*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ



ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ            
«ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ»





Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ                                                                                                                  Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ                                                                               ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ-ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ                                                           &                                                                                                ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΘΝΩΝ




ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΘΗΝΑ, 1996



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

   Εισαγωγή: Μοντέλα για τον θεσμικό συμβιβασμό διεύρυνσης-εμβάθυνσης
                          Το ζήτημα της ευελιξίας στην Διακυβερνητική Διάσκεψη 1996
Κεφάλαιο 1: Νομικές πτυχές της διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης
                          Η εμπειρία του παρελθόντος εκ των Συνθηκών
Κεφάλαιο 2: Η μεταβλητή γεωμετρία & η επιχειρηματολογία
                         Εκθέσεις Shaeuble-Lamers, Ομάδας Προβληματισμού, Ευ. Επιτροπής
                         Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τορίνο
Κεφάλαιο 3: Η στρατηγική της διεύρυνσης & η διεύρυνση προς Ανατολάς
                          Δ.Ε.Ε., Ανατολικο-Ευρωπαϊκή Ένωση και Ost-Politik
                         Κεντρική Ανατολική Ευρώπη & Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Εθνών   
Κεφάλαιο 4: Πολιτική Άμυνα και Ένωση το 2000 (Protection Politique)
                          Πρωτόκολλο Στρατιωτικής Ένωσης – Petersberg & Αγ. Πετρούπολη
                          Η συμβατική σοφία
Κεφάλαιο 5: Σύζευξη Ευελιξίας-Διεύρυνσης
                         Οι προϋποθέσεις για την αποδοτικότητα της σχέσης
                         
Επίλογος
Βιβλιογραφία
      



ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η σταδιακή προσέγγιση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης                     στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των συμφωνιών εταιρικής σχέσης και συνεργασίας, των συμφωνιών σύνδεσης και των Ευρωπαϊκών Συμφωνιών αναφέρεται διαρκώς πλέον σε συνάρτηση με την έννοια της «μεταβλητής γεωμετρίας», η οποία                       το τελευταίο διάστημα έχει τεθεί στο επίκεντρο της δημοσιότητας, καθώς                       έχει διαπιστωθεί η ανάγκη για αναθεώρηση του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου               της Ε.Ε.
Ωστόσο, στον δημόσιο διάλογο που διεξάγεται παράλληλα με την πρόοδο                   των εργασιών της Διακυβερνητικής Διάσκεψης για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ έχουν κατατεθεί διάφορα μοντέλα ως προτάσεις για την λειτουργία της Ε.Ε. τις επόμενες δεκαετίες.
Τα μοντέλα αυτά στηρίζονται στην λογική της «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης», με την οποία –ανά καιρούς– συμβάδισε η Ε.Ε. προκειμένου να μην σημειωθούν ρωγμές στην δομή της και η οποία αποκτά ξανά ενδιαφέρον εν όψει                                 της επικείμενης νέας διεύρυνσης με την Κυπριακή Δημοκρατία, την Μάλτα                       και τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ή την Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Εθνών.
Τα μοντέλα αυτά επιχειρούν να συμβιβάσουν την ανάγκη να διευρυνθεί η Ε.Ε.                με την επίλυση των προβλημάτων που απορρέουν από την δομή του υφισταμένου θεσμικού συστήματος και έχουν ως στόχο να επιτύχουν την ομαλή ένταξη                  των κρατών που βρίσκονται στον ενταξιακό προθάλαμο δίχως να διαρραγεί                      το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Την βελτιωμένη εκδοχή όλων αυτών των προτάσεων αποτελεί το μοντέλο                      της «μεταβλητής γεωμετρίας», στο οποίο αποκρυσταλλώνονται τα πλέον θετικά στοιχεία τους με ταυτόχρονη προσπάθεια να εξαλειφθούν οι όποιες ενδεχομένως αρνητικές τους επιπτώσεις.
Στην μελέτη αυτή θα αναλυθούν εκείνες οι πτυχές του μοντέλου που προκύπτουν από την εμπειρία της «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» καθώς και                                  από τα ζητήματα που θα έλθουν στην επιφάνεια στο μέλλον όταν η Ε.Ε. διευρυνθεί με νέα μέλη.
Η «μεταβλητή γεωμετρία» θα τεθεί στο επίκεντρο της ανάλυσης στην εργασία αυτή διότι εκτιμάται ότι –υπό όρους– θα ήταν η πλέον πρόσφορη εναλλακτική λύση                για να ξεπεραστεί η αντίθεση ανάμεσα στην ανάγκη για διεύρυνση της Ε.Ε. με νέα μέλη και στο αίτημα για θεσμική εμβάθυνση νωρίτερα.
Η επέκταση του θεσμικού ελλείμματος στην Ε.Ε. θα οδηγούσε το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε παράλυση όσον αφορά την διαμόρφωση πολιτικής και την λήψη αποφάσεων.
Αξίζει, βεβαίως, να σημειωθεί το πρόβλημα ορισμού των εννοιών που υπάρχει            στον επιστημονικό κλάδο των Ευρωπαϊκών Σπουδών διότι λόγω του θεωρητικού του χαρακτήρα κάθε μελετητής προσδίδει διαφορετικό νόημα σε ευρέως χρησιμοποιούμενες έννοιες στο ευρωπαϊκό επίπεδο, π.χ. την αρχή της «ευελιξίας» (flexibility).
Στον όρο «ευελιξία» κωδικοποιείται ουσιαστικά ό,τι θα αποτελέσει το πεδίο                     της αναμέτρησης στην Διακυβερνητική Διάσκεψη (ΔκΔ).    
Η αρχή της «ευελιξίας» δίνει την δυνατότητα σε κράτη-μέλη της Ε.Ε. που επιθυμούν να συνεργαστούν σε επιμέρους θέματα ή τομείς (διότι οι θέσεις τους συμπίπτουν) να το κάνουν υπό ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις και μάλιστα                              με την δυνατότητα η συνεργασία αυτή να επεκταθεί και προς χώρες εκτός Ε.Ε., υποψήφιες προς ένταξη.
Το ζήτημα της «ευελιξίας» διχάζει κυριολεκτικά τα 15 κράτη της Ε.Ε. καθώς έχουν επικρατήσει 2 τάσεις ήδη στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Διάσκεψης.
Η πρώτη ομάδα αποτελείται από τα μεγάλα, ισχυρά κράτη και τα 6 ιδρυτικά μέλη, τα οποία τάσσονται υπέρ της «ευελιξίας» και της ενισχυμένης συνεργασίας.                Στην ομάδα αυτή, που αποτελεί και την πλειοψηφία, πρωταγωνιστεί ο άξονας Γερμανίας-Γαλλίας, οι οποίες επιδιώκουν να θεσπιστεί Γενική Ρήτρα                              για την «ευελιξία».
Την δεύτερη ομάδα αποτελούν τα μικρά κράτη-μέλη, τα οποία δέχονται την αρχή της «ευελιξίας» υπό το πρίσμα της διεύρυνσης αλλά αντιμετωπίζουν το θέμα                     με επιφυλάξεις, δεδομένου ότι αντιλαμβάνονται πως η εφαρμογή της ευελιξίας μπορεί να καταλήξει στην διαμόρφωση μιας Ένωσης όπου ορισμένα κράτη-μέλη προωθούν μιαν πολιτική στον Α’ ή στον Β’ τομέα, ανεξάρτητα αν με αυτήν συμφωνούν όλοι οι εταίροι.
Η ομάδα αυτή τάσσεται υπέρ της θέσπισης Ειδικών Ρητρών για την «ευελιξία» όταν αυτό καθίσταται αναγκαίο.
Η Ελλάδα διατυπώνει γενική επιφύλαξη στο θέμα της ευελιξίας εκτιμώντας                   ότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές της ενότητας της Ένωσης. Αξιοσημείωτο, ακόμη, είναι ότι η Συνθήκη για την Ε.Ε. δεν έλαβε καμίαν απολύτως πρόνοια για την διεύρυνση της Ένωσης, με αποτέλεσμα να έχει σήμερα δημιουργηθεί συνωστισμός στον προενταξιακό θάλαμο.   

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ                                                                                 ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ ΣΤΗΝ Ε.Ε.
Ο όρος «διαφοροποιημένη ολοκλήρωση» δεν χρησιμοποιείται πάντοτε ενιαία,                     με αποτέλεσμα να νοηματοδοτείται με διαφορετικό εκάστοτε περιεχόμενο.                                 Η H. Wallace έχει καταγράψει 11 εναλλακτικές δυνατότητες «διαφοροποιημένων μορφών ενοποίησης» («EUROPE: THE CHALLENGE OF DIVERSITY», LONDON, ROUTLEDGE, 1985») που υπήρχαν ανέκαθεν στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο.
Αυτές οι δυνατότητες σταδιακά εντάσσονται και στο πρωτογενές δίκαιο                           (το άρθρο 235 επιτρέπει, άλλωστε, την δράση εκτός των θεσμών της Ε.Ε. με ύπαρξη ομοφωνίας).
Γενικά, η «διαφοροποιημένη ολοκλήρωση» χαρακτηρίζει τις ισχύουσες ρυθμίσεις και πρακτικές των Συνθηκών που δεν επιτρέπουν σε ορισμένα κράτη της Ε.Ε.                να παρακολουθούν πλήρως (ή να συμμετέχουν σε) συγκεκριμένα πεδία                       της ενοποιητικής προσπάθειας. Χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα                     της παραχώρησης προθεσμιών από την Ε.Ε. προς τα κράτη-μέλη της                                 για την εκτέλεση οδηγιών λόγω της ύπαρξης και της αναγνώρισης ειδικών προβλημάτων (οι προθεσμίες αυτές μπορούσαν σε μεμονωμένες περιπτώσεις                να είναι εξαιρετικά μεγάλες αλλά πάντως υπήρχε πάντα μια καταληκτική ημερομηνία, μετά την παρέλευση της οποίας το κοινοτικό δίκαιο ήταν δεσμευτικό κατά τον ίδιο τρόπο για όλα τα κράτη-μέλη. Η ανώτατη διάρκεια αυτών                      των προθεσμιών ήταν τα 10 έτη).   
Για εξαιρετικές περιπτώσεις έκτακτων πολιτικών καταστάσεων η Συνθήκη προέβλεπε ανέκαθεν ειδικές ρυθμίσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί                  το συνημμένο στην Συνθήκη Ε.Ο.Κ. πρωτόκολλο περί εσωτερικού γερμανικού εμπορίου. Τα δυσεπίλυτα προβλήματα που θα προκαλούσε η εφαρμογή                        του εν λόγω πρωτοκόλλου μετά την ολοκλήρωση της δημιουργίας της εσωτερικής αγοράς δεν χρειάστηκε να αντιμετωπιστούν, δεδομένου ότι με την γερμανική ενοποίηση εξέλιπαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του.
Ήδη, από την αρχή της διαδικασίας ολοκλήρωσης η στενότερη συνεργασία μεταξύ ορισμένων κρατών-μελών σε συγκεκριμένους τομείς αποτελούσε αποδεκτή πρακτική –μόνον, όμως, όταν δεν απέβαινε εις βάρος των κοινοτικών πολιτικών και διαδικασιών. Παραδείγματα τέτοιων συνεργασιών αποτελούν η νομισματική ένωση Βελγίου-Λουξεμβούργου ή η συνεργασία των κρατών της BENELUX      (άρθρο 233 Συνθήκης της Ρώμης).
Τυπική περίπτωση «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» σε επίπεδο Συνθηκών αποτελούν οι διαφορετικής διάρκειας μεταβατικές περίοδοι που παραχωρούνται στα νέα κράτη-μέλη για την προσαρμογή του νομικού τους συστήματος                      στο Κοινοτικό Δίκαιο. Οι προθεσμίες αυτές ποτέ δεν υπήρξαν αόριστες αλλά καθορίζονταν συγκεκριμένα.
Όσον αφορά την Συνθήκη της Ε.Ε., είναι χαρακτηριστική η διατύπωση                        των διατάξεων των σχετικών με την οικονομική και νομισματική πολιτική, όπου γίνεται αναφορά σε «κράτη μέλη με ή χωρίς παρέκκλιση» (άρθρο 109 Κ).
Η ρύθμιση αυτή αποκαλύπτει τον θεμελιώδη χαρακτήρα της αρχής                                 της μεταβατικότητας, αφού μάλιστα εδώ η μεταβατικότητα κατοχυρώνεται                και με τις διατάξεις που θεσπίζουν τις διαδικασίες κατάργησής της.
Εξ άλλου, η ανά διετία υποχρεωτική επανεξέταση της εκπλήρωσης των κριτηρίων και ο έλεγχος της πορείας των 15 προς την ισότιμη συμμετοχή τους σε όλους               τους τομείς επιβεβαιώνει την αρχή αυτή.
Ο μεταβατικός χαρακτήρας τέτοιων περιπτώσεων διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης προκύπτει, όμως, κι από άλλες βασικές αρχές της Συνθήκης                      και –συγκεκριμένα– από την αρχή της αλληλεγγύης και της οικονομικής                         και κοινωνικής συνοχής, όπως θεμελιώνονται τόσο στο προοίμιο όσο και                      στις ουσιαστικές διατάξεις της Συνθήκης (π.χ. άρθρο Α δεύτερο εδάφιο                           και άρθρο Β πρώτο εδάφιο αντιστοίχως).
Οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Ε.) επιτρέπουν «διαφορετικούς ρυθμούς ολοκλήρωσης» στην βάση                        της συναίνεσης όλων των κρατών-μελών, ιδιαίτερα όσον αφορά την χρονικά απεριόριστη εξαίρεση –εφόσον ένα κράτος μέλος δεν πληροί τα κριτήρια συμμετοχής στην φάση γ’.
Από την άλλη πλευρά, δημιουργούν (στα πρωτόκολλα που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο και την Δανία) την βάση μιας μεταβλητής γεωμετρίας στον τομέα                         της νομισματικής πολιτικής: εφόσον το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ειδοποιήσει                      το Συμβούλιο ότι προτίθεται να περάσει στην φάση γ’, δεν υποχρεούται                           και να το πράξει∙ η Δανία έχει ήδη δηλώσει την πρόθεσή της να μην συμμετάσχει ενώ ανοιχτό είναι το ενδεχόμενο να γίνουν δημοψηφίσματα για τον λόγο αυτό.
Επίσης, το συνημμένο στην Συνθήκη για την Ένωση πρωτόκολλο περί κοινωνικής πολιτικής προβλέπει ότι η εφαρμογή των διαδικασιών και των θεσμικών μηχανισμών της Συνθήκης μπορεί να ζητηθεί και για την νομικώς αυτοτελή συμφωνία σχετικά με την κοινωνική πολιτική, την οποία συνήψαν μεταξύ τους              τα κράτη μέλη (με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο).
Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε περιπτώσεις διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης που ρητά προβλέπει η Συνθήκη και περιπτώσεις όπου αναπτύχθηκαν σχετικές πρακτικές χωρίς να αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες ρυθμίσεις της Συνθήκης.
Η Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση (Δ.Ε.Ε.) αποτέλεσε μιαν μορφή ολοκλήρωσης                 που βρισκόταν ανέκαθεν εκτός του θεσμικού πλαισίου της Κοινότητας
(Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφο στην Συνθήκη του Μάαστριχτ, η Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί «αναπόσπαστο μέρος της ανάπτυξης                                  της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Παράλληλα, όμως, δεν είναι όλα τα κράτη μέλη                        της Ένωσης μέλη της Δ.Ε.Ε. –ούτε και υποχρεούνται να γίνουν. Η αρχή                         μιας «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» στον τομέα της πολιτικής για την άμυνα στο πρότυπο μιας «μεταβλητής γεωμετρίας» επιβεβαιώθηκε με την απόφαση                  που έλαβαν στις 12 Δεκεμβρίου 1992 στο Εδιμβούργο οι αρχηγοί κρατών                        και κυβερνήσεων που συνήλθαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου,                     από την οποία προκύπτει ότι η Δανία δεν επιθυμεί να έχει συμμετοχή σε μέτρα αμυντικής πολιτικής αλλά, παράλληλα, δεν πρόκειται να εμποδίσει τα άλλα κράτη-μέλη να αναπτύξουν στενότερη συνεργασία στον εν λόγω τομέα).
Άλλο παράδειγμα αποτελεί η Σύμβαση περί Δικαιοδοσίας που, ενώ συνάφθηκε εκτός των Συνθηκών, εκχωρεί στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αρμοδιότητα νομολογίας.
Εντελώς έξω από το νομικό πλαίσιο των Συνθηκών βρίσκεται και η Συμφωνία                 του Σένγκεν σχετικά με την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα.              Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε την λήψη              των σχετικών μέτρων βάσει του άρθρου 7Α της Συνθήκης Ε.Ο.Κ.
(Η Συμφωνία του Σένγκεν ήταν σε αρμονία με τους στόχους της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. και επιτρέπει την προσχώρηση οποιουδήποτε κράτους μέλους το επιθυμεί.                  Ένα ακόμη παράδειγμα αποτελεί η Σύμβαση για το δίκαιο περί ευρεσιτεχνίας                  η οποία –ενώ ως προς το περιεχόμενο συνδέεται αναμφισβήτητα με την δημιουργία της εσωτερικής αγοράς– είναι νομικώς ανεξάρτητη από τις Συνθήκες και μάλιστα έχει δημιουργήσει ιδιαίτερη θεσμική δομή: Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας).
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί και να ληφθεί υπ’ όψιν στο τέλος του κεφαλαίου αυτού και εν όψει των επομένων ότι –σύμφωνα με την Συνθήκη του Μάαστριχτ–                        η «normalité» είναι η κοινή ταχύτητα όλων των κρατών και, βεβαίως,                              δεν αναγνωρίζονται «πολλαπλές ταχύτητες».   


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ                                                                                 Η ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ
 Α. Η ύπαρξη «πολλαπλών ταχυτήτων» ολοκλήρωσης επιτρέπει σε ορισμένα κράτη να συνεργάζονται πιο στενά σε συγκεκριμένους τομείς χωρίς να αποκλείουν                 στα υπόλοιπα να φθάσουν στο ίδιο επίπεδο συνεργασίας. Υπάρχει, ωστόσο,                  μια διαφορά ιδιαίτερα λεπτή μεταξύ «πολλαπλών ταχυτήτων» και «μεταβλητής γεωμετρίας».
Ο όρος «μεταβλητή γεωμετρία» (geometrie variable) αποτελεί παραλλαγή                       του μοντέλου των «πολλαπλών ταχυτήτων» (a plusieurs vitesses) με ένα πρόσθετο στοιχείο που προσδίδει μιαν επιπλέον δυνατότητα σε όλα τα κράτη της Ε.Ε.:                 τους επιτρέπει να δημιουργούν ιδιαίτερους συνασπισμούς στενότερης συνεργασίας και προχωρημένων βαθμών ολοκλήρωσης σε συγκεκριμένους τομείς.
Το μοντέλο της «μεταβλητής γεωμετρίας» στηρίζεται σε άξονες συνεργασίας μεταξύ των κρατών της Ε.Ε., άξονες που δεν θα είναι κατ’ ανάγκην μόνιμοι καθώς                κάθε χώρα-μέλος θα μπορεί να διαμορφώνει αυτόνομη πολιτική συμμαχιών                   για να προωθεί τα εθνικά της συμφέροντα.
Οι άξονες συνεργασίας θα είναι περισσότεροι από έναν και όχι αναγκαστικά                   με τους ίδιους συμμάχους (partners), θα μπορούν δηλαδή να μεταβάλλονται.
Ο στόχος του μοντέλου αυτού είναι διττός, σύμφωνα με τους υποστηρικτές του:                 α. Να διασφαλίσει τα εθνικά συμφέροντα των κρατών του ηγετικού, «σκληρού» πυρήνα της Ε.Ε. κατοχυρώνοντας αυτά τα κράτη έναντι της απειλής                             από την διαγραφόμενη διεύρυνση. Η απειλή αυτή είναι ο κίνδυνος να μετατραπούν σε μειοψηφικό συνασπισμό ακριβώς λόγω της επικείμενης κατάργησης                         του δικαιώματος αρνησικυρίας (veto) και της λήψης αποφάσεων με ομοφωνία.               Η προοπτική αυτή δίνει την δυνατότητα καθαίρεσης των «διευθυντηρίων» (directories) και ανταποκρίνεται στην λειτουργία μιας Συνομοσπονδίας.
Η μεταβλητή γεωμετρία αποκαθιστά, λοιπόν, τις θεσμικές ισορροπίες                             και αναδεικνύει έναν μόνιμο ηγετικό πυρήνα που συνεισφέρει στην σταθερότητα του εγχειρήματος της διεύρυνσης και ολοκλήρωσης στην Ευρώπη.
β. Να εξασφαλίσει τα εθνικά συμφέροντα και τις φιλοδοξίες των υπολοίπων κρατών που συμμετέχουν ισότιμα στην Ε.Ε. και δεν ανήκουν στην πρώτη ταχύτητα. Η ισότιμη συμμετοχή των κρατών αυτών στην Ε.Ε. δεν είναι ασυμβίβαστη με την ανάδειξη ηγετικού πυρήνα, διότι είναι νομικώς κατοχυρωμένα απέναντι στην Ε.Ε.
Με τον τρόπο αυτό, ενθαρρύνονται τα μικρά κράτη (που θα αποτελούν πλέον πλειοψηφία) να αυξήσουν την τοπική επιρροή τους στις χώρες εκτός Ε.Ε., προκειμένου να ενισχύσουν το κύρος τους εντός της Ε.Ε., να μεγιστοποιήσουν δηλαδή το ειδικό βάρος τους και –γιατί όχι;– να μπορέσουν να ενταχθούν                   στον ηγετικό πυρήνα.
Τα μικρά κράτη, επιπλέον, θα διαθέτουν την δυνατότητα να διαπραγματεύονται ισότιμα και να αναζητούν διαρκώς συμμαχίες και μάλιστα προς την κατεύθυνση και των μεγάλων κρατών του ηγετικού πυρήνα.
Η επιχειρηματολογία υπέρ της μεταβλητής γεωμετρίας στηρίζεται ακόμη                        στην άποψη ότι όπως σε μιαν δημοκρατική πολιτεία η πολιτική ισότητα δεν αναιρεί την δυνατότητα ανάδειξης πολιτικής ηγεσίας, κατά την ίδια λογική το ενιαίο πλαίσιο και η διατήρηση του θεσμικού ισοζυγίου της Ε.Ε. δεν αποκλείει σε κανένα κράτος την δυνατότητα συμμετοχής στον ηγετικό πυρήνα. Αντίθετα, μάλιστα,                 η ανάδειξη ηγετικού πυρήνα είναι πολιτικά επιβεβλημένη, προκειμένου                             να συνδυαστεί η θεσμική εμβάθυνση της Ε.Ε. με την διεύρυνση.
Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι, επομένως, ότι η μεταβλητή γεωμετρία βασίζεται στην αντίληψη πως η διαδικασία ολοκλήρωσης δεν είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα της μη συμμετοχής όλων των κρατών-μελών σε όλες τις από κοινού καθοριζόμενες πολιτικές ενώ συγχρόνως η απόφαση σχετικά με το θέμα της μη συμμετοχής μεμονωμένων κρατών-μελών και τους όρους εφαρμογής που θα ισχύουν                       στην συγκεκριμένη περίπτωση λαμβάνεται από κοινού σε όλα τα κράτη μέλη.
Η εφαρμογή των πολιτικών μπορεί να αφορά τον πυρήνα του κοινοτικού κεκτημένου, να αφορά μόνο τα νέα πεδία που δημιούργησε η Συνθήκη                            του Μάαστριχτ ή να επεκταθεί περαιτέρω σε νέα πεδία πολιτικής.
Πρόκειται για εικόνα «μαγνητικού πεδίου».
Σε αυτό το πεδίο, ο «σκληρός πυρήνας» θα ασκεί την έλξη του σε όλους                         τους «εκτός» και θα τους προτρέπει να βελτιώσουν τις οικονομικές επιδόσεις τους ώστε να ενταχθούν στην κοινοτική εμπροσθοφυλακή με την Ο.Ν.Ε.
Πάντως, οι Γερμανοί αντικατέστησαν τον «σκληρό πυρήνα»/«hard core»                         με την «πρωτοπορεία»/«avant garde», εννοώντας ότι ο δυναμικός πυρήνας                       δεν πρέπει να είναι κλειστός αλλά να αποτελέσει ένα μαγνητικό πεδίο                            για τις άλλες χώρες.
Β. Επισήμως, ο διάλογος για το περιεχόμενο της αναθεώρησης της Συνθήκης              του Μάαστριχτ εγκαινιάστηκε όταν δόθηκε στην δημοσιότητα η έκθεση Wolgang Shaeuble-Karl Lamers που πρότεινε να θεσμοποιηθεί στην Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996 η ιδέα της «μεταβλητής γεωμετρίας» ως μοντέλο                                  για την μελλοντική λειτουργία της Ε.Ε.
Βασική θέση του κειμένου αποτελεί η αντίληψη ότι της διεύρυνσης προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης πρέπει να προηγηθεί η εμβάθυνση                   και η εσωτερική σταθεροποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διεύρυνση, ωστόσο, πρέπει οπωσδήποτε να γίνει σύντομα, προκειμένου να μην υπάρξει                                 ένα αποσταθεροποιητικό κενό εξουσίας (power vacuum) στην Κεντρική Ευρώπη.
Η Γερμανία έχει, συνεπώς, θεμελιώδες συμφέρον να βρεθεί μια μέθοδος συμφιλίωσης μεταξύ των 2 αναγκών (για διεύρυνση και για εμβάθυνση) καθώς                  –στην απευκταία περίπτωση που δεν επιτύγχανε το εγχείρημα– τότε θα μπορούσε να κληθεί ή να μπει στον πειρασμό (λόγω των δικών της προβλημάτων ασφάλειας) να επιχειρήσει μόνη της να λύσει το ζήτημα της θέσης της στο επίκεντρο                       των συγκρούσεων της Ευρώπης με την παραδοσιακή, αποδεδειγμένα αποτυχημένη μέθοδο της άσκησης πολιτικής ηγεμονισμού.
Την διέξοδο προσφέρει –σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης– η ιδέα                       της «μεταβλητής γεωμετρίας», η οποία αποτρέπει την επικράτηση                                  των διακυβερνητικών μορφών συνεργασίας και της «κατ’ επιλογήν»                         Ευρώπης «a la carte».
H πρόταση για την προώθηση της οικοδόμησης της Ε.Ε. επί τη βάσει του μοντέλου της «μεταβλητής γεωμετρίας» έχει ως στόχο να μην υποστεί η Ε.Ε. τις συνέπειες   των φυγόκεντρων δυνάμεων και, ταυτόχρονα, να προλάβει διπλωματικά                       την όξυνση των προβλημάτων που έχουν ως τώρα παρατηρηθεί.
Οι δυσχέρειες αυτές είναι: α) το γεγονός ότι οι θεσμοί της Ε.Ε. δημιουργήθηκαν              για 6 κράτη αλλά καλούνται, πλέον, να λειτουργήσουν με 16 κράτη-μέλη,                       β) η διαφορετική αντίληψη των προτεραιοτήτων της Ε.Ε. σε κάθε κράτος-μέλος και γ) η ενίσχυση του «επιθετικού» εθνικισμού –επίσης σε όλα τα κράτη της Ε.Ε.– εξαιτίας των εσωτερικών προβλημάτων ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών               και των εξωτερικών απειλών που δημιουργεί η μετανάστευση.
Τις επίσημες γερμανικές θέσεις ανακοίνωσε αργότερα ο ΥΠ.ΕΞ. Κλάους Κίνκελ,               ο οποίος αποδέχθηκε την ιδέα της «μεταβλητής γεωμετρίας» μόνο στον βαθμό                 που θα μπορούσε να δώσει νέα ώθηση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, καθώς              «δεν μπορεί ο βραδύτερος να προσδιορίζει την ταχύτητα πλεύσης ολόκληρης                 της νηοπομπής» (“AGENCE EUROPE”, 22/2/1995). Ακόμη, το πρόγραμμα                      της κυβέρνησης Κωλ για την Διακυβερνητική προσδιορίζει ότι στην «νηοπομπή»  της Ε.Ε. υπάρχουν οι «βραδύτεροι». Έμμεσα, επομένως, αναγνωρίζει ότι υπάρχουν και «ταχείς».
Γ. Η Ομάδα Προβληματισμού που σχηματίστηκε από την Ε.Ε. θεωρεί                             ότι απαιτούνται «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και «ευέλικτες λύσεις»                                  που θα διαφυλάττουν πλήρως το κοινοτικό κεκτημένο και το ενιαίο θεσμικό πλαίσιο των 3 βάθρων της Ε.Ε.
Σύμφωνα με την τελική έκθεση της Ομάδας Προβληματισμού, στο μέλλον                      θα εξετάζεται σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά ως έσχατη λύση εάν πρέπει                         για προσωρινό διάστημα να επιτρέπεται διαφοροποιημένη ολοκλήρωση                            και ευλυγισία ως προς την υλοποίηση συγκεκριμένων πτυχών της ευρωπαϊκής πολιτικής (ενδεχομένως, μάλιστα, όταν υπάρχει εκπεφρασμένη γνώμη                          εκ των προτέρων όλων των κρατών-μελών).
Οι εξαιρέσεις θα είναι μηδαμινές (ή ελάχιστες) στον τομέα του ανταγωνισμού                και της εσωτερικής αγοράς ενώ θα υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία για τον αριθμό και την διάρκεια των ρυθμίσεων διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης στους πυλώνες της ΚΕΠΠΑ, της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων.
Το κοινοτικό κεκτημένο θα πρέπει να παραμείνει άθικτο ενώ θα λαμβάνονται                 τα αναγκαία μέτρα αλληλεγγύης προς τους «βραδυπορούντες», προκειμένου                να επιταχύνουν τον βηματισμό τους και να προσεγγίσουν τους υπολοίπους, καθώς δεν θα μπορεί να αφαιρείται από κανένα κράτος η δυνατότητα εμβάθυνσης                      σε μιαν δεδομένη δράση ή κοινή πολιτική που έχει νωρίτερα συμφωνηθεί                   από κοινού.
Στην έκθεση αυτή αναγνωρίζεται η ύπαρξη «διαφοροποιημένων ρυθμίσεων ολοκλήρωσης» στην Ε.Ε. που, όμως, προωθούνται και για την μελλοντική λειτουργία της (με καινούργιο στοιχείο ότι τέθηκαν πλέον συγκεκριμένοι όροι,                  οι οποίοι και εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης).
Δ. Από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τορίνο –με το οποίο ξεκίνησαν οι εργασίες για την Διακυβερνητική– προκύπτει πάντως σαφώς ότι θα παγιωθούν «νέες ευέλικτες διαφοροποιημένες μορφές ολοκλήρωσης» καθώς και ότι στον ηγετικό πυρήνα θα μπορούν να συμμετάσχουν και να ενταχθούν αυτόματα όλα τα κράτη που ικανοποιούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Ο σκληρός πυρήνας θα διατηρεί ανοιχτές πύλες προς τα υπόλοιπα κράτη που επιθυμούν να ενταχθούν                              σε περαιτέρω στάδιο ολοκλήρωσης («ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 4/4/1996).     
Στο τελικό κείμενο των κατευθυντηρίων γραμμών, οι αρχηγοί κρατών                            και κυβερνήσεων των 15 ζητούν από την Διακυβερνητική να εξετάσει «εάν και πώς πρέπει να εισαχθούν κανόνες που να επιτρέπουν σε ορισμένα κράτη μέλη                        να αναπτύξουν ενισχυμένη συνεργασία, ανοιχτή σε όλα τα μέρη… με πνεύμα αμοιβαίας πίστης και αλληλεγγύης» («ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 30/3/1996).
Ε. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξάλλου, έχει ταχθεί υπέρ της Ευρώπης της μεταβλητής γεωμετρίας, ξεκαθαρίζοντας ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να αποκλειστεί αυθαίρετα από την πρωτοπορεία της Ε.Ε., οι θύρες δεν θα είναι κλειστές                         και η ένταξη στον ηγετικό πυρήνα θα γίνεται αυτόματα μόλις εκπληρώνονται                        οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. 
Στην έκθεσή της για την ΔκΔ που υπέβαλε στο τέλος του έτους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ανανεώνεται η αντίθεσή της προς τις διαρκείς παρεκκλίσεις                           και εξαιρέσεις που χαρακτηρίζουν την «κατά παραγγελίαν» Ευρώπη, την οποία                η Commission απορρίπτει τελείως.
Η διεύρυνση, σύμφωνα με την έκθεση αυτή, επιβάλλει την εμβάθυνση στο θέμα των διαφοροποιημένων ρυθμών ολοκλήρωσης αρκεί τα κράτη μέλη που αποσπούν δικαίωμα αποστασιοποίησης από συγκεκριμένες πολιτικές της Ε.Ε.                                 να μην εμποδίζουν τα υπόλοιπα κράτη που επιθυμούν να προχωρήσουν                           με ταχύτερο ρυθμό.
ΣΤ. Στην κατεύθυνση της αποδοχής του μοντέλου της «μεταβλητής γεωμετρίας» κινείται και η νεώτερη έκθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας συνασπισμού κόμματος (Χριστιανοδημοκρατικού-Χριστιανοκοινωνικού) της Γερμανίας                         με την  οποία προτείνεται να γίνει η αποδοχή των πρώτων χωρών του κύκλου                            της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που εκπληρώνουν τις απαραίτητες πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις περίπου το έτος 2000.
Παράλληλα, προτείνεται να υπάρξει συνολική εγγύηση για τα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. μέσω της ένταξης των ουδέτερων κρατών-μελών στο ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με την έκθεση της CDU/CSU, προκειμένου να αποφευχθούν                     οι ομαδοποιήσεις των νοτιοδυτικών ή βορειοανατολικών μελών της Ε.Ε., θα πρέπει στον ηγετικό πυρήνα να συμπεριληφθούν –στην δεύτερη ταχύτητα, όμως–                       και η Ιταλία, η Ισπανία και η Μεγάλη Βρεττανία.
Όλα τα κράτη που θα συμμετέχουν στον ηγετικό πυρήνα, βεβαίως, δεν θα έχουν μόνο τα ίδια δικαιώματα αλλά και τις ίδιες υποχρεώσεις, χωρίς δυνατότητα                  opt-out.   




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ                                                                                 Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗΣ «ÖST-POLITIK» & Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρξε ο κατ’ εξοχήν θεσμός που συνέβαλε                                     στην σταθερότητα και ειρήνη του ευρωπαϊκού χώρου –και είναι ο θεσμός                     που, δείχνοντας ικανότητα προσαρμογής στα νέα δεδομένα, εμφανίζεται επίσης ως ο κατ’ εξοχήν κατάλληλος να συμβάλει στην εμπέδωση της δημοκρατίας,                της σταθερότητας, της ασφάλειας και ευημερίας σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.
Ούτε το ΝΑΤΟ ούτε άλλος ευρωπαϊκός θεσμός όπως λόγου χάρη το Συμβούλιο της Ευρώπης έχουν αυτές τις προϋποθέσεις. Για τον λόγο αυτό, το σύνολο                 των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και η Μάλτα και το δεύτερο ελληνικό κράτος –η Κύπρος– έχουν θέσει ως βασικό στόχο της εξωτερικής τους πολιτικής την ένταξή τους ως πλήρη μέλη στην Ε.Ε.
Επιπλέον, μετά το 1989 στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αναβίωσε ως νέα μορφή συλλογικής συνείδησης το εθνικό αίσθημα, προκειμένου                    οι κοινωνίες των κρατών αυτών να αποκοπούν από το πρόσφατο παρελθόν τους, τις δεκαετίες ανελευθερίας και καταπίεσης. Αναζητούν νέες μορφές συλλογικότητας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι μόλις οι χώρες αυτές αποκτούν την ανεξαρτησία τους, σπεύδουν να παραχωρήσουν τμήμα της εθνικής τους κυριαρχίας στην Ε.Ε.                        και να καταθέσουν αίτηση ένταξης.
Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη οικοδομείται ως σύγκλιση και υπέρβαση των εθνικών ταυτοτήτων –και μάλιστα, με συναίνεση και δημοκρατικές διαδικασίες. Οι πολίτες της Ε.Ε. προσπαθούν να οικοδομήσουν μιαν νέα συλλογικότητα, την Ευρωπαϊκή,     η οποία δεν θα ακυρώνει τις εθνικές τους ευαισθησίες.
Η Ένωση, από την πλευρά της, αντιμετωπίζει ως κύρια πρόκληση για απάντηση την διεύρυνση και μεγέθυνση της επιρροής της προς την Ανατολική Ευρώπη. Αναμφίβολα, η Γερμανία είναι η χώρα-μέλος που πιέζει για την γοργή διεύρυνση της Ε.Ε. προς Ανατολάς, προς τα κράτη του φυσικού γεωπολιτικού της χώρου,    της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
H Γερμανία επιθυμεί να δημιουργήσει ζωτικό χώρο προς την Κεντρική                             και Ανατολική Ευρώπη όχι μόνο με αγορές γαιών και με επενδύσεις στις πάλαι ποτέ γερμανοκρατούμενες περιοχές της Πομερανίας, της Σιλεσίας                                 και της Σουδητίας αλλά και με τον μεθοδικό αναπροσανατολισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (της οποίας ηγείται) προς την Ανατολική Ευρώπη.
Με δική της πρόταση, πάντως, συζητείται στην Διακυβερνητική η μερική ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Κ.Α.Ε.) στην Ε.Ε. για θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, καθώς συνειδητοποιείται ότι θα χρειαστεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να υπάρξει εναρμόνιση στην κοινωνική, αγροτική και βιομηχανική πολιτική.
Την ίδια στιγμή, οι επικριτές της διαδικασίας διεύρυνσης καταγγέλλουν                      μιαν έλλειψη πολιτικής βούλησης και φαντασίας ενώ οι αξιωματούχοι                           στις Βρυξέλλες παραδέχονται ότι η εμβέλεια του εγχειρήματος είναι πολύ μεγαλύτερη από τις αρχικές τους εκτιμήσεις (όταν δόθηκε η πρώτη υπόσχεση                   για ένταξη και νέων μελών στην Ε.Ε. τον Ιούνιο του 1993).
Η εντύπωση ότι η διεύρυνση σαν προτεραιότητα της Ε.Ε. υποχωρεί                               στο παρασκήνιο είχε ενισχυθεί από την άτυπη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε.                      στην Ισπανία: θεωρητικά, οι ηγέτες της Ένωσης έπρεπε εκεί να διεξάγουν διάλογο για την μορφή που θα αποκτήσει η Ε.Ε. στον 21ο αιώνα αλλά πολλοί μάρτυρες περιέγραψαν την Σύνοδο ως ελλιπώς προετοιμασμένη και σε μεγάλο βαθμό ανούσια. Αυτό που κατάφερε η Σύνοδος της Ισπανίας ήταν να συμφωνήσει                 σε ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της διεύρυνσης με πρώτο βήμα τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην ΔκΔ του 1996.
Πρόσφατα, εξάλλου, η Ευρωβουλή υϊοθέτησε απόφαση με την οποία διατυπώνονται επιφυλάξεις αναφορικά με την ταχεία διεύρυνση της Ε.Ε.                        και παρατίθενται μια σειρά όροι για να γίνουν δεκτές χώρες της Κεντρικής                     και Ανατολικής Ευρώπης. Οι προϋποθέσεις που έθεσε η Ευρωβουλή για τα πιθανά νέα κράτη-μέλη περιλαμβάνουν κύρια την λήψη μέτρων για την διασφάλιση                 των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις μεταρρυθμίσεις προς μιαν οικονομία                       της αγοράς και την λήψη μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος.
Αυτήν την στιγμή –εάν προσμετρηθούν όλες οι αναγκαίες γεωπολιτικές                            και οικονομικές παράμετροι– θεωρείται ότι ως αξιόπιστα εν δυνάμει μέλη της Ε.Ε. πιθανότατα γύρω στο έτος 2000 θα είναι η Πολωνία, η Τσεχία, η Ουγγαρία,                     η Κύπρος, η Μάλτα καθώς και η Σλοβενία. Το αποτέλεσμα, βεβαίως, θα είναι η Ε.Ε. να αποκτήσει σύνορα προς Ανατολάς με μιαν σειρά πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες και της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Εθνών (Κ.Α.Ε.) όπως η Λευκορωσία,                         η Ουκρανία και η Μολδαβία. Κάτι τέτοιο, αναπόφευκτα, προκαλεί προβλήματα ασφάλειας, ιδιαίτερα εάν τα νέα μέλη πρόκειται να ενταχθούν στην Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση (τον αμυντικό κλάδο της Ε.Ε.).
Ας συνυπολογισθεί ότι μακροπρόθεσμα θα υπαχθούν στην Ε.Ε. και θα συνδεθούν με την Δ.Ε.Ε. –αλλά δεν θα ενταχθούν στο ΝΑΤΟ– και η Εσθονία, η Λιθουανία                και η Λετονία.
Οι 3 χώρες της Βαλτικής θεωρούν ότι η καθυστέρηση της ένταξής τους στην Ε.Ε. καθιστά πλέον επιτακτική την σύνδεσή τους με την Δύση σε θέματα ασφάλειας, ασφάλεια την οποία δεν τους εξασφαλίζει η σχέση τους, αυτή του συνδεδεμένου μέλους της Δ.Ε.Ε.
Στις υπόλοιπες πολιτικές, γεγονός είναι ότι ελάχιστα έχουν εξεταστεί οι επιπτώσεις της διεύρυνσης της Ένωσης στην Κοινή Αγροτική πολιτική ή στα προγράμματα περιφερειακής βοήθειας που αντιστοιχούν στα 2/3 του ετησίου προϋπολογισμού της Ε.Ε. που ανέρχεται σε ύψος ECU 80 δις! Ειδικά η Πολωνία αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα ως προς το μέλλον της Κοινής της Αγροτικής Πολιτικής καθώς, για να αντιμετωπίσει το κόστος της εισδοχής, θα πρέπει στην κυριολεξία                         να ακολουθήσει μιαν πολιτική αφαίμαξης των σχετικών κοινοτικών κονδυλίων.
Όπως υπογραμμίζει ο διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων της Πράγας Όττο Πικ, εάν η Πολωνία γινόταν μέλος της Ε.Ε. με την σημερινή Κοινή Αγροτική Πολιτική, τότε η Ε.Ε. θα χρεωκοπούσε μέσα σε 6 μήνες.
Για τον λόγο αυτό, Πολωνοί υπουργοί ήδη προετοιμάζουν μιαν σειρά συνεργασιών με την Κοινότητα σε διαφόρους τομείς που υποδεικνύονται από την «Λευκή Βίβλο», η οποία καθορίζει τα στάδια της προενταξιακής στρατηγικής.
Αναμφίβολα, η διεύρυνση της Ε.Ε. προς Ανατολάς θέτει ερωτήματα οικονομικής προσαρμογής των νέων μελών, στα πρότυπα εκείνων που παρατηρήθηκαν κατά την αποδοχή της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (1982) και της Ελλάδας (1981).
Αν και τότε υπήρχε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο χάσμα μεταξύ του βιοτικού επιπέδου των μεσογειακών αυτών χωρών και των ήδη μελών της Ε.Ε., το χάσμα που χωρίζει τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με την Ε.Ε.                  είναι πολύ πιο αβυσσαλέο. 
Το μέγεθος του χάσματος που χωρίζει το βιοτικό επίπεδο των αναδυόμενων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης από τα μέλη της Ε.Ε. θέτει                     το ερώτημα κατά πόσον οι οικονομίες τους θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν              στις ανταγωνιστικές πιέσεις και στις υψηλές προδιαγραφές που επιβάλλει εκ των πραγμάτων η εσωτερική αγορά της Ε.Ε.
Από την άλλη πλευρά, η διεύρυνση θα πρέπει την κατάλληλη στιγμή                                να συμπεριλάβει την Ρουμανία, την Βουλγαρία, την Αλβανία –και ιδίως                           την Σλοβακία– με αποτέλεσμα να αναδειχθούν νέα προβλήματα, τα οποία                     θα μπορούσε να αποτρέψει η υπογραφή Ευρωπαϊκών Συμφωνιών με τις χώρες αυτές έγκαιρα.
Οι διευρύνσεις αντιμετωπίζονται κύρια με πολιτικά και στρατηγικά κριτήρια                 και κατά δεύτερο λόγο με μέτρημα και σύγκριση του οικονομικού τους κέρδους                 ή απώλειας της τιμής τους.
Άλλωστε, είναι σαφές ότι η Γερμανία από την εποχή του δόγματος «Drang Nach Osten»  και της «Öst-Politik» επείγεται να εντάξει στα δυτικο-ευρωπαϊκά σχήματα οικονομικής και αμυντικής ολοκλήρωσης την Κεντρική Ευρώπη, χώρο ζωτικής σημασίας για την ίδια.
Με τα άνωθεν πραγματικά δεδομένα, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μόνο     τα σχήματα περιφερειακής συνεργασίας μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες                 των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Εθνών (Κ.Α.Ε.). Ρεαλιστικοί στόχοι μπορούν να ειδωθούν                           η ανανέωση της συνεργασίας του Βίζεγκραντ –ίσως και του Μπρεστ Λιτόφσκ–              σε πολιτικό επίπεδο, η ενδυνάμωση της Κεντροευρωπαϊκής Συμφωνίας Ελευθέρου Εμπορίου και η ενίσχυση του Ο.Α.Σ.Ε. ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει αξιόπιστα και αποτελεσματικά τοπικές κρίσεις.         
Η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη θα είναι για το ορατό μέλλον σε όλα τα επίπεδα –ασφάλειας, οικονομίας και εμπορίου– μιαν ενδιάμεση ζώνη. Ανάμεσα                      σε μιαν ανασυγκροτούμενη ρωσσική ηγεμονία στον χώρο της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.                 και σε μιαν Δυτική Ευρώπη που θα παραμείνει στο άμεσο μέλλον                                     μια Διακυβερνητική Συνεργασία, η Κεντρική και η Ανατολική Ευρώπη                             και η Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Εθνών οδηγούνται σε έναν τρίτο σχηματισμό: την Ανατολικο-Ευρωπαϊκή Ένωση.
                              
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ                                                                                                  ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΜΥΝΑ, ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΑΓ. ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ  KAI ΕΝΩΣΗ ΤΟ 2000
Στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τορίνο αναφέρεται ότι:                «Οι επικεφαλής Κρατών και Κυβερνήσεων της Ε.Ε. ζητούν από την Διακυβερνητική να εξετάσει εάν και πώς μπορούν στην νέα Συνθήκη να τεθούν γενικές ή ειδικές ρήτρες με σκοπό να δοθεί η δυνατότητα σε ορισμένα κράτη μέλη να αναπτύξουν μιαν ενισχυμένη συνεργασία, προσπελάσιμη από όλους, συμβατή με τους στόχους της Ε.Ε., που να διαφυλάττει το κοινοτικό κεκτημένο και να σέβεται το ενιαίο θεσμικό πλαίσιο δίχως να νοθεύεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός».
Στην ανακοίνωση αυτή, ωστόσο, έδωσε νέα διάσταση ο Γερμανός καγκελλάριος Helmut Kohl, ο οποίος δήλωσε ότι το έτος 2000 θα έχει επιτευχθεί η Πολιτική Ένωση της Ευρώπης.
Οι συνέπειες αυτής της δήλωσης δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιηθεί.
Με την δήλωση αυτή ανατρέπεται στην ουσία η συμβατική σοφία που επικρατεί στην Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό χώρο σχετικά με την ερμηνεία των εξελίξεων, διότι σηματοδοτείται και επισήμως η αντιμετώπιση της επικείμενης διεύρυνσης                  με βάση πολιτικά κριτήρια και όχι με βάση το οικονομικό κόστος.
Για την ακρίβεια, η συμμετοχή στην Πολιτική Ένωση της Ε.Ε. δεν χρειάζεται καν    να εκπληρωθούν κάποια κριτήρια αλλά απαιτεί μόνο την ύπαρξη πολιτικής βούλησης.
Για την Ελλάδα, βεβαίως, αυτό σημαίνει ότι εφόσον (πριν καν ακόμη τεθεί                     σε κυκλοφορία το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα) υπάρξουν κράτη που θα επιλέξουν να συνεργαστούν (όχι στην Ο.Ν.Ε. αλλά) στην Πολιτική Ένωση, τότε                            αυτή θα συμμετέχει πλήρως –στην πρώτη ταχύτητα, μάλιστα.
Την ίδια στιγμή, στην Γερμανία συζητείται το ενδεχόμενο ορισμένα κράτη της Ε.Ε. να αναπτύξουν ενισχυμένη συνεργασία –κατά το πρότυπο μοντέλο της Ο.Ν.Ε.              και τον Μηχανισμό Ισοτιμιών Συναλλαγματικών (Μ.Ι.Σ.) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (Ε.ΝΟ.Σ.), εξ ου και η λέξη «ενοποίηση»–                            και να υπογράψουν πρωτόκολλο το οποίο θα δημιουργήσει ένα σύστημα κοινής άμυνας και αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση προσβολής                   της εδαφικής τους ακεραιότητας από εξωτερική επιθετική ενέργεια. 
Πρόκειται για την λεγόμενη «Πολιτική Άμυνα» (Protection Politique) που βασίζεται στην Δ.Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ και, ειδικά, στο πρωτόκολλο του Petersberg                               και –για την συγκεκριμένη περίπτωση– στην σύζευξή του με την Αγία Πετρούπολη και τον σχηματισμό της Ανατολικο-Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτή είναι μια ακόμα θετική πτυχή του μοντέλου της «μεταβλητής γεωμετρίας»               η οποία δεν έχει προβληθεί όσο θα έπρεπε και λειτουργεί αντίθετα με την συμβατική σοφία που περιορίζει το μοντέλο στις αρνητικές πλευρές της Ο.Ν.Ε.
Παράλληλα, το ενδεχόμενο αποβολής από την Ε.Ε. ή της επιβολής κυρώσεων εναντίον κρατών-μελών που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πλέον ανοιχτό και έχει συμπεριληφθεί στην ατζέντα της Διακυβερνητικής (σύμφωνα                με τον επίτροπο Μαρσελίνο Οριέχα, υπεύθυνο για την Διακυβερνητική Διάσκεψη που θα χαράξει το μέλλον της Ε.Ε.).
Ο Ευρωπαίος επίτροπος αρνήθηκε να αποκαλύψει ποια χώρα είχε την ιδέα αυτή αλλά υπογράμμισε ότι υπάρχουν πολλές χώρες που την υποστηρίζουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ                                                                                                   ΣΥΖΕΥΞΗ ΕΥΕΛΙΞΙΑΣ-ΔΙΕΥΡΥΝΣΗΣ
Η πολιτική αναμέτρηση στο πλαίσιο της Ε.Ε. μεταξύ των υποστηρικτών                        της διατήρησης του κοινοτικού κεκτημένου και των υποστηρικτών                                   της ευελιξίας/ευλυγισίας (η λέξη «flexibility» σημαίνει και «ενσάρκωση», «υλοποίηση») έχει οδηγήσει σε μιαν δημιουργική σύνθεση, η οποία αποτελείται               από ένα σύνολο συνθηκών εκ των ων ουκ άνευ για την αποδοτική λειτουργία               της διευρυμένης Ε.Ε.
Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να τελούν οπωσδήποτε σε αρμονία με την βασική πολιτική φιλοσοφία της Ε.Ε., με τα νομικά κείμενα και με την –υπό τροποποίηση– Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Κατ’ αρχάς, θεωρείται ως απαραίτητο να δοθεί σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. πλήρες δικαίωμα να συμμετέχουν στην διαμόρφωση των όρων της ευελιξίας.
Ως επιβαλλόμενη θεωρείται και η πρόβλεψη για μίαν, ενιαία νομική προσωπικότητα της Ε.Ε. ώστε να μην υπάρχει ξεχωριστή εκπροσώπηση για τα κράτη του ηγετικού πυρήνα (εφόσον βεβαίως θα είναι οι έννοιες που αναλύονται στην μελέτη αυτή                 το αποτέλεσμα της Διακυβερνητικής). 
Οι «βραδυπορούντες» δεν θα εμποδίζουν την εμβάθυνση στις πολιτικές της Ε.Ε., όμως η πλειοψηφία θα πρέπει να δέχεται την αδυναμία της μειοψηφίας                           και να την σέβεται. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα προχωρά στην ίδρυση διευθυντηρίου ή κλειστής λέσχης και θα ενισχύει την κοινοτική αλληλεγγύη.
Θα πρέπει, επίσης, να απαγορευθεί ρητά η σύσταση ιδιαιτέρων οργάνων                  από τα κράτη του «σκληρού πυρήνα» για να μην λειτουργούν παράλληλα                   με το κοινό θεσμικό πλαίσιο.
Οποιαδήποτε λύση προς την κατεύθυνση των διαφοροποιημένων μορφών ολοκλήρωσης θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από την αρχή της μεταβατικότητας.
Είναι, άλλωστε, λογικό –όπως είδαμε– να παραχωρούνται κατ’ εξαίρεσιν προθεσμίες προς τα κράτη της Ε.Ε., προκειμένου να συμμετάσχουν ομαλά                  στις διαδικασίες ολοκλήρωσης (αρκεί να είναι προσωρινού χαρακτήρα                            και να μην θέτουν σε κίνδυνο το κοινοτικό κεκτημένο).
Οι μεταβατικές περίοδοι, 5-12 ετών, θα πρέπει να οδηγούν σε πλήρη ένταξη                                και όχι σε κατηγοριοποίηση σε διαφορετικές ταχύτητες.    
Η διαφοροποίηση, άλλωστε, δεν είναι νοητό να διασπά την ισοτιμία σε θεσμικό επίπεδο των κρατών της Ε.Ε.
Δεν μπορεί, δηλαδή –με εξαίρεση την διαδικασία ψηφοφορίας στο Συμβούλιο                 που απαρτίζεται, βέβαια, από εκπροσώπους των κρατών μελών– να βρίσκει έκφραση στο θεσμικό επίπεδο.
Τυχόν αναγκαίες διαδικαστικές διαφοροποιήσεις πρέπει να περιορίζονται                     στο απολύτως αναγκαίο και αυτονόητα να έχουν και αυτές χαρακτήρα μεταβατικό ενώ θα πρέπει να αναφέρεται σαφώς η σχέση μεταξύ των κρατών               που αποτελούν τον «σκληρό πυρήνα» και την «περιφέρεια» της Ένωσης.
Ακόμη, οι διατάξεις που θα θεσπιστούν θα πρέπει να προβλέπουν την δυνατότητα τα κράτη-μέλη που επιθυμούν να προχωρήσουν ταχύτερα στην πορεία                        της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης να μπορούν να υϊοθετήσουν τα απαραίτητα μέτρα προς τον σκοπό αυτό.
Η μειωμένη συμμετοχή ή μη-συμμετοχή σε ορισμένους τομείς ή πολιτικές είναι επιτρεπτή στον βαθμό που διατηρείται η αντικειμενική αδυναμία ή η αιτία                   που αναγκάζει το κράτος μέλος να διαφοροποιείται.
Οπωσδήποτε, θα πρέπει να δοθεί στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) η δυνατότητα, μέσα από τις αποφάσεις του, να θέσει αυτό το πλαίσιο ερμηνείας και λύσεως των όποιων ερμηνευτικών μεθοδολογικών προβλημάτων προκύψουν.
Υπάρχουν, ασφαλώς, δεκάδες τεχνικά ζητήματα που μπορεί να προκύψουν                από την εκτεταμένη εφαρμογή της «μεταβλητής γεωμετρίας».
Μια μικρή καταγραφή συνεισφέρει στον προβληματισμό, εφόσον θέτει ερωτήματα για τα ενδεχόμενα:
α) Συνέχισης των χρηματοδοτήσεων προς τις 4 χώρες του Ταμείου Συνοχής ώστε να βοηθηθούν προκειμένου να ενταχθούν στην Ο.Ν.Ε. και τον ηγετικό πυρήνα, δηλ. θα περιλαμβάνει η αλληλεγγύη των κρατών μελών την υποστήριξη όσων επιθυμούν να ικανοποιήσουν τα κριτήρια ένταξής τους στον στενότερο κύκλο;
β) Άρνησης των κρατών που απέχουν από την πολιτική Συνοχής της Ε.Ε.                      να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς τον κοινοτικό προϋπολογισμό,
γ) Αποχής μιας ομάδας Ευρωβουλευτών από τις συζητήσεις στην Ευρωβουλή               για το τμήμα εκείνο της κοινωνικής πολιτικής στο οποίο η χώρα τους                             δεν συμμετέχει,
δ) Προσωρινής αποχώρησης και επανόδου στο ECO/FIN των υπουργών                        των κρατών που δεν συμμετέχουν στην ΟΝΕ,
ε) Θα διατηρηθεί η έως τώρα επιτευχθείσα ολοκλήρωση της Ένωσης                             ή θα σημειωθεί οπισθοχώρηση, τουλάχιστον για ορισμένα κράτη-μέλη;    
στ) Θα καθορίζονται από κοινού οι στόχοι και οι κανόνες των διαφόρων κύκλων ολοκλήρωσης από όλα τα κράτη που συμμετέχουν στην διαδικασία ολοκλήρωσης ή αυτόνομα από τον εκάστοτε κύκλο;
ζ) Θα εξαρτάται η συμμετοχή στους διάφορους κύκλους ολοκλήρωσης                         μόνον από αντικειμενικά κριτήρια και από την πολιτική βούληση κάθε κράτους-μέλους ή μπορεί να υπάρχουν «στεγανοί» κύκλοι; 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ                                                                                                   
Στο πλαίσιο της αναζήτησης του καλύτερου μοντέλου-υποδείγματος                              για την σύζευξη της διεύρυνσης με την θεσμική εμβάθυνση της Ε.Ε. έχει αναπτυχθεί μια αντίληψη οπτική σύμφωνα με την οποία τα σημερινά κράτη-μέλη                              θα προχωρήσουν προς βαθύτερες μορφές ενοποίησης ενώ παράλληλα                              οι υποψήφιες προς ένταξη σήμερα χώρες θα διατηρούν μιαν μορφή πολυμερούς συνεργασίας της Ε.Ε. είτε μιαν μορφή Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών. Η διεύρυνση, η οποία αποτελεί πολιτική αναγκαιότητα ύστερα από την πτώση               του υπαρκτού ανατολικού μοντέλου –την κατάρρευση του Ρωσσικού συνασπισμού– συνεπάγεται ότι οι περισσότερες ή και όλες οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Εθνών (Κ.Α.Ε.)               θα ζητήσουν και θα πετύχουν (όπως συνέβη και με άλλες χώρες σε προηγούμενες διευρύνσεις) μεταβατικές περιόδους που θα διαφέρουν  σε χρόνια σε αναλογίες              με την οικονομική κατάσταση της καθεμιάς.
Το πλέγμα των αναγκαίων βημάτων για την επιτυχή τους ένταξη στην Ε.Ε. ξεκινά ως προς την περιγραφή του λίγο μετά την λήξη των εργασιών της Διακυβερνητικής.
Κρίσιμο θα είναι και το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων για την διεύρυνση              του ΝΑΤΟ καθώς και για το καθεστώς Ε.Ε.-ΔυτικοΕυρωπαϊκής Ένωσης                            ή ΑνατολικοΕυρωπαϊκής Ένωσης και την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης                  σε Ομοσπονδία ή Κοινοπολιτεία.     
Όσον αφορά την αναθεώρηση του κοινοτικού προϋπολογισμού, θα πρέπει                   να αυξηθούν σημαντικά οι ίδιοι πόροι της Ε.Ε. και επιπλέον να δοθούν εισοδηματικές ενισχύσεις και αυξημένοι χρηματικοί πόροι από τα Διαρθρωτικά Ταμεία προκειμένου να διευκολυνθεί η σύγκλιση των χωρών που ζητούν                       να ενταχθούν στην Ε.Ε. με τις σημερινές χώρες-μέλη.
Σκοπός θα είναι να μην αναπαραχθούν νέες διαχωριστικές γραμμές σε κράτη               και πολίτες δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας.
Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να γίνουν σωστοί χειρισμοί κατά την διάρκεια                       της μεταρρύθμισης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής αλλά και γενικότερα                            στον σχεδιασμό των κοινοτικών πολιτικών. 
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει σήμερα το δίλημμα το οποίο αντιμετώπισε                η αμερικανική Συμπολιτεία στα τέλη του 18ου αιώνα: εάν θα αποτελέσει χαλαρή Συνομοσπονδία ή Κοινοπολιτεία ανεξαρτήτων κρατών που διατηρεί ανέπαφη               την εθνική κυριαρχία των επιμέρους Πολιτειών ή ενιαία Ομοσπονδία                                    με συγκεντρωτικούς μηχανισμούς εξουσίας που λειτουργούν με βάση την αρχή της αντιπροσωπευτικότητας και με αποκεντρωμένους θεσμούς διοίκησης.
Το δίλημμα στις Η.Π.Α. λύθηκε ύστερα από τον τετραετή εμφύλιο 1860-1864                   με την επικράτηση του Βορρά και την επιλογή της ενιαίας ομοσπονδίας.
Το μοντέλο της μεταβλητής γεωμετρίας προτείνει, αντίθετα, για την Ευρώπη                  των διαφορετικών γλωσσικών κωδίκων και των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων               την λύση της Συνομοσπονδίας κρατών με συγκλίνοντα εθνικά συμφέροντα                  και αμοιβαία αλληλεγγύη.
Σύμφωνα με τα ως τώρα δεδομένα, στην Διακυβερνητική θα θεσμοποιηθεί η Ε.Ε. της «μεταβλητής γεωμετρίας» και θα επιδιωχθεί να υπάρξουν ρυθμίσεις                           που θα επιτρέπουν τον σχηματισμό Συνασπισμού κρατών που επιθυμούν (Coalition of Willing) την βαθύτερη ενοποίηση, προκειμένου να εκπληρώσουν ταχύτερα τους στόχους τους.
Η προοπτική αυτή είναι αυτονόητο ότι θέτει θέμα επιλογής για όλες τις χώρες                και για κάθε χώρα ξεχωριστά ενώ εγείρει το δίλημμα της κρίσιμης απόφασης                και για την Ελλάδα.
Οι πρώτες ενδείξεις είναι ότι το καθοριστικό κριτήριο για τον διαχωρισμό                       στις 2 κατηγορίες θα είναι η αποδοχή ή μη της θέσπισης ειδικής πλειοψηφίας               στην λήψη των αποφάσεων προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο στόχος «διεύρυνση-εμβάθυνση».
Διαφωνίες παραμένουν, ωστόσο, ακόμη ως προς την ακαμψία του μοντέλου                και τον αυτόματο ή όχι χαρακτήρα της ένταξης στον ηγετικό πυρήνα που θεωρείται ότι είναι δύσκολο να λειτουργήσει όταν μπορεί να συμμετέχει εν δυνάμει κάθε κράτος της Ε.Ε., οπότε παύει να είναι σταθερός και ηγετικός.
Το ζήτημα αυτό θα αποτελέσει θέμα εντατικών διαπραγματεύσεων στην ΔκΔ.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
“L’ INTEGRATION DIFFERENCIEE”, INSTITUTE D’ ETUDES EUROPEENES, ULB, BRUXELLES, 1986.

“AGENCE EUROPE DOCUMENTS: REFLEXIONS SUR LA POLITIQUE EUROPEENE/DOCUMENT DU GROUPE PARLEMENTAIRE CDU/CSU DU PARLEMENT ALLEMAND SUR L’ AVENIR DE L’ UNIFICATION EUROPEENE” No. 1895/96, 7/9/94.

«Η ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ Ε.Ε.», ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΗ ΔΗΜ. ΤΣΑΤΣΟΥ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 9/2/1995.

«ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ», ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΛΑΖΑΡΙΔΗ, «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 1/12/1994.

«ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ Ε.Ε.» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΡΕ 203.601, 10/12/1993

“ENLARGED COMMUNITY: INSTITUTIONAL ADAPTIONS” ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, WORKING PAPER 17, ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, ΙΟΥΝΙΟΣ 1992.

«ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ Ε.Ε.» ΗΛΙΑ ΚΟΥΣΚΟΥΒΕΛΗ, ΕΚΔ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, ΑΘΗΝΑ 1995.

“BEYOND MAASTRICHT: THE ISSUES AT STAKE IN THE 1996 IGC”, THE PHILIP MORRIS INSTITUTE, THE SORBONNE-PARISJANUARY 31, 1995.

“EUROPEAN UNION: REPORT BY MR. LEO TINDEMANS TO THE EUROPEAN COUNCIL”, 29/12/1975, Bulletin of the European Communities.

«Η ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΗ ΘΕΣΜΟΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ», ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΜΚΟΥ, ΕΚΔ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ.

«ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ», ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ, ΕΚΔ. 1995, ΘΕΜΕΛΙΟ.

PREPARING FOR 1996 AND A LARGER E.U.” PETER LUDLOW, CEPS, BRUSSELS, 1995.

«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ Ε.Ε. ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ», ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ, ΕΚΔ. ΙΟΒΕ 1995.

“WHAT FUTURE FOR THE EUROPEAN COMMISSION?” E. DAVIGNON, N. ERSBOLL, ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ 1995, ΤΗΕ PHILIP MORRIS INSTITUTE.

«ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» Ν. ΣΚΑΝΔΑΜΗ, ΕΚΔ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 1994.

LA REVISION DES DISPOSITIONS FINANCIERES DU TRAITE”, ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΡ. 11 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1994.

“DOCUMENT REVISE POUR LE GROUPE DE TRAVAIL SUL LA CIG”, ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1995.

«ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ», ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, 5/12/1995, SN 520/1/95 REV 1.

«ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ 16/12/95, SN 400/95. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου