«ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
“COMBAT”, 11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό πρέπει να συνδυαστεί με όλες τις συνταγματικές πτυχές των τίτλων του έργου του δημοσιογράφου-συγγραφέα περί Κυβέρνησης, Τύπου και Χριστιανισμού: «Η ΣΑΡΚΑ», «COMBAT, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ», «Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου» , «Χάρτης για την κυβέρνηση του Τύπου», «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «Η Δευτέρα Παρουσία και η αντίσταση των εφημερίδων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Δημοσιογραφική κατάθεση και Χριστιανικός Τύπος», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Κριτική Δημοσιογραφία», «Αντίσταση, Εξέγερση και Δημοσιογραφία», «Η μεταρρύθμιση του Τύπου», «Κριτική του Νέου Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων», «Αυτοκριτική», «Λογοκρισία, προπαγάνδα και Αποκάλυψη», «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ», «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», «Η ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «ΕΘΝΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «Ο ΑΡΝΗΣΙΘΡΗΣΚΟΣ», «Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ» και με όλο το σώμα άρθρων περί Ε.Ε. και Ισπανίας. Το κλειδί βρίσκεται στο αδημοσίευτο άρθρο του δημοσιογράφου-συγγραφέα από την ενότητα με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» που δημοσιεύθηκε με ημερομηνία 19/11/1946 στην εφημερίδα COMBAΤ και είναι το μοναδικό κείμενο από τα δημοσιογραφικά γραπτά με δικαιώματα –Copyright by Albert Camus and Combat. Rights of reproduction reserved for all countries.
Η κατάσταση στον Τύπο θέτει ορισμένα προβλήματα.
Αυτά τα προβλήματα είναι αλήθεια ότι έχουν συζητηθεί στον Τύπο και το κοινό έχει καταβάλει προσπάθειες να τα κατανοήσει, ορισμένες φορές με βιασύνη και σε άλλες εποχές με αγωνία.
Προφανώς, η συζήτηση έμοιαζε λίγο ως μια οικογενειακή διαμάχη και όλοι ξέρουν ότι θα έπρεπε να αφιερώνουμε περισσότερον χώρο σε αποστολές κειμένων από τους πολεμικούς μας ανταποκριτές, ακόμα και αν ακόμα δεν έχουν λάβει τις διαπιστεύσεις τους και τις άδειές τους.
Εάν, όμως, πρόκειται να καλύψουν οι εφημερίδες τον πόλεμον αυτόν, θα πρέπει πρώτα να έχει κανείς εφημερίδες στην ιδιοκτησία του –αληθινές και πραγματικές εφημερίδες, δηλαδή.
Είναι εμφανές ότι το εκδοτικό θέμα που τίθεται εξακολουθεί να παραμένει το ίδιο, εφόσον είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτό που διακυβεύεται είναι η κατ’ εξοχήν ύπαρξη του νέου Τύπου.
Γιατί να μην προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε προς το κοινό –με λέξεις μετρημένες– τους λόγους της ανησυχίας μας;
Και γιατί να μην πούμε καθαρά, χάρη παραδείγματος, ότι επίκειται σύντομα να ακουστεί η κλαγγή της σύγκρουσης των όπλων ανάμεσα στον νέο Τύπο και στον παλαιό;
Στην πραγματικότητα, γίνεται λόγος για την αναβίωση παλαιών ονομάτων.
Εν γένει, ύστερα από σκέψη, είμαστε αντιτιθέμενοι σε αυτήν.
Αυτό για το οποίο το κοινό δεν έχει αρκετή επίγνωση είναι ότι η δημοσιογραφία αποτελεί το μοναδικό πεδίο της εθνικής μας ζωής που έχει υποστεί πλήρη κάθαρση –και αυτό επειδή κατά την διάρκεια της εξέγερσης το προσωπικό των εφημερίδων πλήρωσε πλήρως για τα δικά του κακώς κείμενα.
Η λυτρωτική αυτή εκκαθάριση έλαβε χώρα σε μια μόνον ημέρα.
Το πλεονέκτημά της έναντι των υπολοίπων μορφών εκκαθάρισης ήταν ότι αυτή ήταν πιο ριζοσπαστική. Οι εφημερίδες που σήμερα εκδίδονται μπορεί να έχουν τα λάθη τους αλλά, τουλάχιστον, υποστηρίζονται κατ’ αποκλειστικότητα με διαδικασίες που προέρχονται από τις πωλήσεις τους.
Η Γαλλία έχει τώρα έναν Τύπο απελευθερωμένο από την δύναμη του χρήματος για πρώτη φορά μετά 100 έτη.
Ομολογούμε ότι έχουμε ερωτευθεί αυτήν την επανάσταση.
Επιπλέον, είμαστε εν γένει καχύποπτοι με τους παλαιούς τίτλους.
Υπάρχουν διακρίσεις που πρέπει να γίνουν, από την άποψην αυτή.
Υπάρχουν εφημερίδες που δεν αντιλήφθηκαν τίποτε να είναι λάθος στην συνέχιση της κυκλοφορίας τους κατά την διάρκεια της Κατοχής (είτε στην Βόρειο ζώνη μετά τον Ιούνιο 1940 είτε στην Νότιο ζώνη μετά τον Νοέμβριο 1942). Όσον αφορά τις εφημερίδες αυτές, συγχωρέστε μας εάν πούμε απλώς ότι δεν επιθυμούμε πια να έχουμε καμιά σχέση μαζί τους.
Υπάρχουν άλλες εφημερίδες που δεν συνέχισαν την έκδοσή τους κατά την διάρκεια της Κατοχής.
Πρέπει, ωστόσο, να διακριθούν 2 περιπτώσεις.
Είναι αυτές που θαρραλέα «καταδύθηκαν» για να μην χάσουν ποτέ την τιμή τους: η Le Figaro και η Le Progrès de Lyon.
Έχουν θέση ανάμεσά μας –και την καταλαμβάνουν με θαυμαστήν επιδεξιότητα και αξιοπρέπεια που πάντοτε μπορούμε να επωφελούμαστε από την εμπειρία τους.
Ακόμα πιο σημαντικό, δεν αναμείναμε καμιά επίσημη γραφειοκρατική απόφαση για να τις καλωσορίσουμε πίσω –και το κάναμε ευχαρίστως.
Υπάρχουν κι άλλες εφημερίδες που δεν εκδίδονταν κατά την κατοχή επειδή δεν είχαν την άδεια, παρά τις διαπραγματεύσεις τους με τις αρχές των Γερμανών.
Υπάρχουν, επίσης, άλλες που δεν συνέχισαν να κυκλοφορούν αλλά νοίκιασαν τον εξοπλισμό και τα γραφεία τους στους κατέχοντες και σπεκούλαραν για κέρδος σε μιαν κατάσταση από την οποία δεν μπορούσαν να αντλήσουν πρεστίζ πλέον. Έχουμε σταθερή βάση ώστε να πούμε ότι, για την περίπτωσή τους, η ετυμηγορία είναι προαποφασισμένη.
Λένε ορισμένοι ότι αυτά τα παλαιά ονόματα θα μπορούσαν –με νέο προσωπικό– να συνεχίσουν την έκδοση.
Δεν βλέπουμε κάποιον αξιοσημείωτο λόγον, όμως, να προσθέσουμε στην όλη συγκεχυμένη κατάσταση. Ο λόγος που δίδεται για την πρόταση αυτή είναι ότι το κοινό είναι συνηθισμένο στα παλαιά ονόματα.
Η απάντηση σε αυτό είναι ότι το κοινό θα συνηθίσει στα νέα ονόματα. Εάν υπάρχουν άνθρωποι που οπωσδήποτε πρέπει να διαβάσουν μιαν εφημερίδα που δεν πήγασε από την Αντίσταση, μπορούν να αγοράσουν την Le Figaro που είναι αρκετά καλή. Επιπλέον, το επιχείρημα αυτό ξεκινά από τον εισαγωγικό συλλογισμό ότι το κοινό είναι εκ φύσεως αδρανές.
Η άποψη αυτή ήταν του συρμού προπολεμικά σε αυτές τις παλαιές εφημερίδες ακριβώς αλλά την τελευταία 4ετία τέθηκε εκτός μόδας.
Η πρώτη ικανή συνθήκη για να γίνει κανείς καλός ανεξάρτητος δημοσιογράφος είναι να μάθει να μην επιδεικνύει περιφρόνηση προς την κρίση του αναγνώστη.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο είναι το επιχείρημα ότι αναμφιβόλως θα υπάρξουν κάποιοι που λένε ότι λόγω φόβου προς τον ανταγωνισμό παίρνουμε την θέση αυτή.
Με άλλες λέξεις, στην περίπτωση αυτή είμαστε μεις που υποτίθεται ότι είμαστε αξιόκριτοι.
Ας πούμε απλώς και μόνον αυτό: έχουμε πληρώσει με μονάκριβην αγάπη ό,τι έχουμε κερδίσει.
Ελπίζουμε ότι το τίμημα που πλήρωσαν οι δημοσιογράφοι στον βωμό της ελευθερίας θα τους αποδώσει πίσω –αν μη τι άλλο– την εκτίμηση όσων ενδιαφέρονται γι’ αυτούς.
Ξέρουμε στα μύχια της καρδιάς μας ότι πάντοτε θα αποδεχόμαστε (και θα αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό) τον συναγωνισμό ως προς το ταλέντο. Αυτό που δεν θέλουμε πια είναι ο ανταγωνισμός ως προς τα χρήματα.
Είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε την φωνή της λογικής και ό,τι είναι υπέρ του εθνικού συμφέροντος.
Δεν βλέπουμε τίποτε που να αξίζει κάτι άλλο –πέραν της μετάνοιας και της απαξίας– στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν εναντίον μας.
Αν δεν μπορέσουμε να έχουμε κατανόηση, τότε ζητούμε να επιδειχθεί μια μικρή υπομονή.
Ας επιτραπεί πίστωση στον νέο Τύπο χρόνου ώστε να αποδείξει την αξία του παρά τα λάθη για τα οποία έχει επίγνωση.
Είμαστε τόσο τολμηροί ώστε να υποσημειώσουμε ότι, για την απονομή χάριτος από την ποινή του θανάτου, υπάρχει βάση σε ό,τι κατόρθωσε ο νέος Τύπος μετά τον Ιούνιο 1940.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου