ή «Γιατί οι Σοσιαλιστές δεν πιστεύουν στην διασκέδαση»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
“TRIBUNE” 20 Δεκεμβρίου 1943
Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos P. Papachristopoulos
Η σκέψη των Χριστουγέννων φέρνει σχεδόν αυτόματα στο μυαλό την σκέψη του Καρόλου Ντίκενς και αυτό για δύο πολύ καλές αιτίες.
Κατ’ αρχάς, ο Ντίκενς είναι ένας από τους ελάχιστους Άγγλους συγγραφείς που έχουν πραγματικά γράψει για τα Χριστούγεννα.
Τα Χριστούγεννα είναι η πιο δημοφιλής από τις γιορτές της Αγγλίας και, παρ’ όλα αυτά, έχουν παράγει εκπληκτικά λίγη λογοτεχνία.
Υπάρχουν οι χριστουγεννιάτικοι ύμνοι και τα κάλαντα, κυρίως μεσαιωνικής καταγωγής∙ υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμός ποιημάτων από τον Robert Bridges, τον T.S. Elliot και κάποιους άλλους∙ και υπάρχει και ο Ντίκενς∙ αλλά υπάρχει πολύ λίγο κάτι άλλο.
Δεύτερον, ο Ντίκενς είναι αξιοπρόσεκτος, σχεδόν μοναδικός στην πραγματικότητα, ως προς την ικανότητά του –μεταξύ των σύγχρονων συγγραφέων– να δίνει μιαν πειστική εικόνα της ευτυχίας.
Ο Ντίκενς ασχολήθηκε επιτυχώς με τα Χριστούγεννα δύο φορές σε ένα κεφάλαιο που λέγεται «The Pickwick Papers» και στο «A Christmas Carol». Η τελευταία αυτή ιστορία ανεγνώσθη στον Λένιν στην επιθανάτια κλίνη του και, σύμφωνα με την γυναίκα του, βρήκε εντελώς ανυπόφορη την «μπουρζουάδικη συναισθηματικότητά της».
Τώρα, ο Λένιν είχε δίκιο κατά μιαν έννοια: εάν, όμως, ήταν σε καλύτερη κατάσταση η υγεία του, θα είχε ίσως προσέξει ότι η ιστορία είχε ενδιαφέρουσες κοινωνιολογικές επιπτώσεις.
Κατ’ αρχάς, όσο κι αν ο Ντίκενς μπορεί να έκανε μιαν περιγραφή σε αδρές γραμμές, όσο απεχθής και αν είναι η «πάθηση» του Μικρού Τιμ, η οικογένεια Cratchit δίνει την εντύπωση ότι διασκεδάζει. Φαίνεται χαρούμενη με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα, που δεν φαίνονται χαρούμενοι οι πολίτες των «Νέων από το Πουθενά» του Ουϊλλιαμ Μόρρις.
Επιπλέον –και η επίγνωση αυτού του γεγονότος από τον Ντίκενς είναι ένα από τα μυστικά της δυνάμεώς του– η ευτυχία της προέρχεται κυρίως εξ αντιθέσεως. Χαίρεται διότι, έστω και μια φορά κατά μιαν έννοια, έχει αρκετό φαγητό.
«Ο λύκος που θα την φάει είναι έξω από την πόρτα αλλά κουνάει την ουρά του-The wolf is at the door but he is wagging his tail». Άρα, προς το παρόν, επιβιώνουν.
Ο ατμός από την πουτίγγα των Χριστουγέννων πλανάται πάνω από ένα φόντο ενεχυροδανειστηρίων και μόχθου που έχει βγει με ιδρώτα ενώ, με μια παρόμοια έννοια, το φάντασμα του Σκρουτζ στέκεται δίπλα στο γιορτινό τραπέζι της συνεστίασης.
Ο Μπομπ Κράτσιτ θέλει μέχρι και να πιει στην υγειά του Σκρουτζ, κάτι που αρνείται δικαιολογημένα η κυρία Κράτσιτ. Οι Κράτσιτς μπορούν να απολαμβάνουν τα Χριστούγεννα ακριβώς διότι έρχονται μόνο μια φορά τον χρόνο.
Η ευτυχία τους πείθει μόνον επειδή τα Χριστούγεννα έρχονται μόνο μια φορά τον χρόνο.
Η ευτυχία τους πείθει μόνον επειδή περιγράφεται ως ανολοκλήρωτη και ατελής.
Από την άλλη πλευρά, όλες οι απόπειρες να περιγραφεί μια μόνιμη και διαρκής ευτυχία έχουν αποτύχει.
Οι Ουτοπίες (παρεμπιπτόντως, η λέξη «Ουτοπία» δεν σημαίνει «ευ-τοπία», δηλαδή ένας καλός τόπος, όπως νομίζουν αλλά σημαίνει πρωτίστως «ου-τοπία», ένας τόπος μη υπαρκτός) ήταν κοινότοπες στην λογοτεχνία των προηγούμενων 300 ή 400 ετών.
Αλλά οι «προτιμώμενες» Ουτοπίες είναι πάντα δυσάρεστες και, άρα, ανεπιθύμητες και συνήθως υπολείπονται και σε ζωτικότητα.
Οι πιο γνωστές σύγχρονες Ουτοπίες είναι, μακράν, εκείνες του H.G. Wells. Το όραμα του Γουελς για το μέλλον εκφράζεται, σχεδόν πλήρως, σε δυο βιβλία που γράφτηκαν στην αρχή της δεκαετίας του 1920:
στο «Όνειρο» και στο επιγραφόμενο «Άνθρωποι σαν Θεοί». Έχετε εδώ μιαν απεικόνιση του κόσμου όπως θα του άρεσε να τον δει ο Γουελς ή νομίζει πως θα του άρεσε να τον δει.
Είναι ένας κόσμος του οποίου το βασικό μοτίβο –όπως οι νότες σε ένα μουσικό κλειδί– είναι ο πεφωτισμένος ηδονισμός και η επιστημονική περιέργεια. Όλα τα κακά και οι δυστυχίες, από τις οποίες τώρα υποφέρουμε, έχουν εξαλειφθεί. Η άγνοια, ο πόλεμος, η φτώχεια, η βρωμιά, οι ασθένειες, η απογοήτευση, η πείνα, ο φόβος, η υπερκόπωση, οι δεισιδαιμονίες –όλα έχουν εξαλειφθεί.
Με τις εκφράσεις αυτές, είναι αδύνατον να αρνηθούμε ότι αυτό είναι το είδος του κόσμου για τον οποίο όλοι ελπίζουμε.
Όλοι θέλουμε να καταργήσουμε τα πράγματα που ο Γουελς θέλει να καταργήσει.
Υπάρχει, όμως, κανείς που να θέλει πραγματικά να ζήσει στην Ουτοπία του Γουελς;
Αντιθέτως, αυτό που έχει όντως εξελιχθεί σε ένα ενσυνείδητο πολιτικό κίνημα είναι το να μην ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο, να μην ξυπνήσουμε σε μιαν ευγονική, ειδυλλιακή παροικία (suburbia) όπου θα συναθροίζονται σε μια κοινότητα όλες οι γυμνές μυξοπαρθένες γεροντοκόρες.
‘Ένα βιβλίο όπως «Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» αποτελεί μιαν έκφραση του πραγματικού φόβου που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος για την απόλυτα λογική ηδονιστική κοινωνία που είναι ικανό αυτό να δημιουργήσει.
Ένας Καθολικός συγγραφέας είπε πρόσφατα ότι οι Ουτοπίες είναι τώρα τεχνικώς εφικτές και ότι, κατά συνέπεια, έχει εξελιχθεί σε σοβαρό πρόβλημα το πώς θα ξεφύγουμε από την Ουτοπία.
Δεν μπορούμε αυτό να το ξεγράψουμε ως απλά ένα ανόητο σχόλιο.
Διότι μια από τις πηγές του Φασιστικού κινήματος είναι η επιθυμία να αποδράσουμε από έναν υπερβολικά εκλογικευμένο και βολικό κόσμο.
Όλες οι «προτιμητέες» Ουτοπίες φαίνεται πως είναι παρόμοιες ως προς το ότι εξαγγέλλουν την τελειοποίηση ενώ είναι ανίκανες να φέρουν την ευτυχία.
Τα «Νέα από το Πουθενά» αποτελούν ένα είδος χαζοχαρούμενης εκδοχής της Ουτοπίας του Γουελς: όλα είναι ευγενικοί και λογικοί, όλα όσα γεμίζουν το στομάχι αγοράζονται από το κατάστημα της Ελευθερίας αλλά η εντύπωση που αφήνουν πίσω τους είναι μια μορφή αμυδρής και χλωμής μελαγχολίας.
Είναι, όμως, πολύ πιο εντυπωσιακό ότι ο Τζόναθαν Σουϊφτ, ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς με φαντασία που έζησαν ποτέ, δεν είναι καθόλου πιο επιτυχημένος από τους άλλους ως προς την σύνθεση μιας Ουτοπίας «που να πρέπει να στηριχθεί».
Τα πρώτα κεφάλαια των «Ταξιδιών του Γκιούλιβερ» αποτελούν, πιθανότατα, την πιο ολέθρια επίθεση που γράφτηκε ποτέ κατά της ανθρώπινης κοινωνίας.
Κάθε λέξη από αυτά έχει σχέση με το σήμερα∙ σε κάποια σημεία περιέχουν αρκετά λεπτομερείς προφητείες για την πολιτική φρίκη της εποχής μας.
Εκεί όπου ο Σουϊφτ αποτυγχάνει, όμως, είναι ως προς την προσπάθειά του να περιγράψει μια φυλή όντων τα οποία θαυμάζει.
Στο τελευταίο κομμάτι, σε αντίθεση με τους αηδιαστικούς Yahoos, μας παρουσιάζονται επιδεικτικά οι ευγενείς Houyhnhnms, ευφυή άλογα που είναι απελευθερωμένα από τα ανθρώπινα σφάλματα. Αυτά τα άλογα, τώρα, χάρη στον υψηλό τους χαρακτήρα και τον αλάθητο κοινό νου που διαθέτουν, είναι εξαιρετικά άχαρα πλάσματα.
Όπως και οι κάτοικοι διαφόρων άλλων Ουτοπιών, είναι πρωτίστως απασχολημένα με το να αποφύγουν κάθε έξαρση. Ζουν ζωές δίχως σημαντικά γεγονότα, άτονες και ήσυχες «λογικές» ζωές, ελεύθερες όχι μόνον από λογομαχίες, παρεκτροπές ή ανασφάλειες οποιασδήποτε μορφής αλλά και από «πάθος», συμπεριλαμβανομένης και της αισθησιακής, ερωτικής αγάπης,
Επιλέγουν το ταίρι τους βάσει αρχών ευγονικής, αποφεύγουν τις υπερβολικές στοργικότητες, και εμφανίζονται κάπως ευτυχείς που πεθαίνουν, όταν έρθει η ώρα.
Στα προηγηθέντα κεφάλαια του βιβλίου ο Σουϊφτ έχει δείξει που οδηγούν τον άνθρωπο η ανοησία και η κακία του: αφαιρέστε, όμως, την ανοησία και την κακία και το μόνο που σας μένει, προφανώς, είναι μια χλιαρή μορφή ύπαρξης που με δυσκολία αξίζει να την ακολουθήσει κανείς.
Δεν έχουν περισσότερο ευτυχή έκβαση οι προσπάθειες να περιγραφεί μια ευτυχία οριστικά του άλλου κόσμου.
Ο Παράδεισος αποτελεί μια τόσο μεγάλη αποτυχία όσο και η Ουτοπία, αν και η Κόλαση καταλαμβάνει έναν αξιοσέβαστο χώρο στην λογοτεχνία και έχει συχνά περιγραφεί με την ύψιστη επιμέλεια και πειστικότητα.
Αποτελεί κοινοτοπία ότι ο Χριστιανικός Παράδεισος –όπως συνήθως σκιαγραφείται το πορτραίτο του– δεν θα μπορούσε κανέναν να προσελκύσει.
Σχεδόν όλοι οι Χριστιανοί συγγραφείς που ασχολούνται με τον Παράδεισο είτε λένε ειλικρινά πως είναι αδύνατον να τον περιγράψουν είτε εμφανίζουν ταχυδακτυλουργικά ως εκ δια μαγείας μια δυσνόητη εικόνα χρυσών, πολύτιμων πετρών και ψαλμωδίας ύμνων.
Είναι αλήθεια πως αυτό ενέπνευσε μερικά από τα καλύτερα ποιήματα στον κόσμο:
«Τα τείχη είναι κατεργασμένα από χαλκό - Thy walls are of chalcedony,
Τα οχυρά έχουν λειανθεί με διαμάντια - Thy bulwarks diamonds square,
Οι πύλες από αμιγή μαργαριτάρια της Ανατολής - Thy gates are of right orient pearl
υπερβολικά σπάνια και πολυτελή! - exceeding rich and rare!»
Αυτό, όμως, που δεν μπορούσε να κάνει ήταν να δώσει την περιγραφή μιας κατάστασης στην οποία θα ήθελε εμπράκτως να είναι ο συνηθισμένος άνθρωπος.
Αμέτρητες φορές τρόμαξαν το ποίμνιό τους μέχρι θανάτου με τις λεκτικές και ρητορικές απεικονίσεις τους της Κόλασης οι προοδευτικοί Προτεστάντες πάστορες και οι Ιησουΐτες ιερείς (δείτε, λόγου χάρη, το τρομακτικό κήρυγμα στο «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη» του Τζαίημς Τζόϋς).
Όταν όμως το ζήτημα φθάνει στο να γίνεται λόγος για τον Παράδεισο, σημειώνεται μια πρόθυμη οπισθοχώρηση σε λέξεις όπως «έκσταση» και «ευδαιμονία», με ελάχιστη προσπάθεια να πουν σε τι συνίσταται.
Ίσως το πιο ζωτικό στοιχείο που έχει γραφεί για το ζητούμενο αυτό να είναι το πασίγνωστο κείμενο στο οποίο ο Τερτυλλιανός εξηγεί ότι μια από τις απολαύσεις που κυριαρχούν στον Παράδεισο είναι να παρακολουθούν τα μαρτύρια των καταραμένων.
Οι παγανιστικές εκδοχές του Παραδείσου, τουλάχιστον, είναι λίγο καλύτερες.
Έχει κανείς την αίσθηση πως επικρατεί πάντοτε λυκόφως στα Ηλύσια Πεδία.
Ο Όλυμπος όπου ζούσαν οι Θεοί με το νέκταρ και την αμβροσία τους και τις νύμφες και την Ήβη τους –τις «αθάνατες ιέρειες της Αφροδίτης» όπως τις καλούσε ο D.H. Lawrence– μπορεί να ήταν λίγο περισσότερο οικείος σε σχέση με τον Χριστιανικό Παράδεισο αλλά δεν θα ‘θελες να περάσεις κιόλας και πολύν καιρό εκεί.
Και όσον αφορά τον Μουσουλμανικό Παράδεισο, με τα 77 του ουρί για κάθε άνδρα (που προφανώς κλαίνε όλα ταυτοχρόνως για να τα προσέξεις), πρόκειται απλά για ένα εφιαλτικό όνειρο.
Ούτε και οι πνευματιστές είναι ικανοί , αν και διαρκώς μας επιβεβαιώνουν πως «όλα είναι καλά κι ωραία», να περιγράψουν οποιαδήποτε δραστηριότητα του άλλου κόσμου, την οποία ένα σκεπτόμενο άτομο να έβρισκε τουλάχιστον ικανή να διαρκέσει στον χρόνο, για να μην πω ελκυστική.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις αποπειραθείσες περιγραφές της τέλειας ευτυχίας που δεν είναι ούτε Ουτοπικές ούτε του άλλου κόσμου αλλά, πρωτίστως, αισθησιακές.
Δίνουν πάντα μιαν εντύπωση κενότητας ή χυδαιότητας ή και τα δύο μαζί.
Στην αρχή της «Παρθένας-“La Pucelle”» του, ο Βολταίρος περιγράφει την ζωή του Καρόλου του 9ου με την μαιτρέσσα του Ανιές Σορέλ. Ήταν «πάντοτε χαρούμενοι», λέει. Και σε τί συνίστατο η ευτυχία τους;
Σε έναν ατέρμονο κύκλο από πανηγύρι, ποτό, κηνύγι και έρωτα.
Και ποιός δεν θα αρρώσταινε από μιαν τέτοια ζωή, ύστερα από λίγες εβδομάδες;
Ο Ραμπελαί περιγράφει τα τυχερά πνεύματα που περνούν καλά στον άλλο κόσμο για να παρηγορηθούν επειδή πέρασαν άσχημα σε αυτόν τον κόσμο. Τραγουδούν ένα άσμα που μπορεί, χονδρικά, να μεταφραστεί ως εξής: «Πηδάμε, χορεύουμε, παίζουμε κόλπα, πίνουμε λευκό και κόκκινο κρασί και τίποτ’ άλλο δεν κάνουμε ολημερίς παρά μετράμε χρυσές κορώνες».
Πόσο βαρετό ακούγεται τελικά!
Η κενότητα ολόκληρης της κοσμοθεωρίας περί του «να περνάμε καλά» αιωνίως αποκαλύπτεται στον πίνακα του Breughel «Η Χώρα του Μεθύστακα», όπου κείτονται κοιμισμένα κεφάλι με κεφάλι τα τρία μεγάλα κομμάτια ξύγγι ενώ επίκειται να φαγωθούν χωρίς να ερωτηθούν και με συνοδεία βραστά αυγά και ψητά ποδαράκια χοιρινού.
Φαίνεται, ίσως, ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι ικανά να περιγράψουν ούτε να φανταστούν την ευτυχία παρεκτός κάτω από όρους αντίθεσης.
Να γιατί η σύλληψη του Παραδείσου ή της Ουτοπίας ποικίλλει από εποχή σε εποχή.
Στην προβιομηχανική κοινωνία ο Παράδεισος περιγραφόταν ως ένας τόπος αέναης ανάπαυσης, στρωμένος με χρυσάφι διότι η εμπειρία του μέσου ανθρώπου ήταν η υπερβολική δουλειά και φτώχεια.
Τα ουρί του Μουσουλμανικού Παραδείσου αντικατόπτριζαν μια κοινωνία πολυγαμική, όπου οι περισσότερες γυναίκες χάνονταν κρυμμένες μεσ’ στα χαρέμια των πλουσίων.
Αυτές οι εικόνες «αιώνιας ευδαιμονίας» αποτύγχαναν πάντα διότι, καθώς η μακαριότητα γινόταν αιώνια (με την αιωνιότητα να γίνεται αντιληπτή υπό την έννοια του ατελείωτου χρόνου), έπαυε να λειτουργεί αυτό το κοντράστ.
Μερικές από τις συμβάσεις που είχαν αποκρυσταλλωθεί στην λογοτεχνία μας πήγασαν αρχικά από υλικές συνθήκες που έχουν πάψει να υπάρχουν τώρα.
Η ηθογραφία της άνοιξης αποτελεί ένα παράδειγμα.
Η άνοιξη στον Μεσαίωνα δεν σήμαινε πρωταρχικά χελιδόνια και αγριολούλουδα. Σήμαινε πράσινα λαχανικά, γάλα και φρέσκο κρέας ύστερα από αρκετούς μήνες ζωής με αλατισμένο χοιρινό σε καπνισμένα χαμόσπιτα δίχως παράθυρα.
Τα τραγούδια της άνοιξης ήταν χαρούμενα:
«Μην κάνετε τίποτα, μόνο όρεξη και κέφι - Do nothing but eat and make good cheer,
Δοξάστε τον Θεό για την ευτυχή χρονιά - And thank Heaven for the merry year,
Όταν είναι φθηνό το ψαχνό, ακριβό το θηλυκό-When flesh is cheap and females dear
Και τα αγέρωχα παλικάρια πλανώνται δω και κει - And lusty lads roam here and there
Με αγαλλίαση που κρατά για πάντα! - So merrily, And ever among so merrily!»
διότι υπήρχε κάτι για να ήταν χαρούμενα.
Ο χειμώνας είχε φύγει, αυτό ήταν το πιο σπουδαίο.
Τα ίδια τα Χριστούγεννα, μια προ-Χριστιανική εποχή, ξεκίνησαν πιθανότατα να εορτάζονται επειδή έπρεπε να υπάρχει ένα περιστασιακό ξέσπασμα υπερκορεσμού στο φαΐ στο ποτό ώστε να υπάρξει ένα διάλειμμα απόδρασης από τον ανυπόφορο χειμώνα του βορρά.
Η ανικανότητα της ανθρωπότητας να φανταστεί την ευτυχία παρεκτός με την μορφή μιας ανακούφισης από την προσπάθεια ή τον πόνο είναι που φέρνει τους Σοσιαλιστές αντιμέτωπους με ένα σοβαρό πρόβλημα.
Ο Ντίκενς μπορεί να περιγράφει μια οικογένεια που έχει πληγεί από την φτώχεια να καταβροχθίζει μια γαλοπούλα ψητή και μπορεί ίσως να την κάνει να φαίνεται χαρούμενη∙
από την άλλη, οι κάτοικοι των τέλειων συμπάντων φαίνεται να μην απολαμβάνουν καμιά αυθόρμητη χαρά και συνήθως, εκτός από ό,τι άλλο, είναι κάπως απωθητικοί.
Σαφώς, όμως, δεν σκοπεύουμε στο είδος του κόσμου που περιέγραψε ο Ντίκενς ούτε, πιθανότατα, σε οποιονδήποτε κόσμο ήταν εφικτό να φανταστεί.
Ο αντικειμενικός στόχος του Σοσιαλισμού δεν είναι μια κοινωνία όπου στο τέλος όλα καταλήγουν σωστά επειδή καλοκάγαθοι γηραιοί τζέντλεμεν χαρίζουν γαλοπούλες.
Σε τί σκοπεύουμε εάν όχι σε μια κοινωνία όπου η «ελεημοσύνη» θα ήταν αχρείαστη;
Θέλουμε έναν κόσμο όπου ο Σκρουτζ με το μέρισμα των κερδών του της υπεραξίας και ο Μικρός Τιμ με την γάγγραινα στο πόδι θα ήταν αδιανόητο να υπάρχουν και οι δύο μαζί.
Σημαίνει, όμως, αυτό ότι στοχεύουμε σε κάποιαν Ουτοπία δίχως πόνο και προσπάθεια;
Με το ρίσκο να πω κάτι που δεν θα ενέκριναν ίσως οι εκδότες της “TRIBUNE”, υπαινίσσομαι ότι η πραγματική επιδίωξη του Σοσιαλισμού δεν είναι η ευτυχία.
Έως τώρα η Ευτυχία υπήρξε ένα δευτερεύον, παράπλευρο και παράγωγο προϊόν και, εξ όσων γνωρίζουμε, μπορεί να παραμένει πάντοτε τέτοιο.
Η πραγματική επιδίωξη του Σοσιαλισμού είναι η ανθρώπινη αδελφοσύνη.
Αυτό αισθάνεται κανείς ευρέως να είναι το ζητούμενο που διακυβεύεται, αν και δεν λέγεται συνήθως ή δεν λέγεται αρκετά έντονα.
Οι άνθρωποι εξαντλούν την ζωή τους σε πολιτικές διαμάχες που ραγίζουν την καρδιά ή σκοτώνονται σε εμφυλίους πολέμους ή βασανίζονται στις μυστικές φυλακές της Γκεστάπο όχι προκειμένου να θεσπίσουν κάποιον φωτισμένον Παράδεισο με κεντρική θέρμανση και αιρ-κοντίσιον αλά επειδή θέλουν έναν κόσμο στον οποίο τα ανθρώπινα όντα αγαπούν αλλήλους αντί να εξαπατούν και να δολοφονούν αλλήλους.
Και αυτόν τον κόσμο τον θέλουν ως ένα πρώτο βήμα.
Δεν είναι και τόσο σίγουρο που πάνε από εκεί και μετά ενώ η προσπάθεια να το προβλέψει κανείς λεπτομερώςαπλά συσκοτίζει το θέμα.
Η Σοσιαλιστική σκέψη πρέπει να ασχοληθεί με την πρόβλεψη αλλά μόνο σε ευρείς όρους.
Συχνά κανείς πρέπει να στοχεύει σε σκοπούς που μόνον πολύ αμυδρά μπορεί να δει.
Για παράδειγμα, ο κόσμος αυτή την στιγμή βρίσκεται σε πόλεμο και επιζητά την ειρήνη. Ωστόσο, ο κόσμος δεν έχει καμιά εμπειρία της ειρήνης (και ούτε ποτέ την είχε –εκτός εάν υπήρξε ποτέ ο εκλεπτυσμένος και εξευγενισμένος Άγριος).
Ο κόσμος ζητά κάτι για το οποίο έχει αμυδρά την επίγνωση ότι θα μπορούσε να υπάρξει αλλά δεν μπορεί επακριβώς να το ορίσει.
Αυτά τα Χριστούγεννα, χιλιάδες άνθρωποι θα αιμορραγήσουν μέχρι θανάτου στα χιόνια της Ρωσσίας ή θα πνιγούν σε παγωμένα νερά ή θα πετσοκοφτούν μεταξύ τους σε βαλτώδη νησιά του Ειρηνικού∙ άστεγα παιδιά θα συγκρουστούν για τροφή εν μέσω των ερειπίων των Γερμανικών πόλεων.
Είναι ένας καλός σκοπός να καταστήσουμε το πράγμα αυτό αδύνατο. Είναι διαφορετικό ζήτημα, όμως, να πούμε λεπτομερώς πώς θα ήταν ένας κόσμος ειρηνικός.
Όλοι σχεδόν οι δημιουργοί της Ουτοπίας έμοιαζαν με τον άνθρωπο που είχε πονόδοντο και, επομένως, νόμιζε ότι η ευτυχία συνίσταται στο να μην έχει πονόδοντο.
Ήθελαν να παράγουν μια τέλεια κοινωνία μέσω μιας ατέρμονης επανάληψης κάποιου πράγματος το οποίο είχε αξία μόνον επειδή ήταν προσωρινό.
Λιγότερο περιορισμένη διαδρομή θα κάναμε αν πούμε ότι υπάρχουν δεδομένες γραμμές εντός των οποίων πρέπει η ανθρωπότητα να κινηθεί∙ Η υψηλή στρατηγική έχει χαρτογραφηθεί αλλά η λεπτομερής προφητεία δεν είναι δική μας δουλειά.
Οποιοσδήποτε επιχειρεί να φανταστεί την τελειότητα απλά αποκαλύπτει την προσωπική του κενότητα.
Αυτό συμβαίνει ακόμα και με έναν συγγραφέα τόσο σπουδαίο όσο ο Σουϊφτ, ο οποίος μπορεί να γδέρνει έναν επίσκοπο ή έναν πολιτικό τόσο στεγνά χειρουργικά και δίχως αναισθητικό αλλά, όταν προσπαθεί να δημιουργήσει έναν υπεράνθρωπο, απλά αφήνει την τελευταία εντύπωση που θα αποσκοπούσε ποτέ να δώσει: ότι οι βρωμεροί Yahoos είχαν εντός τους περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης από τους πεφωτισμένους Houyhnhnms.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου