ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ
Στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η Συντακτική Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης θα είναι και αυτή η οποία θα ψηφίσει τελικά το πρώτο Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι το οποίο δεν είναι αλήθεια. Επιπλέον, το Σύνταγμα της Ε.Ε. δεν θα ψηφιστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής το οποίο δεν είναι αναγνωρισμένο θεσμικό όργανο της Ε.Ε.
Η σωστή εικόνα που πρέπει να έχει κανείς για την διαδικασία ψήφισης του Συντάγματος της Ε.Ε. είναι πως το σχέδιο της Συντακτικής Συνέλευσης (την οποία αποτελούσαν αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων και των Εθνικών Κοινοβουλίων τόσο των 15 κρατών της Ε.Ε. όσο και των νέων υποψήφιων κρατών καθώς επίσης και εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), θα υπογραφεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής (σε συνδυασμό με την διαδικασία της Διακυβερνητικής Διάσκεψης).
Θα είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που η έγκριση μιας νέας Συνθήκης της Ε.Ε. θα έχει ξεκινήσει από ένα όργανο στο οποίο εκπροσωπούνται με τον αναλογικότερο τρόπο οι Ευρωπαίοι πολίτες αλλά, από την άλλη πλευρά, τόσο οι τελικές διαπραγματεύσεις όσο και η οριστική έγκριση θα γίνουν με διακυβερνητικές πρακτικές (ΔΚΔ και Ευρ. Συμβούλιο). Βέβαια, τα εθνικά κοινοβούλια των 25 κρατών της Ε.Ε. θα κληθούν όπως φαίνεται περίπου τα 15 να επικυρώσουν το Σύνταγμα της Ε.Ε. και σε ορισμένες χώρες θα διενεργηθούν δημοψηφίσματα: ωστόσο, οι χώρες που δε θα εγκρίνουν το νέο Σύνταγμα απειλούνται με αποπομπή από την Ε.Ε., στοιχείο που προκαλεί προβληματισμό.
Θα επιχειρηθεί στην συνέχεια να διερευνηθεί εάν το περιεχόμενο του σχεδίου Συνταγματικής Συνθήκης επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του προηγούμενου κεφαλαίου για τον συγκερασμό στοιχείων του ομοσπονδιακού και του διακυβερνητικού προτύπου στην εξέλιξη της Ε.Ε.
Επειδή, ακόμη, το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης θα αποτελεί μόνο την βάση εκκίνησης των διαπραγματεύσεων και θα είναι ένα είδος αφετηρίας για την ΔΚΔ του 2004, θα χρειαστεί να εξεταστούν και οι θέσεις των κρατών επί του σχεδίου ώστε να διαπιστωθεί κατόπιν ποια προοπτική αποκτά ο σχεδιασμός της Ευρώπης για το μέλλον.
Στις προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρώπης οι διακρίσεις είναι λεπτές ως προς την ενίσχυση του ομοσπονδιακού ή του διακυβερνητικού προτύπου : πρέπει κανείς να αναλύσει, συνοπτικά αλλά και απλά, τις αποχρώσεις ανάμεσα στις οποίες κινούνται αυτές οι προτάσεις, που προβλέπεται να εφαρμοστούν μετά την ψήφιση του νέου Συντάγματος και, οπωσδήποτε, μετά την 01/11/2009 καθώς έως την ημερομηνία αυτή θα ισχύουν οι ρυθμίσεις της Συνθήκης της Νίκαιας.
1. Ονομασία.
Η Συντακτική Συνέλευση απέρριψε την ονομασία «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» καθώς και την χρήση της λέξης «ομοσπονδία». Η Αγγλία άσκησε βέτο στις διαπραγματεύσεις και, τελικά, έγινε αποδεκτή η ονομασία «Ευρωπαϊκή Ένωση» άρθρο Ι-1. Επομένως, δεν μεταβλήθηκε κάτι, υπέρ του ενός ή του άλλου προτύπου αλλά δεν εγκρίθηκε η πρόταση των υποστηρικτών του ομοσπονδιακού προτύπου.
2. Τρόπος λειτουργίας.
Η Συντακτική Συνέλευση απέρριψε την «ομοσπονδιακή οργάνωση» της Ε.Ε. ύστερα από την αντίδραση της Αγγλίας που δεν δέχθηκε καν να συζητήσει το θέμα. Προκρίθηκε η «κοινοτική μέθοδος», η οποία –όπως αναπτύχθηκε – αποτελεί την εφαρμοσμένη μέθοδο με την οποία προχωρά η Ε.Ε. : εμπεδώνοντας το διακυβερνητικό πρότυπο και ενισχύοντας εκ νέου το κοινοτικό κεκτημένο με στοιχεία του ομοσπονδιακού προτύπου.
3. Λήψη αποφάσεων.
Η Συντακτική Συνέλευση προτείνει να διατηρηθεί το δικαίωμα βέτο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και φορολογίας. Ταυτόχρονα, επεκτείνει την λήψη αποφάσεων με ενισχυμένη, ειδική πλειοψηφία σε ζητήματα εσωτερικών, δικαιοσύνης, ασύλου και αστυνόμευσης. Με τον τρόπο αυτό, ειδικά για το πεδίο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, δημιουργείται το οξύμωρο σχήμα ότι παραμένει ο φορολογικός τομέας εκτός ΟΝΕ. Ήδη διατυπώνονται εκτιμήσεις ότι η διατήρηση του βέτο στον φορολογικό τομέα απομακρύνει το ενδεχόμενο μιας ενιαίας (ή τουλάχιστον, αποτελεσματικά συντονισμένης) οικονομικής πολιτικής της Ε.Ε.
Σύμφωνα με τους φόβους αυτούς, με την διατήρηση και στο μέλλον του βέτο (ουσιαστικά δηλ. του διακυβερνητικού μοντέλου διοίκησης), η Ε.Ε. θα είναι καταδικασμένη σε μόνιμη παραλυσία και βάλτωμα των προωθητικών της μηχανισμών. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, κάθε κράτος μέλος θα μπορεί να μπλοκάρει εκείνες τις αποφάσεις που θα θίγουν τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνει. Ύστερα από τους όποιους συμβιβασμούς που θα έχουν ήδη γίνει για να επιτευχθεί ο στόχος της αναγκαίας ομοφωνίας θα υπάρχουν εκτεταμένες εξαιρέσεις ή απαλλαγές των κρατών από ορισμένα ρηξικέλευθα μέτρα που με τον τρόπο αυτό δε θα προχωρούν.
4. Ευελιξία και Ενισχυμένες Συνεργασίες.
Η Συντακτική Συνέλευση επιβεβαιώνει με τις προτάσεις της, τις ρυθμίσεις της Νίκαιας, του Άμστερνταμ και του Μάαστριχτ τόσο για το θέμα της «ευελιξίας» (Άρθρο Ι-17) όσο και για το θέμα των «ενισχυμένων συνεργασιών», τις οποίες επεκτείνει με το νέο Σύνταγμα αναγνωρισμένα πλέον στην κοινή εξωτερική πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) καθώς και στη Άμυνα.
Το καινούριο στοιχείο είναι πως καθορίζεται ως σκοπός των ενισχυμένων συνεργασιών η ενίσχυση της διαδικασίας «συνολοκλήρωσης». Όπως αναφέρεται, «οι ενισχυμένες συνεργασίες εγκρίνονται ως έσχατη λύση και είναι ανοικτές σε όλα τα κράτη μέλη ανά πάσα στιγμή» (Άρθρο Ι-43). Με τον τρόπο αυτό, επιβεβαιώνεται και πάλι πως το σύστημα αυτό δεν θα είναι κλειστό ούτε στεγανοποιημένο αλλά θα δέχεται αυτόματα τα ενδιαφερόμενα κράτη. Επιπλέον, αναφέρεται ότι οι ενισχυμένες συνεργασίες δεν αποτελούν κοινοτικό κεκτημένο και δεν δεσμεύουν ούτε τα κράτη που δεν συμμετέχουν (αλλά μπορούν να παρακολουθούν τις σχετικές διεργασίες) ούτε τις υποψήφιες προς ένταξη στην Ε.Ε. χώρες. Από πλευράς τήρησης της θεσμικής ισορροπίας πάντως, το αρνητικό στοιχείο είναι πως εντός των ενισχυμένων συνεργασιών οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με ενισχυμένη πλειοψηφία ενώ θα πρέπει – κατά την γνώμη μας να λαμβάνονται ομόφωνα.
Δημιουργείται, ωστόσο, το ερώτημα εάν τα όργανα που σήμερα δεν υφίστανται αλλά στο μέλλον προβλέπεται να δημιουργηθούν και να αποφασίζουν για τις ενισχυμένες συνεργασίες σε θέματα τόσο καθοριστικά για την διεθνή φυσιογνωμία της Ε.Ε. – όπως η ΟΝΕ, η ΚΕΠΠΑ και η Άμυνα – θα αναγνωριστούν και τυπικά, όπως προβλέπει το σχέδιο της Συντακτικής Συνέλευσης. Για τον λόγο αυτό, αποκτά εξαιρετική σημασία σε θεσμικό επίπεδο η διαπραγμάτευση και οι εξελίξεις στην Ε.Ε. έως το 2009.
Το ζήτημα που έχει δημιουργηθεί στους κόλπους της Ε.Ε. είναι ουσιαστικά εάν θα θεσμοθετηθούν μελλοντικά όλα τα όργανα που θα προκύψουν από την εφαρμογή του συστήματος των «ενισχυμένων συνεργασιών». Και, επιπλέον, το ερώτημα είναι εάν αυτά τα όργανα θα λειτουργούν με ομοσπονδιακές ή διακυβερνητικές δομές.
Για παράδειγμα, σήμερα ακόμη και η πιο ολοκληρωμένη κοινή και «κοινοτικοποιημένη» πολιτική – δηλ. η ΟΝΕ – λειτουργεί και αυτή με βάση τον διακυβερνητισμό: ωστόσο (πράγμα που δείχνει πόσο εύκολα μπορεί να διαστρεβλωθεί το ομοσπονδιακό ιδεώδες), Γερμανία και Γαλλία έχουν προτείνει την θεσμοθέτηση του «Eurogroup» ή «Ευρω-Λέσχης» ενώ και στο τομέα της χάραξης της νομισματικής πολιτικής έχει εκδηλωθεί απόπειρα δημιουργίας του λεγόμενου «Διευθυντηρίου Ελεφάντων» : από τον ίδιο τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει επισημανθεί η ανάγκη να υιοθετηθεί ένα ευέλικτο σχήμα με επικεφαλής την Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία ώστε να αποφασίζουν για τα επιτόκια του Ευρώ με αναλογία ποσοστού 80% σε σύγκριση με τα υπόλοιπα 8 μέλη της ζώνης του ευρώ.
Το θέμα είναι καίριο διότι αφενός η ίδια η ονομασία Ευρω – Λέσχη δίνει μιαν εντύπωση κλειστού, αριστοκρατικού και ελιτίστικου κλαμπ και αφετέρου το όργανο αυτό αποτελεί κατ’ ουσία τον κορυφαίο θεσμό μιας πολύ σημαντικής «ενισχυμένης συνεργασίας». Αν παράλληλα με το Συμβούλιο Υπουργών των Οικονομιών των 25 (το λεγόμενο ecofin) αποκτήσει θεσμική υπόσταση και το «Eurogroup» σημαίνει πως θα νομιμοποιηθεί ένα είδος «οικονομικής κυβέρνησης» της Ε.Ε., με όλες τις συνέπειες στους υπολοίπους τομείς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Βέβαια, εάν θεσμοθετηθεί έως το 2005 de facto το «eurogroup», ανοίγει ο δρόμος για την παγίωση των ενισχυμένων συνεργασιών στην Ευρώπη μετά την διεύρυνση και για την θεσμοθέτηση και των άλλων οργάνων που θα προκύψουν αργότερα από τις ενισχυμένες συνεργασίες και που θα λαμβάνουν αποφάσεις με ενισχυμένη πλειοψηφία.
Ωστόσο, αυτή η παγίωση των ενισχυμένων συνεργασιών θα οδηγήσει σε κεντρικά όργανα ομοσπονδιακού χαρακτήρα με διακυβερνητική δομή ή σε διαδικασίες «Διευθυντηρίου», που βρίσκονται πέρα από τα δύο πρότυπα ολοκλήρωσης; Η απάντηση θα εξαρτηθεί από την αξιοποίηση και την μέθοδο εφαρμογής των θεσμικών αλλαγών που προτείνει η Συντακτική Συνέλευση για την οργάνωση του θεσμικού πλαισίου της Ε.Ε., την δημιουργία νέων θεσμικών οργάνων, την καθιέρωση νέων θεσμικών προσώπων που τίθενται επικεφαλής των οργάνων αυτών και από τις ψηφοφορίες που θα κρίνουν εάν όλες οι χώρες θα αντιμετωπίζονται ισότιμα ή θα ευνοούνται οι μεγάλες χώρες.
Το σχέδιο της Συντακτικής Συνέλευσης, πάντως, τόσο για τις κοινοτικοποιημένες πολιτικές (όπως η ΟΝΕ) όσο και για τις μη- κοινοτικοποιημένες, κοινές πολιτικές (όπως η ΚΕΠΠΑ) προσπαθεί να καλύψει τα κενά ευνοώντας μια συνολική θεσμική επίλυση. Το ορθό, από πλευράς προώθησης του φεντεραλιστικού / ομοσπονδιακού μοντέλου, θα ήταν η λήψη όλων των αποφάσεων για όλες τις πολιτικές της Ε.Ε. από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή από μια ανεξάρτητη ανώτατη αρχή που να εκλέγεται απευθείας από τους Ευρωπαϊκούς λαούς και να μην επηρεάζεται από τις κρατικές κυβερνήσεις. Αυτό, βέβαια, δεν συμβαίνει σήμερα ούτε κατά διάνοια στην Ε.Ε..
5. Θεσμικές αλλαγές στα όργανα της Ε.Ε.
Επί της ουσίας, η μεγάλη θεσμική αλλαγή που γίνεται από τις προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης είναι η αναγνώριση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής ως θεσμικού οργάνου της Ε.Ε., η θέσπιση αξιώματος Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και η διασύνδεση του με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΚΕΠΠΑ. Ειδικότερα:
α) Αναγνώριση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ως θεσμικού οργάνου.
Έως τώρα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής δεν είχε αναγνωριστεί ως θεσμικό όργανο της Ε.Ε. Με την διακυβερνητική του λειτουργία είχε συμβάλει – ειδικά την περίοδο 1974-87- στην εξασθένηση του υπερεθνικού–ομοσπονδιακού ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μάλιστα, καθόριζε τους γενικούς πολιτικούς προσανατολισμούς της Ε.Ε. δίχως να είναι αναγνωρισμένο θεσμικό όργανο, εκτός κοινοτικού κεκτημένου, σε θέματα καθοριστικά για την διεθνή φυσιογνωμία της Ε.Ε. Με τις προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης (Άρθρο Ι-20), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής καθίσταται ο κεντρικός θεσμός διακυβέρνησης της Ε.Ε., από την στιγμή που θα διορίζει τους επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι όποιοι μάλιστα θα συμμετέχουν σε αυτό.Παράλληλα, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι τελικά το σχέδιο Συνθήκης κινείται προς τον διακυβερνητισμό επειδή ενισχύει το κατ’ εξοχήν διακυβερνητικό όργανο, το Ευρ. Συμβούλιο, εις βάρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι ο πιο υπερεθνικός, ομοσπονδιακός θεσμός της Ε.Ε.
Ποια είναι, όμως, η ουσιαστική διαφορά τους;
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποτελείται από τους εκλεγμένους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων οι οποίοι ουσιαστικά διορίζουν τα μη εκλεγμένα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επομένώς, εάν δεχθεί κανείς ότι η ομοσπονδιακή αντίληψη συνδέεται άμεσα με την προαπαιτούμενη λαϊκή και δημοκρατική νομιμοποίηση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι πιο αντιπροσωπευτικό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρέπει, άρα, να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο φαύλος κύκλος που δημιουργείται θα διακοπεί μόνο εάν τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκλέγονται απευθείας από τους Ευρωπαϊκούς λαούς. Το ίδιο ισχύει, ασφαλώς και για τον Πρόεδρο του Ευρ. Συμβουλίου.
β) Θέσπιση Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Εκτός από την αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Συντακτική Συνέλευση προτείνει θέσπιση του αξιώματος του Προέδρου του Ευρ. Συμβουλίου, ο οποίος θα εκπροσωπεί διεθνώς την Ε.Ε.. Εμφανίζεται και εδώ ο σκόπελος του υπερεθνικού ή διακρατικού χαρακτήρα του αξιώματος και της λαϊκής του νομιμοποίησης: από ένα διακυβερνητικό όργανο διορίζεται ένα «ανεξάρτητο» πρόσωπο που δεν έχει εθνικό αξίωμα και το οποίο, ανεξέλεγκτα, δίχως καν την γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ασκεί επί 2,5 έτη την προεδρία της Ε.Ε. και έχει υπό τον έλεγχο του όλα τα άλλα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και θα είναι επικεφαλής της ΚΕΠΠΑ.
Υπάρχει βέβαια το ερώτημα γιατί ο πρόεδρος της Ε.Ε. να επιλέγεται από τους 25 εθνικούς πρωθυπουργούς της Ε.Ε. και να μην προέρχεται από απευθείας εκλογές μεταξύ όσων πολιτών της Ευρώπης θέσουν υποψηφιότητα για την θέση αυτή ή έστω μέσα από τους Ευρωπαϊκούς πολιτικούς σχηματισμούς.
Για παράδειγμα, η Ελλάδα προτείνει την απευθείας εκλογή του προέδρου της Ε.Ε. από τους ευρωπαίους πολίτες με καθολική ψηφοφορία στις Ευρωεκλογές.
Είναι χαρακτηριστική η αντιμετώπιση της Ελληνικής πρότασης για απευθείας εκλογή του Προέδρου της Ε.Ε. από τους λαούς της Ευρώπης εκ μέρους του επικεφαλής της Συντακτικής Συνέλευσης Βαλερί Ζισκάρ Ντεστέν, ο οποίος την χαρακτήρισε ως «μη ρεαλιστική επί του παρόντος» προσθέτοντας ότι «πιθανώς να γίνει πραγματικότητα σε 50 χρόνια».
Στο ζήτημα αυτό, την θέσπιση της θέσης του προέδρου της Ε.Ε. ζητούν οι ισχυρές χώρες της Ε.Ε. μαζί με τη Σουηδία και τη Δανία ενώ οι μικρότερες χώρες αντιμετωπίζουν το θέμα με σκεπτικισμό.
Εξάλλου, η βασική κριτική που έχει ασκηθεί στην πρόταση για καθιέρωση θέσης προέδρου του Ευρ. Συμβουλίου προέρχεται από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: οι αντιδράσεις οφείλονται στον φόβο ότι θα συγκεντρωθεί υπερβολική εξουσία σε ένα μόνο πρόσωπο και θα υπάρξει σύγκρουση με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γενικότερα υπάρχει ο φόβος ότι, με την ενίσχυση των εξουσιών του Προέδρου της Ε.Ε., ο Πρόεδρος της Ευρ. Επιτροπής θα υποβιβαστεί σε υπηρεσιακό παράγοντα ο οποίος θα χειρίζεται μόνο πρακτικά ζητήματα γραφειοκρατικού χαρακτήρα. Με τον τρόπο αυτό, το αποτέλεσμα θα είναι να υποσκαφθεί ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να εκπέσει σε ένα είδος γραμματείας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προλειαίνοντας το έδαφος για τη δημιουργία Διευθυντηρίου.
Και στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται ότι – αντί να στραφεί η Ε.Ε. προς την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως φεντεραλιστικού οργάνου – τελικά οδηγείται στην εξύψωση ενός διακρατικού θεσμού, του Ευρ. Συμβουλίου, και στην αναπαραγωγή των 25 εθνικών κυβερνήσεων με την εικόνα ενός Ευρωπαϊκού Υπερκράτους με μια τεράστια και αδιαφανή γραφειοκρατία.
γ) Σύνδεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΚΕΠΠΑ.
Η Συντακτική Συνέλευση με τις προτάσεις της επιχείρησε να καλύψει 2 κενά που υπάρχουν στις ιδρυτικές Συνθήκες της Ε.Ε. κάτι το οποίο γίνεται με την άσκηση καθηκόντων εκπροσώπου της ΚΕΠΠΑ από τον Πρόεδρο του Ευρ. Συμβουλίου και με την θέσπιση του αξιώματος του Υπουργού Εξωτερικών της Ε.Ε. και Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
· Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ασκεί τα καθήκοντα της εκπροσώπησης διεθνώς της Ε.Ε. (Άρθρο Ι-21) με βάση το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης. Η Συντακτική Συνέλευση με τον τρόπο αυτό θέτει και επίσημα την ΚΕΠΠΑ κάτω από την σκέπη της Ε.Ε. και της αποδίδει εκπροσώπηση σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Δημιουργείται, επομένως, μια εικόνα «επισημοποίησης» της κοινής εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. που διαφέρει, ωστόσο , σε σχέση με την ΟΝΕ : δηλαδή για την ενιαία και κοινοτικοποιημένη οικονομική και νομισματική πολιτική δεν υπάρχει εκπρόσωπος της Ε.Ε. αλλά για την μη - κοινοτικοποιημένη ΚΕΠΠΑ υπάρχει ο ίδιος ο επικεφαλής της Ε.Ε.. Επιπλέον, πρόκειται για μια ΚΕΠΠΑ όπου στις ενισχυμένες συνεργασίες οι αποφάσεις λαμβάνονται με ενισχυμένη πλειοψηφία αλλά υπάρχει δικαίωμα βέτο για θέματα ζωτικού ενδιαφέροντος, εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον διακυβερνητικό της χαρακτήρα.
· Δημιουργείται, εξάλλου, η διπλή θέση του Υπουργού Εξωτερικών της Ε.Ε., αρμοδίου για θέματα ΚΕΠΠΑ, ο οποίος θα είναι ταυτόχρονα Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γίνεται, με τον τρόπο αυτό, διασύνδεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αυτών των δύο οργάνων με την ΚΕΠΠΑ. Επιπλέον, ο αντιπρόεδρος της Ευρ. Επιτροπής λειτουργεί ως εντολοδόχος του Ευρ. Συμβουλίου (Άρθρο Ι-27). Δεδομένου ότι το Ευρ. Συμβούλιο προτείνει τον πρόεδρο της Ευρ. Επιτροπής και, επιπλέον, μπορεί να απαλλάξει τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τα καθήκοντα του δημιουργείται η εντύπωση ότι η Ευρ. Επιτροπή αποτελεί ένα παρακλάδι του Ευρ. Συμβουλίου. Άρα, ένα υπερεθνικό όργανο τίθεται κάτω από ένα διακυβερνητικό όργανο ενώ τα μέλη του, επιπλέον, διορίζονται από αυτό, εφόσον όλα τα μέλη της Ευρ. Επιτροπής προτείνονται από τις εθνικές κυβερνήσεις. Και σε αυτήν την περίπτωση, επομένως, επικρατεί ο διακυβερνητικός χαρακτήρας, ο οποίος θα μπορούσε αμέσως να μετατραπεί σε ομοσπονδιακό χαρακτήρα εάν ο πρόεδρος του Ευρ. Συμβουλίου και επικεφαλής της ΚΕΠΠΑ, ο πρόεδρος και τα μέλη της Ευρ. Επιτροπής καθώς και ο Υπουργός Εξωτερικών της Ε.Ε. εκλέγονταν όλοι, άμεσα, από τον λαό και ήταν ανεξάρτητοι από τις εθνικές κυβερνήσεις, με τρόπο ώστε να υπηρετούν όχι το εθνικό αλλά το ευρωπαϊκό συμφέρον, με όρους θεσμικής ισοτιμίας. Αυτό, βέβαια, σημαίνει πως θα μειωνόταν εξαιρετικά η ισχύς επηρεασμού των εθνικών πολιτικών και οικονομικών προσωπικοτήτων και των κομμάτων τους ενώ θα αναδεικνύονταν προσωπικότητες της πνευματικής και πολιτιστικής Ευρώπης, όπως ήταν αρχικά το πραγματικό ζητούμενο του φεντεραλισμού.
δ) Η σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ενόψει της διεύρυνσης της Ε.Ε. το 2004, η Συντακτική Συνέλευση προτείνει να αλλάξει μετά την 01/11/2009 η σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να ανατραπούν οι ρυθμίσεις της Νίκαιας που προέβλεπαν έναν Επίτροπο για κάθε κράτος.
Το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης προτείνει την δημιουργία ενός συστήματος 2 ταχυτήτων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με υποχρεωτική εναλλαγή κατά «ισότιμο τρόπο». Πιο συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αποτελείται από την Commission (όπου θα ανήκουν Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος και 13 εναλλασσόμενοι Επίτροποι με χαρτοφυλάκιο και δικαίωμα ψήφου) και από το λεγόμενο «Κολλέγιο των Επιτρόπων» (με 10 μέλη άνευ χαρτοφυλακίου και δικαιώματος ψήφου). Όπως αναφέρεται, (άρθρο Ι-25), «κάθε διαδοχικό σώμα θα αντικατοπτρίζει με ικανοποιητικό τρόπο το δημογραφικό γεωγραφικό φάσμα του συνόλου των κρατών της Ε.Ε.».
Η ρύθμιση αυτή, ωστόσο, έχει προκαλέσει την αντίδραση των μικρών κρατών, τα οποία αντιδρούν συντασσόμενα με τον πρόεδρο της Ευρ. Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι, ο οποίος δήλωσε το σχέδιο Συντάγματος «απειλεί την Ευρώπη με παράλυση, είναι απογοητευτικό, ούτε όραμα έχει, ούτε φιλοδοξία, δεν δίνει λύσεις, αν δεν αποτελεί και οπισθοδρόμηση».
Οι αντιδράσεις του επικεφαλή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συγκεντρώνονται και στην ρύθμιση της Συντακτικής Συνέλευσης που προβλέπει την εκλογή του προέδρου της Commission από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πρόταση που έχει διπλή ερμηνεία, θετική και αρνητική, ταυτόχρονα. Από την μια πλευρά, εκλαμβάνεται ως ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά τον ίδιο τρόπο που σε ένα εθνικό κράτος η νομοθετική εξουσία εκλέγει τον πρόεδρο της. Από την άλλη πλευρά, εκλαμβάνεται πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο– είναι υπόλογη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Άρθρο Ι-26).
Η σωστή στάση, ασφαλώς, θα ήταν να είναι τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θεσμοί υπόλογοι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ένα ακόμη παράδειγμα παρερμηνειών που παρατηρούνται στην διπλωματική διαπραγμάτευση ανάμεσα στα μεγάλα και στα μικρά κράτη καθώς και ανάμεσα στους υποστηρικτές της ομοσπονδιακής και της διακυβερνητικής τάσης είναι η κατάργηση της εκ περιτροπής εξάμηνης προεδρίας της Ε.Ε.. Κανονικά, τα μικρότερα κράτη θα έπρεπε να τάσσονται υπέρ της ενίσχυσης των ομοσπονδιακών αντιλήψεων που, προφανώς, τα συμφέρει ειδικά σε θέματα υψηλής πολιτικής, όπως π.χ. η κοινή άμυνα. Όταν, όμως, βλέπουν τις θεσμικές αλλαγές που ετοιμάζονται για το μέλλον της Ευρώπης να εκτρέπονται και να καταλήγουν στην ενίσχυση των ισχυρών κρατών σε υπερβολικό βαθμό, είναι φυσιολογικό να αντιτάσσονται και στην πιο λογική μεταρρύθμιση.
Ειδικά για την εναλλασσόμενη προεδρία, η λογική λέει πως – ενόψει της διεύρυνσης και με την προοπτική 25 εξαμηνιαίων εναλλαγών – θα έπρεπε να είναι όλα τα κράτη σύμφωνα. Βλέποντας, όμως, τις θεσμικές αλλαγές που προωθούνται γενικότερα, φοβούνται πως δεν θα ασκήσουν εξουσίες στην προεδρία της Ε.Ε. και ότι θα μείνουν εκτός κοινοτικών οργάνων, οπότε υπερασπίζονται έναν αποτυχημένο θεσμό διακυβερνητικού χαρακτήρα.
Τα ισχυρά κράτη, παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις, καταλαμβάνουν τα σημαντικά χαρτοφυλάκια και τις πιο καλές θέσεις στην Ε.Ε. και, επιπλέον, επιχειρούν να βελτιώσουν τις ψήφους τους στα Συμβούλια μέσω της ενισχυμένης πλειοψηφίας.
Επιγραμματικά, αμέσως μετά την κατάθεση των προτάσεων της Συντακτικής Συνέλευσης τον Ιούνιο του 2003 προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Χαλκιδικής έγινε αντιληπτό πως η διαπραγμάτευση εντοπιζόταν πλέον στο σημείο όπου ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκαν οι θεσμικές αλλαγές στα όργανα της Ε.Ε. βρέθηκε πέρα από την λογική της ισότιμης αντιμετώπισης των κρατών της Ε.Ε., με αποτέλεσμα να προκαλέσει διχασμό ανάμεσα στους υποστηρικτές της ομοσπονδιακής τάσης.
Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε ποια διπλωματική στρατηγική υπαγόρευσε τις κινήσεις των κρατών της Ε.Ε. στο διάστημα των 12 μηνών που ακολούθησαν ώστε να εγκριθεί κατ’ αρχήν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου του 2004 στις Βρυξέλλες το κείμενο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος.
Ακόμη, θα εντοπιστούν και θα αναλυθούν οι διαφοροποιήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από την Συντακτική Συνέλευση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ.
Στην διπλωματική διελκυστίνδα που αναπτύχθηκε γύρω από τις προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης προς την Διακυβερνητική Διάσκεψη το διάστημα Οκτωβρίου 2003 έως Ιουνίου 2004 διαμορφώθηκαν, διάφορες ομαδοποιήσεις που είναι δύσκολο να καταταγούν υπό τους όρους του ομοσπονδιακού ή του διακυβερνητικού προτύπου αποκλειστικά και μόνο. Τα «στρατόπεδα» που σχηματίστηκαν δεν ήταν περιχαρακωμένα αλλά σημειώθηκαν μετακινήσεις, ανάλογα με το κάθε ζήτημα που τέθηκε προς διαπραγμάτευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρατηρήθηκε μια διάσπαση στους κόλπους του φίλο – ομοσπονδιακού μπλοκ δυνάμεων ενώ για πρώτη φορά τα μικρότερα κράτη συνασπίστηκαν κατά των ισχυρών ενώ, την ίδια στιγμή, Γερμανία και Γαλλία προωθούσαν την διμερή τους ένωση.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο, ως επικεφαλής των κρατών που θέλουν να υπερασπιστούν την διακυβερνητική δομή της Ε.Ε., αναπροσάρμοσε την τακτική της για διαπραγματευτικούς λόγους αλλά και επειδή υπάρχουν πραγματικές αιτίες επανεκτίμησης της στάσης της. Τους λόγους που υπαγόρευσαν την διπλωματική στρατηγική των κρατών αυτών θα ανιχνεύσουμε στην συνέχεια και κατόπιν θα εξετάσουμε τις αποφάσεις της ΔΚΔ και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 18/06/2004.
Α. Η διπλωματική στρατηγική Γερμανίας – Γαλλίας.
Η δημιουργία και η εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η διαμόρφωση, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, των δύο μοντέλων που ερμηνεύουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι άμεσα συνυφασμένες με την λειτουργία του γαλλογερμανικού άξονα και την στρατηγική που έχουν ακολουθήσει διαχρονικά οι δύο χώρες στο διπλωματικό επίπεδο.
Για να κατανοηθεί καλύτερα η διπλωματική στρατηγική της Γερμανίας και της Γαλλίας στις διαπραγματεύσεις για την Συντακτική Συνέλευση και, για την ΔΚΔ του 2004 καθώς και για την μελλοντική προοπτική της Ευρώπης είναι χρήσιμο να υπογραμμιστεί κατ’ αρχάς ο ρόλος που διαδραματίζουν τα παραδοσιακά πολιτικά συστήματα των 2 κρατών καθώς και ο συναγωνισμός εντός του γαλλογερμανικού άξονα για την ηγεμονία στην Ε.Ε. μετά την επικείμενη διεύρυνση. Αυτοί οι δύο παράγοντες κρύβονται πίσω από την αντιπαραβολή του ομοσπονδιακού και του διακυβερνητικού προτύπου στην θεωρία και στην πράξη.
1. Ο ρόλος των πολιτικών συστημάτων.
Α) Γαλλία.
Το γεγονός ότι η Γαλλία έχει ημιπροεδρικό πολίτευμα όπου υπάρχει συγκατοίκηση Προέδρου και Πρωθυπουργού έχει ως αποτέλεσμα να προτείνει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα σχήμα δικέφαλης εξουσίας που να συνίσταται στην κοπή της εκτελεστικής εξουσίας στα δύο. Επειδή στο γαλλικό πολίτευμα οι εξουσίες συγκεντρώνονται κυρίως στο πρόσωπο του Προέδρου, η Γαλλία προτείνει (μέσω του Β. Ζ. Ντ’ Εστέν) την θέσπιση του αξιώματος του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής.
Για να έχει, ωστόσο, και τον διοικητικό μηχανισμό στην διάθεση του (όπως συμβαίνει με τον πρωθυπουργό της χώρας) η Γαλλία προτείνει την ταυτόχρονη συνύπαρξη του Προέδρου της Ε.Ε. με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος θα εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Γενικότερα το γαλλικό πολίτευμα βρίσκεται ανάμεσα στο ρεπουμπλικανικό μοντέλο της προεδρικής δημοκρατίας και στο κοινοβουλευτικό μοντέλο της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Από αυτόν τον συμβιβασμό προέρχεται και το γεγονός ότι η Γαλλία κινείται παραδοσιακά στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ομοσπονδία και στον διακυβερνητισμό. Για τον ίδιο λόγο, όλες οι γαλλικές προτάσεις (Ντε Γκωλ, Μιττεράν, Ντελόρ, Ντε’ Εστέν, Σιράκ) σε θεωρητικό επίπεδο βρίσκονται συντεταγμένες κάτω από τον τίτλο «διακυβερνητική προσέγγιση» και στην πράξη κάτω από τον τίτλο «κοινοτική μέθοδος». Και με βάση αυτήν τη λογική, ζητά να λάβει η Ε.Ε. μια μορφή Ένωσης Εθνών – Κρατών με έναν Πρόεδρο γαλλικού τύπου και έναν Πρόεδρο της Commission με καθήκοντα, ουσιαστικά, πρωθυπουργού – επικεφαλής του διοικητικού μηχανισμού της Ε.Ε.
Β) Γερμανία.
Το γεγονός ότι η Γερμανία έχει ομοσπονδιακό σύστημα οργάνωσης του κράτους της και η χώρα αποτελείται από ομόσπονδα κρατίδια (που έχουν τοπική κυβέρνηση και κοινοβούλιο) επηρεάζει ανέκαθεν την διπλωματική της στρατηγική. Επειδή στο γερμανικό Ομόσπονδο Κράτος οι εξουσίες συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του Προέδρου, ο οποίος ταυτόχρονα είναι και Καγκελάριος, δηλ. ασκεί καθήκοντα πρωθυπουργού και είναι επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, η Γερμανία προτείνει ένα παρόμοιο σύστημα για την οργάνωση της Ε.Ε.. Επιπλέον, δίνει έμφαση στην έννοια της επικουρικότητας, κάτι που εξηγείται ακριβώς διότι την εφαρμόζει στις σχέσεις της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης με τα κρατίδια και τις τοπικές αρχές.
Γενικότερα, η Γερμανία ζητά να αποκτήσει η Ε.Ε. πολιτική διεύρυνση και ισχυρή εκτελεστική εξουσία, η οποία να υπόκειται στον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να έχει αυστηρά καθορισμένες αρμοδιότητες σε διοικητικό επίπεδο. Η ομοσπονδιακή αντίληψη διαπνέει διαρκώς τις γερμανικές θέσεις για την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση : ειδικά τα τελευταία χρόνια, ξεχωρίζει η τοποθέτηση του Χέλμουτ Κολ για την Πολιτική Ένωση της Ευρώπης κατά την ΔΚΔ του 1996.
Υπάρχουν, βέβαια, διαφορετικές αποχρώσεις των γερμανικών θέσεων αλλά, επί της ουσίας, τους Γερμανούς πολιτικούς και τα πολιτικά κόμματα διακατέχει σύμπνοια στη σημερινή συγκυρία αλλά και παλαιότερα.
Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ θέτει ως στόχο «να ενσαρκώνει η ομοσπονδιακή Ε.Ε. ένα ορισμένο κοινωνικό και πολιτισμικό πρότυπο, το οποίο να διαφοροποιείται από την κοινωνία της αγοράς και να μην αρθρώνεται μόνο με οικονομικούς όρους». Περισσότερο συντηρητική η εκτίμηση του Έντμουντ Στόιμπερ, ηγέτη της αντιπολίτευσης : «Η Ευρώπη χρειάζεται Σύνταγμα που δεν θα οδηγήσει στην ομοσπονδία αλλά σε ένα ιδιότυπο υπερεθνικό μόρφωμα το οποίο θα εξακολουθήσει και στο μέλλον να αποτελείται από εθνικά κράτη».
Προφανώς, οι διαφοροποιήσεις οφείλονται στις κομματικές ανάγκες διότι, κατά τα λοιπά, την πραγματική φιλοσοφία της γερμανικής στρατηγικής για την Ευρώπη μετά την διεύρυνση εκφράζουν οι 2 εκθέσεις των κομμάτων CDU – CSU (Lamers – Schaeuble) το 1994-1995.
Στις 2 αυτές εκθέσεις καταγράφονταν για πρώτη φορά η πρόταση «να καταρτιστεί ένα συνταγματικό κείμενο, το οποίο θα εμπνέεται από το ομοσπονδιακό πρότυπο ολοκλήρωσης και θα ορίζει τις θεμελιακές αξίες που στηρίζουν την Ε.Ε.».Οι συντάκτες του κειμένου πρότειναν την θεσμοποίηση της ιδέας της «μεταβλητής γεωμετρίας», την ανάδειξη ηγετικού πυρήνα στην Ε.Ε., την κατάργηση του δικαιώματος βέτο, την επέκταση της λήψης αποφάσεων με ενισχυμένη πλειοψηφία και την προώθηση της Κοινής Άμυνας της Ε.Ε. Τα κείμενα αυτά είναι αποκαλυπτικά για την γερμανική αντίληψη που κυριάρχησε έκτοτε στον δημόσιο διάλογο για τα ευρωπαϊκά θέματα και επηρεάζουν έως και σήμερα την συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης.
Η βασική φιλοσοφία τους είναι πως, εάν τα μέτρα που προτείνουν δεν υιοθετηθούν από την Ε.Ε., τότε θα δημιουργηθεί «κενό εξουσίας» στην Κεντρική Ευρώπη που θα κλιθεί να καλύψει η Γερμανία, ασκώντας πολιτική ηγεμονισμού.
2.Ο Γαλλογερμανικός άξονας.
Η θεωρία των διεθνών σχέσεων έχει καλύψει πλήρως το ζήτημα της λειτουργίας του άξονα Γερμανίας – Γαλλίας και της άμεσης επιρροής του στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Ωστόσο, ο συναγωνισμός εντός του άξονα Βερολίνου – Παρισίου για την πολιτική και οικονομική ηγεμονία στην Ευρώπη των 25 ερμηνεύει και τις θέσεις των 2 κρατών απέναντι στο ζήτημα της ομοσπονδιακής και της διακυβερνητικής προσέγγισης.
Εν όψει της επικείμενης διεύρυνσης της Ε.Ε., η Γερμανία επιδιώκει να αξιοποιήσει την πληθυσμιακή της υπεροχή, την οικονομική της ισχύ και τις παραδοσιακές της σχέσεις με τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ενώ η Γαλλία ζητά την διανομή της ηγεμονίας. Με τον τρόπο αυτό, εξηγείται γιατί η Γερμανία επιδιώκει σταθερά να τεθεί στην πρωτοπορία της Ε.Ε. ενώ, αντίθετα, η Γαλλία επιδιώκει την διατήρηση της επιρροής των εθνικών κρατών.
Στην διαπραγμάτευση για το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης και στην ΔΚΔ εκδηλώθηκε για μια ακόμη φορά ο γαλλογερμανικός άξονας, υποβάλλοντας κοινές προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης όπου το κοινό σημείο υπήρξε η επέκταση των ψηφοφοριών για την λήψη αποφάσεων με ενισχυμένη πλειοψηφία. Κυρίως, όμως, ο γαλλογερμανικός άξονας λειτουργεί ως όχημα για να πιέσει διαπραγματευτικά τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε. προς την κατεύθυνση της ενοποίησης και να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις στα θεσμικά ζητήματα που επιθυμεί.
Στην διαπραγμάτευση για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα αυτό έγινε με 2 μεθόδους:
α) με την απειλή της Γαλλίας ότι, εάν δεν γίνουν αποδεκτές οι γαλλικές θέσεις, θα προβάλλει συνολικό βέτο και θα ενεργοποιήσει τον «συμβιβασμό του Λουξεμβούργου», κάτι που μεταφράζεται σε μπλοκάρισμα όλων των αποφάσεων στην ΔΚΔ του 2004 και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής και
β) με την απειλή ότι Γερμανία και Γαλλία θα προχωρήσουν σε διμερή γαλλογερμανική ένωση. Μάλιστα, η εικόνα που δημιουργείται –λόγω της ταχύτητας των εξελίξεων – είναι πως η Γερμανία και η Γαλλία απειλούν ότι εάν δεν προχωρήσουν οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις της Συντακτικής Συνέλευσης, τότε θα προχωρήσουν μόνες στην συγκρότηση του λεγόμενου «σκληρού πυρήνα». Επιπλέον, χρησιμοποιούν ένα ακόμη τακτικό όπλο, την σχέση τους με το Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου να προωθήσουν τις αντιλήψεις τους για το σκοπό αυτό από τον Οκτώβριο του 2003 που ξεκίνησε η ΔΚΔ:
α) προχώρησαν στην σύγκλιση 3 Τριμερών Διασκέψεων Γερμανίας–Γαλλίας– Ηνωμένου Βασιλείου μέσα στο τελευταίο έτος για να χαράξουν κοινή στρατηγική. Τελικά, κατέληξαν στην υποβολή κοινής πρότασης για την θέσπιση αξιώματος Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ευθύνη για ζητήματα Οικονομίας, Βιομηχανίας και Παιδείας.
Οι διασκέψεις αυτές επικρίθηκαν ότι επιχειρούν τη νομιμοποίηση «Διευθυντηρίου», χαρακτηρισμό και κατηγορία που οι 3 συμμετέχουσες χώρες απέρριψαν,
β) προχώρησαν, παράλληλα, στην άσκηση πίεσης προς το Ηνωμένο Βασίλειο απειλώντας την με έξοδο από την Ε.Ε. αν δεν επικυρώσει το νέο Σύνταγμα στο επικείμενο δημοψήφισμα.
Γίνεται, επομένως, σαφές ότι το Ηνωμένο Βασίλειο κατέχει ιδιαίτερο ρόλο στις διεργασίες που αφορούν τις διαπραγματεύσεις για το Σύνταγμα της Ε.Ε.
Β. Η Διακυβερνητική στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου
και η ειδική του σχέση με τις Η.Π.Α.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και παραμένει ο τρίτος πόλος στο τρίγωνο Βερολίνο– Παρίσι – Λονδίνο, επηρεάζει ελάχιστα με δικές του προτάσεις την διαπραγμάτευση για το νέο Σύνταγμα της Ε.Ε. και τηρεί ανέκαθεν μια αμυντική στάση.
Για δεκαετίες το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει σταθερό στην υπεράσπιση του όρου «Διακυβερνητική Συνεργασία – Intergovernmental Cooperation» και (για λόγους εθνικής πολιτικής και πολιτισμικής παράδοσης) αντιμετωπίζει την Ευρώπη ως έναν οργανισμό όπου κατά περίπτωση και κατ’ επιλογήν το ίδιο επιλέγει να συμμετέχει όποτε το κρίνει ως συμφέρον.
Στις διαπραγματεύσεις της Συντακτικής Συνέλευσης και της Διακυβερνητικής Διάσκεψης το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η χώρα που απέρριψε παντελώς κάθε χρήση της λέξης «Ομοσπονδία» με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας υπερσυγκεντρωτικής κεντρικής κυβέρνησης (επιχείρημα που τελικά απέδωσε, αφού ο όρος αφαιρέθηκε).
Εκείνο που ενδιαφέρει, σε αυτό το σημείο, είναι πως στη στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου τον τελευταίο χρόνο έχει υπάρξει μια ριζική μετατόπιση προς την κατεύθυνση της συνδιαμόρφωσης των εξελίξεων μαζί με τον Γαλλογερμανικό άξονα.
Αν και αρχικά το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετείχε σχεδόν καθόλου στην υποβολή προτάσεων στη Συντακτική Συνέλευση, αρκούμενοι στην απορριπτική στάση, σταδιακά μετάβαλε στάση.
Η καινούρια θέση του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως εκφράστηκε από τον Πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ, τάσσεται υπέρ ενός «Συντάγματος της Ε.Ε. για Εθνικά Κράτη».
Στο ζήτημα της σχέσης ομοσπονδίας και διακυβερνητισμού η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι πως «το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τις διακυβερνητικές συνεργασίες με στόχο την εξασθένιση των Ευρωπαϊκών θεσμών αλλά να αναγνωρίσει ότι η Ευρώπη είναι και πρέπει να παραμείνει μια συμμαχία της ευρωπαϊκής κυβέρνησης με τις εθνικές».
Εκτός από αυτό το άκρως αποκαλυπτικό πνεύμα από γενικής απόψεως, σε πιο συγκεκριμένα ζητήματα η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι πως επιθυμεί έναν Πρόεδρο της Ε.Ε. που «απλώς θα προεδρεύει» : η στάση αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου ερμηνεύεται, κατά τη γνώμη μας, από το πολιτικό του σύστημα της βασιλευόμενης δημοκρατίας που δεν έχει ούτε καν γραπτό Σύνταγμα. Επιβεβαιώνεται, επομένως, και πάλι η άποψη ότι ο ρόλος των πολιτικών συστημάτων στο εσωτερικό της χώρας είναι κυρίαρχος στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και τις ευρωπαϊκές, εξωτερικές της υποθέσεις.
Ακόμη πιο ειδικά, πάντως, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δεχθεί το τελευταίο διάστημα ότι «υπάρχουν σοβαροί λόγοι που υπαγορεύουν την ενίσχυση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την επέκταση της λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία». Η αλλαγή αυτή στην ευρωπαϊκή στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου πιθανόν να οφείλεται στην ειδική του σχέση μεταπολεμικά με τις Η.Π.Α.: το γεγονός ότι οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. μετά την διεύρυνση βρίσκονται κάτω από την επιρροή των Η.Π.Α. σημαίνει πως θα αποτελούν την πλειοψηφία και, άρα, το «φίλο-ατλαντικό» μπλοκ θα επωφεληθεί από το νέο θεσμικό σύστημα της ειδικής πλειοψηφίας.
Το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί ταυτόχρονα να βρεθεί επικεφαλής της φιλοαμερικάνικης ομάδας κρατών εντός της Ε.Ε. και να συμμετέχει στον ηγετικό πυρήνα, επηρεάζοντας από μέσα την πολιτική της Ε.Ε..
Η ύπαρξη ισχυρού ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος στο Ηνωμένο Βασίλειο που τάσσεται κατά της Ε.Ε. και ζητάει εθνική ανεξαρτησία είναι ένας ακόμη παράγοντας που αναμένεται να επηρεάσει το δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα της Ε.Ε. και την ένταξη στην Ο.Ν.Ε.
Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί πως είναι οξύμωρο το φαινόμενο ύπαρξης στο Ηνωμένο Βασίλειο εθνικιστών που με πατριωτική ρητορική τάσσονται κατά της Ε.Ε. αλλά όχι και κατά των Η.Π.Α.
Εντός του ευρωπαϊκού ευρωσκεπτικιστικού κινήματος, ωστόσο, υπάρχουν και ευρωσκεπτικιστές φιλοευρωπαϊστές που πιέζουν για μια Ε.Ε. φεντεραλιστικής κατεύθυνσης και εμφανίζονται κυρίως στις μικρότερες χώρες.
Γ. Ο συνασπισμός των μικρών κρατών.
Στο πεδίο των θεσμικών μεταρρυθμίσεων για την μελλοντική λειτουργία της Ε.Ε. εκτός από την σύγκρουση φιλοευρωπαίων –αντιευρωπαίων εντός του κινήματος του ευρωσκεπτικισμού, υπάρχει και ένας ακόμη διαχωρισμός εντός του ομοσπονδιακού στρατοπέδου.
Οι ρωγμές που σημειώνονται ανάμεσα στους υποστηρικτές του ομοσπονδιακού προτύπου εκδηλώνονται μεταξύ του γαλλογερμανικού άξονα από τη μια πλευρά και περίπου 15 μικρότερων κρατών από την άλλη.
Με πρωτοβουλία του Λουξεμβούργου εμφανίστηκε εντός του 2003 για πρώτη φορά μια ομάδα κρατών της Ε.Ε. που επιχείρησε να συντονίσει την διπλωματική της στρατηγική, προκειμένου να διαμορφώσει μια ενιαία στάση απέναντι στις θεσμικές προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης.
Στην ομάδα αυτή που έγινε γνωστή ως «Σύνοδος των 7 νάνων», ανήκουν66 :
Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ολλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Φιλανδία (εκ των οποίων οι 4 πρώτες ανέκαθεν είχαν φίλο – ομοσπονδιακή τοποθέτηση). Μια ακόμη ομάδα 15 κρατών συγκεντρώθηκαν στην Βιέννη και, με κοινή απόφασή τους, κατήγγειλαν ότι απειλούνται στην Συντακτική Συνέλευση «με διαδικασίες σκληρές και όχι διπλωματικές» για να μην φέρουν αντιρρήσεις.
Οι 3 αυτές άτυπες διασκέψεις έγιναν εκτός του επισήμου πλαισίου της Ε.Ε. αλλά σε κορυφαίο διπλωματικό επίπεδο και επισημοποιήθηκαν με την αποστολή προς την Συντακτική Συνέλευση κοινής επιστολής από 15 κράτη της Ε.Ε. –με επικεφαλής την Ισπανία – και με κύριο αίτημα την διαιώνιση του συστήματος ψηφοφοριών της Συνθήκης της Νίκαιας.
Οι χώρες αυτές διαφώνησαν με την εκ νέου τροποποίηση της Συνθήκης της Νίκαιας ως προς το σημείο της επέκτασης της «αρχής της ενισχυμένης πλειοψηφίας» στην λήψη των αποφάσεων: π.χ. η Ισπανία επιθυμούσε να διατηρήσει το ισχύον καθεστώς που προέκυψε μετά τη Νίκαια διότι της έδινε αναλογικά περισσότερες ψήφους από ότι δικαιολογεί ο πληθυσμός της. Ισπανία και Πολωνία θεωρούσαν ότι έπρεπε να διατηρηθούν οι ρυθμίσεις της Νίκαιας επειδή τις ευνοούσε το πληθυσμιακό κριτήριο. Η άρνηση τους να δεχθούν συμβιβαστική λύση οδήγησε στα τέλη του 2003 στην αποτυχία των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Νάπολης και Βρυξελλών.
Σε αυτές τις 2 Συνόδους Κορυφής συμφωνήθηκε ότι προς το παρόν θα ισχύουν οι προβλέψεις της Συνθήκης της Νίκαιας για την στάθμιση των ψήφων (σε αντίθεση με ό,τι ζητούσαν Γερμανία– Γαλλία) αλλά και ότι το όλο θέμα θα μετετίθετο για να συζητηθεί εξαρχής– αργότερα.
Εντός του 2004, ωστόσο, η κατάσταση –κατά την διάρκεια της Διακυβερνητικής Διάσκεψης– άλλαξε άρδην λόγω της μεταβολής της στάσης της Ισπανίας και της Πολωνίας (για πολιτικούς, ενδοκυβερνητικούς λόγους), κάτι το οποίο επέτρεψε να επιτευχθεί στις 18/06/2004 συμφωνία στο Συμβούλιο Κορυφής των Βρυξελλών για το σύστημα ψηφοφοριών και το νέο Σύνταγμα.
Δ. ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΚΔ 2004
ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ.
Ύστερα από 8 μήνες διαπραγματεύσεων στο διάστημα Οκτωβρίου 2003 – Ιουνίου 2004 η Διακυβερνητική Διάσκεψη για το νέο Σύνταγμα της Ε.Ε. ολοκληρώθηκε με την έγκριση του κειμένου από την Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών.
Στο κείμενο, το οποίο αναμένεται να υπογραφεί έως το τέλος Οκτωβρίου 2004 και κατόπιν θα τεθεί υπό επικύρωση στα 25 κράτη της Ε.Ε. επιβεβαιώθηκε η απάλειψη των όρων «ομοσπονδία» και «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» ενώ παράμεινε η αναφορά στην «κοινοτική μέθοδο» ενοποίησης.
Συγκριτικά με τις προτάσεις Συντακτικής Συνέλευσης, η μεγάλη διαφορά είναι πως απαλείφθηκε η αναφορά (στο προοίμιο του Συντάγματος), πως το πολίτευμα της Ε.Ε. είναι η «δημοκρατία». Η απάλειψη αυτής της αναφοράς δημιουργεί προβληματισμό αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι η επιχειρηματολογία που οδήγησε στην αφαίρεση αυτού του όρου : ειδικότερα, η Πορτογαλία έθεσε βέτο με το επιχείρημα ότι η «δημοκρατία» και ο κανόνας της πλειοψηφίας δεν είναι ο μοναδικός τρόπος λήψης των αποφάσεων στην Ε.Ε..
Εάν κρίνουμε, πάντως, με βάση το ιδεώδες το φεντεραλισμού, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη που συμμετέχουν στην ομοσπονδία («federation») πρέπει να είναι θεσμικώς ισότιμα έναντι της κεντρικής ενιαίας κυβέρνησης – και με δεδομένο ότι συνεχίζει να υφίσταται το δικαίωμα βέτο - τότε κρίνεται πως πράγματι ο κανόνας της δημοκρατίας με την κατά πλειοψηφία λήψη αποφάσεων υποχωρεί έναντι της ομοφωνίας και σύμπνοιας των κρατών που από κοινού συναποφασίζουν με αίσθημα «κοινότητας» μεταξύ τους.
Το δεύτερο νέο στοιχείο στο κείμενο Συντάγματος της Ε.Ε. υπήρξε στην Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών η ρύθμιση σύμφωνα με την οποία όταν εκδηλωθεί «λαϊκή πρωτοβουλία» από 1 εκατομμύριο Ευρωπαίους πολίτες, υποχρεούται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη αποτελεί μιαν υποχώρηση έναντι του γενικότερου αιτήματος για την διενέργεια δημοψηφισμάτων στην Ευρώπη ώστε να έχει λόγο ο λαός στην λήψη αποφάσεων (ιδιαίτερα από την στιγμή που δεν υπάρχουν ευρωπαϊκά ψηφοδέλτια στις ευρωεκλογές με υποψηφίους σε όλη την Ε.Ε.).
Το τρίτο σημαντικό στοιχείο που προέκυψε από την Σύνοδο των Βρυξελλών ήταν η «έκπτωση» που έγινε στην εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.: όπως αποφασίστηκε, η εθνική νομοθεσία θα υπερισχύει έναντι του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά τον Χάρτη. Αυτό, ασφαλώς, δεν κινείται προς ομοσπονδιακή κατεύθυνση.
Το τέταρτο νέο στοιχείο του κειμένου Συντάγματος υπήρξε η Συμφωνία της Συνόδου Κορυφής των Βρυξελλών επί της λεγόμενης «Ρήτρας Εξόδου»: σύμφωνα με την ρύθμιση αυτή, υφίσταται η δυνατότητα εθελουσίας αποχώρησης, ακόμη και μονομερούς (δίχως δηλαδή την συμφωνία της Ε.Ε.) από την Ε.Ε.
Σε ειδικότερα ζητήματα που αφορούν την θεσμική λειτουργία της Ε.Ε., στις Βρυξέλλες αποφασίστηκε :
α) η διατήρηση του δικαιώματος βέτο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας, φορολογίας, δημοσιονομικής πολιτικής, δημιουργίας «ενισχυμένων συνεργασιών», κοινωνικών θεμάτων, δικαστικής συνεργασίας, εμπορίου, υγείας, εκπαίδευσης, πολιτισμού.
Ασφαλώς, η επιμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στο βέτο για την πληθώρα αυτών των ζητημάτων κινείται προς διακυβερνητική κατεύθυνση, ωστόσο (υπό το πρίσμα της ανάγκης για ύπαρξη ομοφωνίας και κοινοτικής αλληλεγγύης σε θέματα αρχών) πρέπει να ερμηνευθεί ως «πράσινο φως» για την επίσημη εκκίνηση των «ενισχυμένων συνεργασιών» με θεσμική κάλυψη,
β) η επίσημη θεσμοθέτηση της «ευελιξίας» και των «ενισχυμένων συνεργασιών» στον τομέα της Άμυνας.
Θεσπίστηκε, ακόμη, το κύριο χαρακτηριστικό του μοντέλου της «μεταβλητής γεωμετρίας», δηλαδή ότι στις συμμαχίες τα κράτη της Ε.Ε. θα μπορούν να αλλάξουν στρατόπεδο. Άρα, αυτό σημαίνει ότι με τον τρόπο αυτό ικανοποιούνται όλες οι πλευρές : η Γερμανία διότι γίνεται αποδεκτή η «μεταβλητή γεωμετρία», η Γαλλία διότι γίνεται αποδεκτό το αίτημα για «ενισχυμένες μορφές αλληλεγγύης», το Ηνωμένο Βασίλειο διότι κατ’ επιλογήν – a la carte – μπορεί να επιλέγει αν θα προχωρήσει σε «ευέλικτη συνεργασία» διατηρώντας το δικαίωμα βέτο κατ’ αρχήν και, ταυτόχρονα, διευκολύνοντας την λήψη αποφάσεων με ενισχυμένη πλειοψηφία για το δεύτερο στάδιο, αυτό της εφαρμογής των ομόφωνων αποφάσεων. Κατά το ίδιο τρόπο τα μικρότερα κράτη θα μπορούν να σχηματίζουν μεταβαλλόμενες συμμαχίες, να αλλάζουν πολιτική, να μην συμμετέχουν σε πρωτοβουλίες που δεν επιθυμούν αλλά ούτε και να τις εμποδίζουν ή, εντέλει, αν διαφωνούν σε καίρια ζητήματα να «μπλοκάρουν» τις αποφάσεις,
γ) επιλύθηκε το ζήτημα της «αναστέλλουσας» μειοψηφίας και της «διπλής πλειοψηφίας».
Πιο συγκεκριμένα η Σύνοδος Κορυφής των Βρυξελλών καθόρισε ότι 4 κράτη της Ε.Ε. μπορούν να «μπλοκάρουν» την λήψη αποφάσεων. Ακόμη, η Σύνοδος των Βρυξελλών προέβη σε μια σημαντική αλλαγή έναντι των προτάσεων της Συντακτικής Συνέλευσης και ύστερα από τη μεταβολή των αρχικών διαπραγματευτικών θέσεων της Ισπανίας και της Πολωνίας : ενώ το σχέδιο Συντάγματος της Συντακτικής Συνέλευσης προέβλεπε τη λήψη αποφάσεων με βάση το διπλό κριτήριο του 50% των κρατών συν του 60% του πληθυσμού (δίνοντας την δυνατότητα σε Γερμανία, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο που είχαν πληθυσμό 44% συνολικά – να μπλοκάρουν τις αποφάσεις) τελικά έκανε δεκτή την ρύθμιση για λήψη αποφάσεων με το 55% των κρατών συν το 65% του πληθυσμού της Ε.Ε.
Οι λόγοι αυτής της συμβιβαστικής λύσης ήταν η κυβερνητική αλλαγή στην Ισπανία με τη εναντίωση στις Η.Π.Α. καθώς και η προσέλκυση της Πολωνίας στο Γαλλογερμανικό άξονα μέσω της ένταξής της στις άτυπες συναντήσεις του λεγόμενου «Τριγώνου της Βαϊμάρης» με την συμμετοχή Γερμανίας, Γαλλίας και Πολωνίας.
Οι εξελίξεις αυτές επέτρεψαν στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών να κάνει αποδεκτό το σχέδιο των Γερανών Ευρωβουλευτών Έλμαρ Μπροκ και Κλάους Χάενς για να αρθεί το αδιέξοδο επί του θέματος του συστήματος ψηφοφοριών, το οποίο είχε αναγκάσει την Ε.Ε. να διχαστεί και να «κολλήσει» στις ρυθμίσεις της Νίκαιας που παρεμπόδιζαν την ομαλή θεσμική της λειτουργία μετά την διεύρυνση,
δ) μετέτρεψε τις προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης όσον αφορά την σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ειδικότερα, η Σύνοδος Κορυφής των Βρυξελλών δεν δέχθηκε να μείνει σταθερός ο αριθμός των Επιτρόπων μετά το 2009 αλλά έκανε την εξής αλλαγή : δέχθηκε να έχει ως το 2014 κάθε κράτος της Ε.Ε. αντιστοίχως από 1 Επίτροπο αλλά, κατόπιν, ο αριθμός των Επιτρόπων να ισοδυναμεί με τα 2/3 των κρατών (δηλαδή σε μια Ε.Ε. 27 κρατών να υπάρχουν 18 Επίτροποι στην Commission) και να αλλάζουν εκ περιτροπής.
Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, για μια λογική κατάληξη δεδομένου ότι θα ήταν απρόσφορο να αποτελείται ένα τόσο σημαντικό όργανο της Ε.Ε. από 20 και πλέον μέλη διότι δε θα μπορούσε να λειτουργήσει αποδοτικά. Παράλληλα, θα υπάρχει περίοδος όπου και τα ισχυρά κράτη δε θα διαθέτουν Επίτροπο. Εκείνο, πάντως, που πρωτεύει είναι η ανάδειξη της Commission σε ενιαία, κεντρική κυβέρνηση της Ε.Ε., η ενίσχυση της ανεξαρτησίας των μελών της έναντι των κρατικών κυβερνήσεων και η απευθείας εκλογή των μελών της σε γενικές πανευρωπαϊκές εκλογές δίχως την υποστήριξη εθνικών κομμάτων,
ε) άλλαξε την ρύθμιση της Συντακτικής Συνέλευσης για κατάργηση της εναλλασσόμενης κυκλικής προεδρίας της Ε.Ε. ανά εξάμηνο.
Πιο συγκεκριμένα η Σύνοδος Κορυφής των Βρυξελλών αποφάσισε να διαρκεί πλέον η προεδρία της Ε.Ε. 18 μήνες αλλά να ασκείται όχι από μια αλλά από 3 χώρες ταυτόχρονα «με βάση την πληθυσμιακή και γεωγραφική πολυμορφία της Ε.Ε.».
Κάθε κράτος θα ασκεί από μόνο του την προεδρία μόνο στα Συμβούλια Υπουργών και όχι για 6 μήνες αλλά στο εξής για 12 μήνες. Οι ρυθμίσεις αυτές στο ζήτημα της εναλλασσόμενης προεδρίας κινούνται σαφώς σε διακυβερνητική κατεύθυνση και, κατά την γνώμη μας θα προκαλέσουν χάος στον διοικητικό μηχανισμό της Ε.Ε.. Αποτελούν, ωστόσο, ένα δείγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι προβαλλόμενοι ως απαραίτητη ικανοποίηση των μικρότερων κρατών για εθνικούς λόγους έχει ως αποτέλεσμα να παρακωλύονται οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις προς φεντεραλιστική κατεύθυνση με άλλοθι την επίσης υπαρκτή προσπάθεια των ισχυρών κρατών να αποκτήσουν την πολιτική και οικονομική ηγεμονία στην Ε.Ε..
Οι διαστρεβλώσεις με τις οποίες εφαρμόζονται στην πράξη τα ιδεατά μοντέλα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι εσωτερικές διασπάσεις στο ομοσπονδιακό στρατόπεδο (όπου την «ορθοδοξία» διεκδικεί ο φεντεραλισμός) και στο ευρωσκεπτικιστικό στρατόπεδο (όπου αποσιωπείται δημοσίως η ύπαρξη φιλοευρωπαϊκής πτέρυγας που ασκεί κριτική στην Ε.Ε. ζητώντας περισσότερη διαφάνεια) αλλά και το ρήγμα μεταξύ ευρωπαϊστών – ατλαντιστών προκαλούν μια σειρά ζητημάτων που συνδέονται με την δημοκρατία, την λαϊκή νομιμοποίηση και τον ρόλο των κρατικών κυβερνήσεων και της γραφειοκρατίας στην Ε.Ε. Ακολούθως, στον επίλογο, θα συνοψίσουμε τα βασικά συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε κατά τη διάρκεια αυτής της εργασίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το κείμενο του πρώτου Ευρωπαϊκού Συντάγματος διαπνέεται από το –Γερμανικής εμπνεύσεως– μοντέλο της «μεταβλητής γεωμετρίας» : το μοντέλο αυτό κυριαρχείται από την ομοσπονδιακή λογική αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται σύζευξη αυτής της προσέγγισης με την διακυβερνητική τάση.
Αποτελεί, επομένως, ένα ακόμα στάδιο στο ιστορικό λειτουργίας της Ε.Ε. και αποδεικνύει ότι η λεγόμενη «κοινοτική μέθοδος» σέβεται απόλυτα την διακυβερνητική τάση αν και παραμένει κατά κύριο λόγο σε ομοσπονδιακή τροχιά.
Ήδη, άλλωστε, αποδείχθηκε στη μελέτη αυτή ότι το πιο ολοκληρωμένο (και θεσμικά αναγνωρισμένο) ομοσπονδιακό όργανο της Ε.Ε. –το Eurogroup– λειτουργεί στη βάση της διακρατικής λήψης αποφάσεων καθώς αποφασίζουν οι εκπρόσωποι των κρατικών κυβερνήσεων. Επιπλέον, από το νέο Σύνταγμα της Ε.Ε. βγαίνει ενισχυμένο το ύψιστο διακρατικό όργανο – το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο – το οποίο συγκεντρώνει το σύνολο των εξουσιών των κρατικών κυβερνήσεων (απευθείας δια των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων). Τρίτη απόδειξη, σε θεσμικό - συνταγματικό επίπεδο, υπήρξε το γεγονός ότι τελικά η συζήτηση και οι προτάσεις για το μέλλον της Ε.Ε. καθορίζονται στον μέγιστο βαθμό από τα εσωτερικά πολιτικά συστήματα Γερμανίας, Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου.
Ενώ, δηλαδή, αρχικά το ιδεώδες μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας με βάση τον φεντεραλισμό απέβλεπε στην προστασία της δημοκρατίας από την εκτροπή της προς το ολοκληρωτικό, κυβερνητικό, εθνικό κράτος τελικά οι πολιτικές και οι οικονομικές εξελίξεις μεταπολεμικά έχουν οδηγήσει την Ε.Ε. στην ιδιαίτερη μορφή της συνένωσης του ομοσπονδιακού και του διακυβερνητικού μοντέλου.
Το ζήτημα της εθνικής ισχύος, του έθνους – κράτους, της δημοκρατικής νομιμοποίησης δεν είναι ασύνδετο από την μελλοντική οργάνωση της Ε.Ε. αλλά άμεσα συνδεδεμένο με την θεσμική της δομή. Το θέμα της υπερεθνικότητας, στην σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, έχει κυρίως ποιοτική διάσταση: σήμερα η Ε.Ε. δεν κυβερνάται από μια υπερεθνική ανώτατη αρχή υπεράνω των κρατικών κυβερνήσεων ούτε υπάρχει απευθείας λαϊκή νομιμοποίηση των μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που να διασφαλίζει την ανεξαρτησία τους.
Το ερώτημα είναι : αν υπήρχε τέτοιου είδους φεντεραλιστική εξουσία στην Ε.Ε., προς ποια κατεύθυνση θα λάμβανε αποφάσεις; Οι έννοιες της Δημοκρατίας, του Έθνους, του Λαού, του Ατόμου αλλά και οι πραγματικές αρχές των ιδεολογιών και των κινημάτων πολύ εύκολα διαστρεβλώνονται.
Ως απόδειξη ας αναφερθεί ότι π. χ πίσω από τον τίτλο «ευρωσκεπτικισμός» συγκεντρώνονται ταυτόχρονα εθνικιστές και πατριώτες, ευρωπαϊστές και αντιευρωπαϊστές, ευρωπαϊστές και ατλαντιστές, οπαδοί του εθνικού κράτους και οπαδοί της παγκόσμιας κυβέρνησης κ.ο.κ.
Επομένως, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς καθαρά, ιδιαίτερα όταν τα «στρατόπεδα» που διαμορφώνονται δεν είναι αυστηρώς περιχαρακωμένα αλλά, αντιθέτως, υπάρχουν επιπλέον ιδεολογικοί διαχωρισμοί (όπως π.χ. στην διαφορά φεντεραλισμού – ομοσπονδίας – κοινοτικής μεθόδου – διακυβερνητισμού).
Το ίδιο ισχύει και για τις χώρες που ανήκουν στην Ε.Ε., όπως με την Ελλάδα της οποίας το παράδειγμα είναι εξαιρετικά διδακτικό για αυτήν την εισπήδηση συμφερόντων : σύμμαχος και φίλη των Η.Π.Α. τάσσεται υπέρ του Γαλλογερμανικού άξονα, ανέκαθεν επιδιώκει το ομοσπονδιακό μοντέλο, επιχειρεί παράλληλα να αποτρέψει την δημιουργία Διευθυντηρίου και ως μικρή χώρα – που θέλει να αντιπροσωπεύεται στα θεσμικά όργανα – ζητά την ενίσχυση της «κοινοτικής μεθόδου». Η ίδια η κοινή γνώμη είναι σε πολλές περιπτώσεις πραγματικά ανενημέρωτη και ζητά ταυτόχρονα πράγματα αντιφατικά μεταξύ τους (π.χ. εθνική ανεξαρτησία και, την ίδια στιγμή, κοινή εξωτερική πολιτική).
Στην διάρκεια της εργασίας αυτής το πιο ενδιαφέρον στοιχείο υπήρξε η ανακάλυψη της «πνευματικής» Ευρώπης πίσω από την οποία στρατεύθηκαν συγγραφείς όπως οι Albert Camus, George Orwell, Ignazio Silone, Denis de Rougemont αλλά και η ύπαρξη «αιρετικών» προτάσεων από πολιτικούς, συνταγματολόγους και διανοούμενους.
Ξεχωρίζει η εκτίμηση του ευρωβουλευτή Δημ. Τσάτσου, ο οποίος χαρακτηρίζει ως ψευδές το δίλημμα μεταξύ ομοσπονδίας και διακυβερνητισμού και προτείνει μια υπέρβαση αυτής της αντίθεσης. Για τον σκοπό αυτό, προτείνει να βρεθεί ένα «νέο μέτρο σύνθεσης» το οποίο να αποτελεί την χρυσή τομή ανάμεσα στα δύο άκρα, δεδομένου ότι ο πλήρης φεντεραλισμός κρίνεται ως ανέφικτος.
Ξεχωρίζει, ακόμη, η τοποθέτηση του πρώην προέδρου της Commission Jacques Delors ο οποίος έχει λάβει θέση υπέρ μιας «Ομοσπονδίας Κρατών – Εθνών» με διπλή διάσταση (ομοσπονδιακή και εθνική) που θα σέβεται την εθνική κυριαρχία και τις διακυβερνητικές δομές. Τάσσεται, ακόμη, υπέρ της «κοινοτικής μεθόδου» και ζητά να αξιοποιηθεί η «ανοιχτή πρωτοπορία» στον θεσμό των «ενισχυμένων συνεργασιών».
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και η δημόσια παρέμβαση 5 σημαντικών Ευρωπαίων διανοούμεων, οι οποίοι ζήτησαν από μια ομάδα κρατών που αποτελούν τον πυρήνα της Ε.Ε. να προχωρήσουν σε «ενισχυμένη συνεργασία» στον τομέα της ΚΕΠΠΑ και να δεχθούν μια Ευρώπη διαφορετικών ταχυτήτων υπό τους όρους:
α) Η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. να διαμορφωθεί σύμφωνα με το Ελβετικό ομοσπονδιακό πρότυπο,
β) ο ευρωπαϊκός πυρήνας να έχει «ανοιχτές θύρες» προς τα υπόλοιπα μέλη ώστε να μην γίνει μια κλειστή λέσχη και
γ) να αποκτήσει η Ε.Ε. μια μορφή διακυβέρνησης πέραν του Εθνικού κράτους.
Από την άλλη πλευρά, στην διάρκεια συγκέντρωσης των τεκμηρίων της εργασίας αυτής, έγινε αντιληπτό ότι οι πολιτικοί που επεξεργάστηκαν το κείμενο του νέου Συντάγματος της Ε.Ε. έχουν επίγνωση ότι η Ε.Ε. δεν πρόκειται να μετεξελιχθεί σε ενιαίο κράτος : από την Συντακτική Συνέλευση, την Διακυβερνητική Διάσκεψη και την Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών προέκυψε ότι υπάρχει μια ομόφωνη άρνηση να γίνει η Ε.Ε. ένα ενοποιημένο σύνολο με ένα μοναδικό σύστημα εξουσίας, είτε αυτό λέγεται Δημοκρατία είτε αποκαλείται Συγκεντρωτισμός.
Το μεγάλο ζητούμενο, κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι να υπάρξει μια σύνθεση μεταξύ του ομοσπονδιακού γερμανικού προτύπου, του γαλλικού στόχου της δυναμικής και ανεξάρτητης Ευρώπης στο διεθνές πεδίο, και του αγγλικού πλαφόν της διακυβερνητικής συνεργασίας και των ισχυρών εθνικών ταυτοτήτων.
Το γεγονός ότι θα πρέπει και τα 3 ισχυρά κράτη της Ε.Ε. να μείνουν ικανοποιημένα αποτελεί, βεβαίως, επιβεβαίωση της ισχύος του διακυβερνητισμού στην Ε.Ε. αλλά, σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώνεται και η ισχύς του ομοσπονδιακού προτύπου παράλληλα, εφόσον δεν θεσμοποιείται κάποιου είδους «Διευθυντήριο» ή, αν νομιμοποιείται, δεν είναι κλειστό αλλά μπορεί αυτόματα να δέχεται οποιοδήποτε κράτος. Ρεαλιστικά, λοιπόν, η Ε.Ε. με το μοντέλο της «μεταβλητής γεωμετρίας» βρίσκεται πλέον στο μεταίχμιο και κινείται στις συμπληγάδες μεταξύ των γνωστών ομοσπονδιακών υποδειγμάτων, της δημοκρατίας των Η.Π.Α. και του ιδεατού φεντεραλισμού και όλα αυτά μέσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης.
Είδαμε, ακόμη, ότι η Ε.Ε. αποτελεί ένα μόρφωμα πρωτόγνωρο στις διεθνείς σχέσεις ( «Sui Generis», κατά την έκφραση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου).
Η κρατική εξουσία που σχεδιάζεται για την Ευρώπη οπωσδήποτε δεν θα είναι απόλυτα ομοσπονδιακή όπως στο εσωτερικό των Η.Π.Α. ή της Γερμανίας και η συνταγματική της δομή θα βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το επίπεδο ενός Προεδρικού Πολιτεύματος όπως στις Η.Π.Α. Στις Η.Π.Α. υπάρχει κοινή εθνικότητα (βρετανική καταγωγή), κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, κοινός πολιτισμός, αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, ενιαίο νόμισμα ενώ αντίθετα, στην Ευρώπη υπάρχουν διαφορετικοί γλωσσικοί κώδικες, πολλαπλές πολιτισμικές ιδιαιτερότητες καθώς και διαφορετικά θρησκευτικά σχήματα. Επιπλέον, δεν υπάρχει κοινή νομοθετική και κοινοβουλευτική παράδοση.
Επομένως, η Ευρωπαϊκή Ένωση δε μπορεί να λειτουργήσει ως κλίβανος μέσα στον οποίο θα ισοπεδώνονται οι διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες (melting pot) και θα εξαφανίζεται πλήρως η κυριαρχία των κρατών που την αποτελούν. Το πρόβλημα εστιάζεται κατά τη γνώμη μας, στην συνύπαρξη της εθνικής δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και στον τρόπο με τον οποίο διαφορετικοί ευρωπαϊκοί λαοί, οι οποίοι σήμερα είναι οργανωμένοι πολιτικά εντός των εθνικών τους κρατών, θα συμμετάσχουν στην διαδικασία οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής υπερεθνικής εξουσίας.
Το ερώτημα απαντάται μόνο αν γίνει αντιληπτό ότι κανείς ευρωπαϊκός λαός δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την εθνική του ασφάλεια (ακόμη και τα κράτη του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ που πρόσφατα απέκτησαν υποτυπώδης θεσμούς δημοκρατίας) προκειμένου να συμμετάσχει σε ένα ασαφές και απροσδιόριστο κρατικό μόρφωμα, έστω και ομοσπονδιακό.
Η άρση του ερωτήματος αυτού γίνεται έμμεσα εάν γίνει κατανοητό ότι οι λαοί της Ευρώπης δεν πρόκειται ποτέ να εκποιήσουν την εθνική τους ταυτότητα ενόψει της μελλοντικής οραματικής – ουτοπικής δημιουργίας ενός ομοσπονδιακού κράτους. Άρα η εθνική δημοκρατία και η ευρωπαϊκή δημοκρατία θα πρέπει να βρουν κινούμενες παράλληλα ένα κοινό πεδίο και αυτό το κοινό πεδίο να αποτελεί την Ε.Ε. λαών και εθνών. Το βασικότερο είναι να υπάρχει στην Ε.Ε. αυτή ουσιαστικός δημοκρατικός, λαϊκός έλεγχος. Οι οικονομικές κυρίως δομές, οι οποίες υιοθετούνται αυτή τη στιγμή από την Ε.Ε. δεν λύνουν προβλήματα δημοκρατίας, κυριαρχίας και – εν τέλει – νομιμοποίησης. Απαιτούνται επιπλέον εξισορροποιητικοί θεσμοί πολιτικής ολοκλήρωσης. Αν θεωρηθεί ότι η Ο.Ν.Ε. και η οικονομία της αγοράς μπορούν να υποκαταστήσουν την δημοκρατία, τότε τίθεται σε κίνδυνο και η δημοκρατία και η ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Σήμερα η δημοκρατική νομιμοποίηση εκφράζεται μέσω των εθνικών κυβερνήσεων. Είναι, όμως, αδιευκρίνιστα ακόμη τα όρια μεταξύ εθνικών κυβερνήσεων, Ευρωπαϊκή Επιτροπής και Συμβουλίου Υπουργών.
Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς με ποιόν τρόπο και για ποια θέματα αντλούν την νομιμοποίηση τους οι θεσμοί και τα όργανα της Ε.Ε. Προς το παρόν, η δημοκρατική νομιμότητα και η διαφάνεια με την λήψη κατά πλειοψηφία αποφάσεων δεν είναι εύκολο να υπάρξει. Και σήμερα στην Ε.Ε. αναπτύσσεται ένα κίνημα υπέρ της διαφάνειας που έχει ως κύρια αιτήματα να μην αποκτήσει η γραφειοκρατία της Ε.Ε. την δυνατότητα μιας ολοκληρωτικής συγκέντρωσης εξουσιών και, παράλληλα, να μην μειωθεί η ισχύς της εθνικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το κίνημα υπέρ της διαφάνειας επικρίνει την υπάρχουσα γραφειοκρατική ομάδα στελεχών της Ε.Ε., χαρακτηρίζει την Ε.Ε. με την μορφή αυτή ως «Σοβιετική Ένωση της Δύσης», αντιπαραβάλλει τους κοινοτικούς Επιτρόπους με «Κομισσάριους» και ζητά να καλυφθεί το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε.. Ξεχωρίζει, σε αυτήν την κατεύθυνση, η κριτική που ασκεί στην διαδικασία ψήφισης του νέου Συντάγματος της Ε.Ε. ο συνταγματολόγος Αντώνης Μανιτάκης : αναφέρει πως δεν μπορεί να οριστεί ως «συντακτική εξουσία» ο διορισμός από τις κυβερνήσεις εκπροσώπων τους που συζητούν διαβουλευόμενοι με την «κοινωνία των πολιτών» και προσθέτει πως αυτή είναι μια διακυβερνητική λειτουργία με μείζονα προβλήματα λαϊκής νομιμοποίησης και σφετερίζεται τον τίτλο του «Συντάγματος» της Ε.Ε.
Κατά την γνώμη μας, το πιο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να προσεχθεί στο μέλλον από την Ε.Ε. είναι οι σχέσεις της, αμφίδρομα, τόσο με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και με τα εθνικά κοινοβούλια. Για να υπάρχει πραγματική λαϊκή νομιμοποίηση, θα πρέπει όσοι υπηρετούν στην Ε.Ε. να έχουν πάντα την πλήρη στήριξη όχι από τις 25 κυβερνήσεις αλλά από το σώμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όπως σε ένα εθνικό κράτος η κυβέρνηση είναι η εκτελεστική εξουσία και η βουλή ασκεί την νομοθετική εξουσία, κατά τον ίδιο τρόπο σε μια υπερεθνική ένωση - όπως η Ε.Ε. - η Commission θα πρέπει να έχει το ρόλο της Ευρωπαϊκής Κυβέρνησης ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - και βέβαια ο θεσμός της συναπόφασης δεν αρκεί – θα πρέπει κατά αντιπαραβολή να έχει το ρόλο και τα πλήρη δικαιώματα μιας εθνικής βουλής για να υπάρχει δημοκρατικός έλεγχος και να τηρείται το ισοζύγιο των εξουσιών (checks and balances). Οι αποφάσεις στην Ε.Ε. θα πρέπει να λαμβάνονται από υπερεθνικά πρόσωπα, ανεξάρτητα έναντι των κρατικών κυβερνήσεων, και οι θεσμοί και τα όργανα να τηρούν την θεσμική ισότητα και ισορροπία.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ενισχυθούν τα ισχυρά κράτη υπό το πρόσχημα της προώθησης θεσμικών αλλαγών (πράγματι, αυτό φαίνεται να επιτυγχάνεται διότι και τα μικρότερα κράτη - αν θέλουν – μπορούν να προχωρούν σε ενισχυμένες συνεργασίες ενώ και με την μεταβλητή γεωμετρία ο ρόλος του διαπραγματευτικά αναβαθμίζεται).
Όσον αφορά στην γενικότερη θεσμική δομή της Ε.Ε. για τα επόμενα χρόνια, φαίνεται πως θα χαρακτηρίζεται από ασυμμετρίες, αποκλίσεις και ετερογένειες καθώς θα λειτουργεί σε 2 τουλάχιστον κύκλους : στον εσωτερικό κύκλο θα υπάρχουν τα κράτη της πολιτικά ενοποιημένης, ομοσπονδιακής Ευρώπης με ενιαία εξωτερική πολιτική, ενιαίο νόμισμα, κοινά σύνορα και βαθύτερες μορφές ενοποίησης ενώ στον εξωτερικό θα υπάρχουν τα κράτη μιας διακυβερνητικής Ευρώπης που δε θα συμμετέχουν πλήρως στην Ευρωπαϊκή πολιτική, που θα έχουν άνισα επίπεδα ανάπτυξης και που θα χαρακτηρίζονται από μια ανισοσκελή ολοκλήρωση.
Ξεχωρίζει, σε αυτό το σημείο, η εκτίμηση του εμπειρογνώμονα Παναγιώτη Ιωακειμίδη ο οποίος εκτιμά ότι η Ε.Ε. τελικά θα διαρθρωθεί σε ένα σχήμα ομόκεντρων κύκλων δίχως αυστηρό στεγανό χαρακτήρα : α) Πολιτική Ένωση με τα 9 κράτη που συμμετέχουν σε όλες τις διαδικασίες της Ε.Ε. όπως Ο.Ν.Ε., ΚΕΠΠΑ, Σένγκεν, β) Νομισματική Ένωση με τα κράτη του Ευρώ, γ) Εμπορική Ένωση με τα κράτη εκτός Ευρώ που συμμετέχουν σε κοινές πολιτικές, δ) Εξωενωσιακή Ευρώπη με τα κράτη εκτός Ε.Ε..
Σε αυτό το είδος Ευρώπης που προωθείται για το μέλλον, κεντρικό ζήτημα θα είναι ασφαλώς η γεωστρατηγικές πτυχές : οι σχέσεις Παλαιάς και Νέας Ευρώπης, οι σχέσεις με την Ρωσία, οι άξονες μεταξύ των πρωτευουσών των ισχυρών και των μικρότερων κρατών, οι σταθερές και οι περιστασιακές συμμαχίες. Κατά την δική μας εκτίμηση, ωστόσο, η εθνική ισχύς των ευρωπαϊκών κρατών δεν βρίσκεται στην στρατιωτική και οικονομική ισχύ αλλά επεκτείνεται κυρίως στο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Η πολιτισμική προσέγγιση είναι αυτή που οικοδομεί την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα για το σύνολο των κρατών της Ε.Ε. και δίνει στους Ευρωπαίους το αίσθημα της «κοινότητας» με τους άλλους λαούς. Για τον λόγο αυτό, οι ρίζες και η απήχηση του ευρωπαϊκού φεντεραλιστικού κινήματος ήταν σε διανοητές, συγγραφείς, ανθρώπους των τεχνών και αυτή η διάσταση ενώνει και συνδέει σήμερα τους πολίτες της Ε.Ε.
Η φιλοσοφία της Ε.Ε., επομένως, δεν συνδέεται με την άσκηση στρατιωτικής ισχύος και οικονομικής ηγεμονίας αλλά με την κατάργηση της χρήσης βίας. Στην καταπολέμηση του πολεμικού και οικονομικού εθνικισμού πρέπει να στοχεύει μια ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, ώστε να διατηρήσει την ειρήνη εντός των ευρωπαϊκών συνόρων και να εμποδίσει την εκτροπή των ευρωπαϊκών δημοκρατιών προς τον ολοκληρωτισμό.
Άρα, κατά την γνώμη μας, η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα πρέπει να βασίζεται στην Παράδοση, στον Πολιτισμό και στις Τέχνες και να εμπλουτίζεται προς αυτήν την κατεύθυνση όχι υπό τον έλεγχο των κρατικών κυβερνήσεων αλλά από την συνολική κοινή συνεισφορά των ελεύθερων Ευρωπαίων Πολιτών.
66 Η άτυπη διάσκεψη των 7 κρατών έγινε στο Λουξεμβούργο, υπό τον πρωθυπουργό Ζακ Κλοντ Ζανκέρ, λίγες ημέρες πριν την Σύνοδο Κορυφής τον Μάιο του 2003 των Αθηνών. Βλ. δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου