ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΩΝ
Περί αρετών, οι οποίες –μαζί με άλλες– περιγράφησαν από τον Μωϋσή, τουτέστιν περί Ανδρείας και Σεβασμού και Φιλανθρωπίας και Μετανοίας
Μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Περί ανδρείας
Το θέμα της δικαιοσύνης και όλα τα σχετικά σημεία που απαιτεί η περίσταση έχουν ήδη συζητηθεί και άρα, ακολούθως, θα αναπτύξω το ζήτημα της ανδρείας. Με την λέξη «ανδρεία» εννοώ όχι ό,τι καταλαβαίνουν οι περισσότεροι άνθρωποι (και, ειδικότερα, τον λυσσασμένο πυρετό του πολέμου που λαμβάνει ως υπερασπιστή της η μήνις) αλλά εκείνο το είδος ανδρείας το οποίο αποτελεί η γνώση.
Διότι κάποιοι, κάτω από το ερέθισμα της αστόχαστης τόλμης, υποστηριζόμενοι από την σωματική ρώμη και παρατεταγμένοι με πλήρη εξάρτυση για πόλεμο, ξαπλώνουν κατάχαμα πλήθη ανταγωνιστών τους μέσα σε μιαν γενική σφαγή. Ακόμη κι αν η νίκη τους αυτή τους εμφανίζει υπερβολικά ενδόξους στα μάτια εκείνων οι οποίοι αρέσκονται να εκδίδουν κρίσεις επί παρομοίων θεμάτων, αυτοί πάντως κερδίζουν τον –ελάχιστα αντάξιό τους– τίτλο του ευγενούς άθλου που, ωστόσο, ακούγεται αρκετά ευχάριστος (μολονότι η φύση και η πρακτική εξάσκηση έχουν συνεργαστεί προκειμένου να τους καταστήσουν βίαιους και κτηνώδεις μέσα στην δίψα τους για ανθρώπινο αίμα).
Υπάρχουν, όμως, και άλλοι οι οποίοι μένουν στις οικίες τους με τα σώματά τους καταπονημένα από μιαν μακρόχρονη ασθένεια ή από το βάρος του γήρατος και παραμένουν ωστόσο υγιείς και νέοι ως προς το καλύτερο τμήμα της ψυχής τους, ξεχειλίζοντας από υψηλές ηθικές αρχές και από την πιο αφοσιωμένη ανδρεία. Αυτοί ποτέ δεν μπορούν ούτε καν να ονειρευτούν πως θα μπορέσουν να αγγίξουν τα όπλα της άμυνας αλλά προσφέρουν την πιο υψηλή υπηρεσία προς το κοινό καλό μέσω των άριστων συμβουλών που δίδουν ενώ, καθοδηγημένοι από την απτόητη και απαρασάλευτη μελέτη του επωφελούς, θεραπεύουν ό,τι έχει διαρραγεί στην προσωπική ζωή κάθε ατόμου καθώς και στην δημόσια ζωή της χώρας τους.
Επομένως, την αληθινή ανδρεία την καλλιεργούν εκείνοι οι οποίοι εξασκούνται στην σοφία. Η ανδρεία εκείνων των άλλων (των οποίων η ζωή επιχρίεται με μίαν άγνοια που είναι ανεπίδεκτη κάθε θεραπείας) λάθος αποκαλείται με αυτόν τον τρόπο και θα έπρεπε κανονικά να ονομάζεται «αστόχαστη τόλμη» –όπως γίνεται και στην περίπτωση των νομισμάτων εκείνων όπου λέμε πως το πλαστό έχει ομοιότητα με το αληθινό πρωτότυπο.
Περαιτέρω, υπάρχουν και αρκετές άλλες συνθήκες στην ανθρώπινη ζωή που είναι κατά κοινή ομολογία δύσκολο να τις υποφέρει κανείς (όπως η ανέχεια, η ανυποληψία, και η νοσηρότητα στις πολύπλευρες μορφές της) και ενώπιον των οποίων εκείνοι οι οποίοι στερούνται ευστροφίας πνεύματος δειλιάζουν, αδυνατώντας με άνανδρο τρόπο και στης ανδρείας ακόμα το ύψος να σταθούν.
Όσοι, όμως, είναι πλήρεις σοφίας και υψηλών ηθικών αρχών φορούν με μεγαλοψυχία την πανοπλία τους για την μάχη και αντιστέκονται με όλην τους την δύναμη στον αντίπαλο, εκτιμώντας τις απειλές και τις φοβέρες του ως αντικείμενο που αξίζει την χλεύη και την καταφρόνια. Ενάντια στην ανέχεια αυτοί αντιπαρατάσσουν τα πλούτη –όχι τα τυφλά κι αλόγιστα αλλά τα οξυδερκή πλούτη, των οποίων τα κοσμήματα και οι θησαυροί απορρέουν από την φυσική πηγή της ψυχής. Διότι υπό το κράτος της ανέχειας πλήθη έχουν ξαπλώσει κατάχαμα και έχουν πέσει σαν εξουθενωμένοι αθλητές στο έδαφος αποδυναμωμένοι εξαιτίας της έλλειψης ανδρείας.
Για να είμαστε, όμως, αντικειμενικοί κρίνοντας ως προς την αλήθεια, ούτε ένας από αυτούς δεν βρίσκεται σε ανέχεια και τούτο επειδή οι ανάγκες του πληρούνται από τον πλούτο της φύσης, ο οποίος δεν μπορεί να του αφαιρεθεί: Πρώτα, ο αέρας (η πρώτη, η πιο ζωτική, αέναος πηγή της συντήρησης στην ζωή) τον οποίον εισπνέουμε διαρκώς νυχθημερόν. Ύστερα, οι άφθονες κρήνες και οι ποταμοί που τροφοδοτούνται πάντοτε από τις πηγές κατά τον χειμώνα ενώ τα νερά τους αναβλύζουν κάθεν άνοιξη για να μας προσφερθούν κατάλληλα προς πόση. Κατόπιν πάλι, το κρέας, ο θερισμός της σοδειάς κάθε λογής και τα διαφορετικά είδη δένδρων που ποτέ δεν παραλείπουν να αποδώσουν κάθε φθινόπωρο τους ετήσιους καρπούς τους. Κανείς δεν τα στερείται όλ’ αυτά αλλά όλοι παντού έχουν πλουσιοπάροχη επάρκεια.
Όμως, κάποιοι επιδιώκουν τα πλούτη των κενών πεποιθήσεων δίχως να λαμβάνουν υπόψη τον πλούτο της φύσης. Επιλέγουν να εξαρτώνται από έναν πλούτο που υστερεί ως προς το χάρισμα της όρασης και είναι υποχρεωμένοι αναγκαστικά –εξαιτίας αυτής της ελαττωματικής κατεύθυνσης της γνώμης τους– να πέφτουν κατάχαμα.
Αυτά, λοιπόν, ισχύουν για τον πλούτο που αποτελεί τον προστάτη του σώματος –ΤΟΝ ΔΟΡΥΦΟΡΟ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟ– το ευτυχές δώρο που χαρίζει η φύση.
Πρέπει, όμως, να αναφέρουμε και τον υψηλότερο, ευγενέστερο πλούτο ο οποίος δεν ανήκει σε όλους παρά μόνο σε αληθινά ευγενείς και με θεία χαρίσματα ανθρώπους.
Αυτός ο πλούτος απονέμεται από την σοφία μέσω των διδαγμάτων και των αρχών της ηθικής, της λογικής και της φύσης και από αυτά εκπηγάζουν οι αρετές που λυτρώνουν την ψυχή από την τάση της προς την υπερβολική πολυτέλεια και γεννούν την αγάπη της ήρεμης ικανοποίησης και της ολιγάρκειας η οποία θα συνενώσει την ψυχή με τον Θεό.
Διότι ο Θεός δεν έχει απαιτήσεις, ο Θεός δεν έχει χρεία ουδενός αφού αφ’ εαυτού είναι υπερεπαρκής προς τον εαυτό Του ενώ ο μωρός έχει πολλές απαιτήσεις, διψά πάντα για ό,τι δεν έχει, ποθεί να ικανοποιήσει την άπληστη και ακόρεστη επιθυμία του την οποίαν ανεμίζει σαν ξίφος πυρωμένο για να αποκτήσει όλα τα σπουδαία και ασήμαντα. Ο άνθρωπος που έχει αξία, ωστόσο, έχει ελάχιστες απαιτήσεις καθώς στέκεται στο μέσο μεταξύ θνητότητας και αθανασίας.
Έχει κάποιες ανάγκες επειδή το σώμα του είναι θνητό, πολλές ανάγκες όμως δεν τις έχει διότι η ψυχή του επιθυμεί την αθανασία.
Αυτή είναι η μέθοδος με την οποία οι σοφοί αντιπαρατάσσουν τα πλούτη ενάντια στην ανέχεια. Ενάντια στην ανυποληψία αντιτάσσουν την δόξα –για χάρη ενός επαίνου που, ενώ έχει την προέλευση της σοφίας στην ευγενική αγωγή και ως εκ τούτου απορρέει από εκεί σαν να κυλά από μιαν αιώνια πηγή, δεν έχει πέραση στις αστόχαστες μάζες που έχουν την συνήθεια να εκθέτουν την ευμεταβλητότητα των ψυχών τους σε συζητήσεις στην τύχη, συχνά προκειμένου να εξαγοράσουν κάποιαν επονείδιστην ανταμοιβή που στοχεύει ανερυθρίαστα ενάντια στους ανθρώπους της πλέον εκλεκτής αρετής. Ο αριθμός, ωστόσο, αυτών των διαλεχτών ανθρώπων είναι μικρός διότι η αρετή δεν είναι ευρέως διαδεδομένη στα θνητά είδη.
Άλλωστε, υπάρχει και η αδυναμία των αισθήσεων. Η συνύπαρξη με αυτήν την αναπηρία ισοδυναμεί με πρόωρο θάνατο για χιλιάδες ανθρώπους, επειδή δεν μπόρεσαν να βρουν καμία θεραπεία για να προστατευθούν ενάντια στα δεινά που αυτή συνεπάγεται.
Αντίπαλός της είναι η σοφία –η καλύτερη ποιοτική αρετή που διαθέτουμε– η οποία εμφυτεύει μάτια στο πνεύμα ενώ όταν το πνεύμα διαθέτει οξύνοια τόσο πολύ υπερβαίνει τα μάτια του σώματος ώστε αν συγκριθεί μαζί τους τότε μπροστά του αυτά (κατά το κοινώς λεγόμενο) δεν πιάνουν τίποτα.
Τα μάτια του σώματος παρατηρούν την ορατή επιφάνεια των πραγμάτων και χρειάζονται την εξωτερική βοήθεια του φωτός ενώ το πνεύμα διαπερνά εις βάθος τα υλικά πράγματα, διακρίνοντας με ακρίβεια το σύνολο της ουσίας τους και των διαφόρων μερών τους, επισκοπώντας επίσης και την φύση των άϋλων πραγμάτων που οι αισθήσεις αδυνατούν να διακρίνουν.
Επομένως, μπορούμε να πούμε για τον λόγον αυτόν ότι η νόηση επιτυγχάνειν όλην την οξύτηταν όρασης που είναι δυνατόν να έχουν τα μάτια δίχως να χρειάζεται κανένα τυχαίο ψεύτικο φως αφού αποτελεί άστρο η ίδια και –θα μπορούσαμε να πούμε– απεικόνιση και μίμηση των επουρανίων.
Εξάλλου, οι ασθένειες του σώματος κάνουν πολύ μικρή ζημία εάν η ψυχή είναι υγιής. Και η υγεία της ψυχής ισοδυναμεί με το να έχει αρμονικά μετριασμένες τις πνευματικές της ικανότητες –δηλαδή, την λογική, το θυμικό και την επιθυμία– με την λογική στα ηνία για να χαλιναγωγεί το θυμικό και την επιθυμία όπως τα ανήσυχα άλογα.
Το ιδιαίτερο όνομα αυτής της υγείας είναι εγκράτεια, δηλαδή σωφροσύνη ή πρόνοια, διότι δημιουργεί μιαν διατήρηση μιας εκ των ικανοτήτων μας και, ειδικότερα, της δύναμης της συνετής φρόνησης. Διότι όταν αυτή η δύναμη βρίσκεται σε κίνδυνο να βυθιστεί από την πλημμυρίδα των παθών, αυτή η πνευματική υγεία την αποτρέπει από το να χαθεί στα βάθη και την τραβά και την ανασύρει ψηλά, αναζωογονώντας την και δίνοντάς της νέο σκίρτημα, ένα είδος αθανασίας.
Όλα τα προηγηθέντα αποτελούν διδακτικά μαθήματα και οδηγίες οι οποίες βρίσκονται καταγεγραμμένες σε πολλά μέρη της νομοθεσίας ώστε να ωθούν (με την πιο ευρεία και επιεικήν έννοια) τους υπάκουους και (με την πιο στενή και αυστηρήν έννοια) τους ανυπάκουους ώστε να αποστρέφονται τα σωματικά και εξωτερικά αγαθά, να θεωρούν ως τον έναν και μοναδικό σκοπό την ενάρετη ζωή και να επιδιώκουν ο,τιδήποτε άλλο οδηγεί σε αυτήν.
Κι αν στα προηγούμενα γραπτά μου δεν είχα ασχοληθεί πλήρως με τον κάθε έναν από τους κανόνες που προάγουν την απλότητα και την λιτότητα, θα επιχειρούσα να τους πραγματευθώ πιο αναλυτικά στο σημείο αυτό και να συμπεριλάβω σε έναν συγκεντρωτικό κατάλογο τις υποθήκες εκείνες που είναι διασκορπισμένες και εμφανίζονται σε διάφορα μέρη.
Καθώς, όμως, έχω πει όλα όσα απαιτεί η περίσταση, το θεωρώ καλύτερο να μην επαναλαμβάνομαι.
Εν τούτοις, όσοι δεν φοβούνται από τον όγκο του έργου αυτού και μπαίνουν στον κόπο να μελετήσουν τα βιβλία που έχουν προηγηθεί αυτού εδώ, θα όφειλαν να συγκρατήσουν πως σχεδόν ο,τιδήποτε έχει ειπωθεί σε αυτά συμπεριλαμβάνει υπόψη του την έννοια της ανδρείας, η οποία –εφόσον αποτελεί το χαρακτηριστικό σημάδι μιας ψυχής ρωμαλέας, γενναιόφρονης και γεμάτης σθένους– αποστρέφεται όλα όσα τείνει να δοξάζει η ματαιοδοξία και οδηγούν στην καταστροφή της εν πνεύματι αληθείας ζωής.
Με τόση ειλικρίνεια και προσεκτικότητα επιθυμεί όντως η νομοθεσία να εκπαιδεύσει και να εξασκήσει την ψυχή στο να έχει αντρίκια ανδρεία ώστε διατυπώνει νόμους ακόμη και για το είδος των ρούχων που πρέπει να φορούνται. Απαγορεύει αυστηρά σε έναν άνδρα να φορέσει γυναικεία αμφίεση ώστε κανέναν ίχνος, ούτε και η πιο απλή σκιά θηλυπρέπειας να μην του προσαφθεί και καταστρέψει την αρρενωπότητά του.
Διότι, καθώς πάντα ο νόμος έπεται της φύσεως, θέλησή του είναι να διατυπώσει νόμους ταιριαστούς και συνεπείς που να συναρμόζουν μεταξύ τους ακόμη και στα κατ’ εξοχήν πιο ασήμαντα θέματα των οποίων, όμως, την κοινή συνισταμένη φαίνεται πως η φύση την έχει θέσει στο παρελθόν.
Διότι –αφού διέκρινε τόσο ξεκάθαρα πόσο ανόμοια είναι τα σχήματα του ανδρικού και του γυναικείου σώματος λες κι αποτελούν ανάγλυφα σε μιαν επίπεδην επιφάνεια καθώς και ότι σε καθέναν από τους 2 έχει αποδοθεί ένας διαφορετικός τρόπος ζωής (στην γυναίκα οικιακή ζωή ενώ στον άνδρα πολιτική ζωή)– επομένως, έκρινε καλό να θεσπίσει κανόνες και για άλλα θέματα επίσης. Κανόνες οι οποίοι, αν και δεν τέθηκαν ευθέως από την φύση, υπήρξαν το αποτέλεσμα συνετής σκέψης και βρίσκονταν σε συμφωνία με την φύση. Κανόνες όπως αυτοί που αφορούν τα ήθη της ζωής και την ένδυση και όποια παρόμοια θέματα.
Θεώρησε η νομοθεσία ότι σε τέτοια θέματα ο αληθινός άντρας πρέπει να διατηρεί την ανδροπρέπειά του, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ενδύματά του, τα οποία καθώς πάντοτε τα φορά νυχθημερόν δεν θα έπρεπε να έχουν τίποτε που να υπονοεί ότι δεν ταιριάζουν στον άνδρα. Κατά τον ίδιον τρόπο, εξάσκησε την γυναίκα ως προς την ευπρέπεια των στολιδιών της και την εμπόδισε να φορά ανδρικά ενδύματα με την περαιτέρω επιδίωξη να λάβει αποτρεπτικά μέτρα εξίσου ενάντια στην ανδρογυναίκα όσο και ενάντια στον θηλυπρεπή και ερμαφρόδιτο άνδρα.
Ήξερε η νομοθεσία ότι, όπως συμβαίνει και με τα κτίρια, εάν αφαιρεθεί ένας από τους θεμέλιους λίθους, ούτε οι υπόλοιποι δεν θα μείνουν όμοιοι όπως ήταν.
Για να συνεχίσω, εφόσον ο χρόνος κατά τον οποίο συμβαίνουν τα γεγονότα στους ανθρώπους είναι δυνατόν να διακριθούν στον καιρό της ειρήνης και στον καιρό του πολέμου, είναι επίσης δυνατόν να μελετήσουμε το πεδίο που καταλαμβάνουν οι αρετές και στους 2 αυτούς καιρούς. Σε σχέση με άλλα θέματα, αυτό έχει ήδη αναπτυχθεί και θα γίνει πάλι λόγος γι’ αυτό εάν παραστεί ανάγκη αλλά στο σημείο αυτό η έννοια της ανδρείας απαιτεί μιαν στενή εξέταση.
Τα αποτελέσματα που παράγει η ανδρεία εν καιρώ ειρήνης εκθειάζονται από την νομοθεσία σε πολλά σημεία των νομικών βιβλίων και η νομοθεσία είναι πάντοτε έτοιμη να αδράξει την ευκαιρία ώστε να τα εξυμνήσει. Έχουμε μιλήσει γι’ αυτά στα κατάλληλα μέρη και θα ξεκινήσουμε τώρα να περιγράφουμε τα επιτεύγματά της εν καιρώ πολέμου.
Πρέπει, όμως, να γίνει ένα προεισαγωγικό σχόλιο.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Η νομοθεσία θεωρεί πρώτον πως όταν καταρτίζεται η λίστα στρατολογίας, οι κλήσεις για κατάταξη δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλους τους νέους που βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία αλλά δεύτερον ότι πρέπει κάποιοι να εξαιρούνται εάν παρέχουν λογικές δικαιολογίες για την απαλλαγή από την στράτευση.
Οι νέοι αυτοί είναι, στο πρώτο ενδεχόμενο, οι κιοτήδες και οι δειλοί που πρόκειται οπωσδήποτε να πέσουν θύματα της έμφυτης μαλθακότητάς τους και να προκαλέσουν τον φόβο στους υπολοίπους συμπολεμιστές.
Διότι συχνά το κακό μέσα σε έναν άνθρωπο αναπαράγεται κιόλας από τον πλησίον του και ειδικά μάλιστα στον πόλεμο όπου ο τρόμος έχει οδηγήσει σε σύγχυση τον λογισμό και τον έχει καταστήσει ανίκανο να αντιλαμβάνεται με ακρίβεια τα πράγματα.
Οι άνθρωποι τότε αποκτούν την συνήθεια να αποκαλούν την δειλία «επιφύλαξη», την ατολμία «προνοητικότητα», την ανανδρία «ασφάλεια» και με τον τρόπον αυτόν επενδύουν τις πιο αισχρές πράξεις με ευπρεπείς και σεμνές ονομασίες.
Και, επομένως, η νομοθεσία –επειδή ακριβώς δεν θέλει να επέλθει βλάβη στους δικούς της σκοπούς από την ανανδρία εκείνων που θα μπουν στην μάχη ούτε και να δοξαστεί υπερβολικά ο εχθρός νικώντας εύκολα ένα αξιοθρήνητο σώμα εκφυλισμένων αλλά και γνωρίζοντας πως ένας όχλος αργόσχολων δεν ωφελεί σε τίποτε αλλά αποτελεί αντιθέτως εμπόδιο για την επιτυχία– εξαιρεί από την κατάταξη τους άτολμους και λιπόψυχους με βάση την ίδιαν αρχή, νομίζω, που και ένας στρατηγός δεν επιβάλλει σε εκείνους που νοσούν σωματικώς να πολεμήσουν, απαλλάσσοντάς τους λόγω ασθενείας.
Όμως, και η δειλία είναι μια ασθένεια και μάλιστα πιο βαρειά από τις νόσους του σώματος επειδή καταστρέφει τις δυνάμεις της ψυχής.
Διότι οι ασθένειες του σώματος βρίσκονται σε ακμή μόνο για ένα βραχύ χρονικό διάστημα ενώ η δειλία αποτελεί κακό σύντροφο καθώς βρίσκεται εγγενώς τόσο στενά στον άνθρωπο όσο καμιά άλλη σωματική λειτουργία και είναι έμφυτη από τα πρώτα χρόνια της ηλικίας του έως τα ύστατα γηρατειά –εάν τυχόν δεν την θεραπεύσει ο Θεός, διότι για τον Θεό είναι όλα δυνατά.
Επιπλέον, η νομοθεσία ούτε καν όλους τους πιο τολμηρούς δεν καλεί σε κατάταξη ακόμη κι αν αυτοί έχουν μεγάλη ρώμη τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή και επιθυμούν σφόδρα να πολεμήσουν και να διακινδυνεύσουν στο μέτωπο. Ενώ, όμως, τους επαινεί για την αποφασιστικότητά τους καθώς και για το κοινωνικό ήθος, τον ζήλο και την απτόητη στάση που επιδεικνύουν, η νομοθεσία διερευνά προσεκτικά μήπως ενδεχομένως υπάρχουν κάποιες πειστικές αιτίες που τους δεσμεύουν αναγκαστικά και με την βία στην αίτηση απαλλαγής.
Η νομοθεσία λέει πως πρέπει να απαλλάσσεται κατ’ εξαίρεσιν κάποιος άνθρωπος από κάθε στρατιωτική υπηρεσία αν έχτισε πρόσφατα ένα σπίτι αλλά δεν πρόλαβε να το κατοικήσει ή αν μόλις φύτεψε αμπέλια βάζοντας ο ίδιος με τα χέρια του στο χώμα τα βλαστάρια και δεν είχε την ευκαιρία να απολαύσει τους καρπούς ή αρραβωνιάστηκε με μιαν κόρη παρθένον αλλά δεν είχε τον χρόνο να την παντρευτεί –κι έτσι, να παίρνει άδεια αναβολής μέσω της ανθρωπιάς του νόμου.
Και αυτό συμβαίνει για χάρη δύο λόγων.
Ο ένας λόγος είναι ότι, επειδή είναι άδηλη η έκβαση των πολέμων, δεν πρέπει άλλοι που δεν ταλαιπωρήθηκαν να απολαμβάνουν την περιουσία εκείνων που μόχθησαν. Διότι πιστεύεται πως είναι απάνθρωπο να μην μπορεί ένας άνθρωπος να απολαύσει ο ίδιος τους κόπους του αλλά άλλος να χτίζει μιαν οικοδομή και άλλος να κατοικεί στο σπίτι ή άλλος να φυτεύει έναν αμπελώνα και ένας άλλος που δεν τον φύτεψε να δρέπει τους καρπούς ή άλλος να δίνει υπόσχεση μνηστείας σε μιαν ανύπαντρη και άλλος που δεν έδωσε καμία δέσμευση να την παντρεύεται –και, άρα, πως δεν είναι σωστό να δίνονται κατασκευασμένες και φρούδες ελπίδες ως ανταπόδοση σε εκείνους οι οποίοι προσδοκούν να έχουν μια ζωή σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και ευτυχισμένη.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, όταν πολεμούν τα σώματα των ανθρώπων, δεν πρέπει οι ψυχές να υστερούν.
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, οι διάνοιες των ανθρώπων αισθάνονται εξ ανάγκης την ένταση εκείνη που προκύπτει από την λαχτάρα της απολαύσεως όλων αυτών από τα οποία έχουν αποχωριστεί.
Διότι ακριβώς όπως οι πεινασμένοι ή οι διψασμένοι τρέχουν μέσα στον ζήλο τους χωρίς καν να κοιτάξουν πίσω προκειμένου να πιάσουν και να γευθούν ένα φαγητό ή ένα ποτό που τους παρουσιάζεται, κατά τον ίδιο τρόπο εκείνοι οι οποίοι κουράστηκαν για να αποκτήσουν μιαν νόμιμη γυναίκα ή μια οικία ή ένα χωράφι και καλλιεργούν ελπίδες νομίζοντας ότι πολύ σύντομα θα έρθει ο καιρός που ο καθένας τους θα τα χρησιμοποιήσει, όταν αποστερηθούν από την απόλαυση των καρπών του μόχθου τους, σφαδάζουν από την συντριβή –με αποτέλεσμα, αν και παρόντες στην μάχη να είναι απόντες ως προς το καλύτερο τμήμα του σώματος, την ψυχή, η οποία συμβαίνει να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας που κρίνει την νίκη ή την ήττα.
Έτσι, λοιπόν, η νομοθεσία δεν θεώρησε πως θα έπρεπε να καλεί σε κατάταξη αυτούς τους ανθρώπους καθώς και τους παρομοίους τους αλλά μάλλον εκείνα τα άτομα στα οποία δεν είχε εισέλθει κανένα προγενέστερο πάθος με σκοπό, αποδεσμευμένα και ελεύθερα από ορμές, να αποδυθούν σε δράση με ζέση και δίχως προφάσεις.
Διότι ακριβώς όπως μια ολόκληρη πανοπλία είναι άχρηστη σε ένα σώμα το οποίο υποφέρει από ασθένειες ή πληγές ή στίγματα επειδή, αν το σώμα αισθάνεται αδυναμία θα απορρίψει την πανοπλία γιατί είναι κάτι πέρα από τις δυνάμεις του, κατά τον ίδιο τρόπο κι ένα ρωμαλέο σώμα θα φθαρεί εάν η ψυχή φέρει κάποιο πάθος που δεν ταιριάζει με τις περιστάσεις.
Η νομοθεσία –έχοντας ενώπιόν της αυτούς τους αντικειμενικούς παράγοντες– δεν υποβάλλει σε κρίση μόνο τους στρατηγούς και τους λοχαγούς και τους άλλους αξιωματικούς του στρατού αλλά επιλέγει και τον κάθε στρατιώτη δοκιμάζοντάς τον για να διαπιστώσει πώς τα πάει από πλευράς υγείας του σώματός του και από πλευράς ευστάθειας λογισμού.
Εξετάζει το σώμα αφενός ολόκληρο για να δει αν όλο είναι υγιές καθ’ όλα και αφετέρου τμηματικά και ανά κάθε μέλος ώστε να δει εάν όλα είναι προσαρμοσμένα σωστά για τις επιβαλλόμενες σχέσεις και κινήσεις που θα απαιτηθούν από τον κάθε στρατιώτη. Την ψυχή την εξετάζει ως προς το αν είναι θαρραλέα και έχει ευτολμία, αν είναι μεστή φρονήσεως και αν καταπλήσσεται εύκολα ή όχι, αν είναι ευγενική, αν είναι φιλότιμη και αν προτιμά τον ένδοξο θάνατο από την άδοξη ζωή.
Κάθε μια από αυτές τις ποιοτικές αρετές από μόνη της ξεχωριστά, για να πούμε την αλήθεια, αποτελεί δύναμη. Αν όλες τους συγκεντρωθούν και συνδυαστούν, τότε αυτοί που τις κατέχουν θα επιδείξουν μιαν ισχύ παραπάνω από επαρκή ώστε να αποδειχθούν ασυναγώνιστοι σε ρώμη μέσα στους συμμάχους τους ενώ θα νικήσουν αναίμακτα τους εχθρούς τους.
Μια πολύ ξεκάθαρη απόδειξη των ανωτέρω λεχθέντων περιλαμβάνεται στα ιερά βιβλία
Οι Άραβες –των οποίων η ονομασία παλαιότερα ήταν «Μαδιηναίοι» ή «Μεδειοινέοι»– είναι ένας λαός με πολύ μεγάλο ανθρώπινο πληθυσμό. Ήταν προδιατεθειμένοι αρνητικά προς τους Εβραίους όχι για κανέναν άλλον λόγο μάλλον αλλά κυρίως επειδή αυτός ο λαός ο αφιερωμένος στον Πατέρα και Δημιουργό των Όλων σέβεται και τιμά την Υπέρτατη Θεότητα και το Πρώτο Κινούν Αίτιο.
Κατά συνέπεια, κατέφυγαν σε κάθε δυνατό τέχνασμα και επιχείρησαν κάθε πιθανή απόπειρα ώστε να τους αποτρέψουν από την απόδοση τιμών προς το Εν και πραγματικό Ον και να τους μεταστρέψουν από την αγιότητα προς την ασέβεια. Διότι αν το επιτύγχαναν αυτό, νόμιζαν πως θα έκαναν μιαν κατάκτησην εύκολη. Όταν, όμως, ύστερα από αμέτρητες προσπάθειες με λόγια και έργα εξουθενώθηκαν εντελώς (όπως οι άνθρωποι που απειλούνται με θάνατο και όπου δεν υπάρχει καμία ελπίδα σωτηρίας) επινόησαν ένα στρατήγημα που είχε ως εξής: Βρήκαν τις πιο θεσπέσια όμορφες γυναίκες τους και τους είπαν «Δείτε, είναι τόσο άπειρος ο πληθυσμός των Εβραίων. Όμως, ο πληθυσμός τους δεν αποτελεί τόσο γερό οχυρό όσο η ομόνοια και η συμφωνία τους. Και το ανώτατο και μέγιστο αίτιο της ομοψυχίας τους είναι η πίστη τους στον Ένα Θεό, δια μέσου της οποίας νοιώθουν αναμεταξύ τους μιαν ενωτική και αδιάλυτη φιλία. Ο άνθρωπος, όμως, μπορεί να αλωθεί μέσω της ηδονής και ιδιαιτέρως μάλιστα μέσω της συνουσίας με την γυναίκα. Εσείς είστε διαπρεπέστατες σε ομορφιά. Το κάλλος είναι εκ φύσεως δελεαστικό ενώ η νεότητα εύκολα διολισθαίνει στον σαρκικό εκτραχηλισμό. Μην φοβηθείτε ότι, αν σας αποδώσουν τους ντροπιαστικούς χαρακτηρισμούς εταίρα ή μοιχαλίδα, αυτό μπορεί να σας ατιμάσει αλλά εσείς να αντιπαραθέσετε τα οφέλη που προκύπτουν από την πράξη σας, οφέλη που θα σας επιτρέψουν να μετατρέψετε εκ των υστέρων την εφήμερη ανυποληψία και το όνειδος σε αειθαλή και ατελεύτητη καλή φήμη. Επειδή, αν και επιφανειακά εκδίδετε τα σώματά σας ως σόφισμα και στρατήγημα κατά των εχθρών σας, θα διαφυλάξετε παρθένους τις ψυχές σας και θα τις επισφραγίσετε με μιαν μελλοντικήν αγνότητα. Και ο πόλεμος αυτός θα είναι εντελώς καινοφανής και δεν θα έχει κανένα ιστορικό προηγούμενο επειδή θα βγάλει το όνομα ότι κερδήθηκε όχι από άνδρες αλλά από γυναίκες. Γιατί, το ομολογούμε, είναι το δικό μας φύλο το οποίο θα υποστεί την ήττα καθώς οι αντίπαλοί μας είναι σε όλα καλύτεροι από εμάς ενώ το δικό σας φύλο θα καταγάγει πέρα για πέρα παντελώς μιαν νίκη. Εξάλλου –κι αυτό είναι το πιο μεγάλο καλό– η νίκη θα έρθει εις πέρας με το ανώτατο αριστείο ότι δεν συνεπάγεται κανέναν κίνδυνο και, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, η νίκη θα είναι δική σας δίχως αιματοχυσία ή ακόμα και δίχως καν να μπει στον κόπο να σηκωθεί λίγη σκόνη». Όταν άκουσαν τα λόγια αυτά οι γυναίκες οι οποίες ούτε καν στα όνειρά τους δεν είχαν φανταστεί ότι υπάρχει κάτι που λέγεται βίος αγνός κι ούτε είχαν γευθεί αυτό που λέγεται ορθή παιδεία, έδωσαν την συναίνεσή τους. Διότι, τον υπόλοιπο χρόνο έως την στιγμήν εκείνη, υποκρίνονταν με ένα επίπλαστο ήθος συνετισμού. Φόραγαν πολυτελείς εσθήτες και περιδέραια ως διακοσμητικά και όλα τα άλλα με τα οποία συνηθίζουν οι γυναίκες να ψευτοστολίζονται και κατέστρωναν σχέδια πώς με τις επιμέλειες να κάνουν την φυσική τους ομορφιά ακόμη πιο ελκυστική.
Διότι το έπαθλο δεν ήταν διόλου ασήμαντο, ήταν η θήρα νέων θηραμάτων που έως τότε δεν είχαν πιαστεί.
Εμφανίζονται τότε ανοιχτά σε δημόσιο χώρο. Και όταν ήρθαν πιο κοντά στο προκείμενο (με εκμαυλιστικά βλέμματα σαν από εταίρες, με γαλιφιές στα λόγια και με ακόλαστες κινήσεις ή στάσεις) βάζουν, λοιπόν, δέλεαρ στο τμήμα εκείνο της νεότητας με την λιγότερη φρόνηση –στα ανερμάτιστα, ανίδρυτα και μη καθιερωμένα ήθη.
Και όταν έπιασαν στο αγκίστρι τους τις ψυχές των συγκεντρωμένων στην ομήγυρη μέσω της καταισχύνης του σώματος, τους κάλεσαν σε επιστράτευση ώστε να σμίξουν για να προσφέρουν προς τα είδωλα (τα χειροποίητα από τον άνθρωπο) θυσίες που δεν ήταν θυσίες και σπονδές που δεν οδηγούσαν σε ειρήνευση –κι έτσι, αλλοτριώνουν την λατρεία του Ενός και όντως Όντος– και, αφού το διέπραξαν αυτό, στέλνουν τα καλά νέα στους άντρες τους.
Και θα προσήλκυαν κι άλλους που δεν ήταν πολύ βέβαιοι για την πίστη τους εάν δεν είχε δείξει οίκτο για τα πάθη τους ο ευεργέτης και ελεήμων Θεός και δεν είχε σπεύσει ανυπερθέτως, χωρίς να χάσει χρόνο, να κολάσει τους αποννοηθέντες –που ήταν 24.000– και να τους αναχαιτίσει μέσω νουθεσιών που έγιναν με τον φόβο (όπως θα το έκανε κι αν κινδύνευαν να κατακλυστούν από έναν χείμαρρο).
Ο ηγέτης του έθνους έσταξε στα αυτιά των υπηκόων του τα δόγματα υπέρ της ευσέβειας και, αφού με αυτά επιβλήθηκε στις ψυχές τους, επέλεξε και κατήρτισε έναν κατάλογο με 1.000 άνδρες αριστίνδην από κάθε φυλή για να εκδικάσει το ζήτημα της ενέδρας που είχαν μηχανευθεί μέσω των γυναικών ελπίζοντας ότι με το τέχνασμα αυτό θα κατέβαλαν ολόκληρον τον πληθυσμό και θα τον έριχναν από το ανώτατο σημείο της άκρας αγιότητας όπου βρισκόταν –ενώ μπόρεσαν μόνο να διαφθείρουν εκείνους που προαναφέρθησαν.
Απέναντι σε πολλές χιλιάδες αντιτάχθηκε ένας στρατός ελαχίστων σε αριθμό ανθρώπων οι οποίοι, εφοδιασμένοι με εμπειρίες και ευτολμία –λες και κάθε ένας τους ήταν ένας λόχος από μόνος του που καταφρονούσε όλους τους κινδύνους, πάνω-κάτω έτρεχαν στις πυκνές τους φάλαγγες, καθάριζαν όσους έμπαιναν στα πόδια τους, ερήμωναν τα συμπαγή στίφη των στρατευμάτων που είχαν συγκεντρωθεί και όλα όσα υπήρχαν ως εφεδρείες προς αναπλήρωση των γραμμών που εκκενώνονταν– κατάφεραν ευθύς εξαρχής και με την πρώτη επίθεση να ξαπλώσουν χάμω πολλές χιλιάδες και να μην αφήσουν ζωντανόν κανέναν από τους νέους που τους αντιτάχθηκαν. Φόνευσαν, επίσης, τις γυναίκες που συνυπέγραψαν τα ανόσια σχέδια των ανδρών αλλά έδειξαν έλεος προς τις παρθένους, ευσπλαγχνιζόμενοι την αθώα ηλικία τους.
Και με τόση επιτυχία διεξήχθη ο πόλεμος, κατά τον τρόπον αυτόν, ώστε κανέναν από τους δικούς τους δεν έχασαν αλλά επέστρεψαν άτρωτοι, αλώβητοι και άθικτοι, ίδιοι ακριβώς σε αριθμό με όσους είχαν ξεκινήσει για την μάχη –ή, καλύτερα (αν πρέπει να πούμε ολόκληρη την αλήθεια) με διπλάσια ισχύ. Διότι η χαρά που τους προξένησε η νίκη δεν ήταν διόλου μικρότερη σε ένταση από την χαρά που εξ αρχής ένοιωθαν.
Και για τούτα δεν υπήρξε κανένα άλλο κίνητρο παρά μόνον ο ζήλος και η αγάπη για τους κινδύνους που τους οδήγησε να κερδίσουν τον υπέρ της ευσεβείας αγώνα που έδωσαν με επιφανέστερον μαχητή τον Θεό –μια συμμαχία αήττητη– ο οποίος ενέπνευσε στις διάνοιές τους αγαθές σκέψεις και προίκισε τα σώματά τους με ακατανίκητη ρώμη.
Η απόδειξη ότι σύμμαχός τους ήταν ο Θεός είναι ότι πολλές χιλιάδες κατατροπώθηκαν από λίγους άνδρες και ότι κανείς από τους εχθρούς δεν διέφυγε ενώ από τους φίλους κανείς δεν εφονεύθη και ούτε κατ’ αριθμό ούτε κατά την σωματική δύναμη δεν ελαττώθηκαν.
Εξ ου και λέει ο Θεός στις προτρεπτικές Παραινέσεις του:
«Εάν ασχολείσαι επιτηδευμένα με την δικαιοσύνη και την αγιότητα και τις άλλες αρετές, θα έχεις έναν απόλεμο βίο και ειρηνικό σε όλα. Στην περίπτωση που προκύψει πόλεμος, θα επικρατήσεις εύκολα των πολεμίων με την βοήθεια του Θεού. Ο Θεός θα είναι αοράτως ο στρατάρχης. Στον Θεό ανήκει η μέριμνα της διάσωσης των καλών ανθρώπων».
Μην πανικοβληθείς, λοιπόν, και φοβηθείς από κατάπληξη μήτε αν ένας καλά εξοπλισμένος στρατός με πολλές χιλιάδες πεζούς και ιππότες μαζί χυμήξουν πάνω σου τρέχοντας –μήτε αν έχουν γίνει κύριοι της κατάστασης επειδή κρατάνε μιαν περιοχή όπου εκ των προτέρων έχουν καταλάβει τα αμυντικά οχυρώματα και τα επίμαχα σημεία μήτε αν τους χορηγούνται άφθονα εφόδια– ακόμα κι αν έχεις έλλειψη σε όλα όσα έχουν στην περιουσία τους οι πολέμιοί σου (συμμάχους, όπλα, τόπους ευκαιρίας, προμήθειες).
Διότι όλα εκείνα μοιάζουν με ένα εμπορικό πλοίο βαρυφορτωμένο και πλήρες από ποικίλα αγαθά που ξαφνικά, μετά από πολλές εφορμήσεις του ανέμου, ανετράπη και βυθίστηκε από ένα μπουρίνι.
Στους ταπεινούς και λυπημένους, όμως, ο Θεός στέλνει τις σωτήριες δυνάμεις του για να τους αναζωογονήσουν και να τους τελειοποιήσουν (όπως παρέχει την βροχή και το χιόνι στους σπόρους τα στάχυα που μαραίνονται από την ξηρασία και την ανομβρία).
Εξ ου και είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να επιμένουμε σε ό,τι είναι δίκαιο και άγιο. Διότι ζουν σε άκρα ευδαιμονία όποιοι αντιμετωπίζονται φιλικά από τον Θεό ενώ ζουν σε έσχατη δυστυχία όποιοι αντιμετωπίζονται εχθρικά από τον Θεό. Αρκετά είπαμε τώρα για το θέμα της ανδρείας και το θέμα αυτό πρέπει προς το παρόν να το αφήσουμε.
Περί φιλανθρωπίας
Το επόμενο προς εξέταση ζήτημα είναι όντως η Φιλανθρωπία, η αρετή η οποία συγγενεύει ιδιαιτέρως με την Ευσέβεια, την αδελφή και δίδυμή της.
Ο προφήτης των νόμων –ο οποίος την είχε αγαπήσει όπως και γω δεν ξέρω αν την αγάπησε άλλος κανείς εφόσον γνώριζε ότι επρόκειτο για μιαν λεωφόρο που οδηγούσε στην αγιότητα– καθοδηγούσε και κρατούσε οργανωμένους σε κοινωνία όλους όσους βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του δίνοντάς τους το καλό παράδειγμα ενώ, παράλληλα, τους διαπαιδαγωγούσε εκθέτοντας μπροστά τους την δική του ζωή ως πρότυπο για να το ακολουθήσουν.
Όσον αφορά τα πεπραγμένα του κατά την διάρκεια των παιδικών του χρόνων έως τα γηρατειά, αυτά έχουν ήδη γίνει γνωστά πρωτύτερα, σε 2 πραγματείες που έγραψα περί του βίου του Μωϋσή για να τα λάβουν υπόψη τους και να προστατευθούν ο καθένας αλλά και όλοι οι άνθρωποι. Υπάρχουν, όμως, 1 ή 2 κατορθώματα στο τέλος της ζωής του που αξίζει να μνημονευθούν ως δείγματα της συνεχούς και αδιάσπαστης καλοκαγαθίας του και τα οποία, πέρα από κάθε σύγχυση, αποτύπωσε ο Μωϋσής ως τελική σφραγίδα σε μιαν ψυχή που είχε εγχαραχθεί με θεϊκούς χαρακτήρες.
Διότι αυτός γνώριζε μέσω αλάνθαστων οιωνών περί της μετανάστασής του πέρα από τον τόπον αυτό και, όταν επρόκειτο να φθάσει στο τέρμα της η προθεσμία της θνητής ζωής του, δεν μιμήθηκε κανέναν από τους άλλους (είτε βασιλιάδες είτε απλούς πολίτες) των οποίων η μόνη σπουδή και ευχή είναι να αφήσουν πίσω τους παιδιά ως κληρονόμους. Όμως, αν και είχε γίνει πατέρας 2 παιδιών, ο Μωϋσής δεν παρέδωσε την εξουσία σε κανέναν εκ των 2 επειδή δεν ηττήθηκε από την ευνοιοκρατία υπέρ των συγγενών και από το πάθος για την οικογένειά του. Αν και οι διεκδικήσεις των παιδιών του ήταν ύποπτες, είχε ωστόσο ανήψια που οπωσδήποτε δεν τους έλειπε η καλοσύνη και που κατείχαν την ανωτάτη ιεροσύνη ως ανταμοιβή για την ανθεκτική τους αρετή. Ίσως, όμως, για να μην τους αποσπάσει από την υπηρεσία του Θεού ή –και όπως αυτό είναι εύλογο– να σκέφτηκε ότι είναι αδύνατον τα ίδια άτομα να μεριμνούν σωστά για αμφότερα τα 2, και για την Ιεροσύνη που επαγγέλλεται ότι υπηρετεί τον Θεό και για την Βασιλεία που επαγγέλλεται την μέριμνα για τους ανθρώπους. Ίσως, ακόμα, να μην είχε την αξίωση να γίνει ο ίδιος κριτής ενός τόσο σημαντικού ζητήματος –και το πιο σημαντικό ζήτημα είναι το να υποβάλη κανείς σε δοκιμασία και να επιλέξει αυτόν που είναι εκ φύσεως ο καλύτερος για να διοικεί, ένα ζητούμενο που απαιτεί σχεδόν θεϊκή δύναμη, την μόνη δύναμη που μπορεί να καθορίσει με ευκολία το ήθος ενός ανθρώπου.
Η σαφέστερη απόδειξη που μπορεί να υπάρχει για την άποψη αυτή είναι η ακόλουθη:
Ο Μωϋσής είχε έναν φίλο που τον γνώριζε σχεδόν από τα παιδικά του χρόνια –Ιησούς του Ναμπεί λεγόταν– αλλά την φιλία με αυτόν δεν την προξένησε τίποτε από εκείνα που συνήθως δημιουργούν τις φιλίες στους άλλους ανθρώπους παρά μόνον ο έρωτας ο επουράνιος ο οποίος και όντως είναι και άφθαρτος και θείος και από αυτόν συμβαίνει να προέρχεται κάθε αρετή.
Ο Ιησούς έμενε και έτρωγε στο σπίτι του εκτός από εκείνες τις φορές που επιτασσόταν να μείνει μόνος ο Μωϋσής για να λάβει θεία έμπνευση και χρησμούς. Ο Ιησούς διέφερε πάντοτε από το πλήθος ως προς τις υπόλοιπες υπηρεσίες που προσέφερε, ήταν σχεδόν υπαρχηγός του Μωϋσή και συνδιοικούσε μαζί του ως ηγέτης.
Ακόμα, όμως, κι αν ο Ιησούς είχε υποστεί την βάσανο της προσεκτικής δοκιμασίας του ως προς την καλοκαγαθία του επί πολλά χρόνια τόσο στα λόγια και στις πράξεις του όσο και (το πιο απαραίτητο) στην αφοσίωσή του προς το έθνος, διόλου δεν σκέφτηκε ο Μωϋσής να αφήσει αυτόν ως διάδοχο –και αυτό, επειδή φοβήθηκε μήπως πλανιέται θεωρώντας τον Ιησού ως καλόν άνθρωπο ενώ στ’ αλήθεια δεν ήταν.
Διότι τα κριτήρια των ανθρωπίνων κρίσεων συμβαίνει να είναι εκ φύσεως αμυδρά και αβέβαια.
Άρα, δίχως να έχει εκ των προτέρων εμπιστοσύνη στον εαυτό του, παρακαλεί και ικετεύει τον Θεό –αυτόν που κοιτά από ψηλά την αόρατη ψυχή, τον μοναδικό στον οποίον επιτρέπεται να θωρεί με ακρίβεια την ανθρώπινη διάνοια– να επιλέξει εκ των αρίστων εκείνον που είναι ο πλέον επιτήδειος για την ηγεσία και ο οποίος θα φροντίζει με επιμέλεια για τους υπηκόους του σαν πατέρας.
Και (ανυψώνοντας προς τον ουρανό τα χέρια του τα καθαρά και –όπως θα ‘λεγε κανείς, με πιο αλληγορικό τρόπο– τα παρθένα) λέει: «Κύριος ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός επισκεψάσθω άνθρωπον εκ του πλήθους για να τεθεί τούτος άμεμπτος ως επικεφαλής και να τους φροντίζει και να τους προστατεύει ως ποιμένας ώστε να μην αποσαθρωθεί το έθνος όπως μια διασκορπισμένη αγέλη που δεν έχει ποιμενάρχη».
Και ποιός, όμως, που θα άκουγε την προσευχή αυτή δεν θα έμενε κατάπληκτος;
Ποιός δεν θα ‘λεγε:
«Ω δέσποτα, τί εννοείς; Δεν έχεις νόμιμα παιδιά, δεν έχεις ανήψια; Ως πρώτη επιλογή, παράδωσε την εξουσία στους γιους σου που είναι κι οι πρώτοι σου κληρονόμοι. Αν τους αποδοκιμάζεις, τότε παράδωσέ την στα ανήψια σου ή, αν τους θεωρείς κι αυτούς ανεπιτήδειους, πρόκρινε από το έθνος τους πιο συγγενείς σου και τους πιο οικείους. Έχεις, πάντως, έναν φίλο άμεμπτον ο οποίος σε σένα τον πάνσοφο έχει δώσει αποδείξεις για την τέλεια αρετή του. Γιατί, λοιπόν, δεν τον κρίνεις άξιο εφόσον η εκλογή δεν θα γίνει με βάση το γένος αλλά με βάση την καλοκαγαθία;»
Και ο Μωϋσής θα αποφανθεί:
«Είναι θεμιτό να παίρνουμε τον Θεό ως κριτή των πάντων και ιδιαιτέρως στα σημαντικά ζητήματα όπου σε 1.000 ανθρώπους μια καλή κρίση φέρνει ευδαιμονία ή, τουναντίον, μια κακή κρίση φέρνει δυστυχία. Και κανένα ζήτημα δεν είναι πιο σοβαρό από την κυβέρνηση, στην οποία επιτρέπονται όλες οι υποθέσεις των πόλεων και των χωρών τόσο εν καιρώ ειρήνης όσο και εν καιρώ πολέμου. Διότι ακριβώς όπως η επιτυχής πλοήγηση απαιτεί έναν κυβερνήτη ικανό και ως προς την αντίληψη και ως προς την επιστήμη, κατά τον ίδιον τρόπο χρειάζεται κα κάποιος πάνσοφος ηγεμόνας για να υπάρχει ευνομία παντού, απανταχού και οπουδήποτε στους εκάστοτε υπηκόους. Την σοφία, βέβαια –και επειδή είναι πιο παλαιά όχι μόνον από την δική μας εποχή γεννήσεως αλλά και όλου του κόσμου– δεν είναι θεμιτό ούτε και δυνατό να την κρίνει κανείς άλλος εκτός από τον Θεό και όσους την αγαπούν άδολα, αγνά και γνήσια. Και έχω διδαχθεί πέρα από τον εαυτό μου κανέναν άλλον από εκείνους που φαίνονται ότι είναι επιτήδειοι για την εξουσία να μην κρίνω. Δεν υπήρξα εθελοντής για να αναλάβω την φροντίδα και την προστασία των δημοσίων υποθέσεων ούτε χειροτονήθηκα από κάποιον άλλον άνθρωπο αλλά, όταν ο Θεός με εναργείς χρησμούς και με αλάνθαστους οιωνούς μου έθεσε νόμο και με διέταξε να εξουσιάζω, εγώ (επειδή αναλογίστηκα την βαρύτητα του ζητήματος) προσπάθησα να το αποφύγω εκλιπαρώντας με ικεσίες και παρακλήσεις –ώσπου, επειδή με πρόσταξε πολλές φορές, πειθάρχησα με δέος.
Εφόσον όταν έμελλε να κυβερνήσω εγώ χρησιμοποίησα τον Θεό ως κριτή, πώς λοιπόν δεν θα ήταν ατόπημα εκ μέρους μου αν δεν ακολουθούσα τα ίδια χνάρια και δεν ανέθετα και πάλι σ’ Αυτόν και μόνο την χειροτονία του διαδόχου μου και, μάλιστα, δίχως να έχει καμία σχέση με αυτό η γνώμη των ανθρώπων η οποία είναι πολύ πιο συγγενής με την υποκρισία φυσικά παρά με την αλήθεια; Άλλωστε, μιλάμε για την προστασία όχι ενός τυχαίου έθνους αλλά για την προστασία του έθνους με τον μεγαλύτερο ανθρώπινο πληθυσμό απ’ όλα απανταχού τα έθνη, του έθνους εκείνου που προσφέρει το πιο μεγάλο και σπουδαίο λειτούργημα –να είναι ιεροί δούλοι του όντως Όντος, ο οποίος είναι ο Δημιουργός των Όλων και Πατήρ. Διότι αυτό ακριβώς που αποκομίζουν μέσω της πλέον δόκιμης φιλοσοφίας όσοι μιλούν για αυτήν την φιλοσοφία, οι Ιουδαίοι το αποκομίζουν μέσω των νόμων και των εθίμων τους. Και αυτό είναι η επιστήμη του ανωτάτου και του πλέον παλαιού Αιτίου των πάντων και η απόρριψη της πλάνης των κατασκευασμένων θεών διότι κανείς θεός δημιουργημένος δεν είναι στ’ αλήθεια Θεός αιώνιος παρά μόνο κατά δοξασία και, επιπλέον, στερείται το πιο αναγκαίο –αιωνιότητας».
Τούτη είναι, λοιπόν, η πρώτη ενεργέστερη απόδειξη της φιλανθρωπίας και της αφοσίωσης που επεδείκνυε προς όλους τους ομοφύλους του ο Μωϋσής, αν και υπάρχει και μια άλλη απόδειξη που δεν είναι κατώτερη αυτής.
Όταν με βάση αυτά τα θεϊκά κριτήρια ο Ιησούς –μαθητής και μιμητής των αξιεράστων ηθών του Μωϋσή– επελέγη αριστίνδην στην εξουσία, ο Μωϋσής δεν αισθάνθηκε κατήφεια (όπως θα συνέβαινε με οποιονδήποτεν άλλον) επειδή δεν συνέπεσε να εκλεγούν οι γιοί ή τα ανήψια του αλλά έπλεε σε πελάγη ανείπωτης χαράς γιατί επρόκειτο το έθνος να έχει κυβερνήτη άριστον σε όλα –αφού εξ ανάγκης πρέπει να είναι καλός κι αγαθός αυτός που είναι ευχάριστος στον Θεό.
Εκ δεξιών του, λοιπόν, τον τοποθετεί και τον περιφέρει στο συναθροισμένο πλήθος δίχως να σέβεται καθόλου το δικό του επερχόμενο τέλος αλλά προσθέτει και νέες τέρψεις στις παλαιές. Και με πρόσωπο ιλαρό χάρη στην ευθυμία που είχε στην ψυχή του –όχι μόνον επειδή θυμήθηκε τα προηγούμενα ευτυχή του πάθη (στα οποία εντρύφησε κατά κόρον με κάθε αρετή) μα και επειδή ήλπιζε να μείνει αθάνατο στο μέλλον το όνομά του καθώς ο ίδιος θα περνούσε από τον φθαρτό βίο στην άφθαρτη ζωή– λέει μεγαλόφωνα και με φαιδρότητα: «Για μένα έχει έρθει πια ο καιρός να απαλλαγώ από την ζωή του σώματός μου, Αυτός εδώ, όμως, είναι ο διάδοχος που επελέγη από τον Θεό για να σας κυβερνήσει».
Και –σε όσους τον πίστεψαν– απήγγειλε αμέσως τους στίχους με τους χρησμούς που έκριναν την δοκιμασία. Και, στρέφοντας το βλέμμα προς τον Ιησού, του εύχεται καλό κουράγιο και τον παραινεί να είναι ενάρετος, να κάνει έγκυρες προτάσεις, να τηρεί ανένδοτη και αποφασιστική στάση ώστε να φέρνει σε αίσιο πέρας τις εισηγήσεις του και να εμμένει στις σωστές αποφάσεις του. Και έστω κι αν αυτά τα έλεγε σε κάποιον που ίσως δεν χρειαζόταν παραινέσεις, ο Μωϋσής δεν έκρυβε εκείνο το φιλοπατριωτικό πάθος και κείνη την φιλαλληλία και την αγάπη του για τον πλησίον που –κατά κάποιον τρόπο– τον κέντριζε για να ξεγυμνώσει όσα νόμιζε πως θα τον συνέφεραν.
Επιπλέον, του είχε δοθεί και ο χρησμός να παρακαλέσει τον διάδοχό του να διαχειριστεί με θάρρος την διακυβέρνηση του έθνους και να μην τρομάξει από το βάρος της εξουσίας ώστε αυτό να γίνει έπειτα κανόνας και νόμος σε όλους τους ηγέτες που θα προσβλέπουν τον Μωϋσή ως παράδειγμα προς μίμηση και κανείς να μην φθονεί τις τέλειες αποφάσεις των διαδόχων αλλά, αντιθέτως, να καθοδηγούν και να διαπαιδαγωγούν τις ψυχές τους με συμβουλές και παραινέσεις.
Διότι η παραίνεση από έναν ενάρετο άνδρα μπορεί να εμψυχώσει τους αποθαρρυμένους και, αφού τους έλξει και τους εξυψώσει ώστε να φανούν ανώτεροι από τους καιρούς και τις περιστάσεις, να τους εμπνεύσει ώστε να αποκτήσουν γενναίο και ατρόμητο φρόνημα.
Έχοντας πει τα αρμόζοντα προς τους υπηκόους και προς τον κληρονόμο της ηγεμονίας, αρχίζει λοιπόν να υμνεί τον Θεό με μιαν ωδή (την τελευταία για τον ίδιο) προκειμένου να αποδώσει τις ευχαριστίες της σωματικής του ζωής σε ανταπόδοση των καινοφανών –και όχι των συνηθισμένων– χαρίτων με τις οποίες ευεργετήθηκε από την ώρα που γεννήθηκε ως και τα γηρατειά. Και αφού συνήγαγε αθροισμένα σε μιαν συγκέντρωση θεϊκή τα στοιχεία του παντός καθώς και τα πιο συνεκτικά μέρη του κόσμου –την γη και τον ουρανό, την Εστία των θνητών και τον Οίκο των Αθανάτων– έψαλλε τις υμνωδίες με κάθε είδους μουσική αρμονικότητα και συμφωνικότητα για να τις ακούσουν τόσο οι άνθρωποι όσο και οι τάξεις των αγγέλων (οι άνθρωποι ως πρωτάρηδες προκειμένου με τον τρόπον αυτό να διδαχθούν την ευχάριστη διάθεσή του ενώ οι άγγελοι ως έμπειροι επόπτες προκειμένου να επιβλέψουν μήπως υπάρχει κάποια παραφωνία στο άσμα και ταυτόχρονα να διαπιστώσουν αν είναι δυνατόν κάποιος άνθρωπος ενδεδυμένος με φθαρτό σώμα να μπορέσει –όπως ο Ήλιος και η Σελήνη και ο πανίερος χορός των άλλων αστέρων– να εναρμονίσει την ψυχή του με την μουσική του θείου οργάνου κατά τον ίδιον τρόπο που κι ο Μωϋσής συντόνισε τον ουρανό και τον σύμπαντα κόσμο).
Και όταν ο ιεροφάντης συντάχθηκε με τους χορωδούς του αιθέρα, οδήγησε τις ευχάριστες υμνωδίες προς τον Θεό σε έναν συγκερασμό με τα γνήσια πάθη που πέρασε λόγω της αγάπης του προς το έθνος (και στα οποία συγκαταλέγονταν τα ελεγκτέα αμαρτήματά του στο παρελθόν, οι νουθεσίες και οι σωφρονισμοί στο παρόν καθώς και οι παραινέσεις που έκανε για το μέλλον –και τις οποίες ήταν ανάγκη να ακολουθήσει η αίσια ευόδωσή τους).
Μόλις τέλεψε την ποιητική του χορεία που ‘ταν –κατά κάποιον τρόπο– συνυφασμένη με την αγιότητα και την φιλανθρωπία, ο Μωϋσής άρχισε να μεταμορφώνεται, περνώντας από τον θνητό βίο στην αθάνατη ζωή και ύστερα από λίγο συναισθάνθηκε ότι διαλυόταν εις τα εξ ων συνετέθη –και ειδικότερα, ότι αποβαλόταν το σώμα του που τον περιέβαλε σαν ένα όστρακο και ότι η ψυχή απογυμνωνόταν και ποθούσε την φυσική μετανάστασή της πέρα από τον τόπο αυτό.
Κατόπιν, με το που ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες για την έξοδό του –και προτού καν προλάβει να γίνει μεταστάς– έστειλε αμέσως τις πιο ταιριαστές με την περίσταση ευχές του σε όλες τις 12 τον αριθμό φυλές του έθνους, αναφέροντας τους γενάρχες των φυλών ονομαστικά.
Πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτές οι ευχές θα τελεσφορήσουν διότι και αυτός που τις ευχήθηκε ήταν προσφιλής στον Θεό και ο Θεός αυτός ήταν φιλάνθρωπος αλλά και επειδή αυτοί για τους οποίους έγιναν οι ευχές ήταν ευπατρίδεις και ευγενείς στην τάξη και είχαν παραταχθεί κατά φάλαγγα από τον Στρατάρχη, τον Δημιουργό των Όλων και Πατέρα (οι παρακλήσεις του Μωϋσή αφορούσαν αληθινά αγαθά και όχι απλά να υπάρχουν αυτά τα αγαθά μόνο στην θνητή ζωή των γεναρχών των Εβραίων αλλά πολύ περισσότερο να συνεχίσουν να βρίσκονται με άνεση ακόμα και όταν απελευθερωθεί η ψυχή τους από τα δεσμά της σάρκας).
Διότι μόνον ο Μωϋσής, όπως φαίνεται ξεκάθαρα, είχε καταλάβει ότι από την αρχή το έθνος των Εβραίων είχε με τα θεία μιαν εξ ανάγκης επιβαλλόμενη συγγένεια, πολύ γνησιότερη από την εξ αίματος συγγένεια. Και, άρα, ανακήρυξε αυτό το έθνος ως κληρονόμο όλων των αγαθών που χωρά η ανθρώπινη φύση –και αφενός τα αγαθά που αυτός είχε ήταν έτοιμος να τα δώσει, αφετέρου για όσα δεν κατείχε ικέτευε τον Θεό να του τα παράσχη (γνωρίζοντας ότι αν και είναι αέναες οι πηγές της χάριτός Του, ωστόσο η Χάρις δεν διανέμεται σε όλους αλλά μόνο στους ικέτες –και ικέτες είναι εκείνου που αγαπούν την καλοκαγαθία και στους οποίους είναι θεμιτό να ξεδιψούν την δίψα τους για σοφία με τα ύδατα που αντλούν από τις ιερώτερες πηγές).
Έχουν ήδη προσκομιστεί οι αποδείξεις για την φιλανθρωπία και την κοινωνικότητα του νομοθέτη Μωϋσή, μιαν αρετή ποιοτική που κατέκτησε και λόγω της καλοτυχίας του να έχει αγαθή φύση αλλά και λόγω του χαρίσματος να του υπαγορεύονται ιεροί χρησμοί.
Επιβάλλεται, όμως, να λεχθούν και όσα διέταξε και για τις επόμενες γενιές, αν και όχι όλα (επειδή δεν είναι εύκολο), τουλάχιστον όμως εκείνα τα οποία βρίσκονται πιο κοντά στον δικό του τρόπο σκέψης. Δεν έθεσε την ευαισθησία και την ηρεμία μόνον ως θεμελιώδεις αρχές που να διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπων στις κοινωνίες αλλά και τις επιδαψίλευσε αφειδώς και προς τις παράλογες φύσεις των ζώων και προς τα διάφορα είδη των καλλιεργούμενων δένδρων.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Ωστόσο, πρέπει να αναφέρουμε κατά ένα μέρος όσα θέσπισε με νόμους για κάθε ένα από αυτά, ξεκινώντας από τον άνθρωπο.
Ο Μωϋσής απαγορεύει σε οποιοδήποτε να δανείζει χρήματα με τόκο σε έναν αδελφό του, ονομάζοντας ως αδελφό όχι μόνον εκείνον που έχει γεννηθεί από τους ίδιους γονείς αλλά οποιονδήποτε μένει στην ίδιαν πόλη και ανήκει στην ίδια φυλή και τούτο διότι δεν το θεωρεί δίκαιο να συσσωρεύονται χρήματα από μικρά θρεφτάρια. Και προτρέπει να μην το θεωρούν αυτό ως λόγο για να κάνουν πίσω ή να δείχνουν οκνηρία αλλά με απλωμένα χέρια και ανοιχτή καρδιά να χαρίζουν δώρα σε όσους τα έχουν ανάγκη, αναλογιζόμενοι ότι και όταν κάνουν χάρες πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για ένα δάνειο το οποίο θα ανταποδοθεί εκουσίως (εν καιρώ, όταν οι συνθήκες βελτιωθούν) από αυτόν που το δέχθηκε.
Αν, όμως, δεν θέλουν να κάνουν δώρα, θα πρέπει τουλάχιστον να είναι πανέτοιμοι και προθυμότατοι να δανείζουν και να μην ζητούν να πάρουν πίσω τίποτε πλην του αρχικού κεφαλαίου.
Διότι με τον τρόπον αυτόν ούτε οι φτωχοί δεν θα γίνουν πιο ανήμποροι (αναγκαζόμενοι να πληρώσουν παραπάνω απ’ όσα έλαβαν) ούτε αυτοί που συνεισφέρουν δεν θα αδικηθούν ακόμη κι αν πληρωθούν όσα ξόδεψαν εξαρχής και μόνο –αν και όχι μόνον αυτά. Διότι (μαζί με το κεφάλαιο που αντικαθιστά τον τόκο τον οποίο δεν αξίωσαν να λάβουν) τους προσφέρονται τα καλύτερα και τα πιο τίμια πράγματα που υπάρχουν στους ανθρώπους και αυτά είναι η ηρεμία, η κοινωνικότητα, η χρηστότητα, η μεγαλοφυΐα, η εύφημος μνεία και η δόξα.
Και ποιό άλλο περιουσιακό απόκτημα είναι εφάμιλλο αυτών;
Ε λοιπόν, ακόμη και ο Μέγας Βασιλεύς θα φανερωθεί ως ο πιο ταπεινός από τους ανθρώπους εάν συγκριθεί με μία μόνον αρετή. Διότι αυτουνού ο πλούτος του (ο οποίος έγκειται βαθειά στα ορύγματα των ταμείων και στα μύχια της γης) είναι άψυχος ενώ ο πλούτος της Αρετής βρίσκεται στο κυρίαρχο τμήμα της ψυχής όπου εκεί μεταμορφώνεται ακόμη και το πιο καθαρό τμήμα της ύλης –ο Παράδεισος– και ο Δημιουργός των συμπάντων Θεός.
Και στην περίπτωση αυτή πρέπει ακόμη να θέτουμε και την εξής εύλογη απορία στους φιλοχρήματους και στους τοκογλύφους, πώς άραγε είναι δυνατόν να τους φαίνεται ότι είναι βαθύπλουτοι βασιλιάδες όταν δεν έχουν δει ούτε στα όνειρά τους τον πλούτον εκείνον που έχει μάτια και μπορεί να βλέπει μέσα στην διάνοιά του;
Υπάρχουν, όμως, μερικοί που –ενώ δεν έχουν χρήματα– έχουν φθάσει σε μιαν τόσο μεγάλη υπερβολή μοχθηρίας που ακόμα και τροφή δανείζουν για να αποκομίσουν το κέρδος μιας ποσότητας τροφής μεγαλύτερης από αυτήν που έδωσαν. Πολύ βιαστικοί θα ‘ταν όλοι αυτού –σε καιρούς όπου οι τιμές είναι φθηνές και υπάρχει αφθονία τροφής– να προκαλέσουν τάχιστα έναν λιμό και να ζητήσουν να γίνει φιλανθρωπικός έρανος ώστε να αντλήσουν ένα τσάμπα πρόσθετο εισόδημα, εκμεταλλευόμενοι την ένδεια στα στομάχια των εξαθλιωμένων, και να μετρήσουν με το ζύγι την σίτιση και την πόση για να μην γείρει η πλάστιγγα.
Παραγγέλνει, λοιπόν, ο Μωϋσής σε αυτούς που θα συμμετάσχουν στην μέθεξη της –κατ’ αυτόν– ιεράς πολιτείας να μην παρεκτραπούν προς αυτές τις ιδέες περί άντλησης τέτοιου είδους πόρων επειδή αυτά τα επιτηδευμένα επαγγέλματα είναι χαρακτηριστικά δουλοπρεπούς και υπερβολικά ανελεύθερης ψυχής και την μεταμορφώνουν σε αγριότητα και σε θηρίων φύση.
Κι ένα ακόμα παράγγελμα από εκείνα που τείνουν προς την φιλανθρωπία διέταξε ο Μωϋσής, αυτό: να παραδίδεται αυθημερόν ο μισθός ενός φτωχού, όχι μόνον επειδή ήταν δίκαιο να πληρωθεί ανυπερθέτως τον μισθό του αυτός που προσελήφθη και προσέφερε μιαν υπηρεσία για την οποίαν υπήρχε ανάγκη αλλά, επιπλέον, επειδή ο χειροτέχνης ή ο αχθοφόρος –ο οποίος ζει «μεροδούλι-μεροφάϊ» (καθώς λένε μερικοί) και υποφέρει δεινά σε όλο του το σώμα λες και είναι υποζύγιο– έχει τοποθετήσει κάθε του ελπίδα στον μισθό. Και ενώ ευθύς μόλις τον πάρει τον μισθόν αυτό, χαίρεται και ενδυναμώνεται ώστε την επόμενην ημέρα να εργαστεί με διπλάσια προθυμία ενώ, αν δεν τον πάρει, το ηθικό του δεν αναπτερώνεται και αυτός λυγίζει και εξασθενεί από το υπερβολικό φορτίο και τους τόνους λύπης επειδή αισθάνεται μεγάλην αδυναμία να ανταποκριθεί στην συνηθισμένη του εργασία.
Λέει, ακόμα, ο Μωϋσής ότι αφενός δεν πρέπει να εισέρχεται ο δανειστής στις οικίες των χρεωστών για να πάρει με την βία κάποιο ενέχυρο ή εγγυητικό για το δάνειο αλλά πρέπει να αναμένει παραμένοντας στα πρόθυρα του σπιτιού και να τους προτρέπει ήσυχα να του το φέρουν και ότι αφετέρου πρέπει οι χρεωστές αν το έχουν να μην το κατακρατούν –αν, βέβαια, αρμόζει ο δανειστής να μην καταχράται την δύναμή του για να γίνεται αυθάδης και να υβρίζει τους χρεωστές ενώ, ως υπόμνηση της ανταπόδοσης, οι χρεωστές να παρέχουν ενέχυρα ίσα σε αξία με την οφειλή τους.
Και πάλι, ποιός θα αδυνατούσε να θαυμάσει το διάταγμα που αφορούσε τους θεριστές και τους τρυγητές; Διότι αυτό τους προστάζει για την ώρα της συγκομιδής να μην μαζεύουν ό,τι πέφτει από τα δεμάτια μήτε να κόβουν με το δρεπάνι όλα τα σπαρτά αλλά να αφήνουν κάποιο μέρος της σοδειάς ατρύγητο.
Ώστε ο Μωϋσής κάνει τους εύπορους μεγαλόψυχους και ανοιχτοχέρηδες με τον τρόπον αυτό –θυσιάζοντας κάτι από την δική τους περιουσία– και τους μαθαίνει να μην εποφθαλμιούν, να μην μαζεύουν και να μην αποθηκεύουν τα πάντα στα θησαυροφυλάκια των σπιτιών τους.
Ταυτόχρονα, κάνει τους φτωχούς να έχουν χαρούμενη διάθεση επειδή (ακόμα και αν αυτοί στερούνται δικών τους κτημάτων) τους επιτρέπει να εισέρχονται στα κτήματα των ομοφύλων τους και να κόβουν κάποια υπολείμματα σαν να ήταν δικά τους.
Το φθινόπωρο, πάλι, ο Μωϋσής προστάζει τους ιδιοκτήτες που δρέπουν τους καρπούς ούτε τις ρώγες που πέφτουν κάτω να μην συλλέγουν μήτε να ξανατρυγούν τα αμπέλια. Και για όσους μαζεύουν ελιές τα ίδια διατάζει –όπως ένας πολύ φιλόστοργος και δίκαιος πατέρας παιδιών που δεν είχαν την χαρά να φτάσουν την δικήν του ευημερία αλλά ενώ μερικά ζουν με αρκετή περιουσία, μερικά έχουν περιέλθει σε έσχατη φτώχεια. Και είναι αυτά ακριβώς τα οποία, δείχνοντάς τους έλεος και οικτιρμό, ο Μωϋσής τα καλεί (όχι αναίσχυντα αλλά προκειμένου να υπάρξει αποζημίωση για την φτώχεια τους) αφενός σε μιαν μέθεξη για να καταδράμουν στα κτήματα των αδελφών τους σαν να ήταν αυτών των ίδιων και εφετέρου σε μιαν συνουσία για να απολαύσουν όχι μόνο τους καρπούς αλλά και τα κτήματα –καθ’ όλα τα φαινόμενα.
Υπάρχουν, βέβαια, και αυτοί που είναι τόσο ανήθικοι στην διάνοιά τους –επειδή έχουν απορροφηθεί από την φιλαργυρία και αγωνιούν ως το τέλος της ζωής τους (λες και είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου) για κάθε ιδέα κέρδους δίχως να σκέπτονται από πού μπορεί αυτό το κέρδος να προέρχεται– ώστε ξανατρυγούν τους αμπελώνες και τους ελαιώνες, ξαναθερίζουν την γη με τα κριθάρια και τους σίτους, αποδεικνύοντας έτσι πως είναι ελεγκτέοι για ασέβεια καθώς και για δουλοπρεπή και ανελεύθερη μικροψυχία.
Διότι αυτοί ελάχιστα συνεισέφεραν οι ίδιοι στις γεωργικές εργασίες –ενώ τα περισσότερα και τα πιο απαραίτητα πράγματα που συνεισφέρουν στην καρποφορία και στην ευφορία τα παρέχει η φύση: τις καίριες βροχές, τον εύκρατον άνεμο, τις συνεχείς και μαλακές δροσοσταλίδες που προηγούνται της βλάστησης, τις ζωτικότατες αύρες, τις εποχές του έτους που γεννιώνται ακίνδυνα έτσι ώστε ούτε το θέρος να φλεγόμαστε ούτε τον χειμώνα να κάνει ψύχος ούτε οι εναλλαγές άνοιξης και φθινοπώρου να βλάπτουν την γονιμότητα.
Κι όμως, αν και τα γνωρίζουν αυτά (βλέποντας την φύση πάντοτε να φέρει εις πέρας αυτήν την τελετουργία και να δωρίζει την χάρη της) εκείνοι τολμούν να σφετερίζονται αυτές τις ευεργεσίες της –λες και τις προκάλεσαν όλες αυτοί– και δεν δίνουν τίποτε σε κανέναν, ασκώντας ταυτόχρονα και την μισανθρωπία και την ασέβεια.
Αυτούς, λοιπόν, ο Μωϋσής άθελά τους (επειδή ηθελημένα δεν καταπονήθηκαν για να αποκτήσουν αρετή) τους νουθετεί και τους σωφρονίζει με ιερούς νόμους –νόμους στους οποίους οι μοχθούντες πειθαρχούν άθελά τους και οι σπουδαίοι εθελοντικά.
Οι νόμοι κελεύουν να δίνουμε πρώτα στους ιερωμένους για να το ευλογήσουν το ένα δέκατο από το σιτάρι και από το λάδι και από τον οίνο και από τα εξημερωμένα μας θρεφτάρια και από τα βοσκήματα ενώ από τα οπωρικά στις αγροτικές καλλιέργειες και τους άλλους καρπούς των δένδρων να τους δίνουμε σε γεμάτα τελάρα ένα ποσοστό ανάλογα με την περιουσία μας –συν τις ωδές προς τον Θεό που έχουμε συνθέσει και είναι αναγεγραμμένες πάνω στις πλάκες των ιερότατων βίβλων.
Οι νόμοι κελεύουν, επιπρόσθετα, να μην κατατάσσουμε σε μιαν αγέλη τα πρωτότοκα από τα βόδια, τα πρόβατα και τις γίδες ως δικά μας αλλά και αυτά να τα θεωρούμε ως απαρχές των καρπών και να τα δίνουμε ως επικαρπία –ώστε και εμείς να συνηθίσουμε αφενός να τιμούμε τα θεία και αφετέρου να μην τα βλέπουμε όλα με κέρδος και οι νόμοι να έχουν την τιμή να στολιστούν, επιπλέον, με το κόσμημα των ηγετιδών της αρετής, της Ευσέβειας και της Φιλανθρωπίας.
Και λέει η νομοθεσία ότι αν πάλι δεις να περιπλανιέται στην ερημιά υποζύγιο (ένα ζώο το οποίο να ανήκει σε κάποιον από τους οικείους σου ή σε κάποιον από τους φίλους σου ή συνολικά σε κάποιους ανθρώπους που γνωρίζεις) να το αρπάξεις και να το καρπωθείς –και, άρα, αν τύχει και ο κύριός του βρίσκεται μακριά, φύλαξέ το μαζί με τα δικά σου ζώα ώσπου, αν επανέλθει, να σου φέρει ενέχυρο για την παρακαταθήκη που δεν σου έδωσε για να την φυλάξεις αλλά την οποία εσύ, αφού την βρήκες ο ίδιος, την αποδίδεις πίσω ένεκα την φυσικής σου κοινωνικότητας.
Δεν είναι, άρα, φιλάνθρωπα και σύμφωνα με τα χρηστά ήθη και τα νομοθετηθέντα περί του 7ου έτους, σύμφωνα με τα οποία πρέπει κατά την διάρκειά του να αφεθεί όλη η γη σε αγρανάπαυση, να δοθεί στους φτωχούς η άδεια να εκδράμουν στις εκτάσεις των πλουσίων για να δρέψουν τον καρπό που δεν παρήχθη από τους ιδίους αλλά είναι δώρο της φύσης;
Ας απολαύσουν –λέει η νομοθεσία– οι ιδιοκτήτες σε ανταπόδοση όσων κατέχουν και όσων καλλιέργησαν στην γη για μιαν 6ετία ενώ οι ακτήμονες και αυτοί που δεν έχουν χρήματα για ένα 7ο έτος, αυτό κατά την διάρκεια του οποίου καμία γεωργική εργασία δεν έχει επιτελεστεί. Ήταν άδικο, βέβαια, άλλος να κουράζεται και άλλος να καρπούται αλλά αυτό γινόταν ώστε (αφού οι εκτάσεις έμειναν χωρίς δεσπότες –αδέσποτες, κατά κάποιον τρόπο– και την γεωργία δεν την άγγιξε χέρι) όσοι είχαν ανάγκες να προϋπαντήσουν τις Χάριτες που μόνον ο Θεός προσφέρει άθικτες και αρτιμελείς.
Μα, και τα διατάγματα για το 50ο έτος δεν βρίσκουμε πως υπερβάλλουν σε πάσα φιλανθρωπία; Και ποιός απ’ όσους δεν έχουν γευθεί με τα άκρα των χειλιών τους την νομοθεσία αλλά επιπλέον έχουν εστιάσει και εντρυφήσει στα καλύτερα –και πιο ήδιστα, συνάμα– δόγματα δεν θα μπορούσε να μην συμφωνήσει σ’ αυτό;
Διότι στο 50ο έτος επιτελούνται όσα και στο 7ο έτος αλλά η νομοθεσία επιπροσθέτως πρόσθεσε μέτρα, ακόμη πιο σπουδαία –όπως η επιστροφή και ανάληψη των ιδίων κτημάτων που οι ιδιοκτήτες σε άλλους καιρούς παραχώρησαν χωρίς την θέλησή τους. Ειδικότερα, δεν επιτρέπει ούτε στους ιδιοκτήτες να έχουν απόλυτη ιδιοκτησία σε όλες τις εκτάσεις που ανήκουν σε άλλους (κι έτσι, φράζει τις οδούς που οδηγούν σε πλεονεξία με σκοπό να καταστείλει την ύπουλη επιθυμία, την αιτία όλων των κακών) ούτε και θεωρεί πως οι ακτήμονες πρέπει ποτέ να αποστερηθούν το δικαίωμα χρήσης των οικιών τους τιμωρούμενοι για την φτώχεια τους –κάτι για το οποίο δεν ήταν θεμιτό να τιμωρούνται αλλά για το οποίο ήταν αναγκαίο να ελεημονούνται.
Προς τους ομοεθνείς υπάρχουν και άλλα χιλιάδες από αυτά τα χρηστοήθη και φιλάνθρωπα διατάγματα. Καθώς, όμως, τα έχω επαρκώς μνημονεύσει σε προηγούμενες πραγματείες, θα αρκεστώ σε όσα μόλις ανέφερα και τα οποία τα πρόσθεσα καίρια ως απόδειξη.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Αφού η νομοθεσία θέσπισε νόμους περί των ομοεθνών, θεωρεί λοιπόν ότι πρέπει και οι ξένοι να είναι άξιοι κάθε προνομίου διότι –εφόσον εγκατέλειψαν και το εξ αίματος γένος τους και την πατρίδα και τα έθιμα και τα ιερά και τις εικόνες των Θεών και τις τιμές και τα βραβεία– μετανάστευσαν από την γη των μυθικών πλασμάτων για να ιδρύσουν αποικία στην γη της ενάργειας της αλήθειας και του σεβασμού του Ενός και όντως Όντος Θεού.
Επιτάσσει, μάλιστα, όσους είναι από το έθνος να αγαπούν τους επήλυδες όχι μόνον ως φίλους αλλά και ως εαυτούς και κατά την ψυχή και κατά το σώμα –κατά το σώμα να συμπράττουν από κοινού ενώ κατά την διάνοια να χαίρονται και να λυπούνται από κοινού– έτσι ώστε να φαίνονται πως είναι διαιρεμένα μέρη ενός μονάχα ζώου το οποίο γεννάται, συμφύεται και συναποτελείται από την συντροφικότητά τους σε αυτό.
Δεν θα πω πια άλλα περί τροφών και ποτών και εσθήτων και των υπολοίπων σχετικά με τον τρόπο διαβίωσης και των φυσικών αναγκών που παραδίδει ο νόμος των αυτοχθόνων προς τους ξένους επήλυδες –διότι όλα αυτά διέπονται από τα θέσμια περί της ευνοίας που απολαμβάνει ο ξένος από αυτόν που του δείχνει στοργή ομοίως όπως αγαπά τον εαυτό του.
Επελαύνοντας, λοιπόν, η νομοθεσία (και επιτείνοντας την έλξη την οποία ασκεί εκ φύσεως η φιλανθρωπία) εκδίδει διατάγματα και για τους μέτοικους αξιώνοντας από τους μετανάστες όταν ωριμάσουν οι συνθήκες να απονείμουν κάποιου είδους τιμή προς αυτούς που τους υποδέχθηκαν –πάσα τιμή αν όλα έγιναν καλώς και δέχθηκαν φιλόξενες προσφορές και μετριώτερη τιμή αν δεν τους έδωσαν τίποτε άλλο πλην της υποδοχής.
Διότι το να εφορμήσουν σε μιαν πόλη που δεν τους ταιριάζει καθόλου ή προκειμένου μάλλον να επιβιβαστούν απλά σε ένα ξένο έδαφος, αυτό αφ’ εαυτού ενέχει κάποιαν αποχρώσαν ένδειξη πως πρόκειται περί δωρεάς σε εκείνους που δεν μπορούν να μένουν μόνοι τους. Η απλή τιμιότητα από μόνη της, επομένως, απαιτεί αυτές τις τιμές αλλά υπερβαίνει τα όριά της όταν θεωρεί πως δεν πρέπει να κρατούμε μνησικακία σε εκείνους από τους φιλοξενούντες που πραγματοποιούν άσχημες πράξεις –ακόμα κι αν, ενώ είναι κατ’ όνομα φιλάνθρωποι, οι πράξεις τους δεν είναι.
Λέει, λοιπόν, η νομοθεσία για να το αντικρούσει αυτό: «Μην θεωρήσεις βδέλυγμα έναν Αιγύπτιο διότι ήσουν κι εσύ από τους παροικούντες την Αίγυπτο». Αν και ποιό κακό παρέλειψαν να διαπράξουν στις προστριβές τους με το έθνος οι Αιγύπτιοι που πάντα συνυφαίνουν νέα και παλαιά κακά καθώς και καινούργιες επινοήσεις προκειμένου να διαπράξουν ωμότητες; Αλλά όμως, επειδή αρχικά αυτοί μας δέχθηκαν και δεν απέκλεισαν τις πόλεις ούτε θέσπισαν άβατο για την χώρα τους απέναντι σε όσους προετοιμάζονταν να πάνε εκεί, ας έχουν προνόμια –λέει– ως ένδειξη φιλικής αναγνώρισης αυτής της υποδοχής. Κι αν κάποιοι από αυτούς θα ήθελαν να αλλάξουν και να περάσουν προς την πολιτεία των Ιουδαίων, δεν πρέπει να απορριφθούν με αδιαλλαξία ως παιδιά εχθρών αλλά πρέπει να δοθεί προσοχή ώστε η τρίτη γενιά Αιγυπτίων να καλείται στην εκκλησία και να τους μεταδίδονται τα λόγια του Θεού, στα οποία είναι θεμιτό να συμμετέχουν ως ιεροφάντες και οι αυτόχθονες και οι ευπατρίδεις. Αυτοί είναι, λοιπόν, οι νόμοι τους οποίους θεσπίζει η νομοθεσία υπέρ αυτών που υποδέχονται τους μετοίκους αλλά υπάρχουν και άλλοι χρηστοί νόμοι υπέρ των αντιπάλων στον πόλεμο, νόμοι που είναι μεστοί από πραότητα. Διότι η νομοθεσία αξιώνει να μην τους θεωρούμε εχθρούς (ακόμη κι αν βρίσκονται ήδη επί θύραις ή έχουν φθάσει κοντά στα τείχη με τις πανοπλίες και τους πολιορκητικούς τους κριούς) ώσπου να στείλουν κήρυκες και να μας ζητήσουν ειρήνη.
Κι έτσι, αν παραδοθούν θα βρουν το μεγαλύτερο αγαθό –την φιλία– ενώ, αν μας εναντιωθούν και φανούν απειθείς, μπορούμε να προχωρήσουμε και να πάρουμε θέσεις άμυνας, προσθέτοντας στην ελπίδα της νίκης και την συμμαχία του δικαίου.
Λέει, ακόμα, η νομοθεσία πως αν από τα λάφυρα επιθυμήσεις κάποιαν όμορφη γυναίκα, μην την μεταχειριστείς ως αιχμάλωτη αλλά, με πιο ήρεμο τρόπο, δείξε της οικτιρμό για την αλλαγή της τύχης της και ανακούφισέ την στην συμφορά της προσαρμόζοντάς τα όλα προς το καλύτερο. Και θα την ανακουφίσεις κόβοντας τις τρίχες του κεφαλιού της και τα νύχια της, γδύνοντάς την από την εσθήτα που φόραγε όταν πιάστηκε, αφήνοντάς την μόνη επί 30 ημέρες και επιτρέποντάς της να πενθήσει και να κλάψει με την άδειά σου για τον πατέρα και την μητέρα και τους άλλους οικείους της (τους οποίους αποχωρίστηκε επειδή πέθαναν ή επειδή υπομένουν κι αυτοί τις συμφορές της δουλείας που είναι χειρότερες κι από τον θάνατο)–
Και μετά από αυτά μπορείς, σύμφωνα με τον νόμο, να την πάρεις ως σύζυγο. Διότι είναι άγιο το να έχει την αξίωση αυτή η οποία μέλλει να ανέβει στην κλίνη ενός άνδρα να γίνει δεκτή στους θεσμούς που χαρακτηρίζουν τους τέλειους γάμους όχι ως εταίρα επί μισθώ –οπότε θα καπηλευθεί το άνθος της ώρας εκείνης– αλλά είτε λόγω έρωτα για το σύζυγο είτε για να γεννήσει παιδιά.
Πάρα πολύ καλώς έχει διαταχθεί το κάθε τι.
Πρώτα-πρώτα, επειδή δεν αφέθηκε η επιθυμία αχαλίνωτη να κόβει λαιμούς αλλά επειδή κατεστάλη η ορμή της σπαταλώντας μόνο 30 ημέρες.
Δεύτερον, επειδή θέτει υπό δοκιμασία τον έρωτα για να διαπιστώσει εάν είναι μανιώδης και αψίκορος και γεμάτος πάθος ή μετέχει στην πιο καθαρή ιδέα, την επίσημα διακηρυγμένη λογική. Διότι η λογική θα βάλει τροχοπέδη στην επιθυμία και δεν θα την αφήσει να διαπράξει οποιαδήποτεν ύβρη αλλά απλώς να τηρήσει την προθεσμία του ενός μηνός.
Τρίτον, επειδή ελεεί την αιχμάλωτη (αν είναι παρθένος, γιατί δεν υπάρχουν γονείς να εγγυηθούν γι’ αυτήν ότι ο πολύ ευκταίος αυτός γάμος θα γίνει στα σίγουρα –ενώ αν είναι χήρα και έχει στερηθεί τον νόμιμο σύζυγό της, γιατί θα ζητήσει να δοκιμάσει έναν άλλον για να της επαναφέρει τον φόβο του δεσπότη ακόμα και αν την μεταχειρίζεται ως ίση).
Διότι ο υπήκοος πάντοτε φοβάται την δύναμη του κρατούντος, ακόμα και αν αυτή η δύναμη είναι ήρεμη.
Και η νομοθεσία, αν κανείς –έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία του και έχοντας κορεστεί– αξιώνει να μην έρχεται πλέον σε συνομιλία με την αιχμάλωτη, μάλλον δεν του κάνει καμίαν ζημία παρά τον νουθετεί και τον σωφρονίζει για να βελτιώσει τα ήθη του. Διότι προστάζει να μην την πουλήσει ούτε να την κρατά ως δούλα αλλά να της χαρίσει την ελευθερία και να της δώσει επιπλέον και την άδεια να φύγει από το σπίτι του μην τυχόν και πάθει κάτι ανεπανόρθωτο σε περίπτωση που –όπως συνηθίζεται στα πάθη από ζηλοτυπία– προκύψει κάποια φιλονικία της με κάποιαν άλλην γυναίκα που αγαπά ο κύριος, ο οποίος ταυτόχρονα θα έχει υπαχθεί κάτω από την επιρροή των καινούργιων φίλτρων του έρωτα και θα έχει ξεχάσει τα παλιά.
Προς την κατεύθυνση της πραότητας, η νομοθεσία προστάζει και άλλα προς τα ευήκοα ώτα έτσι ώστε και αν ακόμα πέσουν τα υποζύγια ζώα των εχθρών από το βάρος που μεταφέρουν, να μην τα προσπεράσουμε αλλά να τα βοηθήσουμε και να τα ανορθώσουμε. Με τον τρόπον αυτό, διδάσκει περαιτέρω πως δεν πρέπει κανείς να βρίσκει ευχαρίστηση στην εχθρότητα που του δείχνουν εκείνοι που τον μισούν.
Γνώριζε η νομοθεσία ότι επρόκειτο για χαιρεκακία, παρόμοια και συνάμα αντίθετη από τον φθόνο –παρόμοια διότι ανήκουν και τα 2 στην κατηγορία του πάθους και δρώντας επάνω μας καλύπτουν το ίδιο πεδίο αλληλοδιαδοχικά, αντίθετη διότι το αποτέλεσμα του φθόνου είναι να λυπάται κανείς για τα αγαθά του γείτονα –ενώ η χαιρεκακία είναι η άντληση ηδονής από τα δεινά του γείτονα.
Και πάλι, εάν δεις ένα υποζύγιο του εχθρού να περιπλανιέται, άφησε τις διαφορές σας (ώστε να λειτουργήσουν ως κίνητρα για περισσότερο μνησίκακες διαθέσεις), άρπαξε το ζώο και, αφού το απαγάγεις και το καρπωθείς, μετά να το δώσεις πίσω.
Εσύ θα επωφεληθείς περισσότερο από αυτόν.
Αυτός θα κερδίσει ένα ζώο χωρίς λογική και πιθανώς για τίποτε άξιο ενώ εσύ θα κερδίσεις τον μεγαλύτερο και τον πιο πολύτιμο θησαυρό σε ολόκληρη την φύση, την καλοκαγαθία –και ύστερα από αυτό έπεται η διάλυση της έχθρας, με τόση σιγουριά όσο και του σώματος έπεται η σκιά.
Αυτός, ο αποδέκτης μιας ευεργεσίας που δεν την θέλησε, σύρεται προς την φιλία μέσω της ευγένειας η οποία τον κρατά δεσμευμένο. Εσύ που τον βοήθησες, καθώς μια καλή σου πράξη ήρθε να συνδράμει τις συμβουλές σου, είσαι προδιατεθειμένος να κάνεις πράξεις συμφιλίωσης.
Αυτό είναι που ο πιο ιερός μας προφήτης επιθυμεί ιδιαιτέρως να δημιουργήσει μέσα από όλην την νομοθεσία –ομόνοια, κοινωνικότητα, συμφωνία φρονημάτων, συγχώνευση ηθών– εξ ου και οι οικίες και οι πόλεις και τα έθνη και οι χώρες και όλο το ανθρώπινο γένος μπορεί πλέον να προχωρήσει στην ανώτατη ευδαιμονία. Προς το παρόν, όμως, αυτά είναι ευχές αλλά θα γίνουν –πείθω και γω τον εαυτό μου– αψευδέστατα έργα αν ο Θεός μας δώσει (όπως και τους ετήσιους καρπούς) ευφορία με τις αρετές εκείνες στις οποίες δεν είχαμε μερίδιο όσοι σχεδόν από τα πρώτα μας χρόνια περιφέρουμε τον πόθο μας γι’ αυτές).
Αυτά και άλλα παραπλήσια γνωστοποίησε ο Μωϋσής στους ελεύθερους ανθρώπους.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Συνοδευτικά, όπως φαίνεται, νομοθετεί και για τους δούλους και τους επιτρέπει και αυτοί να επωφεληθούν από τα μέτρα που συντείνουν στην πραότητα και στην φιλανθρωπία.
Ο Μωϋσής θεωρεί πως οι σκλάβοι που εξαιτίας της έλλειψης των στοιχειωδών αναγκών της ζωής υπόκεινται στην δουλεία άλλων δεν θα πρέπει να υποφέρουν τίποτε που να είναι ανάξιο ως προς την ελευθερία με την οποία γεννήθηκαν. Ακόμη, προτρέπει αυτούς που τυχαίνει να τους έχουν υπό την διακονία τους να σκεφτούν να σκεφτούν πόσο ανυπολόγιστη είναι η περιουσία τους και να δείξουν αιδώ απέναντι στην αλλαγή της θέσεως των δούλων.
Όσον αφορά τους χρεωστές που έχασαν την ελευθερία τους μέσω προσωρινών δανείων –φέροντας τόσο το όνομα όσο και τα πάθη της προσβολής αυτής– και εκείνους που έγιναν από ανάγκη δούλοι, ο Μωϋσής δεν τους επιτρέπει να μείνουν για πάντα στην κακή τους κατάσταση αλλά τους δίνει ολοκληρωτική απαλλαγή στο 7ο έτος.
Για τους δανειστές που δεν πήραν πίσω τα χρωστούμενα ή τα πήραν πίσω με κάποιον άλλον τρόπο –αποκτώντας την κυριότητα εκείνων που πριν ήταν ελεύθεροι– ο Μωϋσής λέει ότι θα πρέπει να είναι ευχαριστημένοι που οι χρεωστές θα είναι υπηρέτες επί μιαν 6ετία. Και αυτοί οι χρεωστές που δεν γεννήθηκαν δούλοι –λέει– δεν θα πρέπει να χάνουν εντελώς την ελπίδα τους αλλά θα πρέπει να περιμένουν να τους δοθεί η άδεια ελευθερίας που είχαν παλιά και την οποία έχασαν άθελά τους λόγω των αντιξοοτήτων.
Λέει, ακόμα, αν κάποιος είναι δούλος άλλου ανθρώπου άνω των 2 ετών και καταφύγει σε σένα ζητώντας βοήθεια –είτε από τον φόβο των απειλών του αφεντικού του είτε επειδή βαραίνουν κάποια αμαρτήματα την συνείδησή του είτε επειδή δεν διέπραξε κανένα αδίκημα αλλά βρίσκει τον κύριό του αμείλικτον, εξαγριωμένον και μωρόν– να μην τον αγνοήσεις.
Διότι είναι ιεροσυλία να παραδίδεις έναν ικέτη και ο δούλος είναι ένας ικέτης που κατέφυγε στην οικία σου όπως σε ένα ιερό και έχει σε αυτήν δικαίωμα να τύχει ασύλου και, αποφεύγοντας έτσι τον δόλο και τις ενέδρες που τον παραφυλάνε, να έλθει σε μιαν τίμια και ανοιχτή συμφωνία να επιστρέψει στο αφεντικό του
–ή αλλιώς, αν αυτό δεν είναι πιθανόν(,)ως τελευταία καταφυγή(,)ας πουληθεί.
Διότι, αν και δεν είναι σίγουρο που θα κλίνουν την ζυγαριά οι αλλαγές των κυρίων, ωστόσο αυτό το άγνωστο κακό είναι πιο ελαφρύ από το γνωστό.
Αυτή είναι, λοιπόν, η νομοθεσία για τους συγγενείς και τους ξένους και τους φίλους και τους εχθρούς και τους δούλους και τους ελεύθερους και για το σύνολο των ανθρώπων.
Παράλληλα, όμως, παίρνει και κάτι από την ευαισθησία και την ηρεμία της φύσης των άλογων ζώων και τους μεταδίδει κάτι το ηθικό, σαν να το έχει αντλήσει από μιαν γλυκιάν πηγή.
Τους προστάζει να μην επωφελούνται από τις σχέσεις τους με τις αγέλες τις εξημερωμένες –τα πρόβατα στα ποίμνια, τις γίδες στα κοπάδια και τα βόδια που διαβουκολώνται εύκολα –και να μην απολαμβάνουν αμέσως τα μικρά νεογέννητα (είτε πρόκειται για φαγητό είτε με την πρόφαση ότι θα τα προσφέρουν θυσία). Διότι θεώρησε ότι είναι δείγμα σκληρής ψυχής να είναι ξαπλωμένο χάμω το νεογέννητο και να χωρίζονται αμέσως τα νεογνά από την μητέρα τους μόνο και μόνο για την στομαχική ηδονή ενώ, επίσης, θεώρησε ότι ένα τόσο αφύσικα παραλλαγμένο γεύμα θα γέμιζε την ψυχή αηδία.
Λέει, λοιπόν, ο Μωϋσής σε αυτούς που θα ενταχθούν στην πιο ιερή του πολιτεία: «Ω γενναίε, υπάρχει πολλή αφθονία εδώ για να την απολαύσεις χωρίς να σε μεμφθεί κανείς. Ειδάλλως, θα μπορούσε ίσως κάτι τέτοιο να συγχωρεθεί επειδή πολλά μας αναγκάζει να κάνουμε χωρίς την θέλησή μας η έλλειψη και η σπανιότητα. Εσύ, όμως, οφείλεις να διαφέρεις ως προς την εγκράτεια και ως προς τις υπόλοιπες αρετές καθώς έχεις ταχθεί στην καλύτερη θέση, υπό τις διαταγές του Ορθού Λόγου, του ταξιάρχη της φύσεως για την χάρη του οποίου πρέπει να εξημερωθείς και τίποτε σκαιό να μην σκέπτεσαι ούτε κατά διάνοια».
Και τί θα μπορούσε να είναι πιο σκαιό από το να επιφέρεις απ’ έξω και άλλες, επιπρόσθετες ωδίνες στις ωδίνες της γέννας με τον άμεσο διαχωρισμό των νεογνών; Διότι αναγκαστικά σφαδάζει η φυσική μητέρα από φιλοστοργία όταν της αποσπώνται τα νεογνά –και μάλιστα, την ίδιαν εκείνη στιγμή της κύησης– επειδή οι μαστοί (που συνεχίζουν να αναβλύζουν ενώ λείπει το νεογέννητο για να θηλάξει) σκληραίνουν, ανακόπτεται η ροή και πιέζονται από το βάρος του γάλατος που έχει εντός τους παγώσει προκαλώντας μεγάλους πόνους.
«Χάρισε» λέει «το νεογνό στην μητέρα και –αν όχι για όλον τον χρόνο– άσ’ το τουλάχιστον να πιει γάλα τις πρώτες 7 ημέρες και μην αφήσεις να εργάζονται ανώφελα οι πηγές που ενστάλαξε η φύση στους μαστούς καταστρέφοντας το δεύτερο δώρο που έδωσε η φύση στα ζώα. Τα 2 αυτά δώρα η φύση τα προετοίμασε μετά από βαθειά περίσκεψη στο παρελθόν κι έτσι τα παρακολουθεί εκ του μακρόθεν με αιώνια και τέλεια φρόνηση. Διότι το πρώτο της δώρο στα ζώα ήταν η γέννηση μέσω της οποίας το μη ον άγεται προς το είναι. Το δεύτερο δώρο είναι η εκπήγαση του γάλατος, μια κατάλληλα μαλακή τροφή που εξ απαλών ονύχων διαποτίζει το κάθε τι και αποτελεί συνάμα σίτιση και πόση (γιατί το πιο υδατώδες μέρος του γάλατος αποτελεί πόση και το πιο παχύρρευστο σίτιση) και παρέχονται οι 2 επειδή έχει ληφθεί πρόνοια ώστε να μην υποφέρει το νεογνό που μόλις ήρθε στην ζωή από τις ανάγκες αυτές, τις 2 πικρές κυρίες –την Πείνα και την Δίψα– που πάντοτε ελλοχεύουν σε διαστήματα χρονικά σύντομα αλλά αποφεύγονται με τον τρόπον αυτό από την μία και αυτή προσφορά των δύο θρεπτικών ουσιών».
Καλυφθείτε και κρύψτε τα πρόσωπά σας από ντροπή, διαβάζοντας τούτον τον νόμο, όλοι εσείς οι χρηστοήθεις και περιζήτητοι γονείς, εσείς που πάντοτε σκοτώνετε τα βρέφη, εσείς που καιροφυλακτείτε και ενεδρεύετε για να τα σκοτώσετε μόλις βγουν από την κοιλιά της μάνας, εσείς οι άσπονδοι πολέμιοι ολόκληρου του γένους των ανθρώπων.
Γιατί σε ποιόν θα δείξετε την οποιαδήποτε καλή διάθεση εσείς που δολοφονήσατε με το ίδιο σας το χέρι τα ίδια σας τα τέκνα;
Εσείς που κάνετε ότι μπορείτε για να ερημώσετε τις πόλεις και παίρνετε την οδό της απωλείας ξεκινώντας από το ίδιο σας το αίμα, εσείς που ανατρέπετε τους θεσμούς της φύσεως και γκρεμίζετε όλα όσα αυτή έχει οικοδομήσει, εσείς που με την ωμότητα της ανήμερης και ατίθασης ψυχής σας εξοπλίζετε την φθορά κατά της δημιουργίας και τον θάνατο κατά της ζωής;
Ή δεν βλέπετε ότι ο κατά τα πάντα άριστος νομοθέτης μας κατέβαλε μόχθο πολύ ώστε ούτε ακόμα και στην περίπτωση των άλογων ζώων δεν θα διαχωρίζονταν τα νεογνά από την μητέρα που τα γέννησε –ώσπου να απογαλακτιστούν;
Για εσάς, ω γενναίοι, ακόμα περισσότερο έγινε αυτό έτσι ώστε –αν ακόμα και η φύση δεν καταφέρει να σας διδάξει– ίσως να διδαχθείτε να αγαπάτε τους οικείους σας αν κοιτάξετε τα αρνιά και τα ερίφια που τίποτε δεν τα εμποδίζει να εντρυφούν σε όσα αναγκαία τους χορηγεί άφθονα η φύση. Γιατί η φύση τα έχει παρασκευάσει αυτά στα πλέον κατάλληλα μέρη –όπου όσοι το δεηθούν θα απολαύσουν ευμάρεια– ενώ ο νομοθέτης εποπτεύει με πολλήν προνοητικότητα για να μην εμποδίζει κανείς τις ευεργετικές και σωτήριες δωρεές του Θεού.
Τόσο μεγάλην επιθυμία έχει ο Μωϋσής να διασπείρει –με πολυποίκιλους τρόπους– τους σπόρους της ευαισθησίας και της ηρεμίας μέσα στα μυαλά τους που θέτει κι άλλο διάταγμα (παρόμοιο με τα προηγούμενα) και τους απαγορεύει να θυσιάζουν από κοινού και την ίδιαν ημέρα την μητέρα και το νεογνό: διότι πρέπει να θυσιαστούν αλλά, οπωσδήποτε, σε διαφορετικό χρόνο.
Διότι είναι το αποκορύφωμα της αγριότητας να σκοτώνονται σε μια ημέρα αυτή που αποτέλεσε την αιτία της γεννήσεως και αυτό που γεννήθηκε.
Και εν ονόματι ποίου λόγου γίνεται αυτό;
Είτε στο όνομα μιας πρόφασης για να γίνονται θυσίες είτε στο όνομα μιας απόλαυσης της κοιλιάς.
Και αν αυτό γίνεται ένεκα θυσιών, διαψεύδεται και το ίδιο το όνομα γιατί τέτοιου είδους πράξεις δεν λέγονται θυσίες αλλά σφαγές.
Και ποιός βωμός θεού θα δεχτεί τόσο ανίερες προσφορές;
Και ποιό πυρ δεν θα διαλυόταν από μόνο του, διασπώμενο με τρόμο σε 2 κομμάτια, για να ξεφύγει από την ένωση με κάτι που δεν θέλει να έχει μαζί του καμία ανάμειξη;
Νομίζω πραγματικά ότι ούτε για λίγο δεν θα μπορούσε να το αντέξει αλλά παρευθύς θα έσβηνε λαμβάνοντας κάθε πρόνοια ώστε να μην μολυνθεί από το μίασμα της φλόγας ο αέρας και η ιερώτατη φύση του πνεύματος.
Αν πάλι, γίνεται στο όνομα ενός συμποσίου, και ποιός δεν θα πρόβαλε αντιρρήσεις για αυτές τις καινοφανείς και ανώμαλες ορέξεις της υπερβολικής λαιμαργίας της κοιλιάς στο φαγοπότι;
Διότι αυτό που επιδιώκουν τέτοιου είδους άνθρωποι είναι οι αφύσικες ηδονές. Και τί ηδονή υπάρχει, άραγε, για όσους τρώνε κρέας και γεύονται τις ίδιες σάρκες μητέρας και νεογνών μαζί;
Πράγματι, αν κανείς ήθελε να αναμείξει τα μέλη και των 2 και τα έβαζε στην σούβλα για να πέσει με τα μούτρα στο ψητό, μου φαίνεται πως αυτά τα μέλη δεν θα κάθονταν ήσυχα αλλά θα ‘βγαζαν φωνή μεγάλη και με αγανάκτηση για την υπερβολή του καινοφανούς πάθους και θα εκστόμιζαν υπεράνω των χιλίων λοιδοριών κατά της λαιμαργίας αυτών που στρέφονται σε μιαν τέτοιαν ακολασία δίχως πραγματική τροφή.
Αλλά ο νόμος αυτός εκδιώκει από τους ιερούς ναούς και δεν επιτρέπει να σφαγιάζονται και όσα από εκείνα τα ζώα κυοφορούν –ώσπου να ξεγεννήσουν.
Αυτό συμβαίνει επειδή, κατά την συλλογιστική του, τίθενται σε ίση μοίρα αυτά τα μωρά που κυοφορούνται με αυτά που έχουν ήδη γεννηθεί, όχι γιατί αυτά που δεν έχουν ακόμα έρθει στο φως δεν βρίσκονται στην ίδια θέση αλλά προκειμένου να περιορίσει την ευχέρεια που έχουν αυτοί που συνηθίζουν στα πάντα να συμφύρονται και παντού να χώνονται.
Όμως, τα μικρά είναι τώρα δα ενωμένα με την μητέρα και εξακολουθούν ακόμα να μεγαλώνουν –σαν τα φυτά, κατά κάποιον τρόπο– και θεωρούνται σαν μέρη της μητέρας. Ωστόσο, ακριβώς για να μην συμβεί το παραπάνω αναφερθέν μίασμα, υπάρχει η ελπίδα πως –σε μια περίοδο μηνών και αμέσως μόλις αποσπαστούν από αυτήν την συνένωση της φύσης τους– θα αποκτήσουν ζωή και υα διαφυλάσσονται μέσω της προστασίας της μητέρας.
Πολύ περισσότερο, λοιπόν, δεν πρέπει να αποτρέπουμε να συμβεί αυτό το μίασμα όταν τα νεογνά θα έχουν γεννηθεί και θα έχουν χωριστεί από το σώμα της μητέρας τους;
Γιατί το μεγαλύτερο ανοσιούργημα απ’ όλα είναι η σφαγή της μητέρας και του νεογέννητου βρέφους σε μιαν μόνο στιγμή και την ίδια μέρα.
Από το σημείο αυτό, μου φαίνεται, εκκίνησαν κάποιοι εκ των νομοθετών και εισηγήθηκαν τον νόμο σχετικά με τις καταδικασμένες γυναίκες, έναν νόμο ο οποίος διατάζει να κρατιούνται ζωντανές στην φυλακή οι έγκυοι, εφόσον έχουν διαπράξει κάτι που να τιμωρείται με θάνατο –ώσπου να γεννήσουν.
Αυτό γίνεται προκειμένου, όταν αυτές θανατωθούν, να μην χαθούν μαζί τους και τα μωρά.
Αυτά, όμως, τα έκαναν αυτοί γνωστά στους ανθρώπους.
Ο Μωϋσής, ωστόσο –ο οποίος εγέρθη τόσο πιο ψηλά από αυτούς– επέκτεινε το αίσθημα της ευαισθησίας έως και τα άλογα ζώα έτσι ώστε, εξασκούμενοι σε ζώα ανομοιογενή με εμάς, μα μπορέσουμε να επιδείξουμε ακόμη πιο άφθονα την φιλανθρωπία μας σε όντα που είναι ομοιογενής με εμάς.
Και αυτό γίνεται αν αποφεύγουμε το να λυπεί και να στενοχωρεί ο ένας τον άλλον, αν δεν συσσωρεύουμε τα προσωπικά μας αγαθά στα θησαυροφυλάκια αλλά τα προσφέρουμε για την επιτυχία ενός σκοπού όπως θα τα προσφέραμε στους συγγενείς μας και, εν γένει, στα φυσικά μας αδέλφια.
Κι αφήστε μετά τους δεινότατους συκοφάντες να συνεχίζουν να κατηγορούν κι άλλο το έθνος με τις διαβολές τους, να καταγγέλλουν τους νόμους ως ασυνάρτητους και αντικοινωνικούς όταν είναι ολοφάνερο πως οι νόμοι αυτοί απλά επεκτείνουν το έλεος και την συμπόνοια και στα κοπάδια τα θρεφτάρια και επιχειρούν να τιθασεύσουν τους ανθρώπους του έθνους –με τις νομικές εισηγήσεις που τους κάνουν από την παιδική ηλικία– ώστε να προσαρμόσουν όσο τμήμα της ψυχής τους παραμένει απειθές.
Ο Μωϋσής, όμως, είναι τόσο πλούσιος σε αρετή και τόσο πολυτάλαντος και καλότροπος στο να δίνει μαθήματα που αποδύεται επιπλέον σε έναν αγώνα με τον ίδιο του τον εαυτό. Διότι έδωσε διαταγή να μην αποσπαστεί από την μητέρα του κανένα αρνίον ή ερίφιο ούτε κανένα άλλο ζώο από τα ποίμνια –πριν κοπεί ο ομφάλιος λώρος.
Διέταξε, επίσης, να μην σκοτώνεται η μητέρα και το νεογνό την ίδια μέρα και το επιδαψίλευσε λέγοντας αυτό: «Ουχ εψήσεις άρνον εν γάλακτι μητρός». Διότι θεώρησε πως είναι υπερβολικά ανάρμοστο να χρησιμοποιείται η ίδια ουσία –το γάλα– που έτρωγε το ζώο ζωντανό ως ήδυσμα και ως νοστιμιά όταν αυτό το αρνίον σκοτωνόταν.
Ακόμα, ενώ η φύση φρόντιζε επιμελώς για την επιβίωση του ζώου παρέχοντάς του γάλα και τα είχε κανονίσει όλα ώστε η ροή του γάλατος να διέρχεται μέσα από τους μαστούς της μητέρας του, ο Μωϋσής θεώρησε ότι ο άνθρωπος είχε την άδεια να υπερβεί τόσο πολύ την εγκράτεια ώστε να καταχραστεί την ίδια την αιτία της ζωής και να καταστρέψει και την υπόλοιπη ζωή του σώματος που είχε μείνει προς ανάλωση –κι αν κανείς έχει την αξίωση να βράσει το κρέας μεσ’ στο γάλα, ας το κάνει χωρίς καμία ωμότητα και χωρίς καμία ασέβεια.
Υπάρχουν παντού στην γη ολόκληρες αγέλες θρεφτάρια που ταΐζουν γάλα βοσκοί και ποιμένες, κτηνοτρόφοι των οποίων το μεγαλύτερο εισόδημα αποδίδεται από το γάλα (άλλες φορές χυμένο και άλλες φορές πυκνό και πηγμένο σε τυρί) ώστε αφού υπάρχει σε αφθονία, αυτός που βράζει το κρέας απ’ τα αρνάκια ή τα ερίφια ή κάποιο άλλο θρεφτάρι μέσ’ στο γάλα της ίδια της μητέρας του επιδεικνύει την σκαιότητα των δυσάρεστων τρόπων του καθώς και ότι το έλεος, το πιο απαραίτητο και πιο συγγενές πάθος, έχει αποκοπεί από την ψυχή του.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Θαυμάζω, επίσης, και κείνον τον νόμο που –συνάδοντας με τους προηγούμενους όπως ακριβώς μια πολύ αρμονική χορωδία– ασκεί την εξής ρητορική: λέει να μην βάζουμε φίμωτρο στο βόδι που μουγκανίζει.
Γιατί αυτό είναι το βόδι που πριν γίνει η σπορά στην εύφορη πεδιάδα χαράσσει, ανατέμνει και προετοιμάζει τα αυλάκια στο χώμα για τον γεωργό και για τον ουρανό –για τον γεωργό προκειμένου να σπείρη στον κατάλληλο καιρό και για τον ουρανό ώστε οι Χάριτες που στέλνει μέσω των βροχών να γίνουν δεκτές από τις βαθειές κοιλότητες που θα τις κατακρατήσουν και θα τις ξεδιαλέξουν ως πλούσια τροφή για τους σπόρους ώσπου να έρθει η ώρα που θα θερίσει τα στάχυα και θα τελειοποιήσει τον τέλειο καρπό.
Και μετά από την τελείωση αυτή, το βόδι θα είναι εκ νέου αναγκαίο για κάποιαν άλλη υπηρεσία, να καθαρίσει τα δεμάτια στους αγρούς και να διακρίνει τα άχρηστα σκύβαλα από τα γνήσια και τα χρήσιμα.
Μιας, όμως, και ανέφερα την ευαίσθητη και χρηστή προσταγή περί των βοδιών που μουγκανίζουν, θα συνεχίσω με τον τεθέντα νόμο –της ιδίας συγγενείας– περί των ζωντανών που οργώνουν την γη.
Διότι απαγορεύει να ζεύονται στο ίδιο άροτρο το βόδι και το γαϊδούρι όχι μόνον επειδή σκέπτεται την ανομοιογένεια των ζώων –γιατί το βόδι είναι καθαρό ενώ τα γαϊδούρι όχι και δεν πρέπει να γίνεται σύζευξη των ανομοίων ζώων κατ’ αυτόν τον τρόπο– αλλά επειδή είναι άνισα και κατά την ισχύ τους. Απαιτείται να προσέχουν τα ασθενέστερα ζώα ώστε να μην συνθλιβούν και συντριβούν από την ισχύ των δυνατοτέρων, αν και στην περίπτωση αυτή το ασθενέστερο –ο όνος– εκδιώκεται από τους ιερούς ναούς ενώ το δυνατότερο –ο βους– ο νόμος το δέχεται να θυσιάζεται στις πιο ιερές ιερουργίες όπου απαιτείται τελειότητα.
Ο νόμος αυτός, όμως, δεν φοβήθηκε την ασθένεια των ακάθαρτων ζώων ούτε επέτρεψε στα καθαρά ζώα να χρησιμοποιήσουν την ισχύ και όχι την δικαιοσύνη και με τον τρόπον αυτό βοά και κράζει σε όσους έχουν ώτα στην ψυχή να μην αδικούν κανέναν ετεροεθνή αν δεν έχουν να τους κατηγορήσουν για τίποτε εκτός από το ότι ανήκουν σε άλλη φυλή, κάτι για το οποίο δεν ευθύνονται.
Διότι όσα δεν είναι άσχημα ή δεν προέρχονται από το κακό και άσχημο στέκονται έξω και πέρα από κάθε μομφή.
Τόσο πλούσια επιδαψιλεύει την ευαισθησία του και της κάνει κατά κόρον χρήση που την μετέρχεται και σε όλο το φάσμα από τα λογικά έως και τα άλογα όντα, από τα άλογα ζώα έως και τα φυτά περί των οποίων πρέπει ευθύς να μιλήσω –επειδή έχω ήδη μιλήσει για τα προηγούμενα, για τους έμψυχους ανθρώπους και για όσα έχουν προικιστεί με άψυχη ζωή.
Ο Μωϋσής έδωσε τις κατευθύνσεις ώστε να μην κόβεται κανέναν από τα δένδρα που καλλιεργούνται και ανήκουν στην ήμερη ύλη ούτε να καταπατούνται οι εύφορες πεδιάδες προς εκμετάλλευση πριν την κατάλληλη ώρα του θερισμού ούτε συνολικά να καταστρέφονται οι καρποί της ώστε πλουσιοπάροχα να παρέχονται στο ανθρώπινο γένος άφθονες τροφές, όχι μόνον οι αναγκαίες αλλά και εκείνες που κάνουν την ζωή γλυκιά.
Διότι ο καρπός του σιταριού ξεχωρίζει ως ένα από τα απαραίτητα στην ζωή των ανθρώπων αλλά οι αμύθητες ποικιλίες των φρούτων παρέχουν τα αναγκαία για την γλυκιά ζωή –και μάλιστα, όταν αυτές σπανίζουν, τότε γεννώνται πολλές φορές και επιπρόσθετες ποικιλίες φρούτων.
Και, υπερυψούμενος έτι περαιτέρω, ο Μωϋσής δεν επιτρέπει να ερημώνεται στον πόλεμο ούτε καν η χώρα των εχθρών και παραγγέλλει να μην κόβονται τα δένδρα και να μην γίνονται καταστροφές, θεωρώντας πως είναι παράλογο να ενσκήπτει η οργή των ανθρώπων σε αυτά που δεν υπήρξαν υπαίτια για καμιάν ασχήμια.
Έπειτα, ο Μωϋσής αξιώνει να μην βλέπουν οι άνθρωποι μόνο το παρόν αλλά να βλέπουν και προς το μέλλον με οξύτητα σκέψης και λογισμού (ακριβώς όπως από ένα μακρινό παρατηρητήριο).
Διότι, εφόσον τίποτε δεν μένει το ίδιο αλλά τα πάντα υπόκεινται σε μετατροπές και σε μεταβολές, θεωρεί ότι αυτοί που παλιότερα προκάλεσαν εχθρικά αισθήματα μπορεί να στείλουν κήρυκες και να ζητήσουν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις ώστε να γίνουν αμέσως φίλοι.
Διότι είναι δυσάρεστο να αποστερεί κανείς τους φίλους από τις αναγκαίες τροφές ώστε να μην έχουν αποταμιεύσει τίποτε απ’ όσα μπορούν να τους επωφελήσουν για να αντιμετωπίσουν το άδηλο μέλλον.
Διότι πολύ καλά έχει ειπωθεί από τους παλαιούς ότι και στην φιλία πρέπει να συμμετέχουμε δίχως να ξεχνούμε το ενδεχόμενο να εξελιχθεί σε έχθρα και την έχθρα πρέπει να την αποκρούουμε δίχως να ξεχνούμε το ενδεχόμενο να εξελιχθεί σε φιλία, έτσι ώστε ο καθένας μέσα στην δική του φύση να αποθηκεύει κάτι από αυτά που τον κάνουν να αισθάνεται ασφάλεια και –χωρίς να μένει εντελώς απογυμνωμένος– να μετανοεί και να κατηγορεί τον ίδιο του τον εαυτό, κάτι που είναι υπερβολικά εύκολο όταν τίποτε καλό κι ωφέλιμο δεν προκύπτει. Αυτό το ρητό πρέπει να το τηρούν και οι πόλεις, δηλαδή εν καιρώ ειρήνης να προνοούν και για τον πόλεμο και εν καιρώ πολέμου να προνοούν και για την ειρήνη και ούτε τους συμμάχους να πιστεύουν άνετα εκ των προτέρων (υποθέτοντας ότι δεν θα μεταβάλλουν γνώμη και δεν θα γίνουν αντίπαλοι) ούτε στους εχθρούς να δείχνουν απόλυτη δυσπιστία (υποθέτοντας ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν πιο φιλικοί).
Ακόμα, όμως, και αν τίποτα δεν πρέπει να κάνουμε υπέρ του εχθρού με την ελπίδα της καταλλαγής των παθών, ωστόσο από τα φυτά κανένα δεν είναι εχθρός αλλά όλα είναι φιλικά κι ωφέλιμα –και μάλιστα, τα φυτά εκείνα που καλλιεργούνται είναι ιδιαιτέρως αναγκαία καθώς η απόκτηση των καρπών τους είτε είναι τροφή είτε είναι ισοδύναμη με τροφή.
Γιατί, λοιπόν, να πρέπει να πολεμούμε αυτά που δεν μας πολεμούν –κόβοντάς τα ή καίγοντάς τα ή τραβώντας τα από τις ρίζες– αυτά ακριβώς που τα τελειοποίησε η φύση (γεννώντας τα με την ροή των υδάτων και τον εύκρατον άνεμο) και που αποδίδουν στον άνθρωπο κάθε χρόνο τους δασμούς τους λες και αυτός είναι βασιλιάς;
Εμέλησε, όμως, ο Μωϋσής ακριβώς όπως ένας καλός προστάτης να παράσχη όχι μόνο στα ζώα αλλά και στα φυτά την ισχύ και την ρώμη που προκύπτει από την εκλέπτυνση –και μάλιστα, ιδιαίτερα στα φυτά εκείνα που είναι καλλιεργήσιμα (τόσο επειδή είναι άξια περισσότερη φροντίδας καθώς δεν είναι εξίσου εύρωστα με τα άγρια τα φυτά όσο και επειδή απαιτούν την γεωργική επιστήμη προκειμένου να αποκτήσουν μεγαλύτερη δύναμη).
Προστάζει, λοιπόν, να καλλιεργούνται τα νεόφυτα δένδρα επί μια 3ετία –περιτέμνοντας τις περιττές τους επιφύσεις έτσι ώστε να μην πιέζονται από το βάρος και να μην εξασθενούν λόγω ένδειας εξαιτίας της τροφής που κατακερματίζεται προς αυτές, σκάβοντάς τα ολόγυρα και φτιάχνοντας αυλάκια έτσι ώστε να μην βλασταίνει κανένα από τα παράσιτα που είναι επιζήμια για τα δένδρα και να μην εμποδίζει την άνθησή τους και, τέλος, να μην κόβονται οι καρποί των δένδρων με τον σκοπό της απόλαυσης όχι μόνον επειδή η απόλαυση αυτή που προέρχεται από ατελή φρούτα μέλλει να είναι ατελής (διότι και όσα των ζώων δεν είναι τέλεια δεν γεννούν τέλειους απογόνους) αλλά και επειδή βλάπτονται τα νεόφυτα και, καθώς εμποδίζεται η ανάπτυξη τους, πρόκειται έτσι να ζηλεύουν –κατά κάποιον τρόπο– το σύρσιμο χάμω.
Πολλοί γεωργοί, λοιπόν, κατά την άνοιξη επιτηρούν τα νέα δένδρα έτσι ώστε, αν καρποφορούν, αμέσως να συνθλίβουν τους καρπούς τους πριν αποδώσουν και αναπτυχθούν, λόγω του φόβου ότι τα δένδρα θα εξασθενήσουν. Διότι συμβαίνει να παραμένουν άγονα ή να παράγουν εξαμβλώματα –αν κανείς δεν πάρει τις προφυλάξεις του– όταν ακριβώς θα έπρεπε να φέρουν τον ολοκληρωμένον και τέλειον καρπό.
Και οι καρποί αυτοί εξασθένησαν λόγω του ότι καταπονήθηκαν πρόωρα τις φορές εκείνες που τα παλαιά κλήματα λόγω του επαχθούς έργου που ανέλαβαν οι ρίζες τους αδυνάτισαν και τους κορμούς των νέων κλημάτων.
Μετά από μια 3ετία, όμως, όταν οι ρίζες μπαίνουν πιο βαθειά και πιο γερά στο έδαφος και ο κορμός αναπτυχθεί και γίνει εύρωστος ακριβώς σαν να έχει ακλόνητα θεμέλια, θα είναι εφικτό στο 4ο έτος να γεννηθούν τέλειοι καρποί κατά τον τέλειο αριθμό -4.
Και για αυτό το 4ο έτος διατάζει να μην δρέπονται οι καρποί προς απόλαυση αλλά όλοι να προσφέρονται από τις απαρχές ως αφιέρωση στον Θεό, αποτελώντας εν μέρει χάρισμα για το παρελθόν και εν μέρει ελπίδα για την ευφορία των καρπών στο μέλλον και για το πρόσθετο εισόδημα που ακολουθεί μετά από αυτήν.
Βλέπεις πόση είναι η ευμένεια και η χρηστότητα που επιδεικνύει ο Μωϋσής και πώς το εγχύει αυτό σε κάθε ιδέα –πρώτα στους ανθρώπους (ακόμα κι αν αυτοί είναι από άλλη φυλή ή εχθροί) κι έπειτα στα άλογα ζώα (ακόμα κι αν τυχαίνει να μην είναι καθαρά ζώα) και, επιπλέον, σε όλα τα σπαρτά και τα δένδρα μαζί. Διότι αυτός που ξέρει εκ των προτέρων την ηπιότητα επειδή την έμαθε σε φυσικούς κόσμους πέρα από κάθε φαντασία δεν θα διαπράξει καμία αμαρτία εναντίον κανενός πλάσματος στο οποίο έχει μοιραστεί ψυχή ενώ αυτός που δεν επιχειρεί κανέναν νεωτερισμό ως προς τα έμψυχα βρίσκεται πολύ πέραν του να εκπαιδευθεί σωστά και να διδαχθεί για μιαν ακόμη φορά πώς να φροντίζει τα λογικά πλάσματα.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Αφού με τέτοιες εισηγήσεις εξημέρωσε τις διάνοιες όσων πολιτεύονταν κατ’ αυτόν, επιπλέον τους απομάκρυνε από την υπεροψία και την αλαζονεία, αυτά τα δεινότατα και επαχθέστατα κακά που ασπάζονται οι πολλοί ως τα μεγαλύτερα αγαθά –και ιδιαιτέρως, μάλιστα, όταν τα πλούτη και οι δόξες και οι ηγεμονίες χορηγούν άφθονα υλικά αγαθά.
Διότι η αλαζονεία φυτρώνει τόσο στους παραμελημένους όσο και στους αφανείς ανθρώπους όπως και κάθε άλλο από τα πάθη και τις νόσους και τις αρρώστιες της ψυχής, αν και δεν αυξάνεται επιπλέον κατόπιν αλλά σιγοκαίει δίχως να λάμπει, όπως η φωτιά όταν υπάρχει σπανιότητα καύσιμου υλικού.
Ξεχωρίζει, όμως, περιφανώς αυτό το κακό στους μεγάλους χορηγούς οι οποίοι –όπως έχω πει– κατέχουν από την αλαζονεία ολόκληρα πλούτη και δόξες και εξουσίες και είναι χορτασμένοι από αυτά (όπως ακριβώς οι μεθυσμένοι που εμφορούνται από άκρατο οίνο) και ξεθυμαίνουν πάνω σε δούλους και ελεύθερους μαζί –και, ορισμένες φορές, και πάνω σε ολόκληρες πόλεις.
«ΤΙΚΤΕΙ ΓΑΡ ΚΟΡΟΣ ΥΒΡΙΝ», όπως λένε κι οι παλιοί.
Γι’ αυτό και πάρα πολύ καλώς ο Μωϋσής –λειτουργώντας ως ιεροφάντης– παρακινεί να απέχουν από όλα τα αμαρτήματα αλλά, ιδιαιτέρως, από την υπεροψία.
Έπειτα, υπενθυμίζει ποιες αιτίες συνήθως κάνουν το πάθος να αναφλέγεται, δηλαδή η άμετρη ικανοποίηση της κοιλιάς και τα άφθονα υλικά αγαθά σε σπίτια και κτήματα και θρεφτάρια. Διότι με αυτά οι άνθρωποι γίνονται αμέσως ακρατείς, ενθουσιάζονται και αρχίζουν να αγκομαχούν ξεφυσώντας και μόνο μία ελπίδα έχουν για να θεραπευτούν, να μην κάνουν ποτέ το λάθος να ξεχνούν τον Θεό. Διότι ακριβώς όπως το σκότος εξαφανίζεται μόλις ανατείλει ο ήλιος και τα πάντα πληρούνται φωτός, με τον ίδιον τρόπο όταν ανατείλει και λάμψει επί της ψυχής ο νοητός ήλιος –ο Θεός– ο ζόφος των παθών και των δεινών διασκορπίζεται και η καθαρώτατη και αξιέραστη μορφή της εωσφόρου αρετής ξεχωρίζει λάμποντας επιφανώς.
Και επιπλέον, θεωρώντας ο Μωϋσής σωστό να καταστείλει και να εξολοθρεύσει την υπεροψία, απαγγέλλει τις αιτίες για τις οποίες πρέπει να διατηρείται ως αλήστου μνήμης το είδωλο του Θεού.
Λέει: «ΟΥΤΟΣ ΓΑΡ ΣΟΙ ΔΙΔΩΣΙΝ ΙΣΧΥΝ ΠΟΙΗΣΑΙ ΔΥΝΑΜΙΝ» –και υπερβολικά σωστά, από άποψη διαπαιδαγώγησης.
Διότι αυτός που μαθαίνει με ακρίβεια και δίχως παρεκκλίσεις την διδασκαλία ότι η ευρωστία και η ρώμη είναι ένα δώρο που έλαβε από τον Θεό, όταν αναλογιστεί την αδυναμία που ο ίδιος είχε πριν γίνει αποδέκτης της δωρεάς αυτής, θα αποτινάξει το υπερβολικά υψηλό φρόνημα της μεγαλαυχίας και θα ευχαριστήσει τον αίτιο για αυτήν την μεταβολή προς την απόκτηση μεγαλύτερης δύναμης.
Γιατί η ευγνωμονούσα ψυχή είναι η αντίπαλος της αλαζονείας επειδή και, αντιστρόφως, η αχαριστία είναι συγγενής με την υπεροψία.
Σου λέει δηλαδή ότι αν τα οικονομικά σου είναι εύρωστα, επειδή έλαβες και απέκτησες ισχύ την οποία ίσως δεν προσδοκούσες, «ΠΟΙΕΙ ΔΥΝΑΜΙΝ» –και το τι σημαίνει αυτό το «ποίει» στην προστακτική πρέπει να εξηγηθεί επακριβώς για όσους δεν συλλαμβάνουν το δηλούμενον.
Πολλοί επιχειρούν να κάνουν τα αντίθετα από αυτά που έχουν μάθει.
Είτε αν πλουτίσουν προσπαθούν να κάνουν τους άλλους φτωχούς είτε αν τους αποδοθούν μεγάλες δόξες και τιμές προσπαθούν να γίνουν αίτιοι για να αποδοθεί ασημαντότητα και ατιμία σε άλλους –ενώ θα ‘πρεπε να κάνει τους πλησίον του πιο έξυπνους ο άνθρωπος ο φρόνιμος, πιο εγκρατείς ο σώφρων, πιο γενναίους ο ανδρείος, πιο δικαίους ο δίκαιος και συνολικά πιο καλούς ο καλός ο άνθρωπος (και μάλιστα, μέχρι και τον τελευταίον από αυτούς).
Διότι, όπως φαίνεται, αυτές είναι δυνάμεις που κι ο πιο αστείος άνθρωπος τις έχει κάνει κτήμα του ως πλέον οικείες –ενώ οι αντίθετές τους, η αδυναμία και η εξασθένηση, είναι άσχετες με τα ήθη τα σπουδαία.
Άλλωστε, ο Μωϋσής υπενθυμίζει στην διδασκαλία του προς την λογική φύση και ένα εξαιρετικά πρέπον δίδαγμα, δηλαδή πώς να μιμείται τον Θεό όσο περισσότερο το νομίζει και τίποτε να μην παραλείπει από όσα συντελούν στην ενδεχόμενη εξομοίωσή τους.
Λέει, ακόμα, ο Μωϋσής πως επειδή έλαβες ισχύ από τον πλέον δυνατό, μετάδωσε και συ αυτήν την ισχύ σου σε άλλους για να μιμηθείς τον Θεό χαρίζοντας και συ παραπλήσια πράγματα όπως αυτός. Διότι είναι κοινωφελείς οι δωρεές αυτές του Πρώτου Ηγεμόνα που δίνονται σε μερικούς με τον σκοπό, αφού τις λάβουν, να μην τις αποκρύψουν ή να τις καταχραστούν αλλά να τις φέρουν σε δημόσια θέα ώστε να τις χρησιμοποιήσουν και να τις απολαύσουν όλοι όσοι πιθανόν να κληθούν.
Λέμε, λοιπόν, και σε αυτούς που έχουν πολλά χρήματα και φήμη και οικονομική ευπορία να προσπαθούν να κάνουν πιο εύπορους και πιο πολυμαθείς και συνολικά πιο καλούς ανθρώπους όσους συναντούν και να μην αντιπαρατίθενται –προτιμώντας τον φθόνο και την ζήλεια αντί της αρετής– με όσους μπορούν να ευημερούν.
Και πάρα πολύ καλά έπραξε ο νόμος και δεν οδήγησε ενώπιον της ανθρώπινης δικαιοσύνης αυτούς που διαπνέονται μετ’ επιτάσεως από μεγάλη, αθεράπευτη αλαζονεία αλλά τους παρέδωσε μόνο στο δικαστήριο του Θεού.
Διότι λέει ο νόμος πως αν κάποιος επιχειρεί να πράξει κάτι με υπερηφάνεια «ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΠΑΡΟΞΥΝΕΙ». Γιατί;
Πρώτα-πρώτα, διότι η αλαζονεία αποτελεί κακία της ψυχής και η ψυχή είναι αόρατη σε όλους τους ανθρώπους εκτός από τον Θεό.
Οι τυφλοί ως τιμωροί-κολαστές είναι επίμεμπτοι επειδή έχουν κατήγορό τους την άγνοια ενώ όσοι έχουν όραση είναι επαινετοί ως τιμωροί-κολαστές επειδή αυτοί δρουν σε όλα με επιστημονική γνώση.
Έπειτα, διότι κάθε αλαζόνας θεωρεί τον εαυτό του «ΟΥΤΕ ΑΝΔΡΑ ΟΥΤΕ ΗΜΙΘΕΟΝ ΑΛΛ’ ΟΛΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ» (κατά τον Πίνδαρο) όταν καταλαμβάνεται πλήρως από το συναίσθημα του παραλογισμού και αξιώνει να υπερβεί τους όρους της ανθρώπινης φύσεως.
Και σε αυτόν είναι και το σώμα επιλήψιμο (όπως ακριβώς και η ψυχή) σε όλες τις σχέσεις και τις κινήσεις του επειδή με ακροβατισμούς προχωρά στα άκρα. Κορδώνεται υψώνοντας τον λαιμό του και επαίρεται πέραν της ανθρώπινης φύσεως καθώς εισπνέει τραβώντας μέσα το στομάχι του, ρίχνει πλάγιες ματιές με το βλέμμα του κάνοντας πως δεν βλέπει, όταν ακούει κάνει πως παρακούει. Τους υπηρέτες τους μεταχειρίζεται σαν ζώα, τους ελεύθερους τους μεταχειρίζεται σαν δούλους, τους συγγενείς του σαν ξένους, τους φίλους του σαν κόλακες και τους συμπολίτες του σαν ξένους. Νομίζει πως είναι πιο πλούσιος, πιο έντιμος, πιο καλός, πιο ισχυρός, πιο μυαλωμένος, πιο δίκαιος, πιο μορφωμένος, πιο πολυμαθής απ’ όλους. Έπειτα, θεωρεί τους άλλους ως κακομοίρηδες, άσημους, άτιμους, άφρονες, άδικους, αμόρφωτους, καθάρματα, ως το απόλυτο μηδέν.
Εύλογο είναι, λοιπόν, λοιπόν –όπως λέει ο ιεροφάντης Μωϋσής– ότι αυτοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον Θεό ως αντίδικο και ως τιμωρό-κολαστή.
Περί μετανοίας
Αφού, λοιπόν, ο ιερώτατος Μωϋσής είναι ενάρετος, αγαπά την καλοσύνη –και, ιδιαιτέρως, την Φιλανθρωπία– προτρέπει όλους απανταχού της οικουμένης να είναι ζηλωτές της Ευσέβειας και της Δικαιοσύνης ενώ σε όσους μετανοούν προσφέρει ως μεγάλο έπαθλο της νίκης την συμμετοχή τους στην άριστη πολιτεία και την απόλαυση των ασήμαντων και των σημαντικών αγαθών που προσφέρει αυτή η άριστη πολιτεία.
Διότι τα αγαθά που προηγούνται σε σημασία είναι η υγεία άνευ νόσων για το σώμα, η πλοήγηση άνευ κινδύνων για τα πλοία καθώς και το να διατηρεί κανείς άσβεστα στην μνήμη του όλα όσα είναι άξια μνημόνευσης.
Δεύτερα έρχονται όλα εκείνα τα αγαθά που συνίστανται στην επανόρθωση, δηλαδή και η θεραπεία από τις ασθένειες και η πάρα πολύ ευκταία σωτηρία από τους κινδύνους των ναυτικών ταξιδιών και η ανάμνηση που εκπηγάζει από την λήθη. Αυτή η ανάμνηση –με την οποία η μετάνοια είναι αδελφική και πολύ συγγενική– δεν κατατάσσεται στην πρώτη και ανώτατη κατηγορία των αγαθών αλλά κατατάσσεται στην δεύτερη θέση, παίρνοντας το βραβείο που ακολουθεί αυτήν την πρώτη κατηγορία.
Διότι το να έχει κανείς μηδενικές αμαρτίες συνολικά, αυτό είναι χαρακτηριστικό ίδιον του Θεού ή και –ποιός ξέρει, τάχα– θεϊκού ανθρώπου ενώ το να μεταστρέφεται κανείς προς μια ζωή άμεμπτη είναι χαρακτηριστικό που προσιδιάζει στους συνετούς που δεν αγνοούν εντελώς το συμφέρον τους.
Εξ ου και ο Μωϋσής –αφού τους συναθροίζει όλους αυτούς και τους εισάγει στα μυσταγωγικά του μυστήρια– τους προσκαλεί να συμμετάσχουν στην άριστη πολιτεία του με τις συμβιβαστικές και φιλικές εισηγήσεις που κάνει.
Οι προτάσεις αυτές τους προτρέπουν να εξασκούνται να μην λένε ψέματα αλλά να προβάλλονται ως απλοί, να ασπάζονται ως τις πιο απαραίτητες αξίες την αλήθεια και την έλλειψη ματαιοδοξίας που αποτελούν τα αίτια της ευτυχίας καθώς και να εξανίστανται κατά των μυθικών πλασμάτων, αυτών ακριβώς των δημιουργημάτων που εγχάραξαν στις τρυφερές τους ακόμη ψυχές από την παιδική τους ηλικία και οι γονείς και οι τροφοί και οι παιδαγωγοί και χιλιάδες άλλοι από τους συνήθεις που απεργάστηκαν για αυτούς ένα σχέδιο περί της επιδίωξης της άριστης γνώσης, ένα σχέδιο μάταιο και άσκοπο που δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί.
Και ποιό, άραγε, είναι το πλέον άριστο από όλα τα όντα παρά ο Θεός;
Του οποίου, επιπλέον, τις τιμές –ξεφεύγοντας πέραν του μέτρου από κάθε όριο αλαζονείας– τις διένειμαν σε εκείνους που δεν είναι θεοί ενώ τον ίδιον τον Θεό τον ξέχασαν αυτοί, οι κενοί φρενών;
Έτσι, λοιπόν, πρέπει να έχουμε σε υπόληψη ως φιλτάτους και πολύ συγγενικά μας πρόσωπα όλους όσοι αν και δεν αναγνώρισαν από την αρχή το καθήκον τους να σέβονται τον Κτίστη και Πατέρα του Παντός, ύστερα ωστόσο ασπάστηκαν την μοναρχία του αντί της πολυαρχίας –και πρέπει να απολαμβάνουμε μαζί την ηδονή με αυτούς, που έδειξαν το ήθος εκείνο το πολύ αγαπητό στον Θεό που είναι το σημαντικότερο για την φιλία και την εγκαρδιότητα, ακριβώς επειδή ανέβλεψαν όταν είδαν να ξεπροβάλη από το βαθύτατο σκότος ένα καταυγάζον φως– αν και προηγουμένως ήταν τυφλοί. Ειπώθηκε, λοιπόν, το πρωτεύον και το πιο απαραίτητο από αυτά που οδηγούν στην μετάνοια.
Κι ας μετανοεί κανείς όχι μόνον επειδή εξαπατήθηκε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα θαυμάζοντας όσα γεννήθηκαν προ του Αγεννήτου και Δημιουργού αλλά επειδή εξαπατήθηκε και για τα υπόλοιπα που είναι αναγκαία στην ζωή. Κι ας μεταπηδά –όπως ακριβώς μετέβαλε γνώμη και από το πιο φαύλο πολίτευμα, την οχλοκρατία, μετήλθε στην πλέον ευνομούμενη πολιτεία, στην δημοκρατία– από την απερισκεψία στην φρόνηση, από την έλλειψη αυτοσυγκράτησης στην εγκράτεια, από την αδικία στην δικαιοσύνη, από την ατολμία στο θάρρος –και όλα αυτά, που είναι αισχρό να τα αγνοεί κανείς, σημαίνουν να περνά από την αμάθεια στην επιστήμη.
Διότι είναι πάρα πολύ καλό και συμφέρει να αυτομολούν οι άνθρωποι αμεταστρέπτως προς το στρατόπεδο της αρετής εγκαταλείποντας τις τάξεις αυτής της κακοήθους κυρίας, της Κακίας.
Και, ταυτόχρονα, της συμμετοχής στις υπόλοιπες αυτές αρετές είναι αναγκαίο να έπεται κάθε τιμή προς τον όντως Θεό (όπως κάτω από τον ήλιο η σκιά ακολουθεί το σώμα) –κι αμέσως, οι νίοφερτοι γίνονται σώφρονες, εγκρατείς, συνεσταλμένοι, πράοι, χρηστοήθεις, φιλάνθρωποι, σεμνοί, δίκαιοι, μεγαλόψυχοι, εραστές της αλήθειας, ανώτεροι από τα χρήματα και την ηδονή.
Και από αυτό, αντιθέτως, έπεται ότι οι αποστάτες πρέπει να θεωρούνται ως ακόλαστοι, επαίσχυντοι, άδικοι, άσεμνοι, μικροπρεπείς, απεχθείς, εταίροι της ψευδολογίας και της ψευδορκίας και ως άνθρωποι που πούλησαν την ελευθερία τους έναντι τροφής, κρασιού και εδεσμάτων και υπέρ του κάλλους (τόσο ως προς τις απολαύσεις του στομαχιού όσο και ως προς τις απολαύσεις κάτω απ’ το στομάχι –οι οποίες στο τέλος αποτελούν βαρύτατη ζημία και για το σώμα και για την ψυχή).
Πάρα πολύ καλά έπραξε, πράγματι, ο Μωϋσής και για όσα οδηγούν στην μετάνοια υπέβαλε αυτές τις προτάσεις του με τις οποίες διδασκόμαστε να αλλάζουμε την ζωή μας και να την προσαρμόζουμε σε μιαν μεταβολή προς το καλύτερο και το κάλλιστο.
Διότι λέει πως αυτό δεν είναι ούτε υπερβολικά δύσκολο ούτε απρόσιτο ούτε είναι κάτι το αιθεροβάμον πέρα από τα έσχατα πέρατα της γης ούτε καν πέρα από την μεγάλη θάλασσα που αδυνατούμε να το έχουμε αλλά βρίσκεται πολύ κοντά –εντοπίζεται στα 3 μέρη του σώματός μας (στο στόμα, στην καρδιά και στα χέρια) και συμβολίζεται με λόγια, σκέψεις και έργα διότι το στόμα είναι σύμβολο της ομιλίας, η καρδιά των επιθυμιών και τα χέρια των πράξεων– κι εκεί έγκειται η ευτυχία.
Διότι ο βίος είναι αξιέπαινος και τέλειος όταν η γνώμη διαμορφώνεται σε αναλογίες με τον λόγο κι όταν οι ενέργειές του ακολουθούν τις επιθυμίες του ενώ όταν αυτά διαφωνούν μεταξύ τους τότε ο βίος είναι ατελής και επίμεμπτος. Αν κανείς δεν λησμονήσει να λάβει υπόψιν του αυτήν την αρμονία, τότε θα ευχαριστήσει τον Θεό γιατί θα είναι συνάμα και αγαπητός στον Θεό αλλά και θα αγαπάει τον Θεό.
Εξ ου και –σε πλήρη συμφωνία με όσα έχουν ειπωθεί– χρησιμοποιήθηκε και εκείνο το λόγιο απόφθεγμα «ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΕΞΕΛΑΒΕΣ ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΙ ΘΕΟΝ, ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΣ ΕΞΕΛΕΞΕ ΣΟΙ ΣΗΜΕΡΟΝ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΛΑΟΝ ΑΥΤΩ». Και ασφαλώς είναι πάρα πολύ καλή η ανταπόδοση αυτής της εκλογής καθώς ο άνθρωπος σπεύδει να υπηρετήσει το Ον.
Ο Θεός σπεύδει ανυπερθέτως να γνωρίσει, να αποκτήσει εξοικείωση με τον ικέτη και να ανταποκριθεί εκ των προτέρων στην θέληση αυτουνού που επιθυμεί γνήσια και ανόθευτα να τον υπηρετήσει σαν μια θεραπαινίδα ενώ αυτός ο αληθινός υπηρέτης και ικέτης –κατά πως αυτός προτιμά να πιστεύει– αποτελεί εν δυνάμει ολόκληρον τον λαό γιατί έχει γίνει ισότιμος με όλο το έθνος (ακόμα κι αν τυχαίνει να είναι ένας στον αριθμό).
Και είναι πολύ φυσικό να έχουν έτσι τα πράγματα.
Διότι, όπως λειτουργούν ως αντίρροπη δύναμη σε ένα πλοίο ο καπετάνιος που αντισταθμίζει όλους τους ναύτες και σε ένα στρατόπεδο ο στρατηγός που εξουδετερώνει όλους τους στρατιώτες (και αν διαφθαρούν και καταστραφούν αυτοί συμβαίνει να έρχεται η ήττα και για τον στρατό και για τον στόλο λες και συνετρίβησαν μαζί όλες τους οι δυνάμεις), με τον ίδιον τρόπο –περικλειόμενος από ένα απόρθητο τείχος, την θεοσέβεια– και ο σοφός είναι εφάμιλλος σε αξία με ολόκληρο το έθνος.
Περί ευγενείας
Να και γιατί δεν πρέπει να επιτιμούμε και λίγο αυτούς που υμνούν την ευγένεια ως το μέγιστο αγαθό που προκαλεί τα μεγάλα καλά –και πρωτίστως στην περίπτωση εκείνη που θεωρούν ως ευγενείς εκείνους που προέρχονται από παλαιές οικογένειες με πλούτη και δόξα, ακόμη κι αν ούτε αυτοί οι πρόγονοι (για τους οποίους καυχώνται ότι κατάγονται) δεν βρήκαν την ευτυχία στην περίσσια περιουσία τους.
Διότι το αληθινά αγαθό σε καμία περίπτωση δεν βρίσκεται σε τίποτε που να βρίσκεται ούτε έξω ούτε μέσα στο σώμα και πολύ περισσότερο δεν βρίσκεται σε κανένα επί μέρους τμήμα της ψυχής αλλά εντοπίζεται μόνο στο κυρίαρχο και ηγεμονικό τμήμα της ψυχής.
Επειδή όταν ο Θεός θέλησε να ενσταλάξει και σε εμάς το αληθινό κάλλος για να μας κάνει πράους και φιλάνθρωπους, δεν βρήκε κανέναν άλλο πιο αξιοπρεπέστερον ναό πάνω στην γη παρά την λογική.
Διότι μόνο στην λογική (η οποία αποτελεί το καλύτερο τμήμα της ψυχής) διατηρείται το καλό –ακόμη κι αν δυσπιστούν κάποιοι που δεν έχουν γευθεί την σοφία ούτε με την άκρη των χειλιών τους.
Διότι σε όσους υπηρετούν την ισχύ των βασιλέων τόσο το ασήμι και το χρυσάφι όσο και οι τιμές και οι εξουσίες καθώς και η ευεξία μαζί και με την ομορφιά του σώματος μοιάζουν με στρατιώτες που έχουν ταχθεί να τους υπηρετούν (όπως τους βασιλιάδες) επειδή δεν έχουν αντικρύσει το εωσφορικό φως της αυγής.
Επειδή τέτοια είναι, λοιπόν, η ευγένεια που γνωρίζουν ως κληρονομιά τους αυτοί των οποίων η διάνοια έχει εκκαθαριστεί με τέλεια καθάρσια –πρέπει, επομένως, να ονομάζουμε ως ευγενείς μόνο τους σώφρονες και δίκαιους ακόμη κι αν τυχαίνει να προέρχονται από προγόνους αργυρώνητους ή δούλους. Διότι για όσους έχουν γίνει πονηροί ενώ προέρχονται από καλούς ανθρώπους θα πρέπει να είναι άβατο έστω και ένα κομματάκι από την κληρονομιά τους μιας και οι φαύλοι είναι ανέστιοι και δεν έχουν δική τους πόλη καθώς είναι αποδιωγμένοι από την πατρίδα της αρετής (και η οποία, πράγματι, είναι η πατρίδα των σοφών ανδρών).
Στους φαύλους αναγκαστικά πρέπει να αποδίδεται το όνομα «δυσγένεια» –ακόμα κι αν οι ζωές των παππούδων ή των προγόνων τους ήταν άψογες και ανεπίληπτες– επειδή απαλλοτριώνουν την κληρονομιά τους με επιτηδειότητα και από μόνοι τους, με λόγια και έργα, παίρνουν διαζύγιο από την ευγένεια και απέχουν πάρα πολύ από αυτήν.
Μα, επιπρόσθετα –ακριβώς για να μην περνούν οι πονηροί για ευγενείς– τους βλέπω όλους αυτούς ως ασυμβίβαστους εχθρούς της ευγένειας και θεωρώ ότι έχουν καθαιρεθεί από το αξίωμα των προγόνων τους επειδή έχουν αμαυρώσει και έχουν σβήσει όσην λαμπρότητα υπήρχε στην γενιά τους.
Γι’ αυτόν το λόγο μου φαίνεται πως πολύ στοργικοί γονείς αποκληρώνουν επίσημα τους γιους τους και τους αποκόβουν από τα σπίτια τους –όταν η μοχθηρία των γιων τους επικρατήσει της περιττής και υπερβάλλουσας εύνοιας που αυτοί οι γονείς τρέφουν μέσα τους για τα παιδιά τους.
Είναι εύκολο να διαγνώσει κανείς την αλήθεια αυτού του λόγου και από άλλα παραδείγματα.
Γιατί τί όφελος από την οξύτητα της όρασης των προγόνων του θα έχει ώστε να δει κάποιος που είναι ανάπηρος στα μάτια;
Ή μήπως, όταν έχει παραλύσει η γλώσσα του, θα μπορέσει να εκφραστεί για να τα ερμηνεύσει όλα αυτά επειδή οι γονείς ή ο παππούς του μίλαγαν χαμηλόφωνα;
Αν έχει μείνει κατασκελετωμένος από μιαν μακρά νόσο που τον έχει εξαντλήσει, ποιό κέρδος θα έχει ακόμη κι αν τα ονόματα των αρχηγών, ηγετών και γεναρχών του γένους του αναγραφούν στους πίνακες των Ολυμπιονικών ή μαζί με τους άλλους νικητές αγώνων λόγω της αθλητικής τους ρώμης;
Διότι ίδιες ακριβώς παραμένουν και διόλου δεν γίνονται καλύτερες οι σωματικές τους αδυναμίες ούτε επιδέχονται βελτίωση λόγω της οικονομικής ευμάρειας των οικείων τους. Και κατά τον ίδιον τρόπο δεν αποτελούν όφελος οι δίκαιοι γονείς για τους άδικους ούτε οι συνετοί για τους ακόλαστους ούτε συνολικά οι καλοί για τους πονηρούς –και ούτε και οι νόμοι κάνουν κανένα καλό στους παρανομούντες τους οποίους κολάζουν.
Διότι υπάρχουν κάποιοι άγραφοι νόμοι όπως και οι ζωές αυτών που ‘ταν ζηλωτές της αρετής.
Εξ ου και θεωρώ πως αν ο Θεός είχε αποδώσει στην ιδέα της ευγένειας μορφή ανθρώπινη, η Ευγένεια θα στεκόταν απέναντι στους αφηνιασμένους απογόνους και θα ‘λεγε τούτα τα λόγια:
«Όταν πρυτανεύει η αλήθεια, η συγγένεια δεν μετριέται μόνο με το αίμα αλλά με την μίμηση των ίδιων πράξεων και με την επιδίωξή τους. Εσείς, όμως, πράξατε με επιτήδευση ακριβώς τα αντίθετα γιατί αυτά τα οποία αγαπώ νομίσατε ότι τα εχθρεύομαι ενώ αυτά που μου προξενούν την δυσμένεια εσείς θεωρήσατε ότι μου προκαλούν την φιλία. Διότι η αιδώς και η αλήθεια, η μετριοπάθεια, η έλλειψη ματαιοδοξίας και η καλοσύνη όταν βρίσκονται στην δικαιοδοσία μου είναι τίμια ενώ σε εσάς άτιμα. Κι εχθρεύομαι την αναισχυντία, το ψεύδος, τα άμετρα πάθη, την ματαιοδοξία, την κακία, αυτά που σε εσάς είναι πάρα πολύ οικεία. Γιατί, λοιπόν, υποκρίνεστε και υποδύεστε πως φέρετε το ευπρεπές όνομα αυτής ακριβώς της συγγένειας την οποία μελετήσατε επισταμένως ώστε να την κάνετε ξένη σε σας με τα έργα σας και να την απαλλοτριώσετε; Διότι δεν ανέχομαι τις παραπλανήσεις και τις κομψές απάτες γιατί είναι πανεύκολο και στον πρώτον τυχόντα να βρει εντυπωσιακά λόγια ενώ δεν είναι καθόλου εύκολο να απαλλαγεί από τα πονηρά ήθη και να τα αλλάξει σε χρηστά ήθη. Και στην έκταση που με αφορά, θεωρώ ως εχθρούς και θα πρωτοστατήσω εφεξής εναντίον εκείνων που αναζωπυρώνουν τις φλόγες στα προσανάμματα της έχθρας και θα τους αποδοκιμάζω στο μέλλον περισσότερο από εκείνους των οποίων το όνειδος οφείλεται στην ταπεινή καταγωγή. Διότι στους καταγόμενους από ταπεινή γενιά υπάρχει ως απολογία ότι δεν είχαν εξοικειωθεί με την καλοσύνη ενώ εσείς, οι βλαστοί των μεγάλων οίκων που καυχιώνται και φημίζονται για την λαμπρή τους γενιά, είστε υπόδικοι. Διότι δεν διανοηθήκατε τίποτα καλό να αναπαράγετε, αν και πρωτότυπα υποδείγματα αγαθού σας είχαν δοθεί –και κατά κάποιον τρόπο, σας είχαν εμφυτευθεί– ως αρχέτυπα».
Είναι από τα πολλά πράγματα προφανές, βέβαια, το ότι ο Μωϋσής έθεσε την ευγένεια κατά τρόπον ώστε να αποκτάται μέσω της αρετής και το ότι θεώρησε ως ευγενή μόνον αυτόν που κατέχει την αρετή αλλά όχι αυτόν που κατάγεται από καλούς και αγαθούς γονείς.
Και ποιός δεν θα ονόμαζε άμεσα τους γηγενείς ως ευπατρίδεις και ως αρχηγούς, ηγέτες και γενάρχες αυτών;
Αυτούς που τους έλαχε να προέρχονται από ένα γένος εξαίρετο σε σύγκριση με τους μεταγενεστέρους αφού βλάστησαν από το πρώτο ζευγάρι που νυμφεύθηκε τότε που πρώτη φορά συνήλθαν σε κοινή συνομιλία ο άνδρας και η γυναίκα για να σπείρουν τον ομοιότυπό τους;
Όμως, επειδή γεννήθηκαν 2, ο μεγαλύτερος ο Κάϊν δεν βιάστηκε να δολοφονήσει τον νεώτερον Άβελ και –καθώς απεργάστηκε το μεγαλύτερο άγος, την αδελφοκτονία– μίανε πρώτος την γη με ανθρώπινο αίμα.
Σε τι τον ωφέλησε η ευγένεια αφού αποδείχθηκε αγενής ως προς την ψυχή του; Για την οποίαν έλλειψην ευγενείας ο επόπτης των ανθρωπίνων πραγμάτων Θεός –όταν είδε το στυγερό έγκλημα– τον απέπεμψε και τον καταράστηκε, ορίζοντας τιμωρίες. Ωστόσο, δεν του αφαίρεσε αμέσως την ζωή (οπότε δεν θα αισθανόταν τις συμφορές που θα τον έπλητταν) αλλά επικρέμασε από πάνω του χιλιάδες αλλεπάλληλους θανάτους, λύπες και φόβους ώστε να αντιληφθεί με τις αισθήσεις του τα πλέον οδυνηρά δεινά.
Μετά από αυτά τα εξαιρετικώς δόκιμα γεγονότα, γεννήθηκε κάποιος πανάγιος άνδρας (για του οποίου την ευσέβεια αυτός που θέσπισε τους νόμους αξίωσε να υπάρχει αναγραφή επί των ιερών βιβλίων). Είναι αυτός ακριβώς ο οποίος την εποχή του μεγάλου κατακλυσμού –όταν σημειωνόταν πανωλεθρία από τις πόλεις που αφανίζονταν και καταπίνονταν ακόμα και τα πιο ψηλά των ορέων από την μετ’ επιτάσεως διόγκωση της πλημμύρας των ρευμάτων των υδάτων– διασώθηκε μόνος μαζί με τους οικείους του λαμβάνοντας για την καλοκαγαθία του ένα έπαθλο που μεγαλύτερό του δεν μπορεί να βρεθεί. Ωστόσο, ένα από τα τρία παιδιά που έκανε και που είχαν απολαύσει την πατρική δωρεά τόλμησε να ξεσκίσει –με το γέλιο και με τον χλευασμό– τον αίτιο για την σωτηρία του πατρός (διερωτώμενος μήπως έκανε κάποιο σφάλμα παρά την θέλησή του) κι έτσι, προς καταισχύνη του ιδίου πατρός του που τον γέννησε, τον εξέθεσε ξεγυμνωμένο για όσα θεμιτόν είναι να αποκρύπτονται.
Κι αυτός ο Χαμ, λοιπόν, δεν είχε κανένα όφελος από την λαμπρή ευγενική του καταγωγή, αφού έγινε καταραμένος και αποτέλεσε την αρχή της κακοδαιμονίας που επακολούθησε μετά από αυτόν –τύχη την οποία αξίζει να έχει κανείς όταν αμελεί να τιμά τους γονείς του.
Μα γιατί να κάνουμε μνεία αυτών των ανθρώπων και να ξεχνούμε και τον πρώτο σπαρτό και γηγενή;
Αυτόν ακριβώς που –ένεκα της ευγενείας του– δεν συγκρίνεται με κανέναν θνητό διότι ο ανδριάντας του κατασκευάστηκε με το σχήμα του σώματός του στο καλούπι και με την έπακρη τέχνη από τα χέρια του πλάστη Θεού;
Και του οποίου, μάλιστα, η ψυχή που αξιώθηκε να έχει δεν προερχόταν από κανένα πλάσμα που είχε έως τότε δει το φως της δημιουργίας αλλά του την ενέπνευσε ο Θεός με την ίδιαν ένταση που ήταν εφικτό να δεχθεί ποτέ η θνητή φύση;
Άρα, δεν αποτελεί αυτό μιαν υπέρβαση σε ευγένεια με την οποία, μάλιστα, κανένα από τα υπόλοιπα είδη ευγένειας δεν μπορεί να συγκριθεί;
Διότι στα υπόλοιπα είδη ευγένειας η καλή φήμη οφείλεται στην επιτυχία των προγόνων, όπου πρόγονοι είναι οι άνθρωποι (δηλαδή, ζώα αδύναμα και φθαρτά) και η καλή τους οικονομική κατάσταση είναι τις περισσότερες φορές αβέβαιη και εφήμερη –ενώ από τους προγόνους του Μωϋσή κανένας δεν ήταν θνητός αλλά ο ίδιος ο αιώνιος Θεός ήταν πατέρας του.
Και του οποίου πατέρα του Θεού την εικόνα ο Μωϋσής (αφού –κατά κάποιον τρόπο– έγινε κατ’ εικόναν ως προς την ηγεμονική νόηση εντός της ψυχής) θα έπρεπε να του την είχε διαφυλάξει ακηλίδωτη, όσο ήταν δυνατόν, ως προς τις αρετές. Όταν, όμως, τέθηκε μπροστά στο δίλημμα να επιλέξει αυτές τις αρετές του πατέρα του ή να αποφύγει τις αντίθετες αρετές –να επιλέξει ανάμεσα στο αγαθό και το κακό, στο καλό και στο αισχρό, στην αλήθεια και στο ψεύδος– αυτός διάλεξε με προθυμία το ψεύδος, το αισχρό και το κακό ενώ απέρριψε το αγαθό, το καλό και την αλήθεια.
Εύλογα, όπως είναι φυσικό ύστερα από αυτά, αντάλλαξε την θνητή με την αθάνατη ζωή –καθώς αστόχησε ως προς την μακαριότητα και την ευτυχία– και την θνητή ζωή την μετέβαλε σε μια ζωή επίπονη, μέσα στην δυστυχία.
Αλλά αυτά, όμως, μπορεί να αποτελούν συνθήκες κοινές σε όλους τους ανθρώπους ώστε αυτοί που στερούνται καλοσύνης να μην υπερηφανεύονται πως προέρχονται από μεγάλη γενιά. Εκτός από τις κοινές αυτές συνθήκες, ωστόσο, οι Ιουδαίοι έχουν και άλλα εξαιρετικά γνωρίσματα.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Διότι μεταξύ των αρχηγών, ηγετών και γεναρχών του γένους τους υπάρχουν και αυτοί που συνολικά δεν επωφελήθηκαν καθόλου από τις αρετές των προγόνων τους και δεν διάλεξαν καμιάν επιλήψιμη και κακή πράξη –αν και ποτέ δεν ελέγχθηκαν από κανέναν αλλά βεβαίως από την συνείδησή τους, η οποία αποτελεί την μοναδική δικαστική έδρα από όλα τα δικαστήρια που δεν πλανάται από τα τεχνάσματα του λόγου.
Ο πρώτος εξ αυτών, ο Αβραάμ, ήταν πολύτεκνος και είχε αποκτήσει παιδιά από 3 γυναίκες (όχι με σκοπό την απόλαυση της ηδονής αλλά επειδή ήλπιζε ότι θα πολλαπλασιάσει τον πληθυσμό του γένους) αλλά από τα πολλά του παιδιά μόνον ένας, ο Ισαάκ, αποδείχθηκε ότι θα κληρονομούσε τα πατρικά αγαθά ενώ όλοι οι υπόλοιποι έσφαλαν ως προς την υγιή κρίση –αφού δεν αναπαρήγαγαν κανένα από τα αγαθά του πατέρα τους– και εκδιώχθηκαν από το σπίτι ενώ τους αφαιρέθηκαν τα δικαιώματα σε αυτήν την ευγένεια, την άξια να ψάλλεται. Εξάλλου, από τον εγκεκριμένο κληρονόμο γεννήθηκαν 2 δίδυμα τέκνα που δεν έφεραν κανένα όμοιο χαρακτηριστικό ούτε στο σώμα (εκτός από τα χέρια, και σε αυτά ένεκα κάποιου είδους οικονομίας) ούτε στην σκέψη.
Διότι ο νεώτερος γιος ήταν υπάκουος και στους 2 γονείς του, τον Αβραάμ και την Ρεβέκκα, και έτσι γινόταν τόσο ευχάριστος που έως και ο Θεός τύχαινε να τον επαινεί ενώ ο μεγαλύτερος ήταν απείθαρχος και ασυγκράτητος ως προς τις ηδονές του στομαχιού αλλά και κάτω από το στομάχι, ηδονές οι οποίες τον έπεισαν να εκχωρήσει τα δικαιώματά του ως πρωτότοκος στον αδελφό του και –αφού μετανόησε αμέσως για ό,τι έκανε– να προσπαθήσει να τον φονεύσει και με τίποτε άλλο να μην ασχολείται παρά πώς θα στενοχωρήσει τους γονείς τους. Αυτοί, επομένως, έκαναν για αυτόν τον μεγαλύτερον τις μεγαλύτερες προσευχές (τις οποίες όλες επικύρωσε ο Θεός και καμίαν δεν άφησε απραγματοποίητη) ενώ για τον μικρότερόν του έδειξαν έλεος και του χάρισαν το δικαίωμα να είναι υποτελής ώστε να δουλεύει για τον αδελφό του, νομίζοντας –και σωστά– ότι καλόν είναι ο φαύλος να μην είναι αυτεξούσιος.
Και αν αυτός ο Βενιαμίν είχε πράγματι υπομείνει ασμένως την δουλεία, θα μπορούσε να διεκδικήσει το δικαίωμα να έρθει δεύτερος στις αθλοπαιδιές για την αρετή που επέδειξε. Επειδή, όμως, απηύδισε και αυθαδίασε –ούτως ειπείν– και δραπέτευσε από την άριστην επίβλεψην που απολάμβανε, προξένησε στους απογόνους του τόσο μεγάλο όνειδος που ο αβίωτος βίος του πρέπει να στηλιτεύεται και να αναγράφεται δημοσίως σε μαρμάρινη πλάκα ώστε να αποδεικνύεται ότι διόλου δεν ωφελεί η ευγένεια αυτούς που είναι ανάξιοι για αυτήν.
Αυτοί, λοιπόν –που ενώ κατάγονται από καλούς γονείς έγιναν πονηροί– ανήκουν στην επιλήψιμη τάξη και είναι αυτοί που σε τίποτε δεν τους ωφέλησαν οι αρετές των πατέρων τους αλλά εξαιτίας τους υπέστησαν χιλιάδες δεινά στην ψυχή. Μπορώ να αναφέρω και άλλους που έχουν ταχθεί στην απέναντι ακριβώς και καλύτερη τάξη, αυτούς που –αν και οι προγονοί τους ήταν υπεύθυνοι κακών– η ζωή τους ήταν αξιοζήλευτη και χορτασμένη από υστεροφημία.
Ο πρεσβύτερος του έθνους των Ιουδαίων ήταν Χαλδαίος στο γένος και είχε πατέρα αστρολόγο. Ήταν από εκείνους τους αστρολόγους που διατρίβονται με τα μαθηματικά και νομίζουν για Θεούς τ’ αστέρια κι όλον τον ουρανό κι όλον τον κόσμο. Κατ’ αυτούς, το καλό και το κακό απλά συμβαίνει στον κάθε άνθρωπο δίχως να θεωρούν ότι υπάρχει κάτι έξω από τα αισθητά πράγματα που να το προκαλεί.
Μα τι δεν θα ήταν πιο δυσάρεστο ή, καλύτερα, δεν θα μπορούσε να αποδείξει ότι πρέπει να ελεγχθούν για την έλλειψη ευγένειας της ψυχής τους από αυτήν την επιστήμη των πολλών και δεύτερων και γεννημένων Θεών;
Μιαν επιστήμη που οδηγεί στην ανεπιστημοσύνη του Ενός και Πρεσβυτάτου και Αγέννητου και Δημιουργού των Όλων, ο οποίος είναι άριστος και για τους λόγους αυτούς αλλά και για χιλιάδες άλλους λόγους που λόγω του μεγέθους τους δεν τους χωρά η ανθρώπινη λογική;
Αφού, λοιπόν, ο Αβραάμ συνέλαβε με την θεία έμπνευση την έννοια όλων αυτών, εγκατέλειψε την πατρίδα του, την γενιά του και τον πατρικό του οίκο επειδή γνώριζε ότι αν έμενε εκεί, θα έμεναν μέσα του και οι απάτες της δοξασίας του πολυθεϊσμού και θα καθιστούσαν για αυτόν άσκοπη, ανώφελη και ανολοκλήρωτη εις το διηνεκές την εύρεση του Ενός Θεού –ο οποίος είναι ο μοναδικός αιώνιος Θεός και Πατήρ όλων των νοητών και αισθητών πραγμάτων– ενώ αν προχωρούσε σε μετανάσταση, τότε θα προχωρούσε σε μετανάσταση και η απάτη της διάνοιάς του προσαρμόζοντας την ψεύτικη δοξασία σε αληθινή πίστη.
Συνάμα, η φλόγα με την οποία ποθούσε να γνωρίσει το Ον αναζωπυρώθηκε από τους χρησμούς εκείνους από τους οποίους ποδηγετούμενος προχωρούσε ακούραστος και σπεύδοντας προς την αναζήτηση του Ενός.
Και δεν σταμάτησε να το αναζητεί νωρίτερα από την στιγμή εκείνη και μόνο που δέχθηκε ακόμη πιο διαυγείς φαντασιώσεις, όχι περί της ουσίας του Όντος –γιατί αυτό είναι αδύνατον– αλλά περί της ύπαρξης και της θείας πρόνοιας του Όντος.
Για τον λόγον αυτό και λέγεται πως ήταν ο πρώτος που πίστεψε στον Θεό –και επειδή πρώτος επινόησε με τρόπον ακλόνητο και βέβαιο ότι πάνω από όλα υπάρχει ένα Ανώτατο Κινούν Αίτιο που προνοεί και για τον κόσμο και για όσα βρίσκονται στον κόσμο.
Κι αφού απέκτησε πίστη (την πιο βέβαιη από τις αρετές) συναπέκτησε μαζί και όλες τις άλλες αρετές –έτσι ώστε αυτοί που τον υποδέχθηκαν τον πήραν για βασιλιά όχι λόγω της εμφάνισής του (διότι ήταν απλός, ιδιώτης πολίτης) αλλά λόγω του μεγαλείου της ψυχής του που είχε βασιλικό φρόνημα.
Και πράγματι, εκτελούσαν τα υπηρετικά τους καθήκοντα απέναντί του όπως οι υπήκοοι υπηρετούν έναν άρχοντα καθώς είχαν μείνει κατάπληκτοι σε όλα από το μεγαλείο της φύσης του, η οποία ήταν η τελειότερη από κάθε άνθρωπο. Διότι ούτε που τους απηύθυνε τον λόγο αλλά, αντιθέτως, τις περισσότερες φορές –λόγω της θείας εμπνεύσεως– επεδίωκε να είναι σεμνότυφοι.
Όποτε, λοιπόν, καταλαμβανόταν από θεία έμπνευση τα μεταμόρφωνε όλα προς το καλύτερο (τις όψεις των προσώπων, την χροιά της επιδερμίδας, το μέγεθος, τις σχέσεις, τις κινήσεις, την φωνή) με την βοήθεια του θείου πνεύματος το οποίο, απεσταλμένο με άνωθεν πνοή, εγκαταστάθηκε στην ψυχή του Αβραάμ και περιέβαλε το σώμα του με εξαιρετική ομορφιά, τα λόγια του με πειθώ –και όσους τον άκουγαν, με σύνεση.
Άρα, πώς δεν θα ‘λεγες πως είναι ευγενέστατος τούτος δω ο μετανάστης –ο παντέρημος από φίλους και συγγενείς– επειδή ορέχθηκε να γίνει συγγενής με τον Θεό και επειδή επέδειξε σπουδή για να μελετήσει κάθε γνωστή μηχανορραφία ώστε να τον έχει φίλο;
Αυτός που κατετάγη στην πιο άριστη τάξη των προφητών και δεν πίστεψε σε κανέναν γεννημένο θεό αλλά μόνο στον Αγέννητο και Πατέρα των πάντων Θεό; Αυτός που –όπως είπα– τον νόμισαν για βασιλιά αυτοί που τον υποδέχθηκαν; Αυτός που αναδείχθηκε στην εξουσία όχι λόγω των όπλων του και των στρατιωτικών του δυνάμεων (όπως έχει γίνει συνήθεια σε ορισμένους) αλλά επειδή χειροτονήθηκε από τον Θεό –ο οποίος αγαπά την Αρετή και ανταμοίβει τους εραστές της Ευσεβείας χαρίζοντάς τους αυτοκρατορικές εξουσίες επ’ ωφελεία όσων τους συναντούν;
Αυτός αποτελεί το μέτρο για την ευγένεια όλων των εποίκων οι οποίοι εγκαταλείπουν την έλλειψην ευγενείας που προέρχεται από τους αλλόκοτους νόμους και τα εξωθεσμικά ήθη –σύμφωνα με τα οποία αποδίδονται τιμές σε πέτρες και ξύλα και συνολικά σε άψυχα πράγματα που τα θεωρούν ίσα με τον Θεό– και έρχονται ως άποικοι προς μιαν πραγματικά έμψυχη και ζώσα πολιτεία στην οποία επόπτης και δεσπότης είναι η αλήθεια.
Αυτήν την ευγένεια δεν την ζήλεψαν μόνον άνδρες αγαπητοί στον Θεό αλλά και γυναίκες που βγήκαν από την αμάθεια –την αμάθεια που αποτελεί σύντροφο των γυναικών ώστε να περιποιούν τιμή σε χειροποίητα είδωλα– και διαπαιδαγωγήθηκαν στην επιστήμη της μοναρχίας με την οποία κυβερνάται μοναρχικά ο κόσμος.
Η Θαμάρ ήταν ένα γύναιο που καταγόταν από την Συρία της Παλαιστίνης και είχε ανατραφεί βάσει του πολυθεϊσμού σε μιαν πόλη και σε ένα σπίτι που ήταν γεμάτα από ξόανα και αγάλματα και αφιερώματα εν γένει. Επειδή κατάφερε μέσα από το βαθύ σκότος να διακρίνει την βραχεία κεφαλή της εωσφόρου αλήθειας, αυτομόλησε προς την ευσέβεια κάτω από θανάσιμο κίνδυνο και δεν νοιάστηκε παρά με ελάχιστη φρόνηση για την ζωή της –δεν νοιάστηκε για την ζωή της στην περίπτωση, βέβαια, που αυτή δεν θα έμελλε να ήταν μια ζωή ευτυχισμένη (και η ευτυχισμένη αυτή ζωή δεν αναφερόταν σε τίποτε άλλο παρά στο να τεθεί ως θεραπαινίδα στην ιεροδουλία και στην λατρεία του Ενός Αιτίου). Αν και είχε έλθει εν μέρει εις γάμου κοινωνία 2 αδελφών που ‘ταν πονηροί και οι 2 (με τον πρώτο με θρησκευτική τελετή δίχως να του αφήσει παιδιά και με τον δεύτερο με νομική επιδίκαση) κατόρθωσε, ωστόσο, να διαφυλάξει ακηλίδωτο τον βίο της και να τύχει του καλού ονόματος που προσήκει στους καλούς και να αποτελέσει την αφορμή ώστε να αποδοθεί ο τίτλος της ευγένειας σε όλους τους μεταγενεστέρους της.
Αν και ανήκε σε άλλην φυλή, αυτή το κατόρθωσε –αλλά ήταν, βέβαια, ελεύθερη, προερχόταν από ελεύθερους (και ίσως όχι και άσημους) ανθρώπους.
Πέρα, όμως, από τον Ευφράτη και στις εσχατιές της Βαβυλώνας υπήρχαν και γυναίκες που γεννήθηκαν δούλες, δόθηκαν σε σπίτια ως προίκα για τον γάμο των οικοτρόφων δεσποινίδων που συντηρούνταν εκεί και, όταν κρίθηκαν άξιες να περάσουν από το κρεβάτι ενός σοφού άνδρα, πρώτα-πρώτα αντιπαρήλθαν την ονομασία και την ιδιότητα της «παλλακίδας» και, κατόπιν, απέκτησαν τον τίτλο και το σχήμα της «νύφης» και δεν τις μεταχειρίζονταν πλέον ως θεραπαινίδες αλλά τις κατέστησαν σχεδόν ισότιμες με τις οικοδέσποινες οι οποίες –όσο απίστευτο κι αν είναι– τις προήγαγαν στο ίδιο αξίωμα που είχαν και αυτές.
Διότι ο φθόνος δεν σπιτώνεται στις ψυχές των σοφών ανδρών, οι οποίοι –όταν ο φθόνος δεν είναι παρών– συνευρίσκονται με τις ενάρετες γυναίκες.
Και τα νόθα παιδιά που γεννήθηκαν δεν διέφεραν σε τίποτε από τα γνήσια τέκνα όχι μόνον από το πλευρό του πατρός (διότι δεν πρέπει να θαυμάζει κανείς αν ο κοινός πατέρας όλων έδειχνε εξίσου την ίδιαν εύνοια και προς τα παιδιά που δεν προέρχονταν από την ίδια μητέρα) αλλά και από τις μητριές τους που απαλλάχθηκαν από το μίσος για τα θετά παιδιά τους και τα προσάρμοσαν σε μιαν απερίγραπτη κηδεμονία για τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Και τα παιδιά, προκειμένου να ανταποδώσουν την εύνοια που απολάμβαναν, εξετίμησαν τις μητριές τους ως φυσικές τους μητέρες και –αν και θεωρούνταν κατά το ήμισυ αδέλφια εξ αίματος– δεν αξίωσαν να δείχνουν μεταξύ τους στοργή κατά το ήμισυ αλλά την προσαύξησαν με πάθος την στοργή κατά το διπλάσιο στα φιλιά και στους ασπασμούς ενώ εκείνο στο οποίο φαίνονταν να υστερούν το αναπλήρωσαν προς αμφότερα τα φύλα των γονιών τους δείχνοντας σπουδή για να τα συνδράμουν με σκοπό την αρμονία και την ανάμειξη των ηθών.
Πρέπει, επομένως, μετά από αυτό να συνεχίζουν οι υποκριτές να διαδίδουν ότι είναι δική τους αρετή και τους ανήκει η ευγένεια, την οποία στην πραγματικότητα έχουν απαλλοτριώσει και είναι ξένη προς αυτούς;
Δεν θα πρέπει –με την εξαίρεση που έχει αναφερθεί– να θεωρούνται δίκαια ως εχθροί και του έθνους των Ιουδαίων και όλων απανταχού των ανθρώπων;
Πρώτον, επειδή στους ομοφύλους τους δημιουργούν την πεποίθηση ότι μπορούν να δείχνουν αδιαφορία για μιαν σωστή και υγιή ζωή γιατί αυτήν την εξασφαλίζει η αρετή των προγόνων τους και, δεύτερον, επειδή στους υπόλοιπους δημιουργούν την πεποίθηση ότι ακόμα και αν φθάσουν στην άκρα καλοσύνη αυτό σε τίποτε δεν θα τους ωφελήσει διότι δεν τυχαίνει να έχουν άμεμπτους γονείς και παππούδες.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει κάποια πιο βλαβερή εισηγητική πρόταση από αυτήν –ότι δηλαδή ούτε εκείνους που από καλοί έγιναν πονηροί δεν θα τους ακολουθήσει η τιμωρός δίκη ούτε εκείνους που από πονηροί έγιναν καλοί δεν θα τους ακολουθήσει η τιμή– ενώ ο νόμος με βάση τις δικές του πράξεις κρίνει τον κάθε άνθρωπο αφ’ εαυτού και δεν τον επαινεί ούτε τον τιμωρεί με βάση τις αρετές ή τις ασχήμιες των συγγενών του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου