*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

"Η ΥΓΡΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ" - άρθρο Αλμπέρ Καμύ


«Η ΥΓΡΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ»
Αλμπέρ Καμύ
1947
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Η βροχή στην Νέαν Υόρκη είναι μια βροχή εξορίας. Άφθονη, «σου κολλάει», είναι πυκνή, χύνει τα υγρά της άσκοπα ανάμεσα στα πανύψηλα κυβικά τσιμέντου σε λεωφόρους που βυθίζονται, αίφνης, στο σκοτάδι ενός πηγαδιού: αναζητώντας καταφύγιο σε ένα ταξί που σταματά κάτω από τα κόκκινα φανάρια και εκ νέου ξεκινά μόλις δοθεί το πράσινο φως, νοιώθεις μέσα σε μια και μόνην στιγμή ότι συνελήφθης σε μιαν παγίδα, πίσω από μονότονους, ταχυκίνητους υαλοκαθαριστές που σε καθιστούν απρόσβλητο από τον άνεμο ενώ ταυτόχρονα παραμερίζουν ένα πνεύμα υδάτων που διαρκώς ανανεώνεται. Πείθεσαι, άρα, πως θα μπορούσες να οδηγείς με τον τρόπον αυτό για ώρες δίχως να αποδράσεις απ’ αυτές τις τετραγωνισμένες φυλακές ή από τους λάκκους στους οποίους τσαλαβουτάς δίχως ελπίδα να βρεις ένα φυσικό δένδρο ή μιαν πραγματικήν πηγή.
Οι λευκοί ουρανοξύστες διαγράφονται στην υφή τους ανάμεσα από την γκρίζα ομίχλη λες και είναι γιγαντιαία μνήματα για μια πόλη των νεκρών ενώ μοιάζουν να ταλαντεύονται τρίζοντας ελαφρώς από τις βάσεις τους. Την ώρα αυτή, είναι ερημωμένοι –
Οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι, η οσμή του ατσαλιού και του μπετόν, η τρέλλα των αρχιτεκτόνων και –παρ’ όλ’ αυτά, το κατ’ εξοχήν αποκορύφωμα της μοναξιάς. «Ακόμα κι αν επρόκειτο να πάρω ασφαλιστικά μέτρα ενάντια σε όλους τους ανθρώπους του κόσμου και πάλι σε τίποτε δεν θα με προστάτευε αυτό».
Η αιτία ίσως είναι ότι η Νέα Υόρκη δεν είναι τίποτε δίχως τον ουρανόν της. Γυμνός και τεράστιος, απλωμένος στις τέσσερεις γωνίες του ορίζοντος, προσδίδει στην πόλη τις ένδοξες αυγές της και το μεγαλείο των δειλινών της όποτε το φλογερό ηλιοβασίλεμα σαρώνει κατά μήκος την 8η Λεωφόρο πάνω από τα αβυσσαλέα κι αχανή πλήθη που οδηγούν μπροστά από τα παράθυρα σε «μαγαζιά» των οποίων τα φώτα ανάβουν για τα καλά λίγο πριν πέσει η νύχτα.
Υπάρχει, ορισμένες φορές, ένα λυκόφως στην Παραποτάμια Οδό όταν βλέπεις τα δένδρα της λεωφόρου που οδηγεί στο υψηλότερο σημείο της πόλεως με τον ποταμό Χάτσον πιο κάτω, τα νερά του κατακόκκινα από τον βασιλεύοντα ήλιο∙ κατά διαλείμματα, από την αδιάκοπη ροή των αυτοκινήτων που τρέχουν με χάρη και ηρεμία, από καιρού εις καιρόν ξαφνικά υψώνεται μια ωδή που ανακαλεί τον ήχο των κυμάτων που σπάνε στις όχθες. Καταλήγω να σκέφτομαι εκείνα τα άλλα βράδυα (τόσο ευγενικά κι απαλά που σπάνε στην καρδιά σου) που ρίχνουν μιαν πορφυρή λάμψη στα ατέλειωτα βελούδινα υφάσματα της φύσης του Σέντραλ Παρκ όταν την αντικρύζεις από το Χάαρλεμ. Σμήνη παιδιών των εγχρώμων χτυπούν μπαλάκια με μπαστούνια ξύλινα, φωνάζοντας με χαρά∙ παρομοίως, ηλικιωμένοι Αμερικανοί με καρώ πουκάμισα, ξαπλώνουν στα παγκάκια του πάρκου γλύφοντας παγωτά-πυραύλους ή χωνάκι στικ με ό,τι ενέργεια εμπεριέχεται μέσα τους∙ ενώ «ματάκηδες» σκίουροι ψάχνουν την γη κάτω από τα πόδια τους αναζητώντας τροφή για άγνωστες φήμες. Στα δένδρα του πάρκου, μια μπάντα πουλιών της τζαζζ αναγγέλλει την εμφάνιση και του πρώτου αστέρα πάνω από το Αυτοκρατορικό Κράτος του Εμπάϊαρ Σταίητ Μπίλντιγκ καθώς καλλίπυγες υπάρξεις διασχίζουν τους δρόμους (με φόντο ένα πέπλο υψηλών κτιρίων) και προσφέρουν στον –προς στιγμήν– ευγενήν ουρανό τα θαυμάσια βλέμματα και την γεμάτην ερωτικήν αναισθησία ματιά τους.
Όμως, όταν αυτός ο ουρανός γκριζάρει ή το χάραγμά του εξασθενήσει, να πάλι τότε η Νέα Υόρκη που γίνεται για μιαν φοράν ακόμη η μεγάλη πόλη, φυλακή την ημέρα και βωμός καύσης των νεκρών την νύχτα.
Για την ακρίβεια, πρόκειται τα μεσάνυχτα για τον τελετουργικό βωμό ενός ασώτου αφού τα εκατομμύρια των αναμμένων παραθύρων ανάμεσα στις απέραντες εκτάσεις των τειχών και των μαυροπινάκων μεταφέρουν αυτούς τους αστερισμούς φωτός καταμεσής του ουρανίου στερεώματος σαν να κόχλαζε κάθε βράδυ μια γιγαντιαία πυρκαγιά πάνω από το Μανχάτταν (το νησί με τα 3 ποτάμια) που εκτοξεύει στα ύψη τεράστιους σκελετούς που εξακολουθούν και τώρα να φέρουν τα στίγματα του πυρός.
Έχω τις προσωπικές μου ιδέες για τις υπόλοιπες πόλεις αλλά για την Νέαν Υόρκη μόνον αυτά τα ισχυρά, αστράπτοντα αισθήματα, μιαν νοσταλγία που διαρκώς καθίσταται πιο υγιής και ανυπόμονη –και στιγμές αγωνίας. Ύστερα από τόσους μήνες, τίποτε δεν ξέρω για την Νέα Υόρκη ως και τώρα: εάν κανείς κινείται και ζει ανάμεσα στους τρελλούς εδώ ή ανάμεσα στους πιο λογικούς στον κόσμο∙ εάν η ζωή είναι τόσο «εύκολη» –όπως το ομολογεί όλη η Αμερική– ή αν είναι τόσο κενή εδώ όσο φαίνεται ορισμένες φορές∙ εάν είναι φυσικό να εργάζονται δέκα όταν θα έφτανε ένας και δεν προφθαίνουν να σε εξυπηρετήσουν∙ εάν οι Νεοϋορκέζοι είναι φιλελεύθεροι ή συμβιβασμένοι, «μετρημένες» ή νεκρές ψυχές∙ εάν είναι θαυμαστό αυτό ή δεν σημαίνει τίποτα που οι συλλέκτες σκουπιδιών φορούν χειρουργικά γάντια για να κάνουν την δουλειά τους∙ εάν έχει συγκεκριμένο σκοπό το γεγονός ότι το τσίρκο στον κήπο της Πλατείας Μάδησον ανεβάζει ταυτογχρόνως 10 παραστάσεις σε 4 διαφορετικές σκηνές ρινγκς ώστε να ενδιαφέρεσαι για όλες τους και καμιά να μην μπορείς να παρακολουθήσεις∙ εάν έχει σηματοδότηση το ότι πέρασα μιαν βραδυά με χιλιάδες νέων σε μιαν αίθουσα πατινάζ (ένα είδος παγοδρομίου-μπάνιου γεμισμένο ως επάνω με ερυθρά φώτα) που περιστρέφονταν αιωνίως στα πέδιλά τους εν μέσω μιας κόλασης κρότων από μεταλλικούς τροχούς και εντεινόμενης μουσικής οργάνων και ότι είχαν ένα βλέμμα τόσο βαρυσήμαντο και απορροφημένο, λες και επέλυαν ταυτογχρόνως διαφορικές εξισώσεις.
Θα πρέπει, εν τέλει, να πιστεύουμε εκείνους που λένε ότι είναι εκκεντρικό να θέλει κανείς να είναι μόνος ή να πιστεύουμε στην συμπεριφορά με αφέλεια εκείνων που αισθάνονται έκπληκτοι επειδή κανείς ποτέ δεν σε ρωτά για την ταυτότητά σου.
Εν κατακλείδι, βγαίνω από τα ρούχα μου όταν συλλογίζομαι την Νέαν Υόρκη.
Αγωνίζομαι να βάλω την σφραγίδα μου στους χυμώδεις καρπούς του πρωϊνού ξυπνήματος, το εθνικό ποτό Σκωτς και σόδα και την σχέση του με τα ρομαντικά ειδύλλια, τα κορίτσα στο ταξί και το μυστικό τους –αστραπιαία απαστράπτουσες πράξεις αγάπης– μιαν υπερβολή πολυτέλειας και μια κακογουστιά αντικατοπτρίζεται ακόμα και στο καταληπτικό δέσιμο του κασκώλ τους, ενάντια στον αντισημιτισμό και την αγάπη για όλα τα έμψυχα –αυτός ο τελευταίος ορισμός ισχύει για τους γορίλλες στον Ζωολογικό Κήπο του Μπρονξ και εκτείνεται ως τα πρωτόζωα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας– με τις ομιλίες για το παρθενικό ταξίδι του νεκρού στα πριβέ σαλόνια όπου οι τελετές διεξάγονται με ταχύτητα εκπληκτική («Άντε, πέθανε επιτέλους! Κι άσε τα υπόλοιπα σε μας»), τα κουρεία όπου μπορείς να ξυριστείς στις 3 το πρωΐ, την θερμοκρασία που χορεύει από ζεστή σε κρύα μέσα σε 2 ώρες, το ηλεκτρικό μετρό που σου φέρνει αναμνήσεις της φυλακής Σινγκ-Σινγκ, διαφημίσεις πληρωμένες με αστέρια που χαμογελούν και σου αναγγέλλουν από κάθε πίνακα ανακοινώσεων του κόσμου ότι η ζωή δεν είναι τραγική, τα ανθισμένα κοιμητήρια κάτω από τα έργα που αναδίδουν αναθυμιάσεις φωταερίου, την ομορφιά των κοριτσιών και την αποκρουστικήν εμφάνιση των ηλικιωμένων∙ και με τους 10000 στρατηγούς και ναυάρχους που έχουν πάρει τα γαλόνια παρακολουθώντας τα θέατρα επιχειρήσεων της μουσικής κωμωδίας και σταθμεύουν στις εισόδους των διαμερισμάτων ο καθένας με την δική του ιστορία για να σφυρίζουν όταν βλέπουν να πλησιάζουν πράσινα, κόκκινα και κίτρινα ταξί που λες και μοιάζουν με σκαθάρια για να σου ανοίξουν την πόρτα και (διασχίζοντας όλην την πόλη πάνω-κάτω και σε ασανσέρ που φθάνουν σε ύψος 50 ορόφων) για να σε οδηγήσουν με βάση ένα σύστημα έγχρωμων Καρτεσιανών συντεταγμένων.
Ναι, βγαίνω από τα ρούχα μου.
Μαθαίνω πως υπάρχουν πόλεις (σε κοιτούν όπως οι γυναίκες που σου δίνονται) που σε πειράζουν, σε νικούν με ακαταμάχητον τρόπο και –αποκαλύπτοντας γυμνήν την ψυχή σου– η φλόγα της επαφής μαζί τους, σκανδαλώδης και απολαυστική συνάμα, προσδένεται σε κάθε πόρο του σώματός σου.
Να πως –αυτός ήταν επί μέρες ο σκοπός μου– πέρασα με τα πόδια όλην την Νέαν Υόρκη, τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα απλώς επειδή ο αέρας της πόλεως είναι γεμάτος στάχτες και η μισή ζωή αναλώνεται στο τρίψιμο των οφθαλμών ή στην μετακίνηση των λεπτομερών ψηγμάτων μετάλλου που τους αποτίουν ως ένα χαριτωμένο δώρο χαιρετισμού από τον Χάντσον τα χιλιάδες εργοστάσια του New Jersey. Να πως εισρέει τελικά και με επηρεάζει η Νέα Υόρκη μέσα μου, ως ένα ξένο σώμα στον οφθαλμό, νόστιμη κι αβάσταχτη, να προκαλεί δάκρυα συναισθημάτων και καταναλωτική μανία.
Ίσως αυτό είναι που ο κόσμος καλεί «πάθος». Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι γνωρίζω με τι αντιθετικές εικόνες τρέφεται ο νους από την πηγή αυτή.
Εν τω μέσω της νυχτός –ορισμένες φορές– υπεράνω των ουρανών, πέρα από χιλιάδες τείχη και πανύψηλα κτίρια, η αγρύπνια μου συναντά άμεσα την φωνή ενός ξύλινου πλοίου για να μου θυμίσει ότι αυτή η έρημος σιδήρου και τσιμέντου ήταν επίσης ένα μοναχικό νησί. Θα αναλογιζόμουν την θάλασσα τότε και θα φανταζόμουν τον εαυτό μου στην ακρογυαλιά της χώρας μου –άλλες βραδυές– ατενίζοντας παράλογα την 3η Λεωφόρο Ε1 που καταβροχθίζει αχόρταγα τα μικροσκοπικά κόκκινα και μπλε φώτα και «κόβει» κατά παρελθοντικό χρόνο ως προς το επίπεδο των διαμερισμάτων της Ιστορίας για να της αυτοεπιτραπεί να συγχωνευθεί αργά-αργά από τους ημισκότεινους σταθμούς της, παρακολούθησα τους ουρανοξύστες στην στροφή της κοινής πορείας μας. Εγκαταλείποντας τις αφηρημένες λεωφόρους του κέντρου της πόλεως θα αφηνόμουν να ατενίζω παράλογα τις διαρκώς φτωχότερες γειτονιές με τα ολοένα λιγότερα αυτοκίνητα. Εκείνες τις νύχτες στον αμπελώνα ήξερα τι με περίμενε: Λίγα βήματα μόλις από την περιοχή με τα εξαιρετικά καταστήματα νυφικών (όπου δεν χαμογελούσε ούτε ένα από τα κέρινα μαννεκέν) ΕΚΕΙ ΖΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΙ, όσοι αφέθηκαν να παρασυρθούν σαν έρμαια της φτώχειας σ’ αυτήν την πόλη των τραπεζιτών. Είναι το πιο σκοτεινό τμήμα της πόλης αυτό όπου ποτέ δεν βλέπεις μια γυναίκα, όπου 1 άνδρας για κάθε 3 τα ρίχνει στο ποτό και όπου σε ένα περίεργο μπαρ – κάτι που έχει βγει προφανώς απευθείας από Γουέστερν– παλαιές πληθωρικές ηθοποιοί εξυμνούν τις κατεστραμμένες ζωές και την μητρικήν αγάπη, κινώντας τα πόδια τους σύμφωνα με τον ρυθμό και μετακινώντας σπασμωδικά ανάμεσα στα μουγκρητά από το μπαρ τα πακέτα μιας ασχημάτιστης σάρκας με τα οποία τις έχει καλύψει η ηλικία. Η Ντρήμερ είναι, άλλωστε, κι αυτή μια ηλικιωμένη γυναίκα και κοιτά σαν μια γέρικη κουκουβάγια– μερικά βράδυα νοιώθεις πως θα ΄θελες να κατέχεις την ζωή της– σε μια από αυτές τις σπάνιες στιγμές όπου η γεωγραφία εξαφανίζεται και η μοναξιά καταντά μια ελαφρώς συγκεχυμένη αλήθεια. Άλλες φορές… μα ναι, φυσικά, ερωτεύθηκα τις ανατολές και τις δύσες του Ήλιου στην Νέαν Υόρκη. Αγάπησα την Νέαν Υόρκη, μ’ αυτήν την πανίσχυρη αγάπη που ορισμένες στιγμές σε αφήνει γεμάτον αμφιβολίες και μίσος: μερικές φορές έχει ανάγκη κανείς την εξορία. Τότε είναι που το κατ’ εξοχήν άρωμα της βροχής της Νέας Υόρκης σε επιστρέφει πίσω στην καρδιά των πιο εναρμονικών και οικείων πόλεων για να σου θυμήσει ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας τόπος λύτρωσης και απελευθέρωσης στον κόσμο: εκεί όπου εσύ, μαζί με έναν ολόκληρο λαό και για όσο διάστημα θέλεις, μπορείς να συνενωθείς με το πλήθος εσσαεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου