*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

"ΙΔΟΥ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΕΣΤΙΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11" ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΫ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΑΝΑΣΤΗΘΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΘΕΣΕΙ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΤΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΒΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ, ΟΠΟΤΕ ΚΙ ΑΝ ΕΠΙΤΕΥΧΘΕΙ ΑΥΤΟ
Η θέση της Χριστιανικής ανθρωπότητας/ανθρωπιάς με τις φυλακές της, τις γαλλέρες των δούλων, τις κρεμάλες, τα εργοστάσιά της και την συγκέντρωση του κεφαλαίου, τις εκκλησίες, τα παλάτια του (οίνο)πνεύματος, τα αδειοδοτημένα πορνεία, τους διαρκώς αυξανόμενους εξοπλισμούς και τα εκατομμύριά τηςτων βαρβαροποιημένων ανθρώπων, όλων έτοιμων –σαν τα αλυσοδεμένα σκυλιά– να επιτεθούν ενάντια σε όποιον τα διατάξει με τις εντολές του ο κάτοχος μάστερ δάσκαλός τους θα ‘μοιαζε τρομερή, πράγματι, αν ήταν το προϊόν της βίας.
Είναι, όμως –και μάλιστα, στον ανώτατο βαθμό– το προϊόν της κοινής γνώμης. Ό,τι έχει δημιουργηθεί, στερεωθεί και εδραιωθεί από την κοινή γνώμη, ωστόσο μπορεί και να καταστραφεί από την κοινή γνώμη –και πράγματι, ήδη καταστρέφεται μέσω της κοινής γνώμης.
Πόσο ακατανίκητη θα σου φαινόταν, πράγματι, η ισχύς! αν λάμβανες χρήματα διασπαθισμένα σε ασωτίες από εκατοντάδες εκατομμύρια, δεκάδες εκατομμύρια πειθαρχημένων πληρωμάτων του στρατού, όπλα εκθαμβωτικής καταστρεπτικής δύναμης, όλες (τις/τους) οργανώσεις/οργανισμούς που έχουν έλθει στο υψηλέστερο σημείο τελειοποιήσεως, έναν ολόκληρο στρατό ανδρών επιφορτισμένων με το καθήκον να εξαπατούν και να υπνωτίζουν τον λαό: και όλα αυτά μέσω του ηλεκτρισμού ο οποίος εκμηδενίζει την απόσταση, υπό τον άμεσον έλεγχο ανθρώπων που θεωρούν αυτήν την μορφή οργάνωσης/οργανισμού της κοινωνίας όχι μόνον ως απαραίτητο για τα κέρδη αλλά ακόμα και για την αυτοδιατήρηση και, επομένως, εξασκούν κάθε προσπάθεια της εφευρετικότητάς τους για να την/τον διατηρήσουν.
Κι όμως –χρειάζεται απλώς και μόνο να φανταστούμε για μιαν στιγμή αυτό που αναπόφευκτα θα έλθει αμέσως μετά: δηλαδή, το Χριστιανικό κοινωνικό επίπεδο των κανόνων ηθικής το οποίο θα αντικαταστήσει το κοινωνικό επίπεδο ειδωλολατρείας των εθνικών κρατών και θα στερεωθεί και θα εγκατασταθεί με την ίδιαν ισχύ και παγκόσμια οικουμενικότητα που η πλειοψηφία των ανθρώπων θα ντραπούν να συμμετέχουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην βία ή στην αξιοποίηση κερδών από την εκμετάλλευσή της –όπως σήμερα που είναι κλέφτες και ληστές ενώ εκλιπαρούν και δειλιάζουν– και βλέπουμε αμέσως ολόκληρον αυτόν τον σύνθετον και φαινομενικά πανίσχυρον οργανισμό/οργάνωση της κοινωνίας να πέφτει σε ερείπια από μόνος του και χωρίς κανέναν αγώνα καν.
Για να γίνει αυτό, μάλιστα, τίποτα καινούργιο δεν χρειάζεται να τεθεί μπρος στα μάτια των ανθρώπων. Αν αφεθεί απλώς να διαλυθεί η καταχνιά η οποία καλύπτει από τα μάτια των ανθρώπων την αληθινή σημασία ορισμένων πράξεων βίας, η εκπηγάζουσα Χριστιανική κοινή γνώμη θα κατακλύσει την εκλείπουσα κοινή γνώμη που επέτρεψε και δικαιολόγησε πράξεις βίας. Χρειάζεται μόνον οι άνθρωποι να καταλήξουν να ντρέπονται τόσο πολύ να κάνουν πράξεις βίας, να βοηθούν σε αυτές ή να αποκομίζουν κέρδος εξ αυτών όσο και τώρα ντρέπονται αν τους αποδοθεί έστω και αυτή η κατηγορία ή όσο θα ντρέπονταν αν τους έβγαινε η φήμη πως είναι ληστές, κλέφτες, δειλοί ή ζητιάνοι. Αυτή η αλλαγή ήδη ξεκινά να λαμβάνει χώρα.
Δεν το προσέχουμε, όμως, ακριβώς όπως δεν προσέχουμε και την κίνηση της γης –διότι κινούμαστε μαζί με ό,τι συλλήβδην κινείται γύρω μας.
Είναι αλήθεια ότι η οργάνωση/οργανισμός της κοινωνίας παραμένει στα πιο κύρια χαρακτηριστικά της εξίσου μια οργάνωση/οργανισμός βασισμένη στην βία όπως ήταν πριν χίλια χρόνια πριν ή, ακόμα, φαίνεται ακόμα και πιο βάρβαρος, βρούτος –από ορισμένες απόψεις, ειδικά ως προς την προετοιμασία για πόλεμο αλλά και στον ίδιο αφ’ εαυτού τον πόλεμο.
Ωστόσο, το ανατέλλον Χριστιανικό ιδεώδες το οποίο πρέπει σε ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης να αντικαταστήσει το ιδεώδες ζωής των εθνικών κρατών ήδη κάνει την επιρροή του αισθητή.
Ένα δένδρο νεκρό μπορεί να στέκεται, προφανώς, όρθιο και στητό όσο ποτέ ή μπορεί να φαίνεται ότι είναι ορθό επειδή έχει χοντρό κορμό –αλλά είναι σάπιο ως τον πυρήνα και την καρδιά της κόρης του οφθαλμού του και πρέπει σύντομα να πέσει.
Αυτό γίνεται και με την παρούσα οργάνωση/τάξη/εντολή της κοινωνίας –που βασίζεται στην βία.
Η εξωτερική όψη είναι αμετάβλητος, απαράλλακτος.
Υφίσταται η ίδια διαίρεση/διάκριση καταπιεζόντων και καταπιεζομένων αλλά πλέον η άποψή τους περί της σημασιοδότησης και της αξιοπρέπειας των σχετικών, αντιστοίχως, θέσεών τους δεν είναι αυτή που ήταν κάποτε.
Οι τύραννοι (δηλαδή αυτοί που συμμετέχουν στην κυβέρνηση) και αυτοί που εκμεταλλεύονται και αποκτούν κέρδη από την τυραννία και την καταπίεση (δηλαδή, οι πλούσιοι) δεν φαντάζονται πια –όπως κάποτε– (ή, όπως κάποτε οι Θεοί) προκειμένου να επιτύχουν ό,τι κάποτε ήταν ο υψηλότερος στόχος των καταπιεσμένων πως αυτοί οι ίδιοι είναι οι εκλεκτοί εκ του κόσμου και πως αυτοί συνθέτουν/αποτελούν το ιδεώδες της ανθρώπινης ευτυχίας και του ανθρωπίνου μεγαλείου (ή, πως οι Θεοί είναι οι εκλεκτοί και συνθέτουν το ιδεώδες).
Ολοένα και περισσότερο συχνό είναι τώρα το φαινόμενο να μην είναι οι καταπιεσμένοι αυτοί που επιχειρούν να πάρουν την θέση των τυράννων και να προσπαθούν να τους μιμηθούν αλλά, αντιθέτως, είναι οι τύραννοι που εκουσίως εγκαταλείπουν και αφήνουν τα πλεονεκτήματα της θέσης τους, προτιμούν την κατάσταση και τις συνθήκες των καταπιεσμένων και επιχειρούν να τους μοιάσουν ως προς την απλότητα της ζωής τους. Για να μην μιλήσω περί των καθηκόντων και ασχολιών τύπου κατοχής που τώρα ανοιχτά όλοι απεχθάνονται (όπως αυτών των κατασκόπων, πρακτόρων της μυστικής αστυνομίας, δανειστών και φοσοσυλλεκτών), υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός επαγγελμάτων που προηγουμένως θεωρούνταν αξιοσέβαστα (όπως αυτά των αξιωματούχων της αστυνομίας, αυλοκολάκων, δικαστών αλλά και των λειτουργών της διοικήσεως, ιερέων του κλήρου, αξιωματικών του στρατού, σπεκουλαδόρων και τραπεζιτών) που δεν θεωρούνται πλέον θέσεις επιθυμητές απ’ όλους ή ακόμα και περιφρονούνται από έναν συγκεκριμένο κύκλο, αυτόν των περισσότερο αξιοσέβαστων ανθρώπων. Υπάρχουν ήδη άνθρωποι που εθελουσίως εγκαταλείπουν αυτά τα επαγγέλματα που κάποτε αναγνωρίζονταν ως ανεπίληπτα και μη επιδεχόμενα ψόγου και προτιμούν λιγότερο προσοδοφόρες επαγγελματικές κλίσεις που δεν συνδέονται κατά καμίαν οδό με την χρήση βίας. Υπάρχουν ακόμα και πλούσιοι οι οποίοι παραιτούνται της επίκτητης, κληρονομημένης περιουσίας τους –όχι από θρησκευτικό συναίσθημα αλλά απλώς δια μέσου ειδικής ευαισθησίας προς το κοινωνικό επίπεδο που έρχεται στην επιφάνεια– επειδή πιστεύουν ότι ένας άνθρωπος μπορεί μόνο δικαίως και επαξίως να καταναλώσει ό,τι έχει κερδίσει από την δική του κοπιαστική εργασία.
Η θέση ενός κυβερνητικού αξιωματούχου (ή) Η θέση μιας επίσημης κυβέρνησης ή ενός πλουσίου ανθρώπου δεν είναι πλέον οιονεί αυτή που ‘ταν και εξακολουθεί να είναι στους μη Χριστιανικούς λαούς, θεωρούμενη ως εξ ανάγκης αξιοσέβαστη και σεβαστή όντως –υπό την ειδική και εξαιρετική ευλογία του Θεού. Οι πιο λεπτεπίλεπτοι, σε ενδιάφερουσα από απόψεως ηθικής άνθρωποι (αυτοί είναι, γενικότερα, οι πιο καλλιεργημένοι άνθρωποι) αποφεύγουν αυτές τις θέσεις και στάσεις και προτιμούν περισσότερο ταπεινές κλήσεις ή κλίσεις που δεν εξαρτώνται από την χρήση της βίας.
Οι καλύτεροι άνθρωποι εκ των νέων μας, την ηλικιακή εποχή που είναι ακόμα αδιάφθαρτοι/αδιάφθοροι από την ζωή και επιλέγουν μιαν καριέρα, προτιμούν να επαγγέλλονται και να καλούνται ιατροί, δόκτωρες, μηχανικοί, διδάσκαλοι, καλλιτέχνες, συγγραφείς (ή ακόμα και με τον τίτλο αυτού του απλού αγρότη που ζει με την δική του εργασία και τον δικό του κάματο) σε σύγκριση με τις θέσεις των νόμιμων, διοικητικών, κληρικών και στρατιωτικών που πληρώνονται από την κυβέρνηση ή από μιαν βαρετή κι ακάματη ύπαρξη απραξίας που ζει/ζουν από τα εισοδήματά τους.
Τα μνημεία, τα αναμνηστικά και τα απομνημονεύματα δεν τα ‘χουν στήσει πια αυτές τις ημέρες ορθά προς τιμήν των αξιωματούχων της κυβερνήσεως ή των στρατηγών ή, ακόμα λιγότερο, των πλουσίων αλλά μάλλον προς τιμήν των καλλιτεχνών, των ανθρώπων της επιστήμης και των εφευρετών, προσώπων δηλαδή που δεν έχουν τίποτε κοινό (ή) από κοινού με την κυβέρνηση και –το σύνηθες– έχουν συγκρουστεί μαζί της. Αυτοί –οι Θεοί– είναι οι άνθρωποι των οποίων οι έπαινοι και οι ύμνοι εορτάζονται στην ποίηση, που τιμώνται από την γλυπτική και γίνονται δεκτοί κάθε θριαμβευτική Πεντηκοστή χιλιετία.
Οι καλύτεροι άνθρωποι της ημέρας μας προσπαθούν όλοι να επιτύχουν αυτούς τους τόπους τιμής.
Κατά συνέπεια, η τάξη από την οποίαν αντλούνται/έλκονται οι πλούσιοι και (οι) κυβερνητικοί αξιωματούχοι γίνεται ελλάσων σε αριθμό και μικρότερη σε ευφυΐα και εκπαίδευση –και πέφτει ακόμα χαμηλότερα από ηθικής απόψεως. Ώστε, άρα, σήμερα η πλούσια τάξη και οι (πλούσιοι) άνθρωποι επί κεφαλής της κυβερνήσεως δεν συνθέτουν, όπως το έκαναν σε προηγούμενες ημέρες, την ΕΛΙΤ της κοινωνίας∙ αντιθέτως, είναι κατώτεροι σε σχέση με την μεσαία τάξη.
Στην Ρωσσία και στην Τουρκία όπως στην Αμερική και στην Γαλλία, ωστόσο –όσο συχνά κι αν η κυβέρνηση αλλάζει τους αξιωματούχους και τους γραφειοκράτες της– η πλειοψηφία εξ αυτών είναι εγωϊστικής και διεφθαρμένης φύσεως, ενός τόσο ταπεινού ηθικού επιπέδου που δεν εγείρονται ούτε καν για να ανταποκριθούν στις στοιχειώδεις απαιτήσεις και αξιώσεις της κοινής τιμιότητος που προσδοκά εξ αυτών η κυβέρνηση.
Μπορεί να ακούει συχνά σήμερα κανείς από πρόσωπα σε θέσεις εξουσίας με αφέλεια το παράπονο ότι οι καλύτεροι άνθρωποι συνοδεύονται ανέκαθεν από κάποιαν περίεργη και μοιραία –όπως τους εμφανίζεται αυτή– ατυχία που τους φέρνει να βρίσκονται στο στρατόπεδο των εχθρών (λες και πρόκειται να βρεθούν άνθρωποι που θα παραπονεθούν επειδή αυτοί που δέχθηκαν την θέση τους στην κρεμάλα ήταν όλοι πρόσωπα που συνοδεύονταν –με μιαν περίεργη μοιρολατρία– από μιαν πολύ μικρή εκλέπτυνση ή ομορφιά χαρακτήρος).
Οι πιο καλλιεργημένοι και εκλεπτυσμένοι άνθρωποι ή λαοί της κοινωνίας μας δεν πρόκειται να βρεθούν σήμερα εν μέσω των πολύ πλουσίων, όπως συνήθως ήταν ο κανόνας στο παρελθόν. Οι πλούσιοι βασικά είναι κύρια άξεστοι και ακαλλιέργητοι ερευνητές που σκάβουν για χρήματα, απορροφημένοι μόνο στην αύξηση των θησαυρών που συγκεντρώνουν –γενικά, με άτιμα μέσα– ή, αλλιώς, είναι οι εκφυλισμένοι κληρονόμοι αυτών των ερευνητών που σκάβουν για να βρουν τις ρίζες του χρήματος: αυτοί, πολύ πέραν του να παίζουν οποιονδήποτε επιφανή ρόλο στην κοινωνία, είναι κυρίως που αντιμετωπίζονται με το γενικό μίσος.
Παρ’ όλα τα γεγονότα σύμφωνα με τα οποία η τάξη (από την οποία αντλώνται/έλκονται οι υπηρέτες της κυβερνήσεως και οι πλούσιοι) αυξάνεται με διαρκώς μικρότερο ρυθμό σε αριθμό και στενή, πιο μικρή σε διάμετρο πεδίου, δεν αποδίδει πλέον η ίδια την ίδια σημασία και αξία στις αντίστοιχες θέσεις τους όπως κάποτε∙ συχνά, ντρέπεται για την ατίμωση της επαγγελματικής τους κλίσης με αποτέλεσμα και αυτοί να μην εκτελούν τα καθήκοντα τα οποία έχουν δεσμευθεί να εκτελέσουν εκ της θέσεώς τους.
Βασιλείς και αυτοκράτορες σπανίως κυβερνούν καν∙ σπανίως κρίνουν ακόμα και για μιαν εσωτερική μεταρρύθμιση ή για μιαν κατάληψη ξένου τόπου στην εξωτερική πολιτική. Ως επί το πλείστον, αφήνουν το θέμα της απόφασης ζητημάτων αυτής της μορφής σε κυβερνητικούς θεσμούς ή στην κοινή γνώμη. Όλα τους τα καθήκοντα αποκτούν την ελάσσονα μορφή αντιπροσώπευσης της ενότητος και της μεγαλειότητος της κυβερνήσεως.
Ακόμα κι αυτό το καθήκον το εκτελούν λιγότερο και λιγότερο επιτυχημένως. Η πλειοψηφία εξ αυτών δεν συνεχίζει το παλαιό άψογο και άμεμπτο μεγαλείο αλλά εκδημοκρατικοποιείται ολοένα και περισσότερο –ή και εκβαρβαρίζεται ακόμα– αφήνοντας στην άκρη το πρεστίζ του εξωτερικού κύρους που τους απέμενε και, ως εκ τούτου, καταστρέφει ό,τι κατ’ εξοχήν ήταν ο σκοπός λειτουργίας τους να διατηρήσει.
Είναι το ίδιο ακριβώς αυτό που συμβαίνει με τον στρατό.
Οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι του υψηλοτέρου βαθμού, αντί να ενθαρρύνουν στους στρατιώτες τους στην βαρβαρότητα και στην θηριωδία που είναι αναγκαία για το έργο τους, διαδίδουν την εκπαίδευση εν μέσω των στρατών, αποτυπώνουν εγχαράκτως την ανθρωπιά και, κατά το σύνηθες, μοιράζονται και οι ίδιοι τις σοσιαλιστικές ιδέες των μαζών και αποκηρύσσουν τον πόλεμο.
Στις τελευταίες συνωμοσίες που εκτυλίχθηκαν εσχάτως ενάντια στην Ρωσσική Κυβέρνηση πολλοί εκ των συνωμοτών βρίσκονταν στον στρατό. Ο αριθμός των δυσαρεστημένων στον στρατό είναι πάντα αυξημένος. Και συχνά εμφανίζεται το φαινόμενο (υπήρξε, πράγματι, μια υπόθεση εντός των λίγων αυτών εσχάτων ημερών) που, όταν καλούνται να καταπνίξουν τις ταραχές, αρνούνται να πυροβολήσουν κατά του λαού.
Η αποκόμιση κερδών από τις στρατιωτικές εκμεταλλεύσεις καταδικάζονται ανοιχτά από τους ίδιους τους στρατιωτικούς και συνθέτουν συχνά το υποκείμενο/το θέμα αστείων και χωρατών μεταξύ τους.
Είναι το ίδιο που συμβαίνει με τους δικαστές και τους δημόσιους κατηγόρους. Οι δικαστές –των οποίων το καθήκον είναι να κρίνουν και να καταδικάζουν εγκληματίες– διεξάγουν τις διαδικασίες έτσι ώστε να τους αποκαταστήσουν την φήμη, να τους «ξεπλύνουν» και να τους αποδώσουν, όσο το δυνατόν, πιο λευκούς.
Το αποτέλεσμα είναι η Ρωσσική Κυβέρνηση, για να προωθήσει την έκδοση και την καταδίκη αυτών που επιθυμούν να τιμωρήσει/τιμωρήσουν ποινικά, δεν τους εμπιστεύεται ποτέ στα συνήθη δικαστήρια αλλά τους θέτει σε δίκη ενώπιον στρατοδικείου –το οποίον είναι μόνο και μόνο μια παρωδία δικαιοσύνης. Οι ίδιοι αφ’ εαυτών οι Εισαγγελείς συχνά αρνούνται να προχωρήσουν στις σχετικές διαδικασίες –και ακόμα κι όταν προχωρούν (συχνά σε αντίθεση με τον νόμο) στην πραγματικότητα υπερασπίζονται αυτούς που θα έπρεπε να κατηγορούν.
Οι πολυμαθείς μορφωμένοι νομικοί των οποίων επιχείρηση είναι να δικαιολογούν/δικαιώνουν την βία της εξουσίας εμφανίζονται ολοένα και με μεγαλύτερη προδιάθεση να αρνηθούν το δικαίωμα της απονομής ποινής και να το αντικαταστήσουν με θεωρίες περί ανευθυνότητας ή ακόμα και περί ηθικής παράνοιας με σκοπό να προτείνουν την αντιμετώπιση αυτών που οι ίδιοι καλούν ως εγκληματίες μόνο μέσω ιατρικής, φαρμακευτικής αντιμετώπισης.
Δεσμοφύλακες και επιθεωρητές, επόπτες στις γαλλέρες, είναι αυτοί που γίνονται γενικότερα οι υπερασπιστές αυτών που θα όφειλαν να υποβάλουν σε μαρτύρια. Οι αξιωματούχοι της αστυνομίας και οι ντετέκτιβ βοηθούν διαρκώς την απόδραση αυτών που θα όφειλαν να συλλαμβάνουν.
Ο κλήρος κηρύττει ανοχή –ή, και ακόμα σε ορισμένες περιπτώσεις καταδικάζει την χρήση βίας– ενώ οι πιο μορφωμένοι εξ αυτών επιχειρούν στα κηρύγματά τους να αποφύγουν την ίδια αυτή κατ’ εξοχήν πλάνη και απάτη που είναι η βάση της θέσεώς τους και την οποίαν είναι καθήκον τους να στηρίζουν.
Οι δήμιοι και οι εκτελεστές αρνούνται να εκτελέσουν τα λειτουργήματά τους κι έτσι –στην Ρωσσία η θανατική ποινή δεν μπορεί να εκτελεστεί λόγω έλλειψης/στέρησης των δημίων. Παρ’ όλα τα δωρεάν προνόμια που απονέμονται στους ανθρώπους αυτούς –οι οποίοι επιλέγονται από τους καταδίκους– υπάρχει ένας διαρκώς μειωμένος αριθμός εθελοντών για την θέση.
Κυβερνήτες, αστυνομικοί αξιωματούχοι, συλλέκτες φόρων έχουν συχνά συμπάθεια και συμπόνοια για τον λαό και προσπαθούν να βρουν προσχήματα για να μην παίρνουν από αυτούς τους φόρους. Οι πλούσιοι δεν βρίσκουν ανάπαυση στην σπατάλη του πλούτου τους μόνο για τον εαυτό τους και τον διασπαθίζουν άσωτα σε έργα δημοσίας ωφέλειας. Οι γαιοκτήμονες κτίζουν σχολεία και νοσοκομεία με την περιουσία τους (ή) επί της περιουσίας τους και μερικοί ακόμα και εγκαταλείπουν την ιδιοκτησία της γης τους και την μεταφέρουν στους καλλιεργητές ή δημιουργούν κοινότητες επ’ αυτής. Ιδιοκτήτες μύλων,[1] μηχανών, εργοστασίων κτίζουν νοσοκομεία, σχολεία, τράπεζες ασφαλείας και σωτηρίας, άσυλα και κατοικίες για τους εργαζομένους τους. Μερικοί εξ αυτών σχηματίζουν συνεργατικές συνενώσεις (κολλεκτίβες) στις οποίες έχουν κοινές μοίρες, μερίδια μετοχών με τους ίδιους όρους και συνθήκες όπως οι άλλοι: ακραίες.
Οι καπιταλιστές ξοδεύουν ένα τμήμα του κεφαλαίου τους σε εκπαιδευτικά, καλλιτεχνικά, φιλανθρωπικά και άλλα δημόσια ιδρύματα.
Και πολλοί –που δεν είναι ίσοι ως προς την κατάληψη (να καταλάβουν δηλαδή) ότι πρέπει να αποχωρήσουν με τον πλούτο τους στην διάρκεια της ζωής τους, τον αφήνουν στις διαθήκες τους (ή, κατά βούλησιν) σε δημόσια ιδρύματα.
Όλα αυτά τα φαινόμενα θα μπορούσαν να φανούν πως είναι απλές εξαιρέσεις –πλην, όμως, μπορούν όλα να βρουν σημεία αναφοράς σε έναν κοινό σκοπό/ αιτία.
Ακριβώς και ομοίως όπως θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τα πρώτα φύλλα στα δένδρα που πολλαπλασιάζονται και αναπαράγονται οιονεί τον Απρίλη πως είναι εξαιρέσεις (και όχι εξαιρετικά αφ’ εαυτών) αν δεν ξέραμε ότι όλα (Θεοί) έχουν έναν κοινό σκοπό/αιτία –την άνοιξη– και πως αν βλέπουμε τα κλαδιά/μπρατσάκια σε ορισμένα κορμιά δένδρων να βλασταίνουν/πυροβολούν και να ανθίζουν/να ανάβουν πράσινο τότε είναι σίγουρο ότι σύντομα θα κάνουν όλα το ίδιο.
Αυτό συμβαίνει με την εκδήλωση, εμφάνιση και διακήρυξη του Χριστιανικού κανόνα/«επιπέδου» περί της βίας και όλων όσων βασίζονται στην βία (ή) –και όλο αυτό στηρίζεται στην βία.
Αν αυτός ο κανόνας ήδη επηρεάζει μερικά, τα πιο εντυπωσιακά/εντυπωσιασμένα, και εξαναγκάζει το καθένα στην δική του σφαίρα να αφήνει τα οφειλήματα που βασίζονται στην χρήση βίας, τότε η επιρροή του θα εξαπλώνεται περαιτέρω και περαιτέρω ώσπου μεταμορφώνει όλην την οργάνωση/τάξη/εντολή των πράξεων των ανθρώπων και την βάζει ώστε να έρχεται σε συμφωνία με το Χριστιανικό ιδεώδες το οποίο είναι ήδη μια ζωντανή δύναμη στην πρωτοπορεία του κινήματος της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς.
Αν υπάρχουν τώρα κυβερνήτες, βασιλείς, κυρίαρχοι και ηγέτες βάσει κανόνων που δεν αποφασίζουν σε κανένα βήμα της προσωπικής τους εξουσίας, που προσπαθούν να γίνουν όσο το δυνατόν πιο ανόμοιοι από τους μονάρχες αλλά όσο το δυνατόν περισσότερο (ή) όσο δυνατοί, σταράτα και καθαρά, θνητοί (ή) οι θνητοί και ανακοινώνουν την ετοιμότητά τους απλώς να παραδώσουν τα προνόμιά τους και να γίνουν οι πρώτοι πολίτες μιας ρεπούμπλικας, αν υπάρχουν ήδη στρατιώτες[2]
που συνειδητοποιούν όλην την αμαρτωλότητα και την απώλεια του πολέμου και δεν είναι πρόθυμοι να πυροβολούν ανθρώπους ίτε/ είτε της δικής τους χώρας είτε μιας ξένης, δικαστές και κατήγοροι που δεν τους αρέσει να δικάζουν και να καταδικάζουν εγκληματίες, ιερείς που αποκηρύσσουν την πλάνη, φοροσυλλέκτες που προσπαθούν να εκτελούν κατ’ ελάχιστον –όπως ο Λιστ– τα καθήκοντά τους και πλούσιοι που απαρνούνται τον πλούτο τους, τότε το ίδιο αναποφεύκτως θα συμβεί και σε άλλους ηγέτες, αυτοκράτορες, βασιλείς, σε άλλους στρατιώτες, σε άλλους δικαστές και κριτές, ιερείς, τελώνες και πλουσίους.
Και όταν δεν υπάρχουν πια άνθρωποι πρόθυμοι να εκπληρώνουν αυτές τις θέσεις και αυτά τα αξιώματα, τότε θα χάνονται όλα.
Αυτή δεν είναι η μοναδική οδός, ωστόσο, με την/στην οποίαν οδηγεί η κοινή γνώμη τους ανθρώπους στην κατάργηση της επικρατούσας τάξης/ οργάνωσης/εντολής και η/την/στην αντικατάσταση με μιαν νέα.
Καθώς οι θέσεις, οι στάσεις και τα αξιώματα που βασίζονται στον κανόνα της βίας γίνονται λιγότερο ελκυστικές και λιγότερες ομάδες ανθρώπων βρίσκονται που είναι πρόθυμοι να τις εκπληρώσουν, τόσο περισσότερο θα είναι εμφανής η μη χρησιμότητά των.
Απανταχού στο σύνολο του Χριστιανικού κόσμου κατά κανόνα οι ίδιοι κυβερνώντες και οι ίδιες κυβερνήσεις, τα ίδια στρατά, τα ίδια νομικά δικαστήρια, οι ίδιοι αρχιτελώνες, οι ίδιοι κληρικοί, οι ίδιοι πλούσιοι, γαιοκτήμονες, κατασκευαστές και καπιταλιστές όπως ποτέ άλλοτε –αλλά η στάση του κόσμου προς αυτούς και η δική τους στάση αναμεταξύ τους έχει αλλάξει συλλήβδην.
Οι ίδιοι κυρίαρχοι εξακολουθούν να έχουν τα ίδια ακροατήρια και συνεντεύξεις, κυνηγετικά σαφάρια και συμπόσια απονομής βραβείων, μπαλλάκια χορών και γκολφ και ομοιόμορφες στολές, υπάρχουν τα ίδια διπλώματα, οι ίδιοι διπλωμάτες και οι ίδιες διπλωματικές εργασίες και οι διπλωματικές αντιπροσωπείες διαπραγματεύσεων και της διπλωματικής επιστήμης για την χρονολόγηση και διαπίστωση της αυθεντικότητας εγγράφων αλλά και η ίδια προμελέτη περί συμμαχιών και πολέμων, υπάρχουν ακόμα τα ίδια κοινοβούλια με τις ίδιες ζωντανές συζητήσεις και αγορεύσεις περί του Ανατολικού ζητήματος και της Αφρικής ακόμα, περί των συνθηκών και παραβιάσεως των συνθηκών και του Συντάγματος Οίκου[3] και της ώρας της 8ας ημέρας (ή) του 8ώρου, μια ομάδα υπουργών/ιερέων που αντικαθιστά μιαν άλλη κατά την ιδίαν οδό/μέθοδο και οι ίδιοι λόγοι και τα ίδια γεγονότα.
Όμως –για ανθρώπους που ακολουθούν πιστά και παρακολουθούν πώς ένα άρθρο εφημερίδας έχει περισσότερο αποτέλεσμα με εφφέ και επιρροή για την θέση των υποθέσεων απ’ ότι δωδεκάδες ολόκληρες πιστών βασιλικών κοινών/ακροατηρίων ή κοινοβουλευτικών συσκέψεων, γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανές ότι αυτά τα κοινά και οι συνεντεύξεις και οι ζωντανές συζητήσεις σε συνελεύσεις Βουλής δεν διευθύνουν την πορεία των υποθέσεων αλλά κάτι ανεξάρτητο από όλα αυτά που δεν μπορεί να επικεντρωθεί σε έναν τόπο.
Οι ίδιοι στρατηγοί και αξιωματούχοι αξιωματικοί και στρατιώτες και τα κανόνια και τα φρούρια και οι επιθεωρήσεις και οι χειρισμοί των στρατηγημάτων –αλλά κανένας πόλεμος δεν ξεσπά.
Περνούν 1 χρόνος, 10, 20.
Και γίνεται ελαχιστότερο και ελαχιστότερο απίθανη η δύναμη να βασίζεται κανείς στον στρατό για την ειρήνευση των στάσεων/εξεγέρσεων και περισσότερο και περισσότερο εμφανές –κατά συνέπειαν– ότι στρατηγοί και αξιωματικοί είναι απλώς και μόνο φιγούρες σε επίσημες τελετές κατά σειρά και κατ’ ακολουθίαν διαδοχής, αντικείμενα διασκέδασης για τις κυβερνήσεις: μια μορφή τεραστίου και υπερβολικά ακριβού ΣΩΜΑΤΟΣ ΜΠΑΛΛΕΤΟΥ (CORPS DE BALLET).
Οι ίδιοι δικηγόροι και δικαστές και τα ίδια περιοδικά διατάγματα για την κρίση αλλά είναι που γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανές ότι τα πολιτειακά δικαστήρια κρίνουν υποθέσεις επί τη βάσει των πιο ποικίλων και διαφορετικών εδαφών/εδαφίων –όμως, ανεξάρτητα της δικαιοσύνης– και ενώ οι εγκληματικές δίκες είναι αρκετά παράλογες/ανόητες/αναίσθητες διότι οι ποινές δεν επιτυγχάνουν να συντονιστούν με τα αντικείμενα τα οποία είχαν τεθεί ως στόχος από τους κριτές τους ίδιους.
Οι θεσμοί και τα ιδρύματα αυτά, κατά συνέπεια, δεν υπηρετούν κανέναν άλλο σκοπό παρά να προμηθεύσουν ένα μέσο άντλησης πόρων ζωής για ανθρώπους που δεν είναι ικανοί να κάνουν τίποτα πιο χρηστικό.
Είναι οι ίδιοι ιερείς και αρχιεπίσκοποι και εκκλησίες και σύνοδοι αλλά να που γίνεται ολοένα και περισσότερο προφανές ότι έχουν εδώ και πολλά χρόνια πάψει να πιστεύουν σε ό,τι κηρύττουν.
Άρα, δεν μπορούν να πείσουν κανέναν περί της αναγκαιότητος να πιστέψει ό,τι δεν πιστεύουν οι ίδιοι.
Είναι οι ίδιοι συλλέκτες του φόρου –όμως, είναι κατ’ ελάχιστον και κατ’ ελάχιστον ικανοί να πάρουν την περιουσία των ανθρώπων από αυτούς δια της βίας ενώ γίνεται κατά μείζονα και κατά μείζονα τρόπο διαρκώς πιο προφανές ότι οι άνθρωποι μπορούν να τα συλλέξουν όλα και ό,τι είναι απαραίτητο μέσω εθελοντικής συνδρομής υποσημειώσεων δίχως την αρωγή τους.
Είναι οι ίδιοι πλούσιοι (ή) Είναι οι ίδιοι πλούσιοι (οι) άνθρωποι αλλά έρχεται ολοένα και περισσότερο στην επιφάνεια ότι –ακόμα και οι Θεοί– μπορούν να είναι χρηστοί μόνον όταν σταματήσουν να διαχειρίζονται την περιουσία τους ΕΝ ΣΑΡΚΙ και αφήσουν στην κοινωνία το σύνολον ή, τουλάχιστον –κατά Λιστ– ένα κομμάτι του πλούτου τους.
Κι όταν όλο αυτό έχει καταστεί απολύτως αποδεδειγμένο σε όλους, φυσικό θα είναι να απορήσουν οι άνθρωποι: «Γιατί τότε να κρατάμε και να συντηρούμε όλους αυτούς τους βασιλείς, αυτοκράτορες, προέδρους και μέλη όλων των μορφών γερουσιών, συγκλήτων και λειτουργημάτων, υπουργούς και ιερείς, αφού τίποτα δεν βγαίνει ούτε έρχεται στα χέρια μας απ’ όλες τις συζητήσεις τους, ζωντανές και κοινές; Άσε που ‘ταν καλύτερα, όπως το έβαλε κάποιος που είχε χιούμορ, όταν αντί να συγκεντρωνόμαστε στις διατριβές των έρμων των ερειπίων διατριβόμασταν στα καλλιστεία με την εμφάνιση της Βασίλισσας Μις-Ινδίας!».
Τί μας ωφελούν –σε καλό μας– όλοι αυτοί οι στρατοί με τους στρατηγούς τους και τις μπάντες τους και τα αλογάκια και τους τυμπανιστές; Τί ανάγκη υπάρχει, άλλωστε, γι’ αυτούς όταν δεν υπάρχει Μις-Πόλεμος και κανείς δεν θέλει να κάνει (τον) πόλεμο; Κι αν ακόμα υπήρχε, τα άλλα έθνη δεν θα μας άφηναν να αποκομίσουμε καμιάν ωφέλεια. Άσε που οι στρατιώτες αρνούνται να πυροβολήσουν τ’ αδέλφια τους συμπατριώτες τους!
Και ποιά χρηστικότητα έχουν όλοι αυτοί οι νομικοί και δικαστές που δεν αποφαίνονται για τα πολιτειακά ζητήματα με δικαιοσύνη και παραχωρούν στον εαυτό τους τα προνόμια απονομής βραβείων επειδή βγάζουν άχρηστες τις –δες– ποινές σε εγκληματικές υποθέσεις;
Και τί ωφελιμότητα έχουν, άρα, οι συλλέκτες φόρων και οι τελώνες που μαζεύουν φόρους άθελά τους και απρόθυμα;
Κι όταν, μάλιστα, είναι εύκολο να συγκεντρωθούν –και να εγερθούν, ανεγερθούν ή αναστηθούν κιόλας– όλα όσα ζητούνται κι απαιτούνται χωρίς αυτούς;
Ποιά είναι η χρησιμότητα των κληρικών, οι οποίοι δεν πιστεύουν σε ό,τι κηρύττουν;
Και ποιά είναι η αξία χρήσης του κεφαλαίου στα χέρια των ιδιωτών, όταν αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον ως η περιουσία των όλων;
Άπαξ και οι άνθρωποι αναρωτηθούν και απορήσουν για τα ερωτήματα αυτά, έστω και μια φορά, δεν μπορούν παρά να έλθουν επιτέλους σε μιαν κρίση ή απόφαση που είναι ότι πρέπει να σταματήσουν να στηρίζουν όλους αυτούς τους θεσμούς και ιδρύματα που δεν έχουν πλέον καμίαν χρήσιμη αξία.
Όμως, ακόμα και πριν αυτοί που υποστηρίζουν αυτούς τους θεσμούς και ιδρύματα αποφασίσουν να τα καταργήσουν, οι άνθρωποι που καταλαμβάνουν αυτές τις θέσεις θα έχουν φθάσει τουλάχιστον στην ανάγκη να τους ανατρέψουν οι ίδιοι.
Η κοινή γνώμη ολοένα και περισσότερο καταδικάζει την χρήση βίας με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να είναι ολοένα και λιγότερο πρόθυμοι να εκπληρώνουν θέσεις οι οποίες βασίζονται στην χρήση βίας ενώ, αν δεν τις καταλάβουν, γίνονται ολοένα λιγότερο ικανοί να κάνουν χρήση αυτών.
Εξ ου και προκύπτει ότι πρέπει να γίνονται διαρκώς περισσότερο φανερά άχρηστες/επιφανειακές/υπεράφθονες.
Έλαβα χώρα κάποτε στην Μόσχα σε μιαν θρησκευτική συνέλευση αγάπης που συνήθως διεξαγόταν γενικότερα την εβδομάδα μετά το Πάσχα πλησίον στην λεωφόρο της εκκλησίας Ohotny. Μια μικρή δέσμη ανθρώπων, δεμένη κόμπος, από 20 ανθρώπους συγκεντρωνόταν συλλήβδην όλη στο κατάστρωμα, δεσμευμένη σε σοβαρή θεολογική συνομιλία. Ταυτόχρονα, την ίδια ώρα, διεξαγόταν μια μορφή κονσέρτου στα κτίρια δικαστηρίων της Βασιλικής Λέσχης στην ίδια λεωφόρο και ένας γραφειοκράτης αξιωματικός που παρατηρούσε και σημείωνε την μικρή αυτή ομάδα που συγκεντρωνόταν σαν συγκρότημα εγγύτερον της εκκλησίας έστειλε έναν «δεμένο» αστυνομικό να την διασκορπίσει. Ήταν ολοκληρωτικά περιττό για τον γραφειοκράτη με τα αξιώματα να την καταστρέψει και να την διαφθείρει.[4] Μια ομάδα των ‘20 ανδρών δεν αποτελούσε εμπόδιο κανενός στην κυκλοφορία επί της λεωφόρου αυτής αλλά αυτόν τον είχαν στήσει εκεί ολόκληρο το πρωΐ και ήθελε κάτι να κάνει. Ο αστυνομικός, ένας νεαρός τύπος, με ένα αφοπλιστικό στολίδι για επίδειξη στο δεξί του χέρι και με τον ήχο του σπαθιού του να γυαλίζει, ήλθε καταπάνω μας και μας διέταξε αυστηρά, σιβηρικά σχεδόν: «Ελάτε, κουνηθήτε! γιατί οργανώσατε αυτήν την συνάντηση;». Όλοι κοίταξαν τον αστυνομικό και ένας από τους ομιλητές, ένας γαλήνιος άνδρας με ένα ένδυμα χωρικού, αποκρίθηκε με έναν ειρηνικό αέρα μεγαλοπρέπειας «Μιλούμε περί σοβαρών ζητημάτων και δεν έχουμε ουδεμία χρεία να κουνηθούμε∙ άσε που ‘ταν καλύτερα, νέε μου, αν είχες κατέβει από το άλογό σου και άκουγες λιγάκι. Καλό θα σου ‘κανε» και εστράφη εις τα οπίσω και συνέχισε την ομιλία του. Ο αστυνομικός έστρεψε κι αυτός το άλογό του εις τα οπίσω και αναχώρησε χωρίς μιαν λέξη.
Το ίδιο ακριβώς θα ώφειλε να γίνη σε όλες τις υποθέσεις βίας.
Ο αξιωματούχος είχε βαρεθή, δεν είχε τι να κάνει. Τον είχαν βάλει, τον καημένο, σε μιαν θεσούλα όπου δεν είχε καμίαν επιλογή παρά να δίδη διαταγές. Είχε αποκλειστεί από κάθε μορφή ανθρώπινης ύπαρξης.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε –μόνο να διευθύνει, να επιβλέπει, να δίδη εντολές. Και δίδει εντολές και εποπτεύει, αν και η επίβλεψή του και η επιθεώρησή του δεν υπηρέτησαν κανέναν σκοπό, οποιονδήποτε, χρηστικό.
Και αυτή είναι η θέση στην οποία όλοι αυτοί οι άτυχοι, δυστυχισμένοι ηγέτες, υπουργοί, μέλη του κοινοβουλίου, κυβερνήτες, στρατηγοί, αξιωματούχοι, αρχιεπίσκοποι, ιερείς και πλούσιοι ακόμα-ακόμα εξακολουθούν να ευρίσκονται σε ορισμένη έκταση και θα συνεχίσουν συλλήβδην να ευρίσκονται όσο περνούν τα χρόνια. Δεν μπορούν τίποτα να κάνουν –μόνο να δίνουν εντολές∙ και όντως δίνουν εντολές και στέλνουν τους αγγέλους τους να επέμβουν στον λαό, ακριβώς όπως ο διευθυντής του συγκροτήματος απέστειλε τον αστυνομικό. Και επειδή ο λαός που εμποδίζουν και κρύβεται πίσω τους στρέφεται προς αυτούς και τους ζητεί ευγενικά να μην παρεμβαίνουν και να μην διακόπτουν, φαντασιώνονται –τω όντι– ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμοι, δηλαδή χρηστοί.
ΑΛΛ’ ΕΡΧΕΤΑΙ ΩΡΑ ΚΑΙ ΝΥΝ ΕΣΤΙΝ ότε θα είναι τέλεια φανερό και αποδεδειγμένο σε όλους ότι αυτοί –ακόμα και οι Θεοί– δεν είναι διόλου χρήσιμοι και συνθέτουν μόνον ένα εμπόδιο και ότε αυτοί με τους οποίους αναμειγνύονται θα τους πουν ειρηνικά και με ευγένεια όπως ο φίλος μου στην συνάντηση καθ’ οδόν «ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ, ΠΟΡΕΥΟΥ ΚΑΙ ΜΗΝ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΠΕΡΙ ΗΜΩΝ». Και όλοι οι αγγελιοφόροι κι αυτοί που τους αποστέλλουν μαζί, συλλήβδην, θα υποχρεωθούν να ακολουθήσουν αυτήν την καλή κι όμορφη συμβουλή, δηλαδή να μιλήσουν, να πάψουν να καλπάζουν πάνω στ’ άλογα κάνοντας δημοσκοπήσεις έξω από εκκλησίες και δίαιτες με τα χέρια και τα όπλα επί τα ισχίω και μετά να επεμβαίνουν κατά του λαού αλλά να κατέβουν εξ αυτών, να αφαιρέσουν τ’ αστέρια απ’ τα σπηρούνια τους και να ακούσουν ό,τι λέγεται ώστε, από την ανάμειξη με άλλους, να λάβουν την θέση τους –μαζί τους– σε κάποιαν πραγματικά ανθρώπινη εργασία.
ΕΡΧΕΤΑΙ ΩΡΑ –και έρχεται αναποφεύκτως– που όλοι οι θεσμοί, οι οργανώσεις και τα ιδρύματα που βασίζονται στην βία θα εξαϋλωθούν δια της ηλιθιότητας, της μη βολικότητας, και της μη χρηστότητας επιπλέον, αποκαλυφθείσης αυτής ως φανερής προς όλους.
Πρέπει να έλθει η ώρα που οι άνθρωποι του σύγχρονού μας κόσμου –ο οποίος εκπληρώνει θέσεις και αξιώματα που βασίζονται επί της βίας– θα ευρεθούν στην θέση του αυτοκράτορα εις «ΤΑ ΝΕΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ» στον μύθο από τον Άντερσον[5] ότε το γυμνό παιδί βλέπει ως νεανίσκος τον αυτοκράτορα αποδεδυγμένο από την σινδόνα των λέξεων και κραυγάζει με αγνή απλότητα «Ιδού, είναι γυμνός»!
Και, μετά, όλοι οι υπόλοιποι που ‘ταν ρέστοι και τον είχαν δει και δεν είπαν τίποτε δεν μπορούσαν να αποφύγουν να το(ν) αναγνωρίσουν κι αυτοί.
Η ιστορία είναι ότι υπήρχε κάποτε ένας αυτοκράτωρ που αγαπούσε πολύ τις νέες ενδυμασίες. Σε αυτόν προσήλθαν 2 μυθικοί ράφτες οι οποίοι του υποσχέθηκαν να τον κάνουν μερικές εκπληκτικές εσθήτες. Ο αυτοκράτωρ τους δεσμεύει πάρα πολύ υποχρεωτικά –κι αυτοί αρχίζουν να τον ράβουν με αυτά, να μηχανορραφούν στην ουσία, αλλά του εξηγούν πως οι ενδυμασίες είναι προικισμένες με περιουσία: οι νέες αυτές έχουν την εξαιρετική χαρισματικότητα να παραμένουν αόρατες για οποιονδήποτε είναι ακατάλληλος για την θέση του. Οι αυλικοί έρχονται να ρίξουν μιαν ματιά στο έργο του ράφτη και δεν βλέπουν τίποτα διότι οι άνθρωποι εξασκούν τις βελόνες τους σε κενόν, άδειον τόπο. Ενθυμούμενοι, όμως, από στήθους την εξαιρετική και εκπληκτική ιδιότητα των ενδυμασιών, όλοι ανακοινώνουν και δηλώνουν σαφώς πως βλέπουν (ή) πως τις βλέπουν (ή) πως οι Θεοί τις βλέπουν και φανερώνουν με δυνατές φωνές τον θαυμασμό τους.
Ο αυτοκράτωρ κάνει από μόνος του κι αυτός το ίδιο.
ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΗΜΕΡΑ της ορκωμοσίας και της μετάδοσης κατ’ ακολουθίαν και κατά διαδοχήν –κατά την διάρκεια αυτής, ο αυτοκράτωρ πρέπει να εμφανιστεί προς τα έξω με τα νέα του ενδύματα. Ο αυτοκράτωρ απεκδύεται των ιματίων του και φορά τον νέο του επενδύτη, δηλαδή (αυτό μιλά από μόνο του) παραμένει γυμνός∙ και γυμνός περνά όλη την πόλη. Επειδή, όμως, ο καθένας θυμάται την μαγικά μυθική και χαρισματική περιουσία των ενδυμασιών, κανείς δεν έχει την τολμηρή πρωτοβουλία να μιλήσει και να πει ότι δεν έχει ούτε μία! ώσπου να κραυγάσει ένα παιδίον: «Ιδού! είναι γυμνός».
Αυτή ακριβώς θα είναι η κατάσταση στην οποία θα ευρεθούν όλοι όσοι συνεχίζουν εξ αδρανείας να εκπληρώνουν θέσεις, καθήκοντα, λειτουργίες και υπηρεσίες που έχουν εδώ και μακρό χρόνο γίνει άχρηστα ευθύς αμέσως με το που εξηγεί με αγνή απλότητα (ή) με απόλυτον άγνοια κάποιος –ο οποίος δεν έχει κανένα συμφέρον να συγκαλύπτει την αχρηστότητά τους: «Μα, οι άνθρωποι αυτοί ήταν άχρηστοι σε όλους εδώ και πολλά χρόνια πίσω στο παρελθόν, είναι σχεδόν πεθαμένοι».
Το κράτος/Το καθεστώς/Η συνθήκη/Η συνθηκολόγηση/Η θέση στην οποία ευρίσκεται η Χριστιανική ανθρωπότητα/ανθρωπιά με όλα της τα φρούρια, τα κανόνια, τους δυναμίτες, τα πυροβόλα, τις τορπίλες, τις φυλακές, τις κρεμάλες, τις εκκλησίες, τα εργοστάσια, τα τελωνεία και τα παλάτια της είναι αληθώς τρομερή.
Και πάλι, όμως –τα κανόνια της και τα όπλα της δεν θα εκπυρσοκροτήσουν από μόνα τους, οι φυλακές δεν θα κλειδώνουν μέσα τους ανθρώπους μόνες τους, οι κρεμάλες δεν θα τους παίρνουν στον λαιμό τους ισόβια, οι εκκλησίες δεν θα τους απατούν ούτε θα τους εμποδίζουν τελωνεία και παλάτια κι εργοστάσια που δεν χτίζονται ούτε διατηρούνται από μόνα τους.
Όλα αυτά είναι έργο ανθρώπων.
Αν οι άνθρωποι φθάσουν στο σημείο να καταλάβουν πως δεν ώφειλαν να κάνουν τα πράγματα αυτά, τότε όλα –κι οι Θεοί, μαζί– θα πάψουν να υπάρχουν. Και ήδη, είναι κάτι που αρχίζουν να καταλαβαίνουν. Αν και δεν το καταλαβαίνουν όλοι, το καταλαβαίνουν στην πρωτοπορεία, στο προκεχωρημένο και προοδευμένο φυλάκιο –και οι υπόλοιποι θα συνοδεύσουν αυτήν την κουστωδία. Οι φρουροί στην σκοπιά δεν μπορούν να μην καταλαβαίνουν, άπαξ και έχουν έστω και μια φορά καταλάβει ενώ ό,τι καταλαβαίνουν οι υπόλοιποι όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει αναποφεύκτως να το καταλάβουν αμέσως κάτωθεν, εν συνεχεία. Ώστε η προφητεία ότι θα έλθει η ώρα που οι άνθρωποι ΠΑΝΤΕΣ ΔΙΔΑΚΤΟΙ ΘΕΟΥ ΕΣΟΝΤΑΙ, θα μαθαίνουν πια να μην πολεμούν, θα ηττώνται τα ξίφη τους από τις μετοχές της καλλιέργειας και τα δόρατά τους από τα δρεπάνια του θερισμού των καρπών (που σημαίνει –μεταφραζόμενη στην γλώσσα μας– ότι θα μείνουν κενά τα μνημεία, τα φρούρια, οι φυλακές, τα στρατόπεδα, τα παλάτια/οι Παλλάδες και οι εκκλησίες και όλες οι αγχόνες και τ’ άρματα και τα κανόνια θα μείνουν αχρησιμοποίητα) δεν είναι πια ένα όνειρο αλλά η συγκεκριμένη νέα μορφή ζωής στην οποία έρχεται πλησίον το ανθρώπινο γένος με μιαν ταχύτατη και βιαστική ορμή που αιωνίως βαίνει αυξανόμενη.
Πότε, όμως, θα είναι η ώρα αυτή;
1800 χρόνια πριν σ’ αυτό το ερώτημα απάντησε ο Χριστός ότι το τέλος του κόσμου (δηλαδή, της παγανιστικής οργάνωσης/οργανισμού της ζωής) θα έλθει (ή) στο ερώτημα περί της ώρας του τέλους του κόσμου, ο Χριστός είπε ότι θα έλθει
(ή) στο ερώτημα πότε θα ξαναέλθει, ο Χριστός απάντησε ότι αυτός θα επιστρέψει –όταν η θλίψη και η οδύνη των ανθρώπων είναι η μεγαλύτερη από ποτέ και όταν ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ του Θεού, δηλαδή η δυνατότητα μιας νέας οργάνωσης/οργανισμού της ζωής ΚΗΡΥΧΘΗΣΕΤΑΙ ΕΝ ΟΛΗ ΤΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΕΘΝΕΣΙ. (Ματ. xxiv 3-28). ΠΕΡΙ ΔΕ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΕΚΕΙΝΗΣ ΚΑΙ ΩΡΑΣ ΟΥΔΕΙΣ ΟΙΔΕΝ ΕΙ ΜΗ Ο ΠΑΤΗΡ ΜΟΥ ΜΟΝΟΣ (Mατ. xxiv. 3-6), είπε ο Χριστός. Διότι μπορεί να έλθει οποιαδήποτε ώρα, Η ΩΡΑ ΟΝ ΔΟΚΕΙΤΕ ΕΡΧΕΤΑΙ.
Στο ερώτημα πότε έρχεται η ώρα αυτή (ή) πότε έρχεται ή ώρα του (ή) πότε έρχεται ο Χριστός, ο Χριστός απαντά (ή) ο Πατήρ απαντά ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε αλλά επειδή ακριβώς δεν μπορούμε να ξέρουμε (ΟΥΚ ΟΙΔΑΜΕΝ) πότε έρχεται αυτή η ώρα οφείλουμε να είμαστε ανέκαθεν έτοιμοι να την συναντήσουμε και να την γνωρίσουμε, ομοίως όπως ο κύριος ώφειλε να προσέχει ποιος φυλά τον οίκο του από τους ληστές, ομοίως όπως ΑΙ ΠΑΡΘΕΝΟΙ ώφειλαν να προσέχουν ΤΑΙΣ ΛΑΜΠΑΔΑΙΣ ΑΥΤΩΝ ΚΕΚΟΣΜΗΜΕΝΑΙΣ ΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΙΝ ΤΟΥ ΝΥΜΦΙΟΥ∙ και έτι περαιτέρω, ότι οφείλουμε να εργαζόμαστε με όλες τις δυνάμεις που μας δίδονται ώστε να περάσει η ώρα αυτή ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΙΔΙΑΝ ΔΥΝΑΜΙΝ όπως οι δούλοι ώφειλαν να εργάζονται με τα τάλαντα/ταλέντα τα οποία τους παρεδόθησαν. (Ματτ. xxiv. 43, και xxvi. 13, 14-30)[6]. Και δεν μπορούσε να υπάρξει καμία απάντηση, μόνον αυτή/αυτός. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν και να γνωρίζουν πότε η ημέρα και η ώρα της βασιλείας του Θεού θα έλθει, διότι η έλευσίς του εξαρτάται μόνον από τους ίδιους.
Η απάντηση είναι όμοια με αυτήν του σοφού ανδρός ο οποίος, όταν ερωτήθη εάν ήταν κοντά στην πόλη, αποκρίθηκε: «ΠΕΡΙΠΑΤΕΙ!».
Πώς μπορούμε εμείς να πούμε εάν είναι μακράν ή πλησίον του σκοπού προς τον οποίο προσεγγίζει η ανθρωπότητα/ανθρωπιά όταν δεν γνωρίζουμε πώς βαδίζουν προς αυτό(ν) οι άνθρωποι, την ώρα μάλιστα που εξαρτάται από αυτούς αν προχωρούν ή όχι, αν μένουν ακίνητοι κι ακούνητοι, αν καθυστερούν τον βηματισμό τους ή αν τον επιταχύνουν;
Το μόνο που μπορούμε να δούμε και να γνωρίζουμε είναι τι οφείλουμε και τι δεν οφείλουμε να πράξουμε –εμείς που συνθέτουμε το ανθρώπινο γένος– για να φέρουμε την έλευση της βασιλείας του Θεού.
Αυτό, όμως, όλοι το ξέρουμε.
Χρειάζεται απλώς και μόνο να ξεκινήσει ο καθένας να πράττει ό,τι όλοι οφείλουμε να πράττουμε, χρειάζεται μόνο να ζούμε όλοι κι ο καθένας μαζί με όλο το φως που βρίσκεται εντός ημών (ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΕΣΤΙΝ) για να φέρουμε αμέσως την υπεσχημένη βασιλεία του Θεού προς την οποία προσβλέπει κάθε ανθρώπινη καρδιά.



[1] Σημείωμα του μεταφραστή: από τα συμφραζόμενα στο σημείο αυτό αλλά και περαιτέρω καθώς και από την ιστορική περίοδο, μπορεί η έννοια του συγγραφέα να σημαίνει τον Άγγλο φιλόσοφο με ειδίκευση στην Πολιτική Οικονομία John Stuart Mill (1806-1873). Είναι ο ιδρυτής –μαζί με τον Jeremy Bentham (1784-1832– του κινήματος του Ωφελιμισμού και της Ωφελιμοκρατίας: κοινωνική και φιλοσοφική θεωρία, κατά την οποία υπέρτατη αρχή, που ρυθμίζει την ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου, είναι η επιδίωξη του χρησίμου και του ωφελίμου και για την ζωή του ατόμου και για την ζωή του κοινωνικού συνόλου. «Δίκαιη» είναι μια πράξη μονάχα όταν ωφελή περισσότερο από μιαν άλλη ή μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. «Αγαθό» ηθικά για τους ακολούθους της θεωρίας αυτής είναι ό,τι ωφελεί το άτομο ή την ομάδα.
[2] Σημείωμα του μεταφραστή: Στρατιώτες του Χριστού καλούνται οι Ακρίτες φρουροί των άκρων της Ανατολής οι οποίοι πολεμούσαν με τον Σταυρό στα άρματά τους στα βυζαντινά χρόνια. Το ακριτικό σύστημα ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο. Κάθε ακρίτης είχε την γη του, το φέουδό του στα λεγόμενα «στρατοτόπια», το οποίο του είχε παραχωρήσει το κράτος για να αμύνεται υπέρ της πατρίδος. Δεν πλήρωνε φόρο αλλά λάμβανε μισθό και με δικά του έξοδα διατηρούσε ένοπλο σώμα. Ο ακριτισμός ήκμασε στην Καππαδοκία όπου πρωτογεννήθηκε η ακριτική δημοτική ποίηση του Διγενούς (συμβόλου των υπερφυσικών δυνάμεων με παλάτι στον Ευφράτη) με την νίκη επί των Αμαζόνων και τα μνημεία των ακριτικών τραγουδιών στα μαρμαρένια αλώνια. Όταν επιβλήθηκαν φόροι, η βυζαντινή αυτοκρατορία ηττήθηκε από τους αετούς Απελάτες του Ηρακλή ο οποίος, με την μορφή του Ηράκλειου, είναι στην ουσία ο ιδρυτής της νέας δυναστείας. Στην ιστορία υποκρύπτεται η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, η ανακάλυψη του Τιμίου Σταυρού στην Ιερουσαλήμ, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Το έπος του Βασιλείου Ακρίτα (Αγ. Βασιλείου) πιθανόν συνδέεται με τον Κρητικό κύκλο και τον Χάνδακα ή Κάντια της Κρήτης, τα χειρόγραφά του Οξφόρδης, Άνδρου, Τραπεζούντας, Κρυπτοφέρρης Ρώμης, Εσκοριάλ και με τον πεζογράφο, δημοσιογράφο και πολιτικό Λουκή Ακρίτα. «Ακρισία» σημαίνει «έλλειψη οριστικής απόφασης για την κρίση». Βλ. σύνδεση Προμηθέα-Χριστού και τις λέξεις «ακρογραφία», «ακρολογία», «ακροφωνία», «ακρόπολη», «Ακρόπολις». Επίσης, «ακρόλιθος», ακρογωνιαίος λίθος και «ακρωτήριον» για την αρχιτεκτονική κατασκευή αγαλματένιων κορμιών σε ναούς.
[3] Σημείωμα του μεταφραστή: με μιαν λέξη, ο συγγραφεύς φθάνει εδώ στο αποκορύφωμα του έργου του. Με την λέξη «διπλωματία» περιγράφει 7 διαφορετικές ερμηνείες και έννοιες της οι οποίες αποκτούν διαστάσεις με αναλογίες προς τα συμφραζόμενα (περί 8ας ημέρας Χριστιανικής εργασίας ή Συντάγματος Οίκου) και σε συνδυασμό με τις ποικίλες εμβαθύνσεις και διευρύνσεις στην μετάφραση και στο νόημα του Ανατολικού ζητήματος. Σημειώνεται ότι «Home Rule» δηλαδή ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΟΙΚΟΥ ή ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΟΙΚΟΥ είναι ο κανόνας ή αρχή εξουσίας ή μορφή διακυβέρνησης με την οποία οι κάτοικοι μιας αποικίας, περιφέρειας, πόλης ή χώρας ολόκληρης διοικούν τις προσωπικές, εσωτερικές τους υποθέσεις. Ταυτίζεται με την Τοπική Αυτοδιοίκηση ή, καλύτερα, ΑΥΤΟΚΥΒΕΡΝΗΣΗ/ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΣ: είναι πρόγραμμα για δημιουργία ξεχωριστής Βουλής και απόσχισης μιας χώρας με μιαν μορφή κόμματος.
[4] Σημείωμα του μεταφραστή: το σημείο αυτό συνδέεται με το παράδειγμα περί του πνεύματος του Τσάρου της Ρωσσίας την περίοδο 1825-1855 Νικολάου A´ (1796-1855) και τα μαρτύρια με τις ράβδους στον σταύλο στην αρχή των κεφαλαίων 9 και 12. Επίσης, με την οργάνωση η οποία αναφέρεται στο κεφάλαιο 8 πως έχει αγγίξει ένα σημείο τελειοποιήσεως –με την βοήθεια της επιστήμης– που όλοι πιάνονται στον κύκλο της βίας που αποτελείται από εργασία επί ανθρώπων, συνδεδεμένων και ενωμένων μαζί όπως στην αλυσιδωτή αντίδραση –ring που δημιουργούν οι ενώσεις των δεσμών στις βέργες και τα καλώδια ενός κυκλώματος. Βλ. και την αναφορά στις ομιλίες Guy de Maupassant, Edouard Rod, G.D. Barlett, στην πάροδο 20 ετών άνωθεν για το Ανατολικό ζήτημα, στην απελευθέρωση 20 εκατομμυρίων ψυχών από τον Αλέξανδρο B´ και το ρητό «ΕΝΟΣ ΔΕ ΕΣΤΙ ΧΡΕΙΑ». Κύρια, βλ. την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΙΩΠΗΣ ΤΗΣ ΑΓ. ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ και τις 20 ραψωδίες του Λιστ.
[5] Σημείωμα του μεταφραστή: ο Χανς Κρίστιαν Άντερσον (1805-1875) είναι λογοτέχνης και ποιητής της Δανίας. Γεννήθηκε στην Οδησσό στο νησί Φύεν πλησίον της Κοπεγχάγης. Αποτύπωνε στην μνήμη του κομμάτια από μύθους και με τις μελέτες του παρουσίαζε ανθρώπους μέσω ιστοριών μαγικών και φανταστικών. Το Πάσχα 1843 γνώρισε τον Βασιλιά της Ελλάδας στην Ακρόπολη. Τα έργα του υπερβαίνουν τους 50 τόμους: «ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ», «ΤΟ ΑΣΧΗΜΟΠΑΠΟ», «Ο ΑΓΡΙΟΣ ΚΥΚΝΟΣ», «Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΜΠΑΛΩΜΑΤΗ», «Ο ΜΟΛΥΒΕΝΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ», «Ο ΧΟΙΡΟΒΟΣΚΟΣ», «Ο ΒΙΟΛΙΣΤΗΣ», «ΦΑΝΤΑΣΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΕΣ», «ΔΑΝΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ», «ΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ» όπου η φράση-μνημείο «Ανάμεσα στα φύλλα, κείτεται το λείψανο∙ εδώ αναπαύεται ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του κόσμου, ο τραγουδιστής της Ιλιάδος» και «ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΦΟΡΕΜΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ». Βλ. κύκλο Αγάθαρχου, τάφο Ραφαήλ και ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΔ´ 51-52.
[6] Σημείωμα του μεταφραστή: Στο σημείο αυτό, ο συγγραφεύς πραγματοποιεί λάθος αναφορά. Η σωστή είναι Ματ. ΚΕ´ 13, 14-30.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου