«ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 1944
Κριτική στο βιβλίο του L.L.Schucking «Η κοινωνιολογία του λογοτεχνικού γούστου»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το άρθρο αυτό αποτελεί απάντηση του συγγραφέα προς τον εκδότη Jonathan Cape για την απόρριψη της έκδοσης του βιβλίου «Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ». Πρέπει να διαβαστεί σε σύνδεση με τα άρθρα: «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» και «ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» καθώς και σε σχέση με την διάλεξη του Αλμπέρ Καμύ στην Στοκχόλμη για την Τέχνη
Αυτή η ενημερωμένη αλλά ασύνδετη μελέτη επιχειρεί να ερμηνεύσει
την διαφοροποίηση του λογοτεχνικού γούστου από την μιαν εποχή στην άλλη καθώς και να δείξει
γιατί συμβαίνει ακόμα και ένας συγγραφέας σαν τον Σεξπηρ –ο οποίος γενικά εκτιμάται– να αποτελεί αντικείμενο
θαυμασμού
για εντελώς διαφορετικές αιτίες, σε διαφορετικές περιόδους.
Οι λογοτεχνικές προτιμήσεις μπορούν να ερμηνευθούν είτε ως μια αντανάκλαση των τρεχουσών συνθηκών
από κοινωνικής πλευράς είτε ως κάτι δημιουργηθέν εκ των άνω,
ούτως ειπείν, από συγγραφείς εξαιρετικού ταλέντου.
Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να θεωρήσει ως κυρίαρχον
παράγοντα είτε τον συγγραφέα είτε το κοινό.
Ο Δρ. Schucking –ενώ συγκατανεύει κατά μεγάλο μέρος στην επιρροή των συγγραφέων ως ατόμων,
των λογοτεχνικών κλικών και των επιχειρηματιών– λαμβάνει την δεύτερη θέση.
Οι καλλιτέχνες, γενικώς, παράγουν αυτό το οποίο τους ζητούν κι έτσι οι αλλαγές στην τεχνική
μπορούν να παράγονται από εντελώς μηχανικές αιτίες.
Χάριν παραδείγματος, φαίνεται πως ο λόγος
–σε κάθε περίπτωση, ο άμεσος λόγος– που τα
αγγλικά μυθιστορήματα λιγόστεψαν στην αρχή του 19ου αιώνα
υπήρξε μια απόφαση των δανειστικών βιβλιοθηκών. Η τρίτομη νουβέλα είχε γίνει οικονομικά ασύμφορη
κι έτσι έπρεπε να φύγει. Ακόμα και τέτοια πράγματα όπως η έλλειψη ή η πληθώρα χάρτου
μπορούν να επηρεάσουν την λογοτεχνική φόρμα ή μορφή.
Τα πιο ενδιαφέροντα συμβάντα στο βιβλίο του Δρα. Schucking είναι πιθανότατα εκείνα όπου
εντοπίζεται η σχέση μεταξύ του κλασσικισμού και της αριστοκρατικής κοινωνίας.
Δεν πρόκειται απλά για το ότι «η ωραία μορφή» εκτιμάται καλύτερα σε μιαν μικρή,
ομογενοποημένην κοινωνία ενώ οι ημιμαθείς σχεδόν πάντοτε βρίσκουν αποκρουστική αυτήν που φαίνεται
ως η παγερότητα και η κενότητα του κλασσικισμού.
Πρόκειται για το ότι, επιπλέον, οι αριστοκράτες αντιδρούν στο συναισθηματικό πάθος και στην βία
αλλά παράλληλα και στον νατουραλισμό –επειδή γνωρίζουν ότι είναι πράγματα επικίνδυνα γι’ αυτούς:
«Η ζωή του αριστοκράτη κυριαρχείται από την παράδοση, η οποία –από την οπτική του άποψη–
πρόκειται να είναι ισχυρή διότι ολόκληρη η ύπαρξίς του εξαρτάται από την κληρονομικότητα.
Η ιδιόκτητη περιουσία, που αποτελεί μια περαιτέρω αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξή του,
εμπεριέχει έναν επιπρόσθετο πειρασμό, μια πρόκληση, μιαν έλξη προς την απόλαυση της ζωής,
μιαν απόλαυση που ραφινάρεται σε βαθμό τελειοποίησης και εξαγνίζεται
με το κληροδοτημένο χαρακτηριστικό της αναζήτησης για την φόρμα∙
η φόρμα αποκτά, επιπλέον, μιαν εκπληκτική σημασία και σπουδαιότητα
από το γεγονός ότι αποτελεί το πιο ακριβό και ακριβές μέσο κοινωνικής διαφοροποίησης…
Το χαρακτηριστικό στυλ, ο τρόπος ζωής και οι εξωτερικές διεκδικήσεις που βασίζονται στην φόρμα
κάνουν επιπροσθέτως τον αριστοκράτη αντίθετο στον ατομικισμό και ευνοούν την δημιουργία τύπων.
Η ολοκληρωτική έκθεση και αποκάλυψη της ζωής των συναισθημάτων –καθώς είναι εντελώς ανελέητη
εκφραστικά– είναι, άρα, αποκρουστική σε αυτόν. Είναι πάντα τα αποκαλυπτικά πράγματα
αυτά που πρέπει να καταπιέζονται με κάθε τίμημα».
Λόγω της οπτικής του συγγραφέα που έχει ο Δρ. Schucking, είναι πιθανόν ότι μάλλον υπερτονίζει το πλεονέκτημα
που έχει η μεσαίας τάξης κοινωνία έναντι μιας αριστοκρατικής κοινωνίας.
Είναι, όμως, αλήθεια ότι στην καπιταλιστική κοινωνία η εξάρτηση του καλλιτέχνη από τους πάτρωνές του
είναι λιγότερο ευθεία και ταπεινωτική σε σύγκριση με προηγούμενες εποχές.
Όπως δείχνει ο κ. Schucking, η εμφάνιση του εκδότη-εμπόρου υπήρξε ένα σημαντικό σημείο καμπής
στην ιστορία της λογοτεχνίας. Αμέσως μόλις τα βιβλία ξεκίνησαν να πωλούνται μέσω συνδρομών,
ο συγγραφέας έγινε ο υπηρέτης μιας κάστας παρά ατομικά ανεξάρτητος και, όταν αυτά εξελίχθηκαν
σε κανονική εμπορική σπέκουλα, ήταν υπόλογος αποκλειστικά στο άμορφο και αμόρφωτο ευρύ κοινό
που δεν γνώριζε πολύ καλά τι ήθελε και που θα άκουγε με σεβασμό –ή θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση,
να ακούσει– τους κριτικούς.
Ένα από τα αποτελέσματα αυτού ήταν μια βελτίωση στο στάτους του καλλιτέχνη.
Σε προηγούμενες εποχές ο καλλιτέχνης ήταν απλά ένα αρκετά ακριβό
και κατώτερο είδος υπηρέτη: ο ποιητής που εμφανίζεται
ως πρωταγωνιστικός χαρακτήρας στον «Τίμωνα τον Αθηναίο»
σκιαγραφείται ως ένα τσιράκι, ως ένα παράσιτο.
Μόνο στον 19ο αιώνα, όταν ο καλλιτέχνης χειραφετήθηκε οικονομικά, έγινε ικανός να ξεκινήσει να αποκτά
μιαν εξυψωτικήν εικόνα για τον εαυτό του και να ενδώσει σε θεωρίες όπως «η τέχνη για την τέχνη».
Όμως, το τι μπορούσε ή δεν μπορούσε να γράψει κρινόταν και αποφασιζόταν ακόμα, εν μέρει,
από μη-λογοτεχνικές εκτιμήσεις μεταξύ των οποίων ο κ. Schucking απαριθμεί την τρέχουσα αντίληψη
περί σεξουαλικής ηθικής, το σύνηθες μέγεθος του οικογενειακού κύκλου, την επικράτηση της συνήθειάς του
να πηγαίνει για καφέ, τις τυραννικές αποφάσεις των εκδοτών και, ακόμη, την προσωπικά αρέσκεια του συγγραφέα
για δημοσιότητα.
Το συμπέρασμα φαίνεται να είναι πως ο καλλιτέχνης –και, οπωσδήποτε, ο συγγραφέας–
περνά καλύτερα κάτω από τον καπιταλισμό παλαιού τύπου
αλλά, στην ουσία, παραμένει επαγγελματίας μεταπράττης που κυριαρχείται, στην τελευταία ανάλυση,
από τους πελάτες του.
Επεξηγώντας την μόδα της λογοτεχνίας, ο Δρ. Schucking δεν δίνει ίσως αρκετήν βαρύτητα στην παράδοση
και λέει ελάχιστα για την επιρροή που έχει η δομή της γλώσσας σε κάθε εθνική λογοτεχνία.
Η έμμετρη ποίηση των αγγλικών, για παράδειγμα, πρέπει να οφείλη
μερικά χαρακτηριστικά της στο γεγονός ότι η αγγλική γλώσσα έχει έλλειψη από ρίμες, από ρυθμικές καταλήξεις.
Είναι, εξάλλου, ατυχές ότι αυτό το βιβλίο θα έπρεπε να είχε προφανώς γραφεί
πριν την άνοδο του Χίτλερ ή, σε κάθε περίπτωση, πριν τα ’33.
Ο ολοκληρωτισμός επιδρά στον καλλιτέχνη –και ειδικά στον συγγραφέα–
πιο ενδόμυχα και πιο στενά από οποιανδήποτε άλλην κατηγορία ανθρώπων. Κατά συνέπειαν,
ο «πατρών» έχει ξαναεπιστρέψει –αλλά είναι ένας «πάτρωνας» υπερβολικά πιο λίγο πολιτισμένος,
ανεκτικός, φιλελεύθερος ως άτομο και περισσότερο πανίσχυρος σε σύγκριση με το παρελθόν.
Δεν είναι πολύ ευχάριστο να διαβάζει κανείς για τους ποιητές με τρύπια ρούχα που έπρεπε να χορεύουν
δουλοπρεπώς και σε στάση προσοχής την στιγμή που ο «Μάη Λορντ» κατανάλωνε την πρωϊνή, ζεστή του σοκολάτα
–αλλά ο «Μάη Λορντ δεν ήταν προφανώς πιο σκληρός εξουσιαστής και μάστερ από τον Δόκτορα Γκαίμπελς
(ή ακόμα κι από το Υπουργείο Πληροφοριών Μ.Ο.Ι.) ενώ και το λογοτεχνικό του γούστο ήταν μάλλον καλύτερο!
Είναι ακόμη αβέβαιο και πολύ αμφιλεγόμενο το ποια θα έπρεπε να είναι η θέση του καλλιτέχνη
σε ένα δημοκρατικό, Σοσιαλιστικό καθεστώς.
Πράγματι, δεν γνωρίζουμε ακόμα σε ποιαν έκταση
η ελευθερία της σκέψεως είναι αδιαχώριστη από την οικονομική ανεξαρτησία.
Ο Δρ. Schucking θα μπορούσε κάλλιστα να αυξήσει την αποτελεσματικότητα του παρόντος
βιβλίου του με έναν συλλογισμό επ’ αυτού του ζητήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου