*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

"Η ΣΑΡΚΑ" - άρθρο Αλμπέρ Καμύ


«Η ΣΑΡΚΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT, 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Ο δημοσιογράφος René Leynaud συνελήφθη στις 16 Μαΐου 1944 (καθώς μετέφερε μυστικά ντοκουμέντα) από μέλη της χωροφυλακής του Vichy στην Πλατεία Bellecour στην Λυόν. Εκτελέστηκε στο Villeneuve (Ain) λίγο πριν την Απελευθέρωση, τον Ιούνιο 1944. Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα COMBAT στις 27/10/1944 (βλ. και παρόμοιες ιστορίες στα «ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΦΙΛΟ ΓΕΡΜΑΝΟ») και, κατόπιν, αποτέλεσε την εισαγωγή στις «ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΕΣ ΠΟΙΗΣΕΙΣ-Poésies Posthumes» του René Leynaud το 1947. Πρέπει να σημειωθεί η σύνδεση του συγγραφέα με τα στελέχη της COMBAT: τον ποιητή René Char, τον νομικό René Capitant, τον τυπογράφο André Bollier (ψευδώνυμο Vélin ) και τον Στρατηγό Ντε Γκωλ. Αναφορά στον «Οίκο της Λυόν» γίνεται και στην μετάφραση Όργουελ του κειμένου «ΟΑΣΕΙΣ ΑΝΑΨΥΧΗΣ» το 1946 και αξίζει να διαβάσει κανείς την όμοια περιγραφή του «κύβου» στην μετάφραση του έργου της Σιμόν Βέϊλ (στελέχους της ομάδας Ντε Γκωλ στο Λονδίνο) με τίτλο «Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ». Στον σταθμό της Λυόν έγινε και η γνωστή απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου και ο τραυματισμός του στο χέρι μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Βλέπε και την ενότητα στο έργο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» που είναι αφιερωμένη, σε σχέση με τα Θεοφάνεια, στην διδασκαλία του Βασιλείδη.
Ήταν δύσκολο για μας να μιλήσουμε για τον René Leynaud χθες. Όσοι διάβασαν σε μιαν γωνιά της εφημερίδας τους ότι ένας δημοσιογράφος της Αντίστασης με αυτό το όνομα πυροβολήθηκε από τους Γερμανούς δεν έδωσαν παρά φευγαλέα προσοχή σε ό,τι αποτέλεσε για μας μιαν τρομερή, αισχρή ανακοίνωση. Και όμως, πρέπει –παρ’ όλ’ αυτά– να μιλήσουμε για αυτόν. Πρέπει να μιλήσουμε για αυτόν ώστε να μείνει ζωντανή η μνήμη της Αντίστασης –όχι σε ένα έθνος που μπορεί να είναι επιλήσμον αλλά τουλάχιστον σε λίγες ψυχές που δίνουν προσοχή στην ανθρώπινη ποιότητα.
Κατατάχτηκε στην Αντίσταση μέσα στους πρώτους μήνες. Όλα όσα συνέθεταν την προσωπική του ζωή, ο Χριστιανισμός και ο σεβασμός για τις υποσχέσεις, τον είχαν εξωθήσει να πάρει σιωπηλά την θέση του σε εκείνην την μάχη των σκιών. Είχε επιλέξει το ψευδώνυμο που ανταποκρινόταν σε ο,τιδήποτε πιο αγνό σε αυτόν: σε όλους τους συντρόφους του στην “COMBAT” ήταν γνωστός ως «Clair – Φωτεινός».
Το μόνο πάθος που είχε κατ’ ιδίαν διατηρήσει –παράλληλα με εκείνο της προσωπικής μετριοπάθειας– ήταν η ποίηση. Είχε γράψει ποιήματα που μόνο δυο-τρεις μας ξέραμε. Είχαν την ποιότητα που και ο ίδιος είχε –διαφάνεια. Στην καθημερινή διαπάλη, όμως, είχε εγκαταλείψει το γράψιμο, υποκύπτοντας μονάχα στην αγορά των πιο διαφορετικών βιβλίων ποίησης, τα οποία φύλαγε για να διαβάσει μετά τον Πόλεμο.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα, συμμεριζόταν την πεποίθησή μας ότι μια δεδομένη γλώσσα και επιμονή στην τιμιότητα θα αποκαθιστούσε στην χώρα μας την ευγενική εικόνα και πρόσωπο που διατηρούσαμε.
Επί μήνες τον ανέμενε η θέση του στην εφημερίδα αυτή και, με όλην την τυφλότητα και στοργή της φιλίας, αρνούμασταν να δεχθούμε τα νέα του θανάτου του. Αυτό, σήμερα, δεν είναι πλέον δυνατό,
Δεν θα μιλήσει πλέον με αυτήν την γλώσσα που ήταν αναγκαίο να μιλά.
Η παράλογη τραγωδία της Αντίστασης συνοψίζεται σε αυτήν την φριχτήν ατυχία. Διότι άνθρωποι σαν τον Leynaud μπήκαν στον αγώνα με την πεποίθηση ότι κανείς δεν είχε το δικαίωμα να μιλά εκτός αν είχε κάνει μιαν προσωπική θυσία.
Το πρόβλημα είναι ότι ο ανεπίσημος πόλεμος δεν είχε την τρομερή δικαιοσύνη του κανονικού Πολέμου.
Στο μέτωπο, οι σφαίρες χτυπούν τυχαία, σκοτώνοντας τόσο τους καλύτερους όσο και τους χειρότερους. Επί μία 4ετία, όμως, πίσω από τις γραμμές ήταν οι καλύτεροι που προσφέρθηκαν εθελοντικά και έπεσαν, ήταν οι καλύτεροι που κέρδισαν το δικαίωμα να μιλούν και έχασαν την δυνατότητα να το κάνουν.
Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος που αγαπούσαμε δεν θα ξαναμιλήσει ποτέ. Και όμως, η Γαλλία χρειάζεται φωνές σαν αυτή.
Η εξαιρετικά υπερήφανη ψυχή του, προστατευμένη από την πίστη του και από το αίσθημα της τιμής, θα είχε βρει τις λέξεις που χρειαζόμασταν. Τώρα, όμως, είναι σιωπηλός για πάντα. Και κάποιοι που δεν το αξίζουν μιλούν για την τιμή που είχε ταυτιστεί μαζί του ενώ άλλοι που δεν είναι άξιοι εμπιστοσύνης μιλούν εν ονόματι του Θεού που ο ίδιος είχε επιλέξει.
Σήμερα είναι δυνατόν να ασκούμε κριτική στους ανθρώπους της Αντίστασης, να σημειώνουμε τα ελαττώματά τους και να εκφέρουμε κατηγορίες εναντίον τους. Αυτό, όμως, ίσως συμβαίνει επειδή οι καλύτεροι ανάμεσά τους είναι νεκροί. Το λέμε αυτό διότι έχουμε πειστεί βαθειά για αυτό: αν εξακολουθούμε να είμαστε εδώ, αυτό είναι επειδή δεν πράξαμε αρκετά. Ο Leynaud έπραξε αρκετά.
Και σήμερα, έχοντας επιστρέψει στην γη που απόλαυσε για τόσον λίγο καιρό, έχοντας αποκοπεί από το πάθος για το οποίο είχε θυσιάσει τα πάντα, μπορεί να βρει ίσως παρηγοριά –ελπίζουμε– επειδή δεν ακούει τα λόγια πίκρας που αμαυρώνουν αυτήν την φτωχή ανθρώπινη περιπέτεια στην οποία συμμετείχαμε.
Μην φοβάστε, δεν θα εκμεταλλευθούμε ποτέ αυτόν ο οποίος ποτέ δεν εκμεταλλεύθηκε κανέναν.
Άφησε την μάχη άγνωστος όπως και άγνωστος μπήκε σε αυτήν.
Θα διατηρήσουμε μέσα μας για αυτόν ό,τι θα προτιμούσε –την σιωπή της ψυχής μας, μιαν εξεταστική μνήμη και την φοβερή θλίψη για το ανεπανόρθωτο.
Θα μας συγχωρέσει, όμως, αν εδώ –όπου πάντα προσπαθήσαμε να το αποφύγουμε– αναγνωρίσουμε με πικρία και αφεθούμε στην σκέψη ότι ίσως ο θάνατος ενός τέτοιου ανθρώπου να αποτελεί ένα πολύ υψηλό τίμημα που πρέπει να καταβληθεί προκειμένου να παραχωρήσουμε σε άλλους το δικαίωμα να λησμονήσουν στην συμπεριφορά και στα γραπτά τους ό,τι επιτεύχθηκε επί μία 4ετία από το θάρρος και την θυσία λίγων Γάλλων.
Όταν αποπειράθηκε να αποδράσει, μια βροχή από σφαίρες που στόχευαν στα πόδια του τον σταμάτησε. Μετά από μια μικρή παραμονή στο νοσοκομείο, μεταφέρθηκε στο «Fort Montluc» όπου επρόκειτο να παραμείνει στα κάτεργα φυλακισμένος ως τις 13 Ιουνίου 1944. Την ημέρα εκείνη οι Γερμανοί, οι οποίοι προετοιμάζονταν για να εκκενώσουν την Λυόν, επέλεξαν 19 φυλακισμένους στο «Montluc» που θεωρούνταν ότι είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Αντίσταση.
Ξέρουμε τα ονόματα μόνο των 11 εξ αυτών. Μεταξύ 5 και 6 το πρωΐ , ο Leynaud και 18 από τους συγκρατουμένους του συγκεντρώθηκαν μαζί στο προαύλιο. Τους προσφέρθηκε καφές και κατόπιν χειροπέδες. Ο ένας μετά τον άλλον ανέβηκαν σε ένα φορτηγό, το οποίο τους μετέφερε στο επιτελείο της Γκεστάπο στην Πλατεία Bellecour. Περίμεναν για τρία τέταρτα της ώρας σε ένα κελλάρι αυτού του κτιρίου. Όταν τελικά τους φώναξαν, βγήκαν οι χειροπέδες τους και αναγκάστηκαν να ανέβουν και πάλι στο φορτηγό μαζί με μερικούς Γερμανούς στρατιώτες οπλισμένους με πυροβόλα όπλα. Το φορτηγό βγήκε από την Λυόν κατευθυνόμενο προς την Villeneuve. Στις 11 το πρωΐ διέσχισε την Villeneuve και συνάντησε μια ομάδα παιδιών που επέστρεφαν από έναν περίπατο.
Οι κρατούμενοι και τα παιδιά κοιτάχθηκαν εκατέρωθεν για λίγο αλλά δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη.
Πέρα ακριβώς από την Villeneuve, αντίκρυ από μιαν βαμβακοφυτεία, το φορτηγό σταμάτησε, οι στρατιώτες πήδησαν στο έδαφος και διέταξαν τους άνδρες να βγουν έξω και να κινηθούν προς το δάσος.
Μια πρώτη ομάδα από 6 άνδρες άφησε το φορτηγό και κατευθύνθηκε προς τα δένδρα. Τα αυτόματα κροτάλισαν αμέσως πίσω τους και τους θέρισαν. Μια δεύτερη ομάδα ακολούθησε, κατόπιν μια Τρίτη.
Όσοι ανέπνεαν ακόμα ανακουφίστηκαν από τον πόνο με μιαν χαριστική βολή. Ένας από αυτούς, όμως, αν και φρικιαστικά πληγωμένος, κατάφερε να συρθεί έως το σπίτι ενός χωρικού. Από αυτόν μάθαμε τις λεπτομέρειες. Οι φίλοι του Leynaud απλά αναρωτιούνται εάν αυτός ήταν με την πρώτη ομάδα ή με ένα από τα γκρουπ που ακολούθησαν.
Ο Leynaud ήταν 34 ετών. Είχε γεννηθεί στις 24 Αυγούστου 1910 στην Lyon-Vaise από γονείς που κατάγονταν από την Ardèche. Ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στο δημόσιο σχολείο και συνέχισε στο Λύκειο Ampère στην Λυόν. Ενώ φοιτούσε στην Νομική, άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Le Progrès» στην Λυόν. Ήταν πιθανότατα κατά την διάρκεια των ετών μόλις πριν τον πόλεμο που αντιλήφθηκε την αγάπη του για την ποίηση και τον βαθύτατο Χριστιανισμό του.
Τον Σεπτέμβριο του 1939 ο Leynaud ανέλαβε δράση, μάχες στην Λωρραίνη, κατόπιν στο Βέλγιο, συμμετέχει στην υποχώρηση της Δουνκέρκης και –έχοντας μείνει πολύ πέραν του σημείου της επίσημης εκκένωσης– κατορθώνει εν τούτοις με κάποια μέσα να διασχίσει το κανάλι της Μάγχης ως το Πλύμουθ.
Επιστρέφει στην Γαλλία και την ώρα της εκεχειρίας βρίσκεται στο Agen, ασθενής και εξαντλημένος.
Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή, ωστόσο, στο γεγονός ότι κανείς από τους φίλους του δεν άκουσε ποτέ τον Leynaud να μιλά για τον ρόλο που είχε παίξει στον Πόλεμο. Τις λεπτομέρειες αυτές τις λαμβάνουμε από την γυναίκα του.
Στια αρχές του 1942 ο Leynaud ήλθε σε επαφή με ομάδες της Αντίστασης και τελικά εξελίχθηκε σε τοπικό, περιφερειακό ηγέτη του κινήματος COMBAT στην Λυόν υπό το ψευδώνυμο «Clair – Φωτεινός».
Για όλους εμάς, ο θάνατος του Leynaud μας έγινε πρότυπο. Και πριν από αυτόν, ωστόσο, γνωρίζαμε –ακριβώς λόγω του είδους της εξοικείωσης που αισθανόμασταν για αυτόν– ότι η ζωή του (και μόλις αφηγηθήκαμε την σύντομη έκλαμψη αυτής της ζωής) ήταν υποδειγματική.
Ζώντας πολύ ήσυχα, απορροφημένος από την αγάπη της συζύγου του και του γιου του καθώς και από τις απαιτήσεις του αγώνα, δεν είχε πολλούς φίλους. Δεν γνώρισα, όμως ποτέ ούτε ένα άτομο το οποίο από την στιγμή που τον αγάπησε να μην το έκανε ανεπιφύλακτα. Αυτό συνέβη διότι ενέπνεε εμπιστοσύνη. Στην έκταση που αυτό είναι εφικτό για έναν άνθρωπο, αφιερωνόταν ολοκληρωτικά σε ό,τι έκανε. Ποτέ δεν έκανε συναλλαγές για ο,τιδήποτε και αυτός είναι ο λόγος που δολοφονήθηκε.
Ήταν δεμένος σωματικά και ηθικά τόσο γερά όσο οι χαμηλές και συμπαγείς βελανιδιές της Ardèche. Τίποτε δεν μπορούσε να του επιφέρει τον παραμικρό κλονισμό από την στιγμή που θα είχε αποφασίσει μέσα του τι είναι το σωστό. Χρειάστηκε η εκπυρσοκρότηση των βλημάτων για να τον καθυποτάξουν.
Έως τώρα μιλούσα στεγνά για τον Leynaud και, κατά κάποιον τρόπο, γενικά. Αν είναι, όμως, αλήθεια ότι δεν θα μπορέσω μάλλον ποτέ ξανά να μιλήσω ελεύθερα για τον άνθρωπο που ήταν φίλος μου, τουλάχιστον μπορώ να προσπαθήσω να καταγράψω τώρα λίγες ακόμα ζωντανές εικόνες που είχα ήδη ξεκινήσει να συνθέτω.
Ήταν μόνο κατ’ ελάχιστον πάνω από το μέσο ύψος, με κοντά και κατσαρά μαλλιά, αδρό πρόσωπο με γκρίζα μάτια, ένα ευκίνητο και αρκετά σαρκώδες στόμα, μεγάλη μύτη και μυτερό σαγόνι. Ντυνόταν απρόσεκτα αλλά το σχήμα του σώματός του έτεινε να τεντώνει τα ρούχα του και να του προσδίδει μιαν ορισμένην κομψότητα.
Το 1943 στον δρόμο προς την Λυόν έμενα συχνά στο μικρό του δωμάτιο στην οδό Vieille-Monnaie την οποία οι φίλοι του ήξεραν τόσο καλά. Ο Leynaud θα τακτοποιούσε γοργά τα της φιλοξενίας, ασχολούμενος με την λάμπα του κρεβατιού και, κατόπιν όρθιος, θα έβγαζε τσιγάρα από ένα πήλινο βάζο και θα τα μοιραζόταν μαζί μου.
«Καπνίζω λιγότερο από σένα» θα έλεγε «και, επιπλέον, προτιμώ την πίπα μου». Θα την έβγαζε έξω, για την ακρίβεια, και θα την κρατούσε στο στόμα του για λίγο.
Στην μνήμη μου, εκείνες οι στιγμές έχουν παραμείνει ως κλασσικά παραδείγματα φιλίας.
Ο Leynaud, ο οποίος πήγαινε να κοιμηθεί κάπου αλλού, θα έμενε έως την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Ολόγυρά μας, η βαρειά σιωπή των βραδιών της Κατοχής θα έπεφτε. Αυτή η μεγάλη, σκοτεινή πόλη της συνωμοσίας που ήταν τότε η Λυόν σταδιακά θα άδειαζε. Εμείς, όμως, δεν θα μιλούσαμε για την συνωμοσία.
Στην πραγματικότητα, ο Leynaud ποτέ δεν μιλούσε για αυτήν εκτός εάν έπρεπε απαραιτήτως να το κάνει. Θα ανταλλάσσαμε πληροφορίες για τους φίλους μας. Μερικές φορές μιλήσαμε για λογοτεχνία.
Αγαπούσε τους ποιητές του 16ου αιώνος και, ειδικά, την σχολή της Λυόν. Η βιβλιοθήκη του, σπάνια και πολύτιμη –η οποία μας περιέβαλλε τότε– αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ποίηση. Τα ποιήματα, όμως, προέρχονταν από όλες τις εποχές και όλους τους τόπους.
Εγώ δεν είχα τις ικανότητές του. Διακινδύνεψα, ωστόσο, να του πω για την ανυπομονησία που ένοιωθα για να αντικρύσω το μικρό ποίημα, τον φευγαλέον συμβολισμό που καλλιέργησαν τόσοι πολλοί σύγχρονοι. Μείναμε απόλυτα σύμφωνοι στο σημείο αυτό και τότε ήταν που μου είπε για το σχέδιό του για ένα μεγάλο ποίημα στο οποίο θα επιχειρούσε να εκθέσει όσα είχε να πει. Ανακτηθέντα αποσπάσματα από το ποίημα αυτό εμφανίζονται σε αυτόν τον τόμο ποίησης. Εκείνην την εποχή, όμως, ο Leynaud δεν έγραφε τίποτε. Είχε αποφασίσει ότι θα δούλευε εκ των υστέρων. Από αρκετές ενδείξεις, συμπέρανα τότε ότι περίμενε ανυπόμονα για αυτό το μετά.
Αυτός ο άνθρωπος που δεν είχε ξεγλιστρήσει ποτέ από κανένα καθήκον του έπρεπε ειδικά να επιβραβευθεί διότι τα πράγματα ήρθαν έτσι που συνειδητοποίησε το πλήρες βάρος του καθήκοντος.
Η κούραση θα τον καταλάμβανε σε ορισμένες στιγμές και θα του πρόσδιδε αυτό το ακίνητο βλέμμα που θα τον απομόνωνε για λίγο από τον κόσμο. Ήταν πολύ κοντά σε όλα όσα αγαπούσε –την σύζυγο, το παιδί, έναν δεδομένον τρόπο της ζωής του– δίχως να ονειρεύεται ένα μέλλον στο οποίο δεν θα κινδύνευε η αγάπη του και στο οποίο ο ίδιος θα μπορούσε να γίνει αυτό που ήταν πραγματικά.
«Τί θα κάνεις όταν τελειώσουν όλα;» θα με ρωτούσε. Δεν είχα, όμως, τότε όπως και τώρα καθόλου φαντασία και οι αποκρίσεις μου δεν ήταν σαφείς.
Για τον Leynaud, όλα ήταν απλά∙ θα συνέχιζε την ζωή του από το σημείο όπου την είχε αφήσει, διότι την έβρισκε του γούστου του. Άλλωστε, είχε να αναθρέψει ένα παιδί. Και, αν και σπανίως συγκινούνταν, το όνομα του γιου του ήταν αρκετό για να κάνει τα μάτια του να λάμψουν.
Σε άλλες εποχές είχαμε συζητήσεις λιγότερο σοβαρές. Συνήθως μου άρεσε να τον βλέπω να γελά. Σπανίως το έκανε –τώρα που σταματώ για να το σκεφτώ– αλλά το έκανε τόσο εγκαρδίως, ξαπλωμένος πίσω στην πολυθρόνα του. Την επόμενη στιγμή θα στεκόταν στην θέση που τον βλέπω συχνά, με τα πόδια του ανοιχτά, τα μανίκια του διπλωμένα ψηλά πάνω από τον αγκώνα και με υψωμένα τα στιβαρά του χέρια για να προσπαθήσει να τιθασεύσει τα ανακατωμένα του μαλλιά.
Θα μιλούσαμε για πυγμαχία, κολύμπι και κάμπινγκ.
Του άρεσε η ζωή στην φύση, η μυϊκή προσπάθεια, η αδελφωμένη γη και όλα αυτά μέσα στην σιωπή, ακριβώς όπως συνήθιζε να τρώει, με μιαν ζωηρή όρεξη που της έλειπε η επικοινωνία.
Καθώς πλησίαζαν τα μεσάνυχτα, θα άδειαζε την πίπα του, θα έβγαζε έξω περισσότερα τσιγάρα, τα οποία θα με πίεζε να καπνίσω κατά την διάρκεια της νύχτας και, με το παλτό του διπλωμένο στο χέρι του, θα έφευγε γεμάτος ενεργητικότητα. Θα μπορούσα να τον ακούω ακόμα στα σκαλοπάτια καθώς θα κοίταζα γύρω μου στα πράγματα που του ανήκαν.
Είχε, επίσης, συναντήσεις μαζί του στο Saint-Etienne. Ανάμεσα στα τρένα, θα περνούσαμε λίγες ώρες σε αυτήν την απελπισμένη πόλη –ανακαλώ με πολλήν ενάργεια στην μνήμη μου την πρώτη από αυτές τις συναντήσεις τον Σεπτέμβριο του 1943 διότι όλα σε αυτήν ήταν μια απογοήτευση. Είχα προειδοποιήσει τον Leynaud ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να έρθει σε θετικό πέρας στο Saint-Ettiene (όπου συνήθιζα τότε να κατεβαίνω συχνά), ότι δεν θα ήμουν καλός σε τίποτε σε μιαν πόλη όπου ποτέ δεν αισθανόμουν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την πιο αδικαιολόγητην υπνηλία.
Κατά την γνώμη μου, αν υπήρχε Κόλαση θα έπρεπε να μοιάζει σαν εκείνες τις αλλεπάλληλες γκρίζες οδούς όπου όλοι φορούσαν μαύρα.
Ο Leynaud με διαβεβαίωσε ότι υπερέβαλα και κανονίσαμε ένα ραντεβού ώστε να μπορέσει να γνωρίσει έναν φίλο μου που ήθελε να συναντήσει. Ο φίλος ήταν ένας ενεργητικός και αναιδής Δομινικανός που ισχυριζόταν ότι απεχθανόταν τους Χριστιανοδημοκράτες και ονειρευόταν μιαν Νιτσεϊκή Δημοκρατία.
Ο Leynaud, ο οποίος δεν μπορούσε να αισθάνεται έλξη για τις ήρεμες μορφές του Χριστιανισμού, ενδιαφέρθηκε για αυτόν τον στρατευμένον καλόγερο. Μαζί με τον ιερέα, επρόκειτο να τον περιμένω στο εστιατόριο του σταθμού του Saint-Ettiene. Δυστυχώς ο ιερέας, υποχρεωμένος να πάρει το τραίνο νωρίς το απόγευμα, έπρεπε να γευματίσει πολύ νωρίς. Ο Leynaud έφτασε τελικά την ώρα του επιδόρπιου, αλλά επειδή υπέφερε από ένα πολύ εμφανές κρύωμα στο στήθος, ήταν σχεδόν ανήμπορος να μιλήσει με συνοχή. Πέντε λεπτά αργότερα, ο λευκοφορεμένος φίλος μου έπρεπε να τρέξει προς την πλατφόρμα του καταστρώματος. Και ο Leynaud κι εγώ, καθώς τα τραίνα μας δεν έφευγαν παρά αργά το απόγευμα, ξεκινήσαμε μια περιπλάνηση στην Κόλαση, ναρκωμένοι από τον λίβα και την ανία, σταματώντας σε τακτά διαλείμματα, μπροστά από μια λεμονάδα με εκχύλισμα ζαχαρίνης, σε ερημωμένα καφέ γεμάτα μύγες. Στο μεταξύ, αυτός τροφοδοτούσε τον εαυτό του με ασπιρίνες.
Κατά τις 4 η ώρα, μπορέσαμε εν τέλει να μιλήσουμε λίγο. Λίγο πιο μετά, τον συνόδευσα στο τραίνο και ήταν ήδη στα σκαλιά του οχήματος όταν και οι δυο ξεσπάσαμε σε γέλια. «Βλέπεις» του είπα «είναι αδύνατον να έρθει κάτι σε πέρας εδώ». Γέλασε μέσα απ’ την καρδιά του και, καθώς ξεκινούσε το τραίνο, συνέχισε να γελάει ενώ χαιρετούσε προς την κατεύθυνσή μου.
Από όλες τις εικόνες που διατηρώ από αυτόν, αυτή μου είναι ειδικά προσφιλής.
Μιαν άλλη μέρα, στην Πλατεία Bellecour εν μέσω παιδιών που έπαιζαν και μερικών περιστεριών που είχαν γλυτώσει από την πείνα των κατοίκων, ο Leynaud κι εγώ, μιλούσαμε για την ηθική και είχαμε την γνώμη ότι, αν τολμώ να το ισχυριστώ, κάτι θα έπρεπε να γίνει επ’ αυτού του ζητήματος.
Αυτή ήταν η περίσταση κάτω από την οποία είχα την ευκαιρία να εκτιμήσω αυτό που συγκεκριμένα τον διέκρινε, την δύναμη και την ποιότητα της σιωπής μου, διότι τότε σπαταλήσαμε πάνω από μισή ώρα, πλάϊ-πλάϊ, απορροφημένοι φαινομενικά να κοιτάζουμε τους περαστικούς αλλά εντελώς αφοσιωμένοι στην επιδίωξη μιας κοινής σκέψεως.
Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν στο Παρίσι την άνοιξη του 1944. Ποτέ δεν ήρθαμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον παρά στην διάρκεια εκείνης της τελευταίας συνάντησης. Είχαμε συναντηθεί σε ένα εστιατόριο στην οδό Saint-Benoît και, κατόπιν, περπατώντας κατά μήκος της όχθης με ωραίον καιρό, είχαμε μιλήσει επί μακρόν για το μέλλον.
Ήμασταν σε τόσο βαθειάν συμφωνία που για πρώτη φορά ένοιωσα μιαν απόλυτην αυτοπεποίθηση για το μέλλον της χώρας μας. Δεν μπορώ να καταγράψω εδώ την κουβέντα μας, αν και την κρατώ ολόκληρη καθαρά στο μυαλό μου και αρκετά από τα γράμματά του μου υπενθυμίζουν ακόμα ότι τα λόγια μας ήταν εξίσου σημαντικά για αυτόν όσο ήταν και για εμένα.
Είχαμε αποφασίσει τότε να δουλέψουμε μαζί μετά την Απελευθέρωση.
Ο Leynaud επρόκειτο να εγκατασταθεί στο Παρίσι και να εργαστεί για την ίδιαν επιδίωξη.
Δεν ανήκει, όμως, τώρα πλέον σε κανέναν –και θα προσέξω ώστε να μην δώσω την εντύπωση ότι στο παρόν θα εργαζόμουν φυσιολογικά μαζί του.
Με άφησε την ημέραν εκείνη περίπου στις 4 το απόγευμα στην γέφυρα “Pont du Carrousel
Ντρέπομαι να πω ότι δεν θυμάμαι τις τελευταίες του λέξεις. Και δεν είχε την παραμικρή προαίσθηση για τον θάνατό του. Βυθισμένος στην ανόητη ανθρώπινη αυτοπεποίθηση, βέβαιος για αυτόν και για το μέλλον του, απλά τον χαιρέτησα από την μια άκρη ως την άλλη της γέφυρας καθώς αυτός με χαιρετούσε με το ένα χέρι στον αέρα.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, μου είχε γράψει: «Μακάρι ο Θεός να μας χαρίσει αυτήν την χρονιά και μερικές ακόμα καθώς και την χαρά να υπηρετούμε την ίδιαν αλήθεια. Αυτές είναι οι ευχές μου για το 1944 που εκφράζω σε σένα και εμένα διότι σήμερα επιθυμώ να μην σε αποξενώσω από μιαν ορισμένην ιδέα που έχω για τον εαυτό μου και η οποία δεν είναι –ελπίζω– η λιγότερο ευγενής». Εκείνη η χρονιά, όμως, δεν του χαρίστηκε.
Αν τολμούσα να παραφράσω ένα από τα γράμματά του, θα έλεγα απλά ότι συχνά συμβουλεύομαι μέσα μου μιαν εικόνα που αυτός έχει τοποθετήσει εκεί ή μιαν αρετή που φέρει το όνομά του και την έκφραση του προσώπου του.
Η αλήθεια χρειάζεται μάρτυρες.
Ο Leynaud υπήρξε ένας από αυτούς και να γιατί σήμερα μου λείπει.
Με αυτόν εδώ έβλεπα πιο καθαρά και ο θάνατός του –πολύ πέραν του να με κάνει καλύτερο, καθώς λένε τα βιβλία για την παρηγόρια– έκανε την εξέγερσή μου πιο τυφλή.
Το ωραιότερο πράγμα που μπορώ να πω υπέρ του είναι ότι δεν θα με είχε ακολουθήσει σε αυτήν την εξέγερση. Δεν γίνεται, όμως, καλό στους ανθρώπους από την δολοφονία των φίλων τους, καθώς ξέρω μονάχα έως τώρα τόσο καλά. Και ποιός θα μπορέσει ποτέ να δικαιολογήσει αυτόν τον φοβερό θάνατο;
Τί είναι το καθήκον, η αρετή, οι τιμές συγκρινόμενα με ό,τι ήταν αναντικατάστατο στον Leynaud; Ναι, τι είναι αυτά παρά τα απαίσια άλλοθι εκείνων που παραμένουν ζωντανοί;
Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι πριν 3 χρόνια μας έκλεψαν έναν άνθρωπο και από τότε έχουμε βαρειά καρδιά. Για εμάς που τον αγαπήσαμε και για όλους εκείνους που άξιζαν να τον αγαπήσουν δίχως να τον ξέρουν, αυτή είναι μια θανάσιμη απώλεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου