ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΤΟ ΚΑΚΟ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΣΙΚΗ ΒΙΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ Η ΗΘΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ-ΣΤΕΡΕΩΣΗ ΜΙΑΣ ΜΟΡΦΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ
Ο Χριστιανισμός –με την αληθινή του σημασία και έννοια– θέτει τέρμα στην κυβέρνηση.
Αυτό έγινε κατανοητό ευθύς εξαρχής από το ξεκίνημά του.
Για τον λόγο αυτό σταυρώθηκε ο Χριστός.
Αυτό έχει ανέκαθεν γίνει κατανοητό από ανθρώπους και λαούς που δεν βρίσκονταν κάτω από την αναγκαιότητα της δικαιολόγησης/δικαίωσης μιας Χριστιανικής κυβέρνησης.
Μόνον από την ώρα που οι επί κεφαλής της κυβέρνησης σφετερίστηκαν και οικειοποιήθηκαν έναν εξωτερικό, κατ’ όνομα, Χριστιανισμό, ξεκίνησαν οι άνθρωποι να εφευρίσκουν όλες τις απίθανες, πανούργα επινοημένες θεωρίες δια μέσου των οποίων μπορεί ο Χριστιανισμός να επανασυμφιλιωθεί με την κυβέρνηση.
Κανένας τίμιος και σοβαρά σκεπτόμενος άνθρωπος της ημέρας μας, ωστόσο, δεν μπορεί να μην βλέπει την ασυμβατότητα του αληθούς Χριστιανισμού –του δόγματος της πραότητας, της συγχώρεσης των πληγμάτων και της αγάπης– και της κυβέρνησης με τον πομπό της (ή) την πομπή της, τις (πομπώδεις) πράξεις βίας, τις εκτελέσεις και τους πολέμους.
Η διακήρυξη/ομολογία/τέχνη/προφητεία του αληθούς Χριστιανισμού όχι μόνον εξαιρεί την πιθανότητα αναγνώρισης κυβέρνησης αλλά και καταστρέφει ακόμα τις ίδιες τις θεμελιώδεις βάσεις της.
Όμως, αν είναι έτσι όλα αυτά και είμαστε ορθοί αν λέμε ότι ο Χριστιανισμός είναι ασύμβατος με καμία κυβέρνηση, τότε φυσικότατα εγείρεται αφ’ εαυτής και παρουσιάζεται εύλογα η ερώτηση: τί είναι περισσότερο αναγκαίο για το καλό της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς, με ποιόν τρόπο θα εξασφαλιστεί καλύτερα η ευτυχία των ανθρώπων –με την διατήρηση της οργάνωσης της κυβερνήσεως ή με την καταστροφή της και την αντικατάστασή της από τον Χριστιανισμό;
Ορισμένοι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση είναι περισσότερο αναγκαία για την ανθρωπότητα/ανθρωπιά, ότι η καταστροφή της κρατικής οργάνωσης θα συνδεόταν με την καταστροφή όλων όσων έχει κερδίσει η ανθρωπότητα/ ανθρωπιά, ότι το κράτος έχει υπάρξει –και εξακολουθεί να είναι– η μοναδική μορφή στην οποία μπορεί η ανθρωπότητα/ανθρωπιά να εξελιχθεί.
Το κακό το οποίο βλέπουμε μεταξύ των λαών και των ανθρώπων που ζουν υπό μιαν κυβερνητική οργάνωση το αποδίδουν όχι σε αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο κοινωνίας αλλά στις καταχρήσεις της (οι οποίες –λένε– μπορούν να διορθωθούν χωρίς να καταστραφεί) και, άρα, μπορεί η ανθρωπότητα/ ανθρωπιά να αναπτυχθεί και να επιτύχει έναν υψηλό βαθμό ευτυχίας χωρίς να απορρίπτει την κρατική οργάνωση.
Άνθρωποι που διευθύνουν προς αυτήν την οδό την σκέψη τους παρουσιάζουν –για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους– επιχειρήματα τα οποία (τα) θεωρούν αναμφισβήτητα, αναντίρρητα (και κατά τρόπο που δεν μπορεί να αντικρουστεί) αντλημένα από την ιστορία, την φιλοσοφία ή ακόμα και την θρησκεία.
Υπάρχουν, ωστόσο, άνθρωποι οι οποίοι υποστηρίζουν –αντιθέτως– ότι κατά τον ίδιο τρόπο που υπήρχε κάποτε χρόνος που η ανθρωπότητα/ανθρωπιά ζούσε χωρίς κυβέρνηση, έτσι και η οργάνωση αυτή είναι προσωρινή και πρέπει να έλθει (κατά τον ίδιο τρόπο) χρόνος που οι άνθρωποι έχουν χρεία μιας νέας οργάνωσης (ή) ενός οργανισμού –και ότι εκείνη έχει έλθει τώρα.
Οι άνθρωποι με αυτήν την οδό σκέψεως παρουσιάζουν, επιπλέον, για την στήριξη των απόψεών τους επιχειρήματα τα οποία (τα) θεωρούν πως είναι αναμφισβήτητα, αναντίρρητα και πως δεν μπορούν να αντικρουστούν –από την φιλοσοφία, την ιστορία και την θρησκεία.
Τόμοι ολόκληροι μπορούν να γραφούν προς υπεράσπισιν της προηγηθείσας απόψεως (και τόμοι –τω όντι– έχουν εδώ επί μακρόν χρόνο γραφεί και ακόμα περισσότεροι θα γραφθούν ακόμη από αυτήν την πλευρά) αλλά αρκετοί ακόμα μπορούν να γραφθούν εναντίον της (και οι περισσότεροι, άλλωστε –και μάλιστα, οι πιο περίλαμπροι– έχουν γραφθεί από αυτήν την πλευρά, αν και περισσότερο προσφάτως).
Δεν μπορεί να αποδειχθεί –όπως λένε οι υποστηρικτές του κράτους– ότι η καταστροφή της κυβέρνησης εμπεριέχει κοινωνικό χάος, αμοιβαία απογύμνωση των λαφύρων και σκύλευση των αγίων «εις πολλά έτη», θανάτους, καταστροφή όλων των κοινωνικών θεσμών και οργανισμών και επιστροφή του ανθρωπίνου γένους στον βαρβαρισμό.
Ούτε μπορεί να αποδειχθεί –όπως λένε οι αντίθετοι στην κυβέρνηση– ότι οι άνθρωποι έχουν ήδη γίνει τόσο σοφοί και καλοί που δεν θα (δια)φθείρουν ούτε θα θανατώνουν ο ένας τον άλλον αλλά θα προτιμούν ειρηνικές συνδέσεις και συνενώσεις έναντι των εχθροτήτων, ότι με δική τους συγκατάθεση και άνευ βοηθείας από το κράτος θα κάνουν όλες τις διευθετήσεις που χρειάζονται και, άρα, ότι η κυβέρνηση –πολύ μακράν του να είναι δίχως καμιάν βοήθεια και υπό τα βλέμματα των ανθρώπων που την φυλούν– εξασκεί μιαν φθοροποιό και εκβαρβαρίζουσα επιρροή πάνω τους.
Είναι απίθανη η απόδειξη –μέσω αφηρημένης λογικής– οποιασδήποτε μιας εκ των 2 αυτών υποθέσεων που διαγωνίζονται η μια με την άλλη.
Ακόμα περισσότερο απίθανη είναι η απόδειξή τους μέσω του πειράματος, αφού ολόκληρο, ακέραιο, το ζητούμενο επιστρέφει στην ίδια άνωθεν ερώτηση, οπότε πρέπει να δοκιμάσουμε το πείραμα; Η ερώτηση αν έρχεται ή έχει έλθει η ώρα να μπει τέρμα στην κυβέρνηση θα ήταν αναπάντητο (υπό την έννοια ότι δεν θα επιδεχόταν απάντηση ως αναμφισβήτητο και αναντίρρητο) –εκτός αν υπάρχει κάποιος άλλος ζωντανός (ή) κάποιο άλλο ζον μέσο για την διευθέτησή του και απάντησή του πέραν κάθε αμφιβολίας.
Μπορεί να διαγωνιζόμαστε και να συζητούμε επ’ άπειρον επί του ερωτήματος αν τα εκκολαπτόμενα πουλάκια της φωλιάς δεν είναι ακόμα αρκετά προοδευμένα ή αν μπορούν να το κάνουν –να πετάξουν ή να γεννηθούν– χωρίς την μητέρα και να βγουν/βγούμε από τα αυγά, τα νεαρά πουλάκια όμως θα κρίνουν το ερώτημα χωρίς να ενδιαφέρονται για τα επιχειρήματά μας την ώρα που βρίσκονται πιασμένα για λίγο διάστημα στον χώρο εντός των αυγών.
Τότε είναι που οι καθηγητές μαιευτικής αρχίζουν να τα τεστάρουν και τα δοκιμάζουν στο ράμφος τους –και βγαίνουν εξ αυτών με την δική τους συμφωνία.
Συμβαίνει το ίδιο με την ερώτηση αν/εάν ΕΛΗΛΥΘΕΝ Η ΩΡΑ να τελειώνουμε με τον κυβερνητικό τύπο της κοινωνίας και να τον/την αντικαταστήσουμε από έναν νέον τύπο.
Αν ένας άνθρωπος, μέσω της ανάπτυξης μιας υψηλότερης συνείδησης, δεν μπορεί άλλο πια να συμμορφώνεται με τις αξιώσεις της κυβέρνησης, νοιώθει να πιάνεται και να πνίγεται από αυτήν και –ταυτογχρόνως– δεν χρειάζεται πλέον την προστασία της. Όταν αυτό μπορέσει να περάσει ως αντίληψη, λύνεται αμέσως το ερώτημα αν οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να απορρίψουν και να απολύσουν αυτοί τον κυβερνητικό τύπο.
Το συμπέρασμα θα είναι εξίσου οριστικό και τελικό για αυτούς όσο και για τα νεαρά μωρά πουλάκια που κλώθονται για να βγουν από τα αυγά. Ακριβώς όπως καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να τα κάνει να μπουν πίσω στις κυψέλες τους, κατά όμοιο τρόπο –οιονεί– καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να φέρει πάλι πίσω (τους) ανθρώπους υπό τον κυβερνητικό τύπο της κοινωνίας όταν έχουν –άπαξ– βλαστήσει και αναπτυχθεί (έξω) από αυτόν.
«Κάλλιστα μπορεί να ισχύει πως η κυβέρνηση ήταν αναγκαία και εξακολουθεί να είναι αναγκαία και εκ των ων ουκ άνευ χάρη σε όλες τις θετικές ιδιότητες που της αποδίδεις» λέει ο άνθρωπος που έχει ακολουθήσει σε βαθμό μάστερ την Χριστιανική θεωρία της ζωής. «ΕΝ ΟΙΔΑ: ότι αφενός η κυβέρνηση δεν είναι πλέον αναγκαία για ΕΜΕΝΑ και αφετέρου ότι δεν δύναμαι πλέον να εκτελώ τα μέτρα τα οποία είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ύπαρξη της κυβέρνησης. Κανονίστε για τους εαυτούς σας αυτά που χρειάζεστε για την ζωή σας. Εγώ δεν δύναμαι να αποδείξω την ανάγκη ή την ζημία των κυβερνήσεων γενικότερα. ΟΙΔΑ μόνο ό,τι χρειάζομαι και τι δεν χρειάζομαι, ό,τι δύναμαι να πράξω και τι δεν δύναμαι. ΟΙΔΑ ότι δεν χρειάζεται να αποκόπτομαι από άλλα έθνη και, ως εκ τούτου, δεν δύναμαι να δεχθώ ότι ανήκω αποκλειστικά σε κανένα κράτος ή έθνος ή ότι οφείλω υπακοή και πίστη σε καμία κυβέρνηση. ΟΙΔΑ ότι δεν χρειάζομαι όλους τους κυβερνητικούς θεσμούς και οργανισμούς οργανωμένους εντός του κράτους και, ως εκ τούτου, δεν δύναμαι να αποστερώ ανθρώπους που χρειάζονται την εργασία μου να την δίδουν με την μορφή φόρων προς θεσμούς και οργανισμούς που δεν χρειάζομαι και που ΟΙΔΑ ότι ως (σύν)όλον ενδέχεται να είναι καταστροφικοί. ΟΙΔΑ ότι δεν έχω καμίαν ανάγκη από διακυβέρνηση ή από δικαστήρια που ιδρύονται επί της βάσεως της ισχύος και, ως εκ τούτου, δεν δύναμαι να συμμετάσχω σε αυτά. ΟΙΔΑ ότι δεν χρειάζεται να επιτίθεμαι και να σφαγιάζω άλλα έθνη ή να υπερασπίζω τον εαυτό μου εξ αυτών με τα όπλα και, ως εκ τούτου, δεν δύναμαι να συμμετέχω σε πολέμους ή προετοιμασίες για πολέμους. Κάλλιστα μπορεί να ισχύει ότι υπάρχουν άνθρωποι και λαοί που δεν μπορεί να μην βλέπουν ότι όλα αυτά είναι αναγκαία και απαραίτητα. Εγώ δεν δύναμαι να θέσω σε διάλογο το ερώτημα μαζί τους, απλώς δύναμαι να μιλώ για χάρη του εαυτού μου. Δύναμαι, όμως, να πω με απόλυτη σιγουριά ότι δεν τα χρειάζομαι όλα αυτά και δεν δύναμαι να τα πράξω. Και δεν τα χρειάζομαι αυτά και δεν δύναμαι να τα πράξω όχι επειδή είναι αυτή η προσωπική, δική μου βούληση αλλά επειδή αυτό είναι το θέλημα αυτού που με απέστειλε στην ζωή και μου έδωσε έναν αναμφίβολο νόμο για την συμπεριφορά μου σε όλην την ζωή».
Όποια επιχειρήματα κι αν δοθούν προς υποστήριξιν του ισχυρισμού ότι η καταπίεση της κυβερνητικής εξουσίας θα ήταν βλαβερή και θα οδηγούσε σε μεγάλες πληγές και δυστυχίες, οι άνθρωποι –άπαξ και έχουν βλαστήσει και αναπτυχθεί (έξω) από τον κυβερνητικό τύπο της κοινωνίας– δεν μπορούν να επιστρέψουν πάλι πίσω σε αυτόν/αυτήν.
Όλη η λογική του κόσμου δεν μπορεί να κάνει τον άνθρωπο που έχει βλαστήσει και αναπτύξει την κυβερνητική μορφή κοινωνίας να συμμετάσχει σε πράξεις που δεν επιτρέπονται από την συνείδησή του άλλο πια, οιονεί όπως ακριβώς το πλήρως αναπτυγμένο πουλί δεν μπορεί να αναγκαστεί να γυρίσει πίσω σε καμιά κυψέλη με αυγά.
«Ακόμα κι αν είναι έτσι» λένε οι υπερασπιστές της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων «και πάλι η καταπίεση της κυβερνητικής βίας μπορεί να είναι δυνατή και επιθυμητή όταν όλοι οι άνθρωποι θα έχουν γίνει Χριστιανοί. Όσο θα υπάρχουν (ανάμεσα σε ανθρώπους κατ’ όνομα μόνον Χριστιανούς) αντι-χριστιανικοί/ ά-χρηστοι και φαύλοι άνθρωποι οι οποίοι, για την ικανοποίηση των πόθων τους είναι έτοιμοι να βλάψουν άλλους, η καταπίεση της κυβερνητικής εξουσίας –πολύ πέραν του να αποτελεί ευλογία για τους άλλους– απλώς θα ηύξανε την δυστυχία τους. Η εναντίωση στον κυβερνητικό τύπο εξουσίας δεν είναι ανεπιθύμητη για όσο διάστημα υπάρχει μόνο μια μειοψηφία αληθινών Χριστιανών, δεν θα ήταν καν επιθυμητή ακόμα κι αν ολόκληρο το έθνος ήταν Χριστιανοί αλλά εξακολουθούσαν να υπάρχουν ανάμεσα και γύρω τους αντιχριστιανικοί/ ά-χρηστοι άνθρωποι άλλων εθνών, διότι αυτοί θα έκλεβαν, θα εξύβριζαν και θα δολοφονούσαν τους Χριστιανούς ατιμώρητα και θα έκαναν δυστυχισμένες τις ζωές τους. Στο μόνο που θα κατέληγε, τελικά, θα ήταν πως οι κακοί θα τυραννούσαν τους καλούς ατιμώρητα. Και, άρα, η εξουσία της κυβέρνησης δεν πρέπει να συναντά αντίσταση ώσπου όλοι οι φαύλοι και οι άρπαγες στον κόσμο να έχουν εξαλειφθεί. Και αφού αυτό είτε δεν θα γίνει ποτέ ή, τουλάχιστον δεν μπορεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο μέλλον –σε συμφωνία με τον Λιστ– να έλθει (σε αντίθεση με τις προσπάθειες των Χριστιανών ως ατόμων να είναι ανεξάρτητοι από την κυβερνητική εξουσία/ την εξουσία της κυβέρνησης), θα έπρεπε να διατηρηθεί και να στηριχθεί για χάρη των συμφερόντων της πλειοψηφίας. Οι συνήγοροι της κυβέρνησης θεωρούν ότι –χωρίς αυτήν– οι φαύλοι θα τυραννούν και θα προσβάλλουν προκλητικά τους καλούς και ότι η ισχύς της κυβέρνησης δίνει την δυνατότητα και την ικανότητα στους καλούς να αντιστέκονται στους φαύλους».
Με τον ισχυρισμό αυτόν, όμως, οι υποστηρικτές της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων εκλαμβάνουν ως δεδομένη την πρόταση που επιθυμούν να αποδείξουν.
Όταν λένε ότι εκτός της κυβερνήσεως (ή) αν δεν υπήρχε κυβέρνηση οι κακοί θα καταπίεζαν τους καλούς, αυτό που εκλαμβάνουν ως δεδομένο είναι ότι οι καλοί είναι αυτοί οι οποίοι, κατά τον παρόντα χρόνο, κατέχουν την εξουσία ενώ οι κακοί είναι αυτοί που βρίσκονται υποταγμένοι σε αυτήν.
Αυτό ακριβώς, όμως, είναι που χρήζει αποδείξεως.
Θα ήταν αληθές μόνο αν τα έθιμα της κοινωνίας μας ήταν –οιονεί– αυτά που είναι (ή, μάλλον, υποτίθεται πως είναι) στην Κίνα, δηλαδή πως το καλό βασιλεύει εις το διηνεκές και πως αμέσως μόλις οι επικεφαλής της κυβέρνησης παύουν να είναι καλύτεροι από τους κατωτέρους τους, οι πολίτες είναι δεσμευμένοι να τους αντικαθιστούν.
Αυτό υποτίθεται πως είναι το έθιμο στην Κίνα.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι έτσι –και ποτέ δεν μπορεί να είναι έτσι: διότι το να καθαιρεθούν οι επικεφαλής μιας κυβέρνησης που βασιλεύει δια της βίας, αυτό που απαιτείται δεν είναι ένα (ορθό) δικαίωμα μόνον αλλά και η δύναμη επιβολής του.
Ώστε, ακόμα και στην Κίνα, αποτελεί μόνο ένα φανταστικό έθιμο.
Στον Χριστιανικό μας κόσμο, εμείς ούτε καν θεωρούμε ως υποτιθέμενη αυτήν την μορφή εθίμου και δεν έχουμε καμίαν απολύτως βάση επί της οποίας να δομήσουμε την υποτιθέμενη άποψη ότι είναι οι καλοί ή οι ανώτεροι αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία. Στην πραγματικότητα, είναι αυτοί οι οποίοι έχουν καταλάβει την εξουσία και την διατηρούν και την στηρίζουν για δικό τους κέρδος και προς όφελος των υποστηρικτών τους.
Οι καλοί δεν μπορούν να καταλάβουν την εξουσία ούτε να την κρατήσουν. Για να το κάνουν αυτό, οι άνθρωποι πρέπει να αγαπούν την εξουσία και την ισχύ. Η αγάπη της εξουσίας και της ισχύος, όμως, δεν είναι συνεπής και συμβατή με την καλοσύνη –αλλά συνεπής και συμβατή με ακριβώς τις αντίθετες ιδιότητες: περηφάνια, πανουργία, βαναυσότητα. Δίχως την υπερβολική προβολή του εαυτού και την υποτίμηση των άλλων, δίχως υποκρισίες και απάτες, χωρίς φυλακές, φρούρια, εκτελέσεις και φόνους, καμία εξουσία δεν μπορεί να έλθει στο φως της υπάρξεως ούτε να κρατηθεί.
«Αν η εξουσία της κυβέρνησης καταργηθεί, οι πιο φαύλοι θα τυραννούν τους λιγότερο φαύλους» λένε οι υποστηρικτές της κρατικής εξουσίας.
Μα, όταν οι Αιγύπτιοι κατέκτησαν τους Ιουδαίους, οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τους Έλληνες και οι Βάρβαροι κατέκτησαν τους Ρωμαίους (ή, και αντιστρόφως), είναι δυνατόν όλοι οι κατακτητές να ήταν πάντοτε καλύτεροι από τους κατεκτημένους;
Το ίδιο συμβαίνει με τις μεταβιβάσεις των δικαιωμάτων εξουσίας εντός ενός κράτους από μιαν προσωπικότητα σε μιαν άλλη: έχουν πάντοτε η δύναμη και η ισχύς περάσει από ένα χειρότερο πρόσωπο σε ένα καλύτερο;
Όταν καθαιρέθηκε ο Λουδοβίκος 16ος και ήλθε στην εξουσία ο Ροβεσπιέρρος και μετά ο Ναπολέων, ποιός βασίλευε τότε, ένας άνθρωπος καλύτερος ή χειρότερος;
Και πότε υπήρχαν καλύτεροι άνθρωποι στην εξουσία, όταν ήταν στην εξουσία το κόμμα των Βερσαλλιών ή η Κομμούνα; Όταν ήταν αρχηγός ο Kάρολος 1ος ή ο Κρόμγουελ; Και όταν ο Πέτρος 3ος ήταν Τσάρος ή όταν δολοφονήθηκε και η Αικατερίνη ήταν Τσαρίτσα στην μισή Ρωσσία και ο Pougachef ηγεμόνας της άλλης;
Ποιό ήταν το κακό τότε και ποιό το καλό;
Όλοι οι άνθρωποι που συμβαίνει να είναι στην εξουσία βεβαιώνουν ότι η δική τους εξουσία είναι αναγκαία για να συγκρατηθούν οι κακοί από την τυραννία των καλών, υποθέτοντας ότι αυτοί οι ίδιοι είναι οι καλοί –ΚΑΤ’ ΕΞΟΧΗΝ και ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΙΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ(PAR EXCELLENCE)– που προστατεύουν άλλους καλούς ανθρώπους από τους κακούς.
Εξουσία σημαίνει, όμως, χρησιμοποίηση βίας και χρήση βίας σημαίνει να κάνεις σε αυτόν στον οποίον ασκείς βία ό,τι δεν θέλει και ό,τι αυτός που ασκεί την βία σίγουρα δεν θα ήθελε να γίνει στον ίδιο. Κατά συνέπειαν, εξουσία –και μέσα εξουσίας– σημαίνουν να κάνουμε σε άλλους ό,τι εμείς νομίζουμε πως δεν θα θέλαμε να μας κάνουν αυτοί, δηλαδή σημαίνει να κάνουμε κακό.
Υποταγή σημαίνει να προτιμάς να υποφέρεις σε σχέση με το να χρησιμοποιείς βία. Και να προτιμούμε να υποφέρουμε σε σχέση με την χρήση βίας, σημαίνει πως είμαστε καλοί ή, τουλάχιστον, λιγότερο φαύλοι από αυτούς που κάνουν στους άλλους ό,τι οι ίδιοι δεν θα ήθελαν.
Κατά πάσαν πιθανότητα, συνεπώς, και τώρα βασιλεύει και πάντοτε βασίλευε όχι ο καλύτερος αλλά ο χειρότερος. Μπορεί να υπάρχουν κακοί άνθρωποι ανάμεσα σε αυτούς που είναι υποταγμένοι αλλά δεν μπορεί αυτοί που είναι καλύτεροι να έχουν, εν γένει, υποτάξει στην εξουσία τους αυτούς που είναι χειρότεροι: θα ήταν δυνατόν να το υποθέσουμε αυτό βασισμένοι στον ανακριβή ορισμό του καλού από τους αμύητους όλων των εθνών. Με τον ξεκάθαρο Χριστιανικό ορισμό του καλού και του κακού, ωστόσο, αυτή είναι μιαν υπόθεση απίθανη για την φαντασία μας.
Αν η μεγαλύτερη ή η μικρότερη καλοσύνη και ομορφιά και η μεγαλύτερη ή μικρότερη κακία και ασχήμια δεν μπορούν να διακριθούν στα πλαίσια του ειδωλολατρικού κόσμου, η Χριστιανική σύλληψη περί καλού και κακού έχει τόσο καθαρά ορίσει τα χαρακτηριστικά του καλού (με την έννοια του ενάρετου) και του φαύλου που είναι αδύνατη η σύγχυσή τους και η ανατροπή της.
Σύμφωνα με την διδασκαλία του Χριστού, οι καλοί είναι οι πραείς και οι υπομείναντες επί μακρόν, οι μη αντιστεκόμενοι στο κακό μέσω της βίας, οι ελεήμονες έναντι των πληγμάτων των κακών και οι αγαπώντες τους εχθρούς τους.
Φαύλοι είναι αυτοί που υπερηφανεύονται και υπερυψώνονται, που καταπιέζουν, που διαστρεβλώνουν και χρησιμοποιούν την βία.
Επομένως, κατά την διδασκαλία του Χριστού, δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία εάν οι καλοί πρέπει να βρεθούν εν μέσω των βασιλέων ή των υπηκόοων και εάν οι φαύλοι είναι μεταξύ υποταγμένων ή εξουσιαστών (ή, είναι εξουσιαστές).
Πράγματι, είναι παράλογο και άτοπο ακόμα και να μιλά κανείς για Χριστιανούς που βασιλεύουν και εξουσιάζουν.
Οι μη-Χριστιανοί, δηλαδή αυτοί που βρίσκουν τον σκοπό της ζωής τους στην γήϊνη ευτυχία, πρέπει ανέκαθεν να εξουσιάζουν και να κυριαρχούν Χριστιανούς (ο σκοπός της ζωής των οποίων είναι η αποκήρυξη και η απόταξη της γήϊνης ευτυχίας αυτής της μορφής).
Αυτή η διαφορά πάντοτε υπήρχε και έχει γίνει ολοένα και περισσότερο καθορισμένη καθώς η Χριστιανική θρησκεία έχει διαχυθεί περισσότερο ευρέως και έχει γίνει πιο σωστά κατανοητή. Όσο περισσότερο ευρέως διαχεόταν η αληθής Χριστιανοσύνη και όσο περισσότερο διείσδυε στην συνείδηση των ανθρώπων, τόσο περισσότερο απίθανη γινόταν η δυνατότητα των Χριστιανών να είναι εξουσιαστές και κυβερνήτες αλλά και ευκολότερη η δυνατότητα των μη-Χριστιανών να τους εξουσιάζουν και να τους κυβερνούν.
«Το να απαλλαγούμε από την κυβερνητική βία σε μιαν κοινωνία στην οποία δεν είναι όλοι πραγματικοί Χριστιανοί, θα έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα οι φαύλοι να κυριαρχούν επί των καλών και να τους τυραννούν ατιμώρητα» λένε οι υπερασπιστές της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
Μα, ποτέ δεν έχει υπάρξει –και δεν μπορεί να είναι ποτέ– ειδάλλως.
Αυτό υπήρχε από την αρχή του κόσμου, αυτό εξακολουθεί.
ΟΙ ΦΑΥΛΟΙ ΑΝΕΚΑΘΕΝ ΘΑ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΘΑ ΤΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥΝ. Ο Κάϊν επικράτησε επί του Άβελ, ο πανούργος Ιακώβ κυριάρχησε επί του άδολου και αθώου Εσαού και, με την σειρά του, εξαπατήθηκε από τον Λαβάν, τον Καϊάφα και τον Πιλάτο (ή) ο Καϊάφας και ο Πιλάτος υπέβαλαν σε μαρτύρια τον Χριστό, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες βασάνισαν τον Σενέκα και τον Επίκτητο/Επίκτητε και τους καλούς Ρωμαίους που ζούσαν στα χρόνια τους.
ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ IV και οι ευνοημένοι του ακόλουθοι (ή) ο Ιωάννης o 4ος, ο συφιλικός μεθυσμένος από οίνο Πέτρος και οι κούκλες του, η διεφθαρμένη κοινή Αικατερίνη με τις μαιτρέσσες της, όλοι αυτοί βασίλευαν και εξουσίαζαν επί των εργατικών και φιλόπονων Ρώσσων των χρόνων τους.
Ο William βασιλεύει επί των Γερμανών, ο Stambouloff επί των Βουλγάρων, οι Ρώσσοι αξιωματούχοι επί του Ρωσσικού λαού.
Οι Γερμανοί έχουν κερδίσει τους Ιταλούς και τώρα επικρατούν επί Ούγγρων και Σλαβόνων, οι Τούρκοι κυριάρχησαν –και εξακολουθούν να κυριαρχούν– επί Σλαβόνων και Ελλήνων, οι Άγγλοι εξουσιάζουν τους Ινδουϊστές, οι Μογγόλοι τυραννούν τους Κινέζους.
Επομένως, είτε καταργείται η κυβερνητική βία είτε όχι, η θέση των καλών ανθρώπων –ως προς το ότι καταπιέζονται από τους φαύλους– θα είναι αμετάβλητος.
Να τρομοκρατηθούν, άρα, και να εκφοβιστούν οι άνθρωποι με την προοπτική των φαύλων που θα εξουσιάζουν τους καλούς είναι αδύνατον: διότι αυτό ακριβώς είναι που έχει ανέκαθεν συμβεί, έχει ανέκαθεν υπάρξει, συμβαίνει τώρα και δεν μπορεί παρά να συμβαίνει.
Όλη η ιστορία των χρόνων του παγανισμού δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αφήγηση και μια εξ αρχής αναφορά –ένα ρεσιτάλ– των συμβάντων και των μέσων με τα οποία οι πιο φαύλοι πήραν υπό την κατοχή τους την εξουσία επί των λιγότερο φαύλων και την διατήρησαν με κτηνωδίες και απάτες, βασιλεύοντας επί των καλών υπό την υποκριτική προβολή της αξίωσης στο δικαίωμα πως αυτοί είναι που διαφυλάττουν το ορθό και προστατεύουν τους καλούς από τους φαύλους.
Όλες οι επαναστάσεις στην ιστορία είναι απλώς παραδείγματα της πιο φαυλεπίφαυλης αρπακτικής εξουσίας (ή) παραδείγματα με τους πιο φαύλους να καταλαμβάνουν και να αρπάζουν την εξουσία και να τυραννούν τους καλούς.
Διακηρύσσοντας οι αρχές της εξουσίας ότι –αν δεν υπήρχε η εξουσία τους– οι πιο φαύλοι θα καταπίεζαν τους καλούς, απλώς επιδεικνύουν την αδιαθεσία/ απροθυμία τους να αφήσουν να έλθουν στην εξουσία άλλους τυράννους, οι οποίοι θα ήθελαν να τους την υφαρπάξουν. Με τον ισχυρισμόν αυτόν, όμως, απλώς αυτοκατηγορούνται, αυτοενοχοποιούνται: δηλαδή, λένε ότι η δύναμή και η ισχύς τους (ίσον, η βία) χρειάζεται για να υπερασπιστούν τους ανθρώπους από άλλους πιθανούς τυράννους στο παρόν ή στο μέλλον.
Μπορώ να παραθέσω (ως προς την σύνδεση αυτή) την εκπληκτική, γεμάτη αφέλειες, και κωμική ανακοίνωση-διαμαρτυρία των Ρωσσικών αρχών, των τυράννων των άλλων εθνικοτήτων: των Πολωνών, των Γερμανών των περιφερειών της Βαλτικής και των Ιουδαίων. Η Ρωσσική Κυβέρνηση έχει καταδυναστεύσει και βασανίσει τους υπηκόους/τα υποκείμενά/τα θέματά της επί αιώνες και ποτέ δεν προβληματίστηκε για τους Μικρούς Ρώσσους ή Ουκρανούς της Πολωνίας ή για τους Λιθουανούς των περιφερειών της Βαλτικής ή για τους Ρώσσους χωρικούς που όλοι τους εκμεταλλεύονται. Και τώρα –εξαίφνης– έχει γίνει προασπιστής των καταπιεσμένων, των ίδιων κατ’ εξοχήν τυραννισμένων που η ίδια καταπιέζει.
Η αδυναμία της χρήσης βίας (ή) η αδυναμία στήριξης της χρήσης βίας έγκειται στο γεγονός ότι όλα τα επιχειρήματα που παρουσιάζουν οι τύραννοι για την άμυνά τους μπορούν κάλλιστα –και με ακόμα αρτιότερη λογική– να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους.
Επικαλούνται την απειλή και τον κίνδυνο της βίας (ως επί το πλείστον φανταστικού, προβαλλόμενου στο μέλλον) αλλά εν τω μεταξύ αυτοί οι ίδιοι συνεχίζουν διαρκώς να ασκούν πραγματική βία.
«Λέτε ότι οι άνθρωποι ήταν συνηθισμένοι να κλέβουν και να δολοφονούν στο παρελθόν και ότι φοβάστε ότι θα κλέβουν, θα βιάζουν και θα σκοτώνουν ο ένας τον άλλον αν δεν υπήρχε πια η εξουσία και η δύναμή σας. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί –ή, μπορεί να μην συμβεί ποτέ. Όμως, παραμένει το γεγονός ότι καταστρέφετε χιλιάδες ανθρώπων ρίχνοντάς τους σε φυλακές, φρούρια, γαλλέρες και εξορίες, ότι διαλύετε εκατομμύρια οικογενειών και διαφθείρετε εκατομμύρια ανθρώπων (φυσικά αλλά και ηθικά) στον στρατό: το γεγονός αυτό δεν είναι μια φανταστική αλλά μια πραγματική πράξη βίας στην οποία, με βάση την δική σας επιχειρηματολογία, θα έπρεπε κανείς να αντισταθεί με την βία. Άρα, είστε εσείς αυτοί οι φαυλεπίφαυλοι άνθρωποι κατά των οποίων, με βάση την δική σας επιχειρηματολογία, είναι απολύτως αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί βία»: αυτό είναι που σίγουρα θα πουν οι καταπιεσμένοι στους τυράννους τους.
Οι μη-Χριστιανοί πάντοτε επί της βάσεως αυτής της λογικής μιλούν, σκέπτονται και πράττουν: Αν οι καταπιεσμένοι είναι περισσότερο φαύλοι από τους καταπιεστές τους, τους επιτίθενται και προσπαθούν να τους ρίξουν και να τους ανατρέψουν (υπό ευνοϊκές συνθήκες επιτυγχάνουν να τους ανατρέψουν ή, συνήθεια περισσότερο κοινή, εγείρονται και υψώνονται ως τις τάξεις των τυράννων και τους βοηθούν στις πράξεις βίας τους).
Επομένως, η ίδια κατ’ εξοχήν η βία την οποία οι υποστηρικτές της κυβέρνησης θεωρούν ως μιαν μορφή τρομοκρατίας –υποκρινόμενοι ότι, αν δεν υπήρχε η εξουσιαστική και καταπιεστική της ισχύ, οι φαύλοι θα τυραννούσαν τους καλούς– είναι κάτι που υπήρχε πάντοτε, αληθώς: και πάντοτε θα υπάρχει στην ανθρώπινη κοινωνία.
Συνεπώς, η κατάργηση της κρατικής βίας δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι η αιτία και ο λόγος της αυξανόμενης καταδυνάστευσης των καλών από τους κακούς. Αν σταματούσε η κρατική βία, θα υπήρχαν πράξεις βίας ίσως εκ μέρους διαφορετικών ανθρώπων ή λαών (άλλων από αυτούς που είχαν κάνει τις πράξεις βίας στο παρελθόν). Όμως, η συνολική ποσότητα της βίας δεν θα ήταν, σε καμία περίπτωση, αυξημένη από το απλό γεγονός ότι η δύναμις μεταβιβάστηκε από μιαν ομάδα ανθρώπων σε μιαν άλλη/ σε έναν άλλον.
«Η κρατική βία μπορεί να σταματήσει μόνον όταν δεν θα υπάρχουν πια φαύλοι στην κοινωνία» λένε οι υπερασπιστές της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων (υποθέτοντας σε αυτό, φυσικά, ότι αφού θα υπάρχουν πάντα φαύλοι, δεν θα σταματήσει ποτέ).
Θα ήταν αρκετά ορθό αυτό εάν ήταν αληθές –όπως υποθέτουν– πως οι τύραννοι είναι πάντοτε οι καλύτεροι άνθρωποι και πως το μοναδικό μέσο διάσωσης των ανθρώπων από το κακό είναι μέσω της βίας. Τότε, πράγματι, η βία δεν θα μπορούσε ποτέ να σταματήσει.
Αφού, όμως, αυτό δεν είναι αληθές ούτε ισχύει στην περίπτωση αυτή αλλά ισχύει μάλλον το αντίθετο (δηλαδή, δεν καταπιέζουν οι καλύτεροι τους χειρότερους αλλά οι χειρότεροι τους καλύτερους) και αφού η βία δεν θα σταματήσει ποτέ το κακό –και, επιπλέον, αφού υπάρχει και άλλο μέσο για να τερματιστεί– άρα, ο ισχυρισμός πως η βία δεν θα τερματιστεί ποτέ είναι λάθος.
Η χρήση βίας βαίνει διαρκώς μειούμενη και, προφανώς, πρέπει να μηδενιστεί. Αυτό, όμως, δεν είναι κάτι που θα συμβεί και θα περάσει όπως συνήθως –φαντάζονται οι υποστηρικτές της υπάρχουσας τάξης– με τους καταπιεσμένους να γίνονται όλο και καλύτεροι υπό την επιρροή της κυβέρνησης (αφού, αντιθέτως, η επιρροή της είναι η αιτία αυτή που προκαλεί την συνεχιζόμενη υποτίμησή τους) αλλά μέσω του γεγονότος ότι όλοι οι άνθρωποι γίνονται διαρκώς καλύτεροι αφ’ εαυτών –ώστε ακόμα και οι πιο φαύλοι, αυτοί που βρίσκονται εν ισχύϊ στην εξουσία, θα γίνονται λιγότερο και λιγότερο φαύλοι ώσπου στο τέλος γίνονται τόσο καλοί που είναι ανίκανοι να κάνουν χρήση βίας.
Το προοδευτικό κίνημα της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς δεν προκύπτει ούτε πηγάζει από την κατάληψη της εξουσίας από τα καλύτερα στοιχεία της κοινωνίας και από την βελτίωση –με αποφασιστικά, βίαια μέσα– των υπαγομένων/υποκειμένων σε αυτά ώστε να γίνουν καλύτερα (όπως φαντάζονται οι συντηρητικοί και οι υποστηρικτές των αρχών της επανάστασης).
Προκύπτει πρωτίστως και προ πάντων/πριγκηπικά από το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι εν γένει προοδεύουν σταθερά και ακλόνητα προς μιαν ολοένα και περισσότερο συνειδητή αφομοίωση της Χριστιανικής θεωρίας της ζωής και, κατά δεύτερο λόγο, από το γεγονός ότι –ακόμα και ξέχωρα από την συνειδητή πνευματική ζωή– οι άνθρωποι οδηγούνται και φέρονται ασυνείδητα σε μιαν περισσότερο Χριστιανική στάση ζωής από την ίδια κατ’ εξοχήν διαδικασία θέασης μιας ομάδας ανθρώπων που καταλαμβάνει την εξουσία και αμέσως μετά αντικαθίσταται πάλι από άλλες.
Τα χειρότερα στοιχεία της κοινωνίας, αποκτώντας στην κατοχή τους εξουσία και υπό την απομυθοποιητική επιρροή/αποτιξίνωση που πάντοτε συνοδεύει την άσκηση εξουσίας, γίνονται ολοένα και λιγότερο βίαιοι και, συνεπώς, ανίκανοι να χρησιμοποιούν βάρβαρες μορφές βίας. Κατά συνέπεια, γίνονται άλλοι ικανοί να πάρουν την θέση τους –και ακολουθεί και συνεχίζεται η ίδια διαδικασία μετριασμού των παθών, εκλέπτυνσης και, λόγου χάρη, γλύκανσης ή εμβάπτισης στον συνειδητό Εκχριστιανισμό.
Μοιάζει κάπως με την διαδικασία όπου κοχλάζει το εκχύλισμα και το απόσταγμα του οίνου.
Η πλειοψηφία των ανθρώπων, επειδή έχουν την μη-Χριστιανική θέαση της ζωής, επιδιώκουν πάντοτε την εξουσία και αγωνίζονται να την αποκτήσουν. Στην μάχη αυτή, τα πιο βάρβαρα, τα πιο ακατέργαστα, τα λιγότερο Χριστιανικά στοιχεία της κοινωνίας υπερπηδούν τα πιο ευγενή και Χριστιανικά που διαθέτουν καλή βούληση, εγείρονται, ανασταίνονται –μέσω της βίας– και αγγίζουν τις ανώτερες τάξεις της κοινωνίας.
Σε αυτά εκπληρώνεται η προφητεία του Χριστού: «ΟΥΑΙ ΥΜΙΝ ΤΟΙΣ ΠΛΟΥΣΙΟΙΣ! ΟΥΑΙ ΥΜΙΝ ΟΙ ΕΜΠΕΠΛΗΣΜΕΝΟΙ! ΟΥΑΙ ΟΤΑΝ ΚΑΛΩΣ ΥΜΑΣ ΕΙΠΩΣΙ ΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!». Διότι οι άνθρωποι που έχουν στην κατοχή τους την εξουσία και όλα/όλοι όσα/όσοι προκύπτουν και απορρέουν από αυτήν –δόξα και πλούτος– και έχουν επιτύχει τους διάφορους σκοπούς που εκ των προτέρων θέτουν ενώπιόν τους, αναγνωρίζουν την ματαιότητα όλων και επιστρέφουν στην θέση από την οποία έλκουν την καταγωγή.
Ο Κάρολος ο 5ος, ο Ιωάννης ο 4ος (ή) ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ IV, ο Αλέξανδρος ο 1ος, αναγνωρίζοντας την κενότητα και το πονηρό κακό της εξουσίας, την αποκήρυξαν επειδή ήταν ανίκανοι να χρησιμοποιούν την βία για το δικό τους κέρδος, όπως έκαναν ως τότε. Δεν είναι, όμως, τα μοναδικά παραδείγματα αυτής της αναγνώρισης της κενότητας και του κακού της εξουσίας. Κάθε ένας που αποκτά μιαν θέση εξουσίας την οποίαν ζητά, κάθε στρατηγό(ς), κάθε υπουργό(ς) ή ιερέα(ς), κάθε εκατομμυριούχο(ς), κάθε μικροσκοπικό(ς) αξιωματούχο(ς) που έχει κερδίσει η/την θέση που εποφθαλμιούσε επί 10 έτη, κάθε πλούσιο(ς) χωρικό(ς) που έχει βάλει στην άκρη 100 ρούβλια –τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής– περνά δια μέσου αυτής της ασυνείδητης διαδικασίας εκλέπτυνσης.
Και όχι μόνον άνθρωποι ατομικοί αλλά και κοινωνίες ανθρώπων, ολόκληρα έθνη, περνούν/πέρνα από αυτήν την διαδικασία.
Τα φίλτρα της εξουσίας –και όλος ο πλούτος, η τιμή και η πολυτέλεια– που αυτή δίδει μοιάζουν να είναι ένας επαρκής στόχος για τις ανθρώπινες επιδιώξεις μόνο για όσο διάστημα δεν επιτυγχάνονται. Αμέσως μόλις ένας άνθρωπος τις αγγίξει βλέπει όλην την ματαιοδοξία τους και, σταδιακά, χάνουν όλην την ελκυστική τους δύναμη. Είναι σαν τις νεφέλες που έχουν μορφή και ομορφιά μόνον από απόσταση –ευθύς όταν κάποιος ανέλθει ως αυτές, όλη τους η λάμψη και μεγαλοπρέπεια χάνεται.
Οι άνθρωποι που έχουν στην κατοχή τους εξουσία και υγεία (ορισμένες φορές ακόμη και αυτούς τους ίδιους που έχουν μόνοι τους κατακτήσει για τον εαυτό τους και μόνο την εξουσία και τον πλούτο τους –αλλά, ακόμα πιο συχνά, τους κληρονόμους τους) σταματούν να κοιτούν τόσο άπληστα την εξουσία και να καταβάλουν τόσο βίαιες προσπάθειες να την αποκτήσουν.
Έχοντας μάθει δια μέσου της εμπειρίας και υπό την λειτουργία της Χριστιανικής επιρροής, την ματαιότητα όλων όσων κατακτώνται με την βία, οι άνθρωποι –ορισμένες φορές είτε σε έναν (ή) σε μιαν γενιά, ορισμένες φορές σε αρκετές γενιές– χάνουν τα ελαττώματα που γεννώνται από το πάθος της εξουσίας, και τον πλούτο.
Γίνονται λιγότερο μοχθηροί και έτσι δεν μπορούν να κρατήσουν την θέση τους και εκτοπίζονται από την εξουσία από άλλους λιγότερο Χριστιανούς και περισσότερο φαύλους.
Επιστρέφουν, άρα, σε μιαν τάξη της κοινωνίας χαμηλότερη ως θέση αλλά υψηλότερη σε ηθική υψώνοντας ως εκ τούτου του γεγονότος εκεί πλησίον την γραμμή του μέσου επιπέδου της Χριστιανικής συνείδησης στους ανθρώπους. Αμέσως μετά, όμως, από αυτούς και πάλι τα χειρότερα, αυταρχικότερα, ελάχιστα Χριστιανικά στοιχεία της κοινωνίας (του Λιστ) ανέρχονται στην κορυφή και υποτάσσονται/υπόκεινται στην ίδιαν διαδικασία/αλληλουχία/ακολουθία όπως οι προγενέστεροί τους και πάλι εκ νέου πέφτουν –σε μιαν γενιά ή εκεί περίπου– βλέποντας την ματαιότητα σε ό,τι αποκτάται με την βία αλλά, έχοντας αφομοιώσει την εμπειρία του Χριστιανισμού, βρίσκονται πλέον εν μέσω των καταπιεσμένων και ο τόπος τους καταλαμβάνεται και πάλι από νέους τυράννους (λιγότερο βρούτους σε σύγκριση με τους προηγούμενους τυράννους τους αλλά βρούτους περισσότερο σε σχέση με αυτούς που τώρα έχουν υπό την εξουσία τους).
Οπότε, αν και η εξουσία παραμένει εξωτερικώς της ίδιας μορφής –οιονεί– όπως ακριβώς ήταν και πρώτα, με κάθε αλλαγή των ανθρώπων στην εξουσία υπάρχει μια διαρκής αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που έχουν πειστεί στην αναγκαιότητα εξοικείωσης εξ εμπειρίας της Χριστιανικής σύλληψης της ζωής και με κάθε αλλαγή (αν και είναι ο πρωτόγονος, πρωτογενής και (το/ο) λιγότερο Χριστιανός –ο Λιστ– που έρχεται στο σημείο κατοχής της εξουσίας) οι Θεοί που τον/την εκπροσωπούν και τον/την συνοδεύουν είναι –σε σχέση με τους προγόνους τους όταν αυτοί ήταν δαιμόνιοι κάτοχοι της εξουσίας– λιγότερο αυταρχικοί, λιγότερο σκληροί, λιγότερο βίαιοι και περισσότερο Χριστιανοί.
Η εξουσία επιλέγει και προσελκύει τα χειρότερα στοιχεία της κοινωνίας, τα μεταμορφώνει, τα βελτιώνει και τα καλλιεργεί, τα λειαίνει και τα επιστρέφει στην κοινωνία.
Αυτή είναι η λειτουργία της διαδικασίας μέσω της οποίας η Χριστιανοσύνη –παρά τα εμπόδια στην ανθρώπινη πρόοδο που πηγάζουν από την βία της εξουσίας– γίνεται ολοένα και περισσότερο κυρία/κυρίαρχος των ανθρώπων. Η Χριστιανοσύνη διεισδύει στην συνείδηση των ανθρώπων όχι μόνο σε αντίθεση με την βία της εξουσίας αλλά, επιπλέον, και μέσω αυτής.
Άρα, ο ισχυρισμός των υποστηρικτών του κράτους ότι αν απαγορευόταν η εξουσία της κυβέρνησης οι φαύλοι θα τυραννούσαν και θα καταπίεζαν τους καλούς όχι μόνον αποτυγχάνει να επιδείξει ότι είναι αυτό που πρέπει να τρομοκρατεί (αφού, έτσι κι αλλιώς, είναι αυτό ακριβώς που συμβαίνει και τώρα) αλλά αποδεικνύει, αντιστρόφως, ότι είναι η κυβερνητική εξουσία που δίνει την δυνατότητα και την ικανότητα στους φαύλους να τυραννούν τους καλούς: και είναι αυτή, επομένως, το κακό που είναι πλέον επιθυμητό να απαγορευτεί (και, όντως, σταδιακά καταργείται στην φυσική πορεία των πραγμάτων).
«Ναι, αλλά αν είναι αλήθεια ότι η κυβερνητική εξουσία θα εκμηδενιστεί και θα εξαφανιστεί μόλις αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία γίνουν τόσο χρηστοί, Χριστιανοί –ή και Θεοί– που αποκηρύξουν από μόνοι τους, με συμφωνία, την εξουσία αλλά δεν υπάρχουν ή δεν βρίσκονται άνθρωποι πρόθυμοι να πάρουν την θέση τους (και μπορεί αυτή η διαδικασία ήδη να λαμβάνει χώρα), πότε θα έλθει η ώρα να τερματιστεί και να τελειώσει αυτό;» λένε οι υπερασπιστές της υπάρχουσας τάξης. «Αν, ύστερα από 1800 χρόνια, υπάρχουν τόσοι πολλοί που επιθυμούν και αγαπούν την εξουσία αλλά τόσο λιγοστοί είναι πρόθυμοι να υπακούουν, δεν φαίνεται καμία πιθανότητα να συμβεί αυτό πολύ σύντομα ή, στ’ αλήθεια, να συμβεί καν ποτέ. Ακόμα κι αν υπάρχουν (όπως πάντοτε υπήρχαν) ορισμένοι άνθρωποι που προτιμούν να αποκηρύσσουν την εξουσία από να την απολαμβάνουν, οι μάζες των ανθρώπων που κρατώνται ως απόθεμα και προτιμούν την κυριαρχία σε σχέση με την υποταγή είναι τόσο μεγάλες που είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν χρόνο όπου ο αριθμός θα έχει εξαντληθεί. Πριν από αυτήν την λειτουργία εμβάπτισης στο όνομα του Εκχριστιανισμού που θα μπορούσε να επηρεάσει όλους τους ανθρώπους –τον έναν μετά τον άλλον– έτσι ώστε να περάσουν από την ειδωλολατρική στην Χριστιανική σύλληψη της ζωής και να εγκαταλειφθούν εθελοντικά η εξουσία και ο πλούτος, θα ήταν αναγκαίο να προσηλυτιστούν στον Χριστιανισμό όλοι οι βάρβαροι, ημιάγριοι άνθρωποι που είναι παντελώς ανίκανοι να εκτιμήσουν τον Χριστιανισμό (ή να δράσουν για αυτόν) –άλλωστε, υπάρχουν πάντοτε πολλοί εξ αυτών σε κάθε Χριστιανική κοινωνία. Ακόμα πιο σημαντικό: πρέπει να προσηλυτιστούν όλοι οι πρωτόγονοι και απολύτως μη-Χριστιανικοί λαοί οι οποίοι είναι τόσο πολυάριθμοι εκτός του Χριστιανικού κόσμου. Συνεπώς, ακόμα και αν παραδεχθούμε ότι αυτή η διαδικασία Εκχριστιανισμού κάποια μέρα θα τους επηρεάσει όλους, και πάλι –κρίνοντας από την ποσότητα της αριθμητικής προόδου που έχει κάνει μέσα σε 1800 χρόνια– θα περάσουν 18 αιώνες επί πολλούς αριθμούς πριν γίνει αυτό. Δεν αποδίδει κέρδος, άρα, και είναι απίθανη η σκέψη στο παρόν για ο,τιδήποτε τόσο ασύμφορο και μη πρακτικό όπως η κατάργηση της εξουσίας. Θα έπρεπε απλώς να προσπαθούμε να βάλουμε στην εξουσία χέρια (ή) την εξουσία στα καλύτερα χέρια».
Θα ήταν τέλεια ορθή και δίκαια αυτή η κριτική –μακάρι– εάν η μετάβαση από μια σύλληψη ζωής σε μιαν άλλη κατορθωνόταν (και εκπληρωνόταν) με μιας, με μιαν ενιαία, απευθείας διαδικασία την οποία θα ακολουθούσαν όλοι οι άνθρωποι ξεχωριστά και αλληλοδιαδοχικά, συνειδητοποιώντας ο καθένας για τον εαυτό του την κενότητα της εξουσίας και προσεγγίζοντας την Χριστιανική αλήθεια μέσω της εσωτερικής πνευματικής οδού.
Είναι μια λειτουργία/ακολουθία (όπως ο θάνατος και η ανάσταση το Πάσχα) που συνεχίζεται ακατάπαυστα, εις το διηνεκές –και οι άνθρωποι περνούν στον Χριστιανισμό ο ένας μετά τον άλλον μέσω αυτής της εσωτερικής οδού.
Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο, εξωτερικό μέσο με το οποίο οι άνθρωποι πλησιάζουν τον Χριστιανισμό και μέσω του οποίου η μετάβαση είναι λιγότερο σταδιακή. Η μεταφορά αυτή από μιαν οργάνωση/έναν οργανισμό ζωής σε μιαν άλλη/ έναν άλλον δεν κατορθώνεται ανά βαθμούς σαν τους κόκκους της άμμου που περνούν η μια μετά την άλλη σαν κόκκοι σινάπεως ο ένας μετά τον άλλον μέσω της κλεψύδρας των ωρών.
Μοιάζει –οιονεί– περισσότερο σαν το αίσθημα στα ύδατα που πληρώνουν ένα πλοίο επιπλέον επί των υδάτων.
Κατ’ αρχάς, τα ύδατα ρέουν, εισρέουν και χύνονται αργά στην μια πλευρά αλλά, καθώς το φορτίο βαραίνει το πλοίο ξαφνικά αρχίζει να βυθίζεται και σχεδόν στιγμιαίως και ακαριαίως πληρώνεται με το αίσθημα από τα ίδια τα ύδατα.
Όμοια ακριβώς είναι και συμβαίνει με όλες τις μεταβάσεις του ανθρωπίνου γένους από μια σύλληψη –και, συνεπώς, από μιαν οργάνωση/έναν οργανισμό/οργασμό– της ζωής σε μιαν άλλη (μετάβαση, οργάνωση, σύλληψη, ζωή).
Κατ’ αρχάς μόνο ανά βαθμούς και αργά, ο ένας μετά τον άλλον, οι άνθρωποι συντονίζονται και αγγίζουν την νέαν αλήθεια μέσω της εσωτερικής πνευματικής οδού –και την ακολουθούν εξωτερικώς, στην ζωή. Όταν, όμως, προσεγγιστεί ένα ορισμένο σημείο στην διάχυση της αλήθειας, εξ αίφνης αφομοιώνεται από όλους όχι μέσω της εσωτερικής οδού αλλά όπως ακριβώς –οιονεί– ήταν αυτή, ακούσια και αθέλητα.
Αυτή είναι η αιτία που οι υπερασπιστές της υπάρχουσας τάξης κάνουν λάθος που επιχειρηματολογούν λέγοντας ότι, επειδή μόνον ένα μικρό κομμάτι του ανθρωπίνου γένους έχει περάσει από τον θάνατο στην ανάσταση στον Χριστιανισμό μέσα σε 18 αιώνες, πρέπει να περάσουν 18 αιώνες επί πολλούς αριθμούς πριν καταφέρουν όλα τα εναπομείναντα ως λείψανα κομμάτια του να κάνουν την ίδια πράξη. Διότι σε αυτό το επιχείρημα δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν στον υπολογισμό των λογαριασμών κανένα άλλο μέσο –πλησίον του εσώτερου πνευματικού– δια του οποίου οι άνθρωποι αφομοιώνουν μιαν νέαν αλήθεια και περνούν από μιαν τάξη/οργάνωση/εντολή της ζωής σε μιαν άλλη/σε έναν άλλον.
Οι άνθρωποι δεν αφομοιώνουν μιαν αλήθεια μόνον αναγνωρίζοντάς την μέσω του προφητικού ενστίκτου ή της εξοικείωσης εξ εμπειρίας.
Όταν η αλήθεια έχει διαχυθεί ευρέως και με επάρκεια, οι άνθρωποι σε ένα χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης την αποδέχονται όλοι/όλην αμέσως απλώς και μόνο δια της εμπιστοσύνης τους προς αυτούς που την άγγιξαν μέσω της εσωτερικής πνευματικής οδού –και την εφαρμόζουν στην ζωή. Κάθε νέα αλήθεια –μέσω της οποίας μεταβάλλεται η τάξη/οργάνωση/εντολή της ανθρώπινης ζωής και προοδεύει η ανθρωπότητα/ανθρωπιά– γίνεται πρώτα δεκτή μόνον από έναν πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων που την καταλαβαίνουν μέσω εσωτερικής πνευματικής διαίσθησης. Τα υπόλοιπα λείψανα του ανθρωπίνου γένους που αποδέχθηκαν «καλή τη πίστει» την προηγούμενη αλήθεια επί της οποίας βασίζεται η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή είναι αυτά που ανέκαθεν αντιτίθενται στην διάδοση της νέας αλήθειας. Βλέποντας, όμως, «εν αρχή» ότι οι άνθρωποι δεν στέκονται ακίνητοι αλλά προχωρούν σταθερά σε μιαν μεγαλύτερη αναγνώριση της αλήθειας και σε μιαν στενότερη προσαρμογή της ζωή τους σε αυτήν, σε δεύτερο στάδιο όλοι οι άνθρωποι –σε διαφόρους βαθμούς, αναλόγως με τα χρόνια που ζουν, την παιδεία τους και το γένος τους– είναι ικανοί να καταλάβουν τις νέες αλήθειες (πρώτα αυτοί που είναι πλησιέστερον σε ανθρώπους που έχουν εντοπίσει την νέαν αλήθεια μέσω πνευματικής διαίσθησης, αργά και ένας-ένας, αλλά αργότερα ολοένα και πιο γρήγορα) και περνούν στην πλευρά της νέας αλήθειας. Έτσι, ο αριθμός των ανθρώπων που δέχονται την νέαν αλήθεια γίνεται διαρκώς μεγαλύτερος ενώ η αλήθεια γίνεται ολοένα και περισσότερο κατανοήσιμη. Με τον τρόπο αυτό, στα υπόλοιπα λείψανα δημιουργείται μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση αφού βρίσκονται σε λιγότερο προχωρημένο στάδιο της ικανότητας κατανόησης της αλήθειας. Γίνεται ευκολότερο για αυτά να την πιάσουν ενώ ένας αυξανόμενος αριθμός την δέχεται. Και έτσι το κίνημα επιταχύνει και συνεχίζεται ολοένα και πιο γρήγορα (και μάλιστα, σε μιαν κλίμακα εσσαεί αυξανόμενη) όπως μια χιονοστιβάδα ώσπου στο τέλος δημιουργείται μια κοινή γνώμη σε αρμονία με την νέαν αλήθεια και τότε –ολόκληρη η μάζα των ανθρώπων μεταφέρεται αυτομάτως υπεράνω όλων (χάρη στο μομέντουμ της) στην νέαν αλήθεια και εγκαθιδρύει και στερεώνει μιαν νέα κοινωνική τάξη/οργάνωση/εντολή σε συμφωνία με αυτήν.
Οι άνθρωποι αυτοί που αποδέχονται μιαν νέαν αλήθεια όταν αυτή έχει κερδίσει έναν ορισμένο βαθμό αποδοχής, μεταφέρονται προς αυτήν αμέσως, κατά μάζες.
Μοιάζουν με τα έρμα τα οποία κάθε πλοίο ανέκαθεν μεταφέρει ως φορτίο για να το κρατούν ταυτογχρόνως όρθιο αλλά και οριζόντιο (κάθετο προς τον ορίζοντα) και για να μπορεί να αναχωρήσει και να φύγει με το σωστό τρόπο, καταλλήλως. Αν δεν υπήρχε σαβούρα περιττή, το πλοίο δεν θα ήταν αρκετά βυθισμένο στα ύδατα και θα κλυδωνιζόταν η θέση του με την ελαφρότερη μεταβολή στις συνθήκες πλοήγησής του. Αυτό το έρμαιον, κατ’ αρχάς εκπλήττει τον οποιονδήποτε ως περιττό και υπερβολικό ή φαίνεται ακόμα και πως αποτελεί εμπόδιο στην πρόοδο του σκάφους, είναι όμως πραγματικά απαραίτητο εκ των ων ουκ άνευ για την σωστή του διεύθυνση.
Το ίδιο συμβαίνει με την μάζα του ανθρωπίνου γένους όταν οι άνθρωποι (όχι ατομικά αλλά πάντοτε κατά μάζες) περνούν αμέσως και αυτομάτως –υπό την επιρροή μιας νέας κοινωνικής ιδέας– από μιαν οργάνωση/ έναν οργανισμό της ζωής σε μιαν άλλην/σε έναν άλλον.
Στην κοινωνική τάξη αυτή η μάζα πάντοτε εμποδίζει –εξαιτίας της αδράνειάς της– τις συχνές και ταχύτατες εκείνες επαναστάσεις που δεν έχουν επαρκώς αποδειχθεί από την ανθρώπινη εμπειρία και καθυστερεί κάθε αλήθεια επί μακρόν ώσπου να καταφέρει τελικά να περάσει την δοκιμή των παρατεταμένων συγκρούσεων και να διαποτίσει τέλεια και συνολικά την συνείδηση της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς.
Και να γιατί είναι λάθος να το λέει κανείς αυτό (ή) να λέει κανείς ότι επειδή μόνο μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων έχει εξοικειωθεί με τον Χριστιανισμό σε μιαν περίοδο 18 αιώνων, άρα θα πρέπει να πάρει πολλαπλασιαστικά πολλές φορές επί πολλούς αιώνες ώσπου να εξοικειωθεί μαζί του ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και ότι αφού αυτός ο χρόνος είναι τόσο μακρινός, άρα εμείς που ζούμε στο παρόν δεν χρειάζεται ούτε καν να το σκεφτόμαστε.
Είναι λάθος διότι οι άνθρωποι σε ένα χαμηλότερο επίπεδο κουλτούρας, άνθρωποι και έθνη τα οποία αντιπροσωπεύονται ως το μεγάλο εμπόδιο στην πραγματοποίηση και στην υλοποίηση της Χριστιανικής τάξης/οργάνωσης/ εντολής της ζωής είναι οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι που αμέσως περνούν κατά μάζες αυτομάτως σε οποιανδήποτε αλήθεια άπαξ και αυτή έχει αναγνωριστεί από την κοινή γνώμη.
Επομένως, η μεταμόρφωση της ανθρώπινης ζωής δια μέσου της οποίας οι άνθρωποι της εξουσίας θα την αποκηρύξουν (και δεν θα υπάρχει δα και κανένας που να αγωνιά να καταλάβει την θέση τους) δεν θα έλθει μόνον από όλους τους ανθρώπους οι οποίοι, συνειδητά και ξεχωριστά, θα αφομοιώνουν την Χριστιανική σύλληψη της ζωής. Θα έλθει όταν δημιουργηθεί –και εγερθεί– μια Χριστιανική κοινή γνώμη τόσο σαφώς καθορισμένη και ευκόλως κατανοήσιμη ώστε να αγγίζει το σύνολο της αδρανούς μάζας η οποία δεν είναι ικανή να φτάσει στην αλήθεια με την δική της διαίσθηση και, συνεπώς, βρίσκεται ανέκαθεν υπό την επιρροή της έωλης και αμφιταλαντευόμενης κοινής γνώμης.
Η κοινή γνώμη δημιουργείται και εγείρεται αυθόρμητα –και εξαπλώνεται επί εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια αλλά έχει την ικανότητα να εργάζεται επί των ανθρώπων μέσω μιας μορφής μόλυνσης ενώ κατακτά μεγάλους αριθμούς ανθρώπων με μεγάλη ταχύτητα.
«Ναι» λένε οι υπερασπιστές της υπάρχουσας τάξης «αλλά ακόμα κι αν είναι αληθές ότι η κοινή γνώμη μπορεί, όταν φτάσει σε έναν ορισμένο βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας, να μεταστρέψει την αδρανή μάζα εκτός του Χριστιανικού κόσμου, τις μη-Χριστιανικές φυλές αλλά και τις άγριες και στερημένες που ζουν εν μέσω αυτής, δεν έχουμε αποδείξεις ότι έχει δημιουργηθεί και εγερθεί αυτή η Χριστιανική κοινή γνώμη με συγκεκριμένη μορφή και είναι ικανή να αντικαταστήσει την ισχύ και την δύναμη και να τις καταστήσει περιττές. Δεν πρέπει να τερματίσουμε την βία μέσω της οποίας διατηρείται η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή και βασιζόμενοι στην ασαφή, vague και εξαιρετικά λεπτή, ασυναίσθητη και ακατάληπτη επιρροή της κοινής γνώμης να εκθέσουμε τους Χριστιανούς στον κίνδυνο να ληστευθούν, να δολοφονηθούν, να βιαστούν και να προσβληθούν με όλες τις μεθόδους από τους αγρίους εντός και εκτός της πολιτισμένης κοινωνίας. Αφού λοιπόν –ακόμα κι αν έχουμε την υποστήριξη από την χρήση βίας– δύσκολα μπορούμε να ελέγξουμε τα μη-Χριστιανικά στοιχεία τα οποία είναι διαρκώς έτοιμα να χυθούν καταπάνω μας και να καταστρέψουν ό,τι έχει κερδηθεί από τον πολιτισμό, είναι δυνατόν η κοινή γνώμη να καταλάβει την θέση της δύναμης και της ισχύος και να μας κάνει ασφαλείς; Επιπλέον, πώς θα καταλάβουμε την στιγμή που η κοινή γνώμη θα έχει γίνει αρκετά δυνατή ώστε να μπορεί να αντικαταστήσει την χρήση της ισχύος και της βίας; Το να απορρίψουμε την χρήση της βίας και να εμπιστευτούμε στην κοινή γνώμη να μας υπερασπιστεί θα ήταν εξίσου παρανοϊκό με το να βγάλουμε όλες τις κλειδαριές και να γκρεμίσουμε τις πόρτες σε έναν ζωολογικό πάρκο με άγρια θηρία, να καταργήσουμε όλα τα όπλα άμυνας –και μετά να αφήσουμε όλες τις λέαινες και τις τίγρεις ελεύθερες βασισμένοι στο γεγονός ότι τα ζώα με τις οπλές τους μας φαίνονταν φιλειρηνικά και ήρεμα όταν ήταν κλειδωμένα στα κελιά τους και τσεκάρονταν από τους φύλακες με πυρακτωμένο σίδερο (ή) σιδηρούν σταυρό ερυθροβαμμένο στο αίμα. Άρα, οι άνθρωποι της εξουσίας που έχουν τοποθετηθεί σε θέσεις ισχύος από το πεπρωμένο, την μοίρα ή από τον Θεό δεν έχουν το δικαίωμα να θέσουν σε κίνδυνο και να καταστρέψουν όλα όσα έχουν κερδηθεί από τον πολιτισμό μόνο και μόνον επειδή θέλουν να κάνουν δοκιμές για ένα πείραμα ώστε να δουν αν η κοινή γνώμη είναι ή δεν είναι ικανή να αντικαταστήσει την προστασία που δίδεται από τις θέσεις αυθεντίας και από την εξουσία».
Για να επιχειρήσει να δείξει πόσο απίθανη είναι η κατάργηση της θανατικής ποινής, ένας Γάλλος συγγραφεύς που έχει ξεχαστεί σήμερα –ο Alphonse Karr– είπε κάπου «que messieurs les assassins commencent par nous donner l’ exemple». Έχω συχνά ακούσει αυτό το ΞΥΠΝΙΟ ΡΗΤΟ-ΒΟΝ ΜΟΤ να επαναλαμβάνεται από ανθρώπους που νόμιζαν ότι οι λέξεις αυτές ήταν ένα έξυπνο και πειστικό επιχείρημα ενάντια στην κατάργηση της θανατικής ποινής.
Ωστόσο, αυτό που εκφράζεται ξεκάθαρα πια σε αυτό το επίγραμμα είναι πως είναι λάθος το επιχείρημα όσων θεωρούν ότι οι κυβερνήσεις είναι αυτές που δεν μπορούν να τερματίσουν την χρήση βίας (ώσπου να είναι μετά ικανοί και οι άνθρωποι να κάνουν το ίδιο).
Λένε οι υπερασπιστές της κρατικής βίας: «Αφήστε πρώτα τους φονιάδες να αρχίσουν αυτοί να μας δίνουν το παράδειγμα σταματώντας τους φόνους –και μετά θα τους σταματήσουμε κι εμείς».
Το ίδιο, όμως, λένε και οι δολοφόνοι (μόνο που αυτοί έχουν μεγαλύτερο δίκαιο/δικαίωμα: «Αφήστε αυτούς που έχουν αναλάβει να μας διδάσκουν και να μας καθοδηγούν να μας δώσουν το παράδειγμα σταματώντας τους νομιμοποιημένους φόνους –και μετά θα τους μιμηθούμε κι εμείς».
Και το λένε αυτό όχι στ’ αστεία αλλά σοβαρά επειδή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή είναι η πραγματική κατάσταση: σοβαρή για το κράτος. «Δεν μπορούμε να σταματήσουμε την χρήση βίας επειδή είμαστε κυκλωμένοι από κτηνανθρώπους και ρουφιάνους». Τίποτε στις ημέρες μας δεν εμποδίζει περισσότερο από αυτήν την λανθασμένη λογική την πρόοδο της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς και την εγκαθίδρυση του οργανισμού/οργάνωσης που ανταποκρίνεται στην παρούσα της ανάπτυξη. Αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία είναι πεπεισμένοι πως οι άνθρωποι καθοδηγούνται και προοδεύουν μόνο μέσω της χρήσης βίας και, συνεπώς, την χρησιμοποιούν την βία για να στηρίξουν τον υπάρχοντα οργανισμό/οργάνωση.
Η υπάρχουσα οργάνωση/τάξη/εντολή διατηρείται όχι από την βία αλλά από την κοινή γνώμη, η δράση της οποίας εμποδίζεται από την χρήση της βίας.
Ώστε το αποτέλεσμα της χρήσης βίας είναι να εμποδίζει και να αδυνατίζει ό,τι ακριβώς θέλει να διατηρήσει.
Ακόμα και στην καλύτερη και πιο ευνοϊκή περίπτωση, η βία –όταν δεν χρησιμοποιείται απλώς για κάποιους προσωπικούς σκοπούς όσων είναι στην εξουσία– ανέκαθεν τιμωρεί στο τέλος (λόγω του ανελαστικού «τύπου του νόμου») ό,τι έχει προηγουμένως επικριθεί από την κοινή γνώμη
Υπάρχει, όμως, αυτή η διαφορά: ότι ενώ η κοινή γνώμη θεωρεί αξιοκατάκριτες και καταδικάζει όλες τις πράξεις που αντιτίθενται στον ηθικό νόμο συμπεριλαμβανομένων και των πιο διαφορετικών υποθέσεων στην αποδοκιμασία της, ο νόμος που στηρίζεται στην βία μόνο καταδικάζει και τιμωρεί ένα στενό και περιορισμένο, πολύ μικρό πεδίο πράξεων και, με τον τρόπο αυτό, μοιάζει να δικαιολογεί/δικαιώνει όλες τις άλλες πράξεις της ιδίας μορφής που δεν ανήκουν στους σκοπούς τους και δεν έρχονται στο φως.
Από τον καιρό του νόμου του Μωϋσή ήδη, η κοινή γνώμη είχε θεωρήσει την απληστία, την ασωτία και την βιαιότητα (ως) λάθος και, με τις κατάλληλες αναλογίες, τις κατέκρινε. Καταδικάζει κάθε μορφή εκδήλωσης και εμφάνισης απληστίας και αφθονίας (όχι μόνο την ιδιοποίηση και οικειοποίηση της περιουσίας των άλλων μέσω βίας ή απάτης ή κόλπου) αλλά ακόμα και την βίαιη κατάχρηση του πλούτου. Καταδικάζει κάθε μορφή ασωτίας και ακολασίας, είτε με παλλακίδα είτε με σκλάβα είτε με διαζευγμένη γυναίκα ή ακόμα και με την δική του την γυναίκα.
Καταδικάζει κάθε μορφή βίας (είτε δείχνεται αυτή με σάλπιγγες ή με άσχημη συμπεριφορά, είτε αυτήν του φόνου) όχι μόνον ανθρώπων αλλά ακόμη και ζώων. Ο νόμος που βασίζεται στην βία μόνο τιμωρεί μερικές μορφές μάταιων εξόδων όπως η απάτη, η ληστεία και η λωποδυσία, μερικές μορφές ακολασίας και βίας όπως η συζυγική απάτη, ο φόνος και η επιβολή πληγμάτων.
Με τον τρόπο αυτό, μοιάζει να ενισχύει όλες τις εκδηλώσεις και επιδείξεις αφθονίας, ακολασίας και βαρβαρότητας που δεν ανήκουν στον στενό ορισμό του/της και δεν έρχονται στο φως.
Η χρήση βίας –εκτός ότι διαφθείρει την κοινή γνώμη– οδηγεί τους ανθρώπους στην μοιραία, θανάσιμη πεποίθηση πως προοδεύουν (ακόμα και οι Θεοί) όχι δια μέσου της πνευματικής ορμής η οποία τους ωθεί στην αναζήτηση της αλήθειας και στην υλοποίησή της στην ζωή και η οποία συνθέτει την μοναδική πηγή για κάθε προοδευτικό κίνημα της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς αλλά δια μέσου της βίας –της ίδιας κατ’ εξοχήν δυνάμεως η οποία (αντί να οδηγεί τους ανθρώπους στην αλήθεια) τους μεταφέρει πάντα μακριά από αυτήν.
Είναι ένα θανάσιμο λάθος αυτό διότι οδηγεί τους ανθρώπους να αγνοούν την πρωταρχική δύναμιν η οποία υποστηρίζει την ζωή τους –την πνευματική τους δράση– και να στρέφουν όλην τους την προσοχή και ενέργεια προς την χρήση βίας η οποία είναι επιφανειακή, εύκολη λύση και ολέθρια γενικότερα στην δράση της.
Οι Θεοί κάνουν κανονικά το ίδιο λάθος όπως λες κι οι άνθρωποι οι οποίοι –για να προσπαθήσουν από το έδαφος στον αέρα να κινήσουν (ή) να θέσουν σε κίνηση μιαν μηχανήν ατμού (ή) ατμομηχανή– θα ‘πρεπε κανονικά να στρέφουν τους τροχούς (ή) τις ρόδες (ή) τα γρανάζια με τα χέρια τους ή να την σπρώχνουν από πίσω χωρίς να υποψιάζονται ότι ο υποκείμενος λόγος της κινήσεως/του κινήματός της/του κουνήματός της (της ανθρωπότητας/ ανθρωπιάς) ήταν το άνοιγμα της ροής και η διαστολή του ατμού –και όχι η κίνηση του τροχού/της ρόδας. Στρέφοντας με τα χέρια τους τροχούς/ τις ρόδες/τα γρανάζια και με μοχλούς μπορούσαν απλώς και μόνο να παράγουν μιαν καθομοίωσιν κινήσεως/κινήματος στην γη ενώ, παράλληλα, εξάρθρωναν τους τροχούς/τις ρόδες λες και τους έβγαζαν τις κλείδες και τους/τις εμπόδιζαν να είναι κατάλληλες για την πραγματική κίνηση/κίνημα.
Αυτό ακριβώς είναι που κάνουν οι άνθρωποι αυτοί που νομίζουν ότι κάνουν (ή) δημιουργούν (τους άλλους) ανθρώπους να προχωρούν μπροστά και να προοδεύουν μέσω της εξωτερικής βίας.
Λένε πως η Χριστιανική ζωή δεν μπορεί να δημιουργηθεί και να στερεωθεί χωρίς την χρήση βίας επειδή υπάρχουν άγριες φυλές έξω από το μαντρί των Χριστιανικών κοινωνιών στην Αφρική και στην Ασία (υπάρχουν μερικοί που φαντάζονται/αντιπροσωπεύουν ακόμα και τους Κινέζους στο νου τους ως κίνδυνο για τον πολιτισμό) και πως ακόμα και εν μέσω των Χριστιανικών κοινωνιών υπάρχουν άγρια ζώα, διεφθαρμένοι και εγκληματίες συμφυείς εκ γενετής –σύμφωνα με την νέα θεωρία περί της χειροτονίας και της κληρονομικότητας.
Άρα, λένε, είναι αναγκαίο να αποτρέπουμε τους αγρίους και τους εγκληματίες από το να εξαφανίσουν τον πολιτισμό μας.
Μα, αυτοί οι άγριοι πρωτόγονοι –εντός και εκτός της Χριστιανικής κοινωνίας, με αυτήν ή χωρίς αυτήν/αυτί– που εκπροσωπούν τον τρόμο για εμάς δεν έχουν ποτέ υποταχθεί από την βία/μέσω της βίας και ούτε και τώρα υποτάσσονται.
Τα έθνη ποτέ δεν υπέταξαν άλλα έθνη με την βία μόνο.
Εάν ένα έθνος που υπέταξε ένα άλλο βρισκόταν σε ένα χαμηλότερο επίπεδο πολιτισμού, δεν έχει ποτέ συμβεί να έχει επιτύχει να παρουσιάζει τον οργανισμό/την οργάνωση της ζωής του μέσω βίας. Αντιθέτως, εξαναγκάστηκε ανέκαθεν να υϊοθετήσει τον οργανισμό/την οργάνωση της ζωής που υπήρχε στο κατακτημένο έθνος.
Εάν πράγματι κατακτήθηκαν ποτέ κάποια από έθνη τα κατεκτημένα με την βία/ με την βία, αυτό έχει πάντοτε/ανέκαθεν/εσσαεί συμβεί μέσω της δράσης της κοινής γνώμης –και ποτέ με την βία (η οποία απλώς και μόνο τείνει να οδηγήσει έναν λαό σε περαιτέρω εξέγερση).
Όταν έθνη ολόκληρα έχουν κατακτηθεί από μιαν θρησκεία νέα και (μαζί με τον λαό τους) έχουν γίνει Χριστιανικά ή Μωαμεθανικά, η μεταστροφή αυτής της μορφής δεν έχει ποτέ επιτευχθεί επειδή οι αρχές το/την έκαναν υποχρεωτικό/υποχρεωτική (αντιθέτως, η βία έχει πολύ συχνότερα δράσει στην αντίθετη διεύθυνση) αλλά επειδή η κοινή γνώμη έκανε αυτήν την αλλαγή αναπόφευκτη.
Αντιθέτως, έθνη τα οποία οδηγήθηκαν με την βία να αποδεχθούν την πίστη των κατακτητών τους έχουν ανέκαθεν/πάντοτε/εσσαεί παραμείνει ανταγωνιστικά προς αυτήν.
Είναι ακριβώς ο ίδιος/το ίδιο με τα άγρια, πρωτόγονα στοιχεία που υπάρχουν εν μέσω των πολιτισμένων μας κοινωνιών.
Ούτε η αυξημένη ούτε η μειωμένη αυστηρότητα/σιβηρικότητα των ποινών ούτε οι μεταρρυθμίσεις των φυλακών ούτε η αύξηση της αστυνομίας θα αυξήσουν ή θα μειώσουν τον αριθμό των εγκληματιών.
Ο αριθμός τους θα μειωθεί μόνον από την αλλαγή του ηθικού επιπέδου/κανόνα της κοινωνίας.
Ούτε όλες οι Σιβηρίες του κόσμου και καμία αυστηρότης δεν μπορούν να βάλουν, σε ορισμένες περιφέρειες, τέρμα στις μονομαχίες και στις βεντέττες. Παρ’ όλες τις Τσερκέσιες που εκτελούνται για απάτη, από μικρά κορίτσια συνεχίζουν στις τσάρκες τους την απάτη, διότι καμιά παρθένος δεν θα παντρευτεί ποτέ έναν Τσερκέσιο νέον ώσπου να έχει δώσει αποδείξεις/χειρόγραφα της γενναιότητός του παίρνοντας στα χέρια ένα άλογο ή τουλάχιστον –κατά Λιστ– ένα αρνίον/πλοίο. Αν οι άνθρωποι σταματήσουν τις μονομαχίες κατά ντουέττα και οι Τσερκέσιες/Τουρκάλες πάψουν να απατούν, αυτό δεν θα είναι από τον φόβο –δες– της ποινής αφού αυτή στην πραγματικότητα επενδύει το έγκλημα με μιαν πρόσθετη συναρπαστικότητα και γοητεία χάριν της νεότητος αλλά δια μέσου μιας αλλαγής στο ηθικό επίπεδο/κανόνα της κοινής γνώμης.
Είναι ο ίδιος/το ίδιο με όλα τα άλλα εγκλήματα.
Η δύναμις δεν μπορεί ποτέ να καταστείλει ό,τι έχει καθαγιαστεί από την κοινή γνώμη.
Αντιθέτως, η κοινή γνώμη χρειάζεται απλώς και μόνο να βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση προς την δύναμιν ώστε να εξουδετερώσει ως εκ του αποτελέσματος το όλο εφφέ της χρήσης βίας.
Πάντοτε αυτό συνέβαινε και ανέκαθεν αυτό θα συμβαίνει σε κάθε υπόθεση μαρτυρίας/μαρτυριών/ μαρτυρίου.
Δεν ξέρουμε τι θα συνέβαινε αν η βία (ή, και τα εγκληματικά στοιχεία της κοινωνίας) δεν εχρησιμοποιείτο (ή, εχρησιμοποιούντο) εναντίον εχθρικών εθνών και εναντίον των εγκληματικών στοιχείων της κοινωνίας. Ξέρουμε, όμως, από παρατεταμένη εμπειρία ότι ούτε οι εχθροί ούτε οι εγκληματίες έχουν επιτυχώς αντιμετωπιστεί από την βία/μέσω της βίας.
Και, πράγματι –πώς θα ήταν δυνατόν να σκλαβωθούν από την βία/ μέσω της βίας έθνη ολόκληρα που οδηγούνται από συλλήβδην ολόκληρη την παιδεία τους, τις παραδόσεις τους, ακόμα και την θρησκεία τους (ή, να σκλαβωθεί ακόμα και η θρησκεία τους) ώστε να δουν την υψηλότερη αρετή ως εντοπιζόμενη στον πόλεμο με τους καταπιεστές τους και στην μάχη υπέρ της ελευθερίας;
Και πώς υποτίθεται ότι θα καταστείλουμε μέσω της ισχύος πράξεις που διαπράττονται εν μέσω της κοινωνίας μας αλλά θεωρούνται από την κυβέρνηση ως εγκλήματα και από τον λαό ως εκμετάλλευση γενναία και τολμηρή;
Είναι πιθανή η εξόντωση αυτής της μορφής των εθνών και αυτής της μορφής των εγκληματιών μέσω της βίας (και όντως, διαπράττεται) –αλλά η υποταγή τους είναι απίθανη.
Ο μοναδικός οδηγός που διευθύνει ανθρώπους και έθνη υπήρξε πάντοτε και είναι ανέκαθεν η αόρατος, ανέγγιχτος, θεμελιώδης δύναμη –η συνισταμένη (των) όλων των πνευματικών δυνάμεων ενός ορισμένου λαού ή ολόκληρης της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς (ή, όλων των λαών της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς) που βρίσκει την εξωτερική της έκφραση στην κοινή γνώμη.
Η χρήση βίας απλώς και μόνον αδυνατίζει αυτήν την δύναμη, την εμποδίζει και την διαφθείρει ενώ επιχειρεί να την αντικαταστήσει από μιαν άλλη η οποία, πολύ πέραν του να είναι συντελεστής και αγωγός για την πρόοδο της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς, είναι καταστρεπτική γι’ αυτήν.
Για να φέρεις υπό την κυριαρχία και εξουσία του Χριστιανισμού όλα τα άγρια και πρωτόγονα έθνη εκτός του μαντριού του Χριστιανικού κόσμου –όλους τους Ζουλού, τους Μαντζού(ριανούς) και τους Κινέζους που πολλοί τους θεωρούν αγρίους καθώς και τους αγρίους που ζουν ανάμεσά μας –εντός ημών– υπάρχει μόνον ΕΝΑ ΜΕΣΟΝ.
Το μέσον αυτό είναι ο πολλαπλασιασμός: η διάδοση και προπαγάνδα μεταξύ αυτών των εθνών του Χριστιανικού ιδεώδους της κοινωνίας, κάτι που μπορεί να συνειδητοποιηθεί μόνο με μια Χριστιανική ζωή, Χριστιανικές πράξεις και Χριστιανικά παραδείγματα.
Στο ενδιάμεσο, αν και αυτό είναι το ΕΝΑ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΜΕΣΟ απόκτησης πρόσβασης επί λαών που έχουν παραμείνει μη-Χριστιανικοί, οι άνθρωποι της ημέρας μας ξεκινούν να εργάζονται με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο για να επιτύχουν αυτό το αποτέλεσμα.
Για να φέρουμε υπό την κυριαρχία και εξουσία του Χριστιανισμού άγρια και πρωτόγονα έθνη που δεν μας επιτίθενται και τα οποία, άρα, δεν έχουμε καμίαν δικαιολογία να καταπιέζουμε, θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να τα αφήνουμε εν ειρήνη και, σε περίπτωση που χρειαζόμαστε ή ευχόμαστε να εισέλθουμε σε στενότερες σχέσεις μαζί τους, θα έπρεπε μόνον να τα επηρεάζουμε με Χριστιανικούς τρόπους και Χριστιανική διδασκαλία, βάζοντάς τους το παράδειγμα των Χριστιανικών αρετών της υπομονής, της πραότητας, της επιμονής, της καθαρότητας, της αδελφότητας και της αγάπης.
Αντ’ αυτού, ξεκινούμε να ιδρύουμε και να εγκαθιστούμε αναμεταξύ τους νέες αγορές για το εμπόριό μας με τον μοναδικό στόχο του δικού μας κέρδους. Κατόπιν, ιδιοποιούμαστε τις χώρες τους, δηλαδή τα ληστεύουμε. Μετά, τους πουλάμε πνεύματα, οινοπνεύματα, καπνό και όπιο, δηλαδή τα διαφθείρουμε. Ύστερα, επιβάλλουμε στέρεα την ηθική μας επ’ αυτών, τα διδάσκουμε την χρήση βίας και νέες μεθόδους καταστροφής, δηλαδή δεν τα διδάσκουμε τίποτα πλην του ζωϊκού νόμου της σύγκρουσης (κάτω από το επίπεδο του οποίου δεν επιτρέπεται να πέσει ο άνθρωπος) και κάνουμε όλα όσα μπορούμε για να συγκαλύψουμε από αυτά ό,τι Χριστιανικό βρίσκεται μέσα μας.
Κατόπιν αυτού, στέλνουμε και μερικές 12άδες αποστόλους για να κακολογήσουν στα μάτια τους τις υποκριτικές και παράλογες ανοησίες της Εκκλησίας και μετά παραθέτουμε την αποτυχία των προσπαθειών μας να προσηλυτίσουμε τα μέλη των εθνών ή ειδωλολάτρες στην Χριστιανοσύνη ως ένα ακαταμάχητο τεκμήριο και ως μια αναμφισβήτητη απόδειξη ότι η εφαρμογή των αληθειών του Χριστιανισμού στην πρακτική ζωή είναι απίθανη.
Είναι ακριβώς ο ίδιος/το ίδιο αυτό που συμβαίνει με τους καλουμένους εγκληματίες οι οποίοι ζουν ανάμεσά μας, εντός ημών. Για να έλθουν αυτοί υπό την κυριαρχία και εξουσία του Χριστιανισμού, υπάρχει ένα μέσο μοναδικό: δηλαδή, το Χριστιανικό κοινωνικό ιδεώδες το οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί ανάμεσά τους μόνο μέσω αληθινής Χριστιανικής διδασκαλίας υποστηριγμένης από ένα αληθές παράδειγμα της Χριστιανικής ζωής.
Και μεις, για να διακηρύξουμε αυτήν την Χριστιανική αλήθεια και να την υποστηρίξουμε με Χριστιανικό παράδειγμα, θέτουμε ανάμεσά τους φυλακές, γκιλλοτίνες, ικριώματα, προετοιμασίες για φόνο, διαχέουμε ανάμεσά τους τις κοινές αγελαίες και ειδωλολατρικές/ειδολατρικές προ(κατα)λήψεις/εισιδαιμονίες/υπεραισθήσεις για να τους αποβλακώσουμε βάζοντάς τους στουπιά στο στόμα, τους πουλάμε πνεύματα, καπνό και όπιο για να τους εκβαρβαρίσουμε, ακόμα και νομιμοποιημένη πορνεία οργανώνουμε! Δίδουμε γη σε αυτούς που δεν την χρειάζονται, κάνουμε επίδειξη μιας άνευ νοήματος πολυτέλειας εν μέσω της φτώχειας που υποφέρει, καταστρέφουμε την πιθανότητα να προκύψει ο,τιδήποτε μοιάζει με μιαν Χριστιανική κοινή γνώμη ενώ επιχειρούμε επιμελώς να καταπνίξουμε την όποια Χριστιανική κοινή γνώμη υπάρχει. Και μετά –αφού έχουμε οι ίδιοι με επιμονή διαφθείρει τους ανθρώπους– τους κλείνουμε σαν άγρια θηρία σε τόπους απ’ όπου δεν μπορούν να ξεφύγουν και όπου γίνονται ακόμα περισσότερο βάρβαροι, αλλιώς τους σκοτώνουμε! Και αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους που εμείς έχουμε διαφθείρει και εκβαρβαρίσει με κάθε μέσο, τους φέρουμε μπροστά ως απόδειξη πως δεν μπορεί κανείς να συζητά και να διαπραγματεύεται με εγκληματίες –πλην, μέσω της βάρβαρης βίας.
Μοιάζουμε ακριβώς σαν εκείνους τους αδαείς ιατρούς που βάζουν έναν άνθρωπο που αναρρώνει μετά από μιαν ασθένεια με την δύναμη της φύσεως σε μη ευνοϊκές συνθήκες υγιεινής και τον ντοπάρουν με τις πιο δηλητηριώδεις δόσεις φαρμάκων και μετά διαβεβαιώνουν θριαμβευτικά ότι η υγιεινή τους και τα ναρκωτικά φάρμακά τους έσωσαν την ζωή του την ώρα που ο ασθενής θα ήταν κάλλιστα υγιέστατος πολύ πριν τον είχαν αφήσει μόνο του να αντιμετωπίσει την νόσο.
Η βία –η οποία εξυμνείται και εξυψώνεται ως το μέσο υποστήριξης του Χριστιανικού οργανισμού/οργάνωσης της ζωής– όχι μόνον αποτυγχάνει να παράγει αυτό το αποτέλεσμα ως εφφέ αλλά ακόμα και εμποδίζει τον κοινωνικό οργανισμό/οργάνωση της ζωής από το να είναι αυτό που μπορούσε και όφειλε να είναι.
Ο κοινωνικός οργανισμός/οργάνωση είναι τόσο καλός όχι ως ένα αποτέλεσμα της βίας –αλλά σε αντίθεση με αυτήν.
Επομένως, έχουν λάθος οι υπερασπιστές της υπάρχουσας τάξης/οργάνωσης/ εντολής όταν επιχειρηματολογούν λέγοντας πως, αφού (ακόμα και με την βοήθεια της βίας) τα άσχημα και μη-Χριστιανικά στοιχεία της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς με δυσκολία μπορούν να κρατηθούν ώστε να μην μας επιτεθούν, άρα η κατάργηση της χρήσης βίας και η αντικατάστασής της με την κοινή γνώμη θα άφηνε την ανθρωπότητα/ανθρωπιά σχεδόν απροστάτευτη. Είναι λάθος διότι η βία δεν προστατεύει την ανθρωπότητα/ανθρωπιά.
Αντιθέτως, η βία την αποστερεί από το μοναδικό δυνατό μέσο να αυτοπροστατευθεί πραγματικά: δηλαδή, από την δημιουργία, στερέωση και διάδοση μιας Χριστιανικής κοινής γνώμης.
Μόνον από την κατάργηση της βίας θα σταματήσει να διαφθείρεται η Χριστιανική κοινή γνώμη και θα καταστεί ικανή να διαδίδεται χωρίς εμπόδια και τότε οι άνθρωποι θα στρέψουν τις προσπάθειές τους στην πνευματική διεύθυνση με την οποία και μόνο μπορούν να βαδίσουν εμπρός.
«Μα, πώς θα αποτινάξουμε το φορτίο της ορατής και πραγματικής, απτής προστασίας ενός ενόπλου αστυνομικού και θα το εμπιστευθούμε σε κάτι τόσο μη πραγματικό, που δεν μπορεί να ψηλαφηθεί αισθητά, όσο η κοινή γνώμη; Υπάρχει ήδη; Άλλωστε, την κατάσταση και τις συνθήκες των πραγμάτων στις οποίες ζούμε τώρα τις γνωρίζουμε, άσχημες ή όμορφες. Ξέρουμε τις ελλείψεις τους και έχουμε συνηθίσει σε αυτές, ξέρουμε τι να κάνουμε και πώς να συμπεριφερθούμε υπό τις παρούσες συνθήκες. Τί θα συμβεί, όμως, όταν παραιτηθούμε και τις αφήσουμε για να εμπιστευθούμε τον εαυτό μας σε κάτι αόρατο και μη απτό, μη ψηλαφητό και άγνωστο εν γένει;»
Ο άγνωστος κόσμος στον οποίον εισέρχονται –ακόμα και οι Θεοί– όταν όλοι αυτοί αποκηρύσσουν τους συνήθεις τρόπους ζωής τους εμφανίζεται αφ’ εαυτού ως τρομερός σε αυτούς. Είναι πολύ όμορφο να τρέμει κανείς το άγνωστο όταν η συνήθης θέση μας είναι ασφαλής και υγιής. Όμως, η θέση μας είναι πολύ μακριά από το να είναι ασφαλής, τόσο πολύ που ξέρουμε –πέραν κάθε αμφιβολίας– πως στεκόμαστε μπροστά στα χείλη μιας αβύσσου.
Αν πρέπει να τρομοκρατηθούμε, τουλάχιστον αφήστε μας να τρομοκρατηθούμε απ’ ό,τι πράγματι –και όχι απ’ ό,τι φανταζόμαστε– δίνει το τρομερό σύνθημα της εγέρσεως.
Καθώς φοβόμαστε να κάνουμε την προσπάθεια να αποκοπούμε και να αποσχιστούμε, να αποκολληθούμε από την επικινδυνώδη θέση μας επειδή το μέλλον δεν είναι απολύτως καθαρό για εμάς, μοιάζουμε με τους ταξιδιώτες σε ένα πλοίο που καταποντίζεται και οι οποίοι –καθώς φοβούνται να εμπιστευθούν τον εαυτό τους στο ρυμουλκό που θα τους μεταφέρει στην γη, κλειδώνονται στην καμπίνα και αρνούνται να βγουν έξω ή μοιάζουμε με τα πρόβατα που συγκεντρώνονται σε μιαν γωνιά καθώς έχουν τρομοκρατηθεί που ο σταύλος με τον σίτο άρπαξε φωτιά και δεν βγαίνουν από την ανοιγμένη πύλη.
Στεκόμαστε στο κατώφλι της αποκάλυψης του φονικού –και τρομερού στις δυστυχίες του– πολέμου της κοινωνικής επανάστασης σε σύγκριση με τον οποίον (μας λένε, αυτοί που τον προετοιμάζουν) η τρομοκρατία του 1793 θα μοιάζει με παιδικό παιχνίδι.
Και μπορούμε στ’ αλήθεια να μιλάμε περί του κινδύνου με τον οποίον μας απειλούν οι πολεμιστές της Δαχομέης στην Αφρική, οι Ζουλού και όλοι αυτοί, όταν ζουν τόσο μακριά και ούτε καν ονειρεύονται να μας επιτεθούν ή ότι κινδυνεύουμε από μερικούς χιλιάδες πλιατσικολόγους, κλέφτες και φονιάδες, εκβαρβαρισμένους και διεφθαρμένους από μας τους ίδιους, και των οποίων το μέγεθος δεν ελαχιστοποιείται καν απ’ όλες μας τις καταδίκες, φυλακίσεις και εκτελέσεις; Άλλωστε, αυτός ο τρόμος μήπως και καταργηθεί η ορατή προστασία των αστυνόμων είναι, επί της ουσίας, ένα συναίσθημα των ανθρώπων των πόλεων –δηλαδή, ανθρώπων που ζουν σε ανώμαλες και τεχνητές συνθήκες.
Οι άνθρωποι που ζουν σε φυσικές συνθήκες ζωής –όχι σε πόλεις αλλά εν μέσω της φύσεως και συνεχίζουν να συναγωνίζονται την φύση– ζουν χωρίς αυτήν την προστασία και ξέρουν πόσο ελάχιστα/ελάχιστη βία μπορεί να μας προστατεύσει από τους πραγματικούς κινδύνους από τους οποίους περικλειόμεθα.
Υπάρχει κάτι νοσηρό σε αυτήν την μορφή τρόμου –και είναι, στην ουσία, εξαρτημένη από τις τεχνητές συνθήκες στις οποίες πολλοί από εμάς ζούμε και έχουμε ανατραφεί.
Ένας ειδικός στην παράνοια –δόκτωρ– αφηγήθηκε μιαν ιστορία: πως μιαν καλοκαιρινήν ημέρα που έφευγε από το άσυλο (ή) άφηνε το άσυλο, οι τρελλοί τον συνόδευσαν ως την πύλη της εισόδου, στον δρόμο. «Τί θα λέγατε να ‘ρχόσαστε μια βόλτα στην πόλη μαζί μου;» τους πρότεινε ο γιατρός. Οι τρελλοί συμφώνησαν και μια μικρή ομάδα ακολούθησε τον δόκτορα. Όσο περισσότερο προχωρούσαν, όμως, στην οδό αυτή όπου οι υγιείς κινούνταν ελεύθερα, τόσο περισσότερο τρόμαζαν και συνωστίζονταν όλο και πιο πλησίον στον γιατρό με αποτέλεσμα να τον εμποδίζουν να προχωρά. Τελικά, όλοι άρχισαν να τον εκλιπαρούν να τους πάει πίσω στο άσυλο, στον άνευ νοήματος, ανόητο αλλά συνηθισμένο τρόπο της ζωής, πίσω στους φύλακες, στα χτυπήματα, στους ζουρλομανδύες και στα μοναχικά κελιά/κυψέλες.
Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο συνωστίζονται αγεληδόν οι άνθρωποι του σήμερα και συσπειρώνονται γύρω από τον τρόμο –γυρίζουν πίσω στον άλογο τρόπο ζωής, στα εργοστάσια, στις αίθουσες δικαστηρίων, στις φυλακές, στις εκτελέσεις και στους πολέμους την ώρα που η Χριστιανοσύνη τους καλεί υπέρ της ελευθερίας, στην ελεύθερη, λογική ζωή της μελλοντικής εποχής που έρχεται.
Οι άνθρωποι ρωτούν: «Πώς θα εξασφαλιστεί εγγυημένα η ασφάλειά μας, όταν καταργηθεί η υπάρχουσα οργάνωση/οργανισμός; Ποιά ακριβώς θα είναι η νέα οργάνωση/οργανισμός που πρόκειται να την/τον αντικαταστήσει; Όσο δεν γνωρίζουμε ακριβώς πώς θα οργανωθεί η ζωή μας, δεν θα το κουνήσουμε βήμα εμπρός».
Κάλλιστα τότε θα μπορούσε κι ένας εξερευνητής που πηγαίνει σε μιαν άγνωστη χώρα να ρωτήσει για να ζητήσει έναν λεπτομερή της χάρτη πριν ξεκινήσει (ή) οιονεί όπως ακριβώς ήταν αυτή/αυτός πριν ξεκινήσει.
Αν ένας άνθρωπος –πριν έχει περάσει από το ένα στάδιο στο άλλο– μπορούσε να ξέρει λεπτομερώς την μελλοντική ζωή του, δεν θα είχε κανέναν λόγο για να ζήσει.
Είναι ακριβώς το ίδιο/ο ίδιος με την ζωή της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς.
Αν αυτή είχε ένα μενού με το πρόγραμμα της ζωής που την ανέμενε πριν εισέλθει σε ένα νέο στάδιο, αυτό θα ήταν το ασφαλέστερο σημάδι/σημείο πως δεν ήταν ζωντανή, πως δεν προχώραγε εμπρός –αλλά απλώς περιστρεφόταν στον ίδιο τόπο.
Οι συνθήκες της νέας οργάνωσης/τάξης/εντολής της ζωής δεν μπορούν να μας είναι γνωστές διότι πρέπει εμείς να τις δημιουργήσουμε με την δική μας εργασία και τους δικούς μας κόπους.
Αυτό είναι ολόκληρη η ζωή: να μάθουμε το άγνωστο και να προσαρμόσουμε τις πράξεις μας σε αυτήν την νέα γνώση.
Αυτή είναι η ζωή κάθε ατομικού ανθρώπου.
Αυτή είναι η ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών και της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου