«ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
“COMBAT”, 11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1945
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
1. Το κείμενο αυτό είναι κεντρικό στην διαμάχη Albert Camus-Francois Mauriac με επίκεντρο τον Χριστιανισμό και την επιβολή της ποινής του θανάτου σε σχέση με την κάθαρση σκανδάλων. Πρέπει να συνοδευθεί από τα άρθρα συνταγματικού περιεχομένου «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟ ΕΤΟΣ 2000», «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ», «Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ», «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΣ», «ΠΕΣΣΙΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΑΡΡΟΣ», «Η ΑΙΩΝΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ», «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», «Η ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν και η ελληνική μετάφραση της Σιμόν Βέϊλ με θέμα «Η ΒΑΡΥΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡΙΣ».
2. Ο δημοσιογράφος René Leynaud ήταν βασικό στέλεχος του κινήματος COMBAT μαζί με τον τυπογράφο André Bollier (ψευδώνυμο Vélin). Βλ. το άρθρο «Η ΣΑΡΚΑ» αλλά, κυρίως, τις αναφορές στο μεγαλείο στο άρθρο «ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ».
Ο κ. Mauriac μόλις τώρα δημοσίευσε υπό τον τίτλο «ΑΣΕΒΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΧΑΡΗ» ένα άρθρο το οποίο βρίσκω πως δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε φιλάνθρωπο. Ασχολούμενος με τα ζητήματα που μας χωρίζουν, έχει τώρα για πρώτη φορά υϊοθετήσει έναν τόνο περί του οποίου δεν επιθυμώ να δημιουργήσω θέμα αλλά τον οποίο, εγώ –τουλάχιστον– θα αποφύγω να χρησιμοποιήσω.
Άλλωστε, δεν θα είχαν καν απαντήσει στο άρθρο του εάν δεν είχαν συνωμοτήσει οι συνθήκες που με υποχρεώνουν πια να εγκαταλείψω αυτές τις καθημερινές φιλονικίες κατά την διάρκεια των οποίων εδώ και μήνες αποκτήσαμε δεσμούς μεταξύ μας –ο καλύτερος και ο χειρότερος από εμάς– δίχως να ξεκαθαρίσουμε κανένα από τα ζητήματα που στ’ αλήθεια έχουν για μας σημασία.
Δεν θα είχα απαντήσει εάν δεν αισθανόμουν ότι αυτή η διαπραγμάτευση (στην οποία η ίδια η υφή της ζωής μας τίθεται στο επίκεντρο) κινδύνευε να περιέλθει σε κατάσταση σύγχυσης.
Και, εφόσον μου ασκείται προσωπική επίθεση, θα ήθελα να τελειώσω με τον εξής τρόπο: μιλώντας με βάση το δικό μου όνομα και προσπαθώντας για μια τελευταία φορά να διευκρινίσω όλα όσα προσπαθούσα να εκφράσω.
Όποτε χρησιμοποιούσα την λέξη δικαιοσύνη σε σύνδεση με την κάθαρση, ο κ. Mauriac μιλούσε για την χάρη. Είναι τόσο μοναδική και πολύτιμη η αρετή της χάριτος, εξάλλου, που μιλώντας περί δικαιοσύνης φαινόμουν να κάνω έκκληση υπέρ της βεντέτας. Να ακούω, όμως, τον κ. Mauriac να το υποστηρίζει, ε! τότε φαίνεται πράγματι ότι, για την διευθέτηση αυτών των κοσμικών διαστάσεων θεμάτων, πρέπει να κάνουμε μιαν επιλογή απολυτότητας ανάμεσα στην αγάπη του Χριστού και την εκδίκηση και το μίσος των ανθρώπων. Ε λοιπόν, όχι!
Μερικοί από εμάς απορρίπτουν εξίσου τις κραυγές εχθρότητας που φθάνουν στα αυτιά μας από την μια πλευρά και τις γλυκές παρακλήσεις και ικεσίες που προέρχονται από την άλλην.
Στο ενδιάμεσο των δύο αυτών άκρων, αναζητούμε την ακριβοδίκαια φωνή που θα μας αποδώσει την αλήθεια δίχως αιδώ. Για να γίνει αυτό δεν απαιτείται να είμαστε εντελώς ξεκάθαροι και σαφείς για τα πάντα∙ απαιτείται απλώς και μόνο να επιθυμούμε διακαώς –με πάθος, νοημοσύνη και συναισθηματικότητα καρδιάς– την ευκρίνεια, εφόσον χωρίς τις ιδιότητες αυτές δεν έχουμε πιθανότητες να κάνουμε το καλό ούτε ο κ. Mauriac ούτε εγώ.
Αυτό είναι που μου επιτρέπει να πω ότι η χάρις δεν έχει εδώ καμιά δουλειά.
Έχω, άλλωστε, την εντύπωση ότι ο κ. Mauriac παρερμηνεύει στην δική του ανάγνωση των κειμένων ό,τι θεωρεί ως χρέος του να διαψεύσει.
Είναι φανερό ότι είναι ένας συγγραφέας που εργάζεται μάλλον με βάση το συναίσθημα παρά με βάση τα επιχειρήματα, αν και στα ερωτήματα αυτά θα προτιμούσα να αφήναμε τις ευαισθησίες στην άκρη. Με έχει πλήρως παρερμηνεύσει εάν νομίζει ότι αντιμετωπίζω τον κόσμο που μου δόθηκε χαμογελώντας.
Όταν λέω ότι αποτελεί μιαν μηδαμινή, μίζερη κι ασήμαντη παρηγόρια το είδος χάρης και φιλανθρωπίας που προβλήθηκε και ανυψώθηκε ως παράδειγμα στα μάτια των 20 αυτών εθνών που πεινούν για δικαιοσύνη, παρακαλώ τον άνθρωπο που μου ασκεί κριτική να πιστέψει ότι το κάνω δίχως να χαμογελώ.
Όσο κι αν σέβομαι τον κ. Mauriac για ό,τι συνθέτει την ύπαρξή του, έχω το δικαίωμα να απορρίπτω ό,τι σκέπτεται. Δεν είναι αναγκαίο, για να το κάνω αυτό, να αισθάνομαι ασέβεια για την χάρη που με τόση μεγαλοψυχία μου επιρρίπτει.
Αντιθέτως, οι αντίστοιχες θέσεις μας μου φαίνονται σαφείς. Ο κ. Mauriac δεν θέλει να προσθέτει περισσότερη βεντέτα σ’ αυτήν που ήδη υπάρχει –και σε αυτό το σημείο είμαι αρκετά έτοιμος να τον ακολουθήσω– αλλά εγώ δεν επιθυμώ να προσθέσω κι άλλα ψέματα σε αυτά που ήδη υπάρχουν∙ και εδώ είναι που περιμένω την συμφωνία του.
Δεν πρέπει να το σημειώσω τόσο άκομψα αλλά, επιτρέψτε μου, χωρίς περιστροφές, να πω ότι περιμένω εκ μέρους του να δηλώσει ανοιχτά ότι υπάρχει σήμερα ανάγκη δικαιοσύνης.
Για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω ότι θα το κάνει: είναι μια ευθύνη αυτή, την οποία δεν θα αναλάβει.
Ο κ. Mauriac (ο οποίος έχει γράψει ότι η Δημοκρατία μας θα όφειλε να γνωρίζει πώς να λαμβάνει μέτρα σκληρά) σκέπτεται πάρα πολύ περί της πιθανότητας να γράψει κάτι ενώ δεν έχει ακόμη σκεφθεί να προφέρει μία και μόνο λέξη: συμπονώ.
Θα έλεγα, λοιπόν, σ’ αυτόν πολύ απλά ότι εγώ βλέπω για την χώρα μας 2 οδούς-μεθόδους που οδηγούν στον θάνατο (υπάρχουν, βέβαια, και μέθ-οδοι επιβίωσης που δεν είναι καλύτερες από τον ίδιο τον θάνατο): η οδός της έχθρας και η οδός της συγγνώμης.
Και οι 2 μου μοιάζουν εξίσου καταστρεπτικές.
Δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση προς την έχθρα. Ακόμα και η απλή ιδέα να έχω εχθρούς με εκπλήττει διότι το θεωρώ το πιο κουραστικό πράγμα στον κόσμο αλλά και επειδή τόσο εγώ όσο και οι σύντροφοί μου έπρεπε να υποβληθούμε σε εξαιρετικά κοπιώδεις προσπάθειες για να αντιμετωπίσουμε κάποιον ως εχθρό. Ούτε και η συγγνώμη, ωστόσο, μου φαίνεται καλύτερη και, μάλιστα, υπό τις σημερινές συνθήκες θα έμοιαζε ως προσβολή.
Σε κάθε περίπτωση, είμαι πεπεισμένος ότι δεν είναι στο χέρι μας.
Αν, λοιπόν, ισχύει ότι μου προκαλεί τρόμο κάθε πρόταση περί επιβολής της θανατικής ποινής, τότε είναι αλήθεια και ότι αυτό είναι δική μου δουλειά, προσωπική μου υπόθεση.
Για αυτό, θα υποστηρίξω τον κ. Mauriac στο αίτημα περί χορήγησης πλήρους συγχώρεσης όταν μου πουν ότι έχω το δικαίωμα οι γονείς του Vélin και η σύζυγος του Leynaud –όχι, όμως, ποτέ πριν.
Ποτέ πριν! για χάρη της διαχυτικότητας της καρδιάς μου.
Για να μην προδώσω ό,τι πάντοτε αγαπούσα και σεβόμουν στον κόσμον αυτό, την πηγή της ανθρώπινης ευγένειας που είναι η πίστη και η αφοσίωση.
Πιθανόν να είναι κάτι δύσκολο να το ακούει κανείς αυτό. Μπορώ απλώς και μόνο να ελπίζω ότι ο κ. Mauriac έχει επίγνωση ότι είναι εξίσου δύσκολο και να το λέει κανείς.
Έχω δηλώσει ρητώς και κατηγορηματικώς ότι ο Béraud δεν άξιζε την εσχάτη των ποινών και ομολογώ πως δεν μου μένει πια αρκετή φαντασία για να δεχθώ την άποψη του κ. Mauriac ότι οι ένοχοι για προδοσία πρέπει να φορούν και να σέρνουν σιδερένιες μπάλες στα πόδια τους. Ξόδεψα επί μιαν 4ετία όλην την φαντασία που διέθετα για να μπορέσει το μυαλό μου να συλλάβει την μοίρα των χιλιάδων Γάλλων που, ενώ είχαν την αξιοπρέπεια με το μέρος τους, ωστόσο τους επιφυλάχθηκαν τα χειρότερα μαρτύρια στον κόσμο των δημοσιογράφων που τώρα ορισμένοι θέλουν να μετατρέψουν σε μάρτυρες.
Ως άνθρωπος, μπορεί να θαυμάζω τον κ. Mauriac για την ικανότητά του να αγαπά τους δοσίλογους αλλά ως πολίτης θλίβομαι επειδή αυτού του είδους η αγάπη θα μας μετατρέψει σε ένα έθνος άπιστων, μετρίων ανδρών και σε μιαν κοινωνία με την οποία δεν θα θέλαμε πια να έχουμε καμίαν σχέση.
Στο τέλος-τέλος, ο κ. Mauriac μου ρίχτηκε κατάμουτρα μέσω του Χριστού.
Θα του πω το εξής, με κάθε πρέπουσα βαρύτητα: Νομίζω ότι έχω μιαν ορθή και ακριβήν εικόνα για το μεγαλείο του Χριστιανισμού αλλά ορισμένοι από μας σε αυτόν τον καταδιωγμένον κόσμο έχουμε την αίσθηση ότι αν ο Χριστός πέθανε για μερικούς ανθρώπους, δεν πέθανε για εμάς (ή) ότι αν για μερικούς ο Χριστός πέθανε, για εμάς δεν πέθανε.
Αρνούμαστε, ωστόσο, να παραιτηθούμε της ελπίδος προς τον άνθρωπο.
Μπορεί να μην έχουμε την παράλογη φιλοδοξία να σώσουμε τον άνθρωπο, έχουμε όμως την διορατικότητα να τον υπηρετήσουμε. Μπορούμε να ζήσουμε δίχως Θεό ή ελπίδα, δεν μπορούμε όμως να ζήσουμε και τόσο εύκολα χωρίς τον άνθρωπο. Στο σημείο αυτό μπορώ πράγματι να πω στον κ. Mauriac ότι δεν έχουμε αδύναμη καρδιά και άρα θα αρνηθούμε ως το τέλος μιαν θεϊκήν απονομή χάριτος που θα απογοήτευε το ανθρώπινο γένος από την δικαιοσύνη που του οφείλεται.
ALBERT CAMUS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου