ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η συμβατική σοφία με την οποία λειτουργούν αρκετοί παράγοντες της δημόσιας ζωής όταν πρόκειται να εκφέρουν κρίση γύρω από αμφιλεγόμενα ζητήματα, στα οποία δεν χωρούν δογματισμοί, τους εμποδίζει συχνά να αντιμετωπίσουν τα θέματα αυτά πολύπλευρα και να εξετάσουν όλες τις όψεις τους.
Στην περίπτωση της «ευέλικτης ολοκλήρωσης», όσοι πολιτικοί, οικονομολόγοι, δημοσιογράφοι, δημόσιοι άνδρες ή και απλοί καλοπροαίρετοι πολίτες θέλουν να επιχειρηματολογήσουν εναντίον αυτού του προτύπου ενοποίησης καταφεύγουν στο παράδειγμα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και υποστηρίζουν ότι, επειδή η Ελλάδα αποτυγχάνει στην εκπλήρωση των κριτηρίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ, συνεπώς πρέπει να απορριφθεί και κάθε άλλη σκέψη ώστε –με παρόμοιο τρόπο– ορισμένα κράτη της Ε.Ε. να συνεργάζονται στενότερα σε συγκεκριμένους τομείς πολιτικής.
Το σφάλμα τους είναι ότι προκαταβολικά τοποθετούν την Ελλάδα εκτός της ομάδας εκείνης που αποτελείται από τα κράτη που επιθυμούν να υλοποιήσουν ταχύτερα τους κοινούς τους σκοπούς. Δεν αντιλαμβάνονται ότι οι αρνητικές επιπτώσεις που υπάρχουν για την χώρα μας προς το παρόν λόγω του αποκλεισμού της από την ΟΝΕ θα μπορούσαν να μετατραπούν σε θετικές εξελίξεις εάν η «ευέλικτη ολοκλήρωση» μεταφερόταν και εφαρμοζόταν σε άλλους τομείς.
Θα εξεταστεί στην συνέχεια μία πτυχή της «ευέλικτης ολοκλήρωσης», η οποία δεν έχει προβληθεί όσο θα έπρεπε, προκειμένου κατόπιν να αξιολογηθεί συνολικά η διαπραγματευτική στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης (αλλά και οι θέσεις της αντιπολίτευσης) απέναντι στις εξελίξεις της ΔΚΔ που συνδέονται με την ευελιξία/flexibility.
Πρόκειται για το ενδεχόμενο ορισμένα κράτη της Ε.Ε. να αναπτύξουν ενισχυμένη συνεργασία (κατά το πρότυπο μοντέλο της ΟΝΕ) και να υπογράψουν πρωτόκολλο το οποίο θα δημιουργήσει ένα σύστημα κοινής άμυνας και αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση προσβολής της εδαφικής τους ακεραιότητας
από εξωτερική επιθετική ενέργεια.
Το σχέδιο αυτό συζητείται στην Γερμανία ήδη από το 1996, με αποτέλεσμα τον Μάρτιο του 1997 –όπως θα αναλυθεί αργότερα– να ανακοινωθεί από 7 κράτη της Ε.Ε. και επισήμως.
Στο μεταξύ, είχε υπάρξει μια διελκυστίνδα πρωτοβουλιών και υπαναχωρήσεων
της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στην Ελλάδα, την οποία το θέμα της «ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής» αφορά –για λόγους ασφαλείας– άμεσα. Η κυβέρνηση Κωλ αμφιταλαντευόταν εάν θα ίσχυε ή όχι το άρθρο 5 του Καταστατικού Χάρτη της Δ.Ε.Ε. και εάν θα έπρεπε να προτιμηθεί εναλλακτικά μια «ρήτρα πολιτικής αλληλεγγύης» σε περίπτωση εξωτερικών προκλήσεων.
Κατ’ αρχάς υπήρξε επίσημη τοποθέτηση από τον ίδιο τον καγκελάριο Κωλ, ο οποίος στις 3 Φεβρουαρίου 1996 ανακοίνωσε ότι η κυβέρνησή του ήθελε να προωθήσει στην επικείμενη τότε Διακυβερνητική Διάσκεψη μιαν ρήτρα γενικής ισχύος («ρήτρα αλληλεγγύης») που θα είχε αναλογίες με τις εγγυήσεις αμυντικής συνδρομής στο ΝΑΤΟ και στην Δ.Ε.Ε. Δίνοντας διευκρινίσεις, εξήγησε ότι θα ήταν πολύ κοντά στις απόψεις του η υϊθέτηση στην νέα Συνθήκη της Ε.Ε. της Δήλωσης του Πέτερσμπεργκ/Πετρούπολης.
Προφανώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι η γερμανική κυβέρνηση ήθελε να εξαιρέσει την ελληνο-τουρκική διαμάχη [που εκδηλώνεται με διαρκείς εχθροπραξίες χαμηλής έντασης –Low Intensity Warfare– στο Αιγαίο Πέλαγος] από τις περιοχές εφαρμογής αυτής της ρήτρας. Ισχύει όμως αυτό, πραγματικά;
Στις 5 Φεβρουαρίου 1996, ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης στην ΔΚΔ Βέρνερ Χόϊερ σε συνέντευξη στην Βόννη αποκαλύπτει ότι η κυβέρνησή του είναι έτοιμη, έναντι πολιτικών και οικονομικών ανταλλαγμάτων, να εγγυηθεί τα ελληνικά σύνορα στο Αιγαίο και έναντι της Τουρκίας. Σε αντιστάθμισμα, η Ελλάδα έπρεπε να αποδεχθεί την κατάργηση του δικαιώματος αρνησικυρίας.
Εις επίρρωσιν αυτών των αιτημάτων της γερμανικής πλευράς (απολύτως θεμιτών στα πλαίσια διαπραγματεύσεων σε επίπεδο υψηλής πολιτικής) ο βουλευτής Karl Lamers είχε ουσιαστικά υποδείξει στην ελληνική πολιτική ηγεσία την σωστή διαπραγματευτική τακτική: «Θα ήταν πολύ δύσκολο να απορριφθεί το αίτημα για προστασία της εδαφικής ακεραιότητας και των εξωτερικών συνόρων εάν η ελληνική πλευρά συμφωνούσε ως αντάλλαγμα στην κατάργηση της ομοφωνίας».
Σε όλο αυτό το διάστημα, ολόκληρη η ελληνική πολιτική ηγεσία (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) διακήρυτταν ρητορικά την έντονη αντίδρασή τους τόσο στην κατάργηση της αρνησικυρίας όσο και στην «μεταβλητή γεωμετρία» ή τις «πολλαπλές ταχύτητες» με αποτέλεσμα δυσμενέστατο για τα εθνικά συμφέροντα. Θα έπρεπε να είχε εκπονηθεί μια διαφορετική στρατηγική ώστε να είχαμε εκ των προτέρων συμπαραταχθεί με την Γερμανία και την Γαλλία.
Αντί για την ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, από το κείμενο Κωλ-Σιράκ της Νυρεμβέργης στις 9/12/1996 προτάθηκε η ενσωμάτωση-ενσάρκωση μιας γενικής πολιτικής ρήτρας αλληλεγγύης στην νέα Ευρωπαϊκή Συνθήκη που –όπως διασαφηνίζεται– «θα βρίσκεται κάτω από το όριο μιας ρήτρας στρατιωτικής συνδρομής».
Η ρήτρα αυτή θα ενεργοποιείται σε περίπτωση εξωτερικών προκλήσεων ώστε να υπάρχει, έστω και συμβολικά, μεγάλη αποτρεπτική ισχύς έναντι επιβουλών που προέρχονται από τρίτες χώρες.
Σύμφωνα με την επίσημη θέση του Χριστιανο-Δημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας: «Η πρόταση για μία τέτοια ρήτρα πολιτικής αλληλεγγύης είναι η λογική συνέπεια της εξέλιξης της Ε.Ε. σε μία όλο και στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης, με κοινές πολιτιστικές ρίζες, μία εσωτερική αγορά με ενιαίο νόμισμα και κοινά εξωτερικά σύνορα».
Πάντως, η προσέγγιση των Χριστιανοδημοκρατών στο θέμα της κοινής αμυντικής πολιτικής θεωρείται ως επιφυλακτική, λόγω των αντιρρήσεων που προβάλλουν οι ουδέτερες χώρες-μέλη της Ε.Ε. (που δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ) –όπως η Σουηδία, η Φινλανδία, η Αυστρία και η Ιρλανδία– και οι οποίες δεν είναι πρόθυμες να υϊοθετήσουν το άρθρο 5 της Συνθήκης των Βρυξελλών.
Για τον λόγο αυτό, κερδίζεισταδιακά έδαφος η ιδέα να επισυναφθεί στην νέα Συνθήκη της Ε.Ε. ένα Πρωτόκολλο που θα συμπεριλαμβάνει το άρθρο 5.
Το Πρωτόκολλο αυτό θα το υπογράψουν μόνο τα κράτη της Ε.Ε. που ανήκουν ταυτόχρονα στην ΔΕΕ και το ΝΑΤΟ ενώ οι υπόλοιπες χώρες θα μπορούν να το υπογράψουν αργότερα.
Αντίθετα, στην συνάντηση της ΔΚΔ στις 10 Μαρτίου 1997 η Γερμανία και η Γαλλία υπέβαλαν νέες προτάσεις για την ΚΕΠΠΑ, με τις οποίες αφαιρέθηκε από το σχέδιο συνθήκης της Ιρλανδική προεδρίας το ελληνικό αίτημα για «πολιτική» αλληλεγγύη και προστασία της «εδαφικής ακεραιότητας» μεταξύ των κρατών της Ε.Ε.
Στην ίδια συνάντηση της ΔΚΔ η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ισπανία ανακοίνωσαν ότι πρόκειται να υπογράψουν ένα ξεχωριστό αμυντικό πρωτόκολλο, με στόχο την ανάπτυξη πλήρους κοινής άμυνας ώστε να υπάρχει αυτονομία σε σύγκριση με το ΝΑΤΟ ως προς την αντιμετώπιση των διεθνών κρίσεων.
Η πρώτη δημόσια γνωστοποίηση της νέας αυτής στρατηγικής για την Πολιτική Άμυνα της Ε.Ε. έγινε με κοινό άρθρο των υπουργών Εξωτερικών Γαλλίας-Ιταλίας (μια ημέρα πριν την πανηγυρική Σύνοδο της Ε.Ε. στην Ρώμη για την επέτειο των 40 ετών από την ίδρυσή της).
O Herve de Charette και ο Lamberto Dini έκαναν γνωστή την υποστήριξη σε αυτήν την πρόταση από 2 ακόμα κράτη (εκτός των 4 που προηγήθηκαν) –την Ιταλία και το Λουξεμβούργο.
Η πρότασή τους επικεντρώνεται στην ανάγκη η Άμυνα της Ε.Ε. να «εξελιχθεί από θεωρητική έννοια σε πραγματική προοπτική», γι’ αυτό πρέπει «να δοθεί μια αποφασιστική ώθηση στις διαπραγματεύσεις» ώστε να «ενσωματωθεί βαθμιαία η ΔΕΕ στην Ε.Ε. Σημείο εκκίνησης» σύμφωνα με το άρθρο «πρέπει να είναι η μεταφορά στην Νέα Συνθήκη της Ε.Ε. της δέσμευσης που υπάρχει στην ΔΕΕ για την παροχή αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής».
Την πρόταση φέρεται ότι υποστηρίζει και η Ολλανδία, ανεβάζοντας τον αριθμό των κρατών που είναι διατεθειμένα να υπογράψουν το πρωτόκολλο σε 7 (στο Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε. στο Λουξεμβούργο 10 χώρες συμφώνησαν να υπάρξει κοινή αμυντική πολιτική και, μετέπειτα, και κοινή άμυνα).
Οι πρώτες αντιδράσεις προήλθαν από την βρεττανική κυβέρνηση και από τις ουδέτερες χώρες της Ε.Ε. Ιρλανδία, Σουηδία, Αυστρία, Φιλανδία, Δανία και (λιγότερο) την Πορτογαλία, διαμορφώνοντας τον αριθμό των κρατών που διαφωνούν με αυτό το σχέδιο επίσης σε 7.
Απομένει ένα κράτος-μέλος, η Ελλάδα, για το οποίο επικρατεί άγνοια εάν θα κληθεί να συμμετάσχει στην πρωτοβουλία για την σύναψη ενός πρωτοκόλλου για την Ευρωπαϊκή Άμυνα (αν και θεωρείται δεδομένη η εκδήλωση ενδιαφέροντος).
Φαίνεται ότι η διένεξη με την Τουρκία αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τον προσεταιρισμό της Ελλάδας από την πλευρά των υπολοίπων 7 κρατών που ευθέως υποστηρίζουν την προοπτική της κοινής άμυνας.
Η Ελλάδα πρέπει να διεκδικήσει την συμμετοχή της σε αυτό το Πρωτόκολλο –την στιγμή, μάλιστα, που δεν τίθενται ούτε οικονομικά κριτήρια στυλ ΟΝΕ ούτε απαιτείται η εκπλήρωση κάποιου ειδικότερου όρου που θα μπορούσε να της στερήσει αυτήν την δυνατότητα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να υπάρχει πολιτική βούληση (opting-in) ώστε να χρησιμοποιηθούν στο πεδίο της διαπραγμάτευσης πειστικά επιχειρήματα.
Ήδη εκ των πραγμάτων η ελληνική διπλωματία μπορεί να υποστηρίξει ότι, επειδή για να υπάρξει «ευελιξία» πρέπει να συμφωνεί τουλάχιστον μια πλειοψηφία κρατών εντός της Ε.Ε. (δηλ. με τα δεδομένα που υπάρχουν, τουλάχιστον 8), η ελληνική ψήφος αποτελεί το κρίσιμο μέγεθος για να δοθεί μεγαλύτερη νομιμοποίηση στην υπογραφή ενός τέτοιου Πρωτόκολλου.
Ένα ακόμη επιχείρημα είναι ότι η Ελλάδα χρειάζεται πλέον πρόσθετες εγγυήσεις για την άμυνά της. Άλλωστε, η πρόταση για ενσωμάτωση της ΔΕΕ στην Ε.Ε. έχει ως στόχο να καλύψει το κενό που δημιουργείται στην Ευρώπη από την μετατροπή του ΝΑΤΟ σε μηχανισμό περιφερειακής ασφάλειας. Δεν μπορεί, επομένως, την στιγμή που ελλείπει ένας αποτρεπτικός μηχανισμός (το ΝΑΤΟ δεν εγγυάται τα ελληνικά σύνορα αλλά λειτούργησε ως παράγοντας αποτροπής ελληνο-τουρκικής σύρραξης) να δημιουργείται ένας νέος αμυντικός μηχανισμός –εντός του ΝΑΤΟ– που να αποκλείει την Ελλάδα.
Πράγματι, οι εξελίξεις δείχνουν ότι σε σχέση με το Πρωτόκολλο για την Άμυνα που θα υπογράψουν οι χώρες-μέλη της Ε.Ε., της ΔΕΕ κα ταυτόχρονα του ΝΑΤΟ προωθείται μια κοινή αντίληψη για την ευρωπαϊκή άμυνα με πρωτοστάτες την Γαλλία και την Γερμανία, ιδιαίτερα σε θέματα χειρισμού κρίσεων και πυρηνικής αμυντικής αποτροπής.
Το νέο αυτό αμυντικό δόγμα που διαμορφώνεται στην Ευρώπη στηρίζεται σε 3 παραμέτρους:στην πολιτική βούληση της Ε.Ε., στην επιχειρησιακή δυνατότητα της ΔΕΕ και στο δυναμικό του ΝΑΤΟ.
Ειδικά η Γαλλία που στο παρελθόν είχε επιδιώξει να δημιουργήσει έναν ευρωπαϊκό αμυντικό μηχανισμό εκτός του πλαισίου του ΝΑΤΟ (κάτι που αποδείχθηκε ανεδαφικό) τώρα δέχθηκε αυτό να γίνει εντός της Συμμαχίας.
Η Ε.Ε. στο εξής θα μπορεί να προβεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις χρησιμοποιώντας το οπλικό δυναμικό του ΝΑΤΟ. Θα δρα, ωστόσο, αυτόνομα, δίχως την συμμετοχή των ΗΠΑ, διατηρώντας την διακριτή ευρωπαϊκή αμυντική της ταυτότητα (European Security and Defence Identity).
Θεμελιώδης για το ζήτημα αυτό είναι η τεκμηριωμένη ανάλυση του καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και εκπροσώπου της Ελλάδας στην ΔΚΔ Στέλιου Περράκη.
Οι διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις συμβαδίζουν, επομένως, με το ελληνικό αίτημα να υπάρξει –μέσω της Πολιτικής Άμυνας– εγγύηση των εξωτερικών συνόρων, της εδαφικής ακεραιότητας και της ασφάλειας των κρατών της Ε.Ε.
Από τις διαπραγματεύσεις, ωστόσο, της ΔΚΔ δεν προέκυψε ξεκάθαρη εικόνα για την τελική έκβαση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ στις 16-17 Ιουνίου 1997.
Στο τελικό σχέδιο της ολλανδικής προεδρίας για την νέα Συνθήκη της Ε.Ε. που δόθηκε στην δημοσιότητα στις 1/6/1997 υπήρχαν 2 αναφορές εντελώς αντίθετες μεταξύ τους που είχαν περιπλέξει την κατάσταση.
Η πρώτη αναφορά γινόταν στο κεφάλαιο για την ΚΕΠΠΑ και ικανοποιούσε την ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με το σχέδιο της Συνθήκης: «Τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. εργάζονται από κοινού για την ενίσχυση και ανάπτυξη της αμοιβαίας πολιτικής αλληλεγγύης τους. Η Ένωση καθορίζει και εφαρμόζει μία Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας η οποία καλύπτει όλους τους τομείς της ΚΕΠΠΑ. Η διαφύλαξη της ακεραιότητας της Ένωσης και των εξωτερικών της συνόρων αποτελούν βασικούς στόχους της ΚΕΠΠΑ».
Αντίθετα, η δεύτερη αναφορά στο κεφάλαιο για την ελευθερία, ασφάλεια και δικαιοσύνη ουσιαστικά καταργούσε το άρθρο 227 της Συνθήκης του Μάαστριχτ και, μέσω αυτού, και το αίτημα για εγγύηση των ελληνικών συνόρων.
Το άρθρο 227 καθορίζει το πεδίο ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ και προσδιορίζει ποια κράτη της Ε.Ε. δεσμεύονται από τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, παροχής υπηρεσιών και κανόνων ανταγωνισμού. Άρα, καθορίζει εμμέσως τα οικονομικά σύνορα της Ε.Ε.
Ύστερα από απαίτηση της Ισπανίας και της Μεγ. Βρεττανίας είχε καταχωρηθεί προσωρινά στο τελικό σχέδιο της Ολλανδικής προεδρίας μια πρόταση που στοχεύει στην απεμπλοκή της Ε.Ε. από την διένεξη 2 κρατών για το έδαφος του Γιβραλτάρ.
Η πρόταση αυτή ανέφερε τα εξής: «ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, συμφώνησαν για την ακόλουθη διάταξη, η οποία θα προσαρτηθεί στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ούτε το άρθρο 227 ούτε οιαδήποτε άλλη διάταξη της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας απονέμει εξουσία στην Κοινότητα εις ό,τι αφορά την υϊοθέτηση προβλέψεων οι οποίες καθορίζουν την ακριβή γεωγραφική θέση συνόρων μεταξύ κρατών-μελών ή μεταξύ κρατών-μελών και τρίτων χωρών».
Η τελευταία αυτή φράση («μεταξύ κρατών-μελών και τρίτων χωρών») ήταν βεβαίως επικίνδυνη όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε. διότι, αντί να αποτρέπει τις επιβουλές τρίτων χωρών, ουσιαστικά ενθάρρυνε εδαφικές διεκδικήσεις και έθετε σε κίνδυνο συνολικά την ασφάλεια της Ε.Ε. Ήταν, άλλωστε, μια φράση που «φωτογραφίζει» την διένεξη Ελλάδας-Τουρκίας.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τελικά η πρόταση αποσύρθηκε, η αντιφατικότητα που πηγάζει από το παράδειγμα αυτών των 2 αναφορών που περιέχονταν στο ίδιο κείμενο, (στο σχέδιο της Ολλανδικής προεδρίας για την Σύνοδο Κορυφής του Άμστερνταμ) αναδεικνύει την διαπραγματευτική αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων που έχει ως αποτέλεσμα να κατατάσσεται η χώρα στην ομάδα εκείνη των κρατών (footnote countries) που δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες αλλά ασκούν την λεγόμενη «διπλωματία των υποσημειώσεων».
Για το φαινόμενο αυτό ευθύνονται κυρίως οι πολιτικοί και όχι οι διπλωμάτες (κάτι που επιβεβαιώνεται και από την ελληνική παρουσία στην ΔΚΔ).
Το πρόβλημα σε κάθε παρόμοια διαπραγμάτευση είναι η νοοτροπία της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας που έχει ταυτιστεί με την απλή διαχείριση των ζητημάτων που προκύπτουν και, επιπλέον, θέλει να τα χειρίζεται αποκλειστικά μόνη της, αγνοώντας τους διπλωμάτες του υπουργείου Εξωτερικών. Αντιμετωπίζει, τέλος, τις προκλήσεις με διστακτικότητα και ανεπίκαιρη επιφυλακτικότητα, καταλήγοντας να απομονωθεί.
Οπωσδήποτε, η έκβαση της διεκδίκησης του αιτήματος να υϊοθετηθεί στην ΔΚΔ η ρήτρα για την συλλογική άμυνα και αμοιβαία συνδρομή κατά τρόπο που να ισχύει για την Ελλάδα, δείχνει να είναι αβέβαιη.
Δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να θελήσουν χωρίς ανταλλάγματα τα υπόλοιπα 7 κράτη που επιθυμούν την υπογραφή του σχετικού Πρωτοκόλλου να εμπλακούν στην ελληνο-τουρκική διένεξη. Η προοπτική αυτή θα διευκολυνόταν απόλυτα, ωστόσο, εάν η Ελλάδα δεχόταν να παραχωρήσει ισχυρά ανταλλάγματα προκειμένου να επιτύχει τις επιδιώξεις της.
Αναφέρεται, χαρακτηριστικά, ότι θα μπορούσε να δεχτεί την ευρωπαϊκή πρόταση να αποδοθεί στην Τουρκία καθεστώς μεταβατικού μέλους (member in transition). Μια τέτοια κίνηση θα σήμαινε, συν τοις άλλοις, ότι η Ελλάδα δέχεται την συμμετοχή στην Ε.Ε. κρατών από την Βαλτική ως την Βαλκανική χερσόνησο που δεν θα έχουν πλήρη δικαιώματα. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι θα αποτελούσε ένδειξη –μαζί με άλλες συμπληρωματικές κινήσεις– ότι η Ελλάδα επιθυμεί να αλλάξει πλεύση εντασσόμενη στον εσωτερικό πυρήνα της Ε.Ε. που εκπονεί ιδέες και προτάσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση (ώστε να μπορεί από αυτήν την θέση να επηρεάσει τις εξελίξεις) αντί να αυτοϋποτιμάται και κατά παράδοξο τρόπο να επιλέγει την μάχη χαρακωμάτων από τον εξωτερικό πυρήνα.
Αυτοτοποθετείται η Ελλάδα σε μιαν θέση όπου εκ των πραγμάτων θεωρείται από την Γερμανία, την Γαλλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο ως «εχθρική» ενώ θα έπρεπε να συμφωνεί κατ’ αρχήν μαζί τους και να διαφοροποιείται έξυπνα προκειμένου να εξασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα όπου αυτό είναι απαραίτητο. Η λογική της παροχής ανταλλαγμάτων σε ισότιμη βάση δεν αντιστρατεύεται αλλά εξυπηρετεί μιαν τέτοιαν στρατηγική. Δεν επιτρέπεται να μην χρησιμοποιεί η ελληνική διπλωματία τα διαπραγματευτικά όπλα που διαθέτει.
Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο θα περιγραφεί η στάση των ελληνικών πολιτικών κομμάτων απέναντι στις βασικές έννοιες που αναλύονται σε αυτήν την εργασία (ευέλικτη ολοκλήρωση-Ευρώπη πολλών ταχυτήτων-μεταβλητή γεωμετρία-ευελιξία-ομοφωνία), προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είχε εκπονηθεί συνεκτική διαπραγματευτική στρατηγική ενόψει της ΔΚΔ ή εάν είχε διατυπωθεί αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για τους χειρισμούς που τελικά έγιναν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Πριν την έναρξη καθώς επίσης και κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Διακυβερνητικής Διάσκεψης για την τροποποίηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ διατυπώθηκαν από τα κόμματα του Ελληνικού Κοινοβουλίου οι επίσημες θέσεις τους για τα μεγάλα ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ενόψει των θεσμικών αλλαγών στην λειτουργία της Ε.Ε.
Από την μελέτη των κειμένων αυτών (ακόμη και το Κ.Κ.Ε. εξέδωσε, όπως θα αναλυθεί κατόπιν, εκτενείς θέσεις για την ΔΚΔ) προκύπτουν σαφέστατα ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για την ελληνική διαπραγματευτική στρατηγική στο πλαίσιο της Ε.Ε.
Ασφαλώς, προεξάρχοντα ρόλο κατέχουν οι θέσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., λόγω της κυβερνητικής εξουσίας που ασκεί και, άρα, διότι είναι επιφορτισμένο με τους επίσημους χειρισμούς. Συμπληρωματικά κυρίως έδρασε η αξιωματική αντιπολίτευση αν και δεν έδωσε κάποιο συγκεκριμένο στίγμα των ιδεολογικών ή πρακτικών της επιλογών που να τη διαφοροποιεί από την κυβέρνηση. Λειτούργησε, ωστόσο, η Ν.Δ. περισσότερο ως ένα επιστημονικό forum καθώς έδωσε την ευκαιρία σε καθηγητές Πανεπιστημίου, διεθνολόγους, ειδικούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δημοσιογράφους ή και απλούς πολίτες να εκφράσουν τις αντιλήψεις τους –και αυτή ανέλαβε να συνθέσει την συνισταμένη τους.
Τα 3 υπόλοιπα κόμματα (ΠΟ.ΑΝ, ΣΥΝ, Κ.Κ.Ε.) έδρασαν αυτόνομα, με περιοδικές ανακοινώσεις ενόψει της ΔΚΔ και κυρίως μέσω της Βουλής.
Δεν περιποιεί, βέβαια, τιμή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα το γεγονός ότι μόνο μία φορά έγινε στην Βουλή προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση με αντικείμενο την ΔΚΔ (και μάλιστα στις 18/3/1996, όταν η ΔΚΔ ξεκίνησε 11 μόλις ημέρες αργότερα)!
Πάντως, μετά την συζήτηση αυτή, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Ελληνικού Κοινοβουλίου εξέδωσε ένα πόρισμα στο οποίο καταγράφεται ο κοινός τόπος των θέσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ μόνο, διότι τα υπόλοιπα κόμματα εξέφρασαν χωριστά τις απόψεις τους.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Το κοινό κείμενο των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων συμπίπτει σε μιαν βασική αρχή που αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής στρατηγικής.
Η αρχή αυτή είναι απορριπτική, δεν διατυπώνει δηλαδή με θετικό τρόπο τις ελληνικές απόψεις αλλά απλώς αντιδρά στις προτάσεις του γαλλο-γερμανικού άξονα (κάτι που έχει ήδη χαρακτηρισθεί στην εργασία αυτή ως μη ρεαλιστικό). Το σημείο αυτό, στο οποίο ΠΑΣΟΚ και ΝΔ με αρχηγούς τους κ.κ. Σημίτη και Έβερτ συμφώνησαν, ανέφερε ότι: «Οι έννοιες της διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης, της ευέλικτης ολοκλήρωσης, της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων ή της «Ευρώπης του σκληρού πυρήνα» απορρίπτονται από την Ελλάδα. Οι έννοιες αυτές είναι επικίνδυνες στον βαθμό που μπορεί να οδηγήσουν σε νέες μορφές διαίρεσης και ανταγωνισμών στο ευρωπαϊκό χώρο. Ο σεβασμός της θεσμικής ενότητας και ισότητας επιβάλλει την αποφυγή θεσμοποίησης μορφών «διαφοροποιημένης ή ευέλικτης» ολοκλήρωσης που με οποιαδήποτε μορφή ή κάλυμμα θα εισάγει διακρίσεις ανάμεσα στις χώρες-μέλη και θα ανατρέπει βασικές αρχές για τη θεσμική ισότητα».
Πρέπει, όμως, να εξεταστεί και ένα παλαιότερο κείμενο –της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ– με το οποίο εξηγείται αυτή η στάση απέναντι στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Πρόκειται για τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει η Διϋπουργική Επιτροπή που συγκροτήθηκε από τον πρωθυπουργό τότε Α. Παπανδρέου με αντικείμενο την επεξεργασία των θέσεων της Ελλάδας. Σύμφωνα με το πόρισμα:
«Βασική ελληνική θέση είναι η απόκρουση της λογικής των διαφορετικών ταχυτήτων. Η πίεση που ασκείται για τον σχηματισμό ενός μικρού σκληρού πυρήνα χωρών που θα παίρνουν τις πρωτοβουλίες και αποφάσεις στην Ε.Ε. αποτελεί κρίσιμο δεδομένο της διαπραγμάτευσης. Οι αναφορές σε ομόκεντρους κύκλους, μεταβλητές γεωμετρίες, σχήματα a la carte, καθώς και πολλές προτάσεις για πιο ευέλικτο τρόπο συγκρότησης των θεσμικών οργάνων εκφράζουν άλλοτε με σαφήνεια και άλλοτε υπαινικτικά τις επιδιώξεις αυτές ορισμένων ισχυρών χωρών της Ε.Ε.».
Από την σύγκριση των 2 κειμένων προκύπτει ότι και οι δύο εκδοχές κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ προέβλεπαν την επικράτηση στην ΔΚΔ των ιδεών της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Ενώ θα έπρεπε, επομένως, να δεχθούν κατ’ αρχάς τις απόψεις αυτές (άλλωστε, γενικότερα η Ελλάδα συμφωνεί για την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με αυτές τις δύο χώρες –στην βασική φιλοσοφία) και να προσπαθήσουν μέσα από αυτό το στρατόπεδο να επηρεάσουν ώστε να μην ανατραπεί η θεσμική ισότητα, οι κυβερνήσεις Παπανδρέου-Σημίτη (και η αξιωματική αντιπολίτευση, ταυτόχρονα) αφόριζαν την ευέλικτη ολοκλήρωση που υπήρχε ήδη στην πρακτική της Ε.Ε. και επίκειτο κιόλας η αναβάθμισή της από τις «πολλαπλές ταχύτητες» στην «μεταβλητή γεωμετρία».
Ίσως η μόνη διαφορά να είναι ότι ο κ. Σημίτης δέχεται την προοπτική ανάδειξης ενός πυρήνα κρατών, ιδιαίτερα στο θέμα της ΟΝΕ, ανοιχτού στις χώρες που ακολουθούν: «Εν πάση περιπτώσει, και αν δημιουργηθεί ένας πυρήνας χωρών, οι οποίες θα δημιουργήσουν την ΟΝΕ, θα πρέπει να φροντίσουν η απόσταση αυτών των χωρών από τις άλλες χώρες να μην μεγαλώσει, αλλά η δημιουργία της ΟΝΕ να είναι σημείο από το οποίο θα προκύψει μια νέα δυναμική για να ενταχθούν και οι υπόλοιπες χώρες, να προωθηθεί η σύγκλιση και να μην υπάρξουν διαφορετικές ταχύτητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σ’ αυτό υπήρξε συμφωνία ότι εκείνο το οποίο εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να αποφευχθεί είναι οι διαφορετικές ταχύτητες».
Οι δηλώσεις αυτές του πρωθυπουργού έγιναν πριν την κοινή πρόταση Γερμανίας-Γαλλίας για την καθιέρωση της αρχής της «ευελιξίας».
Όταν υπήρξε η επίσημη ανακοίνωση τον Οκτώβριο του 1996, η πρώτη αντίδραση ήταν να διατυπωθεί από την ελληνική κυβέρνηση, μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου, κατηγορηματική αντίθεση απέναντι «σε οποιαδήποτε ιδέα δημιουργίας Διευθυντηρίου».
Σε δεύτερο στάδιο, ανακοινώθηκε ότι η Ελλάδα «δεν αποκλείει τη δυνατότητα εισαγωγής της αρχής της ευελιξίας σε ορισμένους τομείς. Σε αυτούς περιλαμβάνεται και η εξωτερική πολιτική και φυσικά ο τρίτος πυλώνας, δηλαδή τα θέματα μετανάστευσης, δημόσιας τάξης κ.λ.π., όπου, εξάλλου, η συνεργασία είναι και τώρα διακυβερνητική και όχι κοινοτική».
Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η θέση της κυβέρνησης, είναι χρήσιμο να παρατεθεί η δήλωση του ιδίου του πρωθυπουργού αμέσως μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δουβλίνου:
«Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να καθιερώσουμε μια γενική αρχή ευελιξίας και να αποφασίζουν ορισμένες χώρες, χωρίς προϋποθέσεις, ότι μπορούν να προχωρήσουν στη διαδικασία ενοποίησης αφήνοντας κατά μέρος άλλες χώρες. Μπορεί να υπάρξουν ειδικές ρυθμίσεις σε σχέση με την ευελιξία όταν εξασφαλιστούν ορισμένες προϋποθέσεις. Είμαστε, δηλαδή, αντίθετοι με μία γενική ρήτρα ευελιξίας, αλλά μπορούμε να συζητήσουμε εφόσον προταθούν ειδικές ρήτρες ή σε ορισμένους ειδικούς τομείς σχετικές ρυθμίσεις».
Με την εντολή αυτή, στις διαπραγματεύσεις για την ΔΚΔ ο Έλληνας εκπρόσωπος Γιάννος Κρανιδιώτης ανέπτυξε την γενική επιφύλαξη της Ελλάδας στην κοινή γαλλογερμανική πρόταση. Η ελληνική πλευρά υποστήριξε ότι: «Η κοινή γαλλογερμανική πρόταση για ενισχυμένη συνεργασία ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας ενός Διευθυντηρίου Δυνάμεων στο πλαίσιο της Ε.Ε. που θα δυναμιτίσει την ίδια τη λογική, τις αρχές και τη φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Οικοδόμησης. Από πλευράς Ελλάδας δεν έχουμε αντίρρηση να υπάρχει δυνατότητα ενισχυμένης συνεργασίας σε ορισμένους τομείς, όπως είναι η άμυνα ή ο τομέας δικαιοσύνης και Εσωτερικών, αλλά είναι εντελώς απαράδεκτο και αδύνατο η ενισχυμένη συνεργασία να αφορά ουσιαστικά όλους τους τομείς δράσης της Ένωσης».
Την ίδια περίοδο –για να εξεταστεί και ο επιμερισμός καθηκόντων μεταξύ των αντιπροσώπων της κυβέρνησης– ο υπουργός αναπληρωτής Γ. Παπανδρέου διατύπωνε ακόμα πιο συγκεκριμένες εκτιμήσεις. Θεωρούσε ότι: «η ευελιξία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως καθολική αρχή ή κανόνας, αλλά μόνον ως εξαίρεση και εφ’ όσον στη νέα Συνθήκη θα υπάρχει ρητή και σαφής πρόβλεψη, σε ποιες περιπτώσεις θα μπορούσε, ως έσχατη λύση, να εφαρμοσθεί. Γι’ αυτές τις περιπτώσεις, θα πρέπει να υϊοθετηθεί ένα σύστημα όρων-προϋποθέσεων (π.χ. αποφάσεις με ομοφωνία, να μη θίγεται το κοινοτικό κεκτημένο, θα υπάρχει το δικαίωμα άμεσης συμμετοχής όσων θελήσουν να συμμετάσχουν σε μια πρωτοβουλία, έστω και εκ των υστέρων)».
Η πιο σημαντική πηγή, ασφαλώς, για την κυβερνητική στρατηγική απέναντι στο ζήτημα της «ευελιξίας» είναι το ειδικό υπόμνημα που κατέθεσε η χώρα μας στις διαπραγματεύσεις της ΔΚΔ.
Στο υπόμνημα αυτό, η κυβέρνηση διατύπωσε 3 αρχές που θα πρέπει να διέπουν την «ενισχυμένη συνεργασία» προκειμένου να διαφυλαχθεί ο ενιαίος και αλληλέγγυος χαρακτήρας της Ε.Ε.
Οι αρχές αυτές είναι:
1. Η ενισχυμένη συνεργασία θα πρέπει να αποτελεί μία επιλογή «ύστατης λύσης» και όχι μια νέα «αρχή ολοκλήρωσης».
2. Θα πρέπει να συνοδεύεται από πρακτικά μέτρα που θα εξασφαλίζουν ότι δεν θα της προσδίδεται μόνιμος χαρακτήρας.
3. Θα είναι ανοικτή σε όλους. Ταυτόχρονα, θα προβλέπονται μηχανισμοί ενίσχυσης όσων θέλουν, αλλά δεν μπορούν εξ αρχής να ενταχθούν σε μια διαδικασία ενισχυμένης συνεργασίας.
Στο υπόμνημα αναφέρεται, επίσης, ότι: «Η προώθηση της ενισχυμένης συνεργασίας γίνεται με τρόπο που να μην θέτει υπό αμφισβήτηση τη συνεχή ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα σε όλα τα κράτη-μέλη. Η ενισχυμένη συνεργασία αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Τα κράτη μέλη αποφεύγουν την εκτός συνθήκης συνεργασία, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες θα έχει διατυπωθεί από τα ίδια ενδιαφερόμενα μέρη πρόταση προώθησης μιας ενισχυμένης συνεργασίας εντός της Ένωσης και η οποία δεν θα έχει λάβει έγκριση από την Επιτροπή ή δεν θα έχει λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία στο Συμβούλιο. Σε αυτήν την περίπτωση οι προτείνοντες δεσμεύονται να σέβονται τη θέληση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης».
Η κυβέρνηση ζητά με το υπόμνημα αυτό να λάβουν τα υπόλοιπα 14 κράτη υπόψιν τους ότι:
1. Το θέμα της ευελιξίας αντιμετωπίζεται από την Ελλάδα με μεγάλη επιφυλακτικότητα.
2. Η οριστική μας θέση θα εξαρτηθεί από το περιεχόμενο της τελικής συμφωνίας.
3. Η ευελιξία δεν μπορεί να αποτελέσει ισότιμη με τις άλλες αρχή λειτουργίας της Κοινότητας. Μια γενική ρήτρα ευελιξίας στη Συνθήκη δεν μπορεί να εννοηθεί, παρά στο πλαίσιο των αρχών που θα διαφυλάξουν την ενότητα και συνεκτικότητα της Ένωσης.
4. Η Συνθήκη της Ε.Κ. (πρώτος πυλώνας) δεν έχει κατά την άποψη της χώρας μας περιθώρια εφαρμογής της ευελιξίας.
5. Η εφαρμογή της ευελιξίας στον δεύτερο και τρίτο πυλώνα θα μπορούσε κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις να αντιμετωπισθεί.
6. Κατά την άποψή μας, πριν θέσουμε σε εφαρμογή την αρχή της ευελιξίας, χρειάζεται να εξαντλήσουμε όλες τις άλλες δυνατότητες που διαθέτουμε. Στην κατεύθυνση αυτή η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί κάποια διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της ειδικής πλειοψηφίας.
Η κριτική που ασκείται από την ανά χείρας μελέτη στις θέσεις της κυβέρνησης διαχρονικά δεν έχει ως στόχο να καταδείξει ότι οι θέσεις αυτές ήταν λανθασμένες. Αντίθετα, οι επιδιώξεις της Ελλάδας, οι όροι και οι προϋποθέσεις για την αποδοχή της αρχής της ευελιξίας μπορούν πράγματι να εξαλείψουν τους κινδύνους που απορρέουν από μιαν άσχημη εφαρμογή της εις βάρος των μικρών κρατών της Ε.Ε.
Η αντίρρηση είναι η εξής: ενώ η Ελλάδα θέτει στις διαπραγματεύσεις αιτήματα που βρίσκονται αναμφίβολα στην σωστή κατεύθυνση, παράλληλα δεν επενδύει τα επιχειρήματά της με το κατάλληλο ιδεολογικό περιτύλιγμα:
α) Η ρητορική που ασκείται από την πολιτική ηγεσία της χώρας στρέφει την ελληνική κοινή γνώμη ακριβώς στο αντίθετο ρεύμα, στον αντι-ευρωπαϊσμό και στην απομόνωση.
β) Ενώ οι Γερμανοί θα ανέμεναν λογικά την Ελλάδα να υποστηρίξει τις προτάσεις τους υπέρ της ομοσπονδιακής προοπτικής και θα ήταν πρόθυμοι να παραχωρήσουν ικανοποιητικά ανταλλάγματα σε επιβράβευση για την στάση της, αφού πρώτα την είχαν προσεταιριστεί, αίφνης αντικρύζουν την Ελλάδα να τους καταγγέλλει σύσσωμη δίχως επαρκή αιτιολογική βάση. Όταν, λοιπόν, η ελληνική πολιτική ηγεσία αποτύχει στις επιδιώξεις της, λόγω της παράδοξης συμπεριφοράς της, χρεώνει την αποτυχία στην Ε.Ε.
Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που θυμίζει τα όσα παράλογα παρατηρούνται στο θέμα του διαλόγου με την Τουρκία. Ενώ την Ελλάδα συμφέρει ο διάλογος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον (και ουσιαστικά τον δέχεται και στην πράξη) σε ρητορικό επίπεδο με τα μηνύματα που στέλνει στο εξωτερικό τείνει να διαφοροποιείται διαρκώς και να απορρίπτει τον διάλογο.
Προφανώς, δεν είναι αυτή η κατάλληλη στρατηγική για την επιδίωξη των στόχων μας –δεν αποτελεί καν στρατηγική.
Ένα ακόμη παράδειγμα ασυμβατότητας στόχων στην πορεία της κυβέρνησης προς την ΔΚΔ (ευτυχώς εντοπίστηκε γρήγορα και διορθώθηκε) ήταν η επιδίωξη ως πακέτου της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής και ταυτόχρονα της μη κατάργησης του δικαιώματος αρνησικυρίας.
Αυτές οι δύο επιδιώξεις ήταν αμοιβαία αποκλειόμενες.
Η σχέση τους ήταν διαζευκτική: είτε θα διατηρούνταν το veto, οπότε δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να προχωρήσει η κοινή άμυνα είτε θα υπήρχε κατοχύρωση των συνόρων, οπότε θα έπρεπε να καταργηθεί το veto.
Η κυβέρνηση πολύ σωστά δέχθηκε την μερική κατάργηση της ομοφωνίας στην λήψη αποφάσεων προκειμένου να αφιερωθεί στην προσπάθεια να αντλήσει κέρδη στον τομέα της ΚΕΠΠΑ: Για να ενισχύσει την θέση της, υπέβαλε ειδικό υπόμνημα στην ΔΚΔ τον Ιούνιο του 1996 με το οποίο ζητά: «να ενσωματωθεί στις ρυθμίσεις της Συνθήκης η πρόβλεψη για την παροχή «αμοιβαίας συνδρομής» σε χώρες-μέλη που την αιτούν. Η ρύθμιση για την παροχή αμοιβαίας συνδρομής θα πρέπει να αποτελέσει πτυχή και μέσο μιας γενικής ρήτρας αλληλεγγύης και θα πρέπει να διατυπωθεί στη Συνθήκη».
Το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας χρησιμοποίησε δύο επιχειρήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, τα οποία διατυπώθηκαν με επιστολή του Θ. Πάγκαλου σε 14 υπουργούς Εξωτερικών της Ε.Ε. λίγο πριν το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων στο Λουξεμβούργο στις 27 Οκτωβρίου 1996.
Θέλοντας να καθησυχάσει ενδεχόμενους φόβους των εταίρων της Ελλάδας ότι η υϊοθέτηση των προαναφερθεισών αρχών θα οδηγήσει σε ανάληψη υποχρεώσεων εκ μέρους τους π.χ. για αμυντική συνδρομή σε περίπτωση απειλής της εδαφικής ακεραιότητας, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει στην επιστολή του ότι η πρότασή του «δεν συνεπάγεται δεσμεύσεις, πέραν των δυνατοτήτων που μας παρέχει ήδη η συνθήκη» καθώς και ότι «πρόκειται για αρχές αυτονόητες στο διεθνές δίκαιο και συνεπώς η Ε.Ε. κάθε άλλο παρά καινοτομεί αν θα τις υϊοθετήσει».
Το δεύτερο επιχείρημα ήταν πως: «ειδικώς για την Ελλάδα η αποδοχή της νέας Συνθήκης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πρόοδο που θα σημειωθεί στο θέμα αυτό».
Ένα τρίτο επιχείρημα που διατυπώθηκε στον δημόσιο διάλογο στο εσωτερικό της Ελλάδας ήταν η συνταγματική επιταγή ότι, για να γίνονται περιορισμοί στην άσκηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, πρέπει αυτό να υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον (άρθρο 28, παρ.3).
Άρα, για να συμμετάσχει περαιτέρω στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση η Ελλάδα θα πρέπει –σύμφωνα με αυτήν την λογική– να διασφαλίζεται η εδαφική της ακεραιότητα.
Σημαντική (και από πλευράς αξιολόγησης, η πιο φιλοευρωπαϊκή) ήταν η παρέμβαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε αυτήν την δημόσια συζήτηση για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Οι θέσεις της ΝΔ διατυπώθηκαν εκτενώς κυρίως πριν την ΔΚΔ, καθώς ο κομματικός της μηχανισμός διοργάνωσε το 1995 δύο συναντήσεις εργασίας στην περιοχή των Δελφών προκειμένου εκεί να εκφρασθούν οι απόψεις όχι μόνο των ευρωβουλευτών της αλλά, επιπλέον, πανεπιστημιακών καθηγητών και διεθνολόγων.
Για την ΔΚΔ, επίσης, έγινε ενημέρωση των στελεχών του κόμματος σε σεμινάρια και ημερίδες από ειδικούς σε θέματα Ε.Ε. ενώ η Νέα Δημοκρατία τοποθετήθηκε και στην σχετική συζήτηση στην Βουλή επί ηγεσίας Έβερτ.
Από την μελέτη των κειμένων αυτών προκύπτει ότι η ΝΔ θεωρούσε αναγκαίο στην αναθεώρηση της Συνθήκης της Ε.Ε. να καταργηθεί η υφιστάμενη διάρθρωση της Ε.Ε. και να συνενωθούν όλες οι διατάξεις σε ενιαία υπερεθνική αντίληψη χωρίς μάλιστα να έχει οποιοδήποτε κράτος-μέλος την ευχέρεια να επιλέγει εάν θα συμμετάσχει ή όχι στην εφαρμογή των συλλογικών αποφάσεων.
Λάμβανε, επομένως, θέση η ΝΔ «απροκάλυπτα υπέρ της ομοσπονδιακής κατεύθυνσης της Ε.Ε.», απορρίπτοντας το ενδεχόμενο της «κατ’ επιλογήν» Ευρώπης. Ζήταγε, αντίθετα, να «ενταθεί ο κοινωνικός και πολιτισμικός χαρακτήρας της, ώστε να γίνει πραγματική Ένωση Εθνών και Ευρώπη των πολιτών».
Ίσως το πιο θετικό στοιχείο στις απόψεις της ΝΔ ήταν η επιδίωξη να προβληθεί η Ελλάδα ανάμεσα στους πρωτοπορούντες υποστηρικτές της ομοσπονδιακής θεωρίας.
Με ακόμη μεγαλύτερη αντίθεση, ακόμα και από την κυβέρνηση, στεκόταν η ΝΔ απέναντι στο ενδεχόμενο της Ε.Ε. των «πολλών ταχυτήτων» ή της «μεταβλητής γεωμετρίας». Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο α κατηγορήσει οξύτατα την κυβέρνηση επειδή –κατά την έκφραση του Μιλτιάδη Έβερτ– «αποδέχθηκε και επισήμως την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων», ένα επιχείρημα που διαρκώς επαναλαμβάνεται.
Για την «ευελιξία», όμως, δεν έχει υπάρξει επίσημη τοποθέτηση: Στο θέμα του δικαιώματος αρνησικυρίας, πολύ νωρίς η ΝΔ έλαβε την ορθή θέση, λέγοντας ότι η αρχή της ομοφωνίας πρέπει να καταργηθεί «μόνον εφόσον διασφαλιστεί η εδαφική ακεραιότητα της Ε.Ε. και των χωρών-μελών που την συγκροτούν».
Ζήτησε ακόμη η ΝΔ να προωθηθεί η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας και μάλιστα «η ΚΕΠΠΑ να απορροφήσει την ΔΕΕ, ώστε να αποτελεί τον αμυντικό της βραχίονα και να εγγυάται την συνδρομή κάθε μέλους της εάν υποστεί επίθεση». Επιπλέον, «να επιβεβαιωθεί η αρχή της αλληλεγγύης ώστε οποιοδήποτε κράτος-μέλος δεχόταν επίθεση, θα ήταν αυτομάτως υποχρεωμένα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη να του παράσχουν βοήθεια».
Δεν μπορεί, ωστόσο, να πει κανείς ότι θεωρείται αρκετά ικανοποιητική αυτή η παραγωγή ιδεών από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που πρέπει να ασκεί έλεγχο στους κυβερνητικούς χειρισμούς. Η νέα ηγεσία της ΝΔ υπό τον Κ. Καραμανλή δεν πρόλαβε, τέλος, να διατυπώσει τις θέσεις της για την Διακυβερνητική Διάσκεψη.
Το κόμμα της «Πολιτικής Άνοιξης» είχε συμφωνήσει στην Βουλή στις 18/3/1996 με «τους βασικούς στόχους που έχει θέσει η κυβέρνηση στο πλαίσιο της ΔΚΔ». Επιπλέον, διατύπωνε (και συνεχίζει και τώρα εκτός Βουλής να διατυπώνει) εντονότατα την αντίθεσή της στο ενδεχόμενο των «πολλών ταχυτήτων» και της «μεταβλητής γεωμετρίας» διότι θεωρεί σκόπιμο να απορριφθούν ρυθμίσεις «που αποκλείουν την μετεξέλιξη της Ε.Ε. σε Πολιτική Ένωση Ομοσπονδιακού χαρακτήρα στο μέλλον». Τάσσεται, ακόμη, υπέρ της ΚΕΠΠΑ και προτείνει «την υϊοθέτηση διατάξεων κοινής πολιτικής ασφαλείας και άμυνας που θα εξασφαλίζουν το σύνολο των χωρών της Ένωσης και το καθένα ξεχωριστά», την ενσωμάτωση των διατάξεων της Συνθήκης των Βρυξελλών στην Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα του άρθρου 5, την καθιέρωση και κατοχύρωση των εξωτερικών χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων της Ένωσης.
Λίγες ημέρες πριν την Σύνοδο Κορυφής στο Άμστερνταμ, ο αρχηγός της ΠΟ.ΑΝ. κ. Σαμαράς παρέδωσε στον υπουργό αναπληρωτή Εξωτερικών κ. Παπανδρέου ολοκληρωμένον φάκελλο με τις θέσεις του κόμματος για την διαπραγματευτική στρατηγική που θα έπρεπε η χώρα να ακολουθήσει.
Όσον αφορά τον Συνασπισμό, αξίζει κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι το κόμμα αυτό ζήτησε να υπάρξει και δεύτερη συζήτηση στην Βουλή ώστε η κυβέρνηση να ενημερώσει τα πολιτικά κόμματα και τον ελληνικό λαό, έστω και λίγες μόλις ημέρες πριν την ολοκλήρωση της Διακυβερνητικής.
Ο ΣΥΝ έχει ζητήσει την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για να εγκριθεί το περιεχόμενο της νέας Συνθήκης του Άμστερνταμ αν και στηρίζει την ομοσπονδιακή προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και ο Συνασπισμός θεωρεί ότι πρέπει να αποτραπεί «η θεσμοποίηση της διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» και να διατηρηθεί η θεσμική ισότητα των κρατών της Ε.Ε. Έμφαση αποδίδει ο ΣΥΝ στην αναγνώριση των εθνικών συνόρων ως εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γι’ αυτό και θεωρεί αναγκαίο να αναδιατυπωθούν οι στόχοι της ΚΕΠΠΑ και να συμπεριληφθεί σε αυτούς «η αλληλέγγυα προάσπιση των θεμελιωδών συμφερόντων, της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Ένωσης και των κρατών-μελών που την αποτελούν».
Είναι σημαντικό, τέλος, να καταγραφούν εδώ για πρώτη φορά οι θέσεις του Κ.Κ.Ε. όπως κατατέθηκαν στις 19/5/1997 στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής. Τις θέσεις αυτές εκπόνησε ένα μήνα σχεδόν πριν την ολοκλήρωση της ΔΚΔ η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος. Από το κείμενο προκύπτουν σημαντικές διαφοροποιήσεις του Κ.Κ.Ε. σε σχέση με την πολιτική των υπολοίπων κομμάτων, διαφοροποιήσεις άγνωστες στην κοινή γνώμη που διατυπώνονται για πρώτη φορά, έστω και τόσο αργά και υπερβαίνουν το γνωστό αίτημα περί διενέργειας δημοψηφίσματος.
Η πιο σημαντική διαφοροποίηση του ΚΚΕ από τα υπόλοιπα κόμματα και από την ελληνική στρατηγική στην ΔΚΔ είναι ότι δεν επιθυμεί την προστασία των ελληνικών συνόρων από την Ε.Ε.
Αντιθέτως, μάλιστα, το ΚΚΕ θεωρεί τον στόχο της κυβέρνησης «να γίνουν τα σύνορα της Ελλάδας και σύνορα της Ευρώπης ως επικίνδυνη πολιτική, αφού εναποθέτει την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας σ’ εκείνους που διαιρούν έθνη και λαούς, στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Το να θεωρηθούν τα Ελληνικά σύνορα ως σύνορα της Ευρώπης δίνει τη δυνατότητα τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ισχυρές χώρες, σε περίπτωση αμφισβήτησής τους, να επεμβαίνουν ενεργότερα όχι βέβαια υπέρ της Ελλάδας ούτε υπέρ της ειρήνης στην περιοχή». Το ΚΚΕ διαφοροποιείται και στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, θεωρώντας ότι «με την κοινή εξωτερική πολιτική και την κοινή πολιτική άμυνας δρομολογείται η παραπέρα διαδικασία στρατιωτικοποίησης της Ευρώπης, της ενεργότερης συμμετοχής της χώρας μας σε επιθετικές επεμβάσεις (τύπου Πίτερσμπεργκ) σε τρίτες χώρες με το πρόσχημα της ανθρωπιστικής βοήθειας ή της διαχείρισης κρίσεων προφανώς προς όφελος του σκληρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ». Τέλος, το ΚΚΕ συμπληρώνει αυτές τις θέσεις του με το αίτημα «οι Έλληνες που εκπροσωπούν τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην έχουν το δικαίωμα για δεσμευτικές για την Ελλάδα αποφάσεις χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής Βουλής».
Το μοναδικό κοινό στοιχείο των αντιλήψεων του ΚΚΕ με τα υπόλοιπα κόμματα είναι ότι και αυτό απορρίπτει την Ε.Ε. των «πολλών ταχυτήτων» και της «μεταβλητής γεωμετρίας».
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «η λεγόμενη ευελιξία σ’ όλες τις εκδοχές της θα σημαίνει ότι ένας στενός κύκλος χωρών –ο σκληρός πυρήνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης– θα παίρνει κρίσιμες αποφάσεις για σοβαρά ζητήματα και θα σέρνει τις υπόλοιπες χώρες σ’ αυτές τις επιλογές ζητώντας στην καλύτερη περίπτωση στάση εποικοδομητικής ανοχής».
Η μοναδική αυτή σύμπνοια στις απόψεις των ελληνικών κομμάτων εναντίον της «ευέλικτης ολοκλήρωσης» δημιουργεί, βέβαια, προβληματισμό καθώς δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της Ε.Ε.
Προκειμένου να συνδυαστεί η θεσμική εμβάθυνση με την διεύρυνση, καθίσταται εκ των πραγμάτων απαραίτητη η εισαγωγή της «ευέλικτης ολοκλήρωσης» στην Ε.Ε. σε μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με το παρελθόν.
Στην Ελλάδα παρατηρείται το παράλογο φαινόμενο να υποστηρίζει η χώρα την ομοσπονδιακή προοπτική της Ε.Ε., να δέχεται πολύ σωστά την «ευελιξία» κάτω από ειδικούς όρους και αυστηρές προϋποθέσεις όταν το θέμα έρχεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά (εδώ έγκειται η παραδοξότητα) στο ρητορικό επίπεδο να καταγγέλλει άνευ λόγου την «μεταβλητή γεωμετρία», δημιουργώντας λάθος εντυπώσεις τόσο στην ελληνική κοινή γνώμη (στην οποία δημιουργείται μια διαστρεβλωμένη εικόνα για την Ε.Ε.) όσο και στους ξένους εταίρους, οι οποίοι δυσφορούν με την συμπεριφορά μας στην πράξη.
Στην συνέχεια, θα γίνει αναφορά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η «ευέλικτη ολοκλήρωση» κατά την διάρκεια της ΔΚΔ από τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε. Θα αποδειχθεί ότι τα κράτη που θέτουν όρους για την αποδοχή της «ευελιξίας» ακολουθούν εντελώς διαφορετική τακτική για την υλοποίηση του στόχου τους απ’ ό,τι η Ελλάδα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Λίγες μόλις ημέρες πριν την ολοκλήρωση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το ζήτημα της «ευελιξίας» δίχαζε κυριολεκτικά τα 15 κράτη της Ε.Ε., καθώς στο πεδίο της αναμέτρησης είχαν επικρατήσει δύο διαφορετικές τάσεις.
Την πρώτη ομάδα αποτελούσαν τα 6 ιδρυτικά μέλη του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε., τα οποία υποστήριζαν την ευρύτερη δυνατή εφαρμογή της «ευελιξίας» έως και του σημείου να αναχθεί αυτή σε αρχή λειτουργίας της Ε.Ε. μέσω της θέσπισης Γενικής Ρήτρας στην νέα Συνθήκη.
Την δεύτερη ομάδα συγκροτούσαν τα 9 «μικρά» κράτη της Ε.Ε. που δέχονταν την αρχή της «ευελιξίας» υπό το πρίσμα της διεύρυνσης αλλά αντιμετώπιζαν το θέμα με επιφυλάξεις, δεδομένου ότι αντιλαμβάνονταν πως η εφαρμογή της ευελιξίας μπορούσε να καταλήξει στην διαμόρφωση μιας Ένωσης, όπου ορισμένα κράτη-μέλη προωθούν μόνα τους μιαν πολιτική στον Α΄ ή στον Β΄ τομέα, ανεξάρτητα αν με αυτήν συμφωνούν όλοι οι εταίροι.
Οι χώρες αυτές επιχείρησαν –με αρκετές διαφοροποιήσεις έκαστη– να περιορίσουν την εφαρμογή της «ευελιξίας» με την θέσπιση Ειδικής Ρήτρας όταν καθίσταται αναγκαίο να υπάρξει τέτοιου είδους «ενισχυμένη συνεργασία». Θεωρούσαν, ακόμη, ότι το θέμα αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση και μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Η Ελλάδα, ειδικότερα, απέρριπτε την εισαγωγή «γενικής ρήτρας ευελιξίας» και διατύπωνε επιφυλάξεις, εκτιμώντας ότι η «ευελιξία» έρχεται σε σύγκρουση με την θεσμική ενότητα της Ε.Ε. Η ελληνική κυβέρνηση αποδεχόταν την επιλεκτική εφαρμογή της «ευελιξίας» σε θέματα του δεύτερου και τρίτου πυλώνα.
Όσον αφορά την πρώτη ομάδα κρατών –καθώς έχει ήδη εκτεθεί η στάση Γερμανίας και Γαλλίας– αξίζει να ανασυντεθούν οι αντιλήψεις της Ιταλίας και των κρατών BENELUX για το ζήτημα της «ευελιξίας» καθώς και τα κεντρικά σημεία της επιχειρηματολογίας τους.
Το Βέλγιο, κατ’ αρχάς, είχε ανέκαθεν εκφράσει την υποστήριξή του προς την ομοσπονδιακή μορφή της Ε.Ε., απορρίπτοντας ταυτόχρονα τον διακυβερνητισμό βάσει της εκτίμησης ότι ευνοεί τα ισχυρά κράτη. Το Βέλγιο, για το θέμα των πρακτικών της «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» στην Ε.Ε. αναγνώριζε ότι είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Ο πρωθυπουργός Ζαν Λυκ Ντεάν πίστευε ότι η διαφοροποιημένη ολοκλήρωση μπορεί να βοηθήσει και να εφαρμοσθεί μόνο όταν αποτελεί μέσο για να προχωρούν τα κράτη που το επιθυμούν με ταχείς ρυθμούς. Συμπλήρωνε, ωστόσο, ότι πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διαδικασίες που προβλέπουν οι Συνθήκες –και οι θύρες του σκληρού πυρήνα πρέπει να παραμένουν διαρκώς ανοιχτές, ο ρόλος των θεσμικών οργάνων να είναι σαφώς καθορισμένος και να μην υπάρχει υπερσυγκέντρωση της εξουσίας.
Τις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές υϊοθετούσε mutatis mutandis και το Λουξεμβούργο.
Η κυβέρνηση της Ολλανδίας διάκειτο ευνοϊκά απέναντι στην μεταβλητή γεωμετρία, ιδιαίτερα στον αμυντικό τομέα. Έθετε, ωστόσο, 4 όρους: α) η διαφοροποιημένη ολοκλήρωση να είναι σύμφωνη με την συνθήκη για την Ε.Ε., β) κάθε κράτος να μπορεί να συμμετέχει σε ανώτερες διαδικασίες ενοποίησης, εφόσον θέλει και το μπορεί, γ) η διαφοροποιημένη ολοκλήρωση να συντελεί στην συνοχή της Ε.Ε. και στην λειτουργία της ενιαίας αγοράς και δ) να μην μπορούν οι χώρες που καθυστερούν στην υλοποίηση των πολιτικών της Ε.Ε. να αποκλείουν την δυνατότητα των υπολοίπων να εμβαθύνουν σε άλλες, πιο απαιτητικές δράσεις.
Ιδιαίτερα αξιοπερίεργο είναι το γεγονός ότι η Ιταλία, η οποία θα έπρεπε να είναι ολοκληρωτικά αντίθετη στην «ευελιξία» [και τούτο διότι είναι δύσκολο να προσεγγίσει τα κριτήρια σύγκλισης για την ΟΝΕ, αν και ανήκει στην ομάδα G7 των πιο αναπτυγμένων βιομηχανικά χωρών αλλά και επειδή η έκθεση της CDU/CSU την έθετε εκτός της «πρώτης ταχύτητας»] τελικά συμφώνησε να υπάρξει Γενική Ρήτρα «ευελιξίας». Υπέβαλε, μάλιστα, στην ΔΚΔ ειδικό υπόμνημα για το θέμα αυτό. Στο υπόμνημα χαρακτηρίζεται ως απαράδεκτη η σύσταση «σκληρού πυρήνα» ενώ ο όρος «ευελιξία» μετατρέπεται σε «ενισχυμένη ολοκλήρωση».
Τις 6 αυτές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) συνέδραμε αποφασιστικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Κομμισσιόν όχι μόνο τάχθηκε υπέρ της «μεταβλητής γεωμετρίας» αλλά η ρητορική που ασκήθηκε από τον πρόεδρο Σαντέρ ήταν ακριβώς αυτή που έλειπε από την ελληνική κυβέρνηση.
Ο πρόεδρος της Commission Jacques Santer ευθύς εξαρχής είχε ταχθεί υπέρ της Ευρώπης της μεταβλητής γεωμετρίας, ξεκαθαρίζοντας ότι «κανένα κράτος δεν μπορεί να αποκλειστεί αυθαίρετα από την πρωτοπορία της Ε.Ε., οι θύρες δεν θα είναι κλειστές και η ένταξη στον ηγετικό πυρήνα θα γίνεται αυτόματα μόλις εκπληρώνονται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις».
Αργότερα, ο Σαντέρ επιβεβαίωσε εκ νέου την πίστη της Ευρ. Επιτροπής στην «ευέλικτη ολοκλήρωση» ενώ, εκ παραλλήλου, έθετε 4 προϋποθέσεις ώστε να δώσει το κατάλληλο μήνυμα: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να καταστήσει δυνατή την ανάπτυξη ενισχυμένων μορφών συνεργασίας ή ενοποίησης μεταξύ ορισμένων χωρών-μελών της υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι συμβατές με τους στόχους της, θα σέβονται το θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης, θα είναι μόνιμα ανοικτές στις χώρες που θέλουν και μπορούν να συμμετάσχουν και θα διατηρούν την ενιαία αγορά και τις πολιτικές που την συνοδεύουν. Η ευελιξία δεν θα πρέπει ποτέ να οδηγήσει στην περιθωριοποίηση. Σε ορισμένα κράτη-μέλη θα πρέπει να επιτρέπεται να προχωρήσουν στην διαδικασία ολοκλήρωσης, επιτρέποντας όμως σε άλλα να συμμετάσχουν αργότερα. Ο τελικός στόχος πρέπει πάντοτε να είναι κοινός για όλους. Η ενισχυμένη αυτή συνεργασία θα πρέπει να πραγματοποιείται εντός του πλαισίου της Ένωσης και υπό όρους που θέτει η ίδια η συνθήκη. Η ρύθμιση αυτή θα παρέχει επαρκείς εγγυήσεις σε όλους. Είναι απαράδεκτη μια Ευρώπη a la carte, στην οποία κάθε κράτος μπορεί να επιλέγει και να διαλέγει ανεξαρτήτως του κοινού συμφέροντος».
Οι δημόσιες αυτές δηλώσεις συμβάδιζαν με μιαν ενημερωτική εκστρατεία της Commission στα 15 κράτη της Ε.Ε.
Το ένα σκέλος της επιχειρηματολογίας που τα στελέχη της ανέπτυσσαν κατά την διάρκεια της ΔΚΔ βασιζόταν στην προηγούμενη εμπειρία από την «διαφοροποιημένη ολοκλήρωση».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της Commission, ήταν λογικό να παραχωρούνται κατ’ εξαίρεσιν προθεσμίες προς τα κράτη της Ε.Ε., προκειμένου να συμμετάσχουν ομαλά στις διαδικασίες ολοκλήρωσης (αρκεί αυτές να είναι προσωρινού χαρακτήρα και να μην θέτουν σε κίνδυνο το κοινοτικό κεκτημένο).
Η πρακτική αυτή –κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή– ήταν σε συμφωνία με τις θεσμικές δομές της Ε.Ε.
Το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας βασιζόταν στην απόρριψη της Ευρώπης «a la carte», η οποία –κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή– «θυμίζει ιδιωτικές λέσχες όπου δεν υπάρχει αλληλεγγύη παρά μόνο βραχυπρόθεσμα, στενά συμφέροντα».
Στην έκθεση για την ΔΚΔ που υπέβαλε στο τέλος του 1996 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ανανεώνεται η αντίθεσή της προς τις διαρκείς παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις που χαρακτηρίζουν την «κατά παραγγελίαν» Ευρώπη, την οποία η Commission απορρίπτει τελείως.
Όσον αφορά την ομάδα κρατών που εκτιμούσαν κατά την διάρκεια της ΔΚΔ ότι έπρεπε να τεθούν στην νέα Συνθήκη της Ε.Ε. μόνον Ειδικές Ρήτρες Ευελιξίας, η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η ομάδα αυτή δεν ήταν συμπαγής αλλά ότι υπάρχουν κάποια λεπτά όρια που βοηθούν να γίνει η διάκριση και η ταξινόμηση.
Η Πορτογαλία, π.χ., υποστήριξε μιαν μορφή «θετικής» μεταβλητής γεωμετρία, όπως αυτή που αποτελεί την κοινή συνισταμένη των θέσεων της πρώτης ομάδας. Εμπλούτιζε, όμως, την έννοια με μιαν νέα διάσταση: οι «βραδυπορούντες» να μην εμποδίζουν την εμβάθυνση στις πολιτικές της Ε.Ε., σε αντάλλαγμα όμως η πλειοψηφία να δέχεται την αδυναμία της μειοψηφίας και να την σέβεται. Αυτό σήμαινε ότι η πλειοψηφία δεν θα μπορούσε να προχωρά στην ίδρυση διευθυντηρίου ή κλειστής λέσχης και θα ενίσχυε την κοινοτική αλληλεγγύη, σεβόμενη την θεσμική ισορροπία της Ε.Ε.
Η Πορτογαλία κατέληξε τελικά στην άποψη ότι η Γενική Ρήτρα Ευελιξίας δεν ικανοποιούσε αυτά τα κριτήρια.
Αυστρία και Ισπανία (δύο ακόμη χώρες που αντιτάχθηκαν στην Γενική Ρήτρα Ευελιξίας) συνδύαζαν στον δημόσιο λόγο τους αυτήν την αντίθεση με την ευχή να συνδεθούν στενότερα τα κράτη της Ε.Ε. και να υπάρχουν «ενσωματωμένες δομές ολοκλήρωσης», ώστε καμία χώρα να μην μπορεί να εμποδίσει τις υπόλοιπες από την προώθηση της ολοκλήρωσης σε όλα τα επίπεδα.
Από την άλλη πλευρά, υπήρχε η Μεγ. Βρεττανία, η Δανία και η Φιλανδία, οι οποίες δεν πρότειναν καν βελτίωση προς το καλύτερο των γαλλογερμανικών απόψεων. Αυτές οι 3 χώρες τάχθηκαν υπέρ ενός διαφορετικού μοντέλου «ευέλικτης ολοκλήρωσης», της «κατ’ επιλογήν-a la carte» Ευρώπης.
Θεωρούσαν ότι η «μεταβλητή γεωμετρία» θα υπονόμευε την ισότητα κρατών, θα δημιουργούσε διευθυντήρια και εταίρους δεύτερης κατηγορίας και, για τον λόγο αυτό, στην ρητορική τους κυριαρχούσε κατά την διάρκεια της ΔΚΔ η άποψη ότι θα έπρεπε να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με θεσμοθέτηση του επιλεκτικού opt-out από τους διαφόρους τομείς πολιτικής.
Βεβαίως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (που δέχεται ότι «λόγω της αυξανόμενης ποικιλομορφίας της Ε.Ε. είναι πιθανόν ότι θα απαιτηθούν στο μέλλον περαιτέρω ελαστικές ρυθμίσεις») δεν προσεγγίζει τις απόψεις των Δανών και των Βρεττανών.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί –σε μιαν συνολική εκτίμηση του θέματος της «ευέλικτης ολοκλήρωσης»– ότι «η ενισχυμένη συνεργασία ενδέχεται να αποτελέσει την μόνη ουσιαστική επιτυχία του Μάαστριχτ 2», αρκεί να πληρούνται 3 βασικοί όροι: α) ο σεβασμός του ενιαίου θεσμικού πλαισίου της Ε.Ε. και του κοινοτικού κεκτημένου, β) ο μη αποκλεισμός κανενός κράτους, εφόσον αυτό συγκεντρώνει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, γ) οποιαδήποτε μορφή ευελιξίας να είναι μεταβατική και προσωρινή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, επιπλέον, δέχεται ως απαραίτητη την ευελιξία μόνο στον δεύτερο και τρίτο πυλώνα. Σύμφωνα με την τελευταία απόφαση του οργάνου πριν την ολοκλήρωση της ΔΚΔ, «η ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να αποτελεί εξαίρεση και να συνοδεύεται από τα απαραίτητα μέτρα στήριξης των μη-συμβαλλομένων κρατών-μελών ώστε να συμμετάσχουν, όσα το επιθυμούν, εντός ικανοποιητικού χρονοδιαγράμματος».
Από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τορίνο, πάντως, με το οποίο ξεκίνησαν οι εργασίες για την ΔΚΔ, προέκυπτε σαφώς η θέληση των 15 να παγιωθούν «νέες ευέλικτες διαφοροποιημένες μορφές ολοκλήρωσης» καθώς και ότι στον ηγετικό πυρήνα θα μπορούσαν να ενταχθούν αυτόματα κάθε φορά όλα τα κράτη που ικανοποιούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις.
Στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναφερόταν ότι: «Οι επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων της Ε.Ε. ζητούν από την ΔΚΔ να εξετάσει εάν και πως μπορούν στη νέα συνθήκη να τεθούν γενικές ή ειδικές ρήτρες με σκοπό να δοθεί η δυνατότητα σε ορισμένα κράτη-μέλη να αναπτύξουν μια ενισχυμένη συνεργασία, προσπελάσιμη από όλους, συμβατή με τους στόχους της Ε.Ε., που να διαφυλάττει το κοινοτικό κεκτημένο και να σέβεται το ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, δίχως να νοθεύεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός».
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο μελετητής ύστερα από 14 μήνες εργασιών της Διακυβερνητικής Διάσκεψης είναι ότι η καθιέρωση της αρχής της ευελιξίας στην νέα Συνθήκη της Ε.Ε. συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση των όρων που 9 στα 15 κράτη μέλη θεωρούν ως εκ των ων ουκ άνευ για να αποδεχθούν την συμβιβαστική λύση με τις Ειδικές Ρήτρες.
Η «ευελιξία» συγκέντρωνε τις παραμονές της Συνόδου Κορυφής στο Άμστερνταμ την προτίμηση της ευρείας πλειοψηφίας των 15, υπό την αίρεση ότι θα εφαρμόζεται «κατά περίπτωση» ανά πυλώνες με ειδικά πρωτόκολλα, π.χ. για την ενσωμάτωση της Συμφωνίας του Σέγιεν, για θέματα άμυνας ή την μετανάστευση.
Στο τελικό σχέδιο που υπέβαλε προς συζήτηση στην Σύνοδο Κορυφής η Ολλανδική προεδρία παρέμεναν ανοιχτά μια σειρά από ζητήματα όπως:
1. Ποιός θα είναι ο ελάχιστος αριθμός κρατών που θα απαιτείται για να ισχύει η «ενισχυμένη συνεργασία» (8 ή 10 κράτη σε σύνολο 15;).
2. Εάν θα μπορούν –και με ποιές ρυθμίσεις– τα κράτη που δεν ανήκουν από την αρχή στην συνεργασία αυτή να προσχωρούν σε μεταγενέστερο στάδιο.
3. Με ποιά πλειοψηφία θα λαμβάνεται η απόφαση για την καθιέρωση της ευελιξίας (ομοφωνία ή ειδική πλειοψηφία;).
4. Εάν θα ισχύει η «ευελιξία» και στον πρώτο πυλώνα ή μόνο στον δεύτερο και τρίτο πυλώνα.
5. Ποιός θα είναι ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
6. Εάν θα έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ρόλο σε ζητήματα ευελιξίας σε συνάρτηση με την ΚΕΠΠΑ.
7. Πώς θα κριθεί ποιό είναι το όριο μεταξύ έσχατης λύσης και ευελιξίας.
8. Εάν θα μπορούν στην ενισχυμένη συνεργασία να συμμετάσχουν κράτη εκτός Ε.Ε.
Οι απαντήσεις που έδωσε σε αυτά τα ερωτήματα η Σύνοδος Κορυφής του Άμστερνταμ θα περιγραφούν και θα αναλυθούν στον επίλογο της διπλωματικής εργασίας.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στις 11/2/1996, μια ημέρα πριν την επίσκεψη του Β. Χόϊερ στην Αθήνα. Το οικονομικό αντάλλαγμα ήταν προμήθεια ύψους 500 εκατ. μάρκων για τον εκσυγχρονισμό αεροσκαφών της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας την οποία διεκδικούσε η εταιρεία «Deutsche Aerospace». Από την συνέντευξη προκύπτει ότι για να εφαρμοστεί πλήρως η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, η γερμανική κυβέρνηση ζητούσε την παραπομπή όλων των ζητημάτων στο Αιγαίο στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ώστε i) η Ελλάδα να δικαιωθεί στο θέμα της υφαλοκρηπίδας, ii) η Τουρκία να δικαιωθεί στο θέμα του εναερίου χώρου και iii) στο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων να δοθεί συμβιβαστική λύση. (σημείωση 2011: εκ των υστέρων, συνειδητοποιεί κανείς ότι το θέμα αυτό των συνόρων συνδέεται με την ελληνο-τουρκική κρίση του Ιανουαρίου 1996 και την διαδοχή Α. Παπανδρέου από Κ. Σημίτη. Βλ. την μελέτη με τίτλο: «Η κρίση των Υμίων ως μοντέλο διαχείρισης κρίσεων & crisis management» και την ανάλυση των επαφών Έβερτ-Μητσοτάκη-Κωλ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου