ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Οι μορφωμένοι άνθρωποι των ανωτέρων τάξεων προσπαθούν να καταπνίξουν την διαρκώς αυξάνουσα αίσθηση περί της ανάγκης μεταμορφώσεως της υπάρχουσας κοινωνικής τάξεως. Η ζωή, όμως –η οποία συνεχίζει να μεγαλώνει και να εξελίσσεται περισσότερο σύνθετη και να αναπτύσσεται προς την ίδια κατεύθυνση και αυξάνει την έλλειψη συνοχής και τις ωδίνες των ανθρώπων– τους φέρει στο όριο πέραν του οποίου δεν μπορούν να προχωρήσουν.
Αυτό το ακρότατο όριο της ασυνέπειας είναι η παγκόσμια, οικουμενική υποχρεωτικώς στρατιωτική υπηρεσία.
Υποτίθεται –το σύνηθες– ότι η οικουμενική στρατιωτική υπηρεσία και οι αυξανόμενοι εξοπλισμοί που συνδέονται μαζί της καθώς και η συνεπακόλουθος αύξηση των φόρων και των εθνικών χρεών είναι ένα φαινόμενο προσωρινό (το οποίο παράγεται από την συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση της Ευρώπης), φαινόμενο που θα περάσει κι αυτό ενώ μπορεί κάλλιστα να δράσει κανείς υπέρ της εξάλειψής του χωρίς καμία μετατροπή στην εσωτερική τάξη/εντολή οργάνωσης της ζωής: με ορισμένους πολιτικούς συνδυασμούς.
Αυτή η υπόθεση είναι απολύτως λάθος.
Η παγκόσμια, οικουμενική στρατιωτική υπηρεσία είναι μόνο και μόνο η εσωτερική έλλειψη συνοχής η οποία είναι εγγενής στην κοινωνική αντίληψη περί της ζωής, μεταφερθείσα στα ακραία της όρια –και γίνεται εμφανής όταν αγγιχθεί ένα ορισμένο στάδιο υλικής αναπτύξεως. Η κοινωνική αντίληψη περί της ζωής, όπως έχουμε δει, συνίσταται στην μεταφορά του σκοπού της ζωής από το άτομο σε ομάδες και προς την διατήρησή τους (στην φυλή, στην οικογένεια, στο γένος ή στο κράτος). Στην κοινωνική αντίληψη περί της ζωής υποτίθεται ότι, αφού ο σκοπός της ζωής βρίσκεται σε ομάδες ατόμων, τα άτομα θα θυσιάσουν εκουσίως τα προσωπικά τους συμφέροντα για τα συμφέροντα της ομάδας. Και αυτός υπήρξε –και παραμένει ακόμα– στην πραγματικότητα (σε ορισμένες ομάδες) ο σκοπός της ζωής, με την διάκριση ωστόσο ότι υπάρχουν οι πιο πρωτόγονες μορφές διασύνδεσης στην οικογένεια ή στην φυλή ή στο γένος των Θεών ή ακόμα και στο λεγόμενο πατριαρχικό κράτος. Αν και η παράδοση παραδόθηκε ανά χείρας μέσω της εκπαίδευσης και υποστηρίχθηκε από τα θρησκευτικά συναισθήματα, τα άτομα συνένωσαν τα συμφέροντά τους χωρίς κανέναν εξαναγκασμό με το συμφέρον της ομάδας και θυσίασαν το δικό τους καλό για χάρη της συνολικής ευημερίας.
Όσο περισσότερο σύνθετες και μεγαλύτερες γίνονται οι κοινωνίες, όμως (και, ειδικότερα, όσο περισσότερο η κατάκτηση γίνεται ο σκοπός του σχηματισμού και της συγχώνευσης ενός αμαλγάματος λαών σε ένα κράτος), τόσο περισσότερο τα άτομα στρέφονται προς την προσπάθεια να επιτύχουν τους σκοπούς τους με δημόσιες δαπάνες και τόσο πιο συχνά καθίσταται αναγκαίο να συγκρατήσουν αυτά τα ανυπότακτα/ανυπάκουα άτομα μέσω της καταφυγής στην εξουσία, δηλαδή στην βία.
Οι προασπιστές της κοινωνικής αντίληψης της ζωής προσπαθούν, κατά το σύνηθες, να συνδέσουν την ιδέα της εξουσίας, της βίας, με την ιδέα της ηθικής επιρροής –αλλά αυτό είναι μάλλον αδύνατον.
Το αποτέλεσμα της ηθικής επιρροής σε έναν άνθρωπο είναι να αλλάξει τις επιθυμίες του και να τις στρέψει προς την κατεύθυνση του καθήκοντος που απαιτείται από/για αυτόν. Ο άνθρωπος που ελέγχεται και κατευθύνεται από την ηθική επιρροή πράττει και δρα σε συμφωνία με τις προσωπικές του επιθυμίες (η εξουσία, υπό την έννοια με την οποία κανονικά γίνεται κατανοητή η λέξη, είναι ένα μέσο πίεσης του ανθρώπου να πράξει σε αντίθεση με τις επιθυμίες του). Ο άνθρωπος που υποτάσσεται στην εξουσία δεν πράττει όπως ο ίδιος επιλέγει αλλά υποχρεώνεται από την εξουσία. Τίποτε δεν μπορεί να υποχρεώσει έναν άνθρωπο να πράξει αυτό που δεν επιλέγει εκτός από την φυσική βία ή την απειλή της, δηλαδή στέρηση της ελευθερίας, μαστιγώματα, φυλάκιση και απειλές (αυτές είναι πολύ εύκολες στην εκτέλεση) περί ποινών.
Σε αυτό συνοψίζεται –και αυτή πάντοτε ήταν– η μορφή της εξουσίας, της κυριαρχίας.
Παρά τις ακατάπαυστες προσπάθειες αυτών που συμβαίνει να είναι στην εξουσία να το αποκρύψουν και να του αποδώσουν κάποιαν άλλην σημασιοδότηση και συμβολική, η εξουσία και η κυριαρχία εσσαεί σήμαιναν για τον άνθρωπο την χορδή/την καρδιά/το σχοινί, την αλυσίδα με την οποία είναι δεμένος και δεσμευμένος ή το κνούτο με το οποίο πρέπει να μαστιγωθεί ή την σφύρα του λιθοξόου με την οποία θα αποκτήσει χέρια, αυτιά, μύτη ή κεφάλι κομμένα –ή, τουλάχιστον, από την οπτική του Λιστ– τις απειλές αυτών των βασάνων. Αυτό συνέβαινε στον Νέρωνα και στον Τσέκις Χαν και αυτό συμβαίνει και σήμερα, ακόμα και με την μορφή της πλέον φιλελεύθερης κυβέρνησης των Πολιτειών των Ηνωμένων Κρατών ή της Γαλλίας. Εάν οι άνθρωποι υποτάσσονται στην εξουσία και στην αυθεντία, αυτό συμβαίνει επειδή υπόκεινται σε αυτές τις ποινές, σε περίπτωση μη-υποταγής.
Όλες οι υποχρεώσεις των κρατών, πληρωμές των φόρων, εκπλήρωση των καθηκόντων του κράτους και η υποταγή σε ποινές, εξορία, πρόστιμα, χρυσούς τίτλους, ετσετερά στα οποία οι άνθρωποι και οι λαοί εμφανίζονται να υποτάσσονται εθελοντικά είναι ανέκαθεν και εσσαεί βασισμένα στην σωματική βία ή στην απειλή αυτής.
Η βάση της κυριαρχίας είναι η σωματική βία.
Η πιθανότητα εφαρμογής της σωματικής βίας σε λαούς παρέχεται υπεράνω όλων από μιαν οργάνωση ενόπλων ανδρών, εκπαιδευμένων να πράττουν κατ’ ομοφωνίαν εις ένδειξη υποταγής σε ένα θέλημα/σε μία βούληση. Αυτές οι δέσμες των ενόπλων, υποταγμένες σε μιαν μόνη, ενιαία βούληση/θέλημα είναι αυτές που αποτελούν συντακτικά/συνταγματικά τον στρατό. Ο στρατός υπήρξε εσσαεί –και εξακολουθεί να είναι– η βάση της ισχύος. Η ισχύς βρίσκεται πάντοτε στα χέρια αυτών που ελέγχουν τον στρατό και είναι όλοι οι άνθρωποι εν ισχύϊ (από τους Ρωμαίους Καίσαρες ως τους Αυτοκράτορες Ρωσσίας τε και Γερμανίας) αυτοί που έχουν μεγαλύτερο συμφέρον από την ύπαρξη του στρατού τους σε σύγκριση με ό,τι άλλο και είναι λαοφιλείς στον στρατό για την αρχοντική ευγένεια και ερωτοτροπία τους επειδή ξέρουν ότι, αν είναι με το πλευρό τους, η ισχύς τους είναι σε ασφάλεια.
Ο σχηματισμός, η μορφοποίηση και η μεγέθυνση του στρατού, συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για το κράτημα της εξουσίας, είναι αυτό που έχει εισάγει στην κοινωνική αντίληψη περί ζωής την αρχή του κανόνα που την καταστρέφει.
Το αντικείμενο της αυθεντίας, της κυριαρχίας, και η δικαιολόγηση/δικαίωση της ύπαρξής του επικεντρώνονται στην παρεμπόδιση αυτών που σκοπεύουν να επιτύχουν τα προσωπικά τους συμφέροντα εις ζημίαν των συμφερόντων της κοινωνίας. Όπως, όμως, κι αν έχει αποκτηθεί η εξουσία, αυτοί που την κατέχουν δεν είναι κατά κανέναν τρόπο διαφορετικοί από άλλους ανθρώπους και, άρα, δεν είναι διόλου περισσότερο προδιατεθειμένοι από άλλους ώστε να καθυποτάξουν τα δικά τους συμφέροντα σε αυτά της κοινωνίας. Αντιθέτως, έχοντας στην διάθεσή τους την δύναμη να το κάνουν, είναι περισσότερο προδιατεθειμένοι από άλλους να καθυποτάξουν το δημόσιο συμφέρον στο δικό τους. Όποια μέσα κι αν εφηύραν οι άνθρωποι για να αποτρέψουν αυτούς σε θέσεις εξουσίας από την υπερπήδηση του δημοσίου συμφέροντος ώστε να υπερισχύει για το δικό τους κέρδος ή για/από την εναπόθεση της εμπιστοσύνης της εξουσίας μόνο σε αυτούς που είναι οι πλέον αλάθητοι, δεν έχουν ως τώρα επιτύχει κανέναν από αυτούς τους 2 σκοπούς.
Όλες οι μέθοδοι διορισμού των αρχών που έχουν επιχειρηθεί (θεϊκό δικαίωμα και εκλογή και κληρονομικότητα και πυροβολισμοί μετά την νίκη στην ψηφοφορία και συνελεύσεις και κοινοβούλια και σύγκλητοι) έχουν όλες αποδειχθεί αναποτελεσματικές. Όλοι ξέρουν πως ούτε μιας εξ αυτών των μεθόδων δεν επιτυγχάνει τον σκοπό είτε της εναπόθεσης της εξουσίας μόνο στους αδιάφθορους είτε αποτροπής της κατάχρησης εξουσίας. Όλοι ξέρουν ότι, αντιθέτως, ότι οι άνθρωποι στην εξουσία –είτε οι Θεοί είναι αυτοκράτορες, ιερείς, υπουργοί, κυβερνήτες ή αξιωματικοί της αστυνομίας– είναι εσσαεί και πάντοτε (απλώς, λόγω της κατοχής της ισχύος) περισσότερο υποκείμενοι σε ανηθικότητα –δηλαδή, να καθυποτάξουν το δημόσιο συμφέρον στους προσωπικούς τους σκοπούς– σε σχέση με αυτούς που δεν έχουν την ισχύ να το κάνουν.
Πράγματι, δεν μπορούσε να είναι ειδάλλως.
Η κρατική νοοτροπία και αντίληψη περί της ζωής μπορούσε να δικαιολογηθεί/δικαιωθεί μόνο και κατ’ αποκλειστικότηταν εφόσον όλοι οι άνθρωποι εκουσίως θυσίασαν τα προσωπικά τους συμφέροντα για την δημόσια ευημερία. Από την στιγμή, όμως, που υπήρξαν άτομα που δεν θα θυσίαζαν εκουσίως τα συμφέροντά τους –τα δικά τους– και την κυριαρχία (ή) και από την στιγμή που η κυριαρχία, δηλαδή, η βία απαιτείτο για την καταστολή τους, αμέσως τότε εισήλθε στην κοινωνική αντίληψη της όλης οργάνωσης που βασιζόταν σε αυτήν ο διασπαστικός κανόνας της άσκησης πειθούς επί μιας ομάδας του λαού από μιαν άλλην ομάδα. Διότι, για να επιτύχει η κυριαρχία και ο έλεγχος μιας ομάδας ανθρώπων επί μιας άλλης να κατορθώσει να πιάσει το αντικείμενό της να καταστείλει και να εμποδίσει αυτούς που υπερπηδούν το δημόσιο συμφέρον για τους προσωπικούς τους σκοπούς, το μόνο που έπρεπε ήταν η δύναμις να τεθεί στα χέρια των αναμάρτητων (όπως υποτίθεται πως είναι εν μέσω των Κινέζων και όπως υποτίθετο πως είναι στα χρόνια του Μεσαίωνα και τώρα ακόμα υποτίθεται πως βρίσκεται από αυτούς που πιστεύουν στην χειροτονία και στον καθαγιασμό μέσω του χρίσματος).
Μόνον υπ’ αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε η κοινωνική οργάνωση να δικαιολογηθεί/δικαιωθεί.
Αφού, όμως, αυτό δεν συμβαίνει και, αντιθέτως, οι άνθρωποι που είναι εν ισχύϊ είναι πάντοτε μακράν του να είναι άγιοι (από το ίδιο το γεγονός κατ’ εξοχήν της κατοχής τους της ισχύος), η κοινωνική οργάνωση που βασίζεται στην ισχύ δεν βρίσκει καμίαν δικαιολογία/δικαίωση.
Ακόμα κι αν υπήρχε κάποτε στον χρόνο μια στιγμή (η οποία θα χρεωνόταν στο χαμηλό επίπεδο ηθικής και στην προδιάθεση των ανθρώπων προς την βία) που ‘ταν συμφέρουσα η ύπαρξη μιας αυθεντίας, μιας εξουσίας, για να περιορίζει και να εμποδίζει την άσκηση βίας –επειδή η βία της κυβερνήσεως ήταν μικρότερη από την βία των ατόμων– δεν μπορεί κανείς να βλέπει παρά μόνο ότι αυτό το πλεονέκτημα δεν θα μπορούσε να έχει διάρκεια. Καθώς η προδιάθεση των ατόμων έναντι της βίας έγινε μικρότερη και καθώς τα ήθη των ανθρώπων και των λαών έγιναν περισσότερο «εκπολιτισμένα» και η ισχύς διαρκώς μεγάλωνε, το πλεονέκτημα αυτό χάθηκε και η κοινωνική οργάνωση έγινε ανήθικη λόγω έλλειψης ορίων.
Ολόκληρη η ιστορία των προσφάτων 2000 χρόνων δεν είναι τίποτα –παρά μόνο η ιστορία αυτής της βαθμιαίας αλλαγής της σχέσης εν τω μεταξύ της ηθικής ανάπτυξης των μαζών –όπως γίνεται αυτή χειροπιαστή, αφενός– και της ανηθικότητας των κυβερνήσεων αφετέρου.
Αυτό είναι, για να το θέσουμε απλά, ό,τι μπόρεσε να περάσει στην εποχή μας.
Ζούσαν οι άνθρωποι σε οικογένειες, φυλές και γένη με βεντέτες ο ένας με τον άλλο (ή) η μια με την άλλη –ληστεύοντας, βιάζοντας και σκοτώνοντας. Αυτές οι βίαιες έχθρες μεταφέρθηκαν και συνεχίστηκαν σε μιαν ευρύτερη αλλά και σε μιαν μικρότερη κλίμακα: άνθρωπος κατά ανθρώπου, οικογένεια κατά οικογενείας, φυλή κατά φυλής, γένος κατά γένους και λαός κατά λαού. Οι μεγαλύτερες και ισχυρότερες ομάδες κατέκτησαν και απορρόφησαν τις αδύνατες και όσο μεγαλύτερες και ισχυρότερες γίνονταν, τόσο περισσότερες βεντέτες εξαφανίζονταν και τόσο περισσότερο η συνέχεια της ομάδας έμοιαζε ασφαλισμένη. Τα μέλη μιας οικογένειας ή φυλής –ενωμένα σε μιαν κοινότητα– είναι λιγότερο εχθρικά ανάμεσά τους.
Όμως, οικογένειες και φυλές δεν πεθαίνουν (όπ)ως ένας άνθρωπος αλλά έχε/έχουν μιαν συνέχεια και αλληλουχία υπάρξεως.
Εν μέσω των μελών ενός κράτους υποκειμένου/υπηκόου σε μιαν ενιαία εξουσία, η φιλονικία μεταξύ ατόμων εμφανίζεται ακόμα λιγότερη ενώ η ζωή του κράτους μοιάζει ακόμα πιο εξασφαλισμένη. Η συνένωση και διασύνδεσή τους σε ευρύτερες και μεγαλύτερες ομάδες δεν υπήρξε το αποτέλεσμα της συνειδητής αναγνώρισης των οφελών από ενώσεις αυτής της μορφής –όπως λέγεται πως γίνεται στην ιστορία των Varyagi.
Ήταν κάτι που παραγόταν, από την μια πλευρά, από την φυσική μεγέθυνση του πληθυσμού και γινόταν ψηλαφητή, από την άλλη, μέσω αγώνα και κατακτήσεως. Μετά από μια κατάκτηση, η ισχύς του αυτοκράτορα θέτει τέρμα στις εσωτερικές διαφωνίες –κι έτσι, η κρατική νοοτροπία και αντίληψη περί της ζωής δικαιολογεί/δικαιώνει τον εαυτό της. Αυτή, όμως, η δικαιολόγηση/δικαίωση δεν είναι ποτέ μονιμότερη του προσωρινού. Οι εσωτερικές διχόνοιες εξαφανίζονται μόνο σε αναλογίες με τον βαθμό της καταπίεσης που εξασκείται από την εξουσία επί των σχισματικών. Η βία της εσωτερικής βεντέτας που την έχουν συντρίψει στις εκδηλώσεις της οι αρχές επιστρέφει επανεμφανιζόμενη στην ίδια την εξουσία, η οποία πέφτει στα χέρια ανθρώπων που και αυτοί, όπως οι υπόλοιποι, είναι –το σύνηθες ή ανέκαθεν– έτοιμοι να θυσιάσουν την δημόσια ευημερία για το προσωπικό τους συμφέρον –με την διάκριση ότι τα υποκείμενά/τα θέματά τους/οι υπήκοοί τους δεν μπορούν σε αυτούς να τους αντισταθούν– κι έτσι εκτίθενται κι αυτοί σε όλην την ανήθικη επιρροή της εξουσίας. Ώστε έτσι το κακό της βίας (όταν περάσει στα χέρια της εξουσίας) είναι διαρκώς και πάντοτε αυξανόμενο και, εν καιρώ, γίνεται μεγαλύτερο από το κακό που υποτίθεται πως καταστέλλει ενώ, την ίδιαν ώρα, η τάση για άσκηση βίας στα μέλη της κοινωνίας γίνεται διαρκώς και πιο αδύνατη –με αποτέλεσμα να γίνεται συνεχώς περισσότερο αχρείαστη η βία της εξουσίας και των αρχών.
Η κυβερνητική εξουσία (ή) η εξουσία επί της κυβερνήσεως –ακόμα κι αν δεν καταστέλλει την ιδιωτική βία– εισάγει εσσαεί στην ζωή των ανθρώπων φρέσκιες μορφές βίας που τείνουν να γίνουν ολοένα και μεγαλύτερες σε αναλογίες με την διάρκεια και την δύναμη των κυβερνήσεων. Επομένως, το αποτέλεσμα είναι ότι αν και η βία της ισχύος είναι λιγότερο αξιοπρόσεκτη στην κυβέρνηση παρά όταν ασκείται από μέλη της κοινωνίας το ένα ενάντια στο άλλο (ή) η μια ενάντια στην άλλη (επειδή βρίσκει την έκφρασή της μέσω του σκλαβώματος και όχι μέσω της φιλονικίας), εν τούτοις υπάρχει –και, το σύνηθες, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σε χρόνια περασμένα.
Και δεν θα μπορούσε παρά να γίνει και να είναι ειδάλλως.
Διότι, εκτός από την ανήθικη επιρροή της ισχύος, η πολιτική –ή ακόμα και η ασυνείδητη τάση αυτών που βρίσκονται σε θέση ισχύος– θα είναι εσσαεί να μειώνουν τους πολίτες/τους υπηκόους τους στα άκρα της αδυναμίας γιατί όσο πιο αδύναμος ο καταπιεσμένος τόσο λιγότερη προσπάθεια χρειάζεται να γίνει για να κρατηθεί σε καθεστώς υποταγής και δεσμών. Οπότε, η τυραννία του καταπιεσμένου ανέκαθεν συνεχίζεται αυξανόμενη ως το έπακρο όριο, πέραν του οποίου δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς να σφαχτεί η χήνα με τα χρυσά αυγά. Κι αν η χήνα δεν γεννά πλέον αυγά, όπως οι Αμερικανοί Ινδοί/Ινδιάνοι, νέγροι/νεκροί και γηγενείς των νήσων Fiji/Φύσης, τότε σκοτώνεται παρά τις ειλικρινείς διαμαρτυρίες των φιλανθρώπων.
Το πλέον πειστικό παράδειγμα αυτού πρόκειται να βρεθεί στις συνθήκες των εργατικών τάξεων της εποχής μας, οι οποίες δεν είναι στην πραγματικότητα διόλου καλύτερες σε σχέσεις με τους σκλάβους των αρχαίων καιρών που υποδουλώνονταν με τις κατακτήσεις. Σε αντίθεση με τις υποκριτικές προσπάθειες των υψηλοτέρων τάξεων να βελτιώσουν την θέση των εργαζομένων, όλες οι εργαζόμενες τάξεις της σημερινής ημέρας κρατώνται χαμηλά, κάτω από τον αλύγιστο σιδηρούν νόμο με βάση τον οποίο παίρνουν μόνον ό,τι είναι δια γυμνού οφθαλμού αναγκαίο, έτσι ώστε συνεχίζουν να εργάζονται –χωρίς διακοπές– ενώ διατηρούν αρκετή δύναμη ώστε να εργάζονται ακόμα για τους κυρίους τους, οι οποίοι είναι γνησίως αυτοί που τις έχουν κατακτήσει και σκλαβώσει.
Πάντοτε αυτό έχει συμβεί.
Με αναλογίες λόγου, ως προς την διάρκεια και την αύξουσα δύναμη της εξουσίας/αυθεντίας/συγγραφής, τα οφέλη της για τους πολίτες της/ τους υπηκόους της/τα θέματά της εξαϋλώνονται και τα αρνητικά της αυξάνονται. Και αυτό έχει συμβεί ανεξαρτήτως των μορφών κυβέρνησης υπό τις οποίες έχουν ζήσει τα έθνη.
Η μόνη διαφορά είναι ότι, υπό μιαν δεσποτική μορφή κυβέρνησης η εξουσία, συγκεντρώνεται σε έναν μικρό αριθμό τυράννων και η βία παίρνει μιαν περισσότερο πρωτογενή, τραχεία φόρμα.
Υπό συνταγματικές μοναρχίες και ρεπούμπλικες όπως της Γαλλίας και της Αμερικής η κυριαρχία διαιρείται μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού τυράννων ενώ οι φόρμες που παίρνει και φορά η βία είναι λιγότερο επεξεργασμένες αλλά το αποτέλεσμά τους παραμένει πάντοτε ίδιο(ς): κάνουν τα αρνητικά της εξουσίας μεγαλύτερα από τα θετικά της και αδυνατίζουν τους καταπιεσμένους ως το ακρότατο όριο στο οποίο μπορούν αυτοί να συρρικνωθούν, με θετικά οφέλη για τους τυράννους.
Αυτή υπήρξε και εξακολουθεί ακόμα να είναι η συνθήκη όλων των καταπιεσμένων αλλά, ως τώρα, δεν έχουν αναγνωρίσει το γεγονός.
Στην πλειοψηφία των υποθέσεων, έχουν πιστέψει με απλότητα και πλήρη ειλικρίνεια πως οι κυβερνήσεις υπάρχουν για το καλό τους, πως θα ήταν χαμένοι χωρίς μιαν κυβέρνηση, πως η ίδια η ιδέα κατ’ εξοχήν να ζει κανείς χωρίς μιαν κυβέρνηση είναι μια βλασφημία που δύσκολα κανείς θα τολμούσε να την βάλει σε λέξεις, πως αυτό είναι το –για κάποιον τρομερό λόγο– δόγμα του αναρχισμού με το οποίο/την οποία (κυβέρνηση) συνδέεται μια πνευματική, νοητική εικόνα πίνακα με όλες τις τρομερές μορφές.
Έχουν πιστέψει οι άνθρωποι –λες και ήταν οιονεί αυτό πρώτα κάτι πλήρως αποδεδειγμένο και που απαιτεί απόδειξη (ή) που δεν απαιτεί καμιάν απόδειξη– πως, επειδή όλα τα έθνη ως τώρα έχουν αναπτυχθεί με την μορφή των κρατών, αυτή η μορφή οργάνωσης είναι μια συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς. Και κατά τον τρόπο αυτόν είναι που έχει ανθέξει για εκατοντάδες και χιλιάδες χρονών και κυβερνήσεων (ή) χρόνων ενώ οι κυβερνήσεις –όσες συνέβη να είναι στην εξουσία– έχουν επιχειρήσει και επιχειρούν και τώρα με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο από ποτέ να κρατήσουν τους πολίτες/υπηκόους τους σε αυτό το λάθος.
Το ίδιο συνέβαινε υπό τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, το ίδιο και τώρα. Παρά το γεγονός ότι η αίσθηση της αχρηστίας –ή ακόμα και των καταστροφικών αποτελεσμάτων– της κρατικής βίας είναι οξεία και εισέρχεται ολοένα και περισσότερο στην συνείδηση των ανθρώπων, τα πράγματα θα μπορούσαν να συνεχίζονται με τον ίδιο τρόπο εσσαεί αν οι κυβερνήσεις δεν βρίσκονταν υπό την αναγκαιότητα να αυξάνουν ανέκαθεν και διαρκώς τους στρατούς τους με σκοπό να διατηρήσουν την ισχύ τους.
Υποτίθεται, γενικά, πως οι κυβερνήσεις ενισχύουν τις δυνάμεις τους μόνο για να υπερασπίσουν το κράτος από άλλα κράτη, λησμονώντας γενικά κανείς (ή) λησμονώντας οι κυβερνήσεις το γεγονός πως οι στρατοί είναι αναγκαίοι, πρώτα απ’ όλα, για την υπεράσπιση και άμυνα των κυβερνήσεων από τους δικούς τους καταπιεσμένους και σκλαβωμένους υπηκόους/υποκείμενα/θέματα.
Αυτό πάντοτε έχει υπάρξει αναγκαίο και γίνεται ολοένα και περισσότερο αναγκαίο με την αυξανόμενη διάχυση της εκπαίδευσης εν μέσω των μαζών, με την βελτιωμένη επικοινωνία μεταξύ λαών της ίδιας ή και διαφορετικής εθνικότητας. Έχει γίνει ειδικότερα τώρα αναπόφευκτο αυτό μπροστά στο πρόσωπο που δείχνει ο κομμουνισμός, ο σοσιαλισμός, ο αναρχισμός –και το εργατικό κίνημα συλλήβδην.
Οι κυβερνήσεις αισθάνονται πως αυτό ισχύει και είναι έτσι –και ενισχύουν την δύναμη των πειθαρχημένων τους στρατευμάτων.
Το γεγονός ότι οι καταχρήσεις εξουσίας στην Αμερική υπάρχουν σε αντίθεση με τον μικρό αριθμό των στρατιωτών τους όχι μόνον αποτυγχάνει να καταρρίψει αυτήν την πρόταση αλλά –θετικά– την επικυρώνει. Στην Αμερική υπάρχουν λιγότεροι στρατιώτες απ’ ό,τι σε άλλα κράτη. Ιδού γιατί δεν υπάρχει πουθενά αλλού τόσο λίγη καταπίεση των εργαζομένων τάξεων και καμία χώρα, όπου το τέλος των καταχρήσεων της κυβέρνησης και της ιδίας της κυβερνήσεως (ή) της έννοιας της κυβερνήσεως, να είναι τόσο πλησίον. Εσχάτως, οι συνδυασμοί των εργατών κερδίζουν σε ισχύ και ακούει κανείς συχνότερα και συχνότερα την κραυγή που υψώνεται για την αύξηση των στρατευμάτων, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες (ή) τα Ενωμένα Κράτη δεν απειλούνται από καμίαν επίθεση από έξω. Οι ανώτερες τάξεις γνωρίζουν πως ένας στρατός 50000 σύντομα δεν θα τους είναι επαρκής και ικανοποιητικός και, επειδή δεν βασίζονται πια στους άνδρες του Pinkerton, αισθάνονται ότι η ασφάλεια της θέσης τους εξαρτάται από την αυξανόμενη ισχύ του στρατού.
Στο Ράϊχσταγκ της Γερμανίας προσφάτως, σε ανταπόκριση σε μιαν ερώτηση γιατί απαιτείτο η συλλογή πόρων για την αύξηση των μισθών των κατωτέρων αξιωματικών γραφείου, ο Γερμανός Καγκελλάριος ανακοίνωσε ανοιχτά ότι απαιτούνται έμπιστοι αξιωματικοί για να αντισταθεί/αντισταθούν στον σοσιαλισμό.
Μόνον ο Caprivi είπε δυνατά ό,τι γνωρίζει κάθε πολιτικός με προσωπικότητα και το συγκαλύπτει επιμελώς από τον λαό.
Ο λόγος στον οποίον έδωσε έκφραση είναι κατ’ ουσίαν ο ίδιος με αυτόν που δημιούργησε τους Γάλλους βασιλείς και τους Πάπες και τους έκανε να πάρουν Ελβετούς και Σκώτους φρουρούς και σήμερα δημιουργεί και κάνει τις Ρωσσικές αρχές να διανέμουν τόσο προσεκτικά τους νεοσύλλεκτους προκειμένου τα συντάγματα εκ των συνόρων να κάνουν σταθμούς σε κεντρικές περιφέρειες ενώ τα συντάγματα από το κέντρο κάνουν σταθμούς στα σύνορα. Το νόημα της ομιλίας του Caprivi –βαλμένο σε σταράτη γλώσσα– είναι πως απαιτούνται χρήματα όχι για αντίσταση στους εχθρούς από έξω αλλά ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΤΟΥΝ ΤΑΠΕΙΝΟΙ ΓΡΑΦΙΑΔΕΣ από τα χαμηλά στρώματα ώστε να είναι έτοιμοι να δράσουν ενάντια στις δούλες εργατικές μάζες. Έδωσε ο Caprivi, απρόσεκτα, προφορική έκφραση σε ό,τι κάλλιστα γνωρίζουν όλοι τέλεια (ή τουλάχιστον αισθάνεται κανείς αδιόρατα, αν δεν το αναγνωρίζει): η υπάρχουσα οργάνωση της ζωής είναι αυτής της μορφής όχι –όπως θα ήταν φυσικό και δίκαιο– ορθή, επειδή ο λαός την εύχεται έτσι, αλλά επειδή διατηρείται έτσι από την κρατική βία μέσω του στρατού με τα ΑΓΟΡΑΣΜΕΝΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΙΤΛΟΥΣ των γραφιάδων αξιωματικών και στρατηγών.
Αν ο εργαζόμενος δεν έχει γη, αν δεν μπορεί να κάνει χρήση του φυσικού δικαιώματος για κάθε άνθρωπο (στην γη) να αντλεί και να παράγει ύπαρξη, διατήρηση, για τον ίδιο και για την οικογένειά του εκτός της χώρας του –αυτό συμβαίνει όχι επειδή ο λαός την εύχεται να είναι αυτής της μορφής αλλά επειδή μια ορισμένη ομάδα ανθρώπων, οι ιδιοκτήτες γης, έχουν σφετεριστεί το δικαίωμα να επιτρέπουν και να παραδίδουν ή να αρνούνται την εισδοχή (ή την αναγνώριση) στην γη των εργαζομένων.
Αυτή η ανώμαλη τάξη πραγμάτων διατηρείται από τον στρατό.
Αν ο εκτεταμένος πλούτος που παράγεται από την εργασία και τον κάματο των εργαζομένων τάξεων δεν βλέπεται ως η περιουσία των όλων αλλά ως η περιουσία ελαχίστων εκλεκτών προσώπων, αν η εργασία και ο κάματος φορολογούνται από τις αρχές και οι φόροι σπαταλώνται από λίγους σε ό,τι αυτό νομίζουν κατάλληλο, αν οι απεργίες εκ μέρους των εργατών καταπνίγονται αλλά οι επιθέσεις των καπιταλιστών ενθαρρύνονται, αν ορισμένα πρόσωπα σφετερίζονται το δικαίωμα να επιλέγουν την μορφή της παιδείας –θρησκευτικής και κοσμικής– των παιδίων ενώ ορισμένα πρόσωπα μονοπωλούν το δικαίωμα να κάνουν (ή) να φτιάχνουν τους νόμους που όλοι πρέπει να υπακούουν (ή) έτσι ώστε να τους υπακούουν όλοι και, με τον τρόπο αυτό, να διαθέτουν τις ζωές και τις περιουσίες άλλων ανθρώπων: όλο αυτό δεν γίνεται επειδή ο λαός εύχεται έτσι αυτήν την μορφή και επειδή αυτή είναι φυσική, δίκαια και ορθή αλλά επειδή η κυβέρνηση και οι εξουσιαστικές τάξεις την εύχονται να είναι έτσι (για το δικό τους κέρδος) και επιμένουν για την ύπαρξή της αυτήν, ακόμα και μέσω της φυσικής βίας.
Ο καθένας –αν δεν την αναγνωρίζει αυτήν, τώρα– θα ξέρει ότι είναι έτσι στην πρώτη προσπάθεια για μιαν ανυπακοή ή για μιαν επανάσταση της υπάρχουσας τάξεως.
Οπότε, οι ταξιαρχίες είναι ό,τι απαιτείται από τις κυβερνήσεις και από τις κυρίαρχες τάξεις πάνω απ’ όλα για να υποστηριχθεί η παρούσα οργάνωση (η οποία –πέραν του να είναι το αποτέλεσμα των αναγκών του λαού– βρίσκεται συχνά σε ευθύ ανταγωνισμό με αυτές και είναι ευεργετική μόνο για την κυβέρνηση και τις κυρίαρχες τάξεις). Για να κρατήσει τους υπηκόους/τα θέματα (των υποκειμένων στις κυρίαρχες τάξεις) η κυβέρνηση υπό την τυραννία και να είναι ικανή να απολαύσει τους καρπούς της εργασίας των, πρέπει να έχει στα χέρια όπλα.
Δεν υπάρχει, όμως, μόνο μία κυβέρνηση.
Υπάρχουν κυβερνήσεις άλλης μορφής –που εκμεταλλεύονται τους υπηκόους/τα θέματά τους μέσω της βίας κατά τον ίδιον τρόπο και είναι ανέκαθεν έτοιμες να αρπάξουν ό,τι τους γυαλίσει στο μάτι από κάθε άλλην κυβέρνηση και να απαγάγουν τους καρπούς του κόπου των σκλαβωμένων υπηκόων/θεμάτων. Ώστε έτσι, κάθε κυβέρνηση χρειάζεται έναν στρατό ολόκληρο και κατ’ αποκλειστικότητα για να προστατεύσει τα πόδια της από τις ταξιαρχίες του πλησίον (ή) της γείτονος κυβερνήσεως. Κάθε κυβέρνηση φέρεται έτσι ακούσια στην ανάγκη να αντιγράψει –άμιλλα– η μια την άλλη στην αύξηση του ανταγωνισμού των ανδρών τους.
Αυτή η αύξηση είναι μολυσματική και μεταδίδεται, όπως έδειξε ο Montesquieu προ 150 χρόνων.
Κάθε μεγέθυνση στον στρατό ενός κράτους, με τον σκοπό της αυτοάμυνας ενάντια στους υπηκόους του, γίνεται μια πηγή κινδύνου για τα πλησίον (ή) τα γειτονικά κράτη και καλεί για μιαν ομοιόμορφη μεγέθυνση των στρατευμάτων τους. Οι ένοπλες δυνάμεις έχουν αγγίξει τον παροντικό αριθμό των εκατομμυρίων όχι μόνο μέσω της απειλής περί της ύπαρξης κινδύνου από πλησίον/γειτονικά κράτη αλλά, πρωταρχικώς, δια της αναγκαιότητας να πατήσει πόδι σε κάθε προσπάθεια εξέγερσης εκ μέρους των υπηκόοων/θεμάτων. Και οι 2 φράσεις μαζί –αμοιβαίως εξαρτημένες– συνδράμουν αμέσως προς το ίδιο αποτέλεσμα: απαιτούνται άνδρες ενάντια στις εσωτερικές δυνάμεις που εκδηλώνονται αλλά και για να διατηρηθεί μια υψηλή θέση έναντι των άλλων κρατών.
Η μια είναι το αποτέλεσμα της άλλης.
Ο δεσποτισμός μιας κυβέρνησης πάντοτε αυξάνει με την ενίσχυση του στρατού και των εξωτερικών της επιτυχιών ενώ η επιθετικότητα μιας κυβέρνησης αυξάνει με τον εσωτερικό της δεσποτισμό.
Ο ανταγωνισμός των Ευρωπαϊκών χωρών για την διαρκή αύξηση των δυνάμεών τους τις έχει φέρει στο επίπεδο να έχουν την ανάγκη συνδρομής από την παγκόσμια, οικουμενική στρατιωτική υπηρεσία επικοινωνιών, αφού –με αυτό το μέσο– αποκτάται με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα ο μεγαλύτερος εφικτός αριθμός στρατιωτών.
Η Γερμανία έπεσε πρώτη στην ανακάλυψη αυτής της επινόησης: και αμέσως –με το που την υϊοθέτησε ένα κράτος, οι άλλες χώρες υποχρεώθηκαν να κάνουν το ίδιο. Και μέσω αυτού, σημαίνεται (δις) ότι όλοι οι πολίτες βρίσκονται υπό τα όπλα για να στηρίζουν τις ανισότητες που ασκήθηκαν πάνω τους. Όλοι οι πολίτες έχουν γίνει τύραννοι του εαυτού τους.
Η παγκόσμια, οικουμενική στρατιωτική υπηρεσία υπήρξε μια αναπόφευκτη λογική αναγκαιότητα στην οποίαν επρόκειτο σίγουρα να φτάσουμε. Είναι, όμως, και η τελευταία έκφραση της ασυνέπειας που είναι εγγενής στην κοινωνική αντίληψη περί της ζωής –όταν απαιτείται βία για να διατηρηθεί. Αυτή η έλλειψη δομής και άρθρωσης έχει γίνει εμφανής στην παγκόσμια στρατιωτική υπηρεσία. Στην πραγματικότητα, όλη η συμβολική σημασιοδότηση της κοινωνικής αντίληψης και νοοτροπίας περί της ζωής εντοπίζεται στην αναγνώριση του ανθρώπου της βαρβαρότητας (ή) στην αναγνώριση του ανθρώπου (ή) του ανθρώπου της βαρβαρότητας (ή) στην αναγνώριση από τον άνθρωπο της βαρβαρότητας της φιλονικίας –δηλαδή, ότι η φιλονικία είναι κάτι βάρβαρο– μεταξύ ατόμων αλλά και της μεταβατικότητας της προσωπικής ζωής της ίδιας αφ’ εαυτής καθώς και της μεταβίβασης του σκοπού της ζωής σε ομάδες προσώπων.
Με την παγκόσμια και οικουμενική στρατιωτική υπηρεσία, όμως, έρχεται το θέμα να καταλήξει στο ότι οι άνθρωποι –αφού έκαναν κάθε θυσία για να απαλλαχθούν από την βαρβαρότητα της φιλονικίας και την ανασφάλεια της υπάρξεως, καλούνται εκ νέου να αντιμετωπίσουν όλους τους κινδύνους που ήθελαν να αποφύγουν. Και, επιπροσθέτως σε αυτό, το κράτος (για χάρη του οποίου τα άτομα αποκήρυξαν τα προσωπικά τους πλεονεκτήματα και οφέλη) εκτίθεται και πάλι στα ίδια ρίσκα ανασφάλειας και έλλειψης μονιμότητας –όπως ακριβώς ήταν αφ’ εαυτού το ίδιο το άτομο σε περασμένα χρόνια.
Οι κυβερνήσεις –οιονεί– υποτίθεται πως θα έδιναν στους ανθρώπους ελευθερία από την σκληρότητα της προσωπικής ίντριγκας και ασφάλειας (ή) και ασφάλεια στην μονιμότητα της κρατικής τάξεως και οργάνωσης της ύπαρξης.
Αντί να κάνουν αυτό, εκθέτουν τα άτομα στην ίδια αναγκαιότητα της φιλονικίας, αντικαθιστώντας την μάχη με άτομα άλλων χωρών με την μάχη με γείτονες (ή) γείτονες χώρες –ενώ τον κίνδυνο της καταστροφής για το άτομο –και (για) το ίδιο το κράτος– τα αφήνουν ακριβώς όπως ήταν.
Η παγκόσμια, οικουμενική στρατιωτική υπηρεσία μπορεί να συγκριθεί με τις προσπάθειες ενός ανθρώπου να στηρίξει τον οίκο του που πέφτει και ο οποίος έτσι τον περιβάλλει και τον γεμίζει με προπαγανδιστικά στηρίγματα και στύλους και ξύλινα προγράμματα και σκάλες αμφιθεάτρων ώστε καταφέρνει να έχει στήσει τον οίκο τόσο ψηλά μόνο και μόνο καθιστώντας την ζωή εκεί απίθανη.
Ομοίως και κατά τον ίδιον τρόπο, η παγκόσμια στρατιωτική υπηρεσία καταστρέφει όλο το κέρδος της κοινωνικής τάξης/εντολής/οργάνωσης της ζωής η οποία έχει προσληφθεί αυτήν ακριβώς για να υπηρετήσει.
Τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής οργάνωσης είναι η ασφάλεια της περιουσίας και η εργασία και η συνδυασμένη δράση (ή) η ασφάλεια της περιουσίας και της εργασίας και της συνδυασμένης δράσης για την βελτίωση της ύπαρξης: η παγκόσμια, οικουμενική στρατιωτική υπηρεσία τα καταστρέφει όλα αυτά.
Οι φόροι που συλλέγονται από τον λαό (ή) οι φόροι που συλλέγονται από τον λαό εν όψει των προετοιμασιών για πόλεμο απορροφούν το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγής της εργασίας την οποίαν ο στρατός θα όφειλε να υπερασπιστεί.
Η απόσυρση όλων των ανθρώπων από την συνήθη πορεία της ζωής καταστρέφει την δυνατότητα και της ίδιας της εργασίας. Ο κίνδυνος του πολέμου –πάντοτε έτοιμος να ξεσπάσει– καθιστά όλες τις μεταρρυθμίσεις της κοινωνικής ζωής μιαν ζωή εις μάτην, άκαρπη.
Σε περασμένα χρόνια, αν σε έναν άνθρωπο ναυαγό που συλλεγόταν από ένα κράτος λεγόταν ότι αν δεν αναγνώριζε την εξουσία αυτού του κράτους, θα εκτίθετο σε επίθεση από εχθρούς ντόπιους και ξένους, ότι θα έπρεπε να τους αντισταθεί μόνο(ς) και ότι θα κινδύνευε να σκοτωθεί και, συνεπώς, ότι θα ήταν προς όφελός του να συμβιβαστεί με ορισμένες σκληρές δυσκολίες ώστε να ασφαλιστεί από αυτές τις μάστιγες, κάλλιστα θα μπορούσε να το πιστέψει! βλέποντας ότι οι θυσίες που έκανε προς το κράτος ήταν μονομερείς μόνο και του έδωσαν την ελπίδα μιας ήρεμης και γαλήνιας ύπαρξης σε ένα κράτος μόνιμο.
Τώρα, όμως, που οι θυσίες έχουν αυξηθεί επί 10 και τα οφειλήματα της επαγγελίας εξαϋλώνονται, θα αποτελούσε μιαν φυσική αποκρυστάλλωση της σκέψεως η σκέψη ότι η υποταγή στην συγγραφική εξουσία και αυθεντία είναι κάτι άχρηστο.
Η μοιραία, όμως, σημασιοδότηση της παγκόσμιας και οικουμενικής στρατιωτικής υπηρεσίας ως της εκδηλώσεως της αντιφάσεως και της αντινομίας που είναι εγγενής στην κοινωνική αντίληψη και νοοτροπία περί της ζωής δεν φαίνεται φανερά μόνο σε αυτό.
Η μεγαλύτερη εκδήλωση και διακήρυξη αυτής της αντιφάσεως και αντινομίας βρίσκεται στο γεγονός ότι κάθε πολίτης κατά την διάρκεια που γίνεται στρατιώτης γίνεται ένας προπαγανδιστικός στύλος του οργανισμού της κυβερνήσεως και μοιράζεται την ευθύνη ανταπόκρισης σε ο,τιδήποτε πράττει η κυβέρνηση, ακόμα κι αν μπορεί να μην παραδέχεται την νομιμότητά της.
Είναι οι κυβερνήσεις αυτές που βεβαιώνουν πως χρειάζονται στρατεύματα πάνω απ’ όλα για την εξωτερική άμυνα –αλλά αυτό δεν είναι αληθές. Χρειάζονται κυρίως να εγερθούν –ακόμα και οι Θεοί– ενάντια στους υπηκόους τους/στα θέματά τους αφού κάθε άνθρωπος –υπό καθεστώς παγκόσμιας και οικουμενικής υπηρεσιακής κυβέρνησης– γίνεται συνεργάτης και δοσίλογος σε όλες τις πράξεις βίας της κυβέρνησης εναντίον των πολιτών χωρίς καμίαν απολύτως δική του επιλογή.
Για να πειστεί κανείς ότι «ΕΝΟΣ ΔΕ ΕΣΤΙ ΧΡΕΙΑ» θα πρέπει κανείς απλώς να θυμάται «ίτε» τι πράγματα γίνονται σε κάθε κράτος –εν ονόματι της τάξης και της δημόσιας ευημερίας– και των οποίων η εκτέλεση ανέκαθεν πέφτει στα χέρια του στρατού.
Όλες οι πολιτικές εξεγέρσεις για δυναστικούς ή άλλους κομματικούς λόγους, όλες οι εκτελέσεις που επακολουθούν αυτών των ταραχών, κάθε κατάπνιξη εξεγέρσεων και στρατιωτική επέμβαση για διάλυση των συγκεντρώσεων αλλά και κατάπνιξη απεργιών, κάθε αναγκαστική εκβιαστική είσπραξη φόρων, όλες οι άνισες κατανομές γαιών, όλα τα προφυλακτικά μέτρα περιορισμού ή απαγόρευσης της εργασίας εκτελούνται αμέσως είτε από την στρατιωτική υπηρεσία είτε από την αστυνομία με τον στρατό πίσω από την πλάτη τους.
Εν ώρα υπηρεσίας, οποιοσδήποτε κάνει την θητεία του στον στρατό μοιράζεται την συλλογική ευθύνη απάντησης όλων αυτών των πραγμάτων (περί των οποίων βρίσκεται, σε ορισμένες υποθέσεις, εν αμφιβόλω ενώ, αρκετά συχνά, αυτά αντιτίθενται ευθέως στην συνείδησή του).
Οι άνθρωποι είναι απρόθυμοι να διωχθούν από την χώρα που έχουν καλλιεργήσει για γενιές ή είναι απρόθυμοι να σχηματιστούν σκόρπια όταν η κυβερνητική εξουσία εν ισχύϊ τους διατάσσει ή είναι Θεοί που αρνούνται να πληρώσουν τους φόρους που τους απαιτούν ή να αναγνωρίσουν νόμους ως δεσμευτικούς/δεσμευμένους για αυτούς όταν δεν έχουν χέρια δοσμένα για να τους φτιάξουν ή να στερηθούν την εθνικότητά τους –και γω, μετά, για να εκπληρώσω το στρατιωτικό μου καθήκον, πρέπει να πάω και να τους εκτελέσω για αυτό!
Πώς μπορώ να πάψω να αναρωτιέμαι όταν συμμετέχω σε αυτές τις ποινές, εάν είναι ορθές και ακριβοδίκαιες;
Και, επίσης (δις), εάν θα όφειλα να δώσω την συνδρομή μου ώστε να εκτελεστούν;
Η παγκόσμια υπηρεσία είναι το ακραίο όριο της βίας που είναι αναγκαία/αναγκαίο για την στήριξη ολόκληρου του οργανισμού του κράτους –και είναι το έσχατο όριο το οποίο μπορεί να αγγίξει η υποταγή εκ μέρους των υπηκόοων/θεμάτων προς έκδοση.
Είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των πετρών ολόκληρου του οικοδομήματος και η πτώση του θα τις ρίξει όλες κάτω.
ΕΛΗΛΥΘΕΝ Η ΩΡΑ που η διαρκώς αύξουσα κατάχρηση της δύναμης των κυβερνήσεων και των συγκρούσεών τους –της μιας με την άλλη– τις έχει οδηγήσει να απαιτούν τόσο πολύ υλικό και ακόμη και ηθικές θυσίες από τους υπηκόους τους/τα υποκείμενα θέματά τους που όλοι αναγκάζονται να σκεφτούν και ο καθένας αναρωτιέται μέσα του:
«Μπορώ να κάνω αυτές τις θυσίες; Και για χάρη τίνος τις κάνω; Με αναμένουν –για χάρη του κράτους, προσδοκούν από μένα πως πρέπει να κάνω αυτές τις θυσίες, να αποκηρύξω όλα όσα μπορεί να είναι πολύτιμα για τον άνθρωπο –ειρήνη, οικογένεια, ασφάλεια και ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
«Ποιό είναι αυτό το κράτος για χάρη και εν ονόματι του οποίου πρέπει να γίνουν τόσο τρομερές θυσίες; Και γιατί είναι τόσο αναπόφευκτο και επιτακτικό αυτό;»
«Το κράτος» μας λένε «το χρειάζονται απαραιτήτως, κατά τον πρώτον τόπο επειδή χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαμε να προστατευόμαστε ενάντια στις επιθέσεις των προσώπων με κακή βούληση και, κατά δεύτερο λόγο, εκτός του κράτους θα ήμασταν άγριοι πρωτόγονοι και δεν θα είχαμε ούτε θρησκεία, πολιτισμό, εκπαίδευση ούτε εμπόριο ούτε μέσα επικοινωνίας ούτε άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Το τρίτο είναι ότι χωρίς το κράτος να μας υπερασπίζεται, θα ήμασταν υποκείμενοι σε κατακτήσεις και δουλείες από γειτονικούς λαούς».
«Εκτός του κράτους» λένε «θα εκτιθέμεθα σε επιθέσεις προσώπων με κακή βούληση μέσα στην χώρα μας».
Μα, ποιά να είναι αυτά τα πρόσωπα με την κακή βούληση εν μέσω ημών και από τις επιθέσεις των οποίων είμαστε προστατευμένοι και φυλασσόμεθα καλοδιατηρημένοι από το κράτος και τον στρατό του; Ακόμα κι αν με αυτήν την μορφή, των περασμένων των 3 ή 4 αιώνων (όταν οι άνθρωποι υπερηφανεύονταν για την πολεμόμορφη λεβεντιά τους, όταν η δολοφονία ανθρώπων θεωρείτο ένα ηρωϊκό επίτευγμα) υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι, ξέρουμε κάλλιστα πως δεν υπάρχουν τώρα.
Σήμερα, εμείς δεν μεταφέρουμε ούτε χρησιμοποιούμε πυροβόλα αλλά ο καθένας διακηρύσσει ανθρωπιστικές αρχές και αισθάνεται συμπάθεια για τους συνανθρώπους του και δεν ζητά τίποτ’ άλλο πέρα απ’ ό,τι κάνουμε όλοι: δηλαδή, να αφεθεί εν ειρήνη να χαρεί την ύπαρξή του ανενόχλητος. Ώστε δεν υπάρχουν σήμερα ούτε καν ειδικευμένοι κακούργοι από τους οποίους το κράτος θα μπορούσε να μας υπερασπίσει.
Εάν με αυτά τα άσχημα πρόσωπα κακής βουλήσεως εννοούνται οι άνθρωποι που είναι τιμωρημένοι ως εγκληματίες, ξέρουμε κάλλιστα πως δεν είναι ένα διαφορετικό είδος ύπαρξης, πλάσματα σαν να είναι άγρια θηρία εν μέσω προβάτων αλλά είναι άνθρωποι ακριβώς όπως εμείς και με διόλου εκ φύσεως κλίση πλέον προς τα εγκλήματα σε σύγκριση με αυτούς εναντίον των οποίων τα διαπράττουν. Ξέρουμε τώρα πως οι απειλές και οι ποινές δεν μπορούν να μειώσουν τον αριθμό τους: ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με αλλαγή περιβάλλοντος και ηθική επιρροή.
Ώστε η δικαιολόγηση της κρατικής βίας επί του εδάφους της προστασίας την οποία μας δίδει από πρόσωπα με αρνητική προδιάθεση και κακή βούληση –ακόμα κι αν είχε κάποιαν βάση προ των περασμένων 3ου ή 4ου αιώνων– σήμερα δεν έχει καμία.
Στον παρόντα, το(ν) πρώτο (που) θα έλεγε κανείς, αντιθέτως, είναι ότι η δράση του κράτους με τις αυστηρές και σκληρές μεθόδους τιμωρίας του οι οποίες είναι πίσω από το γενικό ηθικό επίπεδο της εποχής (όπως φυλακές, γαλλέρες, κρεμάλες και γκιλλοτίνες) τείνει μάλλον να εκβαρβαρίσει τους ανθρώπους παρά να τους εκπολιτίσει και, συνεπώς, μάλλον να επαυξήσει παρά να ελαττώσει τον αριθμό των κακούργων.
«Εξαιρεθέντος του κράτους» μας λένε «δεν θα είχαμε καμία θρησκεία, εκπαίδευση, κουλτούρα, μέσα επικοινωνίας και κ.ο.κ. Εκτός του κράτους, οι άνθρωποι δεν θα ήταν ικανοί να σχηματίσουν τους κοινωνικούς θεσμούς που απαιτούνται για να γίνει ο,τιδήποτε».
Αυτό το επιχείρημα ήταν κάλλιστα στερεωμένο πριν μόνο μερικούς αιώνες.
Εάν υπήρχε ένας χρόνος (όταν οι άνθρωποι ήταν τόσο διηρημένοι, διαχωρισμένοι, όταν είχαν τόσο ελάχιστα μέσα επικοινωνίας και εναλλαγής ιδεών) που δεν μπορούσαν να συνεργαστούν από κοινού και να συμφωνήσουν μαζί σε οποιαδήποτε κοινή πράξη στο εμπόριο, στα οικονομικά ή στην εκπαίδευση ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΩΣ ΚΕΝΤΡΟ, αυτή η έλλειψη κοινής πράξης δεν υφίσταται πλέον.
Η μεγάλη επέκταση των μέσων της επικοινωνίας και η εναλλαγή των ιδεών έχει δημιουργήσει ανθρώπους, τους έχει κάνει ολοκληρωτικά ικανούς να τα καταφέρνουν με την κρατική αρωγή να σχηματίζουν κοινωνίες, ενώσεις, σωματεία και Κογκρέσσες για την επίτευξη επιστημονικών, οικονομικών και πολιτικών αντικειμένων.
Αληθώς, η κυβέρνηση είναι –το σύνηθες– ένα εμπόδιο περισσότερο παρά μια βοήθεια για την επιτυχία αυτών των σκοπών.
Από τα τέλη του περασμένου αιώνα, με δυσκολία έχει υπάρξει έστω και ένα προοδευτικό κίνημα της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς που δεν έχει καθυστερηθεί από την κυβέρνηση. Αυτό έχει συμβεί με την κατάργηση της σωματικής τιμωρίας, της δίκης μέσω μαρτυρίων και της δουλείας καθώς ακόμα και με την εγκαθίδρυση της ελευθερίας του Τύπου και το δικαίωμα των δημοσίων συγκεντρώσεων.
Οι κυβερνήσεις στις μέρες μας όχι μόνο αποτυγχάνουν να ενθαρρύνουν αλλά ευθέως εμποδίζουν κάθε κίνημα μέσω του οποίου οι άνθρωποι προσπαθούν να επεξεργαστούν νέες μορφές ζωής για τους εαυτούς τους. Κάθε προσπάθεια για λύση των προβλημάτων της εργασίας, της αγροτιάς, της πολιτικής –αλλά και η θρησκεία– απαντάται με ευθεία αντίθεση εκ μέρους της κυβέρνησης.
Είναι σπανίως αναγκαίο, τέλος, να ανατρέπει κανείς ένα πρόσφατο επιχείρημα: «Χωρίς κυβερνήσεις, έθνη ολόκληρα θα υποδουλώνονταν».
Εμπεριέχει ήδη την ίδια του την άρνηση, αμέσως μόλις το ακούσει κανείς.
Η κυβέρνηση με τον στρατό της, μας λένε, είναι απαραίτητη ώστε να μας υπερασπίζεται από τα γειτονικά κράτη που θα μπορούσαν να μας υποδουλώσουν. Ξέρουμε, όμως, εμείς ότι αυτό είναι που όλες οι κυβερνήσεις λένε η μια για την άλλη ενώ, αντιθέτως, ξέρουμε ακόμα ότι όλα τα Ευρωπαϊκά έθνη διακηρύσσουν τις ίδιες αρχές της ελευθερίας και της αδελφότητας και, κατά συνέπεια, δεν έχουν καμίαν ανάγκη προστασίας το ένα από το άλλο. Ακόμα κι αν εννοείται η άμυνα έναντι των βαρβαρικών εθνών, θα αρκούσε άνετα για αυτόν τον σκοπό το 1/1000 των στρατευμάτων που βρίσκονται τώρα ένοπλα στα χέρια μας.
Βλέπουμε ότι αυτό είναι, στην πραγματικότητα, το ακριβώς αντίθετο σε σύγκριση με ό,τι μας έχουν πει.
Η δύναμη του κράτους –πέραν του να αποτελεί μιαν ασφάλεια έναντι των επιθέσεων των πλησίον/γειτόνων μας– μας εκθέτει, αντιθέτως, σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο για επιθέσεις αυτής της μορφής.
Επομένως, κάθε άνθρωπος που οδηγείται (δια μέσου της υποχρεωτικής του υπηρεσίας στον στρατό) να συλλογιστεί ως προς την αξία του κράτους –για χάρη του οποίου αναμένουν από αυτόν να είναι έτοιμος ακόμα και να θυσιάσει την ειρήνη του, την ασφάλειά του και την ζωή του– δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως δικαιολόγηση/δικαίωση στους σύγχρονους καιρούς για μιαν θυσία αυτής της μορφής.
Και δεν είναι μόνο από την θεωρητική πλευρά που πρέπει κάθε άνθρωπος να δει ότι οι θυσίες που απαιτούν(ται) από το κράτος δεν έχουν καμία δικαιολογία (ή) δεν βρίσκουν καμία δικαίωση. Ακόμα και πρακτικά κοιτώντας το, ζυγίζοντας –που λέει ο λόγος– όλα τα βάρη των φορτίων που θέτει πάνω του το κράτος, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να μην βλέπει ότι για αυτόν προσωπικά αν συμμορφωθεί με τις αξιώσεις/τα αξιώματα του κράτους και υπηρετήσει στον στρατό, τούτο θα σήμαινε –στην πλειοψηφία των περιπτώσεων– περισσότερα αρνητικά σε σύγκριση με το αν αρνηθεί. Αν η πλειοψηφία των ανθρώπων επιλέξει να υποταχθεί και να υπακούσει και όχι να αρνηθεί, αυτό δεν είναι το αποτέλεσμα νηφάλιας στάθμισης των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων αλλά επειδή παρασύρονται επαγωγικά από μιαν μορφή υπνωτικής λειτουργίας που εξασκείται πρακτικά πάνω τους. Υποτασσόμενοι, απλώς παραδίδονται σε υποδείξεις και προτάσεις που τους δίνονται καθ’ υποβολήν, ως εντολές, χωρίς καμία σκέψη ή προσπάθεια της βούλησής τους. Το να αντισταθούν –τούτο θα απαιτούσε ανεξάρτητη σκέψη και προσπάθεια, για την οποία δεν είναι ικανός ο κάθε άνθρωπος.
Ακόμα και πέρα από το ζήτημα της ηθικής αξίας και σημασίας της συμμόρφωσης ή μη-συμμόρφωσης, αν εξετάσει κανείς μόνο το υλικό συμφέρον: η μη-συμμόρφωση θα είναι περισσότερο επωφελής, γενικότερα.
Όποιος κι αν είμαι, είτε ανήκω στην εύπορη τάξη των τυράννων και καταπιεστών είτε είμαι κάλλιστα η εργαζόμενη τάξη των καταπιεσμένων, σε αμφότερες τις περιπτώσεις τα μειονεκτήματα και τα αρνητικά της μη-συμμόρφωσης είναι λιγότερα ενώ τα πλεονεκτήματα μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα της συμμόρφωσης και της υπακοής.
Αν ανήκω στην μειοψηφία των τυράννων, τα αρνητικά της μη-συμμόρφωσης θα συνοψίζονται στο ότι η ύπαρξις μου θα τεθεί ενώπιον μιας κρίσεως επειδή αρνήθηκα να εκτελέσω τα καθήκοντά μου προς το κράτος: Αν είμαι τυχερός, θα αθωωθώ ή –όπως γίνεται στην υπόθεση με τους Μεννονίτες στην Ρωσσία– θα αποφασιστεί να δουλέψω την στρατιωτική μου θητεία σε κάποιαν πολιτική εργασία για το κράτος. Αν είμαι άτυχος, μπορεί πιθανόν να καταδικαστώ σε εξορία ή φυλάκιση για 2-3 χρόνια (κρίνω με βάση τις υποθέσεις που έχουν προκύψει στην Ρωσσία), ίσως σε ακόμα μεγαλύτερη περίοδο φυλάκισης ή μπορεί σε θάνατο, αν και οι πιθανότητες αυτού του τελευταίου είναι πολύ μικρές και μακρινές.
Αυτά ισχύουν για τα αρνητικά της μη-συμμόρφωσης και ανυπακοής.
Τα αρνητικά της συμμόρφωσης θα έχουν ως ακολούθως: Αν είμαι τυχερός, δεν θα με στείλουν να σκοτώσω τους συνανθρώπους μου και δεν θα εκτεθώ στον μεγάλο κίνδυνο να ακρωτηριαστώ, να μείνω ανάπηρος και να δολοφονηθώ αλλά θα είμαι απλώς και μόνο εγγεγραμμένος στα αρχεία της στρατιωτικής δουλείας. Θα μεταμφιεστώ σαν κλώουν, θα είμαι στην διάθεση των προσταγών και των εντολών κάθε ανθρώπου με υψηλότερον βαθμόν από τον δικό μου –από υποδεκανέας ως και στρατάρχης– και θα διέλθω από όλα τα σωματικά γυμνάσια κατά το πώς τους ευχαριστεί τον καθένα και, αφού κρατηθώ εκεί για μιαν περίοδο από 1 ως και 5 ετών, θα πρέπει και για μιαν άλλη –10 ετών μετά– να είμαι σε ετοιμότητα να τα ξαναρχίσω όλα εκ νέου ανά πάσα στιγμή. Αν είμαι άτυχος, μπορεί πιθανόν –επιπροσθέτως– να με στείλουν στον πόλεμο όπου θα αναγκαστώ να σκοτώσω ανθρώπους ξένων εθνών που δεν μου έχουν κάνει κανένα κακό, όπου ίσως να ακρωτηριαστώ ή να μείνω ανάπηρος ή να δολοφονηθώ ή να με στείλουν σε σίγουρη καταστροφή (όπως στην υπόθεση του στρατοπέδου της Σεβαστουπόλεως και άλλες υποθέσεις σε κάθε πόλεμο) ή –πράγμα που θα ήταν το πιο τρομερό όλων– μπορεί και να με στείλουν να πολεμήσω ενάντια στους συμπατριώτες μου και να πρέπει να σκοτώσω τα ίδια μου τα αδέλφια για χάρη κάποιας δυναστείας ή άλλων κρατικών συμφερόντων που δεν έχουν τίποτα απολύτως να κάνουν σε σχέση με μένα. Αυτά ισχύουν για τα λεγόμενα «συγκριτικά μειονεκτήματα».
Τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» της συμμόρφωσης και της μη-συμμόρφωσης είναι ως ακολούθως:
Για τον άνθρωπο που υποκύπτει, τα πλεονεκτήματα θα είναι ότι –αφού εκθέτει και εκτελεί ο ίδιος όλην την ταπείνωση και τις βαρβαρότητες που απαιτούν από αυτόν (ή) αφού εκθέτει τον εαυτό του σε όλην την ταπείνωση/ταπεινότητα και εκτελεί όλες τις βαρβαρότητες που του απαιτούν, μπορεί να κερδίσει ένα παράσημο με λαμέ, κόκκινη ή χρυσή διακόσμηση για να στολίσει με πούλιες την στολή του κλώουν –αν ξεφύγει του κινδύνου να σκοτωθεί. Αν είναι πολύ τυχερός, μπορεί να τεθεί επικεφαλής εκατοντάδων χιλιάδων άλλων τόσο εκβαρβαρισμένων όσο κι αυτός. Μπορεί να ονομαστεί στρατάρχης και να βγάζει πολλά λεφτά.
Τα πλεονεκτήματα του ανθρώπου (ή) για τον άνθρωπο που αρνείται να υπακούει θα συνίστανται στην διατήρηση της αξιοπρεπείας του ως άνθρωπος (ή) ως ενός ανθρώπου, στην κατάκτηση της επιδοκιμασίας των καλών ανθρώπων και, πάνω απ’ όλα, στην επίγνωση ότι εκτελεί το έργο του Θεού και –με τον τρόπο αυτό– κάνει καλό στους συνανθρώπους του.
Αυτά ισχύουν για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα αμφοτέρων των γραμμών συμπεριφοράς και κώδικα επικοινωνίας για έναν άνθρωπο των πλουσίων τάξεων, έναν καταπιεστή.
Για έναν άνθρωπο της φτωχής εργαζομένης τάξεως, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα θα είναι τα ίδια –αλλά με μιαν μεγάλη αύξηση των μειονεκτημάτων: Τα μειονεκτήματα για τον φτωχό που υποκύπτει θα επιδεινώνονται από το γεγονός ότι ενισχύει το κράτος της υποταγής και των δεσμών με τα οποία κρατείται ο ίδιος, και –οιονεί– συμμετέχοντας σε αυτό και συναινώντας προς αυτό.
Δεν είναι, όμως, οι σκέψεις και οι εξεταστικοί συλλογισμοί (ούτε ως προς τον βαθμό στον οποίον είναι το κράτος χρήσιμο ή ευεργετικό για τους ανθρώπους που βοηθούν στην στήριξή του υπηρετώντας στον στρατό ούτε ως προς τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα της συμμόρφωσης ή της μη-συμμόρφωσης για το άτομο) αυτοί που θα κρίνουν το ερώτημα περί της συνέχισης της υπάρξεως ή περί της κατάργησης της κυβερνήσεως.
Τελικά, το ερώτημα αυτό θα κριθεί τελεσίδικα –και χωρίς δυνατότητα άσκησης εφέσεως– από την θρησκευτική συνειδητοποίηση ή συνείδηση κάθε ανθρώπου ο οποίος εξαναγκάζεται από την παγκόσμια και οικουμενική επιστράτευση (είτε την δέχεται είτε όχι την στρατολόγηση) να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο το θέμα εάν το κράτος πρόκειται να συνεχίσει να υπάρχει ή όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου