ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟ ΚΑΚΟ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΔΕΚΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Λέγεται συχνά πως, εάν ο Χριστιανισμός είναι μια αλήθεια, θα όφειλε να είχε γίνει αποδεκτός από όλους αμέσως και ευθέως με το που εμφανίστηκε αυτός/αυτή/αυτό και πως θα όφειλε να έχει μεταμορφώσει τις ζωές των ανθρώπων προς το καλύτερο.
Αυτό, όμως, είναι το ίδιο κι όμοιο σαν να λέει κανείς πως, αν ο σπόρος ήταν ώριμος, θα όφειλε αμέσως και ευθέως να φέρει φάτνη, άνθη και καρπούς. Η Χριστιανική θρησκεία δεν είναι ένα νομικό σύστημα το οποίο, επιβαλλόμενο (ή) επιβεβλημένο μέσω της βίας, μπορεί να μεταμορφώσει τις ζωές των ανθρώπων. Χριστιανοσύνη σημαίνει μιαν νέα και υψηλότερη σύλληψη της ζωής.
Μια νέα σύλληψη της ζωής δεν μπορεί να επιβάλλεται στους ανθρώπους. Μπορεί μόνο να αφομοιώνεται ελευθέρως.
Και μπορεί να αφομοιώνεται ελευθέρως μόνο κατά 2 οδούς: η μία πνευματική και εσωτερική, η άλλη πειραματική και εξωτερική.
Ορισμένοι άνθρωποι –μια μειοψηφία– με μιαν μορφή θεϊκού προφητικού ενστίκτου προλέγουν και μαντεύουν την αλήθεια του δόγματος (ή) με μιαν μορφή ενστίκτου προλέγουν και μαντεύουν την αλήθεια του προφητικού δόγματος και, παραδιδόμενοι σε αυτό, το υϊοθετούν.
Άλλοι –η πλειοψηφία– μόνο διαμέσου μιας μακράς πορείας λαθών, πειραμάτων και ωδινών φέρονται, σύρονται, ώστε να αναγνωρίσουν την αλήθεια του δόγματος και την αναγκαιότητα υϊοθέτησής του. Μέσω αυτής της πειραματικής, εξωτερικής μεθόδου η πλειοψηφία των Χριστιανών έχουν τώρα συρθεί σε αυτήν την αναγκαιότητα αφομοίωσης του δόγματος.
Θαυμάζει κι απορεί κανείς τί είναι αυτό που κατέστησε απαραίτητη την διαφθορά του Χριστιανισμού που είναι τώρα το μεγαλύτερο εμπόδιο στην αποδοχή του (με την αληθινή του σημασία)!
Αν η Χριστιανοσύνη είχε εμφανιστεί στους ανθρώπους με την αληθινή της, αδιάφθορη (ή) άφθαρτη μορφή, δεν θα είχε γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία –που ‘ταν ανέγγιχτη από αυτήν και εξίσου ασυγκίνητη με τα έθνη της Ασίας τώρα. Οι λαοί που την αποδέχθηκαν με την φθαρτή μορφή της υποτάχθηκαν σε αυτήν λόγω της καθυστερημένης αλλά σίγουρης και δεδομένης επιρροής της και, διαμέσου μιας μακράς πορείας από λάθη και πειράματα, ακόμα και τα συνεπακόλουθα μαρτύρια έχουν τώρα μεταφερθεί και έχουν φτάσει στην ανάγκη αφομοίωσής των με την αληθινή τους σημασιοδότηση και αξία. Η διαφθορά της Χριστιανοσύνης και η αποδοχή της –με την διεφθαρμένη/ φθαρτή μορφή της– από την πλειοψηφία των ανθρώπων υπήρξε τόσο αναγκαία και επιβαλλόμενη/επιβεβλημένη ομοίως όπως είναι –αναγκαίο και επιβαλλόμενο/επιβεβλημένο να παραμένει ο σπόρος κρυφός για έναν ορισμένο χρόνο στην γη προκειμένου να βλαστήσει.
Ο Χριστιανισμός είναι –αμέσως και ευθέως– ένα δόγμα αλήθειας και προφητείας.
Περασμένων των 18 αιώνων ηλικίας, η Χριστιανοσύνη απεκαλύφθη στ’ αλήθεια στους ανθρώπους (ή) απεκάλυψε στους ανθρώπους την αλήθεια με την οποία όφειλαν να ζουν και, κατά τον ίδιον χρόνο, προείπε τι θα γινόταν η ανθρώπινη ζωή αν οι άνθρωποι δεν ζουν με βάση αυτήν αλλά συνέχιζαν να ζουν με βάση τις προγενέστερες αρχές καθώς και τι θα γινόταν αν δέχονταν το Χριστιανικό δόγμα και το εκτελούσαν στις ζωές τους.
Θεσπίζοντας στην Επί του Όρους Ομιλία τις αρχές και τους κανόνες καθοδήγησης της ζωής των ανθρώπων, ο Χριστός είπε: «ΠΑΣ ΟΥΝ ΟΣΤΙΣ ΑΚΟΥΕΙ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥΤΟΥΣ, ΚΑΙ ΠΟΕΙ ΑΥΤΟΥΣ, ΟΜΟΙΩΣΩ ΑΥΤΟΝ ΑΝΔΡΙ ΣΟΦΩ, ΟΣΤΙΣ ΩΚΟΔΟΜΗΣΕ ΤΗΝ ΟΙΚΙΑΝ ΑΥΤΟΥ ΕΠΙ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑΝ• ΚΑΙ ΚΑΤΕΒΗ Η ΒΡΟΧΗ, ΚΑΙ ΗΛΘΟΝ ΟΙ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΙ, ΚΑΙ ΕΠΝΕΥΣΑΝ ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ, ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΠΕΣΟΝ ΤΗ ΟΙΚΙΑ ΕΚΕΙΝΗ• ΚΑΙ ΟΥΚ ΕΠΕΣΕ, ΤΕΘΕΜΕΛΙΩΤΟ ΓΑΡ ΕΠΙ ΜΙΑΝ ΠΕΤΡΑΝ. ΚΑΙ ΠΑΣ Ο ΑΚΟΥΩΝ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥΤΟΥΣ, ΚΑΙ ΜΗ ΠΟΙΩΝ ΑΥΤΟΥΣ, ΟΜΟΙΩΘΗΣΕΤΑΙ ΑΝΔΡΙ ΜΩΡΩ, ΟΣΤΙΣ ΩΚΟΔΟΜΗΣΕ ΤΗΝ ΟΙΚΙΑΝ ΑΥΤΟΥ ΕΠΙ ΤΗΝ ΑΜΜΟΝ• ΚΑΙ ΚΑΤΕΒΗ Η ΒΡΟΧΗ, ΚΑΙ ΗΛΘΟΝ ΟΙ ΠΟΤΑΜΟΙ, ΚΑΙ ΕΠΝΕΥΣΑΝ ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ, ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΚΟΨΑΝ ΤΗ ΟΙΚΙΑ ΕΚΕΙΝΗ• ΚΑΙ ΕΠΕΣΕ: ΚΑΙ ΗΝ ΜΕΓΑΛΗ Η ΠΤΩΣΙΣ ΑΥΤΗΣ» (Ματ. vii. 24-27).
Τώρα, μετά τους 18 αιώνες, η προφητεία έχει εκπληρωθεί.
Μην έχοντας ακολουθήσει την διδασκαλία του Χριστού γενικότερα και την εφαρμογή της, ειδικότερα, στην κοινωνική ζωή ως προς την μη-αντίσταση στο κακό, οι άνθρωποι έχουν φθάσει (ενάντια στην ίδια την βούλησή τους) στην αναπόφευκτη καταστροφή που προελέχθη από τον Χριστό για αυτούς που δεν εκπληρώνουν την διδασκαλία του.
Οι άνθρωποι και οι λαοί νομίζουν συχνά πως το ερώτημα της μη-αντίστασης στο κακό μέσω της βίας είναι ένα ερώτημα θεωρητικό το οποίο μπορεί να αγνοηθεί. Ωστόσο, αυτό το ερώτημα εμφανίζεται από την ίδια την ζωή αφ’ εαυτής προς όλους τους ανθρώπους και καλεί για κάποιαν απόκριση από κάθε σκεπτόμενον άνθρωπο.
Από τότε που ο Χριστιανισμός έχει εκδηλωθεί και διακηρυχθεί εξωτερικά, το ερώτημα παίρνει για τους ανθρώπους στην κοινωνική τους ζωή μορφή όμοια με το δίλημμα που παρουσιάζεται σε έναν ταξιδιώτη όταν η οδός, στην οποίαν ήδη έχει ταξιδέψει, διαιρείται σε 2 κλαδιά.
Πρέπει να συνεχίσει και δεν μπορεί να πει: Δεν θα το σκέφτομαι –αλλά θα συνεχίσω όπως πριν.
Υπήρχε 1 οδός, τώρα υπάρχουν 2 –και πρέπει να κάνει την επιλογή του.
Κατά την ίδιαν κι όμοιαν οδό, αφού από τότε η διδασκαλία του Χριστού έχει γίνει γνωστή από τους ανθρώπους (ή) γνώριμη στους ανθρώπους, αυτοί δεν μπορούν να λένε: Θα ζήσω όπως πριν και δεν θα κρίνω το ερώτημα της αντίστασης ή μη-αντίστασης στο κακό δια της βίας. Σε κάθε νέα διαφωνία που προκύπτει, πρέπει αναπόφευκτα να αποφασίζει κανείς: είμαι ή δεν είμαι εγώ αυτός που πρέπει να αντισταθώ δια της βίας σε ό,τι θεωρώ κακό; (ή) πρέπει ή δεν πρέπει να αντισταθώ δια της βίας σε ό,τι θεωρώ κακό;
Το ερώτημα της αντίστασης ή μη-αντίστασης στο κακό ηγέρθη όταν έλαβε χώρα η πρώτη διαφωνία μεταξύ ανθρώπων (αφού κάθε σύγκρουση και διαφωνία δεν είναι τίποτε άλλο παρά αντίσταση μέσω βίας σε ό,τι θεωρεί κακό κάθε ένας από τους πολεμιστές.
Προ Χριστού (ή) πριν από τον Χριστό, όμως, οι άνθρωποι δεν έβλεπαν ότι η αντίσταση μέσω της βίας σε ό,τι ο καθένας θεωρεί κακό (απλώς επειδή νομίζει κανείς κακό ό,τι ο άλλος θεωρεί καλό) είναι μόνο μια εκ των μεθόδων επίλυσης της διαφωνίας –και ότι υπάρχει και μια άλλη μέθοδος: αυτή της μη-αντίστασης στο κακό (μέσω της βίας) καθόλου.
Προ της διδασκαλίας του Χριστού, φαινόταν στους ανθρώπους πως το ένα και μοναδικό μέσο για την επίλυση μιας διαφωνίας ήταν μέσω της αντίστασης στο κακό δια της βίας.
Και, άρα, έπρατταν συμφώνως προς αυτό και καθένας από τους πολεμιστές επιχειρούσε να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους πως ό,τι ο κάθε ένας –αντιστοίχως– θεωρούσε κακό είναι, και στην πραγματικότητα, απολύτως κακό. Για να το κάνουν αυτό, ευθύς εξαρχής από τα πρώτα χρόνια, οι πρώτοι άνθρωποι εφηύραν ορισμούς του κακού και επιχείρησαν να τους κάνουν δεσμευτικούς για όλους. Αυτοί οι ορισμοί του κακού είτε πήραν –ορισμένες φορές– την μορφή των νόμων καθώς υποτίθετο πως είχαν γίνει δεκτοί/ληφθεί με υπερφυσικά μέσα είτε πήραν –ορισμένες φορές– την μορφή των εντολών από τους κυρίους ή από τους κανόνες ή από τους ηγέτες ή από τις συνελεύσεις: σε αυτούς αποδιδόταν το αλάθητον.
Οι άνθρωποι κατέφευγαν στην βία εναντίον των άλλων και έπειθαν τους εαυτούς τους και τους άλλους ότι (οι Θεοί) αυτοί κατηύθυναν την βία τους ενάντια στο κακό, όπως όλοι το αναγνώριζαν αυτό.
Το μέσο αυτό χρησιμοποιήθηκε από τα πρώτα χρόνια, ειδικά από αυτούς που είχαν αποκτήσει πρόσβαση στην κατοχή της εξουσίας: για αρκετά μακρύ διάστημα, ο παραλογισμός αυτού του μέσου δεν είχε εντοπιστεί.
Όσο μακρύτερο χρονικό διάστημα ζούσαν στον κόσμο οι άνθρωποι και όσο (ή, τόσο) περισσότερο σύνθετες και πολύπλοκες γίνονταν οι σχέσεις τους, εμφανιζόταν ως περισσότερο προφανές ότι ήταν παράλογο να αντιστέκεται κανείς δια της βίας σε ό,τι κάθε ένας θεωρούσε κακό, ότι η σύγκρουση και η διαφωνία δεν ελαττωνόταν εκ τούτου του γεγονότος καθώς και ότι δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα ανθρώπινοι ορισμοί να επιτύχουν να κάνουν (ή, να δημιουργήσουν ώστε) να γίνει αποδεκτό ό,τι οι άλλοι θεωρούν κακό.
Ήδη, εκείνη ήταν η ώρα που ανέστη (ή) την ώρα που ανέστη ο Χριστιανισμός (και) ήταν εμφανής σε έναν μεγάλον αριθμό ανθρώπων και λαών στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όπου (ή, πού) ανέστη [ή, ήταν εμφανές] ότι αυτό που θεωρούσαν κακό ο Νέρων και ο Καλιγούλας (ή) αυτό που νοείται ως κακό επί Νέρωνα & Καλιγούλα δεν μπορούσε να θεωρηθεί κακό από άλλους. Ακόμα και τότε, οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν ότι οι ανθρώπινοι νόμοι –αν και δοσμένοι προς τα έξω ως θεϊκοί νόμοι– συντίθεντο (ή) συνθέτονταν από ανθρώπους και δεν μπορούν να είναι αλάθητοι (όποια κι αν είναι η εξωτερική μεγαλοπρέπεια με την οποίαν αυτοί επενδύονται/είναι επενδεδυμένοι) καθώς και ότι οι άνθρωποι που σφάλλουν και υποπίπτουν σε αμαρτία δεν καθίστανται αλάθητοι και αναμάρτητοι δια του μέσου της συγκέντρωσής τους συλλήβδην, όλοι μαζί, για να καλούνται από μόνοι τους «σύγκλητος», «γερουσία» ή με όποιο άλλο όνομα. Ακόμα και τότε, γινόταν αισθητό και κατανοητό από αρκετούς αυτό.
Και ήταν τότε ακριβώς που ο Χριστός κήρυξε το δόγμα του, το οποίο συνίστατο/συντέθηκε όχι μόνον από την απαγόρευση της αντίστασης στο κακό –δια της βίας– αλλά έδωσε μιαν νέα σύλληψη της ζωής και (ως) ενός μέσου ώστε να τίθεται τέρμα στις διαφωνίες και στις συγκρούσεις μεταξύ όλων των ανθρώπων: όχι κάνοντάς το καθήκον ενός κομματιού μόνο του ανθρωπίνου γένους να υποτάσσεται χωρίς καμιά διαφωνία σε ό,τι είναι προγραμματισμένο, διατεταγμένο για αυτούς από ορισμένες αρχές αλλά κάνοντάς το καθήκον όλων –και, συνεπώς, και αυτών που βρίσκονται στις αρχές και στην εξουσία– να μην καταφεύγουν στην βία εναντίον οποιουδήποτε σε καμία περίπτωση και συνθήκη.
Το δόγμα αυτό έγινε αποδεκτό την ώρα εκείνη μόνο από έναν πολύ μικρόν αριθμό μαθητών.
Η πλειοψηφία των ανθρώπων, ειδικά όλοι όσοι ήταν στην εξουσία –ακόμα και μετά την ονομαστική αποδοχή του Χριστιανισμού– συνέχισαν να τηρούν για τους εαυτούς τους την αρχή της αντίστασης μέσω της βίας σε ό,τι θεωρούσαν κακό. Αυτό συνέβαινε υπό τους αυτοκράτορες Βυζαντινών τε και Ρωμαίων και το ίδιο συνεχίστηκε να είναι και αργότερα.
Η ανεπάρκεια της αρχής και του κανόνα περί αυθαίρετου και απολυταρχικού ορισμού του κακού –και της αντίστασης σε αυτόν δια της βίας– οιονεί προφανής όπως ήταν στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού γίνεται ακόμα περισσότερο εμφανής (δια μέσου της διαίρεσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε πολλές χώρες ίσης κυριαρχίας) από τις έχθρες και τις εσωτερικές συγκρούσεις που ξέσπασαν εντός αυτών.
Δεν ήταν, όμως, έτοιμοι οι άνθρωποι να αποδεχθούν την λύση που δόθηκε από τον Χριστό –και τους παλαιούς ορισμούς (ή) οι παλαιοί ορισμοί του κακού στους οποίους έπρεπε να αντιστέκονται και οι οποίοι συνέχισαν να συντίθενται με μέσα τέτοια που να κάνουν τους νόμους δεσμευτικούς για όλους και επιβάλλονταν με μέσα πίεσης.
Η αυθεντία, η εξουσία που έκρινε και αποφάσιζε τι όφειλε να θεωρείται κακό και σε αυτό να εκδηλώνεται αντίσταση με την βία, ήταν άλλοτε ο Πάπας, άλλοτε ένας αυτοκράτορας ή βασιλεύς, μια εκλεκτ(ορ)ική συνέλευση ή ένα ολόκληρο έθνος.
Όμως, τόσο εντός όσο και εκτός του κράτους (ή) δίχως το κράτος ανέκαθεν υπήρχαν άνθρωποι που βρίσκονταν να μην αποδέχονται, ως δεσμευτικούς για αυτούς, τους νόμους που προς τα έξω δίδονταν ως τα ψηφίσματα ενός Θεού ή φτιάχνονταν και γίνονταν από ανθρώπους επενδεδυμένους/επενδεδυμένοι με έναν ιερό χαρακτήρα ή τους θεσμούς που υποτίθετο πως αντιπροσώπευαν την βουλή, την βούληση, του έθνους.
Και υπήρχαν άνθρωποι που νόμιζαν καλό (ή) σκέφτονταν σωστά ό,τι/ότι οι υπάρχουσες αρχές εξουσίας θεωρούσαν κακό και οι οποίοι πολεμούσαν κατά των αρχών με την ίδιαν βία που εχρησιμοποιείτο εναντίον τους.
Οι άνθρωποι που ήταν ντυμένοι/ενδεδυμένοι/επενδεδυμένοι με θρησκευτική εξουσία θεωρούσαν κακό ό,τι οι επενδεδυμένοι με προσωρινή, κοσμική εξουσία άνθρωποι και θεσμοί θεωρούσαν καλό –και τανάπαλιν– και η σύγκρουση αυξανόταν διαρκώς και πιο έντονη.
Όσο περισσότερο οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν βία ως το μέσο της διευθέτησης και της επιδιαιτησίας των διαφωνιών τους, τόσο περισσότερο εμφανές γινόταν ότι αυτό ήταν ένα μέσο αταίριαστο αφού δεν μπορούσε να υπάρχει καμία εξωτερική αρχή εξουσίας ικανή να ορίσει το κακό, όπως αυτό αναγνωρίζεται από όλους (ή) αναγνωρισμένη από όλους.
Επί 18 αιώνες τα πράγματα πήγαιναν έτσι και, τελικά, άγγιξαν την παρούσα θέση στην οποίαν είναι απολύτως φανερό ότι δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει κανένας εξωτερικός ορισμός του κακού, του πονηρού ως δεσμευτικού για όλους. Οι άνθρωποι έχουν έρθει στο σημείο να πάψουν να πιστεύουν στην πιθανότητα ή ακόμα και στην επιθυμητότητα εύρεσης και εμπέδωσης ενός τόσο γενικού ορισμού. Έχει καταλήξει το όλο πράγμα στο να πάψουν να επιχειρούν οι άνθρωποι της εξουσίας να αποδεικνύουν πως ό,τι αυτοί θεωρούν κακό είναι όντως κακό και απλώς να δηλώνουν ότι θεωρούν κακό ό,τι δεν τους αρέσει –ενώ οι υπήκοοί τους δεν τους υπακούουν πια για τον λόγο ότι δέχονται τον ορισμό του κακού που έχει τεθεί και διαταχθεί για αυτούς αλλά απλώς υπακούουν επειδή δεν μπορούν να βρουν βοήθεια.
Δεν ήταν επειδή ήταν καλό, αναγκαίο και ευεργετικό για τους ανθρώπους (και η αντίστροφη πορεία θα ήταν κάτι κακό) αλλά απλώς επειδή ήταν η βούληση της εξουσίας που τελικά η Νίκαια ενσωματώθηκε στην Γαλλία και η Λορραίνη στην Γερμανία και η Βοημία στην Αυστρία και που η Πολωνία διηρέθηκε ενώ στην Ιρλανδία και στην Ινδία βασιλεύει η Αγγλική κυβέρνηση (ή, η κυβέρνηση των Αγγλικών) την ώρα που οι Κινέζοι υφίστανται πυρά και οι Αφρικανοί σφαγιάζονται αλλά, συνάμα, οι Κινέζοι εμποδίζονται από την μετανάστευση από Αμερικανούς καθώς οι Ιουδαίοι διώκονται από τους Ρώσσους και που οι γαιοκτήμονες κλέβουν και οικειοποιούνται χώρες που δεν καλλιεργούν οι ίδιοι και οι καπιταλιστές απολαμβάνουν τους καρπούς του κόπου άλλων.
Έχει καταλήξει και έχει έρθει στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων. Μια ομάδα ανθρώπων διαπράττει πράξεις βίας όχι πια με το πρόσχημα της αντίστασης στο κακό αλλά απλώς για το κέρδος τους, το καπρίτσιο τους (CAPRICE) ενώ μια άλλη υποτάσσεται στην βία: όχι επειδή (η ομάδα των Θεών) υποθέτει –όπως υποτίθετο οιονεί αυτή των περασμένων χρόνων– ότι αυτή η βία εξασκήθηκε πάνω τους για χάρη της εξασφάλισής τους από το κακό αλλά απλώς επειδή δεν μπορούν να το αποφύγουν.
Αν ο Ρωμαίος –όπως τον θυμάμαι– ή ο άνθρωπος των μεσαιωνικών ετών ή ο μέσος Ρώσσος των 50 ετών πριν είχε πειστεί (δίχως καμιάν σκιαν αμφιβολίας) πως η βία της εξουσίας ήταν απαραίτητα για να τον διατηρήσει και να τον προστατεύσει (ή) για να διατηρηθεί και να προστατευθεί από το κακό, πως φόροι, ληξιπρόθεσμα δάνεια, δουλοπαροικίες, φυλακές, φραγγέλια, κνούτα, εκτελέσεις, ο στρατός και ο πόλεμος ήταν ακριβώς –οιονεί– όπως όφειλαν να είναι, ξέρουμε τώρα καλά ότι σπάνια μπορεί κανείς να βρει έναν άνδρα, έναν άνθρωπο, που πιστεύει ότι όλα αυτά τα μέσα βίας διατηρούν και προφυλάσσουν κανέναν από οποιοδήποτε κακό και, πράγματι, δεν βλέπει και δεν αντιλαμβάνεται καθαρά ότι οι περισσότερες από αυτές τις πράξεις βίας στις οποίες εκτίθεται και στις οποίες έχει ορισμένο μερίδιο είναι αφ’ εαυτών ένα μεγάλο και άχρηστο κακό.
Δεν υπάρχει σήμερα κανείς που δεν βλέπει την αχρηστότητα και την αδικία της συλλογής φόρων από τις εργαζόμενες μάζες ώστε να πλουτίσουν ρέμπελοι γραφειοκράτες ή την άνευ νοήματος αναισθησία της επιβολής –δες– ποινών για τις αδύναμες ή στερημένες προσωπικότητες με την μορφή της μεταφοράς από τον έναν τόπο στον άλλον ή της φυλάκισης σε ένα φρουρημένο κάστρο όπου, ζώντας σε ασφάλεια και μαλθακότητα, γίνονται απλώς πιο αδύναμες και στερημένες ή –αυτό που είναι χειρότερο από την αχρηστία και την έλλειψη δικαιοσύνης– την θετική παράνοια και βαρβαρότητα προετοιμασιών για πόλεμο και πολέμους που προκαλούν εξολόθρευση και ερείπια και δεν βρίσκουν δικαιολόγηση καμιά. Κι όμως, αυτές οι μορφές βίας συνεχίζουν και στηρίζονται από τους ίδιους ανθρώπους κατ’ εξοχήν που βλέπουν την μη χρήση τους, την παρανομία και την βιαιότητα και υποφέρουν γοερώς εξ αυτών.
Αν προ αυτών των ‘50, ο ρέμπελος πλούσιος άνδρας και ο αγράμματος εργάτης ήταν όμοιοι κι οι 2, πεπεισμένοι στην πεποίθησή τους ότι το κράτος τους αυτό των αέναων διακοπών για τον έναν και του αιωνίου του καμάτου του ανθρώπου για τον άλλον αποτελούσε διαταγή δοσμένη από τον Θεό τον ίδιο, ξέρουμε κάλλιστα σήμερα –χάρη στην οικονομική μεγέθυνση του πληθυσμού και στην διάχυση των βιβλίων και της παιδείας– θα ‘ταν δύσκολο να βρεθεί στην Ευρώπη ή και στην Ρωσσία ακόμα (σε όποιαν κατηγορία, πλούσια ή φτωχή) ένας άνδρας που στην μιαν ή με την άλλην μορφή να μην του παρουσιάστηκε ποτέ μια αμφιβολία ως προς την δικαιοσύνη αυτού του κράτους πραγμάτων.
Οι πλούσιοι ξέρουν πως είναι ένοχοι εκ τούτου κατ’ εξοχήν του γεγονότος πως είναι πλούσιοι και προσπαθούν να εξιλεωθούν και να ξεπληρώσουν την ενοχή τους με θυσίες προς την τέχνη και την επιστήμη όπως παλαιόθεν καθήραν τις αμαρτίες τους μέσω θυσιών στην Εκκλησία.
Ακόμα και το μεγαλύτερο κομμάτι του εργαζόμενου λαού ανοιχτώς διακηρύσσει πως η υπάρχουσα τάξη είναι άνιση και προόρισται να καταστραφεί ή να μεταρρυθμιστεί.
Η μια ομάδα των θρησκευομένων ανθρώπων και λαών –των οποίων υπάρχουν εκατομμύρια στην Ρωσσία– είναι η καλούμενη των σεκταριστών, θεωρεί την υπάρχουσα κοινωνική τάξη/οργάνωση/εντολή ως άδικη και πως πρέπει να καταστραφεί και ως έκταση ακόμα βάσει των εδαφίων του Ευαγγελίου (ή) περί του Ευαγγελίου (ή) της διδασκαλίας του Ευαγγελίου αν αυτή εκληφθεί με το αληθινό του νόημα/έννοια/αίσθηση. Άλλοι την βλέπουν ως άδικη επί των βάσεων θεωριών (της σοσιαλιστικής, κομμουνιστικής ή αναρχικής), οι οποίες αναβλύζουν από πηγές κοιτασμάτων στα χαμηλότερα/ταπεινότερα στρώματα του εργαζόμενου λαού.
Η βία δεν στηρίζεται πλέον στην πίστη προς την χρησιμότητά της αλλά μόνο και μόνο στο γεγονός ότι έχει υπάρξει επί τόσο μακρόν χρόνο και έχει οργανωθεί από τις κυρίαρχες τάξεις που κερδίζουν από αυτήν έτσι ώστε αυτές που είναι υπό την εξουσία τους δεν μπορούν να απεμπλακούν και μόνες τους να απελευθερωθούν.
Οι κυβερνήσεις της ημέρας μας –όλες τους, όμοια η πλέον δεσποτική και η φιλελεύθερη μαζί– έχουν γίνει αυτό που ο Herzen όμορφα ονόμασε «ο Τσέκις Χαν και ο τηλέγραφος μαζί»: που θέλει να πει, οργανώσεις και οργανισμοί βίας χέρι-χέρι, βασισμένοι σε κανέναν κανόνα, σε καμίαν αρχή αλλά μόνο η πλέον φοβερή και μονοκόμματη τυραννία –και μαζί, ταυτόχρονα, να παίρνει μονομιάς όλα συλλήβδην τα μέσα που έχει εφεύρει (ή) εμπνεύσει η επιστήμη για χάρη της ειρηνικής συλλογικής κοινωνικής δράσης των ελευθέρων και ίσων ανθρώπων και που χρησιμοποιήθηκαν από αυτούς για την υποδούλωση και την καταπίεση των φίλων και των συνανθρώπων τους.
Οι κυβερνήσεις και οι κυρίαρχες τάξεις δεν βρίσκουν πια υπεράσπιση για τις καταθέσεις τους από τις έδρες των συνηγόρων ούτε από μιαν υποκριτική και κατ’ επίφασιν δικαιοσύνη αλλά από μιαν επιτηδευμένη οργάνωση που έχει αγγίξει ένα σημείο τελειοποιήσεως –με την βοήθεια της επιστήμης– που όλοι πιάνονται στον κύκλο της βίας και δεν έχει καμιάν ευκαιρία να αποδράσει από αυτόν. Ο κύκλος αυτός, τώρα, αποτελείται από 4 μεθόδους εργασίας επί των ανθρώπων, συνδεδεμένων και ενωμένων μαζί όπως στην αλυσιδωτή αντίδραση –ring– που δημιουργούν οι ενώσεις των δεσμών στις βέργες και τα καλώδια ενός κυκλώματος.
Η πρώτη και παλαιότερη μέθοδος είναι η τρομοκράτηση.
Αυτή συνίσταται στην αντιπροσώπευση/αναπαράσταση του υπάρχοντος κρατικού οργανισμού/οργάνωσης –όποια ή όποιος κι αν είναι, ελεύθερη ρεπούμπλικα ή ο πιο άγριος δεσποτισμός– ως ιερού και πάγιου, αμετάβλητου και, άρα, κάθε προσπάθειας αλλαγής του καθεστώτος αυτού έπονται οι πιο σκληρές ποινές. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται τώρα –οιονεί όπως ακριβώς ήταν επί περασμένων χρόνων– οπουδήποτε υπάρχει κυβέρνηση: στην Ρωσσία ενάντια στους καλουμένους Νιχιλιστές, στην Αμερική ενάντια στους Αναρχιστές, στην Γαλλία ενάντια στους Ιμπεριαλιστές, στους Νομιμοποιητές, στους υποστηρικτές της Κομμούνας και, τέλος, στους Αναρχιστές.
Σιδηρόδρομοι, τηλέγραφοι, τηλέφωνα, φωτογραφίες και όλη η μεγαλοπρεπής τελειοποίηση των μέσων (που αποσκοπούν στην απαλλαγή των ανθρώπων μέσω της απομόνωσής τους –μοναχών– και χωρίς αυτοί να σκοτώνονται αλλά να διατηρούνται «εις πολλά έτη», κρυμμένοι από τον κόσμο, να χάνονται και να ξεχνιώνται) αλλά και πολλές άλλες σύγχρονες εφευρέσεις που χρησιμοποιούνται από την κυβέρνηση: δίδουν τόσο μεγάλη ισχύ –άπαξ και η εξουσία περάσει κι έλθει σε ορισμένα χέρια (οπότε μυστικά αλλά και ανοιχτά, δημοσίως, κάνουν το έργο τους με τόσο ζήλο η αστυνομία και η διοίκηση και οι κατήγοροι, δεσμοφύλακες και δήμιοι όλων των μορφών)– που δεν υπάρχει καμία ευκαιρία ανατροπής της κυβερνήσεως, όσο άξεστη κι αναίσθητη κι αν είναι.
Η δεύτερη μέθοδος είναι η διαφθορά.
Συνίσταται στην καταλήστευση των φιλόπονων και βιομηχανικώς εργαζομένων εργατών από τον πλούτο τους μέσω της φορολόγησης και της διανομής του για την ικανοποίηση της απληστίας των αξιωματούχων της γραφειοκρατίας, οι οποίοι (σε αντάλλαγμα) είναι δεσμευμένοι να στηρίζουν διαρκώς και να συνεχίζουν την καταπίεση του λαού.
Αυτοί οι εξαγορασμένοι αξιωματούχοι, από τους υψηλοτέρους λειτουργούς/ιερείς/
υπουργούς ως και τους πιο φτωχούς και ταπεινούς αντιγραφείς και γραμματείς, δημιουργούν ένα αδιάσπαστο δίκτυο ανθρώπων δεμένων/συνδεδεμένων μαζί από το ίδιο συμφέρον: να ζουν με έξοδα του λαού. Γίνονται τόσο περισσότερο πλούσιοι όσο περισσότερο υποτακτικά εκτελούν την βούληση/το θέλημα της κυβερνήσεως και υποστηρίζουν –έργω και λόγω– την βία της κυβερνήσεως (από την οποία, εξάλλου, εξαρτάται και η δική τους ευημερία) σε κάθε τόπο και χρόνο, χωρίς να διστάζουν σε τίποτα.
Η τρίτη μέθοδος είναι αυτή που εγώ μπορώ απλώς και μόνο να την περιγράψω ως υπνωτική του λαού.
Συνίσταται στο τσεκάρισμα της ηθικής ανάπτυξης των ανθρώπων και –μέσω της υποβολής με διάφορες υποδείξεις– στην επιστροφή τους πίσω στο παρελθόν, στο ιδεώδες της ζωής (που έχει αναπτυχθεί ως απόφυση εν γένει της ανθρωπότητας) όπου και έγκειται η ισχύς της κυβερνήσεως. Αυτή η υπνωτική λειτουργία οργανώνεται προς το παρόν με τον πιο πολυσύνθετο και ανάμεικτο τρόπο και, αρχίζοντας από τα πρώτα τους παιδικά χρόνια, συνεχίζει να επιδρά και να δρα στους ανθρώπους ως την ημέρα του θανάτου τους. Ξεκινά στα πρώτα-πρώτα χρόνια τους στα υποχρεωτικά σχολεία που έχουν δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτό και όπου τα παιδιά έχουν ενσταλαγμένα μέσα τους τις ιδέες της ζωής των προγόνων τους που είναι σε άμεσο και ευθύ ανταγωνισμό με την συνείδηση του σύγχρονου κόσμου.
Σε χώρες όπου υπάρχει μια κρατική θρησκεία, διδάσκουν τα παιδιά τις άνευ νοήματος βλασφημίες των κατηχήσεων της Εκκλησίας (ή) τα παιδιά διδάσκουν τις κατηχήσεις της Εκκλησίας και ότι δεν υπάρχει λόγος για ανόητες βλασφημίες –και μαζί, ταυτόχρονα, το καθήκον της υπακοής προς τους ανωτέρους (ή) τους σουπερήρωες.
Σε ρεπουμπλικανικά κράτη, τα διδάσκουν (ή) οι Θεοί τα διδάσκουν την άγρια και πρωτόγονη πρόληψη/προκατάληψη/δεισιδαιμονία/υπεραίσθηση του πατριωτισμού καθώς και την ίδιαν υποκριτική υπακοή προς τις κυβερνητικές αρχές. Η διαδικασία και λειτουργία αυτή συνεχίζεται και διατηρείται κατά τα κατοπινά χρόνια δια μέσου της ενθάρρυνσης των θρησκευτικών και πατριωτικών προλήψεων/προκαταλήψεων/δεισιδαιμονιών/υπεραισθήσεων.
Η θρησκευτική πρόληψη/προκατάληψη/δεισιδαιμονία/υπεραίσθηση ενθαρρύνεται από την ίδρυση –με χρήματα που παίρνουν από τον λαό– ναών, ακολουθιών, λειτουργιών, αναμνηστικών/μνημείων/απομνημονευμάτων και φεστιβάλ τα οποία (με την συνδρομή της ζωγραφικής, της αρχιτεκτονικής, της μουσικής και του θυμιάματος/των ενθυμίσεων τοξινώνουν και μεθούν τον λαό και, υπεράνω όλων και το κυριότερο: με την υποστήριξη του κλήρου, του οποίου το καθήκον είναι να εκβαρβαρίζει τον λαό και να τους κρατά σε ένα μόνιμο κράτος/καθεστώς/κατάσταση σύγχυσης και νάρκωσης –με στουπί στο στόμα– μέσω της διδασκαλίας τους, της επισημότητας των υπηρεσιών τους, των κηρυγμάτων τους και της παρέμβασής τους στην ιδιωτική ζωή (σε γεννήσεις, θανάτους και γάμους).
Η πατριωτική πρόληψη/προκατάληψη/δεισιδαιμονία/υπεραίσθηση ενθαρρύνεται από την δημιουργία –με χρήματα που παίρνουν από τον λαό– εθνικών εορτών, θεαμάτων, μνημείων και φεστιβάλ για να προδιαθέσουν τους ανθρώπους να αποδώσουν σημασία στο δικό τους έθνος καθώς και στην υπερβολική μεγέθυνση του κράτους και των κανόνων/ηγετών του ώστε να νοιώθουν ανταγωνισμό (ή και μίσος, ακόμα) για άλλα έθνη.
Με αυτά τα αντικείμενα –υπό τις δεσποτικές κυβερνήσεις– υπάρχει ευθεία απαγόρευση ενάντια στην έκδοση, διάδοση και σπορά βιβλίων για να διαφωτιστεί ο λαός και κάθε ένας που θα μπορούσε να αναστήσει, να εγείρει, τον λαό και τους ανθρώπους του από τον λήθαργό τους εξορίζεται ή φυλακίζεται (ή) είναι εξόριστος ή φυλακισμένος.
Εξάλλου, υπό το καθεστώς κάθε κυβέρνησης –χωρίς καμίαν εξαίρεση– όλα όσα θα μπορούσαν και να χειραφετήσουν επιστρέφουν πίσω στο παρελθόν και διατηρούνται όπως ήταν ενώ ενθαρρύνονται όλα όσα τείνουν να διαφθείρουν τον λαό (όπως λογοτεχνικά έργα που τείνουν να τους κρατούν στον βαρβαρισμό της θρησκευτικής και πατριωτικής πρόληψης/προκατάληψης/δεισιδαιμονίας/ υπεραίσθησης, όλες οι μορφές αισθησιακών διασκεδάσεων, θεάματα, τσίρκα, ακόμα και τα κατ’ εξοχήν φυσικά μέσα (που προκαλούν επαγωγικά την κατάπληξη και την νάρκωση με στουπί όπως το αλκοόλ και οι καπνοί) που αποτελούν την πρώτιστη, πριγκιπική/ηγεμονική πηγή εσόδων των κρατών –ακόμα και η εκπόρνευση ενθαρρύνεται και όχι μόνον αναγνωρίζεται αλλά και οργανώνεται από την κυβέρνηση στην πλειοψηφία των χωρών.
Αυτά ισχύουν για την τρίτη μέθοδο (ή) οδό της μέθης.
Η τέταρτη μέθοδος συνίσταται στην επιλογή από όλους τους ανθρώπους (που έχουν ναρκωθεί και έχουν τοξινωθεί –σαν μεθυσμένοι με κλειστό στουπί το στόμα– και έχουν υποδουλωθεί από τις 3 προηγούμενες μεθόδους) ενός ορισμένου αριθμού για να τους εκθέσουν σε ένα ειδικό, εξαιρετικό και πιο έντονο μέσο νάρκης –σε νάρκωση και βαρβαρισμό μαζί– ώστε να τους κάνουν ένα παθητικό εργαλείο με σκοπό την εφαρμογή και εκτέλεση όλων των βιαιοτήτων και κτηνωδιών που απαιτούνται από την κυβέρνηση.
Αυτό το αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μέσω της επιλογής τους στην νεανική ηλικία –όταν οι άνθρωποι δεν είχαν χρόνο να σχηματίσουν καθαρές και ορισμένες, συγκεκριμένες, αρχές και κανόνες ηθικής– και απομακρύνοντάς τους από όλες τις φυσικές και ανθρώπινες συνθήκες ζωής (οικία, οικογένεια, εξ αίματος συγγένειες και χρήσιμη εργασία).
Τους κλείνουν μαζί σε χαρακώματα και στρατώνες, τους ντύνουν με ειδικά ρούχα και τους «δουλεύουν», τους «επεξεργάζονται» δουλεύοντας πάνω τους με κραυγές, τύμπανα, μουσική και λαμπερά, γυαλιστερά αντικείμενα ώστε να περνούν καθημερινά από μερικές συγκεκριμένες κινήσεις και πράξεις που έχουν εφευρεθεί για αυτόν τον σκοπό και –δια αυτού του μέσου– φέρονται σε μιαν υπνωτική κατάσταση στην οποία σταματούν να είναι άνθρωποι και γίνονται απλές αναίσθητες μηχανές, υποτακτικές στον υπνωτιστή. Αυτοί οι νέοι, ακμαίοι κι ένδοξοι από φυσικής, σωματικής πλευράς (και οι οποίοι σε αυτές τις ημέρες της παγκόσμιας και οικουμενικής στρατολόγησης είναι όλοι οι νέοι άνθρωποι) είναι υπνωτισμένοι, οπλισμένοι με δολοφονικά όπλα, ανέκαθεν υπάκουοι πάντοτε προς τις κυβερνητικές αρχές και έτοιμοι για κάθε πράξη βίας όταν πάρουν τις διαταγές τους: συνθέτουν την τέταρτη και πρωταρχική/πριγκιπική/ηγεμονική μέθοδο για την υποδούλωση ανθρώπων.
Με την μέθοδο αυτή, ο κύκλος της βίας συμπληρώνεται.
Τρομοκράτηση, διαφθορά και καταστολή φέρνουν τον λαό σε μιαν κατάσταση και συνθήκη στην οποίαν επιθυμούν να είναι στρατιωτάκια. Οι στρατιώτες είναι αυτοί που δίνουν την δύναμη της επιβολής ποινών, ληστείας επί των μαζών, εξαγοράς γραφειοκρατών αξιωματικών με τα λάφυρα αυτών, υπνωτισμού των μαζών και μετατροπής τους εκ νέου –εν καιρώ– και πάλι σε στρατιώτες. Ο κύκλος ολοκληρώνεται.
Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να τον σπάσει κανείς μέσω ή δια της βίας.
Ορισμένα πρόσωπα υποστηρίζουν ότι η ελευθερία από την βία (ή, τουλάχιστον, μια μεγάλη ελάττωσή της) μπορεί να αποκτηθεί και να κερδηθεί από τον καταπιεσμένο αν ανατρέψει με δύναμη την καταπιεστική κυβέρνηση και την αντικαταστήσει με μιαν νέα, κάτω από την οποία δεν θα είναι απαραίτητη και αναγκαία συνθήκη αυτή η μορφή βίας: αυταπατώνται, όμως, και απατούν και άλλους και ούτε οι προσπάθειές τους βελτιώνουν την θέση των καταπιεσμένων αλλά, απλώς και μόνο, την καθιστούν χειρότερη.
Η συμπεριφορά τους –στον κώδικα επικοινωνίας τους– απλώς και μόνο τείνει να αυξήσει τον δεσποτισμό της κυβέρνησης. Οι προσπάθειές τους απλώς παρέχουν, προμηθεύουν, ένα ευλογοφανές πρόσχημα υπέρ της κυβέρνησης ώστε αυτή να ενισχύει την δύναμή τους.
Ακόμα κι αν παραδεχθούμε ότι (υπό έναν συνδυασμό περιρρεουσών συνθηκών εξειδικευμένα μη-ευνοϊκών για την κυβέρνηση, όπως στην Γαλλία στα 1870 της) κάθε κυβέρνηση θα μπορούσε να ριχτεί και να πέσει ενώ η ισχύς θα μεταφερόταν σε άλλα χέρια, η νέα εξουσία σπανίως θα ήταν λιγότερο καταπιεστική από την παλαιά. Αντιθέτως, έχοντας πάντοτε το καθήκον να υπερασπίζει τον εαυτό της ενάντια στους μη κατέχοντες και σε απόγνωση ευρισκομένους εχθρούς της, θα ήταν περισσότερο δεσποτική και αυταρχική: όπως –οιονεί– ήταν αυτός ανέκαθεν ο κανόνας σε όλες τις επαναστάσεις.
Την ώρα που οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές βλέπουν την ατομικιστική, καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας ως ένα κακό ενώ οι αναρχιστές βλέπουν ως ένα κακό όλην την κυβέρνηση συλλήβδην –την οποιανδήποτε, υπάρχουν όμως και άνθρωποι βασιλικοί, συντηρητικοί και καπιταλιστές που θεωρούν ως ένα κακό κάθε σοσιαλιστική ή κομμουνιστική οργάνωση/οργανισμό ή την αναρχία.
Όλα αυτά τα κόμματα δεν έχουν άλλο μέσο πλην της βίας για να φέρουν τους ανθρώπους σε συμφωνία. Όποιας εκ των κομμάτων αυτών η προσπάθεια είχε επιτυχία να (κατά)φέρουν τα σχήματά τους να διαρκέσουν, πρέπει αυτή να καταφύγει –ως μέτρων στήριξης της εξουσίας της βίας– σε όλες τις υπάρχουσες μεθόδους βίας ή, ακόμα, και να εφεύρουν (ή) να εμπνεύσουν νέες.
Οι καταπιεσμένοι θα μπορούσαν να είναι μια άλλη ομάδα πληθυσμού, οπότε και η πειθώ(ς) θα μπορούσε να πάρει κάποιαν νέα μορφή. Ωστόσο, η βία και η τυραννία θα παρέμενε απαράλλακτος και αμετάβλητος ή θα γινόταν ακόμα πιο αυταρχική αφού το μίσος θα εντατικοποιείτο από την διένεξη –και θα έπρεπε να σχεδιαστούν και να κατασκευαστούν νέες μορφές καταπίεσης.
Στο κάτω-κάτω της γραφής, άλλωστε, αυτό έχει –οιονεί– ανέκαθεν συμβεί τελικά μετά από όλες τις επαναστάσεις και όλες τις προσπάθειες για επανάσταση, μετά από όλες τις συνωμοσίες και όλες οι/τις βίαιες αλλαγές κυβέρνησης.
Κάθε σύγκρουση απλώς και μόνο ενισχύει τα μέσα της τυραννίας στα χέρια αυτών που συμβαίνει, τυχαίνει, να είναι σε μιαν ορισμένη στιγμή σε θέση ισχύος.
Η θέση της Χριστιανικής μας κοινωνίας –και, ειδικότερα, τα ιδεώδη τα πιο τρέχοντα και ρευστά σε αυτήν– το/την αποδεικνύουν με έναν εκπληκτικά πειστικό τρόπο.
Εναπομένει τώρα μόνο μία σφαίρα της ανθρώπινης ζωής την οποία δεν σφετερίζεται και δεν οικειοποιείται καταχρηστικά η κυβερνητική εξουσία: δηλαδή, η εσωτερική, οικιακή, οικονομική σφαίρα, η σφαίρα της ιδιωτικής ζωής και εργασίας.
Ακόμα και τώρα, ιδού πού, συμβαίνει αυτό –χάρη στις προσπάθειες των κομμουνιστών και των σοσιαλιστών– καθώς η ύπαρξη γίνεται σταδιακά αντικείμενο οικειοποίησης από την κυβέρνηση (ή) μέσω της κυβέρνησης ώστε η εργασία και η αναδημιουργία, η διασκέδαση, οι τόποι διαμονής, τα ενδύματα και η τροφή (εάν επιτύχουν οι ελπίδες των μεταρρυθμιστών) σταδιακά θα προ(δια)γράφονται, θα ορίζονται και θα παραγγέλλονται από την κυβέρνηση (ή) μέσω της κυβέρνησης.
Η καθυστερημένη, αργή πρόοδος των 18 αιώνων έχει φέρει τα Χριστιανικά έθνη ανεάντις στην αναγκαιότητα να κρίνουν το ερώτημα από το οποίο έχουν –ακόμα και οι Θεοί οι ίδιοι– αποδράσει και ξεφύγει να απαντήσουν: το ερώτημα της αποδοχής ή μη της διδασκαλίας του Χριστού (αλλά και το ερώτημα που έπεται και ακολουθεί αυτού, στην κοινωνική ζωή, της αντίστασης ή μη-αντίστασης στο κακό μέσω της βίας).
Υπάρχει, ωστόσο, αυτή η διαφορά: ότι ενώ προηγουμένως στο παρελθόν οι άνθρωποι ήταν αυτοί που μπορούσαν να αποδεχθούν ή να αρνηθούν να αποδεχθούν την λύση που έδιδε ο Χριστός, τώρα αυτή η λύση δεν μπορεί να αποφευχθεί αφού αυτή η μόνη που μπορεί να σώσει τους ανθρώπους από την δουλεία και την σκλαβιά στην οποίαν είναι πιασμένοι –οιονεί– όπως σε ένα δίχτυ.
Δεν είναι, ωστόσο, μόνον οι ωδίνες της θέσεως που το καθιστά αυτό αναπόφευκτον.
Η αλήθεια της Χριστιανικής θρησκείας έχει εδώ και ώρα που αυξάνεται και γίνεται ολοένα και περισσότερο προφανής ενώ η παγανιστική οργάνωση έχει αποδειχθεί ήδη ολοένα και περισσότερο λανθασμένη.
Δεν έχουν εις μάτην καταθέσει επί 18 αιώνες για αυτήν οι καλύτεροι άνθρωποι της Χριστιανικής ανθρωπότητας/ανθρωπιάς, οι οποίοι καταλάβαιναν την αλήθεια δια μέσου της πνευματικής διαίσθησης –παρά κάθε απειλή, κάθε στέρηση και κάθε μορφή πόνου. Δια του μαρτυρίου/της μαρτυρίας τους, πέρασαν την αλήθεια προς τις μάζες: και την εντύπωσαν στις καρδιές τους.
Η Χριστιανοσύνη έχει διεισδύσει στην συνειδητοποίηση της ανθρωπότητας/ ανθρωπιάς όχι μόνον αρνητικά μέσω της επίδειξης της απιθανότητας να συνεχιστεί εντός των πλαισίων της παγανιστικής ζωής αλλά, επιπλέον, και μέσω της απλούστευσής της, της αυξανόμενης ευκρίνειάς της και ελευθερίας από τις προλήψεις/προκαταλήψεις/δεισιδαιμονίες/υπεραισθήσεις που είχαν αναμειχθεί μαζί της καθώς και μέσω της διάχυσής της σε όλες τις τάξεις του πληθυσμού.
18 αιώνες Χριστιανισμού δεν έχουν περάσει –χωρίς να έχουν ένα εντυπωσιακό, αποτελεσματικό εφφέ ακόμα και προς αυτούς που τον αποδέχθηκαν μόνον εξωτερικώς.
Αυτοί οι 18 αιώνες έχουν φέρει τους ανθρώπους τόσο μακριά που, ακόμα κι αν συνεχίζουν να ζουν την παγανιστική ζωή η οποία δεν είναι πια συνεπής με την ανάπτυξη της ανθρωπότητας, όχι μόνο βλέπουν καθαρά όλη την αθλιότητα της θέσης τους αλλά πιστεύουν στα βάθη των ψυχών τους (μόνο με αυτήν την πίστη μπορούν να ζουν) πως η μοναδική σωτηρία από αυτήν την θέση πρόκειται να βρεθεί στην εκπλήρωση του Χριστιανικού δόγματος με την αληθινή του σημασία.
Ως προς την ώρα, τον χρόνο και τον τρόπο της σωτηρίας, οι γνώμες διΐστανται με αναλογίες προς την διανοητική ανάπτυξη και τις προκαταλήψεις της κάθε κοινωνίας.
Κάθε άνθρωπος, όμως, του σύγχρονου κόσμου αναγνωρίζει ότι η σωτηρία μας έγκειται στην εκπλήρωση του νόμου του Χριστού.
Ορισμένοι πιστοί στον υπερφυσικό χαρακτήρα του Χριστιανισμού θεωρούν πως η σωτηρία θα έλθει όταν όλοι οι άνθρωποι (κατά)φερθούν να πιστέψουν στον Χριστό, του οποίου η Δευτέρα Παρουσία βρίσκεται «ταις χερσί».
Άλλοι πιστοί στον υπερφυσικό Χριστιανισμό θεωρούν πως η σωτηρία θα έλθει δια μέσου της Εκκλησίας, η οποία θα έλξει, θα αντλήσει όλους τους ανθρώπους στις διάφορες πτυχές της, θα τους εκπαιδεύσει στις Χριστιανικές αρετές και θα μεταμορφώσει(ς) τις ζωές τους.
Ένα τρίτο κόμμα, το οποίο δεν δέχεται την θεϊκή ιδιότητα του Χριστού, θεωρεί πως η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους θα έλθει –και θα κατορθωθεί με αργή και βαθμιαία πρόοδο δια της οποίας οι παγανιστικές αρχές της ύπαρξής μας θα αντικατασταθούν από τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας: δηλαδή, με Χριστιανικές αρχές.
Ένα τέταρτο κόμμα –αυτοί που πιστεύουν στην κοινωνική επανάσταση– θεωρούν πως η σωτηρία θα έλθει όταν, δια μέσου μιας βίαιης επανάστασης, οι άνθρωποι (ή) δια μέσω ενός βίαιου (άνδρα), οι άνδρες της επανάστασης πιέζονται προς την κατεύθυνση της κοινότητας περιουσίας, κατάργησης της κυβέρνησης και συλλογικής εργατικότητας και τέχνης (αντί της ατομικής): αυτό σημαίνει υλοποίηση της μιας πλευράς του Χριστιανικού δόγματος.
Κατά την μια ή την άλλην οδό, όλοι οι άνθρωποι της ημέρας μας στην εσωτερική τους συνείδηση καταδικάζουν την υπάρχουσα απαρχαιωμένη και εμβρυϊκής μορφής παγανιστική τάξη/οργάνωση που ξέπεσε και παραδέχονται –το σύνηθες, ασυνείδητα (κι ενώ νομίζουν τους εαυτούς τους ως εχθρικούς προς τον Χριστιανισμό)– πως η σωτηρία μας πρέπει απλώς να βρεθεί στην εφαρμογή του Χριστιανικού δόγματος ή κομματιών αυτού με την αληθινή τους σημασία στην καθημερινή μας ζωή.
Η Χριστιανοσύνη δεν μπορεί –όπως είπε ο Ιδρυτής της– να υλοποιείται από την πλειοψηφία όλων των ανθρώπων αμέσως και συγχρόνως. Πρέπει να βλαστήσει, να αυξηθεί και να μεγαλώσει –οιονεί– όπως ένα δένδρο τεράστιο από έναν μικροσκοπικό σπόρο.
Ώστε έτσι, έχει αναπτυχθεί και τώρα έχει αγγίξει την πλήρη της εξέλιξη όχι ακόμα στην αληθινή ζωή αλλά στην συνείδηση των ανθρώπων του σήμερα. Τώρα όχι μόνον η μειοψηφία –η οποία ανέκαθεν καταλάβαινε τον Χριστιανισμό μέσω της πνευματικής διαίσθησης και ενόρασης, αλλά ολόκληρη η τεράστια πλειοψηφία (που τα μέλη της φαίνονται τόσο απόμακρα από αυτόν στην κοινωνική τους ύπαρξη) αναγνωρίζουν την αληθινή του σημασία και αξία.
Κοίταξε τους ατομικούς ανθρώπους στην ιδιωτική τους ζωή, πρόσεχε τα κριτήρια με τα οποία κανονίζουν την συμπεριφορά τους στις κρίσεις τους ο ένας για τον άλλον, άκου όχι μόνο τις δημόσιες εκφράσεις τους αλλά και τις συμβουλές που δίδονται από γονείς και φύλακες προς τους νέους που έχουν υπό την ευθύνη τους και θα δεις ότι (ακόμα κι αν η κοινωνική τους ζωή η οποία βασίζεται στην βία είναι πολύ μακριά από την υλοποίηση και συνειδητοποίηση της Χριστιανικής αλήθειας) στην ιδιωτική τους ζωή αυτό που θεωρείται καλό από όλους ανεξαιρέτως δεν είναι τίποτα –αλλά μόνον οι Χριστιανικές αρετές– και αυτό που θεωρείται κακό δεν είναι τίποτα
–αλλά μόνον οι αντιχριστιανικές φαυλότητες.
Αυτοί που αφιερώνουν τις ζωές τους με αυτοθυσία στην υπηρεσία της ανθρωπότητας θεωρούνται ως οι καλύτεροι άνθρωποι ενώ οι εγωϊστές, αυτοί που χρησιμοποιούν τις ατυχίες των άλλων για δικό τους συμφέρον, θεωρούνται ως οι χειρότεροι των ανθρώπων.
Αν και υπάρχουν ορισμένα ιδεώδη μη Χριστιανικά (όπως η δύναμη, το θάρρος και ο πλούτος) εξακολουθούν να λατρεύονται από ελάχιστους που δεν έχουν διαποτιστεί από το Χριστιανικό πνεύμα, αυτά τα ιδεώδη είναι απαρχαιωμένα, «εκτός ενημέρωσης» και εγκαταλείπονται εάν όχι από όλους, τουλάχιστον από τον Λιστ και όλους όσους θεωρούνται οι καλύτεροι άνθρωποι.
Δεν υπάρχουν πλέον ιδεώδη, εκτός από τα Χριστιανικά ιδεώδη, τα οποία είναι αποδεκτά από όλους και θεωρούνται ως δεσμευτικά επί όλων.
Η θέση της Χριστιανικής μας ανθρωπιάς, αν την κοιτάξεις από το εξωτερικό με όλη της την βαναυσότητα και υποτίμηση του ανθρώπου, είναι πράγματι τρομερή. Αν, όμως, την κοιτά κανείς εντός, στην εσωτερική συνείδησή της, το θέαμα που παρουσιάζει είναι εντελώς διαφορετικό.
Όλο το κακό της ζωής μας φαίνεται να υπάρχει μόνον επειδή αυτό κρατά επί τόσον μακρόν χρόνο. Αυτοί που κάνουν το κακό δεν είχαν τον χρόνον ακόμα να μάθουν να πράττουν ειδάλλως, αν και δεν θέλουν να πράττουν όπως πράττουν (οι Θεοί). Όλο το κακό μοιάζει να υπάρχει δια μέσου κάποιας αιτίας ανεξάρτητης της συνειδήσεως των ανθρώπων.
Όσο περίεργο και αντιφατικό κι αν μοιάζει, όλοι οι άνθρωποι της παρούσας ημέρας μισούν την ίδια κατ’ εξοχήν την κοινωνική τάξη που οι ίδιοι υποστηρίζουν.
Νομίζω ότι είναι ο Max Móller αυτός ο οποίος περιγράφει τον θαυμασμό και την κατάπληξη ενός Ινδού/Ινδιάνου προσήλυτου στον Χριστιανισμό, ο οποίος –αφού απορρόφησε την ουσία του Χριστιανικού δόγματος– ήλθε στην Ευρώπη και είδε την πραγματική ζωή των Χριστιανών. Δεν μπορούσε να συνέλθει από την έκπληξή του για την απόλυτη αντίθεση –contrast– ανάμεσα στην πραγματικότητα και σε αυτό το οποίο ανέμενε να βρει εν μέσω των Χριστιανικών εθνών.
Αν εμείς δεν αισθανόμαστε καμίαν έκπληξη για την αντίθεση ανάμεσα στις πεποιθήσεις μας και στον κώδικα συμπεριφοράς μας, αυτό συμβαίνει επειδή οι επιρροές –καθώς τείνουν να συσκοτίσουν το κοντράστ– παράγουν ένα αποτελεσματικό εφφέ και πάνω σε εμάς, επίσης.
Χρειαζόμαστε απλώς να κοιτούμε την ζωή μας από την οπτική γωνία θέασης αυτού του Ινδού/Ινδιάνου, ο οποίος κατάλαβε τον Χριστιανισμό στην αληθινή του σημασιοδότηση χωρίς κανέναν συμβιβασμό ή έκπτωση, χρειαζόμαστε μόνο να βλέπουμε τις άγριες κτηνωδίες από τις οποίες η ζωή μας είναι γεμάτη για να τρομάξουμε από τις αντιφάσεις και τις αντινομίες εν μέσω των οποίων ζούμε συχνά χωρίς να τις παρατηρούμε.
Χρειαζόμαστε απλώς και μόνο να ανακαλέσουμε στην μνήμη τις προετοιμασίες για πόλεμο, τα μυδραλιοβόλα, τις επιχρυσωμένες και ασημένιες σφαίρες, τις τορπίλες αφενός –και τον Ερυθρό Σταυρό αφετέρου• τα μοναχικά κελιά των φυλακών, τα πειράματα εκτέλεσης μέσω ηλεκτρισμού –και την πρόνοια για την υγιεινή ευημερία των κρατουμένων• την φιλανθρωπία των πλουσίων –και την ζωή τους, η οποία παράγει τους φτωχούς που αυτοί ωφελούν.
Και αυτές οι ασυνέπειες και ελλείψεις δεν υπάρχουν, όπως κατ’ αρχάς θα φαινόταν, επειδή οι άνθρωποι υποκρίνονται πως είναι Χριστιανοί ενώ είναι στην πραγματικότητα παγανιστές αλλά επειδή υπάρχει κάτι ελλιπές στους ανθρώπους ή μια ορισμένη μορφή δύναμης που τους εμποδίζει να είναι αυτό που ήδη αισθάνονται οι ίδιοι πως είναι στην συνείδησή τους και αυτό που αυθεντικά θέλουν και επιθυμούν να είναι.
Οι άνθρωποι του σήμερα δεν υποκρίνονται απλώς πως μισούν την καταπίεση, την ανισότητα, τις διακρίσεις τάξης και κάθε μορφή άσκησης βίας προς τα ζώα όπως, επίσης, και προς τους ανθρώπους. Αυθεντικά τα απεχθάνονται όλα αυτά αλλά δεν ξέρουν πώς να θέσουν τέρμα ή, ίσως, δεν μπορούν να αποφασίσουν να παρατήσουν ό,τι τα διατηρεί όλα και τους μοιάζει αναγκαίο.
Πράγματι, ρώτα κάθε άνθρωπο ξεχωριστά αν νομίζει πως είναι αξιέπαινο και αντάξιο ενός ανθρώπου αυτής της ηλικίας να κρατά μιαν θέση από την οποία λαμβάνει έναν μισθό δυσανάλογο προς το έργο του• να παίρνει από τον λαό –που συχνά είναι βυθισμένος στην φτώχεια– φόρους που θα κατασπαταληθούν στην κατασκευή κανονιών, τορπιλών και άλλων εργαλείων της σφαγής, έτσι ώστε να κάνει πόλεμο κατά λαών με τους οποίους επιθυμούμε να είμαστε σε ειρηνικές σχέσεις και οι οποίοι έχουν την ίδιαν επιθυμία με εμάς• ή, να δέχεται έναν μισθό επειδή αφιέρωσε ολόκληρη την ζωή του για την κατασκευή αυτών των εργαλείων της σφαγής ή προετοιμάζεται αυτός και άλλοι για το έργο του θανάτου. Και ρώτα τον αν είναι αξιέπαινο και αντάξιο ενός ανθρώπου –και ταιριαστό για έναν Χριστιανό– να δουλεύει για έναν μισθό, να αρπάζει άθλιες, παραπλανημένες, συχνά αγράμματες και μεθυσμένες υπάρξεις (επειδή εκμεταλλεύονται την περιουσία των άλλων –σε μιαν κλίμακα μικρότερη απ’ ό,τι εμείς– ή επειδή σκοτώνουν ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι αναλαμβάνουμε εμείς να το κάνουμε) και να τις κλείνει στην φυλακή γι’ αυτό, να τις μεταχειρίζεται άσχημα και να τις σκοτώνει• κι αν είναι αξιέπαινο και αντάξιο ενός ανθρώπου και ενός Χριστιανού να κάνει κηρύγματα για χάρη ενός μισθού προς τον λαό, κηρύγματα όχι Χριστιανισμού αλλά προλήψεων/προκαταλήψεων/δεισιδαιμονιών/ υπεραισθήσεων που ξέρει όπως είναι ανόητες και βλαπτικές• κι αν είναι αξιέπαινο και αντάξιο ενός ανθρώπου να κλέβει τον πλησίον του για να του δοθεί η χαρά της απόκτησης αυτού που θέλει για να ικανοποιήσει τις πιο απλές ανάγκες του, ακριβώς όπως οι μεγάλοι γαιοκτήμονες• ή, να τον εξαναγκάσει σε εξαντλητική εργασία πέραν των δυνάμεών του για να αυξήσει τον πλούτο του, σαν τους ιδιοκτήτες εργοστασίου και κατασκευαστές/χειροτέχνες• ή, να εκμεταλλεύεται και να μετατρέπει σε κέρδη την φτώχεια των ανθρώπων ώστε να αυξήσει το κύρος του, όπως οι έμποροι. Κι αν όλοι και ο καθένας ληφθούν ξεχωριστά, ειδικά αν οι παρατηρήσεις κάποιου διευθύνονται κατά κάποιου άλλου –που δεν είναι ο εαυτός του– θα απαντήσει: Όχι! Κι όμως, ο ίδιος άνθρωπος ο ίδιος άνθρωπος αυτός, ο οποίος βλέπει όλην την ταπεινότητα αυτών των πράξεων, με την δική του θέληση, χωρίς να πειστεί από κανέναν και –το σύνηθες– ακόμα και για κανένα χρηματικό κέρδος αλλά μόνον από παιδική ματαιοδοξία (για έναν Σταυρό της Κίνας, ένα ψήγμα ταινίας ή κορδέλλας, μια τρίχα από αφέλειες) που του επιτρέπεται για λίγο να αγγίξει, θα μπει στον στρατό, θα γίνει πλημμελειοδίκης ή Δικαστής του Δικαστηρίου της Ειρήνης, επίτροπος, αρχιεπίσκοπος ή κλητήρας είτε εκκλησίας είτε πανεπιστημίου –αν και για να εκπληρώσει τα κριτήρια αυτών των θέσεων γραφείου, πρέπει να διαπράξει πράξεις την ταπεινότητα και την αδιαντροπία των οποίων δεν μπορεί να μην αναγνωρίζει.
Ξέρω ότι πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους θα προσπαθήσουν με υπερβολική βεβαιότητα και αυτοπεποίθηση να αποδείξουν ότι –ακόμα και οι Θεοί– έχουν λόγους που βλέπουν την θέση τους ως νόμιμη/νομιμοποιημένη και, μάλλον, αναποφεύκτως απαραίτητη. Θα πουν, για την άμυνά τους, ότι η εξουσία και η αυθεντία δίδεται από τον Θεό, ότι οι λειτουργίες του κράτους είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ευημερία της ανθρωπότητας, ότι η περιουσία δεν είναι αντιτιθέμενη προς τον Χριστιανισμό, ότι ο πλούσιος νέος άνδρας όχι μόνον πήρε την εντολή να πωλήσει όλα του τα υπάρχοντα και να διαδώσει στους φτωχούς εάν ήθελε να είναι τέλειος, ότι η υπάρχουσα διανομή της περιουσίας και του εμπορικού μας συστήματος πρέπει εσσαεί να παραμείνει όπως είναι (οι Θεοί) –και, μάλιστα, προς το συμφέρον των όλων– κ.ο.κ.
Όσο, όμως, κι αν προσπαθούν να εξαπατήσουν τους εαυτούς τους και άλλους, όλοι ξέρουν ότι αυτό που κάνουν αντιτίθεται σε όλες τις μορφές πίστεως που (οι Θεοί) διακηρύσσουν και, στα βάθη της ψυχής τους –όταν μένουν μόνοι με την συνείδησή τους– όλοι ντρέπονται και αισθάνονται άθλιοι με την εκ νέου ανάμνηση και ενθύμησή του, ειδικά εάν η ταπεινότητα της πράξης τους έχει υποδειχθεί ήδη σε αυτούς.
Ένας άνθρωπος της σημερινής ημέρας, είτε πιστεύει στην θεϊκότητα του Χριστού είτε όχι, δεν μπορεί να μην βλέπει• ότι το να βοηθά εν τη δυνάμει του τσάρου, του ιερέα/υπουργού, του κυβερνήτη ή του επιτρόπου ώστε να παίρνεται από μιαν φτωχή οικογένεια η τελευταία της αγελάδα για να ξοδευθούν οι φόροι σε κανόνια ή στην πληρωμή και τις συντάξεις των αργόσχολων γραφειοκρατών αξιωματικών που ζουν σε πολυτέλεια και είναι χειρότεροι κι από τους άχρηστους ή ώστε να μπαίνει στην φυλακή κάποιος άνθρωπος που εμείς οι ίδιοι έχουμε διαφθείρει και να πετάγεται η οικογένειά του στους δρόμους ή ώστε να γίνονται ληστείες και σφαγές στον πόλεμο ή ώστε να εντυπώνονται άγριοι και ειδω(λο)λατρικοί (νόμοι) του άγραφου και του υπερφυσικού (θρησκευτικού νόμου διανομής γαιών) στην θέση του νόμου του Χριστού ή ώστε να κατάσχεται η αγελάδα που ευρέθη στην χώρα ενός ανθρώπου –αν και ανήκει σε έναν άνθρωπο που δεν έχει καμίαν γη– ή ώστε κλέβεται ο εργάτης σε ένα εργοστάσιο μέσω της επιβολής προστίμων και ποινών για όλως τυχαίως εφθαρμένα άρθρα (ή) επειδή διέφθειρε τα άρθρα ή ώστε να κάνουν έναν φτωχό να πληρώσει 2 φορές την αξία του ο,τιδήποτε απλώς επειδή αυτός είναι στην πιο φρικτή φτώχεια: ούτε ένας άνθρωπος της σημερινής ημέρας δεν μπορεί να μην ξέρει ότι όλες αυτές οι πράξεις είναι ταπεινές και άξιες ονείδους και πως αυτοί οι εν δυνάμει δεν χρειάζεται να τις πράξουν, αφού όλοι τις ξέρουν.
Ξέρουν πως είναι λάθος αυτό που κάνουν και δεν θα τις έπρατταν για τίποτε στον κόσμο εάν είχαν την ισχύ να αντισταθούν στις δυνάμεις που κλείνουν τα μάτια τους στην εγκληματικότητα των πράξεών τους και τους παρακινούν να τις διαπράξουν.
Σε τίποτε δεν είναι πιο εμφανής ο κλυδωνισμός της ασυνέπειας και της έλλειψης συνοχής που έχει επιτύχει η σύγχρονη ζωή όσο στην παγκόσμια και οικουμενική στρατολόγηση η οποία είναι η έσχατος καταφυγή και η τελική έκφραση της βίας. Πράγματι, είναι μόνο και μόνον επειδή αυτό το κράτος του παγκόσμιου εξοπλισμού έχει εισαχθεί βαθμιαία, σταδιακά και ανεπαίσθητα και επειδή οι κυβερνήσεις έχουν εξασκήσει –για να το διατηρήσουν– κάθε πόρο και κάθε μέσο τρομοκράτησης, εκφοβισμού, διαφθοράς, εκβαρβαρισμού και βίας που δεν βλέπουμε την κατάφωρη ασυμφωνία του και έλλειψη σύνδεσής του με τις Χριστιανικές ιδέες και συναισθήματα από τα οποία διαποτίζεται ο σύγχρονος κόσμος.
Έχουμε τόσο συνηθίσει στην ασυνέπεια και στην έλλειψη σύνδεσης και συνοχής που δεν βλέπουμε όλην την φρικιαστική τρέλλα και ανηθικότητα των ανθρώπων οι οποίοι επιλέγουν ηθελημένα το επάγγελμα του σφαγέα λες και αποτελεί μιαν αξιοσέβαστη καριέρα, αθλίων φτωχών που υποκύπτουν στην στρατολόγηση ή, σε χώρες όπου η υποχρεωτική υπηρεσία δεν έχει εισαχθεί, ανθρώπων που εγκαταλείπουν εκουσίως μιαν ζωή εργατικότητας και φιλοπονίας για να στρατολογούν ως νεοσύλλεκτους στρατιώτες και να τους εκπαιδεύουν σαν δολοφόνους.
Εμείς ξέρουμε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι διακηρύσσουν πως είναι είτε Χριστιανοί είτε ανθρωπιστικών και φιλελευθέρων αρχών. Αυτοί ξέρουν ότι έτσι γίνονται εν μέρει υπεύθυνοι για τους πιο παρανοϊκούς, άσκοπους και βάρβαρους φόνους (διότι, μέσω της παγκόσμιας στρατολόγησης, γίνονται προσωπικά υπεύθυνοι). Κι όμως, όλοι υποκύπτουν σε αυτήν.
Ακόμα περισσότερο, στην Γερμανία όπου πρώτα εμφανίστηκε αρχικά η υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία, ο Caprivi έχει δώσει έκφραση σε ό,τι είχε έως τώρα συγκαλυφθεί με τόσην επιμέλεια: ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι που οι στρατιώτες θα πρέπει να σκοτώσουν δεν είναι μόνον ξένοι αλλά οι ίδιοι οι συμπατριώτες τους, ο ίδιος κατ’ εξοχήν εργαζόμενος λαός από τον οποίον και αυτοί επιλέγονται να εισαχθούν στον στρατό. Και αυτή η ομολογία, η παραδοχή, δεν έχει ανοίξει τα μάτια του λαού, δεν τους έχει τρομοκρατήσει! Εξακολουθούν να πηγαίνουν ως πρόβατα στην σφαγή και υποτάσσονται σε ό,τι τους ζητηθεί.
Και αυτό δεν είναι όλο: ο Αυτοκράτωρ της Γερμανίας έχει προσφάτως δείξει ακόμα πιο καθαρά ποια είναι τα καθήκοντα του στρατού, ευχαριστώντας και ανταμείβοντας έναν στρατιώτη επειδή δολοφόνησε έναν ανυπεράσπιστο πολίτη που έκανε την προσέγγισή του πλησίον του απρόσεκτα.
Ανταμείβοντας μιαν πράξη ανέκαθεν θεωρούμενη ως ταπεινή (δειλά, αμυδρά, το διέκριναν αυτό ακόμα και άνθρωποι στο χαμηλότερο επίπεδο ηθικής), ο William έδειξε ότι το ανώτατο καθήκον ενός στρατιώτη, αυτό που εκτιμάται περισσότερο από τις αρχές, είναι αυτό του εκτελεστή –και όχι ενός επαγγελματία εκτελεστή που δολοφονεί μόνο καταδικασμένους εγκληματίες αλλά έναν έτοιμο να σφαγιάσει κάθε αθώον άνθρωπο: στον κόσμο των εντολών.
Ούτε κι αυτό είναι όλο: στα 1892, ο ίδιος William, το ΤΡΟΜΕΡΟ ΠΑΙΔΙ- ENFANT TERRIBLE της κρατικής τυραννίας, ο οποίος λέει ανοιχτά ό,τι οι άλλοι άνθρωποι απλώς σκέφτονται, απευθυνόμενος προς ορισμένους στρατιώτες έδωσε δημόσια έκφραση στον ακόλουθο λόγο, ο οποίος μεταδόθηκε την επόμενη ημέρα σε χιλιάδες εφημερίδων: «Στρατολογηθέντες!» είπε «έχετε ορκιστεί αφοσίωση προς ΕΜΕΝΑΝ ενώπιον του βωμού και του ιερέα-λειτουργού του Θεού! Είστε ακόμα πολύ νέοι για να καταλάβετε όλην την σημασία και αξία όσων έχουν ειπωθεί εδώ. Μην μεριμνάτε και μην προνοείτε προ όλων των άλλων πραγμάτων παρά μόνο για να υπακούτε τις εντολές και τις οδηγίες που σας δίδονται. Έχετε ορκιστεί αφοσίωση ΠΡΟΣ ΕΜΕΝΑ, λεβέντες της φρουράς μου. ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΣΕΙΣ ΕΙΣΤΕ ΤΩΡΑ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, ότι ΜΟΥ ΕΧΕΤΕ ΔΟΘΕΙ ΣΩΜΑΤΙ ΤΕ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙ. Για εσάς, δεν υπάρχει τώρα παρά ένας εχθρός, ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ εχθρός. ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΡΣΙΑΣ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ ΠΩΣ ΕΓΩ ΣΑΣ ΔΙΑΤΑΖΩ ΝΑ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΣΑΣ, ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΣΑΣ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΗΤΕΡΕΣ ΣΑΣ –ΠΡΑΓΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ, ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ!– αλλά ακόμα και τότε είστε δεσμευμένοι να υπακούετε τις διαταγές μου χωρίς δισταγμό».
Αυτός ο άνθρωπος εκφράζει ό,τι σκέφτονται όλοι οι συνειδητά ευαίσθητοι ηγέτες αλλά προσεκτικώς και εσκεμμένως αποκρύπτουν.
Λέει ανοιχτά ότι οι στρατιώτες είναι στην ΔΙΚΗ ΤΟΥ υπηρεσία, στην ΔΙΚΗ ΤΟΥ διάθεση και πρέπει να είναι έτοιμος για την ΔΙΚΗ ΤΟΥ χάρη και συμφέρον να δολοφονήσει ακόμα και τα αδέρφια και τους γονείς του.
Με τις πιο αυταρχικές λέξεις, εκθέτει τίμια και ειλικρινά όλην την φρίκη και την εγκληματικότητα για την οποίαν οι άνθρωποι προετοιμάζονται εισερχόμενοι στον στρατό –και (σ)τα βάθη της ατίμωσης στα οποία πέφτουν όταν υπόσχονται υπακοή.
Ως τολμηρός υπνωτιστής, δοκιμάζει τον βαθμό της αναισθησίας του υπνωτισμένου υπηκόου/υποκειμένου. Αγγίζει το δέρμα του με ένα πυρακτωμένο σίδερο (ή) σιδηρούν σταυρό ερυθροβαμμένο στο αίμα, το δέρμα καπνίζει και καίγεται αλλά ο υπνοβάτης δεν ξυπνά.
Αυτός ο άθλιος, άνθρωπος ανόητος και μεθυσμένος από ισχύ, προσβάλλει και προκαλεί με αυτήν την έκφρασή του ό,τι μπορεί να είναι ιερό για έναν άνθρωπο του σύγχρονου κόσμου.
Κι όμως, πολύ πέραν από το να θιχτούν από αυτήν την πρόκληση, δεν την παρατήρησαν όλοι οι Χριστιανοί, οι φιλελεύθεροι και οι καλλιεργημένοι (άνθρωποι/λαοί).
Η έσχατη, η πιο ακραία δοκιμή τίθεται ενώπιον των ανθρώπων με την πιο πρωτόγονη μορφή της. Και δεν φαίνονται ούτε καν να προσέχουν και να σημειώνουν ότι είναι ένα τεστ, μια εξέταση, ότι υπάρχει κάποια δυνατότητα επιλογής σε αυτήν. Φαίνονται να σκέφτονται πως δεν υπάρχει καμία οδός ανοιχτή παρά η υποταγή των δούλων. Θα σκεφτόταν κανείς ότι αυτές οι παράλογες λέξεις –οι οποίες προκαλούν όλα, τα πάντα, όσα ένας άνθρωπος της σημερινής ημέρας κρατά μέσα του όσια και ιερά– θα πρέπει να εγείρουν την οργή.
Δεν έχει υπάρξει τίποτε αυτής της μορφής, ωστόσο.
Όλοι οι νέοι σε ολόκληρη την Ευρώπη εκτίθενται χρόνο με το χρόνο σε αυτό το πείραμα και –με πολύ λίγες εξαιρέσεις– αποκηρύσσουν όλα όσα ένας άνθρωπος μπορεί να θεωρεί και να φυλά ως ιερά, όλοι εκφράζουν την ετοιμότητά τους να σκοτώσουν τα αδέλφια τους, ακόμα και τους πατέρες τους (ή) ακόμα και οι πατέρες τους, στο άκουσμα της διαταγής και πρόσκλησης του πρώτου τρελλού πλάσματος που ντύνεται σαν σταυλάρχης με κοκκινόχρυσα στολίδια –και απλώς αναμένουν να τους ειπωθεί (ή) να ειπωθούν πού και πότε πρόκειται να σκοτώσουν.
Και είναι έτοιμοι, πράγματι.
Κάθε άγριος έχει κάτι το οποίο διατηρεί ιερό, κάτι για το οποίο είναι έτοιμος να υποφέρει, κάτι το οποίο δεν θα συγκατατεθεί να κάνει.
Τί είναι ιερό, όμως, για τον πολιτισμένον άνθρωπο του σήμερα;
Του λένε: «Πρέπει να γίνεις σκλάβος μου –και συμφωνείς πως αυτή η δουλεία μπορεί να σε αναγκάσει να σκοτώσεις ακόμα και τον πατέρα σου;» κι αυτός, συνήθως κάλλιστα εκπαιδευμένος, εξασκημένος σε όλες τις επιστήμες στο πανεπιστήμιο, ήσυχα-ήσυχα βάζει το κεφάλι του στον ζυγό.
Τον ντύνουν με το κοστούμι ενός κλώουν και τον διατάζουν να χοροπηδά και να κάνει αποψίλωση ταυτόχρονα, να περιστρέφεται και να γυρίζει κυκλικά σαν σπείρα twist, να υποκλίνεται και να τοξεύει και να σκοτώνει: τα κάνει όλα υποτακτικά.
Κι όταν τον αφήνουν να φύγει, φαίνεται πως τρέμει και γυρίζει ξανά στην προηγούμενη ζωή του και μετά συνεχίζει να συζητά για θέματα όπως η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η ελευθερία, η ισότητα και η αδελφότητα –οιονεί – ακριβώς όπως και πριν.
«Ναι μα τι πρέπει να κάνει κανείς;» ρωτούν συχνά οι άνθρωποι και οι λαοί με αυθεντική εμπλοκή (ή) μπερδεμένοι. «Αν μπορούσαν όλοι να αντισταθούν, αυτό κάτι θα ήταν αλλά, εγώ, μόνος μου, απλώς θα υποφέρω χωρίς να κάνω καλό σε κανέναν».
Και είναι αλήθεια αυτό.
Ένας άνθρωπος με την κοινωνική αντίληψη περί της ζωής δεν μπορεί να αντισταθεί.
Ο σκοπός της ζωής του είναι η προσωπική του ευημερία.
Είναι καλύτερο για την προσωπική του ευημερία –κατά την γνώμη του– να υποκύψει: και υποκύπτει.
Ό,τι κι αν του κάνουν, όσο κι αν τον βασανίζουν ή τον ταπεινώνουν, θα υποκύψει διότι, μόνος του, δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Δεν έχει καμίαν αρχή ή κανόνα για χάρη του οποίου θα μπορούσε να αντισταθεί στην βία μόνος.
Και αυτοί που τους ελέγχουν ποτέ δεν τους επιτρέπουν να ενωθούν μαζί.
Λέγεται συχνά ότι η εφεύρεση/έμπνευση των τρομερών όπλων καταστροφής θα θέσει ένα τέρμα στον πόλεμο.
Αυτό είναι λάθος.
Καθώς τα μέσα της εξάλειψης βελτιώνονται, τα μέσα συρρίκνωσης των ανθρώπων που μένουν σταθεροί στην κρατική νοοτροπία περί της ζωής ως προς την υποταγή (ή) κρατώντας την σε υποταγή –μπορούν να βελτιωθούν ώστε να ανταποκρίνονται καταλλήλως. Μπορεί να τους σφαγιάζουν κατά χιλιάδες, κατά εκατομμύρια, μπορεί να τους τεμαχίζουν σε κομμάτια, εξακολουθούν ωστόσο να βαδίζουν προς τον πόλεμο σαν αναίσθητα κοπάδια.
Μερικοί θα θέλουν να τους κάνουν (τους Θεούς) να κινηθούν με κτυπήματα και ξύλο, άλλοι θα είναι υπερήφανοι να κινηθούν αν τους επιτραπεί να φορέσουν απομεινάρια από ταινίες και κορδέλλες ή χρυσές δαντέλλες.
Και αυτή η μάζα ανθρώπων τόσο εκβαρβαρισμένων ώστε να είναι έτοιμοι να υποσχεθούν πως θα σκοτώσουν τους γονείς τους, οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές –συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές και αναρχιστές– προτείνουν να σχηματίσουν μιαν κοινωνία λογική και ηθική.
Ποιά μορφή ηθικής και λογικής κοινωνίας μπορεί να σχηματιστεί από αυτά τα στοιχεία; Με στρεβλές και σάπιες επενδύσεις ξύλων δεν μπορείς να χτίσεις έναν οίκο, όπως κι αν τις βάλεις όλες μαζί.
Και ο σχηματισμός μιας λογικής ηθικής κοινωνίας με αυτούς τους ανθρώπους είναι –ακριβώς– μια αποστολή οιονεί απίθανη.
(Οι Θεοί) Δεν μπορούν να σχηματιστούν σε τίποτα –μόνο σε μιαν ορδή αγέλης, οδηγημένη σε κάθε της πλευρά από τις φωνές και τα μαστιγώματα των ποιμένων.
Και αυτό ακριβώς είναι.
Ώστε, λοιπόν, έχουμε έτοιμη την μια με ανθρώπους που αυτό(από)καλούνται Χριστιανοί και διακηρύσσουν τις αρχές της ελευθερίας, ισότητας και αδελφότητας και, παράλληλα, την άλλη –εν ονόματι της ελευθερίας– έτοιμη κι αυτήν να υποταχθεί στην ατίμωση την πιο δουλική και σ(κ)λάβικη, εν ονόματι της ισότητας να αποδεχθεί την πιο βίαιη και άνευ νοήματος διαίρεση των ανθρώπων με βάση κριτήρια από εξωτερικούς τύπους απλώς σε ανώτερες και χαμηλότερες τάξεις, συμμάχους και εχθρούς και, τέλος (εν ονόματι της αδελφότητας) έτοιμη να σκοτώσει και να αφανίσει τα αδέλφια τους.
Το γεγονός πως εν μέσω ορισμένων εθνών, όπως το Αγγλικό και το Αμερικανικό, η στρατιωτική υπηρεσία δεν είναι υποχρεωτική (αν και ακούει κανείς ήδη ότι υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν ένθερμα πως πρέπει να γίνει/να δημιουργηθέί) δεν επηρεάζει την δουλικότητα των πολιτών προς την κυβέρνηση «εν αρχή». Ιδού, εμείς πρέπει να εκπληρώσουμε τις εντολές «ή ταν ή επί τας» και «ουκ εν πολέμω θνήξεις», εκεί αυτοί (οι Θεοί), πρέπει ο καθένας να αποδώσει τον καρπό της εργασίας τους ώστε να πληρώσει για την συλλογή, στρατολόγηση και εκπαίδευση των στρατιωτών.
Η αντίφαση ανάμεσα στην ζωή και στην συνείδηση και στην δυστυχία (ή) και η δυστυχία που προκύπτει εξ αυτής έχουν αγγίξει το ακραίο όριο και δεν μπορούν να προχωρήσουν, έτι περαιτέρω.
Η κρατική οργάνωση της ζωής που βασίζεται στην βία (ο σκοπός της οποίας ήταν η ασφάλεια της προσωπικής, οικογενειακής και κοινωνικής ευημερίας) έχει φθάσει στο σημείο να απορρίπτει και να αρνείται τα ίδια τα αντικείμενα κατ’ εξοχήν για τα οποία δημιουργήθηκε/ιδρύθηκε. Έχει συρρικνώσει τους ανθρώπους στην απόλυτη αποκήρυξη και απώλεια της ευημερίας την οποίαν επρόκειτο να ασφαλίσει.
Το πρώτο κομμάτι της προφητείας έχει εκπληρωθεί στην γέννηση των ανθρώπων που δεν έχουν αποδεχθεί την διδασκαλία του Χριστού.
Οι απόγονοί τους έχουν φερθεί τώρα στην απόλυτη αναγκαιότητα να μιλήσουν γρήγορα για την αλήθεια του δευτέρου κομματιού με το πείραμα της εμπειρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου