Η ΤΕΧΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ
ALBERT CAMUS
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1957
Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos 2004
Σημείωμα του μεταφραστή
Αυτή η διάλεξη του Αλμπέρ Καμύ στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα της Σουηδίας
όπου βρίσκεται ο Καθεδρικός ναός και το περίφημο ανατομικό αμφιθέατρο
του Olaus Rudbeck πρέπει να ερμηνευθεί ως εγχειρίδιο για την κατασκευή της «πεμπτουσίας της αθανασίας» . Αξίζει να προσεχθεί η περικοπή από την διάλεξη στον Παρνασσό με θέμα ''Το μέλλον της τραγωδίας'': "Δεν θα επιστρέψουμε στον καθεδρικό ναό".
Το κείμενο της ομιλίας πρέπει να διαβαστεί σε σχέση, γενικότερα, με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη και, ειδικότερα, σε συνάρτηση:
α) με την προσευχή προς τον Θεό και την «αναγνώριση» της εισαγωγής του Καμύ στο θεατρικό έργο «Παραξήγηση»,
β) με τον δικηγόρο στην «Πτώση» των καναλιών του Άμστερνταμ - Βλέπε και Συνθήκη του Άμστερνταμ, 1999
γ) με την εισαγωγή του συγγραφέα στον «Καλιγούλα» όπου γίνονται αναφορές σε κατάθεση του συγγραφέα στο θέατρο Αλγερίου,
δ) με την υποβολή της διπλωματικής εργασίας με τον τίτλο «Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός»,προς το Πανεπιστήμιο Αλγερίου, όπου ο Καμύ απηύθυνε παραπομπές με «ορισμένον αριθμό» και «αξίες»,
ε) με την σειρά άρθρων του συγγραφέα με τον τίτλο «Ούτε δήμιοι ούτε θύματα» περί παγκόσμιας επικοινωνίας.
Τέλος, στ) σε συμφωνία με το κείμενο της Συνθήκης του Ο.Η.Ε. μετά την Διάσκεψη της Γενεύης (29 Απριλίου 1958) για τα διεθνή ύδατα των κρατών.
"Για εμάς, η Τέχνη δεν θα είναι ούτε η έκφραση του Πραγματικού
ούτε η έκφραση ενός Πραγματικού εξωραϊσμένου ως τον βαθμό που θα είναι ψεύτικη.
Θα είναι απλά η έκφραση του Ιδεατού.
Θα είναι η δημιουργία ενός κόσμου Ονείρου.
Ενός κόσμου συγκεκαλυμμένου, αρκετά ελκυστικού και γοητευτικού ώστε να μας κρύβει τον κόσμο όπου ζούμε καθώς και όλους τους τρόμους που περιέχει. Και το αισθητικό συναίσθημα θα εντοπίζεται αποκλειστικώς και μόνο στην ενατένιση αυτού του Ιδεώδους κόσμου. Η Τέχνη θα είναι η έκφραση, η αντικειμενικοποίηση όλων των πραγμάτων όπως θα έπρεπε να είναι. Θα είναι, στην ουσία της, προσωπική και πρωτογενής αφού το Ιδεώδες διαφέρει για τον καθένα μας.
Θα είναι το κλειδί που ανοίγει τις θύρες ενός κόσμου μη προσβάσιμου με άλλα μέσα
και όπου όλα θα είναι όμορφα και τέλεια, εφόσον το κάλλος και η τελειοποίηση θα ορίζονται σε αναφορά προς τον καθένα μας.
Και εμμένουμε στο μέρος που πρέπει να αποδίδεται στη κάθε ατομική προσωπικότητα στην Τέχνη. Καλύτερα μια λαϊκότητα που είναι προσωπική παρά μια ομορφιά πλαστική που είναι καθαρή μίμηση".
Δοκίμιο περί Μουσικής, Albert Camus, 1932
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ένας σοφός της Ανατολής συνήθιζε πάντα να παρακαλεί τον Θεό
στις προσευχές του να έχει την ευγένεια να τον λυπηθεί
ώστε να μην ζήσει σε μιαν ενδιαφέρουσα εποχή.
Καθώς εμείς δεν είμαστε σοφοί, ο Θεός δεν μας λυπήθηκε και, έτσι, ζούμε σε μιαν εποχή ενδιαφέρουσα.
Η εποχή μας, σε κάθε περίπτωση, μας εξαναγκάζει να ενδιαφερθούμε γι’ αυτήν.
Οι συγγραφείς του σήμερα το ξέρουν αυτό.
Αν μιλήσουν, τους ασκείται κριτική και αποτελούν το αντικείμενο επιθέσεων.
Αν γίνουν εσωστρεφείς και σιωπήσουν, τους αποδίδεται πανηγυρικά η ευθύνη για την σιωπή τους.
Εν μέσω μιας τέτοιας οχλαγωγίας, ο συγγραφέας δεν μπορεί να ελπίζει πως θα παραμείνει απόμερα προκειμένου να συνεχίσει να επιδιώκει τις σκέψεις και τις εικόνες που αγαπά. Μέχρι την στιγμή αυτή, ήταν πάντα εφικτό να παραμένει κανείς απόμακρος: όταν κανείς δεν συμφωνούσε, μπορούσε πάντοτε να σιωπά ή να μιλά για κάτι άλλο.
Σήμερα όλα έχουν αλλάξει και ακόμα και η σιωπή έχει επικίνδυνες επιπτώσεις.
Την ώρα που η αποχή επιλογής αντιμετωπίζεται από μόνη της η ίδια ως μια επιλογή και τιμωρείται ή επικροτείται ως τέτοια, ο καλλιτέχνης –θέλοντας και μη– πιέζεται να αναλάβει υπηρεσία.
«Πιέζεται» μου φαίνεται ως ένας όρος πιο σωστός, σε σχέση με αυτό, από τον όρο «δεσμεύεται».
Αντί να στρατεύεται για να προσφέρει εθελοντική υπηρεσία, στην πραγματικότητα ο καλλιτέχνης εκτελεί την θητεία του υποχρεωτικώς.
Κάθε καλλιτέχνης σήμερα μπαρκάρει σκλάβος στις γαλέρες του σύγχρονου δουλεμπορίου. Πρέπει να παραιτείται υποκύπτοντας ως προς αυτό
ακόμα και αν θεωρεί ότι το παρελθόν της γαλέρας ζέχνει, ότι οι δουλέμποροι είναι όντως αμέτρητοι και, επιπρόσθετα, ότι στο πηδάλιο γίνονται λάθος χειρισμοί.
Βρισκόμαστε στις ουδέτερες ζώνες των διεθνών υδάτων.
Ο καλλιτέχνης, όπως κάθε άλλος, πρέπει να τραβήξει κουπί δίχως να πεθάνει,
εάν αυτό είναι εφικτό –με άλλα λόγια, να συνεχίζει την ζωή και την δημιουργία.
Για να πω την αλήθεια, αυτό δεν είναι εύκολο και μπορώ να καταλάβω γιατί οι καλλιτέχνες θλίβονται για την άνεση που απολάμβαναν έως πρότινος.
Η μεταστροφή του πλοίου είναι κάπως βίαιη.
Το αμφιθέατρο της ιστορίας περιλάμβανε πάντα, πράγματι, τον μάρτυρα και τον λέοντα. Ο μάρτυς στηριζόταν στην παρηγοριά της αιώνιας ανταμοιβής και το λιοντάρι στο φρέσκο κρέας της ιστορίας.
Έως τώρα, όμως, ο καλλιτέχνης βρισκόταν στο πλάϊ, στο απυρόβλητο της εξέδρας. Ήταν ένας τροβαδούρος που σφύριζε αδιάφορα, σκοπίμως συνηθισμένος να άδει για τον εαυτό του ή, στην καλύτερη περίπτωση, να ενθαρρύνει τον μάρτυρα και να κάνει το λιοντάρι να ξεχνά την λεία που ορεγόταν.
Τώρα, όμως, ο καλλιτέχνης βρίσκεται μέσα στην αρένα. Εξ ανάγκης, η φωνή στο τραγούδι του δεν είναι ακριβώς η ίδια∙ ούτε κατά διάνοια δεν είναι τόσο σταθερή.
Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς όλα όσα μπορεί να χάνει η τέχνη από μια τέτοια διαρκή δέσμευση. Εύκολο, κατ’ αρχάς, είναι να χαθεί και αυτή η θεϊκή ελευθερία που είναι τόσο εμφανής στο έργο του Μότσαρτ. Είναι πολύ πιο εύκολο κατανοηθεί γιατί τα έργα τέχνης μας έχουν μιαν ακρωτηριασμένη, αναίσθητη οπτική και γιατί καταρρέουν τόσο ξαφνικά.
Είναι φανερό γιατί έχουμε περισσότερους δημοσιογράφους παρά δημιουργικούς συγγραφείς, περισσότερους προσκόπους της ζωγραφικής από Σεζάν και γιατί τα αισθηματικά παραμύθια ή τα ντετεκτιβίστικα μυθιστορήματα έχουν πάρει την θέση του «Πόλεμος και Ειρήνη» ή του «Μοναστηριού της Πάρμα».
Φυσικά, πάντα μπορεί κανείς να αντιμετωπίζει αυτή την κατάσταση των πραγμάτων με ανθρωπιστικούς κλαυθμηρισμούς και να μετατραπεί σε αυτό που απαιτεί να ενσαρκώσει ο Στεπάν Τροφίμοβιτς στους «Δαιμονισμένους»: ένα ζωντανό όνειδος. Μπορεί κανείς, σαν κι αυτόν τον κατήγορο, να πραγματοποιεί επιθέσεις πατριωτικής μελαγχολίας. Αυτή, όμως, η μελαγχολία σε καμία περίπτωση δεν μεταβάλλει την πραγματικότητα.
Κατά την γνώμη μου, είναι καλύτερο να αποδίδει κανείς στην εποχή την οφειλή του, αφού την απαιτεί τόσο έντονα, και να αναγνωρίσει με ηρεμία ότι ο καιρός του αφεντικού που άξιζε υποταγή, του καλλιτέχνη με τις καμέλιες στο πέτο, ο καιρός της ιδιοφυῖας της πολυθρόνας έχει φθάσει στο τέλος του.
«Δημιουργεῖν» σήμερα σημαίνει να δημιουργεί κανείς μέσα στον κίνδυνο.
Κάθε δημοσιοποίηση αποτελεί μια δράση –και η πράξη αυτή εκθέτει οποιονδήποτε στα πάθη μιας εποχής που δεν συγχωρεί τίποτε.
Άρα, το ζητούμενο δεν είναι να ανακαλύψουμε αν αυτό είναι βλαβερό ή όχι για την τέχνη. Το ζητούμενο για όλους εκείνους που δεν μπορούν να ζουν δίχως την τέχνη και ό,τι συμβολίζει
είναι απλά να βρεθεί, εν μέσω των δυνάμεων που περιφρουρούν τόσες πολλές ιδεολογίες (πόσες εκκλησίες, τί μοναξιά!)
πώς θα είναι εφικτή αυτή η περίεργη ελευθερία δημιουργίας.
Δεν αρκεί, σε σχέση με αυτό, να ισχυριστεί κανείς ότι η τέχνη απειλείται από τις δυνάμεις του Κράτους. Αν αυτό ήταν αλήθεια, το πρόβλημα θα ήταν απλό: ο καλλιτέχνης μάχεται ή, αλλιώς, παραδίδεται και γίνεται ορντινάντσα.
Το πρόβλημα είναι περισσότερο περίπλοκο και, επίσης, πιο σοβαρό εφόσον γίνεται προφανές ότι η μάχη διεξάγεται εντός του ίδιου του καλλιτέχνη.
Το μίσος για την τέχνη –για το οποίο η κοινωνία μας προσφέρει τόσο φίνα παραδείγματα– είναι σήμερα τόσο αποτελεσματικό διότι κρατάται εν ζωή από τους ίδιους τους καλλιτέχνες.
Η αμφιβολία που αισθάνονταν οι καλλιτέχνες που προηγήθηκαν αφορούσε το εάν είχαν οι ίδιοι ταλέντο. Η αμφιβολία που αισθάνονται οι σημερινοί καλλιτέχνες αφορά την αναγκαιότητα της τέχνης, άρα αφορά την ίδια τους την ύπαρξη κατ’ εξοχήν.
Ο Ρακίνας το 1957 θα εφεύρισκε ιδεολογίες γιατί έγραψε την «Βερενίκη» αντί να μάχεται για να υπερασπιστεί το Διάταγμα της Νάντης περί ανεξιθρησκείας.
Αυτή η αμφισβήτηση της τέχνης από τον καλλιτέχνη έχει πολλές αιτίες και μόνον η πιο σημαντική από αυτές πρέπει να ληφθεί υπόψιν.
Μια από τις καλύτερες ερμηνείες είναι η αίσθηση
που ο σύγχρονος καλλιτέχνης έχει ότι εγκύπτει ή υποκύπτει σε άχρηστα λόγια αν δεν αποδίδει προσοχή καθόλου στις γοερές κραυγές της Ιστορίας.
Πράγματι, αυτό που χαρακτηρίζει την εποχή μας είναι ο τρόπος με τον οποίο οι μάζες και η άθλια κατάστασή τους έχουν εκραγεί πάνω στις σύγχρονες ευαισθησίες. Ξέρουμε τώρα πως υπάρχουν
ενώ κάποτε είχαμε την τάση να τις λησμονούμε.
Και αν έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση, αυτό δεν συμβαίνει –όχι, μην φοβάστε– επειδή η αριστοκρατία μας (καλλιτεχνική ή όποια άλλη) έχει γίνει καλύτερη, συμβαίνει επειδή οι μάζες έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη δύναμη και αποτρέπουν τους ανθρώπους από το να ξεχνούν αυτές τις ευαισθησίες.
Υπάρχουν, εν τούτοις,
και άλλοι λόγοι –και ορισμένοι εξ αυτών λιγότερο ευγενείς–
για αυτή την συνθηκολόγηση του καλλιτέχνη. Όποιοι, όμως, κι αν είναι αυτοί οι λόγοι, όλοι λειτουργούν εν τέλει προς τον ίδιο σκοπό: να αποθαρρύνουν την ελεύθερη δημιουργία υποσκάπτοντας την βασική της αρχή, την πίστη του καλλιτέχνη στον εαυτό του.
Ο Έμερσον είπε κάποτε μεγαλειωδώς «Η υπακοή ενός ανθρώπου στην προσωπική του ιδιοφυῖα είναι πίστη στην πιο καθαρή της μορφή».
Και ένας άλλος Αμερικανός συγγραφέας του 19ου αιώνα προσέθεσε: «Όσο ένας άνθρωπος έχει πίστη στον εαυτό του, όλα είναι υπέρ του: κυβέρνηση, κοινωνία, ο ίδιος ο ήλιος, η σελήνη και τ’ άστρα».
Παρόμοια εκπληκτική αισιοδοξία φαντάζει νεκρή σήμερα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο καλλιτέχνης ντρέπεται για τον εαυτό του και για τα προνόμιά του –αν έχει κανένα.
Πρέπει, πρωτίστως, να απαντήσει στο ερώτημα που ο ίδιος έχει θέσει στον εαυτό του: αποτελεί η τέχνη μιαν απατηλή πολυτέλεια;
Ι.
Η πρώτη ευθεία απόκριση που μπορεί να δοθεί είναι αυτή: ανάλογα με την περίσταση, η τέχνη μπορεί να είναι μια απατηλή, ψευδεπίγραφη πολυτέλεια.
Στην γέφυρα της πλώρης του καταστρώματος της γαλέρας με τους σκλάβους είναι εφικτό, κάθε στιγμή και σε κάθε τόπο (όπως ξέρουμε) να τραγουδά κανείς εξυμνώντας τους αστερισμούς ενώ τα θύματα τραβούν κουπί και εξουθενώνονται στο αμπάρι.
Στον εξώστη του αμφιθεάτρου είναι πάντοτε δυνατόν να καταγραφούν οι κοινωνικές στιχομυθίες που λαμβάνουν χώρα ενώ το λιοντάρι κατασπαράσσει το θύμα. Και είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξουν αντιρρήσεις για την τέχνη αυτή που γνώρισε τέτοιες επιτυχίες στο παρελθόν.
Τα πράγματα, όμως, έχουν κάπως αλλάξει –και ο αριθμός
των καταδικασμένων και των μαρτύρων έχει αυξηθεί εκπληκτικά στην επιφάνεια της υδρογείου. Ενώπιον τόσο μεγάλης οδύνης και πόνου, αν η τέχνη συνεχίσει να αποτελεί μιαν πολυτέλεια, θα αποτελεί επίσης και μιαν πλάνη πεπλανημένη.
Για τί, πράγματι, θα μπορούσε να μιλήσει η τέχνη;
Εάν προσαρμοστεί σε ό,τι ζητά η πλειοψηφία της κοινωνίας μας, η τέχνη θα αποτελεί μιαν αναψυχή άνευ νοήματος. Αν απορρίψει τυφλά αυτή την κοινωνία,
αν ο καλλιτέχνης το πάρει απόφαση μέσα του να βρει άσυλο στα όνειρά του, η τέχνη δεν θα εκφράζει τίποτε άλλο πέρα από μιαν άρνηση.
Με τον τρόπο αυτό, θα έχουμε ως αποτέλεσμα να παράγονται είτε διασκεδαστές για ψυχαγωγία είτε τυπολάτρες Γραμματείς∙ κι αυτό, και στις δυο περιπτώσεις, καταλήγει σε μια τέχνη αποκομμένη από την ζώσα πραγματικότητα.
Επί έναν αιώνα, περίπου, ζούμε σε μια κοινωνία η οποία δεν είναι καν η κοινωνία του χρήματος (ο χρυσός μπορεί να διεγείρει τα σαρκικά πάθη) αλλά αυτή των αφηρημένων συμβόλων του χρήματος.
Η κοινωνία των μεταπραττών τραίηντερ εμπόρων μπορεί να οριστεί ως η κοινωνία στην οποία εξαφανίζονται τα αντικείμενα προς όφελος των συμβόλων.
Όταν μια κυρίαρχη, εξουσιαστική τάξη υπολογίζει την περιουσία της όχι με την έκταση της γης ή με τις ράβδους χρυσού αλλά μετρώντας τον αριθμό των ψηφίων που ανταποκρίνονται ιδεατά σε έναν δεδομένο αριθμό συναλλακτικών πράξεων, κατά συνέπειαν με την μέθοδο αυτή είναι που καταδικάζει τον εαυτό της να θεσπίσει μια κάποια μορφή απάτης στο επίκεντρο της εμπειρίας και του σύμπαντός της.
Μια κοινωνία εγκαθιδρυμένη σε σύμβολα, στην ουσία της,
αποτελεί μια κοινωνία τεχνητή στην οποία μεταχειρίζονται την σαρκική αλήθεια του ανθρώπου ως κάτι το επίπλαστο.
Δεν υπάρχει ουδείς λόγος να εκπλήσσεται κανείς επειδή μια τέτοια κοινωνία επέλεξε ως θρησκεία της έναν ηθικό κώδικα τυπικών αξιών και επειδή αναγράφει τις λέξεις «ελευθερία» και «ισότητα» τόσο στις φυλακές όσο και στους ναούς της του χρήματος.
Δεν μπορούν, όμως, να εκπορνεύονται οι λέξεις ατιμώρητα.
Η πιο παραποιημένη αξία σήμερα είναι, ασφαλώς, η αξία της ελευθερίας.
Ενάρετοι στοχαστές (πάντα σκεφτόμουν ότι υπάρχουν δύο είδη διανόησης, η σκεπτόμενη διανόηση και η ηλίθια διανόηση) διδάσκουν ότι η αξία της ελευθερίας δεν αποτελεί παρά ένα εμπόδιο στον δρόμο της πραγματικής προόδου.
Τέτοιες επίσημες ανοησίες, όμως, εκστομίστηκαν διότι επί έναν αιώνα μια κοινωνία μεταπραττών εκμεταλλεύθηκε αποκλειστικά και μονόπλευρα την ελευθερία, θεωρώντας την μάλλον ως ένα δικαίωμα παρά ως ένα καθήκον και δεν φοβήθηκε να χρησιμοποιήσει, όσο συχνότερα το μπορούσε, μιαν ιδεατή ελευθερία για να δικαιολογήσει μιαν πολύ υπαρκτή καταστολή.
Ως απότοκο αυτού, υπάρχει άραγε τίποτε που να εκπλήσσει στο γεγονός
ότι μια κοινωνία σαν αυτήν απαίτησε από την τέχνη να είναι όχι ένα εργαλείο απελευθέρωσης αλλά μια εξάσκηση στην ασυναρτησία και μια απλή ψυχαγωγία;
Συνεπώς, η κοινωνία που επικράτησε (στην οποία όλα τα προβλήματα ήταν οικονομικά και στην οποία όλες οι ανησυχίες ήταν συναισθηματικές) ικανοποιήθηκε επί δεκαετίες με τους κοινωνικούς της νοβελίστες ή μυθιστοριογράφους και με την πιο στείρα τέχνη του κόσμου, αυτήν για την οποία ο Όσκαρ Γουάϊλντ –σκεπτόμενος τον εαυτό του πριν μπει στην φυλακή– είπε ότι το μεγαλύτερο κακό είναι η επιφανειακότητα.
Ακολουθώντας την οδό αυτή, οι κατασκευαστές τέχνης (δεν είπα οι καλλιτέχνες) στην Ευρώπη της μεσαίας τάξης πριν και μετά το 1900 αποδέχθηκαν την ανευθυνότητα (διότι η υπευθυνότητα προϋπέθετε μιαν οδυνηρή ρήξη με την κοινωνία και αυτοί που πραγματικά την έκαναν ονομάζονται Ρεμπώ, Νίτσε και Στριντμπεργκ –και ξέρουμε το τίμημα που πλήρωσαν). Από την περίοδο εκείνη, παίρνουμε την θεωρία της τέχνης για την τέχνη, κάτι που απλά αποτελεί την εκδήλωση αυτής της ανευθυνότητας.
Η τέχνη για την τέχνη, η ψυχαγωγία ενός μοναχικού καλλιτέχνη, είναι πράγματι η επίπλαστη τέχνη μιας προσποιητής και απορροφημένης στον εαυτό της κοινωνίας.
Η λογική συνέπεια μιας τέτοιας θεωρίας είναι η τέχνη που προέρχεται από λίγες κλίκες ή η καθαρά φορμαλιστική τέχνη που τρέφεται με απομιμήσεις και αφαιρέσεις για να καταλήξει στην εξαΰλωση κάθε πραγματικότητας. Με τον τρόπο αυτό, ελάχιστα έργα συναρπάζουν ελάχιστα άτομα ενώ πολλά ατελή εφευρήματα διαφθείρουν πολλούς άλλους. Τελικά, η τέχνη διαμορφώνεται εκτός της κοινωνίας και αποκόβεται από τις ζωντανές της ρίζες.
Βαθμηδόν ο καλλιτέχνης, ακόμα και αν είναι πασίγνωστος μένει μόνος ή, τουλάχιστον, γίνεται γνωστός στο έθνος του μόνο μέσω της διαμεσολάβησης του λαϊκού τύπου ή του ραδιοφώνου, τα οποία θα παράσχουν μια βολική και απλοποιημένη εικόνα γι’ αυτόν.
Στην πραγματικότητα, όσο πιο πολύ προσαρμόζεται σε εξειδίκευση η τέχνη, εξ ανάγκης τόσο πιο πολύ έπεται ότι την μεταχειρίζονται ως αντικείμενο εκλαΐκευσης. Με την μέθοδο αυτή, εκατομμύρια άνθρωποι θα έχουν την αίσθηση
ότι γνωρίζουν αυτόν ή τον άλλον μεγάλο καλλιτέχνη της εποχής μας επειδή έμαθαν από τις εφημερίδες ότι εκτρέφει καναρίνια ή ότι ποτέ δεν μένει παντρεμένος πάνω από έξη μήνες.
Η μεγαλύτερη διάκριση σήμερα συνίσταται στο να θαυμάζουν
ή να μισούν κάποιον χωρίς να τον έχουν διαβάσει. Κάθε καλλιτέχνης που
εποφθαλμιά να γίνει γνωστός στην κοινωνία μας πρέπει να ξέρει ότι δεν είναι
αυτός ο ίδιος που θα αποκτήσει φήμη αλλά
κάποιος άλλος που θα έχει αντιποιηθεί το όνομά του,
κάποιος άλλος που τελικά θα απελευθερωθεί και θα σκοτώσει, ίσως, μέσα του τον πραγματικό καλλιτέχνη.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει τίποτε που να εκπλήσσει στο γεγονός
ότι σχεδόν ο,τιδήποτε αξιόλογο που δημιουργήθηκε τον 19ο και τον 20ο αιώνα στην Ευρώπη του μερκαντιλισμού –στην λογοτεχνία, λόγου χάρη– ορθώθηκε ενάντια στην κοινωνία της εποχής του.
Μπορεί να ειπωθεί ότι, σχεδόν ως την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, η τρέχουσα λογοτεχνία υπήρξε στα βασικά της σημεία μια λογοτεχνία συμμόρφωσης. Από την ώρα που σταθεροποιήθηκε η κοινωνία της μεσαίας τάξης, ως αποτέλεσμα της επανάστασης, αναπτύχθηκε αντιστρόφως
μια λογοτεχνία της εξέγερσης.
Οι τυπικές επισημότητες απορρίφθηκαν, στην Γαλλία, για παράδειγμα, είτε από τους θιασώτες των επαναστατικών αξιών (από τους Ρομαντικούς ως τον Ρεμπώ) είτε από όσους συντηρούσαν τις αριστοκρατικές αξίες (εκ των οποίων, ο Vigny και ο Μπαλζάκ αποτελούν καλά δείγματα). Και στις δύο περιπτώσεις, οι μάζες και η αριστοκρατία –οι δύο πηγές κάθε πολιτισμού– έδωσαν την μαρτυρία τους κατά της τεχνητής κοινωνίας της εποχής τους.
Όμως αυτή η άρνηση,
η οποία συντηρήθηκε για τόσο πολύ διάστημα ώστε είναι τώρα
άκαμπτη, μετατράπηκε επίσης σε τεχνητή και οδηγεί σε ένα άλλο είδος στειρότητας.
Το θέμα του ποιητή με τις εξαιρετικές ικανότητες
που γεννιέται
σε μια κοινωνία εμπόρων (το καλύτερο παράδειγμα είναι ο «Chatterton» του Vigny) αποκρυσταλλώθηκε σε μιαν υποθετική ένδειξη ότι μπορεί κανείς –ό,τι κι αν είναι– να γίνει μεγάλος καλλιτέχνης αν πάει ενάντια στην κοινωνία της εποχής του.
Νομιμοποιημένη στην αρχή,
καθώς επιβεβαίωνε ότι ένας αληθινός καλλιτέχνης δεν έπρεπε να συμβιβαστεί με τον κόσμο του χρήματος, ο κανόνας χαλκεύθηκε
όταν συμπληρώθηκε ενισχυτικά από την πίστη
ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να προωθηθεί και να αναγνωριστεί
μόνον αν είναι συλλήβδην ενάντια σε όλα.
Συνεπώς, πολλοί από τους καλλιτέχνες μας που ποθούν να διακριθούν αισθάνονται ένοχοι αν δεν πετύχουν και εύχονται να τους χειροκροτούν και να τους σφυρίζουν ταυτόχρονα. Φυσικά, η κοινωνία –κουρασμένη ή αδιάφορη προς το παρόν– χειροκροτά και αποδοκιμάζει μόνο στα τυφλά.
Άρα, ο σημερινός διανοούμενος εμψυχώνεται και κινητοποιείται εντατικά από μόνος του για να κερδίσει σε ανάστημα. Ως αποτέλεσμα, όμως, της απόρριψης των πάντων –ακόμα και της παράδοσης της τέχνης του–
ο σύγχρονος καλλιτέχνης πέφτει στην ψευδαίσθηση ότι αυτός ο ίδιος δημιουργεί
τους προσωπικούς του κανόνες
και, τελικά, καταλήγει να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως Θεό.
Την ίδια στιγμή, νομίζει πως μπορεί να δημιουργήσει ο ίδιος την πραγματικότητά του.
Αποκομμένος, ωστόσο, από την κοινωνία του, δεν θα δημιουργήσει τίποτε άλλο εκτός από φορμαλιστικά έργα ή έργα αφηρημένα που είναι ως εμπειρίες συγκινητικά αλλά στερούνται της γονιμότητας, την οποία συνδέουμε με την αληθινή τέχνη που απαιτεί την ενότητα.
Κοντολογίς, θα υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις σύγχρονες εκλεπτύνσεις, εκλειάνσεις ή αφαιρέσεις και στο έργο ενός Τολστόϋ ή ενός Μολιέρου όσο ανάμεσα σε ένα προκαταρκτικό πλάνο για τον σχεδιασμό παραγωγής αόρατου σταχυού και της ίδιας της πλούσιας, εύφορης και οργωμένης γης.
ΙΙ.
Με τον τρόπο αυτό, μπορεί η τέχνη να αποτελεί μια πλανηρή πολυτέλεια.
Δεν εκπλήσσει, επομένως, που οι άνθρωποι ή οι καλλιτέχνες θέλησαν να διατάξουν «αλτ» και να επιστρέψουν στην αλήθεια. Αμέσως μόλις το έκαναν, αρνήθηκαν ότι ο καλλιτέχνης είχε δικαίωμα στην μοναξιά και του προσέφεραν ως αντικείμενο όχι τα όνειρά του αλλά την πραγματικότητα, όπως ζείται και υποφέρεται από όλους. Πεπεισμένοι ότι η τέχνη για την τέχνη –μέσω των θεμάτων και του στυλ της– δεν είναι κατανοητή από τις μάζες ή, διαφορετικά, δεν εκφράζει κατά κανένα τρόπο την αλήθειά τους, αυτοί οι άνθρωποι θέλησαν αντιθέτως
να μιλήσει ο καλλιτέχνης σκοπίμως για και υπέρ της πλειοψηφίας.
Πρέπει, μόνο να μεταφράσει
τα μαρτύρια και την δυστυχία όλων στην γλώσσα όλων και θα τον καταλάβουν παγκοσμίως. Ως ανταμοιβή που έμεινε απολύτως πιστός στην πραγματικότητα,
θα επιτύχει την πλήρη επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων.
Αυτό το ιδεώδες της παγκόσμιας επικοινωνίας είναι, πράγματι, το ιδεώδες κάθε μεγάλου καλλιτέχνη. Σε αντίθεση με την ισχύουσα προκατάληψη, αν υπάρχει κάποιος άνθρωπος που δεν έχει κανέναν δικαίωμα στην μοναξιά,
αυτός είναι ο καλλιτέχνης.
Η τέχνη δεν μπορεί να είναι μονόλογος. Όταν ο πιο μοναχικός και λιγότερο γνωστός καλλιτέχνης αποβλέπει στην υστεροφημία, απλά επανεπιβεβαιώνει την πρωταρχική του επαγγελματική ενασχόληση με τις μελλοντικές γενιές. Αντιλαμβανόμενος ότι είναι ανέφικτος ένας διάλογος με κωφούς ή αδιάφορους συγχρόνους του, κάνει έκκληση σε έναν διάλογο πολύ ευρύτερου βεληνεκούς με τις επερχόμενες γενιές.
Προκειμένου, όμως, να μιλήσει για όλους και προς όλους πρέπει κανείς να μιλήσει για ό,τι όλοι ξέρουν καθώς και για την κοινή σε όλους μας πραγματικότητα.
Η θάλασσα, οι βροχές, η αναγκαιότητα, η επιθυμία, η μάχη ενάντια στον θάνατο –αυτά είναι τα πράγματα που μας ενώνουν όλους.
Μοιάζουμε ο ένας με τον άλλο σε ό,τι βλέπουμε μαζί, σε ό,τι υποφέρουμε μαζί.
Τα όνειρα αλλάζουν από άτομο σε άτομο αλλά η πραγματικότητα του κόσμου είναι κοινή σε όλους μας.
Επομένως, η επιδίωξη του ρεαλισμού είναι νόμιμη διότι συνδέεται βασικά με την καλλιτεχνική περιπέτεια. Ας είμαστε, λοιπόν, ρεαλιστές. Ή, προτιμότερο, ας προσπαθήσουμε να είμαστε, αν αυτό είναι δυνατόν.
Διότι δεν είναι σίγουρο ότι ο κόσμος έχει ένα νόημα∙
δεν είναι σίγουρο ότι ο ρεαλισμός είναι εφικτός, ακόμη και αν είναι επιθυμητός.
Ας σταματήσουμε και ας ερευνήσουμε, πρώτα απ’ όλα, αν είναι εφικτός στην τέχνη ο καθαρός ρεαλισμός.
Αν πιστέψουμε στις διακηρύξεις των νατουραλιστών του 19ου αιώνα, ο ρεαλισμός είναι η ακριβής αναπαραγωγή της πραγματικότητας. Αποτελεί, άρα, για την τέχνη ό,τι αποτελεί η φωτογραφία για την ζωγραφική: ο ρεαλισμός αναπαράγει και η τέχνη επιλέγει.
Τί αναπαράγει, όμως, και τί είναι η πραγματικότητα;
Ακόμα και η καλύτερη φωτογραφία, άλλωστε, δεν αποτελεί μιαν επαρκώς πιστή αναπαραγωγή ούτε καν είναι επαρκώς ρεαλιστική.
Τί περισσότερο πραγματικό, λόγου χάρη, στο σύμπαν μας
από την ζωή ενός ανθρώπου;
Και πώς μπορούμε να ελπίζουμε πως θα την κρατήσουμε διατηρημένη καλύτερα απ’ ό,τι με ένα ρεαλιστικό φιλμ; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις, όμως, είναι δυνατόν ένα τέτοιο φιλμ; Κάτω από καθαρά φανταστικές συνθήκες.
Θα έπρεπε, στην πραγματικότητα, να υποθέσουμε ότι θα υπήρχε μια ιδεατή κάμερα που θα εστίαζε στον άνθρωπο νυχθημερόν και θα κατέγραφε διαρκώς κάθε του κίνηση.
Η ίδια η προβολή ενός τέτοιου φιλμ θα διαρκούσε μιαν ολόκληρη ζωή και θα μπορούσε να το παρακολουθήσει μόνο ένα κοινό
ανθρώπων που θα ήταν πρόθυμοι να σπαταλήσουν την ζωή τους για να δουν την ζωή ενός άλλου με μεγάλη λεπτομέρεια. Ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες,
ένα παρόμοιο αδιανόητο στην φαντασία φιλμ δεν θα ήταν ρεαλιστικό για τον απλό λόγο πως η πραγματικότητα της ζωής ενός ανθρώπου δεν περιορίζεται στο σημείο όπου συμβαίνει να βρίσκεται.
Η πραγματικότητα της ζωής του έγκειται, εξάλλου, και σε άλλες ζωές
που την διαμορφώνουν –ζωές των ανθρώπων που αγαπά,
κατ’ αρχάς (οι οποίες επίσης θα έπρεπε να κινηματογραφηθούν σε φιλμ) καθώς και οι ζωές άγνωστων ανθρώπων είτε με επιρροή είτε ασήμαντων, φίλων πολιτών, αστυνομικών, καθηγητών, αόρατων συντρόφων από ανθρακορυχεία και μεταλλορυχεία, διπλωματών και δικτατόρων, θρησκευτικών μεταρρυθμιστών, καλλιτεχνών που δημιουργούν μύθους
που είναι αποφασιστικοί στις επαφές μας– ταπεινών
αντιπροσώπων, κοντολογίς, της τύχης που εξουσιάζει κυριαρχικά
τις πιο συνηθισμένες στην ρουτίνα υπάρξεις.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει παρά ένα μόνον δυνατόν ρεαλιστικό φιλμ: αυτό που διαρκώς μας προβάλλει μέσω μιας αόρατης κάμερας στην οθόνη του κόσμου.
Ο μόνος ρεαλιστικός καλλιτέχνης, άρα, είναι ο Θεός, αν υπάρχει.
Όλοι οι άλλοι καλλιτέχνες είναι, ipso facto-εκ των πραγμάτων των ιδίων, άπιστοι
ως προς την πραγματικότητα.
Ως απότοκο αυτού, οι καλλιτέχνες οι οποίοι απορρίπτουν την αστική κοινωνία και την φορμαλιστική της τέχνη, οι οποίοι επιμένουν να μιλούν για πραγματικότητα, και μόνο για πραγματικότητα, αγκιστρώνονται σε ένα οδυνηρό δίλημμα.
Πρέπει να είναι ρεαλιστικοί και, ωστόσο, δεν μπορούν να είναι.
Θέλουν να κάνουν την τέχνη τους να υπηρετήσει την πραγματικότητα ενώ η πραγματικότητα δεν μπορεί να περιγραφεί δίχως να έχει ως επίπτωση μιαν επιλογή
η οποία κάνει τη πραγματικότητα να υπηρετεί
την αυθεντία μιας τέχνης.
Η εξαίσια και τραγική παραγωγή των πρώτων ετών της Ρωσσικής Επαναστάσεως απεικονίζει ευκρινώς αυτή την μαρτυρική κατάθεση. Ό,τι μας χάρισε τότε η Ρωσσία με τον Blok και τον μεγάλο Πάστερνακ, τον Μαγιακόφσκι και τον Essenin, τον Αϊζενστάϊν και τους πρώτους μυθιστοριογράφους που χαλυβδώθηκαν στο τσιμέντο και στο ατσάλι υπήρξε ένα έξοχο εργαστήριο μορφών και θεμάτων, μια γόνιμη ανησυχία, ένας άγριος ενθουσιασμός για έρευνα.
Ήταν, ωστόσο, αναγκαίο να βγει ένα πόρισμα και μια έκφραση
για το πώς ήταν δυνατόν να είναι κανείς ρεαλιστικός ακόμα και όταν ο ολοκληρωτικός ρεαλισμός ήταν αδύνατος.
Και στην περίπτωση αυτή –όπως στις άλλες– η δικτατορία ήταν εύστοχη και βρήκε ακριβώς το επίκεντρο: κατά την γνώμη της, ο ρεαλισμός ήταν ή είναι πρώτα αναγκαίος και κατόπιν εφικτός υπό την προϋπόθεση ότι είχε ή έχει σοσιαλιστικό σκοπό.
Ποιό είναι το νόημα αυτού του διατακτικού;
Στην πραγματικότητα, μια τέτοια ετυμηγορία αναγνωρίζει με ειλικρίνεια ότι η πραγματικότητα δεν μπορεί να αναπαραχθεί δίχως να εξασκηθεί μια επιλογή
και αρνείται την θεωρία του ρεαλισμού όπως αυτή μορφοποιήθηκε στον 19ο αιώνα.
Το μόνο πράγμα που απαιτείται, μετά, είναι να βρεθεί ένας κανόνας επιλογής
ο οποίος θα δώσει σχήμα στον κόσμο.
Και αυτός ο κανόνας βρίσκεται όχι στην πραγματικότητα που γνωρίζουμε αλλά στην πραγματικότητα που θα έλθει –δηλαδή, στο μέλλον.
Για να αναπαράγει κανείς ορθά αυτό που υπάρχει, πρέπει κανείς να απεικονίσει και αυτό που θα υπάρξει, επίσης.
Με άλλα λόγια, το πραγματικό αντικείμενο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι ακριβώς αυτό το οποίο δεν έχει ακόμα πραγματικότητα.
Η αντίφαση είναι μάλλον όμορφη.
Εν τέλει, όμως, η ίδια η έκφραση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ήταν αντιφατική.
Πώς, αλήθεια, είναι εφικτός ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός όταν η πραγματικότητα δεν είναι ολοκληρωτικά σοσιαλιστική;
Δεν είναι σοσιαλιστική, για παράδειγμα,
ούτε στο παρελθόν ούτε συνολικά στο παρόν.
Η απάντηση είναι εύκολη: θα επιλέξουμε στην πραγματικότητα
του σήμερα ή του χθες
ό,τι αναγγέλλει και υπηρετεί την τέλεια πολιτεία του μέλλοντος.
Έτσι, θα αφιερωθούμε μεν στην απάρνηση και στην καταδίκη οποιωνδήποτε όψεων της πραγματικότητας δεν είναι σοσιαλιστικές και θα δοξάσουμε δε όποιαν όψη είναι ή θα γίνει σοσιαλιστική.
Αναπόφευκτα, θα έχουμε ως αποτέλεσμα μιαν προπαγανδιστική τέχνη με τους ήρωες και τους κακούς της –μιαν επιμορφωτική, διαφωτιστική λογοτεχνία, με άλλα λόγια, εξίσου απόμακρη όσο μακρινή είναι και η φορμαλιστική τέχνη από την περίπλοκη και ζώσα πραγματικότητα.
Τελικά, αυτή η τέχνη θα είναι σοσιαλιστική στην έκταση που είναι μη ρεαλιστική.
Αυτή η αισθητική που σκόπευε να είναι ρεαλιστική εξελίσσεται, επομένως, σε έναν νέο ιδεαλισμό, εξίσου στείρο για τον αληθινό καλλιτέχνη όσο και ο αστικός ιδεαλισμός.
Απονέμεται υποκριτικά
στην πραγματικότητα μια κυρίαρχη θέση μονάχα για να ανατραπεί πιο άνετα.
Η τέχνη υποβιβάζεται στο τίποτα.
Υπηρετεί και υπηρετώντας γίνεται σκλαβωμένη.
Μονάχα εκείνοι που θα απέχουν από την περιγραφή της πραγματικότητας θα επικροτούνται ως ρεαλιστές. Οι άλλοι θα λογοκρίνονται με την συγκατάθεση
των πρώτων.
Η διάκριση,
η οποία στην αστική κοινωνία συνίστατο στο να μην διαβάζεται ή στο να παρερμηνεύεται κανείς, θα συνίσταται σε μια ολοκληρωτική κοινωνία
στο να αποτρέπει άλλους από το να διαβάζονται.
Για μια ακόμη φορά, η πραγματική τέχνη θα διαστρεβλώνεται ή θα φιμώνεται ενώ η παγκόσμια επικοινωνία θα γίνεται ανέφικτη από τους ίδιους ανθρώπους που την ήθελαν με το μεγαλύτερο πάθος.
Το πιο εύκολο πράγμα, όταν κανείς αντιμετωπίζει μια τέτοιαν ήττα,
θα ήταν να αναγνωρίσει
ότι ο αποκαλούμενος σοσιαλιστικός ρεαλισμός πολύ μικρή σχέση έχει με την υψηλή τέχνη και ότι οι επαναστατημένοι θα όφειλαν να αναζητήσουν για μιαν άλλη αισθητική προς το κατ’ εξοχήν συμφέρον της ίδιας της επαναστάσεως.
Είναι, ωστόσο πασίγνωστο
ότι οι θιασώτες της θεωρίας που περιγράφηκε
κραυγάζουν ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καμιά τέχνη έξω από αυτήν.
Διαλαλώντας αυτό πέρναγαν την ώρα τους.
Η βαθύτατα ριζωμένη πεποίθησή μου, ωστόσο, είναι ότι δεν το πιστεύουν
και ότι έχουν αποφασίσει στην καρδιά τους πως οι καλλιτεχνικές αξίες
πρέπει να υπηρετούν υποτακτικά
τις αξίες της επαναστατικής δράσεως.
Αν αυτό δηλωνόταν ξεκάθαρα, η συζήτηση και ο διάλογος θα διευκολύνονταν.
Μπορεί κανείς να σεβαστεί μια τόσο ισχυρή αποκήρυξη
εκ μέρους ανθρώπων
που υποφέρουν τόσο πολύ από την αντίθεση ανάμεσα στην δυστυχία όλων
και στα προνόμια που συνδέονται ορισμένες φορές με την περιουσία
ενός καλλιτέχνη, ο οποίος αρνείται
την ανυπόφορη απόσταση που χωρίζει εκείνους που η φτώχεια τους κλείνει το στόμα
και εκείνους που έχουν αφιερωθεί κατά κύριο λόγο να είναι διαρκώς οι εκφραστές τους.
Θα μπορούσε τότε κανείς να καταλάβει αυτούς τους ανθρώπους, να προσπαθήσει να αποκαταστήσει έναν διάλογο επικοινωνίας με αυτούς, να επιχειρήσει να τους πει π.χ. ότι η κατάπνιξη της ελευθερίας της δημιουργίας ίσως να μην είναι ο σωστός δρόμος για την αποτίναξη της δουλείας και ότι είναι ανόητο να θυσιάζουν την ικανότητα να εκφράζουν λίγους, τουλάχιστον, ως την στιγμή που θα μπορέσουν να μιλήσουν για λογαριασμό όλων.
Ναι, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός θα όφειλε να ομολογήσει το γεγονός ότι αποτελεί τον δίδυμο αδελφό του πολιτικού ρεαλισμού.
Θυσιάζει την τέχνη για έναν σκοπό που είναι ξένος προς την τέχνη αλλά που μπορεί, στην κλίμακα των αξιών,
να κατατάσσεται υψηλότερα.
Λογοκρίνει, δηλαδή, προσωρινά την τέχνη στο παρόν
με σκοπό να εγκαθιδρύσει πρώτα την δικαιοσύνη.
Όταν θα υπάρξει δικαιοσύνη σε ένα ακόμη ακαθόριστο μέλλον,
η τέχνη τότε θα επαναφερθεί στην ζωή.
Με την μέθοδο αυτή, ο χρυσούς κανών της σύγχρονης διανόησης εφαρμόζεται στα ζητήματα τέχνης –ο κανών που στηρίζεται στην αδυναμία να φτιάξει κανείς ομελέτα δίχως να σπάσει αυγά.
Αυτή, όμως, η συντριπτική κοινή λογική δεν πρέπει να μας παραπλανήσει. Για να φτιάξει κάποιος καλή ομελέτα δεν αρκεί να σπάσει χιλιάδες αυγά –και πιστεύω ότι η αξία ενός μάγειρα δεν κρίνεται από τον αριθμό των σπασμένων αυγών.
Αν οι καλλιτεχνίζοντες μάγειρες της εποχής μας καταστρέφουν περισσότερα καλάθια αυγά απ’ όσα σκόπευαν, η ομελέτα του πολιτισμού μπορεί ποτέ να μην αναδυθεί στην επιφάνεια και μπορεί η τέχνη να μην σωθεί ποτέ από τον πνιγμό.
Η βαρβαρότητα δεν είναι ποτέ προσωρινή.
Δεν της παρέχεται ποτέ επαρκής αέρας για να αναπνεύσει και, αρκετά φυσικά, η τέχνη των βαρβάρων επεκτείνεται από την τέχνη στην ηθική.
Η οδύνη και το αίμα των ανθρώπων φέρνουν τότε στην ζωή
ασήμαντα λογοτεχνικά έργα, έναν διαρκώς παραδομένο τύπο,
πορτραίτα –φωτογραφίες και θεατρικά έργα για αδελφότητες
στα οποία το μίσος κατέχει την θέση θρησκείας.
Η τέχνη συμβαίνει έτσι να υπερυψούται σε βεβιασμένη αισιοδοξία, την χειρότερη από τις πολυτέλειες, και στον πιο γελοίο από τα ψεύδη.
Πώς θα μπορούσαμε να εκπλαγούμε;
Η οδύνη του ανθρώπινου είδους είναι ένα τόσο αχανές ζήτημα που φαίνεται
πως κανείς δεν θα μπορούσε να θίξει
εκτός αν ήταν τόσο ευαίσθητος όσο ο Keats ο οποίος, λέγεται ότι, μπορούσε να αγγίξει τον ίδιο τον πόνο με τα χέρια του.
Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί καθαρά όταν μια λογοτεχνία υπό έλεγχο
επιχειρεί να ελαφρώσει το σκότος αυτής της οδύνης με τυπικές παρηγόριες.
Το ψεύδος της τέχνης για την τέχνη υποκρινόταν πως δεν ήξερε τίποτε για το Κακό και, συνεπώς, εκλάμβανε ως δεδομένο ότι υπάρχει ευθύνη για αυτό.
Όμως, το ρεαλιστικό ψεύδος
–αν και κατορθώνει να παραδεχθεί την σημερινή δυστυχία της ανθρωπότητας– προδίδει αυτή την δυστυχία εξίσου σοβαρά διότι την εκμεταλλεύεται
για να δοξάσει ένα μελλοντικό κράτος ευτυχίας
για το οποίο κανείς δεν γνωρίζει τίποτα
ώστε το μέλλον να παρέχει την εξουσιοδότηση για κάθε μορφή σφετερισμού.
Οι δύο αισθητικές αντιλήψεις
που έχουν επί μακρόν σταθεί αντιμέτωπες η μια στην άλλη,
αυτή που προτείνει μιαν ολοκληρωτική άρνηση της πραγματικής ζωής
και αυτή που ισχυρίζεται πως αρνείται ό,τι δεν είναι πραγματική ζωή,
καταλήγουν, ωστόσο, να έρχονται σε συμφωνία
–πολύ πέραν της πραγματικότητας–
επί ενός μοναδικού ψεύδους, μιας μοναδικής πλάνης και, επίσης, στην λογοκρισία της τέχνης.
Ο ακαδημαϊσμός της Δεξιάς δεν παραδέχεται καν την ανέχεια που ο ακαδημαϊσμός της Αριστεράς εκμεταλλεύεται για απώτατους σκοπούς.
Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, η ανέχεια απλά ενισχύεται την ίδια στιγμή που απορρίπτεται η τέχνη.
ΙΙΙ.
Θα πρέπει, άραγε, να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το ψεύδος αυτό αποτελεί και συνθέτει την κατ’ εξοχήν πεμπτουσία
της τέχνης;
Θα πω, αντιθέτως, ότι οι συμπεριφορές που έχω περιγράψει αποτελούν πλάνες
μόνο στον βαθμό που δεν έχουν παρά ελάχιστη σχέση με την τέχνη.
Τί είναι, τότε, η τέχνη;
Τίποτε το απλό, αυτό είναι σίγουρο.
Και είναι ακόμη πιο δύσκολο να βρεθεί αυτό
εν μέσω
των κραυγών τόσο πολλών ανθρώπων προδιατεθειμένων να απλοποιούν τα πάντα. Αφ’ ενός, την ιδιοφυῖα περιμένουν
να είναι αξιοθαύμαστη και μοναχική∙ αφ’ ετέρου, της αναθέτουν την ευθύνη
να μοιάζει με όλους.
Αλίμονο, η πραγματικότητα είναι περισσότερο πολυσύνθετη.
Και ο Μπαλζάκ το υπονόησε αυτό σε μια φράση: «ο ιδιοφυής μοιάζει με όλους και κανείς δεν του μοιάζει».
Το ίδιο συμβαίνει με την τέχνη, η οποία δεν είναι τίποτε απολύτως δίχως την πραγματικότητα ενώ η πραγματικότητα δίχως αυτήν είναι ασήμαντη.
Πώς, αλήθεια, θα μπορούσε να είναι η τέχνη αποδοτική δίχως το πραγματικό
και πώς θα μπορούσε να το υπηρετεί;
Ο καλλιτέχνης επιλέγει το αντικείμενό του στον ίδιο εξίσου βαθμό που
και αυτό τον επιλέγει.
Υπό μίαν έννοια, η τέχνη αποτελεί μιαν εξέγερση
ενάντια σε ο,τιδήποτε εφήμερο και ανολοκλήρωτο στον κόσμο.
Συνεπως, ο μόνος της σκοπός είναι να προσδώσει μιαν άλλη μορφή
σε μια πραγματικότητα την οποία, πάντως, είναι αναγκασμένη να διατηρήσει
ως την πηγή του συναισθηματισμού της.
Αναφορικά με αυτό, όλοι είμαστε ρεαλιστές –και κανείς δεν είναι.
Η τέχνη δεν είναι ούτε η ολοκληρωτική άρνηση ούτε η ολοκληρωτική αποδοχή του υπαρκτού.
Είναι άρνηση και αναγνώριση ταυτόχρονα, απόρριψη και αποδοχή, και αυτή είναι η αιτία που πρέπει η τέχνη να αποτελεί μια αιωνίως ανανεωθείσα περιστροφική μίτωση, έναν διαχωρισμό.
Σε μια τέτοια κατάσταση αμφισημίας ζει διαρκώς
ο καλλιτέχνης, ανίκανος να αρνηθεί το υπαρκτό
και, ωστόσο, προορισμένος να το αμφισβητεί αιωνίως
στις αενάως ανολοκλήρωτες όψεις του.
Προκειμένου να ζωγραφίσει έναν πίνακα νεκρής φύσης,
πρέπει να υπάρξει αντιπαράθεση και αμοιβαία προσαρμογή
ανάμεσα σε έναν ζωγράφο και ένα μήλο.
Κι αν οι φόρμες δεν είναι τίποτα δίχως την φωτοσκίαση από τον κόσμο,
με την σειρά τους προσθέτουν κάτι σε αυτή την φωτοσκίαση.
Το πραγματικό σύμπαν,
το οποίο με την ακτινοβολία του βάζει στο παιχνίδι τα σώματα και τα γλυπτά αγάλματα, δέχεται ταυτόχρονα από αυτά ένα δεύτερο φως το οποίο επικαθορίζει
το φως τ’ ουρανού.
Συνεπώς, το υψηλό στυλ
βρίσκεται στο μέσο
μεταξύ του καλλιτέχνη και του θέματός του.
Δεν υπάρχει ουδεμιά ανάγκη να κρίνει κανείς εάν πρέπει η τέχνη να υπόκειται
στην πραγματικότητα ή να την αποφεύγει αλλά μάλλον να κρίνει ποιά ακριβή δόση
πραγματικότητας πρέπει το έργο τέχνης να προσλάβει ως ισοζύγιο
ώστε να μη αιθεροβατεί εν νεφέλαις ή να μην σέρνεται στο έδαφος με βαριές μπότες.
Ο κάθε καλλιτέχνης επιλύει αυτό το πρόβλημα
συμφώνως προς την φώτιση
και την ικανότητά του.
Όσο πιο μεγαλειώδης η εξέγερση ενός καλλιτέχνη
κατά της πραγματικότητας του κόσμου, τόσο πιο βαρύ μπορεί να είναι το ζύγι της πραγματικότητας για να ισοσταθμίσει αυτή την εξέγερση.
Το βάρος, όμως, δεν μπορεί ποτέ να προκαλεί ασφυξία στις απαιτήσεις του μοναχικού καλλιτέχνη.
Ανώτατο ποιοτικά θα είναι πάντα
(όπως στους Έλληνες τραγωδούς, στον Μέλβιλ, στον Τολστόϋ ή στον Μολιέρο)
το έργο που διατηρεί ένα ισοζύγιο
ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην άρνηση αυτής της πραγματικότητας
από έναν άνθρωπο,
με την καθεμιά να τραβά προς τα πάνω την άλλη
σε μια ακατάπαυστη ροή, χαρακτηριστικό της ζωής
της ίδιας που ξεχειλίζει από τα δυο της άκρα, τα πιο απολαυστικά
και αυτά που ραγίζουν την καρδιά.
Εμφανίζεται τότε κάθε φορά
ένας νέος κόσμος,
διαφορετικός και ωστόσο ίδιος με τον καθημερινό κόσμο,
εξειδικευμένος αλλά παγκοσμιοποιημένος, γεμάτος με αθώα ανασφάλεια
–ο οποίος προσκλήθηκε για λίγες ώρες από την εξουσία και τον πόθο της ιδιοφυῖας.
Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι το Όλον –και πάλι, δεν είναι∙
ο κόσμος είναι το τίποτε και ο κόσμος είναι τα πάντα
–αυτή είναι η αντιφατική και ακατάβλητη κραυγή κάθε αληθινού καλλιτέχνη,
η κραυγή που τον κρατά όρθιο στα πόδια του
με τα μάτια ανοιχτά εσσαεί
και η οποία κάθε φορά ξυπνά σε όλους όσους έχουν αποκοιμηθεί σε αυτόν τον κόσμο
την φευγαλέα και επίμονη εικόνα
μιας πραγματικότητας την οποία αναγνωρίζουμε δίχως ποτέ να την έχουμε γνωρίσει.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο καλλιτέχνης δεν μπορεί ούτε να αποστρέψει το πρόσωπό του
από την εποχή του ούτε να απορροφηθεί από αυτήν. Αν αποξενώνεται από αυτήν,
μιλά στο κενό και στην έρημο.
Αντιστρόφως, όμως, στην έκταση που εκλαμβάνει την εποχή του ως θέμα, επιβεβαιώνει την προσωπική του ύπαρξη ως θέμα
και δεν μπορεί να δώσει εντελώς προς αυτήν την συγκατάθεσή του.
Με άλλα λόγια, την ίδια ακριβώς εκείνη στιγμή που ο καλλιτέχνης επιλέγει
να μοιραστεί την τύχη και την μοίρα του συνόλου, επιβεβαιώνεται και αναγνωρίζεται
ο ίδιος ως άτομο.
Και δεν μπορεί να αποδράσει από αυτή την αμφισημία.
Ο καλλιτέχνης κρατά από την ιστορία όσα υποπίπτουν στην προσωπική του αντίληψη ή όσα ανήκουν στην δική του εμπειρία άμεσα ή έμμεσα,
με άλλα λόγια το άμεσο γεγονός
και τους ανθρώπους που είναι σήμερα εν ζωή,
όχι την σχέση αυτού του άμεσου γεγονότος
με ένα μέλλον το οποίο είναι αόρατο στον πραγματικό καλλιτέχνη.
Το να κρίνει κανείς τον σύγχρονον άνθρωπο εν ονόματι
ενός ανθρώπου που δεν υπάρχει ακόμα
αποτελεί την κατ’ εξοχήν λειτουργία της προφητείας.
Ο καλλιτέχνης, όμως, μπορεί να εκτιμά την αξία των μύθων
που του προσφέρονται
μόνο σε σχέση με τον αντίκτυπό τους στους ζωντανούς ανθρώπους.
Ο προφήτης, είτε θρησκευτικός είτε πολιτικός, μπορεί να κρίνει ολοκληρωτικά
και –όπως είναι γνωστό– το κάνει ανεπιφύλακτα.
Όμως, ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να κρίνει ολοκληρωτικά. Εάν έκρινε ολοκληρωτικά, θα χώριζε με απολυτότητα δικαστή και κατήγορου την πραγματικότητα σε Καλό και Κακό και, έτσι θα διολίσθαινε στο μελόδραμα.
Ο σκοπός της τέχνης, αντιθέτως, δεν είναι να νομοθετεί ή να βασιλεύει
στον υπέρτατο βαθμό
αλλά, μάλλον και πρωτίστως, να κατανοεί.
Ορισμένες φορές εξασκεί πράγματι ολοκληρωτική δικτατορία
ως αποτέλεσμα της νόησης.
Κανένα ιδιοφυές έργο δεν βασίστηκε ποτέ, ωστόσο, στο μίσος και στην περιφρόνηση.
Να γιατί ο καλλιτέχνης, ως τελικό σκοπό της μικρής πρωτοπορείας του, απαλάσσει
αντί να κρίνει και να καταδικάζει.
Αντί για δικαστής, είναι δίκαιος συνήγορος, λυτρωτής που συγχωρεί και δικαιολογεί.
Είναι ο αιώνιος υπερασπιστής του ζωντανού πλάσματος
επειδή ακριβώς είναι ζωντανό.
Επιχειρηματολογεί με ειλικρίνεια υπέρ της αγάπης του πλησίον
και όχι υπέρ εκείνης της αγάπης ενός απόμακρου ξένου
που νοθεύει τον σύγχρονο ουμανισμό έως του σημείου να μετατραπεί αυτός σε μια κατήχηση υπέρ των Κριτών.
Αντιθέτως, το μεγάλο έργο συνενώνει –και, με την δική του ενότητα,
καταργεί όλους τους δικαστές και κριτές.
Με αυτό, ο καλλιτέχνης αποτίει ταυτόχρονα φόρο τιμής
προς την πιο εξυψωμένη εικόνα και μορφή του ανθρωπίνου είδους
ενώ γονατίζει μπροστά στον χείριστο εκ των εγκληματιών.
«Δεν υπάρχει» έγραψε στην φυλακή ο Wilde «ούτε ένας άθλιος καταδιωγμένος που να μην στέκεται μαζί μου σε αυτόν τον ζοφερό τόπο εξορίας σε συμβολική σχέση με το ίδιο ακριβώς το κατ’ εξοχήν μυστικό της ζωής».
Ναι –και αυτό το μυστικό της ζωής
συμπίπτει με το μυστικό της τέχνης.
Επί 150 χρόνια οι συγγραφείς που ανήκαν σε μια μερκαντιλιστική κοινωνία,
με ελάχιστες εξαιρέσεις, νόμιζαν πως μπορούσαν να ζήσουν
σε μιαν ευτυχισμένην ανευθυνότητα.
Ζούσαν, πράγματι,
και κατόπιν πέθαιναν μόνοι όπως είχαν ζήσει.
Εμείς, όμως, οι συγγραφείς του 20ου αιώνα δεν θα είμαστε ποτέ ξανά μόνοι.
Ή, καλύτερα, πρέπει αντιθέτως να γνωρίζουμε ότι ποτέ δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την κοινή δυστυχία και ότι η μόνη μας λύτρωση, αν πράγματι υπάρχει λύτρωση, είναι να μιλήσουμε ανοιχτά και δυνατά, στον βαθμό που το μπορούμε,
για λογαριασμό εκείνων που δεν μπορούν να το κάνουν.
Πρέπει, ωστόσο, να το κάνουμε για όλους εκείνους που υποφέρουν αυτή την στιγμή
όποια κι αν είναι τα δοξαστικά εγκώμια και οι ύμνοι, παλαιά ή μελλοντικά,
υπέρ των Κρατών ή των κομμάτων που τους καταπιέζουν: για τον καλλιτέχνη,
δεν υπάρχουν προνομιούχοι βασανιστές.
Να γιατί η ομορφιά –ακόμα και σήμερα, ειδικά σήμερα– δεν μπορεί να υπηρετεί κανένα εκ των κομμάτων∙
Βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, δεν μπορεί να υπηρετεί τίποτε άλλο
εκτός από την οδύνη των ανθρώπων ή την ελευθερία τους.
Ο μόνος πραγματικά αφοσιωμένος καλλιτέχνης είναι αυτός
ο οποίος, δίχως να αρνείται να λάβει μερίδιο στην μάχη, αρνείται τουλάχιστον
να ενταχθεί στον οποιοδήποτε τακτικό στρατό και παραμένει ανεξάρτητος.
Το δίδαγμα που ανακαλύπτει τότε στην ομορφιά, αν απεικονίσει σωστά το σχήμα της, είναι ένα μάθημα όχι εγωϊσμού αλλά, μάλλον, επίπονης αδελφοσύνης.
Θεωρούμενη κατά την οπτική αυτή, η ομορφιά ποτέ δεν σκλάβωσε κανέναν.
Και επί χιλιάδες χρόνια, κάθε μέρα, σε κάθε ένα δευτερόλεπτο αποκλειστικά, έκανε το αντίθετο: μετρίασε την δουλεία και την υποτέλεια εκατομμυρίων ανθρώπων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, απελευθέρωσε κάποιους από αυτούς άπαξ δια παντός.
Ίσως, εν τέλει, το μεγαλείο της τέχνης να βρίσκεται στην αιώνια τριβή και ένταση
που προκαλείται στην διελκυστίνδα μεταξύ ομορφιάς και πόνου, της αγάπης για τους ανθρώπους και της τρέλλας της δημιουργίας, της ανυπόφορης μοναξιάς και του κουραστικού πλήθους, της απόρριψης και της συγκατάθεσης.
Η τέχνη προχωρεί μεταξύ δύο χασμάτων,
τα οποία είναι η ασημαντότητα και η προπαγάνδα.
Στην αιχμή του βέλους, στην κορυφογραμμή προς την οποία κινείται και διευθύνεται ο μεγάλος καλλιτέχνης, κάθε βήμα είναι μια περιπέτεια, ένα ρίσκο των άκρων.
Σε αυτό το ρίσκο, ωστόσο –και μόνον εκεί– βρίσκεται η ελευθερία της τέχνης.
Μια ελευθερία δύσκολη, άραγε,
που μοιάζει περισσότερο σαν μια ασκητική;
Ποιός καλλιτέχνης θα το αρνιόταν αυτό; Ποιός καλλιτέχνης θα τολμούσε να ισχυριστεί πως στάθηκε αντάξιος μιας τέτοιας αποστολής; Μια τέτοια ελευθερία προϋποθέτει σωματική και πνευματική υγεία, ένα στυλ δεξιοτεχνικό που αντανακλά δύναμη ψυχής και μιαν υπομονετική αντίσταση.
Όπως όλα τα πράγματα, η ελευθερία είναι ένα ρίσκο αέναο και διαρκές,
μια περιπέτεια εξαντλητική –και να γιατί οι άνθρωποι αποφεύγουν σήμερα το ρίσκο όπως αποφεύγουν την ελευθερία με τις επίμονες απαιτήσεις της προκειμένου
να αποδεχθούν τα δεσμά οιασδήποτε μορφής και να επιτύχουν, τουλάχιστον,
την ευδαιμονία της ψυχής.
Αν, όμως, η τέχνη δεν είναι μια περιπέτεια, τότε τί είναι
και πού έγκειται η λύτρωσή της;
Όχι, ελεύθερος καλλιτέχνης δεν είναι πλέον ο άνθρωπος της ευδαιμονίας
αλλά ο ελεύθερος άνθρωπος.
Ελεύθερος είναι εκείνος ο καλλιτέχνης
ο οποίος, με μεγάλη προσπάθεια, δημιουργεί την δική του τάξη.
Όσο πιο απείθαρχο είναι αυτό που πρέπει να βάλει σε τάξη, τόσο πιο
αυστηροί θα είναι οι κανόνες που θέτει στον εαυτό του και τόσο περισσότερο
θα επιβεβαιώνει την ελευθερία του.
Υπάρχει ένας σχολιασμός του Ζιντ με τον οποίο πάντοτε συμφωνούσα,
αν και μπορεί εύκολα να παρανοηθεί: «Η τέχνη ζει με τους περιορισμούς
και πεθαίνει από ελευθερία».
Αυτό είναι αλήθεια. Δεν πρέπει, όμως, να ερμηνευθεί σαν να υπονοούσε
ότι η τέχνη πρέπει να τίθεται υπό έλεγχον.
Η τέχνη ζει μόνο χάρη στα όρια που η ίδια επιβάλλει στον εαυτό της∙
πεθαίνει εξαιτίας όλων των άλλων.
Αντιστρόφως, αν δεν αυτοπεριορίζεται, τότε υποκύπτει σε παραληρήματα
και γίνεται δούλη σε ίσκιους που δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά χίμαιρες.
Η πιο ελεύθερη και η πιο εξεγερμένη τέχνη θα είναι, επομένως, η πιο κλασσική:
θα ανταμοίβει την πιο υψηλή προσπάθεια.
Όσο η κοινωνία και οι καλλιτέχνες της δεν δέχονται αυτή την μακρόχρονη
και ελεύθερη προσπάθεια, όσο χαλαρώνουν στην βολικότητα της διασκέδασης ή στις ανέσεις του κομφορμισμού, στα παιχνιδάκια χάριν της «τέχνης για την τέχνη» ή στα κηρύγματα περί ρεαλιστικής τέχνης, οι καλλιτέχνες της θα είναι χαμένοι
στον μηδενισμό και στην στειρότητα.
Αυτό συνεπάγεται να ισχυριστούμε πως σήμερα
η αναγέννηση εξαρτάται από το θάρρος μας
και από την θέλησή μας να είμαστε διαυγείς.
Ναι, η αναγέννηση βρίσκεται στα χέρια όλων μας.
Εξαρτάται από εμάς αν πρόκειται η Δύση να φέρει στο φως αντιΑλέξανδρους
για να ενώσουν τον Γόρδιο Δεσμό του πολιτισμού που κόπηκε από το ξίφος.
Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να αναλάβουμε όλα τα ρίσκα και τους κόπους της ελευθερίας. Δεν υπάρχει λόγος να γνωρίζουμε αν, επιδιώκοντας την δικαιοσύνη, θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε την ελευθερία. Είναι ουσιώδες να γνωρίζουμε ότι, χωρίς την ελευθερία, τίποτε δεν θα καταφέρουμε και πως θα χάσουμε συγχρόνως την μελλοντική δικαιοσύνη και το «αρχαίο κάλλος».
Η ελευθερία μόνη της ανελκύει τον άνθρωπο από την απομόνωσή του∙ η σκλαβιά, όμως, κυριαρχεί σε ένα πλήθος μοναχικών υπάρξεων.
Και η τέχνη, χάρη σε αυτήν την πεμπτουσία ελευθερίας που επιχείρησα να ορίσω,
ενοποιεί ενώ η τυραννία χωρίζει.
Δεν εκπλήσσει, επομένως, που η τέχνη είναι ο εχθρός τον οποίο υποδεικνύει,
Σημαδεύοντάς τον με μαρκάρισμα, κάθε μορφή καταπίεσης.
Δεν εκπλήσσει που καλλιτέχνες και διανοούμενοι υπήρξαν τα πρώτα θύματα των συγχρόνων τυραννιών είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς.
Οι τύραννοι ξέρουν ότι στο έργο τέχνης υπάρχει μια δύναμη χειραφέτησης
η οποία είναι μυστηριώδης
μονάχα για εκείνους που δεν την σέβονται.
Κάθε μεγάλο έργο καθιστά περισσότερο θαυμαστό
και πλούσιο το πρόσωπο του ανθρώπου –και αυτό είναι όλο του το μυστικό.
Χιλιάδες στρατόπεδα συγκέντρωσης και καγκελόφραχτα κελιά δεν αρκούν για να αποκρύψουν αυτή την συγκλονιστική μαρτυρική κατάθεση αξιοπρέπειας.
Να γιατί δεν είναι αλήθεια ότι η κουλτούρα είναι δυνατόν να κατασταλεί, ακόμα και προσωρινά, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για μια νέα «κουλτούρα».
Η αδιάσπαστη μαρτυρική κατάθεση ενός ανθρώπου
ως προς τα πάθη και την ευγένειά του
δεν μπορεί να κατασταλεί∙ η πράξη της αναπνοής δεν μπορεί να ανασταλεί.
Δεν υπάρχει κουλτούρα δίχως παράδοση –και δεν πρέπει και δεν μπορούμε να απορρίψουμε τίποτε από την δική μας παράδοση, την κληρονομιά της Δύσεως.
Όποια κι αν είναι τα έργα του μέλλοντος,
θα φέρουν το ίδιο μυστικό,
το οποίο συντίθεται από θάρρος και ελευθερία
και καλλιεργήθηκε από τα τολμήματα χιλιάδων καλλιτεχνών
όλων των εποχών και όλων των εθνών.
Ναι, η σύγχρονη τυραννία έχει δίκιο όταν υποδεικνύει τον καλλιτέχνη ως εχθρό μας ακόμα και όταν αυτός αυτοπεριορίζεται φυλακισμένος στο επάγγελμά του,
επειδή αποτελεί έναν δημόσιο κίνδυνο.
Με τον τρόπο αυτόν, όμως, η τυραννία υποβάλλει τα σέβη της,
μέσω του καλλιτέχνη,
προς μιαν εικόνα ανθρώπου την οποία τίποτε, ποτέ, δεν κατόρθωσε να συντρίψει.
Το συμπέρασμα μου θα είναι απλό.
Συνίσταται στο να πω,
εν μέσω ακριβώς της ηχούς και της φρενίτιδας της ιστορίας μας:
«Ας αγαλλιάσουμε».
Ας αγαλλιάσουμε, όντως, επειδή υπήρξαμε μάρτυρες του θανάτου
μιας ψεύτικης και βολεμένης Ευρώπης
και επειδή αντικρύσαμε κατά πρόσωπον ανελέητες αλήθειες.
Ας αγαλλιάσουμε ως άνθρωποι επειδή έχει καταρρεύσει μια εκτεταμένη πλάνη
και βλέπουμε καθαρά αυτό που μας απειλεί.
Και ας αγαλλιάσουμε ως καλλιτέχνες, πεταγμένοι ξύπνιοι από τον ύπνο
και την κώφωσή μας, εξαναγκασμένοι να στρέφουμε το βλέμμα μας
στις στερήσεις, στις φυλακές και στις αιματοχυσίες.
Αν, αντιμέτωποι με μια τέτοια θέα, μπορέσουμε να συγκρατήσουμε την θύμηση των ημερών και των προσώπων και αν –αντιστρόφως– αντιμέτωποι με την ομορφιά του κόσμου, καταφέρουμε να μην ξεχάσουμε τους ταπεινωμένους, τότε η Δυτική τέχνη θα ανακτήσει βαθμιαία την ισχύ και την κυριαρχία της. Ασφαλώς, στην ιστορία υπάρχουν ελάχιστα παραδείγματα καλλιτεχνών που ήλθαν αντιμέτωποι με τόσο δύσκολα προβλήματα.
Όταν, όμως, το βάρος ακόμα και των πιο απλών λέξεων και φράσεων
ζυγιάζεται με την ελευθερία και το αίμα,
ο καλλιτέχνης πρέπει να μάθει να τις χειρίζεται με αυτοέλεγχο.
Ο κίνδυνος κάνει τους ανθρώπους κλασσικούς
και κάθε μεγαλείο, εν τέλει, έχει την ρίζα του στο ρίσκο.
Ο καιρός των ανεύθυνων καλλιτεχνών έχει λάβει τέλος.
Αυτό θα μας γεμίσει θλίψη διότι χάσαμε τις μικρές στιγμές ευδαιμονίας μας.
Θα είμαστε, ωστόσο, ικανοί να αναγνωρίσουμε ότι η δοκιμασία αυτή συνεισφέρει την ίδια στιγμή στις προσωπικές μας ευκαιρίες αυθεντικότητας συγγραφής
και θα αποδεχθούμε την πρόσκληση.
Η ελευθερία της τέχνης δεν αξίζει πολλά όταν ο μόνος της σκοπός είναι να επιβεβαιώσει την άνεση του καλλιτέχνη.
Για να βλαστήσουν σε μια κοινωνία οι ρίζες μιας αξίας
ή μιας αρετής, δεν πρέπει να λέμε ψέματα γι’ αυτήν∙ με άλλα λόγια,
πρέπει να πληρώνουμε γι’ αυτήν όποτε μπορούμε.
Όταν η ελευθερία γίνει επικίνδυνη, τότε μπορεί ίσως να πάψουν να την εκπορνεύουν.
Και δεν μπορώ να συμφωνήσω, για παράδειγμα, με εκείνους
που παραπονούνται σήμερα για την παρακμή της σοφίας.
Προφανώς έχουν δίκιο.
Εν τούτοις, για να πούμε την αλήθεια, η σοφία
ποτέ δεν παρήκμασε περισσότερο σκύβοντας το κεφάλι όσο όταν δεν εμπεριείχε κανένα ρίσκο και ανήκε αποκλειστικώς σε ελάχιστους ουμανιστές θαμμένους σε βιβλιοθήκες.
Σήμερα, όμως, όταν πρέπει τουλάχιστον να αντιμετωπίσει πραγματικούς κινδύνους, υπάρχει μια ευκαιρία να αναστηλωθεί και να γίνει σεβαστή.
Λέγεται πως ο Νίτσε, ύστερα από τον χωρισμό με την Lou Salomé, σε μια περίοδο απόλυτης μοναξιάς, συντετριμμένος και εξυψωμένος συγχρόνως από την προοπτική του ογκώδους έργου που έπρεπε να επιτελέσει δίχως καμιά βοήθεια, συνήθιζε να περπατά την νύχτα στα βουνά ατενίζοντας τον κόλπο της Γένοβας και τις μεγάλες, λαμπερές, πύρινες φωτιές στις οποίες παρακολουθούσε να καίγονται φύλλα και κλαδιά σε ένα τελετουργικό πανηγύρι.
Έχω συχνά ονειρευτεί αυτές τις πυρκαγιές και, σε ορισμένον αριθμό περιπτώσεων, έχω φανταστεί κάποιους ανθρώπους και ορισμένον αριθμό έργων μπροστά σε αυτές τις φλόγες –ως έναν τρόπο για να δοκιμάζονται έργα και άνθρωποι.
Ε, λοιπόν: η εποχή μας είναι μια από εκείνες τις πύρινες φωτιές των οποίων η ανυπόφορη κάψα αναμφίβολα θα εξαϋλώσει πολλά έργα σε στάχτες!
Όσον αφορά, όμως, εκείνα τα έργα που θα αντέξουν στην πυρά,
το μέταλλό τους θα παραμείνει άθικτο και, κοιτάζοντάς τα, θα είμαστε ικανοί
να αφεθούμε δίχως περιορισμούς στην υπέρτατη απόλαυση της χαράς
που, ως προς την διανόηση, ονομάζουμε «θαυμασμό».
Μπορεί κανείς, όπως εγώ, να λαχταρά με πόθο μια φλόγα περισσότερο ιπποτική, μιαν αναψυχή για διακοπές, μια παύση για συλλογισμό.
Ίσως, όμως, δεν υπάρχει καμιά άλλη γαλήνη για τον καλλιτέχνη
εκτός από εκείνη που βρίσκει μέσα στην κάψα της μάχης.
Σωστά είπε ο Έμερσον «Κάθε τείχος αποτελεί μια θύρα».
Ας μην ψάχνουμε για την θύρα και για την έξοδο οπουδήποτε αλλού
παρά στα τείχη ενάντια στα οποία ζούμε.
Αντιθέτως, ας αναζητήσουμε την παύση για αναψυχή εκεί όπου βρίσκεται
–στην ίδια ακριβώς την αιχμή της μάχης.
Διότι, κατά την γνώμη μου –και εδώ είναι το σημείο με το οποίο θα κλείσω– εκεί βρίσκεται.
Έχει ειπωθεί πως οι υψηλές ιδέες έρχονται στον κόσμο
τόσο τρυφερά όσο τα περιστέρια.
Ίσως τότε, αν ακούσουμε προσεκτικά, να ακούσουμε
εν μέσω των βρυχηθμών των αυτοκρατοριών και των εθνών,
ένα απαλό φτερούγισμά, το ειρηνικό ξύπνημα της ζωής και της ελπίδας.
Θα πουν μερικοί πως η ελπίδα αυτή βρίσκεται σε ένα έθνος∙ άλλοι, σε έναν άνθρωπο.
Εγώ πιστεύω ότι ξυπνά, αναβιώνει, καλλιεργείται από εκατομμύρια
μοναχικά άτομα των οποίων οι πράξεις και τα έργα αρνούνται καθημερινά τα σύνορα και τις σκληρές επιπτώσεις της ιστορίας.
Ως απότοκο αυτού, ιδού ανατέλλει και χύνεται εμπρός
φευγαλέα, αμυδρά και για μια στιγμή η πάντοτε επαπειλούμενη αλήθεια
που ο κάθε άνθρωπος, στηριγμένος στα προσωπικά πάθη
και στην χαρά των ατομικών του απολαύσεων, χτίζει για όλους.
«Ο συγγραφεύς και το επόχημά του»
ALBERT CAMUS
1957
Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos 2004
Σημείωμα του μεταφραστή: Αυτή η ομιλία του συγγραφέα δόθηκε με την ευκαιρία της αποδοχής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Καθώς γινόμουν αποδέκτης της διακρίσεως με την οποία θέλησε να με τιμήσει
η Ακαδημία της ελευθερίας, η ευγνωμοσύνη μου εμβάθυνε διαρκώς διότι μετρούσα
σε τί σημείο η ανταμοιβή της προσπάθειάς μου υπερέβαινε την προσωπική μου αξία.
Κάθε άνθρωπος και, κατά κύριο λόγο, κάθε καλλιτέχνης επιθυμεί να αναγνωριστεί.
Το ίδιο κι εγώ –αλλά μου ήταν αδύνατον να δεχθώ την ετυμηγορία σας
δίχως να συγκρίνω τον αντίκτυπό της σε σύγκριση με ό,τι είμαι στην πραγματικότητα.
Πώς ένας άνθρωπος σχεδόν νεαρός, με μοναδικό πλούτο περιουσίας
την δυσπιστία του και ένα έργο που ακόμα βρίσκεται στο στάδιο της πλαστικής του σύνθεσης και με την έξη να ζει εν μέσω της μοναξιάς που δημιουργεί η εργασία
ή το έσχατο καταφύγιο της φιλίας θα ήταν δυνατόν να μην του σπείρει τον πανικό
μια απόφαση που τον φέρνει εξαίφνης –αυτόν τον μοναχικό και κλεισμένο στον εαυτό του άνθρωπο– στο φως τον προβολέων;
Εξάλλου, σε τί καρδιά θα μπορούσε να αποδεχθεί αυτήν την τιμή ενώ την ίδια ώρα είναι
που στην Ευρώπη άλλοι συγγραφείς, εκ των καλυτέρων της ηπείρου, είναι καταδικασμένοι στην σιωπή κι ενώ την ίδια ώρα είναι που στην γενέθλια χώρα του επικρατεί ατέλειωτη δυστυχία;
Γνώρισα αυτό το χάος και αυτήν την εσωτερική αναταραχή. Για να ειρηνεύσω,
έπρεπε να σταθώ στο ύψος της γενναιόδωρης μοίρας μου –κι επειδή δεν μπορούσα να εγερθώ με σημείο στήριξης την προσωπική μου αξία και μόνον, ανακάλυψα
αυτό που με είχε στηρίξει υπό το κράτος των δυσχερεστέρων συνθηκών
σε όλη την πορεία της ζωής μου: την ιδέα που έχω για την τέχνη μου
και για τον ρόλο του λογοτέχνη.
Επιτρέψτε μου, μονάχα, να σας πω με ένα αίσθημα
φιλίας και εντιμότητας, όσο πιο απλά μπορώ, ποια είναι αυτή η ιδέα.
Προσωπικά, δεν μπορώ να ζήσω δίχως την τέχνη μου –ποτέ, όμως, δεν τοποθέτησα
την τέχνη πάνω απ’ όλα.
Εάν μου είναι απαραίτητα, αυτό συμβαίνει διότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη
με τους ανθρώπους και μου επιτρέπει να ζω,
έτσι όπως είμαι, στο ίδιο επίπεδο με όλους τους άλλους.
Στα μάτια μου, η τέχνη δεν αποτελεί μια μοναχική απόλαυση αλλά
είναι το όχημα, το μέσον ώστε να συγκινεί κανείς τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό
ανθρώπων για να τους προσφέρει μιαν εικόνα προνομιούχο
για τον κοινό πόνο και την κοινή ευτυχία.
Δεν επιτρέπει στον καλλιτέχνη να απομονωθεί
αλλά τον υποτάσσει στην πλέον ταπεινή και στην πλέον παγκόσμια αλήθεια.
Αυτός που επέλεξε την μοίρα του καλλιτέχνη επειδή αισθανόταν
διαφορετικός, μαθαίνει συχνά μέσα σε πολύ σύντομο χρόνο
ότι δεν θα ταΐσει και δεν θα θρέψει την τέχνη του μέσα από την διαφορά του
προς τους υπόλοιπους αλλά ομολογώντας την ομοιότητά του.
Ο καλλιτέχνης σφυρηλατείται μέσα από αυτή την διαρκή διαυλοδρόμηση
από τον εαυτό του προς τους άλλους –ανάμεσα στην ομορφιά που
δεν μπορεί να την αρνηθεί και στην κοινότητα από την οποία δεν μπορεί να ξεριζωθεί.
Να γιατί οι αληθινοί καλλιτέχνες τίποτε δεν μισούν: είναι εξ ανάγκης υποχρεωμένοι να καταλαβαίνουν αντί να επικρίνουν.
Και αν πρέπει –σε αυτόν τον κόσμο– να καταλάβουν μια θέση, δεν μπορεί παρά η θέση
αυτή να εντάσσεται σε μια κοινωνία όπου (σύμφωνα με την σπουδαία φράση του Νίτσε)
δεν θα βασιλεύει πλέον ο δικαστής αλλά ο δημιουργός
είτε είναι διανοούμενος είτε είναι εργάτης.
Υπό την έννοια αυτή, ο ρόλος του συγγραφέα δεν είναι άκληρος χρεών!
Εκ της φύσεώς του της ιδίας, δεν μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία σήμερα
αυτών που δημιουργούν την Ιστορία: είναι στην υπηρεσία
αυτών που την υπομένουν –ειδάλλως, μένει μόνος του
και καμιά απολύτως σημασία δεν έχει η τέχνη του.
Ολόκληροι οι στρατοί της τυραννίας με τα εκατομμύρια
των ανθρώπων τους δεν θα τον σώσουν από την μοναξιά, ακόμα κι αν σπεύσει
να συνοδοιπορήσει με το βήμα τους.
Η σιωπή ενός φυλακισμένου, ωστόσο, ενός αγνώστου, εγκαταλελειμμένου
από τις ταπεινώσεις και τον ευτελισμό –στην άλλη άκρη του κόσμου–
μπορεί να βγάλει έναν συγγραφέα από την απομόνωση αρκεί, κάθε φορά που ο ίδιος είναι ελεύθερος, να μην ξεχνά αυτή την προηγούμενη σιωπή αλλά να την κάνει να αντηχεί
με τα μέσα της τέχνης.
Για μια ανάλογη αποστολή, κανείς από εμάς δεν είναι αρκετά σπουδαίος. Μέσα,
όμως, σε κάθε συνθήκη που η ζωή δημιουργεί,
ο συγγραφέας –αφανής ή προσωρινά διάσημος, φυλακισμένος μέσα
στα σίδερα της τυραννίας ή ελεύθερος να εκφραστεί για ένα διάστημα–
έχει την ευκαιρία να συναντήσει εκ νέου το αίσθημα
της ζωντανής κοινότητας η οποία θα του απονείμει δίκαιο
αποκλειστικά υπό το όρο ότι αναγνωρίζει,
όσο αυτό είναι εφικτό, τα δύο βάρη του ισοζυγίου
που συνθέτουν το μεγαλείο του λειτουργήματός του: την υπηρεσία
της αλήθειας και της ελευθερίας.
Εφόσον το καθήκον του συγγραφέα είναι να ενώσει
τον μεγαλύτερο δυνατό ορισμένο αριθμό ανθρώπων,
δεν δικαιούται να χαίρεται με το ψεύδος, την πλάνη και την δουλεία που,
όταν βασιλεύουν, ευνοούν την μοναχικότητα.
Όποια και αν είναι τα προσωπικά μας πάθη, η ευγένεια/nobility
της λειτουργίας μας θα έχει πάντοτε τις ρίζες της σε δύο βαρειά χρέη:
την άρνηση να πει ψεύδη για ό,τι γνωρίζει καλά –και την αντίσταση.
Σε μιαν ιστορία που διήρκεσε πάνω από μια εικοσαετία, καθώς
ήμουν χαμένος χωρίς στήριξη και βοήθεια (όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου)
εν μέσω των πολιτικών συγκρούσεων της εποχής, αυτό που μου έδωσε
ένα σημείο στήριξης ήταν η μυστική αίσθηση
ότι το να γράφει κανείς αποτελούσε μια τιμή,
και ιδίως επειδή η πράξη αυτή δημιουργούσε υποχρεώσεις και χρέη
πέρα από το χρέος της γραφής.
Μου δημιουργούσε την υποχρέωση, κυρίως,
να υπομένω –όποιος κι αν ήμουν κι όποιες κι αν ήταν οι ιδέες μου– να υποφέρω
την κοινή μοίρα δυστυχίας και ελπίδας μαζί με όλους όσους ζούσαν την ίδια ιστορία.
Αυτοί οι άνθρωποι που γεννήθηκαν
στην έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ήταν είκοσι ετών
την ώρα της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία που γίνονταν οι πρώτες δίκες
των επαναστατών εκείνων
που αμέσως μετά συμμετείχαν –για να «τελειοποιηθούν»– στον Ισπανικό Εμφύλιο
αλλά και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
και βρέθηκαν ξαφνικά σε έναν κόσμο στρατοπέδων συγκέντρωσης,
στην Ευρώπη των βασανισμών και των κρατητηρίων,
έχουν το χρέος σήμερα
να θρέψουν τα παιδιά τους και να δημιουργήσουν έργο σε έναν κόσμο
που κινδυνεύει από την πυρηνική καταστροφή.
Έχω την γνώμη ότι κανένας δεν μπορεί να τους ζητήσει να είναι αισιόδοξοι.
Έχουμε το χρέος να καταλάβουμε την πλάνη
αυτών που, εξαιτίας της απόγνωσης και της απελπισίας, έχασαν την εντιμότητά τους
και ξέπεσαν στον μηδενισμό της εποχής.
Οι περισσότεροι από εμάς, όμως, αρνηθήκαμε αυτόν τον μηδενισμό
στην χώρα μου και στην Ευρώπη
και αναζητήσαμε την δημιουργική νομιμότητα.
Σφυρηλατήσαμε την τέχνη της επιβίωσης
από την καταστροφή, γεννηθήκαμε για δεύτερη φορά
και αγωνιστήκαμε αμέσως –χωρίς προφυλάξεις– εναντίον του ενστίκτου του θανάτου
που είναι πανίσχυρο στην ιστορία μας.
Αναμφίβολα, κάθε γενιά θεωρεί τον εαυτό της προορισμένο
να δημιουργήσει εκ νέου τον κόσμο.
Η δική μου γενιά ξέρει ότι δεν θα τον δημιουργήσει εκ νέου
αλλά έχει, πιθανόν, μια πιο δύσκολη αποστολή: να εμποδίσει να καταστραφεί ο κόσμος.
Κληρονόμος
μιας διεφθαρμένης ιστορίας –όπου συνυπάρχουν ανάμεικτα
αποτυχημένα επαναστατικά κινήματα, παρανοϊκές τεχνολογίες, πεθαμένοι θεοί
και μέτριες ιδεολογίες όπου μέτριες δυνάμεις αρκούν για να καταστρέψουν τα πάντα,
δεν μπορούν πια να πείσουν
γιατί η διανόηση ταπεινώθηκε έως του σημείου να γίνει υπηρέτρια
του μίσους και της τυραννίας–,
η γενιά αυτή είχε το χρέος να αποκαταστήσει
μέσα από τις αρνήσεις της κάτι από αυτό που προσδίδει αξιοπρέπεια στην ζωή
και στον θάνατο.
Σε έναν κόσμο που απειλείται από το φάσμα της διάλυσης,
υπάρχει ο κίνδυνος οι μεγάλοι μας ιεροεξεταστές
να εγκαταστήσουν για πάντα το βασίλειο του θανάτου
αλλά η γενιά μας γνωρίζει ότι πρέπει να πάρει μια κούρσα
ενάντια στον χρόνο
ώστε να εδραιώσει ανάμεσα στα έθνη μιαν ειρήνη που να μην ταυτίζεται με την δουλεία
καθώς και να συμφιλιώσει και πάλι την πνευματική καλλιέργεια με την εργασία
για να δημιουργήσει εκ νέου –με όλους τους ανθρώπους– ένα ενιαίο τόξο.
Δεν είναι βέβαιον ότι θα μπορέσει ποτέ να ολοκληρώσει
αυτό το τεράστιο έργο, είναι βέβαιον όμως ότι παντού μέσα
στον κόσμο υπάρχει έτοιμο ήδη το διττό στοίχημα, η διακύβευση
της ελευθερίας και της αλήθειας.
Η γενιά μου, οπωσδήποτε, γνωρίζει να πεθαίνει χωρίς μίσος για χάρη της.
Αξίζει να χειροκροτείται με επευφημίες και να ενθαρρύνεται παντού όπου βρίσκεται και –ιδίως– θυσιάζεται.
Σίγουρος για την ανεπιφύλακτη συμφωνία σας,
θα ήθελα να παραδώσω την τιμή που μου κάνατε
σε αυτήν την γενιά.
Παρομοίως –εφόσον έχω ήδη μιλήσει για την ευγένεια/nobility
του επαγγέλματος αυτού του συγγραφέα–
θα του δώσω εκ νέου την αληθινή του θέση,
αυτόν τον συγγραφέα που δεν έχει άλλους τίτλους παρά
εκείνους που μοιράζεται από κοινού
με τους συντρόφους του στην μάχη
(τρωτός αλλά πεισματάρης, άδικος αλλά παθιασμένος με το δίκαιο, οικοδομεί
δίχως να ντρέπεται ή να περηφανεύεται το έργο του εμπρός στα μάτια όλων
αν και αισθάνεται αφενός διαχωρισμένος ανάμεσα στον πόνο της οδύνης και στην ομορφιά
και αφετέρου προορισμένος να αντλήσει από αυτήν την διφυή του ύπαρξη
εκείνα τα έργα που επιχειρεί απεγνωσμένα να ανασύρει μέσα από τα ερείπια
και την καταστροφική ροή της ιστορίας).
Ποιός, ύστερα απ’ όλα αυτά, θα μπορούσε να περιμένει απ’ αυτόν λύσεις
ηθικά ολοκληρωμένες και ανεπίληπτες;
Η αλήθεια είναι μυστηριώδης, ασύλληπτη, απρόσιτη.
Η ελευθερία επικίνδυνη αλλά και υψηλή, σκληρή να την ζεις.
Έχουμε χρέος να εργαστούμε για το πλήρωμα
των σκοπών αυτών με εμμονή και αποφασιστικότητα.
Από δω και μπρος, ποιός είναι αυτός ο συγγραφεύς
που θα τολμούσε –με καθαρή συνείδηση– να γίνει κήρυκας της αρετής;
Όσον αφορά τον εαυτό μου, πρέπει για μιαν ακόμη φορά να πω
ότι δεν είμαι τίποτε απ’ όλα αυτά.
Ποτέ δεν μπόρεσα να παραιτηθώ από το φως,
την ευτυχία της υπάρξεως, της ελευθερίας με την οποία μεγάλωσα.
Η νοσταλγία αυτή εξηγεί πολλές από τις πλάνες και τα λάθη μου,
με βοήθησε αναμφισβήτητα να καταλάβω καλύτερα την δουλειά μου
και με βοηθά ακόμα να στέκομαι τυφλά στο πλάϊ όλων αυτών των σιωπηλών ανθρώπων
που κατορθώνουν να επιβιώνουν –μόνο μέσω της ανάμνησης ή της μεταστροφής σε σύντομες, ελεύθερες, ευτυχισμένες στιγμές– μέσα στην δύσκολη ζωή που άλλοι τους έχουν επιβάλει.
Για να επιστρέψω με τον τρόπο αυτό σε ό,τι πραγματικά είμαι,
στα όριά μου, στις υποχρεώσεις μου
και στην δύσκολη πίστη μου,
αισθάνομαι τώρα περισσότερο ελεύθερος ώστε να σας δείξω, τελειώνοντας,
την έκταση και το μέγεθος της διάκρισης που μου απονείματε
και ώστε να σας πω ότι θα ήθελα να την αποδεχθώ ως μια διάκριση που απονέμεται
σε όλους εκείνους που μοιράζονται τον ίδιο αγώνα χωρίς να έχουν αποδεχθεί κανένα προνόμιο αλλά γνωρίζουν, αντιθέτως, την δυστυχία και τις διώξεις.
Μου μένει, λοιπόν, να σας ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς
και να σας αποδώσω δημοσίως –ως προσωπική μαρτυρία ευγνωμοσύνης–
την ίδια και παλαιά υπόσχεση πίστης
που κάθε αληθινός καλλιτέχνης επαληθεύει προσωπικά και μέσα στην σιωπή
κάθε μέρα της ζωής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου