*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΜΙΩΝ - ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι κρυφές πτυχές του ζητήματος των βραχονησίδων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΤΟ ΕΝΑΥΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η κορύφωση της κρίσης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΜΙΩΝ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

πληροφορίες τηλ. 6946202130-2741086403

Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΜΙΩΝ
ως μοντέλο
διαχείρισης κρίσεων
&
crisis management
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
(MASTER)
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
1997
ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΚΡΥΦΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΒΡΑΧΟΝΗΣΙΔΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΟ ΕΝΑΥΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΜΙΩΝ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2011
Η μελέτη αυτή διεξήχθη το β΄ εξάμηνο του 1996 και ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1997. Εκ των υστέρων, θα μπορούσε κανείς να εκλάβει την εργασία αυτή ως μια σύνοψη, σε μικρογραφία, της απόβασης των Τούρκων στην Κύπρο. Κοιτάζοντας τα πράγματα συνθετικά, θεωρητικά και με μιαν διάθεση ενατένισης, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή είναι, πράγματι, η αληθινή διαθήκη του Α. Παπανδρέου. Δεν είναι τυχαία η αναφορά στο πλοίο της κυβέρνησης και στην έπαρση ή υποστολή της σημαίας τον Ιανουάριο του 1996 που συνέπεσε με την περίοδο ακυβερνησίας και την ανάδειξη του Κ. Σημίτη στην πρωθυπουργία δίχως εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Από την μελέτη αυτή –θεωρούμενη ως μιαν κατάθεση ή παρακαταθήκη– προκύπτει ότι η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ταυτίζεται με την εντολή των «πληρωμάτων» ελληνικών και τουρκικών πολεμικών πλοίων για την απόδοση τιμών και κάλυψη με την Ελληνική σημαία στην ταφή του σώματος –ως κιλίβαντας– του Α. Παπανδρέου. Αυτό ταυτίζεται με τα γεγονότα της δολοφονίας Ισαάκ-Σολωμού στην Κύπρο για το ζήτημα της σημαίας με εντολή Τσιλέρ. Στην μελέτη με θέμα «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΤΗΣ» (1995) γίνεται αναφορά στην σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών της 17 Νοέμβρη 1989 με σκοπό τον σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης (Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Φλωράκης υπό τον Χρ. Σαρτζετάκη). Από τα πρακτικά προκύπτει η φράση του Α. Παπανδρέου «Κρινόμαστε όλοι». Η σύσκεψη εκείνη είχε γίνει μετά την δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη και –σε συνάρτηση με το σκάνδαλο Κοσκωτά του «βρώμικου» ’89– έρχεται και «κλειδώνει» με την κάθαρση και τα σκάνδαλα του Χρηματιστηρίου το ’99. Κεντρικό πρόσωπο στις υποθέσεις Χρηματιστηρίου, σύλληψης Οτσαλάν, Ολυμπιακών Αγώνων 2004 και ένταξης στην ΟΝΕ ήταν ο κ. Σημίτης. Τα σκάνδαλα, λοιπόν, του 1989 και 1999 ενώνονται και «κλειδώνουν» με την έκρηξη στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας τον Ιανουάριο του 1997, με τις προκηρύξεις της 17Ν, με την δολοφονία των Ισαάκ-Σολωμού για το θέμα της σημαίας ανεξαρτησίας στην Κύπρο και κορυφώνονται στην συνάντηση Κλίντον-Παπανδρέου και στην κρίση Υμίων. Βλ. την διπλωματική του 1997 «Η ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ Ε.Ε.» για το θέμα Ρήτρας εγγύησης των συνόρων στο Αιγαίο καθώς και την μελέτη του 1997 με θέμα: ΟΙ ΕΥΝΟΪΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΤΟ 1996 ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥΣ: Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ». Επισημαίνονται οι εξής συμπτώσεις α) ότι το ζήτημα της παραπομπής των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης που απεφασίσθη από την κυβέρνηση Σημίτη μετά την κρίση των Υμίων συνδέεται με την Συνθήκη κατά της Τρομοκρατίας (για την καταστολή της Παράνομης Κατάληψης Αεροσκάφους) που υπεγράφη στην Χάγη στις 16/12/1970, β) ότι η πτώση των δεικτών στο ηλεκτρονικό «ταμπλώ» της Σοφοκλέους και το δράμα των εγκλωβισμένων ενώνονται με την πτώση του -ελικοπτέρου στα Ύμια, γ) ότι η υποστολή και η έπαρση της Ελληνικής σημαίας στην Κάλυμνο κατά την διάρκεια της κρίσης των Υμίων έγινε στην Κάλυμνο, τόπο σύλληψης του ΕΛΑ, δ) οι βυθίσεις των «Sea Diamond» και «Express Samina». Τέλος, νομίζω ακράδαντα ότι για τις ενέργειες της κυβέρνησης πρέπει κανείς να συμβουλευθεί τις συλλογές άρθρων/κειμένων α) «ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ» του 2002 με θέμα την χειραγώγηση του ΧΑΑ και την κάθαρση που συνέπεσε με την σύλληψη της 17Ν, β) «ΙΕΡΟ ΧΡΗΜΑ» του 1989 για το ζήτημα θεσμών του κράτους, τα δικαιώματα του πολίτη και τις σχέσεις κοινωνίας-ατόμου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η «κρίση των βραχονησίδων» που εκδηλώθηκε τα Χριστούγεννα της 26ης Δεκεμβρίου 1995 και ολοκληρώθηκε τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 31ης Ιανουαρίου 1996 τίθεται υπό εξέταση στην μελέτην αυτή. Μια κρίση μεταξύ δύο γειτονικών κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας, που αιώνες τώρα συγκρούονται διαρκώς σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Η τελευταία ελληνο-τουρκική διένεξη εκτυλίχθηκε σε ένα σύμπλεγμα τριών (3) ελληνικών βραχονησίδων στο Αιγαίο Πέλαγος και έφερε στα πρόθυρα ενός ολοκληρωτικού πολέμου τις δυο χώρες, όπως αρκετές φορές στο παρελθόν στην «πυριτιδαποθήκη» των Βαλκανίων.
Η λέξη «κρίση» υποδηλοί ταυτόχρονα μιαν περίοδο ανωμαλίας, με δυσχέρειες και κινδύνους όπου δοκιμάζονται οι αντοχές των εμπλεκομένων κρατών, καθώς και μιαν διαδικασία αυτογνωσίας κατά την οποίαν αντικρύζει κανείς τις δυνατότητες που του παρουσιάζονται, τις ευκαιρίες που εκμεταλλεύεται ή χάνει και, εν τέλει, το τι πραγματικά αντιπροσωπεύει από πλευράς ισχύος.
Εκ των υστέρων, η ανάλυση μιας τέτοιας περιόδου, που καθορίζει τις περαιτέρω εξελίξεις αποφασιστικά πλέον, μπορεί να αποβεί χρήσιμη όχι μόνο για την γνώση των γεγονότων όσο το δυνατόν πιο λεπτομερώς αλλά και ως διδακτική εμπειρία, ως μια απόπειρα καταγραφής των σωστών κινήσεων ώστε στην επόμενη κρίση να υπάρξει καλύτερη ανταπόκριση στις απαιτήσεις που θα υπάρξουν.
Η κρίση των Υμίων αποτελεί πλέον ένα κλασικό παράδειγμα εξέλιξης μιας τέτοιου είδους πολιτικής, διπλωματικής και στρατιωτικής αναμέτρησης έστω και αν αυτή δεν οδηγείται στην κλιμάκωση μέχρι του σημείου της συνολικής ένοπλης σύγκρουσης.
Αντίθετα, η κρίση αυτή δίνει στον παρατηρητή το προνόμιο να εξετάσει όλα τα βήματα της κλιμάκωσης ως την στιγμή της επίτευξης μιας συμφωνίας απεμπλοκής με διπλωματικά μέσα. Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα σύγκρισης των διαφορετικών στρατηγικών που ακολούθησαν τα δύο κράτη για να επιτύχουν τους στόχους τους, όπως αυτοί προσδιορίζονταν σε κάθε νέα κρίσιμη τροπή των γεγονότων.
Αποφασιστική για την εκπόνηση μιας εργασίας –με θέμα γεγονότα που συνέβησαν μόλις ένα έτος πριν– είναι η πληροφόρηση στην οποία κανείς στηρίζεται για να οδηγηθεί σε συμπεράσματα, καθώς αρκεί να λείπει από τον μελετητή έστω και μία σημαντική πληροφορία για να παρεκτραπεί. Πόσο μάλλον όταν –όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση– καμία απολύτως πηγή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρη, ως αξιόπιστη ή ως ανυστερόβουλη: Από την επίσημη ενημέρωση των υπουργείων Ελλάδας-Τουρκίας ως την ανεπίσημη πληροφόρηση δια μέσω του Τύπου, από την τηλεοπτική κάμερα ως το ΙΝΤΕΡΝΕΤ όλες αυτές οι πηγές πρέπει να ελέγχονται και να κρίνονται– αναγκαστικά με υποκειμενισμό, όταν μόνα σταθερά παραμένουν κάποια βασικά πρωτόλεια γεγονότα, των οποίων η λογική και χρονική αλληλουχία είναι αδιαμφισβήτητη.
Στην εργασίαν αυτή, που εκπονήθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Ευρωπαϊκή Οργάνωση και Διπλωματία, θα γίνει μια απόπειρα ανάλυσης στα σημαντικά εκείνα γεγονότα που έκριναν την ειρηνικήν έκβαση της κρίσης των Υμίων και στις αποφάσεις που ελήφθησαν από τα συγκεκριμένα πρόσωπα που την διαχειρίστηκαν με επίγνωσιν ότι η προσωπικότητα κάθε ενός από αυτά αποτελεί μιαν μοναδική, μη επαναλαμβανόμενη σύνθεση αξιών, αρχών, πεποιθήσεων και ενεργειών.
Ωστόσο, είναι αναγκαίο να δοθεί προσοχή και στα πρόσωπα που παρακολούθησαν την κρίση δίχως να έχουν την άμεσην ευθύνη για την πορεία των εξελίξεων. Η αναφορά υποδεικνύει γενικότερα την στρατιωτικήν ή πολιτικήν ηγεσίαν Ελλάδας-Τουρκίας, την στάση της αντιπολίτευσης, της κοινωνίας, των μαζικών μέσων ενημέρωσης στα δύο κράτη ώστε να εκτιμηθεί –εάν αυτό είναι δυνατόν– η εναλλακτική πρόταση που θα μπορούσε να είχε υπάρξει για κάθε χειρισμό καθώς και οι αντιδράσεις τους συγχρόνως με τα ταχύτατα εξελισσόμενα γεγονότα (ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος των αυτό-εκπληρούμενων και των εκ των υστέρων προφητειών).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΟΙ ΚΡΥΦΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΒΡΑΧΟΝΗΣΙΔΩΝ
Από το 1974 ως σήμερα εκτυλίσσεται μια διαρκής Ελληνο-Τουρκική διένεξη με αιχμές την Θράκη, το Αιγαίο Πέλαγος και την Κύπρο. Τον ρόλο του αναθεωρητή των διεθνών συνθηκών έχει αναλάβει η Τουρκία, η οποία δεν επιχειρεί απροκάλυπτα συνολικό πλήγμα κατά της Ελλάδας αλλά επιχειρεί, βασιζόμενη στην στρατιωτικήν ισχύν της να φθείρει οριακά κάθε φορά τις ελληνικές θέσεις.
Οι προκλήσεις της Τουρκίας θέτουν την Ελλάδα ενώπιον του διλήμματος να κλιμακώσει αυτή τις εχθροπραξίες ή να δεχθεί άπρακτη τις αμφισβητήσεις που σταδιακά δημιουργούν επίδικα αντικείμενα, τα οποία στο εξής εγγράφονται ως υποθήκες από την Τουρκία ως διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας, ως «Ελληνο-Τουρκικές διαφορές».
Βασικός στόχος της Τουρκίας είναι να αποκτήσει «ζωτικό χώρο» στο Αιγαίο Πέλαγος, αποδυναμώνοντας το «Status Quo» και μετατρέποντας την Ελλάδα σε χώρα περιορισμένης κυριαρχίας. Προτιμότερο, ωστόσο –όπως αποδεικνύεται από την συσσωρευμένην εμπειρία– είναι για την Τουρκία να κερδίσει όσα επιδιώκει δίχως εν ανάγκη να πολεμήσει αλλά εκφοβίζοντας την Ελλάδα με την απειλή της χρήσης βίας, μιαν απειλή που η Τουρκία (αυτό είναι το κυριότερο) πείθει ότι δεν διστάζει να εφαρμόζει.
Με την ίδια λογική η Τουρκική Εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε την κυβέρνηση της χώρας το 1995 να κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα, εάν αυτή επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο Πέλαγος πέραν των έξη (6) ναυτικών μιλίων, θεωρώντας μιαν τέτοια κίνηση ως «casus belli».
Το ζήτημα των 12 ναυτικών μιλίων γενικότερα πάντως λόγω της στρατηγικής του σημασίας για την διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας και του ελληνικού εναερίου χώρου χρησιμοποιείται από την Τουρκία ως βασικός μοχλός για την επιτυχία της πολιτικής της.
Ένας δεύτερος άξονας γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται πλέον μετά την κρίση των Υμίων η τουρκική επιχειρηματολογία είναι το ζήτημα των βραχονησίδων του Αιγαίου και του Λιβυκού Πελάγους που δεν αναφέρονται ονομαστικά στις διεθνείς συμβάσεις.
Στο ζήτημα αυτό, τα επιχειρήματα της Ελλάδας είναι νομικώς ακαταμάχητα. Ωστόσο, η λύση που προκρίθηκε ύστερα από την κρίση του Ιανουαρίου του 1996 –η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης– διαθέτει και ορισμένες κρυφές πτυχές που θα ήταν χρήσιμες να τις γνωρίζει κανείς, εφόσον επιλέχθηκε από την Ελλάδα αυτή η οδός για την αποκλιμάκωση της κρίσης και όχι η πολεμική σύγκρουση.
Κατ’ αρχάς, διαφαίνεται ότι παράλληλα με το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα λειτουργεί και το νεοσύστατο Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου για το Δίκαιο Θαλάσσης, στην αρμοδιότητα του οποίου θα υπάγονται εφεξής τα περισσότερα ελληνικού ενδιαφέροντος νομικά θέματα –και οπωσδήποτε αυτό της υφαλοκρηπίδας.
Ένα δεύτερο ζήτημα που προκύπτει είναι ότι η Τουρκία επιδιώκει οι διαφορές της με την Ελλάδα να θεωρηθεί ότι είναι «πολιτικές», δεν δέχονται νομικήν αντιμετώπιση και, άρα, πρέπει ένα Διεθνές Δικαστήριο να μοιράσει ακριβοδίκαια την διαφορά, καταλήγοντας σε έναν συμβιβασμό που την ευνοεί.
Η Τουρκία, παράλληλα, στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει απευθείας συμφωνία της με την Ελλάδα για τα ζητήματα αυτά ενώ δεν αναγνωρίζει τις συμβάσεις εκείνες που ευνοούν την Ελλάδα. Επίσης, επικαλείται την αρχή της ευθυδικίας για την επίλυση των θεμάτων αυτών. Σύμμαχός της στην περίπτωσην αυτήν είναι και η Νομική Υπηρεσία της Ε.Ε.[1]
Η αποδοχή της Χάγης θέτει, βεβαίως, και ένα ακόμη ερώτημα: ποιό είναι το όριο για την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο ζητημάτων που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας[2] σε ελληνικά εδάφη ή, διαφορετικά, ποιο είναι το κριτήριο διαφοροποίησης μεταξύ Υμίων, Γαύδου, Κω, Ρόδου, Κρήτης ή Αττικής ή Ακρόπολης.
Η πιο ουσιαστική, όμως, πτυχή του επεισοδίου των Υμίων είναι το αντίτιμο για την αποφυγή της σύρραξης: η ανατροπή του «Status Quo» εις βάρος της Ελλάδας.
Το υφιστάμενο νομικό καθεστώς ισχύει τύποις μόνο, καθώς για να αλλάξει πρέπει η Συνθήκη της Λωζάννης να τροποποιηθεί για να υπογραφεί μια νέα σύμβαση που να αντιστοιχεί προς το νέο «Status Quo», τους τοπικούς συσχετισμούς ισχύος που διαμορφώθηκαν μετά την συμφωνία απεμπλοκής στα Ύμια και που, οπωσδήποτε, δεν ταυτίζονται με το «Status Quo Ante» αλλά με ένα καθεστώς γκρίζας περιοχής (grey area).[3]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΟ ΕΝΑΥΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
Η κρίση στο σύμπλεγμα των τριών βραχονησίδων που φέρουν την επωνυμία «Ύμια» δημιουργήθηκε σε μιαν χρονική στιγμή όπου η Τουρκία και η Ελλάδα διέρχονταν περίοδον ακυβερνησίας.
Στην Τουρκία, το κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης ήταν η εντολοδόχος πρωθυπουργός Τανσού Τσιλέρ, η οποία προσπαθούσε να εδραιώσει την θέση της και να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση έναντι του αντιπάλου δέους, του Ισλαμικού Κόμματος Ευημερίας.
Στην Ελλάδα, για το χρονικό διάστημα 26.12.1995 – 22.1.1996 η ευθύνη βαρύνει την κυβέρνηση Α. Παπανδρέου, τον οποίον αναπλήρωνε ο Α. Τσοχατζόπουλος, με υπουργό Εξωτερικών τον Κ. Παπούλια. Κατόπιν, την κορύφωση της κρίσης διαχειρίστηκε ο νέος πρωθυπουργός Κ. Σημίτης δίχως ακόμη να έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο (η παράμετρος αυτή μπορεί να δικαιολογήσει τα λάθη εντοπισμού που έγιναν εκ μέρους του πρωθυπουργού, όχι όμως και του υπολοίπου επιτελείου της κυβέρνησης και ειδικά στον τομέα Εξωτερικών του κ. Πάγκαλου και Άμυνας του κ. Αρσένη που δεν επηρεάστηκαν από την κυβερνητική αλλαγή).
Η κρίση ξεκίνησε στις 26 Δεκεμβρίου 1995 όταν το τουρκικό εμπορικό πλοίο «ΦΙΓΚΕΤ ΑΡΚΑΤ» προσάραξε στην βραχονησίδα Ύμια, ανατολικά της Καλύμνου. Αρχικά, ο πλοίαρχος αρνήθηκε την βοήθεια από τις ελληνικές αρχές με την δικαιολογία ότι το σκάφος βρισκόταν εντός τουρκικών υδάτων ενώ, στην επικοινωνία του με το λιμεναρχείο Καλύμνου,[4] υποστηρίζει ότι δεν είχε τα κατάλληλα όργανα για την αυτόματην ένδειξη του στίγματος του πλοίου.
Το τουρκικό πλοίο τελικά αποκολλήθηκε από την Ύμια με την βοήθεια δύο ελληνικών ρυμουλκών των οποίων οι ναυτικοί διεπίστωσαν ότι το πλοίο διέθετε τα απαραίτητα όργανα ώστε να μην προσαράξει στην Ύμια.
Την επόμενη ημέρα, ο Έλληνας πρεσβευτής στην Άγκυρα κ. Δημ. Νεζερίτης (ενώ είχε επισκεφθεί το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών για να προβεί σε διάβημα διαμαρτυρίας για παραβίαση από τουρκικά αεροπλάνα του ελληνικού εναερίου χώρου) γίνεται αποδέκτης ρηματικής διακοίνωσης από τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας που θεωρεί ότι οι βραχονησίδες «Καρντάκ» αποτελούν τμήμα της τουρκικής επικράτειας και, για τον λόγον αυτόν, οι ελληνικές αρχές παρανόμως συνέδραμαν το τουρκικό πλοίο.
Ήταν η πρώτη φορά που οι διπλωμάτες του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών βρίσκονταν αντιμέτωποι με επίσημο τουρκικό κείμενο που αμφισβητούσε ελληνικόν έδαφος. Ωστόσο, η Ελλάδα αντέδρασε 11 ημέρες αργότερα με δική της ρηματική διακοίνωση στην οποία προειδοποιούσε ότι επανάληψη της ίδιας συμπεριφοράς από την Τουρκία θα είχε σοβαρότατες συνέπειες στις διμερείς σχέσεις.
Στις 16 Ιανουαρίου το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης ενημερώθηκε για τα γεγονότα –και αυτό διότι το Υπ.Εξ. ζήτησε από το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης να δώσει εντολή στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού για αυξημένην επιτήρηση στην περιοχή των Υμίων, κάτι το οποίον έγινε τελικά ύστερα από 3 ημέρες. Το ΓΕΕΘΑ ζήτησε και από τους τρεις κλάδους να ελέγχουν κάθε τουρκική δραστηριότητα στην περιοχή με υποχρέωση άμεσης αναφοράς. Την επομένη, στις 20 Ιανουαρίου, η κυβέρνηση έδωσε νέα εντολή για επαγρύπνηση με συγκεκριμένο πλέον στόχο: την αποτροπή τουρκικών εδαφικών διεκδικήσεων στο σύμπλεγμα των Υμίων.
Τέσσερες ημέρες αργότερα, η υπόθεση έρχεται στο φως της δημοσιότητας: στις 24 Ιανουαρίου, το τηλεοπτικό κανάλι ΑΝΤΕΝΝΑ αποκαλύπτει τα τηλεγραφήματα που αντηλλάγησαν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Ακολουθεί στις 25 Ιανουαρίου η ενέργεια των τοπικών αρχών της Καλύμνου (δημάρχου, έπαρχου και αστυνομικού διοικητή) που ύψωσαν στην Ύμια την Ελληνική σημαία με τηλεοπτική κάλυψη. Την ίδιαν ημέρα, συμβαίνουν δύο ακόμη αξιοσημείωτα γεγονότα: α) ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ναύαρχος Χρ. Λυμπέρης με απόρρητη διαταγή του καλεί τις ένοπλες δυνάμεις να περιφρουρήσουν τις ελληνικές βραχονησίδες ώστε να αποτραπεί κάθε απόπειρα κατάληψής τους, β) εκπονείται στο ΓΕΕΘΑ άσκηση επί χάρτου με κεντρικό θέμα «την επιχειρησιακή αντίδραση και την ανάπτυξη ετοιμότητος των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίπτωση θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο». Ο σχεδιασμός περιλαμβάνει εφαρμογή του σχεδίου «ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ» για την ενδεχόμενην ανακατάληψη βραχονησίδων που έχουν καταληφθεί από τον εχθρό.
Αντίθετα προς αυτήν την προετοιμασία της στρατιωτικής ηγεσίας, ο υπουργός Εξωτερικών στις 26 Ιανουαρίου υποβαθμίζει το ζήτημα, θεωρώντας ότι έχει κλείσει και δεν είναι ανάγκη να δημιουργείται ατμόσφαιρα κρίσης.
Στις 27 Ιανουαρίου, ωστόσο, με την έγκριση της Τουρκικής κυβέρνησης,[5] δημοσιογράφοι της «Χουριέτ» προσγειώνονται με ελικόπτερο στα Ύμια και –παρουσία τηλεοπτικού συνεργείου– υποστέλλουν την ελληνική σημαία, την παίρνουν μαζί τους και αναρτούν την τουρκική σημαία. Το γεγονός γίνεται γνωστό αυθημερόν στην κυβέρνηση από έκτακτη έκδοση της «Χουριέτ». Ακολούθησε σύσκεψη του ΥΠ.ΕΘ.Α. Γεράσιμου Αρσένη με τους αρχηγούς των Επιτελείων και ανακοινώθηκε ότι «οι Ένοπλες Δυνάμεις προασπίζουν τα ελληνικά εδάφη. Το ζήτημα θεωρείται λήξαν –όσον αφορά το γεγονός, δεν έχουμε ενδείξεις κλιμάκωσης της έντασης».
Η 28η Ιανουαρίου είναι η ημέρα της κλιμάκωσης της κρίσης με ελληνική πρωτοβουλία, η ευθύνη για την οποία δεν έχει ακόμη καταλογιστεί.
Στις 9 το πρωΐ ο ΥΠ.ΕΘ.Α. Γ. Αρσένης έδωσε εντολή να αφαιρεθεί από το Πολεμικό Ναυτικό η Τούρκικη σημαία. Στις 10.30 το πρωΐ άγημα του περιπολικού πλοίου «Παναγόπουλος» αφαίρεσε την Τουρκική σημαία και ύψωσε ξανά στα Ύμια την Ελληνική σημαία. Ο κ. Αρσένης διαψεύδει ότι έδωσε εντολή στον ναύαρχο Λυμπέρη να ανέβει η Ελληνική σημαία, όπως ο Α/ΓΕΕΘΑ ισχυρίζεται. Πάντως, ο Α/ΓΕΝ Ι. Στάγκας έδωσε εντολή στο πλήρωμα του «Παναγόπουλος» να υψώσει την Ελληνική σημαία, διότι τον διέταξε ο Α/ΓΕΕΘΑ.
Το ζήτημα είναι ότι υπάρχει σε αυτό το σημείο διαφωνία Λυμπέρη-Αρσένη. Επίσης, διατυπώνεται η απορία γιατί δεν πήγαν εις απάντησιν των Τούρκων δημοσιογράφων Έλληνες ιδιώτες για να κατεβάσουν την σημαία. Αντί να γίνει αυτό το οποίο θα σκεφτόταν κάθε κοινός νους, επισημοποιήθηκε η κρίση. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι που κατηγόρησαν τον δήμαρχο Καλύμνου διότι ύψωσε την σημαία, θεωρούν σωστή την ενέργεια του Πολεμικού Ναυτικού να υψώσει επίσης την σημαία.
Αυτή ακριβώς η ενέργεια αποτέλεσε την θρυαλλίδα της κρίσης: εκδηλώνεται η πρώτη προσπάθεια δύο τουρκικών περιπολικών της Ακτοφυλακής (τα οποία έρχονται αντιμέτωπα με τα ελληνικά περιπολικά) να μπουν στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Από το σημείο αυτό ξεκινά η κλιμάκωση, η οποία φτάνει στις 4 το απόγευμα στην ρίψη προειδοποιητικών βολών με εντολή Αρσένη από τα ελληνικά σκάφη εναντίον τουρκικής βάρκας που επιχειρούσε να αποβιβαστεί στα Ύμια. Στην περιοχή αρχίζει η συγκέντρωση δυνάμεων Ελλάδος-Τουρκίας με γοργό ρυθμό.
Η Ύμια πλέον φυλάσσεται και στην ξηρά εναλλάξ από δύο ομάδες βατραχανθρώπων, ο κ. Αρσένης στο Υπουργικό Συμβούλιο θεωρεί ότι το θέμα βρίσκεται σε ύφεση και ότι η αντίδρασή μας πρέπει να είναι ψύχραιμη ενώ το Υπουργείο Εξωτερικών –αφού επιδώσει στον Τούρκο πρεσβευτή διάβημα διαμαρτυρίας– αναλαμβάνει την ενημέρωση των κρατών της Ε.Ε., των ΗΠΑ και της Ρωσσίας.
Η Τουρκία επιχειρεί νωρίς το πρωΐ στις 29 Ιανουαρίου να στείλει ξανά ιδιωτικό ελικόπτερο για να υποστείλει την Ελληνική σημαία από την Ύμια, την ώρα που δημιουργείται ένα κενό δύο ωρών για την αλλαγή φρουράς. Το ελικόπτερο, όμως, αναχαιτίζεται από ελληνικά μαχητικά.
Επίσης, η τουρκική κυβέρνηση με νέα ρηματικής της διακοίνωση ζητεί την έναρξη διαλόγου με την Ελλάδα για την ρύθμιση του καθεστώτος των βραχονησίδων του Αιγαίου που δεν ανήκουν στην κατηγορία των παρακείμενων νησίδων.
Στην Ελλάδα, καθώς η κυβέρνηση παράλληλα ανακοινώνει τις προγραμματικές της δηλώσεις, γίνεται ανεπίσημο Υπουργικό Συμβούλιο,[6] στο οποίο ο πρωθυπουργός αποφασίζει την αποκλιμάκωση της κρίσης. Λίγο αργότερα, όμως, δήλωσε στην Βουλή: «Η αντίδραση της Ελλάδας θα είναι δυνατή, άμεση και αποτελεσματική. Έχουμε τα μέσα και θα τα χρησιμοποιήσουμε χωρίς δισταγμό. Ας μην γελιούνται».
Αντί, λοιπόν, για την αποκλιμάκωση, τις πρώτες πρωϊνές ώρες της Τρίτης, 30 Ιανουαρίου, η κρίση εισέρχεται στην πιο λεπτή φάση της που διήρκεσε 30 ώρες.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, έρχονται πληροφορίες στο ΥΠ.ΕΘ.Α. ότι πρόκειται ο τουρκικός στόλος να βγει στο Αιγαίο. Ο Γ. Αρσένης αντιδρά στέλνοντας ατομικά φύλλα πρόσκλησης σε εφέδρους, αφήνοντας ανοιχτό και το ενδεχόμενο να γίνει μερική επιστράτευση εάν χρειασθεί.
Οι πληροφορίες αποδείχθηκαν σωστές διότι στις 4 το πρωΐ τουρκικά πολεμικά πλοία από τις βάσεις της Σμύρνης και του Ακσάζ κατέπλευσαν στην περιοχή των Υμίων. Αμέσως, ενημερώθηκε το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων, οι αρχηγοί των επιτελείων και η πολιτική ηγεσία, οι οποίοι και συγκεντρώθηκαν στο Υπουργείο Άμυνας, όπου έδωσαν εντολή να ανακληθούν όλες οι άδειες και να υπάρξει αυξημένη ετοιμότητα και των τριών κλάδων. Επιπλέον, εστάλησαν ομάδες βατραχανθρώπων σε βραχονησίδες γύρω από την Ύμια (και, οπωσδήποτε, στην Ύμια και στην Καλόλιμνο).
Στην περιοχή εκείνη είχαν συγκεντρωθεί από πλευράς Τουρκίας τρεις φρεγάτες (εκ των οποίων η μία παραβίασε στις 7.30 το πρωΐ τα ελληνικά χωρικά ύδατα), τρεις πυραυλάκατοι και δύο περιπολικά. Σταδιακά και τουρκικά ελικόπτερα από την φρεγάταν αυτή παραβίασαν τον ελληνικόν εναέριο χώρο, με αποτέλεσμα να γίνονται διαρκώς αναχαιτίσεις από ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη.[7]
Στις 9 το πρωΐ γίνεται μια ακόμη ανεπιτυχής απόπειρα από τουρκική βάρκα να αποβιβάσει το πλήρωμά της στην Ύμια, καθώς απωθείται από ελληνικό περιπολικό.
Την ίδιαν ώραν αποφασίστηκε να γίνει το μεσημέρι, σε ένδειξη καλής θέλησης, ο απόπλους του στόλου για τα Δωδεκάνησα. Στις 10 το πρωΐ ο ΥΠ.ΕΘ.Α. Γ. Αρσένης σε συνέντευξη Τύπου ανακοινώνει την κλιμάκωση της κρίσης και θεωρεί ως μόνη λύση την αποχώρηση όλων των δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας, δίχως να υποσταλεί η Ελληνική σημαία. Ωστόσο, παρά την απόφασην αυτή της κυβέρνησης, αμέσως μετά –στις 11– δίνεται εντολή να αποπλεύσει ο στόλος από την Σαλαμίνα. Και όμως, μέσα σε μισήν ώρα, σε νέα σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό, διαπιστώνεται εκ νέου η ανάγκη της απεμπλοκής (11.30). Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που έδωσαν στη 1 το μεσημέρι οι Πάγκαλος, Αρσένης δήλωσαν κατηγορηματικά ότι η Ελλάδα δεν θα προχωρήσει σε υποστολή της σημαίας ενώ προσδιόρισαν ως μόνη διέξοδο για την αποκλιμάκωση της κρίσης την απόσυρση των δυνάμεων των δυο πλευρών.
Αργότερα, στις 6 το βράδυ, έγινε μια ακόμη ανεπιτυχής (η 4η) απόπειρα από τουρκική τορπιλάκατο να αποβιβάσει λέμβο με στρατιώτες στην Ύμια, καθώς τα ελληνικά περιπολικά και πάλι την απώθησαν.
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠ.ΕΘ.Α. (ήδη, όπως θα αναφερθεί στην συνέχεια, ήταν γνωστά τα σενάρια της Τουρκίας για κατάληψη βραχονησίδων που είχε νωρίτερα αποκαλύψει η «Χουριέτ») είχε αναθέσει στην στρατιωτικήν ηγεσία τον όλο σχεδιασμό με τις εντολές να προστατευθούν οι βραχονησίδες από την απόβαση Τούρκων στρατιωτών αλλά, εφόσον αυτό δεν γίνει εφικτό, να είναι παράλληλα έτοιμος ο στρατός για αντεπίθεση και ανακατάληψη.
Πρέπει, στο σημείον αυτό, να αναφερθεί ότι –ύστερα από δικό του αίτημα– ο ναύαρχος Λυμπέρης ως Α/ΓΕΕΘΑ είχε τον πλήρη και αποκλειστικόν έλεγχο των επιχειρήσεων. Αργότερα, βεβαίως, κατηγορήθηκε διότι δεν χρησιμοποίησε δυνάμεις του Στρατού και της Αεροπορίας.
Μια ακόμη σημαντική πτυχή είναι ότι ο ελληνικός στόλος απέπλευσε για τα Ύμια δίχως να υπάρχει διοικητής, αρχηγός Στόλου αλλά και διοικητές δύο αντιτορπιλικών στα πλοία τους. Αναρωτιέται, βεβαίως, κανείς πώς συμβαδίζει ο ίδιος αφ’ εαυτού ο απόπλους του στόλου με την εκ των υστέρων αντίληψη ότι «δεν θα κάνουμε πόλεμο για μιαν βραχονησίδα ή για μια σημαία».
Διότι, άλλωστε, η ίδια ανυποχώρητη στάση παρουσιάστηκε λίγο πριν την τελικήν ευθεία της κρίσης, όταν σε μιαν ανάπαυλα από την έντασην, η ελληνοτουρκική κρίση έδωσε την ευκαιρία στην Βουλή να γνωρίσει σπάνιες στιγμές εθνικής ομοψυχίας, όταν ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ως αποκλιμάκωση θεωρούν την απόσυρση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων με ταυτόχρονη παραμονή της σημαίας στην Ύμια αλλά και όταν ο Υ.Εξ. επιβεβαίωσε ότι κανείς δεν θα αναγκάσει την κυβέρνηση να υποστείλει την σημαία από ελληνικό έδαφος.
Ως την συνεδρίαση του επόμενου πρωϊνού, το κλίμα είχε παντελώς αντιστραφεί καθώς οι διαπραγματεύσεις εκείνων των κρίσιμων ωρών ασφαλώς θα γραφούν στην ιστορία, μαζί με το στοιχείο που άλλαξε την ροή των γεγονότων: την απόβαση Τούρκων στρατιωτών σε ελληνικόν έδαφος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
Η ρητορική της ελληνικής κυβέρνησης ύστερα από την έπαρση της σημαίας της χώρας στην Ύμια δια του Πολεμικού Ναυτικού στηριζόταν στην διακήρυξη ότι η Ελληνική σημαία δεν επρόκειτο σε καμίαν περίπτωση να υποσταλεί.
Πράγματι, κατά την εξέλιξη της διαμεσολαβητικής προσπάθειας που κατέβαλαν οι ΗΠΑ για την εκτόνωση της κρίσης, οι Έλληνες αξιωματούχοι έμεναν σταθεροί στην θέση ότι η Ελλάδα θα ήταν έτοιμη να συμβάλει στην αποκλιμάκωση υπό τον όρο ότι θα αποσύρονταν από κοινού οι Ελληνο-Τουρκικές δυνάμεις από την περιοχή και ότι η Ελληνική σημαία θα παρέμενε ανηρτημένη στην Ύμια. Χαρακτηριστική είναι η προειδοποίηση του υπουργού Αμύνης των ΗΠΑ Ουΐλλιαμ Πέρι[8] προς τον Έλληναν ομόλογόν του Γερ. Αρσένη (όταν αυτός αντιστάθηκε στην πίεση που του ασκήθηκε από τον αρχηγό του αμερικανικού γενικού επιτελείου Τζον Σαλικασβίλι) πως «εάν δεν φύγει μαζί με την φρουρά και η Ελληνική σημαία, όπως συμφώνησαν ο πρόεδρός μου (Κλίντον) και ο πρωθυπουργός σας (Σημίτης), τότε λυπάμαι, αλλά φοβούμαι ότι σε μιάμιση-δυο ώρες οι Τούρκοι κάτι θα κάνουν». Βεβαίως, δεν διασταυρώνεται από καμία άλλη πηγή ότι Σημίτης και Κλίντον είχαν συμφωνήσει ευθύς εξαρχής για απόσυρση της Ελληνικής σημαίας. Αντίθετα, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ έθεσε το ζήτημα της σημαίας ο κ. Σημίτης το θεώρησε ως μη διαπραγματεύσιμο, λόγω της συμβολικής αξίας του.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Έλληνας Υπ.Εξ. κ. Πάγκαλος στην συνομιλία του με τον Υπ.Εξ. των ΗΠΑ Κρίστοφερ και τον υφυπουργό Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χώλμπροουκ διατυπώνει την αντίθεσή του στο ενδεχόμενο απόσυρσης της σημαίας.
Ενώ, λοιπόν, η Ελλάδα δεχόταν από το σχέδιο Χώλμπροουκ τους δύο πρώτους όρους (απόσυρση όλων των πλοίων –πλην ενός για κάθε πλευρά– και των στρατιωτικών δυνάμεων από την Ύμια), απέρριπτε κατηγορηματικά την υποστολή της σημαίας: θεωρούσε απλώς ότι ήταν στην διακριτική της ευχέρεια αργότερα, αφού το θέμα έληγε, να αποσυρθεί η σημαία δίχως να υπάρχει καμία απολύτως υποχρέωση γι’ αυτό.
Στο τέλος της κρίσης, βεβαίως, η αντίληψη αυτή είχε καταρρεύσει καθώς η Ελληνική σημαία είχε υποσταλεί.
Το ερώτημα είναι εάν η υποστολή περιλαμβανόταν στην τελική συμφωνία που επετεύχθη μετά την απόβαση των Τούρκων στρατιωτών στην Ακρογιαλιά ή όχι.
Τρία στοιχεία συνηγορούν υπέρ της πρώτης εκδοχής: οι πρώτες, εν θερμώ (και κατά τεκμήριο πειστικότερες) δηλώσεις Χώλμπροουκ στο MEGA CHANNEL, η επίσημη ανακοίνωση του State Department για την φόρμουλα αποκλιμάκωσης και οι δηλώσεις του πρέσβη Νίκολας Μπερνς.
Επιπλέον, υπάρχει και η δήλωση Αρσένη στο Υπουργικό Συμβούλιο μετά την κρίση αλλά και στις 11.2.1996 ότι το ΚΥΣΕΑ συμφώνησε για την λύση του απεγκλωβισμού δίχως τον όρο να υποσταλεί η σημαία.
Αντίθετα, οι δηλώσεις Πάγκαλου και οι νεότερες δηλώσεις Χώλμπροουκ συνηγορούν υπέρ της δεύτερης εκδοχής.
Η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι στην πραγματικότητα ύστερα από την απόβαση των Τούρκων στην βραχονησίδα Ακρογιαλιά η κυβέρνηση δεν αντέδρασε και μάλιστα διατυπώνει την εκτίμηση ότι θα πράξει ξανά τα ίδια, την στιγμή που κατελήφθη ελληνικόν έδαφος ύστερα από μια παρασπονδία της Τουρκίας, όπως έγινε και με τον δεύτερον Αττίλα το 1974 στην Κύπρο.
Η παρασπονδία ήταν η παραβίαση από την Τουρκία της συμφωνίας αποκλιμάκωσης. Η κατάληψη της βραχονησίδας τίναζε στον αέρα την συμφωνία αλλά η ελληνική κυβέρνηση ήταν αμετακίνητη στην επιλογή να μην υπάρξει πολεμική αναμέτρηση και για τον λόγον αυτόν, άλλωστε, ο Θ. Πάγκαλος έλαβε την τελικήν εντολή να αποδεχθεί το σχέδιον απεμπλοκής.
Κατά την διάρκεια των κρισίμων εκείνων στιγμών στην εξαιρετικά λεπτομερή και πολύπλοκη διπλωματική διαδικασία για την εκτόνωση ήταν ανεμεμειγμένη ολόκληρη η αμερικανική ηγεσία εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Αντίθετα, από πλευράς Ε.Ε. η Ιταλική προεδρία εκείνην την εποχή δεν παρενέβη προς την Ελλάδα με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο δεν της ζητήθηκε επισήμως (είχε, όμως, διαρκήν επικοινωνία με την τουρκική κυβέρνηση). Εξαιρετικά ουδέτερες παρεμβάσεις έκανε εκ μέρους του ΝΑΤΟ ο ναύαρχος Λέειτον Σμιθ.
Όσον αφορά την αμερικανική παρέμβαση, αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρόεδρος Κλίντον (αφού είχε συνομιλήσει με τον πρόεδρο Ντεμιρέλ και την Τ. Τσιλέρ), κατόπιν μετέφερε στον Κ. Σημίτη τελεσίγραφο της Τουρκίας για στρατιωτικήν επέμβαση σε περίπτωση που οι ελληνικές δυνάμεις δεν αποχωρούσαν από την Ύμια εντός 2 ωρών.
Ο Κ. Σημίτης δήλωσε ότι πρόθεσή του ήταν η αποκλιμάκωση της κρίσης δίχως, ωστόσο, να δημιουργηθούν αμφισβητήσεις στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Ύστερα από αυτήν την επαφή, ο πρωθυπουργός συγκάλεσε στο Μέγαρο Μαξίμου την «μικρή κυβερνητική επιτροπή». Βεβαίως, έχουν διατυπωθεί διάφορες εναλλακτικές προτάσεις για το τι θα μπορούσε να γίνει εναλλακτικά: να συγκληθεί Συμβούλιο Πολιτικών αρχηγών για την αντιμετώπιση της κρίσης, να υπάρξει προσφυγή στην Ε.Ε. και, ειδικότερα, Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε. για το θέμα της Τουρκίας ή να τεθεί το ζήτημα στον Ο.Η.Ε.
Πάντως, η απόφαση που ελήφθη εκείνην την στιγμή ήταν να συνεδριάσει η «μικρή κυβερνητική επιτροπή» –και αυτό είναι ένα στοιχείο προς σύγκριση με την συνεδρίαση την ίδιαν ώρα στην Τουρκία του Πολεμικού Συμβουλίου.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι απερρίφθησαν δύο εισηγήσεις του Υπ. Αμύνης Γ. Αρσένη να υπάρξει Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών καθώς και να πραγματοποιηθεί η συνάντηση αυτή στο Πεντάγωνο (όπου θα υπήρχε καλύτερη εικόνα των επιχειρήσεων) με το σκεπτικό –αυτό προβάλλεται δημοσίως τουλάχιστον– ότι θα έδινε μια τέτοια ενέργεια μήνυμα εντός και εκτός Ελλάδας ότι η χώρα βρίσκεται ενώπιον εμπόλεμης κατάστασης.
Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα να αποκοπεί ο Α/ΓΕΕΘΑ από την άμεσην επαφή με τους κυβερνήτες των πλοίων στο Αιγαίο που θα είχε εάν οι συσκέψεις αυτές γίνονταν στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων.
Η συνεδρίαση της «μικρής κυβερνητικής επιτροπής» ξεκίνησε στις 00.30 π.μ. με τον Α/ΓΕΕΘΑ να ενημερώνει επί χάρτου τα μέλη της επιτροπής για την κατάσταση στην περιοχή. Ο πρωθυπουργός ρώτησε εκείνην την στιγμή εάν φυλάσσεται η βραχονησίδα «Ακρογιαλιά» και έδωσε εντολή να τοποθετηθεί φρουρά. Ο Χρ. Λυμπέρης απάντησε: «Δεν υπάρχει πρόβλημα, η βραχονησίδα επιτηρείται, αποκλείεται να επιβιβαστούν σε αυτήν Τούρκοι».
Αμέσως μετά, και ενώ συγκαλείται νέα σύσκεψη για ώρα 01.00 π.μ., ξεκινούν οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Πάγκαλου-Χωλμπροουκ. Ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ μετέφερε νέο τελεσίγραφο της τουρκικής κυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο εάν δεν αποχωρήσει η ελληνική δύναμη από την Ύμια, τότε η Τουρκία θα χτυπήσει.
Ο Χώλμπροουκ ζητεί την οριστικήν ελληνικήν απάντηση ως τις 03.30 π.μ.
Λίγο πριν την ώρα 01.00, οι Έλληνες βατραχάνθρωποι στην Ύμια ενημερώθηκαν ότι επίκειτο μεταφορά Τούρκων με ελικόπτερα στο νησί και διατάχθηκαν να ανοίξουν πυρ σε περίπτωση που θα εξακριβωνόταν βίαιη ενέργεια εναντίον τους.
Στη 01.00 το βράδυ, ξεκίνησε νέα σύσκεψη, αυτήν την φορά στο γραφείο του πρωθυπουργού στην Βουλή, με την μορφή ενός άτυπου ΚΥΣΕΑ.
Η απόφαση που «κατ’ αρχήν» ελήφθη ήταν ότι πρέπει να υπάρξει απεμπλοκή, γι’ αυτό εξουσιοδοτήθηκε ο Υπ.Εξ. Θ. Πάγκαλος να μεταφέρει στον Ρ. Χώλμπροουκ ότι η Ελλάδα αποδέχεται το πακέτο συμφωνίας που προέβλεπε σταδιακή αποχώρηση των φρουρών και των ναυτικών δυνάμεων ταυτόχρονα και από τους 2 στόλους, ξεκινώντας από τα μεγάλα πλοία.
Αποφασίστηκε, επίσης, η υποστολή της Ελληνικής σημαίας να γίνει με ελληνική πρωτοβουλία ύστερα από την αποχώρηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. Ο Ρ. Χώλμπροουκ έγινε αποδέκτης του μηνύματος πριν τη 01.30 π.μ.
Είναι, ωστόσο, άγνωστη η απάντηση των Τούρκων σε αυτήν την προσπάθεια Χώλμπροουκ, διότι δεν έχει υπάρξει σαφής αναφορά ούτε και από τον ίδιο στην τουρκική απάντηση σε αυτήν την συμφωνία: οι Τούρκοι δέχθηκαν ρητά αυτό το πλαίσιο συμφωνίας στο οποίο δεν περιλαμβανόταν η υποχρεωτική υποστολή της Ελληνικής σημαίας –ή μήπως λέγεται καθ’ υπερβολήν ότι οι Τούρκοι έσπασαν την συμφωνία δίχως ο Υπ. Εξ. Ντενίζ Μπαϊκάλ να έχει δώσει ποτέ την έγκριση και της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας;
Από την αλληλουχία των γεγονότων, πάντως, προκύπτει ότι μόλις δίνεται η θετική απάντηση Πάγκαλου στον Χώλμπροουκ αμέσως τίθεται σε εφαρμογή από την Τουρκία η επιχείρηση «Δελφίνι 1», η οποία εξελίχθηκε ως εξής:
Η Τουρκική φρεγάδα «Γιαβούζ» παραπλάνησε τις ελληνικές δυνάμεις, καθώς στη 01.25 π.μ. δύο τουρκικά ελικόπτερα απογειώθηκαν από αυτήν και προσέγγισαν τις δύο βραχονησίδες φωτίζοντας την επιφάνειά τους με προβολείς επί 10 λεπτά. Οι Έλληνες βατραχάνθρωποι στην Ανατολικήν Ύμια άναψαν καπνογόνα για να γίνει αντιληπτή η παρουσία τους ενώ είχαν εντολή να καταρρίψουν τα ελικόπτερα εάν εκτελέσουν αιώρηση από πάνω τους.
Τα δύο ελικόπτερα ήταν επίσης εγκλωβισμένα στο ραντάρ της φρεγάτας «Ναυαρίνον», έτοιμα προς κατάρριψη. Στο αίτημα του Α/ΓΕΕΘΑ να αποσαφηνιστούν τα όρια των κανόνων εμπλοκής και του υφυπουργού Αμύνης Ν. Κουρή να ληφθεί απόφαση εκείνην την στιγμή, ο πρωθυπουργός και το ΚΥΣΕΑ αποφάσισαν (με το επιχείρημα ότι δεν θα γίνει πόλεμος για μια σημαία) να γίνει κατάρριψη μόνο εάν τα ελικόπτερα επιχειρήσουν να αποβιβάσουν στρατιώτες.
Η ενέργεια αυτή των Τούρκων ήταν, ωστόσο, αντιπερισπασμός για να στραφεί το ενδιαφέρον των κυβερνητών των ελληνικών πλοίων στα τουρκικά ελικόπτερα. Την ίδια στιγμή, μια δεύτερη τουρκική φρεγάτα προσέγγισε την βραχονησίδα Ακρογιαλιά (καταδιωκόμενη από ελληνικό πολεμικό) και εκτέλεσε ελιγμό ώστε να καθελκυστούν δύο ελαστικές λέμβοι με 12 Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι και πραγματοποίησαν κατόπιν επιτυχήν απόβαση σε ελληνικόν/ευρωπαϊκόν έδαφος.[9]
Ακολουθεί η ανακοίνωση της είδησης από τον εκπρόσωπο του Τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Ομέρ Ακμπέλ. Το ύφος της λιτής ανακοίνωσης και η επιχειρηματολογία της Τουρκικής κυβέρνησης που περιέχεται σε αυτήν, δείχνουν υψηλού επιπέδου επικοινωνιακό σχεδιασμό: «Η Τουρκία τηρώντας ήπια στάση προκειμένου να μην ενταθεί η κρίση μεταξύ δύο ΝΑΤΟϊκών κρατών και απέναντι στην αρνητική στάση της Ελλάδας, απεφάσισε να κάνει αποβίβαση σε μια βραχονησίδα, όπου δεν υπήρχαν στρατιώτες, ανάρτησε δε τη σημαία της. Δόθηκε εντολή στους στρατιώτες μας, εφόσον δεν παρενοχληθούν από την ελληνική πλευρά, να μην ανοίξουν πυρ. Εάν η Ελλάδα αποσύρει τους στρατιώτες της, αφαιρέσει τη σημαία της και σταματήσει τις εναέριες παρενοχλήσεις, η Τουρκία θα πράξει το ίδιο, ώστε να αποκατασταθεί το Status Quo Ante».
Στις 02.15 π.μ. ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών ανακοινώνει, ύστερα από συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, ότι οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν την Δυτική Ύμια. Προτείνει, μάλιστα, στην Αθήνα να αποσύρει πρώτη αυτή τις δυνάμεις της και στην συνέχεια, αφού αποσυρθούν και οι τουρκικές, οι 2 πλευρές να διαπραγματευθούν για το καθεστώς της Ύμιας.
Ο πρωθυπουργός γίνεται γνώστης των πληροφοριών για την κατάληψη της βραχονησίδας περίπου στη 01.40 μέσω της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα ενώ το Γενικό Επιτελείο αδυνατεί να επιβεβαιώσει το γεγονός.
Στις 03.00 το πρωΐ[10] ύστερα από τηλεφωνικήν επικοινωνία Πάγκαλου-Χώλμπροουκ, ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών ενημερώνει το ΚΥΣΕΑ ότι υπάρχει πρόταση των ΗΠΑ για να υπάρξει αποκλιμάκωση δίχως να έχει τεθεί θέμα σημαίας.
Στο σημείον εκείνο, η πλειοψηφία των μελών του ΚΥΣΕΑ τάσσεται υπέρ της αποδοχής της πρότασης Χώλμπροουκ για αποκλιμάκωση. Επίσης, αποφασίζεται να επαληθευτεί με κάθε τρόπο η κατάληψη της βραχονησίδας, μια επιχείρηση που θα οδηγήσει στην πτώση ενός ελληνικού ελικοπτέρου[11] και στον θάνατο 3 αξιωματικών.
Την πληροφορία για την απόβαση επιβεβαιώνει, ωστόσο, πριν από το πλήρωμα του ελικοπτέρου ο Ρ. Χώλμπροουκ. Την επιβεβαίωσην αυτή εκμεταλλεύθηκε την συγκεκριμένη στιγμή (04.00 π.μ.) ο Υπ. Αμύνης Γ. Αρσένης, ο οποίος ζήτησε από τον Αμερικανό διαμεσολαβητή παράταση της διορίας που είχε τεθεί για να δοθεί η ελληνική απάντηση ως προς την συμφωνία απεμπλοκής. Για τον σκοπό αυτό πλέον καλείται το ως εκείνην την στιγμή άτυπο ΚΥΣΕΑ σε κανονική συνεδρίαση κατά την διάρκεια της οποίας επιβεβαιώθηκε η κατάληψη της βραχονησίδας[12] και η πτώση του ελληνικού ελικοπτέρου (αν και αργότερα θεωρήθηκε ότι το πλήρωμα διεσώθη). Ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης ζήτησε σε αυτήν την καμπή των γεγονότων να εξεταστούν οι δυνατότητες ελληνικής αντίδρασης και ανακατάληψης της βραχονησίδας, σύμφωνα με το σχέδιο «ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ».
Ο Α/ΓΕΕΘΑ θεώρησε τις πιθανότητες επιτυχίας ως μηδαμινές και πρότεινε είτε να επιλεγεί η απεμπλοκή (όπως και έγινε) είτε να βομβαρδιστεί η βραχονησίδα από πολεμικό πλοίο ώστε να εξουδετερωθούν οι Τούρκοι στρατιώτες (λύση που απορρίφθηκε διότι θα έδινε στην Τουρκία την αφορμή για ολοκληρωτικό πόλεμο) είτε, τέλος, να μεταφερθούν εκεί ειδικές μονάδες καταδρομέων ώστε να συλλάβουν τους Τούρκους (κάτι το οποίο επίσης απορρίφθηκε διότι θα απαιτούνταν 3-6 ώρες ενώ εκκρεμούσε η διορία για απάντηση στον Χώλμπροουκ).
Το ΚΥΣΕΑ κατέληξε στην εκτίμηση ότι η κατάσταση δεν ελεγχόταν καθώς και ότι υπήρχε αδυναμία αντίδρασης. Ο υπουργός Εξωτερικών πήρε εντολή να διαπραγματευθεί την απεμπλοκή με τον Ρ. Χώλμπρουκ και να την επιβεβαιώσει με τον Υπ. Εξ. των ΗΠΑ Γ. Κρίστοφερ.
Το ΚΥΣΕΑ, τέλος, αποφάσισε οι άνδρες της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών να υποστείλουν την Ελληνική σημαία αποχωρώντας από την Ύμια, ώστε να αποφευχθεί νέα διένεξη με τους Τούρκους.
Η απόσυρση των ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων ξεκίνησε στις 6 το πρωΐ, με πρώτη την αποχώρηση μιας τουρκικής φρεγάτας, ενώ στις 7 έληξε η επιστράτευση των εφέδρων από τα Δωδεκάνησα και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Στις 8.30 το πρωΐ της 31.1.1996 αποχώρησε από την Ύμια και το άγημα των ανδρών της ΜΥΚ αφού υπέστειλε την Ελληνική σημαία.
Το πεδίο στο οποίο θα επέλεγαν πλέον άφοβα οι πολιτικοί να αναμετρηθούν θα ήταν το Κοινοβούλιο και τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης (δίχως την ύπαρξη των οποίων –ιδίως των ιδιωτικών– είναι αμφίβολο εάν θα είχε υπάρξει αυτή η κρίση).
——— ——— ——— ———
Όσον αφορά την υποδοχή των εξελίξεων αυτών στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, αξίζει να γίνουν κάποιες εκτιμήσεις για το πώς αντιμετωπίστηκε η κρίση των Υμίων από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η Ν.Δ. ακολούθησε μιαν αμφιλεγόμενη στάση καθώς ο πρόεδρός της κ. Έβερτ χαρακτήρισε ως «πράξεις εθνικής προδοσίας» τις ενέργειες της κυβέρνησης, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος και δεχόμενος την μη ύπαρξη δόλου ενώ ζήτησε να δημιουργηθεί εξεταστική επιτροπή στην Βουλή για να αναλύσει την κρίση και να αποδώσει ευθύνες. Στον κ. Έβερτ αποδίδεται η χαρακτηριστική φράση:[13] «Αν ήμουν εγώ πρωθυπουργός, ο τουρκικός στόλος θα είχε γίνει κολυμπηθρόξυλο».
Ο κ. Έβερτ, εξάλλου, εξασφάλισε στις 13.2.1996 την δέσμευση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jacques Santer ότι τα ελληνικά σύνορα αποτελούν τα σύνορα της Ε.Ε. ενώ συμμετείχε κατά την διάρκεια της κρίσης σε συσκέψεις με καθηγητές διεθνών σχέσεων και διπλωμάτες. Έδωσε, τέλος, εντολή σε ομάδες βουλευτών της Ν.Δ. να ταξιδέψουν στις ΗΠΑ αναλαμβάνοντας ενημερωτικό ρόλο για την κρίση των Υμίων.
Ο επίτιμος πρόεδρος της Ν.Δ. Κ. Μητσοτάκης στήριξε την κυβέρνηση ως προς την λογική και όχι ως προς την υλοποίηση των επιλογών της ενώ, κατά την διάρκεια της κρίσης, είχε 2 τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Καγκελάριο της Γερμανίας Χέλμουτ Κωλ.
Ο κ. Ι. Βαρβιτσιώτης ήταν εκείνος ο οποίος ως αντιπρόεδρος πρότεινε την αποχώρηση της Ν.Δ. από την Βουλή την ημέρα της κορύφωσης της κρίσης ενώ πρότεινε ως μιαν εναλλακτική λύση της τελευταίας στιγμής την ανακατάληψη της βραχονησίδας Ακρογιαλιά.
Αντίθετα, ο κ. Σαμαράς πρότεινε[14] να καταλάμβανε ο ελληνικός στρατός μιαν τουρκική βραχονησίδα ως διαπραγματευτικό όπλο και για να δημιουργήσει ισοδύναμο τετελεσμένο –ενώ πρότεινε την σύγκληση από την Ελλάδα, βάσει της Συνθήκης του Μάαστριχτ, έκτακτης Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. για την κρίση στα Ύμια, πρόταση που επίσης κατέθεσε ο κ. Δημ. Αβραμόπουλος.
Το Κ.Κ.Ε., τέλος, ζήτησε να τεθεί το θέμα στον Ο.Η.Ε. και τον Ο.Α.Σ.Ε.
Αξιοσημείωτο, τέλος, είναι το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, ακόμη και σήμερα –ύστερα από τις εκλογές– δεν έχει καταλήξει σε μιαν οριστικήν εκτίμηση για τις πιθανότητες νίκης ή ήττας της Ελλάδας σε μιαν σύγκρουση με την Τουρκία αλλά αμφιταλαντεύεται με αλλεπάλληλες δηλώσεις από το ένα άκρο: «Η Ελλάδα θα είχε σαφή υπεροχή» ως το άλλο: «οι ένοπλες δυνάμεις δεν είναι σε θέση να αποτρέψουν». Επίσης, με απόφασή του διέκοψε για πρώτη φορά από το 1974 την ενημέρωση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τον πρωθυπουργό για εθνικά θέματα.
Ως ο μεγαλύτερος επικριτής των χειρισμών του πρωθυπουργού εμφανίζεται ο πρώην αρχηγό ΓΕΕΘΑ, ναύαρχος εν αποστρατεία, ο οποίος κατηγόρησε προεκλογικά τον κ. Σημίτη ενώ συγγράφει βιβλίο για την κρίση των Υμίων, όπου αποκαλύπτει ότι ο Κ. Σημίτης δεν του επέτρεψε να προχωρήσει στην ανακατάληψη της βραχονησίδας Ακρογιαλιά διότι είχε λάβει προειδοποίηση από τις ΗΠΑ ότι οι Τούρκοι θα έκαναν σε μιαν τέτοιαν περίπτωση συντονισμένην επίθεση στην Θράκη και στο Αιγαίο.
Χαρακτηριστικές της αντίθεσης για το ζήτημα αυτό είναι οι δηλώσεις του Χ. Λυμπέρη[15]: «Συνεβούλευσα τον πρωθυπουργό κ. Κώστα Σημίτη να προχωρήσουμε σε μιαν εντυπωσιακή αναμέτρηση με την Τουρκία το βράδυ της κρίσης στα Ύμια. Έπρεπε να κτυπήσουμε τον τουρκικό στρατό. Η Ελληνική Ναυτική Δύναμη είχε αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό εκείνο το βράδυ στο Αιγαίο. Συγκριτικά ήμασταν 1 προς 4, οι δικές μας ναυτικές δυνάμεις υπερείχαν των Τούρκων. Οι δυνάμεις μας είχαν αναπτυχθεί ικανοποιητικά, οι τουρκικές δυνάμεις είχαν βάλει κάποια πολεμικά πλοία τους στις θάλασσές μας ελπίζοντας και πιστεύοντας στο στοιχείο του αιφνιδιασμού. Εμείς έπρεπε να κτυπήσουμε. Ο πρωθυπουργός αρνήθηκε».
Για το ζήτημα των συσχετισμών ισχύος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας εάν η κρίση των Υμίων είχε εξελιχθεί σε μιαν ενδεχόμενη πολεμική αναμέτρηση, αξίζει (πριν από το επόμενο κεφάλαιο για την στρατηγική της Τουρκίας κατά την διάρκεια της κρίσης) να προσεχθούν –ακόμη και αν εντάσσονται σε μιαν προσπάθεια προπαγάνδας– τα σχέδια του τουρκικού Γενικού Επιτελείου που αποκάλυψε η Τουρκική εφημερίδα «ΜΙΛΙΕΤ»[16] και αναδημοσίευσε η «Ελευθεροτυπία».[17]
Τα σχέδια θα ετίθεντο σε εφαρμογή στην περίπτωση που οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις άνοιγαν πυρ είτε εναντίον κάποιου τουρκικού πολεμικού πλοίου είτε εναντίον των κομμάντος που αποβιβάστηκαν στην βραχονησίδα.
Σε περίπτωση σύγκρουσης, το πρώτο βήμα θα ήταν η εξουδετέρωση των ελληνικών ραντάρ. Προκειμένου να εμποδιστεί η επέκταση των συγκρούσεων και να μην αλλάξει η ισορροπία που ίσχυε στην περιοχή των βραχονησίδων, με αεροσκάφη που θα απογειώνονταν από τα στρατιωτικά αεροδρόμια της Σμύρνης και της Πανόρμου θα εμποδιζόταν η πρόσβαση των ελληνικών αεροσκαφών στο Αιγαίο.
Η εφημερίδα αναφέρει ότι σε περίπτωση επέκτασης των συγκρούσεων θα έμπαιναν σε εφαρμογή τα σχέδια πολέμου –στο Αιγαίο– του τουρκικού επιτελείου.
Ως πρώτο βήμα, θα αποβιβάζονται Τούρκοι κομμάντος στα ελληνικά νησιά.
Αποκαλύπτεται, εξ άλλου, ότι κατά την κρίση στις βραχονησίδες 400 Τούρκοι κομμάντος είχαν φτάσει στην Αλικαρνασσό και ήταν σε ετοιμότητα.
Ο πρώτος στόχος θα ήταν το πιο κοντινό νησί, το Καστελλόριζο, που απέχει 4 μίλια από τις Μικρασιατικές ακτές. Θα βάλλονταν, επίσης, οι πίστες των αεροδρομίων, όπου υπάρχουν. Τα «F-16» θα έκαναν «βουτιές» στα ελληνικά νησιά «στα οποία βρίσκονται στρατιωτικές μονάδες».
Σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα, «Τούρκοι στρατιώτες, ξεκινώντας από το Καστελλόριζο, θα αποβιβάζονταν και σε άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, με προτεραιότητα τα νησιά με περιορισμένη οχύρωση».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΜΙΩΝ
Οπωσδήποτε αποτελεί ένα ανοιχτό ζήτημα η υπόθεση της προσάραξης του τουρκικού πλοίου στα Ύμια στις 26.12.1995, διότι ακόμη δεν έχουν δοθεί σαφείς ενδείξεις για το εάν το επεισόδιο αυτό ήταν προσχεδιασμένο, ενταγμένο σε μιαν συγκεκριμένη στρατηγική που είχε νωρίτερα υϊοθετήσει η Τουρκία, προκειμένου να δημιουργήσει πρόβλημα στην Ελλάδα. Φαίνεται, ωστόσο, ότι στην Τουρκία δεν υπάρχει το ελληνικό ελάττωμα της υπερσυσσώρευσης πληροφοριών για θέματα άμυνας και εσωτερικής ασφάλειας, διότι δεν υπάρχουν οι απαραίτητες ενδείξεις για να εκτιμηθεί στο σύνολό της η στάση της τουρκικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας απέναντι στην εκκίνηση αυτής της κρίσης.
Η ενεργός ανάμειξη της Τουρκίας στην κρίση γίνεται αμέσως μετά την έπαρση της ελληνικής σημαίας από ιδιώτες, από τις αρχές της Καλύμνου, όταν η κυβέρνηση δίνει την έγκρισή της στους Τούρκους δημοσιογράφους να υποστείλουν από την Ύμια την Ελληνική σημαία.
Ύστερα από την ανάμειξη του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, η Τουρκία προκρίνει –προκειμένου να υποστείλει για δεύτερη φορά την Ελληνική σημαία– την τακτική των αλλεπάλληλων προσπαθειών να αποβιβάσει (ανεπιτυχώς) Τούρκους στρατιώτες στην Ύμια ενώ, επισήμως, προτείνει να γίνει με την Ελλάδα απευθείας διμερής διάλογος.
Ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν ύστερα από την γνωστοποίηση στην Τουρκία των δηλώσεων Σημίτη στην Βουλή και την θερμή υποδοχή τους από την αντιπολίτευση.
Αρχικά, η πρωθυπουργός της Τουρκίας συγκαλεί σύσκεψη για την εξωτερική ασφάλεια με την συμμετοχή της στρατιωτικής ηγεσίας και αξιωματικών των τριών όπλων.
Έπειτα, συναντάται με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Οι δηλώσεις της είναι: «η σημαία αυτή θα απομακρυνθεί και οι στρατιώτες θα φύγουν».
Στις 2.30 το πρωΐ της Τρίτης 30.1.96 συνεδριάζει με την μορφή Πολεμικού Συμβουλίου πλέον το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας και δίνεται εντολή για τον απόπλου του τουρκικού στόλου.
Το ίδιο πρωΐ, καθώς οι δυο στόλοι πλέον βρίσκονται αντιμέτωποι, η Τουρκία (δια του Υφυπ. Εξωτερικών, αρμοδίου για τις ελληνοτουρκικές υποθέσεις Ονούρ Οϊμέν) ζητεί να υπάρξει επιστροφή στην προτέρα κατάσταση (Status Quo Ante). Η Ελλάδα, όμως, απέρριψε το αίτημα αυτό ως απαράδεκτο.[18]
Στο μεταξύ, η εφημερίδα «Χουριέτ» δημοσιεύει τα εναλλακτικά σχέδια δράσης που αποφασίστηκαν κατά την νυχτερινή συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, βάσει της εκτίμησης ότι η Ελλάδα δεν θα αποσύρει τους στρατιώτες της από την Ύμια.
Πρώτο σενάριο αντίδρασης ήταν η κατάληψη βραχονησίδων εκτός του συμπλέγματος των 3 Υμίων.
Δεύτερο σενάριο ήταν αυτό το οποίο και τελικά συνέβη: απόβαση στο δίδυμο νησί της Ύμια, στην Ακρογιαλιά και τρίτο σενάριο η απόβαση σε ελληνικό νησί.
Το μεσημέρι της Τρίτης, πράγματι, σε νέα σύσκεψη του Πολεμικού Συμβουλίου εγκρίνεται η απόφαση για εφαρμογή της επιχείρησης «ΔΕΛΦΙΝΙ 1», όπως ονομάστηκε, που προβλέπει την μεταφορά δύο ομάδων βατραχανθρώπων από τον Βόσπορο στην Αλικαρνασσό.
Της επιχείρησης είχε προηγηθεί μυστική κινηματογράφηση-προσομοίωση της απόβασης με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στο επικοινωνιακό πεδίο, για την επιρροή θετικά της τουρκικής κοινής γνώμης και αρνητικά της ελληνικής.
Στις 9 το βράδυ της Τρίτης και ενώ είχε ήδη ληφθεί απόφαση να γίνει απόβαση, η Τσιλέρ συνομίλησε με τον πρόεδρο Ντεμιρέλ, ο οποίος της συνέστησε να τακτοποιηθεί το ζήτημα χωρίς αιματοχυσία.[19]
Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, η Τ. Τσιλέρ, ο Υπ.Εξ. Ντενίζ Μπαϊκάλ, ο πρόεδρος Ντεμιρέλ και οι στρατιωτικοί μετέφεραν στους Αμερικανούς συνομιλητές τους την εκτίμηση ότι τα γεγονότα στην Ύμια συνιστούσαν την απαρχή ενός ευρύτερου ελληνικού σχεδίου για την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μ.ν. (μίλια ναυτικά).
Ακολούθησε το τελεσίγραφο Τσιλέρ προς Κλίντον για την απόσυρση εντός προθεσμίας 2 ωρών της Ελληνικής σημαίας και των Ελλήνων στρατιωτών[20] και, κατά την διάρκεια των συνομιλιών, η απόκρυψη της απόφασης για απόβαση (που ουσιαστικά κατέλυε την αρχική συμφωνία) με τον Ρ. Χώλμπροουκ.
Ύστερα από την απόβαση, η τουρκική κυβέρνηση ικανοποίησε όλες τις επιδιώξεις της μέχρι κεραίας, ξαθώς η Ελλάδα αγνόησε αυτήν την καθοριστική ενέργεια και δεν απάντησε στρατιωτικά, δεχόμενη πλήρως τους όρους Χώλμπροουκ.
Με απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της Τουρκίας, αμέσως μετά την λήξη της κρίσης (2.2.1996) δημιουργήθηκε «Επιτροπή Αιγαίου» για να εξετάσει το νέο καθεστώς που προέκυψε και να εκπονήσει την περαιτέρω στρατηγική της χώρας.
Σε επίπεδο τακτικών κινήσεων, θετικά λειτούργησε για την Τουρκία η αλλαγή στο Υπ.Εξ. με τον Εμρέ Γκιόνενσάϊ να εξωραΐζει την εικόνα της Τουρκίας στο εξωτερικό και να «ορθολογικοποιεί» τις τουρκικές διεκδικήσεις.[21]
Αρνητικά λειτούργησε η έγερση στις 3.6.1996 διεκδικήσεων για την Γαύδο.
Η Τουρκία θέτει ζήτημα Γαύδου στο Λιβυκό Πέλαγος, ως νησί μη κατονομαζόμενο ως ελληνικό από τις διεθνείς συνθήκες, και αμφισβητεί την θέση της ως «παρακειμένης της Κρήτης», επιδιώκοντας να αναδείξει το μέγεθος των νομικών επιχειρημάτων της για όλα τα νησιά που περιβάλλουν την Κρήτη. Η Γαύδος βρίσκεται δυτικά του 25ου μεσημβρινού που οι Τούρκοι παγίως θεωρούν ως γραμμή διχοτόμησης του Αιγαίου.
2 μήνες αργότερα, η τουρκική εφημερίδα «Χουριέτ» δημοσίευσε έκθεση της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Άγκυρας, με την οποία αμφισβητούνται 1.000 ελληνικά νησιά και βραχονησίδες.[22]
Ενδιαφέρον έχει να εξετάσει κανείς –ιδιαίτερα αν διαθέτει εσωτερική πληροφόρηση– το πώς επηρέασαν όλα αυτά τα γεγονότα και η κρίση των Υμίων την ελληνική αμυντική πολιτική.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Ελλάδα στην κρίση των Υμίων δοκιμάστηκε τόσο σκληρά όσο της άξιζε. Στην κρίση του Ιανουαρίου του 1996 η ελληνική κυβέρνηση υποχώρησε υπό την απειλή της χρήσης στρατιωτικής βίας και δέχθηκε ατιμωρητί να καταληφθεί ελληνικό έδαφος δίχως να αλλάξει η στάση της απέναντι στην διαπραγμάτευση με σκοπό να επωφεληθεί τουλάχιστον από την παραβίαση των διπλωματικών κανόνων στην οποί είχε εξαναγκαστεί η Τουρκία.
Το πιο τραγικό είναι ότι η κυβέρνηση εξακολούθησε και μετά την λήξη της κρίσης να υποστηρίζει ότι όλα έγιναν καλώς και ότι τα ίδια υα έπραττε μελλοντικά σε παρόμοια περίσταση, με αποτέλεσμα να στέλνει ξανά λανθασμένα μηνύματα, ιδιαίτερα προς την Τουρκία.
Ο κίνδυνος για μιαν ελληνο-τουρκική σύγκρουση με αυτές τις επιλογές τελικά δεν απομακρύνθηκε αλλά μάλλον πολλαπλασιάστηκε.
Η πολιτική ηγεσία της χώρας αδυνατεί προς το παρόν να επεξεργαστεί μια συγκροτημένη πολιτική πλατφόρμα για διλήμματα όπως ειρήνη ή πόλεμος, διάλογος ή σύγκρουση, εξοπλισμοί ή οικονομική ανάπτυξη, αποτροπή ή κατευνασμός. Είναι αναπόφευκτο, επομένως, να παρασύρεται από τους σχεδιασμούς της Τουρκίας.
Ήδη, στο Αιγαίο οι κανόνες εμπλοκής έχουν χαλαρώσει: το ΚΥΣΕΑ σε συνεδρίασή του στις 10.6.1996 αποφάσισε να παραχωρηθεί απευθείας στον Υπουργό Εθνικής Αμύνης η δυνατότητα να κρίνει εάν πρέπει ή όχι να αποδεσμεύονται οι κανόνες εμπλοκής (rules of engagement) δίχως προηγουμένως να έχει συγκληθεί το ίδιο το ΚΥΣΕΑ. Το μόνο που απαιτείται είναι να υπάρχει σύμφωνη γνώμη του εκάστοτε αρχηγού ΓΕΕΘΑ (που από την κρίση στα Ύμια έχει πλέον την ιδιότητα του αρχιστράτηγου).
Το δόγμα της ευέλικτης ανταπόδοσης (flexible response) ή ισοδυνάμου αποτελέσματος που εξαγγέλθηκε από την πολιτική ηγεσία του Υπ.Εθ.Α.[23] αποτελεί την παραδοχή της στρατιωτικής υστέρησης της Ελλάδας, καθώς εγκαταλείπεται η ιδέα της άμυνας σε όλην την γραμμή των συνόρων, προκειμένου να πληγεί η Τουρκία σε βαθμό που το κόστος γι’ αυτήν να είναι μεγαλύτερο από το όφελος.
Τα προβλήματα που δημιουργούνται είναι δεκάδες, θεωρητικά και πρακτικά, καθώς ξεκινούν ήδη από τις δημόσιες ανακοινώσεις τέτοιων αλλαγών στην αμυντική μας στρατηγική και καταλήγουν σε διαπραγματευτικές στρατηγικές πριν, κατά την διάρκεια ή μετά μια κρίση ή μιαν πολεμικήν αναμέτρηση.
Πώς, όμως, θα αναζητηθούν αυτές οι νέες στρατηγικές όταν ξαφνικά τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης δέχονται έναν κατακλυσμό, έναν βομβαρδισμό εντυπωσιακών λέξεων (σταχυολογώ: ΑΠΟΤΡΟΠΗ, ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΧΤΥΠΗΜΑΤΟΣ, RAPID REACTION FORCE, ΜΟΝΑΔΑ ΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, ΤΙΤ FOR TAT, PROPORTIONAL RESPONSE και άλλες ων ουκ έστιν αριθμός), για τις οποίες κανείς δεν είναι ενημερωμένος, από την στιγμή που δεν διεξάγεται δημόσιος διάλογος για αυτά τα καίρια ζητήματα; Ή, πιο απλά, όταν ο Υπουργός Αμύνης θεωρεί ως «επικίνδυνο» τον Υπουργό Εξωτερικών;
Η κρίση των Υμίων άνοιξε μιαν ουσιαστική αν και αμυδρή συζήτηση για τέτοιους προβληματισμούς και έδωσε –με υψηλότατο αντίτιμο– μιαν ακόμη ευκαιρία για να εξετάσουμε ξανά τις εναλλακτικές λύσεις που διαθέτουμε.
Την ώρα αυτή ο ελληνικός λαός υφίσταται ψυχολογικές επιχειρήσεις εκπορευόμενες από το Τουρκικό Επιτελείο (που ίδρυσε μάλιστα και υπηρεσία παρακολούθησης των εξελίξεων στην Ελλάδα).[24]
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η ευρωπαϊκή πρόκληση για την Ελλάδα που ατύχησε να συνορεύει με έναν επεκτατικό γείτονα όπως η Τουρκία.
Είναι ίσως ανάγκη να υπάρξει ένα όργανο εξειδικευμένο στην διαχείριση κρίσεων στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ή στο Υπουργείο Αμύνης.


[1] Γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου Υπουργών της Ε.Ε. προς το COREPER στις 14.6.1995 όπου αναγνωρίζεται δυνατότητα να μην οριοθετηθούν τα χωρικά ύδατα Ελλάδας-Τουρκίας με βάση την αρχή της μέσης γραμμής ίσης αποστάσεως από τις ακτές αλλά διαφορετικά, λόγω της ύπαρξης ιστορικών τίτλων ή άλλων ειδικών περιστάσεων. Άρα, μπορεί να μην ισχύσει το Δίκαιο Θαλάσσης.
[2] Το Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 28, παρ. 3, αναφέρει: «Η Ελλάδα προβαίνει ελεύθερα, με τον νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας»
[3] Ήδη από τον Μάρτιο του 1995, το σχέδιο του υφυπ. Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Χώλμπροουκ για την εγκαθίδρυση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στο Αιγαίο ανέφερε (άρθρο 2, παράγραφος 2) ότι «το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων Ελλάδας και Τουρκίας θα πρέπει να επιδεικνύει προσοχή και σύνεση όταν ενεργεί σε αμφισβητούμενες περιοχές». Στις περιοχές αυτές (disputed areas/buffer zones) δεν θα επιτρέπονται ασκήσεις. Το κείμενο του σχεδίου Χώλμπροουκ, του οποίου η αποδοχή εκκρεμεί ακόμη, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» στις 30 Απριλίου 1996.
[4] «ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΥΠΟΣ», Αλέξ. Τάρκας, 2.2.1997
[5] Συνέντευξη Τούρκου δημοσιογράφου στις 28.1.1996 σε τουρκικό τηλεοπτικό κανάλι.
[6] Πληροφορίες του περιοδικού «NITRO» στις 23.2.1996 ανέφεραν ότι την Δευτέρα 29.1.1996 η ΕΥΠ είχε δώσει στο ΓΕΝ μήνυμα το οποίο περιείχε υποκλοπή συνομιλιών μεταξύ Τούρκων στρατιωτικών από τις οποίες προέκυπτε ότι επίκειτο απόβαση στην Ύμια. Το περιοδικό αναφέρει, ωστόσο, ότι από το ΓΕΝ το μήνυμα χάθηκε, δίχως να φθάσει στον πρωθυπουργό παρά μόνο μετά την κρίση, οπότε και το θέμα ετέθη στο υπουργικό συμβούλιο (1.2.1996). Οι πληροφορίες δεν διαψεύσθηκαν.
[7] Για τις ενέργειες αυτές της Τουρκίας, η Ελλάδα προέβη το ίδιο πρωΐ σε διάβημα στον υφυπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Ονούρ Οϊμέν, ο οποίος ζήτησε να αποχωρήσουν τα ελληνικά πλοία και να ξεκινήσει απευθείας διάλογος.
[8] Διάλογος μεταξύ Αρσένη-Πέρι που δημοσιοποιήθηκε από το τηλεοπτικό κανάλι ΑΝΤΕΝΝΑ.
[9] Όπως έχει ανακοινωθεί από το Υπ. Αμύνης, η ευθύνη για την φύλαξη της κύριας βραχονησίδας Ύμια είχε ανατεθεί σε μιαν ομάδα 7 βατραχανθρώπων ενώ η Ύμια 2 – Ακρογιαλιά επετηρείτο από τα ελληνικά πολεμικά πλοία που έπλεαν σε απόσταση 300 έως 400 μέτρων.
[10]Από όλες τις πηγές πληροφόρησης προκύπτει ένα κενό μιας ώρας τουλάχιστον (και οπωσδήποτε μεταξύ της πληροφορίας για την απόβαση στη 01.00 π.μ. ως την εντολή να ερευνηθούν εξονυχιστικά οι βραχονησίδες στις 03.00 π.μ) για το οποίο δεν έχει γίνει γνωστό ο,τιδήποτε για τις ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης. Υπάρχει μόνο στις 03.30 π.μ. επικοινωνία του πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκο Κληρίδη (για στρατιωτικούς λόγους).
[11] Την εντολή για την αποστολή ελικοπτέρου έδωσε στον Α/ΓΕΝ Ι. Στάγκα ο Α/ΓΕΕΘΑ Χρ. Λυμπέρης. Στις 03.35 μ.μ. ο Α/ΓΕΝ έδωσε εντολή να απογειωθεί ένα ελικόπτερο Β-212 από την φρεγάτα «Ναυαρίνον» για να ελέγξει με προβολείς την δυτικήν Ύμια. Την ίδια στιγμή, ομάδα βατραχανθρώπων επιβιβάζεται σε ελαστική λέμβο που καθελκύει η κανονιοφόρος «Πυρπολητής» για να εκτελέσει αναγνώριση στην δυτικήν Ύμια. Στις 04.15 το ελικόπτερο επιβεβαιώνει την ύπαρξη 10 Τούρκων επάνω στην δυτικήν Ύμια. Η λέμβος με τους βατραχανθρώπους διατάζεται να επιστρέψει στην κανονιοφόρο «Πυρπολητής». Στις 04.40 γίνεται η τελευταία επικοινωνία της φρεγάτας «Ναυαρίνον» με το ελικόπτερο που κινείτο με ταχύτητα 20 κόμβων και βρισκόταν ένα μίλι από το πλοίο και δυο μίλια από την Ύμια. Ο κυβερνήτης αναφέρει απώλεια υδραυλικών. Στις 04.49 το ΓΕΝ λαμβάνει σήμα από την φρεγάτα «Ναυαρίνον» με το οποίο γίνεται γνωστή η τελευταία επικοινωνία με το ελικόπτερο και η απώλεια της επαφής με αυτό. Πάντως, το ΚΥΣΕΑ δεν γνώριζε ότι το ελικόπτερο έπεσε, διότι υπήρξε η πληροφορία ότι τελικά κατάφερε να προσγειωθεί. Ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης έμαθε περί πτώσεως του ελικοπτέρου στις 7.45 το πρωΐ, όταν πήγε στο σπίτι του από την τηλεόραση. Εκτός από τις γνωστές συζητήσεις του ελικοπτέρου, υπάρχουν ακόμη δύο εκκρεμότητες: η Επιτροπή που συστήθηκε για να ερευνήσει το θέμα έκρινε ως απόρρητη την τελευταία ηχογραφημένη συνομιλία του κυβερνήτη με την φρεγάτα «Ναυαρίνο». Τέλος, η Επιτροπή δεν έκρινε απαραίτητο να πάρει κατάθεση από τον τότε Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχο ε.α. Χρήστο Λυμπέρη ούτε από τον τότε Α/ΓΕΝ αντιναύαρχο ε.α. Ιωάννη Στάγκα ούτε επίσης από εκπροσώπους της κατασκευάστριας εταιρείας.
[12] Όταν ο πρωθυπουργός ρώτησε τον Α/ΓΕΕΘΑ γιατί δεν φυλασσόταν η βραχονησίδα «Ακρογιαλιά», από τον ναύαρχο Λυμπέρη δόθηκε η απάντηση «έδωσα διαταγές αλλά δεν ξέρω τι έγινε». Πρόσφατα, κύκλοι του τέως Α/ΓΕΕΘΑ διέρρευσαν στον Τύπο την απάντησή του στην ερώτηση γιατί δεν είχε βάλει δυνάμεις και στην μικρή βραχονησίδα Ύμια, λέγοντας ότι ο στρατηγός, μέχρι και την Τρίτη το μεσημέρι, λίγες μόνον ώρες πριν κορυφωθεί η κρίση, δεχόταν τρομακτικές πιέσεις από πολιτικούς κύκλους να μην βάλει δυνάμεις ώστε να μην θεωρηθεί πρόκληση από την πλευρά των Τούρκων.
[13] Π. Ευθυμίου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 29.12.1996
[14] «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 12.9.1996
[15] «ΤΟ ΟΝΟΜΑ», 20.9.1996
[16]MILLIYET”, 1.2.1996
[17] «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 2.2.1996
[18] Συνάντηση Οϊμέν-Νεζερίτη, 30.1.1996. Βλ. περιοδικό «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ», τεύχος Φεβρουαρίου 1996.
[19] Συνέντευξη Τ. Τσιλέρ στον Μ. Αλίμπιράντ, «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 3.2.1996
[20] Απόλυτα ασφαλείς πληροφορίες της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ»(2.2.1996) αναφέρουν –σύμφωνα με την εφημερίδα– ότι και οι στρατιωτικοί είχαν θέσει συγκεκριμένη προθεσμία στην Τσιλέρ για να πραγματοποιήσει απόβαση στην Ακρογιαλιά. Σε διαφορετική περίπτωση, θα την ανέτρεπαν και θα αναλάμβαναν την εξουσία οι ίδιοι.
[21] Συνέντευξη Ε. Γκιόνενσαϊ στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ», 21.4.1996
[22] «JUMHURRIYET» 7.8.1996, «ΕΘΝΟΣ» 8.8.1996.
[23] Συνεντεύξεις Α. Τσοχατζόπουλου, «ΕΘΝΟΣ» 21.10.1996, «ΝΕΑ» 7.1.1997
[24] «ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ», 2.11.1996

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου