τον Δημόκριτο ότι επειδή επλήγησαν από την λαχτάρα για την φιλοσοφία άφησαν το κεφάλαιό τους να το λυμαίνονται άλλοι. Και γω ο ίδιος μένω εκστατικός, απορώ και θαυμάζω πώς αυτοί οι άνδρες ήρθησαν υπεράνω χρημάτων.
Πόσο καλύτεροι, όμως, είναι αυτοί που δεν άφησαν τα αποκτήματά τους να γίνουν βοσκοτόπια για τα θρεφτάρια αλλά αποφάσισαν να επανορθώσουν τις ελλείψεις των ανθρώπων –συγγενών ή φίλων– και από άπορους να τους καταστήσουν εύπορους;
Διότι εκείνο που έκαναν ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος ήταν απερίσκεπτο (για να μην την χαρακτηρίσω ως τρελή αυτήν την πράξη των ανδρών τους οποίους θαύμασε η Ελλάδα) ενώ αυτή εδώ η πράξη είναι νηφάλια και –όπως είναι εξακριβωμένο– περιέχει φρόνηση περιττή.
Τί περισσότερο κάνουν οι εχθροί στον πόλεμο παρά να δρέπουν τους καρπούς και να κόβουν τα δένδρα της χώρας των αντιπάλων τους ώστε να ενδώσουν κάτω από την πίεση της έλλειψης των αναγκαίων;
Το ίδιο έκαναν και οι εκάστοτε Δημόκριτοι στους δικούς τους –με βάση το αίμα– ανθρώπους καθώς από μόνοι τους και με τα ίδια τους τα χέρια κατασκεύασαν την τεχνητή τους ένδεια και φτώχεια, ίσως όχι από επιβουλή αλλά επειδή δεν γνώριζαν εκ των προτέρων και δεν υπολόγιζαν το συμφέρον των άλλων.
Πόσο καλύτεροι και πιο θαυμαστοί είναι, λοιπόν, αυτοί που δεν έκαναν λιγότερη χρήση των ορμών τους προς την φιλοσοφία και προτίμησαν την μεγαλοφυΐα αντί της ολιγωρίας και ενώ χάρισαν το κεφάλαιό τους αλλά δεν το έφθειραν ώστε να ωφελήσουν και τους άλλους με άφθονη περιουσία και τους εαυτούς τους με την φιλοσοφία;
Διότι οι έγνοιες για τα χρήματα και τα κτήματα φθείρουν με τον χρόνο αυτούς που χρονοτριβούν και καλώς ισχύει το «ΧΡΟΝΟΥ ΦΕΙΔΟΥ» επειδή κατά τον ιατρόν Ιπποκράτη «Ο ΜΕΝ ΒΙΟΣ ΒΡΑΧΥΣ, Η ΔΕ ΤΕΧΝΗ ΜΑΚΡΗ». Το ίδιο –μου φαίνεται– υπαινίσσεται και ο Όμηρος στην Ιλιάδα στην αρχή περίπου της 13ης ραψωδίας με τούτους δω τους επικούς στίχους: «Δικαιότατοι άνθρωποι, δείτε, τούτοι οι Μυσεροί μάχονται σώμα με σώμα και τούτοι οι αθάνατοι Ιππηλάτες, όσοι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να τραφούν με γάλα» όπου εννοεί ότι η σπουδή περί την επιβίωση και τα χρήματα γεννά την αδικία εξαιτίας της ανισότητας ενώ η σπουδή περί των αντιθέτων επιλογών γεννά την δικαιοσύνη χάρη στην ισότητα, στην οποία ο πλούτος της φύσεως έχει οριστεί να βρίσκεται και να ακμάζει έναντι του πλούτου των κενών δοξασιών. Όταν, λοιπόν απαλλαγούν από το κεφάλαιό τους και δεν δελεάζονται πλέον από κανέναν, φεύγουν αμεταστρέπτως –αφήνοντας αδελφούς, τέκνα, γυναίκες, γονείς, πολυάριθμους συγγενείς, φιλικές συντροφιές και τις πατρίδες στις οποίες γεννήθηκαν και τράφηκαν– επειδή η συνήθεια είναι το πιο ισχυρό πράγμα που μπορεί να ασκήσει έλξη και να δελεάσει. Γίνονται μέτοικοι, λοιπόν, σε άλλην πόλη και δεν κερδίζουν την ελευθερία αλλά την εναλλαγή αφεντικών –όπως και οι ατυχείς ή κακόμοιροι δούλοι που ζητούν από τους ιδιοκτήτες τους να τους πουλήσουν– διότι κάθε πόλη (ακόμα και η πλέον ευνομούμενη) είναι γεμάτη θορύβους και αναρίθμητες ταραχές τις οποίες δεν θα μπορούσε να υπομείνει κανείς εφόσον έστω και μία φορά συνάντησε την σοφία.
Ωστόσο, κάνουν τις διατριβές τους έξω από τα τείχη της πόλης και επιδιώκουν την ηρεμία σε κήπους ή σε απομονωμένες περιοχές, όχι λόγω κάποιας ωμής και επιτηδευμένης μισανθρωπίας αλλά επειδή γνωρίζουν ότι είναι ατελέσφορες και βλαβερές οι επιμειξίες με όσους είναι ανόμοιοί τους ως προς το ήθος.
Αυτό το γένος βρίσκεται, λοιπόν, σε πολλά σημεία της οικουμένης –μιας και θα επιβαλλόταν στο τέλειο καλό να συμμετέχει και η Ελλάδα και οι βαρβαρικές χώρες– αλλά πλεονάζει στην Αίγυπτο (σε κάθε μία από τις λεγόμενες «περιφέρειες») και, μάλιστα, στην περιοχή της Αλεξάνδρειας. Απανταχού στέλνονται οι άριστοι για να εγκατασταθούν ως άποικοι σε κάποιο χωριό που θεωρείται η «πατρίδα των θεραπευτών» και είναι πολύ κατάλληλο για αυτόν τον σκοπό.
Το χωριό βρίσκεται πιο ψηλά από την λίμνη Μαρεία και πάνω σε έναν γεώλοφο πάρα πολύ χαμηλό, κάτι το οποίο είναι πολύ ευνοϊκό –λόγω της ασφάλειας και του εύκρατου αέρα που προσφέρει.
Την ασφάλεια, λοιπόν, την παρέχουν οι επαύλεις και οι κωμοπόλεις που το περικυκλώνουν ενώ το εύκρατο αεράκι οι συνεχείς αύρες που αναδίδονται τόσο από την λίμνη που το στόμιό της χύνεται στην θάλασσα όσο και από το πέλαγος το οποίο βρίσκεται κοντά, αύρες λεπτές από το πέλαγος και παχειές από την λίμνη και των οποίων η σύμμειξη δημιουργεί μιαν υγιεινότατη κατάσταση.
Οι οικίες των συνερχομένων είναι πολύ ευτελείς καθώς έναντι των 2 πιο αναγκαίων (και από το κάψιμο από τον ήλιο και από το κρύωμα από τον αέρα) παρέχουν κάλυψη και βρίσκονται ούτε πολύ κοντά όπως στις πόλεις (διότι οι γειτνιάσεις είναι ενοχλητικές και δυσάρεστες για όσους επιδιώκουν με ζήλο την ερημικότητα) ούτε πολύ μακριά λόγω του είδους της επικοινωνίας την οποία ασπάζονται και ώστε να αλληλοβοηθηθούν αν γίνει έφοδος από ληστές.
Σε κάθε οικία υπάρχει ένας ιερός χώρος, ένα οίκημα το οποίο αποκαλείται «μονή» και «μοναστήρι», στα οποία τελούν απομονωμένοι τα μυστήρια του σεμνού βίου χωρίς να βάζουν τίποτε μέσα τους –ούτε ποτό ούτε τροφή ούτε κάτι από τα υπόλοιπα που είναι αναγκαία για τις ανάγκες του σώματος– εκτός από νόμους και χρησμούς (που θέσπισαν οι προφήτες) καθώς και ύμνους και τα υπόλοιπα με τα οποία μαζί τους αυξάνονται κα τελειοποιούνται η επιστήμη και η ευσέβεια.
Πάντοτε, λοιπόν, διατηρούν ως αλήστου μνήμης μέσα τους τον Θεό και με τα ονείρατα που βλέπουν φαντασιώνονται, επίσης, τίποτε άλλο παρά τα κάλλη των θείων αρετών και δυνάμεων. Πολλοί, μάλιστα –ονειροπολώντας στον ύπνο τους και παραμιλώντας– διαλαλούν τα αξιέπαινα δόγματα της ιεράς φιλοσοφίας.
Συνηθίζουν να προσεύχονται δύο φορές κάθε μέρα, κατά την αυγή και κατά το απόγευμα, ζητώντας να γεμίσει η διάνοιά τους από ουράνιο φως και η ευημερία –η πραγματική ευημερία– να έρθει από τον ήλιο που αναδύεται και, καθώς ανεβαίνει ψηλά, να ακολουθεί τα βήματα της αλήθειας ώστε η ψυχή να ανακουφίζεται πλήρως από την ενόχληση που της προκαλούν οι αισθήσεις και τα αισθητά αντικείμενα και να γίνεται η ίδια από μόνη της έδρα δικαστηρίου και να εκδίδει αποφάσεις.
Όλο το διάστημα από το χάραμα έως το απόγευμα αποτελεί για αυτούς άσκηση διότι συναπαντούν τις Ιερές Γραφές και φιλοσοφούν ερμηνεύοντας μέσω αλληγοριών την πατρογονική τους φιλοσοφία, επειδή νομίζουν ότι οι συμβολισμοί της ρητής και αποφθεγματικής φιλοσοφίας ερμηνεύουν την απόκρυφη φύση, η οποία υποδηλώνεται μέσω πλάγιων νοημάτων. Επίσης, έχουν και συγγράμματα παλαιοτέρων ανδρών, οι οποίοι –αφού έγιναν αρχηγοί της αιρέσεως– τους άφησαν πολλά γραπτά ως μνημεία για να τους θυμίζουν την ιδεολογία αυτών οι οποίοι ήταν το αντικείμενο των αλληγοριών.
Χρησιμοποιώντας αυτά τα γραπτά ως αρχέτυπα πρότυπα, μιμούνται την συμπεριφορά των προγόνων τους στην αίρεση.
Άρα, τον Θεό δεν τον παρατηρούν μόνο αλλά κάνουν προς αυτόν και άσματα και ύμνους με κάθε είδους μέτρο και μέλος, τα οποία και εγχαράσσουν στην ψυχή τους –αναγκαστικά– με πιο σεμνούς ρυθμούς.
Φιλοσοφούν επί 6 ημέρες, λοιπόν –και χωρίς να απομονώνεται ο καθένας από τον εαυτό του– στα προαναφερθέντα μοναστήρια και δεν υπερβαίνουν την αυλόπορτα αλλά ούτε και από απόσταση δεν την κοιτούν.
Κάθε 7ην ημέρα, όμως, συνέρχονται όπως θα συνέρχονταν αν ήταν ένας κοινός σύλλογος και, στην συνέχεια, κάθονται κατά ηλικία και σύμφωνα με τους πρέποντες εξωτερικούς τύπους: έχοντας μέσα τα χέρια, το δεξί μεταξύ του στέρνου και της γενειάδας και το αριστερό κατεβασμένο πλάϊ στους λαγόνες.
Από μπροστά τους περνά τότε ο πιο ηλικιωμένος και εμπειρότατος στα δόγματα και διαλέγεται μαζί τους με λογική και σύνεση, δίχως να επιδεικνύει υπερβολική ικανότητα στα λόγια όπως οι ρήτορες ή οι σύγχρονοι σοφιστές αλλά διερευνώντας και διερμηνεύοντας με χαμηλωμένο βλέμμα και με χαμηλωμένη γλώσσα την ακρίβεια των νοημάτων, η οποία έρχεται στην ψυχή –και επιμένει, βεβαίως– μέσω της ακοής και δεν κατακάθεται στα άκρα των αυτιών. Κάνοντας ησυχία, λοιπόν, όλοι οι άλλοι ακούνε και –με ένα κούνημα του προσώπου ή του κεφαλιού– αυτό μόνον εκδηλώνουν, τον έπαινο.
Η κοινή αυτή μονή, στην οποίαν συνέρχονται κάθε 7ην ημέρα, έχει διπλό προστατευτικό περίβολο που χωρίζεται σε ανδρωνίτη και σε γυναικωνίτη (διότι και οι γυναίκες συνακροώνται καθ’ έξη, δείχνοντας τον ίδιον ζήλο και την ίδιαν πρόθεση) ενώ ο τοίχος μεταξύ των οίκων έχει οικοδομηθεί –ως ένας θώρακας, κατά κάποιον τρόπο– τρεις ή τέσσερεις πήχεις πιο ψηλά από το έδαφος ενώ ο ακάλυπτος χώρος ως την οροφή ανέρχεται αχανής για χάρη δύο λόγων: ώστε και να διατηρείται η πρέπουσα αιδώς στην γυναικεία φύση και, ταυτόχρονα, να έχουν πλούσια αντίληψη όταν κάθονται κι ακούνε υπάκουα, δίχως κανείς να εμποδίζει την φωνή του συνομιλητή τους.
Την εγκράτεια εκ των προτέρων την θέτουν ως κάποιου είδους θεμέλιο της ψυχής και πάνω της οικοδομούν τις υπόλοιπες αρετές.
Τροφή ή ποτό ουδείς εξ αυτών δεν προσφέρει στον εαυτό του πριν την δύση του ήλιου επειδή κρίνουν ότι στο φιλοσοφείν ταιριάζει το φως ενώ στις ανάγκες του σώματος το σκοτάδι –εξ ου και μοίρασαν το φιλοσοφείν στην ημέρα και τις ανάγκες του σώματος σε ένα περιορισμένο μέρος της νύχτας.
Μερικοί, όμως –αυτοί στους οποίους έχει φυτευτεί πιο βαθειά ο πόθος της επιστήμης– μπορεί να κάνουν και 3 μέρες να θυμηθούν την τροφή και μάλιστα, μερικοί τόσο ευφραίνονται από την επιστήμη και εντρυφούν σε αυτήν (καθώς φιλοξενούνται στα συμπόσια της σοφίας που τους χορηγεί άφθονα και πλούσια τα ελέη των δογμάτων της) που αντέχουν ως και διπλάσιον χρόνο και μόλις μετά από 6 μέρες γεύονται πάλι την αναγκαία τροφή γιατί έχουν εθιστεί να θρέφονται με αέρα, όπως λένε ότι τρέφεται και η συνομοταξία των τζιτζικιών επειδή –καθώς εγώ, βέβαια, το νομίζω– το τραγούδι εξωραΐζει την στέρηση.
Επειδή, λοιπόν, νομίζουν ότι η 7η ημέρα είναι πανίερη και πανηγυρική, αξιώνουν να λαμβάνουν μιαν εξαιρετικήν τιμή (με την οποία μετά επαλείφουν τις φροντίδες για την ψυχή όπως και το σώμα, κάτι το οποίο δεν παραλείπουν να κάνουν και στα θρεφτάρια προκειμένου να τα απαλλάξουν από τους συνεχείς πόνους). Και τίποτε το πολυτελές δεν τρώνε παρά μόνον ευτελές ψωμί κι αλάτι για προσφάϊ που οι πιο εκλεκτικοί προσθέτουν λάδι και ως υγρό ποτό χρησιμοποιούν το νερό από το νάμα της θείας ευχαριστίας.
Φέρονται αμείλικτα σε αυτές που η φύση όρισε ως δεσποσύνες στο ανθρώπινο γένος (την Πείνα και την Δίψα) και σε τίποτε δεν τις κολακεύουν –αλλά μόνον ως προς τα χρήσιμα, τα εκ των ων ουκ άνευ, χωρίς τα οποία δεν μπορεί κανείς να ζήσει. Για τον λόγον αυτό, τρώνε ώστε να μην πεινάνε και πίνουν ώστε να μην διψάνε ενώ –θεωρώντας τον ως εχθρό που επιβουλεύεται και την ψυχή και το σώμα– διώχνουν τον κορεσμό μακριά.
Επιπλέον, καλύπτονται με δύο είδη προστασίας, με ένα ένδυμα και με μίαν οικία. Για την οικία ειπώθηκε πρωτύτερα ότι είναι ακαλλώπιστη και αυτοσχέδια και έχει κατασκευαστεί μόνο για να κάνει όσα χρειάζονται αλλά και το ένδυμα είναι παρομοίως πολύ ευτελές ώστε να διώχνει το κρύο και την ζεστασιά.
Η εσθήτα αυτή συντίθεται τον χειμώνα από μιαν παχειά χλαίνη φτιαγμένη «από ένα δασύτριχο τομάρι» και το καλοκαίρι από ένα έξωμο ή διάφανο φόρεμα.
Συνολικότερα, ασκούνται στην έλλειψη ματαιοδοξίας, γνωρίζοντας ότι το ψεύδος είναι η αρχή της ματαιοδοξίας ενώ η αλήθεια είναι η αρχή της έλλειψης ματαιοδοξίας και πως το ψεύδος και η αλήθεια έχουν ως πηγή τους την λογική. Διότι από το ψεύδος ρέουν οι πολυμήχανες ιδεολογίες του κακού και από την αλήθεια ρέουν τα πολύτιμα αποκτήματα των αγαθών –και των θείων και των ανθρώπινων.
Θέλω, όμως, να μιλήσω και για τις κοινές συνόδους αυτών των ανθρώπων καθώς και για την ακόμη πιο φαιδρή διαγωγή που δείχνουν στα συμπόσιά τους, αντιτάσσοντάς τα στα υπόλοιπα συμπόσια ή τσιμπούσια.
Διότι όταν αυτοί εμφορούνται από άκρατο ποτό –καθώς δεν έχουν πιει οίνο αλλά κάποιο φυσικό ρευστό (πιο υπερκινητικό, πιο μανιώδες και πιο δυσάρεστο) που έχει οδηγήσει σε έκσταση τα λογικά τους– σπαρταρούν και λυσσούν όπως τα ατίθασα σκυλιά και, όταν σηκώνονται, δαγκώνουν ο ένας τον άλλον και τελειώνουν τρώγοντας μύτες, αυτιά, δάκτυλα, αρκετά άλλα μέρη του σώματος ώστε για αυτούς να έχει αποδειχθεί αληθινός ο μύθος του Οδυσσέα και των συντρόφων του καθώς καταβροχθίζουν ανθρώπων «κοψίδια» –όπως λέει ο ποιητής για τον Κύκλωπα– και μάλιστα, το κάνουν με πιο ωμό τρόπο απ’ ό,τι έτρωγε ο Κύκλωπας.
Διότι ο Κύκλωπας αμυνόταν υποσκελίζοντας εχθρούς ενώ αυτοί καταβροχθίζουν φίλους και όσους έχουν τα ίδια ήθη με αυτούς, μερικές φορές και συγγενείς (τόσο στην άπλα όσο και το τραπέζι) και χύνουν άσπονδες σπονδές, παρασπονδώντας όμοια με τις παρασπονδίες που γίνονται στους γυμνικούς αγώνες και παραχαράσσοντας την έννοια της άσκησης όπως θα παραχάρασσαν ένα γνήσιο νόμισμα –αυτοί που είναι, αντί για αθλητές, οι άθλιοι.
Διότι αυτό είναι το όνομα το οποίο πρέπει να τους αποδοθεί ως υστεροφημία. Επειδή αυτά που οι νηφάλιοι εκείνοι αθλητές επιτυγχάνουν με τέχνη στα στάδια την ημέρα, έχοντας ως θεατές όλους τους Έλληνες και για χάρη της νίκης και των στεφάνων, αυτοί οι άθλιοι τα κιβδηλεύουν την νύχτα μεσ’ στο σκοτάδι στα συμπόσια μεθυσμένοι και παραφερόμενοι, ενεργώντας με ανεπιστημοσύνη και με κακοτεχνία με αποτέλεσμα να ατιμώνουν, να προσβάλουν και να ενοχλούν δυσάρεστα αυτούς που υπομένουν τις ενέργειές τους.
Κι αν κανείς από αυτούς που κάνουν τις απονομές των βραβείων δεν παρέμβει στην μέση για να τους διαλύσει, παλεύουν μέχρις εσχάτων με ακόμη μεγαλύτερη εξουσιαστική μανία, έτοιμοι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Διότι –έστω κι αν δεν το ξέρουν– αυτό που παθαίνουν δεν είναι διόλου πιο λίγο απ’ ό,τι αφήνουν διαθέσιμο στους άλλους όσοι παραπαίουν από το κρασί όχι μόνον επειδή (όπως λέει ο κωμωδιογράφος) κάνουν κακό στους πλησίον τους αλλά επειδή υπομένουν το ότι κι αυτοί πίνουν αυτό το ποτό που παράγεται από τους ιδίους, το πνεύμα.
Έτσι, λοιπόν, αυτοί που πριν από λίγο εισήλθαν στα συμπόσια ως φίλοι σώοι και αβλαβείς, μετά από λίγο εξέρχονται εχθροί και με ακρωτηριασμένα τα σώματα. Και άλλοι χρειάζονται την βοήθεια συνηγόρων και δικαστών και άλλοι την βοήθεια των θεραπευτών και των ιατρών ενώ άλλοι, από αυτούς που φαίνονται να είναι πιο μετρημένοι στα συμπόσια, καταβάλλονται σαν να έχουν πιεί σκέτον μανδραγόρα και –αφού προτείνουν τον αριστερόν αγκώνα, στρέψουν πλαγιαστά τον αυχένα και ρευτούν μέσα στα κύπελλα– πιέζονται σε βαθύν ύπνο δίχως να βλέπουν μήτε να ακούν λες και έχουν μία και μόνην αίσθηση, την γεύση του πιο μεγάλου ανδρείκελου.
Γνωρίζω και κάποιους οι οποίοι, επειδή –πριν πάρουν ολοκληρωτικά το βάπτισμα– έπεσαν μισομεθυσμένοι, προετοιμάστηκαν ευπρεπώς για την κατάποση την οποία θα δέχονταν και στην οποία θα συνέβαλαν την επόμενην ημέρα, εκλαμβάνοντας εν μέρει ότι η τέρψη των χεριών αποτελεί ελπίδα για την μελλοντική τους μέθη.
Διαβιώνοντας με τον τρόπον αυτόν, εξακολουθούν να είναι ανοίκειοι και ανέστιοι, εχθροί των γονιών, των γυναικών, των παιδιών τους και εχθροί της πατρίδας τους, εχθροί και του εαυτού τους –διότι ο υγρόφιλος και άσωτος βίος επιβουλεύεται τα πάντα.
Ίσως θα μπορούσε κανείς να αποδεχτεί την σημερινή, υπερβολικά επιπόλαιη διάθεση όλων των συμποσίων απανταχού λόγω του πόθου για την ιταλίδα πολυτέλεια και φιληδονία, την οποία ζήλεψαν και οι Έλληνες και οι βάρβαροι όταν έκαναν τις προετοιμασίες μάλλον προς επίδειξη παρά για διασκέδαση.
Τρίκλινα και πολύκλινα ανάκλιντρα κατασκευασμένα από κέλυφος χελώνας, ελεφαντόδοντο –ή και πιο πολύτιμη ύλη– που τα περισσότερα ήταν κολλημένα με πέτρες, πορφυρά στρώματα που είχαν υφανθεί με χρυσάφι και άλλα στρωσίδια που είχαν βαφτεί με κάθε είδους χρώματα από άνθη για να έχουν ελκυστικήν εμφάνιση, πλήθος ανοιχτήρια παρατεταγμένα κατά το κάθε είδος, (διότι υπήρχαν εκεί κούπες με ζωϊκές παραστάσεις και φιάλες και κύπελλα και άλλα πολύμορφα ποτήρια περίτεχνα και καλλιτεχνικά σκαλισμένα με ακρίβεια από άνδρες-επιστήμονες στην επεξεργασία) με την συμμετοχή και πανέμορφων και καλλίγραμμων δούλων που τους διακονούσαν και μάλλον έδιναν την εντύπωση ότι δεν είχαν έρθει εκεί για να προσφέρουν υπηρεσία αλλά για να ικανοποιήσουν τους θεατές μόλις φανερώνονταν.
Όσοι εκ των δούλων αυτών είναι ακόμα παιδιά, λειτουργούν ως οινοχόοι ενώ το υγρό το μεταφέρουν ώριμα παλικαράκια λουσμένα και ξυρισμένα που και τα κεφάλια τους τρίβουν και βάφουν με αλοιφές για να λειάνουν και τις τρίχες του κεφαλιού τους διαπλέκουν –κατά κάποιον τρόπο– επιτυχημένα και μαζικά, διότι έχουν μακριές, ξέπλεκες χαίτες που είτε δεν τις κόβουν καθόλου είτε κόβουν απλά και μόνο τις τρίχες στην άκρη τους ώστε να τις ισιώσουν όλες μεταξύ τους και μετά τους δίνουν συνολικά σχήμα κυκλικό.
Ζώνονται και πάλι αραχνοΰφαντους και πάλλευκους χιτώνες που το μπροστινό τους τμήμα φτάνει πιο κάτω από τους γεννητικούς αδένες και το όπισθεν τμήμα λίγο πιο κάτω από τα γόνατα ενώ –συστέλλοντας από πλάγια τις κοιλότητες στην περιοχή όπου συμβάλλουν οι χιτωνίσκοι– αφήνουν να αιωρείται κάθε μέρος που έχει (ανά σειρές) πιο σγουρές πτυχώσεις, διευρύνοντας τα βαθουλώματα των πλευρών.
Σε εφεδρεία παραμένουν και άλλοι δούλοι, αμούστακα μειράκια στην εφηβεία που μόλις φυτρώνει και ανθίζει το χνούδι στα μάγουλά τους και που πριν λίγο ήταν παιχνιδάκια στα χέρια των παιδεραστών και, κατά πολύ περίεργο τρόπο, εξασκήθηκαν για να προσφέρουν βαρύτερες υπηρεσίες προκειμένου –όπως λένε όσοι τις δοκίμασαν– να επιδείξουν οι πεινασμένοι οικοδεσπότες ότι δεν είναι ανήμποροι ενώ η αλήθεια είναι πως αυτό γίνεται για να επιδείξουν την έλλειψη καλαισθησίας τους.
Επιπλέον, υπάρχουν οι ποικιλίες στα ψητά, στα εδέσματα και στα γλυκίσματα με τα οποία καταπονούνται οι σιτιστές και οι ψήστες φροντίζοντας να ικανοποιούνται από την καθαριότητα όχι μόνο της γεύσης –όπως και θα έπρεπε– αλλά και της εμφάνισης των «κοψιδιών».
Φέρνουν, λοιπόν, στο τραπέζι 7 ή και μεγαλύτερον αριθμό δούλων εξ αυτών που είναι πλήρεις από όλα όσα μεταφέρονται από την γη, την θάλασσα, τα ποτάμια και τον αέρα μέσω της ξηράς, του υγρού στοιχείου και των πετούμενων ή «πτεροέντων» –εκλεκτά και προκλητικά όλα καθώς παραλλάζονται το καθένα από αυτά ώστε να ταιριάζουν με τις προετοιμασίες και τα καρυκεύματα– και, προκειμένου να μην παραλειφθεί κανένα είδος από όσα βρίσκονται στην φύση, φέρνουν στο τέλος και τους γινωμένους καρπούς από τις άκρες των βαλανιδιών, όχι όμως και τα φρούτα που προορίζονται για τις διονυσιακές πομπές των συμποσιαστών και τα λεγόμενα «απόδειπνα».
Αυτοί, λοιπόν, οι καρποί από τα βαλανίδια αδειάζουν από την απληστία των παρόντων στα συμπόσια οι οποίοι, εμφορούμενοι από λαιμαργία –σαν τα μακρύλαιμα ψαροπούλια τις αλκυόνες, κατά κάποιον τρόπο– πέφτουν τόσο ψόφιοι από το φαγητό ώστε γλείφουν ακόμη και τα κόκκαλα ενώ τους υπόλοιπους καρπούς, αφού τους πειράξουν και τους ξεσκίσουν, τους αφήνουν μισοφαγωμένους.
Και όταν τελειώσουν ολοκληρωτικά, με τις κοιλιές τους γεμισμένες μέχρι τους φάρυγγες και κενοί από τις επιθυμίες, στρέφονται προς τα τρόφιμα και τα μαζεύουν –πιάνοντάς τα από τον σβέρκο– σε έναν κύκλο και τα λιχουδεύονται με τα μάτια για να δουν την χυμώδη σάρκα και το μέγεθός τους και με τα ρουθούνια για να μυρίσουν την τσίκνα που αναδίδεται.
Κι έπειτα, όταν κορεστούν από την διακόρευση της εμφάνισης και των οσμών των «κοψιδιών», τους προστάζουν να φάνε κι αυτοί και να επαινέσουν με πολλές πράξεις τόσο την προετοιμασία όσο και τον οικοδεσπότη για την πολυτέλεια.
Γιατί να πρέπει, όμως, να τα διογκώνουμε αυτά που –όπως πολλοί από τους πλέον μέτριους έχουν διαγνώσει ήδη– αυξάνουν επιπλέον τις επιθυμίες εκείνες που είναι ωφέλιμο να ελαττωθούν; Διότι θα μπορούσε κανείς να ευχηθεί να υποστεί τα πλέον απευκταία –δηλαδή, την πείνα και την δίψα– παρά να απολαύσει την αφθονία τροφών και ποτών που έχουν τέτοιου είδους τσιμπούσια.
Τα πιο περιβόητα και σημαδιακά συμπόσια από αυτά που γίνονταν στην Ελλάδα είναι το συμπόσιο του Καλλία που διοργανώθηκε στα επινίκια του δαφνοστεφανωμένου Αυτολύκου και το συμπόσιο του Αγάθωνα. Και αυτά τα 2 συμπόσια κατέστησαν άξια για να τους γίνει μνεία από τον Ξενοφώντα και τον Πλάτωνα –άνδρες οι οποίοι ήταν φιλόσοφοι και τα ήθη και στα λόγια– διότι αυτοί τα κατέγραψαν ως συμπόσια αξιομνημόνευτα επειδή θεώρησαν ότι θα χρησιμεύσουν στους μεταγενέστερους ως παραδείγματα για να μην δείχνουν παράφωνη διαγωγή στα συμπόσια αλλά, όμως, και για να προκαλείται το γέλιο όταν τα συμπόσια των μεταγενεστέρων θα συγκρίνονται με αυτά των συγχρόνων μας που ασπάστηκαν τον θεωρητικό βίο. Κάθε ένα από αυτά τα 2 δικά μας συμπόσια περιέχει ηδονές αλλά πιο ανθρώπινο είναι αυτό που περιγράφει ο Ξενοφών όπου υπάρχουν γυναίκες που παίζουν φλογέρα και άνδρες που χορεύουν και θαυματοποιοί και ποιητές (μερικοί είναι υπερβολικά μεγαλόστομοι για να χαριεντίζονται και υπερβολικά γελοίοι για να περιπαίζουν τους άλλους) ενώ υπάρχουν και άλλοι με πιο αστεία διάθεση. Σχεδόν όλο το Πλατωνικό συμπόσιο αφορά τον έρωτα, όχι μόνο τον έρωτα που εκκινεί από το πάθος των ανδρών για τις γυναίκες ή από τις γυναίκες για τους άνδρες –διότι οι επιθυμίες αυτές είναι υποτελείς στους νόμους της φύσεως– αλλά και από τους άνδρες για άνδρες που διαφέρουν από αυτούς μόνο στην ηλικία.
Γιατί, κι αν ακόμα στις αναφορές αυτές φαίνεται ότι περιγράφεται κάπως πιο κομψά και γλαφυρά κάτι που αφορά τον ουράνιο έρωτα και την Αφροδίτη, αυτό έχει παραλειφθεί χάριν αστεϊσμού διότι το μεγαλύτερο μέρος του συμποσίου καταλαμβάνει ο κοινός και πάνδημος έρωτας.
Ο έρωτας αυτός είναι που αφαιρεί την ανδρεία –την πιο ωφέλιμη αρετή για την ζωή εν καιρώ πολέμου και εν καιρώ ειρήνης– και προκαλεί στις ψυχές την νόσο της θηλυμορφίας και κάνει ερμαφρόδιτους αυτούς που θα έπρεπε να τους εφοδιάζει με σωματική ευρωστία για όλες τις επιτηδευμένες ασχολίες.
Καθώς λυμαίνεται την παιδική ηλικία και την οδήγησε στην κατηγορία και στην διάθεση εκείνη που αποτελεί το αντικείμενο του έρωτα, έβλαψε και αυτούς που είναι ερωτευμένοι με παιδιά ως προς αυτά που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη: στο σώμα, στην ψυχή και στο περιουσιακό τους κεφάλαιο.
Και αυτό συμβαίνει επειδή αναγκαστικά ο νους αυτού που είναι ερωτευμένος με τα παιδιά τείνει προς αυτά και έχει οξυδέρκεια μόνον ως προς αυτά (ενώ ως προς όλα τα άλλα, τις ιδιωτικές και τις κοινές υποθέσεις, είναι τυφλωμένος), το σώμα του μαραζώνει από την επιθυμία (ειδικά, μάλιστα, αν αποτυγχάνει στην ικανοποίηση αυτής της επιθυμίας) και το περιουσιακό του κεφάλαιο ελαττώνεται με 2 τρόπους, δηλαδή και εξαιτίας της αμέλειας και εξαιτίας των εξόδων προς το αντικείμενο του έρωτά του.
Βλασταίνει, όμως, και μια ακόμη μεγαλύτερη κακή παραφυάδα: η ερήμωση των πόλεων, η στέρηση του πλέον άριστου γένους των ανθρώπων, η στείρωση και η έλλειψη γονιμότητας που μηχανεύονται ως τέχνασμα αυτοί που μιμούνται τους ανίκανους επιστήμονες της γεωργίας που δεν σπέρνουν στην βαθειά γη της πεδιάδας αλλά σε αλμυρά χώματα ή σε πετρώδεις και απόκρημνες περιοχές οι οποίες –όπως είναι φυσικό– κάνουν να μην βλασταίνει τίποτε και φθείρουν τα σπέρματα που σπαταλήθηκαν.
Σιωπώ για αυτά που πλάστηκαν από τους μύθους και για τους δισώματους ανθρώπους οι οποίοι –αφού κατ’ αρχάς η φύση τους αναπτυσσόταν μαζί, αλληλένδετη με ενωτικές δυνάμεις– αμέσως μετά διαχωρίστηκαν στα μέρη από τα οποία συνενώνονταν και διαλύθηκε η αρμονία που τους συνείχε διότι αυτά όλα αποπροσανατολίζουν εύκολα και μπορούν με την καινοφάνεια των επινοήσεών τους να δελεάσουν τα αυτιά.
Πριν από πολλά χρόνια, αυτά τα αντιμετώπισαν με καταφρόνια οι γνώριμοι του Μωϋσή (οι οποίοι έμαθαν –από την παιδική τους ηλικία– να είναι ερωτευμένοι με την αλήθεια) και εξακολουθούν να μην έχουν απατηθεί από κανέναν.
Αλλά επειδή η συζήτηση γύρω από τα διαβόητα συμπόσια είναι μεστή από τόση φλυαρία και επειδή, άλλωστε, στα συμπόσια ασκείται έλεγχος με κάθε προφύλαξη ώστε να μην μπορεί κανείς να παραβλέψει (ακόμη κι αν το ήθελε) τις δοξασίες και τις φήμες που έχουν διαδοθεί περί αυτών αναφορικά με τα υπερβολικά τους κατορθώματα, εγώ θα αντιτάξω τα κατορθώματα για τα οποία κατέστησαν ικανοί στα συμπόσιά τους αυτοί που –ακολουθώντας τις ιερότερες εισηγήσεις του προφήτη Μωϋσή– αφιέρωσαν την ιδιωτική τους ζωή αλλά και τους εαυτούς τους στην επιστήμη και στην θεωρία των πραγμάτων της φύσεως.
Πρώτα-πρώτα, λοιπόν: αυτοί συναθροίζονται κάθε 7 εβδομάδες (και η εβδομάδα εδώ υπολογίζεται όχι με βάση την απλή, 7ήμερη περίοδο αλλά με βάση την δική τους –κατά το μέτρο του δυνατού– ικανότητα υπολογισμού του τετραγώνου της δυνάμεως) διότι την περίοδο των 49 ημερών την σέβονται επειδή ξέρουν πως τότε θα είναι αγνή και αειπάρθενος.
Αυτά είναι τα προεόρτια μιας μεγαλύτερης ακόμα γιορτής που έλαχε να λέγεται Πεντηκοστή από τον αριθμό 50 –τον πλέον άγιο και φυσικό αριθμό– που προκύπτει από την τετραγωνική δύναμη του μήκους των πλευρών του τέλειου ορθογωνίου τριγώνου, η οποία αποτελεί την αρχή της γενέσεως των όλων.
Όταν συνέρχονται πριν την κατάκλιση, επειδή με την ανώτατη σεμνότητα ντυμένοι στα λευκά δείχνουν φαιδροί, τους κάνει σήμα κάποιος από τους εφημέριους –διότι έτσι έχει γίνει έθος να ονομάζονται αυτοί που εκτελούν τέτοιου είδους υπηρεσίες– και στέκονται στοιχισμένοι με τάξη και κατά σειρές, ανασηκώνουν και τα κεφάλια και τα χέρια προς τον ουρανό (τα κεφάλια επειδή παιδεύτηκαν να τα μάθουν να κοιτούν σταθερά προς αυτά που είναι άξια θέας και τα χέρια επειδή είναι καθαρά και αμόλυντα αφού δεν έχουν πιάσει καμία πρόφαση ώστε να αποκομίσουν κέρδος), προσεύχονται στον Θεό να τους ελεήσει και να σταθεί η διάνοιά τους στο ύψος της γιορτής.
Μετά από τις ευχές οι πιο ηλικιωμένοι ξαπλώνουν ακολουθώντας με την σειρά αυτούς που εισήλθαν (και ως πιο ηλικιωμένους νομίζουν όχι τους πιο γέρους και αυτούς με άσπρα μαλλιά που γίνονται δεκτοί ως νέα παιδιά ακόμη κι αν πολύ αργά ακολουθήσουν με την θέλησή τους την ενδόμυχη τάση τους αλλά εκείνους που από τα παιδικά τους χρόνια έγιναν έφηβοι, ενηλικιώθηκαν και άκμασαν ταυτόχρονα με το θεωρητικό μέρος –το οποίο, πράγματι, είναι ό,τι το καλύτερο και το πιο θεϊκό– της φιλοσοφίας).
Στην συνεστίαση συμμετέχουν και γυναίκες (εκ των οποίων οι περισσότερες είναι γριές παρθένες) που δεν είναι ανάγκη να διαφυλάξουν την αγνότητά τους πάση θυσία –όπως κάποιες από τις ιέρειες των Θεών στην Ελλάδα– παρά μόνο με την δική τους θέληση λόγω του ζήλου και του πόθου τους για την σοφία. Επειδή έδειξαν σπουδή για να συμβιώνουν με την σοφία, αψήφησαν τις ηδονές του σώματος και έδειξαν όρεξη να έχουν όχι θνητά τέκνα αλλά αθάνατα.
Τα αθάνατα τέκνα από μόνη της μπορεί να τα γεννήσει η ψυχή αυτή που είναι –αφ’ εαυτής– αγαπητή στον Θεό καθώς ο Πατήρ έχει σπείρει σε αυτήν νοητές ακτίνες με τις οποίες καθίσταται ικανή να παρατηρεί τα δόγματα της σοφίας. Η κατανομή της κατάκλισης γίνεται χωρίς να ξαπλώνουν άνδρες από δεξιά και χωρίς να ξαπλώνουν γυναίκες από αριστερά. Μήπως, άραγε, νομίζει κανείς ότι έχει ληφθεί μέριμνα ώστε να υπάρχουν στρώματα, αν και όχι πολυτελή τουλάχιστον πιο μαλακά για ευγενείς και αστείους ανθρώπους και ασκητές της φιλοσοφίας;
Όχι, διότι τα στρωσίδια αποτελούνται από τα πιο ταπεινά υλικά (εκ των οποίων τα πιο ευτελή είναι οι στοιβάδες που είναι στρωμένες χάμω φτιαγμένες από τοπικό πάπυρο που –για να στηρίζονται– είναι υπερυψωμένος στην περιοχή των αγκώνων).
Ασχολούμενοι επιτήδεια με αυτό, αφενός μαλακώνουν την Σπαρτιάτικη σκληραγωγία και αφετέρου επαγγέλλονται παντού και πάντοτε την ευκολία της ελευθεριότητας ενώ δείχνουν βίαιη απέχθεια προς ό,τι περιορίζει την ηδονή. Και δεν τους υπηρετούν δούλοι διότι θεωρούν ότι γενικότερα η κατάκτηση σκλάβων είναι παρά φύσιν διότι η φύση τους γέννησε όλους ελεύθερους αλλά η αδικία και η πλεονεξία ορισμένων που αναδείχθηκαν σε ζηλωτές του πανάρχαιου κακού –της ανισότητας– επέτρεψαν στους δυνατότερους να υποτάξουν στον ζυγό με την βία τους ασθενέστερους.
Όπως είπα, λοιπόν, στο ιερό αυτό συμπόσιο δεν υπάρχει κανείς δούλος και όλοι υπηρετούν ελεύθεροι ενώ τις ανάγκες της εξυπηρέτησης τις επιτελούν όχι με την βία ούτε περιμένοντας διαταγές αλλά επειδή, δείχνοντας σπουδή και προθυμία, προφθαίνουν τις διαταγές με την δική τους εκούσια θέληση.
Διότι ούτε ορίζονται να εκτελούν αυτές τις υπηρεσίες αυτοί που τυχαίνει να είναι ελεύθεροι αλλά οι νέοι αυτοί που –έχοντας ληφθεί κάθε μέριμνα για να επιλεγούν μεταξύ των πλέον αρίστων του συστήματος– επείγονται να γίνουν αστείοι και ευγενείς με σκοπό να φτάσουν στην άκρα αρετή με όποιον τρόπο κι αν απαιτείται να γίνει αυτό.
Αυτοί, λοιπόν, υπηρετούν τους πατέρες και τις μητέρες τους με μεγάλη χαρά και με φιλοτιμία –λες και είναι πραγματικά παιδιά τους– γιατί νομίζουν ότι είναι κοινοί γονείς τους και μάλιστα πιο οικείοι από τους εξ αίματος γονείς τους (αν και, βέβαια, τίποτε πιο οικείο δεν υπάρχει για τους συνετούς πέρα από την καλοκαγαθία). Εισέρχονται, λοιπόν, για να εκτελέσουν τις υπηρεσίες τους χωρίς να φοράνε ζώνη και αφήνοντας τα χιτώνια να κρέμονται κάτω, προκειμένου στην εξωτερική τους εμφάνιση να μην υπάρχει κανένα είδωλο που να θυμίζει τα ενδύματα της δουλοπρέπειας.
Ξέρω ότι μερικοί θα γελάσουν όταν το ακούσουν –και αυτοί που θα γελάσουν είναι αυτοί που έχουν κάνει πράξεις άξιες κλαυθμών και οδυρμών– αλλά σε τούτο το συμπόσιο δεν χύνεται κρασί εκείνες τις ημέρες αλλά διαυγέστατο νεράκι που είναι ψυχρό για τους περισσοτέρους αλλά θερμό για τους πιο ηλικιωμένους από εκείνους που ζουν μια ζωή νωθρή.
Το τραπέζι διατηρείται καθαρό χωρίς να λερώνεται από τα σφάγια που έχουν αίμα ενώ ως τροφή υπάρχει πάνω του ψωμί κι αλάτι ως προσφάϊ και –μερικές φορές– για τους πιο φιλήδονους ως καρύκευμα προστίθεται και λάδι.
Διότι και αυτούς ο ορθός λόγος τους προτείνει να ζουν και να τα κάνουν όλα νηφάλια (όπως οι ιερείς που θυσιάζουν τα σφάγια) γιατί το κρασί είναι το φάρμακο της απερισκεψίας ενώ η πολυτελής τροφή ερεθίζει το πιο άπληστο από τα θρεφτάρια, δηλαδή την επιθυμία.
Ατά, λοιπόν, είναι που γίνονται πρώτα.
Μετά, όμως, από την κατάκλιση των παρευρισκομένων στο συμπόσιο με την ευπρέπεια για την οποία μίλησα, στήνονται και οι βοηθοί με κοσμιότητα ώστε να είναι έτοιμοι για υπηρεσία και, όταν γίνει ησυχία από όλους (θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: και πότε συμβαίνει αυτό; μα, στο σημείο αυτό είναι μάλλον που γίνεται περισσότερη ησυχία παρά νωρίτερα, ακριβώς για να μην τολμήσει κανείς να βγάλει γρυ ή να αναπνεύσει πιο βίαια), ο επικεφαλής τους αναπτύσσει κάποιο ζήτημα των ιερών Γραφών –ή, αν προτείνει κάποιος άλλος κάτι, και αυτό το θέμα το επιλύει γιατί διόλου δεν φροντίζει να κάνει επίδειξη (αφού δεν λαχταρά να αποκτήσει φήμη για την ρητορική του δεινότητα) αλλά ποθεί να δει κάτι με μεγαλύτερη ακρίβεια. Και, όταν το δει καλά, φροντίζει να μην δείξει φθόνο για αυτούς που έχουν παραπλήσια με αυτόν λαχτάρα –για να μάθουν, βέβαια– ακόμη κι αν δεν έχουν την ίδια οξυδέρκεια με αυτόν.
Και αυτός διδάσκει περισσότερο σχολαστικά, παρατείνοντας και επιβραδύνοντας τις επαναλήψεις καθώς και εγχαράσσοντας στις ψυχές τα νοήματα διότι όταν η απόδοση με την οποία ερμηνεύει το κείμενο ο ομιλητής γίνεται επί τροχάδην και απνευστί, τότε ο νους των ακροατών αδυνατεί να ακολουθήσει, υστερεί και υπολείπεται ως προς το να καταλάβει τα λεγόμενα.
Και αυτοί, σηκωμένοι, τον ακούνε με τεντωμένα τα αυτιά και τα μάτια και παραμένουν στην ίδια, μία και μοναδική σχέση ως προς αυτόν ώστε να μπορούν να του επισημάνουν με νεύματα και με το βλέμμα ότι κατανόησαν και κατάλαβαν, με την φαιδρότητα και με ένα σχετικά κυκλικό κούνημα του προσώπου ότι επαινούν τον ομιλητή ενώ με μιαν πιο ήρεμη κίνηση του κεφαλιού και του ακραίου δαχτύλου του δεξιού χεριού ότι έχουν κάποιαν απορία. Οι παριστάμενοι νέοι προσέχουν με την ίδια προσοχή που δείχνουν και οι ξαπλωμένοι.
Οι εξηγήσεις των ιερών Γραφών γίνονται με αλληγορίες μέσω υπονοουμένων. Διότι σε αυτούς τους ανθρώπους ολόκληρη η νομοθεσία φαίνεται πως μοιάζει με ένα ζώο που ως σώμα έχει τις ρητές διατάξεις και ως ψυχή τον αόρατο νου που υποκρύπτεται κάτω από τις λέξεις.
Με βάση τον νουν αυτόν άρχισε η λογική ψυχή να παρατηρεί πιο καλά τις οικείες της υποθέσεις μέσα από το κάτοπτρο των ονομασιών λες και διακρίνει να φαίνονται τα εξαίσια κάλλη των υπονοουμένων και μπορεί τα σύμβολα αυτών των υπονοουμένων να τα συμπτύξει και να τα καλύψει ενώ τα αναμνηστικά αυτών των υπονοουμένων μπορεί να τα αποκαλύψει γυμνά στο φως για χάρη αυτών που –με μιαν μικρήν υπενθύμιση– είναι ικανοί μέσω των φανερών να δουν τα αφανή.
Όταν, λοιπόν, φαίνεται στον επικεφαλής των διακόνων ότι η συνομιλία έχει διεξαχθεί με ικανοποιητικό τρόπο καθώς και ότι στο ύψος των αρχικών προθέσεων έχουν σταθεί για τον ίδιον η διάλεξη (σύμφωνα με τον σκοπό που ήθελε να επιβάλει) και για τους βοηθούς του η ακρόαση, τότε γίνεται από όλους κρότος σαν να χαίρονταν για το τι άλλο θα δουν μετά.
Και μετά, αυτός ξανασηκώνεται και ψάλλει προς τον Θεό με έναν ύμνο είτε καινούργιο που τον συνέθεσε αυτός είτε αρχαίο που τον συνέθεσε κάποιος από τους παλαιότερους ποιητές.
Διότι υπάρχουν πολλοί μετρικοί ρυθμοί και μέλη ως κατάλοιπα (από έπη τρίμετρα, ύμνους προσόδιους, ωδές για παρασπονδίες, ψαλμούς για τον βωμό και από στίχους με πολλές στροφές για στάσιμα χορικά) που έχουν όλα μετρηθεί πολύ επιτυχημένα.
Μαζί του σηκώνονται και οι άλλοι με τάξη και με την πρέπουσα κοσμιότητα ενώ όλοι ακούνε με πολλή ησυχία, εκτός όποτε επιβάλλεται να ψάλλουν τα ακροτελεύτια άσματα και τις επωδούς, όπου τότε συνάδουν όλοι και με όλα. Και όταν κάθε ένας από αυτούς τελειώσει τον ύμνο, οι νέοι φέρνουν μέσα το τραπέζι που αναφέρθηκε πριν λίγο και πάνω στο οποίο βρίσκεται η τροφή που αποτελεί το μεγαλύτερο άγος: ψωμί ζυμωμένο με αλάτι για προσφάϊ το οποίο αναμειγνύεται με λάδι. Και αυτό γίνεται από αιδώ προς την Αγία Τράπεζα στον ιερό πρόναο που βρίσκεται δίπλα τους και όπου πάνω της υπάρχουν άρτοι και αλάτι χωρίς ηδύσματα και οι άρτοι είναι άζυμοι ενώ το αλάτι ανάμεικτο. Διότι αυτά τα πλέον απέριττα και ανυπόκριτα έπαθλα άρμοζε να απονεμηθούν στην καλύτερη μερίδα –τους ιερείς– για την λειτουργία που επιτέλεσαν ενώ οι άλλοι έπρεπε να τα ζηλεύουν αλλά να απέχουν από αυτά ώστε να απολαμβάνουν τα προνόμια οι καλύτεροί τους.
Και μετά το δείπνο, διεξάγουν την ιερή ολονυχτία και η αγρύπνια διεξάγεται κατά τον τρόπον αυτό: ξανασηκώνονται όλοι ομαδικά και πρώτα-πρώτα στην μέση του συμποσίου ξεκινούν δύο χοροί (ένας από άνδρες και ένας από γυναίκες) και κυρίαρχος και προεξάρχοντας στον κάθε έναν επιλέγεται ο πλέον έντιμος που μπορεί να τραγουδά αρμονικά κατά μέλος. Έπειτα, τους ύμνους που έχουν συνθέσει τους ψάλλουν προς τον Θεό αρμονικά –με πολλούς μετρικούς ρυθμούς και μέλη– άλλοτε σε συγχορδία και άλλοτε με αντίφωνα, με χειρονομίες και χοροπηδητά, ενθουσιασμένοι πότε με τους προσόδιους ύμνους και πότε με τα στάσιμα χορικά και κάνοντας εν χορώ και στροφές και αντιστροφές. Έπειτα, όταν κάθε ένας από τους άνδρες και γυναίκες εκτελέσει ατομικά και κατά τον εαυτό του το χορωδιακό του μέλος, αναμειγνύονται –λες και οργιάζουν στις Βακχείες με τον άκρατο οίνο που αγαπά ο Θεός– και από δυο χοροί γίνονται όλοι ένας χορός που γλεντά μιμούμενος την χορεία εκείνη που συστάθηκε παλαιότερα στην Ερυθρά Θάλασσα τιμής ένεκεν προς τα θαυματουργήματα που έγιναν εκεί.
Διότι με την εντολή του Θεού το πέλαγος προκαλεί σε άλλους την σωτηρία και σε άλλους την πανωλεθρία καθώς σχίζεται στα δυο και, λόγω των βίαιων ανακοπών, υποχωρεί εκατέρωθεν και απέναντι των πλευρών προς τα κάτω όπως τα τείχη που πέφτουν, με αποτέλεσμα το διάστημα που βρίσκεται μεταξύ των ορίων αυτών να διευρύνεται σε βαθμό που η οδός αυτή να αποτελείται όλη από ξερή γη και να γίνεται λεωφόρος που να μπορεί να την περάσει ο λαός που, πράγματι, ανέβηκε πάνω της και εστάλη ως την αντιπέρα ηπειρωτική χώρα και προς τα ουράνια ύψη. Όταν, όμως, με την παλίρροια επέστρεψε το πέλαγος και ξεχύθηκε μέσα και στις δυο πλευρές του χερσαίου εδάφους κατακλύστηκαν από την θάλασσα αυτοί από τους εχθρούς που τους ακολουθούσαν και καταστράφηκαν.
Βλέποντάς το και παθαίνοντάς το αυτό το έργο –αυτό που ήταν πιο σπουδαίο κατόρθωμα από τα λόγια, την σκέψη και την ελπίδα πραγμάτωσής του– έγιναν όλοι ένας χορός (άνδρες και γυναίκες μαζί) και έψαλλαν προς τον σωτήρα Θεό τους ευχαριστήριους ύμνους με προεξάρχοντα στους άνδρες τον Μωϋσή τον προφήτη και στις γυναίκες την Μαριάμ την προφήτισσα.
Με αυτήν, μάλιστα, την εικόνα ως πρότυπο και ο χορός των «»θεραπευτών» και των «θεραπευτρίδων» επιτελεί –όντως– την αρμονική και μουσική του συμφωνία, με μέλη να αντηχούν και να αντιφωνούν, με τον βαρύ ήχο των ανδρών να συντίθεται με τον οξύ ήχο των γυναικών.
Πολύ καλά είναι τα υπονοούμενα, πολύ καλά τα λόγια, σεμνοί και οι χορωδοί κι ο σκοπός και των νοημάτων, και των λέξεων και των χορευτών είναι η ευσέβεια. Μεθυσμένοι, λοιπόν, με την μέθην αυτή την καλή μέχρι πρωΐας (δίχως βαρύ κεφάλι ή νύστα αλλά μάλλον διεγερμένοι όσο ποτέ άλλοτε σε όσα συμπόσια διοργανώνονταν) στέκονται και με τα πρόσωπα και με το σώμα όλο προς την Ανατολή για να ξαναδούν τον ήλιο να ανεβαίνει, προσεύχονται για ευημερία, αλήθεια και οξύνοια λογισμού υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό. Και μετά από τις ευχές, αναχωρεί ο καθένας στην προσωπική του ιερά μονή για να εμπορευθούν και να καλλιεργήσουν την συνήθη φιλοσοφία.
Αυτά, λοιπόν, περί των «θεραπευτών» που ασπάστηκαν την θεωρία της φύσεως (και όσα αυτή συμπεριλαμβάνει μέσα της) και έζησαν μόνο με την ψυχή τους ως πολίτες του ουρανού και του κόσμου και τάχθηκαν –πραγματικά– στο πλάϊ του Πατέρα και Δημιουργού των Όλων λόγω της αρετής τους, η οποία υπήρξε το αίτιο ώστε στην φιλία του Θεού να προστεθεί ως πολύ ταιριαστό τους αριστείο και η καλοκαγαθία –κάτι που είναι καλύτερο από κάθε ευτυχία και φθάνει έως και σε αυτήν την ακρότητα: στον ευδαιμονισμό.
ΠΕΡΙ ΑΝΤΑΜΟΙΒΩΝ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΩΝ (ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ)
Μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Στα αποφθέγματα του προφήτη Μωϋσή συμβαίνει να συνυπάρχουν 3 αντιλήψεις –η πρώτη περί κοσμοποιΐας, η δεύτερη περί ιστορίας και η τρίτη περί νομοθεσίας. Όσον αφορά την δημιουργία του κόσμου, πάρα πολύ καλά και θεοπρεπώς φανερώθηκαν όλα αφού αυτή ξεκίνησε από την γέννηση του Παραδείσου και τελείωσε με την κατασκευή του ανθρώπου –διότι ο Παράδεισος είναι το τελειότερο από όλα τα άφθαρτα υλικά ενώ ο άνθρωπος είναι το τελειότερο από όλα τα θνητά πλάσματα.
Και για να γεννηθεί ο κόσμος, ο Δημιουργός επεξεργάστηκε την δημιουργία του συνυφαίνοντας μαζί τα αθάνατα και τα θνητά ώστε τα αθάνατα να ασκούν την κυριαρχία εξαρχής ενώ τα θνητά να λειτουργούν ως υπήκοοι και να έχουν την ελπίδα ότι στο μέλλον θα γίνουν και αυτά κυρίαρχα.
Το ιστορικό κομμάτι αποτελεί μιαν καταγραφή των βίων των σπουδαίων και των πονηρών όπως και των ανταμοιβών και των τιμωριών που ορίστηκαν για τον καθέναν από αυτούς σε κάθε γενιά.
Και όσον αφορά το νομοθετικό μέρος, το ένα του τμήμα αναφέρεται σε πιο γενικά ζητήματα ενώ το άλλο τμήμα του αποτελείται από διατάξεις για συγκεκριμένα νομοθετήματα.
Στο πρώτο τμήμα υπάρχουν κεφάλαια δέκα –για τα οποία λέγεται ότι δεν δόθηκε χρησμός από κανέναν αγγελιοφόρο αλλά πως σχηματίστηκαν ψηλά στον αέρα και έχουν άρθρωση λογική– ενώ στο δεύτερο τμήμα υπάρχουν οι υπόλοιπες εξειδικευμένες διατάξεις που θέσπισε ο προφήτης.
Όλα αυτά –συν επιπλέον τις αρετές που απένειμε ως βραβεία επί των καιρών της ειρήνης και του πολέμου ο Μωϋσής– τα έχω μετέλθει διεξοδικά στον καιρό που θεώρησα κατάλληλο στις προηγηθείσες πραγματείες μου και ακολούθως θα προχωρήσω όπως επιβάλλεται και στις προτάσεις που υπέβαλε για να επαινούνται οι καλοί και για να επιτιμούνται οι κακοί.
Έχοντας διαπαιδαγωγήσει με ήρεμες προτροπές και με ορμήνειες και με πιο αυστηρές συστάσεις και με ακόμη πιο περισπούδαστες νουθεσίες όσους πολιτεύονται σύμφωνα με τις υποδείξεις του, τους κάλεσε να επιδείξουν αυτά για τα οποία εκπαιδεύθηκαν.
Αυτοί πέρασαν από μπροστά του με απροκάλυπτα γυμνή –όπως ακριβώς θα το έκαναν και σε ένα ιερό αγώνισμα των γυμνικών επιδείξεων– την πρόθυμη διάθεσή τους προκειμένου να γίνει πιο εναργής ο έλεγχος της αλήθειας.
Έπειτα, όμως, αποδείχθηκε ότι οι πραγματικοί αθλητές της αρετής πράγματι δεν διέψευσαν την χρηστοήθη ελπίδα που είχαν επενδύσει πάνω τους οι νόμοι με τους οποίους είχαν εξασκηθεί ενώ αυτοί που είχαν γίνει άνανδροι και είχαν εκφυλιστεί από την έμφυτη μαλθακότητα της ψυχής τους έπεσαν χάμω –πριν καν τους ασκηθεί μεγαλύτερη βία– προκαλώντας την καταισχύνη και το γέλιο των θεατών.
Και για την αιτίαν αυτή, οι πρώτοι μεταλάμβαναν όλων εκείνων των βραβείων και των απονομών και των υπολοίπων που δίνονται σε όσους νικούν ενώ οι δεύτεροι όχι μόνον έφυγαν δίχως να στεφανωθούν από κλάδο ελαίας αλλά υπέστησαν και μιαν ήττα πιο σκληρή ακόμη και από αυτή των γυμνικών αγώνων (γιατί εκεί τα σώματα των αθλητών όταν σκύβουν εύκολα μπορούν να ανορθωθούν ενώ στην περίπτωση αυτή είναι ολόκληρες ζωές που κάμπτονται και που μια φορά αν ανατραπούν πολύ δύσκολα μπορούν να ξανασηκωθούν).
Προτείνει ο Μωϋσής να χωριστούν συμμετρικά τα προνόμια και οι τιμές όπως και αντιθέτως οι τιμωρίες και οι κολασμοί –κατά άνδρες, κατά οικίες, κατά πόλεις, κατά χώρες και έθνη καθώς και κατά τις μεγάλες περιοχές του γήϊνου περιβάλλοντος.
Πρέπει προηγουμένως να ερευνηθούν οι προτάσεις του επί των τιμών επειδή και πιο χρήσιμες και αποτελεσματικές είναι αλλά και επειδή είναι πιο ευχάριστες στην ακοή –και η αρχή θα γίνει από την τιμή που αξίζει προς κάθε μια από τις ιδιότητες.
Οι Έλληνες λένε πως εκείνος ο αρχαίος Τριπτόλεμος υψώθηκε μετέωρος πάνω σε δράκους που πετούσαν για να διασπείρει σε ολόκληρην την γη τον καρπό του σιταριού για να έχει το ανθρώπινο γένος μαλακή και ωφέλιμη και ευχάριστη τροφή αντί να τρώει βελανίδια.
Αυτή, λοιπόν, η ιστορία –όπως και πολλές άλλες– αποτελεί ένα πλάσμα του μύθου το οποίο ας το αφήσουμε για όσους είναι συνηθισμένοι στις τερατολογίες και καταπιάνονται με επιτήδευση με την σοφιστεία (προτιμώντας την από την σοφία) και με την μαγεία (προτιμώντας την από την αλήθεια).
Διότι εξαρχής από την πρώτη γένεση των όλων ο Θεός φρόντισε ώστε όλα τα ζώα να έχουν τα αναγκαία για την επιβίωση αφού μάζεψε τα υλικά από την γη –και μάλιστα, καλλώπισε ιδιαιτέρως το γένος των ανθρώπων στο οποίο χάρισε μιαν θέση κυρίαρχη πάνω σε όλα τα πλάσματα της γης.
Διότι κανένα από τα έργα του Θεού δεν έγινε σε μεταγενέστερο χρόνο αλλά, ακόμη και όσα φαίνεται πως ύστερα τα τελειοποίησε ο άνθρωπος με την τέχνη και την καλλιέργεια, ήταν ήδη εν δυνάμει υποκείμενα εκ των προτέρων στην προμηθεϊκή πρόνοια της φύσεως –και, άρα, ας μην ονομάζονται επίτηδες «αναμνήσεις» αυτές που αποτελούν εκμαθήσεις.
Αυτές οι σκοπιμότητες, όμως, μακριά από εμάς.
Αυτό που πρέπει να στοχαστούμε είναι αυτόν τον απαραίτητον σπόρο που κατέσπειρε ο Δημιουργός σε μιαν χώρα εύφορη όπως και είναι η λογική ψυχή. Ο πρώτος, λοιπόν, σπόρος αυτής της λογικής ψυχής είναι η ελπίδα, η πηγή κάθε ζωής.
Διότι με την ελπίδα του κέρδους αποδύεται ο χρηματιστής σε προσπάθειες για να σκεφθεί πολυμήχανες ιδέες απόκτησης πόρων και με την ελπίδα ότι θα φυσήξει καλός άνεμος φθάνει στα πέρατα του πελάγους ο ναύτης, με την ελπίδα της απόκτησης δόξας φροντίζουν και οι φιλότιμοι για την διακυβέρνηση της πολιτείας και των κοινών, με την ελπίδα της απόκτησης βραβείων και του στεφανώματος του κεφαλιού τους από δάφνες αγωνίζονται αυτοί που εξασκούν τα σώματά τους στο άθλημα των γυμνικών αγώνων.
Η ελπίδα για την ευτυχία συνεπαίρνει ακόμα και τους φιλοσόφους που είναι ζηλωτές της αρετής λες κι αυτή μπορεί να τους κάνει να διακρίνουν την φύση των όντων και να πράξουν όσα είναι σύμφωνα με την φύση ώστε να φθάσουν στην τελειοποίηση των καλύτερων ειδών ζωής –του θεωρητικού και του πρακτικού βίου– που όποιος τα πετύχει αμέσως γίνεται ευτυχισμένος.
Υπάρχουν ορισμένοι από αυτούς που τα σπέρματα της ελπίδας είτε (αφού τα αναζωπύρωσαν) κατόπιν τα πυρπόλησαν επειδή εχθρεύονταν την κακία στην ψυχή είτε τα διέφθειραν επειδή αμέλησαν λόγω τεμπελιάς να μάθουν την τέχνη της γεωργίας.
Υπάρχουν και αυτοί που φαίνεται πως δεν αμέλησαν αλλά εναγκαλίστηκαν πρώτα τον εγωϊσμό και κατόπιν την ευσέβεια και απέδωσαν στους εαυτούς τους την ευθύνη για τα κατορθώματά τους. Όλοι αυτοί, όμως, είναι ένοχοι –και μόνος άξιος αποδοχής είναι αυτός που εναποθέτει την ελπίδα του στον Θεό και επειδή ο Θεός είναι ο υπεύθυνος που γεννήθηκε η ελπίδα αλλά και επειδή είναι ο μόνος ικανός να την διαφυλάξει αβλαβή και άφθαρτον.
Ποιά ανταμοιβή πρόκειται τότε να λάβει ως έπαθλο ο δαφνοστεφανωμένος αυτουνού του αγώνα;
Θα λάβει ως ανταμοιβή αυτό το μεικτό ζώο –θα αποτελείται από θνητή και αθάνατη φύση– έναν άνθρωπο που δεν θα είναι ούτε ίδιος αλλά ούτε και διαφορετικός από αυτόν που έλαβε την ανταμοιβή.
Σε αυτό το ζώο οι Χαλδαίοι δίνουν την ονομασία «Ενώς» ενώ στην γλώσσα της Ελλάδας μεταφράζεται ως «άνθρωπος». Λαμβάνει ως δικό του όνομα το κοινό όνομα του γένους των ανθρώπων –εξαιρετικό έπαθλο– επειδή είναι επιβεβλημένο κανείς να μην νομίζει πως μπορεί να φέρει το όνομα «άνθρωπος» αν δεν ελπίζει παρά μόνο στον Θεό.
Μετά από την νίκη της Ελπίδος, υπάρχει και δεύτερος αγώνας, το αγώνισμα της μετανοίας η οποία, ωστόσο (επειδή στερείται της φύσεως εκείνης που ποτέ δεν αλλάζει και δεν μεταβάλλεται και παραμένει πάντα ίδια και όμοια) καταλήφθηκε ξαφνικά από ζήλο και έρωτα για να βελτιωθεί και έσπευσε να εγκαταλείψει από συντρόφους της την Πλεονεξία και την Αδικία προκειμένου να ορμήσει προς την Σύνεση και την Δικαιοσύνη και τις υπόλοιπες αρετές.
Και η Μετάνοια για τις 2 της ανορθώσεις στον αγώνα –την παραίτηση από το κακό και την επιλογή του καλού– κερδίζει 2 έπαθλα τα οποία είναι ταυτόχρονα και η μετοίκηση σε έναν νέον οίκο και η απομόνωση σε μοναξιά. Διότι για αυτόν –τον Ενώχ– που απέδρασε από τους νεωτερισμούς ως προς το σώμα και αυτομόλησε προς την ψυχή λέγεται ότι «ΟΥΧ ΕΥΡΙΣΚΕΤΟ, ΔΙΟΤΙ ΜΕΤΕΘΗΚΕΝ ΑΥΤΟΝ Ο ΘΕΟΣ».
Και αυτό με την «μετάθεση» υπαινίσσεται σαφώς την μετοίκηση στον νέον οίκο ενώ με την «μη εύρεση» υπαινίσσεται σαφώς την απομόνωση σε μοναξιά, σε «μονή» –κάτι στο οποίο υποκρύπτεται πολύ μεγάλη εξοικείωση.
Διότι εάν πράγματι ο άνθρωπος έχει καταδείξει περιφρόνηση προς τις ηδονές και τις επιθυμίες και έχει μάθει αποδεδειγμένα πώς να στέκεται υπεράνω των παθών, ας φροντίσει τα περί της μετανάστασής του ώστε να φύγει αμεταστρέπτως από την οικία του, από την πατρίδα του και από τους συγγενείς και φίλους του.
Διότι οι έξεις είναι τόσο σαγηνευτικές που πρέπει να φοβάται κανείς ότι αν παραμείνει κάτω από την επιρροή του κύκλου που δημιουργούν τόσα μαγικά φίλτρα (με σκοπό να τον κάνουν να τα απολαύσει) οι φαντασιώσεις τους θα αναταράξουν και πάλι την ησυχία που έχει επέλθει στην σκέψη του ως προς τις αισχρές και επιτήδειες ενασχολήσεις και θα ανακαλέσουν στην μνήμη του εναργείς αναμνήσεις που καλό θα ήταν να τις είχε λησμονήσει.
Είναι, βέβαια, πολλοί αυτοί που συνετίστηκαν όταν αποδήμησαν καθώς τότε ξεθύμανε το παράφορο πάθος και λύθηκαν τα μάγια του έρωτά τους –επειδή δεν μπορεί πλέον η όραση και το βλέμμα να παρέχει στο πάθος τα είδωλα της ηδονής. Και από την στιγμή που επέλθει ο χωρισμός, η όραση και το βλέμμα αναγκαστικά κοιτούν το κενό εφόσον δεν είναι πλέον παρόν αυτό από το οποίο ερεθίστηκαν.
Και αυτός που μεταναστεύει ας αποφεύγει τις πολλές παρέες και ας ασπαστεί την απομόνωση σε μονή. Διότι φυτρώνουν και στις ξένες χώρες παρόμοια δίχτυα (όμοια με της πατρίδας) στα συμπλέγματα των οποίων αναγκαστικά μπλέκονται αυτοί που δεν προβλέπουν και χαίρονται να έχουν πολλούς συντρόφους.
Διότι αυτό είναι όχλος –ό,τι το ανώμαλο, το μη κόσμιο, το ελαττωματικό, το ένοχο– και το να συμφύρεται και να άγεται κανείς από το πλήθος είναι το πιο άσκοπο από την πλευρά της αρετής για εκείνον που για πρώτη φορά γίνεται μέτοικος. Διότι όπως ακριβώς σε αυτούς που ξεκινούν να αναλαμβάνουν από μιαν μακράν ασθένεια τα σώματά τους είναι κάπως ευάλωτα επειδή ακόμα δεν έχει παγιωθεί μεγαλύτερη δύναμη, έτσι και σε αυτούς που η ψυχή τους τώρα για πρώτη φορά αποκτά υγεία τα νεύρα της σκέψης τους είναι ακόμα πλαδαρά και προκαλούν κραδασμούς ώστε φοβάται κανείς μήπως πάλι εξορμήσει το πάθος και η μήνις που είναι φυσικό να ξαναερεθίζονται από την συμβίωση με τις συντροφιές αυτών που μπορούμε να εικάσουμε.
Μετά το αγώνισμα της μετανοίας, έρχονται στην τρίτη θέση τα έπαθλα της δικαιοσύνης τα οποία λαμβάνει ως διπλό βραβείο αυτός που μεταστρέφεται και γίνεται δίκαιος –το πρώτο είναι η σωτηρία από την κοινή φθορά και το δεύτερο είναι το να γίνει φύλακας της κάθε μιας από τις ιδεατές εικόνες των ζώων και να τις προσαρμόσει ανά ζεύγη ώστε να ξαναγεννηθούν δεύτερη φορά προς αναπλήρωση της γενιάς που καταστράφηκε.
Διότι ο Δημιουργός τον αξίωσε αυτόν να αποτελέσει ταυτόχρονα και το τέλος της αξιόμεμπτης γενιάς του αλλά και την αρχή της ανεύθυνης γενιάς του. Σκοπός του Θεού ήταν με τον τρόπον αυτό να διδάξει –με έργα και όχι με λόγια– αυτούς που λένε πως στον κόσμο δεν υπάρχει θεία πρόνοια ότι (σύμφωνα με τον νόμο που αυτός εγκαθίδρυσε μέσα στην φύση όλου του κόσμου) όλα τα εκατομμύρια ανθρώπων αν έχουν ζήσει μέσα στην αδικία δεν είναι ισάξια με έναν μόνον άνθρωπο που ζει με δικαιοσύνη.
Αυτόν, λοιπόν –που επί των ημερών του συνέβη να γίνει ο μεγάλος κατακλυσμός– οι Έλληνες τον ονομάζουν Δευκαλίωνα και οι Χαλδαίοι τον ονομάζουν Νώε. Μετά από αυτήν την τριάδα ακολουθεί μια άλλη τριάδα (πιο άγια και πιο αγαπητή στον Θεό) που προέρχεται, όμως, από την ίδια γενιά.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Διότι και ο πατέρας και ο γιος και ο εγγονός έσπευσαν προς τον ίδιο σκοπό της ζωής –προκειμένου να ευχαριστήσουν τον Δημιουργό και Πατέρα των Όλων– καθώς περιφρόνησαν εκείνα τα οποία θαυμάζουν οι πολλοί (την δόξα, τον πλούτο και την ηδονή) και χλεύασαν και την ματαιοδοξία (η οποία πάντα συνυφαίνει συνωμοσίες ψεμάτων και παρουσιάζει ποικίλες παραλλαγές για να απατήσει τους θεατές).
Αυτή η ματαιοδοξία, ο λεγόμενος τύφος, πανώλη ή πανούκλα είναι η γητεύτρα, αυτή που πλάθει ως Θεούς άψυχα αντικείμενα, αυτή που αποτελεί την μεγάλη και δυσπόρθητη οχύρωση η οποία με τα σοφίσματα και τα στρατηγήματά της δελεάζει κάθε πόλη επειδή προκαταλαμβάνει τις ψυχές των νέων.
Διότι σε αυτές κατοικεί η ματαιοδοξία από την παιδική ηλικία και ως τα γηρατειά –εκτός αν ο Θεός στείλει την Αυγή να φωτίσει την Αλήθεια.
Η Αλήθεια είναι η αντίπαλος της ματαιοδοξίας –και η ματαιοδοξία υποχωρεί μπροστά της διστακτικά και αργά, ηττημένη από την πιο μεγάλη της ισχύ.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Η γενιά αυτή είναι ελάχιστη στον αριθμό αλλά έχει πολύ μεγάλη δύναμη και είναι τόσο σπουδαία –σαν να μην μπορεί να χωρέσει ούτε καν σε αυτήν ολόκληρη η διάμετρος της υδρογείου– ώστε φθάνει και στον ουράνιο Παράδεισο.
Όταν διερευνήσει διεξοδικά όλην την ορατή φύση –έτσι καθώς διακατέχεται από έναν ανείπωτον πόθο να δει και να συμβιώνει πάντα με τα θεία– αμέσως περνά και στην διερεύνηση της άϋλης και αόρατης φύσεως που μπορεί να συλλάβει νοητικά.
Δεν υπάγεται σε καμία από τις αισθήσεις αλλά αφενός απορρίπτει το άλογο τμήμα της ψυχής και αφετέρου χρησιμοποιεί μόνο το τμήμα εκείνο της ψυχής που λέγεται νους και λογισμός.
Ο Νώε, λοιπόν –ο κυρίαρχος της υστεροφημίας την οποίαν αγαπά ο Θεός– υπήρξε κι ο πρώτος που ξεκινώντας από την ματαιοδοξία όρμησε προς την Αλήθεια και (επειδή για τον σκοπό της τελειοποίησης χρησιμοποίησε την διδακτικήν αρετή) έλαβε ως έπαθλο την πίστη προς τον Θεό –και βραβείο η χαρά σ’ αυτόν που την απέκτησε την Αρετή αυτοδίδακτος, χωρίς να την ακούσει από κανέναν άλλον και που την έμαθε από μόνος του. Δαφνοστεφανώθηκε με την θέαση του Θεού αυτός ο ασκητής επειδή υπηρέτησε το καλό παρά τους αδιάκοπους και άκαμπτους πόνους.
Και ποιός θα ήταν δυνατόν να επινοήσει κάτι πιο ωφέλιμο ή πιο σεμνό από την πίστη προς τον Θεό, την χαρά εφ’ όρου ζωής και την θέαση του Όντος εσσαεί;
Θα ρίξουμε καταυγάζον φως με μεγαλύτερην ακρίβεια σε κάθε ένα από αυτά δίχως να δίνουμε τα ονόματά τους αλλά εγκύπτοντας προς αυτά και εμβαθύνοντας με την σκέψη μας.
Αυτός που αληθινά πιστεύει στον Θεό έχει μάθει να απιστεί σε όλα τα άλλα που γεννώνται και φθείρονται, εκκινώντας από το πνεύμα της λογικής και της συναίσθησης από το οποίο διαπνέεται. Γιατί –ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο κάθε ένα– έχει διαμοιραστεί στον λογισμό ο στοχασμός για τα νοητά με σκοπό την αλήθεια ενώ στις αισθήσεις η αντίληψη των ορατών με σκοπό την δόξα.
Όσον αφορά την δόξα, είναι φανερή αφ’ εαυτής η πλάνη και η ματαιότητα διότι στηρίζεται σε εικοτολογίες και πιθανολογήσεις ενώ κάθε είδωλο του οποίου η ομοιότητα αναπαράγεται εύκολα παραποιεί το αρχέτυπο.
Όσον αφορά την λογική –η οποία κυριαρχεί επί των αισθήσεων– αυτή θεωρεί πως έχει αναλάβει να διατυπώνει κρίσεις για τα νοητά ενώ αναλώνεται συνέχεια στα ίδια με αυτά (και σε άλλα παρόμοια) και γίνεται ευπαθής σε πολλά σημεία. Διότι η λογική, όταν δέχεται συνεχείς προσβολές –καθώς τα επί μέρους ζητήματα είναι χιλιάδες– τότε αδυνατίζει, εξασθενεί και καταρρέει χωρίς μιλιά, εκτραχηλισμένη (όπως κι ένας αθλητής που του βγαίνει ο τράχηλος λόγω μιας δύναμης ισχυρότερης).
Αυτός, όμως, που του ανατέθηκε ο εποπτικός ρόλος να υπερπηδά και να ξεπετά τα υποταγμένα σώματα καθώς και να στηρίζεται μόνο στον Θεό με μιαν λογική ισχυρογνώμονα και με μιαν πίστην απαρέγκλιτη και με πολύ βεβαιότητα, θα είναι αληθινά ευτυχισμένος και τρισμακάριος.
Μετά την πίστην, η χαρά –αυτό είναι το έπαθλο που πρόκειται να λάβει αυτός που –δίχως κόπους και δίχως να κερδίσει καμίαν μάχη– υπηρετεί εκ φύσεως την Αρετή. Και ονομάστηκε έτσι επειδή οι Χαλδαίοι την λένε «Ισαάκ» και οι Έλληνες «γέλιο» και το γέλιο είναι αυτό το φανερό σημείο που προκαλείται στο σώμα όταν δεν φαίνεται η χαρά που υπάρχει στην διάνοια.
Συμβαίνει, ωστόσο, η χαρά να είναι η πιο άριστη και η πιο καλή από τα ευαίσθητα σημεία και κάτω από την επιρροή της ολόκληρη η ψυχή πλημμυρίζει πέρα ως πέρα από ευθυμία και νοιώθει αγαλλίαση τόσο για τον Πατέρα και τον Δημιουργό των συμπάντων Θεό όσο και για αυτά που διαπράττονται άνευ κακίας –ακόμη κι αν τυχαίνει να αποσκοπούν στην ηδονή– επειδή όλα έχουν γίνει για καλό σκοπό και με σκοπό την κοινήν διατριβή όλων σε αυτά. Διότι όπως στις μεγάλες και επισφαλείς νόσους ο γιατρός αφαιρεί ορισμένες φορές κάποια μέλη του σώματος επειδή σκέπτεται την υγεία του υπόλοιπου σώματος κι όπως τον χειμώνα ο καπετάνιος ενός πλοίου πετά το περιττό φορτίο επειδή προνοεί για την σωτηρία των επιβατών –και έπεται πως κανείς δεν μέμφεται ούτε τον γιατρό για τον ακρωτηριασμό των μελών ούτε τον καπετάνιο για την αποβολή της σαβούρας αλλά, το αντίθετο, επαινούνται ο καθένας επειδή διέκρινε και επιτέλεσε το ωφέλιμο και όχι το τερπνό– κατά τον ίδιον τρόπο πρέπει πάντοτε να θαυμάζουμε την φύση των Όλων και να αντλούμε ικανοποίηση από όλα όσα αυτή η φύση διαπράττει στον κόσμο χωρίς καμίαν κακή πρόθεση. Και αυτό, δίχως να ελέγχουμε αν κάτι συνέβη με αντικειμενικό σκοπό την ίδια την ηδονή αλλά να εξετάζουμε αν ο κόσμος κυβερνάται και κρατάται από τα ηνία με σκοπό την σωτηρία (όπως και μια ευνομούμενη πολιτεία).
Δεν υπήρξε, επομένως, διόλου λιγότερο μακάριος και αυτός έναντι του προηγούμενου –διότι δεν γνώρισε την κατήφεια και την σκυθρωπότητα, έδρεψε τους καρπούς μιας ζωής δίχως λύπες και φόβους ενώ ούτε κατά φαντασία δεν του προσήψε κανείς ότι έζησε έναν βίον αυστηρό και αποστερημένο– κι αυτό επειδή κάθε τμήμα της ψυχής του διακατεχόταν εκ των προτέρων από χαρά.
Μετά από τον αυτοδίδακτο και μετά από αυτόν που χάρηκε πλούσια την φύση –ακολουθεί ο τρίτος ασκητής ο οποίος έφθασε στην τέλεια ολοκλήρωση λαμβάνοντας ως εξαιρετικό βραβείο το να βλέπει τον Θεό.
Διότι αφού αυτός ήρθε σε επαφή με όλα όσα αποτελούν την ανθρώπινη ζωή και συνομίλησε με όλους (όχι ως δεύτερη ασχολία του) και δεν απέφυγε κανέναν πόνο ή κίνδυνο ώστε με τον τρόπον αυτό να ανακαλύψει τα ίχνη της αξιέραστης αλήθειας, ανακάλυψε ότι στο γένος των θνητών υπάρχει πολύς ζόφος και στην γη και στο νερό και στον αέρα και στον αιθέρα. Και –επειδή ολόκληρη η αισθητή φύση είναι αόριστη και το αόριστο είναι (α)δελφικό και συγγενές με το σκότος– ο αιθέρας και ολόκληρος ο ουρανός τον έκαναν την νύχτα να τρέφει φαντασιώσεις. Αργά, με προσοχή και μετά από διαρκείς προσπάθειες μπόρεσε σιγά-σιγά να αρχίσει να διανοίγει τα μάτια της ψυχής και να διακρίνει και να αποβάλη την καταχνιά και το πούσι που τα επισκίαζε. Ξαφνικά, το καταυγάζον φως της Αυγής που έλαμψε πιο καθαρό κι από τον αιθέρα του έκανε να φανεί το άρμα του νοητού κόσμου με τον εωσφόρο ηνίοχό του και γύρω από τον ηνίοχο –που ‘ταν σκοτεινός και δυσδιάκριτος καθώς το βλέμμα του ήταν θαμπό λόγω της ακτινοβολίας– έλαμπε ένας κύκλος που φεγγοβολούσε ασυγκράτητα.
Το βλέμμα του άντεχε, ωστόσο, να κοιτά (αν και έρρεε πολύ φλόγα σε αυτό) λόγω του ανείπωτου έρωτα για την θέαση του ηνίοχου.
Ο Πατήρ και Σωτήρ, όμως –βλέποντας αυτό το γνήσιο ερωτικό πάθος και τον πόθο του– τον λυπήθηκε και δεν έδειξε φθόνο επειδή ο Ιακώβ επέτρεψε στα μάτια του να προσβάλουν την θέα του κοιτώντας τον (στην έκταση που μπορούσε να το αντέξει αυτό μια φύση δημιουργημένη και θνητή) διότι η θέαση αυτή εμφάνιζε ότι αυτός Υπάρχει αλλά όχι αυτόν που Υπάρχει. Διότι είναι αδύνατον να αντικρύσει κανείς άλλος εκείνο το οποίο είναι και από το αγαθό πιο ισχυρό και από την μονάδα πιο παλαιό και από το Ένα πιο ανυπόκριτο.
Διότι είναι θεμιτό μόνον αυτό το ίδιο να καταλαβαίνει τον εαυτό του.
Τώρα, το γεγονός ότι Υπάρχει –αν και εν ονόματι της υπάρξεώς του είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς– είτε δεν το καταλαβαίνουν όλοι είτε δεν το καταλαβαίνουν μέσω της καλύτερη οδού.
Αντιθέτως, άλλοι αποφαίνονται ότι συνολικά δεν υπάρχει Θεός και άλλοι είναι γεμάτοι ενδοιασμούς και τηρούν στάση επαμφοτερίζουσα σαν να μην ξέρουν να πουν αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός ενώ υπάρχουν και αυτοί που –έχοντας πάρει τις έννοιες περί υπάρξεως του Θεού μάλλον από τις συνήθειες αυτών που τους ανέθρεψαν παρά από την λογική– νομίζουν πως είναι επιτυχημένα ευσεβείς επειδή θέτουν στην ευσέβεια την σφραγίδα της δεισιδαιμονίας. Υπάρχουν, βέβαια, και άλλοι που μέσω της επιστήμης κατέστη για αυτούς εφικτό να φαντάζονται τον Ποιητή και Κυρίαρχο του Παντός βάσει της αντίληψης ότι –όπως είναι το κοινώς λεγόμενον– ό,τι υπάρχει κάτω πρέπει να προήλθε από πάνω.
Περνούν από τον κόσμο όπως θα επισκέπτονταν και μιαν ευνομούμενη πολιτεία και βλέπουν την θέα μιας γης χωρισμένης σε όρη και πεδιάδες, γεμάτης σπαρτά και δένδρα και καρπούς και κάθε είδους ζώα και πάνω της να έχουν χυθεί πελάγη, λίμνες, ποταμοί και χειμμάροι πουγεννώνται από μόνοι τους εκ νέου αλλά αντικρύζουν και εύκρατους ανέμους και αέρηδες όπως και τις αρμονικές εναλλαγές των εποχών του έτους και κοιτούν γύρω από τον ήλιο και την σελήνη κι όλα τ’ αστέρια (τους πλανήτες αλλά και τα απλανή άστρα) κι όλον τον ουρανόν να είναι συνταιριασμένα με τάξη, στρατιές ολόκληρες, να αποτελούν έναν ολόκληρον κόσμο που περιπολεί τον κόσμο –κι αφού τα θαύμασαν και κατεπλάγησαν από τα φαινόμενα αυτά, συνέλαβαν συνεπώς την έννοιά τους, δηλαδή ότι τόσα όμορφα κάλλη και τόση υπερβάλλουσα τάξη δεν γεννήθηκε αυτόματα από κάποιον Δημιουργό που φτιάχνει κόσμους καθώς και ότι υπάρχει Θεία Πρόνοια αφού είναι νόμος της φύσεως να επιμελείται ο γεννήτορας το γέννημα, ο δημιουργός το δημιούργημα και ο ποιητής το ποίημα.
Αυτοί, όμως, οι θεσπέσιοι άνθρωποι –που διαφέρουν από τους υπόλοιπους αφού (όπως είπα) προερχόμενοι από κάτω ανέβηκαν πάνω με κάποιου είδους ουράνια σκάλα– στοχάστηκαν για τον Ποιητή κάνοντας εικασίες για την λογική του με βάση τα έργα του.
Kαι αν κάποιοι από αυτούς μπόρεσαν να καταλάβουν τον Ποιητή μέσα από τον ίδιο τους τον εαυτό χωρίς να χρησιμοποιήσουν κανέναν άλλον συλλογισμό ως συμπαραστάτη στην θέα του κόσμου –αλήθεια το λέω– ας αναγραφούν και ας καταχωρηθούν μαζί με τους άγιους και γνήσιους θεραπευτές και αυτούς που αγαπά ο Θεός.
Και ένας από αυτούς είναι και ο Ιακώβ, αυτός που στην γλώσσα των Χαλδαίων ονομάζεται Ισραήλ και που στην Ελληνική σημαίνει «αυτός που βλέπει Θεό» –όχι, όμως, ποιος είναι ο Θεός (γιατί αυτό, όπως είπα, είναι αδύνατον) αλλά ότι Υπάρχει Θεός.
Και αυτό όχι επειδή το έμαθε από κάποιον άλλον από τους ανθρώπους που βρίσκονται είτε στην γη είτε στον ουρανό είτε από τα πνεύματα ή τα στοιχειά που συντίθενται από θνητούς και αθανάτους αλλά επειδή μόνος του άλλαξε το όνομά του, θέλοντας ως ικέτης να φέρει στο φως την δική του ύπαρξη. Αξίζει, όμως, να δούμε μέσω κάποιας εικόνας το πώς έγινε αυτή η προσβολή. Δεν θωρούμε αυτόν τον αισθητόν ήλιον ως τίποτε άλλο παρά ώς τον Ήλιο;
Δεν θωρούμε και τ’ άστρα ως τίποτ’ άλλο εκτός από άστρα;
Άρα, και συνολικά δεν βλέπεται το φως ως φως;
Ε, κατά τον ίδιον τρόπο βλέπεται κι ο Θεός που φωτίζει από μόνος του τον εαυτό του και για να γίνουμε ανυπόκριτα κάτοχοι της κατανόησης της υπάρξεώς του δεν συνεργεί ή δεν μπορεί να συνεργεί τίποτε άλλο.
Κι ας μην σπεύδουν αυτοί που στοχάζονται να κάνουν εικασίες με βάση τα γεγονότα για τον Αγέννητο και Δημιουργό των Όλων γιατί κάνουν κάτι παρόμοιο με εκείνους που ερευνούν την φύση της μονάδας μέσω της δυάδας ενώ πρέπει να εξετάζουν την δυάδα μέσω της μονάδας –διότι αυτή αποτελεί την αρχή– και στο πλευρό της αλήθειας βρίσκονται εκείνοι που τρέφουν φαντασιώσεις για τον Θεό ως Θεό, όπως και για το φως ως φως.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Ειπώθηκε, λοιπόν, το μεγαλύτερο έπαθλο –όμως, εκτός από αυτά, ο ασκητής λαμβάνει επιπλέον ένα βραβείο που από λεκτικής πλευράς είναι δυσφημιστικό αλλά από νοητικής πλευράς είναι άριστο. Το βραβείο αυτό ονομάζεται συμβολικά «νάρκη πλάτους» και μένα μ’ αρέσει να το μεταφράζω ως «εύρους περιτομή»: διότι με το «εύρος» γίνεται εμφανής η αλαζονεία και η υπεροψία καθώς έτσι η ψυχή διαχέεται άμετρα προς την κατεύθυνση όσων δεν πρέπει να διαχύνεται ενώ με την «περιτομή» γίνεται εμφανής η συστολή που επέρχεται σε ένα πράγμα που μένει μετέωρο και ξεφυσημένο –δηλαδή, στην έπαρση.
Και τίποτε δεν συμφέρει τόσο όσο το να ανακοπούν και να περικοπούν οι ορμές μέσω της παράλυσης των πνευματικών τους νεύρων έτσι ώστε η άμετρη ισχύ των παθών –αφού εξασθενήσει σε πλάτος– να εμφυσήσει το καλύτερο μέρος αυτού του εύρους στην ψυχή.
Επιπλέον, πρέπει να εξετάσουμε και το γεγονός ότι πολύ ταιριαστά απονεμήθηκε στον κάθε έναν από τους τρεις το έπαθλο.
Η πίστη –σε αυτόν που έφθασε στην ολοκλήρωση μέσω της διδασκαλίας, και τούτο επειδή αυτός που μαθαίνει πρέπει να πιστεύει σε αυτόν που του διδάσκει, όσον αφορά εκείνα που του προτείνει (γιατί είναι δύσκολο ή αδύνατο μάλλον να εκπαιδευθεί ένας δύσπιστος).
Η χαρά –σε αυτόν που άγγιξε την αρετή μέσω της καλής τύχης με την οποία τον προίκισε η φύση, και τούτο επειδή είναι χαριτωμένο πράγμα η ευφυΐα και τα δώρα της φύσης ενώ η διάνοια αγαλλιάζει– λες και το υπαγορεύει κάποιος υποβολέας από μέσα της– λόγω της ευθιξίας που δείχνει απέναντι στις επιβουλές των καλοθελητών στις οποίες βρίσκει δίχως κόπο αυτά που ζητά (γιατί προκαλεί χαρά το να βρει σύντομα αυτά που της λείπουν).
Η όραση –σε αυτόν που με την άσκηση εξυπηρέτησε την φρόνηση, και τούτο επειδή μετά την πρακτική ζωή που υπάρχει στην νεότητα του ανθρώπου ακολουθεί στα γηρατειά του ο άριστος και ιερώτατος θεωρητικός βίος (γιατί αυτόν τον βίο τον ορίζει ως κυβερνήτη στην πρύμνη του πλοίου ο Θεός και του παραδίδει στα χέρια του το τιμόνι για να κρατάει το πηδάλιο και στις επίγειες υποθέσεις).
Διότι κανένα από όσα διαπράττονται δεν είναι καλό εάν δεν υπάρχει και η επιστημονική θεωρία για να τα στηρίζει.
Θα στρέψω στην συνέχεια τα λόγια μου προς έναν ακόμη άνδρα που θυμήθηκα, έχοντας κατά νου να μην μακρηγορήσω.
Ο άνδρας αυτός είναι που ανακηρύχθηκε δαφνοστεφανωμένος νικητής στον ένα μετά τον άλλον αυτούς τους ιερούς αγώνες –και ονομάζω «ιερούς» όχι αυτούς τους αγώνες που νομίζουν ως ιερούς αυτοί που επιδίδονται σε αυτούς (γιατί είναι αγώνες ανίεροι εφόσον βραβεύουν την βία και την ύβρη και τις αδικίες με τιμές και δόξες αντί να τους αποδίδουν τις ανώτατες ποινές) αλλά τους αγώνες αυτούς όπου εκ φύσεως αγωνίζεται η ψυχή προελαύνοντας με την φρόνηση κατά της ηλιθιότητας και της πανουργίας, με την σωφροσύνη κατά της ασωτίας και της τσιγκουνιάς, με την ανδρεία κατά της θρασύτητας και της δειλίας και με τις υπόλοιπες αρετές που είναι αντίθετες με την κακία (και οι οποίες αρετές από μόνες τους δεν είναι ωφέλιμες και συμφέρουσες ούτε για τις ίδιες αλλά ούτε και για την κακία).
Διότι όλες οι αρετές είναι παρθένες αλλά αυτή που παίρνει την πρώτη θέση όπως σε μιαν συγκέντρωση καλλιστείων είναι η Ευσέβεια, αυτή με την οποία ήταν εξαιρετικά προικισμένος ο θεολόγος Μωϋσής και για την οποία (μαζί με χιλιάδες άλλες, όπως πληροφορούμαστε από τις Γραφές για την –κατ’ αυτόν– ζωή του) έτυχε να τιμηθεί με 4 εξαιρετικά αξιώματα: βασιλεύς, νομοθέτης, προφήτης και αρχιερεύς.
Βασιλιάς έγινε όχι κατά την καθεστωτική συνήθεια με τον στρατό και τα όπλα και τις δυνάμεις ναυτικού, πεζικού και ιππικού αλλά επειδή με την εκούσια και σύμφωνη γνώμη των υπηκόων του χειροτονήθηκε από τον Θεό, ο οποίος ήταν αυτός που προκάλεσε στους υπηκόους του Μωϋσή αυτήν την ηθελημένην τους επιλογή.
Είναι ο μοναδικός βασιλιάς μας που ανεγράφη πως ήταν μουγκός και πως δεν είχε κτήματα και περιουσία επειδή ασπάστηκε πρώτα τον πλούτο που έχει μάτια και βλέπει και όχι τον τυφλό πλούτο και επειδή –εάν πρέπει να μιλήσουμε δίχως αναστολές– εξέλαβε τον πλούτο του Θεού ως δική του περιουσία.
Ο ίδιος, όμως, γίνεται και νομοθέτης (διότι ο βασιλιάς επιβάλλεται να εκδίδει διαταγές και απαγορεύσεις. Και νόμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα λόγια αυτά που προστάζουν τι πρέπει και απαγορεύουν ό,τι δεν πρέπει να κάνουμε).
Κι επειδή και στις 2 περιπτώσεις δεν είναι ξεκάθαρο τι συμφέρει και τι δεν συμφέρει να κάνουμε (διότι λόγω αγνοίας πολλές φορές προστάζουμε όσα δεν πρέπει και απαγορεύουμε όσα πρέπει να κάνουμε), παρουσιάστηκε η ανάγκη να λάβει ο Μωϋσής και ένα 3ο αξίωμα, αυτό του προφήτη (ώστε να είναι και αλάνθαστος διότι ο προφήτης είναι αυτός που διερμηνεύει και απηχεί εκ των έσω τα λόγια του Θεού και ό,τι προέρχεται από τον Θεό για τίποτε δεν μπορεί να κατηγορηθεί) καθώς και ένα 4ο αξίωμα, αυτό του αρχιερέα (διότι με την αρχιεροσύνη και τις επιστημονικές του προφητείες θα υπηρετήσει το Ον προσφέροντάς του ευχαριστίες για τα επιτεύγματα των υπηκόων του ενώ, αν αυτοί αμαρτήσουν, τότε θα κάνει ευχές και ικεσίες για να εξιλεωθούν).
Καθώς αυτά αποτελούν όλα μία ιδέα, οφείλουν (ενωμένα με τους δεσμούς της αρμονίας) να έχουν λογική αλληλουχία και να τα ελέγχει ο ίδιος άνθρωπος εφόσον, εάν κάποιος από τους 4 υστερεί, τότε δεν είναι εντελώς κατάλληλος για την διακυβέρνηση και χωλαίνει ως προς την διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Μπορεί αυτά να επαρκούν όσον αφορά τα έπαθλα που θεσπίστηκαν για τον κάθε άνδρα αλλά θεσπίστηκαν έπαθλα και για όλες τις οικογένειες και για τις συγγενικές σχέσεις μεταξύ πολλών ανθρώπων.
Λόγου χάρη, επειδή το έθνος χωριζόταν σε 12 φυλές, στις φυλές αυτές υπάρχουν ισάριθμοι ηγέτες –αρχηγοί όχι μόνο μιας οικογένειας ή μιας συγγενικής σχέσης αλλά και μιας σχέσης οικειότητας περισσότερο γνήσιας– διότι οι αδελφοί έχουν όλοι τον ίδιον πατέρα ενώ και ο παππούς και ο προπάππους τους έγιναν γενάρχες του έθνους τους μαζί με τον πατέρα τους.
Ο πρώτος εξ αυτών, ο Αβραάμ, επειδή μετέβη από την ματαιοδοξία προς την αλήθεια και περιφρόνησε τις απάτες που δίδασκε η αστρολογία των Χαλδαίων για χάρη του να αποκτήσει πιο τέλεια θέαση του Θεού και, αντικρύζοντας το θέαμα, ακολούθησε αυτό το πλάσμα της φαντασίας του (γοητευμένος κατά τον ίδιον τρόπο που λένε πως έλκεται και το σίδερο από τον μαγνήτη) και αντί να γίνει σοφιστής έγινε σοφός από την διδασκαλία που του έγινε και απέκτησε πολλά παιδιά που όλα ήταν αξιόμεμπτα –εκτός από ένα, το οποίο απάλλαξε από τα πείσματα του γένους και εκεί βρήκε μιαν ασφαλήν αγκαλιά.
Επειδή πάλι, αυτός ο γιος, ο Ισαάκ, είχε μια φύση που του επέτρεψε να τα μάθει όλα από μόνος του, αυτοδίδακτο, συνέβη να αποκτήσει 2 παιδιά. Το πρώτο παιδί ήταν άγριο και ατίθασο, γεμάτο θυμό και επιθυμίες και γενικά με το άλογο τμήμα της ψυχής να επικαλύπτει το λογικό τμήμα.
Το δεύτερο παιδί ήταν ήρεμο και με ανθρωπιά, εραστής της καλοσύνης, της ισότητας και της αιδούς, ταγμένος στις τάξεις των καλύτερων στρατιωτών, πρωταθλητής στην λογική και αντίπαλος της απερισκεψίας. Αυτός είναι ο 3ος από τους γενάρχες, ο πολύτεκνος και ο μόνος που είχε καλά παιδιά ενώ ως προς όλα τα μέλη της οικίας του είχε την τύχη να μην του συμβεί καμιά αναποδιά, το ίδιο όπως κι ένας ευτυχής γεωργός που επιβλέπει ώστε όλη του η σπορά να είναι ήρεμη και καρποφόρα.
Και για κάθε έναν εκ των 3 υπάρχει κατηγορηματικά και ρητά μια διήγηση που συμβολίζει ένα διανόημα που δεν φαίνεται και που πρέπει να εξετάσουμε. Για παράδειγμα, συμβαίνει σε κάθε μαθητή που κατευθύνεται προς την επιστήμη να εγκαταλείπει την αμάθεια –και η αμάθεια έχει πολλές μορφές.
Για τον λόγον αυτό λέγεται πως ο πρώτος ήταν πολύτεκνος αλλά δεν εκτιμούσε πως κανένα από τα άλλα παιδιά του ήταν άξιο να αποκαλείται γιος του εκτός από ένα. Και ο μαθητής αποκηρύττει –κατά κάποιον τρόπο– τα απότοκα της αμάθειας και παραιτείται από αυτά επειδή είναι δυσμενή και εχθρικά προς αυτόν.
Διότι εκ φύσεως όλοι οι άνθρωποι (πριν ολοκληρωθεί μέσα μας η λογική σκέψη) βρισκόμαστε στο όριο μεταξύ κακίας και αρετής και δεν κλίνουμε προς καμιά κατεύθυνση. Όμως, επειδή ο νους (όταν βγάλει φτερά και διατρέξει όλην την ψυχή σε όλα της τα μέρη) δημιουργεί με την φαντασία του την εικόνα του καλού, ενδίδει σε αυτό κι ορμά πετώντας προς αυτό αφήνοντας πίσω του το κακό με το οποίο έχουν αδελφικούς δεσμούς και με το οποίο μαζί γεννήθηκαν –ενώ το κακό αυτό αποφεύγει αμεταστρέπτως την αντίθετην οδό.
Αυτό είναι που υπαινίσσεται όποιος λέει πως όταν γεννήσει 2 γιους δίδυμους κανείς έχει την εύνοια της φύσης, διότι κατ’ αρχάς σε όλους τους ανθρώπους από την πρώτη στιγμή που γεννιούνται η ψυχή κυοφορεί δίδυμους γιους –το κακό και το καλό, όπως είπα– και με την φαντασία της πλάθει εικόνες για το καθένα.
Όταν η ψυχή τύχει να έχει κληρονόμους μακάριους κι ευτυχισμένους, εμφανίζει μιαν ροπή προς το αγαθό με μιαν τόσο μεγάλην έλξη που ούτε ταλαντεύεται ποτέ προς την αντίθετη κατεύθυνση ούτε εμφανίζεται επαμφοτερίζουσα προς την κατεύθυνση της ισορροπίας. Και η ψυχή αυτή που της έτυχε ο λαχνός να έχει αγαθή φύση και αγαθή εκπαίδευση και, τρίτον, να έχει εξασκηθεί επιπλέον και με τις θεωρίες περί αρετής (τόσο που τίποτε από αυτά να μην είναι πλαδαρό λόγω επιπολαιότητας αλλά να είναι όλα συγκολλημένα και εντυπωμένα όπως τα νεύρα ενωμένα) αποκτά και υγεία και δύναμη και σε αυτά η αιδώς προσθέτει ωραίο χρώμα προσώπου, ευεξία και ομορφιά.
Και όταν αυτή η ψυχή γεμίσει ολοκληρωτικά από τις 3 καλύτερες αρετές –την φύση, την μάθηση και την άσκηση– και δεν αφήνει κανέναν κενό μέσα της για να εισέλθουν άλλες, τότε με σκοπό των βελτίωση των αρετών που βρίσκονται μέσα της γεννά τον τέλειο αριθμό, διπλές εξάδες τέκνων, είδωλο και ομοίωμα του ζωδιακού κύκλου.
Αυτός είναι ο καλότυχος, ο τέλειος και συνεκτικός οίκος (σύμφωνα με τις κατηγορηματικές και ρητές Γραφές και τις καθ’ υπόνοιαν αλληγορικές διηγήσεις) που έλαβε ως ανταμοιβή –όπως είπα– την ηγεμονία επί των φυλών του έθνους. Και από αυτόν τον οίκο (που με τα χρόνια αυξήθηκε κατά πολύ μεγάλον αριθμό ανθρώπων) κτίστηκαν ευνομούμενες πολιτείες όπου διδάσκονται η σύνεση, η δικαιοσύνη και η αγιότητα και όπου με μεγαλοπρέπεια διερευνάται και η μεταλλαγή των υπολοίπων ειδών της αρετής.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Με εντυπωσιακόν τρόπο, λοιπόν, έχουν αναφερθεί τα έπαθλα που απονεμήθηκαν παλιότερα –δημοσίως και κατ’ ιδίαν– στους ενάρετους και θα μπορούσε κανείς με ακόμη πιο πλούσια και ζωηρά χρώματα να φανταστεί και αυτά που παραλείφθηκαν.
Στην συνέχεια, πρέπει να εξεταστούν με την σειρά τους πάλι και οι κολασμοί που ορίστηκαν για τους πονηρούς ανθρώπους αλλά με έναν γενικότερον τρόπο, επειδή δεν είναι η κατάλληλη ώρα να αναφερθούν και οι επιμέρους τιμωρίες. Κατ’ αρχάς, την στιγμή που ακόμα δεν είχε πολλαπλασιαστεί το γένος των ανθρώπων, αμέσως γεννήθηκε ένας αδελφοκτόνος.
Αυτός είναι το πρώτο βδέλυγμα, ο πρώτος που πρόσβαλε την καθαρή ακόμα γη με το ανήθικο μίασμα του ανθρώπινου αίματος, ο πρώτος που εμπόδισε την γη από το να βλασταίνει και να γεννά όλα τα είδη ζώων και φυτών και να θηλάζει όλα όσα με τον τοκετό έρχονταν με ευκολία στο φως, ο πρώτος που εξόπλισε την φθορά ενάντια στην γένεση και τον θάνατο κατά της ζωής και το πένθος αντί της χαράς και το κακό εναντίον του καλού. Ποιά ισάξια τιμωρία θα ήταν δυνατόν να υποστεί από την δικαιοσύνη αυτός που με μιαν του πράξη δεν παρέλειψε να κάνει τίποτε από εκείνα που είναι βίαια και ασεβή;
Θα ‘λεγε ίσως κανείς: αν του αφαιρείτο η ζωή. Αυτή η σκέψη αποτελεί συλλογισμό ενός ανθρώπου που δεν βλέπει το μεγάλο δικαστήριο. Διότι οι άνθρωποι νομίζουν ότι το έσχατο όριο των ποινών είναι ο θάνατος ενώ για το δικαστήριο του Θεού ο θάνατος είναι μόλις η αρχή.
Επειδή, λοιπόν, η πράξη αυτή ήταν καινοφανής, έπρεπε να βρεθεί και μια καινούργια τιμωρία για να επιβληθεί συγκεκριμένα σε αυτόν. Ποιά είναι, λοιπόν, αυτή;
Να ζει για πάντα ενώ ψυχορραγεί και να υπομένει έναν θάνατο –κατά κάποιον τρόπο– αθάνατο και ατελεύτητο.
Διότι υπάρχουν 2 είδη θανάτου –το ένα, να ξεψυχάς (κάτι το οποίο είναι θετικό ή αδιάφορο) και το δεύτερο, να ψυχορραγείς (κάτι το οποίο είναι οπωσδήποτε κακό και μάλιστα, για όσον πιο πολύ χρόνο, τόσο πιο βαρύ).
Κοίτα, λοιπόν, πώς ο θάνατος διαιωνίζεται σε αυτόν.
Καθώς στην ψυχή υπάρχουν 4 πάθη, 2 που αφορούν το καλό τώρα ή στο μέλλον –η ηδονή και η επιθυμία– και 2 που αφορούν το κακό το παρόν ή το προσδοκώμενο –η λύπη και ο φόβος– ο Θεός έκοψε σύρριζα το ζεύγος του καλού ώστε να μην τύχει ποτέ να δοκιμάσει ή να επιθυμήσει κάτι γλυκό ενώ του εμφύτευσε μόνο την ρίζα του κακού ώστε να αισθάνεται πραγματική λύπη και ακραιφνήν φόβο χωρίς αυτά να αναμειγνύονται με την ευθυμία.
Διότι λέγεται πως ο Θεός καταράστηκε για πάντα τον αδελφοκτόνο με το ανάθεμα «ΣΤΕΝΕΙΝ ΚΑΙ ΤΡΕΜΕΙΝ» και έθεσε πάνω του ένα σημάδι για να μην τον σκοτώνει κανείς: ώστε να μην πεθάνει μιαν φορά αλλά να ζει ανά τους αιώνες– όπως είπα– ψυχορραγώντας με οδύνη που’ ταν τρομερή και με αδιάκοπες συμφορές και δεινά καθώς και (αυτό είναι το πιο δυσάρεστο από όλα) να αισθάνεται ο ίδιος την κακία του και να νοιώθει στα χέρια του το φορτίο των πράξεών του και ενώ προβλέπει την εξέλιξη των μελλοντικών κακών που τον περιμένουν να μην μπορεί να προφυλαχθεί διότι του αφαιρέθηκε η ελπίδα –η ελπίδα που ο Θεός την διέσπειρε στο γένος των ανθρώπων ώστε αυτοί οι οποίοι κάνουν πράξεις που είναι ιάσιμες να έχουν ως εκ της φύσεώς του μιαν παρηγόρια ώστε να ελαφρύνονται από τον πόνο τους.
Όπως, λοιπόν, για εκείνον που τον αρπάζει ένας χείμαρρος μπορεί να είναι φοβερό το κοντινό του ρεύμα το οποίο τον παρασέρνει αλλά είναι πιο φοβερό το ρεύμα που έρχεται από ψηλά και το οποίο τον απωθεί με βία επίμονα και ακατάπαυστα αλλά και τον κατακλύζει καθώς σηκώνεται μετέωρο από πάνω του, κατά τον ίδιον τρόπο και τα ανίατα κακά είναι φοβερά για τα χέρια αλλά πολύ πιο τρομερή είναι η οδύνη που απορρέει από τον φόβο –διότι ο φόβος προκαλεί τον πόνο όπως ένας χείμαρρος.
Αυτές είναι, λοιπόν, οι τιμωρίες που ορίστηκαν κατά του πρώτου ανθρώπου που έγινε αδελφοκτόνος αλλά υπάρχουν και άλλες ποινές που ορίστηκαν για τους οίκους εκείνους που συνέθεταν κοινοπραξία αμαρτημάτων.
Υπήρχε η τάξη των νεωκόρων και των ιερόδουλων που είχαν οριστεί ως φύλακες της πύλης των ναών. Αυτοί –διαπνεόμενοι από άλογο φρόνημα– επαναστάτησαν κατά των ιερέων, οι οποίοι ήθελαν να σφετεριστούν τις τιμές που ανήκαν σε εκείνους.
Έχρισαν ως αρχηγό της στάσης αυτής τον πιο ηλικιωμένο (ο οποίος και πρότεινε μαζί με λίγους ακόμα απελπισμένους το απονεννοημένο αυτό τόλμημα) και, αφού παράτησαν τα προπύλαια και τα προκεχωρημένα φυλάκια, εισήλθαν στα άδυτα για να πάρουν την θέση εκείνων που ήθελαν να είναι ιεράρχες με την βοήθεια των χρησμών.
Όπως ήταν φυσικό, ταραχή κατέλαβε όλην την πόλη διότι κουνιώνταν τα αμετακίνητα, επιτελούνταν παρασπονδίες κατά των νόμων και επειδή ο κόσμος γύρω από τα ιερά οδηγούνταν σε σύγχυση λόγω της τρομερής αταξίας που υπήρχε– γι’ αυτά αγανακτούσε και ο επιστάτης και προστάτης του έθνους. Και πρώτα-πρώτα, χρησιμοποιώντας χωρίς οργή πιο βαρειά και δύσθυμα εκφραστικά μέσα (διότι εκ φύσεως δεν οργιζόταν ποτέ), έκανε απόπειρες με τους λόγους του να τους επιπλήξει ώστε να μεταβάλουν γνώμη και να μην υπερβούν τα όρια της τάξης ούτε και να εισάγουν νεωτερισμούς στα άγια και καθιερωμένα από τα οποία κρέμονταν οι ελπίδες του έθνους. Ακόμα, όμως, κι αν τίποτε δεν κατάφερε επειδή εκκώφευαν σε όλα του τα λόγια (νομίζοντας ότι είχε υποχωρήσει στο πάθος του για την φιλία των οικείων του καθώς είχε κάνει αρχιερέα τον αδελφό του και είχε εγχειρίσει το αξίωμα της ιερωσύνης στα ανήψια του) ωστόσο, δεν την θεωρούσε αυτήν τρομερή –που’ ταν τρομερή– αξίωση αλλά θεωρούσε ως πολύ πιο δυσάρεστη εξέλιξη μήπως και φανεί σωστό και στους μορφωμένους λόγιους κι αυτοί να οδηγηθούν σε παράλογες ενέργειες όπως η αίρεση των νεωκόρων και των ιερόδουλων.
Περί ευχής και ευλογιών
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Μια ξεκάθαρη μαρτυρία γι’ αυτό καταγράφεται επί των ιερών Γραφών.
Ιδού πρώτα οι ευχές του Μωϋσή, τις οποίες ο ίδιος το σύνηθες ονομάζει «ευλογίες».
Λέει πως αν φυλάτε τις εντολές του Θεού έχοντας γίνει ευπειθείς στις προσταγές του και δεν καταδέχεστε μόνο να ακούτε τις εντολές του αλλά τις εκτελείτε έμπρακτα στην ζωή σας, ως πρώτη δωρεά θα λάβετε την νίκη κατά των εχθρών σας.
Διότι οι προσταγές του Θεού δεν είναι πιο υπέρμετρες και πιο βαρειές από την δύναμη αυτών που θα τις υποστούν ούτε και το καλό βρίσκεται μακριά, πέρα από την θάλασσα ή την άκρη της γης σαν να έπρεπε να αποδημήσετε για πολλά χρόνια και να υποστείτε πολύν κάματο ούτε και έτσι ξαφνικά έφυγε το καλό από την γην αυτή για να σταλεί στον ουρανό –έτσι ώστε μπορεί κανείς με λίγη προσπάθεια (αν ανασηκωθεί, αιωρηθεί και πετάξει) να το φτάσει. Διότι το καλό βρίσκεται πλάϊ μας και πολύ κοντά μας, εντοπίζεται στα 3 μέλη του σώματος καθενός από εμάς «ΣΤΟΜΑΤΙ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΧΕΡΣΙ» ή –για να το πούμε πιο μεταφορικά– στον λόγο, στην διάνοια και στις πράξεις. Διότι αν ισχύει ότι ανάλογα με την βούληση είναι και τα λόγια και ανάλογες με τα λόγια είναι και οι πράξεις και αν αυτά έπονται το ένα του άλλου και είναι αλληλένδετα με τους ακατάλυτους δεσμούς της αρμονίας, τότε καλά κρατεί η ευτυχία –τουτέστιν, η αδιάψευστη σοφία και η σύνεση (η σοφία με σκοπό την λατρεία του Θεού και η σύνεση με σκοπό την διοίκηση της ανθρώπινης ζωής).
Έως τώρα έχουν αναφερθεί μόνο τα παραγγέλματα των νόμων που τυχαίνει να έχουν ελάχιστη ή καμίαν αποδοχή.
Εάν, όμως, προστεθούν και τα έργα που ακολουθούν και έπονται αυτών των εντολών σε κάθε επιτηδευμένην ασχολία της ζωής, τότε θα λάμψουν περίλαμπρα με δόξα και υστεροφημία λες και έφεραν το φως μέσα από το βαθύ και ζοφερό σκότος.
Διότι ποιός ακόμα και από αυτούς που εκ φύσεως έχουν κακό και βάσκανο μάτι δεν θα παραδεχόταν ότι σοφό –και άρα πιο επιστημονικό– είναι μόνο το γένος αυτό που εξελισσόμενο δεν άφησε καινές και έρημες τις παραινέσεις του Θεού από τις οικείες πράξεις που τις συνοδεύουν αλλά εκπλήρωσε τα λόγια και με επαινετά έργα;
Διότι αυτό το γένος δεν μένει μακριά από τον Θεό, στην φαντασία του κατοικούν πάντοτε τα αιθέρια κάλλη και ποδηγετείται από τον ουράνιον έρωτα έτσι ώστε ακόμα κι αν ρώταγε κανείς ποιό έθνος είναι σπουδαίο, προσφυέστατα θα απάνταγε κανείς: Αυτό το έθνος στο οποίο ο Θεός καθίσταται ακροατής των πιο ιεροπρεπών ευχολογίων και στο οποίο τον προσεγγίζουν με παρακλήσεις που έχουν καθαρή την συνείδηση.
Ύστερα υπάρχουν 2 είδη εχθρότητας –το μίσος των ανθρώπων το οποίο χρησιμοποιείται με επιτήδευση και προκαλείται από την πλεονεξία και η αγριάδα των θηρίων που ασκείται άνευ επιτηδεύσεως και προκαλείται από την φυσικήν αλλοτρίωση– στα οποία πρέπει να γίνει αναφορά ξεχωριστά για το καθένα.
Και προηγείται, βέβαια, αυτό που αφορά τους κυνηγούς που από την φύση τους είναι εχθρικοί.
Διότι αυτών το μίσος δεν στρέφεται κατά μιας πόλεως ή ενός έθνους αλλά η εχθρότητά τους στρέφεται ενάντια σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και όχι μόνο για ένα ορισμένο διάστημα χρόνου αλλά επ’ αόριστον και κατά τρόπον απερίγραπτον εις τον αιώνα.
Από αυτούς, όσοι φοβούνται τον άνθρωπο ως κυρίαρχο στέκουν σούζα μπροστά του με ένα κακόβουλο μίσος και όσοι είναι τολμηροί και με μεγαλύτερο θράσος καιροφυλακτούν ώστε να επιτεθούν πρώτοι –και αν είναι πιο ασθενείς επιτυγχάνουν τον σκοπό τους λόγω της ενέδρας που έστησαν ενώ αν είναι δυνατότεροι πετυχαίνουν τον σκοπό τους είναι φανερό πώς.
Διότι αυτός είναι ένας πόλεμος αδιάλλακτος και ακύρυχτος, όπως αυτός των λύκων κατά των αρνιών και όπως αυτός όλων των θηρίων, αμφίβιων και χερσαίων, προς όλους τους ανθρώπους.
Από αυτούς που κανένας θνητός δεν μπορεί να τους αφαιρέσει την ζωή, μόνον ο Αγέννητος μπορεί να τους αφαιρέσει την ζωή όταν κρίνει ότι κάποιοι είναι άξιοι για την σωτηρία και φιλειρηνικοί ως προς το ήθος και τον χαρακτήρα καθώς και ότι ασπάζονται την ομόνοια και την κοινωνικότητα, αυτούς στους οποίους ο φθόνος ή συνολικά δεν εισήλθε ποτέ ή αποχώρησε αμέσως επειδή έχουν συμπεράνει ότι πρέπει να καταθέτουν τα προσωπικά τους αγαθά σε δημόσια θέα με τον σκοπό της κοινής μετουσίωσης και απόλαυσης.
Μακάρι κάποτε να μπορούσαμε να δούμε τον καιρό εκείνο που τ’ ατίθασα θηρία θα επικαλεστούν την Θεία Χάρη και μακάρι αυτό το καλό να έλαμπε πάνω από τα κεφάλια μας. Πολύ πρωτύτερα, όμως, θα τιθασευτούν τα θηρία στην ψυχή και από αυτό δεν είναι δυνατόν να βρεθεί μεγαλύτερο καλό.
Ή δεν είναι αφελές να νομίζει κανείς ότι θα διαφύγουμε από τις βλάβες που μας προκαλούν τα έξω θηρία όταν διαρκώς καθιστούμε τρομερά πιο άγρια τα θηρία μέσα μας;
Εξ ου και συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να απελπιζόμαστε γιατί όταν εξημερωθούν τα θηρία της διάνοιας τότε θα εξημερωθούν και τα ζώα.
Μου φαίνεται πως τότε θα μεταστραφούν από την μοναξιά και την μοναχικότητά τους προς την κοινωνικότητα και οι αρκούδες και τα λιοντάρια και οι λεοπαρδάλεις –ακόμα και αυτά τα ζώα που βρίσκονται στην Ινδία, οι ελέφαντες και οι τίγρεις –και όσα άλλα είναι αήττητα ως προς την ρώμη και την δύναμη κι έτσι, με την μίμηση, θα εξημερωθούν σιγά-σιγά και τα ζώα στις αγέλες και δεν θα ερεθίζονται όπως πρώτα με την θέα του αλλά θα μένουν κατάπληκτα από την φαντασίαν του ανθρώπου και θα τον σέβονται ευλαβικά ως άρχοντα και εκ φύσεως κυρίαρχο ενώ μερικά λόγω της υπερβολικής τους ζήλειας για την Θεία Χάρη και την αγάπη του Θεού που απολαμβάνει το ζώο-άνθρωπος θα πλησιάζουν προς αυτόν (όπως και τα σκυλάκια Μάλτας που κουνούν με χάρη τις ουρές τους) με ακόμα πιο φαιδρές κινήσεις. Τότε και τα γένη των σκορπιών και των όφεων και των άλλων ερπετών άδικα θα φέρουν το δηλητήριο. Κι ο ποταμός της Αιγύπτου φέρει πλάϊ στους κατοίκους της χώρας ανθρωποφάγα ζώα, τους λεγόμενους κροκόδειλους και ιπποπόταμους ενώ και τα πελάγη φέρουν εκατομμύρια είδη πιο άγριων ζώων.
Μεταξύ όλων αυτών, ιερό και απαραβίαστο θα μπορούσε να γίνει το πιο σπουδαίο ζώο, ο άνθρωπος, αν τιμούσε την αρετή του Θεού και την δόξαζε προσφέροντάς του ως ανταπόδοση την παραίτηση από κάθε επιβουλή.
Έτσι θα καταλυθεί ο πόλεμος που είναι πιο παλιός και προγενέστερος από τον χρόνο και από την φύση όταν εξημερωθούν και τιθασευτούν τα θηρία ενώ, ως προς το πιο νέο δημιούργημα, πολύ εύκολα θα λυθεί και το ζήτημα εκείνου που χρησιμοποιεί λόγω πλεονεξίας την επιτήδευση διότι –μου φαίνεται– οι άνθρωποι δεν θα φανούν αδυσώπητοι αν πρόκειται να θεωρηθούν πιο άγριοι και από τα άλογα ζώα όταν θα έχουν ήδη αποφύγει τις ζημίες και τις βλάβες που προέρχονται από αυτά.
Διότι θα αποτελεί όνειδος, φυσικά, για αυτούς εάν μεταστρεφόμενα προς την ειρήνη τα δηλητηριώδη και ανθρωποφάγα και ακοινώνητα ζώα γίνουν διαλλακτικά απέναντί τους ενώ το εκ φύσεως ήμερο ζώο –ο άνθρωπος– που είναι συγγενής με την κοινωνικότητα και την ομόνοια φανεί αδιάλλακτος και φονεύει τους ομοίους του.
Όπως λέει ο Μωϋσής, όμως:
Είτε τότε δεν θα διέλθει ο πόλεμος από την χώρα των ευσεβών αλλά θα καταρρεύσει και θα συντριβεί ο ίδιος ο πόλεμος από μόνος του όταν αισθανθεί έναντι ποίων αντιπάλων θα διεξαχθεί η μάχη, αυτών που κάνουν χρήση της ασυναγώνιστης συμμαχίας του δικαίου –διότι είναι μεγαλοπρεπής και περιβάλλεται από σεμνότητα η αρετή και μπορεί (όταν μένει μόνη και σιωπηλή μέσα στην ησυχία) να εξευμενίζει τις παραφορές των μεγάλων κακών.
Είτε κάποιοι (απαρηγόρητοι λόγω της σφοδρής τους επιθυμίας για πόλεμο) που προχωρούν μέσα στην παραφορά τους με ακάθεκτη ορμή μέχρι κει μόνο θα φτάσουν, στο να αποθρασυνθούν και να καταληφθούν από αλαζονεία –διότι, επειδή δεν μπορούν να νικήσουν, όταν φτάσουν να εμπλακούν σε αγώνα επικράτησης με γυμνά χέρια θα αισθανθούν ότι κενό καύχημα καυχήθηκαν και (λόγω της αντιβίας που τους ασκήθηκε με ισχυρότερην ένταση) θα φύγουν πάρα πολύ γρήγορα –κυνηγημένοι εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτούς από 5 και 100 ανθρώπους αντιστοίχως– από πολλές οδούς έναντι μιας οδού την οποίαν επιχείρησαν να παραβιάσουν. Μερικοί, μάλιστα, δίχως να τους καταδιώκει κανείς εκτός από τον φόβο, στρέφουν τα νώτα προς τους αντιπάλους εκθέτωντάς τα σε εύστοχες βολές που έχουν καλό σκοπό λες και θα περάσουν καλά όταν όλοι πέσουν ανάσκελα κάτω.
Λέει ο χρησμός «ΕΞΕΛΕΥΣΕΤΑΙ ΓΑΡ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» που θα χειραγωγήσει έθνη μεγάλα και με μεγάλον πληθυσμό πολεμώντας με τον στρατό του διότι ο Θεός του απέστειλε επικουρικά τις εφεδρείες που αρμόζουν στους αγίους και αυτές οι εφεδρείες είναι το τολμηρό θράσος στις ψυχές και η ισχυρή ρώμη στα σώματα –το κάθε ένα εκ των οποίων κι αν ακόμα είναι τρομερό για τους εχθρούς, αν ωστόσο συνευρεθούν μαζί, τότε γίνονται και παντελώς ανυπόστατα.
Και ο χρησμός λέει, ακόμη, πως μερικοί από τους εχθρούς είναι ανάξιοι να ηττηθούν από τους ανθρώπους και γι’ αυτό, προκειμένου να υποστούν τον πιο ταπεινωτικόν όλεθρο, θα τους αντιταχθούν σμήνη από σφήκες που θα πολεμούν στην πρώτη γραμμή των αγίων.
Και οι άγιοι στον πόλεμο όχι μόνο θα καταγάγουν (αναίμακτα, βεβαίως) την νίκη αλλά θα κερδίσουν και την ασυναγώνιστη επικράτηση επί της εξουσίας επ’ ωφελεία των υπηκόων τους –την εξουσία που πηγάζει από την ευνοιοκρατία ή τον φόβο ή την αιδώ. Διότι οι άγιοι εξασκούν με επιτήδευση τα 3 πράγματα –σεμνότητα και ικανότητα και ευεργεσία– που είναι πιο σημαντικά και συντείνουν προς μιαν ηγεμονία που δεν μπορεί να καταργηθεί ενώ από αυτά αποτελούνται και τα 3 προηγούμενα για τα οποία μιλήσαμε. Διότι η σεμνότητα κατασκευάζει την αιδώ, η ικανότητα τον φόβο και η ευεργεσία την ευνοιοκρατία και όταν αυτά αποτελέσουν ένα κράμα και προσαρμοστούν στην ψυχή –τότε καθιστούν τους υπηκόους πειθήνιους απέναντι στους εξουσιαστές.
Αυτά, λοιπόν, είναι τα πρώτα που λέει ο χρησμός πως θα συμβούν προς όσους ακολουθήσουν τον Θεό και θα τηρούν παντού και πάντοτε τις εντολές του και θα τα εφαρμόζουν ο καθένας στην ζωή του ώστε να μην πάθουν τίποτε από κανενός είδους ασθένεια.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ——
Και, δεύτερον, υπάρχει και ο πλούτος ο οποίος ακολουθεί αναγκαστικά όταν υπάρχει ειρήνη και εξουσία.
Ο απλούς πλούτος της φύσεως, όμως, είναι τροφή και καταφυγή και αυτό διότι η τροφή συντίθεται από άρτο και νάμα που αναβλύζει από τις πηγές των υδάτων και διαχέεται απανταχού της οικουμένης ενώ η καταφυγή έχει 2 είδη, αφενός τα άμφια και αφετέρου την οικία για να αποφύγει κανείς τις ζημίες που προκαλούνται από το κρύο και την θαλπωρή που ακολουθούν κατά πόδας ενώ το κάθε ένα από αυτά μπορεί πολύ εύκολα να το αποκτήσει κανείς –αν ήθελε βέβαια να εξαλείψει από την ζωή του την αδιάκριτη και περιττή πολυτέλεια.
Αυτοί που ζηλεύουν τον συγκεκριμένον πλούτο για τον οποίον γίνεται αναφορά και θα ασπαστούν τα δώρα της φύσεως –και όχι τα δώρα της κενής δοξασίας με τα οποία θα ασκούνταν στην ολιγάρκεια και στην εγκράτεια– θα αποκτήσουν κάτι παραπάνω από απλή περιουσία αλλά, επιπλέον, δίχως εξαιρετικήν επιτήδευση θα αποκτήσουν και τον πλούτον εκείνον που βρίσκεται στην τροφή της καλοπέρασης.
Διότι αυτός ο πλούτος (αφού θα έχει αποδράσει ευχαρίστως από τα συμπόσια των ακόλαστων και των υβριστών) είναι που θα αναπηδήσει πάνω από τα κεφάλια των πιο επιτήδειων και σεμνοπρεπών που γνωρίζουν επιστημονικώς να τον χρησιμοποιούν όπως αρμόζει –ώστε να μην ανταμοίβει αυτούς που ζουν βλάπτοντας τους πλησίον τους και παραβλέπει αυτούς που ζουν με σκοπό το κοινό όφελος.
Διότι υπάρχει ένα γνωμικό που λέει ότι σε αυτούς που φυλούν τις ιεροπρεπείς εντολές ο ουρανός θα υγρανθεί στην ώρα του από βροχές, η γη θα σηκωθεί με οίστρο για να φέρει κάθε είδους καρπούς (στην πεδιάδα σπαρτά και στα υψώματα μπουμπούκια στις άκρες των βαλανιδιών) και ότι δεν θα υπάρξει χρόνος που θα μείνει άδεις από ευεργεσίες αλλά με τις συνεχείς και αλλεπάλληλες Χάριτες του Θεού «θα τρυγηθούν τα άσπαρτα και ο τρύγος θα πιάσει σπόρο» έτσι ώστε ανελλιπώς και αδιάκοπα στις πεδιάδες να γίνεται η τρύγος και τα υψώματα να ελπίζουν ότι θα τρυγηθούν κι αυτά καθώς οι αρχές των υψωμάτων και τα άκρα των πεδιάδων θα καιροφυλακτούν εκατέρωθεν μεταξύ τους με σκοπό, περνώντας τα πρώτα από τα δεύτερα, να συνάπτουν μαζί έναν κύκλο –κατά κάποιον τρόπο– και να αποτελούν έναν χορό από τον οποίον δεν απουσιάζει κανέναν αγαθό.
Διότι το πλήθος των καρπών που θα παραχθούν θα επαρκέσει τόσο για την άμεση χρήση και απόλαυση αλλά και για την μελλοντικήν απόκτησην άφθονης περιουσίας καθώς οι νέοι θα ακμάζουν έναντι των ωριμότερων καρπών και θα αναπληρώνουν την δικήν τους ανικανότητα. Και μερικές φορές θα είναι κατειλημμένοι από τόσο ανείπωτη ευφορία που κανείς απολύτως δεν θα φροντίσει για την συγκομιδή των ωριμότερων αλλά θα τους αφήσουν σε ελεύθερη χρήση –δίχως να τους αποταμιεύσουν και δίχως να τους μαζέψουν– για να τους απολαύσουν εκείνοι που το θέλουν.
Διότι αυτοί –των οποίων ο αληθινός τους πλούτος βρίσκεται απλωμένος στον ουρανό επειδή ασκήθηκε με σοφία και αγιότητα– αποκτούν και την περιουσία του πλούτου των χρημάτων επί της γης καθώς τα ταμεία πάντοτε πληρώνονται μέσω της πρόνοιας και της επιμέλειας του Θεού επειδή οι ορμές της διάνοιας και των χεριών δεν εμποδίζονται από την επίτευξη των πραγμάτων τα οποία αυτοί ανέκαθεν σπουδάζουν.
Εκείνοι, όμως, που δεν τους έλαχε ο κλήρος να έχουν αποκτήσει την επουράνιο περιουσία λόγω της ασέβειας και της αδικίας τους είναι φυσικό να μην ευοδώνονται και οι προσπάθειές τους για την απόκτηση και των αγαθών επί της γης –αλλά κι αν ακόμα συμβεί αυτό, πολύ γρήγορα αναπηδά πάλι και φεύγει επειδή αυτή η εξουσία δεν δόθηκε για να ωφελούνται αυτοί που την λαμβάνουν αλλά προκειμένου να επιβαρύνει περισσότερο την πλήξη τους, η οποία αναγκαστικά έπεται της στερήσεως.
Λέει, λοιπόν, ο χρησμός πως αυτό που τώρα παθαίνεις, λόγω της υπερβολικής ευφορίας και αφθονίας, θα το κάνεις τότε εσύ.
Διότι τώρα, επειδή δεν δείχνεις αιδώ ούτε απέναντι στους νόμους ούτε απέναντι στα έθιμα της πατρίδας σου αλλά δείχνεσαι υπερβολικά παράλογος σε όλα, στερείσαι τα αναγκαία για την διαβίωση και αναγκάζεσαι να υπηρετείς και να κάθεσαι έξω από τα σπίτια των δανειστών και των τοκογλύφων για να σε δανείσουν με μεγάλο επιτόκιο.
Όμως, ο χρησμός λέει –όπως είπα– πως τότε εσύ θα πράξεις ακριβώς τα αντίθετα.
Διότι λόγω της άφθονης περιουσίας σου εσύ ο ίδιος θα δανείζεις άλλους –και μάλιστα όχι λίγα ούτε σε λίγους– αλλά πολλά σε πολλούς, σε όλα τα έθνη γιατί η ευτυχία θα σε συνοδεύει σε όλες τις υποθέσεις σου και στην πόλη σου και στην χώρα σου (στα ζητήματα σχετικά με την πόλη μέσω της εξουσίας, των τιμών και της καλής σου υπόληψης λόγω της ευθυδικίας και της ορθοφροσύνης που θα σε διακρίνει, στα αγροτικά θέματα μέσω της ευφορίας και των απαραιτήτων για την ζωή όπως είναι το σιτάρι, το κρασί, το λάδι και μέσω όσων συντείνουν σε μια ζωή καλοπέραση(ς) –κι αυτά είναι τα αμύθητα είδη των μπουμπουκιών στις άκρες των βαλανιδιών– και, ακόμα, μέσω της καρπερότητας στα βόδια, τις γίδες και τα άλλα θρεφτάρια.
Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει, ωστόσο, τί όφελος έχουν αυτά για εκείνον που δεν πρόκειται να αφήσει πίσω τους κληρονόμους και διαδόχους!
Για τον λόγον αυτό, λοιπόν, λέει ο χρησμός επισφραγίζοντας τα ευεργετήματα: «Κανένας δεν θα γεννηθεί άκαρπος και καμία δεν θα γεννηθεί στείρα αλλά όλοι οι γνήσιοι υπηρέτες του Θεού θα εκπληρώσουν τον νόμο της φύσεως για την τεκνογονία και οι άνδρες θα γίνουν πατέρες και μάλιστα θα είναι πατέρες με πολλά και καλά τέκνα και οι γυναίκες θα γίνουν μητέρες και μάλιστα μητέρες με πολλά και καλά τέκνα ώστε κάθε οικογένεια να είναι πλήρης πολλών συγγενών για να μην λείπει από αυτήν κανένα μέλος ή όνομα από όσα αποδίδονται σε όλους τους πρέποντες εξ αίματος και στους προγενέστερους (γονείς, θείους, παππούδες) και, πάλι με όμοιον τρόπο, στους μεταγενέστερους (γιους, αδέλφια, ανήψια από τον αδελφό, εγγόνια, ανήψια από την αδελφή, ξαδέρφια, δεύτερα ξαδέρφια) και κανείς εξ όσων συμμορφώνονται με τους νόμους δεν θα πεθάνει νέος ούτε πριν την ώρα του ούτε θα στερηθεί κάποιο από τα ηλικιακά στάδια που διένειμε ο Θεός στο γένος των ανθρώπων αλλά, αντιθέτως, όποιος ζει στο πλευρό της αλήθειας θα ανέβει από βρέφος συνεχώς προς τα πάνω τα χρόνια κάθε ηλικίας όπως τα σκαλοπάτια και συμπληρώνοντας τους αριθμούς που έχουν οριστεί για τις αντίστοιχες περιόδους, θα γεράσει καλά, θα αφήσει στην θέση του πολλά και καλά παιδιά στην οικογένειά του και θα φθάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι που συνορεύει με τον θάνατο –ή, μάλλον, με την αθανασία.
Αυτό είναι που εννοούσε ο χρησμός όταν έλεγε: «ΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟΝ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΣΟΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΕΙΣ» και πολύ ορθώς και προσφυέστατα συνάμα έκανε χρήση των κυρίων ονομάτων «αριθμός» και «ημέρα».
Διότι –όπως λέγεται– οι αμαθείς και αυτοί που δεν τηρούν τους νόμους δεν βρίσκονται «ΟΥΤ’ ΕΝ ΛΟΓΩ ΟΥΤ’ ΕΝ ΑΡΙΘΜΩ» ενώ αυτός που μεταστρέφεται υπέρ της εκμάθησης και υπέρ των ιερών νόμων μεταλαμβάνει της πρώτης Χάριτος επειδή φάνηκε λογικός και δοκιμασμένος –και η πρώτη Χάρις είναι ότι του πέφτει το λαχείο της τάξεως και του «αριθμού». Υπερευφυέστατη είναι και η αναφορά στην αναπλήρωση όχι μηνών ή ετών αλλά «ημερών» επειδή κάθε ημέρα του σπουδαίου αυτού ανθρώπου πρέπει να μην περνά έρημη και κενή οπότε θα εισχωρούν μέσα της αμαρτήματα αλλά όλα της τα μέρη και τα διαστήματα να αναπληρώνονται από την καλοκαγαθία –διότι η αρετή και το καλό δεν κρίνονται από την ποσότητα αλλά από την ποιότητα.
Εξ ου και ο χρησμός θεώρησε ότι έστω και μια ημέρα αν σηκώσει το κεφάλι ένας τέτοιος σπουδαίος άνθρωπος στην ζωή του, η ημέρα είναι ισότιμη με ολόκληρη την ζωή ενός σοφού.
Αυτό είναι που υπαινίσσεται και σε άλλα σημεία ο χρησμός όταν φάσκει περί του ότι θα γίνει άξιος να λάβει ευλογία αυτός ο άνθρωπος και όταν εισέρχεται και όταν εξέρχεται. Διότι είναι άξιος επαίνου ο άνθρωπος που αποδεικνύεται σπουδαίος σε όλες τις κινήσεις και σε όλες της σχέσεις όπου είναι συμφέρον να σηκώνει κεφάλι –και μέσα και έξω, δηλαδή στα εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα (στα εσωτερικά διότι πρέπει να σηκώνει κεφάλι από οικονομικής πλευράς και στα εξωτερικά διότι πρέπει να σηκώνει κεφάλι από πολιτικής πλευράς).
Αν, λοιπόν, τυχαίνει να βρίσκεται σε μιαν πόλη ένας τέτοιος άνδρας αυτός θα αρθεί υπεράνω όλης της πόλης, εάν σε μια χώρα τυχαίνει να βρίσκεται μια τέτοια πόλη αυτή η πόλη θα αρθεί υπεράνω της περιφέρειας της χώρας –κι αν τύχει ένα έθνος, τότε θα επιβεί υπεράνω όλων των εθνών όπως σηκώνεται το κεφάλι στο σώμα αυτού του άνδρα (όχι για χάρη της περηφάνειας ούτε για χάρη της διαφήμισης αλλά μάλλον επ’ ωφελεία αυτών που έχουν όραση).
Διότι οι συνεχείς φαντασιώσεις των καλών παραδειγμάτων εγχαράσσουν παραπλήσιες εικόνες στις ψυχές που δεν είναι πολύ σκληρές και άκαμπτες.
Για τον λόγον αυτόν, επομένως, λέγεται προς όσους θέλουν να μιμηθούν τα σπουδαία και θαυμαστά κάλλη να μην απογοητεύονται όταν δεν επιτυγχάνουν την βελτίωση προς το καλύτερο ούτε όταν δεν επανέρχονται στην οδό της αρετής και της σοφίας επειδή βρίσκονται διεσπαρμένοι ψυχικά εξαιτίας της κακίας –διότι όταν εξιλεώνει ο Θεός, τότε όλα εξευμενίζονται.
Και ο Θεός εξιλεώνει αυτούς που δείχνουν αιδώ ενώ πριν ήταν ασυγκράτητοι, εισέρχονται στους κόλπους της εγκράτειας, κακίζουν την ένοχη ζωή τους βδελύσσονται όσα αισχρά είδωλα είχαν μαζέψει στην ψυχή τους, γίνονται ζηλωτές των ηθών της καλοπέρασης και επιδιώκουν στην ζωή τους να έχουν γαλήνη και ειρήνη.
Όπως ο Θεός θα μπορούσε με ένα παράγγελμα πολύ εύκολα, ραδίως, από τα πέρατα της γης να συναγάγει σε όποιον τόπο ήθελε τους ανθρώπους που έχουν μεταναστεύσει στις εσχατιές του κόσμου, έτσι ο Σωτήρας θα μπορούσε να βγάλει από το αδιέξοδο και την διάνοια, η οποία λόγω της πολύχρονης αλητείας περιπλανήθηκε παντού και υπέστη κακουχίες, για χάρη αυτών των 2 αξιότιμων κυριών (της Ηδονής και της Επιθυμίας), για να την οδηγήσει προς την ανάμνηση μιας οδού όπου εύκολα –αφού μάθει– μπορεί να βγάλει φτερά και να πετάξει φεύγοντας αμεταστρέπτως από την εξορία σε μιαν φυγή όχι από αυτές που λέγονται επονείδιστες αλλά από αυτές που είναι σωτήριες και που δεν θα έσφαλλε κανείς αν την χαρακτήριζε καλύτερη σε σχέση με μια κάθοδο.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Αναφέρθηκαν τα αγαθά που προκύπτουν από έξω –νίκες κατά εχθρών, επικρατήσεις στους πολέμους, διαβεβαιώσεις ειρήνης και εξασφάλιση των περιουσιακών αγαθών που προκύπτουν από την ειρήνη, πλούτη, τιμές και εξουσίες– καθώς και τα εγκώμια που συνοδεύουν όσους ευημερούν και οι οποίοι είναι αυτοί που επαινούνται από όλα τα στόματα φίλων και εχθρών (άλλων επειδή τους φοβούνται και άλλων επειδή θέλουν την εύνοιά τους).
Πρέπει, όμως να αναφερθούν και τα αγαθά που είναι πιο οικεία σε αυτούς, τα αγαθά ως προς το σώμα.
Λέει ο χρησμός πως θα κερδίσουν το αγαθό να μην αρρωσταίνουν ποτέ από νόσους αυτοί που καταπονούνται χάριν της αρετής και θέτουν ενώπιόν τους τους ιερούς νόμους ως κυριάρχους των λόγων και των έργων της ζωής τους –ιδιαιτέρως και δημοσίως.
Και πως αν τους προκαλούνταν κάποια ασθένεια, αυτό δεν γινόταν προκειμένου να υποστούν δεινά αλλά ώστε –μέσω της εξαφάνισης του υπερβολικά αλαζονικού φρονήματος και της βελτίωσης των ηθών– να λάβει υπενθύμιση ο θνητός ότι είναι θνητός.
Και την υγεία θα την ακολουθήσει και η ευαισθησία και η ολοκλήρωση και τελειότητα σε όλα τα μέρη του σώματος ώστε ο καθένας να προσφέρει δίχως κωλύμματα τις υπηρεσίες για τις οποίες γεννήθηκε.
Διότι ο Θεός χάρισε στους σπουδαίους ως βραβείο το δικαίωμα σε μιαν οικία καλά οικοδομημένη και συναρμοσμένη από τα θεμέλια έως την στέγη –και η πλέον έμφυτη εκ γενετής οικία της ψυχής είναι το σώμα– ώστε να έχουν τα πολλά αναγκαία και χρήσιμα αγαθά της ζωής.
Και, κυρίως, το χάρισε για να υπάρξει μια κάθαρση με τέλεια καθάρσια αυτής ακριβώς εδώ συγκεκριμένα της διάνοιας των σπουδαίων.
Και αυτόν τον νου του Μωϋσή –που έγινε μύστης των θείων τελετών και περιπολεί τον κόσμο μαζί με τον χορό και τις περιφορές των ουρανίων σωμάτων– τον δόξασε ο Θεός αποτίωντάς του ως τιμή την ηρεμία, θέλοντας να τον αφήσει απερίσπαστο ώστε να μην έλκεται και να μην επηρεάζεται από κανένα πάθος που γεννούν οι ανάγκες του σώματος όταν του επιτίθενται κατά πλεονεξία σε σύγκριση με τα πάθη της δυναστείας του.
Και τον κατασκεύασε –για την περίπτωση που κάτι τον έψυχε ή τον έκαιγε ολόγυρα– αντιστοίχως διεστραμμένο και αιχμηρό ή (για την αντίθετη περίπτωση) ροώδη. Και, με όλα αυτά, αδυνατεί ο νους να ευθυγραμμιστεί με την πορεία της –κατ’ αυτόν– ζωής του (όταν, όμως, ο νους αυτός κατοικεί σε ένα υγιές σώμα θα επιλεγεί για να έχει μακάρια και ευτυχισμένη ζωή διότι θα ενδιατρίψει με πολλή άνεση και θα διαπαιδαγωγηθεί σχολαστικά από τα θεωρήματα της σοφίας).
Αυτός είναο ο νους που γλέντησε ασυγκράτητα με την ευεργετική δύναμη του Θεού και γεύθηκε τα ιερά λόγια και δόγματα. Είναι αυτός μέσα στον οποίο –όπως λέει ο προφήτης– «εμπεριπατεί» ο Θεός όπως σε ένα βασιλικό παλάτι (διότι πράγματι η διάνοια του σοφού είναι παλάτι και οίκος του Θεού). Αυτός είναι ο νους στον οποίον Θεός καλείται ιδίως ο Θεός των συμπάντων και όπου εκλεκτός λαός καλείται και πάλι αυτός που δεν έχει εκλεγεί από επί μέρους άρχοντες αλλά έχει εκλεγεί από τον έναν και μοναδικόν αληθινόν άρχοντα –επειδή είναι άγιος εκλεγμένος από Άγιο.
Αυτός είναι ο λαός που πριν λίγο ήταν υποτελής σε πολλές ηδονές, σε πολλές επιθυμίες, σε χιλιάδες ανάγκες που ξυπνούν τα αίσχη και οι επιθυμίες αλλά ο Θεός συνέτριψε τα φαύλα δεσμά της δουλείας και τον οδήγησε στην ελευθερία.
Αυτός είναι ο λαός που έτυχε μιας ευεργεσίας –όχι άγνωστης αλλά διαβόητης και διακηρυγμένης παντού με παρρησία– μέσω της εξουσίας που είχε ο προστάτης του και από την οποία δεν σύρθηκε προς τα πίσω από την ουρά αλλά παραπέμφθηκε προς τα πάνω από το κεφάλι.
Αυτά είναι αλληγορικά και εκφέρονται με μεταφορική έννοια.
Διότι όπως σε ένα ζώο το κεφάλι είναι το πρώτιστο και πιο άριστο μέλος του σώματος ενώ η ουρά το ύστατο και πιο φαύλο μέρος και δεν συμπληρώνει τον αριθμό των μελών του σώματος αλλά χρησιμεύει για να απομακρύνουν τα πτερωτά, κατά τον ίδιον τρόπο –λέει ο χρησμός– επικεφαλής του ανθρώπινου γένους θα τεθεί είτε ο σπουδαίος άνδρας είτε ο σπουδαίος λαός ενώ όλοι οι άλλοι θα μοιάζουν με μέλη του σώματος που ζουν χάρη στις δυνάμεις της κεφαλής και των δυνάμεων υπεράνω αυτής.
Αυτές είναι, λοιπόν, οι ευχές υπέρ των ανθρώπων των αγαθών που υπακούουν έμπρακτα στους νόμους και οι οποίες –λέει ο χρησμός– θα τελεσφορήσουν με την χάρη του φιλόδωρου Θεού που ανταμοίβει και αποτίει φόρο τιμής προς τους καλούς λόγω της ομοιότητάς τους με αυτόν.
Πρέπει να εξετάσουμε και τα αναθέματα που έχουν οριστεί ενάντια σε όσους δεν τηρούν τους νόμους και τους θεσμούς.
Περί αναθεμάτων
Μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Το πρώτο ανάθεμα –που κατά παράδοξον τρόπον αναγράφεται ως το πιο κενό περιεχομένου κακό– είναι η φτώχεια και η ένδεια και η έλλειψη των αναγκαίων και η κατάσταση της απόλυτης στέρησης.
Γιατί –όπως λέει η κατάρα– τον σπόρο θα τον καταστρέψουν ενώ είναι ακόμα ανολοκλήρωτος ενώ όταν ολοκληρωθεί θα τον δρέψουν ξαφνικά επιτιθέμενοι οι εχθροί καθιστώντας διπλή την συμφορά καθώς έτσι στους φίλους θα επέλθει ο λιμός και στους εχθρούς μεγαλύτερη περιουσία αγαθών. Διότι αυτό που προκαλεί την λύπη δεν είναι κυρίως τα προσωπικά κακά που υφίσταται κανείς αλλά περισσότερο –ή, τουλάχιστον, όχι λιγότερο– τα αγαθά των εχθρών.
Κι αν ακόμα μείνουν ήσυχοι οι εχθροί, δεν μένουν ήσυχες οι πιο δυσάρεστες καταστροφές που προκαλεί η φύση.
Διότι εσύ θα σπείρεις βαθειά στην γη αλλά ένα νέφος από ακρίδες που θα πετάξει ξαφνικά πάνω από την πεδιάδα θα θερίσει και τα υπόλοιπα ενώ αυτό που θα μείνει για συγκομιδή θα είναι ένα ελάχιστο μέρος αυτών που έσπειρες. Και συ θα φυτέψεις αμπέλια δαπανώντας χρήματα αφειδώς και με αδιάκοπες ταλαιπωρίες που φυσικό είναι να τις αποδέχονται υπομονετικά οι γεωργοί και όταν ο αμπελώνας ολοκληρωθεί και βλαστήσει και διακατέχεται από ευφορία θα τον τρυγήσουν κάποια σκουλήκια που θα επιδράμουν.
Όπως είναι φυσικό, τους ελαιώνες όταν τους δεις να προκόβουν και το άφθονο πλήθος των καρπών όταν αντικρύσεις θα αισθανθείς χαρούμενος λόγω των ελπίδας σου ότι θα υπάρξει ευτυχής συγκομιδή και όταν η συγκομιδή αρχίσει, θα αισθανθείς άτυχος –ή μάλλον, ασεβής– διότι το λάδι και όσο παχύρρευστο υγρό υπάρχει θα εκρεύσει όλο ενώ, εξαπατώντας μιαν ψυχή κενή, κενό θα μείνει και το τελευταίο υπόλειμμα του περιεχομένου. Και συνολικά όσα σπαρτά ή δένδρα υπάρχουν στους καρπούς αυτούς θα αναλωθούν από τους μύκητες.
Από πίσω, όμως, ελλοχεύουν και άλλες συμφορές ξέχωρα από αυτές που ειπώθηκαν έως τώρα, συμφορές που προκαλούν την στέρηση και την ανημπόρια.
Διότι θα γίνουν στείρα αυτά μέσω των οποίων χορηγεί τα αγαθά της η φύση –η γη και ο ουρανός.
Η γη θα γεννήσει εκτρώματα και θα αδυνατεί να τελειοποιήσει τους καρπούς της ενώ ο ουρανός θα μεταβληθεί σε άγονον καθώς οι εποχές του χρόνου δεν θα ανεβαίνουν με αύξουσα σειρά ως προς τα οικεία τους γένη (χειμώνας, θέρος, άνοιξη, φθινόπωρο) αλλά θα αντιπαραβάλλονται σε ένα δίχως ποιότητα συνονθύλευμα και θα είναι υπόλογοι με την βία στην εξουσία μιας δεσποτικής δύναμης.
Διότι δεν θα υπάρχουν πρωτοβρόχια ούτε νεροποντές ούτε καν λεπτή ψιχάλα ούτε λίγη νοτιά ούτε δροσούλα ή ό,τιδήποτε άλλο από αυτά που μπορούν να φέρουν ευφορία αλλά, αντιθέτως, θα φυτρώνουν μόνον όσα λυμαίνονται την ευφορία και φθείρουν τους ώριμους καρπούς έτσι ώστε να μην μπορεί να τελειώσει η παρασκευή τους.
Διότι λέει ο αφορισμός «ΘΗΣΩ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΥΜΙΝ ΧΑΛΚΟΥΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΗΝ ΣΙΔΗΡΑΝ» -υπαινισσόμενος ότι κανένα από αυτά δεν θα μπορεί να επιτελέσει τα έργα που του είναι οικεία και προς την ικανοποίηση των οποίων δημιουργήθηκε.
Διότι πότε το σίδερο βλάστησε στάχυα ή ο χαλκός προκάλεσε βροχή, αυτά δηλαδή τα οποία χρειάζονται τα ζώα –και κυρίως το πιο ευάλωτο και το πιο απαιτητικό ζώο, ο άνθρωπος;
Προμηνύει, μάλιστα, όχι μόνον ότι θα υπάρξει στειρότητα και διαφθορά των εποχών του έτους αλλά προαναγγέλλει και γενέσεις πολέμων και των αφόρητων και αμύθητων δεινών που προκαλούν οι πόλεμοι –διότι ο χαλκός και το σίδερο είναι οι ύλες από τις οποίες φτιάχνονται τα όπλα του πολέμου.
Και η γη, επίσης, θα φέρει σύννεφα σκόνης και χώμα θα πέσει εξ ουρανού φέροντας μέσα του έναν πολύ βαρύ καρπό ώστε να υπάρξουν απώλειες από πνιγμούς για να μην παραλειφθεί τίποτε από όλα εκείνα που φέρνουν τον όλεθρο. Θα ερημωθούν πολυμελείς συγγένειες, πόλεις θα εκκενωθούν από τους κατοίκους τους καταλαμβανόμενες εξαπίνης –και, για να βάζουν μυαλό αυτοί που μπορούν να συνετιστούν ενθυμούμενοι την παλιά τους πρόσκαιρην ευτυχία και την κακοδαιμονία τους, θα απομείνουν μόνο μνημεία.
Και τόσο μεγάλη θα είναι η ανεπάρκεια των αναγκαίων για την ζωή που θα επικρατήσει ώστε οι αλλοτριωθέντες από αυτά θα στραφούν στην ανθρωποφαγία και στον καννιβαλισμό μεταξύ τους και δεν θα τρώνε μόνο τους αλλοεθνείς που δεν θεωρούν του γούστου τους αλλά και τους πιο οικείους και αγαπημένους τους. Διότι και ο πατέρας θα αγγίξει τις σάρκες του γιου και η μητέρα τα σπλάγχνα της κόρης και οι αδελφοί των αδελφών και τα παιδιά των γονιών.
Διότι πάντοτε οι ασθενέστεροι αποτελούν την κακή και επάρατο τροφή των δυνατοτέρων.
Η δολοφονία των παιδιών του Θυέστη δεν θα είναι τίποτε συγκρινόμενα με τις υπερβολικές συμφορές που θα αποτελέσουν τα μεγαλουργήματα των καιρών που έρχονται.
Διότι, μετά από όλα τα υπόλοιπα, όπως κατά την διάρκεια της ευτυχίας η ζωή είναι ποθητή με σκοπό την απόλαυση των αγαθών, έτσι και στις κακοδαιμονίες εκείνες θα προκληθεί πολύς έρωτας για την ζωή με σκοπό την συνουσία άμετρων και ακατάπαυστων κακών –που είναι όλα ανίατα.
Διότι θα ήταν μικρότερο συγκριτικά το κακό αν αυτοί που νοιώθουν πλήξη απαλλάσσονταν μέσω του θανάτου από τα άλγη τους –όπως συνηθίζεται να πράττουν αυτοί που δεν είναι πολύ φρενοβλαβείς.
Αυτοί, όμως, που νοιώθουν ανία λόγω της παράλυσης των άκρων τους θα προτιμούσαν να παρατείνουν την ζωή τους στο έπακρο καθώς είναι άπληστοι και ακόρεστοι να δοκιμάσουν την ανώτατη δυστυχία.
Κατά την γνώμη τους, αυτό είναι το πιο τρομερό κακό από τα δεινά –η ανικανότητα– που είναι φυσικό επόμενο να επέρχεται όταν επιβάλλεται η Θεία Δίκη.
Κι αν είναι ανυπόφερτα τώρα το κρύο, η δίψα και η έλλειψη τροφής, θα μπορούσαν να γίνουν άκρως επιθυμητά με τον καιρό αν απλά και μόνο λειτουργούσε ανυπερθέτως η φθορά.
Όταν, όμως, αυτά που φαίνεται πως μυθογραφούμε με υπερβολές χρονίζουν και φθείρουν την ψυχή και το σώμα αυτών που διεκτραγωδούμε, είναι φυσικό να εμφανίζονται και νέα, βαρύτερα.
Για τους ελεύθερους ανθρώπους το πλέον αφόρητο πράγμα είναι η δουλεία –η δουλεία για την επίτευξη της οποίας σπουδάζουν πώς να πεθάνουν καλύτερα οι συνετισμένοι όταν αγωνίζονται διακινδυνεύοντας την ζωή τους υπέρ εκείνων που αποβλέπουν στην εγκαθίδρυση νέας τυραννίας.
Και το να μην αντιμετωπίζει, όμως, κανείς, τον εχθρό στην μάχη είναι κάτι το αφόρητο.
Διότι αν, πάλι, ο εχθρός γίνει και τα 2 μαζί –τύραννος και ένοπλος– ποιός θα μπορούσε να υποστεί αφενός το να μην μπορεί αυτός να προβαίνει σε άδικες πράξεις λόγω της τυραννικής του εξουσίας και αφετέρου το να μην συγχωρεί τίποτε λόγω της αδιάλλακτης εχθρικότητάς του;
Λέει, λοιπόν, το ανάθεμα ότι οι τύραννοι θα φανούν ανελέητοι απέναντι σε εκείνους που αψηφούν τους ιερούς νόμους και οι οποίοι θα έχουν υπαχθεί σε αυτούς όχι μόνον εξαιτίας επίθεσης των εχθρών αλλά και με την δική τους θέληση λόγω των αθέλητων κακών που επιφέρει ο λιμός και η έλλειψη των αναγκαίων για την ζωή.
Διότι νομίζουν μερικοί πως τα μικρότερα κακά μπορούν να προτιμηθούν επειδή αποτελούν καταφυγή για τα μεγαλύτερα κακά –εάν βέβαια είναι μικρό κακό κάποιο από όσα αναφέρθηκαν.
Διότι αυτοί, κάτω από τον ζυγό της δουλείας, θα δεχθούν επιτακτικά στα σώματά τους πικρές διαταγές ως υπηρέτες –και ακόμη πιο πικρά θα είναι τα θεάματα που θα τους υπαγορεύσουν αυτοί που η ψυχή τους διακατέχεται από πλήξη.
Διότι θα δουν πως οι εχθροί τους αυτοί έγιναν κληρονόμοι αυτών που οι ίδιοι οικοδόμησαν ή φύτεψαν ή καλλιέργησαν και απολαμβάνουν ξένα και ετοιμασμένα αγαθά.
Και αυτοί –οι ληστεμένοι– θα δουν τους εχθρούς τους –τους ληστές– να γλεντοκοπούν και να γεύονται ιεροτελεστικά και τα καλύτερα ακόμα από τα δικά τους τα θρεφτάρια, παραβιάζοντας την νηστεία και απολαμβάνοντάς τα με σκοπό την πιο ηδονική απόλαυση.
Και θα δουν και τις γυναίκες (τις οποίες παντρεύτηκαν με θρησκευτική τελετή για να σπείρουν γνήσια τέκνα) συνετισμένες, σπιτωμένες και στοργικές προς τους άνδρες να υβρίζονται λες και είναι εταίρες.
Και θα ορμήσουν για να τις υπερασπιστούν αλλά τίποτε δεν θα μπορέσουν να καταφέρουν εκτός από το να σφαδάζουν από τους πόνους καθώς θα τους έχει ευνουχιστεί κάθε δύναμη και νεύρο. Διότι –προκειμένου κανένα από τα βλήματα που θα ριχτούν εναντίον τους να μην μείνει κενό περιεχομένου αλλά να είναι όλες εύστοχες οι βολές– θα δώσουν στόχο ώστε να τους προξενήσουν βλάβες, αίσχη και πανωλεθρία όσοι θέλουν να τους αρπάξουν, να τους εξυβρίσουν, να τους καταστήσουν τρωτούς, να τους άγουν και να τους φέρουν.
Και θα καταστούν επάρατοι αυτοί στις πόλεις και στα χωριά, επάρατοι και στις οικίες και στις επαύλεις. Καταραμένη η πεδιάδα και όσα σπέρματα ρίχτηκαν εκεί, καταραμένη και η βαθειά γη στα υψώματα και όσα είδη δένδρων καλλιεργούνται εκεί. Καταραμένες οι αγέλες των θρεφταριών γιατί θα στειρωθούν ώστε να είναι άγονες, καταραμένοι όλοι οι καρποί διότι θα τους πάρει και θα τους σηκώσει ο άνεμος την εποχή της πιο μεγάλης τους ακμής. Τα ταμεία που είναι πλήρη τροφών και χρημάτων θα αδειάσουν και κανένας κερδοσκοπικός πόρος δεν θα ευοδωθεί ενώ κανένα από όλα τα τεχνάσματα και τις πολυμήχανες ασχολίες δεν θα φέρει όφελος σε αυτούς που εκμεταλλεύονται χιλιάδες ιδεολογίες ζωής για να βγάλουν χρήματα. Διότι οι ελπίδες αυτών που σπουδάζουν αυτά τα τεχνάσματα θα μείνουν ανολοκλήρωτες όπως και συνολικά δεν θα τελειώσει τίποτε από αυτά που άγγιξαν με τα χέρια τους με πονηρές, επιτηδευμένες ασχολίες ή έργα –των οποίων αρχή και τέλος είναι η παράλειψη της υπηρέτησης του Θεού.
Διότι όλα αυτά είναι τα επίχειρα της ασέβειας και της παρανομίας.
Και, επιπλέον σε αυτά, υπάρχουν οι σωματικές νόσοι –οι πυρετοί, τα ρίγη, οι εξαντλητικές φθίσεις, οι άγριες ψώρες, οι ίκτεροι, η σήψη των οφθαλμών, τα πυώδη έλκη και οι έρπητες που χύνονται σε όλο το δέρμα, οι κακώσεις των εντοσθίων, οι αναταραχές του στομαχιού, οι αποφράξεις των πόρων του πνεύμονα ώστε να μην μπορεί να επιτυγχάνεται η λειτουργία της αναπνοής– που προσβάλλουν και καταβροχθίζουν λαίμαργα κάθε μέλος και κάθε μέρος του σώματος ξεχωριστά και κατατρίβουν και πάλι όλα τα μέλη μεταξύ τους. Όμως, αν και αυτά –η παράλυση της γλώσσας, η κώφωση των αυτιών, η αναπηρία των οφθαλμών, η αδυναμία και η σύγχυση των υπολοίπων αισθήσεων– συνέπεια που ‘ταν τρομερή για τα δεινά, ωστόσο δεν φαίνεται τρομερή συγκρινόμενη με βαρύτερα δεινά –με τις φλέβες του αίματος που αποβάλλουν από μέσα τους όσο αίμα τους έδινε ζωή, με την ροή των αρτηριών που ομοίως δεν μπορεί να αναμειχθεί κατά σωτήριον τρόπο με τον προερχόμενον απέξω αέρα όπως θα έπρεπε κανονικά, με τα νεύρα που έχουν χαλαρώσει και χαλάσει.
Και, ύστερα από αυτά, ακολουθεί παράλυση της αρμονίας και της συμφωνίας των μελών του σώματος που πριν λειτουργούσαν σωστά καθώς αυτά καταπονούνται όταν βυθίζεται μέσα τους ένα ρεύμα με αλμυρή και υπερβολικά πικρή κίνηση και το οποίο –όποτε αποκλείεται μέσα στους στενούς πόρους δίχως να υπάρχουν βολικές διέξοδοι– συμπιέζεται και συμπιέζει με αποτέλεσμα να γεννώνται πικρά και ανυπόφερτα άλγη και από αυτά να προκαλούνται ποδάγρες, αρθριτικά, παθογένειες και νοσήματα προς αντιμετώπιση των οποίων δεν επινοήθηκε κανένα φάρμακο αλλά είναι ανίατα για την ανθρώπινη σκέψη.
Μερικοί εκπλήσσονται βλέποντάς τα αυτά και αναρωτιούνται πώς αυτοί που πριν λίγο ήταν εύρωστοι, σωματώδεις και έθαλλαν μάλιστα από ευεξία αιφνιδίως μαράζωσαν και συρρικνώθηκαν λόγω μιας και μόνο λεπτής εκδοράς –της περιτομής των ινών του δέρματος– και πώς γυναίκες λεπτεπίλεπτες και πολύ τρυφερές έφθασαν σε βαθμόν εξαγρίωσης εξαιτίας της ηδυπάθειας που αναπτύχθηκε μέσα τους λόγω των κακώσεων από τις οποίες δεινοπάθησαν από την νεαρή τους ηλικία τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα.
Κι όταν έλθει η εποχή εκείνη, τότε και η δικαιοσύνη «λάβουσα μάχαιραν» θα ζητήσει εκδίκηση και θα εκδιωχθούν οι εχθροί –όλοι αυτοί, όμως, θα καταφύγουν στις πόλεις ενώ όταν νομίσουν ότι είναι ασφαλείς θα οδηγηθούν στην οδό της απωλείας ξαπλώνοντας ανάσκελα χάμω επειδή –εξαπατημένοι από την φενάκη της ελπίδας– θα πέσουν στην ενέδρα των εχθρών τους.
Κι αν ύστερα από αυτά δεν κάτσουν φρόνιμα και δεν πλαγιάσουν συνετισμένοι και δεν παρεκτραπούν παίρνοντας τις ευθυτενείς οδούς που οδηγούν στην αλήθεια, τότε θα εισχωρήσει η δειλία και ο φόβος στις ψυχές τους και θα φύγουν χωρίς κανείς να τους καταδιώκει καθώς θα πέσουν πάρα πολύ γρήγορα κάτω λόγω των ψεύτικων διαδόσεων που πολυαγαπούν. Ακόμα και ο πιο κενός περιεχομένου κτύπος ενός φύλλου που θα έχει σηκωθεί από το αέρα, θα τους προξενήσει τόσην αγωνία και κατάπτωση όση και ο πλέον τραχύς πόλεμος απέναντι σε πιο δυνατούς εχθρούς ώστε –προσδοκώντας από τους άλλους την αλληλοβοήθεια για να επιτευχθεί η μεταξύ τους άλωση και από τους εαυτούς τους την απόδραση προς την σωτηρία– θα παραβλέψουν και τα παιδιά τους γονείς τους και οι γονείς τα παιδιά τους και οι αδελφοί τις αδελφές.
Είναι ανολοκλήρωτες οι ελπίδες των ανθρώπων των πονηρών.
Αυτοί που νόμισαν πως διέφυγαν θα αλωθούν περισσότερο –ή, τουλάχιστον, όχι λιγότερο– από εκείνους που είχαν κυριευτεί πρωτύτερα.
Κι αν, όμως, περάσουν απαρατήρητοι μερικοί, υπάρχουν σε εφεδρεία οι εκ φύσεως αντίπαλοί τους για να τους αντιμετωπίσουν και αυτοί είναι κυνηγοί πιο άγριοι και θηρία με καλύτερα όπλα καθώς ο Θεός τα δημιούργησε ταυτόχρονα με την πρώτη γένεση του παντός ώστε να φοβούνται οι άνθρωποι που μπορούν να βάζουν μυαλό και να καταδικάζονται αυτοί που είναι ανίατοι και δεν συνετίζονται.
Και όσοι δουν την θέα των πόλεών τους που θα έχουν καταστραφεί εκ θεμελίων δεν θα πιστεύουν πώς αυτές κάποτε κατοικούνταν και θα θεωρούν ως κάποιο είδος παροιμιών και αλληγορικών αινιγμάτων τις πληγές –και όσες περιέχονται στις Γραφές και όσες είναι από τις άγραφες– τις πληγές της κακοτυχίας που τους βρήκαν λόγω της λαμπρής τους ευτυχίας. Οι θανάσιμες πληγές θα τους διαπεράσουν και θα φτάσουν μέχρι και στα σπλάγχνα τους δημιουργώντας τους δυσθυμία και αδημονία μαζί με την κατάθλιψη. Η ζωή θα καταστεί ανεπανόρθωτη από τα πλήγματα και θα κρέμεται άψυχη όπως ένα σώμα από μιαν αγχόνη λόγω του τρόμου που θα προκαλείται και θα κλυδωνίζει διαδοχικά την ψυχή κάθε μέρα και νύχτα κάνοντάς την άνω-κάτω έτσι ώστε το πρωΐ να εύχεται να έρθει το απόγευμα και το απόγευμα να έρθει το πρωΐ. Και αυτό θα γίνεται και στον ξύπνιο, όταν είναι σε εγρήγορση (μέσω των εμφανών σωματικών κακώσεων) και στον ύπνο, όταν κοιμούνται (μέσω των αποτρόπαιων φαντασιώσεων στα ονείρατά τους).
Ο μυημένος προσήλυτος περιέρχεται έτσι σε περίοπτη θέση και σηκώνεται μετέωρος ψηλά πανευτυχής καθώς τον θαυμάζουν και τον μακαρίζουν για 2 από τους καλύτερους λόγους, και επειδή αυτομόλησε προς τον Θεό και επειδή έλαβε ως πολύ οικείο του βραβείο την εξασφαλισμένη θέση του στις τάξεις του Παραδείσου –ο οποίος δεν κάνει να περιγράφεται– ενώ ο ευπατρίδης που παραχάραξε το νόμισμα της ευγένειας θα συρθεί στα πιο σκοτεινά Τάρταρα (ακριβώς από κάτω του) και θα μεταφερθεί στο πιο βαθύ σκότος ώστε βλέποντας αυτά τα παραδείγματα να σωφρονίζονται όλοι οι άνθρωποι, μαθαίνοντας ότι ο Θεός ασπάζεται την αρετή που εκφυτρώνει από την έλλειψη ευγένειας και εγκαταλείπει με χαρά τις ρίζες της ενώ τον ώριμο μίσχο τον αποδέχεται επειδή με την καλλιέργεια μετεστράφη προς την καρπερότητα.
Ακριβώς έτσι όπως έγιναν παρανάλωμα του πυρός οι πόλεις και ερημώθηκε η χώρα, θα αρχίσει κάποτε να ξαναπνέει και να σηκώνει το κεφάλι της η γη που εκγμνάστηκε και αποχαλινώθηκε από την αφόρητη βία των κατοίκων της –οι οποίοι απέλασαν τις ανά 7άδα εποχές της γονιμότητας ως παρθένες στην εξορία, έξω από τα όρια και της χώρας και της διάνοιάς τους.
Διότι η φύση ανέδειξε ως μόνες ή –είναι ασφαλέστερο να πούμε, βέβαια– ως πρώτες γιορτές αυτές τις ανά 7άδα εποχές της ευφορίας και της καρπερότητας καθώς και τις ημέρες και τα έτη έτσι ώστε να υπάρχει μια ανάπαυλα για τους ανθρώπους τις ημέρες και για τις χώρες τα έτη.
Αυτοί, όμως, που έκλεισαν τα μάτια για να παρακάμψουν και να καλύψουν ολόκληρον αυτόν τον νόμο –το αλάτι, τις σπονδές, τον βωμό του ελέους, την κοινήν εστία– με τον οποίο συνδέονταν αρμονικά η φιλία και η ομόνοια και, μάλιστα, πάντοτε κατά 7άδες και με βάση το 7 –κατ΄αρχάς επιβάρυναν ως πιο δυνατοί τους ασθενέστερους ανθρώπους με τις συνεχείς και αδιάκοπες διαταγές τους και, δεύτερον, επιβάρυναν τα εδάφη της γης επιδιώκοντας διαρκώς άδικα κέρδη λόγω της πλεονεξίας τους αφήνοντας αχαλίνωτες τις επιθυμίες και ακόρεστες τις άδικες ορμές τους.
Αντί να δώσουν το εντεταλμένο δικαίωμα της εκεχειρίας για τις 6 ημέρες στους ανθρώπους (αυτούς που κατά τον πλέον αδιάψευστον τρόπον είναι αδελφοί τους και που μία μητέρα είναι η κοινή τους φύση) και της αγρανάπαυσης 6 ετών στην χώρα (δίχως να την επιβαρύνουν με σπορές και φυτέματα για να μην αποκάμει από τον αλλεπάλληλο μόχθο του καμάτου του ανθρώπου) –αμέλησαν όλες τούτες δω τις χρηστοήθεις παραινέσεις, κάλεσαν τα σώματα να ηρεμήσουν, καταπίεσαν τις ψυχές όλων όσων μπορούσαν να πιέσουν μέσω των αδιάκοπων αναγκών τους, ευνούχισαν την ισχύ της βαθειάς γης επιδιδόμενοι με απληστία σε προσοδοφόρες κινήσεις υπερβολικά δυνατές και την οδήγησαν όλην σε απόλυτην αποχαλίνωση επιβάλλοντάς της δασμούς– όχι μόνον ετήσιους αλλά και εφήμερους.
Για τον λόγον αυτόν, αυτοί θα δεχθούν τις αναφερόμενες κατάρες και καταδίκες –ενώ η χώρα, της οποίας αυτοί έσπασαν τα νεύρα και υπέμεινε χιλιάδες κακώσεις, θα ελαφρυνθεί επειδή θα απαλλαχθεί από το άχθος αρούρης των ασεβών κατοίκων της.
Και όταν η χώρα αυτή, μέσα από τον κυκλικό χορό στον οποίον συμμετείχε, κοιτάξει γύρω της και δεν δει κανέναν από αυτούς που της αφαίρεσαν το μεγάλο της καύχημα και αξίωμα αλλά διαπιστώσει ότι οι κερδοφόρες της αγορές είναι εκκενωμένες από θορύβους και πολέμους και αδικίες και γεμάτες ησυχία και ειρήνη και δικαιοσύνη, τότε θα ανέβει και θα ακμάσει και θα ηρεμήσει –αποκαθιστώντας τα γιορτινά ανά 7άδα διαστήματα των ιερών εποχών– και θα αναπαυθεί συγκεντρώνοντας δύναμη όπως ένας αθλητής πριν τον αγώνα.
Έπειτα, σαν μια φιλόστοργη μητέρα, θα φανεί οικτίρμων και θα λυπηθεί για τους γιους και τις θυγατέρες που απέβαλε, αυτούς τους γιους και τις κόρες που ‘ταν τρομερή και στον θάνατο –αλλά κι όταν ζούσαν πολύ περισσότερο– αιτία οδύνης για τους γονείς τους.
Όταν, όμως ανανεωθεί θα νοιώσει ευφορία και θα γεννήσει νέαν, ανεπίληπτην και άμεμπτην γενιά προς ανόρθωση της προηγούμενης.
Διότι η έρημος –για την οποία μιλά ο προφήτης– θα γεννήσει πολλά και καλά παιδιά.
Αυτό είναι αποφθεγματικό και αποτελεί και μιαν αλληγορία περί της ψυχής.
Όταν η ψυχή είναι καρπερή και σπουδαία –δηλαδή, βρίθει από πάθη καθώς εκχύνονται γύρω της τα τέκνα της οι ηδονές, οι επιθυμίες, η απερισκεψία, η ακολασία, η αδικία– τότε ασθενεί, νοσεί, λιώνει και βρίσκεται του θανατά.
Όταν, όμως, στειρωθεί, γίνει άγονη και της αφαιρεθούν αυτά ή τα αποβάλλει ομαδικά, τότε μεταβάλλεται σε μιαν αγνή παρθένο, δέχεται τον σπόρο του Θεού και τον διαπλάθει ώστε να αναζωογονήσει στις φύσεις εκείνες που είναι περιζήτητες και ακαταμάχητες τα πιο θαυμαστά κάλλη –την φρόνηση, την ανδρεία, την σωφροσύνη, την δικαιοσύνη, την αγιότητα, την ευσέβεια και τις άλλες αρετές και παθογενείς ευπείθειες– εκ των φύσεων των οποίων καλό, αγαθό κι ενάρετο καλό παιδί δεν είναι μόνον η γένεση αλλά και η προσδοκία της γενέσεως επειδή προλαβαίνει την ασθένεια μέσω της ελπίδας.
Και η ελπίδα της ευφορίας είναι μια χαρά που προηγείται της χαράς αλλά –έστω κι αν είναι ελλιπής χαρά μάλλον παρά ολοκληρωμένη χαρά– είναι αντιστοίχως καλύτερη από την χαρά και ως προς το ότι με τις φροντίδες της ελπίδας σπέρνει λίπασμα, λιπαίνει και επαναφέρει την υγρασία και ως προς το ότι φθάνοντας στην ολοκλήρωση ευαγγελίζεται για το μέλλον το απόλυτα καλό.
Δίχως να παραλείψω τίποτα έχω, λοιπόν, καταστήσει έκδηλες τις κατάρες και τις ποινές τις οποίες είναι άξιοι να υποφέρουν αυτοί που παραβλέπουν αφ’ υψηλού τους ιερούς νόμους της δικαιοσύνης και της ευσέβειας.
Αυτοί που υποτάσσονται κάτω από τον ζυγό των πολυθεϊστικών δοξασιών –των οποίων το έσχατο τέρμα είναι η αθεΐα.
Αυτοί που λησμονούν την συγγενική και πατρογονική διδασκαλία του γένους τους, από την οποία διαπαιδαγωγήθηκαν από τα παιδικά τους χρόνια ώστε να θεωρούν ως ανώτατο Θεό την φύση του Ενός στον οποίον μόνο πρέπει να ανήκουν όσοι επιδιώκουν την μη κατασκευασμένην αλήθεια αντί των κατασκευασμένων μύθων.
Εάν, όμως, τις πιέσεις που ασκούνται τις κάνουν δεκτές υπό την έννοια της νουθεσίας περισσότερο παρά υπό την έννοια ότι αποβλέπουν στον αφανισμό τους και ντραπούν τόσο πολύ ώστε να μεταβάλουν άποψη με όλην τους την ψυχή, να κακίσουν τους εαυτούς τους για την πλάνη, να εξομολογηθούν και να ομολογήσουν όσες αμαρτίες διέπραξαν πρώτα προς την ίδια την σκέψη μέσα τους (ώστε να αποκαθαρθεί η διάνοιά τους και να αποκτήσουν ειλικρινή και άδολη συνείδηση) και έπειτα προφορικά (ώστε να ωφεληθούν και να γίνουν καλύτεροι αυτοί που τους ακούν), τότε υα έχουν την εύνοια του σωτήρος και ελεήμονος Θεού ο οποίος, εξάλλου, στο γένος των ανθρώπων έδωσε και την εξαίρετη και μέγιστη δωρεά, την συγγένεια με τον δικόν του Λόγο, από τον οποίο γεννήθηκε ο ανθρώπινος νους όπως από ένα αρχέτυπο υπόδειγμα.
Διότι κι αν ακόμα είναι δούλοι στα πέρατα της γης στους εχθρούς που τους πήραν αιχμαλώτους, μέσα σε μιαν ημέρα θα ελευθερωθούν όλοι λες και πήραν ένα σύνθημα και με την ομαδική τους μεταστροφή προς την αρετή θα καταπλήξουν τους δεσπότες τους που θα τους αφήσουν ελεύθερους έτσι καθώς θα ντραπούν να κυβερνούν επί ανθρώπων καλύτερών τους.
Κι όταν αυτοί τύχουν αυτής της απροσδόκητης ελευθερίας και εξαναστηθούν –αυτοί που πριν λίγο ήταν διασκορπισμένοι στα νησιά αλλά και στα ηπειρωτικά της Ελλάδας και των βαρβαρικών χωρών– θα συντείνουν προερχόμενοι από όλες τις άλλες κατευθύνσεις με μιαν συνολικήν ορμητικότητα προς τον υποδειχθέντα τόπο καθοδηγημένοι από κάποιαν μορφή με θεϊκή ή ανθρώπινη φύση που θα είναι κρυφή για τους άλλους αλλά θα είναι εμφανής για τους διασωθέντες.
Θα χρησιμοποιήσουν 3 Παρακλήτους ως διαμεσολαβητές για την συνδιαλλαγή τους με τον Πατέρα:
Πρώτη παράκληση, η επιείκεια και η χρηστοήθεια του Θεού ο οποίος πάντοτε προτιμά την συγχώρεση αντί της τιμωρίας.
Δεύτερη παράκληση, η αγιότητα των αρχηγών, ηγετών και γεναρχών του έθνους επειδή, επιδεικνύοντας μιαν ανυπόκριτη και γυμνή λατρεία προς τον Πατέρα μέσω των απελευθερωμένων από τα σώματά τους ψυχών, δεν συνήθιζαν να αφήνουν ανολοκλήρωτες τις ικεσίες τους υπέρ των γιων και των κορών τους ενώ ως ανταμοιβή τους έδινε ο Πατέρας το ότι εισάκουγε τις ευχές τους. Τρίτη παράκληση –και για την οποία μάλιστα καταφθάνει για να τους προϋπαντήσει και η εύνοια των αρχηγών, ηγετών και γεναρχών του έθνους– η βελτίωση εκείνων οι οποίοι οδηγούνταν να κάνουν σπονδές και συνδιαλλαγές και οι οποίοι μόλις που μπόρεσαν να έλθουν από το αδιέξοδο στην οδόν αυτή που το τέρμα της δεν είναι κανένα άλλο παρά να προκαλούν ευχαρίστηση στον Θεό όπως οι γιοί προκαλούν ευχαρίστηση στον πατέρα τους.
Και όταν φθάσουν στο τέρμα, θα κατοικηθούν και πάλι η έρημος και οι πριν λίγο ερειπωμένες πόλεις ενώ και η στείρα γη θα μεταβληθεί σε εύφορη. Και θα θεωρούν πως η ευημερία των πατέρων και των προγόνων τους είναι ένα ελάχιστο κομμάτι σε σχέση με τα άφθονα περιουσιακά αποκτήματα που θα πιάσουν στα χέρια τους και τα οποία (λες και ρέουν από τις αέναες πηγές των Χαρίτων του Θεού) θα περιποιήσουν ως τιμή –στον καθέναν ξεχωριστά αλλά και σε όλους από κοινού– έναν πλούτον τόσο βαθύ που θα είναι ανώτερος από τον φθόνο. Και ξαφνικά, θα υπάρξει μια μεταβολή των πάντων.
Διότι θα στρέψει τα αναθέματά του ο Θεός ενάντια στους εχθρούς των μετανοημένων. Στους εχθρούς που αντλούσαν ηδονή από την κακοπέραση του έθνους και το κακομεταχειρίζονταν και το χλεύαζαν έτσι ώστε να αποκτήσουν οι ίδιοι μερίδιο στην ευτυχία που να μην μπορεί να τους αφαιρεθεί και το οποίο ήλπιζαν ότι θα αφήσουν διαδοχικά και κατά διαδοχήν στα παιδιά και στους απογόνους τους.
Στους εχθρούς που μέσα στην φρενοβλάβειά τους –επειδή νόμιζαν ότι θα βλέπουν πάντα αφ’ υψηλού τους αντιπάλους τους να βρίσκονται σε μιαν βέβαιη και σταθερή δυστυχία που θα αποταμιευόταν και για τις μετέπειτα γενιές– δεν αντιλήφθηκαν ότι και την πριν λίγο αίγλη που απολάμβαναν, δεν την απολάμβαναν χάρη στους εαυτούς τους αλλά για να συνετίζονται οι άλλοι, αυτοί που κατέλυσαν τα πατροπαράδοτα ήθη.
Για αυτούς τους άλλους βρέθηκε ως φάρμακο της σωτηρίας τους η λύπη ώστε να πονούν εξαιτίας των αγαθών των εχθρών τους.
Όσοι, λοιπόν, δεν συνέβη να ναυαγήσουν και να χαθούν ολοκληρωτικά, θα κλάψουν και θα αναστενάξουν για την τροπή που πήραν οι ίδιοι και θα επανακάμψουν –περνώντας μέσα από μιαν στενωπό– στην αρχαίαν ευτυχία των προγόνων τους.
Ενώ οι εχθροί τους –που γέλαγαν με τους ολοφυρμούς τους και για να γιορτάσουν τις αποφράδες ημέρες της ήττας τους καθιέρωναν δημοφιλή πανηγύρια και διασκέδαζαν με το πένθος τους και συνολικά ευτυχούσαν με την δυστυχία τους– θα το πληρώσουν όταν αρχίσουν να εισπράττουν τα επίχειρα των ωμοτήτων τους γιατί θα καταλάβουν ότι αμάρτησαν εναντίον όχι κάποιων άσημων και αδιάφορων αλλά εναντίον ευπατρίδων που διατηρούσαν μιαν φλόγα ευγένειας που ‘ταν ζωντανή, μιαν φλόγα που όταν αναζωπυρώθηκε έκανε να λάμψει η καλή τους φήμη που πριν λίγο έσβηνε.
Διότι όπως στα γερασμένα δένδρα σηκώνονται νέα βλαστάρια όταν περιτμηθούν οι κορμοί και δεν αφαιρεθούν οι ρίζες με αποτέλεσμα να καλοπερνούν άνετα στην ζωή τους, κατά τον ίδιον τρόπο –ή, τουλάχιστον, όχι λιγότερο όμοια– κι αν ακόμα στις ψυχές μείνει ένα πολύ μικρό υπόλειμμα σπέρματος της αρετής αλλά περιτμηθούν τα υπόλοιπα σπέρματα της αρετής, από αυτό το πολύ μικρό υπόλειμμα γεννιούνται στους ανθρώπους τα πιο τίμια και καλά αγαθά, αυτά με τα οποία κατοικούνται και πάλι οι πόλεις από καλούς και ανδρειωμένους και επιδίδονται μαζικά τα έθνη στην φιλανθρωπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου