ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
1. Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ
Αναφορικά με το υποκείμενό μας, μια μελέτη του Πλωτίνου είναι ενδιαφέρουσα –με μιαν διπλήν έννοια. Είναι η πρώτη φορά που το πρόβλημα της εκπλήρωσης του πεπρωμένου και των ρητών (επί του οποίου στηρίζεται για να βρει άσυλο το πλοίο του Χριστιανισμού) είναι σαφώς έτοιμο να λύσει τα σχοινιά που το κρατούν δεμένο.
Επιπλέον, η σύνθεση του Πλωτίνου προμηθεύει την Χριστιανική σκέψη όχι με μιαν διδαχή (καθώς επιχειρηματολογούν ορισμένοι συγγραφείς) αλλά με μια μέθοδο και μιαν οδό να βλέπει κανείς πράγματα.
Το σύστημα Πλωτίνου όντως ξανοίγεται στο πέλαγος ενάντια σε ένα παρασκήνιο θρησκευτικών και πνευματικών επιδιώξεων κοινών σε ολόκληρη την περίοδο. Συχνά υϊοθετεί ακόμα και την γλώσσα των μυστηρίων.
Η επιθυμία του Θεού (ή) η επιθυμία για τον Θεό είναι αυτό που κινητοποιεί και δίδει πνοή στον Πλωτίνον (ή) ο Πλωτίνος είναι αυτός που κινητοποιεί και δίδει πνοή στην επιθυμία (του) για Θεό.
Και αυτός, όμως, είναι Έλλην –και έχει αποφασίσει να παραμείνει Έλλην στην έκταση κατά την οποία είναι ευχαριστημένος να μην είναι τίποτε άλλο παρά σχολιαστής του Πλάτωνος. Φλέβα εις μάτην, όμως.
Η ψυχή του Κόσμου του (Anima Mundi) είναι Στωϊκή. Ο νοητός του κόσμος πηγάζει από τον Αριστοτέλη. Και η σύνθεσή του διατηρεί έναν εντελώς προσωπικόν τόνο. Εξακολουθεί, όμως, να είναι αλήθεια ότι έχει μια προτίμηση για εκλογικευμένες ερμηνείες των πραγμάτων.
Και σε αυτό έγκειται το γεγονός ότι η προσωπική του τραγωδία αντικατοπτρίζει το δράμα της Χριστιανικής μεταφυσικής.
Ενδιαφέρεται για το πεπρωμένο της ψυχής∙ ακολουθώντας, όμως, τον κύριό του και δάσκαλό του θέλει κι αυτός να συμπεριληφθεί το πεπρωμένο, το «γραφτό», στις διανοητικές μορφές.
Το υλικό που πρέπει εννοιολογικά να συλλάβουμε δεν έχει μεταβληθεί με τον Πλωτίνο; Όχι ακόμα, διότι αυτό ακριβώς το συναίσθημα ασχολείται με νέες διερευνήσεις.
Το όλα άρωμα που αναδίδεται από το τοπίο του Πλωτίνου είναι αυτό: μια συγκεκριμένη τραγωδία σε αυτήν την προσπάθεια να προσδώσει συναισθηματικήν επένδυση στις λογικές μορφές του Ελληνικού ιδεαλισμού.
Από αυτήν –και από την οπτική γωνία του στυλ– προέρχεται αυτή η καθυστέρηση, αυτή η ανά βαθμούς πρόοδος, αυτή η προφανής αριστοτεχνικότητα που –αντιθέτως– γεννά δεσμά δουλείας τα οποία ελεύθερα μπορεί να τα δεχθούμε. Από αυτήν, εξ άλλου, παράγεται η βαθειά πρωτοτυπία πηγών της λύσης του Πλωτίνου και το μεγαλείο της επιχείρησής του. Διότι, ο Πλωτίνος πρότεινε να δημιουργήσει από μόνος του μιαν μέθοδο θέασης (χωρίς την βοήθεια της Πίστης και κάνοντάς το κατ’ αποκλειστικότητα με τις πηγές της Ελληνικής φιλοσοφίας) αυτό που 10 αιώνες Χριστιανισμού με δυσκολία έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν. Αυτό εξηγεί μιαν ποιότητα απαστράπτουσα στην σκέψη του συγγραφέα μας. Για να πούμε την αλήθεια, κάθε ρεύμα σκέψεως του Πλωτίνου αποκαλύπτει μιαν διπλήν όψη της οποίας η σύμπτωση αποφαίνεται επακριβώς και δίνει μια λύση στο πρόβλημα που υποδείξαμε ανωτέρω. Αυτή η λύσις συνίσταται στην συνένωση ρητών, γραφτών, μοίρας και πεπρωμένου της ψυχής με την λογική γνώση των πραγμάτων. Εδώ η λύση βρίσκεται όπως στην ψυχοανάλυση: η διάγνωση συμπίπτει με την θεραπεία ή την διατριβή.
Αποκάλυψη σημαίνει να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του και να αυτοθεραπευθεί, να επανέλθει στην πατρίδα του.
«Οι αποδείξεις που δωρίζει κανείς είναι και τα μέσα ανύψωσής του» ως τον Θεό. Μέσω αυτής της μηχανής θα ξετυλίξουμε την μελέτη του Πλωτίνου. Θα επιχειρήσουμε να ανακτήσουμε αυτήν την διπλήν όψη σε κάθε σημείο της διδασκαλίας του.
Παρατηρούμε, όμως, ήδη σε πόσο μεγάλον βαθμό η λύση του εξαρτάται από την ατομική σύλληψη του Λόγου. Η γνώση είναι λατρεία σε συμφωνία με τον Λόγο.
Η επιστήμη είναι μια μορφή αναπόλησης, εσωτερικής αυτοσυγκέντρωσης και συλλογισμού με προοπτική –όχι μια κατασκευή. Φυσικά, ο λόγος του Πλωτίνου βασίζεται στην ερμηνευσιμότητα του κόσμου (με πόση απέραντη ευλυγισίαν, όμως!). Οι αρχικές ουσίες ή υποστάσεις που υπόκεινται αυτής της εξηγησιμότητας είναι έγκυρες μόνον εάν βρίσκονται σε αέναον κίνηση κατά τρόπον ώστε το αεικίνητον να τις οδηγεί από την ερμηνεία του κόσμου στην κατεύθυνση της ειδικής αυτής κατάστασης χάριτος που η κάθε μια τους αντιπροσωπεύει.
Υπό μίαν έννοια, σημειώνουν την σειρά μιας γεωμετρικής ακολουθίας ή προόδου. Υπό μίαν άλλην έννοιαν, αποκαλύπτουν την οδό της μεταστροφής. Σε έναν βαθμό, ο Λόγος του Πλωτίνου είναι ήδη «η καρδιά» του Πασκάλ.
Δεν σημαίνει, όμως, αυτό ότι μπορούμε να τον εξισώσουμε με τον Χριστιανικό στοχασμό διότι αυτή η κυοφορία του Λόγου (που βασίζεται στον συλλογισμό, την μνήμη και τον χρόνο) είναι εγεγραμμένη σε έναν «αισθητήν»: είναι η γωνία θέασης του εστέτ καλλιτέχνη η φιλοσοφία του Πλωτίνου αλλά και μια μορφή θρησκευτικής σκέψεως.
Αν τα πράγματα έχουν μιαν εξήγηση, αυτό συμβαίνει επειδή είναι όμορφα.
Αυτό το ακραίο συναίσθημα που συναρπάζει τον καλλιτέχνη (ή) που αρπάζει ο καλλιτέχνης όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με την ομορφιά του κόσμου ο Πλωτίνος μεταφέρει πέραν του νοητού κόσμου.
Θαυμάζει το σύμπαν προς ζημίαν της φύσεως.
«Όλο τούτο που εδώ κάτω προέρχεται άνωθεν, είναι ακόμα πιο όμορφο στον ανώτερον κόσμο».
Δεν επιζητά την εμφάνιση ο Πλωτίνος αλλά μάλλον το εσώτερον των πραγμάτων –αυτό που αποτελεί τον χαμένον του παράδεισο.
Το κάθε τι εδώ κάτω δημιουργείται ως μια ζωντανή ανάμνηση αυτής της μοναχικής πατρίδας των σοφών.
Να γιατί ο Πλωτίνος περιγράφει την διάνοια (ή) Η διάνοια δίνει μιαν περιγραφή του Πλωτίνου κατά έναν τρόπο, μιαν οδό ηδυπαθή.
Ο Λόγος του είναι ζωντανός, αισθησιακός, σαρκώδης και γυμνός, διεγειρόμενος και υποδαυλιζόμενος, αναδεύεται όπως μια μείξη ύδατος και φωτός: «όπως μια ποιότητα εξαίσια και μοναδική λες και έχει και διατηρεί μέσα της όλες τις άλλες, μια γλύκα που θα ήταν την ίδια ώρα μια ευωδία –προσφερόμενη με συνοδεία πνεύματος, οίνου, σε όποιον την γνωρίζει– και που θα συνένωνε στο πρόσωπό της όλες τις άλλες γεύσεις και οσμές∙ αυτή είναι που περιέχει όλες τις ποιότητες που μπορεί να γίνουν αντιληπτές από την ευγένεια, την διακριτικότητα και την ακοή: διότι είναι κορεσμένη όλη από αρμονία και ρυθμό».
Με αυτήν την ηχητικήν ευαισθησία, άρα, ο Πλωτίνος συλλαμβάνει το νοητό (ή) το νοητό συναρπάζει τον Πλωτίνον.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτό που θα έκανε ίσως κάποιον να πιστέψει σε ένα σημείο επαφής μεταξύ Χριστιανισμού και Νεοπλατωνισμού είναι και αντιθέτως αυτό που εμφανίζεται σε μας να περιέχει ανυπέρβλητες αντινομίες. Να στοιχηματίσει κανείς όλα του τα χρήματα στην θεωρητική ενατένιση των πραγμάτων χωρίς κερδοσκοπία, αυτό έχει εγκυρότητα και επικυρώνεται κατ’ αποκλειστικότηταν σε έναν κόσμο που είναι αιώνιος και εναρμόνιος –μια για πάντα. Αυτή, όμως, η άποψη για την θεώρηση της Ιστορίας δεν είναι η άποψη του Πλωτίνου∙
ενώ, για έναν Χριστιανόν –η τέχνη δεν αρκεί.
Ο κόσμος ξεδιπλώνεται συμφώνως και με αναλογίες προς μιαν σκηνοθεσία και παραγωγή από τον ίδιον τον Θεόν. Η επιστροφή της ψυχής του κόσμου στην πατρίδα της σημαίνει να ενσωματωθεί στην κίνησην αυτής της θεατρικής τραγωδίας.
Η κλίμακα της Ενσάρκωσης δεν έχει νόημα για τον Πλωτίνο. Αυτή είναι μια αντίθεση που μπορεί να συνεχιστεί έτι περαιτέρω, διότι για τον Χριστιανό που διακρίνει μεταξύ Λόγου και Κάλλους την Αλήθεια που περιέχει η Ομορφιά ο Λόγος περιορίζεται στον ρόλο του νομοθέτη του λογικού. Με τον τρόπο αυτό, οι συγκρούσεις μεταξύ Πίστης και Λόγου καθίστανται δυνατές.
Για έναν Έλληνα, αυτές οι συγκρούσεις είναι λιγότερο αιχμηρές επειδή παραμένει ως πεδίο συμφωνίας η Ομορφιά η οποία είναι την ίδιαν ώρα οικονομία, τάξη, αντικείμενο πάθους και ευαισθησία.
Η ομορφιά της Ελληνικής γλώσσας «μεταφέρει στον νοητό κόσμο αυτούς που βλέπουν την εικόνα της σε ένα πρόσωπο (οι άλλοι έχουν μιαν σκέψη πολύ οκνηρή και τίποτε δεν τους συγκινεί) και, έχοντας δει καλά όλα τα κάλλη του, τις αναλογίες του, την συμμετρία του και το θέαμα που τα Άστρα προσφέρουν –παρά την απόστασή τους– θα τους συναρπάσει ένας θρησκευτικός σεβασμός και θα αναφωνήσουν : “ωραίο, ω πολύ ωραίο το πρόσωπό της, μια τέτοια ομορφιά πρέπει να πηγάζει από έναν κόσμον θαυμάσιον” ενώ υπάρχουν κι αυτοί που δεν έχουν καταλάβει ούτε τα αισθητά πράγματα ούτε τα νοητά όντα» κι αυτό το έχουμε ήδη αποδώσει με μια νότα.
Κατευθύνεται εναντίον των Γνωστικών Χριστιανών.
Α. Η αναλογική, κατά Πρόοδο, Ερμηνεία
Εάν ο κόσμος είναι όμορφος, αυτό είναι επειδή κάτι ζει μέσα σε αυτόν αλλά και επειδή κάτι τον συντάσσει σε κόσμο –με τάξη.
Αυτό ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΖΩΟΠΟΙΟΥΝ που κινητοποιεί και εμψυχώνει τον κόσμο είναι η Ψυχή του Κόσμου (Anima Mundi). Ο υπέρτερος κανόνας που θέτει όρια σε αυτήν την ζωή εντός καθορισμένων δομών αποκαλείται Διάνοια και συντίθεται από Νοημοσύνη και Πληροφορία.
Από αυτήν την συντακτική δομή, ωστόσο, είναι ανώτερη μια άλλη συντακτική δομή –πάντοτε– που έχει ενότητα.
Υπάρχει, άρα, μια τρίτη αρχή ή κανόνας ανώτερος της Νοημοσύνης: το Εν. Ας επιχειρηματολογήσουμε γι’ αυτό, κάνοντάς το και αντιστρόφως. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως ον ή ύπαρξη που δεν αποτελεί Εν.
Τώρα –δεν υπάρχει καμία ενότητα δίχως μορφή και δίχως λόγο: και ο λόγος ορθώς είναι η αρχή της ενότητας.
Δηλαδή, για μιαν ακόμη φορά, αυτό ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει κανέναν απολύτως ον ή ύπαρξη δίχως ψυχή, εφόσον ο λόγος είναι η κατ’ ανάγκην κίνηση και ενέργεια της ψυχής. Στην πρώτη σημασία έχουμε ανακαλύψει 3 επίπεδα στην εξήγηση του κόσμου∙ στην δεύτερη σημασία, τρία στάδια επέκτασης του Εαυτού.
Αυτές οι δυο διαδικασίες συμπίπτουν.
Η μεταφυσική πραγματικότητα είναι πνευματική ζωή θεωρούμενη αφ’ εαυτής.
Η πρώτη είναι το αντικείμενο της γνώσης∙
Η δεύτερη είναι το αντικείμενο του εσωτερικού ασκητισμού.
Και όπου συμπίπτουν τα αντικείμενα, το ίδιο κάνουν και οι μέθοδοι.
Γνώση, μόρφωση σημαίνει να επιστρέφει –να μεταστρέφει κανείς, κατά κάποιον τρόπο, εις το «πιο οικείο κι απ’ το μύχιο».
Η γνώση δεν είναι μια εμπειρία αλλά μια προσπάθεια και ένας πόθος, ένα νόστος, με μιαν λέξη –μια δημιουργός εξέλιξη.
Ιδού βλέπουμε εκ νέου τον θεϊκό χαρακτήρα των μεταφυσικών αρχών. Το Εν, η Διάνοια (Νοημοσύνη-Πληροφορία) και η Ψυχή του Κόσμου (Anima Mundi) εκφράζουν την ίδια θεότητα (το πρώτο στην πληρότητά της, τα άλλα δύο ως αντικαθρέφτισμά της).
Η πρόοδος και ακολουθία των τριών υποστάσεων δείχνει πως συμβιβάζονται αυτή η ενότητα και αυτή η διαφορετικότητα. Αυτή η υποστατική πρόοδος, που υπόκειται της λογικής ερμηνείας του κόσμου, βρίσκει φυσικά την εξισωτική της ομοιότητα στην επιστροφή της ψυχής –μέσω της ίδιας της κατ’ εξοχήν κίνησής της– προς τις πηγές της.
Ας υποδείξουμε κατ’ αποκλειστικότηταν και μόνο την κίνηση αυτής της προόδου, αφήνοντας στην άκρη προς στιγμήν μιαν λεπτομερήν εξέταση κάθε ενός των στιγμιοτύπων της.
Εξ άλλου «Όλα τα όντα –όσο υφίστανται– εξ ανάγκης παράγουν γύρω τους και από την ίδια τους την ουσία μιαν πραγματικότητα που τείνει προς το εξωτερικό και που εξαρτάται από την κινητική τους ισχύ… έτσι το πυρ κάνει να γεννηθεί η καύση ενώ ο πάγος το κρύο που παράγει δεν το κρατά μέσα του». Κι ο Θεός ο ίδιος, στην έκταση που αποτελεί τέλειαν υπόσταση και ον άχρονον, υπεραφθονεί. Δημιουργεί την Νοημοσύνη-Πληροφορία και από αυτήν θα αντλήσει την Ψυχή (ή) ο Κόσμος θα αντλήσει την Ψυχή (ή) θα εκπηγάσει η Ψυχή του Κόσμου.
Κατά την μέθοδον αυτή φαίνεται ότι Νοημοσύνη-Πληροφορία και Ψυχή ταυτόχρονα είναι αλλά και δεν είναι το Εν. Είναι ως προς την πηγή τους και όχι ως προς το τελικό τους αποτέλεσμα όπου διαιρούνται (η μία σε δυάδα, η άλλη σε πολλαπλότητα).
«Ο Εις είναι όλα τα πράγματα και τίποτε –ανάμεσα στα πράγματα και τις ψυχές– πρίγκηψ όλων∙ διότι όλες έρχονται σε αυτόν (κατά κάποιον τρόπον) ή, κάλλιστα, δεν υπάρχουν ακόμα αλλά θα έρθουν».
Ιδού τώρα βλέπουμε πως η σύνθετος έννοια της κατά διαδοχήν ακολουθίας αντιτίθεται σε αυτήν της δημιουργίας: η λατρεία της δεύτερης δημιουργίας κάνει να διακρίνονται ο ουρανός και ο δημιουργός, η πρώτη διαδοχή όμως τους ενώνει στο ίδιο ευγενές κίνημα της υπεραφθονίας.
Αυτή, όμως, η εκπόρευση και εκπομπή από τον Θεό δεν μορφοποιείται ώσπου η Νοημοσύνη-Πληροφορία που κατέβηκε εκ του Θεού (να) γυρίσει προς αυτόν και να λάβει την αντανάκλασή του και ώσπου, με την σειρά της, (να) συλλογιστεί με αναπόληση τον νοητόν ήλιο και φτάσει να διαφωτίζεται από αυτόν. Άρα, μέσω της συλλογικής αναπόλησης της υπερκείμενης, υπέρτερης υποστάσεως υλοποιείται και πραγματοποιείται πλήρως κάθε αρχή, κάθε αξία και κάθε κανόνας. Εδώ ο Θεός επιτρέπει μόνο σε όσους τον θαυμάζουν να ζήσουν.
Αυτό, όμως (που σπανίως έχει σημειωθεί στα υπ’ όψιν) πρέπει κατ’ ανάγκην να εξεταστεί λεπτομερώς.
α) Η Πρώτη Υπόστασις.
Ας αντιμετωπίσουμε κατ’ ακολουθίαν την αμφιβολία που ήδη υποδείχθηκε στην έννοια του Ενός.
Είναι ταυτοχρόνως μια λογική αρχή ερμηνείας και μια επιθυμία της ψυχής.
Ο Πλάτων λέει ότι το Αγαθόν αποτελεί την υψηλότερη των επιστημών: δεν εννοεί την όραση του Αγαθού αλλά την αιτιολογημένη γνώση, την επιστήμη, την οποία είχαμε για το Αγαθό πριν από την όρασήν του.
Αυτό που μας πληροφορεί για το(ν) Αγαθό είναι αναλογίες, αρνητικές αποφάνσεις και η γνώση των όντων που κατεβαίνουν (δηλαδή, έλκουν την καταγωγή, προέρχονται) εξ αυτού –καθώς και η κλίμακα ανόδου τους. Αυτό που μας οδηγεί, όμως, στο Αγαθό είναι οι αυτοκαθάρσεις, οι αρετές και η εσωτερική μας τάξη. Με τον τρόπο αυτό γίνεται κανείς ένα με τον εαυτό του, αυτοσυγκεντρώνεται και συλλογίζεται τόσο την δική του ύπαρξη όσο και άλλα πράγματα ενώ –την ίδια στιγμή– και το αντικείμενο της συλλογής του αυτής∙ έχοντας ταυτιστεί με την ουσία, την νοημοσύνη και με το ζωϊκό στοιχείο συνάμα, δεν βλέπει πλέον το αγαθόν απ’ έξω του. Σημείωσε ότι αυτές οι 2 όψεις –εσωτερική και εξωτερική– δεν είναι συνυπάρχουσες αλλά ταυτόσημες.
Ό,τι συναποτελεί την πρώτην υπόσταση (ή) ό,τι συναποτελεί η πρώτη υπόσταση, είναι η αρχή της ενότητας∙ είναι το γεγονός ότι την σκεπτόμαστε προοπτικά, με «θεωρία», προβλεπτικά.
Ακριβώς την ίδια εκείνη στιγμή που κοιτούμε έναν αστέρα, μας ορίζει και μας καθορίζει κατά μίαν έκταση –και αν πούμε ότι ο Εις/το Εν είναι η αρχή όλων σημαίνει και ισοδυναμεί με την φράση ότι η θεωρητική ενατένιση είναι η μοναδική πραγματικότητα.
Εάν τώρα επιχειρήσουμε να ορίσουμε αυτό(ν) το(ν) Έν(α), συναντούμε πολλές δυσκολίες.
1) Κατά πρώτον, ο Εις ή το Εν δεν είναι τίποτα αφού δεν είναι διακριτό(ς) αλλά είναι καθαρή ενότητα. Είναι τα πάντα, όμως, ως η αρχή όλων. Πράγματι, είναι το Κάλλος και το Καλόν συνάμα.
Αυτά, όμως, δεν είναι ορισμοί ούτε διευκρινήσεις. Είναι τρόποι, μέθοδοι, οδοί ομιλίας που δεν δεσμεύουν το Καλοκάγαθον διότι, σαφέστατα, είναι μόνον ένα τίποτα ή –το πολύ πολύ– ένα σημείο σύγκλισης και συμβολής. Στο κάτω-κάτω, η δυσκολία δεν βρίσκεται εδώ. Η αληθινή ερώτηση είναι αυτή: Γιατί ο Εις/το Εν, που περιέχει όλην την πραγματικότητα συμπιεσμένη εντός του, δημιούργησε; Και, υπεράνω όλων, πώς αυτή η ενότητα γίνεται πολλαπλότητα; 2) «Όντος του ενός τελείως υπεραφθόνου, αυτή του η υπεραφθονία παράγει κάτι διαφορετικό από αυτό∙ το παράγωγο πράγμα στρέφεται προς το ένα∙ είναι θηλυκό και γονιμοποιήθηκε∙ στρέφοντας την ματιά της στον ίδιο τον εαυτό της, αποκτά νοημοσύνη∙ η ίδια της η στάση αυτή, όπως έρχεται σε επαφή με το ένα, την παράγει ως νοημοσύνη. Και αφού σταμάτησε για να δει την ίδια της την αρετή, γίνεται κι αυτή –αμέσως– νοήμων και αποκτά οντότητα». Ο Εις/Το Εν, άρα, παράγει και παρουσιάζει Νόηση και ύπαρξη όπως κι η φωτιά (και) αναδίδει καύση ή ένα άνθος την ευωδία του. Και συμβαίνει όπως με ένα αντικείμενο ανάμνησης που ο Εις/το Εν παρέχει στην Νοημοσύνη (ή) η Νοημοσύνη παρέχει στον(ν) Ένα τις μορφές με τις οποίες είναι επενδεδυμένο.
Πώς, όμως, μπορούμε να αποδεχθούμε ότι αυτό(ς) ο/το Ένα(ς) διαχύνει την αφθονία του σε απέραντην έκταση, σε όλην την πολλαπλότητα των όντων; Ιδού που έγκειται η πραγματική δυσκολία και το κέντρο του συστήματος Πλωτίνου. Διότι το πρόβλημα αυτό συνδέεται με ένα περαιτέρω ζητούμενο (όχι λιγότερο σημαντικό): την Υπερβατικότητα ή την Εγγύτητα και Παρουσία του ζώντος Θεού στο εσωτερικό ανθρώπου και σύμπαντος. Συνδέεται ακόμα με όσους θέτουν ως προϋπόθεση αυτής της ύπαρξης σχέσεων μεταξύ Νοημοσύνης και Νοητού ή μεταξύ της Ψυχής του Κόσμου και των ατομικών ψυχών. Και ιδού ακριβώς είναι που παρεμβαίνει μια ορισμένη μέθοδος όρασης –οδική και ωδική –ιδιαιτέρα για τον Πλωτίνο, την οποία θα πρέπει να δούμε στο τέλος της μελέτης μας. Κατά χρονικές επιλογές, ο Πλωτίνος χαίρεται να περιγράφει τον μηχανισμό της λειτουργίας: Ο/Το Αγαθό(ς) είναι αρχή, κανών, πρίγκηψ, βασιλεύς. Μέσω αυτού του Καλού, «η Νοημοσύνη πιάνει τα όντα που η ίδια παράγει. Όταν τα κοιτά, δεν επιτρέπεται πλέον στην Νοημοσύνη να (μην) σκέπτεται τίποτε άλλο παρά ό,τι βρίσκεται στο Αγαθό∙ ειδάλλως, αυτή δεν θα τα παρήγε. Από το(ν) Έν(α), αυτή συλλαμβάνει την δύναμη να τίκτει και να ευφορείται με τα όντα που η ίδια παράγει∙ ο/το Αγαθό(ς) δωρίζει στον εαυτό του ό,τι ο/το ίδιο(ς) αφ’ εαυτού δεν κατέχει. Από το(ν) Έν(α) φύεται για την Νοημοσύνη μια πολλαπλότητα: ανήμπορο(ς) να κρατήσει εντός του την δύναμη που αυτή λαμβάνει εξ αυτού, αυτή του την αποσπά και την πολλαπλασιάζει με σκοπό να μπορέσει αυτός να την στηρίξει και να την πάρει».
Σε εικόνες έχει πρόσβαση ο Πλωτίνος και, για τον λόγον αυτό, περνά αμέσως από την περιγραφή στην ερμηνεία.
Πώς μπορεί ο Εις/το Ένα ταυτογχρόνως να είναι διαχυτικό αλλά και να μην διαχέεται σε πολλαπλότητα; Ακριβώς όπως ένα δένδρο επεκτείνεται και εξαπλώνεται ανάμεσα στα κλαδιά του χωρίς το ίδιο να βρίσκεται εντελώς μέσα τους (ή) χωρίς τα ίδια τα κλαδιά να έχουν αφ’ εαυτού οντότητα όπως το φως, χύνει τις ακτίνες του και μεταδίδεται χωρίς να είναι συμπυκνωμένο μέσα τους (ή) χωρίς οι ίδιες οι ακτίνες να έχουν ύπαρξη αφ’ εαυτών, όπως η φωτιά, αναδίδει καύση και αποκτά επικοινωνία και δεσμούς συνάφειας και αφής (ή) επικοινωνεί το φως(του δένδρου) και τελικά, όπως μια πηγή μπορεί να γεννά ποτάμια που κι αυτά θα φέρουν το ρεύμα των νερών τους σε μιαν θάλασσα διαφορετικών, αν και ομοίων, υδάτων.
Ιδού πώς ο Εις/το Ένα είναι ικανό(ς) να διαχέεται αλλά και να μην διαχέεται συνάμα –με πολλαπλασιασμό. Για να το εκθέσω κατά διαφορετικό τρόπο, ο κανόνας της αντίθεσης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εάν επρόκειτο για ένα ζήτημα δημιουργίας αλλά, υπό το πρίσμα της κατ’ ακολουθίαν διαδοχής και λειτουργίας της εκπομπής, πρέπει κατ’ ανάγκην να κάνουμε έκκληση σε έναν άλλον κανόνα, μιαν αρχή, που είναι όμοια με τον κανόνα ή την αρχή της συμμετοχής που ο Levy Bruhl αποδίδει μόνο στην αρχέγονη νοοτροπία. Αυτήν, όμως, την ιδιαίτερη λύση πρέπει κανείς να επιχειρήσει να την κατανοήσει στο εσωτερικό του νοητού κόσμου.
β) Η Δεύτερη Υπόστασις
Στο επίπεδο και στο πλάνο της λογικής, το οποίο εδώ προσπαθούμε να εξετάσουμε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότηταν, είναι η υπάρχουσα Πηγή Πληροφόρησης αυτή που είναι προικισμένη με την μεγαλύτερην ερμηνευτική δύναμη. Επιπλέον, η θεωρία δεν είναι αφ’ εαυτής άψογα στερεωμένη.
Μπορούμε να ξεκινήσουμε σημειώνοντας μιαν όψη διπλή που έχει ήδη για εμάς καταστεί κλασσική. Η Νοημοσύνη είναι μια αρχή μεταφυσική αλλά παραμένει ένα σκηνικό, ένα στάδιο προς τον επαναπατρισμό της ψυχής. Ως μεταφυσική όψη, ταυτοποιείται: ταυτίζεται με τον κόσμο των Πλατωνικών Ιδεών, μέσα στις οποίες όμως μπορούμε να ανιχνεύσουμε 3 μεταφραστικές ερμηνείες που προσφύονται στην δεύτερην υπόσταση.
Κατ’ αρχάς, η Νοημοσύνη είναι ένας είδος τέχνης που ασκείται μέσω της διαίσθησης και αντικατοπτρίζεται στον κρυστάλλινο καθρέφτη του κόσμου ομοίως με την τέχνη ενός γλύπτη που το θεατρικό ή θεϊκό ή αποθεωτικό αποτέλεσμα του έργου της μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων αν κανείς δει το προσχέδιο και τον ακατέργαστα κομμένον πηλό. Κατά δεύτερον, είναι το τέλειο μοντέλο επί του οποίου χύνεται το εκμαγείο των Μορφών. Τέλος, είναι Θεός ή –μάλλον– ένας δημιουργός αυτός που έχει δώσει μορφή στην μήτρα της ύλης.
Πρέπει, ωστόσο, να προσέξουμε μήπως δεν υπερβάλλουμε αυτήν την ποικιλία ετυμολόγησης και μετάφρασης. Ας εκλάβουμε εδώ την σύνθετον έννοια της Νοημοσύνης υπό την ευρεία της σημασία του κόσμου των ιδεών. Σε αυτό το σημείο εγείρεται και παρουσιάζεται ένα πρόβλημα που είναι στενά δεμένο με εκείνο(ν) που είδαμε στην θεωρία περί του Ενός.
Και είναι, ονομαστικά, το πρόβλημα πώς η Νοημοσύνη επεκτείνεται στα νοητά. Είναι τα νοητά διαφορετικά από την Νοημοσύνη ή έχουν εσωτερικώς μιαν κοινή μορφή με όλα; Η λύση του Πλωτίνου είναι η σύνθετος έννοια της διαφάνειας αλλά και των διαγονεϊκών δεσμών (ή) η σύνθετος αυτή έννοια είναι η λύση του Πλωτίνου. Τα νοητά είναι εντός της Νοήσεως αλλά οι σχέσεις τους δεν είναι τέτοιες που θα αποδεχόταν το σύνηθες λογικόν.
Ομοίως με τα διαμάντια που κρύβονται κάτω από τα ίδια νερά όπου κάθε τους λάμψη θρέφεται από το πυρ που κι αυτό αντικατοπτρίζεται σε άλλες επιφάνειες κατά τρόπον τέτοιον ώστε αυτό το επ’ άπειρον επαναλαμβανόμενο φως να βρίσκεται εντός του κύκλου της φωτιάς αλλά, συνάμα, χωρίς να μπορεί να την ενσωματώσει, το ίδιο και η Διάνοια χύνει την στίλβη της στα νοητά που περιέχει εντός της –όπως και αυτή περιέχεται μέσα τους– δίχως κανείς να μπορεί να πει ποιο είναι αυτό το μόριο της Διάνοιας που ανήκει στα νοητά ούτε ποιο μόριο των νοητών ανήκει στην Νοημοσύνη.
«Τούτο όλο είναι απόλυτα διαφανές, τίποτε δεν είναι σκοτεινό ούτε αντιστέκεται∙ εδώ, κάθε ον, κάθε ύπαρξη, κάθε γράμμα είναι όλα πάντα ορατά, πέρα ως πέρα, ως την απειρότητά τους∙ είναι ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ. Το κάθε τι περιέχει μέσα του τα πάντα και βλέπει τα πάντα, αφ’ εαυτού, σε κάθε τι άλλο. Τούτο είναι παντού. Τούτο είναι το όλον. Κάθε «ΕΙΝΑΙ» είναι το όλον. Εκεί κάτω στην λάβα, ο ήλιος είναι όλα τα άστρα και κάθε αστέρι είναι ο ήλιος… Εδώ τ’ αστέρια εκδηλώνουν έναν συγκεκριμένον χαρακτήρα… Εδώ κάτω κάθε κομμάτι παίρνει ένα άλλο κομμάτι και το κάθε τι είναι αποσπασμένο: εδώ κάτω το κάθε υπαρκτό κατάγεται και προέρχεται αυτομάτως από το όλον και είναι – αμέσως– ειδικό και γενικό».
Αυτό που προκύπτει εκ των σημειώσεων αυτών είναι ότι η Νοημοσύνη-Πληροφορία φέρει εντός της όλον τον πλούτο του νοητού κόσμου. Η γνώση είναι, για την Διάνοια, ένα απόλυτο «ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ» –και, δια μέσου αυτού, να γνωρίζει το(ν) Έν(α). Στην ιδέαν αυτή βρίσκεται η Ενότητα της δεύτερης υποστάσεως, όπως κι αν την προσωποποιήσει ή όπως κι αν την συναντήσει κανείς. Σε αυτό, όμως, το σημείο ακριβώς η σκέψη αλλάζει επίπεδα προκειμένου να εισέλθει στην οδό της μεταστροφής και του εσωτερικού ασκητισμού που ακόμα δεν έχουμε λάβει υπ’ όψιν.
Ας σημειώσουμε μόνον ότι στο ιδεατόν επίπεδο η Νόηση μαρτυρά μιαν κατάσταση όπου το αντικείμενο ταυτίζεται με το υποκείμενο, όπου (ή) στο οποίο η καθαρή σκέψη είναι απλώς ενατένιση του εαυτού. Η Διάνοια πιάνει τον εσωτερικό της πλούτο μέσω μιας προοδευτικής αυτοσυγκέντρωσης, εμβαθύνοντας στον εαυτό της.
Είναι ανάγκη να προχωρήσουμε;
Εκ νέου ο Πλωτίνος απευθύνει έκκληση σε μιαν εικόνα: «εντός μιας σφαίρας ή ενός κυκλικού χορού που είναι το καλύτερο σχήμα για την Νόηση. Εκεί βρίσκονται τα εσωτερικά κλειδιά που κυοφορούν τις υπόλοιπες εικόνες και τους θέτουν όριο∙ εκεί βρίσκει κανείς δυνάμεις, σκέψεις και μιαν πολλαπλότητα που δεν προχωρά σε ευθεία γραμμή αλλά διαιρεί και γεννά την κυκλικά σφαίρα εσωτερικώς. Η σφαίρα μοιάζει μοναδική όπως ένα παγκόσμιο συμπαντικό ζώο που περιλαμβάνει τα υπόλοιπα ζώα που έχουν δυνατότητες επέκτασης αλλά δεν έχουν αναπτύξει ως έμψυχα τις ίδιες δυνάμεις με αυτό –και τα περιλαμβάνει όλα ώσπου να φθάσει κανείς ως τον αδιαίρετον εκείνον χώρο όπου ο Νους σταματά να γεννά».
Έτσι πιάνει και κατέχει την βαθύτερή της αλήθεια η Νόηση: μέσω της ανακατάταξης των στοιχείων του εσωτερικού θύλακα, του εσωτερικού κόσμου της. Αυτό το Ον που βρίσκεται στην βάση όλων των πραγμάτων, που δίνει στον κόσμο την ύπαρξή του και το αληθές του νόημα, αντλεί όλην του την ενότητα από την πηγή του και εκχυνόμενο στα νοητά (αν και έχει αναγνωριστεί ως Νοήμον) αποτελεί τον ιδεατό διαμεσολαβητή μεταξύ του απροσδιόριστου Αγαθού –για το(ν) οποίο ελπίζουμε– και της Ψυχής που πνέει, που αναπνέει κάτω από τις αισθητές εμφανίσεις.
«Είναι αυτή που κατέχει ανάμεσα στα όντα ένα μεσαίο βεληνεκές∙ έχει ένα κομμάτι αφ’ εαυτής που είναι διαιρετό: τοποθετημένη, όμως, στο άκρον των νοητών και στην εξορία της αισθητού φύσεως, είναι αυτή που δωρίζει κάτι από τον εαυτό της. Σε αντάλλαγμα, λαμβάνει κάτι από την φύση του, εφόσον αυτοοργανώνεται δίχως να μένει σε ασφάλεια και εφόσον ρισκάρει –με φλόγα και πάθος– να μην μείνει εντελώς μόνη της».
Με όρους Πλωτίνου, η ερμηνεία μιας πολύτιμης σε αξία και συνθέτου εννοίας ισοδυναμεί με την κυκλική περιγραφή του ακριβούς τόπου όπου είναι σφηνωμένη μέσα στο ρεύμα των υποστάσεων.
Αυτό το κείμενο ερμηνεύει κατάδηλα την πρώτην όψη της ψυχής, κληρονόμο του νοητού κόσμου στο υπέρτερο τμήμα του καθώς αυτή βυθίζει το χαμηλό της άκρο στον αισθητόν κόσμο.
Ταυτόχρονα, όμως, το θρησκευτικό περιεχόμενο της σύλληψης αυτής εμφανίζεται και βλέπουμε πώς η ψυχή –μια μεταφυσική αρχή– κάλλιστα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ως η βάση για μια θεωρία για την πτώση ή το προπατορικό αμάρτημα.
Αυτή η Ψυχή του Κόσμου (ή) Η Ψυχή του Κόσμου τούτου –ορίζει το κάθε τι που ζει, κατά το στυλ του Ζώου του Στωϊκού κόσμου.
Την ίδιαν ώραν, όμως, αποτελεί και τον νοητό κόσμο, αν και ολοένα περισσότερο διαιρετό και αποσπασματικό (καθώς ο λάτρης του σημειώνει ήδη την διάχυση του Ενός).
Είναι, άρα, το ενδιάμεσο μεταξύ του αισθητού και του νοητού κόσμου. Στις σχέσεις της με τον νοητό κόσμο υπάρχουν λίγες δυσκολίες. Ο Νους παράγει την Ψυχή όπως ο Εις/το Εν γέννησε την ίδια την Νοημοσύνη (ή) Η Ψυχή παράγει την Νοημοσύνη/Νου που γέννησε (τ)ο(ν) Έν(α). Αν, όμως, είναι αληθές ότι η Ψυχή του Κόσμου έχει διαχυθεί στον αισθητό κόσμο, αν είναι αληθές ότι οι ατομικές ψυχές είναι μόρια της Ψυχής του Κόσμου που –στις ανάλογες σφαίρες τους– έχουν δοθεί ώστε να διαδραματίσουν τον ρόλο που η ίδια η Ψυχή του Κόσμου κρατά στο θέατρο του κόσμου, πώς άραγε μπορούν να συνενωθούν και να φιλιώσουν αυτά τα μόρια και αυτή η σφαίρα;
Και αυτή η δι(α)δοχή αρχών και κανόνων, αυτή που δίνει όλην την αξία στο ρεύμα διδασκαλίας του Πλωτίνου, πώς θα στερεωθεί;
Ένα νέο πρόβλημα εγείρεται, αναφορικά με την ψυχή, ομοίως όπως ηγέρθη για τις πρώτες δύο υποστάσεις.
1) Ο Πλωτίνος θεώρησε την υπόστασην αυτήν ως ιδιαιτέρως σημαντική, βλέποντας ότι αυτός αφιερώνει σε αυτήν εξειδικευμένα 3 διατριβές της Εννεάδος IV.
Εκ νέου η πιο ασφαλής οδός για εμάς για να προχωρήσουμε είναι να αναφερθούμε σε αυτές τις διατριβές που αντιμετωπίζουν προσωπικά και προσωποποιούν δύο προβλήματα: τις σχέσεις της Ψυχής του Κόσμου ως προς τις ατομικές ψυχές και την σχέση της ανθρώπινης ψυχής με το σώμα της (ή) με το σώμα της Ψυχής Κόσμου. Ο τελευταίος συσχετισμός –που συμφωνεί ιδιαιτέρως με την ψυχολογία– θα μελετηθεί στην ώρα του και θα εξυπηρετήσει ως μια εντελώς φυσική μετάβαση στην μελέτη μας περί επιστροφής στην πατρίδα.
Στην Ενάτη διατριβή της Εννεάδος IV, ο Πλωτίνος αποδεικνύει την θεμελιώδην ενότητα των ψυχών καθώς και τον δεσμό τους με την ρώμη, την δύναμη που κινητοποιεί, δίνει πνοή και εμψυχώνει τον κόσμο.
Για να πούμε την αλήθεια, υπεράνω όλων τους δωρίζει μιαν εικόνα όπου ο ίδιος αναπαριστά αυτήν την ενότητα ως ένας σπερματικός λόγος που περιβάλλει και περικλείει όλα τα όργανα του σώματός του ή ορίζει αυτήν την ενότητά τους ως μιαν επιστήμη που περικλείει –εν δυνάμει– όλα της τα θεωρήματα (της ρώμης ως δυνάμεως που κινεί τον κόσμο).
Δημιουργηθέντος τούτου του όντος, εγείρεται το ερώτημα της παραγωγής των ατομικών ψυχών.
Η λύση του Πλωτίνου είναι, όπως πάντα, λιγότερο λογική και περισσότερο συναισθηματική. Για αυτό το συναίσθημα επιχειρεί να προμηθεύσει το ισοδύναμο σε μιαν εικόνα –λύση ήδη χρησιμοποιημένη στην περίπτωση του Ενός με τον Νου– και η ουσία του οποίου ισοδυνάμου (ή) η ουσία της οποίας εικόνας συμφώνως με τον Breheir κατεβαίνει και καταλήγει τελικώς στην «επιβεβαίωση μιας ενότητας μεταξύ ψυχών που δεν τελούν εν συγχύσει χάους και στην επιβεβαίωση μιας συγχύσεως που δεν συνιστά διαίρεση αλλά είναι αδιαίρετη». Ιδού εκ νέου παρεμβαίνει η εικόνα του φωτός.
Ή θεώρησε αυτήν την περαιτέρω εικόνα: «Αυτήν» που «βρίσκεται σε όλο το σώμα το οποίο διαπερνά, για παράδειγμα σε κάθε διαφορετικό μόριο ενός φυτού, ενός παπύρου, ομοίως και στο κλαδί που διαχωρίζεται: βρίσκεται ταυτόχρονα στο πρωταρχικό φυτό αλλά και σε αυτόν που προκύπτει από τον διαχωρισμό∙ διότι, όπως το σώμα ενός χορευτικού συνόλου, είναι ένα σώμα μοναδικό, αυτή βρίσκεται παντού σε αυτόν ως ένα σώμα μοναδικό κι αυτή».
Πώς, λοιπόν, εξηγεί ο Πλωτίνος τις διαφορές μεταξύ ατομικών ψυχών; «Διότι αυτές δεν έχουν την ίδια σχέση με τον νοητό κόσμο. Είναι περισσότερο ή λιγότερο θολές και αδιαφανείς. Κι αυτή η μικρότερη –η διαφάνεια ή διαγονεϊκότητα που τις καθιστά διαφορετικές στον δρόμο της ανάπτυξης και της προόδου– είναι που τις οργανώνει σε μιαν ιεραρχία προς την οδό της επιστροφής στην πατρίδα. Με αυτήν την σύνδεση γραμμής, εισέρχεται με βία και παρεμβαίνει η ερμηνεία μέσω της θεωρητικής ενατένισης». «Η μία είναι όντως και στην πράξη ενωμένη στον νοητό κόσμο ενώ η άλλη βρίσκεται τώρα ενωμένη μέσω της συγέννησης και σύμφυσης με μιαν άλλη μέσω του πόθου∙ καθεμιά, αναπολώντας τα διάφορα πράγματα, είναι και γίνεται προοπτικά αυτό που αναλογίζεται σχεδιαστικά».
2) Συνοπτικά, η ολοκληρωμένη ενότητα των ψυχών είναι μια ενότητα σύγκλισης και συμβολής μέσω της οποίας συμμετέχουν όλες οι ψυχές στην ίδια ζωντανή πραγματικότητα.
Η πολλαπλότητά τους είναι αυτή μιας πνευματικής ζωής που ανεβαίνει –σκοτεινή σαν σπείρα– ώσπου να διαχύσει τα μέρη που την αποτελούν. Είναι ένα λύσιμο, απελευθέρωση που φέρνει στο προσκήνιο τις ιδιαιτερότητες των ατομικών ψυχών. Ρισκάροντας να βυθιστούν στο σκότος σιγά σιγά, αυτές οι ψυχές βυθίζονται στην ύλη.
Ιδού, τελικά, που η σκέψη του Πλωτίνου δεν είναι ακριβής. Για τον Πλωτίνο, η αιτία αυτής της πτώσης της ψυχής είναι συνάμα αυθάδεια και τυφλότητα.
Πιο ορθόδοξη θα ήταν μια μετάφραση από έναν λάτρη του Πλωτίνου. Η ψυχή αντικατοπτρίζεται στην μήτρα της ύλης και (εκλαμβάνοντας αυτόν τον επαναπατρισμό ως τον εαυτό της) κατεβαίνει για να ενωθεί με αυτόν ενώ θα έπρεπε, αντιθέτως, να υψωθεί ώστε να επιστρέψει στις πηγές της. 3) Εν ολίγοις, η σύλληψη της ανθρώπινης ψυχής από τον Πλωτίνο (ή) η σύλληψη του Πλωτίνου από την ανθρώπινη ψυχή –είναι στενά συνδεδεμένη με όλα τα προηγούμενα.
Ο κανόνας που την διευθύνει είναι αυτός: η ανθρώπινη ψυχή συμμετέχει στο σώμα μόνο με το κατώτερο τμήμα της. Ωστόσο, πάντοτε μέσα της υπάρχει μια νόηση που την διευθύνει προς τον νοητό κόσμο.
Αναγκασμένη, όμως, να καθοδηγεί το αδύναμο σώμα η ψυχή (ή) η νόηση μέσω της παγίδας που θέτει η αισθητή φύση, σφάλλει και λησμονά σιγά σιγά την πριγκιπική και βασιλική της καταγωγή.
Από την αρχή και τον κανόναν αυτόν απορρέει το σύνολο της ψυχολογίας Πλωτίνου. Πρώτον, εάν η ποικιλία των ψυχών μιμείται την ψυχή του νοητού κόσμου, η λειτουργία τους είναι καθαρά κοσμική –και η ψυχολογία ακινητοποιημένη φυσική. Μια άμεση συνέπεια είναι ότι κάθε γνώση που δεν είναι ενορατική και θεωρητική συμμετέχει στις συνθήκες της σωματικής ζωής∙ η αιτιολογημένη σκέψη αποτελεί μόνο μια αδυναμία της ενορατικής, διαισθητικής σκέψεως. Η συνείδηση αποτελεί ένα ατύχημα και μιαν εμμονή. Τίποτα απ’ ό,τι την συνθέτει δεν μπορεί να ανήκει στο υπέρτερο τμήμα της ψυχής. Η ίδια η μνήμη μαρτυρά μιαν προσκόλληση, μιαν αφοσίωση στις αισθητές μορφές. Η ψυχή, έχοντας φθάσει στο επίπεδο ατενιστικής θεώρησης –συγχρονικά– των νοητών, δεν θα έχει πλέον μνήμη των προηγούμενων ζωών της. Στην οδόν αυτήν ιδού εμφανίζεται εκ νέου μια σύλληψη του εαυτού που εξ όψεως πρώτης μοιάζει παράδοξη αλλά πολύ γόνιμη: «Σημείο που να μπορεί να στηθεί κανείς και να θέσει τα όριά τους –έτσι ώστε να λέει κανείς ΩΣ ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ». Βλέπουμε εδώ την σύνδεση μεταξύ αυτής της κατανόησης της ψυχής και την διδασκαλία της επιστροφής (ή) της διδασκαλίας της επιστροφής. Μέσω του διαλογισμού, άρα, ξεχνά η ψυχή τις πρακτικές αναγκαιότητες.
Κλείνοντας τα μάτια της (η ψυχή), η όραση της Διάνοιας θα γεννηθεί μέσα της. Ο πόθος για τον Θεό θα την θέσει σε κίνηση, θα της δώσει πνοή, θα την εμπνεύσει. Θα ανέβει ξανά την κλίμακα των πραγμάτων και των όντων. Και θα επανακτήσει την ακολουθία και την πρόοδο μέσω ενός κινήματος αγάπης –πράγμα το οποίο συνιστά ακριβώς την επιστροφή στην πατρίδα της. Ιδού σημειώνονται, άρα –με όσο μεγαλύτερη σύνοψη είναι δυνατόν– τα διάφορα στάδια της προόδου. Δεν είναι εξίσου ικανοποιητικά όλα, όμως, εδώ. Δεν έχουμε δώσει μιαν ακριβήν αντανάκλαση της σκέψης Πλωτίνου. Δεν υπάρχει κίνηση μέσα της.
Στην συνέχεια, θα εξασκήσουμε αυτήν την κίνηση και στροφή μετά προς τα πίσω ώστε να προλειάνουμε την οδό που οδηγεί κατά διαδοχήν την ψυχή προς το(ν) Έν(α).
Β. Μεταστροφή ή η Οδός της Έκστασης
α) Η αρχή και ο κανόνας της μεταστροφής βρίσκεται στην ψυχή. Η ψυχή εντοπίζεται στην επιθυμία για τον Θεό –και στην νοσταλγία για μιαν πατρίδα χαμένη. Η ζωή χωρίς Θεό είναι μόνο μια ζωή σκιώδης.
Στην κλίμακα και σκάλα των Ιδεών, όλα τα όντα στρέφονται προς αυτόν και επιχειρούν να επανέλθουν στην πορεία και στην κατεύθυνση της προόδου. Μόνον η ύλη και η μήτρα της –η τόσο φτωχή, αυτό το θετικό τίποτα– δεν επιδιώκει τον Θεό και σε αυτό έγκειται ο κανόνας, η αρχή και η εξουσία του κακού: «Είναι ένα ον φασματικό, σκιώδες και σβησμένο αυτός που δεν μπορεί να δεχθεί μιαν μορφή. Αν η ύλη αναλαμβάνει δράση, όμως, τότε πρόκειται για ένα φάντασμα εν δράσει, ένα λάθος σκηνικό δράσεως, δηλαδή ένα λάθος εξακριβώσιμο, οπότε αυτό που δεν υπάρχει είναι η πραγματικότητα». Ως Δημιουργός αντικατοπτρισμών υπάρχει στ’ αλήθεια μόνο στην τυφλότητα των ψυχών. Η αρχή και ο κανόνας της μεταστροφής βρίσκουν την πηγή τους στην ψυχή και όχι στην μήτρα της ύλης. Ποιά είναι, όμως, αυτή η αρχή που ασκεί εξουσία; Είναι η επιθυμία για τον Θεό.
Και μέσω αυτής αποκαλύπτεται η θρησκευτική όψη των Υποστάσεων, θεωρουμένων ως σκηνών και ως σταδίων στο ταξίδι της Ψυχής προς την περιοχή της μεταφυσικής. «Η επιθυμία μας κάνει να ανακαλύψουμε την Καθολική ύπαρξη∙ αυτός ο πόθος είναι ο Έρως που περιμένει στην πόρτα του αντικειμένου του έρωτά του∙ πάντοτε παθιασμένος, χαίρεται να συμμετέχει εδώ όσο το μπορεί».
Η επιθυμία –στην οδόν αυτή– δεν μπορεί παρά να απογοητευθεί και να μείνει ανικανοποίητη από τον κόσμο. «Και να γιατί πρέπει να φύγουμε πετώντας από εδώ και να αποκολληθούμε από ό,τι επιπρόσθετο υπάρχει πάνω μας».
Η επιθυμία, ο ίμερος, είναι αγάπη για ό,τι στερούμαστε και μας λείπει. Είναι να θέλει κανείς να υπάρχει και να θέλει να γίνει ένα(ς), διότι η αναζήτηση μιας ταυτότητας είναι –υπό μίαν έννοιαν– αναζήτηση μιας ενότητας.
Η ομορφιά αφ’ εαυτής δεν επαρκεί.
Έτσι, η αρετή δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια κατάσταση σχέσεων που πρέπει να περάσει κανείς για να πλησιάσει τον Θεό.
Και τίποτε άλλο δεν είναι επιθυμητό παρά μόνον το πέρασμα μέσω αυτού του Ενός που έχει δώσει τις αποχρώσεις σε αυτό το κράτος, το καθεστώς ή την κατάσταση. Στον βίαιο πόθο της η Ψυχή δεν μένει ικανοποιημένη ούτε καν με την αξιοποίηση της Πληροφορίας. «Όταν όμως κατεβαίνει σ’ αυτήν μια γλυκειά ζέστη άνωθεν, αναλαμβάνει δυνάμεις, αποκτά κι ανοίγει εκ νέου φτερά – όντως– και ξυπνά∙ αν και υπάρχει κάτι που υποκρύπτεται δω κάτω από τα παρόντα εμφανή δώρα, η Ψυχή ανεβαίνει εκ φύσεως στα ύψη διεγειρόμενη απ’ ότι της δωρίζει την αγάπη του∙ προσπερνά την Νόηση αλλά δεν μπορεί να υπερβεί το Καλό διότι δεν υπάρχει τίποτε υπέρτερο. Σταματώντας, λοιπόν, αυτή στα όρια της Νοήσεως, βλέπει οπωσδήποτε όμορφα κι ευγενή πράγματα αλλά ακόμα δεν έχει κάνει αυτό που αναζητά. Είναι σαν το πρόσωπο κάποιου που βλέπει την ομορφιά της αλλά δεν μπορεί να πιάσει το βλέμμα της διότι του λείπει το καθρέφτισμα της χάριτος που είναι το άνθος της ομορφιάς». β) Αυτή η επιθυμία της ψυχής μεταδίδει, όμως, την Πληροφορία για τον Νου που περιέχει. Η γνώση αυτή είναι επιθυμία. Αν πει κανείς ότι η Νόηση δεν απαιτεί τίποτα ισοδυναμεί με το να πει ότι η Νόηση είναι ανεξάρτητη από τον αισθητόν κόσμο. Στρέφεται, όμως, προς την άνωθεν ελπίδα. Χρειάζεται το(ν) Ένα. «Ζει κατευθυνόμενη προς Αυτό(ν)∙ κρεμιέται από Αυτό(ν)∙ γυρίζει προς Αυτό(ν). Κάτι λείπει στην Νόηση και αυτό είναι η ενότητά της. Υπάρχει στην Νόηση μια ένδεια ως προς τον εαυτό της και από αυτό υποφέρει και αναταράσσεται. Ο Νους του Πλωτίνου δεν είναι ο Λόγος των μαθηματικών.
Επιπλέον, όπως έχουμε δει, η Νόηση λαμβάνει την μορφή της μέσω μιας επιστροφής προς τα οπίσω για να αναλογιστεί το(ν) Έν(α). Άρα, αυτή η πορεία προς τον Θεό είναι για αυτήν θεμελιώδης. Και ο νοητός κόσμος ως ένα όλον, σύνολον, κινείται προς το(ν) Έν(α). γ) Το μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο, που προκαλείται μετά από αυτήν την στροφή είναι ότι έχει αναλογίες με αυτό που βρήκαμε –σε 3 ευκαιρίες– στην ανάλυση της έννοιας της εκπόρευσης και της κατ’ ακολουθίαν προόδου. Εκτίθεται ευθέως και ολοκληρωτικά σε ένα κείμενο των Εννεάδων: «Ό,τι δεν θα συμμετείχε κατά κανέναν μεγαλύτερον τρόπο στο απόλυτο Καλό, δεν θα επιθυμούσε και το μικρότερο καλό».
Δηλαδή: δεν θα με έβλεπες εάν δεν με είχες ήδη βρει. Ή –με όρους Πλωτίνου– η επιθυμία προϋποθέτει μιαν ορισμένην εγγύτητα του αντικειμένου της επιθυμίας με το υποκείμενο: που επιθυμεί.
Στην περίπτωσην αυτή, ο Εις/ο Ένας θα είναι κάτι το Υπερβατόν ή το Παρόν; Αυτό το ερώτημα έχει πολυσυζητηθεί και τα επιχειρήματα είναι χειροπιαστά αφ’ενός εκ μέρους των ακολούθων του πανθεϊσμού του Πλωτίνου (Zeller), αφ’ετέρου από όσους βλέπουν στο(ν) Έν(α) ένα υπερβατικό ρεύμα διδασκαλίας (Caird). Δίχως να υποκρινόμαστε ότι επιλύουμε το ερώτημα, μπορούμε ωστόσο να επιχειρήσουμε να το βάλουμε διαφορετικά. Κατά την άποψή μας, ο Θεός υπάρχει ως ζων, πλησίον. Η επιθυμία το απαιτεί. Και, έτι περαιτέρω, φέρουμε μέσα μας 3 υποστάσεις εφόσον συντονιζόμαστε –και αποκτούμε– την Έκσταση και την Ένωση με το(ν) Έν(α) μέσω του εσωτερικού διαλογισμού. Εξ άλλου, δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον Θεό στον Πλωτίνο (ή) στον Θεό του Πλωτίνου μιαν αναμφισβήτητην υπερβατικότητα σε σχέση με τα υπόλοιπα όντα. Όταν δημιουργεί, δεν είναι τελειοποιημένος αλλά υπεραφθονεί δίχως να μένει άδειος. Προκειμένου να καταλάβουμε αυτήν την αντίφαση, είναι αναγκαίο να αντιστρέψουμε τους όρους του προβλήματος. Αν είναι αλήθεια ότι όποιος μαθαίνει το «ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ» μαθαίνει επίσης και τον τόπο καταγωγής του και –αν αυτό είναι αλήθεια– υψωμένος στο επίπεδο της αρχής, του κανόνα, πρόκειται να επικοινωνήσει (εν κοινωνία) μαζί του, τότε πρέπει να παραδεχθεί ότι ο Θεός δεν είναι πλησίον κανενός όντος αλλά ότι όλα τα πράγματα είναι πλησίον, στα χέρια του Θεού.
«Στο ταξίδι της η Ψυχή δεν είναι αυτή που βρίσκεται μέσα στον κόσμο αλλά –ο κόσμος που βρίσκεται σε αυτήν… η Ψυχή βρίσκεται στην Νόηση, το σώμα στην Ψυχή αλλά, όμως, η Νόηση κανονίζεται από μιαν άλλην αρχή∙ αυτή, όμως, η άλλη αρχή και εξουσία δεν διαφέρει σε τίποτε από αυτό στο οποίο και (η) Ψυχή θα μπορούσε να βρεθεί: επειδή, όμως, δεν βρίσκεται εκεί που θα ‘πρεπε, δεν βρίσκεται –υπό την έννοια και την αίσθησην αυτή– πουθενά σε άλλο μέλος. Τότε, πού άραγε βρίσκονται όλα τα υπόλοιπα πράγματα; Μα, στον κόσμο». Ας εξετάσουμε, αφ’ ενός, ότι κάθε ον έχει 2 οντότητες: την οντότητα της ουσίας και μιαν οντότητα που πηγάζει από την ουσία∙ η πρώτη εμμένει δεσμευτικά στον εαυτό της, η δεύτερη αναγκάζει το ον να δημιουργήσει και να εγκαταλείψει την πρώτην του φύση.
Το ίδιο και με τον Θεό.
Υψώνεται αφ’ εαυτού δίχως, όμως, να αποτύχει να κρατήσει και την ουσία του. Το όλο σφάλμα κάθε υπερβολικά αυστηρής ερμηνείας του Πλωτίνου είναι ο εντοπισμός του Ενός στον χώρο. Η διδασκαλία του Πλωτίνου είναι μια απόπειρα σκέψεως έξω από τον χώρο. Σε αυτό το επίπεδο βρίσκεται, ποιητική και άρρητη (ή) ποιοτικό και άρρητον – Και εδώ πρέπει κανείς να προσπαθήσει να την καταλάβει. Ειδάλλως, βρίσκεται –για να επιστρέψουμε στην προηγούμενην ανάλυση– σε ένα πρόβλημα ψυχολογικό: υπάρχει άραγε μια σκέψη αφαιρετική του χώρου που να είναι διαφορετικής συντακτικής ή συνταγματικής τάξεως;
Προσπαθώντας να αφομοιώσουμε την εμπειρία του Πλωτίνου, βλέπουμε ότι η πρώτη αρχή, η πρώτη εξουσία, είναι πάντοτε αφ’ εαυτής παρούσα σε όλα τα έργα του Πλωτίνου, δηλαδή η αρχή ότι ο Εις/το Ένα δεν υπάρχει τοπικά και ότι –υπό μίαν έννοιαν– είναι ταυτογχρόνως υπερβατό(ς) και εγγύς όλων των πραγμάτων. Λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των εξεταζομένων πραγμάτων, βρίσκεται παντού υπό την συνθήκην ότι δεν βρίσκεται πουθενά –διότι αυτό που δεν είναι δεμένο από πουθενά δεν έχει θέση και τόπο εκεί που δεν μπορεί να βρίσκεται.
δ) Έκσταση ή Ένωση με το(ν) Ένα
Ύστερα από την εξέταση του προβλήματος αυτού, θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ότι για να ανέβει κανείς στον Θεό (ή) για να γίνει κανείς Θεός πρέπει να στραφεί στον εαυτό του. Η ψυχή, φέροντας εντός της την αντανάκλαση των πηγών της, πρέπει να καταδυθεί, να βυθιστεί και να εμ-βαπτιστεί σε Θεό. Από Θεό σε Θεό, αυτό είναι το ταξίδι της∙ πρέπει, όμως, να είναι αγνή –δηλαδή, πρέπει να υποστεί κάθαρση απ’ ό,τι είναι δεμένο με την ψυχή κατά την γέννηση. Δεν πρέπει να προσκολληθεί σε ό,τι δεν είναι η ψυχή αλλά πρέπει να επιστρέψει στην πατρίδα εκείνη –η μνήμη της οποίας συχνά χρωματίζει την ανησυχία των ψυχών μας.
Με τον σκοπόν αυτό, η ψυχή φθείρεται και αφήνεται να την απορροφήσει η κατά-νόηση που την κυριαρχεί ώστε και η νόηση με την σειρά της προσπαθεί να αφανιστεί για να μείνει μόνο ό,τι την φωτίζει.
Αυτή η ένωση, τόσο πλήρης και τόσο σπάνια, είναι η έκστασις. Εδώ, όμως, απομένει να αναλάβει δράση ο εσωτερικός διαλογισμός –και στο σημείο αυτό ο Πλωτίνος σταματά το ταξίδι του.
Η ανάλυσις δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε παραπέρα ούτε πιο βαθειά. Αυτή η αίσθηση, τόσο χρωματισμένη και τόσο «άφθονη» από θεότητα, αυτή η έξοχη μελαγχολία ορισμένων κειμένων του Πλωτίνου, μας οδηγεί στην καρδιά της σκέψεως του συγγραφέα.
«Συχνά βγαίνω από τον εαυτό μου για να επιστρέψω στο σώμα μου».
Η μοναχική, ηλιακή σκέψη που βρίσκεται σε έρωτα με τον κόσμο –στην έκταση μάλιστα που αυτός αποτελεί μόνον ένα κρύσταλλο όπου αντικατοπτρίζεται η θεότητα– η σκέψη που είναι ολοκληρωτικά διαπερασμένη από τον ήρεμο ρυθμό των άστρων αλλά ενδιαφέρεται κιόλας για τον Θεό που τα περιπολεί είναι η σκέψη του Πλωτίνου. Σκέπτεται σαν καλλιτέχνης και νοιώθει σαν φιλόσοφος, σύμφωνα με μιαν ηλιόλουστη λογική, ενώπιον ενός κόσμου όπου η νόηση αναπνέει ελεύθερη. Όμως, πριν απελευθερώσουμε με ασφάλεια τα πρωταρχικά θέματα της φιλοσοφίας του από την πολιορκία –και, πάνω απ’ όλα, πριν εξετάσουμε πώς εξυπηρετούν ή εμποδίζουν την μετεξέλιξη της Χριστιανικής μεταφυσικής, ας μελετήσουμε με βάση τα κείμενα ποια ήταν η στάση του Νεοπλατωνισμού ως προς τον Χριστιανισμό– θα έχουμε λάβει τότε ό,τι είναι αναγκαίο για να κρίνουμε την πρωτοτυπία του Νεοπλατωνισμού σε συνάρτηση με την Χριστιανική σκέψη.
2. Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Η θέρμη με την οποία ο Πλωτίνος ανέρχεται σε Θεό (ή) προς τον Θεό θα μπορούσε να μας ξεγελάσει και να μας προκαλέσει τον πειρασμό να τον πιστέψουμε περισσότερο Χριστιανόν απ’ ό,τι είναι. Η στάση του έναντι των Γνωστικών –δηλαδή, με αναφορές σε μιαν συγκεκριμένη μορφή Χριστιανικής σκέψης– καθώς και η περισσότερο ρητώς κατηγορηματική θέση του μαθητή του Πορφυρίου, αντιθέτως, θα μας επιτρέψουν να κρίνουμε με σωφροσύνη.
α) Στην Ενάτη διατριβή της Εννεάδος II ο Πλωτίνος γράφει ενάντια σε μία Γνωστική αίρεση που ακόμα εναπομένει να οριστεί επακριβώς.
Εκεί αντιπαραθέτει με ευγλωττία το δικό του συνεκτικό και εναρμόνιο σύμπαν στο ρομαντικό σύμπαν των Γνωστικών.
Μέσω της σύγκρουσης αυτής, μπορούμε να πιάσουμε στην στιγμή έναν δεδομένον αριθμόν ανυπέρβλητων αντιθέσεων μεταξύ τους. Οι επιπλήξεις του Πλωτίνου έχουν σχέση χονδρικώς με 4 σημεία διαφορετικής σπουδαιότητας.
Καταγγέλλει τους Γνωστικούς επειδή απεχθάνεται (ή) απεχθάνονται τον δημιουργηθέντα κόσμο και επειδή πιστεύει (ή) πιστεύουν ότι τους περιμένει ένας νέος κόσμος καθώς και επειδή αυτοί θεωρούνται ως τα παιδιά του Θεού –και επειδή αντικαθιστούν την παγκόσμιαν, οικουμενικήν αρμονία με μιαν πρόνοια που θα ικανοποιήσει τον εγωϊσμό τους,επειδή αποκαλούν αδέρφια τους πιο βίαιους ανθρώπους (ενώ δεν χορηγούν το όνομα αυτό στους Θεούς),επειδή έχουν αντικαταστήσει την ιδέα μιας σωτηρίας που βασίζεται στην αυθαίρετη θεϊκή κρίση– και, εν γένει, όπου ο άνθρωπος δεν παίζει κανέναν ρόλο για χάρη της αρετής της σοφίας.
Αυτή η μελέτη––διατριβή έχει στην πραγματικότητα τον τίτλο «Κατά αυτών που λένε ότι ο δημιουργός του κόσμου και ο κόσμος είναι άσχημοι». Στο κάτω-κάτω της γραφής, είναι η αισθητική και η οπτική γωνία θέασης που λαμβάνεται εδώ υπ’ όψιν: «ο ουρανός δημιουργείται, όμως, από πράγματα πολύ πιο όμορφα και πολύ πιο αγνά από το δικό μας σώμα: αυτοί βλέπουν εδώ την συμμετρία και την όμορφη τάξη αλλά καταγγέλλουν όσο κανείς την αταξία των γήϊνων πραγμάτων». Και έτι περαιτέρω: «Σου κάνω έκκληση, για μιαν ακόμα φορά, μην κατηγορείτε τον κόσμο, τους Θεούς και όλες τις ομορφιές που βρίσκονται σε αυτήν διότι έτσι δεν γεννιέται (ή) γίνεται καλός ο άνθρωπος». β) Άρα, ο Πλωτίνος νοιώθει να πλήττεται θετικά ο ίδιος από τις αποδείξεις αυτής της αισθητικής οικονομίας και τάξεως του κόσμου. «Αν ο Θεός εξασκεί την πρόνοιά του για χάρη σας, ίνα τί θα ξέχναγε το σύνολο του κόσμου στον οποίο βρίσκεστε σεις;... λέτε ότι οι άνθρωποι δεν νοιάζονται ποιος Θεός κυβερνά τον κόσμο. Ναι –αλλά ο κόσμος ο ίδιος νοιάζεται και γνωρίζει ότι η κρίση του είναι ορθή». Δραματικές κλιμακώσεις, δημιουργία, αυτός ο ανθρώπινος κι ευαίσθητος Θεός, όλο τούτο το αποκρούει και το βλέπει αρνητικά ο Πλωτίνος. Ίσως, όμως, να διαφωνεί ακόμη περισσότερο μ’ αυτόν και με την αριστοκρατία του ο μη ρεαλιστικός ανθρωπισμός του Χριστού: «Ιδού τα παιδιά που δεν αρνούνται να δώσουν το όνομα ΑΔΕΡΦΟΙ στους πιο κακούς ανθρώπους∙ δεν συμφωνούν, όμως, αυτοί να καλέσουν με αυτό το όνομα τον ήλιο, τ’ άστρα τ’ ουρανού, και ο,τιδήποτε από την ψυχήν του κόσμου περιλαμβάνει η γλώσσα τους».
Προκύπτει, άρα, ότι και ο νατουραλισμός των Αρχαίων Ελληνικών διαμαρτύρεται στον Πλωτίνο. Είναι, όμως, σίγουρο ότι όλες αυτές οι αντιρρήσεις συνοψίζονται στην αποστροφή της Ελληνικής σοφίας όταν αυτή αντικρύζει την Χριστιανικήν «αναρχία».
Στο κάτω-κάτω, το αντικείμενο όλων των επιθέσεων αυτής της διατριβής είναι η θεωρία της παράλογης Σωτηρίας ακόμη και των αναξίων.
Όπως έχουμε δει, αυτή η διδασκαλία περί Λύτρωσης υποννοεί μιαν ορισμένην αδιαφορίαν ως προς την αρετή και την ορθότητα κατά την Ελληνικήν αντίληψη. Η έκκληση προς τον Θεό, η πίστη και η αγάπη προς Αυτόν εξαγνίζει τελείως για τα σφάλματα. Ο Πλωτίνος συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να ασκήσει κριτική σε αυτό ακριβώς το σημείο και το έκανε με ξεχωριστήν βιαιότητα «Αυτό που αποδεικνύει αυτό το λάθος είναι ότι δεν έχουν καμία διδαχή περί της αρετής. Είναι δείγμα υπερβολικής αφθονίας να πει κανείς απλά: Στρέψτε το βλέμμα στον Θεό ακόμα κι αν δεν πει κανείς πώς να τον κοιτάξετε. Είναι, άρα, η πρόοδος της εσωτερικής ματιάς στον οφθαλμό της ψυχής –όταν συνοδεύεται από σύνεση– που μας κάνει να δούμε τον Θεό. Δίχως την αληθινήν αρετή, ΘΕΟΣ δεν είναι παρά μια λέξη μόνη».
Η θεϊκή κρίση και ετυμηγορία, η οποία είναι εγγενής σε κάθε διδασκαλία περί Σωτηρίας, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με μιαν αίρεση όπου τα όντα πράττουν αναλόγως με τις ανάγκες της δικής τους φύσεως και στον χρόνο, επιλεκτικά, που αυτά επιθυμούν (και αυτό το αποκρούει ο Πλωτίνος).
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι πρόκειται για ένα γνωστικό αντικείμενο ύλης του Γνωστικισμού και ότι αυτές οι καταγγελίες απευθύνονται κατά μιας ορισμένης καρικατούρας του Χριστιανισμού.
Τελικά, όμως, ο Πλωτίνος πολεμά εξ αποστάσεως ενάντια σε μιαν στάση προς τον κόσμο παρά τις λεπτομέρειες ενός ρεύματος διδασκαλίας. Υπό την έννοιαν αυτή, βρίσκονται συγκρουόμενα δύο κοσμοείδωλα για την ανθρώπινη κατάσταση.
Γνωρίζουμε ήδη αρκετά για αυτές τις θεωρίες ώστε να κρίνουμε πώς –πως σε ορισμένα σημεία παραμένουν ασυμβίβαστες.
Ο μαθητής του Πλωτίνου, όμως, έχει προχωρήσει περαιτέρω και δεν έχει διστάσει να γράψει ένα ολόκληρο έργο κατά των Χριστιανών. Τον πήρε ανάμεσα σε 35 και 40 χρόνια για να το γράψει (μετά το 208 μ.Χ.). Αυτή η πραγματεία αποτέλεσε μιαν σύνθεση 15 βιβλίων. Ξέρουμε το έργο του μέσω των αποσπασμάτων που συγκεντρώθηκαν από τον Harnack.
Θα αφήσουμε στο πλάϊ τις λεπτομερείς κριτικές (έλλειψη ευλογοφάνειας, αντιφάσεις) που ο Πορφύριος ευτυχώς δεν ξεχνά να τις διατυπώσει.
Συνθέτουν την κοινή βάση θεμελίωσης όλων των παγανιστικών πολεμικών έργων. Θα αναφέρουμε τα κείμενα αποκλειστικά εκείνα που έρχονται σε αντιπαράθεση, σε σημεία δογματικά, ο Χριστιανισμός και ο Νεοπλατωνισμός.
Ο Πορφύριος εισάγει την υπόθεση κατηγορώντας τους Αποστόλους ότι ήταν αμαθείς χωρικοί. Η διαμαρτυρία είναι κοινή μα, κατόπιν, κατηγορεί τους πιστούς επειδή ήταν προσκολλημένοι και αφοσιωμένοι σε μιαν «πίστη παράλογη».
Και εκφράζεται με τους όρους αυτούς:
«Η σπουδαία εργασία του Χριστού στην χώραν αυτήν είναι ότι την απέκρυψε στους σοφούς της επιστήμης για να την αποκαλύψει ως σύνθεση που αποτελεί κλήρο των όντων που στερούνται αισθήσεως και των μωρών». Σε αναφορά με την αντίληψή του για την Χριστιανική σύλληψη του κόσμου (ή) για την σύλληψη του Χριστού από τον κόσμο (ή) για την σύλληψη του Χριστού περί του κόσμου –ο Πορφύριος σκοντάφτει σε αυτό το κείμενο του Παύλου: «ΠΑΡΑΓΕΙ ΓΑΡ ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ».
Πώς θα μπορούσε να παραχθεί ο κόσμος, ρωτά ο Πορφύριος, και τί θα τον έκανε να παραχθεί;
«Αν ήταν ο δημιουργός ένα σύνολο στερεωμένο κατ’ ειρηνικόν τρόπο, σαν παιχνίδι... Αν πραγματικά η κατάσταση του κόσμου είναι ζοφερή, θα πρέπει να ξεσηκωθεί ενάντια στον δημιουργό μια συγχορδία διαμαρτυριών επειδή διευθέτησε τα στοιχεία του Σύμπαντος με έναν τόσον οικτρό τρόπο περιφρονώντας τον λογικό χαρακτήρα της φύσεως». Η Χριστιανική εσχατολογία προσβάλλει όχι μόνο του Πορφυρίου την ιδέα περί τάξεως και εντολών αλλά και την αισθητικήν του αντίληψη: «Και αυτός, ο Δημιουργός, θα έβλεπε τον ουρανό (μπορεί κανείς να φανταστεί κάτι ακόμα πιο αξιοθαύμαστα ωραίο από τον ουρανό) να υγροποιείται… ενώ ακόμα και τα φθαρμένα σώματα των ανθρώπων εδώ πέρα –συμπεριλαμβανομένων και αυτών που πριν τον θάνατο πρόσφεραν μιαν όψη αξιόκριτη και αηδιαστική– θα ανασταίνονταν εκ νέου».
Επιπλέον, όποτε βρίσκει ευκαιρία ο Πορφύριος περνά από την αγανάκτηση στην επίθεση. Ένας καλλιεργημένος Έλληνας δεν θα μπορούσε να μην έχει κλίση προς την υϊοθέτηση αυτής της στάσεως χωρίς σοβαρούς λόγους.
3. ΤΟ ΔΙΔΑΓΜΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Ελήλυθεν η ώρα, όμως, να κρίνουμε επακριβώς το νόημα και την σημασία της Νεοπλατωνικής λύσης και τον ρόλο της στην εξέλιξη της Χριστιανικής μεταφυσικής. Αποστολή μας εδώ θα είναι να εξάγουμε τους νεωτερισμούς και τις καινοτομίες που εισήγαγε ο Νεοπλατωνισμός καθώς και να υποδείξουμε σε ποιες διευθύνσεις έχει εξασκήσει την επιρροή του.
Η μελέτη μας για τον Χριστιανισμό θα μας επιτρέψει να διαπραγματευθούμε επαγωγικά και λεπτομερώς αυτήν την επιρροή. Ας συνοψίσουμε πρώτα σε λίγες λέξεις τα γενικά χαρακτηριστικά του Νεοπλατωνισμού. α) Είναι μια αποστολή ατελείωτη η συμφιλίωση αντιφατικών εννοιών με την βοήθεια μιας αρχής και ενός κανόνα συμμετοχής που έχει εγκυρότητα μόνο σε μιαν λογική πέραν χώρου και χρόνου. Μυστικός λόγος, ευαισθησίας νόησης, Θεός που είναι συνάμα εγγύς και υπερβατικός, τέτοιου είδους αντινομίες υπεραφθονούν. Ωστόσο, όλες μαρτυρούν ένα διαρκές κίνημα ανάμεσα στο αισθητό και το διανοητικό, ανάμεσα στην θρησκευτικήν όψη των αρχών ή κανόνων και της εξηγητικής τους δύναμης.
Στον διάλογον αυτό μεταξύ της καρδιάς και του Λόγου, η αλήθεια μπορεί να δηλωθεί και να καταστεί έκδηλη μόνο μέσω εικόνων. Αυτή είναι η πηγή της αφθονίας των συγκριτικών αντιπαραβολών στον Πλωτίνο. Αυτός ο πλούτος (των εικόνων) αναμφισβητήτως ανταποκρίνεται στην όμοια ανάγκη (των εικόνων) όπως οι Ευαγγελικές παραβολές: να διαχυθεί το νοητό σε μιαν αισθητή μορφή, αποδίδοντας στην διαίσθηση ό,τι θα ανήκε στον Λόγο. Την ίδιαν ώραν, όμως, αυτές οι προφανείς αντιφάσεις γίνονται ευκρινείς δια της υποθέσεως ότι υπάρχει μια μορφή σκέψεως που βρίσκεται εκτός Χώρου και Χρόνου.
Ιδού γιατί η πηγή πρωτοτυπίας του Πλωτίνου εδράζεται υπεράνω όλων στην μέθοδο που κυβερνά τις επανασυμφιλιώσεις του. Μια μέθοδος, ωστόσο, είναι πολύτιμη αποκλειστικώς στον βαθμό που εκφράζει μιαν ανάγκη στην φύση του συγγραφέα της. Εξ άλλου, έχουμε αποδείξει ότι αυτή η υπόθεση ίσχυε για τον Πλωτίνο. Ποιόν τόπο πρέπει να αποδώσουμε, συνεπώς, στον Νεοπλατωνισμό ανάμεσα στον Ελληνισμό και στον Χριστιανισμό;
Ως προς τον Ελληνισμό, έχουμε αποδείξει επαρκώς ότι οι Εννεάδες περιέχουν ό,τι είναι αυθεντικά Ελληνικό. Εν τούτοις, κάτι έκανε τον Πλωτίνο (ή) ο Πλωτίνος κάτι έκανε ως μια εντελώς πρωτογενή(ς) προσωπικότητα.
Στα γραπτά του Πλάτωνος, μύθοι για το πεπρωμένο της ψυχής εμφανίζονται να είναι προστιθέμενης αξίας και παρατιθέμενοι, ως πρόσφυση, πλάϊ σε πρόσφορες και δεόντως λογικές ερμηνείες.
Στον Πλωτίνο, οι δύο αυτές λειτουργίες επεξεργασίας σχηματίζουν ένα σώμα –και καμία δεν μπορεί να εξαιρεθεί αφού συγκαλύπτουν την ίδιαν πραγματικότητα. Αυτή είναι η διαφορά που είναι ουσιώδης για να την καταλάβουμε και είναι αυτή που διακρίνει ο Πλωτίνος (ή) αυτή που διακρίνει τον Πλωτίνο στην εποχή του.
Είναι μια διαφορά εξίσου πολύτιμη και από την άποψη του Χριστιανισμού διότι –επιπροσθέτως και συνολικά– είναι η λογική άποψη που λείπει από την Χριστιανική σκέψη. Στο μέσον της οδού μεταξύ 2 ρευμάτων και δογμάτων ο Πλωτίνος είναι εκδήλως απεσταλμένος να υπηρετεί ως διαμεσολαβητής.
β) Αληθώς, αυτό που έχει προμηθεύσει ο Νεοπλατωνισμός στον Χριστιανισμό για την μεταγενέστερην εξέλιξή του είναι μια μέθοδος και μια διεύθυνση του νου. Λέμε μια διεύθυνση του νου διότι, προμηθεύοντας τον Χριστιανισμό με έτοιμες δομές για θρησκευτικό διαλογισμό, ο Νεοπλατωνισμός εξ ανάγκης τον κατηύθυνε προς οδούς εσωτερικής αντίληψης του εαυτού ώστε να δει από ποιον (ή) από ποιες οδούς δημιουργήθηκαν αυτές οι δομές.
Η Αλεξανδρινή σκέψη (ή) Η σκέψη του Αλεξάνδρου ενθάρρυνε, άρα, τον Χριστιανισμό να κινηθεί προς την συμφιλίωση της μεταφυσικής με την πρωτογενή πίστη. Λίγα μπορούσαν να γίνουν εδώ –η κίνηση είχε δοθεί. Η μέθοδος, όμως, έφτασε στην σωστή στιγμή. Στην πραγματικότητα, ο Χριστιανισμός θα αποφανθεί για την επίλυση των σημαντικών του προβλημάτων –δηλαδή, της Ενσάρκωσης και της Τριάδος– συμφώνως προς την αρχή εξουσίας και τον κανόνα της συμμετοχής. Ας επιχειρήσουμε, όμως, να το διευκρινίσουμε αυτό μέσω ενός συγκεκριμένου παραδείγματος.
Σε ορισμένα βιβλικά κείμενα βάσισε ο Άρειοςτην επιβεβαίωση της γεννήσεως του Υϊού εκ του Πατρός κατά διαδοχήν και την καθυπόταξη του ενός στον άλλον. «Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕ ΓΕΝΝΗΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΩΝ ΟΔΩΝ ΤΟΥ». Ούτε οι Άγγελοι στον Ουρανόν ούτε ο Υϊός έχουν λάβει γνώση για την ημέρα ή την ώρα. Μόνον ο Πατήρ τους/τις γνωρίζει. Τότε ο Άρειος παρέθεσε κείμενα στον Ιωάννη (ή) κείμενα του Ιωάννη. «ΟΤΙ ΠΟΡΕΥΟΜΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ∙ ΟΤΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΜΟΥ ΜΕΙΖΩΝ ΜΟΥ ΕΣΤΙ».«ΑΥΤΗ ΔΕ ΕΣΤΙΝ Η ΑΙΩΝΙΟΣ ΖΩΗ, ΙΝΑ ΓΙΝΩΣΚΩΣΙ ΣΕ ΤΟΝ ΜΟΝΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΟΝ ΑΠΕΣΤΕΙΛΑΣ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ».«ΟΥ ΔΥΝΑΤΑΙ Ο ΥΪΟΣ ΠΟΙΕΙΝ ΑΦ’ ΕΑΥΤΟΥ ΟΥΔΕΝ» και σε αυτήν την επίσημη επικύρωση αντιπαρέθεσε ο Αθανάσιος –αμύντωρ της ορθοδοξίας– 3 ρητά και κατηγορηματικά κείμενα μέσω του Ιωάννη «ΕΓΩ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΕΝ ΕΣΜΕΝ»«ΕΝ ΕΜΟΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΚΑΓΩ ΕΝ ΑΥΤΩ»«Ο ΘΕΩΡΩΝ ΕΜΕ ΘΕΩΡΕΙ ΤΟΝ ΠΕΜΨΑΝΤΑ ΜΕ». Συμφώνως με τα κείμενα αυτά, ο Υϊός ΚΑΙ ήταν ΚΑΙ δεν ήταν Θεός.
Το κλασσικό ερώτημα, όμως, του Νεοπλατωνισμού είναι: ποιός βλέπει μόνο το πρόβλημα που τίθεται κατά τον τρόπον αυτό; Και πώς μπορεί κανείς να καταπλήττεται αν η Χριστιανική σκέψη θα θέσει τέλος στην συζήτηση που διεξάγεται συμφώνως με μιαν όμοια μέθοδο; Το Σύμβολο (ή) Συμβούλιο της Νίκαιας (ή) Νίκης (325 μ.Χ.) ίδρυσε την αρχή του ομοουσίου και αντιπαρέθεσε τον γεννηθέντα Χριστό στον Ιησού που είχε ποιηθεί μέσω του Αρείου. «ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ, ΠΑΤΕΡΑ, ΕΙΣ ΕΝΑΝ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΘΕΟΝ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΠΟΙΗΤΗΝ ΟΡΑΤΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΑΟΡΑΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΕΙΣ ΕΝΑΝ ΚΥΡΙΟΝ ΙΗΣΟΥ– ΧΡΙΣΤΟΣ, Ο ΥΪΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΩΝ, ΘΕΟΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ, ΟΥ ΠΟΙΗΘΕΙΣ, ΟΜΟΟΥΣΙΟΣ ΤΩ ΠΑΤΡΙ–ΔΙ’ ΟΥ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΓΕΝΟΝΤΟ Α ΕΙΣΙΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΟΥΡΑΝΟΙΣ ΔΙ’ ΗΜΑΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΗΜΕΤΕΡΑΝ ΣΩΤΗΡΙΑΝ. ΣΑΡΚΩΘΕΝΤΑ, ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΑ, ΠΑΘΕΝΤΑ, ΑΝΑΣΤΑΝΤΑ ΤΗ ΤΡΙΤΗ, ΗΜΕΡΑΝ ΑΝΕΛΘΟΝΤΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΡΧΟΜΕΝΟΝ ΚΡΙΝΑΙ ΖΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΥΣ. ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟ ΖΩΟΠΟΙΟΥΝ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ».
Και αν αυτό το κείμενο δεν φαίνεται επαρκώς ρητό και σαφές, θεώρησε και τον Αμυντικόν Λόγον προς Υπεράσπισιν της Συνόδου Νικαίας του Αθανασίου (όπου αναφέρεται ο Θεόγνωστος, αρχηγός της Κατηχητικής Σχολής της Αλεξάνδρειας μεταξύ 270 και 280 μ.Χ.): «Η υπόσταση του Υϊού δεν εκπορεύεται από το εξωτερικό, δεν προκύπτει ως απόφυση εκ νέου, εκπηγάζει από την υπόσταση του Πατρός ομοίως όπως η λάμψη πηγάζει από το φως και γίνεται λάμψη φωτός, όπως κι ο ατμός από το ζεστό νερό (διότι η μεγαλοπρέπεια δεν ταυτίζεται με τον ήλιο ούτε ο ατμός με τον πάγο). Δεν είναι, συνεπώς, κάτι ξένο ή περίεργο, είναι μια ενθύμιση, απορροή ακτινοβολίας και εκπομπή της ουσίας του Πατρός που παραμένει όπως τώρα αδιαίρετος, ακριβώς όμοιος με τον ήλιο που δεν μειώνει την ακτινοβολία του λόγω των ακτίνων που διαχέει∙ όμοια και η ουσία του Πατρός δεν υφίσταται καμίαν αλλοίωση εφόσον έχει τον γιο του για εικόνα».
Τα κείμενα αυτά σηματοδοτούν την σημασία και μας δείχνουν την φύση της επιρροής (ή) του Νεοπλατωνισμού ως αναφορά σε μεθόδους ανάλυσης αποφά(ν)σεων και λύσης προβλημάτων. Πολλά αριθμημένα κείμενα δύνανται περαιτέρω να την αποδείξουν.
Όσο πιθανόν εύγλωττες κι αν είναι αυτές οι προσπάθειες επίτευξης συμφωνίας, ας μην αντλήσουμε εξ αυτών βιαστικά ή υπερβολικά γενναιόδωρα συμπεράσματα ως προς τον Νεοπλατωνισμό. Ο Χριστιανισμός εντοπίζεται αλλού –και μάλιστα, με την θεμελιώδη του πηγή προέλευσης.
γ) ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ, βλέπουμε υπό ποίαν έννοια μπορούμε να μιλούμε για την επιρροή του Νεοπλατωνισμού στην Χριστιανική σκέψη. Αληθώς, είναι η επιρροή ενός μεταφυσικού ρεύματος διδασκαλίας σε μιαν θρησκευτική μορφή σκέψεως: αυτό είναι που παρέχει ο Νεοπλατωνισμός για χάρη του Χριστιανισμού.
Συνεπώς, έχουμε εκλάβει με καλή θέληση την σκέψη του Πλωτίνου ως συμβόλου αυτής της επιρροής.
Έχει προπαρασκευάσει και δημιουργήσει πλέον ευέλικτες φόρμουλες που ήταν έτοιμες –στον απαιτούμενο χρόνο– να αξιοποιηθούν από τον Χριστιανισμό. Πέραν απ’ ό,τι είναι αφ’ εαυτού συγκινητικό και πρωτογενές στην σκέψη του Πλωτίνου, ο ρόλος του σταματά εδώ. Πάρα πολλά (ξε)χωρίζουν τον Άγιο Αυγουστίνο και Πλωτίνο (ή) διακρίνουν ο Άγιος Αυγουστίνος μαζί με τον Πλωτίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου