*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

"ΔOKIMIO ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ" - ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ)

«ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»

ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


Αλμπέρ Καμύ
1957

Σημείωμα 1 : Το κείμενο αυτό εγράφη το 1957 για ειδική έρευνα του Αλμπέρ Καμύ
σε συνεργασία με τον Άρθουρ Καίσλερ, ο οποίος αυτοκτόνησε μαζί με την γυναίκα του Cynthia Jefferies στο Λονδίνο στις 3 Μαρτίου 1983.

Σημείωμα 2: Ως προς τις υποσημειώσεις και τις παραπομπές του κειμένου στον Εσταυρωμένο Χριστό, στο σύμβολο επί του ξίφους του Friburg Βασιλείας της Ελβετίας όπου, στον καθεδρικό Αγ। Νικολάου εντοπίζεται (στο τύμπανο του ναού) το ανάγλυφο «Έσχατη Κρίση», πρέπει να σημειωθεί ότι ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε στις 26/10/1957 στο Freiburg της Γερμανίας ενώ ο Καμύ έλαβε το Νόμπελ στις 10/12/1957. Ως βάση της όλης διασύνδεσης πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν ότι το 1957 την 25η Μαρτίου ιδρύθηκε η ΕΚ (Συμφωνία της Ρώμης) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας ΕΥΡΑΤΟΜ.

Σημείωμα 3: το δοκίμιο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε δια-σταύρωση
α) με τις αναφορές του στο κείμενο της Συνθήκης του Ο.Η.Ε. μετά την Διάσκεψη
της Γενεύης (29 Απριλίου 1958) για τα διεθνή ύδατα των κρατών και την σύλληψη
του θεατρικού έργου «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ»
από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. (19/11/1948)
β) με την διπλωματική εργασία «ΧΡΙΣΤ. ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» και την διάλεξη στην Σουηδία με θέμα «Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΧΗΜΑ ΤΟΥ»
γ) με τους επιλόγους περί «παιδιών» του Τζωρτζ Όργουελ στο δοκίμιο «ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ» και του Αλμπέρ Καμύ στην διάλεξη «Δημιουργεῖν: η Τέχνη μέσα στον κίνδυνο»,
δ)) με τον επίλογο περί «ονόματος» στο άρθρο «ΓΙΑΤΙ Η ΙΣΠΑΝΙΑ» και τον επίλογο περί «πολιτείας» στο δοκίμιο «Η ΕΞΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ/ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ»,
ε)με την σειρά δοκιμίων «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ», το άρθρο «Η ΚΡΙΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ» και την διάλεξη με θέμα «Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ»,
στ)με το σύνολο άρθρων των Καμύ-Όργουελ-Καίσλερ περί Ισπανίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την χρονική στιγμή του 1957 η Ισπανία υπήρξε ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ Βασίλειο.
Πρέπει, τέλος, να σημειωθούν οι αναφορές στον Jacques Callot και στον John Keats.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
2004

COPYRIGHT©CHRISTOS P. PAPACHRISTOPOULOS


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Λίγο πριν τον πόλεμο του 1914, καταδικάστηκε σε θάνατο στο Αλγέρι ένας δολοφόνος του οποίου το έγκλημα υπήρξε ιδιαζόντως ειδεχθές (είχε σφάξει μιαν οικογένεια αγροτών κτηματιών, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών).
Επρόκειτο για έναν εργάτη σε μια φάρμα, ο οποίος είχε σκοτώσει σε μια κατάσταση αιμοδιψούς φρενίτιδας αλλά είχε επιδεινώσει την θέση του ληστεύοντας τα θύματά του. Η υπόθεσή του προκάλεσε μεγάλη αναταραχή.
Γενικά εθεωρείτο πως ο αποκεφαλισμός ήταν μια πολύ μετριοπαθής τιμωρία
για ένα τέτοιο τέρας. Μου είχαν πει πως αυτή ήταν η γνώμη του πατέρα μου, ο οποίος είχε συγκινηθεί ιδιαίτερα από τον φόνο των παιδιών.
Ένα από τα ελάχιστα πράγματα που γνωρίζω γι’ αυτόν, εν πάσει περιπτώσει, είναι
ότι ήθελε να παραστεί στην εκτέλεση για πρώτη φορά στην ζωή του.
Σηκώθηκε μέσα στην νύχτα για να πάει στον τόπο της εκτελέσεως που βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης και θα γινόταν εν μέσω ενός μεγάλου πλήθους ανθρώπων.
Ό,τι είδε εκείνο το πρωῒ ποτέ δεν το είπε σε κανέναν.
Το μόνο που αφηγείται εκ μνήμης η μητέρα μου ως προς το γεγονός αυτό είναι
ότι ο πατέρας μου ήλθε σπίτι βιαστικός, με το πρόσωπο αλλοιωμένο, παραμορφωμένο –και, αφού αρνήθηκε να μιλήσει, ξάπλωσε προς στιγμήν
και για λίγο στο κρεβάτι και ξαφνικά άρχισε να κάνει εμετό.
Είχε μόλις ανακαλύψει την πραγματικότητα που κρυβόταν κάτω από τις ευγενείς φράσεις με τις οποίες ήταν μασκαρεμένη. Αντί να σκέπτεται τα σφαγιασθέντα βρέφη, τίποτε άλλο δεν μπορούσε να σκεφθεί εκτός από εκείνο το σώμα το οποίο είχε αφεθεί να τρέμει πάνω σε έναν ξύλινο εξώστη ώστε να κοπεί το κεφάλι του
από την γκιλοτίνα.
Υποτίθεται πως θα μπορούσε, πιθανότατα, να εκληφθεί ως δεδομένη η άποψη
ότι αυτή η τελετουργική πράξη θα προκαλούσε πραγματικά τον φόβο εάν κατόρθωνε να ξεπεράσει την βδελυγμία έστω και ενός τίμιου ανθρώπου μόνο και εάν η τιμωρία την οποία αυτός θεωρούσε εντελώς δίκαια είχε κάποιο άλλο αποτέλεσμα εν τέλει εκτός από το να του προκαλέσει την ναυτία.
Όταν η πιο ακραία, η εσχάτη των ποινών, προκαλεί απλώς τον εμετό εκ μέρους
του αξιοσέβαστου πολίτη που υποτίθεται πως προστατεύει, πώς μπορεί κανείς
να επιμένει ότι είναι δυνατόν –όπως θα έπρεπε, άλλωστε– να προκαλέσει μεγαλύτερη ειρήνευση και να επιφέρει την τάξη μέσα σε μία κοινωνία;
Αντιθέτως, δεν είναι για την ακρίβεια καθόλου λιγότερο αποκρουστική από το έγκλημα –όπως αυτό είναι προφανές– ενώ αυτός ο νέος φόνος, πολύ πέραν από το
να επανορθώνει την ζημιά που έγινε στο κοινωνικό σώμα, δημιουργεί επιπλέον
το στίγμα ενός καινούργιου αμφιλεγόμενου ζητήματος το οποίο διαγράφεται, σβήνεται και συγκαλύπτεται από το πρώτο μελανό σημείο αυτού ακριβώς του φόνου.
Πράγματι, κανείς δεν τολμά να μιλήσει ευθέως για την τελετή του φόνου.
Αυτοί που πρέπει να μιλούν γι’ αυτήν (οι Κρατικοί αξιωματούχοι, οι επίσημοι και
οι δημοσιογράφοι) έχουν εφεύρει ένα είδος ιεροτελετουργικής γλώσσας, υποβιβασμένης σε στερεότυπες φράσεις –λες και έχουν επίγνωση για τις προκλητικές και συγχρόνως αισχρές όψεις αυτής της τελετής.
Εξ ου και διαβάζουμε την ώρα του πρωϊνού μπρέκφαστ σε μια γωνία της εφημερίδας ότι ο κατάδικος «εκπλήρωσε το χρέος του προς την κοινωνία» ή ότι «επανόρθωσε» ή ότι «στις 05.00 π.μ. απεδόθη δικαιοσύνη».
Οι επίσημοι αποκαλούν τον καταδικασμένο άνθρωπο ως «το ενδιαφερόμενο μέρος» ή «ο ασθενής» ή αναφέρονται σε αυτόν με ένα αριθμημένο νούμερο.
Οι άνθρωποι γράφουν για την θανατική ποινή σαν να ψιθύριζαν.
Στην πολύ άψογα επιτηρούμενη κοινωνία μας καταλαβαίνουμε ότι μια αρρώστια είναι σοβαρή από το γεγονός ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτήν ευθέως.
Επί μακρόν, στις οικογένειες της μεσαίας τάξης οι άνθρωποι δεν έλεγαν περισσότερα από ότι η μεγαλύτερη κόρη τους είχε έναν «ύποπτο βήχα» ή ότι ο πατέρας είχε
μιαν «επιδείνωση» επειδή η φυματίωση και ο καρκίνος θεωρούνταν κάπως
σαν ντροπιαστικά κουσούρια.
Αυτό ισχύει πιθανόν ακόμη περισσότερο για την θανατική ποινή αφού όλοι συναγωνίζονται ώστε να αναφέρονται σ’ αυτήν μόνο μέσω ευφημισμών.
Για το πολιτικό σώμα και για τον πολιτικό οργανισμό η ποινή του θανάτου είναι ό,τι και ο καρκίνος για το ατομικό σώμα και το άτομο –με αυτήν την διαφορά: ότι κανείς ποτέ δεν έχει επιχειρήματα υπέρ της αναγκαιότητας του καρκίνου.
Παράλληλα, η θανατική ποινή παρουσιάζεται δίχως δισταγμό ως μια ατυχία
που πρέπει, όμως, να συνεχίζεται κατ’ ανάγκην: μια ανάγκη που δικαιολογεί
την δολοφονία επειδή είναι αναγκαία –και ας μην μιλούμε, λένε, καλύτερα γι’ αυτήν διότι προκαλεί θλίψη.
Είναι, ωστόσο, η πρόθεσή μου να μιλήσω γι’ αυτήν ωμά και δίχως τακτ.
Όχι επειδή μου αρέσουν τα σκάνδαλα ούτε –πιστεύω– εξαιτίας μιας νοσηρής φλέβας στην φύση μου. Ως συγγραφέα, πάντοτε με αηδίαζε το να αποφεύγω να θίξω
το υπό συζήτησιν ζήτημα• ως άνθρωπος, πιστεύω ότι τις απωθητικές όψεις
της ανθρώπινης κατάστασής μας θα πρέπει, αν είναι αναπόφευκτες,
να τις αντιμετωπίζουμε σιωπηλά γι’ αυτόν ακριβώς και μόνον τον λόγο.
Όμως, όταν η σιωπή ή τα γλωσσικά τρυκ συντελούν στην διαιώνιση
και στην συντήρηση μιας κατάχρησης η οποία πρέπει να τερματιστεί
ή ενός μαρτυρίου, ενός βασανισμού, στον οποίο μπορεί να δοθεί ανακούφιση,
τότε δεν υπάρχει άλλη λύση από το να μιλήσει κανείς ανοιχτά και δυνατά, με τόλμη,
και να καταδείξει την προστυχιά, την προκλητική έλλειψη σεμνότητας,
που υποκρύπτεται του μανδύα της ρητορικής των λέξεων.
Η Γαλλία μοιράζεται μαζί με την Αγγλία και την Ισπανία την τιμή
να είναι μια από τις τελευταίες χώρες αυτής της πλευράς του «σιδηρού παραπετάσματος» που κρατούν στην φαρέτρα της καταδυνάστευσής τους
την θανατική ποινή.
Η επιβίωση μιας τόσο πρωτόγονης ιεροτελεστίας
έχει καταστεί δυνατή ανάμεσά μας μοναχά εξαιτίας της απερισκεψίας ή της άγνοιας του κοινού, το οποίο αντιδρά μόνο με το ερέθισμα των επισήμων τελετουργικών φράσεων, κάτω από την επιρροή των οποίων έχει εκπαιδευθεί.
Όταν η φαντασία απονεκρωθεί, οι λέξεις αδειάζουν από το νόημά τους
και χάνουν την σημασία τους: μια αγέλη, ένας αναίσθητος πληθυσμός κουφών
καταγράφει αφηρημένα για το αρχείο την καταδίκη ενός ανθρώπου.
Αν, όμως, αποκαλυπτόταν η θέα του μηχανισμού αυτού
μπροστά στους ανθρώπους, πανέτοιμου να αγγίξει το ξύλο και το ατσάλι,
και ακουγόταν ο ήχος ενός κεφαλιού που πέφτει, τότε η φαντασία του κοινού,
έξαφνα κινητοποιημένη, θα αποκήρυττε μετά βδελυγμίας τόσο το λεξιλόγιο
όσο και την ποινή.
Όταν οι Ναζί στην Πολωνία έγιναν επιρρεπείς στις δημόσιες εκτελέσεις ομήρων, τους έκλειναν το στόμα με ένα γύψινο φίμωτρο ώστε να αποτρέψουν αυτούς τους ομήρους από το να κραυγάσουν λόγια εξέγερσης και ελευθερίας.
Θα προκαλούσε σοκ αν συνέκρινε κανείς την μοίρα αυτών των αθώων θυμάτων
με εκείνη των καταδικασμένων εγκληματιών. Αφήνοντας, όμως, στην άκρη
το γεγονός ότι οι εγκληματίες δεν είναι οι μόνοι που οδηγούνται στην λαιμητόμο στην χώρα μας, η μέθοδος είναι η ίδια: καταπνίγουμε, συγκαλύπτοντας
ασφυκτικά κάτω από φλύαρες λέξεις, μιαν ποινή της οποίας την νομιμότητα
θα μπορούσαμε να επικυρώσουμε μονάχα αφού, στην πραγματικότητα,
θα είχαμε πρώτα πρώτα εξετάσει την ίδια.
Αντί να ισχυρίζεται κανείς ότι η θανατική εκτέλεση είναι αναγκαία πρώτα απ’ όλα και να προσθέτει, κατόπιν, ότι είναι προτιμότερο να μην μιλάμε γι’ αυτήν,
είναι ανάγκη να πει τι είναι πραγματικά η ποινή του θανάτου και ύστερα να πει
εάν –όντας αυτό που είναι– πρέπει και ως αναγκαία να θεωρείται.
Όσον με αφορά, εγώ την θεωρώ όχι μόνον άχρηστη αλλά και οπωσδήποτε επιζήμια –και πρέπει να καταγράψω εδώ την γνώμη μου πριν να εισέλθω στο ίδιο το ζήτημα αφ΄εαυτού. Δεν θα ήταν δίκαιο να αφήσω να εννοηθεί ότι έφτασα
σε αυτό το συμπέρασμα ως αποτέλεσμα των εβδομάδων εξέτασης και έρευνας που μόλις αφιέρωσα σε αυτό το ζήτημα. Θα ήταν, ωστόσο, εξίσου άδικο να αποδώσω την πεποίθησή μου αυτή σε μια σαχλή συναισθηματικότητα και μόνον.
Απέχω πολύ από το να υποκύψω στην αξιολύπητη ευκαμψία την χαρακτηριστική
των ουμανιστών, στους οποίους οι αξίες και οι κρίσεις για τους κανόνες συμπεριφοράς συγχέονται ενώ τα εγκλήματα εξισορροπούνται μεταξύ τους και, τελικά, χάνει τα δικαιώματά της η αθωότητα.
Σε αντίθεση με πολλούς από τους διάσημους συγχρόνους μου, εγώ δεν νομίζω
ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως ένα ζώο κοινωνικό. Για να πω την αλήθεια, νομίζω ακριβώς το αντίθετο.
Πιστεύω, όμως –και αυτό είναι αρκετά διαφορετικό– ότι δεν μπορεί να ζήσει
από τώρα και εξής εκτός της κοινωνίας της οποίας οι νόμοι είναι αναγκαίοι για την φυσική του επιβίωση. Επομένως, οι κρίσεις για τους κανόνες συμπεριφοράς πρέπει να θεσπίζονται από την ίδια την κοινωνία, σύμφωνα με μια λογική και λειτουργική κλίμακα. Η τελική νομιμοποίηση, όμως, του νόμου έγκειται στο καλό
που κάνει ή αποτυγχάνει να κάνει για την κοινωνία ενός δεδομένου χρονοτόπου.
Επί χρόνια ήμουν ανίκανος να θεωρήσω την θανατική ποινή ως τίποτα άλλο εκτός από μια ποινή που η φαντασία δεν μπορούσε να την υποφέρει και από μιαν νοητική διασάλευση, έναν κλονισμό, που λειτουργούσε ως φαύλος κύκλος και που η λογική μου καταδίκαζε. Ήμουν, εν τούτοις, έτοιμος και πρόθυμος να σκεφτώ πως η φαντασία μου επηρέαζε την κρίση μου.
Για να πω την αλήθεια, ωστόσο, δεν βρήκα τίποτε στην πρόσφατη έρευνά μου
που να μην ενδυνάμωσε την πεποίθησή μου, τίποτα που να μετριάζει και να διαφοροποιεί τα επιχειρήματά μου. Αντιθέτως, στα επιχειρήματα που είχα ήδη, προστέθηκαν επιπλέον.
Σήμερα συμμερίζομαι απολύτως την πεποίθηση του Καίσλερ: η εσχάτη των ποινών ατιμάζει, αμαυρώνει την κοινωνία μας και οι θιασώτες της δεν μπορούν
να την υπερασπίζονται δικαιολογημένα στην βάση της λογικής.
Δίχως να επαναλαμβάνω την αποφασιστική της γραμμή αμύνης, δίχως να συγχωνεύω μαζί γεγονότα και ψηφία που απλά θα αντέγραφαν άλλους (και οι αριθμοί του Jean Block-Michel τα καθιστούν άχρηστα), θα εκθέσω απλά επιχειρήματα για να προστεθούν σε αυτά του Καίσλερ• όπως και τα δικά του, τάσσονται
υπέρ της άμεσης κατάργησης της θανατικής εκτέλεσης.

*

Όλοι ξέρουμε ότι το περισπούδαστο επιχείρημα εκείνων που προασπίζονται
την τιμωρία του θανάτου είναι η παραδειγματική αξία της ποινής.
Τα κεφάλια κόβονται όχι μόνο για να τιμωρήσουν αλλά και για να εκφοβίσουν
–μέσω ενός παραδείγματος που προκαλεί φρίκη– όποιον θα μπορούσε να μπει
στον πειρασμό να μιμηθεί τον ένοχο.
Η κοινωνία, λένε, δεν παίρνει εκδίκηση•
το μόνο που θέλει είναι να αποτρέψει προληπτικά.
Το κεφάλι κυματίζει στον αέρα συμβολικά ώστε οι εν δυνάμει δολοφόνοι να δουν
το πεπρωμένο που τους περιμένει και να σημάνουν υποχώρηση.
Το επιχείρημα αυτό θα ήταν εντυπωσιακό εάν δεν ήμασταν υποχρεωμένοι
να σημειώσουμε ότι:
1) η κοινωνία η ίδια δεν πιστεύει στην αποτρεπτική αξία του παραδειγματισμού
για τον οποίο μιλά.
2) δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι ο φόβος για την θανατική ποινή έκανε ποτέ έστω και έναν φονιά να υποχωρήσει αφ’ ης στιγμής το πήρε απόφαση ενώ, αντιθέτως, είναι σαφές ότι δεν είχε κανένα αποτέλεσμα εκτός από το να ασκήσει μια θανατόφιλη γοητεία πάνω σε χιλιάδες εγκληματίες
3) σε σύγκριση με άλλα, αποτελεί ένα αποκρουστικό παράδειγμα, οι επιπτώσεις
του οποίου δεν μπορούν να προβλεφθούν.
Κατ’ αρχάς, η κοινωνία δεν πιστεύει σε όσα λέει.
Εάν πραγματικά πίστευε, θα εξέθετε τα κεφάλια επιδεικνύοντάς τα.
Θα προσέδιδε στις εκτελέσεις το προνόμιο της δημοσιότητας, το ίδιο αυτό προνόμιο που αξιοποιεί συλλήβδην για τις εκδόσεις των εθνικών ομολόγων του Δημοσίου
ή για τις νέες φίρμες ποτών. Γνωρίζουμε, όμως, ότι οι εκτελέσεις στην χώρα μας
δεν λαμβάνουν χώρα δημοσίως αλλά διαπράττονται στα προαύλια των φυλακών ενώπιον ενός περιορισμένου αριθμού ειδικών.
Είναι πολύ λιγότερο πιθανόν να ξέρουμε το γιατί και από πότε.
Αυτό αποτελεί ένα σχετικώς πρόσφατο μέτρο.
Η τελευταία δημόσια εκτέλεση, η οποία έλαβε χώρα το 1939, αποκεφάλισε τον Weidmann, τον συγγραφέα αρκετών δολοφονιών, ο οποίος ήταν φημισμένος
για τα εγκλήματά του.
Εκείνο το πρωϊνό, ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε στις Βερσαλλίες,
συμπεριλαμβανομένου ενός ευρυτάτου αριθμού φωτογράφων.
Στο ενδιάμεσο μεταξύ της στιγμής που ο Weidmann εμφανίστηκε προς το πλήθος
και της στιγμής που αποκεφαλίστηκε, μπορούσαν να ληφθούν στο διάστημα αυτό φωτογραφίες.
Λίγες ώρες αργότερα, η “Paris-Soir” δημοσίευσε μια σελίδα με ιλλουστρασιόν απεικονίσεις του γεγονότος αυτού που έφτιαχνε την διάθεση.
Ο καλός κόσμος στο Παρίσι μπορούσε, άρα, να δει πως το λεπτεπίλεπτο εργαλείο ακριβείας που χρησιμοποίησε ο δήμιος ήταν τόσο διαφορετικό από τα ικριώματα
της ιστορίας όσο και μια «JAGUAR» από μια παλιά «PIERCE-ARROWS».
Η γραφειοκρατική διοίκηση και η κυβέρνηση, παρά κάθε ελπίδαν, εξέλαβαν
αυτήν την εξαιρετική δημοσιότητα πολύ βαρέως και διατύπωσαν την διαμαρτυρία πως ο τύπος είχε αποπειραθεί να ικανοποιήσει τα σαδιστικά ένστικτα
των αναγνωστών του. Κατά συνέπειαν, απεφασίσθη και διετάχθη
ότι οι εκτελέσεις δεν θα ελάμβαναν στο εξής χώρα δημοσίως
(επρόκειτο για μια ρύθμιση που λίγο αργότερα διευκόλυνε την δουλειά
Των αρχών κατοχής).
Σε αυτήν την υπόθεση, η λογική δεν ήταν με το στρατόπεδο του νομοθέτη.
Αντιθέτως, θα έπρεπε να είχε απονεμηθεί ένα ειδικό μετάλλιο στον εκδότη
της “Paris-Soir” ώστε να ενθαρρυνθεί, με τον τρόπον αυτόν, να τα πάει καλύτερα
την επόμενη φορά.
Εάν η ποινή αποσκοπεί στον παραδειγματισμό, τότε όχι μόνο θα έπρεπε να είναι πολλαπλάσιες οι φωτογραφίες αλλά και ο μηχανισμός θα έπρεπε να στηθεί
σε μια εξέδρα στην Πλατεία Ομονοίας στις 2 το μεσημέρι, θα έπρεπε να προσκληθεί ολόκληρος ο πληθυσμός και, ακόμα, για εκείνους που δεν θα μπορούσαν να παραστούν, η τελετή θα έπρεπε να μεταδοθεί από την τηλεόραση.
Ή αυτό πρέπει να γίνεται είτε, ειδάλλως, δεν θα πρέπει πια να γίνεται άλλο συζήτηση περί παραδειγματικής αξίας.
Πώς είναι δυνατόν να αποτελεί παραδειγματισμό δια του σωφρονισμού
μια απόκρυφη και μυστικοπαθής δολοφονία που διαπράττεται στο προαύλιο
μιας φυλακής, κρυφά μέσα στην νύκτα;
Δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να εξυπηρετεί περιοδικώς τον σκοπό
της πληροφόρησης των πολιτών ότι θα πεθάνουν εάν συμβεί να σκοτώσουν
–πρόκειται για ένα μέλλον το οποίο μπορεί να είναι πολλά υποσχόμενο
ακόμα και για εκείνους που ποτέ δεν σκοτώνουν!
Διότι, για να είναι πραγματικά αποτρεπτικό το παράδειγμα μιας κεφαλικής ποινής, πρέπει να προκαλεί φρίκη.
Ο Tuaut de la Bouverie, αντιπρόσωπος του λαού το 1791 και υποστηρικτής
των δημοσίων εκτελέσεων, ήταν περισσότερο λογικός όταν δήλωνε στην Εθνική Συνέλευση: «Απαιτείται να υπάρχει ένα θέαμα που να τρομοκρατεί
για να κρατάμε τον λαό υπό περιοριστικό έλεγχο».
Σήμερα δεν υπάρχει θέαμα αλλά μόνο μια ποινή, η οποία είναι σε όλους γνωστή μέσω της μεθόδου «άκουσα να λένε» καθώς και, από καιρού εις καιρόν, υπάρχουν
τα νέα για μιαν εκτέλεση που είναι ευπρεπώς ενδεδυμένη μέσα σε κολακευτικές φράσεις που καταπραῢνουν.
Πώς θα μπορούσε ένας μελλοντικός εγκληματίας να έχει στον νου του,
την στιγμή του εγκλήματός του, μιαν κύρωση που όλοι συναγωνίζονται
να καταστήσουν ολοένα και περισσότερο αφηρημένη;
Και εάν πραγματικά είναι ευκταίο να θυμηθεί ο μελλοντικός εγκληματίας αυτήν
την κύρωση ώστε πρώτα να ζυγίσει και μετά να αλλάξει μιαν απόφαση παράφρονα, δεν θα έπρεπε να υπάρξει μια προσπάθεια –με κάθε οπτικό και λεκτικό μέσο–
αυτή η κύρωση να εγχαραχθεί και να εντυπωθεί η τρομακτική της πραγματικότητα
στην ευαισθησία όλων;
Αντί να γίνεται αόριστα μια επίκληση
στο χρέος που εκπλήρωσε αυτό κιόλας το πρωϊνό κάποιος
προς την κοινωνία,
δεν θα ήταν ένα περισσότερο αποτελεσματικό παράδειγμα εάν υπενθύμιζε κανείς λεπτομερώς σε κάθε φορολογούμενο τί μπορεί να τον περιμένει;
Αντί να λέγεται: «Αν σκοτώσεις, θα μετανοήσεις γι’ αυτό όταν κρεμαστείς»
δεν θα ήταν καλύτερα να του ειπωθεί με τον σκοπό του παραδειγματισμού:
«Αν σκοτώσεις, θα μπεις στα κάτεργα για μήνες ή για χρόνια, διχασμένος
ανάμεσα σε μιαν απελπισία ανυπόφορη και σε έναν τρόμο διαρκώς ανανεώσιμο ώσπου κάποιο πρωῒ θα γλιστρήσουμε στο κελί σου –αφού θα έχουμε βγάλει
τα παπούτσια μας– με την πρόθεση να σε καταλάβουμε εξ απήνης ενώ θα κοιμάσαι βαθειά ύστερα από την αγωνία της νύχτας. Θα ριχτούμε πάνω σου, θα δέσουμε
τα χέρια σου πισθάγκωνα στην πλάτη σου, θα κόψουμε με ψαλίδια τον γιακά
του πουκαμίσου σου, ακόμα και τα μαλλιά σου αν χρειαστεί.
Τελειομανείς καθώς είμαστε, θα δέσουμε τα χέρια σου σε έναν ζυγό έτσι ώστε
να εξαναγκαστείς να σκύβεις το κεφάλι και να είναι πιο προσβάσιμος ο σβέρκος σου. Θα σε μεταφέρουμε τότε με έναν βοηθό από κάθε σου πλευρό να σε υποστηρίζει και να σε κρατά από τα μπράτσα και με τα πόδια σου να σύρονται όπισθεν δια μέσου
των διαδρόμων. Κατόπιν, κάτω από τον νυχτερινό ουρανό, ένας από τους δήμιους
θα σε αρπάξει τελικά πίσω από το παντελόνι που φοράς και θα σε πετάξει οριζοντιωμένο σε μιαν ξύλινη συσκευή ενώ κάποιος άλλος δήμιος θα σταθεροποιήσει το κεφάλι σου στο ημικυκλικό κοίλωμα και ένας τρίτος δήμιος θα αφήσει να πέσει από ένα ύψος δυόμιση μέτρων μια λεπίδα 55 κιλών που θα κόψει σαν ξυράφι
το κεφάλι σου».
Για να ήταν ακόμη καλύτερος ο παραδειγματισμός (για να μας εντυπωσιάσει
όλους επαρκώς ο τρόμος ώστε να υπερκεράσουμε την σωστή στιγμή
μιαν παρόρμηση προς την δολοφονία που είναι αδύνατον να της αντισταθεί κανείς) θα ήταν απαραίτητο να πάμε ακόμα παραπέρα. Αντί να καυχόμαστε, με την απερίσκεπτη υποκρισία που μας χαρακτηρίζει, επειδή έχουμε εφεύρει την ταχεία αυτή μέθοδο –και ανθρωπιστική (Υποσημείωση 1: Σύμφωνα με τον αισιόδοξο Δόκτωρα Guillotin, ο κατάδικος δεν θα έπρεπε να αισθάνεται τίποτα. Το περισσότερο που επρόκειτο να νοιώθει δεν θα ήταν παρά «μια ανεπαίσθητη αίσθηση κρυάδας στον σβέρκο του»)– θα έπρεπε να δημοσιεύουμε χιλιάδες αντίγραφα με τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων και ιατροδικαστικές εκθέσεις, που να περιγράφουν την κατάσταση του σώματος μετά την εκτέλεση, προκειμένου να διαβάζονται σε σχολεία
και σε πανεπιστήμια.
Ιδιαιτέρως προσήκουσα για τον σκοπόν αυτό είναι η πρόσφατη αναφορά που υπέβαλαν οι Δόκτορες Piedelièvre και Fournier στην Ιατρική Ακαδημία. Αυτοί
οι γενναίοι γιατροί, οι οποίοι κλήθηκαν προς το συμφέρον της επιστήμης
να εξετάσουν τα σώματα των νεκρών από την γκιλοτίνα ύστερα από την εκτέλεση,
το θεώρησαν καθήκον τους να συνοψίσουν τις φοβερές παρατηρήσεις τους:
«Εάν μας επιτραπεί να παράσχουμε την γνώμη μας, αυτού του είδους τα θεάματα είναι φρικωδώς οδυνηρά. Το αίμα ρέει από την κομμένη καρωτίδα δια μέσου
των φλεβών και, κατόπιν, πήζει. Οι συσπάσεις στις ίνες των μυών κόβουν την ανάσα• τα έντερα γουργουρίζουν ενώ η καρδιά χτυπά ακανόνιστα, ατελώς, συναρπαστικά.
Το στόμα ζαρώνει κάποιες στιγμές με έναν τρομακτικό μορφασμό. Είναι αλήθεια
πως στο κομμένο κεφάλι τα μάτια βρίσκονται αδρανή με διεσταλμένες κόρες• ευτυχώς, κοιτούν προς το μηδέν και, από την στιγμή που χάνουν την θολότητα και τους ιριδισμούς του πτώματος, στέκονται ακίνητα• η διαύγειά τους ανήκει στην ζωή αλλά
η προσήλωσή τους στον θάνατο.
Όλο αυτό μπορεί να διαρκέσει λεπτά –ακόμη και ώρες, σε υγιή δείγματα… Επομένως, κάθε ζωτικό όργανο επιζεί μετά την εκτέλεση.
Ο ιατρός αφήνεται με την εντύπωση μιας τρομερής εμπειρίας, ενός φονικού πειράματος ζωντανής ζωοτομίας την οποία ακολουθεί μια πρόωρη ταφή». (Υποσημείωση 2: “Justice sans bourreau”, No. 2, Ιούνιος 1956).
Αμφιβάλλω εάν υπάρχουν αρκετοί αναγνώστες που να μπορούν να διαβάζουν
αυτήν την τρομακτική έκθεση χωρίς να χλωμιάζουν.
Κατά συνέπεια, μπορεί να βασίζεται κανείς στην αποτρεπτική της ισχύ
και στην ικανότητά της να σκορπίζει τον τρόμο!
Δεν βλέπουμε μηδέναν λόγον να μην προσθέσουμε στην έκθεση αυτή και καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων που επικυρώνουν τις παρατηρήσεις των ιατρών.
Λέγεται πως το κομμένο κεφάλι της Σαρλότ Κορτέ κοκκίνισε
από το χαστούκι του δήμιου. Αυτό δεν πρόκειται να σοκάρει κανέναν
απ’ όσους θα ακούσουν τους πιο σύγχρονους θεατές.
Ο βοηθός ενός δήμιου (ο οποίος, άρα, πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί
ως ύποπτος επειδή αφέθηκε σε ρομαντισμούς και συναισθηματισμούς)
περιγράφει με τους εξής όρους αυτό που αναγκάστηκε να δει:
«Αυτός τον οποίο ρίξαμε κάτω με την λεπίδα ήταν ένας τρελλός
υπό την πραγματική επιρροή ενός έξαλλου, ξέφρενου παραληρήματος πανικού.
Το κεφάλι πεθαίνει αμέσως. Το σώμα, όμως, αναπηδά κυριολεκτικά στο καλάθι.
Είκοσι λεπτά αργότερα, στο νεκροταφείο, εξακολουθεί ακόμα
να πάλλεται». (Υποσημείωση 3: Δημοσιεύθηκε από τον Roger Grenier στο βιβλίο
“Les Monstres”, εκδ. Gallimard. Αυτές οι δηλώσεις είναι αυθεντικές).
Ο νυν εφημέριος στις φυλακές του Santé, Πατήρ Devoyod
(ο οποίος δεν φαίνεται να αντιτίθεται στην θανατική ποινή) δίνει στο βιβλίο του
“Les Délinquants” (Υποσημείωση 4: Εκδ. Matot-Braine, Reims) μια μαρτυρία
που έχει μεγάλη βαρύτητα και δίνει νέα ώθηση στην Ιστορία του Ξεψυχισμένου (Languille), του οποίου το κομμένο κεφάλι ανταποκρίθηκε στην έκκληση (Υποσημείωση 5: Το 1905 στο Loiret)
του ιδίου του του ονόματος:
«Το πρωῒ της εκτέλεσης, ο κατάδικος ήταν σε πολύ κακή διάθεση και αρνήθηκε
την παρηγόρια της θρησκείας. Γνωρίζοντας την σπάνια καρδιά που είχε καθώς και την στοργή που έτρεφε προς την γυναίκα του, η οποία ήταν πολύ πιστή,
του είπαμε: Έλα τώρα, από αγάπη για την γυναίκα σου, κοινώνησε
συνομιλώντας με τον εαυτό σου τουλάχιστον έστω και μια στιγμή πριν πεθάνεις
–και ο καταδικασμένος δέχθηκε. Κλείστηκε στον εαυτό του επί μακρόν
μπροστά στον εσταυρωμένο
και, μετά, φάνηκε να μην δίνει πλέον προσοχή στην παρουσία μας. Όταν εκτελέστηκε, ήμασταν σε μικρή απόσταση από αυτόν. Το κεφάλι του έπεσε στην σκάφη μπροστά από την λαιμητόμο και το σώμα μπήκε αμέσως μέσα στο καλάθι• από κάποιο λάθος, όμως, το καλάθι έκλεισε πριν μπει μέσα το κεφάλι. Ο βοηθός που το μετέφερε έπρεπε να αναμείνει για μια στιγμή ώσπου να ανοίξει πάλι το καλάθι. Τώρα,
κατά την διάρκεια αυτού του σύντομου χρονικού διαστήματος, μπορούσαμε να δούμε
τα μάτια του καταδικασμένου σε θάνατο να έχουν προσηλωθεί πάνω μου
με ένα βλέμμα ικετευτικό, λες και παρακαλούσε για συγχώρεση. Ενστικτωδώς, κάναμε το σημείο του σταυρού για να ευλογήσουμε το πρόσωπο
και τότε τα βλέφαρα τρεμόπαιξαν, η έκφραση των ματιών μαλάκωσε γλυκά και,
εν τέλει, το βλέμμα, το οποίο είχε παραμείνει εκφραστικότατο, έγινε απλανές…»
Ο αναγνώστης, ανάλογα με την θρησκευτική του πίστη,
μπορεί να δεχθεί ή όχι την ερμηνεία που δίνει ο ιερέας.
Αυτά τα μάτια που «είχαν παραμείνει» εκφραστικότατα τουλάχιστον
δεν χρειάζονται ερμηνεία.
Θα μπορούσα να παραθέσω και άλλες περιγραφές από πρώτο χέρι
που θα προκαλούσαν παραισθήσεις εξίσου όπως και οι προηγούμενες αφηγήσεις.
Εγώ, όμως, δεν θα μπορούσα –καθ’ όσον με αφορά– να συνεχίσω.
Άλλωστε, δεν ισχυρίζομαι ότι η τιμωρία του θανάτου έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα
και μου φαίνεται ακριβώς ως αυτό το οποίο είναι, δηλαδή μια στυγνή χειρουργική επέμβαση η οποία εφαρμόζεται κάτω από συνθήκες που δεν αφήνουν πίσω τους τίποτα που να διαπλάθει, τίποτα το παιδαγωγικό.
Παράλληλα, η κοινωνία και το Κράτος –το οποίο δεν εντυπωσιάζεται
και τόσο εύκολα– είναι σε θέση να ανέχονται με πολύν άνεση τέτοιου είδους λεπτομέρειες και, εφόσον εξυμνούν τον παραδειγματισμό, έπρεπε να προσπαθήσουν να καταφέρουν ώστε να τις παραβλέπουν όλοι προκειμένου συγχρόνως
να μην είναι κανείς αδαής και ο πληθυσμός, τρομοκρατημένος άπαξ δια παντός,
να γίνει Καθολικά Φραγκισκανικός άπαξ δια παντός. Ειδάλλως, ποιόν άλλον ελπίζουν πως θα πανικοβάλλουν με αυτόν τον παραδειγματισμό
τον κρυμμένο για πάντα,
με την απειλή μιας ποινής που περιγράφεται λες και είναι στο κάτω-κάτω της γραφής
πιο εύκολο να την υπομείνει κανείς άνετα και σύντομα απ’ όσο τον καρκίνο,
μιας ποινής βουτηγμένης στις περικοκλάδες της ρητορείας;
Ασφαλώς όχι εκείνους που θεωρούνται αξιοσέβαστοι
(μερικοί από αυτούς είναι, όντως, σεβάσμιοι) επειδή εκείνην την ώρα κοιμούνταν
και το μεγάλο παράδειγμα της αποτροπής δεν τους ανακοινώθηκε και επειδή
την ώρα του πρόωρου ενταφιασμού
έτρωγαν το τοστ τους και την μαρμελάδα τους και θα ενημερωθούν για το έργο
της απόδοσης δικαιοσύνης (εάν κατά τύχη διαβάσουν τις εφημερίδες)
από μιαν άνοστη πληροφορία η οποία στην μνήμη τους θα λιώσει σαν την ζάχαρη.
Κι όμως, αυτά τα φιλειρηνικά πλάσματα είναι που προσφέρουν το ποσοστό ανθρωποκτονιών το πιο μεγάλο. Πολλοί τέτοιοι ευηπόληπτοι άνθρωποι
αποτελούν δυνητικούς εγκληματίες.
Σύμφωνα με έναν ανακριτή, η ευρύτατη πλειοψηφία των δολοφόνων
που είχε γνωρίσει δεν ήξεραν, όταν ξυρίζονταν το πρωῒ, ότι επρόκειτο αργότερα
μέσα στην ημέρα, να σκοτώσουν.
Για παραδειγματισμό και χάριν της ασφάλειας,
θα ήταν πιο συνετό αν κρατάγαμε το κομμένο κεφάλι μπροστά σε όλους
που ξυρίζονται το πρωῒ, αντί να αποκρύπτουμε την εκτέλεση.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει.
Το Κράτος συγκαλύπτει ή μεταμφιέζει τις εκτελέσεις και αποσιωπά
αυτές τις δηλώσεις και τις μαρτυρικές καταθέσεις. Άρα, δεν πιστεύει
στην αποτρεπτική αξία της τιμωρίας παρά εκ παραδόσεως και επειδή
δεν σκοτίστηκε ποτέ να σκεφτεί το όλο ζήτημα.
Ο εγκληματίας σκοτώνεται επειδή αυτό γίνεται επί αιώνες,
σκοτώνεται με έναν τρόπο που θεσπίστηκε στα τέλη του 18ου αιώνος. Από συνήθεια, ο κόσμος στρέφεται σε επιχειρήματα που χρησιμοποιούνταν πριν από αιώνες,
ακόμα κι αν τα επιχειρήματα αυτά έρχονται σε αντίφαση με τα μέτρα εκείνα
τα οποία έχει καταστήσει αναπόφευκτα η εξέλιξη της ευαισθησίας
του κοινού.
Εφαρμόζεται ένας νόμος δίχως να τον έχουν σκεφτεί ολοκληρωμένα
και ο καταδικασμένος πεθαίνει εν ονόματι
μιας θεωρίας στην οποία οι δήμιοι δεν πιστεύουν.
Αν την πίστευαν, αυτό θα ήταν φανερό σε όλους.
Όμως, η δημοσιότητα δεν διεγείρει μόνο τα σαδιστικά ένστικτα
με ανυπολόγιστο αντίκτυπο που τελικά οδηγεί σε έναν άλλο φόνο•
διατρέχει, επιπλέον, το ρίσκο να προκαλέσει την εξέγερση
και την αποστροφή της Κοινής Γνώμης.
Θα γινόταν δυσκολότερο να εκτελούνται άνθρωποι ο ένας μετά τον άλλον
–όπως γίνεται σήμερα στην χώρα μας–
αν αυτές οι εκτελέσεις μεταφράζονταν σε ζωντανές εικόνες στην λαϊκή φαντασία.
Ο άνθρωπος που απολαμβάνει τον καφέ του, ενώ διαβάζει ότι έχει η δικαιοσύνη αποδοθεί, θα τον έφτυνε εάν γνώριζε έστω και την ελάχιστη λεπτομέρεια.
Και τα κείμενα που έχω παραθέσει μπορεί να μοιάζουν
πως υπερασπίζονται απολογητικά κάποιους καθηγητές του ποινικού δικαίου,
οι οποίοι –στην φανερή τους ανικανότητα να δικαιολογήσουν
αυτήν την συγκεκριμένη αναχρονιστική ποινή– αυτοπαρηγοριούνται διακηρύσσοντας
(μαζί με τον κοινωνιολόγο Tarde)
ότι είναι καλύτερο να επιφέρουμε τον θάνατο δίχως να προκαλούμε πόνο
σε σύγκριση με το να επιφέρουμε πόνο δίχως να προκαλούμε τον θάνατο.
Να γιατί πρέπει να συμφωνήσουμε με την τοποθέτηση του Léon Gambetta,
ο οποίος (ως αντίπαλος της θανατικής ποινής) ψήφισε ενάντια σε ένα νομοσχέδιο που αφορούσε την απαγόρευση της δημοσιοποιήσεως των εκτελέσεων και δήλωσε:
«Αν καταργήσετε την φρίκη που προκαλεί το θέαμα, αν εκτελείτε εντός
των φυλακών, θα καταπνίξετε το δημόσιο ξέσπασμα της εξέγερσης
που έχει λάβει χώρα το τελευταίο διάστημα
και θα ενισχύσετε την θανατική ποινή».
Η αλήθεια είναι πως κανείς πρέπει είτε να σκοτώνει δημοσίως
είτε να ομολογήσει πως δεν αισθάνεται ότι έχει την εξουσία να το κάνει.
Αν η κοινωνία δικαιολογεί την τιμωρία του θανάτου μέσω της αναγκαιότητας
του παραδειγματισμού, πρέπει να δικαιώνεται η ίδια
–καθιστώντας αναγκαία και την δημοσιότητα.
Πρέπει να προβάλει των εκτελεστών τους καρπούς
και να αναγκάζει δια της βίας όλους να τα κοιτούν: τους εκλεπτυσμένους
πολίτες καθώς και όλους εκείνους που είχαν την οποιαδήποτε ευθύνη δημιουργίας του δήμιου.
Σε διαφορετική περίπτωση, η κοινωνία παραδέχεται ότι δολοφονεί
δίχως να ξέρει τι λέει ή τι κάνει.
Ειδάλλως, παραδέχεται ότι αυτές οι προκλητικές τελετές
το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να εξάπτουν το έγκλημα
ή να προκαλούν την κρίση του ανθρώπου.
Ποιός θα μπορούσε να το διασταυρώσει καλύτερα αυτό από έναν ανακριτή
που βρισκόταν στο τέλος της καριέρας του, τον Δικαστή Φάλκο,
του οποίου η γενναία ομολογία αξίζει σοβαρής σκέψεως:
«Την μοναδική φορά στην ζωή μου που αποφάσισα κατά της μετατροπής μιας ποινής και έκρινα υπέρ της εκτέλεσης σκέφθηκα πως, παρά την θέση μου, θα μπορούσα
να παρακολουθήσω την εκτέλεση και να παραμείνω απόλυτα απαθής. Επιπλέον, ο κακούργος δεν ήταν και πολύ ενδιαφέρων: είχε βασανίσει την κόρη του και, εν τέλει,
την είχε ρίξει σε ένα πηγάδι. Μετά την εκτέλεσή του, όμως, επί εβδομάδες και μήνες ακόμα, αυτή η ανάμνηση στοίχειωνε τα βράδυα μου…
Όπως κάθε άλλος, υπηρέτησα στον πόλεμο και είδα μιαν αθώα γενιά να χάνεται
αλλά μπορώ να δηλώσω ότι τίποτα δεν μου προξένησε αυτό το είδος
της βαρυμένης συνείδησης που ένοιωσα ενώπιον αυτής της μορφής
διοικητικού φόνου που καλείται θανατική ποινή». (Υποσημείωση 6: Réalités, No. 105, Οκτώβριος 1954).
Παρ’ όλ’ αυτά, γιατί λοιπόν η κοινωνία πρέπει να πιστεύει σε αυτό το πρότυπο
της θανατικής ποινής την στιγμή που δεν αποτρέπει το έγκλημα, την στιγμή
που τα αποτελέσματά της –αν υπάρχουν– είναι αόρατα;
Κατ’ αρχάς, η θανατική ποινή δεν θα μπορούσε να εκφοβίσει τον άνθρωπο
που δεν ξέρει ότι πρόκειται να σκοτώσει, που αποφασίζει αστραπιαία να το κάνει,
μέσα σε μιαν αναλαμπή, και διαπράττει το έγκλημα σε μιαν κατάσταση φρενίτιδος
ή ψύχωσης ούτε και τον άνθρωπο που, ενώ πηγαίνει σε ένα ραντεβού
για να ξεκαθαρίσει κάτι, διευθετώντας το με κάποιον άλλον, παίρνει μαζί του όπλο (αν και δεν το ήθελε ή δεν είχε σκεφτεί πως το ήθελε) για να τρομάξει τον φιλαράκο
–και το χρησιμοποιεί.
Με άλλα λόγια, η θανατική ποινή δεν θα μπορούσε να εκφοβίσει τον άνθρωπο που έπεσε στο έγκλημα όπως πέφτει κανείς μέσα σε μια συμφορά.
Αυτό ισοδυναμεί με το να πούμε ότι η θανατική ποινή,
στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, είναι ανίσχυρη.
Είναι ακριβοδίκαιο να καταδείξουμε, μονάχα, ότι στην χώρα μας
η θανατική ποινή σπανίως εφαρμόζεται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ωστόσο, η ίδια η λέξη «σπανίως» κάνει κάποιον να νοιώθει ρίγος.
Φοβίζει, τουλάχιστον, αυτήν την ράτσα των εγκληματιών
για τους οποίους η θανατική ποινή ισχυρίζεται πως ισχύει, πως λειτουργεί κι αποδίδει και αυτούς που ζουν από το έγκλημα;
Τίποτε δεν είναι λιγότερο σίγουρο.
Μπορούμε στον Καίσλερ να διαβάσουμε πως σε μιαν εποχή που στην
Αγγλία εκτελούνταν οι πορτοφολάδες, άλλοι πορτοφολάδες εξασκούσαν
τα ταλέντα τους επάνω στο πλήθος που περιέβαλε το ικρίωμα την στιγμή
που κρέμαγαν τον σύντροφό τους.
Τα στατιστικά στοιχεία που επεξεργάστηκαν στην Αγγλία στις αρχές του αιώνα δείχνουν ότι από τους 250 ανθρώπους που οδηγήθηκαν στην κρεμάλα,
οι 170 είχαν προηγουμένως παραστεί σε μία η περισσότερες εκτελέσεις
της εσχάτης των ποινών.
Και το 1886, από 167 καταδικασμένους που πέρασαν από την φυλακή του Bristol,
οι 164 είχαν παραβρεθεί οι ίδιοι σε τουλάχιστον 1 εκτέλεση.
Τέτοιου είδους στατιστικά στοιχεία δεν είναι πλέον εφικτό να συγκεντρωθούν
στην Γαλλία εξαιτίας της μυστικότητας που περιβάλλει τις εκτελέσεις.
Δίνουν, ωστόσο, την αιτία να σκεφτούμε ότι γύρω από τον πατέρα μου,
την ημέρα εκείνη της εκτέλεσης, θα πρέπει να υπήρχε ένας αρκετά μεγάλος αριθμός μελλοντικών εγκληματιών οι οποίοι δεν έκαναν εμετό.
Η εξουσία του φόβου αγγίζει μόνο τα ήσυχα άτομα που δεν προσελκύονται
από το έγκλημα ενώ δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στους σκληροπυρηνικούς
που πρέπει να μαλακώσουν.
Στην μελέτη του Καίσλερ και στις λεπτομερείς έρευνες θα βρεθούν τα γεγονότα
και οι αριθμοί που πείθουν περισσότερο για αυτήν την πτυχή του ζητήματος.


*

Κανείς, πάντως, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο.
Η στέρηση της ζωής αποτελεί, πράγματι, την εσχάτη των ποινών
και θα έπρεπε να εξάπτει στους ανθρώπους έναν αναμφισβήτητο φόβο.
Ο φόβος του θανάτου, που αναδύεται από τα πιο ερεβώδη βάθη του ατόμου,
κάνει τον άνθρωπο ερείπιο•
το ένστικτο της ζωής, όταν απειλείται, πανικοβάλλεται και μάχεται μέσ’ στην αγωνία.
Είχε δίκιο, επομένως, ο νομοθέτης να σκεφτεί πως ο νόμος του βασιζόταν
πάνω σε ένα από τα πλέον μυστηριώδη και ισχυρά κίνητρα της ανθρώπινης φύσης.
Ο νόμος, όμως, είναι πάντα πιο απλός από την φύση.
Όταν ο νόμος αποτολμά να διεισδύσει –με την ελπίδα ότι θα επικρατήσει–
στις σκοτεινές περιοχές της συνειδητότητας, λίγες ελπίδες έχει να μπορέσει
να απλοποιήσει τα συμπλέγματα που θέλει να συστηματοποιήσει σε νομικό κώδικα.
Πράγματι, εάν ο φόβος του θανάτου αποτελεί γεγονός,
ένα άλλο γεγονός είναι ότι ο φόβος αυτός, όσο μεγάλος κι αν είναι,
δεν ήταν ποτέ αρκετός για να καταστείλει τα ανθρώπινα πάθη.
Ο Μπαίϋκον είχε δίκιο όταν έλεγε ότι δεν υπάρχει πάθος τόσο αδύναμο
που να μην μπορεί να αντισταθεί και να υπερνικήσει τον φόβο του θανάτου.
Η εκδίκηση, ο έρως, η τιμή, ο πόνος, ένας άλλος φόβος καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον φόβο του θανάτου.
Άραγε, πώς θα μπορούσαν η απληστία, το μίσος, η ζήλια
να μην κάνουν αυτό που κατορθώνει η αγάπη για ένα πρόσωπο ή μια χώρα,
αυτό που πετυχαίνει το πάθος για την ελευθερία;
Επί αιώνες το κράτος του θανάτου,
συνοδευόμενο συχνά από βάρβαρες εκλεπτύνσεις και φίλτρα διϋλίσεως, επιχειρεί
να κρατήσει το έγκλημα υπό περιοριστικό έλεγχο. Ωστόσο, το έγκλημα επιμένει.
Γιατί;
Επειδή τα ένστικτα που αντιμάχονται εντός του ανθρώπου δεν είναι
–όπως ισχυρίζεται ο νόμος– σταθερά αμετάβλήτες και ισοζυγισμένες δυνάμεις
σε μιαν κατάσταση εξισορρόπησης.
Είναι δυνάμεις ευμετάβλητες που διαρκώς γεμίζουν με ώχρα, χλωμιάζουν
και ο επαναλαμβανόμενος εκτροχιασμός τους από την θέση ισορροπίας
σχηματίζει υπερβολές που φορτίζουν με ζωή την διάνοια
όπως ακριβώς οι ηλεκτρικοί παλμοί, όταν είναι αρκετά κοντά, παρέχουν ρεύμα.
Απλά σκεφτείτε την αλληλουχία των ταλαντώσεων (από την επιθυμία
στην έλλειψη διάθεσης, από την αποφασιστικότητα στην απάρνηση)
δια μέσου
των οποίων διέρχεται ο καθένας μας σε μιαν μόνον ημέρα,
πολλαπλασιάστε επ’ άπειρον αυτές τις παραλλαγές και θα έχετε μιαν ιδέα
για την ψυχολογική αναπαραγωγή των ενστίκτων.
Αυτές οι καταπτώσεις από το ισοζύγιο
είναι πολύ φευγαλέες γενικά ώστε να επιτρέπουν σε μιαν μόνο δύναμη
να κυριαρχήσει σε ολόκληρη την ύπαρξη.
Μπορεί, ωστόσο, να συμβεί να απελευθερωθεί δια της βίας
μια από τις δυνάμεις της ψυχής ώσπου να καλύψει όλο το πεδίο της συνειδητότητας•
σε μια στιγμή σαν κι αυτή, κανένα ένστικτο –ούτε ακόμα κι αυτό της ζωής–
δεν μπορεί να αντισταθεί στην τυραννία
αυτής της ασυγκράτητης ισχύος.
Για να φόβιζε, λοιπόν, πραγματικά η τιμωρία του θανάτου
θα έπρεπε να ήταν διαφορετική η ανθρώπινη φύση.
Θα έπρεπε να είναι τόσο παγιωμένη και ατάραχη όσο ο ίδιος ο νόμος.
Τότε, όμως, θα ήταν η ανθρώπινη νεκρή φύση.
Ε λοιπόν, δεν είναι νεκρή!
Να γιατί –όσο κι αν αυτό φαίνεται εκπληκτικό
σε όποιον έχει ποτέ παρακολουθήσει ή έχει άμεση εμπειρία
για την ανθρώπινη πολυπλοκότητα– ο δολοφόνος, τις περισσότερες φορές,
όταν σκοτώνει νοιώθει αθώος.
Κάθε κακούργος, πριν δικαστεί, απαλλάσσει ο ίδιος τον εαυτό του.
Θεωρεί ότι ο ίδιος είναι τουλάχιστον δικαιολογημένος από τις περιστάσεις,
αν όχι πως έχει δίκιο.
Δεν σκέφτεται ούτε προβλέπει• όταν σκέφτεται, είναι για να προβλέψει
πως θα τον συγχωρέσουν συλλήβδην ή εν μέρει.
Πώς θα μπορούσε, άραγε, να φοβηθεί αυτό που νομίζει ότι είναι εξαιρετικά απίθανο;
Θα φοβηθεί τον θάνατο μετά την ετυμηγορία –αλλά όχι πριν το έγκλημα.
Άρα ο νόμος, για να είχε εκφοβιστικό χαρακτήρα, θα έπρεπε να μην αφήνει
καμία ευκαιρία ή ελπίδα στον φονιά, θα έπρεπε εκ των προτέρων
να είναι αδυσώπητος κι αμείλικτος και, ιδίως, να μην αναγνωρίζει
καμία περίσταση επιδεχόμενη ελαφρυντικών.
Ποιός, όμως, ανάμεσά μας θα τολμούσε να ζητήσει κάτι τέτοιο;
Αν το έκανε κάποιος, και πάλι θα ήταν απαραίτητο να λάβουμε υπ’ όψιν
ένα άλλο παράδοξο της ανθρώπινης φύσης.
Αν το ένστικτο της ζωής είναι πρωταρχικό,
δεν είναι περισσότερο θεμελιώδες απ’ όσο ένα άλλο ένστικτο
για το οποίο οι ακαδημαϊστές ψυχολόγοι μας δεν μας μιλούν:
το ένστικτο του θανάτου, το οποίο –ορισμένες στιγμές– απαιτεί
την καταστροφή του εαυτού μας και των άλλων.
Είναι πιθανόν να συμπίπτει συχνά η επιθυμία να σκοτώνει κανείς
με την επιθυμία να πεθάνει ή να αυτοκμηδενιστεί. (Υποσημείωση 7: Είναι δυνατόν να διαβάζει κανείς κάθε εβδομάδα στις εφημερίδες για κακούργους που αρχικά δίσταζαν μεταξύ του να αυτοκτονήσουν και του να σκοτώσουν άλλους).
Με τον τρόπον αυτό, το ένστικτο για την αυτοσυντήρηση συναρθρώνεται,
σε διάφορες, ευμετάβλητες αναλογίες,
με το ένστικτο της καταστροφής, το οποίο αποτελεί τον μοναδικό τρόπο
για να εξηγήσει κανείς συνολικά τις πολυποίκιλες διαστροφές
(από τον αλκοολισμό ως τα ναρκωτικά) που οδηγούν ένα άτομο στον θάνατο
ενώ γνωρίζει κάλλιστα τι συμβαίνει.
Ο άνθρωπος θέλει να ζει αλλά είναι ανώφελο να ελπίζει κανείς πως αυτή η επιθυμία θα υπαγορεύει όλες του τις πράξεις.
Ο άνθρωπος θέλει, επιπλέον, να μην είναι τίποτα•
επιθυμεί το ανεπανόρθωτο και τον ίδιο τον θάνατο αφ’ εαυτού.
Συμβαίνει έτσι να μην επιδιώκει ο εγκληματίας μόνο το έγκλημα
αλλά και τα βάσανα που το συνοδεύουν ακόμα και (ειδικά τότε, θα έλεγε κανείς)
αν αυτά τα βάσανα είναι εξαιρετικά κι ασυνήθιστα.
Όταν αυτή η αλλόκοτη επιθυμία αναπτυχθεί και γίνει κυρίαρχη, η προοπτική
να θανατωθεί όχι μονάχα αποτυγχάνει να σταματήσει τον εγκληματία
αλλά το πιθανότερο είναι πως προσθέτει κιόλας μέσα στον ίλιγγο
όπου χάνει τις αισθήσεις του.
Άρα, κατά μίαν έννοια, σκοτώνει προκειμένου να πεθάνει.
Αυτές οι εκκεντρικότητες αρκούν για να εξηγήσουν γιατί μια ποινή
που μοιάζει υπολογισμένη να εκφοβίσει τους φυσιολογικούς ανθρώπους
στην πραγματικότητα είναι εντελώς άσχετη με την συνήθη ψυχολογία.
Όλες οι στατιστικές ανεξαιρέτως (κι εκείνες που αναφέρονται σε χώρες
που έχουν καταργήσει τον θάνατο όπως κι εκείνες που αφορούν τις υπόλοιπες χώρες)
αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει καμία σχέση απολύτως ανάμεσα στην κατάργηση της θανατικής ποινής και στην εγκληματικότητα. (Υποσημείωση 8: Έκθεση της Επίλεκτης Αγγλικής Επιτροπής το 1930 και της Αγγλικής Βασιλικής Επιτροπής που προσφάτως συνόψισε την έρευνα ως εξής: «Όλες οι στατιστικές που εξετάσαμε επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η κατάργηση της θανατικής ποινής δεν έχει προκαλέσει αύξηση στον αριθμό των εγκλημάτων»).
Η στατιστική των εγκλημάτων ούτε αυξάνει ούτε μειώνει τα εγκλήματα.
Η καρμανιόλα υπάρχει, το ίδιο και το έγκλημα•
μεταξύ των δύο, δεν υπάρχει κανείς άλλος εμφανής δεσμός παρά ο νόμος.
Το μόνο που μπορούμε να εξάγουμε ως τεκμήριον από τους αριθμούς
που καταγράφονται στα στατιστικά διαγράμματα είναι αυτό:
Επί αιώνες τα άλλα εγκλήματα, πλην της ανθρωποκτονίας,
τιμωρούνταν με θάνατο και η εσχάτη των ποινών,
επαναλαμβανόμενη διαρκώς εξ αρχής, δεν εξαφάνισε αυτά τα εγκλήματα.
Εδώ και αιώνες τώρα, αυτά τα εγκλήματα δεν τιμωρούνται με θάνατο.
Εν τούτοις, δεν έχουν αυξηθεί. Για την ακρίβεια, κάποια εξ αυτών έχουν μειωθεί.
Κατά παρόμοιο τρόπο, η ανθρωποκτονία επί αιώνες
ετιμωρείτο με εκτέλεση• κι όμως, η φυλή του Κάϊν δεν έχει αφανιστεί.
Στα 33, τέλος,
έθνη που έχουν καταργήσει ή δεν εφαρμόζουν πλέον τον θάνατο,
ο αριθμός των ανθρωποκτονιών δεν έχει αυξηθεί.
Εξ αυτού, ποιός θα μπορούσε να συναγάγει
ότι η θανατική ποινή έχει όντως εκφοβιστικό χαρακτήρα;
Οι Συντηρητικοί δεν μπορούν να αρνηθούν αυτά τα γεγονότα ή αυτά τα στοιχεία
των αριθμών.
Η μοναδική και οριστική τους απάντηση είναι συμβολική,
όταν επεξηγούν και ερμηνεύουν
την παράδοξη στάση μιας κοινωνίας
η οποία αποκρύπτει τόσο προσεκτικά τις εκτελέσεις
που η ίδια ισχυρίζεται πως αποτελούν παραδειγματισμό.
Οι Συντηρητικοί λένε πως «τίποτα, πράγματι, δεν αποδεικνύει πως η θανατική ποινή παραδειγματίζει• (για την ακρίβεια, η αλήθεια είναι πως είναι σίγουρο ότι χιλιάδες δολοφόνοι δεν έχουν ποτέ καν έστω και φοβηθεί από αυτήν). Δεν υπάρχει, ωστόσο, τρόπος να γνωρίζουμε πόσους έχει εκφοβίσει• συνεπώς, τίποτα δεν αποδεικνύει πως η θανατική ποινή δεν παραδειγματίζει». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ύψιστη των ποινών, αυτή που συνεπάγεται το έσχατο όνειδος για τον κατάδικο
και χαρίζει την υπέρτατη αναγνώριση σε μια κοινωνία,
δεν βασίζεται σε τίποτα
παρά σε μιαν ανεξακρίβωτη, δυσεπιβεβαίωτη πιθανότητα.
Αντιθέτως, ο θάνατος δεν συνεπάγεται τίτλους,
διαβαθμίσεις ή πιθανότητες.
Παγιοποιεί όλα τα πράγματα, την ενοχή και το σώμα, σε μιαν οριστική ακαμψία.
Μεταξύ μας τον απονέμουμε, όμως,
εν ονόματι της τύχης, της πρόνοιας και του υπολογισμού.
Ακόμα κι αν ήταν δικαιολογημένη αυτή η εκτίμηση βάσει υπολογισμού,
δεν θα έπρεπε να υπάρχει μια σιγουριά προκειμένου να εγκρίνουμε
μιαν εξουσιοδότηση που δίνει την άδεια ώστε να απονέμεται ο πιο σίγουρος θάνατος;
Ο καταδικασμένος, ωστόσο, κόβεται στα δυο, συντρίβεται,
όχι τόσο για το έγκλημα που διέπραξε αλλά ως συνέπεια όλων των εγκλημάτων
που θα μπορούσαν να είχαν διαπραχθεί
και δεν διεπράχθησαν,
που μπορεί να διαπραχθούν και δεν θα διαπραχθούν.
Η πιο εκτεταμένη αβεβαιότητα, στην περίπτωση αυτή,
νομιμοποιεί και δικαιολογεί την πιο ασυγχώρητη βεβαιότητα.
Δεν είμαι ο μόνος που πρέπει να εκπλήσσεται από μια τόσο επικίνδυνη αντίφαση.
Ακόμα και το Κράτος την επικρίνει και με την σειρά της αυτή η βαρυμένη συνείδηση
εξηγεί και την αντίφαση της δικής της στάσης.
Το Κράτος αφαιρεί κάθε επένδυση δημοσιότητας από τις εκτελέσεις του
διότι δεν μπορεί –ενώπιον των γεγονότων– να υποστηρίξει
ότι αυτές οι εκτελέσεις εξυπηρέτησαν ποτέ τον εκφοβισμό των εγκληματιών.
Το Κράτος δεν μπορεί να αποδράσει από το δίλημμα που περιέγραψε
ο Cesare Beccaria όταν έγραφε: «Αν είναι σημαντικό να δίνουμε συχνά αποδείξεις
εξουσίας στον λαό, τότε οι εκτελέσεις πρέπει να είναι συχνές• αλλά θα πρέπει, τότε, να είναι συχνά και τα εγκλήματα με αποτέλεσμα να αποδείξει αυτό ότι η θανατική ποινή δεν δημιουργεί την ολοκληρωτική εντύπωση που θα έπρεπε να κάνει –εξ ου
και προκύπτει πως είναι συγχρόνως ανώφελη και αναγκαία».
Τί μπορεί, λοιπόν, να κάνει το Κράτος με μια ποινή που είναι άχρηστη και απαραίτητη, εκτός από το να την αποκρύπτει δίχως να την καταργεί;
Το Κράτος θα την διατηρήσει, συνεπώς, κρατώντας την λίγο στην άκρη, παράπλευρα, όχι δίχως αμηχανία λόγω μιας ενόχλησης, με την τυφλή ελπίδα πως τουλάχιστον ένας άνθρωπος θα εμποδιστεί κάποτε από το να προχωρήσει σε μια δολοφονική πράξη επειδή θα έχει αναλογιστεί την τιμωρία –κι έτσι, το Κράτος θα δικαιολογεί
έναν νόμο που δεν έχει υπέρ του ούτε την λογική ούτε την εμπειρία.
Προκειμένου να συνεχίσει να υποστηρίζει ότι η γκιλοτίνα αποτελεί παράδειγματισμό
και έχει αποτρεπτική ισχύ, το Κράτος οδηγείται κατά συνέπεια
στον πολλαπλασιασμό των πολύ πραγματικών και υπαρκτών φόνων
με την ελπίδα ότι θα αποφύγει έναν πιθανό φόνο,
ο οποίος –στον βαθμό και στην έκταση που είναι γνωστόν ή θα γίνει ποτέ γνωστόν–
μπορεί ποτέ να μην διαπραχθεί.
Πρόκειται, οπωσδήποτε, για έναν παράξενο νόμο,
που ξέρει τον φόνο που ο ίδιος διαπράττει
και δεν θα μάθει ποτέ τον φόνο που αποτρέπει.
Τί θα απομείνει από αυτήν την ισχύ του παραδειγματισμού αν αποδεικνύεται ότι
το κράτος του θανάτου έχει μιαν άλλη ισχύ –και μάλιστα πολύ πραγματική– που υποβιβάζει τους ανθρώπους έως την ντροπή, την παράνοια και τον φόνο;
Έχει ήδη καταστεί εφικτό να παρακολουθήσουμε τις επιδράσεις
που έχει στην Κοινή Γνώμη
η λογική στην οποία οδηγεί ο παραδειγματισμός αυτών των τελετών θανάτου,
τις δημόσιες επιδείξεις σαδισμού που διεγείρουν,
την φρικαλέα ματαιοδοξία που εξάπτουν σε ορισμένους εγκληματίες.
Δεν υπάρχει ευγένεια πλησίον των ικριωμάτων
αλλά αηδία, απέχθεια, περιφρόνηση ή η πλέον χυδαία απόλαυση των αισθήσεων.
Αυτά τα αποτελέσματα είναι πολύ γνωστά.
Η ευπρέπεια είναι αυτή που οδήγησε την γκιλοτίνα να μεταφερθεί
από την Πλατεία Ξενοδοχείων της Πόλεως στα οδοφράγματα στις πύλες της πόλεως και, κατόπιν, εντός των φυλακών.
Πολύ λιγότερο ενημερωμένοι είμαστε ως προς τα συναισθήματα εκείνων των οποίων η παρακολούθηση αυτών των θεαμάτων έχει γίνει επάγγελμα.
Πρέπει, λοιπόν, απλά να ακούσετε τον διοικητή μιας Αγγλικής φυλακής που εξομολογείται πως ένοιωσε «μιαν οξεία αίσθηση προσωπικής καταισχύνης» και τον ιερέα που μιλά για «φρίκη, ντροπή και ταπείνωση». (Υποσημείωση 9: Έκθεση της Επίλεκτης Επιτροπής, 1930).
Απλά φανταστείτε τα συναισθήματα του ανθρώπου που σκοτώνει κατ’ εντολήν
–εννοώ τον δήμιο.
Τί μπορούμε να σκεφτούμε για αυτούς τους αξιωματούχους που αποκαλούν
την καρμανιόλα «η παρακαμπτήριος μηχανή», τον καταδικασμένο «ο πελάτης»
ή «το πακέτο»;
Ο ιερέας Bela Just, ο οποίος συνόδευσε πάνω από 30 καταδίκους, γράφει:
«Η αργκό των γραφειοκρατών της απονομής δικαιοσύνης είναι εξίσου κυνική
και χυδαία όσο και η αργκό των εγκληματιών». (Υποσημείωση 10: “La Potence et la Croix”, εκδ. Fasquelle).
Ιδού και τα σχόλια ενός από τους αναπληρωτές δημίους μας για τα ταξίδια του στις αποικίες: «Όποτε θα φεύγαμε για ένα ταξίδι, γινόταν πάντοτε μια αστεία φάρσα, με ταξί και με τα καλύτερα εστιατόρια ως μέρος του γλεντιού και του ξεφαντώματος». (Υποσημείωση 11: Roger Grenier: “Les Monstres”, εκδ. Gallimard).
Ο ίδιος,
Καυχώμενος για την επιδεξιοτεχνία του δήμιου στο πως την άφηνε ελεύθερη να πέσει
την λεπίδα, λέει: «Μπορούσες να επιτρέψεις στο εαυτό σου την απόλαυση
να τραβήξεις τα μαλλιά του πελάτη».
Η εξαχρείωση που εκφράζεται εδώ έχει άλλες, βαθύτερες πτυχές.
Η ένδυση του καταδικασμένου ανήκει ως επί το πλείστον στην αρμοδιότητα
του δήμιου.
O Deibler ο Α΄ συνήθιζε να κρεμά όλα αυτά τα «είδη ρουχισμού» σε ένα παράπηγμα
και «πήγαινε που και που, από καιρού εις καιρόν, να τα ξεκρεμάσει».
Υπάρχουν, ωστόσο, και πιο σοβαρές πτυχές.
Ιδού τι διακηρύσσει ο αναπληρωτής δήμιός μας:
«Ο κάθε καινούργιος δήμιος χάνει το μυαλό του για την γκιλοτίνα. Μερικές φορές, περνά αδιάκοπα επί μέρες καθισμένος σε μιαν πολυθρόνα, φορώντας το καπέλο και το παλτό του (Υποσημείωση 12: Στο ίδιο.), και περιμένει διαταγές από το Υπουργείο».
Ναι, αυτός είναι ο άνθρωπος για τον οποίο ο Joseph de Maistre είπε ότι, για να υπάρχει,
έπρεπε να εκδοθεί ένα ειδικό διάταγμα από την θεϊκή εξουσία
και ότι, δίχως αυτόν, «η τάξη παραδίδεται στο χάος, ο θρόνος καταρρέει και η κοινωνία αφανίζεται».
Αυτός είναι ο άνθρωπος μέσω του οποίου η κοινωνία απαλλάσσεται ολοκληρωτικά
από τον ένοχο, διότι ο δήμιος υπογράφει την αθώωση της φυλακής και αναλαμβάνει την ευθύνη
για λογαριασμό των ελεύθερων ανθρώπων.
Ο εξαίσιος και επίσημος παραδειγματισμός, τον οποίο συνέλαβαν ή εφηύραν οι νομοθέτες μας,
παράγει ένα τουλάχιστον ασφαλές αποτέλεσμα –να εξευτελίζει ή να καταστρέφει κάθε ανθρωπιά
και κάθε λογική σε εκείνους που συμμετέχουν ευθέως στην εκτέλεση της θανατικής ποινής.
Θα ειπωθεί πως πρόκειται για εξαιρετικά και ασυνήθιστα πλάσματα
που σε αυτό το ατιμωτικό όνειδος βρίσκουν έναν επαγγελματικό προσανατολισμό και μια δουλειά.
Φαίνονται λιγότερο ασυνήθιστοι, όμως, όταν μαθαίνουμε ότι εκατοντάδες άνθρωποι προσφέρονται
να εργαστούν ως δήμιοι άνευ πληρωμής.
Οι άνθρωποι της γενιάς μας, οι οποίοι έζησαν την ιστορία των τελευταίων ετών, δεν θα εκπλαγούν
από αυτήν την μικρή πληροφορία.
Ξέρουν πως πίσω από τα πιο φιλειρηνικά και οικεία πρόσωπα κοιμάται εν υπνώσει η παρόρμηση προς τα βασανιστήρια και τον φόνο.
Η ποινή που αποσκοπεί να εκφοβίσει και να τρομάξει έναν άγνωστο δολοφόνο παρέχει με κάθε σιγουριά τον τίτλο, την άδεια και το επάγγελμα του δολοφόνου σε κάθε ένα από τα τόσο πολλά άλλα κτήνη
–για τα οποία, κιόλας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.
Και αφού είμαστε απασχολημένοι με το να δικαιολογούμε τους πιο σκληρούς μας νόμους
με πιθανολογούμενες κρίσεις,
ας μην αφήσουμε να υπάρξει και πάλι καμία αμφιβολία ότι από εκείνους τους εκατοντάδες ανθρώπους που απορρίφθηκε το αίτημα παροχής των υπηρεσιών του, ένας τουλάχιστον θα πρέπει
να ικανοποιήσει με κάποιον άλλο τρόπο τα αιμοδιψή ένστικτα που ερέθισε μέσα του η λαιμητόμος.
Επομένως, εάν υπάρχει η πρόθεση της διατήρησης της θανατικής ποινής, ας μας γίνει τουλάχιστον
η χάρη να μας απαλλάξουν από την υποκρισία περί δικαιολόγησής της
με το επιχείρημα του παραδειγματισμού.
Ας είμαστε ειλικρινείς για αυτήν την ποινή η οποία δεν επιτρέπεται να λάβει δημοσιότητα,
αυτό το φόβητρο που λειτουργεί μόνο για τους αξιοσέβαστους ανθρώπους (εφόσον
και για όσον καιρό παραμένουν αξιοσέβαστοι), μια ποινή που γοητεύει
εκείνους που έχουν πάψει να είναι αξιοσέβαστοι και διαφθείρει, αποπροσανατολίζει
ή τρελαίνει εκείνους που συμμετέχουν σε αυτήν.
Πρόκειται για μια ποινή (για την ακρίβεια, πρόκειται σίγουρα για μια φρικτή μαρτυρία) σωματική και ηθική συγχρόνως αλλά δεν παρέχει κανέναν άλλο ασφαλή παραδειγματισμό εκτός από το παράδειγμα της ανηθικότητας.
Κολάζει αλλά δεν αποτρέπει τίποτα∙
στην πραγματικότητα, μπορεί ακόμα και να αφυπνίσει την παρόρμηση του φόνου.
Φαίνεται πως εξακολουθεί να υφίσταται μόνο για τον άνθρωπο εκείνο που την υπομένει
–στην ψυχή του επί μήνες και χρόνια και στο σώμα του κατά την διάρκεια
των απελπισμένων και βίαιων στιγμών που γίνεται κομμάτια η καρδιά του
δίχως να του αφαιρείται η ζωή.
Ας την αποκαλέσουμε με το όνομα εκείνο, το οποίο –λόγω έλλειψης κάθε άλλου ευγενικού ή διακριτικού όρου– θα προσφέρει την ευγένεια και την διακριτικότητα της αλήθειας
και ας την αναγνωρίσουμε ως αυτό που είναι επί της ουσίας: μια εκδίκηση.
Μια τιμωρία, η οποία κολάζει δίχως να έχει προληπτικό χαρακτήρα, στην πραγματικότητα
λέγεται εκδίκηση.
Είναι μια λύση οιονεί δοκησίσοφη, φαινομενικά ποσοτική και αριθμητική
αλλά στην ουσία υπολογιστική αφού προκύπτει από υπολογισμό, μια μέθοδος
στην οποία καταφεύγει η κοινωνία για να απαντήσει ενάντια σε όποιον διαρρήξει
τον αρχέγονο, προαιώνιο νόμο της.
Αυτή η λύση είναι τόσο παλαιά όσο και ο άνθρωπος:
λέγεται «νόμος της ανταπόδοσης του Κακού».
Όποιος μου προξένησε κακό, ζημία ή βλάβη πρέπει να υποφέρει∙
όποιος μου έβγαλε το μάτι, πρέπει να χάσει ένα μάτι∙
και όποιος έχει σκοτώσει, πρέπει εν τέλει να πεθάνει.
Πρόκειται για ένα συναίσθημα (και μάλιστα, ένα εξαιρετικά βίαιο συναίσθημα),
όχι για έναν κανόνα.
Η αντεκδίκηση συνδέεται με την φύση και το ένστικτο, όχι με τον νόμο.
Ο νόμος, εξ ορισμού, δεν μπορεί να υπακούει στους ίδιους κανόνες με την φύση.
Εάν ο φόνος είναι στην φύση του ανθρώπου, ο νόμος δεν αποσκοπεί και δεν θεσπίζεται
για να απομιμηθεί ή να αναπαράγει αυτήν την φύση. Αποσκοπεί στο να την βελτιώσει.
Τώρα,
η αντεκδίκηση δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επικυρώνει και να μετατρέπει
το καθεστώς, την ισχύ, το status ενός νόμου σε μια καθαρή παρόρμηση της φύσης.
Όλοι έχουμε γνωρίσει αυτήν την παρόρμηση
(για την οποία, συχνά, θα έπρεπε να νοιώθουμε ντροπή)
και ξέρουμε την ισχύ της, διότι προέρχεται κατά παράδοσιν από τα πρωτόγονα δάση.
Σε σχέση με αυτό το σημείο, εμείς οι Γάλλοι (που ορθώς εξεγειρόμαστε
όταν βλέπουμε τον βασιλιά του πετρελαίου στην Σαουδική Αραβία να κάνει κηρύγματα υπέρ της διεθνούς δημοκρατίας και, ταυτογχρόνως, να αναθέτει σε έναν χασάπη
την ευθύνη να ακρωτηριάσει το χέρι ενός κλέφτη με το τσεκούρι) ζούμε
κι εμείς, επίσης, σε ένα είδος Μεσαίωνα που δεν προσφέρει καν την παρηγοριά της πίστης.
Εξακολουθούμε ακόμα να ορίζουμε την δικαιοσύνη σύμφωνα με τους κανόνες μιας ψυχρής, χειρουργικής και υπολογιστικής μεθόδου που μαρτυρά αναισθησία. (Υποσημείωση 13: Πριν από λίγα χρόνια, υπέβαλα αίτημα για την αναστολή εκτέλεσης
6 Τυνησίων, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για την ανθρωποκτονία
σε μιαν εξέγερση 3 Γάλλων αστυνομικών. Οι συνθήκες υπό τις οποίες είχε γίνει ο φόνος καθιστούσαν δυσχερή οποιαδήποτε απονομή ευθυνών. Ένα σημείωμα από το Εκτελεστικό Γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας με πληροφορούσε ότι η έκκλησή μου
εξεταζόταν διοικητικά με την επιβαλλόμενη οργανωτική συγκρότηση. Δυστυχώς,
όταν μου απεστάλη αυτό το σημείωμα, είχα ήδη –δύο εβδομάδες νωρίτερα– διαβάσει
ότι η απόφαση είχε εκτελεστεί. 3 από τους καταδικασμένους είχαν θανατωθεί
και οι 3 άλλοι είχαν πάρει αναστολή. Οι λόγοι για να δοθεί αναστολή σε κάποιους και όχι στους άλλους δεν ήταν αρκετά πειστικοί. Πιθανόν, όμως, ήταν απαραίτητο να περατωθούν 3 εκτελέσεις επειδή είχαν υπάρξει 3 θύματα…).
Επιτέλους, θα μπορούσε άραγε να πει κανείς ότι οι ποσοτικοί-αριθμητικοί συμψηφισμοί
είναι ακριβείς και ότι η δικαιοσύνη, ακόμα και όταν είναι στοιχειώδης, ακόμα
και όταν είναι περιορισμένη στην νόμιμη και θεμιτή ανταπόδοση, διαφυλάσσεται
μέσω της θανατικής ποινής;
Η απάντηση πρέπει να είναι όχι.
Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός ότι ο νόμος της ανταπόδοσης του Κακού
είναι ακατάλληλος και ανεφάρμοστος και πως θα έμοιαζε εξίσου υπερβολικό
να τιμωρήσουμε ποινικά τον εμπρηστή βάζοντας φωτιά στο σπίτι του
όσο ανεπαρκές θα ήταν να τιμωρούσαμε τον κλέφτη αφαιρώντας
από τον τραπεζικό του λογαριασμό ένα χρηματικό ποσό ισοδύναμο με τα κλοπιμαία του.
Ας παραδεχθούμε, έστω, ότι είναι προς στιγμήν δίκαιο και αναγκαίο να αποζημιωθεί
ο φόνος του θύματος με τον φόνο του φονιά.
Ο αποκεφαλισμός, όμως, δεν είναι απλά θάνατος.
Επί της ουσίας, διαφέρει τόσο από την αφαίρεση της ζωής
όσο και ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης από την φυλακή.
Αποτελεί, οπωσδήποτε, μια δολοφονία –και μάλιστα, μια δολοφονία
που ανταποδίδει ποσοτικά το συντελεσθέν έγκλημα με βάση έναν ιδιοτελή υπολογισμό.
Προσθέτει, όμως, επιπλέον στον θάνατο έναν κανόνα,
προσθέτει στο έγκλημα μια προμελέτη δημόσια,
παγκοίνως και εκ των προτέρων γνωστή στο μελλοντικό θύμα,
ένα οργανωμένο σύστημα,
με μια λέξη, έναν θεσμό που αφ’ εαυτού αποτελεί μια πηγή ηθικών βασανισμών περισσότερο τρομερών σε σύγκριση με τον θάνατο.
Άρα, δεν υπάρχει ισοδυναμία.
Δεν υφίσταται αντιστοιχία.
Πολλές νομοθεσίες θεωρούν ένα προμελετημένο έγκλημα
περισσότερο σοβαρό από ένα έγκλημα ανοιχτής βίας.
Μα τί άλλο είναι, άρα, η θανατική ποινή παρά ο πιο προμελετημένος
απ’ όλους τους φόνους; Ποιά εγκληματική πράξη, όσο προϋπολογισμένη
και με όποιο καθορισμένο τίμημα, μπορεί να συγκριθεί μαζί της;
Διότι, για να υπάρχει εδώ ισοδυναμία,
θα έπρεπε η θανατική ποινή να τιμωρεί έναν εγκληματία ο οποίος είχε προειδοποιήσει
το θύμα του για την ημερομηνία κατά την οποία θα το επέβαλε έναν τρομερό θάνατο
και του οποίου θύματος η ζωή, από την στιγμή εκείνην και μετά,
θα υπόκειτο στο έλεος του εγκληματία επί μήνες.
Τέτοιο τέρας δεν συναντάται στην ιδιωτική ζωή.
Επιπλέον, στο σημείο αυτό, ακόμα κι όταν οι επίσημοι νομομαθείς, λειτουργοί της Θέμιδος
μιλούν υπέρ της ευθανασίας ώστε να θανατώνουμε χωρίς να προκαλείται βασανισμός,
δεν γνωρίζουν τι λένε –και, πάνω απ’ όλα, στερούνται φαντασίας.
Ο ισοπεδωτικός, εξευτελιστικός φόβος που επικρέμαται πάνω από τον κατάδικο
επί μήνες ή χρόνια (Υποσημείωση 14: Ο Roemen, καταδικασμένος σε θάνατο
μετά την Απελευθέρωση στο Παρίσι, παρέμεινε 700 ημέρες αλυσοδεμένος πριν εκτελεστεί –και αυτό είναι σκανδαλώδες. Υπό τον κοινό νομικό κώδικα, οι καταδικασμένοι συνηθίζεται, ως γενικός κανόνας, να αναμένουν από 3 έως 6 μήνες το πρωϊνό
του θανάτου τους. Και είναι δύσκολο να συντομευθεί αυτό το διάστημα εάν κανείς θέλει να διατηρήσει τις ελπίδες τους για επιβίωση. Μπορώ, επιπλέον, να καταθέσω ως αυτόπτης την μαρτυρία μου ως προς το γεγονός ότι η εξέταση των αιτήσεων ελέους χάριτος
διεξάγεται στην Γαλλία με μια σοβαρότητα που δεν εξαιρεί την δυνατότητα χάριτος,
στην έκταση που την επιτρέπουν οι νόμοι και τα ήθη, ως μια απτή πραγματικότητα) είναι
μια τιμωρία πιο τρομερή από τον ίδιο τον θάνατο –και μάλιστα, μια τιμωρία
που δεν επιβλήθηκε στο θύμα.
Ακόμα και μέσα στην φρίκη που προκαλείται από την θανατηφόρο βία που εξασκείται πάνω του, τις περισσότερες φορές ο θάνατος επισπεύδει αιφνίδια κι απροσδόκητα
για το θύμα, δίχως αυτό να γνωρίζει τι του συμβαίνει.
Την ώρα του τρόμου, ο χρόνος του υπολογίζεται και μετριέται στην σκέψη με την ζωή του ολόκληρη. Η ελπίδα ότι το θύμα θα γλυτώσει και θα διαφύγει την παραφροσύνη
που έχει ενσκήψει για να παρασύρει αυτή την ζωή μάλλον δεν τον εγκαταλείπει ποτέ.
Αντιθέτως, ο τρόμος τεμαχίζεται και είναι λεπτομερέστατος για τον άνθρωπο
που έχει καταδικαστεί σε θάνατο. Τα βασανιστήρια, μέσω της ελπίδας, εναλλάσσονται
με τους σπασμούς και τα απεγνωσμένα σκιρτήματα της ζωϊκής απόγνωσης.
Ο δικηγόρος και ο ιερέας από απλή ανθρωπιά καθώς και οι δεσμοφύλακες
–προκειμένου να μείνει ήσυχος ο καταδικασμένος– συμφωνούν ομοθύμως
να τον διαβεβαιώνουν ότι θα του δοθεί χάρη.
Το πιστεύει αυτό με όλο του το είναι –ως την στιγμή που, εκ των υστέρων,
παύει να πιστεύει.
Τρέφει ελπίδες με το φως της ημέρας και τις χάνει με το σκοτάδι της νύχτας (Υποσημείωση 15: Από την στιγμή που η Κυριακή δεν είναι ημέρα προσφερόμενη για εκτελέσεις, το Σαββατόβραδο είναι πάντοτε καλύτερο στις πτέρυγες κελιών που έχουν κρατηθεί ρεζερβέ από εκείνους που έχουν καταδικαστεί σε θάνατο).
Καθώς οι ημέρες περνούν, ελπίδα και απελπισία αυξάνονται και γίνονται εξίσου ανυπόφορες. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, αλλάζει το χρώμα του δέρματος καθώς
ο φόβος δρα σαν οξύ.
Ένας κατάδικος στην φυλακή Fresnes είπε: «Το να ξέρεις πως θα πεθάνεις δεν είναι τίποτε. Όχι, όμως, και το να μην ξέρεις αν πρόκειται ή όχι να ζήσεις, αυτό είναι τρομοκρατία και σπαραγμός!».
Ο Cartouche είπε για την εσχάτη των ποινών: «Μπα! Πρόκειται απλά για μια κακιά στιγμή, κάποια λίγα λεπτά που πρέπει να περάσουν».
Πρόκειται, όμως, για ένα ζήτημα μηνών, όχι λεπτών. Για πολύ καιρό πριν,
ο θανατοποινίτης γνωρίζει ότι πρόκειται να θανατωθεί και πως το μοναδικό πράγμα
που μπορεί να τον λυτρώσει είναι μια άφεση αμαρτιών που, για αυτόν,
είναι μάλλον παρόμοια με την απονομή χάριτος από την Θεία Πρόνοια.
Ο ίδιος, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να παρέμβει, να εφεσιβάλει την ετυμηγορία,
να απευθύνει προσωπικά μιαν έκκληση, ή να πείσει για την αθωότητά του.
Όλα συμβαίνουν ερήμην του, διαδραματίζονται, συντελούνται εκτός και πέραν από αυτόν.
Δεν αντιπροσωπεύει πλέον έναν άνθρωπο αλλά ένα αντικείμενο,
ένα υποχείριο που περιμένει να το χειριστούν, να το διεκπεραιώσουν οι δήμιοι.
Κρατείται σε μια κατάσταση λες και είναι αδρανές υλικό
αλλά εξακολουθεί να έχει μιαν αυτοσυνειδησία που είναι ο πρωταρχικός του εχθρός.
Όταν οι αξιωματούχοι, των οποίων η δουλειά είναι να σκοτώσουν αυτόν τον άνθρωπο,
τον αποκαλούν πακέτο, ξέρουν τι λένε.
Το να είσαι ανίκανος να κάνεις ο,τιδήποτε ενάντια στο χέρι που σε κινεί
από τον έναν τόπο στον άλλον, σε κρατάει ή σε διώχνει, δεν σημαίνει αυτό
πράγματι να είσαι ένα πακέτο ή ένα πράγμα ή, καλύτερα, ένα κουτσό ζώο;
Ακόμα και τότε, ένα ζώο μπορεί να αρνηθεί να φάει.
Ο κατάδικος δεν μπορεί.
Του παρέχεται το προνόμιο μιας ειδικής δίαιτας (στην φυλακή Fresnes, η Δίαιτα Νο.4
με έξτρα γάλα, κρασί, ζάχαρη, μαρμελάδα, βούτυρο)∙ φροντίζουν ώστε να τρέφεται μόνος του. Στην ανάγκη, τον καταναγκάζουν να το κάνει.
Το ζώο που πρόκειται να ψοφήσει πρέπει να βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση.
Το πράγμα ή το ζώο έχει δικαίωμα μόνο σε αυτές τις παραχαραχθείσες ελευθερίες
που αποκαλούνται παραξενιές, ιδιοτροπίες, καπρίτσια.
«Είναι πολύ εύθικτοι» λέει για τους καταδικασμένους σε θάνατο, δίχως την ελάχιστη ειρωνεία, ένας λοχαγός στην φυλακή Fresnes.
Φυσικά!
Μα πώς αλλιώς μπορούν να έχουν επαφή με την ελευθερία και την αξιοπρέπεια της θελήσεως δίχως την οποία δεν μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει;
Εύθικτοι ή όχι, την στιγμή που αναγγέλλεται η καταδικαστική απόφαση,
ο καταδικασμένος μπαίνει σε μια μηχανή που λειτουργεί αδιατάρακτα.
Για κάποιον αριθμό εβδομάδων ταξιδεύει διασχίζοντας τον δαιδαλώδη μηχανισμό
που κρίνει για κάθε του χειρονομία ή κίνηση και, εν τέλει, τον παραδίδει
σε εκείνους που θα τον θυσιάσουν ξαπλωμένο πάνω στην μηχανή που σκοτώνει.
Το πακέτο δεν υπόκειται πια στους νόμους της τύχης που επικρέμανται και αιωρούνται άνωθεν του ζωντανού πλάσματος αλλά σε μηχανιστικούς νόμους που του επιτρέπουν
να προβλέψει με ακρίβεια την ημέρα της καρατόμησής του.
Την ημέρα αυτή φθάνει σε ένα τέλος η ύπαρξίς του ως αντικειμένου.
Κατά την διάρκεια των τριών τετάρτων της ώρας που τον χωρίζουν από το τέλος,
η βεβαιότητα ενός θανάτου δίχως την δύναμη της ζωής στραγγαλίζει και προκαλεί ασφυξία
σε ο,τιδήποτε άλλο∙ το ζώο, ακινητοποιημένο στα δεσμά του και υποτελές,
γνωρίζει μια κόλαση
που κάνει να φαίνεται αστείος ο κολασμός με τον οποίο απειλείται.
Άλλωστε, οι Έλληνες ήταν πιο ανθρωπιστές με το κώνειό τους.
Άφηναν στον καταδικασμένο τους μιαν σχετική ελευθερία,
την πιθανότητα να επιβραδύνει ή να επισπεύσει την ώρα του θανάτου του.
Του παρείχαν μιαν επιλογή μεταξύ αυτοκτονίας και εκτέλεσης.
Εμείς, αντιθέτως –για να είμαστε διπλά σίγουροι– ασχολούμαστε οι ίδιοι
με τον κατηγορούμενο ως φταίχτη.
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν θα μπορούσε να υπάρξει δικαιοσύνη
εκτός κι αν ο καταδικασμένος, αφού θα είχε κάνει γνωστή την απόφασή του
μήνες πιο πριν, πλησίαζε το θύμα του, το έδενε σφικτά, το ενημέρωνε πως θα το θανάτωνε σε μία ώρα και χρησιμοποιούσε αυτήν την ώρα για να στήσει την συσκευή του θανάτου.
Ποιός κακούργος υποβίβασε ποτέ το θύμα του υποβάλλοντάς το σε μιαν κατάσταση
τόσο απεγνωσμένη και ανίσχυρη;
Αυτό εξηγεί, αναμφίβολα, την περίεργη υποτέλεια που είναι συνήθης
για τους καταδικασμένους την στιγμή της εκτέλεσής τους.
Αυτοί οι άνθρωποι, που δεν έχουν τίποτε άλλο να χάσουν και θα μπορούσαν να παίξουν
το τελευταίο τους χαρτί, επιλέγουν να πεθάνουν από μιαν τυχαία σφαίρα
ή να καρατομηθούν με το είδος εκείνο της φρενήρους πάλης που αποδυναμώνει
κάθε ικανότητα και κάθε αίσθηση.
Υπό μίαν έννοια, αυτό θα ισοδυναμούσε με το να πεθάνουν ελεύθερα,
με ελευθερία βούλησης.
Εν τούτοις, όμως –και με ελάχιστες εξαιρέσεις– οι καταδικασμένοι βαδίζουν
προς τον θάνατο κατά κανόνα παθητικά, με μια μορφή δειλής λιποψυχίας.
Αυτό είναι, μάλλον, που εννοούν οι δημοσιογράφοι μας όταν λένε
ότι ο καταδικασμένος πέθανε με θάρρος.
Πρέπει κάτω από τις γραμμές να διαβάζουμε πως ο καταδικασμένος δεν έκανε φασαρία, αποδέχθηκε το καθεστώς και το status του σαν πακέτου
και πως όλοι τον ευγνωμονούν γι’ αυτό.
Σε μιαν τόσο εκφυλισμένη επιχείρηση, το ενδιαφερόμενο μέρος επιδεικνύει μιαν αξιέπαινη αίσθηση ορθότητας, αποφεύγοντας την εξαχρείωση να διαρκέσει περισσότερο.
Τα κομπλιμέντα, τα συγχαρητήρια και τα πτυχία θάρρους ανήκουν
στην γενικότερη μυστικοποίηση
που περιβάλλει παραπλανητικά την θανατική ποινή.
Διότι, συχνά, ο καταδικασμένος εμφανίζεται
κόσμιος σε σύγκριση με τον φόβο που αισθάνεται.
Φαίνεται αντάξιος των εγκωμίων του τύπου
μόνον εάν ο φόβος του ή τα αισθήματα απομόνωσης που νοιώθει
είναι αρκετά έντονα ώστε να τον αποστειρώσουν ολοκληρωτικά.
Ας μην αφήσουμε να υπάρξει καμία παρεξήγηση.
Ανάμεσα στους καταδικασμένους –είτε πολιτικούς είτε όχι– μερικοί πεθαίνουν ηρωϊκά
και πρέπει να τους επιδαψιλευθεί ο κατάλληλος σεβασμός και θαυμασμός.
Η πλειοψηφία τους, ωστόσο, γνωρίζει μόνο την σιωπή του φόνου,
μόνο την απάθεια της φρίκης –και μου φαίνεται ότι αυτή η σιωπή του τρόμου
αξίζει ακόμη μεγαλύτερο σεβασμό.
Όταν ο ιερέας Bela Just προσφέρεται για να γράψει στην οικογένεια ενός καταδικασμένου λίγα λεπτά πριν αυτός οδηγηθεί στην αγχόνη και ακούει την απόκριση του νεαρού
«Δεν έχω καθόλου κουράγιο, ούτε καν γι’ αυτό», πώς μπορεί ένας ιερέας –ακούγοντας αυτήν την ομολογία αδυναμίας– να μην εκτιμήσει ό,τι το πιο φαύλο και ό,τι το πιο άγιο στον άνθρωπο;
Αυτοί οι οποίοι δεν λένε τίποτα αλλά αφήνουν πίσω στον τόπο από τον οποίο τους πήραν κάτι το δημιουργικό, μια τέχνη, ποιός θα τολμούσε να πει πως πέθαναν σαν δειλοί;
Και πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τους ανθρώπους που τους περιήγαν σε αυτήν
την δειλή στάση;
Άλλωστε, κάθε δολοφόνος διατρέχει το ρίσκο (όταν σκοτώνει) να υποστεί
τον πιο φοβερό θάνατο ενώ εκείνοι που τον σκοτώνουν δεν κινδυνεύουν τίποτα
εκτός από την προαγωγή τους.
Όχι, βρίσκεται πέραν κάθε ηθικής ό,τι ζει εμπειρικά σε αυτές τις στιγμές ο άνθρωπος.
Ούτε η αρετή ούτε το θάρρος ούτε η ευφυία ούτε καν η αθωότητα έχουν να κάνουν
το ο,τιδήποτε σε σχέση με αυτό.
Αίφνης, η κοινωνία περιάγεται σε μια κατάσταση υπό το κράτος του πρωτόγονου τρόμου
όπου τίποτε δεν μπορεί να τεθεί υπό κρίσιν και να αξιολογηθεί.
Κάθε ισότητα και κάθε αξιοπρέπεια έχουν εξαφανιστεί.
«Η πεποίθηση περί αθωότητας κανέναν δεν καθιστά άνοσο και απρόσβλητο από την κτηνώδη μεταχείριση… Έχω δει πραγματικούς ληστές, αρχηγούς συμμοριών, να πεθαίνουν θαρραλέα όταν αθώοι βάδιζαν προς τον θάνατο με κάθε τους μυ να τρέμει». (Υποσημείωση 16: Bela Just: op.cit.).
Όταν ο ίδιος άνθρωπος
προσθέτει ότι, σύμφωνα με την πείρα του, οι διανοούμενοι δείχνουν
περισσότερη αδυναμία, δεν υπαινίσσεται ότι αυτοί οι άνθρωποι
έχουν λιγότερο θάρρος από άλλους αλλά υποννοεί απλώς ότι έχουν περισσότερη φαντασία.
Έχοντας να αντιμετωπίσει έναν θάνατο αναπόφευκτο, κάθε άνθρωπος
–όποιες κι αν είναι οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις–
σχίζεται εξ ολοκλήρου σε κομμάτια από την κορυφή έως τα άκρα. (Υποσημείωση 17: Ένας σπουδαίος χειρουργός, Καθολικός ο ίδιος, μου είπε πως, ως αποτέλεσμα της πείρας του, δεν ενημέρωνε καν τους πιστούς όταν είχαν αθεράπευτο καρκίνο. Σύμφωνα με αυτόν, το σοκ θα μπορούσε να καταστρέψει ακόμα και την πίστη τους).
Και όποια κι αν είναι τα αμαρτήματα που οδήγησαν στην ενοχή του, το αίσθημα
της ανημπόριας και της μοναξιάς (υποκείμενο
δέσμιο στον παλλαϊκό, δημόσιο συνασπισμό που απαιτεί τον θάνατό του
αλλά και αντιμέτωπο με αυτό) αποτελεί αφ’ εαυτού έναν κολασμό αδιανόητο
για την φαντασία.
Και υπό το πρίσμα αυτό, επίσης, θα ήταν καλύτερο να ήταν δημόσια η εκτέλεση.
Ο υποκριτής που βρίσκεται ως ηθοποιός μέσα στον κάθε άνθρωπο
θα μπορούσε να έρθει τότε σε βοήθεια προς το τρομοκρατημένο ζώο
και να προσελκύσει την προσοχή, εντυπωσιάζοντας ακόμα και τον ίδιο στα δικά του μάτια.
Το σκότος, η αδιαφάνεια και η μυστικότητα, ωστόσο, κανένα καταφύγιο δεν προσφέρουν.
Σε μια τέτοια καταστροφή, το θάρρος, η δύναμη της ψυχής –και η πίστη ακόμα–
μπορούν να είναι μειονεκτήματα.
Κατά γενικόν κανόνα, ισχύει ότι ξεκάνουν τον άνθρωπο πολύ πριν πεθάνει
μέσω της αναμονής της θανατικής ποινής.
Επιβάλλονται πάνω του δύο θάνατοι, ο πρώτος χειρότερος από τον δεύτερο
ενώ αυτός δεν σκότωσε παρά μόνο μια φορά.
Το μέτρο της ανταπόδοσης μοιάζει ως ένας νόμος πολιτισμένος
συγκρινόμενος με αυτό το μαρτύριο: δεν πρόβαλε ποτέ τον ισχυρισμό
ότι ο άνθρωπος που έβγαλε το ένα μάτι ενός από τα αδέλφια του
θα πρέπει να χάσει και τα δυο του μάτια και να τυφλωθεί ολοκληρωτικά.
Μια τόσο θεμελιώδης αδικία συνεπάγεται, εξάλλου, ότι υπάρχει αντίκτυπος
και στους συγγενείς του εκτελεσθέντος. Το θύμα έχει την δική του οικογένεια,
της οποίας η οδύνη στα μέλη είναι εν γένει πολύ μεγάλη και, επί το συχνότερον,
θέλει κι αυτή κατόπιν να πάρει εκδίκηση.
Την παίρνουν την εκδίκηση –αλλά οι συγγενείς του καταδικασμένου ανακαλύπτουν τότε μιαν υπερβολή στα δεινά που τους επιβάλλονται πέραν από κάθε έννοια δικαιοσύνης.
Η επί μήνες αναμονή ενός πατέρα ή μιας μητέρας, η αίθουσα επισκέψεων,
οι προσποιητές συζητήσεις που καλύπτουν τις σύντομες στιγμές που περνούν
με τον καταδικασμένο, οι ενοράσεις της εκτέλεσης, όλα αποτελούν μαρτύρια
τα οποία δεν επιβλήθηκαν στους συγγενείς του θύματος.
Όποια κι αν ήταν τα συναισθήματά τους, δεν μπορεί να θέλουν να επεκταθεί
η εκδίκηση τόσο πέραν του εγκλήματος και να βασανίσει τους ανθρώπους
που συμμερίζονται και την δική τους θλίψη και το πένθος.
Ένας καταδικασμένος γράφει: «Μου δόθηκε χάρη, Πάτερ.
Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω την καλοτυχία που μου εμφανίστηκε.
Η αναστολή μου υπεγράφη στις 30 Απριλίου και μου την ανακοίνωσαν την Τετάρτη καθώς γυρνούσα από την αίθουσα επισκέψεων. Ενημέρωσα αμέσως τον Μπαμπά
και την Μαμά, που ακόμα δεν είχαν φύγει από την φυλακή. Μπορείτε να φανταστείτε την ευτυχία τους». (Υποσημείωση 18: Πατήρ Devoyod: op.cit. Είναι εξίσου αδύνατον να διαβάσει κανείς με νηφαλιότητα τις ικεσίες για συγχώρεση που υποβάλλουν ένας πατέρας ή μια μητέρα που προφανώς δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν μια τόσο ξαφνική ατυχία).
Μπορούμε, πράγματι, να το φανταστούμε αλλά μόνο στην έκταση
που μπορούμε να φανταστούμε την αδιάκοπη οδύνη τους έως την στιγμή της χάριτος
καθώς και την τελειωτική απόγνωση εκείνων που λαμβάνουν την άλλη ανακοίνωση, η οποία κολάζει με ανόσια κακοήθεια την αθωότητα και την συμφορά τους.
Για να μην πολυλογούμε στο θέμα σχετικά με τον νόμο της ανταπόδοσης του Καλού,
πρέπει να σημειώσουμε ότι –ακόμα και στην πρωτόγονη μορφή του–
μπορεί να λειτουργεί μόνο μεταξύ δύο ατόμων,
εκ των οποίων το ένα είναι ολοκληρωτικά αθώο και το άλλο ολοκληρωτικά ένοχο.
Το θύμα είναι οπωσδήποτε αθώο, πάντως.
Μπορεί, όμως, η κοινωνία που υποτίθεται πως εκπροσωπεί το θύμα
να ισχυρίζεται πως είναι αθώα και να εγείρει αξιώσεις στην αθωότητα;
Δεν ευθύνεται, εν μέρει τουλάχιστον, για το έγκλημα που τιμωρεί τόσο αμείλικτα;
Αυτό το θέμα έχει αναπτυχθεί συχνά και δεν θα επαναλάβω τα επιχειρήματα
που έχουν φέρει στο φως όλοι οι τύποι στοχαστών από τον 18ο αιώνα.
Μπορούν, τέλος πάντων, να συνοψιστούν στην φράση πως κάθε κοινωνία
έχει τους κακούργους που της αξίζουν.
Στην έκταση, ωστόσο, που αφορά την Γαλλία, είναι αδύνατον να μην καταδείξω
τις περιστάσεις που θα έπρεπε να κάνουν τους νομοθέτες μας πιο μετριόφρονες.
Απαντώντας σε μιαν έρευνα της “Figaro” το 1952 για την θανατική ποινή,
ένας συνταγματάρχης διαβεβαίωνε ότι η καθιέρωση ως πιο ακραίας τιμωρίας
του θεσμού της καταναγκαστικής εργασίας εφ’ όρου ζωής
θα ισοδυναμούσε με την ίδρυση σχολών εγκλήματος.
Αυτός ο υψηλόβαθμος αξιωματικός έμοιαζε αδαής
(και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τον συγχαρώ γι’ αυτό)
για το γεγονός ότι έχουμε ήδη τις σχολές μας του εγκλήματος,
οι οποίες διαφέρουν από τις ομοσπονδιακές μας φυλακές από αυτήν την άποψη
την αξιοσημείωτη: μπορεί να δραπετεύσει κανείς από αυτές οποιαδήποτε ώρα
της ημέρας ή της νύχτας.∙ είναι οι ταβέρνες και οι φτωχικές συνοικίες,
η δόξα της Δημοκρατίας μας.
Είναι αδύνατον να εκφραστεί κανείς μετριοπαθώς επί του σημείου αυτού.
Οι στατιστικές δείχνουν πως υπάρχουν 64.οοο πυκνοκατοικημένες κατοικίες
με υπερπληθυσμό (από 3 έως 5 άτομα ανά δωμάτιο) μονάχα στο Παρίσι.
Ασφαλώς, ο δολοφόνος παιδιών είναι ένα εξαιρετικά πρόστυχο πλάσμα
που σπανίως προκαλεί τον οίκτο.
Είναι, επίσης, πιθανόν (πιθανόν, λέω) ότι κανείς από τους αναγνώστες μου
δεν θα έφθανε τόσο μακριά όσο να σκοτώσει παιδιά εάν εξαναγκαζόταν να ζήσει
υπό τις ίδιες συνθήκες.
Δεν υφίσταται, άρα, ζήτημα ως προς τον περιορισμό της ενοχής ορισμένων κτηνών.
Ίσως, όμως, τα κτήνη αυτά, ζώντας σε αξιοπρεπείς κατοικίες,
να μην είχαν καμιά αφορμή να φθάσουν τόσο μακριά.
Το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί είναι πως δεν είναι οι μοναδικοί ένοχοι
–και φαντάζει περίεργο που το δικαίωμα τιμωρίας τους παραχωρείται
στους ίδιους ακριβώς ανθρώπους οι οποίοι κατ’ εξοχήν επιχορηγούν ή φιλοξενούν και παρέχουν άσυλο στις καλλιέργειες ζαχαρότευτλων για την παραγωγή του αλκοόλ (Υποσημείωση 19: Η Γαλλία κατατάσσεται πρώτη μεταξύ των χωρών ως προς την κατανάλωση αλκοόλ και δέκατη Πέμπτη στην παραγωγή του).
Το αλκοόλ, όμως, καθιστά ακόμα πιο συγκλονιστικό αυτό το σκάνδαλο.
Είναι γνωστό πως το γαλλικό έθνος δηλητηριάζεται συστηματικά
από την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία (για λόγους γενικά φαύλους)
ώστε να μεθύσει από το οινόπνευμα.
Τώρα, προκαλεί σοκ το μερίδιο ευθύνης του οινοπνεύματος ως προς τις αιτίες
των αιμοδιψών εγκληματιών. Ένας δικηγόρος (ο Maître Guillon) το εκτίμησε
στο 60%. Για τον Δρα. Lagriffe το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 41,7% και 72%.
Μια έρευνα που διεξήχθη το 1951 στο κέντρο αποτοξίνωσης της φυλακής Fresnes ανάμεσα στους εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου έδειξε ότι το 29% ήταν χρόνιοι αλκοολικοί και το 29% είχαν κληρονομικότητα αλκοολισμού.
Τέλος, το 95% των δολοφόνων παιδιών ήταν αλκοολικοί.
Πρόκειται για εντυπωσιακά στοιχεία. Μπορούμε να τα ζυγίσουμε με έναν ακόμα
πιο εντυπωσιακό αριθμό: τον ισολογισμό που υπέβαλε ως φορολογική δήλωση
μια εταιρεία που παράγει απεριτίφ και η οποία το 1953 επέδειξε κέρδη
ύψους 410 εκατομμυρίων φράγκων.
Η σύγκριση αυτών των στοιχείων δικαιολογεί μιαν ενημέρωση, πληροφοριακά, των μερισματούχων μετόχων της εταιρείας αυτής καθώς και των νομικών συμβούλων του κράτους που έχουν επενδεδυμένα συμφέροντα στο αλκοόλ: ότι έχουν σκοτώσει, σίγουρα, περισσότερα παιδιά απ’ ό,τι πιστεύουν.
Ως αντιτιθέμενος στην θανατική ποινή, βρίσκομαι πολύ πέραν του να ζητήσω
να καταδικαστούν σε θάνατο.
Κατ’ αρχάς, μου φαίνεται ως επιτακτικό και επείγον να τους οδηγήσουμε
υπό στρατιωτική συνοδεία στην επόμενη εκτέλεση ενός δολοφόνου παιδιών και,
όταν αποχωρούν, να τους παραδώσουμε στα χέρια μια στατιστική έκθεση
που να συμπεριλαμβάνει τα νούμερα που έχω παραθέσει.
Το Κράτος που σπέρνει το αλκοόλ δεν μπορεί να εκπλήσσεται
όταν θερίζει το έγκλημα (Υποσημείωση 20: Οι θιασώτες της θανατικής ποινής έδωσαν αξιόλογη δημοσιότητα στα τέλη του προηγουμένου αιώνα σε μιαν άνοδο της εγκληματικότητας που ξεκίνησε το 1880 και φαινόταν να συμβαίνει εκ παραλλήλου με μια μείωση στην εφαρμογή της ποινής. Το 1880, όμως, είχε εκδοθεί ένας νόμος που επέτρεπε να ανοίγουν μπαρ δίχως καμία προηγούμενη άδεια. Ύστερα από αυτό, άντε να προσπαθήσετε απλά να ερμηνεύσετε τις στατιστικές!).
Αντί να δείχνει την απορία του, απλά συνεχίζει ως σπονδή τις καρατομήσεις
στις οποίες έχει διοχετεύσει τόσο πολύ αλκοόλ.
Απονέμει με φλέγμα δικαιοσύνη
και παριστάνει τον πιστωτή: η ήρεμη συνείδησή του δεν υφίσταται καμία ζημία.
Πάρτε ως μάρτυρα τον πωλητή αλκοόλ ο οποίος, απαντώντας στην έρευνα
της “Figaro”, εξέπεμψε φωνή διαμαρτυρίας: «Ξέρω πολύ καλά τι θα έκανε κι ο πιο ακλόνητος εχθρός της θανατικής ποινής αν είχε στο οπτικό του πεδίο, σε απόσταση προσιτή, ένα όπλο που να μπορούσε να το φτάσει αν έβλεπε ξαφνικά δολοφόνους έτοιμους να σκοτώσουν τον πατέρα, την μητέρα, τα παιδιά ή τον καλύτερό του φίλο. Ε λοιπόν! τί το ψάχνετε;»
Αυτό το «Ε λοιπόν! τί το ψάχνετε;» φαντάζει από μόνο του κάπως αλκοολούχο.
Φυσικά και ο πιο ακλόνητος εχθρός της θανατικής ποινής θα πυροβολούσε
αυτούς τους δολοφόνους –και σωστά θα το έπραττε– δίχως, ως εκ τούτου
του γεγονότος, να απωλέσει κανέναν από τους λόγους που έχει για να υπερασπίζεται ακλόνητα την κατάργηση της θανατικής ποινής.
Αν, όμως, επρόκειτο να παρακολουθήσει ως το τέλος την σκέψη του
και τους προαναφερόμενους δολοφόνους που αναδίνουν οσμή αλκοόλ,
θα πήγαινε τότε να τακτοποιήσει για τα καλά εκείνους που το έχουν κάνει επάγγελμα
να μεθούν με δηλητήριο τους μελλοντικούς εγκληματίες.
Είναι αρκετά εκπληκτικό, άλλωστε, που οι συγγενείς των θυμάτων από εγκλήματα μέθης δεν σκέφθηκαν ποτέ να λάβουν διαφώτιση από την Βουλή.
Τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει, εν τούτοις, και το Κράτος –απολαμβάνοντας
την γενική εμπιστοσύνη, υποστηριζόμενο κιόλας από την Κοινή Γνώμη– εξακολουθεί να κάνει τον τιμωρό των δολοφόνων (ειδικά των αλκοολικών)
με τον ίδιο περίπου τρόπο που ο μαστρωπός επαναφέρει στην τάξη
τα σκληρώς εργαζόμενα πλάσματα που του εξασφαλίζουν την διαβίωση.
Ο νταβατζής, τουλάχιστον, δεν παριστάνει τον ηθικολόγο.
Το Κράτος το κάνει.
Αν και η νομολογία παραδέχεται ότι το μεθύσι συνιστά ελαφρυντικό παράγοντα
μερικές φορές, το Κράτος αγνοεί τον χρόνιο αλκοολισμό.
Η μέθη, ωστόσο, συνοδεύει μόνο τα εγκλήματα πάθους, εν βρασμώ ψυχής, τα οποία
δεν τιμωρούνται με θάνατο ενώ ο χρόνιος αλκοολισμός είναι ικανός να οδηγήσει
και σε προμελετημένα εγκλήματα τα οποία θα επιφέρουν εν τέλει τον θάνατο.
Άρα, το Κράτος διεκδικεί το δικαίωμα να τιμωρεί στην μοναδική περίπτωση
όπου το ίδιο έχει την πραγματική ευθύνη.
Σημαίνει αυτό, άραγε, πως μπορούμε να πούμε ότι κάθε αλκοολικός πρέπει
να κηρυχθεί ανεύθυνος από ένα Κράτος που θα χτυπά τα στήθη του, διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά του, ώσπου το έθνος μα μην πίνει τίποτε άλλο παρά φρουτοχυμό;
Σίγουρα όχι.
Δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι οι αιτίες που στηρίζονται
στην κληρονομικότητα πνεύματος θα έπρεπε να αναιρούν κάθε ενοχή.
Η πραγματική ευθύνη ενός κατηγορούμενου
ως ενόχου δεν μπορεί επακριβώς να μετρηθεί.
Γνωρίζουμε ότι η ποσοτική μέθοδος δεν είναι σε θέση να υπολογίσει
τον αριθμό των προγόνων μας, είτε ήταν αλκοολικοί είτε όχι.
Προβεβλημένα στο παρελθόν
στην αρχή του κόσμου,
τα ψηφία θα ήταν πολλαπλασιασμένα 22 φορές,
υψωμένα εις την δεκάτη δύναμη,
περισσότερα από τον αριθμό των σημερινών κατοίκων της Γης.
Με τον τρόπον αυτό, γίνεται ανυπολόγιστος ο αριθμός των κακών προδιαθέσεων
ή των νοσηρών προκαταλήψεων που μπόρεσαν να μας μεταδώσουν οι πρόγονοί μας.






*


Ερχόμαστε στον κόσμο φορτωμένοι με το βάρος μιας απεριόριστης αναγκαιότητας.
Θα έπρεπε, άρα, να μας αποδώσει κανείς μιαν ανευθυνότητα γενικευμένη.
Η λογική θα αξίωνε να μην επιβάλονται ποτέ ούτε τιμωρία ούτε ανταμοιβή
και –κατά τεκμήριον– ως συνέπεια αυτού, κάθε κοινωνική οργάνωση
θα γινόταν ανέφικτη.
Αντιθέτως, το ένστικτο της επιβίωσης των κοινωνιών και, άρα, των ατόμων
αξιώνει να αναζητηθούν και να γίνουν αποδεκτές υποθετικές ατομικές ευθύνες
χωρίς κανείς να ονειρεύεται
μιαν ολοκληρωτική και απόλυτη επιείκεια
που θα σήμαινε τον θάνατο ολόκληρης της κοινωνίας.
Ο ίδιος συλλογισμός, όμως, πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ποτέ
δεν υπάρχει ολοκληρωτική ευθύνη ή, κατά συνέπεια, απόλυτη τιμωρία ή ανταμοιβή.
Κανείς δεν μπορεί να επιβραβευθεί ολοκληρωτικά (ούτε καν οι βραβευθέντες
με βραβεία Νόμπελ).
Ούτε θα έπρεπε, άρα, να τιμωρείται κανείς ολοκληρωτικά εάν θεωρείται ένοχος
–και, ασφαλώς, ούτε και αν υπάρχει έστω και μια πιθανότητα να είναι αθώος.
Η θανατική ποινή, η οποία στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παραδειγματισμό
ούτε εξασφαλίζει την απονομή δικαιοσύνης, απλώς σφετερίζεται ένα δικαίωμα υπερβολικό, απαιτώντας την τιμωρία μιας ενοχής που είναι πάντοτε σχετική
και επιβάλοντας μιαν οριστική και ανεπανόρθωτη ποινή.
Αν η θανατική ποινή αποτελεί έναν όντως αμφισβητούμενο παραδειγματισμό
και μιαν δικαιοσύνη που δεν ικανοποιεί, πρέπει να συμφωνήσουμε
με τους υπερασπιστές της ότι εξαλείφει: εξαλείφει και καθαίρει οριστικά
τον καταδικασμένο (αυτό από μόνο του, για να πούμε την αλήθεια, θα έπρεπε
να αποκλείει, ειδικά για τους θιασώτες της, την επανάληψη ριψοκίνδυνων επιχειρημάτων τα οποία, όπως μόλις είδαμε, μπορούν πάντα να αποκρουστούν).
Αντιθέτως, θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να ισχυριστεί ειλικρινά
ότι η θανατική ποινή είναι οριστική επειδή έτσι πρέπει –και να βεβαιώσει
ότι ορισμένοι άνθρωποι στην κοινωνία είναι αθεράπευτα ανίατοι,
ότι αποτελούν έναν μόνιμο κίνδυνο για κάθε πολίτη και για την κοινωνική τάξη
και ότι, κατά συνέπειαν αυτού του λόγου,
πρέπει –πριν από ο,τιδήποτε άλλο– να καταπολεμηθούν.
Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν μπορεί να αντικρούσει πως υπάρχουν στην κοινωνία κάποια άγρια θηρία των οποίων την ενέργεια και την βαρβαρότητα
τίποτε δεν φαίνεται ικανό να κάμψει.
Το σίγουρο είναι πως η τιμωρία του θανάτου δεν επιλύει το πρόβλημα
που αυτοί δημιουργούν.
Ας συμφωνήσουμε, τουλάχιστον, ότι συγκαλύπτει το πρόβλημα.
Θα επανέλθω στους ανθρώπους αυτούς.
Εφαρμόζεται, όμως, μόνο σε αυτούς η ποινή του θανάτου;
Υπάρχει καμιά ασφάλεια ότι κανένας από όσους εκτελούνται
δεν επιδέχεται βελτιώσεως;
Μπορεί, έστω, να δοθεί η διαβεβαίωση ότι κανείς από αυτούς δεν είναι αθώος;
Και στα δύο ενδεχόμενα, δεν πρέπει να γίνει η παραδοχή ότι η θανατική ποινή εξαλείφει και καθαίρει μόνο στον βαθμό που καθίσταται ανεπανόρθωτη;
Στις 15 Μαρτίου 1957, ο Burton Abbot εκτελέστηκε στην Καλιφόρνια σαν καταδικασμένος σε θάνατο επειδή είχε δολοφονήσει ένα 14χρονο κοριτσάκι.
Οι άνθρωποι που διαπράττουν ένα τόσο στυγερό έγκλημα ταξινομούνται –πιστεύω–
ανάμεσα στους ανεπίδεκτους θεραπείας.
Αν και ο Abbot διαδήλωνε συνεχώς την αθωότητά του, καταδικάστηκε.
Η εκτέλεσή του είχε οριστεί για τις 15 Μαρτίου στις 10 το πρωῒ.
Στις 09.10 π.μ. δόθηκε μια καθυστέρηση προκειμένου να επιτραπεί στους συνηγόρους του να ασκήσουν μιαν τελευταία έφεση (Υποσημείωση 21: Πρέπει
να σημειωθεί ότι στις φυλακές των Η.Π.Α. συνηθίζεται να μετακινείται σε άλλο κελί ο καταδικασμένος λίγο πριν την εκτέλεσή του ενώ του ανακοινώνεται το εθιμοτυπικό της τελετής που του επιφυλάσσεται).
Στις 11 το πρω πρωῒ απερρίφθη το αίτημά τους.
Στις 11.15 π.μ. ο Abbot εισήλθε στον θάλαμο αερίου.
Στις 11.18 π.μ. ανέπνευσε τα πρώτα σύννεφα γκαζιού.
Στις 11.20 π.μ. η γραμματέας της Επιτροπής Αιτήσεων Χάριτος κάλεσε το τηλέφωνο.
Η Επιτροπή είχε αλλάξει γνώμη.
Είχαν προσπαθήσει να βρουν τον Κυβερνήτη της Πολιτείας, ο οποίο έλειπε έξω
για ιστιοπλοῒα∙ είχαν τηλεφωνήσει, τότε, απευθείας στην φυλακή.
Ο Abbot βγήκε από τον θάλαμο αερίων. Ήταν πολύ αργά.
Εάν και μόνον την ημέρα εκείνη ήταν συννεφιασμένος ο ουρανός
πάνω από την Καλιφόρνια, ο Κυβερνήτης δεν θα είχε σαλπάρει. Θα είχε τηλεφωνήσει 2 λεπτά νωρίτερα∙ σήμερα ο Abbot θα ήταν ζωντανός και ίσως να έβλεπε
να διατρανώνεται η αθωότητά του.
Οποιαδήποτε άλλη ποινή, ακόμα και η πιο στυγνή, θα του είχε αφήσει
αυτήν την πιθανότητα. Η θανατική ποινή δεν του άφησε καμία.
Μερικοί θα πουν ότι αυτή η υπόθεση είναι εξαιρετική.
Μα και οι ζωές μας είναι επίσης εξαιρετικές και, εν τούτοις,
αυτά συμβαίνουν δίπλα μας, σε μιαν απόσταση περίπου 10 ωρών με το αεροπλάνο, μέσα σε αυτήν την προσωπική μας, φευγαλέα ύπαρξη.
Η συμφορά του Abbot δεν αποτελεί και τόσο εξαίρεση ως είδηση
σε σχέση με άλλες πληροφορίες, αν πιστέψουμε τις εφημερίδες μας (δείτε
την υπόθεση Desnay, για να αναφέρω την πιο πρόσφατη περίπτωση) και
δεν αποτελεί ένα λάθος που μπορεί να απομονωθεί.
Ο νομομαθής Olivecroix, εφαρμόζοντας τον νόμο των πιθανοτήτων
για να υπολογίσει το ποσοστό της δικαστικής πλάνης εν έτει 1860 κατέληξε
στο συμπέρασμα ότι ίσως να είχε καταδικαστεί 1 αθώος σε κάθε 257 υποθέσεις.
Είναι μικρή η αναλογία;
Είναι μικρή σε σχέση με τον μέσο όρο των ποινών.
Είναι άπειρη σε σχέση με την θανατική ποινή.
Όταν ο Βίκτωρ Ουγκώ γράφει ότι γι’ αυτόν η γκιλοτίνα έχει το όνομα
Lesurques (Υποσημείωση 22: Αυτό είναι το όνομα του αθώου που καρατομήθηκε στην υπόθεση “Courrier de Lyon”), δεν εννοεί ότι όλοι όσοι αποκεφαλίζονται
είναι Lesurques αλλά ότι αρκεί να είναι Lesurques για να θεωρηθεί η θανατική ποινή ως ένα διαρκές αίσχος.
Κατανοεί, λοιπόν, κανείς γιατί το Βέλγιο σταμάτησε άπαξ δια παντός να εκδίδει αποφάσεις που επιβάλουν την θανατική ποινή ύστερα από μία δικαστική πλάνη
και γιατί στην Αγγλία εγέρθη ζήτημα για την κατάργησή της ύστερα
από την υπόθεση Hayes.
Είναι, επίσης, δυνατόν να κατανοήσει κανείς τα συμπεράσματα
του Γενικού Εισαγγελέα ο οποίος (όταν του ζητήθηκε η συμβουλευτική γνωμοδότηση ως προς την προσφυγή εφέσεως ενός –κατά πολύ μεγάλη πιθανότητα– ενόχου
του οποίου το θύμα του εγκλήματος δεν είχε βρεθεί) έγραψε: «Η επιβίωση του Χ…
παρέχει στις αρχές την δυνατότητα να εξετάσουν με την ησυχία τους, δίχως βιασύνη, κάθε νέο στοιχείο που θα μπορούσε να προκύψει, κατά τον ρουν των γεγονότων,
ως προς την ύπαρξη της γυναίκας του (Υποσημείωση 23: Ο καταδικασμένος είχε κατηγορηθεί πως είχε σκοτώσει την γυναίκα του αλλά δεν είχε βρεθεί το σώμα της)…Αντίθετα, η εκτέλεση η οποία ακυρώνει αυτήν την υποθετική δυνατότητα αναψηλάφησης, θα έδινε –φοβούμαι– μιαν αξία θεωρητική ακόμα και στο πιο ελλάσον στοιχείο και θα αφαιρούσε από αυτό μια δύναμη μετάνοιας την οποία πιστεύει
πως είναι άτοπον να δημιουργήσει».
Εκφράζεται εδώ με τον πλέον συγκινητικό τρόπο μια αγάπη
για την δικαιοσύνη και την αλήθεια.
Θα ήταν, άλλωστε, πρόσφορο
να γίνεται συχνά αναφορά στα δικαστήριά μας αυτής της φράσης
περί «δύναμης μετάνοιας» που συνοψίζει με τόση ενάργεια
τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει κάθε δικαστής ή ένορκος.
Από την στιγμή που ο αθώος πεθάνει, κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα
στην πραγματικότητα γι’ αυτόν εκτός από την αποκατάσταση του ονόματός του
-αν υπάρχει ακόμα κανείς για να ζητήσει κάτι τέτοιο.
Τότε του χαρίζεται εκ νέου η αθωότητά του,
την οποία –για να πούμε την αλήθεια– δεν είχε ποτέ χάσει.
Του έχουν, όμως, χαριστεί για πάντα ο τρομερός του θάνατος, τα φοβερά μαρτύρια,
ο διωγμός του οποίου υπήρξε θύμα.
Μένει μόνο να στρέψει κανείς την σκέψη του στους αθώους του μέλλοντος
ώστε να του χαριστούν με φειδώ αυτά τα βάσανα.
Στο Βέλγιο αυτό έγινε.
Στην Γαλλία, προφανώς, οι συνειδήσεις είναι ατάραχες.
Πιθανόν οι Γάλλοι να απολαμβάνουν την πολυτέλεια της ιδέας
πως η δικαιοσύνη έχει προοδεύσει χέρι-χέρι με την επιστήμη.
Όταν ο παντογνώστης ειδικός αγορεύει ως εξπέρ στο δικαστήριο,
φαίνεται σαν να μίλησε ένας ιερέας
και οι ένορκοι –εκπαιδευμένοι κι αναθρεμμένοι με την θρησκεία της επιστήμης–
εκφράζουν την ετυμηγορία τους.
Ωστόσο, οι πρόσφατες περιπτώσεις (πρωταρχική εκ των οποίων η υπόθεση Besnard)
έχουν αποδείξει με τι μοιάζει η κωμωδία των ειδικών-εξπέρ στα πειράματα.
Η ενοχή δεν αποδεικνύεται καλύτερα ούτε εδραιώνεται πιο στέρεα
επειδή επαληθεύθηκε σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα,
ακόμα κι αν μετρήθηκε με την μεζούρα.
Ένας άλλος δοκιμαστικός σωλήνας θα βγάλει διαφορετικό αποτέλεσμα
για την ίδια ιστορία
ενώ σε αυτά τα επικίνδυνα μαθηματικά των εξισώσεων
δεν χάνει διόλου την σπουδαιότητά του το ενδεχόμενο του προσωπικού,
ανθρωπίνου λάθους του κάθε ατόμου.
Η αναλογία των μορφωμένων ανθρώπων
που είναι πραγματικά καλλιεργημένοι και ειδικοί
είναι ίδια με το ποσοστό των δικαστών που είναι ψυχολόγοι, δηλαδή μια αναλογία
καθόλου πιο υψηλή από το ποσοστό των σοβαρών και αντικειμενικών δικαστών.
Σήμερα –όπως και στο παρελθόν– η πιθανότητα λάθος παραμένει εν ισχύϊ.
Αύριο, ένα άλλο πόρισμα ή αξίωμα των ειδικών θα διακηρύξει την αθωότητα κάποιου Abbot ή όποιου άλλου. Ο Abbot, όμως, θα είναι κλινικά νεκρός, επιστημονικά νεκρός.
Και η επιστήμη –που ισχυρίζεται πως αποδεικνύει την αθωότητα
εξίσου όπως και την ενοχή– δεν έχει ακόμα φτάσει στο σημείο να ανασταίνει
όσους σκοτώνει.


*

Ανάμεσα στους ίδιους τους ενόχους, υπάρχει άραγε καμιά ασφάλεια
ότι δεν σκοτώνεται κανείς άλλος εκτός από εκείνον που δεν επιδέχεται αναμορφώση;
Όλοι όσοι παρακολούθησαν –όπως εγώ– σε μια περίοδο της ζωής τους
αναγκαστικά τα μεικτά ορκωτά κακουργοδικεία ξέρουν πως σε κάθε ετυμηγορία τους
υπεισέρχεται ένα διευρυμένο στοιχείο σύμπτωσης και τυχαιότητας.
Το βλέμμα του κατηγορούμενου,
το προγενέστερο παρελθόν του (συχνά η μοιχεία βλέπεται κατά πρόσωπον
ως επιβαρυντικός παράγοντας από τους ενόρκους που μπορεί να υπήρξαν πιστοί
ή όχι στο έτερόν τους ήμισυ), οι τρόποι συμπεριφοράς του (παιχνίδι ρόλων, ηθοποιῒα ως επί το πλείστον, τρόποι που είναι υπέρ του μόνον εάν είναι συμβατικοί), ο ίδιος
ο τρόπος ομιλίας του (οι παλιές καραβάνες γνωρίζουν ότι δεν πρέπει
κανείς ούτε να ψελλίζει ούτε να έχει υπερβολική ευφράδεια), όταν μια δίκη αρέσκονται να την διεξάγουν σε έναν τόνο συναισθηματικό οι αντιξοότητες που προκύπτουν (και, αλίμονο, η αλήθεια δεν εντυπωσιάζει πάντα από συναισθηματικής απόψεως): τόσο πολλές μεταστροφές, σπόντες και καραμπόλες που επηρεάζουν
την τελική απόφαση των ενόρκων και των δικαστών σε πρώτο βαθμό.
Την στιγμή που ανακοινώνεται η ετυμηγορία της ποινής του θανάτου,
μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι ήταν ανάγκη να υπάρξει ένας εξτρήμ συνδυασμός
αμφιλεγόμενων συγκυριών.
Μπορεί κανείς να φανταστεί ποια ευρύτητα ερμηνειών έχει αφεθεί
να εναπόκειται στην προσωρινή και στιγμιαία διάθεση που έχουν εκείνην την ώρα
ένορκοι και δικαστές όταν πληροφορηθεί ότι: η υπέρτατη ποινή σε δεύτερο βαθμό
εξαρτάται από την εκτίμηση των δικαστών περί της νομιμότητας των ελαφρυντικών και όταν –πρωτίστως και πάνω απ’ όλα– μάθει ότι η νομική μεταρρύθμιση του 1832 έδωσε στα δευτεροβάθμια αυτά δικαστήρια την εξουσία να εκλαμβάνουν ως αληθή
(δίχως αναψηλάφηση των αληθινών περιστατικών επί της ουσίας) τον χαρακτηρισμό
των συνθηκών υπό τις οποίες διεπράχθη το αδίκημα ως «ελαφρυντικών», με βάση την αόριστη αρχή της απροσδιοριστίας.
Ο νόμος δεν προβλέπει πια επακριβώς τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει ο θάνατος
να είναι η τελική έκβαση∙
έτσι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφασίζει εκ των υστέρων, μετά την εκτέλεση, για την ερμηνεία της νομιμότητας του νόμου με βάση υποθετικές εικασίες,
μαντεύοντας τι σημαίνει ο χρησμός περί «αρχής απροσδιοριστίας» κατά το δοκούν.
Δοθέντος ότι και στο μέτρο που ποτέ δεν υπάρχουν δύο σώματα
–συγκρίσιμα και μεικτά– δικαστών κι ενόρκων που να μπορούν να αντιπαραβληθούν,
θα μπορούσε κάλλιστα να μην είχε χάσει την ζωή του ο εκτελεσθείς.
Μη επιδεχόμενος βελτίωση και θεωρούμενος ως αμετανόητος στα μάτια
των έξοχων δικαστών του Ille-et-Vilaine της Βρεττάνης, θα του είχε παραχωρηθεί
από τους καλούς πολίτες της Var μια φαινομενική, προσποιητή συγχώρεση.
Δυστυχώς, το ίδιο λεπίδι της καρμανιόλας πέφτει και στις δύο περιοχές.
Και δεν κάνει διάκριση καμία.
Τα διακυβεύματα του χρόνου προστίθενται στα διακυβεύματα της γεωγραφίας
ώστε να αυξηθεί ο γενικότερος παραλογισμός.
Ο Γάλλος Κομμουνιστής εργάτης –που μόλις καρατομήθηκε στην Αλγερία
επειδή τοποθέτησε μια βόμβα (η οποία ανακαλύφθηκε πριν εκραγεί)
σε ένα ντουλάπι μιας αποθήκης εργοστασίου– καταδικάστηκε
τόσο εξαιτίας του συνολικού κλίματος όσο και εξαιτίας της πράξης του.
Με τον σημερινό τρόπο σκέψεως στην Αλγερία, υπήρχε μια επιθυμία να αποδειχθεί αφενός άμεσα προς την Αραβική Κοινή Γνώμη, μέσα σε μια και μόνο στιγμή,
ότι η γκιλοτίνα σχεδιάστηκε και για Γάλλους επίσης και αφετέρου να ικανοποιηθεί
η Γαλλική Κοινή Γνώμη που ερεθίστηκε από τα εγκλήματα της τρομοκρατίας.
Την ίδια στιγμή, όμως, ο Υπουργός που ενέκρινε την εκτέλεση
ψηφιζόταν στην εκλογική του περιοχή από Κομμουνιστές.
Εάν οι περιστάσεις ήταν διαφορετικές, εύκολη η σωτηρία του κατηγορουμένου
από την καταδίκη! Κι αν γινόταν βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος μετά,
ο μοναδικός κίνδυνος που μπορεί να αναλάμβανε θα ήταν να βρεθεί μια μέρα
κατηγορούμενος και πάλι επειδή πίνει στο ίδιο μπαρ με τον Υπουργό.
Είναι πικρές αυτές οι σκέψεις και θα ‘θελε κανείς να παραμείνουν ζωντανές
στην σκέψη των ηγετών μας.
Πρέπει να μάθουν πως οι καιροί και τα ήθη αλλάζουν∙
έρχεται μια μέρα που ο ένοχος –τόσο τάχιστα εκτελεσθείς–
δεν φαντάζει τόσο παλιάνθρωπος.
Είναι πολύ αργά, ωστόσο, και δεν υπάρχει εναλλακτική λύση
εκτός από την μεταμέλεια ή την λήθη.
Φυσικά, οι άνθρωποι ξεχνούν.
Εν τούτοις, διόλου ανεπηρέαστη ή απρόσβλητη δεν μένει και η κοινωνία.

*

Το έγκλημα που έμενε ατιμώρητο, σύμφωνα με τους Έλληνες,
μόλυνε ολόκληρη την πόλη.
Μακροπρόθεσμα, όμως, η καταδικασμένη αθωότητα
ή το έγκλημα που τιμωρείται υπέρμετρα, με υπερβολική αυστηρότητα,
μιαίνει εξίσου την πόλη.
Στην Γαλλία το ξέρουμε αυτό.
Αυτή είναι η δικαιοσύνη των ανθρώπων, θα ειπωθεί,
και παρά τις ατέλειές της είναι καλύτερη και προτιμότερη από την τυραννία.
Αυτή η θλιβερή σύγκριση γίνεται ανεκτή, ωστόσο, μόνο σε σχέση
με τις συνήθεις ποινές. Είναι σκανδαλώδης ενώπιον των ετυμηγοριών του θανάτου.
Μια κλασσική διατριβή για την γαλλική νομοθεσία,
προκειμένου να δικαιολογήσει το γεγονός ότι η ποινή του θανάτου
δεν συμπεριλαμβάνει τάξεις και διαβαθμίσεις, αναφέρει τα εξής:
«Η δικαιοσύνη στους ανθρώπους δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να κατοχυρώνει την αναλογικότητα. Γιατί; Διότι ξέρει ότι δεν αντέχει στον χρόνο, είναι εφήμερη και εύθραυστη».
Θα πρέπει, άρα, να συμπεράνουμε ότι αυτή η ευθραυστότητα της αναλογικότητας
μας δίνει την εξουσία να εκφέρουμε μιαν απόλυτη κρίση
και πως θα πρέπει η κοινωνία να βαδίσει ολοταχώς με βιασύνη, μέσα στον κίνδυνο,
–χωρίς να είναι σίγουρη ότι θα επιτύχει ποτέ την απόλυτα καθαρή εικόνα
της δικαιοσύνης– προς την απόλυτη αδικία;
Αν η δικαιοσύνη παραδέχεται πως είναι εφήμερη, από την άλλη,
δεν θα ήταν προτιμότερο να είναι η δικαιοσύνη ταπεινή, μετριοπαθής,
και να αφήνει αρκετήν ελευθερία στις κρίσεις της
ώστε να μπορεί να διορθώνεται ένα σφάλμα; (Υποσημείωση 24: Αλληλοσυγχαιρόμαστε επειδή δώσαμε άφεση στον Sillon, ο οποίος σκότωσε πρόσφατα την 14χρονη κόρη του για να μην την παραχωρήσει στην μητέρα της που ήθελε διαζύγιο από αυτόν. Στην πραγματικότητα –όπως αποκαλύφθηκε κατά την κράτησή του– ο Sillon υπέφερε από όγκο στον εγκέφαλο, κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει την παρανοϊκή του πράξη).
Δεν θα μπορούσε η δικαιοσύνη να παραχωρήσει στον εγκληματία το ίδιο δικαίωμα στην αδυναμία, στο οποίο μάλιστα η κοινωνία βρίσκει για τον εαυτό της ένα είδος μόνιμου και διαρκούς ελαφρυντικού;
Μπορεί ειλικρινά το δικαστήριο να ισχυριστεί με ευπρέπεια «Αν σε σκοτώσω
κατά λάθος, εσύ θα με συγχωρήσεις όταν σκεφτείς και αναλογιστείς τις αδυναμίες της κοινής μας φύσεως. Σε καταδικάζω, όμως, σε θάνατο δίχως να λαμβάνω υπόψιν αυτές τις αδυναμίες ή αυτήν την φύση.»;
Υπάρχει μια αλληλεγγύη όλων των νοσούντων στα λάθη ή στην διανοητική ταραχή.
Πρέπει αυτή η αλληλεγγύη να λειτουργεί για τα δικαστικά έδρανα
και να την αρνούνται στον κατηγορούμενο;
Όχι –και αν η δικαιοσύνη σημαίνει κάτι σε αυτόν τον κόσμο,
δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την αναγνώριση
αυτής της αλληλεγγύης, αυτής της ομοψυχίας∙
χάρη ακριβώς στην ίδια της την πεμπτουσία,
δεν μπορεί κατ’ εξοχήν να διαχωριστεί από την συμπόνοια.
Η συμπόνοια δεν μπορεί, φυσικά,
στην περίσταση αυτή να μην είναι παρά η επίγνωση της κοινής οδύνης
και όχι μια επιπόλαια άφεση αμαρτιών ή συγχώρεση
που δεν αποδίδει διόλου προσοχή στα πάθη και στα δικαιώματα του θύματος.
Η συμπόνοια δεν αποκλείει τον κολασμό και την τιμωρία
αλλά αφήνει σε εκκρεμότητα και αναστέλλει την τελική εκτέλεση της καταδίκης.
Η συμπόνοια αποστρέφεται αυτό το οριστικό, ανεπανόρθωτο μέτρο
που διαπράττει μιαν αδικία προς το ανθρώπινο είδος ως σύνολο
επειδή αποτυγχάνει να συνυπολογίσει την αθλιότητα
της κοινής ανθρώπινης κατάστασης.
Για να πω την αλήθεια, ορισμένα μεικτά ορκωτά δικαστήρια το γνωρίζουν πολύ καλά
διότι συχνά δέχονται ελαφρυντικά σε έγκλημα που τίποτε δεν μπορεί να ελαφρύνει.
Αυτό συμβαίνει επειδή η θανατική ποινή φαντάζει ως υπερβολή
στους δικαστές αυτών των υποθέσεων –και προτιμούν να μην τιμωρήσουν αρκετά αντί να τιμωρήσουν καθ’ υπερβολήν.
Η ακραία αυστηρότητα της ποινής ευνοεί τότε το έγκλημα αντί να το κολάζει.
Δεν υπάρχει ούτε μια συνεδρίαση δικαστηρίου
κατά την διάρκεια της οποίας να μην διαβάζουμε στον τύπο
ότι μια απόφαση είναι ασυνάρτητη, δεν έχει συνάφεια και, ενόψει των γεγονότων,
μοιάζει είτε ανεπαρκής είτε υπερβολική.
Και οι ένορκοι, πάντως, δεν είναι αδαείς περί αυτού.
Αντιμέτωποι, όμως, με την κτηνωδία της θανατικής ποινής προτιμούν
–όπως κι εμείς, εξάλλου, θα προτιμούσαμε– καλύτερα να περάσουν για ηλίθιοι
παρά να διακυβεύσουν και να θέσουν σε κίνδυνο τις επερχόμενες
νύχτες της ζωής τους.
Ξέροντας οι ίδιοι ότι υπόκεινται σε λάθη,
τουλάχιστον αντλούν τις κατάλληλες συνέπειες.
Και η αληθινή δικαιοσύνη βρίσκεται στο πλάϊ τους στον βαθμό και στην έκταση ακριβώς που δεν βρίσκεται στο πλάϊ τους ούτε η λογική.
Υπάρχουν, ωστόσο, σημαντικοί εγκληματίες
τους οποίους κάθε δικαστήριο θα καταδίκαζε παντού και πάντοτε
υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Τα εγκλήματά τους έχουν εκτεθεί δημοσίως, δεν υπόκεινται σε αμφιβολία
και τα αποδεικτικά στοιχεία που συνεισφέρει το κατηγορητήριο διασταυρώνονται
από τις ομολογίες της υπεράσπισης.
Είναι ακόμα περισσότερο πιθανόν πως ό,τι το πιο ανώμαλο και τερατώδες μέσα τους
αρκεί για να τους κατατάξει στην κατηγορία των παθολογικών εγκληματιών.
Οι ειδικοί ψυχίατροι, στην πλειοψηφία των υποθέσεων,
επιβεβαιώνουν την ευθύνη τους.
Πρόσφατα στο Παρίσι ένας νέος άνθρωπος (αφιερωμένος στην οικογένειά του,
κάπως αδύναμου χαρακτήρα αλλά ευγενικός και στοργικός)
ενοχλήθηκε –σύμφωνα με την προσωπική του μαρτυρία– από ένα σχόλιο
που έκανε ο πατέρας του επειδή γύρισε αργά στο σπίτι.
Ο πατέρας καθόταν διαβάζοντας στην τραπεζαρία.
Ο νέος άρπαξε ένα τσεκούρι και κατάφερε στον πατέρα του αρκετά κτυπήματα
από πίσω. Με τον ίδιο τρόπο, έριξε την μητέρα του που βρισκόταν στην κουζίνα.
Γδύθηκε, έκρυψε το αιματοβαμμένο παντελόνι του στο ντουλάπι της αποθήκης, πήγε να τηλεφωνήσει στην οικογένεια της αρραβωνιαστικιάς του δίχως να δώσει δείγμα καν για το έγκλημά του και, κατόπιν, επέστρεψε σπίτι και ειδοποίησε την αστυνομία ότι είχε μόλις βρει τους γονείς του.
Η αστυνομία ανακάλυψε αμέσως το αιματοβαμμένο παντελόνι και, δίχως δυσκολία,
απέσπασε μιαν ήρεμη ομολογία από τον πατροκτόνο. Οι ψυχίατροι έκριναν
ότι αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος δολοφόνησε επειδή ενοχλήθηκε, ήταν υπεύθυνος.
Ωστόσο, η αλλόκοτη αδιαφορία του (για την οποία επρόκειτο να δώσει
και άλλες ενδείξεις στην φυλακή, επιδεικνύοντας ευχαρίστηση επειδή η κηδεία
των γονιών του είχε προσελκύσει τόσο πολύν κόσμο –«τους αγαπούσαν πολύ»
είπε στον δικηγόρο του) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κανονική και ομαλή.
Προφανώς, όμως, η δύναμη της λογικής του παρέμενε άθικτη.
Πολλά «κτήνη» εμφανίζουν μιαν εξίσου αδιαπέραστην εξωτερικήν όψη.
Εξολοθρεύονται στην βάση της απλής εξέτασης των γεγονότων.
Όπως φαίνεται, η φύση ή το μέγεθος
των εγκλημάτων τους δεν αφήνει πεδίο για να διανοηθεί κανείς πως μπορούν ποτέ
να μετανοήσουν ή να αναμορφωθούν.
Πρέπει μόνο να εμποδιστούν από το να το ξανακάνουν και λύση άλλη δεν υπάρχει εκτός από τον αφανισμό τους.
Έως το σύνορο αυτό –και αποκλειστικά και μόνον αυτό–
είναι νομίμως δικαιολογημένη η θανατική ποινή.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τα επιχειρήματα υπέρ της θανατικής ποινής
δεν αντέχουν στην κριτική των υποστηρικτών της κατάργησής της.
Σε ακραίες, όμως, περιπτώσεις και βρισκόμενοι υπό το κράτος της άγνοιας
βάζουμε ένα στοίχημα και δίνουμε όρκο πως θα τηρήσουμε την υπόσχεσή μας.
Κανένα γεγονός, καμία λογική δεν μπορεί να αναγκάσει να συμφωνήσουν
όλοι όσοι θεωρούν ότι ακόμα και στον πιο φαυλεπίφαυλο των ανθρώπων
πρέπει πάντοτε να αφήνεται μια ευκαιρία
και όλοι όσοι θεωρούν αυτήν την ευκαιρία απατηλή.

*


Σε αυτό το έσχατο όριο, όμως, ίσως είναι δυνατόν να πάμε πέραν
από την μακρόχρονη αντιπαράθεση μεταξύ θιασωτών και αντιπάλων
της θανατικής ποινής, σταθμίζοντας την σκοπιμότητά της σήμερα
και, μάλιστα, στην Ευρώπη.
Με πολύ λιγότερη επιδεξιότητα, θα επιχειρήσω να απαντήσω στην ευχή
που εξέφρασε ένας Ελβετός νομικός, ο Καθηγητής Jean Graven, ο οποίος
στην εξαιρετική μελέτη του για το πρόβλημα της θανατικής ποινής έγραψε το 1952:
«Αντίκρυ στο πρόβλημα που για μια ακόμη φορά αντιμετωπίζει η συνείδηση
και η λογική μας, έχουμε την γνώμη πως η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί
όχι μέσω των εννοιών, των προβληματισμών και των επιχειρημάτων του παρελθόντος
ούτε μέσω των ελπίδων και των θεωρητικών υποσχέσεων του μέλλοντος αλλά μέσω
των ιδεών, των διαπιστωμένων γεγονότων και των αναγκών του παρόντος». (Υποσημείωση 25: “Revue de Criminologie et de Police Technique”, ειδικό τεύχος, Γενεύη, 1952).
Πράγματι, είναι δυνατόν να φιλονικούμε επ’ άπειρον ως προς τα οφέλη ή τις ζημίες που πρέπει να αποδοθούν στην θανατική ποινή δια μέσου των αιώνων
ή να μονομαχούμε, επιχειρηματολογώντας σε ένα διανοητικό κενό.
Η τιμωρία του θανάτου, ωστόσο, διαδραματίζει έναν συγκεκριμένο ρόλο
εδώ και τώρα,
και εμείς πρέπει εδώ και τώρα να δώσουμε την κατάθεσή μας, την μαρτυρία μας,
όσον αφορά τον σύγχρονο δήμιο.
Τί σημαίνει, λοιπόν, η ποινή του θανάτου για τους ανθρώπους στα μέσα
του 20ου αιώνα;
Για να απλοποιηθούν τα πράγματα, ας μας επιτραπεί να πούμε ότι ο πολιτισμός μας
έχει χάσει τις μοναδικές αξίες,
οι οποίες –υπό μιαν ορισμένην έννοιαν– μπορούν να δικαιολογήσουν την ποινή αυτή
ενώ, αντιστρόφως, υποφέρει από δεινά που καθιστούν επιτακτική την κατάργησή της.
Με άλλα λόγια, η κατάργησή της θα έπρεπε να απαιτηθεί
από όλα τα σκεπτόμενα μέλη της κοινωνίας μας
για λόγους λογικής και ρεαλισμού συγχρόνως.
Κατ’ αρχάς, οι λόγοι λογικής.
Η απόφαση ότι σε έναν άνθρωπο πρέπει να επιβληθεί οριστικά η θανατική ποινή
ισοδυναμεί με την απόφαση ότι ο άνθρωπος αυτός δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα να
βελτιωθεί.
Αυτό ακριβώς είναι –για να το επαναλάβουμε– το σημείο
όπου τα επιχειρήματα συγκρούονται τυφλά και αποκρυσταλλώνονται
σε μιαν αντιπαράθεση άγονη.
Συμβαίνουν, όμως, έτσι τα πράγματα που κανείς ανάμεσά μας δεν μπορεί να κρίνει
αποφασιστικά και να τελειώσει την διαμάχη, διευθετώντας το ζήτημα,
διότι είμαστε όλοι συγχρόνως δικαστές και ενδιαφερόμενα μέρη
που έχουμε συμφέρον.
Εξ ου και η αβεβαιότητά μας ως προς το δικαίωμά μας στον φόνο καθώς και
η ανικανότητά μας να πείσουμε εκατέρωθεν ο ένας τον άλλον.
Δίχως απόλυτη αθωότητα, δεν υπάρχει υπέρτατος κριτής.
Τώρα,
όλοι έχουμε κάνει λάθη στην ζωή μας, ακόμα και αν αυτά τα λάθη έφτασαν τόσο
μακριά ως και το έγκλημα που παρέμεινε άγνωστο,
δίχως να εμπίπτει στην δικαιοδοσία των νόμων.
Δεν υπάρχουν άνθρωποι δίκαιοι
–υπάρχουν απλά και μόνο ψυχές
που υπολείπονται, λιγότερο ή περισσότερο, σε δικαιοσύνη.
Τουλάχιστον, η ζωή μας επιτρέπει να κάνουμε την ανακάλυψη αυτή
καθώς και να προσθέσουμε στο άθροισμα όλων των πράξεών μας λιγάκι από το Καλό
το οποίο, εν μέρει, θα επανορθώσει για το Κακό που έχουμε προσθέσει στον κόσμο.
Είναι φυσικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου –ακόμα και του χείριστου όλων–
αυτό το δικαίωμα στην ζωή, το οποίο επιτρέπει και δίνει μιαν ελπίδα,
μιαν ευκαιρία βελτίωσης.
Ο πιο φτηνός των εγκληματιών και ο πιο αδέκαστος των δικαστών
συναντιούνται πλάϊ-πλάϊ, εξίσου άθλιοι στην αλληλεγγύη τους.
Δίχως το δικαίωμα αυτό, η ηθική ζωή είναι τελείως αδύνατη.
Κανείς ανάμεσά μας δεν έχει το δικαίωμα και την εξουσία να πάψει να ελπίζει
ούτε καν για έναν μόνον άνθρωπο
παρά μόνο μετά τον θάνατο αυτού του ανθρώπου,
έναν θάνατο που μετατρέπει την ζωή του σε συντελεσθέν πεπρωμένο
και επιτρέπει, τότε, μιαν οριστική κρίση.
Ωστόσο, η απόφανση, η απαγγελία της ετυμηγορίας για την οριστική κρίση
πριν τον θάνατο του ανθρώπου αυτού, η έκδοση του διατακτικού
για το κλείσιμο των λογαριασμών και την κήρυξη πτώχευσης
ενώ ο οφειλέτης που έχει χρεωθεί την πίστωση είναι ακόμα ζωντανός
–αυτό δεν είναι δικαίωμα κανενός ανθρώπου.
Στο όριο αυτό,
τουλάχιστον, όποιος κρίνει ολοκληρωτικά και απόλυτα,
καταδικάζει ολοκληρωτικά και απόλυτα τον εαυτό του.
Ο Bernard Fallot, ο οποίος ήταν μέλος της συμμορίας Masuy που δούλευε
για την Γκεστάπο, καταδικάστηκε σε θάνατο αφού ομολόγησε τα πολλά και τρομερά
εγκλήματα για τα οποία ήταν ένοχος.
Και ο ίδιος δήλωσε πως δεν θα έπρεπε να συγχωρεθεί.
Σε έναν φίλο του στην φυλακή είπε: «Τα χέρια μου είναι πορφυρά από το αίμα» (Υποσημείωση 26: Jean Bocognano: “Quartier des fauves, prison de Fresnes”, εκδ. du Fuseau).
Η Κοινή Γνώμη και η γνώμη των δικαστών τον κατέταξαν, βέβαια, στην κατηγορία
των μη-αναστρέψιμων –και θα είχα μπει κι εγώ στον πειρασμό να συμφωνήσω
εάν δεν είχα διαβάσει μιαν εκπληκτική κατάθεση.
Να τι είπε ο Fallot στον ίδιο φίλο του αφού δήλωσε ότι ήθελε να πεθάνει με θάρρος:
«Να σου πω για τι μετανοώ περισσότερο; Λοιπόν, είναι επειδή δεν είχα διαβάσει την Βίβλο που έχω τώρα εδώ. Σε διαβεβαιώνω πως δεν θα ήμουν εδώ όπου βρίσκομαι τώρα».
Δεν τίθεται ζήτημα ότι ενδίδουμε δήθεν σε κάποιου είδους συμβατική σύνθεση
συναισθηματικών εικόνων
και ότι ανακαλούμε στην μνήμη τους αγαθούς καταδίκους του Βίκτωρα Ουγκώ.



*


Η εποχή του διαφωτισμού
–καθώς την καλούν οι άνθρωποι κι όπως την λέει ο κόσμος–
ήθελε να απαγορεύσει την ποινή του θανάτου με το πρόσχημα
ότι ο άνθρωπος ήταν εκ φύσεως καλός.
Φυσικά, δεν είναι (είναι χειρότερος ή καλύτερος).
Ύστερα από 20 χρόνια στην μεγαλειώδη ιστορία μας, το ξέρουμε καλά αυτό.
Ακριβώς, όμως, επειδή δεν είναι απόλυτα καλός,
κανείς ανάμεσά μας δεν μπορεί να παριστάνει τον απόλυτο δικαστή
και να αποφαίνεται υπέρ του οριστικού εκμηδενισμού
του χειρίστου των ενόχων –διότι κανείς μας δεν μπορεί να εγείρει και να προβάλει
αξιώσεις στην απόλυτη αθωότητα.
Η θανατική ποινή ανατρέπει την μοναδική αναμφισβήτητη ανθρώπινη αλληλεγγύη
–την αλληλεγγύη μας ενάντια στον θάνατο–
και μπορεί να νομιμοποιηθεί μόνον από μιαν αλήθεια ή μιαν αρχή
που είναι ανώτερη από τον άνθρωπο.
Για την ακρίβεια, η υπέρτατη ποινή
υπήρξε πάντα σε όλες τις εποχές μια τιμωρία θρησκευτική, θρησκειολογική.
Επιβαλλόμενη είτε εν ονόματι του βασιλέως –του εκπροσώπου του Θεού στην Γη–
είτε από το ιερατείο είτε εν ονόματι της κοινωνίας (θεωμένης ως ένα ιερό, καθαγιασμένο σώμα), η θανατική ποινή αρνείται
όχι την ανθρώπινη αλληλεγγύη αλλά την συμμετοχή του ενόχου στην θεία κοινωνία,
στο μοναδικό πράγμα που μπορεί να του δώσει ζωή.
Η ζωή επί της γης ασφαλώς του αφαιρείται,
αλλά του αφήνουν την δυνατότητα να λυτρωθεί.
Η πραγματική ετυμηγορία δεν απαγγέλλεται∙
θα απαγγελθεί στον άλλο κόσμο.
Επομένως, ως βάση για την εσχάτη των ποινών
μπορεί να λειτουργήσουν μόνον οι θρησκευτικές αξίες
–και, ειδικότερα, η πίστη στην αιώνιο ζωή–
διότι, σύμφωνα με την δική τους λογική, την εμποδίζουν να είναι τελειωτική,
οριστική και ανεπανόρθωτη, μη-αναστρέψιμη.
Κατά συνέπεια, δικαιολογείται μόνο στον βαθμόν εκείνο που δεν είναι η έσχατη.
Η Καθολική Εκκλησία, λόγου χάρη,
πάντοτε δεχόταν την ανάγκη της ποινής του θανάτου.
Σε άλλες χρονικές περιόδους, επέβαλε η ίδια την ποινή –και, μάλιστα, χωρίς φειδώ.
Ακόμα και σήμερα την δικαιολογεί
και παραχωρεί στο Κράτος το δικαίωμα να την εκτελεί.
Η θέση της Καθολικής Εκκλησίας –όσο πονηρή ή ύπουλη κι αν είναι διακριτικά– εμπεριέχει μια πολύ βαθυστόχαστη ευαισθησία,
η οποία εκφράστηκε ευθέως το 1937
από έναν Ελβετό Σύμβουλο του Έθνους εκ του Friburg
κατά την διάρκεια μιας συζήτησης στο Εθνικό Συμβούλιο.
Σύμφωνα με τον κ. Grand, ακόμα και ο πιο χαμερπής των κακούργων, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με την εκτέλεση, κλείνεται στον εαυτό του.
«Μετανοεί και η προετοιμασία του για τον θάνατο, ως εκ τούτου, διευκολύνεται.
Η Εκκλησία έχει σώσει ένα από τα μέλη της και έχει ολοκληρώσει την θεϊκή
της αποστολή. Αυτός είναι ο λόγος που ανέκαθεν δεχόταν την τιμωρία του θανάτου,
όχι μόνον ως ένα μέσον αυτοάμυνάς της αλλά ως ένα πανίσχυρο μέσο σωτηρίας…». (Υποσημείωση 27: Η πλάγια γραφή των γραμμάτων δική μου)...Χωρίς να προσπαθώ ούτε κατά διάνοια, με τον τρόπον αυτό, να αποδώσω μιαν υψηλή θέση τιμής
και εκτίμησης στην Εκκλησία, στην θανατική ποινή –όπως και στον πόλεμο– μπορεί κανείς να κλίνει την κεφαλή για την σχεδόν θεϊκή ευεργεσία που επιτελεί».
Δυνάμει της ίδιας συλλογιστικής, πιθανόν, μπορούσαν στο σύμβολο που έφερε
το ξίφος του δημίου του Friburg να διαβαστούν οι λέξεις:
«Κύριε Θεοῦ, σὺ ὁ Ἰησοῦς εἶ ὁ κριτής - Seigneur Dieu, tu es le juge –
Lord Jesus, thou art the judge».

Εξ ου και ο δήμιος ενδύεται τα άμφια ενός λειτουργήματος ιερού.
Είναι ο άνθρωπος ο οποίος καταστρέφει το σώμα
προκειμένου να παραδώσει την ψυχή στην θεία κρίση,
την οποία κανείς δεν μπορεί εκ των προτέρων να προδικάσει.
Μπορεί μερικοί να νομίζουν πως αυτοί οι λόγοι
συνεπάγεται πως σημαίνουν ή υπονοούν σκανδαλώδεις συγχύσεις και παρανοήσεις.
Και, δίχως αμφιβολία, όποιος αγκαλιάζει και ακολουθεί με αφοσίωση την διδασκαλία του Ιησού, θα θεωρήσει αυτό το όμορφο, στην μεγαλοπρέπειά του, ξίφος
ως μιαν ακόμα προσβολή κατά του προσώπου του Χριστού.
Υπό το φως αυτής της αντιλήψεως, είναι δυνατόν να κατανοήσει κανείς
την τρομερή παρατήρηση που έκανε ο Ρώσσος καταδικασμένος σε θάνατο
που επρόκειτο να κρεμαστεί από τους δημίους του Τσάρου το 1905, όταν είπε
με σταθερή φωνή προς τον ιερόσυλο ιερέα που είχε πάει με την εικόνα του Χριστού να τον παρηγορήσει: «Πορεύου εἰς εἰρήνην καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε».
Ο άπιστος, ο δύσπιστος ή ο σκεπτικιστής δεν μπορούν να αποφύγουν την σκέψη ότι οι άνθρωποι που έχουν θέσει στο επίκεντρο της πίστεώς τους το συγκλονιστικό θύμα
μιας δικαστικής πλάνης θα όφειλαν, το λιγότερο, να διστάζουν πριν διαπράξουν νόμιμη ανθρωποκτονία.
Θα έπρεπε, εξάλλου, να υπενθυμίσει κανείς στους πιστούς Καθολικούς ότι
ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός –πριν τον προσηλυτισμό του– δεν ήθελε να δώσει δημόσια αξιώματα στους Χριστιανούς, διότι αρνούνταν συστηματικά να επιβάλουν θανατικές ποινές ή να έχουν οποιαδήποτε σχέση με αυτές.
Επί 5 αιώνες, άρα, οι Χριστιανοί πίστευαν
ότι η ασκητική ηθική διδασκαλία του Κυρίου τους απαγόρευε τον φόνο.
Η Καθολική πίστη, ωστόσο, δεν έχει την πολυτέλεια να τρέφεται αποκλειστικά
από την προσωπική διδασκαλία του Χριστού.
Αντλεί την ευχαρίστηση να τρέφεται και από την Παλαιά Διαθήκη,
τον Απ. Παύλο και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Η αθανασία της ψυχής και η οικουμενική ανάσταση όλων των νεκρών της πλάσης,
ιδίως, αποτελούν άρθρα της δογματικής πίστης.
Ως απότοκο, για τον πιστό η θανατική ποινή αποτελεί μια τιμωρία προσωρινή
που αφήνει μετέωρη την οριστική κρίση να αιωρείται επικρεμάμενη
σε αναστολή, ένας συμβιβασμός αναγκαίος μονάχα για την επίγεια τάξη πραγμάτων,
ένα διοικητικό μέτρο το οποίο (πολύ πέραν από το να υποδηλοί για τον ένοχο
το τέλος), αντιθέτως μπορεί να ευνοήσει την λύτρωση του ενόχου
–μέσω της εξαγοράς του ως δούλου
και της απαλλαγής του από τις αμαρτίες.
Δεν λέω ότι όλοι οι πιστοί συμφωνούν με αυτήν την άποψη.
Είμαι έτοιμος να διανοηθώ με την φαντασία μου ότι μπορεί μερικοί Καθολικοί
να βρίσκονται πιο κοντά στον Χριστό παρά στον Μωϋσή ή στον Απ. Παύλο.
Λέω απλώς ότι η πίστη στην αθανασία της ψυχής επέτρεψε στον Καθολικισμό να δει το πρόβλημα της τιμωρίας του θανάτου υπό πολύ διαφορετικούς όρους –και να το δικαιολογήσει.
Ποιά είναι, όμως, η αξία μιας τέτοιας συγχώρεσης στην κοινωνία όπου ζούμε;
Μια κοινωνία που, στους θεσμούς και στα ήθη της, έχει χάσει κάθε επαφή με το Ιερό;
Όποτε ένας άθεος, σκεπτικιστής ή αγνωστικιστής δικαστής επιβάλλει την έσχατη ποινή σε έναν άπιστο ή δύσπιστο κακούργο, ανακοινώνει μια ποινή που -οριστικά– δεν μπορεί να αναθεωρηθεί.
Παίρνει και τοποθετεί την έδρα του στην θέση του θρόνου του Θεού
αντικαθιστώντας τον Θεό (Υποσημείωση 28: Καθώς ξέρουν όλοι, στο προοίμιο της απόφασης του δικαστηρίου προηγείται η φράση: «Ἑνώπιον τοῦ Θεοῦ και τῆς συνειδήσεώς μου…»), δίχως να διαθέτει τις ίδιες πνευματικές δυνάμεις
–και δίχως καν να πιστεύει στον Θεό.
Φονεύει, με μια λέξη, επειδή οι πρόγονοί του πίστευαν στην αιώνιο ζωή.
Η κοινωνία, όμως (που ισχυρίζεται ο δικαστής αυτός πως εκπροσωπεί) ανακοινώνει
στην πραγματικότητα ένα απλό μέτρο εκκαθάρισης, ασκώντας βία
στην –ενωμένη κατά του θανάτου– ανθρώπινη κοινότητα
και εκλαμβάνει μια κοινωνική θέση, ένα γραφειοκρατικό αξίωμα ως μιαν αξία απόλυτη, επειδή η κοινωνία εγείρει αξιώσεις επί της απόλυτης εξουσίας και ισχύος.
Βεβαίως, η κοινωνία εκ παραδόσεως εμπιστεύεται σε έναν ιερέα την εξουσία
να την εκπροσωπεί έναντι του καταδίκου.
Ο ιερέας μπορεί ευλόγως να ελπίζει ότι ο φόβος έναντι της τιμωρίας θα συντελέσει ώστε να μεταστραφεί ο ένοχος προς την πίστη.
Ποιός, όμως, μπορεί να δεχτεί ότι είναι δυνατόν ένας τέτοιος υπολογισμός
να δικαιώνει μια ποινή που, ως επί το πλείστον, ασκείται και γίνεται αποδεκτή
υπό ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα;
Είναι άλλο να έχει πιστέψει κανείς πριν τον φόβο
και άλλο να πιστέψει μετά τον φόβο.
Η μεταστροφή στον προσηλυτισμό δια πυρός και σιδήρου ή δια της γκιλοτίνας
θα είναι πάντοτε ύποπτος –και μπορεί να φαίνεται εκπληκτικό το γεγονός
ότι η Εκκλησία δεν έχει πάψει να κατακτά τους απίστους δια της τρομοκράτησης.
Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνία που έχει χάσει κάθε επαφή με το Ιερό
δεν μπορεί να βρίσκει κανένα όφελος σε μιαν μεταστροφή
για την οποία η ίδια διακηρύσσει ότι δεν έχει κανένα συμφέρον.
Η κοινωνία εκδίδει μιαν ανακοίνωση περί ενός κολασμού ιερού
ενώ τον απεκδύει τόσο από την συγχώρεση που μπορεί να δώσει στον ένοχο
όσο και από τα πλεονεκτήματα που μπορεί να της είναι χρήσιμα.
Η κοινωνία προχωρά κυριαρχικά σε μια διαδικασία εξάλειψης των κακών
λες και είναι ενάρετη η ίδια.
Σαν έναν αξιότιμο γονιό που σκοτώνει τον ιδιότροπο γιο του και σχολιάζει:
«Ειλικρινά, δεν ήξερα τι να κάνω μ’ αυτό το παιδί…»
Οικειοποιείται το δικαίωμά της στον νόμο της φυσικής επιλογής
λες και είναι η ίδια η φύση
ενώ σφετερίζεται, επίσης, το δικαίωμά της στην εξάλειψη των κακών
προσθέτοντας ακόμα μεγαλύτερα βασανιστήρια,
λες και είναι η ίδια ένας Θεός Λυτρωτής.
Ο ισχυρισμός, πάντως, ότι ένας άνθρωπος πρέπει να αποκοπεί
Ολοκληρωτικά από την κοινωνία επειδή είναι ολοκληρωτικά κακός
ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι η κοινωνία είναι ολοκληρωτικά καλή
–και κανείς διανοητικά υγιής δεν θα το πιστέψει σήμερα αυτό.
Ο κόσμος, αντί να το πιστέψει, είναι περισσότερο πρόθυμος να σκεφτεί το αντίθετο.
Η κοινωνία μας έχει γίνει τόσο αισχρή και εγκληματική
μόνο και μόνον επειδή δεν έχει σεβαστεί τίποτα άλλο
εκτός από την δική της διαιώνιση και ασφάλεια έναντι της σήψης
και μιαν υστεροφημία θετική έναντι της Ιστορίας.
Πράγματι, η κοινωνία έχει χάσει κάθε επαφή με το Ιερό.
Στον 19ο αιώνα, όμως, η κοινωνία είχε εξορμήσει για να βρει ένα υποκατάστατο
της θρησκείας, προτείνοντας ως αντικείμενο λατρείας τον ίδιο της τον εαυτό.
Οι θεωρίες της εξέλιξης (καθώς και οι ιδέες περί επιλογής που τις συνοδεύουν)
αντιλαμβάνονται ως τελικό, εσχατολογικό σκοπό το μέλλον της κοινωνίας.
Αυτές οι θεωρίες μπολιάστηκαν με τις πολιτικές Ουτοπίες,
που έθεσαν στο τέλος του χρόνου και της Ιστορίας μια «χρυσή Εποχή του Χρυσού»
–κάτι που δικαίωνε εκ των προτέρων οποιαδήποτε παράτολμα εγχειρήματα.
Η κοινωνία εξοικειώθηκε με την νομιμοποίηση του ο,τιδήποτε θα μπορούσε
να εξυπηρετήσει το μέλλον της και, κατά συνέπεια, με την κατάχρηση των ποινών
κατά έναν απόλυτο τρόπο και στον υπέρτατο βαθμό.
Από τότε και στο εξής, η κοινωνία θεωρούσε ως έγκλημα και ως ιεροσυλία
ο,τιδήποτε στεκόταν στον δρόμο των σχεδίων της και των εγκόσμιων δογμάτων της.
Με άλλα λόγια, ο δήμιος υπήρξε πρώτα ιερέας
και, μετά, μετετράπη σε κυβερνητικό αξιωματούχο.
Το αποτέλεσμα βρίσκεται εδώ, ολόγυρά μας.
Στα μέσα του 20ου αιώνος,
η κατάσταση είναι τέτοια που αυτή η κοινωνία
η οποία –σύμφωνα με κάθε λογική– έχει απωλέσει το δικαίωμα
να επιβάλει την θανατική ποινή, πρέπει να την καταργήσει άμεσα
για λόγους ρεαλισμού.

*

Πώς μπορεί να οριστεί ο πολιτισμός μας, σε σχέση με το έγκλημα;
Η απάντηση είναι εύκολη:
Εδώ και 30 χρόνια, τα εγκλήματα των Κρατών
υπερβαίνουν κατά πολύ τα εγκλήματα των ατόμων.
Δεν μιλώ καν για τους πολέμους (γενικευμένους ή τοπικούς), αν και η αιματοχυσία
αποτελεί και αυτή ένα αλκοόλ που τελικά δηλητηριάζει σαν το πιο μεθυστικό κρασί.
Ο αριθμός, όμως, των ατόμων που δολοφονούνται ευθέως από το Κράτος
έχει προσλάβει αστρονομικές διαστάσεις και υπερτερεί αριθμητικά
άπειρες φορές έναντι των ανθρωποκτονιών από ιδιώτες.
Υπάρχουν ολοένα και λιγότεροι κατάδικοι από τον κοινό ποινικό κώδικα
και ολοένα και περισσότεροι κατάδικοι για πολιτικά αίτια.
Η απόδειξη είναι πως ο καθένας μας –όσο εντιμότατος κι αν είναι–
μπορεί να προβλέψει την πιθανότητα να καταδικαστεί κάποιαν ημέρα σε θάνατο,
την στιγμή που το ενδεχόμενο αυτό θα φάνταζε γελοίο στις αρχές του 20ου αιώνος.
Δεν έχει σήμερα νόημα η παρατήρηση του Alphonse Karr: «Και τώρα, κηρύσσω
την έναρξη του αγώνα κατά των ευγενών, ντελικάτων και ευαίσθητων δολοφόνων».
Αυτοί που προκαλούν την μεγαλύτερη ροή αίματος είναι οι ίδιοι αυτοί που πιστεύουν
ότι έχουν το δίκαιο, την λογική και την ιστορία με το μέρος τους.
Επομένως, η κοινωνία μας δεν πρέπει τώρα να προστατευθεί τόσο πολύ από το άτομο
όσο ενάντια στο Κράτος.
Μπορεί οι αναλογίες να αντιστραφούν σε άλλα 30 χρόνια αλλά, προς το παρόν,
η αυτοάμυνά μας πρέπει να αποσκοπεί και να απευθύνεται
πρωτίστως και κύρια στο Κράτος.
Το Δίκαιο –καθώς και το Συμφέρον– επιτάσσουν να προστατεύσει ο νόμος το άτομο
έναντι ενός Κράτους που έχει παραδοθεί (από παραφροσύνη ή αλαζονική έπαρση)
στα εγκλήματα του σεκταρισμού.
Η συλλογική κραυγή μας, σήμερα, θα πρέπει να είναι: «Και τώρα, κηρύσσω
την έναρξη του αγώνα κατά του Κράτους για να καταργήσει την θανατική ποινή».
Έχει ειπωθεί πως οι αιμοδιψείς νόμοι δημιουργούν αιμοδιψή ήθη.
Ωστόσο, κάθε κοινωνία –ευρισκόμενη υπό το κράτος της ατιμίας–
φθάνει τελικά σε μια θέση όπου (σε πείσμα κάθε διανοητικής σύγχυσης
και κάθε ηθικής εξαχρείωσης) τα ήθη δεν κατορθώνουν ποτέ να είναι τόσο αιμοδιψή όσο οι νόμοι.
Αυτήν την κατάσταση την γνωρίζει η Ευρώπη κατά το ήμισυ.
Εμείς οι Γάλλοι την γνωρίσαμε στο παρελθόν
–και μπορεί να την γνωρίσουμε εκ νέου.
Εκείνοι που εκτελέστηκαν κατά την διάρκεια της Κατοχής
οδήγησαν σε εκείνους που εκτελέστηκαν κατά την διάρκεια της Απελευθέρωσης
και των οποίων οι φίλοι ονειρεύονται τώρα, με την σειρά τους, την εκδίκηση.
Αλλού, Κράτη βεβαρυμένα με τόσο πολλά εγκλήματα προετοιμάζονται
να πνίξουν την ενοχή τους στο αίμα ακόμη πιο μεγάλων μακελειών.
Σκοτώνει κανείς για χάρη ενός έθνους ή μιας κοινωνικής τάξης
στα οποία έχει εκχωρηθεί καθεστώς και status θεότητας.
Σκοτώνει κανείς για χάρη μιας μελλοντικής κοινωνίας
στην οποία έχει παρομοίως δοθεί καθεστώς και status θεότητας.
Όποιος νομίζει ότι είναι παντογνώστης, φαντάζεται ότι είναι παντοδύναμος.
Πρόσκαιρα κοσμικά είδωλα που απαιτούν μιαν πίστη απόλυτη
εκδίδουν ακατάπαυστα διατακτικά για απόλυτες, υπέρτατες ποινές
και θρησκείες που στερούνται υπερβατικότητας
δολοφονούν μεγάλους αριθμούς κρατούμενων που στερούνται της ελπίδος.
Πώς μπορεί,
στα μέσα του 20ου αιώνος,
να επιβιώσει η κοινωνία αν δεν αποφασίσει να προστατεύσει τα άτομα, με κάθε μέσο,
έναντι της κατάχρησης εξουσίας του Κράτους;
Η απαγόρευση της εκτέλεσης ενός ανθρώπου θα ισοδυναμούσε
με δημόσια διακήρυξη ότι η κοινωνία και το Κράτος δεν αποτελούν απόλυτες αξίες,
ότι τίποτα δεν δίνει στην κοινωνία και στο Κράτος την εξουσία
να νομοθετούν τελειωτικά ή να επιφέρουν το ανεπανόρθωτο.
Δίχως την θανατική ποινή, ίσως θα ήταν ανάμεσά μας ο Gabriel Péri και ο Brasillach.
Θα μπορούσαμε, τότε, να τους κρίνουμε σύμφωνα με την δική μας άποψη
και να διατρανώσουμε με υπερηφάνεια την ετυμηγορία μας
ενώ τώρα μας κρίνουν αυτοί και μεις σιωπούμε.
Δίχως την τιμωρία του θανάτου, το πτώμα του Rajk δεν θα μόλυνε την Ουγγαρία•
η Γερμανία, με λιγότερη ενοχή να βαραίνει την συνείδησή της,
θα αντιμετωπιζόταν πιο ευνοϊκά από την Ευρώπη•
η Ρωσσική Επανάσταση δεν θα πάλευε με αγωνία μέσα στην καταισχύνη•
και το Αλγερινό αίμα θα ζύγιζε λιγότερο, δίχως να βαραίνει τις συνειδήσεις μας.
Δίχως την θανατική ποινή, η Ευρώπη δεν θα είχε μολυνθεί από τα πτώματα
που συσσωρεύθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια στην καταπονημένη της γη.
Στην ήπειρό μας, όλες οι αξίες έχουν καταρρακωθεί
εξαιτίας του φόβου και του μίσους μεταξύ ατόμων και μεταξύ εθνών.
Τα όπλα στην ανταλλαγή και κλαγγή των ιδεών είναι η θηλειά και η λαιμητόμος.
Μια φυσιοκρατική και ανθρώπινη κοινωνία τέθηκε στο περιθώριο
εξαιτίας του ότι εξάσκησε καθ’ υπερβολήν το δικαίωμά της στην καταστολή
για να ανοίξει ο δρόμος σε μιαν ιδεολογία κυρίαρχη
που απαιτεί θυσίες ανθρώπων.
Έχει γραφεί (Υποσημείωση 29: Από τον Francart.) ότι «Ο παραδειγματισμός
που αντλείται από τους απαγχονισμούς είναι πως η ζωή ενός ανθρώπου είναι ιερή όταν αυτός θεωρείται χρήσιμο να σκοτωθεί».
Προφανώς, το ρητό γίνεται πιο χρήσιμο από ποτέ•
το πρωτότυπο παράδειγμα αντιγράφεται στο καλούπι•
το μίασμα εξαπλώνεται παντού.
Και μαζί με αυτό, εξαπλώνεται και η νόσος του μηδενισμού.
Προκύπτει, ως εκ τούτου, ότι από δω και μπρος πρέπει να διατάξουμε
ένα θεαματικό «αλτ»,
να σταματήσουμε και να διατρανώσουμε –στις αρχές και στους θεσμούς μας–
ότι το άτομο βρίσκεται υπεράνω του Κράτους.
Κάθε μέτρο που ελαττώνει την πίεση που ασκούν οι κοινωνικές δυνάμεις
πάνω στο άτομο θα συντελέσει στην άρση της πολιορκίας
και της σηψαιμίας που προκαλούν συμφόρηση σε μιαν Ευρώπη
που υποφέρει από μιαν εισβολή αίματος
και θα μας επιτρέψει να σκεφτούμε πιο καθαρά
και να μπούμε προοδευτικά στον δρόμο που κατευθύνει προς την υγεία.
Η ασθένεια της Ευρώπης συνίσταται στο ότι δεν πιστεύει σε τίποτα
και στο ότι ισχυρίζεται πως ξέρει τα πάντα.
Η Ευρώπη, ωστόσο, πόρρω απέχει από το να ξέρει τα πάντα.
Κρίνοντας από το αίσθημα εξέγερσης και ελπίδας που αισθανόμαστε,
μπορούμε, διὰ τῶν χειλέων μας, να πούμε πως η Ευρώπη πιστεύει
ότι το έπακρον της ανθρώπινης αθλιότητος συνορεύει –σε κάποιο μυστηριώδες όριο–
με το έπακρον του μεγαλείου του ανθρώπου.
Η πίστη έχει χαθεί για την πλειοψηφία των Ευρωπαίων.
Και μαζί με αυτήν, έχουν χαθεί και οι δικαιολογίες που παρείχε η πίστη
στην Αυτοκρατορία της θανατικής ποινής, του Κολασμού και της Κόλασης.
Η πλειοψηφία των Ευρωπαίων, όμως, επίσης απορρίπτει
και την ειδωλολατρεία του Κράτους που εποφθαλμιούσε να καταλάβει την θέση της.
Καθώς βρισκόμαστε στο μέσο της διαδρομής μας,
σίγουροι αλλά και αβέβαιοι συγχρόνως για το μέλλον,
έχοντας πάρει μέσα μας την απόφαση ποτέ να μην υποταχθούμε
και ποτέ να μην ασκήσουμε τυραννία,
θα πρέπει από δω και μπρος να παραδεχθούμε μέσα
σε μια στιγμή ταυτόχρονη τόσο την ελπίδα όσο και την άγνοιά μας.
Θα πρέπει στο εξής να αρνηθούμε τον απολυταρχικό νόμο
και την ανεπανόρθωτη κρίση.
Κατέχουμε αρκετά ώστε να μπορούμε να πούμε ότι αυτός ή εκείνος
ο επικίνδυνος κακούργος αξίζει τα καταναγκαστικά έργα εφ’ όρου ζωής.
Δεν κατέχουμε αρκετά, όμως, ώστε να μπορέσουμε να εκδώσουμε μια διαταγή
ώστε να θεριστεί το μέλλον του με το δρεπάνι –δηλαδή, με άλλα λόγια,
να χάσει ως πρόβατο επί σφαγήν την ελπίδα (που όλοι μας έχουμε)
για να διορθωθεί ἐπὶ τὰ βελτίω.
Ακριβώς λόγω αυτού που μόλις ανέφερα, στην ενοποιημένη Ευρώπη του μέλλοντος
η επίσημη κατάργηση του θανάτου σε πανηγυρική ιεροτελεστία
θα πρέπει να αποτελεί το πρώτο άρθρο του Ευρωπαϊκού Νομικού Κώδικα
στον οποίο όλοι μας προσβλέπουμε με ελπίδα.
Η ατραπός στην οποία βρισκόμαστε οδηγεί κατευθείαν
από τα ανθρωπιστικά ειδυλλιακά ποιήματα των βάρδων
των ποιμενικών, ρομαντικών τοπίων του 18ου αιώνος
στα αιμοσταγή και κηλιδωμένα από αίμα ικριώματα
–και οι δήμιοι του σήμερα, όπως όλοι ξέρουν, δεν είναι ανθρωπιστές.
Εξ ου έπεται ότι πρέπει να φυλαγόμαστε και να μην φερόμαστε
απέναντι στην ανθρωπιστική ιδεολογία πιο υπερβολικά μυαλωμένα απ’ όσο πρέπει,
όταν ασχολούμαστε με ένα τέτοιο πρόβλημα όπως η καταδίκη εις θάνατον για ισόβια.
Πριν με συλλάβουν κι εμένα επ’ αυτοφώρω,
στο αποκορύφωμα και την ακμή της μάχης
ενώ είμαι έτοιμος να κλείσω μια συμφωνία και να συνθηκολογήσω
μπροστά στις πύλες της πολιορκούμενης πόλης,
θα ήθελα για τον λόγον αυτό να ολοκληρώσω με το συμπέρασμα:
Για την αντίθεσή μου προς την θανατική ποινή, το κίνητρο που με υποκινεί
δεν είναι ούτε μια αυταπάτη ως προς την εκ φύσεως καλοσύνη του ανθρώπινου όντος
ούτε η πίστη σε έναν επικείμενο «χρυσοῦν αἰώνα».
Αντιθέτως, η κατάργηση της καταδίκης εις θάνατον μου φαίνεται επιτακτική
λόγω αιτιολογημένης απαισιοδοξίας, λογικής και ρεαλισμού.
Όχι πως η καρδιά δεν έχει συμμετοχή σε ό,τι έχω πει.
Οποιοσδήποτε έχει περάσει εβδομάδες με κείμενα και αναμνήσεις
καθώς και οι άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ
οποιαδήποτε σχέση –στενή ή όχι– με την κρεμάλα,
δεν θα μπορούσαν πιθανόν να παραμείνουν ασυγκίνητοι από αυτήν την εμπειρία.
Ας μου επιτραπεί, όμως, να επαναλάβω
ότι δεν πιστεύω πως υπάρχει ανευθυνότητα στον κόσμον αυτό
όπως και ότι δεν πιστεύω πως πρέπει να ενδώσουμε και να παραχωρήσουμε
την θέση μας ανοίγοντας τον δρόμο στην σύγχρονη αυτή τάση
απαλλαγής και του θύματος και του δολοφόνου από τα πάντα
κατά τον ίδιο συγκεχυμένον τρόπο.
Αυτή η καθαρά συναισθηματική σύγχυση συντίθεται από δειλία μάλλον
παρά από γενναιοψυχία –και, τελικά, νομιμοποιεί ό,τι το χειρότερο στον κόσμο αυτό.
Αν διαρκώς συγχωρείς, αναπόφευκτα ευλογείς το σκλαβοπάζαρο,
την θρασύδειλη βία, τους συστηματικά οργανωμένους δήμιους,
τον κυνισμό των μεγάλων τεράτων της πολιτικής•
στο τέλος, τους παραδίδεις τους αδελφούς σου.
Αυτό μπορεί να ιδωθεί ολόγυρά μας.
Συμβαίνει να έρχονται έτσι τα πράγματα, ωστόσο –υπό το κράτος
της παρούσας κατάστασης του κόσμου– που ο σημερινός άνθρωπος
ζητά νόμους και θεσμούς που να ταιριάζουν καταλλήλως σε ένα σανατόριο,
νόμους και θεσμούς που θα τον χαλιναγωγούν δίχως να τον δαμάζουν
και που θα τον χειραγωγούν δίχως να τον καταδυναστεύουν.
Εκσφενδονισμένος μέσα στην ανεξέλεγκτη, δυναμική κίνηση της ιστορίας
χρειάζεται μια φυσιοκρατική φιλοσοφία και μερικούς νόμους ισορροπίας.
Χρειάζεται, κοντολογίς, μια κοινωνία που να βασίζεται στην λογική
και όχι την αναρχία μέσα στην οποία έχει βουτηχτεί
εξαιτίας της δικής του αλαζονικής έπαρσης
και των υπερβολικών εξουσιών του Κράτους.
Είμαι πεπεισμένος ότι προς αυτήν την κοινωνία
θα μας βοηθούσε να κατευθυνθούμε προοδευτικά
η κατάργηση της θανατικής ποινής.
Ύστερα από την ανάληψη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, η Γαλλία
θα μπορούσε να προτείνει την επέκταση της απαγόρευσης
στις χώρες που δεν έχουν καταργήσει την θανατική ποινή
–και στις δυο πλευρές του σιδηρού παραπετάσματος.
Οπωσδήποτε, όμως, αυτή θα έδινε το παράδειγμα προς παραδειγματισμόν.
Την θανατική ποινή θα αντικαθιστούσε τότε η καταναγκαστική εργασία:
Ισοβίως στην περίπτωση των κακούργων που θεωρούνται αμετανόητοι
και για μιαν καθορισμένη περίοδο στην περίπτωση των υπολοίπων κακούργων.
Σε όποιους νομίζουν ότι αυτή η τιμωρία είναι πιο αυστηρή από τον θάνατο,
το μόνο που μπορούμε είναι να εκφράσουμε την κατάπληξή μας επειδή δεν πρότειναν να επιφυλάσσεται η ποινή του θανάτου για σημαντικούς εγκληματίες όπως ο Landru ενώ πρότειναν να εφαρμόζεται σε ασήμαντους εγκληματίες.
Θα μπορούσαμε, εξάλλου, να τους υπενθυμίσουμε ότι η καταναγκαστική εργασία αφήνει στον κατάδικο την δυνατότητα να επιλέξει τον θάνατο,
την στιγμή που η καρμανιόλα δεν του αφήνει εναλλακτική λύση.
Αντιστρόφως, σε όποιους νομίζουν ότι η καταναγκαστική εργασία αποτελεί
μιαν υπερβολικά ήπια τιμωρία, μπορούμε να απαντήσουμε
πρώτον ότι τους λείπει η φαντασία και δεύτερον ότι η στέρηση της ελευθερίας τους φαίνεται ως μια ποινή ελαφριά μόνον ως εκείνον τον βαθμό
που η σύγχρονη κοινωνία μας έχει μάθει να περιφρονούμε την ελευθερία.
(Υποσημείωση 30: Δείτε την έκθεση για την θανατική ποινή του Βουλευτή Dupont στην Εθνική Συνέλευση της 31 Μαῒου 1791: «Ο δολοφόνος γίνεται παρανάλωμα του πυρός από έναν καυτερό και διακαή πόθο• η αδράνεια είναι ό,τι φοβάται περισσότερο• τον κλείνει στον εαυτό του και, προκειμένου να ξεφύγει από αυτήν, αψηφά τον θάνατο προκλητικά και με γενναιότητα και αποπειράται να προκαλέσει τον θάνατο σε άλλους• το πραγματικό του μαρτύριο είναι η μοναξιά και η προσωπική του συνείδηση. Δεν σημαίνει και δεν υποδηλοί αυτό για σας ποιό είναι το είδος της τιμωρίας που πρέπει να του επιβληθεί, ποιό είναι το είδος εκείνο απέναντι στο οποίο θα επιδείξει την μεγαλύτερη ευαισθησία; Δεν είναι στην φύση της ασθένειας όπου πρέπει να βρεθεί το γιατρικό;» Έβαλα την τελευταία φράση με έντονα πλάγια γράμματα διότι καθιστά αυτόν τον ελάχιστα γνωστό βουλευτή έναν αληθινό προάγγελο της σύγχρονης ψυχολογίας μας).
Το δίδαγμα είναι αυτό που πρέπει να αντλήσουμε από την Παλαιά Διαθήκη
και, περιττό να προσθέσω, από τα Ευαγγέλια –το γεγονός
ότι ο Κάϊν δεν χάνει την ζωή του αλλά φέρει ένα σημάδι
που συμβολίζει την ακολασία στα μάτια των ανθρώπων–
αντί να κοιτάμε πίσω στα ανελέητα παραδείγματα του Εβραϊκού νόμου.
Τίποτε, τέλος πάντων, δεν μας εμποδίζει να επιχειρήσουμε ένα πείραμα περιορισμένο σε διάρκεια (λόγου χάρη,
10 χρόνια) εάν η Βουλή μας παραμείνει ακόμα ανίκανη να επανορθώσει το γεγονός
ότι ψήφισε υπέρ του αλκοόλ και του πνεύματος μέσω
ενός τόσο υψηλού και μεγάλου εκπολιτιστικού βήματος προς την πρόοδο
όπως η ολοκληρωτική απόδοση χάριτος και η κατάργηση του θανάτου.
Κι αν όντως η Κοινή Γνώμη και οι αντιπρόσωποί της δεν μπορούν να παραιτηθούν
από τον νόμο της μαλθακότητας που απλώς σβήνει και απαλείφει
ό,τι δεν μπορεί να βελτιωθεί, τουλάχιστον –ενώ ελπίζουμε για μιαν νέα αυγή
της αλήθειας– ας μην είναι η έννοια αυτή που σπιλώνει την κοινωνία μας, η έννοια του «γιορτινού σφαγείου» (Υποσημείωση 31: Tarde), αυτό που θα καταλάβουμε εμείς.
Η θανατική ποινή, όπως εφαρμόζεται τώρα κι όσο σπανίως κι αν γίνεται αυτό,
αποτελεί μιαν προκλητικήν ύβριν που επιβάλλεται από χασάπηδες
κατά του ανθρώπινου προσώπου και σώματος.
Αυτός ο ακρωτηριασμός, αυτός ο διαμελισμός, αυτό το ζωντανό ακόμα
–αν και ξεριζωμένο, τραβηγμένο από τα μαλλιά– κεφάλι,
αυτά τα πιτσιλίσματα από το αίμα που αναβλύζει
χρονολογούνται από μια περίοδο
βαρβαρότητας που αποσκοπούσε στον εντυπωσιασμό των μαζών
μέσω εξευτελιστικών θεαμάτων.
Σήμερα που αυτός ο αισχρός θάνατος απονέμεται κρυφά και στην ζούλα,
ποιό είναι το νόημα, ποιά η νοηματοδότηση αυτού του μαρτυρίου;
Η αλήθεια είναι ότι στην πυρηνική εποχή σκοτώνουμε
όπως σκοτώναμε στην εποχή που οι ζυγαριές είχαν ακόμη ελατήρια.
Και δεν υπάρχει ούτε ένας φυσιολογικός άνθρωπος με ευαισθησία
ο οποίος να μην αισθάνεται ναυτία
με την απλή και μόνο σκέψη μιας τόσο στεγνής χειρουργικής.
Αν το Γαλλικό Κράτος είναι ανίκανο να αποτοξινωθεί από τον εθισμό του
ώστε να δώσει στην Ευρώπη ένα από τα φάρμακα που της χρειάζονται,
ας δώσει η Γαλλία το σύνθημα ώστε να ξεκινήσει η αναμόρφωση
του τρόπου διοικητικής επιβολής της θανατικής ποινής.
Η επιστήμη που εξυπηρετεί την δολοφονία τόσο πολλών ανθρώπων
θα μπορούσε, τουλάχιστον, να χρησιμεύει ώστε, όσοι την επιβάλλουν,
να πεθαίνουν με αξιοπρέπεια.
Ένα αναισθητικό το οποίο θα επιτρεπόταν ώστε να περάσει από τον ύπνο
στον θάνατο
(και το οποίο θα είχε αφεθεί σε προσιτό σημείο, για μιαν ημέρα τουλάχιστον,
έτσι ώστε ο καταδικασθείς να μπορούσε να το χρησιμοποιήσει με ελεύθερη βούληση
και το οποίο θα του χορηγείτο με άλλη μορφή αν ήταν απρόθυμος ή είχε αδύναμο χαρακτήρα) θα ασφάλιζε την εξάλειψή του
–αν επιμένετε– αλλά θα εισήγαγε λίγη ανθρωπιά σε ό,τι αποτελεί σήμερα
μιαν πρόστυχη και αχρεία επίδειξη.
Προτείνω αυτές τις συμβιβαστικές λύσεις για τον θάνατο
αποκλειστικά
και μόνον στον βαθμό που πρέπει κανείς να νοιώθει απόγνωση για κάποιο διάστημα
επειδή παύει να ελπίζει πως θα δει εκείνους που είναι υπεύθυνοι για το μέλλον μας
να επηρεάζονται από την σοφία και τον αληθινό πολιτισμό.
Για ορισμένους ανθρώπους –πιο πολυάριθμους απ’ ό,τι νομίζουμε–
είναι ανυπόφορο σωματικά να ξέρουν τι είναι στην πραγματικότητα
η τιμωρία του θανάτου
και να μην μπορούν να εμποδίσουν την εφαρμογή της ως εσχάτης των ποινών.
Με τον δικό τους τρόπο, υποφέρουν οι ίδιοι σαν να υφίστανται αυτοί την τιμωρία –και μάλιστα, στην περίπτωσή τους, η δικαιοσύνη δεν επιτελεί το έργο της.
Εάν απλώς και μόνον δίνονταν ελαφρυντικά στο βάρος των βρώμικων εικόνων
που τους μαυρίζουν την ψυχή, τίποτε απολύτως δεν θα έχανε η κοινωνία.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, ούτε κι αυτό θα ήταν αρκετό.
Ώσπου να κηρυχθεί και να επικηρυχθεί ο θάνατος ως παράνομος,
δεν θα υπάρξει καμιά ειρήνη, μόνιμη και διαρκής,
ούτε στα κοινωνικά ήθη ούτε στις καρδιές των ατόμων.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου