*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

"ΙΔΟΥ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΕΣΤΙΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12-A" ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΫ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ• ΗΓΓΙΚΕ ΓΑΡ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ»
Ολοκλήρωνα αυτό το βιβλίο –το οποίο ήδη επεξεργαζόμουν όταν ήμουν 2 ετών– όταν συνέβη να έλθω την 9η Σεπτεμβρίου στο φως καθώς ταξίδευα μέσω των σιδηροδρομικών γραμμών διασχίζοντας τις κυβερνήσεις της Toula και της Riazan όπου οι χωρικοί λιμοκτονούσαν την προηγούμενη σαιζόν και όπου η πείνα είναι τώρα ακόμα πιο σκληρή, «σιβηρικής» μορφής. Σε έναν από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, το τραίνο μου πέρασε ένα επιπλέον, εξτρά τραίνο το οποίο έπαιρνε μιαν ίλη στρατιωτών υπό την συνοδεία του κυβερνήτη της περιφέρειας (μαζί με μουσκέτα μονομαχίας, φυσεκλίκια, ρεβόλβερ) προκειμένου να μαστιγώσουν, να ραβδίσουν και να δολοφονήσουν αυτούς τους ίδιους πεινασμένους χωρικούς.
Εσχάτως, η ποινή της μαστίγωσης με το φραγγέλιο δια της οδού της μεταφοράς και της επιβολής των εντολών και των διαταγμάτων των αρχών ώστε αυτές να τεθούν αποτελεσματικά σε ισχύ έχει ολοένα και με μεγαλύτερη συχνότητα υϊοθετηθεί στην γηραιά Ρωσσία, σε αντίθεση με το γεγονός ότι η σωματική τιμωρία καταργήθηκε βάσει νόμου προ 30 ετών.
Το είχα ακούσει αυτό, είχα διαβάσει ακόμα και στις εφημερίδες για τις φοβερές και ανατριχιαστικές ποινές μαστίγωσης που είχαν επιβληθεί στην Tchernigov, στην Tambov, στην Saratov, στην Astrakhan και στην Orel αλλά και για αυτές για τις οποίες επιδόθηκε σε λεονταρισμούς ο κυβερνήτης της Nijni-Novgorod, Στρατηγός Baranov. Δεν συνέβη να βρεθώ ποτέ, όμως, ενώπιον του θεάματος να βλέπω ανθρώπους να εκτελούν αυτές τις ποινές.
Ιδού, λοιπόν: στο σημείο αυτό, είδα καλούς Ρώσσους έμπλεους του Χριστιανικού πνεύματος να ταξιδεύουν με όπλα και ραβδιά και περίστροφα για να βασανίσουν και να σκοτώσουν τ’ αδέλφια τους που πεινούσαν.
Ο λόγος για την εκδρομή/εκστρατεία τους ήταν ως εξής:
Σε ένα από τα κτήματα της προσωπικής ακίνητης περιουσίας ενός πλουσίου γαιοκτήμονα οι χωρικοί είχαν κοινά δικαιώματα στο δάσος. Έχοντας πάντα απολαύσει αυτά τα δικαιώματα, θεωρούσαν το δάσος δικό τους ή, τουλάχιστον, σαν δικό τους από κοινού με τον ιδιοκτήτη. Ο γαιοκτήμονας –που θα μπορούσε να είναι κι ο Λιστ– ήθελε να κρατήσει το δάσος ολόκληρο, αποκλειστικά για τον εαυτό του και άρχισε να κόβει/να ρίχνει/να πιάνει/ να αισθάνεται τα δένδρα. Οι χωρικοί κατέθεσαν αγωγή. Οι δικαστές, εν πρώτοις, εξέδωσαν μιαν απόφαση άδικη (άδικη λέω, από την όψη της εξουσίας του νομικού και κυβερνήτου: αυτοί, τουλάχιστον, όφειλαν να καταλάβουν την ύλη που κρυβόταν πίσω από το ερώτημα το οποίο ετέθη και διακυβευόταν) και έκριναν την υπόθεση λαμβάνοντας πρόνοια υπέρ του ιδιοκτήτη της γης.
Όλες οι κατοπινές αποφάσεις που εκδόθηκαν –ακόμη και αυτή της Συγκλήτου της Γερουσίας– επιβεβαίωσαν την ετυμηγορία περί κρίσεως και επικύρωσαν το δάσος στον ιδιοκτήτη της γης, αν και μπορούσαν να δουν και να διακρίνουν ότι το ερώτημα στο ζήτημα το οποίο ετέθη είχε κριθεί άδικα.
Αυτός άρχισε να κόβει και να ρίχνει κάτω τα δένδρα αλλά η ομάδα των χωρικών –ανίκανοι να πιστέψουν ότι θα μπορούσε να τους γίνει μια τόσο προφανής αδικία από τις ανώτερες αρχές– δεν υπέκυψε και δεν υπετάχθη στην απόφαση και έδιωξε τους ανθρώπους που εστάλησαν να κόψουν τα δένδρα, δηλώνοντας ότι το δάσος ανήκε σε αυτούς και θα μπορούσαν να πάνε στον Τσάρο πρώτα, πριν τους αφήσουν να το ξανακόψουν εκ νέου.
Το ερώτημα περί του ζητήματος ετέθη με ειδικές αναφορές στην Πετρούπολη και η εντολή/τάξη/οργάνωση μεταδόθηκε προς τον κυβερνήτη: να επιβάλη και να φέρει εν ισχύϊ την απόφαση του δικαστηρίου. Ο κυβερνήτης ζήτησε ένα σώμα στρατιωτών.
Και ιδού πώς οι στρατιώτες με ξιφολόγχες και φυσίγγια –και επιπλέον, μιαν προμήθεια ραβδιών και μπαστουνιών– ρητώς και εκπεφρασμένως προετοιμασμένων επί τον σκοπόν αυτό και συγκεντρωμένοι σε σωρό σαν ερείπια σε ένα από τα οχήματα κατευθύνονται επί τόπου για να επιβάλουν και να φέρουν εν ισχύϊ την απόφαση των ανωτέρων αρχών.
Οι αποφάσεις των ανωτέρων αρχών έρχονται αποτελεσματικά και φέρονται εν ισχύϊ μέσω της δολοφονίας ή του βασανισμού ή απειλών της μιας προς την άλλη[1] με αναλογίες προς το εάν εμφανίζουν αντίσταση ή όχι.
Στην πρώτη περίπτωση, εάν οι χωρικοί εμφανίζουν αντίσταση, η πρακτική στην Ρωσσία είναι –και είναι η ίδια παντού όπου υπάρχει μια κρατική οργάνωση/ οργανισμός και ιδιωτική περιουσία– ως εξής: Ο κυβερνήτης παραδίδει μιαν ομιλία/διεύθυνση στην οποία αξιώνει υποταγή. Το εξηρμένο πλήθος –απατημένο, εν γένει, από τους ηγέτες του– δεν καταλαβαίνει ούτε μια λέξη απ’ ό,τι λέει ο αντιπρόσωπος της εξουσίας στην πομπώδη επίσημη γραφειοκρατική γλώσσα με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η έξαρση και ο ενθουσιασμός. Κατόπιν, ο κυβερνήτης ανακοινώνει ότι αν δεν υποταχθούν και δεν διασκορπιστούν τα συσσωρευμένα πλήθη, θα υποχρεωθεί να καταφύγει στην βία. Αν οι μάζες δεν σκορπιστούν ακόμα και μετά από αυτό, ο κυβερνήτης δίδει την εντολή να πυροβολήσουν πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Αν ούτε και τότε δεν σκορπίσει ο σωρός, ο κυβερνήτης δίδει την εντολή να πυροβοληθεί απευθείας ο κόσμος. Οι στρατιώτες πυροβολούν και οι δολοφονηθέντες και οι πληγέντες πέφτουν εν μέσω των δρόμων. Τότε –το σύνηθες– τα πλήθη τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις και τα σώματα των στρατιωτών που σχηματίζονται με την εντολή του κυβερνήτη παίρνουν αυτούς που υποτίθεται πως είναι οι ηγέτες της συνωμοτικής οργάνωσης –ring και τους απομακρύνουν υπό συνοδεία. Ύστερα, συλλέγουν τους ψυχορραγούντες, τους πληγωμένους και τους νεκρούς που είναι καλυμμένοι με αίμα (ορισμένες φορές, υπάρχουν γυναίκες και παιδιά ανάμεσά τους). Αυτούς που θεωρούν ως ηγέτες τους παίρνουν στο δημαρχείο της πόλης και τους δικάζουν από ένα ειδικό στρατοδικείο. Και αν αυτοί είχαν βρει καταφυγή στην βία από την δική τους πλευρά, τότε καταδικάζονται στην αγχόνη. Τα ικριώματα στήνονται εκ νέου για την ιεροτελεστία –και στραγγαλίζουν πανηγυρικά και με κάθε επισημότητα λιγοστές ανυπεράσπιστες υπάρξεις.
Αυτό έχει συμβεί συχνά στην Ρωσσία, εξακολουθεί να γίνεται πρέπει ανέκαθεν και πάντοτε να λαμβάνει χώρα οπουδήποτε η κοινωνική τάξη/οργάνωση/εντολή στηρίζεται στην βία.
Στην δεύτερη περίπτωση, όμως, όταν οι χωρικοί πράγματι υποκύπτουν και υποτάσσονται, λαμβάνει χώρα κάτι αρκετά εξαιρετικό, με μορφή ιδιαζόντως χαρακτηριστική για την Ρωσσία.
Ο κυβερνήτης έρχεται στην σκηνή της δράσης και παραδίδει μιαν αγόρευση, έναν δημαγωγικό λόγο προς τον λαό, κατηγορώντας τους ως ανυπότακτους: είτε εγκαθιστά σταθμούς με συγκροτήματα στρατού στις οικίες των χωριών όπου μερικές φορές για έναν ολόκληρο μήνα οι στρατιώτες στραγγίζουν τους πόρους των χωρικών είτε –ικανοποιημένος από τις μεταξύ τους απειλές– αποχωρεί δείχνοντας έλεος και αφήνοντας τον λαό είτε (το οποίον είναι και η οδός που ακολουθείται με την μεγαλύτερη συχνότητα) ανακοινώνει ότι πρέπει να τιμωρηθούν οι αρχηγοί και σχεδόν αυθαίρετα, χωρίς δίκη, επιλέγει έναν ορισμένο αριθμό ανθρώπων που θεωρούνται ως αρχηγοί και τους διατάζει να μαστιγώνονται παρουσία του.
Προκειμένου να δώσω μιαν ιδέα πώς γίνονται τα πράγματα αυτά, θα περιγράψω μιαν διαδικασία της μορφής αυτής που έλαβε χώρα στην Orel και έγινε δεκτή με πλήρη συγκατάθεση των ανωτάτων αρχών. Ιδού τι διαδραματίστηκε στην Orel:
Ακριβώς όπως στην περιφέρεια της Toula, ένας γαιοκτήμονας ήθελε να οικειοποιηθεί και να σφετεριστεί την περιουσία των χωρικών και με την ίδια μορφή οι χωρικοί του εμφάνισαν αντίσταση.
Η ύλη του ζητήματος που αποτέλεσε το θέμα της διαφωνίας ήταν μια πτώση υδάτων, τα οποία πότιζαν τα χωράφια των χωρικών και τα οποία/τους οποίους ο γαιοκτήμονας ήθελε να αποκόψει και να τα/τους μεταστρέψει εις τα οπίσω για να θέσει σε κίνηση τον μύλο του. Οι χωρικοί επαναστάτησαν ενάντια στο να γίνει αυτό. Ο ιδιοκτήτης της γης έθεσε μιαν μήνυση υπόψιν του διοικητή της περιφέρειας, ο οποίος –παράνομα (όπως αναγνωρίστηκε εκ των υστέρων ακόμα και με νόμιμη απόφαση)– έκρινε το ζήτημα δείχνοντας εύνοια υπέρ του γαιοκτήμονα και του επέτρεψε να μεταστρέψει εις τα οπίσω την πορεία των υδάτων. Ο γαιοκτήμονας απέστειλε εργάτες να ερευνήσουν τον μυστικό αγωγό ροής μέσω του οποίου επρόκειτο να αφεθούν ελεύθερα τα ύδατα να περιστρέψουν τον μύλο. Οι χωρικοί εξοργίστηκαν από την άδικη αυτή απόφαση και έστειλαν τις γυναίκες τους να εμποδίσουν τους άνδρες του γαιοκτήμονα από την έρευνα στον αγωγό αυτό. Οι γυναίκες μπήκαν στα αυλάκια, κατέστρεψαν τα κανάλια, ανέτρεψαν τα φορτία και έβγαλαν έξω τους άνδρες. Ο γαιοκτήμονας παραπονέθηκε επειδή –κατά την οδό αυτή– οι γυναίκες πήραν έτσι τον νόμο στα χέρια τους. Ο διοικητής εξέδωσε μιαν εντολή/διαταγή ότι από κάθε οίκο καθ’ όλην την οδό του χωριού μια γυναίκα[2] έπρεπε να συλληφθεί και να φυλακιστεί. Η εντολή/τάξη/οργάνωση δεν εκτελέστηκε εύκολα, διότι σε κάθε νοικοκυριό υπήρχαν αρκετές γυναίκες και ήταν αδύνατον να γνωρίζουν ποια έπρεπε να συλληφθεί. Συνεπώς, η αστυνομία δεν εξετέλεσε την εντολή. Ο γαιοκτήμονας παραπονέθηκε στον κυβερνήτη για την αμέλεια εκ μέρους της αστυνομίας η οποία –χωρίς να εξετάσει την υπόθεση– έδωσε στον πρώτο υπεύθυνο αξιωματικό της αστυνομίας αυστηρές εντολές να φέρει εις πέρας τις οδηγίες του διοικητή της περιφέρειας άνευ ουδεμιάς καθυστερήσεως. Ο αξιωματούχος, υπακούοντας στον ανώτερό του, πήγε στο χωριό και με το θράσος –που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Ρώσσων αξιωματούχων– διέταξε τους αστυνομικούς του να πάρουν μιαν γυναίκα από κάθε οίκο. Αφού, όμως, υπήρχαν άνω των μιας γυναικών σε κάθε οίκο και δεν υπήρχε καμία γνωστή οδός να ξέρει κανείς ποια είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση, ηγέρθησαν διαφωνίες και εκδηλώθηκε αντίσταση. Παρ’ όλες τις συγκρούσεις αυτές και τις αντιθέσεις, ωστόσο, ο αξιωματούχος της αστυνομίας έδωσε εντολές ώστε μία γυναίκα –όποια ερχόταν πρώτη– να συλληφθεί από κάθε αυλή και να οδηγηθεί στην φυλακή. Οι χωρικοί άρχισαν να υπερασπίζονται τις συζύγους και μητέρες τους, δεν ήθελαν να τις αφήσουν να αποχωριστούν και να φύγουν με αποτέλεσμα να νικήσουν την αστυνομία και τον αξιωματικό τους. Αυτό ήταν ένα έγκλημα φρέσκο, πράξη με μορφή τρομερή: Εμφάνιση αντίστασης κατά των αρχών!
Μια έκθεση αυτής της νέας πρόκλησης απεστάλη στην πόλη. Κι έτσι –αυτός ο κυβερνήτης (ακριβώς όπως το έκανε εκείνη την ημέρα και ο κυβερνήτης της Toula με μιαν μοίρα) με ένα τάγμα στρατιωτών συντεταγμένο με άρματα και με ραβδιά που μετεφέρθησαν βιαστικά όλα μέσω τηλεγράφων και τηλεφώνων και γραμμών σιδηροδρομικών προχώρησε με ειδικό τραίνο στην σκηνή της δράσης μαζί με έναν πολυμαθή δόκτορα ιατρικής του οποίου το καθήκον να εξασφαλίσει ότι το μαστίγωμα είχε χαρακτηριστικά υγιεινής/εξυγείανσης.
Η προφητεία του Herzen περί του εκμοντερνισμένου Τσέκις Χαν με τα τηλεγράμματά του εκπληρώνεται πλήρως από αυτόν τον κυβερνήτη.
Είχαν στήσει μπρος στο δημαρχείο της πόλης την εικόνα ολόκληρης της στρατιωτικής/στρατευμένης τέχνης: ένα σύνταγμα αστυνομίας με τα ρεβόλβερ αναρτημένα πάνω τους με κόκκινες σειρές δεσμών, με τις προσωπικότητες μεγαλύτερης σημασίας εν μέσω των χωρικών και με τους αποδιοπομπαίους τράγους. Ένα πλήθος 1000 ή και περισσοτέρων ανθρώπων στέκονταν τριγύρω. Με την έλευσή του, ο διοικητής κατέβηκε από τα άρμα του, έδωσε μιαν προετοιμασμένη δημηγορία και ζήτησε να εμφανιστούν οι ένοχοι –και ένα θρανίο (αυτό το τελευταίο αίτημα, αρχικά δεν έγινε κατανοητό). Ωστόσο, ένας αγροφύλαξ τον οποίο ο κυβερνήτης ανέκαθεν έπαιρνε μαζί του και ο οποίος αναλάμβανε να οργανώνει αυτής της μορφής τις εκτελέσεις –ολωσδιόλου μη εξαίρετες/εξαιρετικές, στην συγκεκριμένη περιοχή– εξήγησε ότι αυτό που υποννοείτο ήταν ένα θρανίο όπως αυτό για χάρακες με τους οποίους οι δάσκαλοι δέρνουν τους κακούς μαθητές. Μεταφέρθηκε, άρα, μπρος τους ένα θρανίο καθώς και οι ράβδοι που αντιστοιχούσαν στον πίνακα και, μετά, συνεκλήθησαν οι εκτελεστές (αυτοί οι δήμιοι είχαν επιλεχθεί εκ των προτέρων από μερικούς ιπποκλοπείς του ιδίου χωριού επειδή, βλέπετε, οι στρατιώτες αρνήθηκαν τα συγκεκριμένα καθήκοντα). Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο κυβερνήτης διέταξε τον πρώτο εκ των 12 θυμάτων που υπεδείχθησαν από τον γαιοκτήμονα –ως τον πιο ένοχο– να κάνει ένα βήμα εμπρός. Ο πρώτος που εμφανίστηκε ήταν ο επικεφαλής μιας οικογένειας, ένας άνθρωπος των ‘40 ο οποίος ανέκαθεν υπερασπιζόταν με αρρενωπότητα τα δικαιώματα της τάξης του και, συνεπώς, εθεωρείτο πως διέθετε την μεγαλύτερη εκτίμηση από όλους τους κατοίκους του χωριού. Οδηγήθηκε στο θρανίο-εδώλιο, γδύθηκε και κατόπιν διετάχθη να γονατίσει. Ο χωρικός επιχείρησε να ικετεύσει για έλεος αλλά, βλέποντας πως αυτό ήταν άχρηστο, έκανε τον σταυρό του και γονάτισε. 2 αγροφύλακες έσπευσαν να τον κρατήσουν κάτω. Ο μορφωμένος γιατρός παρακάθισε πλησίον, σε ετοιμότητα για να παραδώσει την αρωγή του και την ιατρική του επιστήμη –όταν θα τις χρειάζονταν. Οι κατάδικοι ήταν αυτοί που έπτυαν στα χέρια τους, κράδαιναν τα ραβδιά και ξεκινούσαν την μαστίγωση. Ήταν –φαίνεται– πολύ μικρό το θρανίο, όμως, και ήταν δύσκολο να προσέχει το θύμα ώστε να μην σφαδάζει και να μην συστρέφεται από το μαρτύριο που του επέβαλαν. Έτσι, ο κυβερνήτης τους διέταξε να φέρουν ένα άλλο τραπέζι και να τα ενώσουν με μιαν σανίδα. Οι στρατιώτες ύψωναν τα χέρια τους στα πηλίκια/ποτήρια και, μουρμουρίζοντας ως δείγμα σεβασμού «Μάλιστα, Εξοχώτατε», βιάζονται υπάκουα να εκτελέσουν αυτήν την εντολή. Στο εν τω μεταξύ, ο βασανισμένος και τυραννισμένος άνθρωπος –ημίγυμνος, ωχρός, σκυθρωπός– καθόταν περιμένοντας, με τα μάτια καρφωμένα στο έδαφος και τα δόντια του να τρίζουν. Όταν μεταφέρθηκε και μια άλλη τράπεζα, τον έκαναν ξανά να γονατίσει και οι κατάδικοι ληστές άρχισαν πάλι να τον μαστιγώνουν. Η πλάτη, οι μηροί και τα πόδια –ακόμα και τα πλευρά– του θύματος άρχισαν να καλύπτονται ολοένα και περισσότερο με χαρακιές, στίγματα και σημάδια ενώ σε κάθε χτύπημα εκπεμπόταν ο ήχος βαθειών βογγητών που δεν μπορούσε πλέον να συγκρατήσει. Στο πλήθος που στεκόταν γύρω ακούγονταν οι λυγμοί και τα αναφυλλητά των συζύγων, μητέρων, παιδιών, των οικογενειών του βασανισμένου ανθρώπου –και όλων των άλλων που είχαν επιλεγεί για τιμωρία.
Ο άθλιος κυβερνήτης, μεθυσμένος από την τοξίνωση της ισχύος, μετρούσε τα χτυπήματα με τα δάχτυλά του και δεν σταμάτησε ποτέ να καπνίζει τσιγάρα ενώ αρκετοί υπερπρόθυμοι και δουλοπρεπείς γραφειοκράτες βιάζονταν σε κάθε ευκαιρία να του προσφέρουν ένα φλογοβόλο σπίρτο για να τους/τα ανάψει/φωτίσει. Όταν είχαν δοθεί άνω των 50 πληγμάτων, ο χωρικός έπαψε να στριγγλίζει και να συστρέφεται ενώ ο ιατρός –ο οποίος είχε εκπαιδευθεί σε ένα κυβερνητικό ίδρυμα για να υπηρετεί τον κύριό του και την χώρα του με τα επιστημονικά τους επιτεύγματα– κατευθύνθηκε προς το θύμα, αισθάνθηκε τον παλμό του, άκουσε την καρδιά του και ανακοίνωσε στον αντιπρόσωπο της εξουσίας ότι ο άνθρωπος που υφίστατο την ποινή είχε απωλέσει την συνείδησή του και πως, σε συμφωνία με τα πορίσματα της επιστήμης, μια συνέχιση της τιμωρίας θα έθετε σε κίνδυνο την ζωή του θύματος. Ο άθλιος κυβερνήτης, όμως –τώρα εντελώς δηλητηριασμένος υπό την μεθυστική επήρρεια της θέας του αίματος– έδωσε εντολές να συνεχιστεί η τιμωρία οπότε η μαστίγωση συνεχίστηκε μέχρι τα 70 χτυπήματα (αυτός ήταν ο αριθμός τον οποίον ο κυβερνήτης είχε αφοσιωθεί με προσήλωση –για κάποιον λόγο– ως απολύτως απαραίτητο και αναγκαίο). Όταν έφθασε κι αγγίχτηκε η 69η πληγή, ο κυβερνήτης μίλησε και είπε: «Αρκετά! Ο επόμενος!». Και το κομματιασμένο θύμα, με την πλάτη του καλυμμένη με αίμα, ήρθη και μετεφέρθη μακριά, άνευ συνείδησης –και ένα άλλο προετοιμάστηκε. Οι λυγμοί και οι αναστεναγμοί του πλήθους έβαιναν αυξανόμενοι. Ωστόσο, ο αντιπρόσωπος του κράτους συνέχιζε το μαρτύριο.
Κι έτσι –τους μαστίγωσαν τον καθένα ως τον 12ο (ή) ως τα 12 ενώ ο καθένας τους δέχθηκε 70 προσβολές από τα πλήγματα. Όλοι εκλιπαρούσαν έλεος, στρίγγλιζαν και αναστέναζαν. Τα αναφυλλητά και οι κραυγές του πλήθους των γυναικών δυνάμωναν σε ένταση και γίνονταν σπαρακτικές για την καρδιά ενώ τα πρόσωπα των ανδρών σκοτείνιαζαν συνεχώς. Ήταν περικυκλωμένοι από στρατεύματα, όμως, και το μαρτύριο δεν σταμάτησε ώσπου άγγιξε το σημείο που είχε καθοριστεί ως σταθερά από το καπρίτσιο (CAPRICE) του δυστυχούς μισομεθυσμένου και παρανοϊκού πλάσματος που αποκαλούσαν κυβερνήτη (ή) οπότε, στο σημείο αυτό, κάλεσαν τον κυβερνήτη. Οι επίσημοι αξιωματούχοι και οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες όχι μόνο βοήθησαν σε όλα αλλά, εν μέρει, ήταν αυτοί οι ίδιοι εξίσου (οι) υπεύθυνοι για την υπόθεση επειδή με την παρουσία τους εμπόδισαν οποιανδήποτε παρέμβαση εκ μέρους του πλήθους.
Όταν ερεύνησα και ρώτησα έναν από τους κυβερνήτες γιατί έκαναν χρήση αυτής της μορφής βασανιστηρίων όταν ο λαός είχε ήδη υποταχθεί και οι στρατιώτες στάθμευαν στο χωριό, αυτός αποκρίθηκε με τον βαρυσήμαντο αέρα ενός ανθρώπου που έχει γυμναστεί στην εντέλεια να καταλαβαίνει όλες τις υποβολιμαίες και εκλεπτυσμένες πανουργίες της πολιτικής τέχνης και της διακυβέρνησης ενός κράτους όπως ενός πλοίου: είπε πως αν οι χωρικοί δεν κατακτώνταν πλήρως από το φραγγέλιο, θα άρχιζαν και πάλι να παρέχουν σημεία αντίθεσης προς τις αποφάσεις των αρχών. Όταν βασανίζονταν μερικοί εξ αυτών ολοκληρωμένα, η εξουσία και η αρχή του κράτους θα εξασφαλιζόταν μεταξύ αυτών για πάντα.
Να γιατί, λοιπόν, ο Κυβερνήτης της Toula επρόκειτο κι αυτός με την σειρά του να πάει με τους υπ’ αυτόν υφισταμένους αξιωματούχους, αξιωματικούς και στρατιώτες για να εκτελέσει ένα όμοιο μέτρο.
Με επακριβώς τα ίδια μέσα (όπερ εστί μεθερμηνευόμενο: μέσω δολοφονιών και μαρτυρίων) επρόκειτο να εξασφαλιστεί η υπακοή στην απόφαση των ανωτέρων αρχών. Και αυτή η απόφαση ήταν να καταστήσουν ικανό έναν νέο γαιοκτήμονα που είχε ένα εισόδημα 100000 να κερδίσει 3 χιλιάδες ρούβλια περισσότερα κλέβοντας ένα δάσος από μιαν ολόκληρη κοινότητα παγωμένων από το κρύο και πεινασμένων χωρικών για να τα ξοδέψει σε 2-3 βδομάδες στα σαλόνια ή στα σαλούν της Μόσχας, της Πετρούπολης ή των Παρισίων.
Αυτό επρόκειτο να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι που γνώρισα.
Αφού για μιαν περίοδο 2 ετών οι σκέψεις μου είχαν περιστραφεί προς την ίδια διεύθυνση, η μοίρα και το γραφτό μου έμοιαζε ρητά και κατηγορηματικά να με έχει φέρει πρόσωπο με πρόσωπο –για πρώτη φορά στην ζωή μου– με ένα γεγονός που μου αποδείκνυε απολύτως και ολοκληρωτικά κατά αλάθητον τρόπο πρακτικά ό,τι μακροχρονίως μου είχε γίνει ξεκάθαρο και στην θεωρία: ότι η οργάνωση της κοινωνίας μας εναπόκειται στην στήριξη –όχι όπως αρέσει στους ανθρώπους αυτούς που έχουν συμφέρον στην διατήρηση της παρούσας τάξης/οργάνωσης των πραγμάτων να φαντάζονται– σε ορισμένους κανόνες και αρχές της νομολογίας και της νομικής πρόνοιας αλλά στην απλή, βάρβαρη δύναμη, στον φόνο και βασανισμό ανθρώπων. Οι άνθρωποι που κατέχουν μεγάλες εκτάσεις κτημάτων ή περιουσιών ή αυτοί που λαμβάνουν υψηλά εισοδήματα αντλούμενα από την τάξη που έχει στέρηση (ή) από την οποία έχουν στέρηση ακόμα και ως προς τα αναγκαία –την εργατική τάξη, δηλαδή– αλλά και όλοι/όλους όσοι αντλούν τα προς το ζην από αυτούς τους πλουσίους (όπως οι έμποροι, οι γιατροί, οι καλλιτέχνες, οι γραφείς και γραμματείς, οι μορφωμένοι καθηγητές, οι ηνίοχοι οδηγοί κάθε είδους αρμάτων, οι μάγειροι, οι συγγραφείς, οι βαλέδες που βοηθούν τον βασιλιά να φορέσει τα ρούχα του και οι δικηγόροι με δικαιώματα εμφάνισης αντ’ αυτού) αρέσκονται να πιστεύουν πως τα προνόμια που απολαμβάνουν δεν είναι το αποτέλεσμα βίας αλλά απολύτως ελεύθερης και δίκαιας εναλλαγής υπηρεσιών και πως τα οφέλη τους –πολύ πέραν από το να κερδίζονται μέσω αυτής της μορφής των ποινών και των δολοφονιών όπως αυτές έλαβαν χώρα στην Orel και σε διάφορες περιφέρειες της Ρωσσίας αυτό το έτος και λαμβάνουν χώρα ανέκαθεν και εσσαεί σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική– δεν έχουν κανενός τύπου διασύνδεση με αυτές τις πράξεις βίας. Αρέσκονται να πιστεύουν πως τα προνόμιά τους υπάρχουν ανεξαρτήτως/ανεξάρτητα και είναι το αποτέλεσμα ελεύθερου συμβολαίου μεταξύ των ανθρώπων και των λαών και πως οι βίαιες βαρβαρότητες που διαπράττονται αιωνίως εις βάρος των λαών υπάρχουν επίσης ανεξαρτήτως/ανεξάρτητα/ανεξάρτητες και είναι το αποτέλεσμα ορισμένων αμερόληπτων δικαστικών, πολιτικών ή οικονομικών νόμων. Δεν επιχειρούν να δουν (όλοι αυτοί) πως απολαμβάνουν τα προνόμιά τους ως ένα αποτέλεσμα του ιδίου γεγονότος (το οποίο αναγκάζει τους χωρικούς που έχουν επιτηρήσει με φροντίδες το δάσος και που βρίσκονται σε άμεση ανάγκη ελαίου από αυτό/για αυτό να το παραδώσουν σε έναν πλούσιο γαιοκτήμονα που δεν έχει ο ίδιος συμμετάσχει καν στις πρόνοιες και στις φροντίδες της ανάπτυξής/αυξησής/μεγέθυνσής του και δεν έχει καμιάν ανάγκη από αυτό/ για αυτό απολύτως), του γεγονότος δηλαδή ότι αν δεν το παραδώσουν, θα μαστιγωθούν ή θα σκοτωθούν –ακόμα και οι Θεοί.
Και πάλι, όμως –αν είναι καθαρό ότι ήταν αποκλειστικά και μόνο χάρη στα μέσα των απειλών, των πληγμάτων ή των φόνων που ο μύλος στην Orel κατέστη ικανός να αποδώσει ένα μεγαλύτερο εισόδημα ή (που) το δάσος που οι χωρικοί είχαν φυτέψει κατέστη περιουσία ενός γαιοκτήμονα, θα έπρεπε εξίσου καθαρό να είναι και ότι όλα τα υπόλοιπα αποκλειστικά δικαιώματα που απολάμβανε/απολάμβαναν ο πλούσιος/οι πλούσιοι μέσω της κλοπής των αναγκών του φτωχού/των φτωχών στηρίζονται στην ίδια βάση της βίας/ με την βία. Αν οι χωρικοί οι οποίοι έχουν ανάγκη γης για να διατηρήσουν και να στηρίξουν τις οικογένειές τους επιτρέπεται να μπορούν να μην καλλιεργούν την γη ως προς τον οίκο τους αλλά για έναν άνθρωπο –έναν Ρώσσο, Άγγλο, Αυστριακό ή για οποιονδήποτε άλλο μεγάλο γαιοκτήμονα– επιτρέπεται να κατέχει γη αρκετή για να διατηρήσει και να στηρίξει 1000 οικογένειες (ακόμα κι αν δεν το καλλιεργεί αυτό/αυτήν ο ίδιος) και αν ένας έμπορος που εκμεταλλεύεται χάριν κέρδους την δυστυχία των καλλιεργητών παίρνοντας από αυτούς το στάρι στο τρίτο της αξίας του επιτρέπεται να κρατά αυτό το στάρι στις σιταποθήκες του με τέλεια ασφάλεια ενώ οι άνθρωποι γύρω του είναι όλοι ψόφιοι από την πείνα και το πουλά πάλι, εκ νέου, για 3 φορές την αξία του στους ίδιους κατ’ εξοχήν τους καλλιεργητές που το αγόρασε, είναι προφανές ότι όλο αυτό έρχεται από την ίδια αιτία/σκοπό/λόγο. Κι αν ένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να αγοράζει (από) έναν άλλον ένα ωφέλιμο προϊόν από την άλλη όψη/άκρη μιας ορισμένης και στέρεας γραμμής παραγωγής που καλείται «σύνορο» χωρίς να πληρώνει δεδομένα καθήκοντα/δασμούς (ή) χωρίς να υποβάλη τα σέβη του για αυτό σε ανθρώπους που δεν έχουν καν ποτέ συμμετάσχει στην παραγωγή του και αν οι άνθρωποι οδηγούνται έντεχνα να πουλήσουν την τελευταία τους αγελάδα για να πληρώσουν φόρους την οποία/τους οποίους η κυβέρνηση διανέμει στους αξιωματούχους λειτουργούς της και ξοδεύει για να τρέφει στρατιώτες για να σκοτώσουν αυτούς τους ίδιους πληρωτές κατ’ εξοχήν, τότε θα φαινόταν αυταπόδεικτο ότι όλο αυτό δεν έρχεται ως αποτέλεσμα αφηρημένων νόμων αλλά βασίζεται σε επακριβώς ό,τι έγινε οιονεί στην Orel και το οποίο μπορεί να γίνει και στην Toula και γίνεται περιοδικώς –στην μια ή στην άλλη μορφή– σε ολόκληρο τον κόσμο απανταχού όπου υπάρχει κυβέρνηση και όπου υπάρχουν πλούσιος και φτωχός/πλούσιοι και φτωχοί.
Απλώς και μόνον επειδή το μαρτύριο και ο φόνος δεν χρησιμοποιούνται σε κάθε περίπτωση καταπίεσης μέσω της βίας/δια της βίας/με βία, αυτοί που απολαμβάνουν τα αποκλειστικά δικαιώματα των κυριάρχων τάξεων πείθουν τον εαυτό τους (ή) πείθονται και πείθουν και άλλους πως τα δικαιώματά τους δεν βασίζονται σε μαρτύριο και σε φόνο αλλά σε κάποιους μυστηριώδεις γενικούς λόγους/σκοπούς/αιτίες, αφηρημένους νόμους κ.ο.κ.
Κι όμως –θα σκεφτόταν κανείς– θα ήταν απόλυτα ξεκάθαρο ότι αν οι άνθρωποι που την θεωρούν αυτήν την πράξη/την βία/την κυβέρνηση άδικη (και όλες οι εργαζόμενες τάξεις την θεωρούν κατά τον ίδιο τρόπο, σήμερα) εξακολουθούν να πληρώνουν την κυρία παραγωγή του καμάτου και της εργασίας τους στον καπιταλιστή και στον γαιοκτήμονα και πληρώνουν φόρους –αν και γνωρίζουν σε τι άσχημη χρήση τοποθετούνται αυτοί οι φόροι– δεν το κάνουν από αναγνώριση των αφηρημένων νόμων περί των οποίων δεν έχουν ακούσει ποτέ αλλά μόνο και μόνον επειδή γνωρίζουν ότι θα πληγούν και θα σκοτωθούν αν δεν το κάνουν. Κι αν δεν υπάρχει καμία ανάγκη να φυλακίζονται, να πλήττονται και να δολοφονούνται ανθρώποι κάθε φορά που ο ιδιοκτήτης της γης συλλέγει τα ενοίκιά του, κάθε φορά που αυτοί που αντιμετωπίζουν στέρηση ψωμιού πρέπει να πληρώσουν τον έμπορο που τους κοροϊδεύει 3 φορές την αξία του, κάθε φορά που το χέρι που κινεί το εργοστάσιο πρέπει να είναι ευχαριστημένο με έναν μισθό λιγότερο από το ήμισυ των κερδών που καταγράφει ο εργοδότης και κάθε φορά που ένας φτωχός πληρώνει το τελευταίο του ρούβλι σε φόρους, αυτό λαμβάνει χώρα διότι τόσο πολλοί άνθρωποι έχουν μαρτυρήσει και σκοτωθεί επειδή προσπάθησαν να αντισταθούν σε αυτές τις αξιώσεις που το μάθημα διδάχθηκε τώρα –και έχει μαθευτεί στην εντέλεια.
Ακριβώς όπως ένας εκπαιδευμένος τίγρης που δεν τρώει το κρέας που τοποθετείται κάτω από την μύτη του και πηδά πάνω από όλα τα εμπόδια αυτοστιγμεί με την λέξη μιας εντολής δεν κάνει την πράξη αυτή επειδή του αρέσει αλλά επειδή θυμάται το πυρακτωμένο σίδερο (ή) τον σιδηρούν σταυρόν ερυθροβαμμένον στο αίμα ή την σταθερά νηστεία με την οποία τιμωρήθηκε κάθε φορά που δεν υπάκουσε, κατά τον ίδιο τρόπο και οι άνθρωποι που υποκύπτουν και υποτάσσονται σε ό,τι είναι μη επωφελές ή και καταστρεπτικό ακόμα για τους ίδιους και το θεωρούν ως άδικο, πράττουν έτσι διότι θυμούνται τι υπέφεραν επειδή του αντιστάθηκαν.
Όσον αφορά αυτούς που κερδίζουν από τα προνόμια που αποκτήθηκαν από προηγούμενες πράξεις βίας, συχνά λησμονούν και τους αρέσει να λησμονούν πως αποκτήθηκαν αυτά τα προνόμια.
Θα χρειαζόταν απλώς και μόνο να ανακαλέσει κανείς στην μνήμη του τα γεγονότα της ιστορίας (όχι την ιστορία των εκμεταλλεύσεων επιτευγμάτων διαφορετικών δυναστειών ηγετών αλλά την αληθινή ιστορία/της αληθινής ιστορίας, την ιστορία/της ιστορίας της καταπίεσης της πλειοψηφίας από έναν μικρό αριθμό ανθρώπων) για να δει ότι όλα τα πλεονεκτήματα και οφέλη που έχουν οι πλούσιοι επί των φτωχών δεν βασίζονται σε τίποτα πλην των μαρτυρίων, της φυλάκισης και του φόνου. Δεν χρειάζεται παρά να στοχαστεί κανείς επί της ακατάπαυστης, επίμονης πάλης όλων να βελτιώσουν την υλική τους θέση και στάση –πράγμα που είναι το καθοδηγητικό, κινητικό μοτίβο των ανθρώπων της σημερινής ημέρας– για να πειστεί/πειστούν ότι τα πλεονεκτήματα και τα οφέλη των πλουσίων επί των φτωχών δεν θα μπορούσαν ποτέ και δεν μπορούν ποτέ να διατηρηθούν εν ισχύϊ από ο,τιδήποτε άλλο πλην της βίας. Μπορεί να υπάρχουν υποθέσεις και περιπτώσεις καταπίεσης, βίας και ποινών –αν και είναι σπάνιες– των οποίων ο στόχος δεν είναι να ασφαλιστούν τα προνόμια των τάξεων με ιδιοκτησία και κυριότητες. Μπορεί, ωστόσο, κανείς, με αυτοπεποίθηση και βεβαιότητα να ισχυριστεί ότι σε οποιανδήποτε κοινωνία όπου, για κάθε άνθρωπο (ή, για όλους τους ανθρώπους) που ζει με άνεση, υπάρχουν 10 άνθρωποι (ή, κοινωνίες) εξαντλημένοι/εξαντλημένες από την εργασία, με ζηλόφθονη και άπληστη ματιά και που υποφέρουν συχνά με τις οικογένειές τους από ευθεία στέρηση (ή) ζουν στερημένα, εκεί όλα τα προνόμια του πλουσίου –όλες οι πολυτέλειες και οι υπεράφθονες περιττότητες αποκτούνται και διατηρούνται μόνο με μαρτύρια, φυλακίσεις και φόνους.
Το τραίνο που συνάντησα την 9η Σεπτεμβρίου και που πήγαινε/πήγαινα με στρατιώτες, όπλα, φυσίγγια και ράβδους να επαληθεύσει/ω τον πλούσιο γαιοκτήμονα περί της κατοχής ενός μικρού δάσους το οποίο είχε πάρει από τους πεθαμένους από την πείνα χωρικούς (οι οποίοι βρίσκονταν υπό την πιο ανατριχιαστική ανάγκη του ενώ αυτός δεν χρειαζόταν τίποτε από όλα αυτά) ήταν μια εκπληκτική απόδειξη για το πώς οι άνθρωποι είναι ικανοί να διαπράττουν πράξεις ευθέως αντίθετες με τις αρχές τους και, μάλιστα, με την συνείδησή τους –χωρίς να το αντιλαμβάνονται (ή) αντιλαμβάνεται.
Αυτό το ειδικό τραίνο συντίθετο από ένα φορτίο πρώτης τάξεως/θέσεως για όχημα του κυβερνήτου, τους αξιωματικούς και αξιωματούχους του στρατού και της γραφειοκρατίας καθώς και αρκετά βαν αποσκευών παραφουσκωμένα από στρατιώτες. Στέκονταν σαν έξυπνοι και κομψοί νέοι στις νέες, καθαρές ομοιόμορφες στολές τους κατά ομάδες ή κάθονταν χορεύοντας τα πόδια τους με στυλ σουΐνγκ στις ευρέως ανοιχτές θύρες των βαν αποσκευών. Μερικοί κάπνιζαν, σκουντούσαν με τον αγκώνα τους ο ένας τον άλλον, αστειεύονταν, μόρφαζαν με νάζι και γελούσαν, άλλοι μασούλαγαν καρπούς χρυσάνθεμων και έφτυναν έξω τα τσόφλια με έναν αέρα αξιοπρέπειας. Μερικοί εξ αυτών διέσχιζαν τρέχοντας την πλατφόρμα για να πιουν λίγο νερό από ένα βαρέλι εκεί –σκάφη, καλύτερα– και όταν συναντούσαν τους αξιωματικούς καθυστερούσαν τον βηματισμό τους και έκαναν την ηλίθια χειρονομία του χαιρετισμού, υψώνοντας τα χέρια τους στα κεφάλια τους με γκριμάτσες σοβαρότητας στα πρόσωπα λες και έκαναν κάτι που είχε την ύψιστη σημασία. Κρατούσαν καρφωμένα τα μάτια τους σε αυτούς ώσπου να τους έχουν περάσει και μετά άρχιζαν να τρέχουν ακόμα πιο χαρούμενα, πιέζοντας με τις φτέρνες των ποδιών τους σαν σφραγίδες την πλατφόρμα, γελώντας και συζητώντας με τους τρόπους των υγιών και καλοκάγαθης φύσεως νέων φίλων που ταξιδεύουν σε ζωντανή κοινωνία συντροφικότητας.
Πήγαιναν να βοηθήσουν στον φόνο των πατεράδων τους ή των παππούδων τους οιονεί και ακριβώς όπως θα πήγαιναν σε ένα πάρτυ διασκέδασης ή, τουλάχιστον, σε κάποιαν αρκετά συνηθισμένη και κανονική δουλειά ή επιχειρηματική δράση. Η ίδια εντύπωση παρήχθη από τους καλοντυμένους λειτουργούς και υπαλλήλους του δημοσίου που ήταν διασκορπισμένοι στην πλατφόρμα και στο φορτίο της πρώτης τάξεως/θέσεως. Σε ένα τραπέζι καλυμμένο από τα μπουκάλια καθόταν ο κυβερνήτης ο οποίος ήταν υπεύθυνος για όλη την εκστρατεία/εκδρομή, ντυμένος με την –κατά το ήμισυ– στρατιωτική στολή του, τρώγοντας κάτι ενώ συνομιλούσε ήρεμα για τον καιρό με κάποιες γνωριμίες που είχε συναντήσει, λες και η δουλειά που είχε αναλάβει ήταν τόσο απλή και συνηθισμένη σε χαρακτήρα που δεν μπορούσε να ενοχλήσει την γαληνότητά του και το ενδιαφέρον του για την αλλαγή του καιρού. Σε μιαν μικρή απόσταση από το τραπέζι καθόταν ο στρατηγός της αστυνομίας. Δεν έπινε κανένα αναψυκτικό και είχε μιαν αδιαπέραστη, βαρετή/βαρεστημένη έκφραση λες και είχε επίγνωση των τυπικοτήτων στα αβυσσαλέα βάθη των οποίων έπρεπε να διεισδύσει κανείς. Απ’ όλες τις πλευρές, αξιωματικοί κινούνταν με τα στήθη τους προτεταμένα εντός των μπούστων των κόκκινων, ομοιόμορφων ενδυμάτων τους που ‘ταν γαρνιρισμένα με χρυσάφια. Ένας καθόταν σε ένα τραπέζι τελειώνοντας την μποτίλλια με την μπύρα του, ένας άλλος καθόταν στον μπουφφέ τρώγοντας ένα κέϊκ διατριβόμενος με την τελευταία του πινελιά στις πτυχές της στολής του και έριξε κάτω όλα του τα χρήματα με έναν αέρα με αυτοπεποίθηση ενώ ένας άλλος έκανε τσάρκες μπροστά από τα κανόνια που είχαν μεταφερθεί στο τραίνο μας, με σταράτο το βλέμμα στα πρόσωπα των γυναικών.
Όλοι αυτοί οι άνδρες που επρόκειτο να πάνε να φονεύσουν ή να βασανίσουν τις στερημένες πείνας και ανυπεράσπιστες υπάρξεις που τους προμήθευαν με τα μέσα στήριξης και διατροφής τους είχαν τον αέρα των ανθρώπων που ήξεραν κάλλιστα ότι έκαναν το καθήκον τους ενώ ορισμένοι εξ αυτών ήταν υπερήφανοι, εξυμνούσαν, «δοξολογούσαν» ό,τι έπρατταν. Τι σημαίνει αυτό; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε απόσταση λιγότερη της μισής ώρας για να αγγίξουν το σημείο εκείνο όπου –προκειμένου να προμηθεύσουν έναν πλούσιο νέο με 3 χιλιάδες ρούβλια κλεμμένα από μιαν ολόκληρη λιμοκτονούσα κοινότητα φημισμένων χωρικών– μπορεί να εξαναγκαστούν να διαπράξουν τις πιο ανατριχιαστικές πράξεις που μπορεί κανείς να συλλάβει, να φονεύσουν, να βασανίσουν ή να μαρτυρήσουν (όπως έγινε στην Orel), αθώα πλάσματα, τα αδέλφια τους.
Και βλέπουν –ακόμα και οι Θεοί– τον τόπο και την ώρα να προσεγγίζει με αδιάκοπη γαληνότητα, την σιωπή των Σειρήνων.
Είναι απίθανο να μιλήσει κανείς και να πει ότι όλοι αυτοί οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, αξιωματικοί και στρατιώτες δεν ξέρουν τι βρίσκεται ενώπιόν τους, διότι έχουν προετοιμαστεί γι’ αυτό. Ο κυβερνήτης πρέπει να έχει δώσει οδηγίες-κατευθύνσεις για τις ράβδους, οι γραφείς αξιωματούχοι πρέπει να έχουν αποστείλει μιαν εντολή γι’ αυτές, να τις είχαν αγοράσει και να είχαν εισαγάγει λογιστικά το αντικείμενο των κονδυλίων στις αναφορές τους. Οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι έχουν δώσει και έχουν δεχθεί διαταγές για τα φυσίγγια. Όλοι ξέρουν ότι πρόκειται να πάνε να βασανίσουν, ίσως να δολοφονήσουν, τους φημισμένους φίλους τους, πλάσματα και υπάρξεις που λιμοκτονούν από την πείνα, και ότι πρέπει να κανονίσουν να αρχίσουν να εργάζονται εντός μιας ώρας.
Θα ‘ταν λάθος να πει κανείς –όπως λέγεται συνήθως και όπως και οι ίδιοι θα επαναλάμβαναν, ακόμα και οι Θεοί– ότι πράττουν εκ πεποιθήσεων περί της εξ ανάγκης υποστήριξης της κρατικής οργάνωσης (ή) του οργανισμού του κράτους.
Κατά πρώτον τόπο, διότι οι άνθρωποι αυτοί μάλλον δεν έχουν σκεφθεί ποτέ περί της κρατικής οργάνωση (ή) του οργανισμού του κράτους και την αναγκαιότητά του/της αναγκαιότητάς του.
Κατά δεύτερον τόπο, δεν είναι εφικτό και δεν μπορούν εξ ανάγκης –ούτε και οι Θεοί– να πειστούν πως η πράξη στην οποία συμμετέχουν θα τείνει να υποστηρίξει μάλλον παρά να καταστρέψει και να ρίξει το κράτος σε ερείπια. Κατά τρίτον, στην πραγματικότητα η πλειοψηφία –αν όχι όλοι– εξ αυτών των ανθρώπων (πολύ μακράν του να θυσιάσουν ποτέ την προσωπική τους ευχαρίστηση ή γαλήνη για να στηρίξουν το κράτος) ποτέ δεν αφήνουν ούτε μιαν ευκαιρία για να αντλήσουν κέρδη εκμετάλλευσης με έξοδα του κράτους με όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να αυξήσουν την ατομική τους ευχαρίστηση και βόλεψη.
Ώστε, άρα, δεν πράττουν κατ’ αυτήν την οδό για χάρη του αφηρημένου κανόνα και της αρχής του κράτους.
Τί σημαίνει αυτό;
Αληθές είναι, ωστόσο, ότι εγώ γνωρίζω όλους αυτούς τους ανθρώπους. Αν δεν τους γνωρίζω όλους προσωπικά, ξέρω τους χαρακτήρες τους με τρόπο κατά προσέγγισιν όμορφο, το παρελθόν τους καθώς και την οδό της σκέψεώς των. Οπωσδήποτε, έχουν όλοι μητέρες, ορισμένοι εξ αυτών γυναίκες και παιδιά. Σίγουρα, κατά το κύριο κομμάτι τους, είναι καλοί, ευγενικοί, ακόμα και τύποι τρυφεροί και καλόκαρδοι, που μισούν κάθε μορφή βαναυσότητας, για να μην μιλά κανείς περί δολοφονιών (πολλοί εξ αυτών, δεν θα πυροβολούσαν ούτε θα πλήγωναν κυριολεκτικά ένα ζώο).
Άλλωστε, είναι όλοι διακηρυγμένοι, κατ’ επάγγελμα Χριστιανοί και θεωρούν ότι όλη η βία (ή) κάθε βία διευθύνεται κατά των ανυπεράσπιστων (ή) βλέπουν όλη την βία ή κάθε βία που κατευθύνεται κατά των ανυπεράσπιστων ως ταπεινή, άχαρη και ατιμωτική. Είναι σίγουρο πως ούτε ένας δεν θα ήταν ικανός στην καθημερινή ζωή –για δικό του, προσωπικό κέρδος– να κάνει ούτε το 1/100 απ’ ό,τι έκανε ο Κυβερνήτης της Orel.
Ο καθένας τους θα προσβαλλόταν από την υπόθεση και μόνο πως ήταν ικανός να κάνει ο,τιδήποτε όμοιας μορφής στην ιδιωτική ζωή.
Και πάλι, όμως –είναι, ωστόσο, πλησίον μισής ώρας για να αγγίξουν το σημείο όπου μπορεί να φτάσουν στην αναπόφευκτον ανάγκη να διαπράξουν αυτό το έγκλημα.
Τί σημαίνει αυτό;
Δεν είναι, όμως, μόνον αυτοί οι άνθρωποι που πηγαίνουν με (το) τραίνο προετοιμασμένοι/ο για φόνο και μαρτύριο.
Πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι που έδωσαν το έναυσμα για την όλη δουλειά ή επιχειρηματική δράση –ο γαιοκτήμονας ή ιδιοκτήτης της γης, ο επίτροπος ή επιστάτης, οι δικαστές ή κριτές– και αυτοί που έδωσαν την εντολή/ τάξη/οργάνωση και είναι υπεύθυνοι για αυτό/αυτήν –οι λειτουργοί, υπουργοί ή ιερείς, ο Τσάρος– που είναι κι αυτοί επίσης καλοί άνθρωποι, διακηρυγμένοι/ανακηρυγμένοι και κατ’ επάγγελμα Χριστιανοί (ή) που επαγγέλλονται τον Χριστιανισμό, πώς θα μπορούσαν να επεξεργαστούν ένα τέτοιο σχέδιο και να συμφωνήσουν σ’ αυτό ξέροντας τις συνέπειές του; Ακόμα και οι θεατές –που δεν συμμετείχαν κατά κανένα μερίδιο στην υπόθεση– πώς θα μπορούσαν (και Θεοί, αν ήσαν ακόμα) αυτοί που εξοργίζονται τόσο στην θέα οποιασδήποτε βιαιότητας στην ιδιωτική ζωή, ακόμα και στην υπερβολική φορολογία ενός αλόγου, να επιτρέψουν μιαν τόσο τρομερή πράξη να διαπράττεται αιωνίως;
Πώς και δεν εξεγέρθηκαν ή δεν αναστήθηκαν με οργή για να κλείσουν τους δρόμους και να φωνάξουν: «Όχι πια! Μαστιγώματα και δολοφονίες λιμοκτονούντων ανθρώπων επειδή δεν θέλουν με τίποτα ν’ αφήσουν το τελευταίο τους απόκτημα που κατέχουν να κλαπεί από αυτούς χωρίς αντίσταση, αυτό δεν θα το επιτρέψουμε!». Πολύ μακριά, όμως, από το να το κάνει αυτό κανείς, η πλειοψηφία –ακόμα και αυτών που ‘ταν η αιτία/ο λόγος/ο σκοπός της υποθέσεως (όπως ο επιστάτης ή επίτροπος, ο ιδιοκτήτης της γης ή γαιοκτήμονας, ο κριτής ή δικαστής και όλοι εκείνοι που συμμετείχαν σε αυτήν και την συμφώνησαν από κοινού όπως ο κυβερνήτης, οι ιερείς ή υπουργοί και ο Τσάρος) είναι στην εντέλεια/ενδελέχεια γαλήνιοι και δεν αισθάνονται ούτε ένα αγκάθι να τους τύπτει την συνείδηση.
Και, προφανώς, όλοι οι άνθρωποι που πρόκειται να εκτελέσουν αυτό το έγκλημα είναι εξίσου από κάθε προβληματισμό αναίσθητοι, ανέγγιχτοι.
Οι θεατές –που θα υπέθετε κανείς δεν θα μπορούσαν να έχουν κανένα προσωπικό ενδιαφέρον/συμφέρον στην υπόθεση– έβλεπαν μάλλον με συμπάθεια παρά με άρνηση όλους αυτούς να προετοιμάζονται να εκτελέσουν αυτήν την επονείδιστη πράξη.
Στο ίδιο χώρισμα της σκευοφόρου με εμένα ήταν ένας έμπορος ξύλου ο οποίος είχε εγερθεί/αναστηθεί/ανατραφεί από έναν χωρικό.
Δήλωσε ανοιχτά και εξέφρασε δυνατά την συμπάθειά του με τις ποινές αυτής της μορφής. «Δεν μπορούν να δείχνουν ανυπακοή στις αρχές» είπε∙ «Για αυτό υπάρχουν οι αρχές. Ας τους δοθεί ένα μάθημα∙ ας τους μπουν ψύλλοι στ’ αυτιά ότι ακόμα κι ένας γάϊδαρος πετάει και θα αρχίσουν να δημιουργούν οχλαγωγία, σας το εγγυώμαι! Αυτό ακριβώς θέλουν».
Τί σημαίνει αυτό;
Δεν μπορεί να πει κανείς ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι και οι λαοί που έχουν προκληθεί ή βοηθηθεί (ή) που έχουν προκαλέσει ή βοηθήσει ή επιτρέψει
αυτή την πράξη/κυβέρνηση είναι τόσο ανάξια όντα που την διαπράττουν, γνωρίζοντας όλη την ντροπή και το όνειδος αυτού που διαπράττουν, και την διαπράττουν ενάντια στις αρχές/κανόνες τους, άλλοι για τον μισθό και για το κέρδος και άλλοι δια μέσου του φόβου της τιμωρίας. Όλοι τους, σε ορισμένες δεδομένες συνθήκες, ξέρουν πώς να αίρονται στο ύψος των αρχών τους (ή) για χάρη των αρχών τους.
Ούτε ένας εξ αυτών των αξιωματούχων δεν θα έκλεβε ένα άδειο πορτοφόλι, δεν θα διάβαζε/έβγαζε τα γράμματα που ένας άλλος έχει γράψει ή δεν θα αντιμετώπιζε μιαν προσβλητική ύβρη χωρίς να αξιώσει την ικανοποίησή της. Ούτε ένας εξ αυτών των αξιωματούχων δεν θα συμφωνούσε πως κλέβει στα χαρτιά, θα ηρνείτο να πληρώσει ένα χρέος τιμής, θα πρόδιδε έναν σύντροφο, θα δραπέτευε στο πεδίο του πολέμου ή θα εγκατέλειπε την σημαία. Ούτε ένας εξ αυτών των στρατιωτών δεν θα έφτυνε την Αγία Κοινωνία[3] ή θα έτρωγε κρέας την Μεγάλη Παρασκευή. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο κάθε μορφή στέρησης, απώλειας, πόνου ή κινδύνου παρά να συναινέσουν να πράξουν ό,τι θεωρούν/βλέπουν ως λάθος. Συνεπώς, έχουν την δύναμη να αντισταθούν στο να κάνουν ό,τι είναι ενάντια στις αρχές τους.
Είναι ακόμα λιγότερο δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο βρούτοι ώστε είναι φυσικό και όχι αηδιαστικό γι’ αυτούς να κάνουν αυτές τις πράξεις. Θα χρειαζόταν απλώς και μόνο να μιλήσει κανείς σε αυτούς τους ανθρώπους έστω και λίγο για να δει πως όλοι τους –ακόμα και ο ιδιοκτήτης της γης και ο κριτής και ο ιερεύς λειτουργός και ο Τσάρος και η κυβέρνηση, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες– όχι μόνο αποδοκιμάζουν αυτά τα πράγματα στο βάθος της ψυχής τους αλλά υποφέρουν από την συνειδητοποίηση της συμμετοχής τους σε αυτά όταν συλλέγουν και συγκεντρώνουν εκ νέου τα κομμάτια των αναμνήσεών τους ως προς το τι εννοούν και το τι σημαίνουν οι Θεοί.
Προσπαθούν, όμως, να μην το σκέφτονται.
Θα χρειαζόταν ένας άνθρωπος απλώς και μόνο να μιλήσει σε οποιονδήποτε εξ αυτών που συμμετέχουν στην υπόθεση –από τον ιδιοκτήτη της γης (ή) διαμέσου του ιδιοκτήτη της γης ως τον πιο ταπεινό των αστυνομικών ή των στρατιωτών– για να δει ότι στα βάθη της ψυχής τους όλοι ξέρουν πως είναι κάτι κακό και άσχημο, πως θα ‘ταν καλύτερα να μην έχουν τίποτε να κάνουν με αυτό και ότι υποφέρουν από την γνώση.
Μια κυρία φιλελευθέρων όψεων/απόψεων που ταξίδευε στο ίδιο τραίνο με εμάς, βλέποντας τον κυβερνήτη και τους αξιωματικούς στο πρώτης τάξεως/θέσεως σαλόνι ή σαλούν και μαθαίνοντας το αντικείμενο της εκστρατείας/εκδρομής, άρχισε –σκοπίμως– να υψώνει την φωνή της (ώστε να ακούνε αυτοί) μιλώντας περί κατάχρησης της υπαρχούσης τάξεως/εντολής/οργάνωσης των πραγμάτων και να κραυγάζει επιρρίπτοντας ντροπή στους ανθρώπους που θα συμμετείχαν σε αυτές τις διαδικασίες. Όλοι αισθάνθηκαν άβολα, κανείς δεν ήξερε πού να στρέψει το βλέμμα του αλλά κανείς δεν της έφερε αντίλογο. Προσπάθησαν να κάνουν πως δεν βλέπουν, πως αυτές οι σημειώσεις και παρατηρήσεις δεν ήταν άξιες απάντησης. Μπορούσε, όμως, κανείς να δει –από τα πρόσωπά τους και από τα μάτια τους που τα απομάκρυναν με αδιαφορία– ότι ντρέπονταν. Πρόσεξα το ίδιο και στους στρατιώτες. Ήξεραν κι αυτοί ότι αυτό που αποστέλλονταν να πράξουν ήταν επονείδιστο και ατιμωτικό αλλά δεν ήθελαν να σκέφτονται τι επίκειτο ενώπιόν τους (ή) τι είχε προηγηθεί προ αυτών.
Όταν ο έμπορος ξύλου –όπως υποψιάζομαι προσποιητώς πως ήταν απλώς και μόνο για να δείξω ότι ήταν άνθρωπος με παιδεία– άρχισε να μιλά περί της αναγκαιότητας αυτών των μέτρων, οι στρατιώτες που τον άκουσαν όλοι απομακρύνθηκαν από αυτόν, συνοφρυωμένοι και υποκρινόμενοι ότι δεν ακούν. Όλοι οι άνδρες οι οποίοι –όπως ο ιδιοκτήτης της γης, ο επιστάτης, ο ιερεύς και ο Τσάρος– ήταν υπεύθυνοι για την διάπραξη και διαιώνιση αυτής της πράξεως καθώς και όσοι κατευθύνονταν τώρα προς την εκτέλεσή της αλλά ακόμα και αυτοί που ‘ταν απλοί θεατές ήξεραν ότι επρόκειτο για μιαν παράνομη αισχρότητα και ντρέπονταν να έχουν οποιαδήποτε συμμετοχή σε (ή, να πάρουν μερίδιο από) αυτήν, ακόμα και να είναι παρόντες σε αυτήν. Τότε, γιατί την διαπράττουν ή επιτρέπουν να διαπράττεται;
Ρωτήστε τους με το ερώτημα αυτό –και ο γαιοκτήμονας που ξεκίνησε την υπόθεση και ο δικαστής που ανακοίνωσε μιαν ξεκάθαρα άδικη (αν και τυπικά νόμιμη) απόφαση αλλά και αυτοί που διέταξαν την εκτέλεση της απόφασης καθώς και αυτοί που –ομοίως με τους αστυνομικούς, τους στρατιώτες και τους χωρικούς– θα εκτελέσουν την πράξη με τα δικά τους τα χέρια, θα μαστιγώσουν, θα ραβδίσουν και θα δολοφονήσουν τα αδέλφια τους∙ όλοι αυτοί που έχουν σχεδιάσει, υποκινήσει, ψηφίσει, εκτελέσει ή επιτρέψει εγκλήματα αυτής της μορφής θα δώσουν ουσιαστικά την ίδια απάντηση.
Οι αρχές –αυτές που έχουν αρχίσει, εφεύρει, σχεδιάσει και ψηφίσει το ζήτημα– θα πουν ότι αυτές οι πράξεις είναι αναγκαίες για την διατήρηση της υπαρχούσης τάξεως/οργάνωσης/εντολής∙ η διατήρηση της υπαρχούσης τάξεως/ οργανώσεως/εντολής είναι αναγκαία για την ευημερία της χώρας και της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς, για χάρη της δυνατότητας της κοινωνικής υπάρξεως και της ανθρωπίνης προόδου.
Οι άνθρωποι της πιο φτωχικής τάξεως, χωρικοί και στρατιώτες –αυτοί που θα πρέπει να εκτελέσουν την πράξη της βίας με τα ίδια τα χέρια τους– λένε πως το κάνουν επειδή αυτή είναι η διαταγή της ανωτέρας τους αρχής∙ η ανώτατη αρχή ξέρει περί τίνος ανθρώπου πρόκειται. Τους φαίνεται ως μια αλήθεια περί της οποίας δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία το ότι αυτοί βρίσκονται στην εξουσία που έπρεπε να είναι στην εξουσία και ότι αυτοί «ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ». Αν μπορούσαν να παραδεχθούν την πιθανότητα λάθους ή σφάλματος, αυτό θα ίσχυε μόνο σε λειτουργούς και αξιωματούχους χαμηλοτέρου βαθμού∙ η ανωτάτη αρχή επί της οποίας (ή) από την οποία εξαρτώνται όλα τα υπόλοιπα (ή) όλες οι υπόλοιπες τους φαίνεται –πέραν κάθε υποψίας– άμωμος.
Αν και εκφράζουν τα μοτίβα που παρέχουν κίνητρα για τον κώδικα συμπεριφοράς και επικοινωνίας τους με διαφορετικό τρόπο, αμφότεροι αυτοί που έχουν τον έλεγχο και δίνουν διαταγές όσο και οι υποτακτικοί τους (ή) οι υποταγμένοι σε αυτούς υπάλληλοι είναι σύμφωνοι ως προς το να λένε ότι πράττουν κατ’ αυτόν τον τρόπο επειδή η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή είναι η τάξη/οργάνωση/ εντολή η οποία πρέπει και οφείλει να υπάρχει τον παρόντα χρόνο και πως, άρα, η υποστήριξή της είναι το ιερό καθήκον κάθε ανθρώπου.
Σε αυτήν την αποδοχή και αναγνώριση της αναγκαιότητας –και, άρα, της μονιμότητας της υπαρχούσης τάξεως/οργανώσεως/εντολής όλοι αυτοί που συμμετέχουν (ή) έχουν μοίρα σε πράξεις βίας εκ μέρους της κυβερνήσεως (ή, της βάσης της κυβερνήσεως) στηρίζουν το επιχείρημα που πάντοτε βάζουν πρώτο στην δικαιολόγησή τους. «Αφού η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή είναι πάγια, αμετακίνητη, μόνιμη» λένε «η άρνηση ενός μόνο(υ) ατόμου να εκτελέσει τα καθήκοντα που του ανατίθενται δεν θα επιφέρει καμίαν αλλαγή στα πράγματα και απλώς και μόνο θα σημαίνει ότι κάποιος άλλος άνθρωπος θα μπει στην θέση του που μπορεί να κάνει ίσως το έργο χειρότερο/α, δηλαδή αυτό πάει να πει περισσότερο ωμά, σκληρά και άγαρμπα, προς μεγαλύτερη ακόμα βλάβη των θυμάτων της πράξεως βίας».
Αυτή η πεποίθηση πως η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή είναι η αναγκαία και, άρα, πάγια και αμετάβλητος τάξη/οργάνωση/εντολή που αποτελεί ένα ιερό καθήκον να στηρίξει κάθε άνθρωπος είναι αυτή που δίνει την δυνατότητα στους καλούς ανθρώπους με τις υψηλές αρχές στην ιδιωτική ζωή να συμμετάσχουν (ή) να πάρουν μερίδιο –με την συνείδηση περισσότερο ή λιγότερο απροβλημάτιστη– σε εγκλήματα της μορφής αυτής αυτού που διεπράχθη και διαιωνίσθη στην Orel και αυτού που επρόκειτο να διαπράξουν και να διαιωνίσουν οι άνδρες στο τραίνο της Toula.
Μα, ποιά είναι αυτή η πεποίθηση η οποία στηρίζεται; (ή) Μα, σε τί στηρίζεται αυτή η πεποίθηση;
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ο γαιοκτήμονας προτιμά να πιστεύει πως η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή είναι αναπόφευκτος, αμετάτρεπτος και μόνιμος επειδή αυτή η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή τον εξασφαλίζει ένα εισόδημα από τις εκατοντάδες και χιλιάδες άκρων[4] δια μέσου των οποίων μπορεί να διάγει και να ζει τον καθ’ έξιν νωχελικό και πολυτελή βίο του.
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ο δικαστής και κριτής είναι εξαιρετικά πρόθυμος να πιστέψει πολύ γρήγορα στην αναγκαιότητα μιας τάξης/οργάνωσης/ εντολής διαμέσου της οποίας λαμβάνει μιαν αμοιβή 50 φορές ψηλή όσο μπορεί να παίρνει ο πλέον εργατικός και εφευρετικός εργάτης –και η ίδια/το ίδιο εφαρμόζεται σε όλους τους ανώτερους αξιωματούχους. Είναι μόνον υπό το υπάρχον ΚΑΘΕΣΤΩΣ/ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ (REGIME) που τα μέλη των διαφόρων συμβουλίων μπορούν –ως κυβερνήτης, εισαγγελεύς και συγκλητικός/ γερουσιαστής– να λαμβάνουν τα αρκετά χιλιάδες ρούβλια ανά έτος (ή) τα αρκετά χιλιάδες χρόνια τους σε ρούβλια, κάτι άνευ του οποίου αυτοί και οι οικογένειές τους αμέσως θα βυθίζονταν και θα βούλιαζαν μέσα στα ερείπια (αφού, αν δεν υπήρχε η θέση που καταλαμβάνουν, δεν θα μπορούσαν ποτέ με βάση τις δικές τους ικανότητες, τεχνική, κατασκευή ή βιομηχανία ή επίκτητα προσόντα να πάρουν ούτε (το) ένα χιλιοστό των μισθών τους. Ο ιερεύς/υπουργός, ο Τσάρος και όλες οι ανώτερες, υψηλές αρχές βρίσκονται στην ίδια θέση.
Η μόνη διάκριση είναι ότι όσο υψηλότερη και πιο εξαίρετη/εξαιρετική είναι η θέση τους, τόσο πιο αναγκαίο είναι γι’ αυτούς να πιστεύουν πως η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή είναι η μοναδική πιθανή τάξη/οργάνωση/εντολή/κατάσταση των πραγμάτων. Διότι –χωρίς αυτήν– δεν θα ήταν μόνον ανίκανοι να κερδίσουν μιαν ίση θέση αλλά θα ευρίσκοντο λειψοί και θα έπεφταν ακόμη πιο χαμηλά έναντι όλων των άλλων ανθρώπων.
Ένας άνθρωπος που έχει –με την δική του, ελεύθερη βούληση– μπει στην δύναμη της αστυνομίας με μιαν αμοιβή 10 ρούβλια (που θα μπορούσε εύκολα να εξοικονομήσει σε οποιανδήποτε άλλη θέση) δεν εξαρτάται σχεδόν καθόλου από την διατήρηση του υπάρχοντος ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ/ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ (REGIME) και, άρα, επιτρέπεται να μην πιστεύει στην μονιμότητα και διαιώνισή του. Ένας βασιλεύς ή αυτοκράτωρ, όμως –που δέχεται και παίρνει εκατομμύρια για την θέση του και ξέρει ότι υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι και λαοί γύρω του που θα ήθελαν να τον εκθρονίσουν και να πάρουν/καταλάβουν την θέση του, που ξέρει ότι ποτέ δεν θα λάβει μιαν τέτοιαν αμοιβή ή, αντιστοίχως, δεν θα λάβει τόσο μεγάλη τιμή σε καμίαν άλλη θέση, που γνωρίζει ως επί το πλείστον των υποθέσεων και διαμέσου της μείζονος ή ελάσσονος δεσποτικής του αρχής εξουσίας ότι αν εκθρονιζόταν θα έπρεπε να δώσει απαντήσεις για όλες του τις καταχρήσεις εξουσίας– αυτός δεν μπορεί παρά να πιστεύει στην αναγκαιότητα, ακόμα και στην ιερότητα της υπαρχούσης τάξεως/οργάνωσης/εντολής.
Όσο υψηλότερη και περισσότερο επικερδής η θέση ενός ανθρώπου, (τ)όσο περισσότερο ασταθής γίνεται και (τ)όσο περισσότερο τρομερή και επικινδυνώδης μια πτώση από αυτήν για τον ίδιο, (τ)όσο περισσότερο ακλόνητα, στέρεα και σταθερά ο άνθρωπος πιστεύει στην υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή και, άρα, με την περισσότερη άνεση και ευκολία συνειδήσεως μπορεί ένας άνθρωπος αυτής της μορφής να διαπράττει αιωνίως βίαιες και φαύλες πράξεις (λες και δεν ήταν οιονεί για χάρη του προσωπικού του καλού και συμφέροντος αλλά για χάρη της διατήρησης αυτής κατ’ εξοχήν της τάξεως/οργανώσεως/εντολής/κατάστασης).
Αυτό λαμβάνει χώρα στις υποθέσεις και περιπτώσεις όλων των ανθρώπων σε θέσεις εξουσίας οι οποίοι λαμβάνουν θέσεις περισσότερο επικερδείς απ’ ότι θα μπορούσαν να καταλάβουν εκτός του κράτους (ή) εκτός (ή) πλην του παρόντος ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ/ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ (REGIME) (ή, έξω από το παρόν… ή, αν δεν υπήρχε το παρόν…) –από τον πιο χαμηλό και ταπεινότερο αξιωματικό της αστυνομίας ως και τον τσάρο.
Όλοι τους είναι, περισσότερο ή λιγότερο, πεπεισμένοι ότι η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή είναι πάγια, άκαμπτη, σταθερά και μόνιμη επειδή –αυτός είναι ο πρώτος υπολογισμός που κάνουν με την σκέψη– είναι προς όφελός τους.
Οι χωρικοί και οι στρατιώτες, όμως –που βρίσκονται στα κατώτερα στρώματα της κοινωνικής κλίμακας, που δεν έχουν κανενός είδους συμφέρον ή πλεονέκτημα ως κέρδος από την υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή, που είναι στην πιο χαμηλή θέση υποταγής και ταπείνωσης που μπορούν να βρεθούν (ή) που μπορεί να βρεθεί– τί είναι αυτό που τους πιέζει και τους αναγκάζει να πιστεύουν πως η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή στην οποίαν βρίσκονται στην ταπεινή και μη πλεονεκτική θέση τους είναι η τάξη/οργάνωση/εντολή που όφειλε να υπάρχει και την οποία όφειλαν να στηρίζουν ακόμα και με το κόστος των άσχημων αυτών πράξεων που είναι σε αντίθεση με την συνείδησή τους;
Τί είναι αυτό που αναγκάζει αυτούς τους ανθρώπους και τους πιέζει μετ’ επιτάσεως να υϊοθετήσουν την ψευδή λογική πως η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή είναι αμετάβλητος και πως, άρα, οφείλουν να την υποστηρίξουν όταν είναι τόσο προφανές –αντιθέτως– ότι είναι αμετάβλητος και απαράλλακτος μόνο και μόνον επειδή οι ίδιοι την υποστηρίζουν;
Τί είναι αυτό που εξαναγκάζει αυτούς τους χωρικούς (που μόλις χθες στρατολογήθηκαν από το αλέτρι του οργώματος και ντύθηκαν με άσχημα και άβολα κοστούμια με γαλάζια κολλάρα και χρυσά κουμπιά) να πάνε με όπλα και με σπάθες και να δολοφονήσουν τους πεθαμένους από την πείνα/φημισμένους πατέρες και αδελφούς τους;
Δεν αποκομίζουν κανένα όφελος, κανένα κέρδος, συμφέρον ή πλεονέκτημα δεν κερδίζουν ούτε και μπορεί να φοβούνται μήπως χάσουν την θεσούλα που καταλαμβάνουν διότι είναι χειρότερη από αυτήν από την οποία στρατολογήθηκαν.
Τα πρόσωπα σε/στην εξουσία των ανωτέρων, υψηλοτέρων τάξεων και βαθμών –γαιοκτήμονες, έμποροι, δικαστές, γερουσιαστές ή συγκλητικοί, κυβερνήτες, λειτουργοί ιερείς ή αξιωματούχοι, τσάροι και γραφειοκράτες– λαμβάνουν μέρος σε αυτές τις πράξεις επειδή η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή είναι προς το όφελος και το συμφέρον τους. Κατά τα λοιπά, είναι συχνά καλοί και καλόκαρδοι άνθρωποι και είναι απλώς περισσότερο ικανοί να συμμετέχουν σε αυτές τις πράξεις επειδή το μερίδιο μετοχών τους σε αυτές περιορίζεται σε υποδείξεις, προτάσεις, αποφάσεις και διαταγές. Αυτά τα πρόσωπα σε/στην εξουσία ποτέ δεν πράττουν τα ίδια ό,τι προτείνουν, ό,τι αποφασίζουν ή διατάζουν να γίνει. Ως επί το πλείστον, δεν βλέπουν καν πώς εκτελούνται όλες οι φρικτές πράξεις που έχουν εισηγηθεί και εγκρίνει επισήμως.
Οι δυστυχείς άνθρωποι των κατωτέρων τάξεων και βαθμών, όμως –αυτοί που δεν αποκομίζουν καμιάν μορφή οφέλους, συμφέροντος ή πλεονεκτήματος από το υπάρχον ΚΑΘΕΣΤΩΣ/REGIME αλλά, αντιθέτως, γίνονται αντικείμενο μεταχείρισης κατά τρόπον απόλυτης περιφρονήσεως– το υποστηρίζουν ακόμα και σέρνοντας τον κόσμο με τα δικά τους χέρια από τις οικογένειές τους, βάζοντάς του χειροπέδες, πετώντας τους στις φυλακές, φυλώντας τους και πυροβολώντας τους. ΄
Γιατί το πράττουν;
Τί είναι αυτό που τους εξαναγκάζει να πιστεύουν ότι η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή είναι αμετάβλητος και πρέπει να την υποστηρίξουν; Κάθε μορφή βίας στηρίζεται –ξέρουμε– σε αυτούς που κάνουν τα χτυπήματα, το δέσιμο με χειροπέδες, τις φυλακίσεις και τις δολοφονίες με τα ίδια τους τα χέρια. Εάν δεν υπήρχαν απολύτως καθόλου στρατιώτες ή ένοπλοι αστυνομικοί έτοιμοι να σκοτώσουν ή να προσβάλουν τον οποιονδήποτε μόλις λάβουν εντολή, κανείς από τους ανθρώπους αυτούς που υπογράφουν προτάσεις θανατικής καταδίκης, φυλάκισης ή δουλικής υπηρεσίας στις γαλλέρες εφ’ όρου ζωής δεν θα άλλαζε γνώμη ώστε να κρεμάσει, να φυλακίσει ή να βασανίσει ούτε το 1/1000 αυτών που διατάζει τώρα –καθισμένος ήρεμα και αφοσιωμένος στην μελέτη του– να βασανιστούν με όλους τους τρόπους, απλώς επειδή δεν το βλέπει ούτε το κάνει ο ίδιος αλλά μονάχα το κάνει να γίνεται εξ αποστάσεως από αυτά τα εργαλεία της δουλείας.
Όλες οι πράξεις της αδικίας και της βαρβαρότητας που διαπράττονται στην συνήθη, κανονική πορεία της καθημερινής ζωής έχουν απλώς γίνει συνήθεια επειδή υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι που είναι ανέκαθεν έτοιμοι να εκτελέσουν αυτές τις πράξεις αδικίας και βιαιότητας. Αν δεν υπήρχαν αυτοί (ή) Εκτός αυτών, πολύ πέραν από το να χρησιμοποιεί κανείς βία ενάντια στις τεράστιες μάζες που γίνονται τώρα αντικείμενο άσχημης μεταχείρισης, δεν θα τολμούσαν καν να πάρουν το ρίσκο να τις προφέρουν ως προτάσεις αυτοί που τώρα διατάσσουν την τιμωρία τους, δεν τα τολμούσαν ούτε καν να ονειρευτούν την ύπαρξη αυτών των προτάσεων που εκδίδουν τώρα με τόσο εύκολη αυτοπεποίθηση. Και αν δεν υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι έτοιμοι να δολοφονήσουν ή να βασανίζουν τον οποιονδήποτε με την θέληση του εντολέα τους, κανένας δεν θα τολμούσε να ισχυριστεί –όπως ισχυρίζονται και διαβεβαιώνουν με τόση ασφάλεια οι άεργοι γαιοκτήμονες– ότι ένα κομμάτι γης, περικυκλωμένο από χωρικούς που βρίσκονται σε εξαθλίωση από την ανάγκη/στέρηση γης, είναι η περιουσία ενός ανθρώπου ο οποίος δεν την καλλιεργεί ή ότι πρέπει να μένουν ανέγγιχτες οι σοδειές του σίτου που παίρνουν μέσω λεηλασίας οι χωρικοί –εν μέσω ενός ολόκληρου πληθυσμού που πεθαίνει από πείνα– επειδή οι έμποροι πρέπει να βγάλουν τα κέρδη τους. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα όργανα της δουλείας στην διάθεση των αρχών, ποτέ δεν θα μπορούσε να είχε μπει στον νου του γαιοκτήμονα να κάνει ληστεία των χωρικών από το δάσος που είχαν επιτηρήσει ούτε των αξιωματούχων να σκεφτούν πως έχουν δικαιώματα και τίτλους στους μισθούς τους που λαμβάνονται από τον πεινασμένο/φημισμένο λαό –το τίμημα της καταπίεσής τους.
Ακόμα πιο λίγο, τελικά, θα μπορούσε ποτέ κανείς να ονειρευτεί να δολοφονήσει ή να εξορίσει ανθρώπους επειδή εξέθεσαν τα σφάλματα και τα ψεύδη και είπαν την αλήθεια.
Όλα αυτά μπορούν να γίνονται μόνο και μόνον επειδή οι αρχές αισθάνονται με αυτοπεποίθηση εξασφαλισμένες περί του ότι έχουν ανέκαθεν αυτά τα εργαλεία της τυραννίας στα χέρια τους, έτοιμες/έτοιμα να φέρουν όλες τις απαιτήσεις τους εν ισχύϊ και να τις εκτελέσουν αποτελεσματικά μέσω μαρτυρίων και φόνων.
Όλες οι πράξεις βίας των τυράννων από τον Ναπολέοντα ως τον ελαχιστότατο διοικητή μιας εταιρείας/διμοιρίας που πυροβολεί κατά ενός πλήθους μπορούν να εξηγηθούν μόνο από την μεθυστική επιρροή που έχει ως εφφέ ως εκ του αποτελέσματος η απόλυτη δύναμή τους επί αυτών των σκλάβων. Κατά συνέπεια, κάθε βία στηρίζεται σε αυτούς τους ανθρώπους:
οι οποίοι εκτελούν τις πράξεις βίας με τα ίδια τους τα χέρια.
Είναι οι άνθρωποι που υπηρετούν στην αστυνομία ή στον στρατό, ειδικά στον στρατό (διότι η αστυνομία αποτολμά να κάνει την δουλειά της μόνον επειδή έχει τον στρατό στην πλάτη της).
Τί είναι, τότε, αυτό, που έχει φέρει στο σημείο αυτές τις μάζες των τιμίων ανθρώπων από τις οποίες εξαρτάται η συνολική εικόνα και οι οποίες δεν κερδίζουν τίποτα ενώ είναι υποχρεωμένες να κάνουν τις φρικτές αυτές πράξεις με τα ίδια τους τα χέρια, τί είναι αυτό που τις έχει φέρει στο σημείο να αποδέχονται την εκπληκτική πλάνη πως η υπάρχουσα τάξη/εντολή/οργάνωση –μη επικερδής, καταστρεπτική, ερειπωμένη και μοιραία καθώς είναι για αυτές– είναι η τάξη/οργάνωση/εντολή που έπρεπε να υπάρχει;
Ποιός τις έχει οδηγήσει σε αυτήν την εντυπωσιακή ψευδαίσθηση;
Δεν μπορούν –ακόμα και την μορφή Θεών αν έχουν– να έχουν πειστεί από μόνες τους, αφ’ εαυτών, ότι πρέπει να κάνουν ό,τι είναι ενάντια στην συνείδησή τους και ό,τι αποτελεί επίσης την πηγή της αθλιότητάς τους και της κατάρρευσής τους σε ερείπια για τις ίδιες αλλά και για το σύνολο της τάξης τους που συνθέτει τα 9/10 του πληθυσμού.
«Πώς μπορείτε να φονεύετε ανθρώπους όταν έχει γραφτεί στην εντολή του Θεού: ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ;» έχω συχνά υποβάλει την ερώτηση σε διαφορετικούς στρατιώτες. Και εγώ ανέκαθεν ήμουν αυτός που τους οδήγησα σε δυσφορία και σε σύγχυση καθώς τους υπενθύμισα ό,τι αυτοί δεν ήθελαν καν να σκέφτονται. Ήξεραν ότι ήταν δεσμευμένοι/δεμένοι –και με την μορφή Θεών ακόμα– από τον νόμο του Θεού «ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ» και ήξεραν, επιπλέον, ότι ήταν δεσμευμένοι/δεμένοι από το καθήκον τους ως στρατιώτες αλλά δεν είχαν ποτέ σκεφτεί την αντίθεση και αντινομία ανάμεσα σε αυτά τα καθήκοντα.
Το ρεύμα πορείας των δειλών και φοβισμένων απαντήσεων που έλαβα σε αυτό το ερωτηματικό ήταν, ανέκαθεν σχεδόν, ως εξής: ότι η δολοφονία εν καιρώ πολέμου και η εκτέλεση εγκληματιών με εντολή της κυβερνήσεως δεν συμπεριλαμβάνονται στην γενική απαγόρευση του φόνου.
Όταν, όμως, έλεγα ότι αυτή η διάκριση δεν γινόταν στον νόμο του Θεού και τους υπενθύμιζα το Χριστιανικό καθήκον της αδελφοσύνης, της συγχώρεσης των πληγμάτων και της αγάπης –που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί και να ενωθεί με δεσμούς με τον φόνο– οι χωρικοί συνήθως συμφωνούσαν αλλά, με την σειρά τους, ξεκινούσαν να μου υποβάλουν ερωτήσεις. «Πώς γίνεται» ζητούσαν να μάθουν «και η κυβέρνηση» [που σύμφωνα με τις ιδέες τους δεν μπορεί να βαδίζει λάθος] «στέλνει τον στρατό στον πόλεμο και διατάζει να εκτελούνται οι εγκληματίες;». Όταν εγώ τους απαντούσα ότι η κυβέρνηση κάνει λάθος που δίνει αυτές τις εντολές, οι χωρικοί έπεφταν σε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση και είτε διέκοπταν την συζήτηση είτε, ειδάλλως, εξοργίζονταν μαζί μου. «Θα πρέπει να έχουν εφεύρει έναν ειδικό νόμο επ’ αυτού. Οι αρχιεπίσκοποι γνωρίζουν περίπου ό,τι κι εμείς, ελπίζω» μου παρατήρησε κάποτε ένας Ρώσσος στρατιώτης. Λέγοντάς το αυτό ο στρατιώτης, προφανώς απέκτησε ήρεμη συνείδηση μέσα του και καθησυχάστηκε, έχοντας πλήρη πεποίθηση ότι οι πνευματικοί του καθοδηγητές είχαν εφεύρει έναν νόμο που έδινε την άδεια εξουσιοδότησης στους προγόνους του, στους τσάρους και στους απογόνους τους και σε εκατομμύρια των ανθρώπων να υπηρετούν όπως υπηρετούσε κι αυτός –και ότι το ερώτημα που του είχα θέσει είχε μιαν μορφή κόλπου, απάτης, αινίγματος ή γρίφου εκ μέρους μου.
Όλοι στην Χριστιανική μας κοινωνία ξέρουν –είτε εκ παραδόσεως είτε εξ αποκαλύψεως είτε δια (της) βοής της συνειδήσεως– ότι ο φόνος αποτελεί ένα από τα πιο φοβερά εγκλήματα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος (ή) έναν άνθρωπο, όπως μας λέει το Ευαγγέλιο, καθώς και ότι το αμάρτημα του φόνου δεν μπορεί να περιορίζεται στενά σε ορισμένα πρόσωπα –δηλαδή, ο φόνος δεν μπορεί να είναι μια αμαρτία για μερικούς και όχι μια αμαρτία (ή, μια μη-αμαρτία) για άλλους. Όλοι ξέρουν ότι εάν ο φόνος είναι αμάρτημα, είναι ανέκαθεν και εσσαεί αμάρτημα, όποια κι αν είναι τα θύματα που φονεύονται (ακριβώς όπως το αμάρτημα της μοιχείας, της κλοπής ή οποιοδήποτε άλλο). Κατά την ίδια ώρα, από την παιδική τους ηλικία και αμέσως μετά οι άνθρωποι βλέπουν ότι ο φόνος όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και καθαγιάζεται ακόμα από την ευλογία αυτών που έχουν συνηθίσει να θεωρούν ως τους θεϊκά διορισμένους πνευματικούς τους οδηγούς-καθοδηγητές ενώ βλέπουν τους κατά κόσμον ηγέτες τους με ήρεμη ασφάλεια συνείδησης να οργανώνουν δολοφονίες, να υπερηφανεύονται επειδή εφοδιάζονται με δολοφονικά όπλα και να αξιώνουν από άλλους πως πρέπει να λάβουν μέρος στον φόνο –εν ονόματι των νόμων της πατρίδος τους ή ακόμα και του Θεού (ή, ακόμα και από τον Θεό).
Οι άνθρωποι βλέπουν ότι υπάρχει κάποια ασυνέπεια, έλλειψη συνοχής εδώ αλλά, επειδή δεν είναι ικανοί να την αναλύσουν, υποκρίνονται με αναίδεια ότι αυτή η προφανής ασυνέπεια –έλλειψη σύνδεσης– είναι μόνο και μόνον αποτέλεσμα της άγνοιάς τους. Η ίδια κατ’ εξοχήν προφανής οφθαλμοφάνεια, το μέγεθος και η χοντράδα της έλλειψης συνοχής τους επιβεβαιώνει σε αυτήν την πεποίθηση.
Δεν μπορούν να φανταστούν πως οι ηγέτες του πολιτισμού, οι εκπαιδευμένες και μορφωμένες τάξεις, θα μπορούσαν με τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση να διακηρύττουν 2 τόσο πολύ αντιτιθέμενες αρχές ως/σαν τον νόμο του Χριστού και (τον νόμο) του φόνου/τον φόνο.
Ένας απλός και αδιάφθορος νέος δεν μπορεί να φανταστεί πως αυτοί που ίστανται τόσο υψηλά στην αντίληψή του, τον οποίο/τους οποίους θεωρεί ως/σαν άγιο/αγίους ή πολυμαθείς ανθρώπους, θα μπορούσαν να τον παραπλανήσουν τόσο αδιάντροπα για χάρη οποιουδήποτε αντικειμένου. Αυτό, όμως, είναι ακριβώς ό,τι έχει ανέκαθεν συμβεί και γίνεται ανέκαθεν και εσσαεί επ’ αυτού.
Γίνεται (1) με την ενστάλαξη, μετάδοση και εμβάπτιση μέσω παραδειγμάτων και ευθείας κατήχησης και διδασκαλίας από την παιδική ηλικία και μετά εντός των εργαζομένων μαζών –που δεν έχουν την ώρα και τον χρόνο να μελετήσουν ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα μόνες τους– της ιδέας ότι οι τυραννίες και οι δολοφονίες είναι συμβατές με τον Χριστιανισμό και πως, για ορισμένα αντικείμενα επιδιώξεων του κράτους, η τυραννία και η δολοφονία δεν επιτρέπονται απλώς και γίνονται δεκτές αλλά πρέπει και να εφαρμόζονται προς εργασίαν∙ και (2) με τον διαποτισμό ορισμένων κομματιών του λαού –που έχουν είτε εκουσίως καταγραφεί και στρατολογηθεί είτε ληφθεί υποχρεωτικώς στον στρατό– από την ιδέα ότι η διάπραξη και διαιώνιση των δολοφονιών και των τυραννιών με βάση τα ίδια τους τα χέρια αποτελεί ένα καθήκον ιερό καθώς, ακόμα, και μιαν ένδοξη επιτυχία εκμετάλλευσης που είναι άξια εξύμνησης και ανταμοιβής.
Η γενικότερη πλάνη διαχέεται εν μέσω όλων των ανθρώπων και των λαών δια μέσου των κατηχητικών διδασκαλιών ή των βιβλίων που σήμερα τις/τους αντικαθιστούν και που χρησιμοποιούνται για την υποχρεωτική εκπαίδευση των παιδιών. Σε αυτές/αυτά ανακοινώνεται ξεκάθαρα ότι η βία –δηλαδή, η φυλάκιση και η εκτέλεση καθώς επίσης και ο φόνος εν καιρώ πολιτικού ή εξωτερικού πολέμου προς υπεράσπισιν και διατήρησιν της υπαρχούσης κρατικής οργανώσεως ή οργανισμού όποιας ή όποιου κι αν είναι αυτή/αυτός, απόλυτος ή προσωρινός μοναρχία, συνθήκη, σύμβαση, υπατία, αυτοκρατορία αυτού ή του άλλου Ναπολέοντος ή του Boulanger, συνταγματική μοναρχία, κομμούνα ή ρεπούμπλικα)– είναι απολύτως νόμιμος και δεν αντιτίθεται στην ηθική και στον Χριστιανισμό.
Αυτό δηλώνεται σε όλες τις κατηχήσεις, τα κατηχητικά ή στα βιβλία που χρησιμοποιούνται σε σχολές/σχολεία.
Και οι άνθρωποι στην εντέλεια πείθονται τόσο από αυτό που μεγαλώνουν, ζουν και πεθαίνουν εντός του πλαισίου αυτής της πεποίθησης δίχως έστω και μια φορά –άπαξ– να διατηρήσουν έστω και μιαν αμφιβολία περί αυτού.
Αυτή είναι μια μορφή κόλπου, η γενικότερη πλάνη από την οποία εμβαπτίζονται και διαποτίζονται όλοι.
Υπάρχει, όμως, μια άλλη, ειδικότερη απάτη που εξασκείται πρακτικά στους στρατιώτες ή στα μέλη της αστυνομίας που επιλέγονται –με/από το ένα ή το άλλο μέσο– για να κάνουν τους βασανισμούς και τις δολοφονίες που είναι αναγκαίες για να προστατευθεί και να διατηρηθεί το υπάρχον ΚΑΘΕΣΤΩΣ/REGIME.
Σε όλες τις στρατιωτικές οδηγίες-κατευθύνσεις εμφανίζεται (με την μια ή την άλλη μορφή) ό,τι εκφράζεται στον Ρωσσικό στρατιωτικό κώδικα στις εξής λέξεις:
ΑΡΘΡΟ 87. Η ακριβής εκτέλεση –επακριβώς και άνευ σχολίων– των εντολών ενός ανωτέρου αξιωματικού γραφείου σημαίνει: να εκτελείτε μιαν εντολή που γίνεται αποδεκτή από έναν ανώτερο αξιωματικό γραφείου ακριβώς και επακριβώς άνευ εξετάσεως εάν αυτή είναι καλή ή κακή, όμορφη ή άσχημη, καθώς και εάν είναι πιθανή η εκτέλεσή της ή απίθανη. Ο ανώτερος αξιωματικός γραφείου είναι υπεύθυνος για τις συνέπειες της εντολής την οποία δίδει.
ΑΡΘΡΟ 88. Ο υφιστάμενος ώφειλε ποτέ να μην αρνείται να εκτελή τις εντολές ενός ανωτέρου αξιωματικού γραφείου εκτός όταν βλέπει ξεκάθαρα ότι με την εκτέλεση της εντολής του ανωτέρου του (ή) ότι με την εκτέλεση του ανωτέρου του με βάση την εντολή του υπευθύνου του γραφείου του, σπάει και παραβιάζει [τον νόμο του Θεού, θα περίμενε κανείς να λέει, άθελά του∙ όχι, όμως, το αντίθετο] ΤΟΝ ΟΡΚΟ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΤΣΑΡΟ.
Λέει, λοιπόν, εδώ ότι ο άνθρωπος που είναι στρατιώτης μπορεί και θα ώφειλε να εκτελέσει όλες τις εντολές του ανώτερού του άνευ εξαιρέσεως.
Και, καθώς οι εντολές αυτές κατά το κύριο κομμάτι τους εμπεριέχουν τον φόνο, έπεται ότι θα ώφειλε να σπάσει και να παραβιάσει όλους τους νόμους του Θεού και (του) ανθρώπου.
Ο ένας και μοναδικός νόμος που επιτρέπεται να μην σπάσει και παραβιάσει είναι αυτός της πίστης και αφοσίωσης στον άνθρωπο που συμβαίνει –σε μιαν ορισμένη, δεδομένη στιγμή– να βρίσκεται σε εξουσία.
Επακριβώς το ίδιο λέγεται (σε άλλες λέξεις) σε όλους τους κώδικες στρατιωτικής διδασκαλίας, κατήχησης, καθοδήγησης.
Και δεν θα μπορούσε να είναι ειδάλλως –αφού, ολόκληρη η εξουσία του στρατού και του κράτους βασίζεται στην πραγματικότητα σε αυτήν την πεπλανημένη χειραφέτηση και απελευθέρωση των ανθρώπων από το καθήκον τους προς τον Θεό και την συνείδησή τους (ή, και της συνείδησής τους) καθώς και στην αντικατάσταση/αναπλήρωση του καθήκοντος προς τον ανώτερό τους αξιωματικό έναντι όλων των άλλων καθηκόντων.
Αυτή είναι, λοιπόν, η μέθοδος στερέωσης και εμπέδωσης της πίστης των χαμηλοτέρων τάξεων ότι το υπάρχον ΚΑΘΕΣΤΩΣ/REGIME –που είναι τόσο μοιραίο/μοιραία για αυτές– είναι το ΚΑΘΕΣΤΩΣ/REGIME που ώφειλε να υπάρχει και που ώφειλαν, συνεπώς, να υποστηρίξουν ακόμα και μέσω τυραννίας, μαρτυρίων και φόνων.
Η πίστη αυτή στηρίζεται σε μιαν συνειδητή αποπλάνηση που εξασκείται επ’ αυτών από τις ανώτερες, υψηλότερες τάξεις.
Και δεν μπορεί να είναι ειδάλλως.
Ήταν αναγκαίο εκ των ων ουκ άνευ να υποχρεωθούν οι χαμηλότερες τάξεις (οι οποίες είναι πλέον πολυάριθμες) να εξασκήσουν τυραννία αφ’ εαυτών και να φερθούν σκληρά οι ίδιες προς τον εαυτό τους ακόμα και με το κόστος πράξεων που αντιτίθενται στην ίδια τους την συνείδηση –ώστε να πλανευθούν. Και έτσι κι έγινε, με βάση τις ίδιες αναλογίες.
Όχι πολλές ημέρες πριν, είδα για μιαν ακόμη φορά αυτό το αξεδιάντροπο κόλπο να ασκείται στην πράξη ανοιχτά και, για μιαν ακόμη φορά, θαύμασα με απορία και έκπληξη που μπορούσε να εξασκείται στην πράξη τόσο εύκολα, άνετα και τολμηρά.
Στις αρχές του Νοέμβρη, καθώς περνούσα την Toula, είδα και πάλι στις πύλες των Δικαστηρίων Zemsky τα στίφη των χωρικών που τόσο συχνά είχα και προηγουμένως αντικρύσει και άκουσα τις μεθυσμένες κραυγές των ανθρώπων αναμειγνυομένων με τους θρήνους ελέους των συζύγων τους και μητερών.
Ήταν η συνεδρίαση της στρατολόγησης των νεοσυλλέκτων.
Δεν μπορώ ποτέ στην ζωή μου να περάσω ασυγκίνητος από αυτό το θέαμα. Με ελκύει με μιαν μορφή συναρπαστική λες και με γοητεύει η αηδιαστικότητα. Διείσδυσα εκ νέου μέσα στις μάζες, έλαβα την θέση μου εν μέσω των χωρικών, κοίταξα ολόγυρα και υπέβαλα ερωτήσεις. Για μιαν ακόμα φορά, έμεινα κατάπληκτος που ‘ταν δυνατό να διαπράττεται και να διαιωνίζεται αυτό το ανατριχιαστικό έγκλημα τόσο άνετα και εύκολα, με πλήρες φως και μάλιστα στην μέση μιας μεγάλης πόλεως.
Αυτό το έθιμο λαμβάνει κατά παράδοσιν χώρα –την 1η του Νοέμβρη– ανά κάθε έτος σε όλα τα χωριά και αστερισμούς χωρίων/hamlet των 100 εκατομμυρίων των Ρώσσων: οι γηραιότεροι του χωριού είχαν συγκεντρώσει αυτή την φορά τους νέους που γράφονταν στις λίστες (ακόμα και τους ίδιους τους γιους τους μεταξύ αυτών) και τους είχαν φέρει στην πόλη. Στην οδό, οι νεοσύλλεκτοι πίνουν χωρίς διακοπή, χωρίς να ελέγχονται από τους μεγαλύτερους οι οποίοι έχουν την αίσθηση ότι το να πηγαίνουν σε μιαν τόσο παράλογη αγγαρεία, να εγκαταλείπουν τις γυναίκες και μητέρες τους και να αποκηρύσσουν όλα όσα θεωρούν ιερά προκειμένου να γίνουν ένα ανόητο, αναίσθητο όργανο καταστροφής θα ήταν εξαιρετικά ψυχοφθόρο αν δεν ήταν μεθυσμένοι και με στουπί στο στόμα από τα (οινο)πνεύματα. Κι έτσι, ήλθαν όλοι επί τόπου –πίνοντας, υβρίζοντας, τραγουδώντας, παλεύοντας και συμπλεκόμενοι ο ένας με τον άλλον. Έχουν ξοδέψει ολόκληρη την νύχτα σε ταβέρνες. Το πρωΐ «ξύπνησαν» από την μέθη τους και έχουν συγκεντρωθεί όλοι μαζί, συλλήβδην, στα Δικαστήρια Zemsky. Μερικοί εξ αυτών (με νέες αρνιών προβιές ντυμένοι, με μανδύες και με περγαμηνές και με πλεγμένες συνωμοσίες κασκόλ γύρω από τους λαιμούς τους και, ακόμα, με τα μάτια τους πρησμένα σαν οιδήματα από το πιοτό) φωνάζουν άγρια ο ένας στον άλλο για να δείξουν το θάρρος τους. Άλλοι συνωστίζονται πλησίον των θυρών, αναμένουν ησύχως και με αξιοθρήνητο βλέμμα την σειρά τους, μεταξύ των συζύγων και μητερών τους που κλαίγονται (είχα τύχει ακριβώς την ημέρα της πραγματικής εγγραφής των νεοσυλλέκτων, δηλαδή της εξετάσεως αυτών των οποίων τα ονόματα είναι στην λίστα). Στο εν τω μεταξύ, άλλοι συνωστίζονταν στον διάδρομο του γραφείου νεοσυλλέκτων. Μέσα στο γραφείο, η εργασία συνεχιζόταν με μεγάλη ταχύτητα. Η θύρα είναι ανοιγμένη–
και ο φύλακας καλεί τον Piotr Sidorov.
O Piotr Sidorov εμφανίζεται, κάνει τον σταυρό του και εισέρχεται σε ένα μικρό δωμάτιο με μιαν γυάλινη θύρα όπου γδύνονται οι εκλεκτοί. Ένας σύντροφος του Piotr Sidorov –που μόλις πέρασε και εκρίθη κατάλληλος για υπηρεσία και εξέρχεται γυμνός εκ του γραφείου αναθεωρήσεως– ντύνεται βιαστικά ενώ τα δόντια του τρέμουν. Ο Sidorov έχει ήδη ακούσει τα νέα και, άλλωστε, μπορεί και εξ όψεως να δει, από το πρόσωπο, ότι τον κατέταξαν. Θέλει να του κάνει ερωτήσεις αλλά τον αναγκάζουν να βιαστεί και του λένε να κάνει γρήγορα και να γδυθεί. Πετά τον μανδύα του, τραβά τις μπότες του από τα πόδια, απεκδύεται του θωρακός του, φορά το πουκάμισο πάνω στο κεφάλι του και, τρέμοντας σε όλο του το γυμνό σώμα του και αναδίδοντας μιαν οσμή καπνού, πνεύματος και ιδρώτα μπαίνει στην διαδικασία αναθεώρησης του γραφείου χωρίς να ξέρει τι να κάνει τα σαρκώδη, γυμνά του χέρια. Ευθέως αντικρυστά απέναντί του τον βλέπει στην αναθεώρηση της διαδικασίας στο γραφείο ένα πορτραίτο του Τσάρου που κρεμάται σε ένα μεγάλο, χρυσό πλαίσιο με διακοσμήσεις και μετάλλια στην πλήρη ενδυμασία στολής του.
Στην γωνία –ένα μικρό πορτραίτο του Χριστού με πουκάμισο και έναν στέφανον εξ ακανθών.
Στην μέση του δωματίου βρίσκεται ένα τραπέζι καλυμμένο με πράσινο ιματισμό στο(ν) οποίο υπάρχουν χαρτιά και μια τρίγωνη διακόσμηση –κοσμογραφία– περιβαλλόμενη από έναν αετό –το σύμβολο zertzal. Γύρω από την τράπεζα, είναι καθιστοί οι αξιωματικοί με τα αξιώματα επαναθεώρησης της διαδικασίας που μοιάζουν συλλογισμένοι και αδιάφοροι. Ένας καπνίζει σιγαρέττο, ένας άλλος εξετάζει μερικά χαρτιά. Αμέσως έρχεται ο Sidorov και ένας σκοπός κατευθύνεται προς αυτόν, τον τοποθετεί κάτω από την κλίμακα του πλαισίου μετρήσεως, του υψώνει το σαγόνι (ή, τον ανασταίνει) και του ισιώνει τα πόδια. Ο άνθρωπος με το σιγαρέττο –αυτός είναι ο ιατρός– σηκώνεται και, δίχως να βλέπει το πρόσωπο του νεοσύλλεκτου αλλά κάπου υπερπέραν αυτού, «πιάνει» κι αισθάνεται ολόκληρο το σώμα του με έναν αέρα αηδίας, τον μετρά, τον τεστάρει, λέει στον σκοπό να ανοίξει το στόμα του, του λέει να αναπνεύσει, να μιλήσει. Κάποιος κάτι γράφει κάτω. Τελικά, χωρίς να τον έχει κοιτάξει έστω και μια φορά στο πρόσωπο ο ιατρός λέει «Ωραία. Ο επόμενος!» και με έναν ξέψυχο αέρα κάθεται εκ νέου στο τραπέζι. Οι στρατιώτες σπρώχνουν και πάλι και βιάζουν τον νέο. Αυτός καταφέρνει με κάποιον τρόπο να μπει στο παντελόνι του, περιτυλίγει τα πόδια του με ράκη, φορά τις μπότες του, ψάχνει για το κασκόλ και το κράνος του και παίρνει τις περγαμηνές και τους τίτλους του κάτω από τα μπράτσα του. Τον οδηγούν τότε στον κύριο διάδρομο και τον αποκλείουν ξεχωριστό από τους υπολοίπους με ένα ειδώλιο πίσω από το οποίο αναμένουν όλοι οι εγγεγραμμένοι που έχουν περάσει για υπηρεσία. Ένας άλλος χωριάτης (όπως ο ίδιος αυτός αλλά από μιαν μακρινή περιφέρεια) που τώρα είναι στρατιώτης ένοπλος, με αυτόματο και με μιαν οξεία κορυφή ξιφολόγχης στο άκρο τον προσέχει κάθε λεπτό της ώρας, έτοιμος να τον τρυπήσει πέρα ως πέρα κατά μήκος του σώματος για την περίπτωση που σκεφτεί να προσπαθήσει να αποδράσει. Στο εν τω μεταξύ, οι μάζες των πατέρων, μητέρων και συζύγων που ωθείται από την αστυνομία πιέζει ολόγυρα τις θύρες για να ακούσει ποιον τύπο πήραν και ποιον απέλυσαν. Ένας από τους απορριφθέντες βγαίνει έξω και ανακοινώνει ότι πήραν τον Piotr και, αμέσως, ακούγεται μια στριγγή φωνή από την νέα/νεαρή σύζυγο του Piotr, για τον οποίο/την οποία αυτή η λέξη «πήραν» σημαίνει χωρισμό 4 ή χρόνων, την ζωή μιας γυναίκας στρατιώτη ως ενός/μιας υπηρέτη/υπηρέτριας, συχνά πρόσθετης/εκπόρνευσης.
ΙΔΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ, όμως, ένας άνθρωπος κατά μήκος της οδού με μαλλιά να ρέουν και μέσα σε ένα αλλόκοτο, ιδιότροπο ένδυμα, που βγαίνει από το φορτίο του άρματός του που φέρει την ονομασία droshky και κατευθύνεται στην Αυλή του Οίκου Zemsky. Η αστυνομία του ανοίγει τον δρόμο μέσα στο πλήθος. Είναι ο «σεβασμιώτατος πατήρ» που έρχεται να διεξάγει την λειτουργία ορκωμοσίας. Και αυτός ο «πατήρ» –που έχει πειστεί ότι είναι ειδικά και αποκλειστικά αφιερωμένος στην υπηρεσία του Χριστού και ο οποίος, κατά το μεγαλύτερο κομμάτι, δεν βλέπει κι ο ίδιος την πλάνη στην οποία ζει–έρχεται εντός του διαδρόμου όπου αναμένουν οι κλητοί. Ρίχνει γύρω του μιαν περιβολή μανδύα κεντημένου και ραμμένου με άνθη, τραβά γύρω του τα μακριά του μαλλιά, ανοίγει το ίδιο το Ευαγγέλιο κατ’ εξοχήν στο οποίο είναι απαγορευμένος (ή) στο οποίο απαγορεύεται ο όρκος/η ύβρις (ή, το οποίο απαγορεύει τον όρκο/την ύβριν), αναλαμβάνει τον σταυρό –τον ίδιο σταυρό στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός επειδή δεν δεχόταν να κάνει αυτό που λέει στους ανθρώπους να κάνει/κάνουν αυτός ο ψευδής υπηρέτης του (ή) αυτό που ο Χριστός λέει στους ανθρώπους να κάνουν– και τους αρχίζει να τους ψέλνει. Κι όλοι αυτοί οι δυστυχείς, ανυπεράσπιστοι και παραπλανημένοι τύποι επαναλαμβάνουν ύστερα από αυτόν το ψεύδος το οποίο προφέρει με την βεβαιότητα της εξοικείωσης μαζί του. Αυτός διαβάζει και αυτοί επαναλαμβάνουν κατόπιν αυτού: «Υπόσχομαι και ορκίζομαι/υβρίζω εις το όνομα του Παντοδυνάμου Κυρίου με βάση το άγιον Ευαγγέλιό του» κ.τ.λ. «να το υπερασπίζομαι» κ.τ.λ. και κατά συνέπεια, δηλαδή, να δολοφονώ όποιον μου πουν και να κάνω όλα όσα μου πουν άνθρωποι χωρίς εγώ να γνωρίζω τίποτα για αυτά/αυτούς και οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται για μένα παρά μόνον ως ένα εργαλείο για την διάπραξη και διαιώνιση των εγκλημάτων μέσω των οποίων αυτοί διατηρούνται στην θέση εξουσίας τους ενώ τους αδελφούς μου τους διατηρούν στην κατάσταση εξαθλίωσής τους. Όλοι οι νεοσύλλεκτοι επαναλαμβάνουν αυτές τις θηριώδεις λέξεις χωρίς να σκέφτονται. Και μετά –ο αποκαλούμενος «πάτερ» αποχωρεί με μιαν αίσθηση ότι έχει ορθώς και ευσυνειδήτως κάνει το καθήκον του. Κι όλοι αυτοί οι πεπλανημένοι λεβέντες πιστεύουν ότι αυτές οι άνευ νοήματος, ακαταλαβίστικες λέξεις που δεν έχουν και δεν καμίαν αίσθηση και τις οποίες έχουν μόλις προφέρει δυνατά είναι αυτές που τους απελευθερώνουν για ολόκληρο τον χρόνο της υπηρεσίας τους από τα καθήκοντά τους ως ανθρώπων/άνθρωποι ενώ τους επιβάλλουν φρέσκα και ακόμα πιο δεσμευτικά καθήκοντα ως στρατιωτών/στρατιώτες. Και αυτό το έγκλημα διαπράττεται και διαιωνίζεται δημοσίως και κανένας δεν κραυγάζει σε αμφότερους τους απατεώνες και τους απατημένους: «Σκεφθείτε τι κάνετε∙ αυτό είναι το πλέον ταπεινό, το ψευδέστατο ψέμα με το οποίο καταστρέφονται όχι μόνο σώματα αλλά και οι ψυχές». Κανείς δεν το κάνει αυτό. Αντιθέτως, όταν όλα τα ονόματα έχουν γραφεί και καταταχθεί στην λίστα και πρόκειται να αφεθούν πάλι να βγουν έξω, μπαίνει με έναν αέρα αυτοπεποίθησης και μαγικής μεγαλοπρέπειας στον διάδρομο όπου είναι κλεισμένοι οι μεθυσμένοι, εξαπατημένοι τύποι ο στρατιωτικός διοικητής και φωνάζει με μιαν χοντρή, στρατιωτικοποιημένη φωνή: «Στην υγειά σας, γενναίοι μου! Σας συγχαίρω για τις υπηρεσίες σας προς τον Τσάρο». Και αυτοί, μικρά φτωχά πλάσματα –ακόμα και οι Θεοί (κάποιος τους έχει δώσει χειροπιαστούς οιωνούς μέσω υπαινιγμών εκ των προτέρων) αρχίζουν να συνομιλούν ψιθυριστά και αλλόκοτα, με τις φωνές τους άφθονες σε οίνο και πνεύμα, για κάτι που ως εκ του αποτελέσματος τους καθιστά ευτυχείς. Στο ενδιάμεσο, ωστόσο, τα στίφη των πατέρων, μητέρων και γυναικών κάθονται στις πύλες προσδοκώντας. Οι γυναίκες κρατούν τα δακρυσμένα μάτια τους προσηλωμένα σταθερά στις πύλες. Ανοίγουν επιτέλους –και δεύρο έξω: εξέρχονται οι νεοσύλλεκτοι, ασταθές το βήμα αλλά επιχειρούν όμως να φορέσουν ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Εδώ βρίσκονται και οι Piotr και ο Vania και ο Makar προσπαθώντας να μην κοιτούν τους αγαπημένους τους κατά πρόσωπο. Τίποτε δεν ακούγεται παρά ο θρήνος των γυναικών και μητερών. Μερικά παλικάρια τις αγκαλιάζουν και κλαίνε μαζί τους, άλλοι κάνουν επίδειξη θάρρους και άλλοι προσπαθούν να τις παρηγορήσουν. Οι γυναίκες και οι μητέρες, ξέροντας ότι θα μείνουν για 3, 4, 5 χρόνια χωρίς τους υποστηρικτές τους (αυτούς από τους οποίους βγάζουν τα ψωμάκια τους) κλαίνε και κραυγάζουν τελετουργικά, με δυνατούς θρήνους. Οι πατέρες λένε λίγα. Απλώς και μόνο, προφέρουν με την γλώσσα τους έναν ήχο κλώσσας και αναστενάζουν πένθιμα, ξέροντας ότι δεν θα δουν άλλο πια τα σταθερά κι ακλόνητα παλικάρια που μεγάλωσα, εξέθρεψαν κι ανόρθωσαν ως αγάλματα και τα εκπαίδευσαν ώστε να τους βοηθούν, ότι θα γυρίσουν μετά στις δουλειές τους όχι ως οι ίδιοι ήρεμοι και σκληρά εργαζόμενοι εργάτες αλλά, ως επί το πλείστον, εξαπατημένοι και έχοντας μετατραπεί σε τύπους ανήθικους, ακατάλληλους για την απλή ως τότε ζωή τους. Και έτσι, αμέσως μετά όλα τα πλήθη μπαίνουν και πάλι στα έλκηθρά τους και αποχωρούν κινούμενοι προς την κάτω πλευρά της οδού, προς τις ταβέρνες και τα καπηλειά και με δυνατότερους από ποτέ ήχους που συντίθενται από έναν κυκεώνα ύμνων και κομματιασμένων λυγμών και αναφυλλητών, μεθυσμένων κραυγών και των βογγητών των γυναικών και μητερών, τους ήχους του ακκορντεόν αλλά και τους όρκους πίστης. Γυρίζουν όλοι πίσω στις ταβέρνες –των οποίων τα έσοδα πηγαίνουν στην κυβέρνηση– και αρχίζει εκ περιτροπής η περιφορά στα ποτά και στα γλέντια η οποία τους στραγγαλίζει την αίσθησή τους περί του κακού και της αδικίας που τους γίνεται. Επί 2 ή εβδομάδες συνεχίζουν να ζουν κατ’ οίκον και, τον περισσότερο χρόνο αυτό, «ξεγνοιάζουν», δηλαδή το ρίχνουν στο ποτό –και μιαν δεδομένη, σταθερά ημέρα, τους συλλέγουν, τους οδηγούν μαζί συλλήβδην όπως μιαν αγέλη αρνιών και ξεκινούν να τους εκπαιδεύουν σε εκρήξεις τραίνων, στρατιωτικές ασκήσεις και αντλήσεις υδάτων.
Οι δάσκαλοί τους είναι καλά παιδιά όπως και οι ίδιοι, μόνο που έχουν εξαπατηθεί και έχουν εκβαρβαριστεί 2 ή 3 χρόνια πιο γρήγορα. Τα μέσα της κατηχήσεως είναι: πλάνη, μέθη-καταστολή-νάρκωση, πλήγματα και βότκα. Πριν περάσουν το 1 έτος, αυτοί οι καλόκαρδοι, ευφυείς, υγιέστατοι λεβέντες θα είναι εξίσου βάρβαροι με τους δασκάλους που τους οδηγούν.
«Έλα, υπόθεσε τώρα ότι είχε συλληφθεί ο πατέρας σου και προσπαθούσε να αποδράσει. Τί θα έκανες;» ρώτησα έναν νέο/νεοσύλλεκτο στρατιώτη. «Θα τον διακόρευα με την ξιφολόγχη μου» απάντησε αυτός με τον ηλίθιο τονισμό που αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των στρατιωτών∙ «και αν έκλεβε, όφειλα να τον πυροβολήσω» πρόσθεσε, εμφανώς υπερήφανος που ήξερε τι πρέπει να κάνει αν ο πατέρας του αποδρούσε. Κι όταν ένας καλόκαρδος νέος έχει φτάσει να φερθεί σε ένα κράτος/μιαν κατάσταση χαμηλότερο/η κι από αυτό/η ενός βρούτου, είναι τότε αυτό ακριβώς που ζητούν όσοι τον χρησιμοποιούν ως ένα όργανο της βίας.
Είναι έτοιμος∙ ο άνθρωπος έχει καταστραφεί και ένα νέο εργαλείο βίας έχει δημιουργηθεί.
Και όλο αυτό γίνεται κάθε χρόνο, κάθε φθινόπωρο, παντού, σε ολόκληρη την Ρωσσία στο φως φανερό της ημέρας και στην μέση των μεγάλων πόλεων όπου όλοι μπορούν να το δουν ενώ η εξαπάτηση του κόλπου είναι τόσο πονηρή, τόσο επιδέξια που –αν και όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν το όνειδος και την ατιμία, την αδοξία αυτού μέσα στις καρδιές τους και βλέπουν όλα τα φρικτά αποτελέσματά του, δεν μπορούν να το αποτινάξουν και να είναι ελεύθεροι. Όταν τα μάτια κάποιου είναι ευρέως ανοιχτά σε αυτήν την αηδιαστική πλάνη που εξασκείται πρακτικά επάνω μας, θαυμάζει κι εκπλήττεται που οι δάσκαλοι της Χριστιανικής θρησκείας και των ηθικών, οι κατηχητές και καθοδηγητές της νεολαίας ή ακόμα και οι καλόκαρδοι και ευφυέστατοι γονείς που πρέπει να βρίσκονται σε κάθε κοινωνία είναι σε θέση να διδάσκουν όλες τις μορφές ηθικής σε μιαν κοινωνία στην οποία είναι ανοιχτά παραδεδεγμένη (είναι τόσο πολύ αναγνωρισμένη, υπό όλες τις κυβερνήσεις και όλες τις εκκλησίες) η άποψη ότι ο φόνος και το μαρτύριο σχηματίζουν ένα αναγκαίο και απαραίτητο συστατικό στοιχείο στην ζωή όλων και ότι πρέπει ανέκαθεν και εσσαεί να υπάρχουν ειδικοί άνθρωποι εκπαιδευμένοι να σκοτώνουν τους πατριώτες και φίλους τους και ότι ο καθένας εξ ημών μπορεί να πρέπει ή να αναγκαστεί να γίνει ένας εκπαιδευμένος εκτελεστής. Πώς είναι δυνατόν παιδιά, νέοι και λαοί γενικότερα να διδάσκονται οποιανδήποτε μορφή ηθικής –για να μην μιλήσω περί διδασκαλίας στο πνεύμα του Χριστιανισμού– πλευρό με πλευρό με το δόγμα ότι η δολοφονία είναι αναγκαία για την κοινή, δημόσια ευημερία (και συνεπώς, αυτή είναι νόμιμη) και ότι υπάρχουν τελικά άνδρες, ένας εκ των οποίων μπορεί να πρέπει ή να αναγκαστεί ο καθένας εξ ημών να γίνει, των οποίων καθήκον είναι να φονεύει και να ασκείται στα μαρτύρια και να διαπράττει όλες τις μορφές εγκλημάτων κατά την βούληση όσων είναι σε κατοχή της εξουσίας. Αν αυτό είναι έτσι (και μπορεί κανείς και πρέπει να φονεύει και να ασκείται σε μαρτύρια), δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει καμιά απολύτως μορφή ηθικού νόμου.
Μόνο ο νόμος ότι η ισχύς και η δύναμη είναι ορθές.
Και έτσι ακριβώς –οιονεί– είναι.
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το δόγμα –δικαιολογημένο/δικαιωμένο στα μάτια μερικών από την θεωρία του αγώνα περί επιβίωσης– που βασιλεύει στην κοινωνία μας.
Και, πράγματι –ποιά μορφή ηθικής δογματικής διδασκαλίας θα μπορούσε να παραδεχθεί και να αναγνωρίσει την νομιμότητα του φόνου, για χάρη οποιουδήποτε αντικειμένου;
Είναι τόσο απίθανη όσο μια θεωρία των μαθηματικών που παραδέχεται ότι 2 είναι ίσα/ίσοι με 3.
Μπορεί να υπάρχει μια ομοιότητα, μια όψη των φαινομένων, των μαθηματικών όταν μοιάζει να αναγνωρίζουν ότι ως αριθμοί οι 2 είναι ίσοι/ισότιμοι με τα/τους 3 αλλά δεν μπορεί να υπάρχει καμιά απολύτως μορφή πραγματικής επιστήμης των μαθηματικών. Και μπορεί μία μόνο μορφή να υπάρχει (μιας ομοιότητας, μιας εξομοίωσης) της ηθικής στην οποία επιτρέπεται ο φόνος –της μορφής του πολέμου– και η εκτέλεση των εντολών περί των εγκληματιών. Καμία αληθινή ηθική, όμως.
Η αναγνώριση της ζωής του κάθε ανθρώπου ως ιερού/ιερής είναι η πρώτη και μοναδική βάση όλων των ηθικών.
Το δόγμα περί του οφθαλμού αντί οφθαλμού, οδού αντί οδόντος έχει καταργηθεί και ακυρωθεί από τον Χριστιανισμό επειδή αποτελεί την δικαιολόγηση/δικαίωση της ανηθικότητος, είναι μια απλή ομοιότητης ισότητας και εξίσωσης και δεν έχει καμίαν απολύτως πραγματική σημασία/νόημα.
Η ζωή είναι μια αξία η οποία δεν έχει κανένα βάρος ούτε μέγεθος και δεν μπορεί με καμιάν άλλη να συγκριθεί –κι έτσι, δεν υπάρχει καμία αίσθηση/σημασία/νόημα στο δόγμα καταστροφής ζωής αντί ζωής.
Εξάλλου, κάθε κοινωνικός νόμος αποσκοπεί στην βελτίωση της ζωής του ανθρώπου.
Ε λοιπόν τότε, κατά ποιάν οδό ή μέθοδο μπορεί η καταστροφή κι ο αφανισμός της ζωής ορισμένων, μερικών ανθρώπων να βελτιώσει την ζωή των ανθρώπων; Η εξάλειψη της ζωής δεν μπορεί να είναι ένα μέσο της βελτίωσης της ζωής: είναι μια πράξη αυτοκτονίας.
Το να διαφθείρεις μιαν άλλη ζωή για χάρη της δικαιοσύνης είναι λες και ένας άνθρωπος –που ήθελε να επανορθώσει και να αποκαταστήσει την ατυχία που χάθηκε μια χείρα– απέκοπτε την άλλη χείρα για χάρη της ισότητος/ εξίσωσης.
Αφήνοντας στην άκρη, ωστόσο, την αμαρτία παραπλάνησης και ξεγελάσματος των ανθρώπων που φτάνουν να θεωρούν το πιο ανατριχιαστικό έγκλημα ως ένα καθήκον, αφήνοντας στην άκρη το επαναστατικό αμάρτημα που μας κάνει να εξεγειρόμαστε επειδή χρησιμοποιείται ως σκάνδαλο το όνομα και η συγγραφική αυθεντία και εξουσία του Χριστού ώστε να επικυρωθεί και να καθαγιαστεί ό,τι ο ίδιος καταδίκαζε –να μην μιλούμε, δηλαδή, περί της κατάρας επ’ αυτών που σκανδαλίζουν έναν «ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΤΟΥΤΩΝ» των πιστευόντων εις εμέ να τον προσβάλη επί τω ονόματί μου– τότε πώς είναι δυνατόν άνθρωποι που κατέχουν πλήρως την προσωπική τους οδό ζωής, την πρόοδό τους (ακόμα και από την οπτική γωνία της προσωπικής τους ασφάλειας) να επιτρέπουν τον σχηματισμό και την μορφοποίηση εν μέσω αυτών μιας κατακλυσμικής και χειμαρρώδους δυνάμεως τόσο αναίσθητης, άνευ νοήματος, βίαιας και καταστρεπτικής ακριβώς όπως κάθε κυβέρνηση η οποία οργανώνεται επί της βάσεως ενός στρατού από ανθρώπινα χέρια; Ακόμα και το πλέον βίαιο συγκρότημα ταξιαρχιών δεν πρέπει να το φοβόμαστε και να τρέμουμε όσο μια κυβέρνηση αυτής της μορφής.
Η ισχύς και η δύναμις κάθε διοικητή ταξιαρχίας είναι –κατά τον Λιστ– τουλάχιστον τόσο μακράν περιορισμένη που οι άνθρωποι του συγκροτήματός του διατηρούν έστω μιαν μορφή ανθρώπινης ελευθερίας και μπορούν να αρνηθούν να κάνουν πράξεις αντιτιθέμενες προς την συνείδησή τους. Οφειλομένης, όμως, μιας εξέτασης τσεκ (χάρη στον βαθμό τελειοποίησης στον οποίο έχει φτάσει να μεταφερθεί η πειθαρχία του στρατού), δεν υπάρχει κανένα απολύτως όριο στον έλεγχο και στο τσεκάρισμα ανθρώπων που σχηματίζουν ένα κομμάτι μιας κανονικά οργανωμένης κυβερνήσεως. Δεν υπάρχουν εγκλήματα τόσο επαναστατικά και σκανδαλώδη που να προκαλούν εξανάσταση και οργή και να μην είναι έτοιμοι άμεσα να τα διαπράξουν οι άνθρωποι αυτοί που σχηματίζουν κομμάτι/κόμμα μιας κυβέρνησης ή ενός στρατού συμφώνως προς την βούληση και το θέλημα αυτού (είτε μοιάζει με τον Boulanger, τον Ναπολέοντα ή τον Pougachef) που μπορεί να τύχει να είναι επί κεφαλής τους. Συχνά όταν βλέπει κανείς στρατολογικές εγγραφές για συλλογές φόρων, στρατιωτικές αντλίες και ίντριγκες στρατηγημάτων, αξιωματικούς της αστυνομίας με γεμισμένα ρεβόλβερ και φρουρούς στις θέσεις τους με ξιφολόγχες στα τουφέκια τους, όταν κανείς ακούει επί ημέρες ολόκληρες συγχρόνως και ταυτοχρόνως (όπως ακούω εγώ στην Hamovniky όπου ζω) το σφύριγμα των σφαιρών και τον πληκτικό κρότο καθώς αυτές πέφτουν στην άμμο, όταν βλέπει κανείς εν μέσω μιας πόλης όπου κάθε προσπάθεια βίας για αυτοάμυνα είναι απαγορευμένη, όπου δεν επιτρέπονται η πώληση πυρίτιδας και χημικών αλλά και η ορμητική, αεράτη οδήγηση καθώς και η πρακτική εξάσκηση ενός ιατρού δόκτορος χωρίς δίπλωμα κ.ο.κ. αλλά εκεί βλέπει χιλιάδες πειθαρχημένα πληρώματα στρατών, εκπαιδευμένων να φονεύουν και να είναι υποκείμενα στο θέλημα ενός ανδρός, αναρωτιέται κανείς μέσα του πώς μπορεί να το επιτρέπουν αυτό με ηρεμία άνθρωποι που θεωρούν βραβείο την ασφάλειά τους, να το υποκινούν και να προσφέρονται γι’ αυτό; Πέρα από την ανηθικότητα και τις άσχημες συνέπειές του, τίποτα πιθανόν δεν μπορεί να είναι λιγότερο ασφαλές. Τί σκέφτονται γι’ αυτό οι άνθρωποι; Δεν εννοώ τώρα τους Χριστιανούς, τους υπουργούς και λειτουργούς ιερείς της θρησκείας, τους φιλανθρώπους και τους ηθικολόγους αλλά –απλώς– ανθρώπους που εκτιμούν την ζωή τους, την ασφάλειά τους και την άνεσή τους. Αυτή η οργάνωση/οργανισμός, το ξέρουμε –θα λειτουργήσει ακριβώς –οιονεί– κάλλιστα ο ίδιος/η ίδια/το ίδιο στα χέρια ενός ανδρός όσο ενός άλλου (ή) τα χέρια ενός άλλου.
Σήμερα –ας υποθέσουμε– η ισχύς και η δύναμις είναι στα χέρια ενός ηγέτη του οποίου οι κανόνες μπορούν να αντέξουν, να διαρκέσουν και να ζήσουν αλλά αύριο μπορεί να κατακτηθεί από έναν Βύρωνα, μιαν Ελισσάβετ, μιαν Αικατερίνη, έναν Pougachef, έναν Ναπολέοντα 1ο ή έναν Ναπολέοντα 3ο. Και ο άνθρωπος στην εξουσία που διαρκεί και ζει ως σήμερα μπορεί να γίνει ένας βρούτος αύριο ή μπορεί να τον διαδεχθεί ένας παρανοϊκός ή ηλίθιος κληρονόμος όπως τον/ο Βασιλέα/Βασιλεύς της Βαυαρίας ή τον/ο Παύλο/Παύλος ημών ο 1ος.
Και όχι μόνον οι υψηλότερες αρχές αλλά όλοι (οι) μικροί σατράπεις που είναι σκορπισμένοι απανταχού –όπως τόσο πολλοί Στρατηγοί Baranov, κυβερνήτες, ακόμα και αξιωματικοί της αστυνομίας και διοικητές ταξιαρχιών εταιρειών μπορούν να διαπράξουν και να διαιωνίσουν τα πιο αηδιαστικά εγκλήματα πριν προλάβουν καν να βρουν (ή) πριν προλάβει καν να βρεθεί τον χρόνο/χρόνος για να μετακινηθούν/απολυθούν από τα γραφεία/την υπηρεσία. Και αυτό είναι ό,τι ακριβώς συμβαίνει διαρκώς και πάντοτε. Άθελά του, ρωτά κανείς πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να το αφήνουν να συνεχίζεται, όχι από ανώτερες και υψηλότερες σκέψεις και συλλογισμούς μόνον αλλά και από ενδιαφέρον και από όψεως της προσωπικής τους ασφαλείας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι που πράγματι το ανέχονται (ορισμένοι –αυτοί με τις μεγαλύτερες αναλογίες– παραπλανημένοι και υποταγμένοι, δεν έχουν καμίαν επιλογή και πρέπει να δείχνουν ανοχή στα πάντα). Αυτό γίνεται ανεκτό από όσους μόνον υπό αυτήν την μορφή οργάνωσης/οργανισμού μπορούν να κατέχουν μιαν θέση κέρδους. Την/τον ανέχονται διότι γι’ αυτούς το ρίσκο να υποφέρουν από έναν ηλίθιο ή βάναυσο άνθρωπο που βρίσκεται επί κεφαλής της κυβερνήσεως ή του στρατού είναι πάντοτε και σε κάθε περίπτωση λιγότερα από το μειονεκτήματα στα οποία θα εκτίθεντο από την καταστροφή και ερείπωση της ιδίας της οργάνωσης/οργανισμού.
Ένας δικαστής, ένας αρχιστράτηγος της αστυνομίας, ένας κυβερνήτης ή ένας αξιωματικός γραφείου θα διατηρήσει την θέση του ακριβώς την ίδια/το ίδιο/ ο ίδιος υπό τον Boulanger ή υπό την ρεπούμπλικα (ή, θα διατηρήσει την ρεπούμπλικα), υπό τον Pougachef ή υπό την Αικατερίνη (ή, την Αικατερίνη). Θα απωλέσει την επικερδή του θέση σίγουρα, όμως, εάν καταστραφεί η υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή πραγμάτων που του την εξασφάλισε. Κι έτσι –όλοι αυτοί οι άνθρωποι και λαοί δεν αισθάνονται καμιάν ανησυχία ως προς το ποιος βρίσκεται επί κεφαλής της οργάνωσης/οργανισμού: θα προσαρμοστούν από μόνοι τους σε οποιονδήποτε.
Τρέμουν και φοβούνται μόνο την πτώση της ίδιας της οργάνωσης/οργανισμού. Και αυτός είναι ο λόγος –αν και συχνά ασυνείδητος– που τον υποστηρίζουν (ακόμα και οι Θεοί).
Θαυμάζει συχνά κανείς γιατί ανεξάρτητοι άνθρωποι και λαοί –η καλουμένη ΕΛΙΤ/ELITE της κοινωνίας– να πρέπει να αναγκάζονται να είναι (πράγμα το οποίο δεν πιέζονται κιόλας να το κάνουν, κατά κανέναν τρόπο) υποχρεωμένοι να μπουν στον στρατό στην Ρωσσία, στην Αγγλία, στην Γερμανία, στην Αυστρία, ακόμα και στην Γαλλία και να αναζητούν ευκαιρίες να γίνουν φονιάδες. Μα γιατί ακόμα και γονείς με υψηλές αρχές στέλνουν τα αγόρια τους σε στρατιωτικές σχολές; Γιατί, επίσης, οι μητέρες αγοράζουν (σ)τα παιδιά τους κράνη παιχνιδιών, όπλα και ξίφη για να τα παίζουν (τα παιδιά του χωρικού ποτέ δεν παίζουν με στρατιωτάκια, πρέπει παρεμπιπτόντως να σχολιάσω); Γιατί το κάνουν καλοί άνδρες και γυναίκες ακόμα –αφού, οπωσδήποτε, δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τον πόλεμο– και εκστασιάζονται με ενθουσιασμό από μηχανορραφίες των ποικιλόμορφων επιτευγμάτων και εκμεταλλεύσεων του Skobelloff και των υπολοίπων και ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιός θα τους δοξολογήσει περισσότερο; Γιατί άνδρες που δεν είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν και δεν παίρνουν καμιάν αμοιβή γι’ αυτό να αφιερώνουν/αφιερώνονται όπως οι στρατάρχες της ευγένειας στην Ρωσσία μήνες και μήνες ολόκληρους καμάτου κι εργασίας σε μιαν δουλειά φυσικοσωματικώς δυσάρεστη και αντιπαθητική αλλά και ηθικώς πονετική –την καταγραφή και συλλογή των νέων; Και γιατί όλοι οι βασιλείς και αυτοκράτορες φορούν την στρατιωτική, ομοιόμορφη στολή; Γιατί διατηρούν όλοι τον θεσμό των στρατιωτικών επιθεωρήσεων, γιατί οργανώνουν στρατηγήματα, γιατί απονέμουν αμοιβές και προκηρύξεις στον στρατό και εγείρουν μνημεία σε στρατηγούς, στρατάρχες και επιτυχημένους κομμάντο; Γιατί είναι οι πλούσιοι αυτοί της ανεξαρτήτου στάσεως που την θεωρούν τιμή την εκτέλεση και εκπλήρωση των καθηκόντων ενός βαλέ ή ενός καμαριέρη όταν παρακολουθούν προσεκτικά την λειτουργία παρουσία στεφανωμένων/εστεμμένων προσωπικοτήτων, τις κολακεύουν και υποκλίνονται με ταπεινότητα ενώπιόν τους ενώ προσποιούνται πως πιστεύουν στην αλλόκοτη και ιδιότροπη ανωτερότητά τους; Γιατί είναι οι άνδρες ακριβώς αυτοί που έχουν πάψει να πιστεύουν στις προ(κατά)λήψεις/δεισιδαιμονίες/ υπεραισθήσεις της μεσαιωνικής Εκκλησίας και που ‘ταν αδύνατη η πίστη τους σε αυτές στα σοβαρά και με συνέπεια αυτοί που προσποιούνται πως τις πιστεύουν και δίνουν, άρα, την υποστήριξή τους στον ανήθικο και βλάσφημο θεσμό/οργανισμό της εκκλησίας; Γιατί προκύπτει ότι δεν είναι μόνον οι κυβερνήσεις αλλά και ιδιωτικά πρόσωπα των ανωτέρων τάξεων που προσπαθούν με τόση ζήλεια να διατηρήσουν την άγνοια του λαού; Γιατί πέφτουν –ακόμα και οι Θεοί, όλος ο λαός– με τόση μάνητα (πάνω) σε κάθε προσπάθεια κατάρρευσης των θρησκευτικών προ(κατά)λήψεων/δεισιδαιμονιών/υπεραισθήσεων ή πραγματικής διαφώτισης των λαών; Γιατί το κάνουν ιστορικοί, μυθιστοριογράφοι νοβελίστες και ποιητές που δεν έχουν καμίαν ελπίδα να κερδίσουν ο,τιδήποτε άλλο από τις κολακείες τους και κάνουν/δημιουργούν ήρωες (από) τους βασιλείς, αυτοκράτορες και κατακτητές των περασμένων χρόνων; Γιατί άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται μορφωμένοι αφιερώνουν ολόκληρες εποχές ζωών τους για να τα φτιάχνουν/κατασκευάζουν θεωρήματα ώστε να αποδείξουν ότι η βία που χρησιμοποιείται από την εξουσία (ή, από θέση αρχής) κατά των λαών δεν είναι καθόλου απολύτως βία αλλά ένα ειδικό δικαίωμα (ή) μια θεωρία ορθή; Θαυμάζει κι απορεί συχνά κανείς γιατί μια όμορφη και καλογραμμένη κοπέλα ή ένας καλλιτέχνης/μια καλλιτέχνις που θα πίστευε μαζί κανείς πως δεν τα έχουν ούτε τα ενδιαφέροντα ούτε τα συμφέροντα σε πολιτικά ή στρατιωτικά ερωτήματα θα πρέπει πάντοτε να καταδικάζουν την απεργία (ή, την επίθεση κατά) των εργαζομένων και θα πρέπει πάντοτε να υπερασπίζονται τον πόλεμο και να βρίσκονται πάντοτε χωρίς κανέναν δισταγμό αντίθετοι με την μια, ευνοϊκοί/ευνοϊκή με τον άλλο (ή) αντίθετοι ο ένας με την άλλη, ευνοϊκή η δεύτερη περίπτωση.
Δεν θαυμάζει πια κανείς όταν συνειδητοποιεί ότι στις ανώτερες τάξεις υπάρχει ένα αλάθητον ένστικτο ως προς το τι τείνει να διατηρήσει και ως προς το τι τείνει να καταστρέψει την οργάνωση/οργανισμό μέσω της αρετής (ή) χάρη στον οποίον αυτές απολαμβάνουν τα προνόμιά τους.
Η καλογραμμένη κυρία δεν είχε οπωσδήποτε μια –έστω– φορά σκεφτεί εκλογικευμένα/λογικά πως εάν δεν υπήρχαν καθόλου καπιταλιστές ούτε και κανένας στρατός για να τους υπερασπιστεί (,) ο σύζυγός της δεν θα είχε ούτε μίαν απολύτως περιουσία ούτε αυτή τις ψυχαγωγίες της και τα φορέματα του χορού δεν θα μπορούσε να έχει.
Και –οπωσδήποτε– ο καλλιτέχνης/η καλλιτέχνις δεν προβάλλει το επιχείρημα ότι χρειάζεται τους καπιταλιστές και τα πληρώματα των στρατών τους για να τους/τα/τις υπερασπιστεί, ώστε (να) μπορούν –ακόμα και οι Θεοί– να αγοράσουν τους πίνακές του (ή) τις ταινίες του (ή) τις εικόνες του (ή) τις φωτογραφίες του.
Σε αυτήν την περίπτωση, όμως –το ένστικτο αντικαθιστά και αναπληρώνει τον λόγο/την λογική και τους/τις οδηγεί κατά τρόπον αλάνθαστο. Είναι αυτό ακριβώς το ένστικτο που οδηγεί όλους τους ανθρώπους –με ελάχιστες εξαιρέσεις– να υποστηρίζουν όλους τους θρησκευτικούς, πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς/οργανισμούς που είναι προς το συμφέρον τους. Είναι, όμως, δυνατό να υποστηρίζουν οι ανώτερες τάξεις την υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή των πραγμάτων απλώς επειδή αυτή είναι προς το συμφέρον τους;
Δεν μπορούν να δουν –ακόμα και οι Θεοί– ότι αυτή η τάξη/οργάνωση/εντολή των πραγμάτων είναι ουσιωδώς/ουσιαστικά παράλογη, ότι δεν είναι πια συνεπής και συνεκτική με το στάδιο της ηθικής ανάπτυξης που έχει επιτύχει ο λαός (αλλά και με την κοινή γνώμη) και το φορτίο της είναι πλήρες επικινδυνοτήτων; Οι κυβερνώσες τάξεις ή –για τον Λιστ– οι καλοί, τίμιοι και ξύπνιοι εξ αυτών άνθρωποι και λαοί δεν μπορεί παρά να υποφέρουν από αυτές τις θεμελιώδεις (fundamental) ασυνέπειες και ελλείψεις συνοχής ενώ βλέπουν, όμως, τους κινδύνους με τους οποίους –ακόμα και οι Θεοί– απειλούνται. Είναι, λοιπόν, δυνατό να αισθάνονται άνετα στην συνείδησή τους όλα τα εκατομμύρια των χαμηλοτέρων τάξεων όταν οι πράξεις –όπως η τυραννία, το μαρτύριο και ο φόνος– που διαπράττουν από φόβο της ποινής είναι τόσο φανερά άσχημες;
Πράγματι, δεν μπορεί να είναι έτσι.
Ούτε η πλευρά του πρώτου/των πρώτων ούτε η πλευρά η δεύτερη/των δευτέρων δεν μπορεί να μην βλέπει τον παραλογισμό και την μανία της συμπεριφοράς τους ως προς τον κώδικα επικοινωνίας τους, εφόσον η συνθετότητα/η περιπλοκή/ το σύμπλεγμα της οργάνωσης/οργανισμού της κυβερνήσεως δεν καλύπτει με σκότος την αφύσικη έλλειψη νοήματος και αφέλεια των πράξεών τους. Τόσοι πολλοί υποκινούν, συνδράμουν ή πιστοποιούν την εγκυρότητα της εντολής/της δεσμεύσεως (commission) κάθε μιας εκ των πράξεων αυτών που κανείς που έβαλε σε αυτές το χεράκι του και τις άγγιξε δεν αισθάνεται ο ίδιος ηθικά υπεύθυνος.
Είναι η συνήθεια (όπως στα τελωνεία) μεταξύ των δολοφόνων να υποχρεώνουν όλους τους μάρτυρες ενός φόνου να πλήττουν με το φραγγέλιο το δολοφονημένο θύμα ώστε η ευθύνη να διαμοιράζεται σε έναν όσο το δυνατόν ευρύτερο αριθμό ανθρώπων. Είναι μια συνήθεια απίθανη: η ίδια αρχή –με διαφορετικές μορφές– εφαρμόζεται υπό την οργάνωση/οργανισμό της κυβέρνησης στην διάπραξη και διαιώνιση των εγκλημάτων, άνευ της οποίας/των οποίων δεν θα μπορούσε να υπάρχει καμία κυβέρνηση (ή) καμία κυβερνητική οργάνωση/οργανισμός. Οι ηγέτες με τους κανόνες τους προσπαθούν ανέκαθεν και εσσαεί να εμπλέκουν όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες σε όλα τα εγκλήματα που διαπράττονται για την υποστήριξή τους.
Εσχάτως, αυτή η τάση έχει εκφραστεί με έναν εξαιρετικά εμφανή τρόπο από την υποχρέωση/μέσω της υποχρέωσης όλων των πολιτών να συμμετάσχουν σε νομικές διαδικασίες ως ένορκοι, στον στρατό ως στρατιώτες, στην τοπική κυβέρνηση ή νομοθετική συνέλευση ως εκλέκτορες ή μέλη. Ακριβώς –οιονεί– όπως σε ένα ψάθινο κοφίνι όλα τα άκρα είναι τόσο μακριά κρυμμένα και απόκρυφα που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς, έτσι και στην κρατική οργάνωση/οργανισμό η ευθύνη για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν είναι τόσο μακριά κρυμμένη και απόκρυφη που οι άνθρωποι θα διαπράξουν τις πιο στυγερές πράξεις χωρίς να βλέπουν την ευθύνη τους για αυτές.
Σε αρχαίους χρόνους οι τύραννοι αποκτούσαν κύρος και κέρδιζαν πίστωση χάρη στα εγκλήματα που έπρατταν αλλά στην ημέρα μας οι πιο φρικτές ντροπές –αδιανόητες και ασύλληπτες υπό τους Νέρωνες (ή) κάτω από τα νερά– διαπράττονται αιωνίως και κανείς δεν καθίσταται υπεύθυνος για αυτές.
Μια κατηγορία ανθρώπων (ή, μία ημέρα) έχουν προτείνει, μια(ν) άλλη (κατηγορία) έχουν εισηγηθεί (ή, έχουν κάνει προτάσεις), μια(ν) τρίτη έχουν αναφέρει, μια(ν) τέταρτη έχουν αποφασίσει να εκδώσουν, μια(ν) πέμπτη έχουν επικυρώσει, μια(ν) έκτη έχουν δώσει την εντολή και μια εβδόμη είναι οι άνθρωποι αυτοί που την έχουν εκτελέσει. Κρεμούν, μαστιγώνουν έως θανάτου γυναίκες, γέρους και αθώους –όπως έγινε προσφάτως εντός ημών στην Ρωσσία στο εργοστάσιο Yuzovsky (και γίνεται εσσαεί και ενέκαθεν απανταχού στην Ευρώπη και στην Αμερική στην μάχη με τους αναρχιστές και με όλους τους άλλους επαναστατημένους και εξεγερθέντες ενάντια στην υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή): πυροβολούν και κρεμούν ανθρώπους κατά εκατοντάδες και χιλιάδες ή θυσιάζουν εκατομμύρια σε πολέμους ή ραγίζουν τις καρδιές των ανθρώπων σε μοναχική απομόνωση και καταστρέφουν σε ερείπια τις ψυχές τους –και κανείς δεν είναι υπεύθυνος!
Στο κατώτατο σημείο της κοινωνικής κλίμακας, στρατιώτες ένοπλοι και εξοπλισμένοι με πυροβόλα, πιστόλια και ξίφη πληγώνουν και δολοφονούν λαούς και υποχρεώνουν τους άνδρες (με αυτά τα μέσα) να εισέρχονται στον στρατό –και είναι απολύτως πεπεισμένοι πως η ευθύνη για τις πράξεις τους εναπόκειται/εντοπίζεται/στηρίζεται μόνο και αποκλειστικά στους αξιωματικούς των γραφείων που τους δίνουν τις εντολές. Στην κορυφή της κλίμακας οι Τσάροι, οι προέδροι, οι υπουργοί και τα κοινοβούλια εκδίδουν αυτά τα διατάγματα περί μαρτυρίων και φόνων και στρατιωτικών εγγραφών –και είναι απολύτως πεπεισμένοι πως δεν μπορούν να θεωρηθούν και να κρατηθούν αυτοί/αυτά ως υπεύθυνοι/υπεύθυνα αφού είναι είτε τοποθετημένοι/α σε θέσεις εξουσίας από την χάρη του Θεού είτε από την κοινωνία που κυβερνούν (που αμφότερες αξιώνουν την ψήφιση και έγκριση αυτών των διαταγμάτων από αυτούς/από αυτά) –και, άρα, πως δεν μπορούν να συλληφθούν.
Μεταξύ αυτών των 2 άκρων, βρίσκονται οι προσωπικότητες που διαμεσολαβούν και επιβλέπουν τους φόνους και άλλες πράξεις βίας –και είναι ολοκληρωτικά πεπεισμένες κι αυτές πως η ευθύνη βγάζει φτερά και φεύγει από τους ώμους τους (εν μέρει από τους ανωτέρους τους που έχουν δώσει την εντολή, εν μέρει από το γεγονός ότι οι εντολές αυτής της μορφής αναμένονται και προσδοκώνται εξ αυτών από όλους όσους βρίσκονται στο κατώτερο σημείο της κλίμακας).
Η εξουσία/αυθεντία που δίδει τις εντολές και η εξουσία/αυθεντία που τις εκτελεί στα 2 ακραία σημεία της κρατικής οργάνωσης/οργανισμού συναντώνται –όπως στα ραντεβού– μαζί, οιονεί με την μορφή των 2 άκρων ενός δακτυλιδιού, στηρίζουν και στηρίζονται εκατέρωθεν και περικλείουν εντός τους ό,τι βρίσκεται εντός του κύκλου[5] του δακτυλιδιού.
Χωρίς την πεποίθηση ότι υπάρχει ένα πρόσωπο –ή πρόσωπα– που θα πάρουν ολόκληρη την ευθύνη για τις πράξεις του, ουδείς στρατιώτης ποτέ δεν θα σήκωνε καν το χέρι του για να διαπράξει έναν φόνο ή άλλη πράξη βίας. Χωρίς την πεποίθηση ότι αναμένεται και προσδοκάται από ολόκληρο τον λαό όχι μόνον ούτε ένας μόνος ούτε ένας απλός ηγέτης, αυτοκράτωρ, πρόεδρος –ή ανακτοβούλιο– δεν θα διέταζε φόνους ή πράξεις βίας. Χωρίς την πεποίθηση ότι υπάρχουν προσωπικότητες ενός βαθμού υψηλοτέρου που θα πάρουν την ευθύνη και άνθρωποι ενός βαθμού χαμηλοτέρου που απαιτούν τις πράξεις αυτής της μορφής για χάρη της ευημερίας τους, δεν θα υπήρχε ούτε μία από τις διαμεσολαβητικές τάξεις που θα λάμβανε πρόνοια ώστε να τις επιβλέπει.
Το κράτος είναι τόσο πολύ οργανωμένο που οπουδήποτε ένας άνθρωπος κι αν τοποθετείται στην κοινωνική κλίμακα, η ανευθυνότητά του είναι η ίδια.
Όσο υψηλότερος ο βαθμός του, τόσο περισσότερο αυτός ο ένας άνθρωπος βρίσκεται υπό την επιρροή των φίλτρων των αξιώσεων από κάτω και τόσο λιγότερο ελέγχεται από διαταγές άνωθεν –και ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΩΣ/ VICE VERSA.
Όλοι οι άνθρωποι, άρα –δεμένοι μαζί και συνδεδεμένοι από την οργάνωση/οργανισμό του κράτους πετούν την ευθύνη των πράξεών τους εκατέρωθεν ο ένας στον άλλο: ο χωρικός στρατιώτης στον ευγενή αριστοκράτη ή έμπορο που είναι ο αξιωματικός του γραφείου του και ο αξιωματικός στον ευγενή που έχει τοποθετηθεί κυβερνήτης, ο κυβερνήτης στον ευγενή αριστοκράτη ή υϊό ενός αξιωματικού που είναι λειτουργός του (υπουργός ή ιερεύς) κι αυτός στο μέλος της βασιλικής οικογενείας που καταλαμβάνει/ καταλαβαίνει την θέση/τον τηλέγραφο του Τσάρου και ο Τσάρος ανεάντις σε όλους αυτούς τους αξιωματικούς, ευγενείς, εμπόρους και χωρικούς. Αυτό, όμως, δεν είναι όλο.
Εκτός του γεγονότος ότι οι άνθρωποι απαλλάσσονται από την αίσθηση της ευθύνης και της απάντησης/ανταπόκρισης για τις πράξεις τους κατ’ αυτόν τον τρόπο, χάνουν επιπροσθέτως και την ηθική τους αίσθηση της υπευθυνότητας εξαιτίας του γεγονότος ότι σχηματίζοντας οι ίδιοι αφ’ εαυτών μιαν κρατική οργάνωση/ένα κρατικό οργανισμό, πείθονται οι ίδιοι αλλά και μεταξύ τους, εκατέρωθεν, τόσο διαρκώς και τόσο αδιάκοπα και ακούραστα, πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίσοι –ακόμα και οι Θεοί– αλλά «ξεχωριστοί ως τα αστέρια» με αποτέλεσμα να έρχονται επί τόπου στο σημείο να πιστέψουν σε αυτό[6] γνήσια και αυθεντικά και οι ίδιοι.
Οπότε, μερικοί πείθονται ότι δεν είναι απλοί άνθρωποι –όπως κάθε άλλος– αλλά εξαιρετικοί άνθρωποι που πρέπει να τιμώνται ειδικώς και ιδιαιτέρως. Εμποτίζεται η αντίληψη σε μιαν άλλη κατηγορία ανθρώπων –με κάθε δυνατό μέσο– ότι (ακόμα και οι Θεοί) είναι κατώτεροι από άλλους και, συνεπώς, πρέπει να υποκύψει/υποταχθεί (ή) υποκύψουν/υποταχθούν χωρίς καν έναν ψίθυρο σε κάθε εντολή που τους δίδεται από τους ανωτέρους τους.
Σε αυτήν την ανισότητα, υπεράνω όλων –στην εξύψωση μερικών και στην υποβάθμιση άλλων– στηρίζεται η ικανότητα που έχουν οι άνθρωποι να μένουν τυφλοί έναντι της παράνοιας της υπαρχούσης τάξης/οργάνωσης/ εντολής της ζωής καθώς και όλη η βιαιότητα και εγκληματικότητα της απάτης που εξασκείται από μιαν κατηγορία ανθρώπων σε μιαν άλλη/έναν άλλον. Αυτοί που έχουν διαποτιστεί με την ιδέα πως είναι επενδεδυμένοι με ένα ειδικό/εξαιρετικό, υπερφυσικό μεγαλείο και μιαν συνεπακόλουθη σπουδαιότητα είναι τόσο τοξινωμένοι με μιαν αίσθηση περί του προσωπικού τους, φανταστικού αξιώματος και αξιοπρέπειας που σταματούν να αισθάνονται την ευθύνη τους για ό,τι πράττουν ενώ, από την άλλη, αυτοί που αναθρέφονται με την ιδέα ότι είναι κατώτερα ζώα (δεσμευμένα και δεμένα ώστε να υπακούουν τους ανωτέρους τους σε όλα) πέφτουν –δια μέσου αυτής της διαρκούς ταπεινώσεως– σε μιαν περίεργη κατάσταση νάρκωσης και δουλείας με τα στόματά τους κλειστά από στουπιά και εντός αυτού του κράτους της νάρκης, του κράτους-στουπί, δεν βλέπουν την σημασία και την αξία των πράξεών τους και χάνουν κάθε συνειδητότητα περί της ευθύνης για ό,τι πράττουν. Η μέση, διάμεση και διαμεσολαβητική τάξη –αυτή που υπακούει τις εντολές των ανωτέρων τους αφενός και τα μέλη της θεωρούν τον εαυτό τους ως ανώτερα πλάσματα αφετέρου κατά τρόπο χειροπιαστό και αποδεδειγμένο– είναι τοξινωμένοι από την ισχύ και την δύναμη αλλά, ταυτόχρονα, και ναρκωμένοι από την δουλεία με αποτέλεσμα να χάνουν την αίσθηση της ευθύνης τους.
Χρειάζεται απλώς και μόνο να ρίξει κανείς μιαν ματιά κατά την διάρκεια μιας επιθεώρησης στον Αρχιστράτηγο της Στρατιάς τοξινωμένο(ς) από την αίσθηση της προσωπικής τους σπουδαιότητας, ακολουθούμενο(ς) από την κουστωδία του όλη ενδεδυμένη με χαρμόσυνον χιτώνα και ιματισμό υπέροχων, μεγαλειωδών φοράδων, με θαυμάσιες ομοιόμορφες στολές και με περιβολή κεκοσμημένη και να δει (ή) δες πώς αυτές παρελαύνουν με καλπασμό με την μορφή Θεών και συμφώνως προς τις εναρμόνιες και τελετουργικές διακυμάνσεις της μουσικής προ των ζυγών των στρατιωτών ενώ παρουσιάζονται τα όπλα και απλώνονται τα χέρια από όλες τις πλευρές που έχουν εμφάνιση απολιθωμάτων σε πέτρα λόγω της δουλείας/δουλικότητας. Χρειάζεται απλώς και μόνο να αντικρύσει αυτό το θέαμα κανείς ώστε να καταλάβει ότι σε τέτοιες στιγμές, όταν όλοι είναι υπό το κράτος της πιο απόλυτης τοξίνωσης, νάρκης και μέθης –Αρχιστράτηγος, στρατιώτες και διαμεσολαβητές με αξιώματα ομοίως, ακόμα και οι Θεοί– είναι όλοι ικανοί να διαπράττουν εγκλήματα τα οποία ούτε καν θα ονειρεύονταν υπό άλλες συνθήκες. Η νάρκωση και τοξίνωση που παράγεται από διεγερτικά με την μορφή παρελάσεων, επιθεωρήσεων, θρησκευτικών ιεροτελεστιών και στέψεων με κορώνες είναι, ωστόσο, μια συνθήκη και κατάσταση οξεία, που δημιουργείται και φθάνει στο αποκορύφωμα προσωρινά. Υπάρχουν άλλες μορφές χρόνιας, μόνιμης νάρκης –δηλητηρίασης– στις οποίες υπόκεινται αυτοί που κατέχουν οποιοδήποτε είδος εξουσίας, από αυτήν του Τσάρου ως αυτήν του πιο ταπεινού αστυνομικού της γωνίας∙ καθώς και αυτοί που είναι σε καθεστώς υποταγής στην εξουσία και βρίσκονται σε ένα κράτος δουλείας[7] που αποβλακώνει. Αυτοί οι τελευταίοι –όπως όλοι οι σκλάβοι– ανέκαθεν βρίσκουν μιαν δικαιολόγηση για την προσωπική, δική τους δουλεία προσάπτοντας/ συνάπτοντας την μεγαλύτερη δυνατή αξιοπρέπεια, αξιώματα και σπουδαιότητα σε αυτούς που υπηρετούν, ακόμα και οι Θεοί.
Είναι κύρια και πρωταρχικά δια μέσου αυτής της λανθασμένης ιδέας της ανισότητας καθώς και της τοξίνωσης της δύναμης και της ισχύος αλλά και της δουλείας (που απορρέει από αυτήν) που καθίστανται ικανοί οι άνθρωποι που συνδέονται και ενώνονται σε μιαν κρατική οργάνωση/οργανισμό -όπως οιονεί ο Λιστ– να διαπράττουν πράξεις αντιτιθέμενες στην συνείδησή τους δίχως τον ελάχιστο κόκκο δισταγμού ή οίκτου. Υπό την επιρροή αυτής της μεθυστικής ζάλης, οι άνθρωποι φαντάζονται τους εαυτούς τους όχι πλέον απλούς ανθρώπους όπως είναι αλλά ως ορισμένα εξαιρετικά πλάσματα –ευγενείς, εμπόρους, κυβερνήτες, δικαστές, αξιωματικούς, γραφείς, τσάρους, υπουργούς, ιερείς ή στρατιώτες– όχι πλέον δεμένα και δεσμευμένα από συνήθη ανθρώπινα καθήκοντα αλλά από άλλα καθήκοντα, με μακράν μεγαλύτερη βαρύτητα: τα ιδιάζοντα και εκκεντρικά καθήκοντα και χρέη ενός ευγενούς αριστοκράτη, εμπόρου, κυβερνήτη, δικαστή, γραφέα, τσάρου, λειτουργού ή στρατιώτη.
Επομένως, ο γαιοκτήμονας που αξίωσε το δάσος έπραξε όπως έπραξε μόνο και μόνον επειδή φαντάστηκε τον εαυτό του όχι ως έναν απλόν άνθρωπο –έχοντας τα ίδια δικαιώματα στην ζωή όπως οι χωρικοί που ζουν κοντά του αλλά και κάθε άλλος– αλλά ως έναν μεγάλο και σπουδαίο γαιοκτήμονα, ένα μέλος της αριστοκρατικής τάξης και υπό την επιρροή της νάρκης της δύναμης αισθάνθηκε την αξιοπρέπειά του και τα αξιώματά του να προσβάλλονται από τις αξιώσεις των χωρικών. Ήταν μόνο και μόνο δια του αισθήματος αυτού που –χωρίς να εξετάσει τις συνέπειες που θα μπορούσαν να επακολουθήσουν– παρέδωσε μιαν απαίτηση να αποκατασταθεί στα πλαστά του δικαιώματα τίτλων.
Κατά τον ίδιο τρόπο οι δικαστές –που κακώς και αδίκως έκριναν υπέρ της καταδίκης του δάσους και της κατακύρωσής του στον κύριό του– το έπραξαν επειδή φαντάστηκαν τους εαυτούς τους όχι απλώς ανθρώπους όπως όλοι οι άλλοι/όλους τους άλλους και, άρα, δεσμευμένο(υς)/δεμένο(υς)/ υποχρεωμένο(υς) να οδηγηθούν/οδηγηθεί σε όλα κατ’ αποκλειστικότητα και μόνο από ό,τι αυτοί –οι Θεοί– θεωρούν ορθό αλλά, υπό την δηλητηριωδώς μεθυστική επιρροή της δύναμης και της ισχύος, φαντάστηκαν τους εαυτούς τους σαν αντιπροσώπους της δικαιοσύνης η οποία δεν μπορεί να σφάλλει ενώ, υπό την δηλητηριωδώς ναρκωτική επιρροή της δουλείας φαντάστηκαν τους εαυτούς τους δεσμευμένους/δεμένους/υποχρεωμένους να εκτελέσουν και να φέρουν εις πέρας το γράμμα των εντολών που είναι εγχαράκτως εγεγραμμένες σε ένα ορισμένο βιβλίο, ο/τον αποκαλούμενο(ς) νόμο(ς).
Κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως, όλοι όσοι συμμετέχουν σε μιαν υπόθεση αυτής της μορφής, από τον υψηλότατο αντιπρόσωπο της εξουσίας που υπογράφει στις αναφορές την έγκρισή του για την επερχόμενη άνοδο, από τον παντεπόπτη που προΐσταται στις συνεδριάσεις των νεοσυλλέκτων αλλά και ο ιερέας που ξεγελά τους νέους και ως τον ταπεινότερο στρατιώτη που είναι τώρα έτοιμος να βάλη πυρ κατά των αδελφών του –φαντάσου!– όλοι φαντάζονται μέσα στην δηλητηρίαση της δύναμης και της ισχύος ή της σκλαβιάς πως είναι συμβατικοί χαρακτήρες, κατά συνθήκην τύποι. Δεν αντιμετωπίζουν κατά πρόσωπο την ερώτηση η οποία τους παρουσιάζεται αν οφείλουν ή δεν οφείλουν να συμμετέχουν σε ό,τι η συνείδησή τους κρίνει ως (ή) μιαν κακή πράξη αλλά φαντάζονται τους εαυτούς τους ως διαφορετικές συμβατικές προσωπικότητες –ο ένας ως ο Τσάρος (ή) ως τον Τσάρο, ο χρισμένος από τον Θεό (ή) τον χρισμένο από τον Θεό, ένα ον εξαίρετο/εξαιρετικό/κατ’ εξαίρεσιν/έξοχο που καλείται να επιβλέψει την ευτυχία 100 εκατομμυρίων ανθρώπων∙ ένας άλλος (ή) έναν άλλον ως ο/τον αντιπρόσωπο(ς) της ευγενούς αριστοκρατίας∙ έναν άλλον (ή) ένας άλλος ως ο ιερεύς που έχει λάβει ειδική και εξαιρετική χάρη από την χειροτονία του κατά το θέλημά του∙ ένας άλλος (ή) έναν άλλον ως έναν στρατιώτη δεσμευμένο/δεμένο/υποχρεωμένο από τον στρατιωτικό του όρκο να εκτελέσει όλα όσα εντέλλεται χωρίς καμία σκέψη.
Μόνον υπό την δηλητηριώδη, τοξική επιρροή και νάρκωση της δύναμης και της ισχύος ή της υποδούλωσης των φανταστικών τους θέσεων θα μπορούσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και λαοί να πράξουν όπως πράττουν –(οι Θεοί). Αν δεν είχαν πειστεί όλοι κατά τρόπο ακλόνητο ότι οι αντίστοιχες επαγγελματικές τους κλίσεις του τσάρου, του λειτουργού, του κυβερνήτη, του δικαστή, του ευγενούς νομπελίστα, του γαιοκτήμονα, του παντεπόπτη, του γραφέα και του στρατιώτη είναι κάτι πραγματικό και σημαντικό, ούτε ένας εξ αυτών δεν θα σκεφτόταν ποτέ χωρίς φρίκη και αποστροφή να συμμετάσχει σε ό,τι κάνουν τώρα –(οι Θεοί). Οι συμβατικές θέσεις που θέσπισαν/θεσπίστηκαν να ζουν χιλιάδες χρόνια, αναγνωρίστηκαν επί αιώνες και από όλους, διακρίθηκαν από εξαιρετικά ονόματα, στολές και ενδυμασίες και επιπλέον επιβεβαιώθηκαν από κάθε είδος επισημότητας και τυπικότητας έχουν τόσο πολύ διεισδύσει στα μυαλά/πνεύματα των ανθρώπων δια μέσου των αισθήσεών τους που λησμονώντας τις συνήθεις και κανονικές συνθήκες της ζωής –κοινές σε όλους– βλέπουν τους εαυτούς τους και τον καθέναν από αυτήν την συμβατική οπτική γωνία μόνο και καθοδηγούνται στην εκτίμηση των προσωπικών τους πράξεων αλλά και αυτών των άλλων (ή) και από αυτές των άλλων μέσω αυτού του συμβατικού κανόνα και ισοτιμίας.
Έτσι συμβαίνει να βλέπουμε έναν άνδρα τέλειας διανοητικής υγείας και ωρίμου ηλικίας να γίνεται όλως ξαφνικώς σημαντικός για τον εαυτό του, επηρμένος, υπερήφανος, ακόμα και ευτυχισμένος –απλώς και μόνον επειδή είναι ντυμένος στην πέννα με κάποιαν αφέλεια ή έχει κεντήσει και διανθίσει με κλειδιά την ουρά του επενδύτου του ή μιαν έγχρωμη συλλογή από ράκη, χαρτιά και κουρέλια που είναι κατάλληλη μόνο για ένα χαρούμενα ντυμένο κοριτσάκι και μετά του/της ανακοινώνεται ότι είναι στρατηγός, οικονόμος ενός βασιλικού οίκου, ιππότης του τάγματος/εντολής του Αγίου Ανδρέα ή μιαν παρόμοια ανοησία ή, αντιθέτως, να γίνεται μελαγχολικός/ή και δυστυχισμένος/η ως το σημείο να πέφτει άρρωστος/η επειδή έχει αποτύχει να αποκτήσει το μετάλλιο, το κόσμημα ή τον τίτλο που προσδοκούσε. Ή –αυτό είναι πιο εκπληκτικό και εντυπωσιακό, ακόμα– ένας νέος άνθρωπος/έναν νέον άνθρωπο, τελείως υγιής σε κάθε άλλο ζήτημα, ανεξάρτητο(ς) και υπερπέραν του φόβου της ανάγκης και της στέρησης, απλώς επειδή έχει διοριστεί δικαστικός εισαγγελεύς ή στρατιωτικός διοικητής περιφερείας, χωρίζει μιαν φτωχή χείρα από τα μικρά της παιδιά και την κλείνει στην φυλακή, αφήνοντας τα παιδιά της άνευ προσοχής και προνοίας μόνο και μόνο γιατί η δυστυχής γυναίκα κρατούσε επίμονα το μυστικό της ως προς το εμπόριο (οινο)πνεύματος και έτσι της αφαιρεί το εισόδημά της των 25 ρουβλίων και δεν αισθάνεται γι’ αυτό ούτε το ελάχιστο δήγμα τύψεων που μπορούν και τον Λιστ να πιάσουν. Ή –αυτό είναι ακόμα θαυμαστότερο: έναν άνδρα/ένας άνδρας ειδάλλως ευαίσθητο(ς), νοήμων/νοήμονα και καλόκαρδο(ς) απλώς επειδή του δίδεται ένα σήμα ή μια στολή για να φορά και ανακοινώνεται ότι είναι φρουρός ή τελωνειακός ή σκευοφύλαξ είναι έτοιμος να πυροβολήσει το πλήθος –και ούτε αυτός ούτε όσοι βρίσκονται γύρω του δεν τον βλέπουν λες και πρέπει να ευθύνεται και να κατηγορηθεί γι’ αυτό αλλά, αντιθέτως, θα τον έβλεπαν
λες και ευθύνεται και πρέπει να κατηγορηθεί/κατηγορεί γι’ αυτό, αν δεν πυροβολούσε! Για να μην μιλήσω για τους δικαστές και τα ορκωτά δικαστήρια, τις ελλανόδικες επιτροπές, που καταδικάζουν ανθρώπους σε θάνατο και στρατιώτες που δολοφονούν ανθρώπους κατά χιλιάδες χωρίς τον ελαχιστότατο ενδοιασμό απλώς και μόνον επειδή έχει ενσταλαχτεί μέσα τους ότι οι ίδιοι –και οι Θεοί ακόμα– δεν είναι απλώς άνθρωποι αλλά ελλανοδίκες, ένορκοι, στρατηγοί και στρατιώτες/στρατευμένοι.
Αυτή η περίεργη και μη φυσιολογική κατάσταση/συνθήκη/συνθηκολόγηση των ανθρώπων υπό το κράτος της οργάνωσης/της κρατικής οργάνωσης/οργανισμού εκφράζεται –το σύνηθες– με τις ακόλουθες λέξεις: «Ως άνθρωπο(ς), τον λυπάμαι∙ αλλά ως φύλακα(ς), δικαστή(ς), στρατηγό(ς), κυβερνήτη(ς), τσάρο(ς)/τσάρος ή στρατιώτης, είναι καθήκον μου να τον φονεύσω ή να τον υποβάλλω σε μαρτύρια/μαρτυρήσω». Είναι ακριβώς όμοιος/όμοιο λες και υπήρχαν οιονεί ορισμένες δεδομένες θέσεις απονεμημένες και αναγνωρισμένες οι οποίες θα μας εξαιρούσαν από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται επί καθενός εξ ημών από το γεγονός της κοινής μας ανθρωπότητας/ανθρωπιάς.
Έτσι, για παράδειγμα –στην υπόθεση προ της οποίας βρισκόμαστε στην περίπτωση αυτή– άνθρωποι κατευθύνονται να φονεύσουν και να υποβάλουν σε μαρτύρια τους πεθαμένους από την πείνα/φημισμένους ενώ παραδέχονται ότι στο σημείο αμφιλεγόμενον ανάμεσα στους χωρικούς και στον γαιοκτήμονα οι χωρικοί είναι ορθοί (όλοι αυτοί που βρίσκονται σε εξουσία/διοίκηση/έλεγχο/ υπό τον έλεγχο αυτά μου είπαν, σε ίσο βαθμό). Ξέρουν ότι οι χωρικοί είναι εξαθλιωμένοι/άθλιοι, φτωχοί και πεινασμένοι ενώ ο γαιοκτήμονας είναι πλούσιος και δεν εμπνέει καμία συμπάθεια. Κι όμως –πηγαίνουν όλοι να φονεύσουν τους χωρικούς ώστε να εξασφαλίσουν 3000 ρούβλια για τον γαιοκτήμονα μόνο και μόνον επειδή εκείνην την στιγμή φαντάζονται τους εαυτούς τους όχι ανθρώπους αλλά κυβερνήτη, αξιωματικό, στρατηγό της αστυνομίας και στρατιώτη –αντιστοίχως– και θεωρούν τους εαυτούς τους δεσμευμένους/ δεμένους/υποχρεωμένους να υπακούσουν όχι τις αιώνιες απαιτήσεις (ή) τις αξιώσεις/τα αξιώματα αιωνιότητας της συνείδησης του ανθρώπου αλλά την θεωρία που υποστηρίζει τις περιστασιακές, προσωρινές υποχρεώσεις των θέσεών τους ως αξιωματικών, στρατιωτών ή γραφέων. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, η μοναδική και αποκλειστική εξήγηση αυτού του εκπληκτικού φαινομένου είναι πως αυτοί –ακόμα και οι Θεοί– βρίσκονται στην κατάσταση/συνθήκη των υπνωτισμένων που, όπως λένε, αισθάνονται και πράττουν ομοίως όπως τα πλάσματα και τα όντα που διατάσσονται από τον υπνωτιστή να αντιπροσωπεύσουν/αναπαραστήσουν.
Λόγου χάρη, όταν υποβάλλεται στο(ν) υπνωτισμένο(ν) υπήκοο/υποκείμενο/θέμα ότι είναι ακρωτηριασμένο(ς), ξεκινά να βαδίζει με τον ανάλογο τρόπο, ότι (αυτός) είναι τυφλό(ς) και ότι δεν μπορεί να δει και ότι είναι ένα άγριο θηρίο και ξεκινά να δαγκώνει.
Αυτό είναι το κράτος/η κατάσταση/η συνθήκη όχι μόνον όσων πήγαιναν σε αυτήν την αποστολή εκστρατείας με σπουδή αλλά όλων των ανθρώπων που εκπληρώνουν τα κρατικά και κοινωνικά τους καθήκοντα προτιμώντας τα από –και βλάπτοντας τελικά– τα ανθρώπινα καθήκοντά τους. H ουσία αυτού του κράτους/κατάστασης/συνθήκης είναι ότι υπό την επιρροή μιας εντολής που τους υποβάλλεται χάνουν την ικανότητα να κρίνουν τις πράξεις τους και, άρα, πράττουν (ή) να πράττουν –χωρίς σκέψη– ό,τι είναι συνεπές με την υποβολή αυτήν στην οποία οδηγήθηκαν δια μέσου του παραδείγματος/προτύπου, προστάγματος ή υπαινιγμού (ή) πρόσταγμα ή υπαινιγμό.
Η διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που υπνωτίζονται από τους επιστημονικούς ανθρώπους και αυτούς υπό την επιρροή του κρατικού υπνωτισμού (ή) του υπνωτισμού του κράτους είναι ότι μια εκτίμηση φανταστική υποβάλλεται στον πρώτο/στους πρώτους ξαφνικά από ένα μόνο πρόσωπο σε μιαν πολύ μικρή διάρκεια χρόνου και έτσι το υπνωτικό/υπνωτισμένο κράτος/ συνθήκη μας εμφανίζεται με έναν εντυπωσιακό και εκπληκτικό τρόπο ενώ η φανταστική κατάσταση που υποβάλλεται από την κρατική επιρροή εισάγεται αργά, λίγο-λίγο, ανεπαισθήτως από την παιδική ηλικία και ορισμένες φορές επί διαρκείας ετών ή ακόμα και γενιών και όχι σε ένα πρόσωπο μόνο αλλά σε μιαν ολόκληρη κοινωνία.
«Ωστόσο» θα ειπωθεί «σε όλους τους καιρούς και τους χρόνους, σε όλες τις κοινωνίες, η πλειοψηφία των προσώπων –όλα τα παιδιά, όλες οι γυναίκες που είναι απορροφημένες στην ανατροφή και στην επανάκτηση των νέων, όλη η μεγάλη μάζα του εργατικού πληθυσμού που βρίσκεται υπό την αναγκαιότητα της ακατάπαυστης και κοπιαστικής φυσικής εργασίας, όλοι/όλες αυτοί/αυτές αδυνάμου χαρακτήρα εκ φύσεως, όλοι/όλες αυτοί/αυτές που αδυνατίζουν ανώμαλα και μη φυσιολογικά από διανοητικής πλευράς εξαιτίας των αποτελεσμάτων της νικοτίνης, του αλκοόλ, του οπίου ή άλλων τοξικών– βρίσκονται ανέκαθεν υπό μιαν συνθήκη/κατάσταση ανικανότητας για ανεξάρτητη σκέψη και είναι είτε υπό τον ζυγό αυτών που βρίσκονται σε ένα υψηλότερο πνευματικό επίπεδο είτε, ειδάλλως, υπό την επιρροή της οικογενείας ή των κοινωνικών παραδόσεων –αυτού που καλείται κοινή γνώμη– και δεν υπάρχει τίποτε αφύσικο ή ανολοκλήρωτο, ανάρμοστο, άτοπο ή παράλογο στην υποταγή τους». Και πράγματι –τίποτε το αφύσικο σε αυτό! Και η τάση των ανθρώπων με μικρή διανοητική ικανότητα να ακολουθήσουν την ηγεσία αυτών σε ένα υψηλότερο επίπεδο ευφυΐας είναι ένας διαρκής, σταθερός νόμος και σε αυτό οφείλεται το ότι οι άνθρωποι μπορούν να ζουν σε κοινωνίες και επί της βάσεως των ιδίων αρχών και κανόνων σε όλα/καν. Η μειοψηφία συνειδητά υϊοθετεί ορισμένους εκλογικευμένους κανόνες και αρχές διαμέσου της συμφωνίας και ανταπόκρισης των μελών της με τον λόγο/την λογική ενώ η πλειοψηφία δρα επί της βάσεως των ιδίων κανόνων και αρχών ασυνειδήτως/ασυνείδητα επειδή αυτό απαιτείται από την κοινή γνώμη. Αυτή η μορφή θέσεως της κοινής γνώμης υπό τον ζυγό –συζυγία– εκ μέρους του στερουμένου πνεύματος δεν αποκτά έναν χαρακτήρα αφύσικο ώσπου να διαιρεθεί στα δύο η κοινή γνώμη. Υπάρχουν, ωστόσο, φορές που μια υψηλότερη και ανώτερη αλήθεια –αποκεκαλυμμένη αρχικώς σε ελάχιστα πρόσωπα– σταδιακά κερδίζει έδαφος ώσπου αποκτά κυριαρχία επί ενός τέτοιου αριθμού προσώπων που η παλαιά/γηρασμένη κοινή γνώμη που είχε βρεθεί και στερεωθεί επί μιας χαμηλότερης και ταπεινότερης τάξεως/οργανώσεως των πραγμάτων ξεκινά να παραπαίει και η νέα είναι έτοιμη να λάβει την θέση της –αλλά δεν έχει ακόμα σταθερά εδραιωθεί.
Μοιάζει με την άνοιξη –αυτή(ν) η/την εποχή της μετάβασης– όταν η παλαιά/ γηρασμένη τάξη/οργάνωση/οργανισμός των ιδεών δεν έχει ακόμα γκρεμιστεί σε κομματιασμένα φύλλα και η νέα/ο νέος δεν έχει με τις σημειώσεις του ακόμα κεντήσει την δαντέλλα του φορέματός του/της και δεν έχει καταφέρει να της πατήσει πόδι.
Οι άνθρωποι ξεκινούν να ασκούν κριτική στις πράξεις τους στο φως της νέας αλήθειας αλλά, στο μεσοδιάστημα της πρακτικής/πρακτικά –δια της αδρανείας και της παράδοσης– συνεχίζουν (ακόμα και οι Θεοί) να ακολουθούν τις αρχές και τους κανόνες που κάποτε αντιπροσώπευαν το υψηλότατο σημείο της λογικής συνειδητοποιήσεως αλλά τώρα βρίσκονται σε ευθεία και κατάφωρη αντίθεση με αυτό. Είναι –άρα, λοιπόν– οι άνθρωποι σε μιαν κατάσταση/συνθήκη που μπορεί να χαρακτηριστεί ανώμαλη, ταλαντευόμενη και αιωρούμενη και/καθώς αισθάνονται την ανάγκη να ακολουθήσουν το νέο ιδεατό σημείο (ή) ιδεώδες αλλά, και πάλι, δεν είναι τολμηροί αρκετά για να σπάσουν τα δεσμά τους με τις παλαιόθεν εγκαθιδρυμένες και εμπεδωμένες παραδόσεις. Αυτή είναι η στάση και συμπεριφορά ως προς την αλήθεια του Χριστιανισμού όχι μόνο των ανδρών στο τραίνο της Toula αλλά της πλειοψηφίας των ανδρών/ανθρώπων των χρόνων μας, των ανωτέρων και των χαμηλοτέρων βαθμών/χειροτονιών/διαταγών –ομοίως και αντιστοίχως σε όλα.
Αυτοί/αυτές των κυριάρχων τάξεων (καθώς δεν έχουν πλέον καμιάν λογική δικαιολογία/δικαιολόγηση για τις επικερδείς θέσεις που κατέχουν, αναγκάζονται –προκειμένου να τις κρατήσουν– να καταπνίξουν την ανώτερη λογική τους ικανότητα (της) αγάπης και να πείσουν τους εαυτούς των ότι οι θέσεις τους είναι απολύτως απαραίτητες, εκ των ων ουκ άνευ. Αυτοί/αυτές των κατωτέρων τάξεων, εξουθενωμένες από τον κάματο και εκβαρβαρισμένες από τον σταθερό και ακλόνητο σκοπό του (ή) με αυτόν τον συγκεκριμένο σκοπό, κρατούνται σε μιαν μόνιμη πλάνη η οποία ασκείται σκοπίμως και συνεχομένως από τις ανώτερες τάξεις επ’ αυτών.
Μόνο καθ’ αυτήν την οδό μπορεί να ερμηνεύσει κανείς τις θαυμαστές αντιθέσεις από/με τις οποίες είναι γεμάτη η ζωή μας (ή) η ζωή μας είναι πλήρης και εκ των οποίων ένα εκπληκτικό παράδειγμα μου παρουσιάστηκε από την εκστρατεία που συνάντησα και γνώρισα την 9η Σεπτεμβρίου και στην οποία εξέδραμαν καλοί και φιλειρηνικοί άνδρες που ήταν προσωπικά γνωστοί μου και πήγαιναν με απροβλημάτιστη την συνείδησή τους να διαπράξουν και να διαιωνίσουν το πιο αποκτηνωτικό, άνευ νοήματος, αναίσθητο και αισχρό των εγκλημάτων. Εάν δεν είχαν βρει –ούτε και οι Θεοί– ένα μέσο για να πνίξουν την φωνή της συνείδησής τους, ούτε ένας εξ αυτών δεν θα ήταν ικανός να διαπράξει ούτε (το) ένα χιλιοστό αυτής της προστυχιάς.
Δεν είναι ότι αυτοί δεν έχουν (ή) οι Θεοί δεν έχουν μιαν μορφή συνείδησης που τους απαγορεύει χειροπιαστά να πράξουν καθ’ αυτήν την οδό ακριβώς λες και οιονεί –ακόμα και προ 3000 ή 4000 χρόνων– όταν οι άνθρωποι έκαιγαν ανθρώπους στην πυρά και μετά τους έβαζαν στην φάτνη (ή) τους βασάνιζαν είχαν τότε μιαν συνείδηση που το εμπόδιζε –η συνείδηση υπάρχει, είναι εκεί αλλά έχει υποβληθεί σε ύπνο/ύπνωση: σε αυτούς που βρίσκονται στον έλεγχο (ή) υπό έλεγχο της εξουσίας από/με αυτό που οι ψυχολόγοι καλούν αυθυποβολή, στους στρατιώτες από/με τον ευθύ, συνειδητό υπνωτισμό που εξασκείται από τις υψηλότερες τάξεις. Αν και κοιμωμένη, η συνείδηση είναι εκεί και, παρά τον υπνωτισμό, είναι ήδη ομιλώσα εντός αυτών και μπορεί να ξυπνήσει. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε μιαν θέση όμοια με αυτήν ενός ανθρώπου υπό υπνωτισμό, διαταγμένου/ης (ή) διατεταγμένου/ης να πράξει κάτι που αντιτίθεται σε ο,τιδήποτε αυτός θεωρεί ως καλό και λογικό, όπως π.χ. να φονεύσει την μητέρα του ή το τέκνο του. Ο υπνωτισμένος υπήκοος (ή) Το υπνωτισμένο θέμα/αντικείμενο αισθάνεται ο ίδιος πλέον δεσμευμένος/δεμένος να φέρει εις πέρας την κρίση εκτίμησης που του υπεβλήθη –νομίζει ότι δεν μπορεί να σταματήσει– αλλά όσο πλησιέστερον έρχεται στον χρόνο και στον τόπο της πράξεως, τόσο περισσότερο η μουδιασμένη συνείδηση αρχίζει να κινείται, να ερεθίζεται, να αντιστέκεται και να προσπαθεί να ξυπνήσει. Και κανείς δεν μπορεί να πει πριν έχει χειροπιαστή απόδειξη εκ των προτέρων εάν θα φέρει εις πέρας την κρίση ή όχι∙ ποιος/ποια/τι θα αποκτήσει το πάνω χέρι, η λογική συνείδηση ή η παράλογη πρόταση που υπεβλήθη. Τα πάντα εξαρτάται[8] εκ της σχετικής τους δυνάμεως.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τους άνδρες στο τραίνο της Toula και γενικότερα με όλους όσους εκτελούν πράξεις κρατικής βίας στην ημέρα/εποχή μας. Ή-ταν κάποτε ένας χρόνος (ή) μια εποχή που οι άνθρωποι που εκκινούσαν με αντικειμενικό σκοπό τον φόνο και την βία, για παράδειγμα (ή) για λόγους παραδειγματισμού, δεν επέστρεφαν εις τα οπίσω ώσπου να φέρουν εις πέρας το αντικείμενό τους ενώ, κατόπιν –απροβλημάτιστοι από αμφιβολίες ή δισταγμούς, εφόσον είχαν μαστιγώσει με ηρεμία ανθρώπους μέχρι θανάτου– γύριζαν πίσω στα σπίτια τους και χάϊδευαν στοργικά τα τέκνα τους, γελούσαν, διασκέδαζαν και απολάμβαναν τις φιλειρηνικές χαρές της οικογενειακής ζωής. Εκείνες τις ημέρες δεν ερχόταν ποτέ στο μυαλό των γαιοκτημόνων και των πλουσίων που κέρδιζαν από αυτά τα εγκλήματα ότι τα προνόμια που απολάμβαναν είχαν οποιαδήποτε ευθεία διασύνδεση με αυτές τις φρικαλεότητες. Αυτό, όμως, δεν ισχύει πια. Οι άνθρωποι τώρα ξέρουν –ή, δεν απέχουν πολύ από το να μάθουν– τι ποιούσι και για ποιον σκοπό το ποιούσι. Είναι ικανοί να κλείνουν τα μάτια τους και να αναγκάζουν την συνείδησή τους να μένει ακινητοποιημένη –ωστόσο, εφ’ όσον τα μάτια τους είναι ανοιχτά και η συνείδησή τους μη αποβλακωμένη, πρέπει όλοι –αμφότεροι ομοίως αυτοί που εκτελούν αλλά και αυτοί που εκμεταλλεύονται και αποκομίζουν κέρδη από αυτά τα εγκλήματα– να βλέπουν την σημασία που έχουν για αυτούς. Μερικές φορές το συνειδητοποιούν μόνον αφού έχει ήδη διαπραχθεί και διαιωνιστεί το έγκλημα, μερικές φορές το συνειδητοποιούν ακριβώς πριν την διάπραξη και διαιώνισή του. Κατά τον τρόπο αυτό, όσοι διέταξαν τις πρόσφατες πράξεις βίας στην Nijni-Novgorod, στην Saratov, στην Orel αλλά και το/στο εργοστάσιο Yuzovsky συνειδητοποίησαν την αξία τους μόνο μετά την διάπραξη και την διαιώνισή τους ενώ, τώρα, αμφότεροι αυτοί που διέταξαν και αυτοί που εκτέλεσαν αυτά τα εγκλήματα αισθάνονται ομοίως ντροπή προ της κοινής γνώμης και της συνειδήσεώς τους. Έχω συνομιλήσει με στρατιώτες που έλαβαν μέρος σε αυτά τα εγκλήματα και πάντοτε έστρεφαν επιμελώς την συζήτηση εκτός θέματος ενώ, όταν μιλούσαν γι’ αυτό, ή-ταν με τρόμο και έκπληκτη αμηχανία. Υπάρχουν περιπτώσεις, εξάλλου, που οι άνθρωποι επιστρέφουν στους εαυτούς τους ακριβώς πριν την διάπραξη και διαιώνιση του εγκλήματος. Γνωρίζω, κατά τον τρόπο αυτό, την υπόθεση ενός επιλοχία ο οποίος είχε δαρεί από δύο χωρικούς κατά την διάρκεια της κατάπνιξης του χάους και της σύγχυσης και είχε υποβάλει εγγράφως την διαμαρτυρία του. Την επόμενη ημέρα, αφού είχε δει τις σκηνές φρίκης που είχαν διαπραχθεί και διαιωνιστεί επί των υπολοίπων χωρικών, έκανε χρυσό με τις ικεσίες του τον διοικητή της διμοιρίας/εταιρείας του να σχίσει το έγγραφο παραπόνων του και να αφήσει ελεύθερους τους δύο χωρικούς. Γνωρίζω περιπτώσεις που οι στρατιώτες –όταν διετάχθησαν να πυροβολήσουν (ή) να πέσουν στην φωτιά– έχουν αρνηθεί να υπακούσουν ενώ γνωρίζω πολλές περιπτώσεις αξιωματικών που έχουν αρνηθεί να διατάξουν εκστρατείες (ή) εκδρομές επί σκοπό βασανισμών και δολοφονιών. Ώστε, οι άνθρωποι έρχονται ορισμένες φορές στις αισθήσεις τους πολύ πριν διαπραχθεί και διαιωνιστεί το έγκλημα που τους υποβάλλεται ως πρόταση, ορισμένες φορές ακριβώς την στιγμή εκείνη προ της διάπραξης και διαιώνισής του και ορισμένες φορές μόνον εκ των υστέρων. Οι άνθρωποι που ταξίδευαν στο τραίνο της Toula ταξίδευαν με τον αντικειμενικό σκοπό να δολοφονήσουν και να τραυματίσουν τους συνανθρώπους τους αλλά κανένας δεν μπορούσε να πει εάν θα ήταν τελικά ικανοί να εκτελέσουν και να φέρουν εις πέρας τον σκοπό τους ή όχι. Όσο καλυμμένη και σκοτεινή είναι για τον καθένα τους η ευθύνη του για την υπόθεση και όσο ισχυρή κι αν είναι η ιδέα που ενσταλάζεται μέσα σε όλους τους πως δεν είναι άνθρωποι αλλά κυβερνήτες, επίσημοι αξιωματούχοι, αξιωματικοί, γραφείς και στρατιώτες και πως –ως τόσο δυνατά όντα– μπορούν να παραβιάζουν κάθε ανθρώπινο καθήκον, (όσο) το εγγύτερον έρχονται πλησίον του τόπου της εκτελέσεως, (τόσο) γίνονται πιο ισχυρές οι αμφιβολίες τους εάν αυτό(ς) είναι ορθό(ς) και σωστό(ς) και η αμφιβολία αυτή θα αγγίξει στο υψηλότερό του/της σημείο ακριβώς όταν έχει φτάσει η στιγμή για την εκτέλεσή του/της. Ο κυβερνήτης δεν μπορεί να διστάσει –παρά το όλο ναρκωτικό αποτέλεσμα που δημιουργούν ως περιβάλλον τα συμφραζόμενα– όταν έρχεται η στιγμή να δώσει την τελική, αποφασιστική εντολή. Γνωρίζει ότι η έκδοση της πράξεως του Κυβερνήτη της Orel έχει προκαλέσει να πέσει πάνω του η αποδοκιμασία των καλυτέρων ανθρώπων του κόσμου ενώ και ο ίδιος (επηρεασμένος από την κοινή γνώμη των κύκλων στους οποίους κινείται) έχει –περισσότερες από μια φορά– εκφράσει την κατάκριση και την αποδοκιμασία του γι’ αυτόν. Ξέρει ότι ο κατήγορος (ο οποίος ώφειλε να έχει έλθει) έχει ρητά και κατηγορηματικά αρνηθεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτό(ν) επειδή το θεώρησε ως ατιμωτικό. Γνωρίζει, επίσης, ότι μπορεί να γίνουν αλλαγές την οποιαδήποτε ημέρα στην κυβέρνηση καθώς και ότι αυτό που χθες αποτελούσε έδαφος ευνοϊκό για πρόοδο μπορεί αύριο να αποτελεί λόγο/αιτία/σκοπό ατιμίας. Γνωρίζει και ότι υπάρχει ένας τύπος –εάν όχι στην Ρωσσία, τουλάχιστον στο εξωτερικό– που μπορεί να εκθέσει τα γεγονότα της υποθέσεως και να τον καλύψει για πάντα με όνειδος και ντροπή. Έχει ήδη αποκτήσει συνείδηση περί μιας αλλαγής στην κοινή γνώμη η οποία καταδικάζει ό,τι προηγουμένως αποτελούσε ένα καθήκον. Επιπλέον, δεν μπορεί να αισθάνεται πλήρως εξασφαλισμένος και βεβαιωμένος ότι οι στρατιώτες του θα τον υπακούσουν την τελευταία στιγμή. Κλυδωνίζεται και είναι αναποφάσιστος –κανείς δεν μπορεί να πει εκ των προτέρων τι θα κάνει/ποιήσει. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, όλοι οι αξιωματούχοι και οι λειτουργοί που τον συνοδεύουν έχουν εμπειρία των ιδίων συναισθημάτων. Στα βάθη των καρδιών τους όλοι ξέρουν πως ό,τι ποιούσι είναι επονείδιστο, πως το να λαμβάνουν μέρος σε αυτό είναι εξευτελισμός και στίγμα στα μάτια ορισμένων ανθρώπων των οποίων την γνώμη εκτιμούν. Γνωρίζουν ότι, μετά τον φόνο και το μαρτύριο του ανυπεράσπιστου, ο καθένας τους θα ντρέπεται να αντικρύζει κατά πρόσωπο τον/την αρραβωνιαστικό/κιά του ή την γυναίκα που φλερτάρει. Άλλωστε, και αυτοί οι ίδιοι –ομοίως με τον κυβερνήτη– αμφιβάλλουν εάν μπορεί να βασίζονται στην υπακοή των στρατιωτών στις εντολές και αν αυτό είναι μέγεθος μετρήσιμο. Τί αντίθεση με τον αέρα αυτοπεποίθησης που όλοι φορούν ως μάσκα καθώς κάνουν τσάρκες γύρω από τον σταθμό και την πλατφόρμα! Εσωτερικά, στα μύχιά τους, δεν ήταν όλοι μόνο σε/υπό ένα κράτος/ κατάσταση οδύνης αλλά ακόμα και αγωνίας/εκκρεμότητας. Στην πραγματικότητα, υϊοθετούσαν αυτές τις τολμηρές και σύνθετες/ήρεμες στάσεις συμπεριφοράς μόνο και μόνο για να συγκαλύψουν την εσωτερική τους ταλάντευση. Και αυτό το συναίσθημα ηυξανόταν καθώς έρχονταν εγγύτερον πλησίον της σκηνής της δράσεως. Όσο ανεπαίσθητο κι αν ή-ταν και όσο περίεργο κι αν φαίνεται να το λέει κανείς, όλη αυτή η μάζα των νέων, οι στρατιώτες, που έμοιαζαν τόσο υποτακτικοί, βρίσκονται σε ακριβώς την ίδια κατάσταση/συνθήκη. Δεν είναι αυτοί οι στρατιώτες των προηγουμένων ημερών που εγκατέλειπαν την φυσική ζωή της εργατικότητας και της φιλοπονίας, της τέχνης, και αφιέρωναν ολόκληρη την ύπαρξή τους στην σφαγή, την λεηλασία και τον φόνο όπως οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι ή οι πολεμιστές του 30ετή[9] Πολέμου ή ακόμα-ακόμα και οι στρατιώτες των πιο πρόσφατων χρόνων που υπηρετούσαν επί 25 χρόνια στον στρατό. Έχουν ληφθεί κύρια από τις οικογένειές τους μόνον εσχάτως και είναι γεμάτοι αναμνήσεις/ενθυμήσεις/συλλογές από την καλή, λογική, φυσική ζωή που έχουν αφήσει πίσω τους. Όλοι αυτοί οι νεαροί –χωρικοί ως επί το πλείστον– ξέρουν ποια είναι η μπίζνα για την οποίαν έχουν έλθει, ξέρουν ότι οι γαιοκτήμονες ανέκαθεν καταπιέζουν τους αδελφούς τους χωρικούς και ότι, συνεπώς, πρόκειται πιθανότατα για το ίδιο πράγμα εδώ. Επιπλέον, μια πλειοψηφία εξ αυτών τώρα μπορεί να διαβάζει ενώ τα βιβλία που αναγιγνώσκουν δεν έχουν όλα την μορφή της εξαίρεσης/εξύμνησης της στρατιωτικής ζωής: είναι ορισμένα/ορισμένοι που δείχνουν την ανηθικότητά της. Εν μέσω αυτών, υπάρχουν συχνά σύντροφοι που σκέπτονται ελευθέρως –αυτοί που έχουν εγγραφεί στις λίστες εκουσίως– ή νεαροί αξιωματικοί και γραφείς φιλελευθέρων ιδεών ενώ ήδη έχει σπαρεί το πρώτο σπέρμα αμφιβολίας όσον αφορά την άνευ προϋποθέσεων νομιμότητα και δόξα της εργασίας/της κατοχής τους. Είναι αλήθεια ότι όλοι έχουν περάσει από αυτήν την τρομερή, επιτήδεια εκπαίδευση που έχει γίνει αντικείμενο επεξεργασίας δια μέσου των αιώνων και η οποία σκοτώνει κάθε πρωτοβουλία σε έναν άνθρωπο ενώ είναι –ακόμα και οι Θεοί– τόσο πολύ εκπαιδευμένοι στην μηχανική υπακοή που με την λέξη της εντολής «ΠΥΡ! Όλοι στην γραμμή! ΠΥΡ!» (και ούτω καθ’ εξής), τα όπλα τους θα υψωθούν και θα αναστηθούν αφ’ εαυτών και θα ακολουθηθούν οι συνήθεις κινήσεις. Ωστόσο, το «ΠΥΡ!» τώρα δεν σημαίνει να πυροβολούν στην άμμο για σκοπούς ψυχαγωγίας, σημαίνει να βάζουν πυρ και να πυρπολούν τους συντετριμμένους και εκμεταλλευμένους πατέρες και αδελφούς τους που βλέπουν εκεί, μέσα στο πλήθος, ενώ τα γυναικόπαιδα κραυγάζουν και υψώνουν τα χέρια τους. Ιδού – εδώ είναι: ένας με το μικρό γενάκι του και το κουρελιασμένο, ραμμένο παλτό του και τα δεμένα σε πλεξούδες καλαμένια παπούτσια του, όμοιος οιονεί με τον πατέρα που άφησε σπίτι στο Καζάν ή στην περιφέρεια της Riazan, ένας με την γκρίζα γενειάδα του, με μιαν κλίση προς τα οπίσω στηριγμένος σε βακτηρία όπως ο ηλικιωμένος παππούς, ένας νέος ακόμα τύπος με μπότες και κόκκινο πουκάμισο, ίδιος ακριβώς οιονεί όπως ήταν ο ίδιος προ ενός έτους, αυτός –ο στρατιώτης που πρέπει να τον πυροβολήσει. Να και κει μια γυναίκα με καλαμένια παπούτσια και PANYOVA, ίδια ακριβώς με την μητέρα που αφέθηκε στο σπίτι. Είναι δυνατόν να πρέπει να τους πυροβολήσουν;
Κανείς δεν ξέρει τι θα κάνει την τελευταία στιγμή κάθε στρατιώτης. Η ελαχιστότερη λέξη, ο πιο μικρός υπαινιγμός θα αρκούσε για να τους σταματήσει.
Την ύστατη στιγμή θα βρεθούν όλοι στην θέση ενός υπνωτισμένου ανθρώπου στον οποίο έχει υποβληθεί η ιδέα να κόψει ένα ξύλο και ο οποίος έρχεται και εμφανίζεται μπροστά σε ό,τι του έχει υποδειχθεί ως ένα άψυχο ξύλο με τον πέλεκυ ήδη υψωμένο για να επιφέρει το χτύπημα και βλέπει ότι δεν είναι ένα ξύλο απελέκητο αλλά ο αδελφός του που κοιμάται. Μπορεί τότε να εκτελέσει αυτός την πράξη που του έχει υποβληθεί και μπορεί να έλθει στις αισθήσεις του την στιγμή της εκτέλεσή της. Κατά τον ίδιο τρόπο, όλοι αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να επιστρέψουν εγκαίρως και εντός χρόνου στους εαυτούς τους ή μπορεί να συνεχίσουν ως το τέλος. Εάν δεν επιστρέψουν στους εαυτούς τους, τότε θα διαπραχθεί και θα διαιωνιστεί το πιο φοβερό έγκλημα –όπως στην Orel– και τότε η υπνωτική υποβολή υπό την οποία αυτοί –ακόμα και οι Θεοί– πείθονται να πράξουν θα ενισχυθεί σε όλους τους υπολοίπους ανθρώπους. Εάν επιστρέψουν στους εαυτούς τους, το τρομερό αυτό έγκλημα όχι μόνο δεν θα διαπραχθεί και δεν θα διαιωνιστεί αλλά αρκετοί/αρκετά ακόμα που ακούνε για την μεταστροφή που έλαβε η υπόθεση θα χειραφετηθούν και θα απελευθερωθούν από την υπνωτική επιρροή στην οποία κρατούνται και διατηρούνται ή, τουλάχιστον, θα έλθουν εγγύτερον στο να ελευθερωθούν εξ αυτής. Ακόμα και αν λίγοι μόνον έλθουν στους εαυτούς τους και εξηγήσουν με τόλμη στους υπολοίπους όλη την φαυλότητα ενός εγκλήματος αυτής της μορφής, η επιρροή εξ αυτών των λίγων μπορεί να εγείρει (σ)τους άλλους το κίνητρο να αποτινάξουν τον ζυγό της υποβολής που τους ελέγχει –και η φρίκη δεν θα διαιωνιστεί. Ακόμα περισσότερο, αν λίγοι άνθρωποι δεν μείνουν αδιάφοροι –ακόμα και εξ αυτών που δεν συμμετέχουν στην υπόθεση αλλά είναι απλώς και μόνο παρόντες στις προετοιμασίες ή έχουν ακούσει περί αυτών των πραγμάτων που διεπράχθησαν στο παρελθόν– αλλά εκφράσουν με τόλμη και με σαφήνεια την απέχθειά τους για αυτά τα εγκλήματα προς όσους πρέπει να τα/τους εκτελέσουν και τους υποδείξουν όλη την ανοησία, αναισθησία, βαρβαρότητα και φαυλότητα αυτών των πράξεων, αφ’ εαυτού θα είναι μόνον αυτό κάτι που θα παράγει καλό.
Αυτό ήταν που έλαβε χώρα στην περίσταση ενώπιόν μας.
Ήρκεσε λίγοι άνθρωποι (ή) Ήταν αρκετό για λίγους ανθρώπους που ορισμένοι ενδιαφέρονταν προσωπικά για την υπόθεση και άλλοι ήταν απλώς και μόνο ξένοι (ή) περί των ξένων να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους για τις μαστιγώσεις που είχαν λάβει χώρα αλλού αλλά και την απέχθειά τους και την αηδία τους έναντι όσων είχαν συμμετάσχει στην επιβολή τους για να εκφράσουν λίγα πρόσωπα και στην υπόθεση της Toula την αντίθεσή τους στην συμμετοχή στον διαμοιρασμό των ιματίων αυτής, για μιαν κυρία που ταξίδευε με το τραίνο και μιαν μικρή ομάδα θεατών στον σταθμό για να εκφράσουν σε αυτούς που σχημάτιζαν το πλήρωμα της εκστρατείας/εκδρομής την αηδία τους για ό,τι έπρατταν, για έναν από τους διοικητές μιας μοίρας/εταιρείας που ερωτήθη για την προσφορά πληρωμάτων για την αποκατάσταση της τάξεως να απαντήσει ότι οι στρατιώτες δεν ώφειλαν να είναι χασάπηδες –και, χάρη σε αυτές και σε λίγες άλλες ακόμα φαινομενικά ασήμαντες επιρροές που κατορθώθηκε να επιβληθούν αυτών των υπνωτισμένων ανθρώπων, η υπόθεση πήρε μιαν εντελώς διαφορετική τροπή και τα πληρώματα, όταν έφτασαν και προσέγγισαν τον τόπο, δεν επέβαλαν καμίαν απολύτως ποινή αλλά αυτοϊκανοποιήθηκαν με το να ρίξουν το δάσος, να το κόψουν και να το δώσουν στον γαιοκτήμονα. Εάν λίγα πρόσωπα δεν είχαν μιαν συνείδηση καθαρή περί του ότι ό,τι έπρατταν ήταν λάθος και δεν είχαν, κατά συνέπειαν, επηρεάσει ο ένας τον άλλον εκατέρωθεν σε αυτήν την κατεύθυνση, ό,τι έγινε στην Orel θα είχε λάβει χώρα στην Toula. Εάν αυτή η συνειδητοποίηση ήταν ακόμα πιο ισχυρή και εάν είχε υπάρξει μεγαλύτερη η επιρροή που εξασκήθηκε απ’ ό,τι ήταν, κάλλιστα θα μπορούσε ο κυβερνήτης με τα πληρώματά του να μην είχε αποπειραθεί ποτέ να ρίξει κάτω και να κόψει το δάσος και να το δώσει στον γαιοκτήμονα. Εάν ήταν ακόμα μεγαλύτερη, κάλλιστα θα μπορούσε ο κυβερνήτης να μην είχε αποπειραθεί καν να πάει στην σκηνή της δράσεως και, επιπλέον, ακόμα και ο ιερεύς/υπουργός δεν θα είχε αποπειραθεί ποτέ να δώσει σχήμα σε αυτήν την απόφαση ή στον Τσάρο (ή) ο Τσάρος να την επικυρώσει.



[1] Σημείωμα του μεταφραστή: η ιστορία αυτή (ειδικά της Orel) –σε συνδυασμό με όλα τα άνωθεν– συνδέεται με την αναφορά του συγγραφέα στην Επί του Όρους Ομιλία και στο Πιστεύω της Νίκαιας στο τέλος του κεφαλαίου 3.
[2] Σημείωμα του μεταφραστή: το σημείο αυτό αποτελεί έμμεσο υπαινιγμό στον Σερ Άντον Βαν Ντάϋκ και στις κατακτήσεις του. Ο Φλαμανδός Άντον Βαν Ντάϋκ (1599-1641) ήταν μαθητής του Ανρύ Βαν Μπάαλεν και του Ρούμπενς (και συνεχιστής του), προσωπογράφος που εργάστηκε σε βασιλικές και πριγκηπικές αυλές όπου θαυμαζόταν η ευγένεια και η χάρη των έργων του με θρησκευτικές συνθέσεις και μυθολογικά θέματα, από τα οποία προβάλλει η εικόνα της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Εργάστηκε σε Ιταλία (Γένοβα) και Αγγλία όπου ήταν ο αγαπημένος του Καρόλου Α´. Ίδρυσε την Αγγλο-φλαμανδική σχολή ζωγραφικής. Γνωστή είναι η αγιογραφία του με τίτλο «ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ». Βλ. παραδείγματα με φορτία πλοίου στο κεφάλαιο 10 και πίνακα Edouard Rod στο κεφάλαιο 6.
[3] Σημείωμα του μεταφραστή: στην αρχαία Ρώμη, πρόκειται για τον στρατιωτικό όρκο που έπαιρνε κάθε Ρωμαίος για να δεσμευτεί προς τον εκατόνταρχο ότι θα υπακούει στον στρατιωτικό του διοικητή. Στην Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία, πρόκειται για μιαν τελετουργία καθαγιασμού της όστιας ή ενός ιερού αντικειμένου δια μέσου της χρήσης των αγιασμένων υδάτων. Από αυτήν, πηγάζει η θεωρία ότι τα Μυστήρια είναι αναγκαία για την σωτηρία, εφόσον αυτά καθιερώνονται επισήμως από την Εκκλησία. Εξ ου, η αντίληψη περί της όστιας και των οστών των ιερών. Ιερά θεωρούνται στην αρχαιότητα οι τόποι λατρείας των αφιερωμάτων. Σημειώνεται και η σημασία με ειρμό των λέξεων βάρβαρος - βρούτος - Βρούτος - Καίσαρ και κόκκαλο – λείψανο - το οστό - όστια - Τολστόϊ.
[4] Σημείωμα του μεταφραστή: το Άκρο είναι μονάδα επιφανείας που ισοδυναμεί με 4046,71 τετραγωνικά μέτρα (ή 4840 τετραγωνικές γυάρδες σε ΗΠΑ-Αγγλία, 6150 τετραγωνικές γυάρδες σε Σκωτία, 7840 τετραγωνικές γυάρδες σε Ιρλανδία. Περιέχει 160 τετραγωνικές ράβδους. Σε βάθος 1 ποδός (δηλαδή 30,48 εκατοστών) 43560 τετραγωνικά πόδια υδάτων πληρώνουν 1 μονάδα άκρων. Χρησιμοποιείται για την μέτρηση του εμβαδού στρεμμάτων σε κτήματα, χωράφια και αγρούς και την απονομή ράβδων ή σκήπτρων εξουσίας. Στην αρχιτεκτονική, χρησιμοποιείται για την στήριξη της βάσης ναών με αγάλματα (βλ. υποσημείωση 76). Στην κυριολεξία, σημαίνει «πεδίο», «αγρός».
[5] Σημείωμα του μεταφραστή: Για το θέμα του «σπασίματος» και της παραβίασης του φαύλου κύκλου της βίας από τον ενάρετο βλ. ειδικά τις υποσημειώσεις 78, 57 σε συνάρτηση με τις αναφορές στην λειτουργία του οργάνου της λύρας σε σχέση με το Ευαγγέλιο και τις ράβδους και σε σύνδεση με την ανάλυση περί αλυσιδωτής αντίδρασης και την περιγραφή των δεσμών κυκλώματος λειτουργίας στα κεφάλαια 2, 3, 8 και στην αρχή των κεφαλαίων 11, 12. Βλ. και το έργο Wagner-Liszt και των υπολοίπων αναφερομένων στο κείμενο ως αρμαθιάς κλειδιών στον κύκλο ή σφαίρα του κόσμου.
[6] Σημείωμα του μεταφραστή: ως προς το θέμα της πίστης, βλ. την ανάλυση περί άκρων στην υποσημείωση 76 καθώς και τις αναφορές από το τέλος του κεφαλαίου 3 ως και την αρχή του κεφαλαίου 5 όπου αναπτύσσεται το ζητούμενο.
[7] Σημείωμα του μεταφραστή: το σημείο αυτό πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με το έργο του γεννημένου στην Γαλλία, Άγγλου συγγραφέα Hilaire Belloc (1870-1953) και, ειδικά, το βιβλίο του 1912 με τίτλο «ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ»/«The Servile State».
[8] Σημείωμα του μεταφραστή: Αττική σύνταξη, όπως προκύπτει από την διάταξη του κειμένου. Βλ. και την σχέση της με την υποσημείωση 5.
[9] Σημείωμα του μεταφραστή: ο 30ετής Πόλεμος ξεκίνησε το 1618 με τον πόλεμο στην Βοημία. Επρόκειτο για πόλεμο μεταξύ των Προτεσταντών και των Ρωμαίων Καθολικών συνασπισμών στην Γερμανία και, αργότερα, και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Ολοκληρώθηκε με την Ειρήνη της Βεστφαλίας το 1648.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου