Κείμενο του Αλμπέρ Καμύ
Εισαγωγή "Καλιγούλα", "Ξένου", "Παρεξήγησης", "Δικαίων", "Πτώσης"
Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Αρχικά, ήθελα να εκφράσω τον μηδενισμό και την άρνηση.
Με τρεις μορφές.
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ
Ρομαντική: Ο Ξένος
Δραματική: Ο Καλιγούλας, η Παρεξήγηση
Ιδεολογική: Ο Μύθος του Σισύφου
Αντιθέτως, διετύπωσα την κατάφαση σε τρεις άλλες μορφές.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ
Ρομαντική: Η Πανούκλα
Δραματική: Η Εξέγερση υπό το κράτος της πολιορκίας και Οι Δίκαιοι
Ιδεολογική: Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος
ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ''Ο ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ''
Θέμα: ''Η ετυμηγορία και η εξορία''
Έχω ήδη συλλάβει ένα ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ για το ζήτημα «η Αγάπη»
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ: ''Η ΑΓΑΠΗ: Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΔΩΡΕΑ ΣΤΟΝ ΦΑΟΥΣΤ''
ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ
Ι. Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ (ΠΑΡΑΛΟΓΟ)
ΙΙ. Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ (ΕΞΕΓΕΡΣΗ)
ΙΙΙ.Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΕΩΣ: Η μέθοδος είναι η ειλικρίνεια.
ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΟ ΕΡΓΟ: ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ
Άρα, η «Πανούκλα» που ξεκίνησε στο Οράν το 1941 απευθύνει, με το ισχυρό συμβολικό της σύστημα, ένα μήνυμα ελπίδας και θάρρους σε έναν κόσμο δολοφονημένο από τον πόλεμο.
Ενάντια στην πανούκλα, οι άνθρωποι θα υϊοθετήσουν ορισμένες συμπεριφορές που δείχνουν την ικανότητά τους να αντιδράσουν και να απελευθερωθούν από την υποτιθέμενη αδυναμία τους έναντι της μοίρας που τους χτυπά.
Ο «Επαναστατημένος Άνθρωπος», που δημοσιεύθηκε το 1951, υπακούει στο ίδιο υπόδειγμα και πλαίσιο ιδεών αλλά για τον συγγραφέα του το αντίτιμο υπήρξε το μίσος των επισήμων εκπροσώπων του Σουρρεαλισμού και του Υπαρξισμού.
Πέντε χρόνια αργότερα, η «Πτώση» -έργο ξεχωριστό- μοιάζει σαν τον πικρό καρπό της μοναξιάς και της απογοήτευσης. Ο συγγραφέας επεξεργάζεται εδώ την εκτόπιση της αντίληψης περί αμαρτωλότητας ενός κόσμου που θεωρείται ότι είναι στιγματισμένος από τον θάνατο και την δυστυχία και, άρα, παράλογος ως προς την ίδια την ανθρώπινη φύση: «Όπου ξεκινά η εξομολόγηση, εκεί και η ενοχή…Τούτων δοθέντων, σε κάθε περίπτωση, μια μόνον αλήθεια… ο πόνος και ό,τι αυτός υπόσχεται».
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ «ΚΑΛΙΓΟΥΛΑ»
Η πρώτη σύλληψη του «Καλιγούλα» έγινε το 1938, ύστερα από μια ανάγνωση των «12 Καισάρων» του Σουητωνίου. Προόριζα το έργο αυτό για το μικρό θέατρο που είχα δημιουργήσει στο Αλγέρι –και η πρόθεσή μου, με κάθε απλότητα, ήταν να δημιουργήσω τον ρόλο του Καλιγούλα.
Οι πρώην ηθοποιοί έχουν αυτήν την έμφυτη ικανότητα.
Κα, άλλωστε, ήμουν τότε 25 ετών, ηλικία όπου κανείς τα αμφισβητεί όλα εκτός από τον εαυτό του.
Ο πόλεμος με πίεζε και ο Καλιγούλας δημιουργήθηκε το 1940 στο θέατρο Hebertot στο Παρίσι.
Επομένως, ο «Καλιγούλας» αποτελεί ένα έργο ηθοποιού και σκηνοθέτη.
Έχει, όμως, ως σημείο εκκίνησης τα ενδιαφέροντά μου εκείνη την εποχή.
Η κριτική στην Γαλλία, που δέχθηκε και αφομοίωσε αρκετά καλά το έργο αυτό, συχνά μίλησε –προς μεγάλη μου έκπληξη– για ένα έργο φιλοσοφικό.
Τί ακριβώς συνέβη;
Ο Καλιγούλας, αυτοκράτωρ σχετικά ευχάριστος έως την στιγμή εκείνη, συνειδητοποιεί με τον θάνατο της Δρουσίλλας (αδελφής και ερωμένης του) ότι ο κόσμος δεν τον ικανοποιεί όπως είναι.
Συνεπώς, κατεχόμενος από την ψύχωση του ανέφικτου, δηλητηριώδους περιφρόνησης και φρίκης, επιχειρεί να εξασκήσει –μέσω του φόνου και της συστηματικής, ασελγούς παραβίασης όλων των αξιών– μιαν ελευθερία την οποία εν τέλει θα ανακαλύψει πως δεν υπηρετεί (;)
Προκαλεί την φιλία και την αγάπη, την απλή ανθρώπινη αλληλεγγύη, το Καλό και το Κακό.
Προσβάλλει με λόγια όσους τον περιβάλλουν, τους καταπιέζει βάσει λογικής, καυχιέται συνεχώς προς όλους γύρω του με την ισχύ της άρνησής του και την καταστροφική οργή που παρασύρει το πάθος του για ζωή.
Εάν, ωστόσο, η αλήθειά του είναι η εξέγερση απέναντι στην μοίρα, το σφάλμα του είναι η απάρνηση των ανθρώπων.
Κανείς δεν μπορεί να τα καταστρέφει όλα δίχως να αφανίσει τον εαυτό του..
Να γιατί ο Καλιγούλας εξολοθρεύει τον κόσμο γύρω του και, πιστός στην λογική του, κάνει ό,τι είναι αναγκαίο για να πάρουν τα όπλα εναντίον του εκείνοι που στο τέλος θα τον δολοφονήσουν.
Ο Καλιγούλας αποτελεί την ιστορία μιας ανώτερης, εκλεκτικής και εξέχουσας αυτοκτονίας.
Είναι η ιστορία του πιο ανθρώπινου και πλέον τραγικού των λαθών.
Δίχως να εμπιστεύεται τον άνθρωπο, με πίστη στον εαυτό του, ο Καλιγούλας δέχεται να πεθάνει για να καταλάβει ότι κανένα ον δεν μπορεί να αποδράσει και να σωθεί εντελώς μόνος –και ότι κανείς δεν μπορεί να απελευθερωθεί ενάντια στους άλλους ανθρώπους (τουλάχιστον, όμως, θα έχει σώσει μερικές ψυχές, συμπεριλαμβανομένης της δικής του και αυτής του φίλου του, Σκιπίωνα, από τον ανονείρευτο ύπνο της μετριοκρατίας).
Πρόκειται, άρα, για μια τραγωδία της διανόησης.
Εξ ου και τεκμαίρεται ως σχεδόν φυσιολογικό το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα δράμα της ευφυΐας.
Προσωπικά, πιστεύω πως γνωρίζω καλά τις ατέλειες αυτού του έργου.
Μάταια, ωστόσο, ψάχνω για φιλοσοφία σε αυτές τις πράξεις…ή, αν υπάρχει, βρίσκεται στο επίπεδο της ακόλουθης διαβεβαίωσης του ήρωα: οι άνθρωποι πεθαίνουν και δεν είναι ευτυχισμένοι.
Αρκετά λιτή κι απέριττη ιδεολογία, το βλέπει κανείς!
Όπως και ότι έχω την αίσθηση
πως διαφέρει και διακρίνεται ο κ. De la Palice από ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Όχι, η φιλοδοξία μου ήταν διαφορετική.
Το πάθος για το ανέφικτο αποτελεί για τον θεατρικό συγγραφέα ένα αντικείμενο μελέτης τόσο έγκυρο και ισχυρό όσο και ο ερωτισμός ή η μοιχεία.
Να καταδείξω την ορμή του ανέφικτου, να απεικονίσω την ερήμωση που προκαλούν οι ολέθριες συνέπειές του, να κάνω την αποτυχία να ξεσπάσει: ΝΑ ΠΟΙΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΜΟΥ.
ΚΑΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΡΙΘΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΡΓΟ.
Μια λέξη ακόμα.
Μερικοί βρήκαν το έργο μου προκλητικό, οι ίδιοι που βρίσκουν φυσικό ωστόσο ότι ο Οιδίπους σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε την μητέρα του, αυτοί δέχονται το αιώνιο τρίγωνο (ομολογουμένως εντός των ορίων των όμορφων κατοικιών).
Σε ελάχιστη εκτίμηση, όμως, έχω μιαν ορισμένη μορφή τέχνης που επιλέγει να σοκάρει, σε αντίθεση με την τέχνη της πειθούς.
Και αν ακόμη υπήρξα, ατυχώς, σκανδαλώδης, θα ήταν μόνον εξαιτίας αυτής της δυσανάλογης γευστικής καλαισθησίας που διαθέτω υπέρ της αλήθειας, αλήθεια την οποία ένας καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε να διαψεύσει και να την αρνηθεί δίχως να προδώσει την ίδια του την τέχνη.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ «ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ»
Η «Παρεξήγηση» γράφτηκε το 1941 στην κατεχόμενη Γαλλία.
Ζούσα τότε, με το αντιστεκόμενο κορμί μου, εν μέσω των βουνών της κεντρικής Γαλλίας. Αυτές οι ιστορικές και γεωγραφικές συνθήκες θα ήταν επαρκείς για να ερμηνεύσουν το είδος της κλειστοφοβίας από το οποίο υπέφερα τότε και που αντικατοπτρίζεται σε αυτό το έργο.
Είναι γεγονός, αναπνέει κανείς με δυσκολία εδώ… αλλά σε όλους είχε κοπεί η αναπνοή εκείνη την εποχή.
Το γεγονός παραμένει ότι η σκοτεινότητα του έργου με στενοχωρεί άλλο τόσο όσο ενοχλεί το κοινό. Προκειμένου να ενθαρρύνω το κοινό να προσεγγίσει το έργο, θα προτείνω στον αναγνώστη:
α. να συνομολογήσει πως η ηθική του έργου αυτού δεν είναι εντελώς αρνητική, β. να θεωρήσει την «Παρεξήγηση» ως μια απόπειρα δημιουργίας μιας μοντέρνας τραγωδίας.
Ένας γιος που θέλει να τον αναγνωρίσουν δίχως να πρέπει να πει το όνομά του και ο οποίος δολοφονείται από την μητέρα και την αδελφή του, ως συνέπεια μιας παρεξηγήσεως∙ αυτό είναι το θέμα του έργου αυτού.
Αναμφίβολα, πρόκειται για μια πολύ απαισιόδοξη οπτική της ανθρώπινης κατάστασης. Ωστόσο, αυτή μπορεί να συμφιλιωθεί με μια σχετική αισιοδοξία ως προς τον άνθρωπο.
Διότι, τελικά, όλα θα ήταν διαφορετικά εάν ο γιος είχε πει: Εγώ είμαι, ιδού το όνομά μου.
Με άλλα λόγια, σε έναν άδικο ή αδιάφορο κόσμο, ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί και να σώσει τους άλλους, χρησιμοποιώντας την απλούστερη και ειλικρινέστερη τιμιότητα και την λέξη: ακριβοδίκαιος.
Η γλώσσα επίσης σόκαρε.
Το γνώριζα. Εάν είχα καλύψει με ένα πέπλο μυστηρίου, όμως, τους πρωταγωνιστικούς μου χαρακτήρες, ίσως ο καθένας θα είχε χειροκροτήσει. Αντιθέτως, το θέμα μου, το αντικείμενό μου, μέσω των σύγχρονων ηρώων ήταν να κατορθώσω να μιλήσει η γλώσσα της τραγωδίας.
Τίποτε πιο δύσκολο από το να πω την αλήθεια εφόσον θα έπρεπε να βρεθεί μια γλώσσα αρκετά φυσική ώστε να μιλιέται από τους συγχρόνους αλλά και αρκετά αλλόκοτη ώστε να συντονιστεί με το τραγικό ύφος της τραγωδίας.
Για να προσπελάσω αυτό το ιδεώδες, επιχείρησα να λανσάρω την απόσταση μεταξύ των ηρώων καθώς και να εισάγω μια διφορούμενη ασάφεια στους διαλόγους.
Ο θεατής θα δοκιμάσει, έτσι, ένα αίσθημα οικειότητας και εκπατρισμού ταυτόχρονα.
Ο θεατής αλλά και ο αναγνώστης.
Δεν είμαι, ωστόσο, σίγουρος πως, αναλογικά, πέτυχα μια σωστή συμμετρία.
Όσον αφορά το πρόσωπο του γέρου υπηρέτη, δεν συμβολίζει εξ ανάγκης την μοίρα και το πεπρωμένο
Όταν ο επιζών του δράματος κάνει έκκληση στον Θεό, ο γέρος υπηρέτης απαντά στην επίκληση.
Ίσως πρόκειται για μιαν ακόμα παρεξήγηση.
Αν απαντά ΟΧΙ σε αυτήν που του ζητά να την βοηθήσει, αυτό συμβαίνει επειδή πράγματι δεν σκοπεύει να την βοηθήσει και ότι, σε ένα δεδομένο σημείο οδύνης ή άδικης κρίσης, κανείς δεν μπορεί να κάνει ο,τιδήποτε για κανέναν πλέον –και ο πόνος είναι μοναχικός.
Δεν έχω, άλλωστε, την εντύπωση ότι αυτές οι επεξηγήσεις είναι εντελώς ωφέλιμες.
Έκρινα πάντα πως η «Παρεξήγηση» είναι ένα ευκόλως προσβάσιμο έργο υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχεται κανείς την γλώσσα του και ότι θέλει να αναγνωρίσει για τα καλά ότι ο συγγραφέας στο έργο αυτό έχει δεσμευθεί και αφοσιωθεί με βαθειά προσήλωση.
Το θέατρο δεν είναι παιχνίδι, έχω βάλει την κατάθεσή μου εκεί.
(Σημείωση του μεταφραστή Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου: η αναφορά του Καμύ σε «κατάθεση» αποτελεί ευθεία παραπομπή στον επίλογο της διπλωματικής του μελέτης με θέμα: «Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός» προς το Πανεπιστήμιο Αλγερίου).
ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΥ ΣΤΟΝ «ΞΕΝΟ» ΓΙΑ ΤΗΝ «ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ»
Περιστατικό από παλιό απόκομμα εφημερίδας:
«Κάποιος άνδρας είχε ξεκινήσει από ένα τσέχικο χωριό για να βρει την τύχη του.
Έπειτα από 25 χρόνια, ξαναγύρισε πλούσιος, με γυναίκα κι ένα παιδί. Η μητέρα του διατηρούσε ένα ξενοδοχείο, μαζί με την αδελφή του, στο χωριό του. Για να τους κάνει έκπληξη, άφησε την γυναίκα και το παιδί του σε ένα άλλο ξενοδοχείο και πήγε στην μητέρα του η οποία, όταν αυτός μπήκε, δεν τον αναγνώρισε. Για πλάκα, του κατέβηκε η ιδέα να πιάσει ένα δωμάτιο. Έδειξε τα χρήματά του. Την νύχτα, η μητέρα με την αδελφή του, για να τον κλέψουν, τον σκότωσαν με ένα σφυρί και πέταξαν το πτώμα του στο ποτάμι. Το πρωί, όταν πήγε εκεί η γυναίκα του αποκάλυψε –άθελά της– την ταυτότητα του ταξιδιώτη. Η μητέρα κρεμάστηκε. Η αδελφή έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι»
Συμπέρασμα: «ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ «ΞΕΝΟ»
Οι επιπτώσεις του μηδενισμού και το σύμπαν του θανάτου
1. Έχω συγκεφαλαιώσει τον «ΞΕΝΟ», πριν από πολύ καιρό, με μια πρόταση που αναγνωρίζω πως ήταν πολύ παράδοξη: «Στην παρέα μας, όποιος δεν κλάψει στην κηδεία της μητέρας του, πιθανότατα πρόκειται να είναι καταδικασμένος σε θάνατο».
Ήθελα να πω απλώς και μόνο πως ο ήρωας του βιβλίου καταδικάζεται επειδή δεν παίζει στο παιχνίδι. Για τον σκοπό αυτό, είναι ξένος στην παρέα του, περιπλανιέται στο περιθώριο, στην περιφέρεια μιας ιδιωτικής, μοναχικής ζωής. Και για τον λόγο αυτό, οι αναγνώστες μπήκαν στον πειρασμό να τον θεωρήσουν ως «ναυαγισμένο».
Θα υπάρξει, ωστόσο, μια περισσότερο ακριβής ιδέα για τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα (που υπακούει σε κάθε περίπτωση με τον συγγραφέα) εάν κανείς υποβάλει το ερώτημα γιατί ο Μερσώ δεν παίζει το παιχνίδι.
Η απάντηση είναι απλή: αρνείται να πει ψέματα.
Το ψεύδος δεν είναι μόνο να αρνηθείς αυτό που συμβαίνει.
Το ψεύδος είναι, κυρίως, να πεις περισσότερα από αυτό που συμβαίνει και, ειδικά ως προς την ανθρώπινη ψυχή, να δηλώσεις περισσότερα από αυτά που δεν αισθάνεσαι.
Το ψεύδος είναι ό,τι κάνουμε καθημερινά όλοι για να απλοποιήσουμε την ζωή.
Ο Μερσώ, σε αντίθεση με την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί, δεν θέλει να απλοποιήσει την ζωή. Λέει ό,τι συμβαίνει, αρνείται να μασκαρέψει τα συναισθήματά του και αμέσως η παρέα, το περιβάλλον, νιώθει πως απειλείται.
Κάποιος τον ζητάει, για παράδειγμα, να ομολογήσει πως μετανιώνει για το έγκλημά του, σύμφωνα με τους καθιερωμένους τύπους.
Απαντά πως αντιμετωπίζει μεγαλύτερη δυσκολία να εκφράσει αυτόν τον σεβασμό παρά στην ειλικρινή μετάνοια. Και αυτή η μικρή διαφορά απόχρωσης τον καταδικάζει.
Άρα, ο Meursault δεν είναι για μένα ένας αποτυχημένος αλλά ένας άνθρωπος φτωχός και γυμνός, ερωτευμένος με τον ήλιο που δεν αφήνει σκιες.
Μακράν του να στερείται κάθε ευαισθησίας, ένα μείζων πάθος –επειδή είναι άκαμπτο, αλύγιστο, τραχύ– τον εμπνέει, το πάθος της απολυτότητας και της αλήθειας.
Πρόκειται προς το παρόν για μιαν αρνητική αλήθεια, την αλήθεια να ζεις την ύπαρξη και να νοιώθεις την αίσθηση αλλά, χωρίς αυτήν, καμιά κατάκτηση δεν θα είναι ποτέ εφικτή για κανέναν. Επομένως, δεν θα έσφαλε κανείς εάν διάβαζε στον «ΞΕΝΟ» την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος, δίχως καμιάν ηρωϊκή στάση, συμφωνεί να πεθάνει για την αλήθεια.
2. Για έναν άνθρωπο στερημένο από Θεό –κάτι που είναι όλοι οι άνθρωποι– δεν υπάρχει άλλη πιθανή ζωή πέρα από την άρνηση.
Η άρνηση και ο μηδενισμός δεν είναι εγκατάλειψη, είναι επιλογή και έχει και μιαν ηρωϊκή πλευρά. Φανταστείτε πως το μεγαλείο συναντάται στην πνευματική προσποίηση, ο ανδρισμός βρίσκεται στο προφητικό σκίρτημα.
Αυτός, όμως, ο αγώνας μέσα από την ποίηση και τα σκοτάδια της, η φαινομενική εξέγερση του πνεύματος, είναι αυτό που στοιχίζει λιγότερο. Είναι αναποτελεσματικός –κάτι που γνωρίζουν καλά οι τύραννοι.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΥΣ «ΔΙΚΑΙΟΥΣ»
Θέμα: η Τρομοκρατία.
Ένας μηδενιστής. Παντού η βία. Παντού το ψέμα. Να καταστρέφω, να καταστρέφω.
Τον Φεβρουάριο του 1905 στην Μόσχα, μια ομάδα τρομοκρατών (συνδεδεμένων με το επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα) οργάνωσαν μια βομβιστική επίθεση εναντίον του Μεγάλου Δούκα Σεργκέϊ, θείου του Τσάρου.
Αυτή η επίθεση και οι μοναδικές, εξαιρετικές συνθήκες και περιστάσεις που προηγήθηκαν και επακολούθησαν συνιστούν το θέμα των «ΔΙΚΑΙΩΝ».
Όσο εκπληκτικό κι αν φαίνεται, πράγματι, κάποιες από τις καταστάσεις που περιγράφονται σε αυτό το έργο είναι ιστορικά γεγονότα.
Αυτό δεν σημαίνει –θα το καταλάβει κανείς, άλλωστε– ότι οι «Δίκαιοι» αποτελούν ένα έργο ιστορικής καταγραφής.
Όλοι οι χαρακτήρες του έργου υπήρξαν, ωστόσο, και έδρασαν όπως γράφω.
Απλά εγώ επιχείρησα με το πιθανόν ό,τι ήταν αληθές.
Κράτησα ακόμα και για τον ήρωα των «Δικαίων», τον Kaliayev, το όνομα που έφερε στην πραγματικότητα.
Δεν το έκανα εξαιτίας τεμπελιάς της φαντασίας μου αλλά από σεβασμό και θαυμασμό για άνδρες και γυναίκες οι οποίοι, στον βωμό του πιο ανηλεούς καθήκοντος, δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν την ψυχή τους.
Έκτοτε ομολογουμένως προοδεύσαμε, εφόσον το μίσος που βάρυνε αυτές τις εξαίρετες καρδιές και η αβάσταχτη οδύνη που δεν μπορούσαν να υποφέρουν εξελίχθηκε σε ένα σύστημα βολικής προσαρμοστικότητας: ένας επιπλέον λόγος για να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας αυτές τις μεγαλειώδεις, επιβλητικές σκιές, φαντασμάτων, στην δίκαιη εξέγερσή τους, στην δύστροπη αδελφοσύνη τους, στις δυσανάλογες προσπάθειες που έκαναν για να έλθουν σε συμφωνία με τον φόνο –και, άρα, να αποφανθούμε πού έγκειται το πιστεύω μας.
ΝΤΟΡΑ: «Ο λαός μας αγαπάει; Ξέρει ο λαός ότι τον αγαπάμε; Δεν ανήκουμε σε αυτόν τον κόσμο. Ποτέ δεν θα ξαναγίνουμε παιδιά πια. Δεν υπάρχει αγάπη».
ΙΒΑΝ ΚΑΛΑΓΙΕΦ: «Η αγάπη υπάρχει. Αγαπάμε τον λαό μας»
Συμπέρασμα
Ο ήρωας του θεατρικού έργου «ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ» αρνείται να ρίξει την βόμβα όταν βλέπει ότι, εκτός από τον Μεγάλο Δούκα που δέχθηκε να δολοφονήσει, κινδυνεύει να σκοτώσει και δυο παιδιά.
Στο θεατρικό έργο μου και στον «Επαναστατημένο Άνθρωπο» έφερα σαν παράδειγμα τούτη την άρνηση, τούτη την άρνηση, τούτη την παθιασμένη βεβαιότητα πως στον φόνο και στην αδικία υπάρχει ένα όριο που δεν πρέπει να υπερβούμε επειδή –κατά την γνώμη μου– είναι οι μόνες που διατηρούν την αλήθεια και το μεγαλείο της επανάστασης.
Η θέση μου δεν άλλαξε στο σημείο αυτό.
Κι αν νιώθω κατανόηση και θαυμασμό για αυτόν που αγωνίζεται για μια ελευθερία, μόνον απέχθεια νιώθω για τον άλλον που σκοτώνει γυναικόπαιδα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ «ΠΤΩΣΗ»
Ο άνδρας που μιλά στην «Πτώση» δίνει μια προσχεδιασμένη εξομολόγηση.
Έχοντας καταφύγει στο Άμστερνταμ, σε μια πόλη με κανάλια και ψυχρό φως, όπου παίζει και υποκρίνεται τον ερημίτη και τον προφήτη, αυτός ο πρώην δικηγόρος, περιμένει σε ένα ύποπτο μπαρ για πρόθυμους ακροατές.
Έχει την σύγχρονη καρδιά, δηλαδή δεν μπορεί να ανθέξει να τεθεί υπό κρίσιν.
Βιάζεται, άρα, να κάνει καταμήνυση και αγωγή κατά του ιδίου του εαυτού του, είναι όμως ακόμη καλύτερα γι’ αυτόν να κρίνει τους άλλους.
Ο καθρέφτης με τον οποίο τον κοιτάζουν εξεταστικά καταλήγει να στρέφεται προς τους άλλους.
Πού ξεκινά η ομολογία, πού η κατηγορία;
Αυτός που μιλά σε αυτό το βιβλίο, κατηγορεί τον εαυτό του ή την εποχή του;
Πρόκειται για μιαν υπόθεση συγκεκριμένη ή για έναν άνθρωπο τυχαίο;
Σε κάθε περίπτωση, μόνο μια αλήθεια προκύπτει από την μελέτη αυτών των δεδομένων: ο πόνος και ό,τι αυτός υπόσχεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου