«Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΞΕΙΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1948
Κριτική στο βιβλίο του T.S. Elliot «Σημειώσεις για τον ορισμό της κουλτούρας»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό, το οποίο πραγματοποιεί αναφορές στην λειτουργία ενός Οργανισμού, σε μέλη μιας κοινωνίας κατά το πρότυπο ενός Κοινοτικού Πλαισίου για Στήριξη των σχεδίων επί χάρτου σε έναν καμβά για πίνακες και σε κληρονομικότητα προνομίων πρέπει να αναγνωστεί σε συνάρτηση με το άρθρο «Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΘΕΡΙΑΣ» και με βάση με τις σημειώσεις σε διάφορα κείμενα του συγγραφέα α) για το Αρχιμήδειο ρητό «δος μοι που στω και ταν γαν κινάσω», β) για το εποικοδόμημα του Μαρξ και τα ρητά του Χριστού, γ) για την δημιουργία ενός πολιτισμού και ενός Παγκοσμίου Κράτους από τον Γουέλς με μιαν «επιστημονική μέθοδο» και ένα μυστικό επίπεδο αστρονομικών γνώσεων. Πρέπει, επίσης, να ενταχθεί στα πλαίσια του ευρύτερου έργου του ιδίου του μεταφραστή να συνενώσει τα μέλη της κοινότητας Καμύ-Όργουελ-Καίσλερ-Βέϊλ.
Στο νέο του βιβλίο με τίτλο «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ»
ο κ. T.S. Elliot επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι μια πραγματικά πολιτισμένη κοινωνία
χρειάζεται ένα ταξικό σύστημα σαν τμήμα της βάσεώς του.
Φυσικά, μιλάει μόνον από την αρνητική πλευρά.
Δεν ισχυρίζεται πως υπάρχει κάποια μέθοδος
με την οποία μπορεί να δημιουργηθεί ένας υψηλός πολιτισμός.
Υποστηρίζει απλώς ότι ένας τέτοιος πολιτισμός δεν είναι πιθανόν να ανθήσει
όταν απουσιάζουν ορισμένες προϋποθέσεις, μία εκ των οποίων είναι οι ταξικές διακρίσεις.
Αυτό ανοίγει μιαν ζοφερή προοπτική διότι αφενός είναι σχεδόν σίγουρο ότι
οι ταξικές διακρίσεις παλαιότερης μορφής είναι πεθαμένες
και αφετέρου ο κ. Έλλιοτ έχει ισχυρές –τουλάχιστον– αποδείξεις εκ πρώτης όψεως/prima facie
για να στηρίξει τελικώς την υπόθεσή του.
Η ουσία του επιχειρήματός του είναι ότι τα υψηλότερα επίπεδα κουλτούρας έχουν επιτευχθεί αποκλειστικά
χάρη σε μικρές ομάδες ανθρώπων –είτε κοινωνικές ομάδες είτε περιφερειακά γκρουπ–
που ήταν ικανά να τελειοποιήσουν τις παραδόσεις τους για μακρά διαστήματα χρόνου.
Η πιο σημαντική από όλες τις πολιτισμικές επιρροές είναι η οικογένεια και η πίστη στην οικογένεια
είναι πιο ισχυρή όταν η πλειοψηφία των ανθρώπων την εκλαμβάνει ως δεδομένη
για να αντέξουν την ζωή ως το τέλος
στο κοινωνικό επίπεδο στο οποίο γεννήθηκαν.
Άλλωστε, εφόσον δεν έχουμε κανένα προηγηθέν δεδικασμένο για να στηριχθούμε,
δεν ξέρουμε πως θα ήταν μια αταξική κοινωνία.
Γνωρίζουμε μονάχα πως, αφού και πάλι θα πρέπει να υπάρχει διαφοροποίηση των λειτουργιών,
οι τάξεις θα πρέπει να αντικατασταθούν από τις «ελίτ», έναν όρο που ο κ. Έλλιοτ δανείζεται
–με εμφανή δυσαρέσκεια– από τον πάλαι ποτέ αποδημήσαντα Karl Mannheim.
Οι ελίτ θα σχεδιάζουν, θα οργανώνουν και θα διοικούν: ίσως δικαιολογημένα, ο κ. Έλλιοτ αμφιβάλλει
αν θα μπορέσουν να γίνουν οι φύλακες-πυλωροί που θα αναμεταδώσουν την κουλτούρα
και θα την μεταλαμπαδεύσουν, όπως έκαναν στο παρελθόν ορισμένες κοινωνικές τάξεις.
Εκ γενετής και κατ’ επιλογήν
Όπως πάντα, ο κ. Έλλιοτ επιμένει ότι η παράδοση δεν συνεπάγεται και λατρεία του παρελθόντος∙
Αντιθέτως, η παράδοση είναι ζωντανή μόνον όταν αναπτύσσεται.
Μια τάξη μπορεί να διατηρήσει μια κουλτούρα διότι αποτελεί αφ’ εαυτής έναν μεταβαλλόμενον οργανισμό.
Εδώ, όμως, ο κ. Έλλιοτ και με αρκετά περίεργο τρόπο δεν βλέπει και ως εκ τούτου χάνει
αυτό που θα μπορούσε να είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα στην υπόθεσή του: αυτό είναι, δηλαδή,
ότι μια αταξική κοινωνία που διευθύνεται από ελίτ μπορεί ταχύτατα να αποστεωθεί
–απλά διότι οι κυβερνήτες της έχουν την δύναμη να επιλέγουν τους διαδόχους τους
κι έτσι τείνουν πάντοτε να επιλέγουν ανθρώπους που τους μοιάζουν.
Οι κληρονομικοί θεσμοί
–όπως ίσως θα μπορούσε να είχε πει ο κ. Έλλιοτ–
έχουν την αρετή να είναι ασταθείς.
Πρέπει να είναι: διότι η εξουσία ανατίθεται σε ανθρώπους που
είτε είναι ανίκανοι να την κρατήσουν
είτε την χρησιμοποιούν για σκοπούς στους οποίους δεν αποσκοπούσαν οι πρόγονοί τους.
Είναι αδύνατον να φανταστούμε οποιοδήποτε κληρονομικό σώμα
που να διαρκεί τόσο πολύ και με τόσες λίγες αλλαγές
όσο ένας οργανισμός
–όπως η Καθολική Εκκλησία–
που δέχεται μέλη μέσω υϊοθεσίας.
Και μπορούμε να σκεφθούμε, τουλάχιστον, ότι ένας άλλος εξουσιαστικός οργανισμός
που δέχεται μέλη με υϊοθεσία, το Ρωσσικό Κομμουνιστικό Κόμμα, θα έχει κι αυτό μιαν ιστορία όμοια.
Εάν σκληρύνει και σχηματιστεί σε τάξη, όπως ορισμένοι παρατηρητές πιστεύουν πως ήδη κάνει,
τότε θα αλλάξει και θα εξελιχθεί, όπως κάνουν πάντοτε οι τάξεις.
Εάν, όμως, συνεχίσει να επιλέγει τα μέλη του από όλα τα στρώματα της κοινωνίας
και, κατόπιν, να τα εκπαιδεύει στην επιθυμητέα νοητική βούληση,
θα μπορούσε να διατηρήσει την μορφή του σχεδόν αναλλοίωτη από γενιά σε γενιά.
Στις αριστοκρατικές κοινωνίες, ο εκκεντρικός αριστοκράτης είναι μια φιγούρα οικεία
αλλά ο εκκεντρικός κομμισσάριος
σχεδόν αποτελεί αντίφαση των όρων, σχήμα οξύμωρον.
Αν και ο κ. Έλλιοτ δεν κάνει χρήση αυτού του επιχειρήματος, υποστηρίζει πάντως ότι
ακόμα και ο ανταγωνισμός μεταξύ τάξεων μπορεί να αποδώσει καρπούς
για την κοινωνία ως σύνολο.
Και πάλι, αυτό είναι πιθανότατα ορθόν.
Ωστόσο, σε όλο το βιβλίο συνεχίζει να έχει κανείς την αίσθηση
ότι υπάρχει κάτι λάθος
κι ότι και ο ίδιος ακόμα
έχει επίγνωση αυτού.
Το γεγονός είναι ότι τα ταξικά προνόμια, όπως και η δουλεία,
έχουν απωλέσει την βάση στήριξής τους
και δεν είναι υποστηρίξιμα πλέον.
Συγκρούονται με ορισμένα ηθικά αξιώματα που ο κ. Έλλιοτ μοιάζει να ενστερνίζεται
(αν και διανοητικά μπορεί να διαφωνεί μαζί τους). Σε όλο το βιβλίο, η στάση του είναι αμυντική.
Όταν οι ταξικές διακρίσεις γίνονταν ενεργά πιστευτές, δεν θεωρούνταν αναγκαίο να τις συμφιλιώσουν
ούτε με την κοινωνική δικαιοσύνη ούτε με την αποτελεσματικότητα.
Η ανωτερότητα των κυρίαρχων τάξεων αναγνωριζόταν ως αυταπόδεικτη
και, σε κάθε περίπτωση, η υπάρχουσα τάξη
ήταν ό,τι είχε κανονίσει και προστάξει ο Θεός.
Ο άδοξος θάνατος του σιωπηλού Μίλτωνος ήταν μια υπόθεση θλιβερή
αλλά δεν μπορεί να επανέλθει στην από δω πλευρά του τάφου.
Δεν είναι, ωστόσο, αυτό το οποίο λέει ο κ. Έλλιοτ.
Θα ήθελε, λέει, να δει να υπάρχουν συνάμα τάξεις και ελίτ.
Θα έπρεπε να είναι φυσιολογικό για τον μέσο άνθρωπο να υποφέρει την ζωή
στο προκαθορισμένο από την μοίρα κοινωνικό του επίπεδο
αλλά, από την άλλη, ο σωστός άνθρωπος πρέπει να είναι ικανός να βρει τον δρόμο του για μια σωστή δουλειά.
Λέγοντάς το, μοιάζει να παραιτείται από την υπεράσπιση ολόκληρης της υποθέσεώς του.
Διότι εάν οι ταξικές διακρίσεις πρέπει από μόνες τους να είναι επιθυμητέες,
τότε η σπατάλη του ταλέντου του ή η έλλειψη αποτελεσματικότητας σε υψηλές θέσεις
είναι σχετικώς άνευ σημασίας.
Αντί τα αταίριαστα τμήματα της κοινωνίας να κατευθυνθούν προς τα πάνω ή προς τα κάτω,
θα έπρεπε να μάθουν να είναι ευχαριστημένα εκεί που βρίσκονται.
Ο κ. Έλλιοτ δεν το λέει αυτό: πράγματι, πολύ λίγοι άνθρωποι στην εποχή μας θα το έλεγαν.
Επομένως, ο κ. Έλλιοτ πιθανότατα δεν πιστεύει στις ταξικές διακρίσεις
με τον ίδιον τρόπο που πίστευαν σε αυτές οι παππούδες μας.
Η συναίνεσή του σε αυτές είναι μόνο από την αρνητική όψη.
Δηλαδή, δεν μπορεί να δει πώς ο οποιοσδήποτε αξιόλογος πολιτισμός μπορεί να επιβιώσει
σε μιαν κοινωνία όπου οι διαφορές που πηγάζουν από το κοινωνικό περιβάλλον ή την γεωγραφική καταγωγή
έχουν εξαλειφθεί.
Είναι δύσκολο να δοθεί οποιαδήποτε θετική απάντηση σε αυτό.
Κατά τα φαινόμενα, οι παλιές κοινωνικές διακρίσεις εξαφανίζονται παντού
επειδή καταστρέφεται η οικονομική τους βάση.
Πιθανόν, τάξεις νέες κάνουν την εμφάνισή τους ή γίνεται ήδη ορατή μια αυθεντικά αταξική κοινωνία
που ο κ. Έλλιοτ υποθέτει ότι θα είναι μια κοινωνία δίχως κουλτούρα.
Μπορεί να έχει δίκαιο αλλά, σε κάποια σημεία, ο πεσσιμισμός του μοιάζει υπερβολικός.
«Μπορούμε με κάποια αυτοπεποίθηση να βεβαιώσουμε» λέει «ότι η ίδια η εποχή μας
είναι μια περίοδος παρακμής, ότι τα επίπεδα της κουλτούρας είναι χαμηλότερα απ’ ό,τι πριν 50 χρόνια και ότι
η απόδειξη αυτής της παρακμής είναι ορατή σε κάθε τμήμα της ανθρώπινης δραστηριότητας».
Αυτό φαίνεται αληθινό όταν σκέφτεται κανείς τα φιλμ του Χόλλυγουντ ή την ατομική βόμβα
αλλά λιγότερο αληθινό όταν σκέφτεται τα ρούχα και την αρχιτεκτονική του 1898
ή πώς ήταν η ζωή εκείνην την εποχή για έναν μη-απασχολούμενο εργάτη στο Ανατολικό Λονδίνο.
Σε κάθε περίπτωση, όπως ο ίδιος ο κ. Έλλιοτ παραδέχεται στην αρχή,
δεν μπορούμε να αντιστρέψουμε την τρέχουσα τάση με συνειδητή δράση.
Οι κουλτούρες δεν κατασκευάζονται,
αναπτύσσονται οικεία βουλήσει.
Είναι αυτό αρκετό για να ελπίζουμε ότι η αταξική κοινωνία θα αποθησαυρίσει με μυστικότητα
μιαν ξεχωριστή, προσωπική της κουλτούρα;
Και πριν ξεγράψουμε την δική μας εποχή ως αμετακλήτως καταραμένη,
δεν αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Matthew Arnold και ο Σουϊφτ και ο Σεξπηρ
–για να γυρίσουμε την Ιστορία μόνο 3 αιώνες πίσω–
δεν ήταν όλοι εξίσου βέβαιοι ότι ζούσαν σε μιαν περίοδο παρακμής;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου