ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΘΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΣΤΥΧΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΥ
Η θέση των Χριστιανικών λαών στις ημέρες μας έχει παραμείνει ακριβώς το ίδιο βίαιη όπως –οιονεί– ήταν στα χρόνια του παγανισμού.
Από πολλές απόψεις, ειδικά ως προς την καταπίεση των μαζών, έχει γίνει ακόμα πιο βίαιη απ’ ό,τι ήταν στις ημέρες του παγανισμού.
Εν τω μεταξύ, όμως, των συνθηκών των ανθρώπων στα χρόνια των αρχαίων και στις συνθήκες τους στις ημέρες μας υπάρχει επακριβώς η διαφορά που βλέπουμε στον κόσμο της βλάστησης μεταξύ των εσχάτων ημερών του φθινοπώρου και στις πρώτες ημέρες της άνοιξης. Το φθινόπωρο η εξωτερική έλλειψη ζωντάνιας στην φύση ανταποκρίνεται με την εσωτερική της συνθήκη/συνθηκολόγηση του θανάτου ενώ την άνοιξη η εξωτερική έλλειψη ζωτικότητας βρίσκεται σε οξεία αντίθεση –contrast– με το εσωτερικό κράτος της αναβίωσης και της μεταφοράς σε νέες μορφές ζωής (ή) της ζωής.
Κατά την ίδιαν οδό, η ομοιότητα μεταξύ της αρχαίας πρωτογόνου ζωής και της ζωής του σήμερα είναι απλώς εξωτερική: η εσωτερική συνθήκη των ανθρώπων στα χρόνια των πρωτογόνων ήταν απολύτως διαφορετική από την εσωτερική τους συνθήκη και κατάσταση κατά τον παρόντα χρόνο. Τότε, η εξωτερική συνθήκη της βιαιότητας και της δουλείας ήταν σε ολοκληρωτική αρμονία με την εσωτερική συνείδηση των ανθρώπων και κάθε βήμα εμπρός έκανε πιο έντονην αυτήν την αρμονία.
Τώρα, η εξωτερική συνθήκη της βιαιότητας και της σκλαβιάς είναι εντελώς αντιφατική και αντιθετική με την Χριστιανική συνειδητότητα περί των ανθρώπων (ή) με την Χριστιανική συνείδηση των ανθρώπων και κάθε βήμα εμπρός κάνει απλώς πιο έντονη αυτήν την αντίφαση.
Η ανθρωπότητα διέρχεται φαινομενικά μη αναγκαίες, άκαρπες αγωνίες. Περνά κάτι που μοιάζει με τα θροΐσματα που προκαλούν οι ωδίνες της γέννας/γέννησης.
Όλα είναι έτοιμα για την νέα ζωή –αλλά ακόμα (ή) αλλά, ακόμα, η νέα ζωή εξακολουθεί να μην έρχεται.
Δεν φαίνεται να υπάρχει καμία διέξοδος από αυτήν την θέση.
Και δεν θα υπήρχε καμία –εκτός κι αν ένας άνθρωπος (ή) εκτός από έναν άνθρωπο –και, εκ τούτου πλησίον του γεγονότος, όλοι οι άνθρωποι– (που) είναι προικισμένος με την ισχύ να σχηματίζει μιαν διαφορετική, υψηλότερη θεωρία ζωής, η οποία αμέσως τον απελευθερώνει από όλους τους δεσμούς από τους οποίους μοιάζει να είναι, αδιάλυτα και άρρηκτα, δεσμώτης.
Αυτή η θεωρία είναι η Χριστιανική άποψη για την ζωή όπως έγινε γνωστή στο ανθρώπινο γένος προ 1800 χρόνων.
Ένας άνθρωπος απλώς χρειάζεται να κάνει αυτήν την θεωρία ζωής δική του για λυθούν από μόνα τους τα δεσμά τα οποία έμοιαζαν τόσο ά(διά)λυτα πάνω του και για να αισθανθεί ο ίδιος απολύτως ελεύθερος, οιονεί ακριβώς όπως ένα πουλί θα αισθανόταν ελεύθερο εντός ενός περικλεισμένου τόπου αμέσως μόλις χρησιμοποιούσε ως εργαλεία στα φτερά του τις ράχες ενός επίχρυσου βιβλίου.
Μιλούν οι άνθρωποι για την ελευθερία της Χριστιανικής Εκκλησίας, σε αναφορά με το αν πρέπει ή όχι να δίνουν την ελευθερία στους Χριστιανούς.
Υποκείμενη –κάτω από όλες αυτές τις ιδέες και εκφράσεις υπάρχει μια περίεργη παρανόηση.
Η ελευθερία δεν μπορεί να απονέμεται ή να παίρνεται από έναν Χριστιανό ή Χριστιανούς.
Η ελευθερία είναι μια αναπαλλοτρίωτη ιδιότητα στην κατοχή του Χριστιανού.
Αν μιλούμε περί παροχής ή άρνησης της ελευθερίας προς τους Χριστιανούς, είναι φανερό ότι μιλούμε όχι για πραγματικούς Χριστιανούς αλλά για ανθρώπους που μόνον αυτοαποκαλούνται Χριστιανοί.
Ένας Χριστιανός δεν μπορεί να μην είναι ελεύθερος, διότι η επίτευξη του σκοπού που θέτει ο ίδιος εμπρός του δεν μπορεί να αποτραπεί ή να εμποδιστεί από κανέναν ή τίποτα.
Αφήστε έναν άνθρωπο απλώς και μόνο να καταλάβει την ζωή του όπως ο Χριστιανισμός τον διδάσκει να την/τον καταλάβει, αφήστε τον να καταλάβει, δηλαδή ότι η ζωή του δεν του ανήκει –όχι στην προσωπική του ατομικότητα, όχι στην οικογένειά του, όχι στο κράτος– αλλά σε αυτόν ο οποίος τον έχει αποστείλει στον κόσμο. Αφήστε τον επιτέλους έστω και μια φορά να καταλάβει, άρα, ότι πρέπει να εκπληρώσει όχι τον νόμο της προσωπικής του ατομικότητας –ούτε την οικογένειά του– ούτε του κράτους αλλά τον άπειρο, ατελεύτητο νόμο αυτού από τον οποίον προήλθε: και δεν θα αισθανθεί μόνον απολύτως ελεύθερος ο ίδιος από κάθε ανθρώπινη δύναμη αλλά ακόμα και θα σταματήσει να θεωρεί αυτήν την μορφή δύναμης ικανή να παρεμποδίσει κανέναν.
Αφήστε έναν άνθρωπο να συνειδητοποιήσει ότι ο σκοπός της ζωής του είναι η εκπλήρωση του νόμου του Θεού και ότι ο νόμος (ή) και αυτός ο νόμος θα αντικαταστήσει όλους τους άλλους νόμους για αυτόν και θα του αποδώσει τον αποκλειστικό του όρκο πίστεως και υπακοής έτσι ώστε –με αυτήν την αφοσίωση κατ’ εξοχήν– κάθε ανθρώπινος νόμος θα χάσει κάθε δεσμευτική και ελεγκτική δύναμη στα μάτια του.
Ο Χριστιανός είναι ανεξάρτητός κάθε ανθρώπινης κυριαρχίας χάρη στο γεγονός ότι βλέπει τον θεϊκό νόμο της αγάπης, εμφυτευμένο στην ψυχή κάθε ανθρώπου όπως φέρεται ενώπιον της συνειδήσεώς του από τον Χριστό, ως τον αποκλειστικό οδηγό της ζωής του και των άλλων ανθρώπων, επίσης.
Ο Χριστιανός μπορεί να υπόκειται σε εξωτερική βία, μπορεί να στερείται σωματικής ελευθερίας, μπορεί να είναι δέσμιος των παθών του –αυτός που διαπράττει αμαρτία είναι δούλος της αμαρτίας– αλλά δεν μπορεί να είναι δέσμιος στην αίσθηση ότι εξαναγκάζεται και πιέζεται από κανέναν κίνδυνο ή από καμίαν απειλή πρόκλησης εξωτερικής βλάβης για να εκτελέσει μιαν πράξη η οποία είναι ενάντια στην συνείδησή του.
Δεν μπορεί να υποχρεωθεί να το κάνει αυτό διότι οι στερήσεις και οι πόνοι (που σχηματίζουν ένα όπλο πανίσχυρο εναντίον των ανθρώπων της κρατικής νοοτροπίας περί της ζωής) δεν έχουν ούτε κατ’ ελάχιστον την δύναμη να τον υποχρεώσουν και να τον εξαναγκάσουν. Για αυτούς, οι στερήσεις και οι πόνοι κλέβουν την ευτυχία για την οποία ζουν. Για τον Χριστιανό, όμως –μακράν του να τον ενοχλήσουν στην ευτυχία του η οποία εντοπίζεται στην συνειδητοποίηση ότι εκπληρώνει το θέλημα του Θεού– μπορεί ακόμα και να την ενισχύσουν όταν επιβάλλονται πάνω του επειδή εκπληρώνει το θέλημά του.
Επομένως, ο Χριστιανός –ο οποίος είναι υπήκοος/υπάκουος/υποκείμενος μόνο στον εσωτερικό θεϊκό νόμο– όχι μόνο δεν μπορεί να εφαρμόσει τα ψηφίσματα και τα θεσπίσματα του εξωτερικού νόμου (όταν αυτά δεν είναι σε συμφωνία με τον θεϊκό νόμο της αγάπης τον οποίον αυτός αναγνωρίζει), δεν μπορεί ούτε καν να αναγνωρίσει το καθήκον της υπακοής προς κανέναν ή τίποτε απολύτως: δεν μπορεί να αναγνωρίσει το καθήκον το οποίο καλείται υπακοή.
Για έναν Χριστιανό ο όρκος υπακοής σε οποιανδήποτε κυβέρνηση –η πράξη κατ’ εξοχήν η οποία αφ’ εαυτής θεωρείται ως η βάση ύπαρξης ενός κράτους– αποτελεί μιαν ευθεία αποκήρυξη του Χριστιανισμού (διότι ο άνθρωπος ο οποίος υπόσχεται υπακοή άνευ προϋποθέσεων και συνθηκών στο μέλλον σε νόμους, έτοιμους ή υπό κατασκευή και δημιουργία, μέσω αυτής της ίδιας του της υπόσχεσης είναι που αποκηρύσσει τον Χριστιανισμό ως επί το πλείστον και με τον πιο θετικό τρόπο, κάτι το οποίο σημαίνει πως θα υπακούει σε κάθε συνθήκη της ζωής μόνο τον θεϊκό νόμο της αγάπης που αναγνωρίζει μέσα του). Υπό την παγανιστική θεωρία της ζωής ήταν δυνατόν να εκτελεστεί και να εφαρμοστεί η βούληση των κοσμικών, προσωρινών αρχών του χρόνου χωρίς να παραβιάζεται ο νόμος του Θεού όπως εκφράζεται με τις περιτομές, τις αργίες των Σαββάτων, τις καθορισμένες και σταθερές ώρες προσευχής, την αποχή από δεδομένα είδη τροφής κ.ο.κ.
Ο ένας νόμος δεν αντιτίθετο στον άλλον.
Αυτή ακριβώς είναι, όμως, η διαφορά μεταξύ της Χριστιανικής θρησκείας και της πρωτογόνου, ειδωλολατρικής/ειδολατρικής θρησκείας των εθνών-κρατών.
Ο Χριστιανισμός δεν απαιτεί από έναν άνθρωπο ορισμένες αρνητικές πράξεις αλλά τον θέτει σε μιαν νέα, διαφορετική σχέση με τους ανθρώπους από την οποία (ή) από τον οποίον είναι πιθανόν να προκύψουν οι πλέον πολυποίκιλες και διαφορετικές πράξεις που δεν μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων. Συνεπώς, ο Χριστιανός όχι μόνο δεν μπορεί να υποσχεθεί πως θα υπακούει το θέλημα κανενός άλλου ανθρώπου χωρίς να γνωρίζει τι θα απαιτήσει αυτό το θέλημα, όχι μόνο δεν μπορεί να (μην) υπακούει τους μεταβαλλόμενους νόμους αλλά δεν μπορεί ούτε καν να υπόσχεται πως θα κάνει ο,τιδήποτε οριστικό σε μιαν συγκεκριμένη στιγμή ή να απέχει από το να κάνει ο,τιδήποτε για ένα δεδομένο χρονικό διάστημα. Διότι δεν μπορεί να ξέρει τι θα απαιτηθεί από αυτόν, σε οποιαδήποτε στιγμή, από τον Χριστιανικό νόμο της αγάπης (η υπακοή στον οποίον αποτελεί το νόημα της ζωής για αυτόν).
Ο Χριστιανός, υποσχόμενος άνευ προϋποθέσεων και άνευ όρων εκπλήρωση των νόμων των ανθρώπων στο μέλλον, θα έδειχνε πεντακάθαρα –με αυτήν την υπόσχεση– ότι ο εσωτερικός νόμος του Θεού δεν αποτελεί για αυτόν τον αποκλειστικό νόμο της ζωής του.
Διότι για έναν Χριστιανό να υπόσχεται υπακοή στους ανθρώπους ή στους νόμους των ανθρώπων είναι –οιονεί– ακριβώς λες και ένας εργάτης δεσμευμένος από έναν εργοδότη υπόσχεται, επίσης, να εκτελεί κάθε εντολή που είναι πιθανόν να του δοθεί από ξένους.
ΟΥΔΕΙΣ ΔΥΝΑΤΑΙ ΔΥΣΙ ΚΥΡΙΟΙΣ ΔΟΥΛΕΥΕΙΝ.
Ο Χριστιανός είναι ανεξάρτητος της ανθρώπινης εξουσίας επειδή αναγνωρίζει μόνο την εξουσία και κυριαρχία του Θεού. Αυτού ο νόμος, αποκεκαλυμμένος από τον Χριστό, είναι αυτός που αναγνωρίζει εντός του ο ίδιος και –εκουσίως– τον υπακούει.
Αυτή η ανεξαρτησία κατακτάται –όχι με μέσα σύγκρουσης, όχι δια της καταστροφής των υπαρχουσών μορφών– σε σχέση με την ζωή αλλά μόνο χάρη σε μιαν αλλαγή στην μετάφραση και ερμηνεία της ζωής.
Αυτή η ανεξαρτησία προκύπτει: πρώτον από την Χριστιανική αναγνώριση (ή) από το ότι ο Χριστιανός προχωρά σε αναγνώριση του νόμου της αγάπης (όπως αποκαλύπτεται σε αυτόν από τον διδάσκαλό του) ως τέλεια επαρκής για όλες τις ανθρώπινες σχέσεις και, κατά συνέπεια, βλέπει κάθε χρήση βίας ως περιττή και άνομη, δεύτερον από το γεγονός ότι αυτές οι στερήσεις και οι πόνοι ή απειλές πρόκλησης βλαβών και ωδινών που εξαναγκάζουν τον άνθρωπο της κοινωνικής αντίληψης περί της ζωής στην αναγκαιότητα της υπακοής, για τον Χριστιανό –που βλέπει από μιαν διαφορετική γωνία αντίληψης της ζωής– παρουσιάζονται αφ’ εαυτών απλώς και μόνον ως οι αναπόφευκτες συνθήκες, οι εκ των ων ουκ άνευ όροι της υπάρξεως.
Αυτές τις δέχεται και τις υποφέρει υπομονετικά (δίχως να τις πολεμά μέσω βίας), όπως την ασθένεια, την πείνα και κάθε άλλη δυσκολία αλλά δεν μπορούν –ούτε κι Θεοί– να τον (εξ)υπηρετούν ως οδηγοί για τις πράξεις του.
Ο μοναδικός και αποκλειστικός οδηγός για τις πράξεις του Χριστιανού πρέπει να βρεθεί στην θεϊκή αρχή/κανόνα που ζει εντός του και δεν μπορεί να ελεγχθεί, να τσεκαριστεί ή να κυβερνηθεί από κανέναν.
Ο Χριστιανός πράττει με αναλογίες προς τις λέξεις της προφητείας εφηρμοσμένης στον διδάσκαλό του: «ΟΥΚ ΕΡΙΣΕΙ, ΟΥΔΕ ΚΡΑΥΓΑΣΕΙ• ΟΥΔΕ ΑΚΟΥΣΕΙ ΤΙΣ ΕΝ ΤΑΙΣ ΠΛΑΤΕΙΑΙΣ ΤΗΝ ΦΩΝΗΝ ΑΥΤΟΥ. ΚΑΛΑΜΟΝ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΟΝ ΟΥ ΚΑΤΕΑΞΕΙ, ΚΑΙ ΛΙΝΟΝ ΤΥΦΟΜΕΝΟΝ ΟΥ ΣΒΕΣΕΙ, ΕΩΣ ΑΝ ΕΚΒΑΛΗ ΕΙΣ ΝΙΚΟΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΙΝ» (Ματ. xii, 19, 20). Ο Χριστιανός δεν θα διαφωνήσει με κανέναν ούτε θα επιτεθεί σε κανέναν ούτε θα χρησιμοποιήσει βία κατά κανενός. Αντιθέτως, θα υποφέρει και θα αντέξει την βία, χωρίς να της αντιτίθεται. Μέσω αυτής ακριβώς της στάσης του κατ’ εξοχήν προς την βία, δεν θα είναι μόνον ο ίδιος ελεύθερος αλλά και θα απελευθερώσει όλον τον κόσμο από κάθε εξωτερική μορφή δύναμης.
«ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ, ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΗΜΑΣ».
Εάν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία αν ο Χριστιανισμός είναι η αλήθεια, αυτή η τέλεια ελευθερία –που τίποτα δεν μπορεί να περικόψει και να συντομεύσει– την οποία ένας άνθρωπος αποκτά ως εμπειρία αμέσως μόλις κάνει δική του (ή) δημιουργήσει την δική του (την) Χριστιανική θεωρία ζωής, αυτή θα ήταν ένα αλάθητον αποδεικτικό τεκμήριο/χειρόγραφο της αλήθειάς της.
Οι άνθρωποι στην παρούσα κατάστασή τους μοιάζουν με ένα σμήνος μελισσών συγκεντρωμένες σε αστερισμό που κρεμιέται σαν τσαμπί σταφύλια σε ένα δένδρο. Η θέση των μελισσών ως προς τα κλήματα είναι προσωρινή και πρέπει –αναποφεύκτως– να μεταβληθεί. Πρέπει να ξυπνήσουν και να βρουν μιαν μόνιμη εγκατάσταση. Κάθε μια ύπαρξη από τις μέλισσες το ξέρει αυτό και επιθυμεί να αλλάξει την στάση της αλλά και την στάση των άλλων αλλά καμιά τους δεν το κάνει ώσπου να το κάνουν κι οι υπόλοιπες. Δεν μπορούν να πετάξουν όλες αμέσως επειδή η μια στηρίζεται και κρεμιέται από την άλλη και την εμποδίζει να αποχωριστεί από το σμήνος –οπότε, όλες συνεχίζουν να κρεμιώνται εκεί. Θα φαινόταν κατ’ αρχάς πως οι μέλισσες δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποδράσουν από την θέση τους, ακριβώς όπως φαίνεται και πως οι άνθρωποι που ζουν στα εγκόσμια δεν μπορούν ποτέ να αποδράσουν καθώς είναι πιασμένοι από τις κοπιαστικές εργασίες της κρατικής νοοτροπίας περί της ζωής. Δεν θα υπήρχε καμία σωτηρία για τις μέλισσες εάν κάθε μια τους δεν ήταν ένα ζωντανό, ξεχωριστό πλάσμα, μια ύπαρξη προικισμένη με τα δικά της φτερά.
Ομοίως, δεν θα υπήρχε καμία σωτηρία για τους ανθρώπους εάν ο καθένας δεν ήταν ένα ζωντανό ον προικισμένο με την ικανότητα εισαγωγής, εισόδου, στην Χριστιανική σύλληψη της ζωής.
Αν κάθε μέλισσα που μπορούσε να πετάξει δεν επιχειρούσε να πετάξει, οι υπόλοιπες δεν θα κουνιούνταν ποτέ και το σμήνος δεν θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει την θέση του.
Αν ο άνθρωπος που έχει κυριαρχήσει της Χριστιανικής συλλήψεως της ζωής δεν ξεκινούσε να ζει σε συμφωνία με την σύλληψη αυτή χωρίς να περιμένει τους άλλους ανθρώπους, το γένος των ανθρώπων δεν θα άλλαζε ποτέ την στάση του.
Αφήστε, όμως, μία μέλισσα να απλώσει τα φτερά της, να αρχίσει, να πετάξει και να φύγει μακριά και μετά από αυτήν μιαν άλλη και πάλι μιαν άλλη, εκ νέου –και ο κολλημένος, αδρανής αστερισμός θα γίνει μια ελευθέρως πετούμενη αγέλη συγκέντρωσης των μελισσών.
Κατά τον ίδιον τρόπον ακριβώς, αφήστε έναν άνθρωπο να βλέπει την ζωή όπως ο Χριστιανισμός τον διδάσκει να την βλέπει και μετά από αυτόν μιαν άλλη και πάλι μιαν άλλη, εκ νέου, αφήστε τους/τις να κάνουν το ίδιο –και ο μαγεμένος κύκλος της υπάρξεως στην κρατική νοοτροπία της ζωής (από τον οποίον/την οποίαν έμοιαζε να μην υπάρχει οδός απόδρασης σωτηρίας) θα σπάσει ολοκληρωτικά.
Οι άνθρωποι νομίζουν πως είναι πολύ καθυστερημένη μια διαδικασία σαν κι αυτήν, απελευθέρωσης όλων των ανθρώπων με την χρήση αυτού του μέσου, πως πρέπει να βρουν κάποιο άλλο μέσο/νόημα με το οποίο θα μπορούσαν να απελευθερώσουν όλους τους ανθρώπους αμέσως.
Μοιάζει –οιονεί– ακριβώς το ίδιο λες και μέλισσες που θέλουν να αρχίσουν να πετούν αμέσως θα την θεωρούσαν πολύ καθυστερημένη την διαδικασία να περιμένουν όλο το σμήνος να αρχίσει ένα-ένα (ή) μία-μία και θα νόμιζαν πως έπρεπε να βρουν κάποιο μέσο με το οποίο δεν θα ήταν αναγκαίο για κάθε ξεχωριστή μέλισσα να (τα) βγάζει τα φτερά της και να (τα) πετά μακριά αλλά με το οποίο ολόκληρη η ορδή θα μπορούσε να πηδά και να πετά αμέσως και μάλιστα, προς την κατεύθυνση όπου ήθελε. Ναι –μα αυτή είναι μια διαδικασία απίθανη! ώσπου μια πρώτη, μια δεύτερη, μια τρίτη, μια εκατοστή μέλισσα ανοίξει τα φτερά της και πετάξει μακριά με την δική της βούληση, η κυψέλη δεν θα πετά και δεν θα ξεκινά την νέα της ζωή.
Ώσπου κάθε άνθρωπος ως άτομο κάνει δική του την Χριστιανική σύλληψη της ζωής (ή) δημιουργήσει την δική του Χριστιανική σύλληψη της ζωής και αρχίσει να ζει σε συμφωνία με αυτήν (την βούληση), δεν μπορεί να υπάρχει λύση του προβλήματος της ανθρώπινης ζωής και καμία στερέωση/κανένα στερέωμα μιας νέας μορφής ζωής.
Ένα από τα πλέον εκπληκτικά φαινόμενα των χρόνων μας είναι ακριβώς αυτή η συνηγορία και υπεράσπιση της δουλείας, του σκλαβώματος, που εκδίδεται διαδούμενη μεταξύ των μαζών (όχι από κυβερνήσεις στις οποίες (ή) σε όποιον είναι αναπόφευκτον αλλά από ανθρώπους οι οποίοι, για να υπερασπιστούν σοσιαλιστικές θεωρίες, θεωρούν τον εαυτό τους ως πρωτεργάτες των καρπών της ελευθερίας). Αυτοί οι άνθρωποι προωθούν την άποψη ότι η βελτίωση της ζωής, η προσπάθεια να φέρουν τα γεγονότα της ζωής σε αρμονία με την συνείδηση, θα επιτύχει και θα έρθει: όχι ως το αποτέλεσμα των προσωπικών προσπαθειών των ατομικών ανθρώπων αλλά αφ’ εαυτής, ως το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης, πιθανής ανακατασκευής και αναδημιουργίας της κοινωνίας που θα επέλθει με κάποιον τρόπο ή δια άλλης οδού. Διαδίδεται η ιδέα πως οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να βαδίζουν στηριγμένοι στα δικά τους πόδια για να κατευθυνθούν εκεί όπου επιθυμούν και θα όφειλαν να πάνε αλλά ότι θα μετακινηθεί ένα είδος μωσαϊκού κάτω από τα πόδια τους έτσι ώστε από αυτό να μπορούν να προσεγγίσουν πού θα όφειλαν να πάνε χωρίς να κουνήσουν τα δικά τους πόδια. Και πως, άρα, όλες τους οι προσπάθειες θα όφειλαν να διευθύνονται όχι ώστε να πάνε τόσο μακριά όσο τους επιτρέπει η δύναμή τους προς την κατεύθυνση στην οποία θα όφειλαν –ακόμα και οι Θεοί– να πάνε αλλά ώστε να μένουν ακίνητοι και να κατασκευάζουν αυτό το είδος μωσαϊκού.
Στην σφαίρα της πολιτικής οικονομίας προτείνεται μια θεωρία η οποία ισοδυναμεί με το να λέει κανείς πως όσο χειρότερα είναι τα πράγματα, τόσο καλύτερα είναι• πως όσο μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωση του κεφαλαίου –και, άρα, η καταπίεση του εργάτη– τόσο εγγύτερον η ημέρα της χειραφέτησης και της απελευθέρωσης και, συνεπώς, πως κάθε προσωπική προσπάθεια εκ μέρους ενός ανθρώπου για να απελευθερωθεί ο ίδιος μόνος του από την καταπίεση του κεφαλαίου είναι άχρηστη.
Στην σφαίρα της κυβέρνησης υποστηρίζεται πως όσο μεγαλύτερη η ισχύς της κυβέρνησης –η οποία, συμφώνως προς αυτήν την θεωρία, θα όφειλε να παρέμβει σε κάθε κομμάτι της ιδιωτικής ζωής στο οποίο ακόμα δεν έχει παρέμβει– τόσο καλύτερη θα είναι• και, άρα, θα οφείλαμε να επικαλούμαστε την παρέμβαση της κυβέρνησης στην ιδιωτική ζωή.
Στην πολιτική και στα διεθνή ζητήματα λέγεται ότι η βελτίωση των μέσων καταστροφής, ο πολλαπλασιασμός των εξοπλισμών, θα οδηγήσει στην αναγκαιότητα να διεξάγεται ο πόλεμος μέσω Κογκρέσσων, επιδιαιτησίας, κ.ο.κ. Θαυμαστό και υπέροχο να το λέει κανείς, όντως έχουν τόσο μεγάλη αφέλεια οι άνθρωποι που πιστεύουν –και οι Θεοί μαζί τους– σε αυτές τις θεωρίες, παρά το γεγονός ότι ολόκληρη η πορεία της ζωής, κάθε βήμα που κάνουν, δείχνει πόσο ανάξιοι πίστης είναι.
Άνθρωποι και λαοί υποφέρουν από την καταπίεση και την τυραννία και –για να τους σώσουν από αυτές– τους συμβουλεύουν να θέτουν σε πλαίσια γενικότερα μέτρα για την βελτίωση της θέσης τους και την στάσης τους, μέτρα τα οποία εννοείται ότι πρέπει να εμπιστεύονται στις αρχές ενώ οι ίδιοι πρέπει να συνεχίζουν να δείχνουν υπακοή στις αρχές.
Προφανώς, το μόνο που προκύπτει εξ όλων αυτών είναι μια μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια των αρχών και μια μεγαλύτερη τυραννία και καταπίεση που απορρέει εξ αυτής.
Κανένα από τα λάθη των ανθρώπων δεν τους μεταφέρει τόσο μακράν του σκοπού προς τον οποίον αγωνίζονται όσο αυτό εδώ το συγκεκριμένο. Πράττουν όλα τα είδη των διαφορετικότερων πραγμάτων για την επιτυχία του σκοπού τους αλλά όχι το ένα απλό και προφανές που βρίσκεται πλησίον, εντός του πεδίου εγγύτητας, για όλους. Εφευρίσκουν τα πιο εκλεπτυσμένα και πονηρά μέσα για αλλαγή της στάσης που τους φαίνεται ανιαρή και πληκτική αλλά όχι αυτό το απλούστερο μέσο: να αποφεύγουν και να απέχουν όλοι από το να κάνουν ό,τι οδηγεί σε αυτήν την θέση και στάση.
Μου έχουν πει μιαν ιστορία ενός γενναίου αξιωματικού της αστυνομίας ο οποίος έφτασε σε ένα χωριό όπου οι χωρικοί βρίσκονταν σε κατάσταση εξέγερσης και είχε κληθεί ο στρατός. Ανέλαβε να αποκαταστήσει την ειρήνη της εξέγερσης με το πνεύμα του Νικολάου 1ου, αποκλειστικά μέσω της προσωπικής του επιρροής.
Διέταξε να μεταφερθούν μπροστά του φορτία από ράβδους και –συλλέγοντας όλους τους χωρικούς μαζί, συλλήβδην, σε έναν σταύλο– μπήκε μέσα μαζί τους, κλείνοντας της πόρτα πίσω του (ή) μετά από αυτόν.
Κατ’ αρχάς, τρομοκράτησε τους χωρικούς με τις ισχυρές του απειλές τόσο που αυτοί αναγκάστηκαν να του υποταχθούν και ξεκίνησαν να ραβδίζουν ο ένας τον άλλον με την εντολή του.
Και συνέχισαν να μαστιγώνουν ο ένας τον άλλον ώσπου βρέθηκε ένας ηλίθιος που είχε αποφασίσει πως δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να αφήνεται να τον μαστιγώνουν και φώναξε στους συντρόφους του να μην μαστιγώνουν ο ένας τον άλλον. Μόνο τότε σταμάτησε η σκοτοδίνη και το σάστισμα –και ο αξιωματικός της αστυνομίας κατάφερε να διαφύγει. Ε λοιπόν, αυτού του ηλιθίου την συμβουλή ποτέ δεν θα την ακολουθούσαν άνθρωποι της κρατικής νοοτροπίας περί της ζωής που συνεχίζουν να ραβδίζουν ο ένας τον άλλον και διδάσκουν τον λαό πως αυτή η κατ’ εξοχήν πράξη της αυτοτιμωρίας είναι η τελευταία λέξη της ανθρώπινης σοφίας.
Πράγματι, μπορεί κανείς να φανταστεί μιαν άλλην περισσότερο εκπληκτική περίσταση ανθρώπων που αυτομαστιγώνονται παρά αυτήν όπου οι άνθρωποι των χρόνων μας θα εκτελέσουν με υποτακτικότητα τα καθήκοντα αυτά ακριβώς που τους απαιτούνται για να κρατηθούν υπόδουλοι (και, ειδικά, το καθήκον της στρατιωτικής υπηρεσίας);
Βλέπουμε ανθρώπους να σκλαβώνονται από μόνοι τους, να υποφέρουν από αυτήν την δουλεία και να πιστεύουν πως έτσι πρέπει να είναι, πως δεν πειράζει, αυτό δεν θα εμποδίσει την χειραφέτηση και απελευθέρωση των ανθρώπων η οποία κάπου, κάπως, προετοιμάζεται τώρα, σε αντίθεση με την διαρκώς αυξανόμενη άνοδο του ρυθμού ανάπτυξης της δουλείας.
Ορίστε, πάρε οποιονδήποτε άνθρωπο της παρούσας στιγμής, οποιασδήποτε (δεν εννοώ έναν αληθινό Χριστιανό αλλά έναν μέσον άνθρωπο της σημερινής ημέρας), μορφωμένον/ην ή αμόρφωτον/η, πιστόν/ην ή άπιστον/η, πλούσιο/α ή φτωχό/η, παντρεμένον/ην ή ελεύθερον/η. Αυτός ο άνθρωπος ζει ενώ εργάζεται στην δουλειά του (ή) στο έργο του, απολαμβάνει την διασκέδασή του, ξοδεύει τους καρπούς των εργασιών του για τον ίδιο ή για αυτούς πλησίον του και –όπως όλοι– μισεί κάθε μορφή περιορισμού, απαγόρευσης, αποστέρησης, διχόνοιας και πόνου. Αυτός ο άνθρωπος πορεύεται στον δρόμο του εν ειρήνη, όταν εξαίφνης οι άνθρωποι έρχονται και του λένε: Πρώτα, υποσχέσου και ορκίσου μας ότι θα μας υπακούς δουλικά σε ό,τι σου υπαγορεύουμε και θα θεωρείς απολύτως καλό, εξουσιαστικό και έγκυρο ό,τι εμείς σχεδιάζουμε, αποφασίζουμε και καλούμε νόμο. Δεύτερον, απόδωσε ένα κομμάτι των καρπών των εργασιών σου για εμάς ώστε να το διαθέτουμε. Θα χρησιμοποιήσουμε τα χρήματα για να σε κρατήσουμε στην σκλαβιά και για να σε εμποδίσουμε να αντισταθείς με την βία στις εντολές μας. Τρίτον, πρέπει να εκλέξεις άλλους –ή να εκλεγείς εσύ ο ίδιος– ώστε να υπάρχει υποκριτικά μερίδιο συμμετοχής στην κυβέρνηση, αφού καθ’ όλην την διάρκεια θα γνωρίζεις ότι η κυβέρνηση θα βαδίζει χωρίς να στρέφει το ενδιαφέρον της στις ηλίθιες ομιλίες που εσύ ή οι όμοιοί σου μπορεί να κάνετε και θα γνωρίζεις ότι οι διαδικασίες (σύμφωνες με την δική σου, εκούσια βούληση) θα είναι η βούληση αυτών που έχουν τον στρατό στα χέρια τους. Τέταρτον, έλα σε μιαν δεδομένη στιγμή στα νομικά δικαστήρια και πάρε το μερίδιό σου από αυτές τις αναίσθητες, άνευ νοήματος βαρβαρότητες (που απονέμουμε στους αμαρτωλούς και σε όλους όσους έχουμε διαφθείρει) με την μορφή ποινικής δουλείας, εξορίας, μοναχικής απομόνωσης και θανάτου. Πέμπτον –και έσχατον, ανώτερον όλων αυτών– έσω έτοιμος (παρά το γεγονός ότι μπορεί να έχεις τους βέλτιστους και φιλικότερους όρους σχέσεων με τους ανθρώπους άλλων εθνών) έσω έτοιμος αμέσως μόλις σε διατάξουμε να αντιμετωπίζεις αυτούς που θα σου υποδείξουμε ως εχθρούς σου και έσω έτοιμος να βοηθήσεις είτε προσωπικώς είτε δια πληρεξουσίου στην θλίψη, στην ερήμωση και στον αφανισμό, στην ληστεία και στον φόνο των δικών τους ανθρώπων (γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων συλλήβδην, πιθανόν και των δικών σου συγγενών ή σχέσεων) αν αυτό είναι για μας αναγκαίο.
Θα περίμενε κανείς ότι κάθε άνθρωπος της σημερινής ημέρας που του έχει απομείνει ένας κόκκος συναίσθησης και κοινού νου, θα αποκρινόταν σε αυτές τις απαιτήσεις που του τίθενται «Μα, γιατί να τα κάνω όλα αυτά;»
Θα σκεφτόταν κανείς ότι κάθε ορθώς σκεπτόμενος άνθρωπος πρέπει να πει, έκπληκτος: «Γιατί να υποσχεθώ να δίδω υπακοή σε ο,τιδήποτε έχει ψηφιστεί πρώτα από τον Salisbury και μετά από τον Gladstone, την μια μέρα από τον Boulanger και μιαν άλλη από την Βουλή, μια μέρα από τον Πέτρο τον 3ο, την επομένη από την Αικατερίνη και την μεθεπομένη από τον Pougachef; μια ημέρα από ένα τρελλό βασιλιά της Βαυαρίας, μιαν άλλη από τον William; Γιατί να υποσχεθώ να τους υπακούω, γνωρίζοντας πως είναι φαύλοι ή ηλίθιοι άνθρωποι ή, ειδάλλως, χωρίς καν να τους γνωρίζω; Γιατί πρέπει να παραδώσω σε αυτούς τους καρπούς των εργασιών μου με την μορφή συλλογής φόρων, γνωρίζοντας ότι τα χρήματα θα ξοδευθούν προς υποστήριξη των αξιωματούχων, των φυλακών, των εκκλησιών, των στρατών σε πράγματα που είναι επιζήμια και για χάρη του δικού μου σκλαβώματος; Γιατί να πρέπει να αυτοτιμωρηθώ; Γιατί να πρέπει να χάσω και να σπαταλήσω τον χρόνο μου, να δέσω τα μάτια μου, να απατήσω τον ίδιο μου τον εαυτό και να δώσω σε αχρείους κακούργους μιαν καθομοίωση νομιμότητας, συμμετέχοντας σε εκλογές και υποκρινόμενος πως λαμβάνω μέρος στην διακυβέρνηση, όταν ξέρω πολύ καλά ότι ο πραγματικός έλεγχος της κυβέρνησης βρίσκεται στα χέρια αυτών που κρατούν τον στρατό; Γιατί να πρέπει να πάω στα νομικά δικαστήρια να πάρω μέρος στην δίκη και τιμωρία ανθρώπων επειδή έχουν αμαρτάνει γνωρίζοντας, αν είμαι Χριστιανός, ότι ο νόμος της εκδίκησης αντικαθίσταται από τον νόμο της αγάπης και, αν είμαι ένας μορφωμένος άνθρωπος, ότι οι ποινές δεν αναμορφώνουν αλλά απλώς και μόνο χαλάνε αυτούς στους οποίους επιβάλλονται; Γιατί –το πιο σημαντικό απ’ όλα– πρέπει να θεωρώ εχθρούς τους ανθρώπους ενός γειτονικού έθνους (με το οποίο έχω ως τώρα ζήσει με το οποίο επιθυμώ να ζω με αγάπη και αρμονία) και να τους σκοτώνω και να τους κλέβω ή να τους φέρω δυστυχία απλώς προκειμένου οι κλεις του ναού της Ιερουσαλήμ να μπορούν να είναι στα χέρια ενός αρχιεπισκόπου και όχι ενός άλλου, ώστε ένας Γερμανός και όχι ένας άλλος να μπορεί να είναι πρίγκηπας στην Βουλγαρία ή για να μπορούν να συλλαμβάνουν σφραγίδες ο Άγγλος και όχι ο Αμερικανός εκ των εμπόρων; Υπεράνω όλων, γιατί να πρέπει να λάβω μέρος προσωπικά ή να προσλάβω άλλους να δολοφονήσουν τα ίδια μου τα αδέλφια και τους εξ αίματος συγγενείς μου; Γιατί να μαστιγώνομαι; Είναι καθ’ ολοκληρίαν αχρείαστο για εμένα, είναι επιβλαβές για μένα και από κάθε οπτική άποψη είναι ανήθικο, ταπεινό και φαύλο. Άρα, γιατί να το κάνω; Αν μου πείτε πως αν δεν το κάνω θα δεχθώ κάποιαν βλάβη από κάποιον, τότε –κατά πρώτον τόπο– δεν μπορώ να προσδοκώ εκ των προτέρων από κανέναν μιαν ζημία τόσο μεγάλη όσο η ζημία που εσείς μου επιφέρετε όταν σας υπακούω και, κατά δεύτερον, είναι τέλεια ξεκάθαρο για μένα ότι αν εμείς οι ίδιοι δεν αυτομαστιγωνόμαστε, κανείς δεν θα μας μαστιγώσει. Όσον αφορά την κυβέρνηση –αυτό σημαίνει, δηλαδή, τους τσάρους, τους ιερείς/υπουργούς και τους αξιωματούχους με πένες στα χέρια τους που δεν μπορούν να μας υποχρεώσουν να κάνουμε ο,τιδήποτε (όπως αυτός ο αξιωματικός της αστυνομίας υποχρέωσε τους χωρικούς), οι άνθρωποι που θα μας σύρουν στο δικαστήριο, στην φυλακή και στην εκτέλεση δεν είναι τσάροι ή αξιωματικοί με πένες στα χέρια τους αλλά ο ίδιος ο λαός που βρίσκεται στην ίδια θέση με εμάς. Και για αυτούς, είναι εξίσου μη επωφελές και επιζήμιο αν μαστιγώνονται όπως εγώ και, συνεπώς, υπάρχει κάθε πιθανότητα –αν ανοίξω τα μάτια τους– όχι μόνο να μην με μεταχειρίζονται με βία αλλά να έκαναν ακριβώς το ίδιο που κάνω κι εγώ. Κατά τρίτον, ακόμα κι αν πειθόταν κανείς πως έπρεπε να υποφέρω, ακόμα και τότε θα ήταν καλύτερα για εμένα αν με εξόριζαν ή με έστελναν στην φυλακή επειδή όρθωσα το ανάστημά μου για χάρη της συναίσθησης, του κοινού νου και του ορθού, του δικαίου –το οποίον, αν όχι τώρα σε πολύ ελάχιστον χρόνο, τουλάχιστον κατά Λιστ, πρέπει να θριαμβεύσει– και όχι να υποφέρω για μιαν τρέλλα και ένα λάθος το οποίο πρέπει άμεσα να φθάσει σε ένα τέλος. Ακόμα και στην περίπτωση αυτή, άρα, είναι καλύτερα να διατρέχω το ρίσκο να με εξορίζουν, να με κλείνουν στην φυλακή ή να με εκτελούν παρά να ζω ολόκληρη την ζωή μου σε δεσμά, εξαιτίας του λάθους μου, προς ανθρώπους φαύλους. Καλύτερο είναι αυτό παρά η πιθανότητα να καταστραφώ από εχθρούς που με νικούν και να βασανιστώ ανοήτως και να δολοφονηθώ εξ αυτών σε μάχη για ένα κανόνι ή ένα κομμάτι γης χωρίς καμία χρήση για κανέναν ή για άνευ σημασίας κομμάτι από κουρέλι που λέγεται σημαία. Δεν θέλω να αυτομαστιγώνομαι και δεν θα το κάνω. Κάν’ τε το μόνοι σας, αν το θέλετε• αλλά εγώ δεν θα το κάνω».
Θα σκεφτόταν κανείς ότι όχι θρησκευτικά ή ηθικά συναισθήματα μόνον αλλά, επιπροσθέτως, η απλούστερη κοινή αίσθηση και προβλεπτικότητα θα υποχρέωναν τον κάθε άνθρωπο της σημερινής ημέρας να απαντήσει και να πράξει κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Όχι όμως: οι άνθρωποι της κρατικής νοοτροπίας περί της ζωής είναι της γνώμης ότι το να πράττουν κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν είναι αναγκαίο, δεν χρειάζεται ή δημιουργεί ακόμα και προκατάληψη για την επίτευξη του αντικειμένου τους, την χειραφέτηση και απελευθέρωση των ανθρώπων από την σκλαβιά.
Υποστηρίζουν ότι πρέπει να συνεχίζουμε –σαν τους χωρικούς του αξιωματικού της αστυνομίας– να μαστιγώνουμε ο ένας τον άλλον, να παρηγοριόμαστε με τον στοχασμό ότι περνούμε την ώρα μας μιλώντας σε συγκεντρώσεις και σε συναντήσεις, ιδρύοντας σωματεία και ενώσεις εργασίας, διαδηλώνοντας στις οδούς την Πρωτομαγιά, εγείροντας και προωθώντας συνωμοσίες και βάζοντας χέρι αοράτως στην κυβέρνηση που μας μαστιγώνει και ότι, μέσω όλων αυτών, θα περάσει η άποψη ότι –σκλαβώνοντας τους εαυτούς μας σε στενότερα και στενότερα δεσμά, θα είμαστε ελεύθεροι πολύ σύντομα.
Τίποτε δεν εμποδίζει την χειραφέτηση και απελευθέρωση των ανθρώπων από την σκλαβιά τόσο πολύ όσο αυτό το εκπληκτικό σφάλμα.
Αντί ο κάθε άνθρωπος να διευθύνει τις ενέργειές του για να απελευθερώσει τον εαυτό του, για να μεταμορφώσει την σύλληψη και τον στοχασμό της ζωής του, (ή, αντί να αναζητούν τον κάθε άνθρωπο που διευθύνει…) οι άνθρωποι αναζητούν μιαν εξωτερική μέθοδο ένωσης για την απόκτηση της ελευθερίας –και συνεχίζουν με προσήλωση να καρφώνουν οι ίδιοι τις αλυσίδες τους γρηγορότερα και γρηγορότερα.
Είναι –οιονεί– λες και επρόκειτο οι άνθρωποι να υποστηρίξουν το επιχείρημα πως για να εφευρεθεί και να ανάψει η φωτιά δεν υπήρχε καμιά απολύτως ανάγκη να αναζωπυρωθεί κανένα από τα κάρβουνα αλλά το μόνο που χρειαζόταν ήταν να διευθετηθούν και να οργανωθούν οι άνθρακες με μιαν ορισμένη σειρά.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η ελευθερία των όλων (ή) όλων των ανθρώπων θα επιτευχθεί μόνο δια μέσου της ελευθερίας των προσώπων ως ατόμων γίνεται ολοένα και περισσότερο ξεκάθαρη καθώς ο χρόνος προχωρά.
Η ελευθερία των ατομικών ανθρώπων –εν ονόματι της Χριστιανικής σύλληψης της ζωής– από την μορφή της κρατικής κυριαρχίας (που ‘ταν προηγουμένως ένα εξαιρετικό και μη προσεγμένο φαινόμενο) έχει εσχάτως αποκτήσει μιαν απειλητική σημασία/σημασιοδότηση για τις κρατικές αρχές.
Αν σε μιαν προηγούμενη εποχή και ηλικία, των Ρωμαϊκών χρόνων, συνέβαινε να ομολογεί ένας Χριστιανός την θρησκεία του και να αρνείται να συμμετέχει σε θυσίες –και να λατρεύει τους αυτοκράτορες ή τους Θεούς– ή αν στα χρόνια του Μεσαίωνα ένας Χριστιανός ηρνείτο να λατρεύει εικόνες ή να αναγνωρίζει την εξουσία του Πάπα, οι υποθέσεις αυτές ήταν ένα θέμα συμπτωματικό, τυχαίο, ευκαιριακό κατά πρώτον τόπο.
Ένας άνθρωπος μπορούσε να τοποθετηθεί –υπό την αναγκαιότητα– στην θέση να ομολογήσει την πίστη του ειδάλλως θα μπορούσε να ζει όλην του την ζωή χωρίς να έχει τοποθετηθεί υπό την αναγκαιότητα/υποχρέωση αυτή.
Τώρα, όμως, όλοι οι άνθρωποι –χωρίς εξαίρεση– είναι δέσμιοι/υποκείμενοι σε αυτήν την δοκιμή της πίστης τους.
Κάθε άνθρωπος της σημερινής ημέρας βρίσκεται υπό την αναγκαιότητα να συμμετέχει στις βιαιότητες της παγανιστικής ζωής ή να αρνείται κάθε συμμετοχή σε αυτές.
Κατά δεύτερον τόπο, στις ημέρες εκείνες οι υποθέσεις άρνησης να λατρεύει κανείς τους Θεούς ή τις εικόνες ή τον Πάπα δεν ήταν γεγονότα, συμβάντα, που είχαν κανένα υλικό φορτίο με επίπτωση στο κράτος.
Είτε λάτρευαν είτε δεν λάτρευαν οι άνθρωποι τους Θεούς ή τις εικόνες ή τον Πάπα (ή) είτε λάτρευαν είτε δεν λάτρευαν άνθρωποι, εικόνες, Πάπας τους Θεούς (ή, και αντιστρόφως) –το κράτος παρέμενε εξίσου παντοδύναμο.
Τώρα, όμως, είναι εκπληκτικές στην ίδια την κατ’ εξοχήν ρίζα της κυριαρχίας του κράτους οι υποθέσεις αυτές άρνησης συμμόρφωσης με τις αντι-χριστιανικές/ ά-χρηστες απαιτήσεις και αξιώσεις της κυβέρνησης (διότι ολόκληρη η κυριαρχία και εξουσία του κράτους βασίζεται στην συμμόρφωση με αυτές τις αντι-χριστιανικές/ά-χρηστες απαιτήσεις/αξιώσεις/αξιώματα.
Οι κυρίαρχες δυνάμεις του κόσμου έχουν –στην πορεία των ετών– (μετα)φερθεί σε μιαν θέση στην οποία, για την διατήρησή τους, πρέπει να απαιτούν και να ζητούν από όλους τους ανθρώπους πράξεις που δεν μπορούν να εκτελεστούν από ανθρώπους που προφητεύουν, διακηρύττουν και επαγγέλλονται τον αληθή Χριστιανισμό. Άρα, στις ημέρες μας, κάθε επάγγελμα/τέχνη/επιστήμη/διακήρυξη/ομολογία αληθούς Χριστιανισμού –από κάθε εξατομικευμένο άνθρωπο– πλήττει την πλέον θεμελιώδη δύναμη του κράτους: και οδηγεί αναπόφευκτα στην οδό για την απελευθέρωση των όλων/όλων/του όλου.
Ποιάν συμβολική, μεταφορική σημασία –θα σκεφτόταν κανείς– μπορεί να δοθεί σε ένα συμβάν, σε ένα γεγονός, αυτής της μορφής καθώς μερικές 12άδες τρελλών φίλων ή τύπων (καθώς θα τους καλεί ο κόσμος) αρνούνται να πάρουν τον όρκο υπακοής και πίστεως προς την κυβέρνηση, αρνούνται να πληρώνουν φόρους, να συμμετέχουν σε νομικές διαδικασίες ή στην στρατιωτική υπηρεσία;
Οι άνθρωποι αυτοί είναι τιμωρημένοι και εξόριστοι σε απόσταση –και η ζωή συνεχίζεται στην παλαιά της οδό.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί πως δεν υπήρχε καμία σημασία σε γεγονότα, συμβάντα, της μορφής αυτής. Είναι, ωστόσο, αυτά ακριβώς –οιονεί– και μάλιστα, περισσότερο από κάθε άλλο, που θα υπονομεύσουν την ισχύ του κράτους και θα προετοιμάσουν/προετοιμάζουν την οδό για την ελευθερία των ανθρώπων. Είναι αυτές οι ατομικές μέλισσες/υπάρξεις που αρχίζουν να αποχωρίζονται από την αγέλη –και πετούν πλησίον της– αναμένοντας ώσπου ολόκληρο το σμήνος να μην μπορεί πια να εμποδιστεί να τις/τα ακολουθήσει.
Η κυβέρνηση το ξέρει αυτό και φοβάται αυτά τα γεγονότα/συμπτώσεις περισσότερο από όλους τους σοσιαλιστές, κομμουνιστές και αναρχιστές –και τις ραδιουργίες τους και τις βόμβες δυναμίτιδος.
Μια νέα βασιλεία ξεκινά.
Συμφώνως με τον παγκόσμιο, οικουμενικό κανόνα και την εγκαθιδρυμένη τάξη/οργάνωση/εντολή, απαιτείται όλοι οι υπήκοοι/υποκείμενα/θέματα να πάρουν τον όρκο υπακοής, πίστης και αφοσίωσης προς την νέα κυβέρνηση.
Υπάρχει ένα γενικό ψήφισμα/διάταγμα για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος ως εφφέ και όλοι διατάσσονται και καλούνται στα κατ’ οίκον συμβούλια να πάρουν τον όρκο με τον τίτλο «Ομνύω».
Αμέσως, όλοι –ως ένας άνθρωπος στην Perm, ένας άλλος στην Tula, ένας τρίτος στην Μόσχα και ένας τέταρτος στην Kalouga ανακοινώνουν ότι δεν θα πάρουν τον όρκο και –αν και δεν υπάρχει καμία επικοινωνία μεταξύ των– όλοι/όλες εξηγούν την άρνησή τους επί των ιδίων εδαφών/εδαφίων και, μάλιστα, ονομαστικώς: ότι η ορκωμοσία/ύβρις απαγορεύεται από τον νόμο του Χριστού και ότι, ακόμα κι αν η ορκωμοσία/ύβρις δεν είχε απαγορευθεί, αυτοί/αυτές (οι Θεοί) δεν θα μπορούσαν –ΕΝ ΤΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ του νόμου του Χριστού– να υποσχεθούν την εκτέλεση των άσχημων και κακών πράξεων που απαιτείται από αυτούς/αυτές στον όρκο (όπως π.χ. να παρέχουν πληροφόρηση ενάντια σε όλους όσους πιθανόν δράσουν κατά των συμφερόντων της κυβέρνησης ή να υπερασπιστούν την κυβέρνηση με πυροβόλα ή να επιτεθούν στους εχθρούς της). Μεταφέρονται ενώπιον γραφικών και αγροίκων αγροφυλάκων, αστυνομικών, αρχηγών της περιφερειακής χωροφυλακής, ιερέων και κυβερνώντων. Δέχονται επιτιμητικά μαθήματα, ανακρίνονται, απειλούνται και τιμωρούνται. Παραμένουν, ωστόσο, προσκολλημένοι στην απόφασή τους και δεν παίρνουν τον όρκο.
Εν μέσω των εκατομμυρίων αυτών που πήραν τον όρκο, αυτές οι 12άδες συνεχίζουν να ζουν: αυτές που δεν πήραν τον όρκο.
Και τις ρωτούν:
«Τί! δεν πήρατε τον όρκο;»
«Όχι, δεν πήρα τον όρκο».
«Και τί συνέβη; Τίποτε;»
«Τίποτε».
Οι υπήκοοι/Τα υποκείμενα/Τα θέματα ενός κράτους είναι όλοι/όλα δεσμευμένοι/α να πληρώνουν φόρους. Όλοι πληρώνουν φόρους ώσπου –εξαίφνης– ένας άνθρωπος στην Kharkov, ένας άλλος στην Tver και ένας τρίτος στην Samara αρνούνται να πληρώνουν φόρους. Όλοι –λες και ενεργούν από κάποιαν μορφή συμφώνου– λένε το ίδιο πράγμα. Ένας λέει ότι θα πληρώσει μόνο όταν του πουν για ποιο αντικείμενο τα χρήματα που του παίρνουν θα χρησιμοποιηθούν.
«Αν είναι για καλές πράξεις» λέει «θα τα δώσει με την δική του συμφωνία και, μάλιστα, ακόμα περισσότερα απ’ όσα του ζητούνται. Αν είναι για κακές πράξεις, τότε δεν θα δώσει τίποτε εθελοντικώς, διότι με βάση τον νόμο του Χριστού –του οποίου ακόλουθος είναι– δεν μπορεί να λάβει μέρος σε/από κακές πράξεις». Οι άλλοι λένε το ίδιο κι αυτοί σε άλλες λέξεις και δεν θα πληρώσουν τους φόρους ηθελημένως.
Αυτοί που έχουν ο,τιδήποτε για να τους πάρουν, έχουν την περιουσία τους που τους την παίρνουν με την βία.
Όσο για αυτούς που δεν έχουν τίποτα, αφήνονται μόνοι/τους αφήνουν μόνους τους.
«Τί! δεν πλήρωσες τον φόρο;»
«Όχι, δεν τον πλήρωσα».
«Και τί συνέβη; Τίποτε;»
«Τίποτε».
Υπάρχει ο θεσμός των διαβατηρίων.
Ο καθένας και όλοι που κινούνται, έκαστος από τον τόπο του οίκου του, είναι δεσμευμένος, υποχρεωμένος, να φέρει ένα(ν), και να πληρώνει έναν δασμό για αυτό(ν). Ξαφνικά, εμφανίζονται άνθρωποι που πρέπει να βρεθούν σε διάφορους τόπους και να ανακοινώσουν ότι η μεταφορά ενός διαβατηρίου δεν είναι αναγκαία, ότι θα όφειλε κανείς να μην αναγνωρίζει την ανεξαρτησία ενός ανθρώπου από ένα κράτος το οποίο υπάρχει στην βάση των μέσων της βίας –και αυτοί οι άνθρωποι δεν φέρουν διαβατήρια ούτε πληρώνουν το τέλος τους. Και πάλι, είναι αδύνατο να αναγκάσει κανείς αυτούς τους ανθρώπους (με κανένα μέσο) να πράξουν ό,τι απαιτείται. Τους στέλνουν στην φυλακή και τους αφήνουν πάλι –και αυτοί οι άνθρωποι ζουν χωρίς διαβατήρια.
Όλοι οι χωρικοί είναι δεσμευμένοι, αναγκασμένοι, να εκτελούν ορισμένα καθήκοντα χωροφυλακής (αγροφύλακα του χωριού, νυχτοφύλακα, κ.ο.κ.). Ξαφνικά, στην Kharkov ένας χωρικός αρνείται να εκτελέσει το καθήκον του, δικαιολογώντας την άρνησή του επί της βάσεως εδάφους/εδαφίων ότι –σύμφωνα με τον νόμο του Χριστού του οποίου είναι ακόλουθος– δεν μπορεί να βάλει κανέναν άνθρωπο σε αλυσίδες, να τον κλειδώσει ή να τον σύρει από τόπο σε τόπο. Η ίδια διακήρυξη γίνεται από έναν χωρικό στην Tver, έναν άλλον στην Tambov. Οι χωριάτες αυτοί εξυβρίζονται, τα δικαιώματά τους παραβιάζονται, τους χτυπούν, κλείνονται στην φυλακή αλλά εμμένουν στην απόφασή τους και δεν εκπληρώνουν αυτά τα καθήκοντα υπηρεσίας τους ενάντια στις πεποιθήσεις τους.
Και, τελικά, σταματούν να τους διορίζουν ως αγροφύλακες.
Και πάλι, τίποτε δεν συμβαίνει.
Όλοι οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να συμμετάσχουν στις νομικές διαδικασίες με τον χαρακτήρα των ενόρκων.
Ξαφνικά, οι πιο διαφορετικοί άνθρωποι (μηχανικοί, καθηγητές, έμποροι, χωρικοί, υπηρέτες) –λες και ενεργούν με βάση μιαν μορφή συμφωνίας– αρνούνται να εκπληρώσουν αυτό το καθήκον και όχι στηριγμένοι επί των εδαφών/εδαφίων που επιτρέπονται ως ικανές και επαρκείς συνθήκες από τον νόμο αλλά επειδή κάθε διαδικασία με βάση τον νόμο είναι, κατά την γνώμη τους, αντι-χριστιανική/ά-χρηστη. Τιμωρούν αυτούς τους ανθρώπους, προσπαθώντας να μην τους αφήνουν να έχουν μιαν ευκαιρία να εξηγήσουν τα κίνητρά τους δημοσίως προς το κοινό –και τους αντικαθιστούν με άλλους.
Και πάλι, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Όλοι οι νέοι άνθρωποι 21 ετών ηλικίας είναι υποχρεωμένοι να περνούν περιοδεύοντες από τον ισημερινό για την υπηρεσία τους στον στρατό.
Αμέσως και ταυτογχρόνως, ένας νέος άνδρας στην Μόσχα, ένας άλλος στην Tver, ένας τρίτος στην Kharkov και ένας τέταρτος στην Kiev παρουσιάζονται από μόνοι τους προ των αρχών και –λες και ενεργούν μέσω προηγούμενης συμφωνίας– διακηρύσσουν ότι δεν θα πάρουν τον όρκο, δεν θα υπηρετήσουν επειδή είναι Χριστιανοί.
Θα δώσω τις λεπτομέρειες ενός/μιας από τις πρώτες υποθέσεις (αφού έχουν γίνει περισσότερο συχνές) για τις οποίες συμβαίνει να έχω γνώση.
Όλες οι λεπτομέρειες στην υπόθεση αυτή –όπως, εξάλλου, και στις προηγηθείσες αυτής– είναι αυθεντικές.
Η ίδια πραγματεία έχει γίνει αντικείμενο της συγκεκριμένης μεθόδου μελέτης επαναλαμβανομένως σε κάθε άλλην υπόθεση.
Ένας νέος άνδρας καλής και ορθής εκπαίδευσης αρνείται στο Δημαρχείο της Μόσχας να πάρει τον όρκο. Καμία προσοχή δεν πληρώνεται/αποδίδεται σε ό,τι λέει και παρακαλείται ευγενώς να προφέρει τις λέξεις του όρκου, όπως οι υπόλοιποι. Αρνείται –αναφέροντας ένα συγκεκριμένο απόσπασμα του Ευαγγελίου στο οποίο απαγορεύεται η ορκωμοσία/όρκος/ύβρις. Καμία προσοχή δεν πληρώνεται/δίδεται στα επιχειρήματά του και, πάλι, παρακαλείται να συμμορφωθεί με την εντολή/τάξη/οργάνωση αλλά δεν συμμορφώνεται. Τότε, υποτίθεται/υποθέτουν πως είναι αιρετικός μαθητής –και, άρα, δεν καταλαβαίνει τον Χριστιανισμό με την ορθήν έννοια και σημασία, δηλαδή αυτό πάει να πει: όχι με την έννοια και την σημασία με την οποία τον καταλαβαίνουν οι ιερείς στην υπηρεσία πληρωμής της κυβέρνησης. Ο νέος άνθρωπος οδηγείται υπό κουστωδία στους ιερείς ώστε αυτοί να τον επαναφέρουν στην λογική/ στον λόγο. Οι ιερείς ξεκινούν να συζητούν με αυτόν αλλά οι προσπάθειές τους εν ονόματι του Χριστού να τον πείσουν να αποκηρύξει τον Χριστό προφανώς δεν έχουν καμίαν επιρροή σε αυτόν. Κηρύσσεται αδιόρθωτος και στέλνεται εκ νέου πίσω στον στρατό. Επιμένει να μην παίρνει τον όρκο και ανοιχτά αρνείται να εκτελέσει οποιαδήποτε στρατιωτικά καθήκοντα.
Είναι μια υπόθεση που δεν έχει προβλεφθεί από τους νόμους.
Το να παραβλεφθεί αυτή η μορφή άρνησης να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των αρχών είναι κάτι που βρίσκεται εκτός συζήτησης και αποκλείεται αλλά το να τεθεί αυτή η υπόθεση σε εξίσωση με τον μέσον όρο έναντι της απλής παραβίασης της πειθαρχίας και της υπακοής είναι, επίσης, κάτι εκτός συζήτησης και αποκλείεται.
Ύστερα από περίσκεψη και μελέτη μεταξύ τους, οι στρατιωτικές αρχές αποφασίζουν να απαλλαχθούν από τον φορτικό και κουραστικό νέον άνδρα, να τον θεωρήσουν ως υποστηρικτή των αρχών της επανάστασης και τον παραδίδουν υπό κουστωδία στην επιτροπή της μυστικής αστυνομίας.
Οι αστυνομικές αρχές και η χωροφυλακή τον εξετάζουν κατ’ αντιπαράστασιν, σταυροειδώς, αλλά τίποτε εξ όσων λέει δεν μπορεί να τεθεί υπό τον τίτλο καμιάς από τις παρασπονδίες –πταίσματα ή πλημμελήματα– που υποπίπτουν στην δικαιοδοσία τους. Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να κατηγορηθεί ούτε για επαναστατικές πράξεις ούτε για επαναστατικά σχέδια και μηχανορραφίες αφού δηλώνει πως δεν θέλει να επιτεθεί σε τίποτα αλλά, αντιθέτως, είναι αντιτιθέμενος σε οποιανδήποτε χρήση βίας και (πολύ πέραν του να κάνει συνωμοσίες μυστικώς), αναζητά κάθε ευκαιρία για να μιλά και να κάνει όλα όσα λέει και πράττει με τον πιο ανοιχτό τρόπο. Οι χωροφύλακες, αν και δεν είναι δεσμευμένοι από τίποτε κανόνες σκληρούς και άκαμπτους, εξακολουθούν να μην βρίσκουν κανένα έδαφος/εδάφιο για μιαν εγκληματική κατηγορία στον νέον άνθρωπο και –μαζί με τον κλήρο– τον στέλνουν εκ νέου πίσω στον στρατό. Και πάλι, οι αρχές μελετούν με περίσκεψη μαζί το θέμα και αποφασίζουν να τον δεχθούν –αν και δεν έχει πάρει τον όρκο– και να τον εγγράψουν στα μητρώα μαζί με τους στρατιώτες. Του φορούν στολή, τον στρατολογούν ως νεοσύλλεκτο και τον στέλνουν υπό κουστωδία στον τόπο όπου καταλύει ο στρατός. Εκεί ο αρχηγός της μεραρχίας όπου εισέρχεται αναμένει και πάλι τον νέον άνθρωπο να εκτελέσει τα στρατιωτικά του καθήκοντα και εκ νέου αρνείται να υπακούσει ενώ, παρουσία των άλλων στρατιωτών, εξηγεί τους λόγους της άρνησής του λέγοντας ότι αυτός –ως ένας Χριστιανός– δεν μπορεί αυτεξουσίως να διαπράξει φόνο, κάτι το οποίο απαγορεύεται από τον νόμο του Μωϋσή.
Αυτή η σύμπτωση/γεγονός συμβαίνει σε μιαν επαρχιακή πόλη.
Η υπόθεση ξυπνά το ενδιαφέρον –και την συμπάθεια ακόμα– όχι μόνο των ξένων αλλά ακόμα και των αξιωματικών. Οι αρχηγοί, συνεπώς, δεν αποφασίζουν να τιμωρήσουν αυτήν την άρνηση υπακοής με πειθαρχικά μέτρα. Για να σώσουν τα φαινόμενα, ωστόσο, κλείνουν τον νέον άνδρα στην φυλακή και γράφουν στις ανώτατες στρατιωτικές αρχές ώστε να ερευνήσουν τί πρόκειται να κάνουν. Το να αρνηθεί κανείς να υπηρετήσει στον στρατό –στον οποίον ο Τσάρος ο ίδιος υπηρετεί και που απολαμβάνει της ευλογίας της Εκκλησίας– μοιάζει παράνοια από την επίσημη, γραφειοκρατική γωνία θέασης. Κατά συνέπειαν, γράφουν από την Πετρούπολη ότι, αφού ο νέος άνδρας πρέπει να μην έχει τα μυαλά του στην θέση τους, δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουν καμίαν αυστηρή μεταχείριση για αυτόν αλλά πρέπει να τον στείλουν σε ένα άσυλο σεληνιασμένων, ότι η διανοητική του κατάσταση/συνθήκη πρέπει να ερευνηθεί και να μελετηθεί επιστημονικώς. Τον στέλνουν στο άσυλο με την ελπίδα ότι θα παραμείνει εκεί (όπως ένας άλλος νέος άνδρας που αρνήθηκε προ 10 χρόνων στην Tver να υπηρετήσει στον στρατό και που βασανίστηκε στο άσυλο ώσπου υπέκυψε). Ακόμα και αυτό το βήμα, ωστόσο, δεν απαλλάσσει τις αρχές από τον μη βολικό και άνετον γι’ αυτές άνδρα. Οι ιατροί τον εξετάζουν, ενδιαφέρονται ένθερμα για την περίπτωσή του και, φυσικά, αφού δεν βρίσκουν σε αυτόν κανένα σύμπτωμα διανοητικής ασθένειας, τον στέλνουν πάλι πίσω στον στρατό. Εκεί τον δέχονται και προσποιούμενοι πως έχουν ξεχάσει την άρνησή του καθώς και τα κίνητρά του γι’ αυτήν, τον παρακαλούν εκ νέου να συμμετάσχει στα στρατιωτικά γυμνάσια και αυτός, εκ νέου –μπροστά στους άλλους στρατιώτες– αρνείται και εξηγεί τον λόγο της άρνησής του. Η υπόθεση συνεχίζει να προσελκύει ολοένα και περισσότερο την προσοχή, ανάμεσα τόσο στους στρατιώτες όσο και στους κατοίκους της πόλης. Γράφουν και πάλι στην Πετρούπολη και εκείθεν έρχεται η διαταγή να μεταφέρουν τον νέον άνδρα σε κάποιαν μεραρχία του στρατού που σταθμεύει στα σύνορα, σε έναν τόπο όπου ο στρατός βρίσκεται υπό στρατιωτικό νόμο και όπου μπορεί να πυροβοληθεί επειδή αρνήθηκε να υπακούσει και όπου το ζήτημα μπορεί να διευθετηθεί και να προωθηθεί χωρίς να τραβήξει την προσοχή, δεδομένου ότι υπάρχουν ελάχιστοι Ρώσσοι και Χριστιανοί σε έναν τόσο μακρινόν τόπο –αλλά η πλειοψηφία είναι ξένοι και Μωαμεθανοί. Αυτό γίνεται σύμφωνα με τα προγραμματισμένα. Τον μεταφέρουν σε μιαν μεραρχία σταθμευμένη στα σύνορα της Zacaspia και με την κουστωδία των κρατουμένων τον στέλνουν σε έναν αξιωματικό του στρατού ο οποίος είναι –κατά αξιοσημείωτον τρόπο– πασίγνωστος για την αυστηρότητα, την σκληρότητα και, γενικά, την «σιβηρικότητά» του. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, μέσω όλων αυτών των αλλαγών και μεταβολών από τόπο σε τόπο, ο νέος άνδρας γίνεται αντικείμενο σκληρής μεταχείρισης, κρατάται σε συνθήκες κρύου, πείνας και βρωμιάς και η ζωή γίνεται βάρος γι’ αυτόν γενικότερα. Όλες αυτές οι συμφορές, όμως, δεν τον ωθούν να αλλάξει την απόφασή του. Στα σύνορα της Zacaspia όπου του ζητούν πάλι να πάει με φρουρά πλήρως εξοπλισμένος/η, αρνείται εκ νέου να υπακούσει. Δεν αρνείται να πάει και να σταθεί κοντά στις θημωνιές όπου τον τοποθετούν αλλά αρνείται να πάρει τα όπλα του, δηλώνοντας ότι δεν θα χρησιμοποιήσει βία σε καμίαν περίπτωση εναντίον κανενός. Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα με την παρουσία των άλλων στρατιωτών. Άφεση σε μιαν άρνηση αυτής της μορφής ώστε να περάσει ατιμώρητη είναι αδύνατη και ο νέος άνδρας περνά από δίκη για παραβίαση της πειθαρχίας. Η δίκη λαμβάνει χώρα και καταδικάζεται σε περιορισμό και απομόνωση στην στρατιωτική φυλακή για περίοδο 2 ετών. Μεταφέρεται πάλι, με την κουστωδία των καταδικασμένων, στον Καύκασο και εκεί κλειδώνεται στην φυλακή και πέφτει υπό την εξουσία της ανεύθυνης ισχύος του δεσμοφύλακα. Εκεί διώκεται επί 1,5 έτος αλλά και πάλι –μετά όλο αυτό– δεν αλλάζει την απόφασή του να μην φέρει όπλα και το εξηγεί γιατί δεν θα το κάνει αυτό σε καθέναν με τον οποίον έρχεται σε επαφή. Στο τέλος των 2 ετών τον αφήνουν ελεύθερο, πριν το τέλος της ποινής του σε φυλάκιση (υπολογίζοντάς το ως αντίθετο με τον νόμο να τον κρατούν στην φυλακή μετά την λήξη του χρόνου της στρατιωτικής του υπηρεσίας) και χαίρονται πάρα πολύ που απαλλάχθηκαν από αυτόν όσο το δυνατόν συντομότερα.
Σε διάφορους τόπους της Ρωσσίας, άλλοι άνθρωποι συμπεριφέρονται –λες και ενεργούν σε συμφωνία– ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως αυτός ο νέος και, σε όλες αυτές τις υποθέσεις, η κυβέρνηση έχει υϊοθετήσει την ίδια δειλή, φοβισμένη, αναποφασιστική πορεία πράξεων υπό συνθήκες μυστικότητας. Ορισμένοι εξ αυτών των ανθρώπων στέλνονται στο ψυχιατρείο, ορισμένοι προσλαμβάνονται ως υπάλληλοι γραφείων και μεταφέρονται στην Σιβηρία, ορισμένοι στέλνονται να εργαστούν στα δάση, ορισμένοι στέλνονται στην φυλακή, ορισμένοι τιμωρούνται με πρόστιμο. Και –κατά τον ίδιον αυτόν χρόνο– ορισμένοι εξ αυτών των ανθρώπων είναι στην φυλακή, όχι κατηγορούμενοι για το πραγματικό τους σκάνδαλο που προκάλεσαν –δηλαδή, την άρνηση της νομιμότητας των πράξεων της κυβέρνησης– αλλά για την μη εκπλήρωση των ειδικοτέρων υποχρεώσεων που τους επέβαλε η κυβέρνηση.
Π.χ. ένας αξιωματικός εν εφεδρεία ο οποίος δεν ανέφερε την αλλαγή της διεύθυνσης στην κατοικία του και το δικαιολόγησε αυτό επί του εδάφους/εδαφίου ότι δεν θα υπηρετούσε στον στρατό άλλο πια, τιμωρήθηκε με πρόστιμο 30 ρούβλια για μη συμμόρφωση με τις εντολές της άνωθεν εξουσίας. Κατά θαυμαστό τρόπο, και αυτό το πρόστιμο επίσης αρνήθηκε ηθελημένως να το πληρώσει.
Κατά την ίδια οδό, ορισμένοι χωρικοί και στρατιώτες που έχουν αρνηθεί να συμμετάσχουν σε στρατιωτικές ασκήσεις και να φέρουν όπλα έχουν τεθεί υπό σύλληψιν με την κατηγορία της παραβίασης της πειθαρχίας και αυθάδειας.
Προκύπτουν εσχάτως όχι μόνο στην Ρωσσία αλλά παντού υποθέσεις και περιπτώσεις άρνησης συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της κυβέρνησης όταν αυτές αντιτίθενται στον Χριστιανισμό (και, ειδικότερα, υποθέσεις άρνησης υπηρεσίας στον στρατό).
Συμβαίνει να γνωρίζω ότι στην Σερβία άνθρωποι της αυτο(απο)καλούμενης σέκτας των Ναζαρηνών ή Ναζωραίων αρνούνται σταθερά και ακλόνητα να υπηρετούν στον στρατό ενώ η Αυστριακή Κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε έναν άκαρπο ανταγωνισμό μαζί τους επί χρόνια, τιμωρώντας τους με φυλάκιση. Στα χρόνια 1885 υπήρχαν 130 περιπτώσεις αυτής της μορφής.
Ξέρω ότι στην Ελβετία στα 1890 υπήρχαν άνθρωποι στην φυλακή στο κάστρο Chillon επειδή αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στον στρατό, των οποίων/του οποίου η απόφαση δεν κλονίστηκε από την τιμωρία τους.
Έχουν υπάρξει όμοιες υποθέσεις στην Σουηδία και οι άνθρωποι που αρνήθηκαν υπακοή εστάλησαν στην φυλακή με ακριβώς τον ίδιο τρόπο ενώ η κυβέρνηση επιμελώς απέκρυψε αυτές τις υποθέσεις από τον λαό.
Έχουν υπάρξει όμοιες υποθέσεις επίσης και στην Πρωσσία.
Ξέρω την περίπτωση ενός υπολοχαγού της Φρουράς ο οποίος στα 1891 ανακοίνωσε στις αρχές του Βερολίνου ότι ο ίδιος –ως Χριστιανός– δεν θα συνέχιζε να υπηρετεί. Σε αντίθεση με όλες τις προτροπές, τις απειλές και τις τιμωρίες ενέμεινε στην απόφασή του.
Στα νότια της Γαλλίας, προσφάτως ήλθε στην επιφάνεια μια κοινωνία που φέρει το όνομα Hinschists (τα γεγονότα αυτά λαμβάνονται από τον ΚΗΡΥΚΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ-PEACE HERALD, Ιουλίου, 1891), τα μέλη της οποίας αρνούνται να εισέλθουν σε καθεστώς στρατιωτικής υπηρεσίας επί των εδαφών/εδαφίων των Χριστιανικών τους αρχών. Πρώτα-πρώτα, εγγράφησαν στο σώμα των νοσοκομειακών ασθενοφόρων αλλά τώρα, καθώς οι αριθμοί τους αυξάνουν, είναι δεσμευμένοι/υπόκεινται στην ποινή περί μη συμμόρφωσης αλλά εξακολουθούν να αρνούνται να φέρουν όπλα –με ακριβώς την ίδια ένταση/ ακριβώς ο ίδιος.
Οι κυβερνήσεις δεν φοβούνται τόσο πολύ τους σοσιαλιστές, τους κομμουνιστές, τους αναρχιστές με τις βόμβες, τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις τους όσο αυτά τα ασύνδετα άτομα που (προ)έρχονται από διαφορετικούς τόπους και όλοι/όλα δικαιολογούν/δικαιώνουν την μη συμμόρφωσή τους στηριγμένοι επί του εδάφους/των εδαφίων της ίδιας θρησκείας (ή) της θρησκείας του ίδιου που είναι γνωστός/η σε όλον τον κόσμο.
Κάθε κυβέρνηση γνωρίζει με ποιό μέσο και με ποιόν τρόπο να αμυνθεί από τους προασπιστές των αρχών της επανάστασης (και έχει τους πόρους και τα μέσα να το κάνει) –και, άρα, δεν φοβάται αυτούς τους εχθρούς από το εξωτερικό.
Τί μπορούν, όμως, να κάνουν οι κυβερνήσεις ενάντια σε ανθρώπους που αποδεικνύουν την αχρηστότητα, την περιττότητα και την καταστρεπτικότητα όλων των κυβερνήσεων και οι οποίοι δεν πολεμούν και δεν αντιδικούν εναντίον τους αλλά, απλώς, δεν τις χρειάζονται και μπορούν να κάνουν και χωρίς αυτές και –άρα– είναι απρόθυμοι να συμμετάσχουν σε αυτές κατά οποιονδήποτε τρόπο;
Οι υποστηρικτές των επαναστάσεων λένε: «Η μορφή της κυβέρνησης είναι άσχημη, από την άποψη αυτή ή από την άλλη πλευρά. Πρέπει να την ανατρέψουμε και να αντικαταστήσουμε αυτήν ή την άλλη μορφή της κυβέρνησης».
Ο Χριστιανός (ή, η Χριστιανική κυβέρνηση) λέει: «ΕΝ ΟΙΔΑ, ΟΤΙ ΟΥΔΕΝ ΟΙΔΑ περί της μορφής της κυβέρνησης. Ουκ οίδα αν είναι όμορφη ή άσχημη ούτε επιθυμώ να την ανατρέψω ακριβώς επειδή ουκ οίδα αν είναι όμορφη ή άσχημη αλλά, για τον ίδιον ακριβώς λόγο, δεν επιθυμώ ούτε να την στηρίξω. Όχι μόνο δεν επιθυμώ και δεν θέλω αλλά ούτε και μπορώ, διότι αυτό που απαιτεί από εμένα αντιτίθεται στην συνείδησή μου».
Όλες οι κρατικές υποχρεώσεις αντιτίθενται στην συνείδηση ενός Χριστιανού: ο όρκος πίστης και υπακοής, οι φόροι, οι νομικές διαδικασίες και η στρατιωτική υπηρεσία.
Μα, ολόκληρη η εξουσία της κυβέρνησης στηρίζεται σε αυτές ακριβώς τις υποχρεώσεις!
Οι επαναστατικοί εχθροί (ή) οι εχθροί της επαναστάσεως επιτίθενται στην κυβέρνηση από την εξωτερική πλευρά.
Ο Χριστιανισμός δεν της επιτίθεται καν –αλλά, από μέσα, καταστρέφει όλες τις βάσεις και τα ερείσματα επί των οποίων στηρίζεται η (κάθε) κυβέρνηση.
Εν μέσω του Ρωσσικού λαού –ειδικά μετά από την εποχή του Πέτρου 1ου– η διαμαρτυρία της Χριστιανοσύνης εναντίον της κυβέρνησης δεν έχει ποτέ πάψει και η κοινωνική οργάνωση έχει πάρει μιαν μορφή τέτοια που οι άνθρωποι μεταναστεύουν σε κοινότητες (κομμούνες) στην Τουρκία, στην Κίνα και σε ακατοίκητες χώρες και όχι μόνο δεν αισθάνονται καμιάν ανάγκη κρατικής βοήθειας αλλά θεωρούν ανέκαθεν το κράτος ως ένα άχρηστο φορτίο που απλώς πρέπει να υποφέρεται όπως αντέχεται μια δυστυχία (είτε είναι Τουρκική είτε Ρωσσική είτε Κινεζική).
Εν μέσω του Ρωσσικού λαού, επομένως, ολοένα και περισσότερο έχουν εσχάτως εμφανιστεί συχνά παραδείγματα συνειδητής Χριστιανικής ελευθερίας από την υποταγή στο κράτος.
Τα παραδείγματα αυτά είναι κυρίως περισσότερο ανησυχητικά για την κυβέρνηση από το γεγονός ότι αυτά τα πρόσωπα που δεν συμμορφώνονται ανήκουν συχνά όχι στις (απο)καλούμενες χαμηλές, ανεκπαίδευτες τάξεις αλλά είναι άνθρωποι με όμορφη, ορθή, αμερόληπτη ή αρκετά καλή παιδεία και, επιπλέον, από το γεγονός ότι αυτές τις ημέρες δεν δικαιολογούν/δικαιώνουν την στάση τους με μυστικές και εξαίρετες/εξαιρετικές/έξαρσης θεωρίες και απόψεις όπως σε περασμένα χρόνια, δεν συνδέονται και δεν συνενώνονται μεταξύ τους με δεισιδαιμονικές ή φανατικές τελετουργίες (όπως οι σέκτες που ασκούν πρακτικά την αυτοθυσία μέσω του πυρός) ή με νομαδικές περιπλανήσεις για τον σκοπό ενός προσκυνήματος αλλά εντοπίζουν την άρνησή τους στην βάση των κατ’ εξοχήν εδαφών/εδαφίων της απλότητος και της καθαρότητος, κατανοητά για όλους και κατά αναγνωρισμένο τρόπο ως αληθινών από όλους.
Κατά τον τρόπο αυτό, αρνούνται την εθελοντική πληρωμή των φόρων επειδή οι φόροι σπαταλώνται σε πράξεις βίας, στην πληρωμή των ανθρώπων της βίας όπως οι στρατιώτες, στην κατασκευή φυλακών, φρουρίων και κανονιών. Αυτοί –ως Χριστιανοί– θεωρούν ως αμαρτωλό και ανήθικο να έχουν την όποια χείρα βοηθείας σε αυτές τις πράξεις.
Αυτοί που αρνούνται να πάρουν τον όρκο υπακοής και πίστης αρνούνται επειδή η υπόσχεση υπακοής σε αρχές (δηλαδή, σε ανθρώπους που είναι ψυχή τε και σώματι δοσμένοι σε πράξεις βίας) είναι αντίθετη με το νόημα της διδασκαλίας του Χριστού.
Αρνούνται να πάρουν τον όρκο στα νομικά δικαστήρια επειδή οι όρκοι είναι ευθέως απαγορευμένοι από το Ευαγγέλιο. Αρνούνται να εκτελέσουν αστυνομικά καθήκοντα επειδή στην διαδικασία εκτέλεσης αυτών των καθηκόντων πρέπει να χρησιμοποιούν βία ενάντια στους αδελφούς τους και να τους μεταχειρίζονται άσχημα –και ένας Χριστιανός δεν μπορεί αυτό να το κάνει. Αρνούνται να συμμετάσχουν σε δίκες των νομικών επειδή θεωρούν ότι κάθε καταφυγή στον νόμο εκπληρώνει τον νόμο της εκδίκησης που είναι ασυνεπής/ασύμβατος με τον Χριστιανικό νόμο της συγχώρεσης και της αγάπης. Αρνούνται να συμμετάσχουν σε στρατιωτικές προετοιμασίες και στον στρατό επειδή δεν μπορούν να είναι εκτελεστές, δήμιοι –και είναι απρόθυμοι να προετοιμάζονται ώστε να γίνουν.
Τα κίνητρα/μοτίβα/ελατήρια σε όλες αυτές τις υποθέσεις είναι τόσο τέλεια που –όσο δεσποτικά κι αν φέρονται οι κυβερνήσεις– δύσκολα θα μπορούσαν να τους τιμωρήσουν ανοιχτά. Για να τιμωρεί ανθρώπους επειδή αρνήθηκαν να πράξουν ενάντια στην συνείδησή τους, η κυβέρνηση πρέπει να αποκηρύξει κάθε αξίωση στην καλή βούληση και στην καλοσύνη (ενώ διαβεβαιώνει τον λαό ότι εξουσιάζει αποκλειστικά και μόνο εν ονόματι της καλής βούλησης και της καλοσύνης).
Τί μπορούν οι κυβερνήσεις να κάνουν ενάντια σε αυτούς τους ανθρώπους;
Μπορούν, φυσικά, οι κυβερνήσεις να ραβδίζουν με το μαστίγιο μέχρι θανάτου ή να εκτελούν ή να κρατούν σε αιώνια φυλάκιση όλους τους εχθρούς που θέλουν να τις ανατρέψουν με την βία, μπορούν να διασπαθίζουν το χρυσάφι σπαταλώντας το σε αυτό το κομμάτι του λαού που είναι έτοιμο να καταστρέψει τους εχθρούς τους.
Τί μπορούν, όμως, να κάνουν ενάντια σε ανθρώπους οι οποίοι –χωρίς να εύχονται να ανατρέψουν ή να καταστρέψουν τίποτα– επιθυμούν απλώς (για χάρη του εαυτού τους) να μην κάνουν τίποτα εναντίον του νόμου του Χριστού και οι οποίοι/ο οποίος, άρα, αρνούνται/αρνείται να εκτελέσουν/εκτελέσει τις πιο κοινές κρατικές απαιτήσεις, αυτές που είναι εκ των ων ουκ άνευ για την διατήρηση του κράτους;
Αν ήταν συνήγοροι των αρχών της επανάστασης, δικηγόροι αλλά και ασκούμενοι στην βία και στον φόνο, η καταστολή τους θα ήταν εύκολο ζήτημα: μερικοί θα εξαγοραζόντουσαν, μερικοί θα εξαπατούνταν, μερικοί θα εκφοβίζονταν ενώ αυτοί που δεν θα εξαγοράζονταν, δεν θα εξαπατούντο και δεν θα εκφοβιζόντουσαν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν και οι ίδιοι ως εγκληματίες, εχθροί της κοινωνίας, θα είχαν εκτελεστεί ή φυλακιστεί ενώ το πλήθος θα είχε εγκρίνει τις πράξεις της κυβέρνησης.
Αν ήταν φανατικοί, κήρυκες μιας αλλόκοτης και περίεργης πίστης, θα ήταν δυνατή (για να ανατραπούν οι αποδείξεις των δεισιδαιμονικών σφαλμάτων τους που ‘ταν ανάμεικτα με την θρησκεία τους) η άσκηση επίθεσης κατά της αλήθειας που υπερασπίζονται –ακόμα και οι Θεοί.
Τί μπορεί να γίνει με ανθρώπους, όμως, που δεν κηρύσσουν ούτε επαναστατικές ιδέες ούτε ιδιόμορφα θρησκευτικά δόγματα αλλά –απλώς επειδή (ούτε οι Θεοί) δεν επιθυμούν να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο– αρνούνται να πάρουν τον όρκο, να πληρώνουν φόρους, να συμμετέχουν σε νομικές διαδικασίες, να υπηρετούν στον στρατό, να εκπληρώνουν –τω όντι– καμιάν από τις υποχρεώσεις στις οποίες βασίζεται ολόκληρη η κατασκευή και η υφή ενός κράτους;
Τί πρέπει να γίνει με αυτούς;
Είναι απίθανη η εξαγορά τους με δωροδοκίες.
Οι κίνδυνοι και τα ρίσκα στα οποία οι ίδιοι κατ’ εξοχήν εκουσίως εκτίθενται –και αποκαλύπτονται– αποδεικνύουν ότι είναι αδιάφθοροι/άφθαρτοι.
Απίθανη είναι και μια ενδεχόμενη κοροϊδία και εξαπάτησή τους ώστε να πιστέψουν πως αυτό είναι το καθήκον τους προς τον Θεό (αφού η άρνησή τους βασίζεται στον καθαρό, αλάνθαστον νόμο του Θεού, αναγνωρισμένον/αναγνωρισμένου ακόμα και από εκείνους που επιχειρούν να παρακινήσουν τους ανθρώπους να πράξουν εναντίον του.
Ακόμα περισσότερο απίθανη είναι η τρομοκράτησή τους με απειλές διότι οι στερήσεις και τα βάσανα στα οποία υπόκεινται ως δέσμιοι απλώς και μόνο ενισχύουν την επιθυμία τους να ακολουθήσουν την πίστη από την οποίαν εντέλλονται και κυβερνώνται: ΑΚΟΥΕΙΝ ΘΕΩ ΜΑΛΛΟΝ ΠΑΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ και να μην φοβούνται αυτούς που μπορούν να φθείρουν το σώμα αλλά αυτόν που μπορεί να φθείρει και το σώμα και την ψυχή.
Απίθανη είναι και η δολοφονία τους ή η κράτησή τους σε αιώνια φυλακή.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν φίλους –και ένα παρελθόν. Ο τρόπος σκέψεως και πράξης τους είναι πασίγνωστος. Είναι γνωστοί σε όλους ως καλοί, ευγενικοί, ειρηνικοί άνθρωποι και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εγκληματίες που πρέπει να αφαιρεθούν από το σώμα της κοινωνίας για το καλό της. Η θανάτωση ανθρώπων που θεωρούνται καλοί άνθρωποι σημαίνει πρόκληση των άλλων προς υπεράσπισίν τους και δικαιολογεί/δικαιώνει την άρνησή τους. Είναι απλώς και μόνον αναγκαίο να εξηγηθούν οι λόγοι της άρνησής τους ώστε να γίνει καθαρό στον καθέναν ότι αυτοί οι λόγοι έχουν την ίδιαν ισχύ για όλους τους άλλους ανθρώπους και ότι θα έπρεπε όλοι να είχαν κάνει το ίδιο πολύ καιρό πριν.
Οι περιπτώσεις αυτές θέτουν τις δυνάμεις της εξουσίας σε μιαν θέση απεγνωσμένη. Βλέπουν ότι η προφητεία του Χριστιανισμού έρχεται σε πέρας, ότι χαλαρώνει τα δεσμά αυτών στις αλυσίδες –και τους ελευθερώνει αυτούς που βρίσκονται σε δεσμά– και ότι αυτό πρέπει να σημάνει αναποφεύκτως το τέλος όλων των καταπιεστών και τυράννων.
Το βλέπουν αυτό οι αρχές εξουσίας, ξέρουν ότι οι ώρες τους είναι μετρημένες –και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Το μόνο που μπορούν είναι –για να σωθούν– απλώς να αναβάλουν την ώρα της πτώσης τους.
Το κάνουν –αλλά η θέση τους είναι, εν τούτοις, απεγνωσμένη.
Μοιάζει σαν με την θέση ενός κατακτητή που επιχειρεί να σώσει μιαν πόλη, που έχει ήδη πάρει φωτιά από τους ίδιους της τους κατοίκους και καίγεται. Αμέσως μόλις αναφλέξει τα πυρπολικά σε ένα τόπο, αφιππεύει και την ανάβει σε 2 άλλους τόπους, δίδει πάλι ύλη στην φωτιά και συνάμα την αποκόπτει απ’ ό,τι ήδη καίγεται σε ένα κτίριο υψηλό ενώ η κατασκευή αφ’ εαυτής είναι εξ ολοκλήρου αναμμένη και στα 2 της άκρα.
Αυτές οι ξεχωριστές πυρκαϊές μπορεί να είναι λιγοστές αλλά φλέγονται με μιαν ανταύγεια η οποία –όσο μικρή κι αν είναι η σπίθα του σπινθήρα από τον οποίο παίρνει το έναυσμα– δεν σβήνει ποτέ ώσπου να κάνει το (σύν)όλο να αστράψει φλογοβόλο.
Συμβαίνει, άρα, έτσι να βρίσκονται τόσο ανυπεράσπιστες οι αρχές εξουσίας στην θέση τους ενώπιον των ανθρώπων που υποστηρίζουν τον Χριστιανισμό που ελάχιστα αναγκαία απαιτούνται για να πέσει αυτή η κυρία: η κυρίαρχος δύναμη που φαίνεται τόσο πανίσχυρη και έχει διατηρήσει μιαν τόσο υψηλοτάτη θέση επί τόσους αιώνες.
Κι όμως –οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές απασχολούνται με την διάδοση της ιδέας πως δεν είναι αναγκαία αλλά είναι ακόμα και καταστροφική και ανήθικη για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά η εργασία και η άνοδος της ατομικής του ελευθερίας.
Μοιάζει λες και μια ομάδα ανθρώπων έχει εργαστεί επί μακρόν χρόνον ενώ παράλληλα έχει μεταστρέψει το ποτάμι σε καινούργιο κανάλι και έχει σχεδιάσει μιαν ολοκληρωμένη πορεία για τα ύδατα ώστε να έχει μείνει μόνο να ανοίξει τις πύλες του κατακλυσμού για να βιαστεί με την σπουδή ο χείμαρρος του ποταμού να εισέλθει, να εξέλθει και να τα κάνει όλα τα υπόλοιπα και –αίφνης, να έρχεται μια άλλη ομάδα ανθρώπων και να αρχίζει να τους συμβουλεύει πως θα ήταν πολύ καλύτερο να κατασκευάσουν μιαν μηχανή άντλησης υδάτων με κουταλάκια που θα συγκέντρωνε τα παλαιά και θα τα έχυνε πίσω στην άλλη πλευρά –αντί να αφήσει τα νέα να κυκλοφορήσουν στο εξωτερικό.
Το πράγμα, όμως, έχει φτάσει πολύ μακριά.
Ήδη, οι κυβερνήσεις της εξουσίας αισθάνονται την αδύναμη και ανασφαλή, ανυπεράσπιστη θέση τους ενώ οι άνθρωποι των Χριστιανικών αρχών ξυπνούν από την απάθειά τους και αρχίζουν πια να αισθάνονται την ισχύ τους.
«ΠΥΡ ΕΡΧΟΜΑΙ ΒΑΛΕΙΝ ΕΠΙ ΤΗΝ ΓΗΝ» είπε ο Χριστός «ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΛΩ ΕΓΩ, ΕΙ ΗΔΗ ΑΝΗΦΘΗ;» Και το πυρ αυτό ξεκινά πλέον να λάμπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου