*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


ΟΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Συγκριτική ανάλυση
Δ.Ν.Τ.-Ο.Ο.Σ.Α.-Κομισσιόν-Economist Intelligence Unit


ΕΛΕΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΚΗ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Έρευνα
για την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και την Ελλάδα
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Ευρωπαϊκή Οργάνωση και Διπλωματία
ΑΘΗΝΑ, 1996


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή

Κεφάλαιο Πρώτο ΟΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ Ο.Ο.Σ.Α.-COMMISSION-Δ.Ν.Τ.-ECONOMIST

Κεφάλαιο Δεύτερο ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ: ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ, ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ, ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΗ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ

Κεφάλαιο Τρίτο Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Κεφάλαιο Τέταρτο ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ & ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ

Επίλογος




ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α. Στην σφαίρα της δημοσιότητας προβάλλει την τελευταία πενταετία αμείλικτο το ζήτημα της σύγκλισης της Ελληνικής οικονομίας (σε ονομαστικούς και πραγματικούς όρους) με τις εθνικές οικονομίες των υπολοίπων 14 κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αντιπαραθέσεις με επίκεντρο αυτό το ζήτημα στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό εξακολουθούν να προκαλούν σύγχυση στην κοινή γνώμη, σταδιακά ωστόσο (και καθώς γίνεται σαφής ο ορίζοντας για την τήρηση των αναγκαίων για την συμμετοχή στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης –Ο.Ν.Ε.– χρονοδιαγραμμάτων, όπως αυτά έχουν επικυρωθεί από τις κοινοτικές πράξεις) διαπιστώνεται ότι η πλειοψηφία των Ελληνικών κομμάτων συμπίπτει ως προς τους στόχους και τις μεθόδους για να επιτευχθεί η προσαρμογή της Ελληνικής οικονομίας.
Ως μειονέκτημα παραμένει ακόμη το γεγονός ότι οι εκάστοτε Ελληνικές κυβερνήσεις απευθυνόμενες προς τους Έλληνες εκλογείς δίνουν μιαν ωραιοποιημένην εικόνα για τις προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας υπό την δική τους διαχείριση ώστε, όταν διαψεύδονται από τις μετέπειτα εξελίξεις, να προκαλείται δυσπιστία στην κοινή γνώμη για τους επίσημους κυβερνητικούς λόγους αλλά και έλλειψη εμπιστοσύνης.
Μιαν πιο αντικειμενική ανάλυση και αξιολόγηση των στοιχείων για την κατάσταση της οικονομίας προσφέρουν οι διεθνείς οργανισμοί. Άλλωστε, οι ξένοι (και ιδίως οι Ευρωπαίοι) είναι εκείνοι οι οποίοι, αφού ελέγξουν τα πρωτογενή στοιχεία που αντλούν από την ίδια την Ελληνική κυβέρνηση, θα κρίνουν εάν η Ελλάδα θα είναι ικανή τα επόμενα έτη να συμμετάσχει στην Ο.Ν.Ε.
Η αναζήτηση των ομοιοτήτων και των διαφορών που εντοπίζονται στις εκθέσεις που συντάσσουν οι διεθνείς οργανισμοί για την Ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα για τις δυνατότητές της να πραγματοποιήσει τις μεταβολές εκείνες (ασύλληπτης έκτασης και οδυνηρής έντασης) που απαιτούνται για να είναι ρεαλιστική κάθε οικονομική και νομισματική ένωση.
Στο επίκεντρο της μελέτης αυτής τίθενται οι εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Δ.Ν.Τ.), του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Commission) καθώς και του Economist Intelligence Unit (Ε.Ι.U.) με φιλοδοξία να αντληθούν πληροφορίες για την οπτική με την οποίαν αντιμετωπίζεται διεθνώς η διαχείριση της οικονομίας από την πολιτική εξουσία στην Ελλάδα, να αντιπαρατεθούν οι προτάσεις και τα μέτρα που συστήνουν οι οργανισμοί αυτοί προς τις κυβερνήσεις προκειμένου να βελτιωθεί η οικονομική πολιτική καθώς και να αποκρυσταλλωθεί η τελική εκτίμηση των ξένων οικονομικών εμπειρογνωμόνων για το εάν συγκλίνει ή αποκλίνει η Ελληνική οικονομία από τους ονομαστικούς όρους που περιέχονται στην Συνθήκη της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένου και του πολιτικού κριτηρίου της τάσης προς την σύγκλιση ή της διασταλτικής ερμηνείας των υπολοίπων κριτηρίων.
Β. Κατά την διάρκεια της έρευνας για την συλλογή των επισήμων (δημοσιευμένων ή απόρρητων) κειμένων των εκθέσεων που θα αναλυθούν στην μελέτη αυτή, προέκυψαν σημαντικές μαρτυρίες για τον βαθμό αποδοχής τους από τις Ελληνικές οικονομικές αρχές.
Θεωρήθηκε κατ’ αρχάς ότι θα είχε ιδιαίτερη αξία να διαπιστωθεί εάν οι Ελληνικές αρχές προσέφυγαν ποτέ στους διεθνείς οργανισμούς μόνες τους, δίχως να υποχρεώνονται σε διαβουλεύσεις από συγκεκριμένα άρθρα του καταστατικού των διεθνών οργανισμών, τα οποία η Ελλάδα δέχεται ταυτόχρονα με την ένταξή της.
Πράγματι, διαπιστώθηκε ότι κάτι τέτοιο συνέβη 2 φορές επί κυβερνήσεως Ν.Δ. στα τέλη του 1992: την πρώτη, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας κάλεσε εμπειρογνώμονες του Δ.Ν.Τ. προκειμένου να μελετήσουν το ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας (ύστερα από την υποβολή της ειδικής έκθεσης του Δ.Ν.Τ. για την σωτηρία του Ελληνικού Ασφαλιστικού Συστήματος, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το πόρισμα δεν την δεσμεύει).
Την δεύτερη φορά, το Υπουργείο Οικονομικών κάλεσε επίσης το Δ.Ν.Τ. να προτείνει λύσεις για την πάταξη της φοροδιαφυγής (πράγματι, από τις 26 προτάσεις του πορίσματος Καζανέγκρα εγκρίθηκαν οι 15 ενώ από το 1995 η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ξεκίνησε συνεργασία με την ειδική υπηρεσία φορολογικών ελέγχων I.R.S. του Υπ. Οικονομικών των Η.Π.Α.).
Ως προς την αποδοχή των εκθέσεων σε επίπεδο πολιτικής ρητορείας και εντυπώσεων, θεωρήθηκε ως πολύ ενδιαφέρον να συγκεντρωθούν οι ανακοινώσεις των Ελλήνων αξιωματούχων ύστερα από την δημοσίευση των εκθέσεων των διεθνών οργανισμών και να γίνει αναφορά σε εκείνες τις δηλώσεις που εμπλουτίζονται από λογικά επιχειρήματα με σκοπό να επικροτηθούν οι εκθέσεις.
Πρόκειται, λοιπόν, για τις εξής 4 ενδεικτικές περιπτώσεις:
1. Δήλωση του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη κατά την διάρκεια επίσκεψης του διευθύνοντος συμβούλου του Δ.Ν.Τ. Μισέλ Καμντεσσύ στην Αθήνα («ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15/10/1992): «Είναι σημαντικό να σημειώσω ότι ακριβώς όλοι οι Διεθνείς Οικονομικοί Οργανισμοί, οι οποίοι δεν μετέχουν στο ελληνικό πολιτικό παιχνίδι και άρα δεν έχουν κανένα ειδικό συμφέρον να τοποθετούνται υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, όλοι με τις ανακοινώσεις, τις διαπιστώσεις και τις εκθέσεις τους επισημαίνουν την σωστή οικονομική πορεία που έχει ο τόπος και τις θετικές προοπτικές που διανοίγονται μπροστά του, εφόσον βεβαίως αυτή η οικονομική πορεία συνεχιστεί και εφόσον η μέχρι τώρα σωστή επιλογή οικονομικών μέτρων φθάσει μέχρι το τέλος της»...»Όταν συμφωνούμε στην διαπίστωση της πραγματικότητας, δεν μπορεί να αρνούμαστε τα μέτρα, τα οποία η πραγματικότητα επιβάλλει να ληφθούν γιατί αλλιώς γινόμαστε ανεύθυνοι δημοκόποι».
2. Δήλωση-απάντηση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Στ. Μάνου στο υπόμνημα Έβερτ-Δήμα-Κανελλόπουλου («ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ», 4/10/1992): «Οι εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, λόγω της εγκυρότητάς τους, είναι εκείνες που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις πιστοληπτικές ικανότητες της χώρας και το γενικότερο επενδυτικό κλίμα».
3. Δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Β. Πολύδωρα για την έκθεση του Δ.Ν.Τ. για το ασφαλιστικό σύστημα (απομαγνητοφωνημένο κείμενο): «Οι προτάσεις του Δ.Ν.Τ. όπως ενίοτε και οι προτάσεις της Commission, με τον αυστηρά τεχνοκρατικό τους χαρακτήρα, αποτελούν όντως οδηγό για την αντιμετώπιση μιας οικονομικής καταστάσεως σε μια χώρα –και στην χώρα μας– αλλά δεν δεσμεύει, δεν μπορεί να δεσμεύει την κυβέρνηση, η οποία κάνει μια γενικότερη εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη της και άλλα στοιχεία και άλλα κριτήρια. Όπως έχουμε δηλώσει πολλές φορές, θέλουμε να εξετάζουμε τις προτάσεις και τις λύσεις όλων των τεχνοκρατών σε συνδυασμό με τις δικές μας μετρήσεις και με βάση τα κοινωνικά κριτήρια».
4. Δήλωση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου στην Υπουργική Σύνοδο του Ο.Ο.Σ.Α. στο Παρίσι (21/5/1996): «Η εγκυρότητα των εκθέσεων των διεθνών οργανισμών ποικίλλει. Δεν μπορεί να κάνει κανείς γενικές κρίσεις, αλλά πιστεύω ότι οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί έχουν πάντα να πουν κάτι το χρήσιμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι υϊοθετούμε τις απόψεις τους αλλά ακούμε τις απόψεις τους. Η Ελλάδα συνήθως διαμαρτύρεται άμα γράφουν άσχημα για την Ελλάδα και χαίρεται άμα γράφουν καλά. Η δική μου άποψη είναι ότι πάντα έχουν κάτι να πουν, είτε αυτό είναι κακό είτε καλό».
Από τις διαφορετικές αποχρώσεις στην επιχειρηματολογία αυτών των αξιωματούχων των Ελληνικών κυβερνήσεων, από τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι δηλώσεις αυτές έγιναν και εάν μάλιστα συνυπολογιστεί ότι αυτές οι δηλώσεις (που κυμαίνονται από συγκρατημένες και απλώς θετικές ως μουδιασμένες και συγκατανευτικές) είναι οι πιο «ένθερμες» που αποτολμήθηκαν ποτέ, προκύπτει ότι οι εκθέσεις των διεθνών οργανισμών έχουν ελάχιστους υποστηρικτές στον χώρο των πολιτικών που καλούνται να εφαρμόσουν τα μέτρα που προτείνονται.
Οι πολιτικοί πιθανόν ενδόμυχα να συμφωνούν με τις εκθέσεις, όμως –λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους– δεν διακηρύσσουν δημόσια την πίστη τους παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για ιδεολογικούς ή κομματικούς λόγους.
Με βάση την συσσωρευμένη εμπειρία, διαφαίνεται ότι ανεπιφύλακτα υπέρ των εκθέσεων των διεθνών οργανισμών τάσσονται ευκολότερα μέλη του επιχειρηματικού, δημοσιογραφικού και ακαδημαϊκού κόσμου.


Κεφάλαιο Πρώτο ΟΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ Ο.Ο.Σ.Α./COMMISSION/Δ.Ν.Τ./E.I.U.



Αξίζει στο σημείο αυτό, πριν προχωρήσουμε στην συγκριτική ανάλυση του περιεχομένου των εκθέσεων των διεθνών οργανισμών, όπως το Δ.Ν.Τ. και ο Ο.Ο.Σ.Α., καθώς και της Commission και του Economist να γίνει μια παρουσίαση του ρόλου που διαδραματίζει κάθε φορέας και των βασικών αρχών του.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ο θεματοφύλακας των Συνθηκών για την Ε.Ε. και έχει ως αποστολή της να επαγρυπνά για την σωστή εφαρμογή από τα κράτη-μέλη των διατάξεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Ήδη με την Συνθήκη της Ρώμης (άρθρο 103) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αποκτήσει το δικαίωμα να διαβουλεύεται με τα κράτη της Ε.Ε. ως προς τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που θα έπρεπε να εφαρμόζονται και να τους υποβάλει συστάσεις προαιρετικού χαρακτήρα.
Ως γνωστόν, αυτό έγινε με έντονο τρόπο για την Ελλάδα στις 19/10/1989 με την ετήσια έκθεση της Commission (η οποία επεσήμανε την ολοκληρωτική απουσία προγράμματος σταθεροποίησης της χώρας) και ακόμη εντονότερα με την επιστολή Κριστόφερσεν-Ντελόρ στις 19/3/1990, όταν ζητήθηκε να εκπονηθεί πολυετές πρόγραμμα ανόρθωσης της Ελληνικής οικονομίας.
Από τις 24/3/1990, ωστόσο, οι ετήσιες αναλυτικές εκθέσεις της Νομισματικής Επιτροπής της Commisssion αναβαθμίστηκαν διότι, με βάση αυτές, το Συμβούλιο Υπουργών ECO/FIN ασκεί πολυμερή εποπτεία (multilateral surveillance) επί των οικονομικών πολιτικών των κρατών της Ε.Ε. και έχουν, επομένως, αποφασιστική σημασία για το Πρόγραμμα Σύγκλισης της Ελλάδας.
Οι εκθέσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης Ο.Ο.Σ.Α δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να συγκρούονται με τα συμπεράσματα των εκθέσεων της Commission. Ουσιαστικά, οι εκθέσεις της Commission είναι δεσμευτικές για τον Ο.Ο.Σ.Α. λόγω της στενότατης διασύνδεσής του με την Ε.Ε. Όμως, ο Ο.Ο.Σ.Α. κάνει την πιο εκτενή και λεπτομερή ανάλυση των εθνικών οικονομιών ενώ το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι δίνει σαφώς προβάδισμα στις διαρθρωτικές αλλαγές, κάτι το οποίο θα γίνει αντιληπτό και στην εξέλιξη αυτής της μελέτης.
Σύμφωνα, πάντως, με τους εμπειρογνώμονες του Ο.Ο.Σ.Α., για να αναπτυχθεί κάθε οικονομία, θα πρέπει να δημιουργηθεί περιβάλλον εμπιστοσύνης που να εξασφαλίζει απασχόληση, νομισματική σταθερότητα και ένα αυξανόμενο επίπεδο ζωής. Η οικονομική πολιτική, τέλος, που παραδοσιακά προτείνει ο Ο.Ο.Σ.Α. είναι η «πολιτική των τριών C»: Consistency (Συνέπεια), Continuity (Συνέχεια), Credibility (Αξιοπιστία).
Όσον αφορά το Economist Intelligence Unit (Ε.Ι.U.), πρόκειται για όμιλο εκπόνησης οικονομικών αναλύσεων με στόχο να παρέχει πληροφορίες κυρίως σε επιχειρηματίες που θέλουν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις διεθνώς. Ο Economist κάνει λεπτομερή αναφορά σε όλα τα οικονομικά μεγέθη των κρατών για τα οποία καταρτίζει εκθέσεις, ωστόσο η ανάλυσή του υστερεί καταφανώς διότι στηρίζεται σε πλήθος πληροφοριών που «συγχωνεύονται» σε κάθε έκθεση μαζί με τα στοιχεία προηγούμενων εκθέσεων του Δ.Ν.Τ. και του Ο.Ο.Σ.Α., μαζί με τις εκτιμήσεις διαφόρων εθνικών οικονομικών φορέων και με δημοσιεύματα του εθνικού Τύπου.
Η καταγραφή του Economist Intelligence Unit είναι εξαντλητική για όλες τις οικονομικές και επιχειρηματικές ειδήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας σε βαθμό που να μην εξασφαλίζεται η αναγκαία διασταύρωση των στοιχείων καθώς οι αναλυτές του δεν επικοινωνούν με στελέχη των κυβερνήσεων αλλά αντλούν στοιχεία από ιδιωτικούς επικοινωνιακούς οργανισμούς (στην Ελλάδα ο Economist στηρίζεται στα δημοσιεύματα που συγκεντρώνει η εταιρεία «ΔΗΛΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ»).
Ωστόσο, η χρησιμότητα των εκθέσεων του E.I.U. έγκειται στο γεγονός ότι αποκαλύπτει την στενή σχέση μεταξύ της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής από τις προσωπικότητες που κυριαρχούν στο πολιτικό προσκήνιο, από τις εκλογικές αναμετρήσεις, από το πολιτικό κόστος καθώς και από τυχαία γεγονότα.
Πάντως, εάν υπάρχει κάποιος διεθνής οργανισμός ο οποίος αγνοεί την επιρροή της πολιτικής ηγεσίας στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, θα πρέπει να αναζητηθεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Πράγματι, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θεωρείται ως ο πλέον «άτεγκτος» διεθνής οικονομικός οργανισμός, διότι η «θεραπεία-σοκ» που ανέκαθεν προτείνει έχει μεγάλο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος για τις χώρες που οικειοθελώς διαβουλεύονται μαζί του (βάσει του άρθρου 4 του καταστατικού του, όπως και η Ελλάδα) και για τις οποίες εκπονεί σε πρώτο στάδιο εκθέσεις, οι οποίες –εάν ακολουθηθούν– εξασφαλίζουν την αύξηση της δανειοληπτικής ικανότητας των χωρών αυτών, προσελκύουν το ενδιαφέρον ξένων κυβερνήσεων και επιχειρηματιών και διευκολύνουν την οικονομική ανάκαμψη.
Η ενεργοποίηση του δευτέρου σταδίου της λειτουργίας του Δ.Ν.Τ. γίνεται πάντοτε εφόσον υπάρξει «εθελούσια προσφυγή» από κυβερνήσεις κρατών που επιθυμούν να προωθήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Στην εσωτερική πολιτική διαμάχη, υπέρ της προσφυγής στο Δ.Ν.Τ. πριν τα πράγματα βρεθούν σε ακόμη χειρότερο σημείο έχουν ταχθεί μόνο 2 Έλληνες και, μάλιστα, εκφράζοντας αυστηρώς προσωπικές τους απόψεις (Κ. Μητσοτάκης, Δ. Γερμίδης). Η επιχειρηματολογία υπέρ της προσφυγής στο Δ.Ν.Τ. στηρίζεται στην αντίληψη ότι το Δ.Ν.Τ. παρέχει την εγγύηση μιας σοβαρής παρακολούθησης των προγραμμάτων σταθεροποίησης σε μια χώρα με μεγάλη εμπειρία και «εξαιρετικές» επιδόσεις στην εγκατάλειψη αυτών.
Ταυτόχρονα, γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι η Ελλάδα είχε θετικές εμπειρίες από την συμμόρφωσή της με το Δ.Ν.Τ. την πρώτη περίοδο λειτουργίας του (1946-1971) ενώ όταν η νομισματική σταθερότητα αναιρέθηκε η οικονομία της χώρας οδηγήθηκε στην αστάθεια. Στο επιχείρημα αυτό υποκρύπτεται η σκέψη ότι η επέκταση της ανεξαρτησίας και του πεδίου ελιγμών των εκάστοτε Ελληνικών κυβερνήσεων μειώνει την πολιτική εξάρτηση της Ελλάδας αλλά οδηγεί σε δημοσιονομική κρίση. Αντίθετα, όταν οι Ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν «εξωτερικούς οικονομικούς περιορισμούς» που επιτείνουν την εξάρτηση από τους ξένους, τότε υπάρχει δημοσιονομική εξυγείανση.
Η επιχειρηματολογία κατά της «εθελούσιας προσφυγής» της Ελλάδας στο Δ.Ν.Τ. στηρίζεται στην εκτίμηση ότι θα είχε ως αποτέλεσμα μια τέτοια ενέργεια να δοθούν ενδείξεις ότι επίκειται απώλεια ελέγχου της οικονομίας και ότι εγκαταλείπεται η ευρωπαϊκή της πορεία.
Γεγονός, πάντως, παραμένει ότι οι όροι για την χορήγηση το 1990-91 των 2 δανείων της Ε.Ε. ήταν πιο σκληροί από τους όρους του Δ.Ν.Τ., τότε.



Κεφάλαιο 2 ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ: δημοσιονομική, νομισματική, συναλλαγματική και διαρθρωτική πολιτική Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ

1. Ο.Ο.Σ.Α.

Οι επιδόσεις της Ελληνικής οικονομίας από το τέλος της δεκαετίας του 1970 χαρακτηρίζονται από τον Ο.Ο.Σ.Α. ως απογοητευτικές και αναφέρονται στις δυσμενείς εξελίξεις τόσο στον ρυθμό μεγέθυνσης του Α.Ε.Π. (1,5% ετησίως), όσο και στον υψηλό πληθωρισμό (18% κατά μέσο όρο).
Η σημαντικότερη, όμως, αρνητική εξέλιξη της παραπάνω περιόδου συνίσταται στην υπερβολική διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος (14% του Α.Ε.Π. κατά μέσο όρο) και την επακόλουθη αύξηση του δημοσίου χρέους (116% του Α.Ε.Π. το 1992) και θεωρούνται από τον Ο.Ο.Σ.Α. ως οι κυριότεροι αποσταθεροποιητικοί παράγοντες της Ελληνικής οικονομίας (Πίνακας 1).
Παράλληλα, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της Ελληνικής οικονομίας, η ανεπάρκεια του κυβερνητικού μηχανισμού και οι λανθασμένες επιλογές πολιτικής είχαν αποτέλεσμα την στασιμότητα της βιομηχανικής παραγωγής και την απώλεια σημαντικών εξαγωγικών μεριδίων στις διεθνείς αγορές.
Ως συνέπεια των παραπάνω δυσμενών εξελίξεων σημειώθηκε από το 1991 και μετά ο αποπροσανατολισμός των μακροοικονομικών πολιτικών από την επεκτατική τους θέση καθ’ όλην την διάρκεια του ‘80 σε περισσότερο περιοριστικές μορφές, με έμφαση στην δημοσιονομική εξυγείανση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Ειδικότερα:
• Δημοσιονομική εξυγείανση
Η δημοσιονομική προσαρμογή σε όλην την διάρκεια της πενταετίας (1990-1995), όπως προκύπτει από τις εισηγητικές εκθέσεις των προϋπολογισμών κατά το παραπάνω διάστημα, βασίζεται στην δραστική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσω της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων ως αποτέλεσμα της συγκράτησης των δαπανών και της αύξησης των εσόδων από φόρους.
Στην πλευρά των δαπανών, αντικειμενικός στόχος τέθηκε η μείωση σε πραγματικούς όρους των μισθών των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα και των κοινωνικών δαπανών μέσω της περικοπής μισθών και συντάξεων καθώς και μείωσης της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα.
Από την άλλη, αύξηση των εσόδων θεωρήθηκε ότι θα επέλθει μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης ως συνέπεια της φορολογικής μεταρρύθμισης του 1992 και της βελτίωσης της δημόσιας διοίκησης. Επίσης, αύξηση των εσόδων αναμενόταν μέσω της προώθησης των ιδιωτικοποιήσεων.
Κατά την διετία ‘91-‘92, η εκτέλεση του προϋπολογισμού κυμάνθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα, έχοντας ως αποτέλεσμα την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στους γενικούς κυβερνητικούς λογαριασμούς ισοδύναμου του 0,5% του Α.Ε.Π. για πρώτη φορά το 1992 σε σύγκριση με πρωτογενές έλλειμμα ίσο με το 2,5% του Α.Ε.Π. περίπου για το 1991.
Παρ’ όλα αυτά, η δημοσιονομική προσαρμογή επιδιώχθηκε μέσω της επιβολής εκτάκτων έμμεσων φόρων τον Αύγουστο του 1992, όταν παρατηρήθηκε υστέρηση των φορολογικών εσόδων του α’ εξαμήνου, έχοντας δυσμενείς επιπτώσεις στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Παράλληλα, η υπέρβαση των δαπανών της Κεντρικής Κυβέρνησης ήταν περιορισμένη και οφειλόταν στις υψηλότερες πληρωμές τόκων. Όμως, η συγκράτηση των δαπανών στηρίχτηκε, ως επί το πλείστον, στην περιοριστική εισοδηματική πολιτική που ασκήθηκε στον δημόσιο τομέα, με συνέπεια την μείωση του πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών και συνταξιούχων κατά 4% και 5,5% αντιστοίχως. Επίσης, η απασχόληση στον δημόσιο τομέα μειώθηκε κατά 1 ποσοστιαία μονάδα και τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις αντιπροσώπευσαν το 1% του Α.Ε.Π.
Ως συνέπεια των παραπάνω, το συνολικό έλλειμμα της Κεντρικής Κυβέρνησης από 13% του Α.Ε.Π. το 1991 έφτασε το 8,7% το 1992. Ωστόσο, πάνω από το 1,5% της πτώσης οφειλόταν στην κεφαλαιοποίηση των τόκων. Στο σύνολο, οι δαπάνες του δημοσίου (ΔΑΔΤ) υποχώρησαν στο 10,9% του Α.Ε.Π. το 1992, το χαμηλότερο επίπεδο από το ’81.
Το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης έφτασε το 9,5% του Α.Ε.Π.
Παρ’ όλα αυτά, η αύξηση του δημοσίου χρέους ήταν υψηλή και αντανακλούσε την κυβερνητική συμμετοχή σε κεφάλαια οικονομικών οργανισμών και την παροχή δανείων σε προβληματικές επιχειρήσεις.
Η χρηματοδότηση των δαπανών του δημοσίου τομέα πραγματοποιήθηκε σε ποσοστό 70% από ιδιώτες μέσω της κατοχής κυβερνητικών τίτλων ενώ οι τράπεζες εμφανίστηκαν για πρώτη φορά καθαροί πωλητές κυβερνητικών τίτλων λόγω της εξάλειψης των υποχρεωτικών επενδύσεων σε αυτούς. Ωστόσο, η συμβολή των τραπεζών παρέμεινε θετική λόγω της αύξησης του δανεισμού.
Επίσης, σημαντική αύξηση στην χρηματοδότηση των δαπανών του δημοσίου σημείωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία οφειλόταν στην απορρόφηση πόρων του Ε.Γ.Τ.Π.Ε. για το 1992 που είχαν παραμείνει αδιάθετοι από το ‘91.
Πάντως, παρά την μείωση των κυβερνητικών ελλειμμάτων, το δημόσιο χρέος συνέχισε την ανοδική του πορεία φθάνοντας το 116% του Α.Ε.Π. το 1992. Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε τις εγγυημένες από το κράτος υποχρεώσεις δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών καθώς και το στρατιωτικό χρέος, ανέρχεται στο 125% του Α.Ε.Π., από το οποίο το 1/3 οφείλεται στο εξωτερικό. Οι πληρωμές των τόκων του εξωτερικού χρέους ανέρχονται στο 2,5% του Α.Ε.Π. για το 1992 –περισσότερες απ’ ό,τι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών– και οι συνολικές πληρωμές τόκων έφτασαν στο 11,5% του Α.Ε.Π. Συμπερασματικά, το συνολικό χρέους του Δημοσίου Τομέα είναι από τα μεγαλύτερα του Ο.Ο.Σ.Α. και η εξυπηρέτησή του συνιστά βαρύ φορτίο, ειδικά όταν υπάρχουν υψηλά επιτόκια.
Κατά το 1993, η υπέρβαση των στόχων του προϋπολογισμού –όσον αφορά την μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων– αποδεικνύει για ακόμα μια φορά την επίδραση του πολιτικού κύκλου στην εξέλιξή τους.
Έτσι, ως συνέπεια της μειωμένης δραστηριότητας, των καθυστερήσεων στις ιδιωτικοποιήσεις και της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής, το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Κεντρικής Κυβέρνησης έφτασε το 11 1/4 % του Α.Ε.Π. από 6,5% που είχε αρχικά προβλεφθεί. Ο προϋπολογισμός που παρουσίασε η νέα κυβέρνηση, η οποία σχηματίστηκε μετά τις εκλογές, ήταν εν μέρει περιοριστικός και σκόπευε στην μείωση του ελλείμματος της Κεντρικής Κυβέρνησης στο 10,5% του Α.Ε.Π. και του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης στο 11,5%.
Οι μετριοπαθείς στόχοι του προϋπολογισμού οφείλονταν αφενός στην πολιτική δέσμευση για σταθερότητα των μισθών και των συντάξεων μετά από 3 χρόνια πτώσης, αφετέρου στην αύξηση των πληρωμών τόκων που έφθασαν το 12 1/4 % του Α.Ε.Π. από 11 1/4 % το 1993. Η αύξηση αυτή ήταν αποτέλεσμα της κεφαλαιοποίησης των τόκων μεταξύ 1991-1993 που έφτασαν το 1 τρις δρχ. και η αποπληρωμή τους άρχισε να γίνεται το 1994 στο αυξανόμενο χρέος.
Ο προϋπολογισμός του 1994 έθεσε ως στόχο την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξεως του 1 3/4 % του Α.Ε.Π. σε σύγκριση με το πρωτογενές έλλειμμα που έφτασε το 1/4 % του Α.Ε.Π. το 1993. Το πλεόνασμα προβλεπόταν να πραγματοποιηθεί μέσω της αύξησης των φορολογικών εσόδων κατά 21,5% από 10,5% το 1993, κυρίως σαν αποτέλεσμα των βελτιώσεων της δημόσιας διοίκησης. Παράλληλα, αναμενόταν σημαντική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων στο 4 1/4 % του Α.Ε.Π. από 3 1/4 % το 1993, της οποίας το 1/3 οφειλόταν στα κοινοτικά κονδύλια.
Όσον αφορά την πορεία των πρωτογενών δαπανών της Κεντρικής Κυβέρνησης, αναμενόταν να αυξηθεί κατά 13 1/4 % λίγο περισσότερο από την αναμενόμενη μεγέθυνση του ονομαστικού Α.Ε.Π. (12,5%).
Στην πλευρά των δαπανών, προγραμματίστηκε αύξηση μισθών και συντάξεων σε ποσοστό 10% καθώς και αύξηση στις επιδοτήσεις των Δημοσίων Οργανισμών. Επίσης, οι δαπάνες για την Κοινωνική Πρόνοια αναμενόταν να αυξηθούν γρηγορότερα από το επίπεδο του Α.Ε.Π. και λίγο γρηγορότερα από τα έσοδα, έχοντας ως συνέπεια την αύξηση των δανειακών αναγκών του ασφαλιστικού συστήματος περίπου στο 3,5% του Α.Ε.Π.
Την Άνοιξη του ‘94, οι φόβοι για υπέρβαση του ελλείμματος του προϋπολογισμού οδήγησαν στην εντατικοποίηση των προσπαθειών κατά της φοροδιαφυγής, αυξάνοντας τα έσοδα στο 17 3/4 για το 1994, δηλαδή 4 μονάδες κάτω απ’ ό,τι αρχικά είχαν προβλεφθεί. Η απώλεια αυτή αντισταθμίστηκε από μικρότερες δαπάνες για επενδύσεις.
Από την άλλη, οι τρέχουσες δαπάνες παρέμειναν στο επίπεδο των προβλέψεων και, παρά την αύξηση των επιτοκίων ως συνέπεια της κερδοσκοπίας εις βάρος της δραχμής, οι πληρωμές τόκων δεν υπερέβησαν τις προβλέψεις κυρίως λόγω της αδυναμίας του δολλαρίου που μείωσε την πληρωμή τόκου στο ξένο χρέος.
Αποτέλεσμα των παραπάνω εξελίξεων ήταν το έλλειμμα της Κεντρικής Κυβέρνησης να φτάσει στο 10% του Α.Ε.Π. του ‘94 (όπως και η πρόβλεψη) και το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του Α.Ε.Π.
Παρ’ όλα αυτά, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης (συμπεριλαμβανομένου αυτού της κοινωνικής ασφάλισης και της τοπικής αυτοδιοίκησης) παρέμεινε στο 13% του Α.Ε.Π.
Τέλος, το δημόσιο χρέος ανήλθε στο 115% του Α.Ε.Π. για το 1993, λόγω της τοποθέτησης από την κυβέρνηση διαθεσίμων στην Τράπεζα της Ελλάδος (15% του Α.Ε.Π.), σύμφωνα με το δεύτερο στάδιο της Ο.Ν.Ε. και της αύξησης της κεφαλαιουχικής βάσης των πιστωτικών θεσμών.
Όσον αφορά τον προϋπολογισμό του 1995, προβλέπεται αύξηση των εσόδων από φόρους που θα φτάσει το 1% του Α.Ε.Π. ενώ, στην πλευρά των δαπανών, η μεγέθυνση των μισθών και συντάξεων του δημοσίου τομέα θα φτάσει το 10% από 12 3/4 % του 1994.
Η εφαρμογή των παραπάνω μέτρων θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του Α.Ε.Π. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της οικονομικής γραμματείας, οι δανειακές ανάγκες της Γεν. Κυβέρνησης θα μειωθούν στο 11,5% του Α.Ε.Π. το 1995 και 10% το 1996 ενώ οι κυβερνητικές προβλέψεις υπολογίζουν 10 1/4 % του Α.Ε.Π. το ‘95 και 7,5% το ‘96 αντίστοιχα. Ακόμα, όμως, και αυτή η πρόοδος δεν θα είναι ικανή να σταθεροποιήσει τον λόγο του χρέους που αναμένεται να φτάσει το 120% του Α.Ε.Π.
• Νομισματική Πολιτική
Από το 1990 και ύστερα οι νομισματικές αρχές έθεσαν ως στόχο την επίτευξη και διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Έτσι, η νομισματική πολιτική άρχισε να γίνεται περιοριστική για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό και η διολίσθηση της δραχμής ήταν μικρότερη απ’ ό,τι θα έπρεπε για να αντισταθμίσει τις διαφορές πληθωρισμού με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. Τα αποτελέσματα της τήρησης αυτής της πολιτικής αφορούν τόσο την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των νομισματικών μεγεθών όσο και την ύπαρξη υψηλών επιτοκίων.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης ρευστότητας Μ3 αυξήθηκε κατά 15% υπερβαίνοντας τον στόχο 9-12% που είχε τεθεί το 1992. Όμως, η μεγέθυνση του Μ4 έπεσε στο 19,7% το 1992, υπονοώντας μιαν μικρή μείωση στην νομισματική κυκλοφορία. Παράλληλα, η πιστωτική επέκταση επιβραδύνθηκε στο 9,8% το 1992 αντανακλώντας την μείωση της πιστωτικής επέκτασης του δημόσιου τομέα εξ αιτίας των χαμηλότερων δαπανών ΔΑΔΤ σε συνδυασμό με το αυξανόμενο μερίδιο χρηματοδότησής τους από ιδιώτες και εταιρείες.
Η Τράπεζα της Ελλάδος ανήγγειλε ότι η περιοριστική πολιτική θα συνεχιστεί και το ‘93 ενώ μια μικρή πτώση των επιτοκίων θα συμβαδίζει με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Αυτό αντανακλά την προσεκτική στάση των αρχών υπό το φως της επικείμενης απελευθέρωσης της κινήσεως κεφαλαίων, η οποία αυξάνει τον βαθμό ρευστότητας των οικονομικών πόρων.
Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποίησε ότι αν οι δαπάνες του δημοσίου τομέα είναι υψηλότερες απ’ ό,τι αρχικά είχαν προβλεφθεί, αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση των επιτοκίων εξ αιτίας της μεγαλύτερης ζήτησης του δημόσιου τομέα καθώς και σε μικρότερη πιστωτική επέκταση του ιδιωτικού τομέα.
Στον σχεδιασμό της νομισματικής πολιτικής για το 1994, η Τράπεζα της Ελλάδος βρέθηκε αντιμέτωπη με μιαν νέα κατάσταση που ‘ταν αποτέλεσμα:
α)της προγραμματισμένης απελευθέρωσης των κινήσεων κεφαλαίων,
β)του τέλους της νομισματικής χρηματοδότησης του ελλείμματος του προϋπολογισμού,
γ)των διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά ως συνέπεια της απορρύθμισης.
Ως συνέπεια των παραπάνω παραγόντων, οι νομισματικές αρχές επικεντρώθηκαν περισσότερο στην συναλλαγματική ισοτιμία απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Έτσι, αν και το 1994 όπως στο παρελθόν δεν αναγγέλθηκε ο στόχος για την συναλλαγματική ισοτιμία, η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποίησε ότι η διολίσθηση της δραχμής θα είναι μικρή, λιγότερο απ’ ό,τι απαιτείται για να αντισταθμίσει τις διαφορές πληθωρισμού με τις άλλες χώρες.
Αυτό οδήγησε σε μιαν γενική εντύπωση για την διολίσθηση της δραχμής της τάξεως του ύψους 5-6%.
Όσον αφορά τον δείκτη ρευστότητας Μ3 αυξήθηκε κατά 8,1% σε σύγκριση με τον στόχο 8-11% ενώ η αύξηση του Μ4 επιβραδύνθηκε κατά 13,4%. Παράλληλα, ο στόχος για την μεγέθυνση της πιστωτικής επέκτασης του ιδιωτικού τομέα τέθηκε στο 11%, λιγότερο ελαφρώς από την αναμενόμενη αύξηση του ονομαστικού Α.Ε.Π. (12,5%) και λιγότερο από την μεγέθυνση που επιτεύχθηκε το 1993.
Στην πλευρά των επιτοκίων σημειώθηκε μείωση τους πρώτους μήνες του ‘94, ως συνέπεια της πτώσης του πληθωρισμού (αν και παρέμειναν ακόμα σε υψηλά επίπεδα).
Εν αναμονή της καταργήσεως των συναλλαγματικών ελέγχων που είχε σχεδιασθεί για τον Ιούλιο του ‘94, αναπτύχθηκαν κερδοσκοπικές πιέσεις εις βάρος της δραχμής. Οι αρχές χειρίστηκαν επιτυχώς την κρίση, παρεμβαίνοντας στην ξένη αγορά συναλλάγματος και αυξάνοντας τα επιτόκια. Με σκοπό να παραμείνουν σταθερές στην δέσμευσή τους για μιαν πολιτική σταδιακής διολίσθησης της δραχμής –ως απαραίτητον όρο για την επιτυχή καταπολέμηση του πληθωρισμού– οι αρχές απελευθέρωσαν τις κινήσεις κεφαλαίων στα μέσα Μαΐου, 6 εβδομάδες νωρίτερα από την προγραμματισμένη ημερομηνία,
Ως αποτέλεσμα της κρίσης, οι συνθήκες ρευστότητας ήταν πολύ περιορισμένες οδηγώντας την διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα ως το τέλος του χρόνου. Παράλληλα, τα υψηλά επιτόκια και η επιβολή φορολογίας 15% στα Repos και τα Αμοιβαία Κεφάλαια επηρέασαν σημαντικά τους δείκτες νομισματικής ρευστότητας για το 1994. Η μεγέθυνση του Μ3 ήταν στο χαμηλότερο σημείο του στόχου ενώ το Μ4 αυξήθηκε περισσότερο σαν συνέπεια των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα σε κρατικά χρεώγραφα.
Τέλος, η πιστωτική επέκταση του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε κατά περίπου 11,5%, ελαφρώς χαμηλότερα από το ονομαστικό Α.Ε.Π.
• Διαρθρωτικές πολιτικές
Ο Ο.Ο.Σ.Α. θεωρεί απαραίτητο συστατικό της βελτίωσης των μακροοικονομικών επιδόσεων της Ελλάδας, παράλληλα με την υϊοθέτηση περιοριστικών πολιτικών, την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα συμβάλλουν στην απορρύθμιση των αγορών.
Συγκεκριμένα, δίνει έμφαση στην εφαρμογή μέτρων που οδηγούν στην βελτίωση των συνθηκών προσφοράς (απελευθέρωση αγοράς προϊόντων, υπηρεσιών, εργασίας) καθώς και στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων.
Οι επιδόσεις της Ελλάδας ως προς αυτήν την κατεύθυνση σχολιάστηκαν θετικά, αν και υπογραμμίστηκε η ανάγκη συνέχισης της προσπάθειας.
Ειδικότερα:
—ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Κρίθηκε ικανοποιητική η λήψη μέτρων που αφορούσε την άρση των ελέγχων των τιμών και του περιθωρίου κέρδους για το σύνολο των προϊόντων εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Επίσης, καταργήθηκε το μονοπώλιο ορισμένων Δημοσίων Επιχειρήσεων, ως προς την προσφορά συγκεκριμένων υπηρεσιών (π.χ. ΟΤΕ, ΕΛ.ΤΑ., Ολυμπιακή).
—ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ
Χαρακτηρίζεται ως ο τομέας που έχει επιτύχει την μεγαλύτερη πρόοδο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘80, το Ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα λειτουργούσε κάτω από την επιβολή πλήθους διοικητικών παρεμβάσεων με στόχο την εξασφάλιση της χρηματοδότησης ορισμένων βιομηχανικών κλάδων και του ελλείμματος του δημοσίου τομέα. Αυτή η προνομιακή πρόσβαση του δημοσίου σε χαμηλότοκα δάνεια θεωρείται υπαίτια για την δημοσιονομική χαλάρωση των δεκαετιών ‘70 και ‘80 και για την δημιουργία ενός υπεράριθμου κράτους.
Η διαδικασία της απορρύθμισης είχε ως αποτέλεσμα:
α) την κατάργηση του καθορισμού του ύψους των επιτοκίων,
β) την κατάργηση των υποχρεωτικών δεσμεύσεων ενός ποσοστού των καταθέσεων των τραπεζών σε κρατικά χρεώγραφα,
γ) κατάργηση της υποχρέωσης παροχής χαμηλότοκων δανείων σε δημόσιες επιχειρήσεις και προνομιακούς τομείς.
Παρ’ όλα αυτά, πρόσθετα μέτρα πρέπει να ληφθούν που να αφορούν την άσκηση εποπτείας στην προώθηση νέων περισσότερο εκλεπτυσμένων και ετερογενών χρηματοοικονομικών εργαλείων ενώ το σημαντικότερο στοιχείο για να γίνει αισθητή η μεταρρύθμιση συνιστά η μείωση του ρόλου του κράτους ως χρήστου και ως διαχειριστού πόρων.
—ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Θεωρεί θετικά τα μέτρα που ελήφθησαν (όπως η καθιέρωση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων για τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, η κατάργηση της υποχρεωτικής διαιτησίας, η προώθηση της μερικής απασχόλησης και η θεσμοθέτηση της 4ης βάρδιας) αλλά επισημαίνει ότι η χαμηλή ζήτηση δεν έδωσε την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν οι επιχειρήσεις μερικά από τα παραπάνω μέτρα.
Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι η «διπλή φύση» της Ελληνικής αγοράς εργασίας –από την μια αυτοί που απολαμβάνουν επαγγελματική σιγουριά, από την άλλη οι νεοεισερχόμενοι που έχουν να αντιμετωπίσουν ανασφάλεια και ανεργία– οδηγεί σε συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών σε υψηλά επίπεδα και αποδεικνύει την έλλειψη ευελιξίας.
—ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων θεωρείται σημαντική για την δημοσιονομική εξυγείανση όχι τόσο εξ αιτίας του εισπρακτικού της χαρακτήρα που θα αποφέρει αύξηση των εσόδων αλλά περισσότερο λόγω της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας του δημοσίου τομέα και της εξοικονόμησης πόρων που με διάφορους τρόπους είχαν διοχετευθεί σε αυτές τις επιχειρήσεις. Η πορεία της πολιτικής αυτής δεν κρίνεται ικανοποιητική γιατί έχει προσκρούσει στην έλλειψη νομιμοποίησης και διαφάνειας, σε γραφειοκρατικά εμπόδια και στις αντιδράσεις των θιγομένων συνδικαλιστικών ομάδων.




2. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ


Οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελληνική οικονομία αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα για την Ελλάδα, αφού αντιπροσωπεύουν τις απόψεις ενός θεσμού που διαθέτει όχι μόνον οικονομικό αλλά και πολιτικό χαρακτήρα, στις διαδικασίες του οποίου η χώρα μας συμμετέχει ενεργά. Οι απόψεις της, ως προς την διάγνωση των αιτιών των μακροοικονομικών ανισορροπιών της Ελλάδας και των προτάσεων θεραπείας τους ταυτίζονται με αυτές του Ο.Ο.Σ.Α., γεγονός που αποδεικνύει την στενή συνεργασία των 2 οργανισμών.
Οι προτάσεις της Ευρ. Επιτροπής για την πορεία της Ελληνικής οικονομίας έχουν ως ακολούθως:
• Δημοσιονομική προσαρμογή
Η εξυγείανση των δημοσίων οικονομικών θα επέλθει μέσω της λήψης μέτρων που θα οδηγήσουν στην αναδιάρθρωση τόσο της πλευράς των εσόδων όσο και της πλευράς των δαπανών του προϋπολογισμού.
Στην πλευρά των εσόδων, επισημαίνει ότι έμφαση πρέπει να δοθεί στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την διεύρυνση της φορολογικής βάσης ενώ στην πλευρά των δαπανών υποστηρίζει ότι, δεδομένου του υψηλού επιπέδου πληρωμών τόκων, η μείωση των δαπανών πρέπει να επέλθει μέσω της περικοπής διαφόρων κατηγοριών δαπανών (π.χ. μισθοί) και όχι μέσω της μείωσης του σχηματισμού κεφαλαίου (capital spending).
• Νομισματική Πολιτική
Η περιοριστική νομισματική πολιτική και η πολιτική συναλλαγματικής ισοτιμίας σε συνάρτηση με την δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησαν σε αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Ο εισαγόμενος πληθωρισμός υποχώρησε εξ αιτίας της πολιτικής της σκληρής δραχμής, η οποία προκάλεσε μείωση των πληθωριστικών προσδοκιών και συνέβαλε στην επιβολή πειθαρχίας στον καθορισμό των τιμών στο εσωτερικό της χώρας.
• Διαρθρωτική Πολιτική
Η Επιτροπή θεωρεί ως απαραίτητη προϋπόθεση της σύγκλισης της Ελλάδας με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., παράλληλα με την εφαρμογή σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής, την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων όπως ιδιωτικοποιήσεις και μέτρα απορρύθμισης των αγορών.
Αυτό θα οδηγήσει όχι μόνο στην βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος αλλά και, μέσω της ενδυνάμωσης του ιδιωτικού τομέα, θα συνεισφέρει στην αύξηση της παραγωγής. Όσο πιο δυναμικά είναι τα αποτελέσματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τόσο μικρότερο θα είναι το κόστος της προσαρμογής σε όρους απώλειας απασχόλησης που προκαλείται από την μείωση της ζήτησης ως απόρροια της δημοσιονομική προσαρμογής.

Κριτική του Ο.Ο.Σ.Α. και της Επιτροπής στις επιλογές οικονομικής πολιτικής της Ελλάδας

—Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ο.Ο.Σ.Α. και της Επιτροπής, η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε έναν φαύλο κύκλο. Τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και η συσσώρευση του δημοσίου χρέους (σαν αποτέλεσμα των λανθασμένων επιλογών οικονομικής πολιτικής παρελθόντων ετών) οδήγησαν σε υψηλό πληθωρισμό, υψηλά επιτόκια, ανατίμηση της δραχμής, χαμηλές επενδύσεις, χαμηλή ανταγωνιστικότητα και οικονομική στασιμότητα.
—Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν από τις Ελληνικές κυβερνήσεις για την διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών επικρίθηκαν τόσο από τον Ο.Ο.Σ.Α. όσο και από την Επιτροπή.
Ειδικότερα η πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής θεωρήθηκε ανεπαρκής γιατί αφενός έδωσε έμφαση στην πλευρά των εσόδων του προϋπολογισμού (αύξηση φορολογίας), αγνοώντας την ουσιαστική συγκράτηση των δαπανών, αφετέρου στηρίχτηκε σε μέτρα με μη μόνιμο χαρακτήρα, όπως έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και επαναπρογραμματισμό αποπληρωμής του χρέους. Ως συνέπεια των παραπάνω, ο πληθωρισμός διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα.
Παράλληλα, η δημοσιονομική προσαρμογή κρίθηκε ως ασυνεπής εξ αιτίας της χαλάρωσής της σε περιόδους εκλογικών αναμετρήσεων, αποδεικνύοντας την επίδραση του πολιτικού κύκλου στο ύψος των δαπανών του δημοσίου τομέα.
—Αποτέλεσμα των δυσμενών εξελίξεων στο μέτωπο της δημοσιονομικής εξυγείανσης ήταν το βάρος της προσαρμογής να το έχει επωμισθεί η νομισματική πολιτική.
Η περιοριστική νομισματική πολιτική αντανακλάται τόσο στην επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των νομισματικών μεγεθών (προσφορά χρήματος Μ3) όσο και στην διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα. Στο σημείο αυτό, τόσο ο Ο.Ο.Σ.Α. όσο και η Επιτροπή επισημαίνουν ότι η διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα είναι επιβεβλημένη γιατί συμβάλλει στην εμπιστοσύνη των αγορών στην συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής ενώ μια προσπάθεια πρώϊμης μείωσής τους θα θεωρούνταν από τις αγορές ως ένδειξη χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής.
—Η άσκηση της αντιπληθωριστικής πολιτικής τιμής συναλλάγματος (με την έννοια ότι η διολίσθηση της δραχμής είναι μικρότερη απ’ ό,τι θα έπρεπε για να καλύπτει τις διαφορές πληθωρισμού με τις άλλες χώρες) σε συνδυασμό με την περιοριστική νομισματική πολιτική έχει συμβάλει στην επιβολή πειθαρχίας στο οικονομικό σύστημα, υποχρεώνοντας τις επιχειρήσεις να αντιστέκονται στις υπερβολικές αυξήσεις μισθών και να καταβάλλουν προσπάθειες για αποτελεσματική λειτουργία.
—Στα πλαίσια της απορρύθμισης των χρηματαγορών και της απελευθέρωσης των κινήσεων κεφαλαίων αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα η εξασφάλιση της νομισματικής πολιτικής και αναβαθμίζεται ο ρόλος της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως μέσου άσκησης νομισματικής πολιτικής. Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις που σημειώθηκαν κατά της δραχμής τον Μάϊο του 1994 αποδεικνύουν την ορθότητα των παραπάνω ισχυρισμών. Για τους λόγους αυτούς, ο Ο.Ο.Σ.Α. και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η συναλλαγματική πολιτική, με προγραμματισμένο ρυθμό διολίσθησης, ενισχύει την αξιοπιστία της αντιπληθωριστικής πολιτικής της κυβέρνησης και παρέχει καθαρότερα μηνύματα στον ιδιωτικό τομέα. Ειδικότερα, για την περίπτωση της Ελλάδας η οποία διαθέτει υψηλό πληθωρισμό, η δέσμευση των οικονομικών αρχών ότι θα εφαρμόσουν αντιπληθωριστική πολιτική συναλλάγματος –υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι αξιόπιστη– μπορεί να συμβάλη στην υποχώρηση των πληθωριστικών προσδοκιών.
—Τέλος, τόσο ο Ο.Ο.Σ.Α. όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα συνέχισης της περιοριστικής μακροοικονομικής πολιτικής της Ελλάδας, επισημαίνοντας ότι η παραμικρή χαλάρωση θα συνεπαγόταν τεράστιο κόστος, η εμπιστοσύνη της αγοράς θα χανόταν, οι θυσίες των προηγούμενων ετών θα πήγαιναν χαμένες και η προσαρμογή θα έπρεπε να ξεκινήσει από χειρότερο σημείο εκκίνησης.


3. ECONOMIST

Το κύριο χαρακτηριστικό των εκθέσεων του Economist είναι πως αρκείται σε φλεγματικά, ειρωνικά, δηλητηριώδη αλλά ολιγάριθμα σχόλια για τους τομείς αυτούς της οικονομικής πολιτικής που εξετάζονται εδώ.
Το σύνολο των εκθέσεων αφιερώνεται στην χειμαρρώδη παράθεση οικονομικών ειδήσεων.
Επιχειρώντας μιαν αποδελτίωση της στάσης του Economist Intelligence Unit απέναντι στις Ελληνικές κυβερνήσεις, παρατηρείται μια ισορροπημένη κριτική, ακριβοδίκαιη –αλλά και επιφανειακή.
Οι αναλυτές του E.I.U. θεωρούν ότι στην περίοδο 1981-89 έγινε από το ΠΑ.ΣΟΚ. χρήση αναδιανεμητικής πολιτικής σε ισχυρή δόση, με αποτέλεσμα να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πολιτών με αντίτιμο την διόγκωση του χρέους και των δημοσίων ελλειμμάτων.
Όσον αφορά την περίοδο 1990-1993, επικροτείται ο «άτεγκτος ρεαλισμός» των Μάνου/Μητσοτάκη, καθώς ο Economist θεωρούσε ως σημαντικό επίτευγμα την απόδοση των μέτρων της κυβέρνησης ενώ, παράλληλα, κατέκρινε α) την αντιπολίτευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., διότι ασκούσε, για λόγους ρητορικής και εντυπώσεων μη ουσιαστική κριτική, β) τις εναλλακτικές προτάσεις των Έβερτ/Δήμα/ Κανελλόπουλου, ως φιλόδοξες και υπερβολικές, διότι ουσιαστικά δεν διέφεραν από την στρατηγική Μάνου –παρά μόνο στο ζήτημα της χρηματοδότησης της ανάπτυξης από το κράτος (etatism).
Σύμφωνα με το E.I.U., η ύφεση έφθασε το 1993 στο κατώτατο σημείο της. Ακολούθησε μια περίοδος αβεβαιότητας ως τους πρώτους μήνες του 1995, όταν θεωρήθηκε ότι αποκαταστάθηκε ήρεμο πολιτικό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας και στα Βαλκάνια. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται ως η πιο ευνοϊκή, κάτι το οποίο αποκρυσταλλώνεται πλέον στην τολμηρότητα των προβλέψεων του Ε.Ι.U.
Την περίοδο αυτή τα οικονομικά μεγέθη βελτιώνονται σημαντικά, ο πληθωρισμός γίνεται μονοψήφιος, ο Economist καταφεύγει σε περικοπές ομιλιών των Παπαντωνίου-Παπαδόπουλου και ταυτίζεται με τις κινήσεις απελευθέρωσης, στις οποίες προβαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ωστόσο, προειδοποιεί ότι –εφόσον υπάρξει χαλάρωση ενόψει των εκλογών του 1997– οι επιπτώσεις θα είναι επώδυνες.
Ο Economist διακινδυνεύει κατά την διάρκεια αυτού του κρίσιμου διαστήματος την διατύπωση κάποιων περισσότερο θαρραλέων εκτιμήσεων, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η οποιαδήποτε χαλάρωση θα επιφέρει νομοτελειακά συναλλαγματική κρίση και υποτίμηση της δραχμής. Μια τολμηρή επισήμανση ακόμη αποτελεί η υπόδειξη ότι η Ελληνική οικονομία πρέπει να αναδιαρθρωθεί εσωτερικά, στρεφόμενη προς την μικρο-οικονομία, δηλαδή προς τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, ιδιαίτερα στον τομέα της βιομηχανίας.
Αξίζει, επίσης, να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις του Economist ότι, αν και τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα αυξάνεται η ανεργία ενώ ταυτόχρονα μειώνονται οι πραγματικοί μισθοί, η κατανάλωση βαίνει διαρκώς αυξανόμενη. Αυτό σημαίνει ότι η πρόοδος στο μέτωπο του πληθωρισμού από ένα σημείο και μετά, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται από την εμπειρία της κυβέρνησης Σημίτη, θα είναι επώδυνη και ιδιαίτερα δύσκολο να επιτευχθεί.
Την εκλογή του Κ. Σημίτη στην πρωθυπουργία ο Economist αντιμετωπίζει με συγκρατημένη αισιοδοξία διότι ναι μεν δόθηκε τέλος στην πολιτική αβεβαιότητα, ωστόσο υπάρχει επίγνωση του γεγονότος ότι η λήψη οικονομικών αποφάσεων θα συναντά εμπόδια ως τις εκλογές.
Ιδιαίτερη αξία αποδίδεται στις εκάστοτε συγκρούσεις των Ελληνικών κυβερνήσεων με την Commission, η οποία ασκεί αποτελεσματική πίεση για να ληφθούν μέτρα. Γενικότερα, ο Economist ταυτίζεται με την προτροπή του Δ.Ν.Τ. να μην επαναληφθούν ξανά τα λάθη του παρελθόντος (με την αγωνία ότι η κυβέρνηση δίνει ρητά βάρος όχι στην οικ. σταθεροποίηση αλλά στην κοινωνική συνοχή). Ένα ακόμη κοινό σημείο με το Δ.Ν.Τ. είναι ότι γίνεται ελάχιστη αναφορά στην ανεργία.



4. Δ.Ν.Τ.


Η αλήθεια είναι ότι το Δ.Ν.Τ., αν και κατηγορείται από τους επικριτές του ως «δογματικό», προσεγγίζει πολύπλευρα τα προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας ενώ –πέρα από τις διαπιστώσεις που κάνει– προχωρά στην διατύπωση εφικτών λύσεων.
Όσον αφορά την κριτική για τα προηγούμενα έτη, το Δ.Ν.Τ. χαρακτηρίζει ως απογοητευτικές τις επιδόσεις της Ελλάδας στην δεκαετία του ‘80, δεδομένης της σημαντικής αύξησης στις δημόσιες δαπάνες, της υπερκατανάλωσης και των κρατικοποιήσεων. Για την περίοδο μετά το 1990, το Δ.Ν.Τ. θεωρεί ως ανεπαρκή την σταθεροποιητική προσπάθεια της Ν.Δ. επί Χριστοδούλου-Παλαιοκρασσά όχι μόνο διότι οι φιλόδοξοι στόχοι που είχαν τεθεί δεν εκπληρώθηκαν αλλά διότι η κρίση ήταν δομική, θεσμική: για να αντιμετωπιστεί, επομένως, απαιτούνταν ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Σοβαρά βήματα προς την κατεύθυνση της άρσης και διόρθωσης των μακροοικονομικών ανισορροπιών και των διαρθρωτικών δυσκαμψιών διαπιστώνονται στην περίοδο Μάνου, κυρίως διότι –όταν παρατηρήθηκε απόκλιση από τους στόχους– ελήφθησαν (σύμφωνα με τις υποδείξεις των εμπειρογνωμόνων του Δ.Ν.Τ.) έκτακτα μέτρα για την μείωση των δαπανών και την αύξηση των εσόδων.
Το Δ.Ν.Τ., επιπλέον, χαρακτηρίζει ως «ολέθριες» τις επιπτώσεις των εκλογών του 1993 στην δημοσιονομική πολιτική καθώς ανεστράφη η πρόοδος των προηγουμένων ετών. Για τον λόγο αυτό, προτάθηκαν επειγόντως νέα, πρόσθετα μέτρα, τα οποία ουδέποτε ελήφθησαν.
Εκ των υστέρων, το Δ.Ν.Τ. αποδίδει την απροθυμία της κυβέρνησης Παπανδρέου να λάβει δραστικά μέτρα α) στον φόβο του πολιτικού κόστους και β) στην επιθυμία της να δημιουργήσει συνθήκες κοινωνικής συναίνεσης.
Ενώ η κυβέρνηση συμφωνεί διακηρυκτικά με τους στόχους που προτείνει το Δ.Ν.Τ., ωστόσο δεν εφαρμόζει τα μέτρα που απαιτούνται για την εκπλήρωση των στόχων αυτών.
Ιδιαίτερα περιεκτικές ως προς το αντικείμενο του κεφαλαίου αυτού είναι οι 2 τελευταίες εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Σύμφωνα με αυτές, οι «οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας βελτιώθηκαν περαιτέρω το 1995, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης, τα τελευταία χρόνια, σταδιακής δημοσιονομικής προσαρμογής και της σαφούς προσήλωσης σε μια αυστηρή νομισματική και συναλλαγματική πολιτική».
Από την άλλη πλευρά, το μείγμα οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται δεν μπορεί να διατηρηθεί –διότι είναι ανισόρροπο.
Κατά την διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, «η προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής επικεντρώθηκε στην αύξηση των εσόδων, κυρίως μέσω της βελτίωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης».
Αντίθετα –σύμφωνα με το Δ.Ν.Τ.– «στα προσεχή έτη, η περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση κατ’ ανάγκην θα προέλθει από το σκέλος των δαπανών».
Η λογική των αναλυτών του διεθνούς οργανισμού αναπτύσσεται κατόπιν με βάση το επιχείρημα ότι η «πραγματική σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη απαιτεί σημαντική επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής ανόδου. Σε πολλές χώρες με μεγάλο δημόσιο τομέα, αποδείχθηκε ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι το κύριο μέσο για την βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Η επιτυχής πώληση μετοχών του ΟΤΕ θα πρέπει να αποτελέσει βήμα για να δοθεί νέα ώθηση στις ιδιωτικοποιήσεις», υποστηρίζει το Δ.Ν.Τ.
«Η κυβέρνηση θα πρέπει να ανακοινώνει ημερομηνίες για μελλοντικές πωλήσεις μετοχών, μέχρι του ορίου που επιτρέπεται από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο».
Το Δ.Ν.Τ. ζητεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να υπάρξει ανάκαμψη στις ιδιωτικές επενδύσεις καθώς και να τεθούν στο περιθώριο οι δομικές ανελαστικότητες που περιορίζουν την ανάπτυξη.
Στην αύξηση της παραγωγικότητας θα βοηθήσει η σμίκρυνση της ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους και η παραγωγή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Η δικαιολογία στην οποίαν εδράζεται η ανάλυση του Δ.Ν.Τ. είναι ότι –όπως λειτουργούν σήμερα– πολλές δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί είναι μια ανοικτή πληγή στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας.
Αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί δημιουργούν ελλείμματα και χρέη που πρέπει να αναλάβει η κυβέρνηση με την μια ή την άλλη μορφή, αλλά κυρίως γιατί δημιουργούν εμπόδια στην δημοσιονομική πειθαρχία και στην αποτελεσματική κατανομή των πόρων σε όλην την οικονομία και τελικά εμποδίζουν τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας.
Ιδιαίτερη αξία έχει η επισήμανση του Δ.Ν.Τ. πως, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε., δεν υπάρχει ακόμα συναίνεση στην Ελλάδα για το γεγονός ότι η ιδιοκτησία, ο έλεγχος και η διεύθυνση από ιδιώτες είναι τελικά ο καλύτερος τρόπος για να βελτιωθεί η λειτουργία και οι προσφερόμενες υπηρεσίες πολλών δημοσίων επιχειρήσεων.
Περαιτέρω, το Δ.Ν.Τ. –θεωρώντας ότι πρέπει να ενισχυθεί η αξιοπιστία της Νομισματικής Πολιτικής και η ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος– ενθαρρύνει «την κυβέρνηση να προχωρήσει στην ψήφιση νόμου για την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με την Συνθήκη του Μάαστριχτ», καθώς η νομισματική πολιτική θα πρέπει να παίξει πιο ενεργό ρόλο για την προαγωγή της ανταγωνιστικότητας του ισοζυγίου πληρωμών και, κατά προέκταση, της Ελληνικής οικονομίας.
«Επιπλέον, η προσήλωση στην σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, σε περιβάλλον ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων, σημαίνει ότι περιορίζεται η δυνατότητα της Τράπεζας της Ελλάδος να ελέγξει την εξέλιξη των νομισματικών και πιστωτικών μεγεθών».
Για το Δ.Ν.Τ., η νομισματική πολιτική σήμερα ασκείται με τον διπλό περιορισμό του στόχου της συναλλαγματικής ισοτιμίας που καθορίζεται στο νομισματικό πρόγραμμα καθώς και μιας σχετικά υψηλής κινητικότητας κεφαλαίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ισχυρές εισροές κεφαλαίων προσελκύονται από την αξιοπιστία του στόχου της συναλλαγματικής ισοτιμίας και από το επίπεδο των επιτοκίων που διαμορφώνονται από τον συνδυασμό ενός μεγάλου δημοσιονομικού ελλείμματος και περιορισμένης προόδου στην μείωση του πληθωρισμού.
Θεωρείται ως δεδομένο ότι:
α) από την μια πλευρά, η σφιχτή νομισματική πολιτική απαιτεί υψηλά επιτόκια και σκληρή δραχμή,
β) από την άλλη πλευρά, τα υψηλά επιτόκια προσελκύουν κεφάλαια από το εξωτερικό, τα οποία αυξάνουν την ρευστότητα της οικονομίας καθώς και το κόστος τη ουδετεροποίησης της εισροής αυτής.
Η σύγκρουση που παρατηρείται, έτσι, έχει την εξής μορφή: η εμμονή του πληθωρισμού –ο οποίος έχει καθηλωθεί στο 9% σε συνδυασμό με τις υψηλές ανάγκες δανεισμού του Δημοσίου– επιβάλλει να μην συνεχιστεί η πολιτική μείωσης των επιτοκίων. Αν, όμως, τα επιτόκια δεν μειωθούν, τότε η εισροή ξένων κεφαλαίων θα συνεχιστεί και το κόστος τους θα είναι υψηλό καθώς οδηγούν την οικονομία σε επεκτατική πορεία.
Μια ενδιαφέρουσα, επίσης, παρατήρηση του Δ.Ν.Τ. αποτελεί η σκέψη ότι για να μειωθεί γρήγορα ο πληθωρισμός προϋποτίθεται «προσαρμογή του πλαισίου της μακροοικονομικής πολιτικής. Η προσαρμογή αυτή πρέπει να αποβλέπει στον έλεγχο της ανόδου της συνολικής ζήτησης και στην συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων, έτσι ώστε να καταστούν συμβατές με τον στόχο για την συναλλαγματική ισοτιμία».
Εκ παραλλήλου, μια ουσιαστικά αντιπληθωριστική παρέμβαση της οικονομικής πολιτικής οφείλει να δημιουργεί τους όρους εκείνους που θα επιτρέπουν ισχυρότερη συγκράτηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και των έμμεσων φόρων. Αυτό πρακτικά σημαίνει:
i) Μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας ώστε η λειτουργία της να καταστεί πιο εύκαμπτη, συνδέοντας τις αυξήσεις των μισθών με την παραγωγικότητα και επιτρέποντας έτσι αύξηση της απασχόλησης, και
ii) Έμφαση στην μείωση των δημοσίων δαπανών και ενίσχυση των αποκρατικοποιήσεων ώστε να μετριασθεί η αύξηση των έμμεσων φόρων και της φορολογικής επιβάρυνσης γενικότερα και να πριμοδοτηθεί η ανάπτυξη.
Το Δ.Ν.Τ. θεωρεί, εξάλλου, ότι στην Ελλάδα –όπου η Ο.Ν.Ε. αποτελεί στόχο για μετά το 2000– η ανάγκη ενίσχυσης της διαδικασίας σύγκλισης και αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού επιβάλλει την ταχύτερη επιστράτευση μιας ευέλικτης αγοράς εργασίας.
Αυτό επιβεβαιώνουν οι εξελίξεις της τριετίας 1994-1996, κατά την διάρκεια της οποίας είχαμε αυξήσεις παραγωγικότητας χαμηλότερες των πραγματικών αυξήσεων της μέσης αμοιβής. Δηλαδή, η εισοδηματική πολιτική δεν συνέβαλε αρκούντως στην αντιπληθωριστική και αναπτυξιακή διαδικασία, γεγονός που μαρτυρεί και η υπέρβαση των στόχων του Προγράμματος Σύγκλισης για τις πραγματικές αμοιβές.
Μάλιστα, η διαμόρφωση μιας ευέλικτης αγοράς εργασίας δεν είναι απαραίτητη μόνο για την πορεία της ονομαστικής σύγκλισης αλλά κρίνεται από το Δ.Ν.Τ. ως απαραίτητη για την λειτουργία και της ενιαίας ευρωπαϊκής νομισματικής αγοράς.
Το θέμα της σύγκλισης αποτελεί, όμως, αντικείμενο του επόμενου κεφαλαίου.



Κεφάλαιο 3 Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΛΙΣΗ (Convergence)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ


Η βούληση της Ελλάδας να συμμετάσχει ενεργά στην διαδικασία εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης με την εγκαθίδρυση της Ο.Ν.Ε., την οδήγησε από το 1990 και μετά στην κατάρτιση σταθεροποιητικών προγραμμάτων για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ανισορροπιών.
Το τελευταίο πρόγραμμα σύγκλισης 1994-1999 συνιστά την αναθεώρηση του αντιστοίχου της περιόδου 1993-1999 και θέτει ως στόχο την μείωση των δαπανών του δημοσίου τομέα ΔΑΔΤ και την πτώση του πληθωρισμού, υποθέτοντας χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και υψηλότερα ποσοστά πρωτογενών πλεονασμάτων (Πίνακας 2).
Η κριτική που ασκούν οι Διεθνείς Οργανισμοί στο Πρόγραμμα Σύγκλισης έχει ως ακολούθως:
Ο Ο.Ο.Σ.Α. θεωρεί ότι το Πρόγραμμα κινείται στην σωστή κατεύθυνση αν και θέτει φιλόδοξους στόχους όσον αφορά την πορεία μεγέθυνσης του Α.Ε.Π. και την αποκλιμάκωση των επιτοκίων. Όμως, υποθέτοντας υψηλότερα επιτόκια κατά 1,5%, ο λόγος χρέους προς Α.Ε.Π. δεν θα σταθεροποιηθεί πριν το 2000, υπερβαίνοντας τον στόχο κατά 12,5% του Α.Ε.Π.
Από την άλλη πλευρά, υποθέτοντας χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης κατά 1,5%, ο λόγος χρέους προς Α.Ε.Π. θα σταθεροποιηθεί το 1999, υπερβαίνοντας τον στόχο κατά 4,5% του Α.Ε.Π.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται εμφανές το πόσο επισφαλείς είναι οι προτάσεις για την πορεία της Ελληνικής οικονομίας του Προγράμματος Σύγκλισης, αφού υποθέτοντας υψηλότερα επιτόκια και χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, το απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να φτάσει στο 7,5% του Α.Ε.Π. κατά μέσο όρο το ‘95-‘99, ώστε να ικανοποιηθεί ο στόχος.
Αν δεν συμβεί αυτό, ο λόγος χρέους προς Α.Ε.Π. δεν θα σταθεροποιηθεί και το 2000 θα είναι 16% υψηλότερος του στόχου.
Αντίστροφα, αν το Α.Ε.Π. αυξηθεί κατά 1,5% υψηλότερα από τον στόχο, ο λόγος χρέους/Α.Ε.Π. θα σταθεροποιηθεί το 1995. Αν και θα υπερβαίνει τον στόχο κατά 3% του Α.Ε.Π., θα παραμείνει πάνω από 100% του Α.Ε.Π. το 2000.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και μέσα σε ένα πλαίσιο υψηλής ανάπτυξης, επιπρόσθετη προσπάθεια πρέπει να καταβληθεί για να πλησιάσουμε τα κριτήρια του Μάαστριχτ.
Παράλληλα, ο Ο.Ο.Σ.Α. εκφράζει δυσπιστία ως προς την αποτελεσματικότητα των μέσων που θα συμβάλλουν στην μείωση των ελλειμμάτων (π.χ. φορολογία), επισημαίνοντας ότι οδηγούν στην αποτυχία επίτευξης άλλων στόχων (αποκλιμάκωση πληθωρισμού).
Τέλος, ο Ο.Ο.Σ.Α. εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με τα επικείμενα ωφέλη που θα επέλθουν μέσω της αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος, σημειώνοντας ότι σημασία δεν έχει η θέσπιση νέων μέτρων αλλά η μεταβολή της νοοτροπίας των φορολογουμένων.
Οι εκτιμήσεις της Επιτροπής κινούνται στα ίδια επίπεδα με αυτές του Ο.Ο.Σ.Α. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκφράζει με την σειρά της δυσπιστία ως προς τα μέσα που χρησιμοποιεί η Ελλάδα για να επιτύχει την δημοσιονομική εξυγείανση, θεωρώντας τα ανεπαρκή.
Παράλληλα, επισημαίνει την αισιοδοξία των στόχων του Ελληνικού Προγράμματος Σύγκλισης και θεωρεί ότι ο εμπροσθοβαρής χαρακτήρας του μειώνει την αξιοπιστία του, αφού η Ελλάδα είναι μια χώρα που διαθέτει προηγούμενο υψηλών και αυξανόμενων δημοσίων ελλειμμάτων, άρα είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό από την αγορά το σενάριο της ταχείας συρρίκνωσής τους.
Από την άλλη πλευρά, το Economist Intelligence Unit θεωρεί ως απίθανο να υλοποιηθούν οι στόχοι του Ελληνικού Προγράμματος Σύγκλισης.
Για τον λόγο αυτό, δίνει έμφαση στην δυνατότητα της Ελλάδας να ενταχθεί στην Ο.Ν.Ε. μετά το έτος 2000 και να συγκλίνει, τουλάχιστον ως προς τις τάσεις της οικονομικής διαχείρισης.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα θα κάνει καθυστερημένα το πρώτο βήμα προς την επίτευξη των σχετικών κριτηρίων αποδίδεται στην αποτυχία αλλεπάλληλων σταθεροποιητικών προγραμμάτων.
Σύμφωνα με την ίδια λογική που αναπτύσσουν οι αναλυτές του E.I.U., μια ολοκληρωτική απουσία της Ελλάδας από την Ο.Ν.Ε. θα την οδηγούσε να στιγματιστεί ως η πλέον προβληματική χώρα της Ε.Ε.
Αυτό το έχουν συνειδητοποιήσει κυρίως οι τραπεζίτες αλλά και αρκετοί πολιτικοί: Σημίτης, Παπαδόπουλος, Παπαντωνίου.
Πάντως, το Ε.Ι.U. θεωρεί ότι ο πρωθυπουργός έχει αναπτύξει αποτελεσματική δράση, δίνοντας προτεραιότητα στην ευθυγράμμιση της Ελληνικής οικονομίας με την Ε.Ε.
Εκτιμάται ότι έχει επιτευχθεί ο στόχος της σκληρής δραχμής (υποτίμηση 1-3% έναντι του E.C.U.) και ότι ο πληθωρισμός θα κλείσει το 1997 στο 6,5% με αποτέλεσμα να ανέβει το πραγματικό εισόδημα από 1% ως 2% το 1997. Το έλλειμμα αναμένεται να βρεθεί στο 8,7% του Α.Ε.Π. το 1996.
Ωστόσο, οι εκτιμήσεις του E.I.U. στηρίζονται σε 3 βασικές σκέψεις:
α) στην ευνοϊκή προκατάληψη ότι από την διαμάχη «λαϊκιστών» και «Ευρωπαϊστών» στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα βγουν κερδισμένοι οι δεύτεροι,
β) στην αρνητική θέση ότι οι επικείμενες εκλογές θα οδηγήσουν σε αποτυχία εντός του 1997 και αυτό το Πρόγραμμα Σύγκλισης και
γ) στην πρόβλεψη ότι μόνον εάν στις εκλογές θα επικρατήσει εκ νέου το ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα πρέπει να αναμένεται να υϊοθετηθεί αυστηρότερο πρόγραμμα λιτότητας. Η λιτότητα θεωρείται ως απαραίτητη –ενώ το E.I.U. εκδηλώνει σαφώς την αντίθεσή του στην χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής.
Τέλος, όσον αφορά την ευρωπαϊκή στρατηγική για να βοηθηθεί η Ελλάδα να συγκλίνει, ο Economist επισημαίνει ειρωνικά ότι ενώ οι πόροι που εισρέουν από την Ε.Ε. είναι «συμπληρωματικοί», δηλαδή προϋποθέτουν χρηματοδότηση και από το ελληνικό κράτος, ταυτόχρονα η Ε.Ε. ζητεί από την Ελλάδα να συρρικνώσει το έλλειμμα των εκάστοτε προϋπολογισμών που καταρτίζονται. Χαρακτηριστικές είναι οι ακόλουθες απόψεις των αναλυτών του ομίλου:
Α. Πριν ενταχθεί η δραχμή στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, θα πρέπει να έχει μειωθεί το δημόσιο έλλειμμα.
Β. Εάν η οικονομική ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας χρηματοδοτηθεί από το Δημόσιο (εκτός των εισροών από τα 2 Κ.Π.Σ.), τότε το δημόσιο έλλειμμα και οι δανειακές ανάγκες θα οδηγήσουν την Ελλάδα στην χρεωκοπία.
Γ. Αν δεν υπήρχαν οι εισροές από την Ε.Ε., θα αποκαλυπτόταν στο ισοζύγιο πληρωμών η σταδιακή απώλεια της ελληνικής ανταγωνιστικότητας.
Προεκτείνοντας την σκέψη αυτή το Δ.Ν.Τ., συμπληρωματικά, θέτει 3 εκ των ων ουκ άνευ συνθήκες (sine qua non) για την επιτυχή ένταξη της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα Ε.ΝΟ.Σ.:
1. Μεγάλη, μόνιμη μείωση πληθωρισμού.
2. Πειστική πρόοδο στην δημοσιονομική σταθεροποίηση.
3. Βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θεωρεί ότι η σταθεροποίηση της οικονομίας θα πρέπει να συνδυαστεί με την προαγωγή της ανταγωνιστικότητας του οικονομικού συστήματος της Ελλάδας.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το χρονικό σημείο εισόδου της δραχμής στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα πρέπει να είναι συμβατό όχι μόνο με την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας αλλά και με ευρύτερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, επενδύσεων και εξαγωγών. Προτού καθορισθεί οποιαδήποτε σταθερή ισοτιμία στα πλαίσια του Μηχανισμού Ισοτιμιών Συναλλαγματικών (Μ.Ι.Σ.) του Ε.ΝΟ.Σ., πρέπει να προηγηθεί δραστική πτώση του πληθωρισμού και ουσιώδης περαιτέρω δημοσιονομική βελτίωση.
Για την ουσία της πολιτικής που πρέπει να ακολουθήσει η Ελληνική ηγεσία προκειμένου να συγκλίνει η οικονομία, το Δ.Ν.Τ. έχει υποβάλει μιαν συγκροτημένη πρόταση με θεμέλιο λίθο την έξοδο από τον φαύλο κύκλο και την είσοδο στον ενάρετο κύκλο.
Ήδη, από το 1992 το Δ.Ν.Τ. πρότεινε στην Ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει ένα νέο οικονομικό πρόγραμμα αμέσου αποδόσεως. Την προτροπή αυτή επανέλαβε το 1994, ζητώντας διορθωτική επέμβαση επειγόντως, και τονίζοντας την άποψη των τεχνοκρατών του ότι η ελληνική προσαρμογή οφείλει να είναι «εμπροσθοβαρής/front-loaded» και να συνδυάζει αρμονικά την σταθεροποιητική και αναπτυξιακή πολιτική.
Για να κάνει σαφέστερες τις απόψεις του, το Δ.Ν.Τ. συνήθως εκπονεί εναλλακτικά σενάρια για την μακροοικονομική πολιτική των Ελληνικών κυβερνήσεων ενόψει της Ο.Ν.Ε. (βλ. Πίνακα 3). Τα σενάρια αυτά αναλύονται ως εξής:
ΣΕΝΑΡΙΟ 1: Πρόκειται για το απαισιόδοξο σενάριο, το οποίο χαρακτηρίζεται από το Δ.Ν.Τ. ως «απίθανο» και βασίζεται στην υπόθεση ότι η Ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί μιαν χαλαρή, μετριοπαθή δημοσιονομική πολιτική, δίχως να καταφεύγει σε έκτακτα μέτρα. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ελαφρή βελτίωση από πλευράς ανάπτυξης, πληθωρισμού και επιτοκίων –αλλά και κατάρρευση της οικονομίας, διότι το δημόσιο χρέος θα υπερβεί τα 50 τρις.
ΣΕΝΑΡΙΟ 2: Στηρίζεται στην υπόθεση ότι λαμβάνονται νέα μέτρα όταν παρουσιαστεί απόκλιση από τους στόχους του Προγράμματος Σύγκλισης 1994-1999. Είναι το πιθανότερο σενάριο για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών, δίχως όμως να υπάρχει μόνιμη οικονομική ανάκαμψη.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Α: Είναι το ιδανικό σενάριο για το Δ.Ν.Τ., διότι βασίζεται στην υπόθεση ότι επιτυγχάνεται ρυθμός ανάπτυξης κατά μία μονάδα υψηλότερος και ότι τα επιτόκια μειώνονται μία μονάδα χαμηλότερα σε σχέση με το σενάριο 2. Τα αποτελέσματα είναι σαφώς ευεργετικά για την δημοσιονομική πολιτική.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Β: Το σενάριο αυτό υποδεικνύει την αστάθεια που εξακολουθεί να υπάρχει στην οικονομία. Η κρίση δεν έχει αναστραφεί –διότι εάν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί κατά μία μονάδα και τα επιτόκια παραμείνουν υψηλότερα από τις προβλέψεις (κάτι πολύ εύκολο να συμβεί), τότε η οικονομία ξεφεύγει του ελέγχου.
Όσον αφορά το υπάρχον Πρόγραμμα Σύγκλισης, το Δ.Ν.Τ. συμβουλεύει οι στόχοι που περιέχονται σε αυτό να θεωρηθούν ως οι minimum επιδιώξεις ενώ υποδεικνύει το μοντέλο της Ισπανίας και της Πορτογαλίας για την εισαγωγή σαφών, πολυετών στόχων για τις βασικές κατηγορίες δαπανών ώστε να υπάρξει ένα σαφέστερο πλαίσιο των μειώσεων στην πραγματική δημόσια κατανάλωση.
Το Δ.Ν.Τ. αποδίδει αξία στην τήρηση του Προγράμματος με το επιχείρημα ότι «αυτό το πρόγραμμα σύγκλισης ενσωματώνει την δέσμευση των αρχών για μια οικονομία σταθερή και προσανατολισμένη στην αγορά, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και» ότι «οι αλλοδαποί και εγχώριοι επενδυτές παρακολουθούν την επίδοση της Ελλάδος σε σχέση με τους στόχους του προγράμματος προκειμένου να αξιολογήσουν την αποφασιστικότητα των αρχών ως προς την επίτευξη της σταθεροποίησης και των μεταρρυθμίσεων». Σύμφωνα με το Δ.Ν.Τ., είναι ακόμη πολύ νωρίς για πανηγυρισμούς στο εσωτερικό της Ελλάδας διότι η πρόσφατη οικονομική ιστορία της χώρας χαρακτηρίζεται από περιπτώσεις όπου –κάτω από την πίεση μιας κρίσης– εφαρμόζονται μέτρα προσαρμογής αλλά, με τα πρώτα σημάδια επιτυχίας, οι πολιτικές χαλαρώνουν. Στην πορεία, η αρχική προσπάθεια πάει χαμένη, η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία χάνονται και η οικοδόμηση συναίνεσης για μιαν νέα αρχή γίνεται περισσότερο δύσκολη. Οι φωνές για χαλάρωση της εφαρμοζόμενης πολιτικής –υποστηρίζει το Δ.Ν.Τ.– είναι παραπλανημένες διότι η επιτυχία της Νομισματικής Ένωσης πιθανότατα θα προσκρούσει στην ικανότητα ή μη των κυβερνήσεων να δεσμευθούν σε λειτουργίες μηχανισμών που να επιβάλουν την δημοσιονομική πειθαρχία πέραν του κρίσιμου έτους δοκιμής, δηλαδή του 1997.
Συγκεκριμένα, η επιτυχία της Ο.Ν.Ε. θα προσκρούσει στην ικανότητα συνδυασμού ενός μακροχρόνιου δημοσιονομικού περιορισμού με μιαν βραχυχρόνια ευελιξία στον τομέα της αγοράς εργασίας.



Κεφάλαιο 4 ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ)

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 –και ως αποτέλεσμα των απογοητευτικών επιδόσεων από πλευράς ανάπτυξης των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών– σημειώθηκε μεταστροφή της οικονομικής φιλοσοφίας προς την κατεύθυνση των περιοριστικών μακροοικονομικών πολιτικών με κύριο στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Παράλληλα, υϊοθετήθηκε η αντίληψη ότι η ανάπτυξη των οικονομιών προϋποθέτει το άνοιγμα των αγορών και την όξυνση του ανταγωνισμού, οδηγώντας έτσι στον επανακαθορισμό των βιομηχανικών, περιφερειακών και εργασιακών πολιτικών.
Σαν συνέπεια των παραπάνω εξελίξεων, υϊοθετήθηκε το πρόγραμμα δημιουργίας μιας ενιαίας αγοράς «ηπειρωτικών διαστάσεων» και τέθηκε ο στόχος της εγκαθίδρυσης της Ο.Ν.Ε.
Στα πλαίσια της διεθνούς οικονομικής αλληλεξάρτησης και της έντασης των προσπαθειών περιφερειακής ολοκλήρωσης της Ευρώπης, η Ελλάδα ακολούθησε μιαν μοναχική πορεία συνεχούς απόκλισης σε επίπεδο επιδόσεων και πολιτικών από τους άλλους εταίρους.
Καθ’ όλην την δεκαετία του ‘80, οι επεκτατικές μακροοικονομικές πολιτικές –με εξαίρεση την διετία ’85-‘87– οδήγησαν σε επιδείνωση όλων των οικονομικών δεικτών ενώ το μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που στηριζόταν στην αύξηση του δημόσιου τομέα χαρακτηριζόμενο ως «κρατικός κορπορατισμός» παρέμεινε ανέπαφο.
Απόρροια των παραπάνω εξελίξεων είναι η προσαρμογή της Ελλάδας στις επιταγές της Συνθήκης του Μάαστριχτ για την ονομαστική και πραγματική σύγκλιση να έχει προσλάβει δραματικές διαστάσεις, αφού η απόσταση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. αυξάνει αντί να συρρικνώνεται.



ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ

• Πληθωρισμός (Γράφημα 1, Πίνακας 4)
Η Ελλάδα διαθέτει τον υψηλότερο πληθωρισμό ανάμεσα στις χώρες μέλη της Ε.Ε., αν και τα τελευταία χρόνια έχει καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για την αποκλιμάκωσή του. Επιπλέον, η μείωσή του βασίστηκε σε μέσα πολιτικής (όπως πάγωμα των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, πολιτική σκληρής δραχμής) τα οποία –εκτός του ότι έχουν οικονομικές παρενέργειες– δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται επί μακρόν.

• ΔΑΔΤ (Γράφημα 2, Πίνακας 5)
Η Ελλάδα διαθέτει τις υψηλότερες δαπάνες δημοσίου τομέα από τις άλλες χώρες ενώ οι μέθοδοι που έχει χρησιμοποιήσει για την μείωσή τους δεν εγγυώνται μονιμότερη δημοσιονομική εξυγείανση.

• Δημόσιο Χρέος (Γράφημα 3, Πίνακας 6)
Ο λόγος χρέους προς Α.Ε.Π. της Ελλάδας είναι από τους υψηλότερους στην Ε.Ε., αν και την πρώτη θέση την κατέχει το Βέλγιο και η Ιταλία.
Πάντως, η μικρή μείωση που σημειώθηκε το διάστημα ‘93-‘94 στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας οφείλεται στον επαναπρογραμματισμό αποπληρωμής του, επομένως δεν διαθέτει μονιμότερο χαρακτήρα.

• Επιτόκιο (Γράφημα 4, Πίνακας 7)
Η απόκλιση των Ελληνικών επιτοκίων από αυτά των άλλων χωρών-μελών είναι μεγάλη και οφείλεται στην διατήρηση ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων και προσδοκιών ή, ενδεχομένως, και αβεβαιότητα για την διατήρηση της ισοτιμίας του νομίσματος. Επίσης, λόγω της αβεβαιότητας για την πορεία του πληθωρισμού, όλα τα Ελληνικά επιτόκια είναι βραχυπρόθεσμα και επομένως δεν μπορούν να συγκριθούν με τα μακροπρόθεσμα επιτόκια των υπολοίπων χωρών μελών της Ε.Ε.



ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ (Πίνακας 8)

• Α.Ε.Π.
Παρά την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών το διάστημα ‘94-‘95, η Ελλάδα σημείωσε τον χαμηλότερο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, φθάνοντας το 1,7%.

• Ανεργία
Η ανεργία είναι ο μοναδικός δείκτης στον οποίον η Ελλάδα συγκλίνει με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.

• Ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας και παραγωγικότητα εργασίας
Συγκρίνοντας τις επιδόσεις της Ελλάδας με τις άλλες χώρες σε όρους παραγωγικότητας της εργασίας, γίνεται εμφανές ότι το χάσμα παραγωγικότητας που μας χωρίζει διευρύνεται συνεχώς.
Παράλληλα, η αύξηση του κόστους εργασίας σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εταίρους συντηρεί τις πληθωριστικές προσδοκίες εξαιτίας της ονομαστικής σύνδεσης των μισθών με τον πληθωρισμό, δημιουργώντας δυσκαμψία στους πραγματικούς μισθούς.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες εξελίξεις, για τις χώρες της Ένωσης η μεγέθυνση του μοναδιαίου κόστους εργασίας παρέμεινε στάσιμη για το ‘94 ενώ βελτιώθηκε λίγο το ‘95. Η συγκράτηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας αντανακλάται στην μείωση των μισθών και στην αύξηση της παραγωγικότητας μετά την ύφεση. Στην Ελλάδα, το μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι το υψηλότερο από τις άλλες χώρες ενώ, παράλληλα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ήταν αρνητική, εξέλιξη που δυνητικά θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών από την πλευρά των επιχειρήσεων και στην κλιμάκωση του πληθωρισμού.
Τέλος, όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες προβλέψεις των Διεθνών Οργανισμών για την Ελληνική οικονομία (Πίνακας 9), φαίνονται να μην είναι σύμφωνες με αυτές του Προγράμματος Σύγκλισης.
Έτσι, θα απαιτηθεί επιπρόσθετη προσπάθεια από την Ελλάδα ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει το 2001 στην ομάδα των χωρών που θα απαρτίσουν την Ο.Ν.Ε.



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Από την μελέτη για την συγκριτική ανάλυση των εκθέσεων των διεθνών οργανισμών για την Ελληνική οικονομία προκύπτει ότι η σύγκλιση με την Ε.Ε. απαιτεί μιαν τεράστια προσπάθεια που θα προστεθεί σε αυτήν που ήδη καταβάλλεται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, η προσαρμογή πρέπει ετησίως να καλύπτει μείωση του δημόσιου ελλείμματος ύψους 1 τρις., να ξεκινήσει αμέσως, να είναι έντονη τα πρώτα 2 έτη καθώς και να διαρκέσει ως το τέλος της δεκαετίας των ‘90.
Χαρακτηριστικό είναι το ύψος των συνολικών φόρων που θα κληθούν να πληρώσουν οι Έλληνες πολίτες ως το 1999, εάν απλώς οι Ελληνικές κυβερνήσεις τηρήσουν αναλλοίωτο το Πρόγραμμα Σύγκλισης: 11,2 τρις σε άμεσους φόρους και 27,6 τρις σε έμμεσους φόρους.
Βεβαίως, από τα επίσημα κείμενα Δ.Ν.Τ./Ο.Ο.Σ.Α./COMMISSION/Ε.Ι.U., γίνεται αντιληπτό ότι η μακροοικονομική σταθεροποίηση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθεί τουλάχιστον η πολυπόθητη ανάπτυξη αλλά αναμφίβολα δεν αρκεί από μόνη της –διότι πρέπει να στραφεί η οικονομική πολιτική και προς την μικρο-οικονομία.
Εάν δεν αλλάξουν οι δομές της οικονομίας, η Ελλάδα θα παραμείνει ουραγός στην Ε.Ε. και θα είναι απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει την μείωση των κοινοτικών κονδυλίων ύστερα από 4 έτη.
Οι εκθέσεις των διεθνών οργανισμών επισημαίνουν ότι θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εξασφαλιστεί σε αυτήν την τετραετία η αποτελεσματική αξιοποίηση της ευκαιρίας που προσφέρουν τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ε.Ε.
Παράλληλα, προειδοποιούν για την διαρκή απόκλιση που μόνο στην Ελλάδα παρατηρείται –ιδιαίτερα στο κατά κεφαλήν εισόδημα και στο δημόσιο χρέος– την στιγμή που η θέση της στο διεθνές οικονομικό πεδίο εξασθενεί και εξελίσσεται δυσμενώς.
Επισημαίνεται ακόμη ότι η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος της Ε.Ε. που δεν συμμετέχει στον Μηχανισμό Ισοτιμιών Συναλλαγματικών (Μ.Ι.Σ.) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (Ε.ΝΟ.Σ.) και είναι κοινή η αντίληψη πως, όταν αυτό γίνει εφικτό, η αρχική θέση για την είσοδο της δραχμής θα πρέπει να είναι τέτοια που να συνεισφέρει αξιόπιστα στην ανάκαμψη των εξαγωγών και της οικονομικής μεγέθυνσης χωρίς να απειλεί την βιωσιμότητα του ισοζυγίου πληρωμών.
Μια μόνιμη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας θα εξαρτηθεί από την αυστηρή αντιπληθωριστική πολιτική έτσι ώστε να διατηρηθεί η αρχική βελτίωση στις σχετικές τιμές και στο κόστος παραγωγής των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών.
Τελικά, από τις εκθέσεις που αναλύθηκαν στην μελέτη αυτή πηγάζει το συμπέρασμα ότι η εμμονή στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταβολών έχει κρίσιμη σημασία, τόσο για τον στόχο της Ελλάδας να συγκλίνει με την Ε.Ε. όσο και για να επιτευχθεί μια μόνιμη αναστροφή των οικονομικών επιδόσεων της χώρας.
Είναι φανερό ότι στα πλαίσια της διεθνούς οικονομικής αλληλεξάρτησης και των προσπαθειών περιφερειακής ολοκλήρωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα θα πρέπει να εμπεδώσει τις αρχές της οικονομικής φιλοσοφίας που έχουν αναδυθεί ως προς την εφαρμογή περιοριστικών οικονομικών πολιτικών για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, αν θέλει πραγματικά να αποτρέψει την περιθωριοποίησή της από τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

O.E.C.D. «ECONOMIC SURVEYS» FOR 1991, 1993, 1994
«REVENUE STATISTICS (1965-1994)» έκδοση Ο.Ο.Σ.Α. 1995
«OECD ECONOMIC OUTLOOK» τεύχη 52, 56 Ο.Ο.Σ.Α. Δεκεμβρίου 1992,1994
«OECD IN FIGURES» ένθετο στην έκδοση Νο. 182 του OECD OBSERVER Ιουνίου-Ιουλίου 1993
«THE OECD OBSERVER» No. 192, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1995
«PRINCIPAUX INDICATEURS ÉCONOMIQUES», έκδοση του Ο.Ο.Σ.Α. Σεπτέμβριος 1995
«EMPLOYMENT OUTLOOK» O.O.Σ.Α. Ιούλιος 1994
«REPORT ON CONVERGENCE OF THE E.U.» EUROPEAN ECONOMY, No. 1, Jan. 1996
«ANNUAL ECONOMIC REPORT» FOR 1990, 1994 AND 1996, EUROPEAN ECONOMY
«GREECE AN E.C. MEMBERSHIP EVALUATED», P. KAZAKOS, P.C. IOAKIMIDIS, εκδ. 1994, PINTER PUBLICATIONS, LONDON
«ECONOMIC INTEGRATION IN THE ENLARGED E.C.: STRUCTURAL ADJUSTMENT OF THE GREEK ECONOMY» L. KATSELI, στο «Unity with diversity in E.C.», Braga de Macedo J., εκδ. 1990, CEPR/OUP.
«ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ Ο.Ν.Ε.» Δημήτρη Χαλικιά, Επίκαιρα Θέματα, τεύχος 11, εκδ. Ι.Ο.Β.Ε., 1996
«Η ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ» Γ. Οικονόμου, στο Δελτίο Α’ Τριμήνου 1995 της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
«ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΧΩΡΩΝ», ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΙΑΡΓΚΟΒΑ, ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Νο. 19, Ε.Κ.Ε.Μ. ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1992.
«ΕΛΛΑΣ-Ε.Ε.: ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ», άρθρο στο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ Αρ. 56. Βλ. επίσης ομιλία Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗ με θέμα: «ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ ΝΤΕΛΟΡ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» σε εκδήλωση του Σ.Ε.Β. στις 8/12/1995 για την Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996.
«2004: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ», μελέτη 830 σελίδων σε επιμέλεια ΑΝΔΡΕΑ ΚΙΝΤΗ, εκδ. ΙΟΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, Αθήνα 1995.
«Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΟΣ ΤΟ 2000», συλλογικό έργο 530 σελίδων σε επιμέλεια ΗΛΙΑ ΚΑΤΣΟΥΛΗ, ΠΑΝΟΥ ΚΑΖΑΚΟΥ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΓΙΑΝΝΙΥΣΗ, εκδ. Παπαζήση/Ιδρύματος FRIEDRICH EBERT, Αθήνα 1988.
«Η ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΛΟΥΚΑ ΤΣΟΥΚΑΛΗ, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993.
«Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ», ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΗΜΙΤΗ, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989
«ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ», Α. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ, κείμενο εργασίας, Ε.Κ.Ε.Μ. 1992.
«Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ», ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗ, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1994.
«Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1992», KLAUS BUSCH, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1992.
«ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ ΝΤΕΛΟΡ 2 ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ», μελέτη του ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΙΔΗ και του Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗ, η οποία παρουσιάστηκε σε εκδήλωση του Ι.Ο.Β.Ε. στις 12/5/1995. Βλ. ειδικό έντυπο Ι.Ο.Β.Ε.
«EUROPEAN COMMUNITY ECONOMIC REPORT 1993», έκδοση του Institute of Technology Labour Environment.
«GREECE: COUNTRY REPORT-No 4, 1992», έκδοση του «THE ECONOMIST INTELLIGENCE UNIT»
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», Τετραμηνιαίες εκθέσεις του Ι.Ο.Β.Ε. για την περίοδο 1992-1995
«ΑΝΕΡΓΙΑ-ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ: ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ», έκδοση Μαΐου 1995 του Σ.Ε.Β.
«ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ ΔΕΛΤΙΑ Ι.Ν.Ε.», τεύχη 24-29 από τον Φεβρουάριο ως τον Ιούλιο 1993 από το Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε.
«ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ Ο.Ν.Ε.: ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» του ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΣΑΠΟΥΝΤΖΟΓΛΟΥ και της ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΕΛΗ, κείμενο εργασίας Ε.Κ.Ε.Μ., Ιούλιος 1992, Αθήνα.
«MACROECONOMIC AND FISCAL ADJUSTMENT IN GREECE» ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ. ΜΑΡΤΙΟΣ 1992

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου