ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟ ΚΑΚΟ ΔΙΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΙΣΤΩΝ
Η εντύπωση που κέρδισα από μιαν επιθυμία να συγκαλύψω, να αποκρύψω, ό,τι είχα επιχειρήσει να εκφράσω στο βιβλίο μου ήταν αυτή που με οδήγησε να κρίνω εκ νέου το βιβλίο, στην φρέσκια έκδοσή του.
Με την εμφάνισή της ευθύς αμέσως –όπως το προσδοκούσα– είχε απαγορευθεί και θα όφειλε, άρα, συμφώνως προς τον νόμο να έχει παραδοθεί στην πυρά. Συγχρόνως, όμως, συζητείτο στις τάξεις των κρατικών αξιωματούχων ενώ κυκλοφόρησε σε έναν μεγάλο αριθμό χειρογράφων και φωτοτυπιών ή αντιγράφων λιθογραφιών καθώς και σε μεταφράσεις που τυπώθηκαν στο εξωτερικό.
Και πολύ γρήγορα, αμέσως μετά το βιβλίο, οι κριτικές –θρησκευτικές και κοσμικές σε χαρακτήρα, ταυτόχρονα– έκαναν την εμφάνισή τους κι αυτές η κυβέρνηση τις ανέχτηκε και τις ενεθάρρυνε ακόμα!
Ώστε η αντίκρουση ενός βιβλίου το οποίο κανένας υποτίθεται πως δεν έπρεπε να γνωρίζει τίποτε γι’ αυτό έφτασε ακόμα και να επιλέγεται ως θέμα υποκείμενο σε θεολογικές διατριβές στις ακαδημίες.
Οι ασκήσεις κριτικής του βιβλίου μου –Ρωσσικές και ξένες, ομοίως– πέφτουν όλες κάτω από 2 συνολικές κατηγορίες: είναι οι θρησκευτικές κριτικές ανθρώπων που θεωρούν τους εαυτούς τους ως πιστούς και είναι οι κοσμικές κριτικές, δηλαδή, αυτές των ελευθέρων και ανεξαρτήτων σκεπτομένων σε θρησκευτικά ζητήματα ανθρώπων.
Θα ξεκινήσω από την πρώτη τάξη.
Στο βιβλίο μου εξαπέλυσα μιαν κατηγορία ενάντια στους διδασκάλους της Εκκλησίας πως η διδασκαλία τους αντιτίθεται στις εντολές του Χριστού ξεκάθαρα και οριστικά με τον ίδιο τρόπο όπως αυτές, άλλωστε, και εκφράστηκαν καθαρά, οριστικά και ρητά στην Επί του Όρους Ομιλία και, μάλιστα, αντιτίθεται ιδίως στην εντολή του όσον αφορά την αντίσταση προς το πονηρό, το κακό και άρα, μέσω αυτής της οδού, ακρωτηριάζουν την διδασκαλία του Χριστού από όλες τις αξίες.
Οι Εκκλησιαστικές αρχές δέχονται την διδαχή της Επί του Όρους Ομιλίας περί μη-αντιστάσεως στο κακό μέσω της βίας ως θεϊκή αποκάλυψη∙ και, συνεπώς, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι εάν αισθάνονταν ότι καλούνται επί τούτου για να γράψουν συνολικά για το βιβλίο μου θα το είχαν βρει, αναποφεύκτως και πριν από ο,τιδήποτε άλλο, αναγκαίο να απαντήσουν στο πρωταρχικό και ουσιώδες σημείο της κατηγορίας μου εναντίον τους και να μιλήσουν και να πουν ευκρινώς: παραδέχονται ή δεν παραδέχονται την διδασκαλία της Επί του Όρους Ομιλίας και την διαταγή για μη-αντίσταση στο κακό ως δεσμευτική για έναν Χριστιανό;
Και επρόκειτο να απαντήσουν σε αυτήν την ερώτηση, όχι κατά τον συνήθη τρόπο (όπερ εστί μεθερμηνευόμενον, «ότι αν και από την μια πλευρά δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί, ωστόσο από την άλλη δεν μπορεί κανείς και πλήρως να συμφωνήσει συνολικά, ακόμα περισσότερο εάν λάβει υπόψη του» κ.τ.λ., κ.τ.λ.). Όχι∙ θα έπρεπε να έχουν απαντήσει στο ερώτημα τόσο καθαρά όσο καθαρά είχε τεθεί αυτό στο βιβλίο μου: Απαίτησε πράγματι ο Χριστός από τους μαθητές του να εκτελέσουν ό,τι τους δίδαξε στην Επί του Όρους Ομιλία;
Και τότε, μπορεί ένας Χριστιανός ή δεν μπορεί να παραμένει πάντοτε Χριστιανός και ταυτόχρονα να απευθύνεται στον νόμο ή να κάνει οιανδήποτε χρήση του νόμου ή να αναζητά την προσωπική, ατομική του προστασία στον νόμο;
Και επιτρέπεται, μπορεί ο Χριστιανός ή δεν μπορεί, ενώ παραμένει Χριστιανός, να συμμετάσχει στην διοίκηση της κυβερνήσεως χρησιμοποιώντας τον εξαναγκασμό, την βία και την υποχρέωση προς τον πλησίον;
Και –αυτή είναι η πιο σημαντική ερώτηση που επικρέμαται υπεράνω των κεφαλιών μας όλων μας αυτές τις ημέρες της παγκόσμιας και οικουμενικής στρατολόγησης προς υπηρεσίαν– μπορεί ή δεν μπορεί ο Χριστιανός που παραμένει ένας Χριστιανός (ενάντια στην ευθεία απαγόρευση του Χριστού) να υποσχεθεί υπακοή σε μελλοντικές πράξεις που αντιτίθενται ευθέως στην διδασκαλία του;
Και επιτρέπεται, συμμετέχοντας στον διαμερισμό των ιματίων του ως μεριδίου της υπηρεσίας του προς τον στρατό, να προετοιμάζεται ώστε να φονεύσει ανθρώπους ή ακόμα και όντως να τους φονεύσει;
Αυτά τα ερωτήματα τέθηκαν ευθέως, καθαρά και άμεσα και φαίνονταν να απαιτούν μιαν ξεκάθαρη και ευθεία απάντηση∙ όμως, σε όλες τις κριτικές του βιβλίου μου δεν υπήρχε καμία τόσο ξεκάθαρη και ευθεία απόκριση. Όχι∙ το βιβλίο μου δέχθηκε ακριβώς την ίδια μεταχείριση και έγινε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τον ίδιο τρόπο όπως όλες οι επιθέσεις κατά των διδασκάλων της Εκκλησίας (από τις οποίες είναι πλήρης η ιστορία από τις ημέρες του Κωνσταντίνου) για λόγους αποστασίας από τον Νόμο του Χριστού –από τον οποίο, επίσης, είναι πλήρης η ιστορία.
Έχουν λεχθεί πολλά σε σύνδεση με το βιβλίο μου περί του ότι έχω λανθασμένα μεταφράσει αυτήν και άλλες περικοπές κειμένων του Ευαγγελίου, περί του ότι έχω κάνει λάθος που δεν αναγνωρίζω την Τριάδα, την λύτρωση, και την αθανασία της ψυχής.
Πολλά έχουν ειπωθεί –αλλά ούτε μια λέξη περί του ενός και μοναδικού περί του οποίου εστί χρεία για κάθε Χριστιανό ως του πλέον ουσιαστικού ζητουμένου στην ζωή: Πώς να συμφιλιωθεί το καθήκον της συγχώρεσης, της συγγνώμης, της πραότητος, της υπομονής και της αγάπης προς όλους (φίλοι και εχθροί, πλησίον όλοι συλλήβδην και ομοίως) που εκφράζεται τόσο καθαρά στις λέξεις του διδασκάλου μας στην καρδιά του καθενός μας. Πώς να συμφιλιωθεί και να επανενωθεί αυτό το καθήκον με την υποχρέωση χρήσης βίας στον πόλεμο ενάντια στους δικούς μας ανθρώπους ή κατά ενός λαού ξένων.
Όλες οι αξίες που αξίζει να κληθούν και να λάβουν απαντήσεις σε αυτήν την ερώτηση είναι δυνατόν να υποταχθούν και –κάτω από τις ακόλουθες 5 ενότητες– να πάρουν τους αντίστοιχους τίτλους. Έχω προσπαθήσει στην σύνδεση αυτή να συνοψίσω όλες τις πηγές που μπορούσα, αντλώντας όχι μόνον από τις κριτικές στο βιβλίο μου αλλά εξ αυτών που έχουν γραφεί και είναι περασμένων ετών για αυτό το θέμα.
—Η πρώτη, πιο ακατέργαστη και πλέον πρωτογενής μορφή απάντησης συνίσταται στην τολμηρή διαβεβαίωση πως η χρήση βίας δεν αντιτίθεται στην διδασκαλία του Χριστού και δεν εμποδίζεται από αυτήν∙ πως επιτρέπεται ή και πως και διατάσσεται ακόμα στον Χριστιανό σύμφωνα με τις Διαθήκες (Παλαιά και Νέα).
Ισχυρισμοί αυτής της μορφής προέρχονται, ως επί το πλείστον, από ανθρώπους που έχουν πάρει τις υψηλότερες διακρίσεις στην κυβερνητική ή εκκλησιαστική ιεραρχία και οι οποίοι, κατά συνέπεια, είναι τέλεια εξασφαλισμένοι και σίγουροι πως κανείς δεν θα τολμήσει να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς τους. Και, ακόμα, πως αν κανείς όντως τους αμφισβητεί, αυτοί –ή ακόμα και οι Θεοί– δεν θα ακούσουν τίποτε περί της αμφισβητήσεως και της αντινομίας που υπάρχει. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν τόσο χάσει, κατά το μεγαλύτερο και κύριο μέρος (λόγω της τοξίνωσής τους από την παραζάλη της ισχύος), την ακριβή και ορθή ιδέα περί του τι είναι ο Χριστιανισμός –στο όνομα του οποίου, όμως, έχουν καταλάβει την θεσούλα τους– ώστε αφενός ό,τι είναι Χριστιανικό στην Χριστιανοσύνη τους αυτοπαρουσιάζεται ως αίρεση ενώ αφετέρου το ό,τιδήποτε υπάρχει στις Διαθήκες (Παλαιά και Νέα) το οποίο μπορεί να διαστρεβλωθεί για να λάβει ένα νόημα αντιχριστιανικό και βάρβαρα ειδωλολατρικό το βλέπουν ως την θεμελίωση της Χριστιανοσύνης. Σε ενίσχυση και στήριξη του ισχυρισμού τους πως ο Χριστιανισμός δεν αντιτίθεται στην χρήση βίας, οι άνθρωποι αυτοί –το σύνηθες– δένουν μαζί με την μεγαλύτερη τολμηρότητα όλα τα πλέον απόκρυφα κείμενα από τις Διαθήκες (Παλαιές και Νέες) μεταφράζοντάς τις με τον πιο άχρηστο/αχριστιανικό τρόπο: την τιμωρία του Ανανία και της Σαπφείρης, του Σίμωνος του Μάγου, κ.τ.λ. Παραθέτουν όλα τα λόγια του Χριστού εκείνα που μπορούν να μεταφραστούν πιθανόν ως μια δικαίωση της αγριότητος: τον εξοστρακισμό από τον Ναό∙ «ΑΝΕΚΤΟΤΕΡΟΝ ΕΣΤΑΙ ΓΗ ΣΟΔΟΜΩΝ Ή ΤΗ ΠΟΛΕΙ ΕΚΕΙΝΗ» κ.τ.λ., κ.τ.λ.
Σύμφωνα με την σύνθεση των αντιληπτικών εννοιών των ανθρώπων αυτών, μια Χριστιανική κυβέρνηση δεν υπόκειται κατά κανέναν τρόπο ούτε κατ’ ελάχιστον ως υποκείμενη σε καθοδήγηση από το πνεύμα της ειρήνης, η οποία ισοδυναμεί με την συγχώρεση των πληγμάτων και των στιγμάτων και με την αγάπη των ξένων. Είναι άχρηστο να αρνηθεί κανείς έναν τέτοιον ισχυρισμό, διότι οι ίδιοι κατ’ εξοχήν οι άνθρωποι που τον υποβάλλουν οι ίδιοι τον απαρνούνται ή, μάλλον, τον αποκηρύττουν τον Χριστό, εφευρίσκοντας έναν Χριστιανισμό και έναν Χριστό δικό τους στην θέση αυτού για χάρη του ονόματος του οποίου υπάρχει η ίδια η Εκκλησία ενώ εφευρίσκουν ταυτόχρονα και την δική τους θέση σ’ αυτήν. Εάν όλοι οι άνθρωποι του κόσμου επρόκειτο να μάθουν πως η Εκκλησία προφητεύει και διακηρύττει πως πιστεύει σε έναν Χριστό της τιμωρίας και της πολεμικής –όχι της συγγνώμης– κανείς δεν θα πίστευε στην Εκκλησία και αυτή δεν θα μπορούσε να δείξει σε κανέναν αυτό που προσπαθεί να αποδείξει.
—Η δευτέρα μορφή επιχειρήματος (κάπως λιγότερο πρωτόγονη) συνίσταται στην δήλωση πως αν και όντως ο Χριστός δίδαξε ότι πρέπει να στρέψουμε το αριστερό μάγουλο και να δώσουμε επιπλέον και τον χιτώνα –και μάλιστα είναι αυτό το υψηλότερο ηθικό καθήκον– αλλά υπάρχουν, ωστόσο, κακοί άνθρωποι στον κόσμο οπότε, εάν αυτοί οι φαύλοι δεν συγκρατούνταν από τα δεσμά της βίας, εξαιτίας τους ολόκληρος ο κόσμος και όλοι οι καλοί θα έφθαναν να μεταστραφούν ακόμα και ως και το σημείο των ερειπίων.
Το επιχείρημα αυτό το ανακάλυψα για πρώτη φορά στον Ιωάννη Χρυσόστομο και υποδεικνύω πώς έχει κάνει λάθος στο βιβλίο μου «ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ ΜΟΥ».
Είναι ένα επιχείρημα βασισμένο σε ασθενές έδαφος/εδάφιο (διότι εάν επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να δούμε τους όποιους ανθρώπους ως ενδογενώς φαύλους, τότε κατά πρώτο σκέλος καταργούμε με τον τρόπο αυτό ολόκληρη την ιδέα περί της Χριστιανικής διδασκαλίας συμφώνως προς την οποία είμαστε όλοι ίσοι και αδέλφια ως υϊοί του ενός πατρός του εν τοις ουρανοίς) και, κατά δεύτερο σκέλος, είναι ασθενώς στερεωμένο (διότι, ακόμα κι αν είχε επιτραπεί από τον Θεό να χρησιμοποιείται βία ενάντια στους πονηρούς, από την στιγμή που είναι απίθανη η εξεύρεση μιας τελείας και αδιαλείπτως αδιάψευστης διάκρισης επί της βάσεως της οποίας θα μπορούσε κανείς με θετικό τρόπο να διακρίνει και να γνωρίζει τον κακό από τον καλό, και αυτή η άδεια του Θεού θα κατέληγε να βλέπουν όλοι οι άνθρωποι ως άτομα και ως κοινωνίες αμοιβαία ο ένας τον άλλον ως κακούς, ακριβώς όπως και τώρα συμβαίνει). Το τρίτο, λοιπόν, που προκύπτει είναι ότι ακόμα κι αν ήταν εφικτό να διακρίνεται ανυπερθέτως το κακό από το καλό, και τότε ακόμα θα ήταν απίθανο να θανατώνουν ή να πλήττουν ή να φυλακίζουν αυτούς τους κακούς ανθρώπους διότι δεν θα υπήρχε κανείς απολύτως σε μιαν Χριστιανική κοινωνία που να εκτελέσει –και δη μιαν ποινή της μορφής αυτής– αφού κάθε Χριστιανός (ως Χριστιανός που είναι) έχει λάβει εντολή να μην χρησιμοποιεί καμίαν βία ενάντια στον πονηρό.
—Η μορφή που λαμβάνει το τρίτο είδος απάντησης (και η οποία είναι περισσότερο εκλεπτυσμένη από την περασμένη) συνίσταται στον ισχυρισμό ότι, αν και η εντολή για μη-αντίσταση στο κακό δια της βίας είναι δεσμευτική για τον Χριστιανό όταν το κακό κατευθύνεται ενάντια στον ίδιον προσωπικά, σταματά ωστόσο να τον δένει, να τον δεσμεύει, όταν το κακό κατευθύνεται ενάντια στους πλησίον του και ότι τότε ο Χριστιανός όχι μόνον είναι δεσμευμένος –ώστε να εκπληρώσει την εντολή αυτή την φορά– αλλά είναι ακόμα και δεμένος ώστε να πράξει σε αντίσταση σε αυτό για να υπερασπιστεί τους πλησίον του και, άρα, να χρησιμοποιήσει βία ενάντια στους ενόχους και παραβάτες με την βία.
Αυτός ο ισχυρισμός είναι μια εντελώς απόλυτη υπόθεση –και κανείς δεν μπορεί να βρει και να ανακαλύψει σε ολόκληρη την διδασκαλία του Χριστού οποιοδήποτε χρίσμα που να επιβεβαιώνει και να επικυρώνει ως είδηση αυτήν την μορφή επιχειρηματολογίας. Επιχειρηματολογία αυτού του τύπου δεν είναι μόνον ένας περιορισμός εφαρμογής της εντολής σε στενό πλαίσιο αλλά αποτελεί και την ευθεία της αντίκρουση, αμφισβήτηση και άρνηση.
Εάν κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να βρίσκει καταφύγιο στην βία ερχόμενος κατά πρόσωπο με τον κίνδυνο που απειλεί έναν άλλον, τότε το ζήτημα περί της χρήσης βίας περιορίζεται σε ένα ερωτηματικό ως προς τον ορισμό του κινδύνου προς τον άλλον. Εάν η κατ’ ιδίαν απόφασή μου είναι να κρίνω το ερώτημα τί συνιστά κίνδυνο για τον άλλον, δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση υπό την οποία δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η ευκαιρία για την χρήση βίας, εδραζόμενη επί του εδάφους ότι ο κίνδυνος απειλεί κάποιον άλλον άνθρωπο.
Αυτοί που ήταν στην εξουσία, επειδή θεώρησαν ορισμένους ως επικίνδυνους για τον λαό, σκότωσαν και έκαψαν μάγισσες, εκτέλεσαν αριστοκράτες και γιρονδίνους, δολοφόνησαν τους εχθρούς τους.
Εάν αυτός ο σημαντικός περιορισμός του πεδίου –που υπονομεύει θεμελιωδώς ολόκληρη την αξία της εντολής– είχε εισέλθει στο πνεύμα του νοήματος του Χριστού, θα πρέπει να υπάρχει κάπου αναφορά σε αυτόν. Τέτοιος περιορισμός δεν γίνεται πουθενά αλλού στο κήρυγμα ή στην ζωή του Σωτήρος μας.
Αντιθέτως, γίνεται προειδοποίηση ακριβώς ενάντια σε αυτήν την προδοτική και σκανδαλώδη οριοθέτηση που ακυρώνει την εντολή. Το λάθος και το απίθανον μιας τέτοιας μορφής οριοθέτησης του πεδίου δείχνεται στο Ευαγγέλιο με εξειδικευμένη καθαρότητα και ευκρίνεια στην αναφορά περί της κρίσεως του Καϊάφα ο οποίος κάνει επακριβώς αυτήν την διάκριση. Αναγνώρισε πως ήταν λάθος η τιμωρία του αθώου Ιησού αλλά είδε σε αυτόν μιαν πηγή κινδύνου όχι για τον ίδιον αλλά για ολόκληρο τον λαό και ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ είπε: ΣΥΜΦΕΡΕΙ ΗΜΙΝ ΙΝΑ ΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟΘΑΝΗ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΜΗ ΟΛΟΝ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΑΠΟΛΗΤΑΙ.
Η πλάνη και το εσφαλμένον αυτού του περιορισμού του πεδίου είναι έκδηλη ακόμα πιο εναργώς καθώς εκφράζεται στις λέξεις που εκστομίστηκαν προς τον Πέτρο όταν αυτός προσπάθησε να αντισταθεί μέσω της βίας στο κακό που κατευθυνόταν ενάντια στον Ιησού (Κατά Ματ. xxvi. 52). Ο Πέτρος δεν υπεραμύνθηκε του εαυτού του αλλά του πολυαγαπημένου του και επουράνιου Δασκάλου του. Και ο Χριστός αμέσως τον επιτίμησε για αυτό, λέγοντας ότι Ο ΛΑΒΩΝ ΜΑΧΑΙΡΑΝ, ΕΝ ΜΑΧΑΙΡΑΝ ΑΠΟΘΑΝΕΙΤΑΙ. Επιπλέον, οι λόγοι οι απολογητικοί για την βία που χρησιμοποιήθηκε ενάντια στον πλησίον προς υπεράσπισιν ενός άλλου –πλησίον– από την μεγαλύτερη ακόμα βία είναι πάντοτε αναξιόπιστοι διότι όταν η βία χρησιμοποιείται ενάντια σε κάποιον που ακόμα δεν έχει εκτελέσει την κακόβουλη πρόθεσή του, τότε ποτέ δεν μπορώ εκ των προτέρων να γνωρίζω ποιά θα είναι η μεγαλύτερη: η πονηριά της βίαιας πράξης μου ή η πονηριά της πράξης που θέλω να αποτρέψω. Θανατώνουμε τον εγκληματία (από) τον οποίον η κοινωνία θέλει να απαλλαχθεί και ποτέ δεν μαθαίνουμε εάν ο εγκληματίας σήμερα δεν θα ήταν ένας άνθρωπος άλλος αύριο ούτε κι αν η τιμωρία μας επ’ αυτού δεν είναι μια άχρηστη ένδειξη βαρβαρότητος. Φιμώνουμε το επικίνδυνο –νομίζουμε– μέλος της κοινωνίας αλλά την επομένη ημέρα αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να πάψει να είναι επικίνδυνος και η σύλληψή του θα εξισωνόταν με ένα μηδέν εις το πηλίκον. Βλέπω ότι ένας άνδρας που γνωρίζω για ρουφιάνο διώκει ένα μικρό κορίτσι. Έχω όπλο στο χέρι μου. Πυροβολώ τον ρουφιάνο και σώζω το κορίτσι. Όμως, ο θάνατος ή ο τραυματισμός του ρουφιάνου έχει οπωσδήποτε λάβει χώρα ενώ δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω να γνωρίζω τι θα είχε συμβεί εάν αυτό δεν είχε λάβει χώρα.
Και, πράγματι, πόσο αβυσσαλέα και αχανής μάζα πονηρού πρέπει να προκύπτει στο αποτέλεσμα –και όντως προκύπτει– από το γεγονός ότι επιτρέπεται στους ανθρώπους να οικειοποιούνται το δικαίωμα να προεξοφλούν τι μπορεί πιθανόν να συμβεί. 99% του κακού του κόσμου εδράζεται σε αυτήν την λογική, από την Ιερά Εξέταση στις βόμβες δυναμίτιδος και ως τις εκτελέσεις ή ποινές δεκάδων χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων.
—Μια τέταρτη, ακόμα περισσότερο καλλιεργημένη και φίνα, απάντηση στην ερώτηση «Ποιά οφείλει να είναι η Χριστιανική στάση ενώπιον της εντολής του Χριστού για μη-αντίσταση στο πονηρό μέσω της βίας;» συνίσταται στο ότι και οι Θεοί οι ίδιοι δεν αρνούνται την εντολή για μη-αντίσταση στο πονηρό αλλά την δέχονται∙ απλώς και μόνον, όμως, δεν αποδίδουν στην εντολή αυτή την ειδική και αποκλειστική αξία που της προσάπτουν οι αιρετικοί των σεκτών. Αν δει κανείς την εντολή αυτή ως την εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την σύλληψη της Χριστιανικής ζωής με την μορφή που την βλέπουν τώρα οι Garrison, Ballou, Dymond, οι Κουακέροι, οι Μεννονίτες και οι Shakers και όπως την έβλεπαν στο παρελθόν στην Μωραβιακή αδελφότητα, στους Βάλδους, στους Αλπειγενείς, στους Βογομιλήτες και στους Παυλικιανούς είναι μια οπτική που αφ’ εαυτής αποτελεί μονόπλευρη αίρεση.
Αυτή η εντολή δεν έχει ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρότερη αξία σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες αξίες και ο άνθρωπος που είναι αδύνατος και παραβαίνει οποιανδήποτε εντολή (συμπεριλαμβανομένης της μη-αντιστάσεως) δεν σταματά να είναι Χριστιανός εφόσον παρακολουθεί και τηρεί πιστά την αληθινή πίστη.
Είναι μια πολύ αριστοτεχνική εφεύρεση αυτή και πολλοί άνθρωποι που επιθυμούν να απατηθούν, ευκόλως απατώνται και πλανώνται.
Η πονηριά του μηχανισμού έγκειται στον περιορισμό μιας ευθείας και συνειδητής άρνησης μιας εντολής σε μιαν έκτακτη, τυχαία και συμπτωματική παραβίασή της για να «σπάσει» ο κώδικας ασφαλείας του χειρογράφου.
Θα αρκούσε, όμως, να συγκρίνει κανείς απλώς και μόνο την στάση των δασκάλων της Εκκλησίας με αυτήν και με άλλες εντολές (που πραγματικά γίνονται δεκτές) για να πειστεί ότι η στάση τους έναντι αυτής είναι εντελώς διαφορετική διακριτή σε σχέση με την στάση τους έναντι άλλων καθηκόντων.
Η εντολή ενάντια στην μοιχεία είναι μία που όντως την δέχονται και, συνεπώς, δεν δέχονται ότι η μοιχεία μπορεί να επιτραπεί να θεωρηθεί πως δεν είναι αμαρτία. Οι κήρυκες της Εκκλησίας δεν μιλούν ποτέ για υποθέσεις στις οποίες μπορεί να παραβιαστεί η εντολή κατά της μοιχείας και να «σπάσει» ενώ πάντοτε διδάσκουν ότι πρέπει να αποφεύγουμε τις αποπλανήσεις που οδηγούν σε πειρασμό προς διάπραξη μοιχείας.
Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, με την εντολή της μη-αντιστάσεως.
Όλοι οι εκκλησιαστικοί κήρυκες αναγνωρίζουν και δέχονται ότι υπάρχουν περιπτώσεις και υποθέσεις στις οποίες μπορεί αυτή η εντολή να παραβιαστεί και να «σπάσει» και, σε αναλογίες και σε συμφωνία προς αυτήν, διδάσκουν τον κόσμο (δεν είναι μόνο που δεν διδάσκουν ότι θα πρέπει να αποφεύγουμε τον πειρασμό να την παραβιάσουμε –γιατί ο μεγαλύτερος πειρασμός στην περίπτωση αυτή είναι το θέμα του στρατιωτικού όρκου: είναι, άλλωστε, αυτοί οι ίδιοι που τον καθαγιάζουν).
Οι κήρυκες της Εκκλησίας ποτέ σε καμίαν άλλη περίπτωση δεν υπερασπίζονται την παραβίαση και το «σπάσιμο» του χειρογράφου κώδικα καμιάς άλλης εντολής.
Σε σύνδεση, όμως, με την εντολή της μη-αντιστάσεως διδάσκουν ανοιχτά ότι δεν πρέπει να την υπολαμβάνουμε, να την ερμηνεύουμε και να την παίρνουμε τόσο κυριολεκτικά και φιλολογικά αλλά πως υπάρχουν συνθήκες και περιστάσεις στις οποίες πρέπει να κάνουμε ακριβώς το αντίστροφο, δηλαδή να απευθυνόμαστε στον νόμο, να πολεμούμε, να ποινικοποιούμε.
Άρα, οι περιπτώσεις που εκδηλώνονται για να εκπληρωθεί η εντολή της μη-αντιστάσεως στο κακό δια μέσου της βίας διδάσκονται κατά κύριο λόγο ως ευκαιρίες για να μην εκπληρωθεί.
Η εκπλήρωση αυτής της εντολής, λένε, είναι εξαιρετικά δύσκολη και ανήκει μόνο στο πεδίο εκείνο όπου εντάσσεται και υπάρχει η τελειότης.
Και πώς, άραγε, να μην είναι δύσκολη αυτή όταν η παραβίασή της και το «σπάσιμό» της δεν είναι μόνο μη-απαγορευμένα αλλά δικαστήρια, φυλακές, κανόνια, όπλα, στρατεύματα και πόλεμοι βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχο της Εκκλησίας;
Δεν μπορεί να ισχύει στ’ αλήθεια, λοιπόν, ότι η εντολή αυτή αναγνωρίζεται και γίνεται δεκτή από τους κήρυκες της Εκκλησίας λες και είναι ευρισκόμενη στο ίδιο επίπεδο με τις άλλες εντολές.
Οι κήρυκες της Εκκλησίας είναι ξεκάθαρο ότι δεν την αναγνωρίζουν και δεν την αποδέχονται∙ μόνο που, ενώ δεν τολμούν να το παραδεχθούν αυτό, προσπαθούν παράλληλα να συγκαλύψουν το ότι δεν την αναγνωρίζουν. Αυτά ως προς την τέταρτη απάντηση.
—Η πέμπτη μορφή απόκρισης (η οποία είναι η πλέον ραφιναρισμένη σε πνεύμα, η πιο συχνά χρησιμοποιημένη και η περισσότερο αποτελεσματική) συνίσταται στην αποφυγή απάντησης, στην δημιουργία της εντύπωσης ότι το ερώτημα αυτό είναι κάτι που έχει εκ παλαιόθεν κριθεί αποφασιστικά, ξεκάθαρα και ικανοποιητικά και πως δεν αξίζει να το συζητούμε. Η μέθοδος αυτή απόκρισης τίθεται σε ενέργεια από όλους τους –περισσότερο ή λιγότερο– καλλιεργημένους και θρησκευτικούς συγγραφείς, δηλαδή αυτούς που αισθάνονται τους νόμους του Χριστού να δεσμεύουν τους ίδιους. Έχοντας επίγνωση ότι η παράδοξη αντινομία που υφίσταται ανάμεσα στην διδασκαλία του Χριστού την οποία ομολογούμε και κηρύσσουμε με τα χείλη μας και την εντολή/τάξη/οργάνωση ολόκληρης της ζωής μας δεν μπορεί να μεταφερθεί με τις λέξεις ενώ το άγγιγμά της δια των χειρών μπορεί απλώς και μόνο να την κάνει πιο εμφανή είναι αυτοί οι ίδιοι Θεοί οι οποίοι –με μεγαλύτερη ή μικρότερη ευστροφία– την παρακάμπτουν και την υπερβαίνουν, υποκρινόμενοι ότι το ερώτημα περί συμφιλίωσης του Χριστιανισμού με την χρήση βίας με σκοπό την επανένωσή του έχει ήδη κριθεί (ή, αλλιώς, δεν υφίσταται καν ως ερώτημα).
Εγώ έχω μόνο εις γνώσιν μου μιαν εργασία η οποία διαφέρει κάπως από αυτόν τον γενικό ορισμό και αυτή δεν είναι μια κριτική (με την ακριβή έννοια της λέξεως) αλλά ένα άρθρο που διαπραγματεύεται το ίδιο θέμα ως υποκείμενο και, μάλιστα, έχοντας ενώπιόν του υπ’ όψιν το βιβλίο μου.
Εννοώ το φυλλάδιο του κ. Troizky (δημοσιεύθηκε στο Καζάν), «Ένα Κήρυγμα για τον Λαό». Ο συγγραφεύς προφανώς αποδέχεται την διδασκαλία του Χριστού με την αληθινή της σημασία. Λέει ότι η απαγόρευση της αντίστασης στο κακό μέσω της βίας εννοεί ακριβώς αυτό που εννοεί∙ και το ίδιο συμβαίνει με την απαγόρευση του όρκου. Δεν αρνείται, όπως άλλοι, το νόημα της διδασκαλίας του Χριστού αλλά, δυστυχώς, δεν αντλεί από αυτήν για να σχηματίσει τα αναπόφευκτα επαγωγικά πορίσματα που αυθορμήτως κάνουν την εμφάνισή τους όταν υπολαμβάνουμε την διδασκαλία του Χριστού κατά τον τρόπο αυτό.
Αν δεν πρέπει να αντισταθούμε στο κακό μέσω της βίας ούτε να ορκιζόμαστε ή να υποπίπτουμε σε ύβριν, όλοι φυσικά κάνουν το ερώτημα «Τί πρέπει να κάνουμε με το θέμα της στρατιωτικής υπηρεσίας και με τον όρκο υπακοής;». Σε αυτό το ερώτημα, ο συγγραφεύς δεν δίνει καμίαν απάντηση∙ αυτή, όμως, πρέπει να βρει απόκριση. Κι αν αυτός δεν μπορεί να δώσει απάντηση, καλύτερα θα ‘ταν να μην μιλά για το θέμα καθόλου αφού μια σιωπή αυτής της μορφής οδηγεί σε ψεύδος.
Η πλειοψηφία των θρησκευτικών κριτικών του βιβλίου μου κάνουν χρήση αυτής της πέμπτης μεθόδου ώστε να το απαντήσουν. Θα μπορούσα να παραθέσω δωδεκάδες ολόκληρες με περικοπές αυτών των κριτικών στις οποίες, σε όλες άνευ εξαιρέσεως, βρίσκουμε να επαναλαμβάνεται το ίδιο πράγμα: όλα τίθενται υπό διάλογο και συζήτηση εκτός απ’ ό,τι συνθέτει το πρωταρχικό θέμα και αντικείμενο του βιβλίου.
Ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μορφής των κριτικών, θα αναφέρω το άρθρο ενός πασίγνωστου και ευφυεστάτου Εγγλέζου συγγραφέα και κήρυκα –του Farrar– ο οποίος, ομοίως με πολλούς πολυμαθείς θεολόγους, είναι ένας μεγάλος μάστερ και δάσκαλος της τέχνης υπέρβασης ενός ερωτήματος με μιαν κυκλική, περιστροφική κίνηση ή προσέγγιση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα 1888 σε μιαν Αμερικανική εφημερίδα, το FORUM, τον μήνα Οκτώβριο. Αφού εξηγεί συνοπτικά και με ευσυνειδησία τα περιεχόμενα του βιβλίου μου, ο Farrar λέει: «Ο Τολστόϋ ήλθε, τελικά, στο συμπέρασμα ότι μια πρόστυχη πλάνη εξαπάτησε τον κόσμο όταν η πολιτική κοινωνία θεώρησε αυτά τα ρητά «ΜΗ ΑΝΤΙΣΤΗΝΑΙ ΤΩ ΠΟΝΗΡΩ» ως συμβατά με τον πόλεμο, τα δικαστήρια της δικαιοσύνης, την θανατική ποινή, τα διαζύγια, τους όρκους, τις εθνικές προκαταλήψεις και, στην πραγματικότητα, με τους περισσότερους θεσμούς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Τώρα πιστεύει ότι το βασίλειο του Θεού θα έλθει, ονομαστικά δηλαδή αν όλοι οι άνθρωποι τηρούσαν και ακολουθούσαν αυτές τις 5 εντολές του Χριστού,:
1. Ζήσε εν ειρήνη με όλους τους ανθρώπους.
2. Έσω καθαρός και αγνός.
3. Μην ορκίζεσαι και μην διαπράττεις ύβριν.
4. ΜΗ ΑΝΤΙΣΤΗΝΑΙ ΤΩ ΠΟΝΗΡΩ.
5. Αποκήρυξε τις εθνικές διακρίσεις».
«Ο Τολστόϋ» λέει «απορρίπτει το θεόπνευστον της Παλαιάς Διαθήκης∙ εξ ου και απορρίπτει τα θεμελιώδη δόγματα της Εκκλησίας –αυτό περί Λύτρωσης και εξαγοράς των αμαρτιών μέσω του αίματος, την Τριάδα, την καθοδική εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος προς τους Αποστόλους και την μετάδοσή του δια μέσου της τελετουργίας του ιερατείου». Και αναγνωρίζει μόνο τις λέξεις, τα ρητά και τις εντολές του Χριστού.
«Είναι, όμως, αυτή η μετάφραση του Χριστού αληθινή;» λέει.
«Είναι όλοι οι άνθρωποι δέσμιοι ώστε να πράξουν καθώς διδάσκει ο Τολστόϋ –όπερ εστί μεθερμηνευόμενο, να εκτελέσουν αυτές τις 5 εντολές του Χριστού;» Περιμένεις, μετά, ότι σε ανταπόκριση προς αυτό το ουσιώδες ερωτηματικό που είναι το μοναδικό που θα μπορούσε να παρακινήσει έναν άνθρωπο να γράψει ένα άρθρο για το βιβλίο, θα πει ότι αυτή η μετάφραση και ερμηνεία της διδασκαλίας του Χριστού είναι αληθινή, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και θα οφείλαμε όλοι μας να την ακολουθήσουμε∙ ειδάλλως θα πει ότι μια μετάφραση της μορφής αυτής είναι ψεύτικη, θα δείξει γιατί και θα δώσει μιαν άλλην, ορθή ερμηνεία αυτών των ρητών που εγώ μεταφράζω λάθος. Τίποτε από αυτά, όμως, δεν λαμβάνει χώρα.
Ο Farrar απλώς και μόνον εκφράζει την «πίστη» του ότι «αν και ενεργοποιημένος και παρακινούμενος από την πλέον ευγενή ειλικρίνεια, ο Κόμης Τολστόϋ έχει παραπλανηθεί από μονομερείς και μονόπλευρες μεταφράσεις του νοήματος του Ευαγγελίου, τον νου και την βούληση του Χριστού. «Σε τί ακριβώς συνίσταται αυτό το σφάλμα, δεν γίνεται καθαρό∙ απλώς λέγεται «Είναι αδύνατη η είσοδος σε χειρόγραφες αποδείξεις σε αυτό το άρθρο ώστε να εισέλθω σε λεπτομέρειες, διότι έχω ήδη υπερβεί το διάστημα που είχα στην διάθεση και υπό τον έλεγχό μου».
Και ολοκληρώνει με ένα ησυχαστικό, φιλειρηνικό πνεύμα. «Στο εντωμεταξύ, ο αναγνώστης που αισθάνεται προβληματισμένος μήπως θα έπρεπε να είναι καθήκον του, επίσης, να εγκαταλείψει όλες τις συνθήκες της ζωής του και να πάρει την θέση και το έργο ενός κοινού εργάτη, μπορεί να αναπαυτεί προς το παρόν στην βάση της αρχής SECURUS JUDICAT ORBIS TERRARUM. Με ελάχιστες και σπάνιες εξαιρέσεις» συνεχίζει «το σύνολο του Χριστιανισμού, από τις ημέρες των Αποστόλων κατερχόμενο ως και τις δικές μας, έχει έλθει στο ακλόνητα στερεωμένο συμπέρασμα ότι ήταν ο αντικειμενικός σκοπός του Χριστού να θέσει υψηλές, αιώνιες αρχές αλλά να μην ταράξει τις βάσεις και να επαναστατικοποιήσει τους θεσμούς ολόκληρης της ανθρώπινης κοινωνίας, (οι οποίες, όμως, κατά σχήμα πρωθύστερον, και αυτές στηρίζονται σε θεϊκές προδιαγραφές και ρήτρες επικύρωσης καθώς και σε αναπόφευκτες συνθήκες).
Εάν ήταν στόχος μου να αποδείξω πόσον αστήρικτο είναι το δόγμα του κομμουνισμού, το οποίο στηρίχθηκε στον Κόμη Τολστόϋ επί της βάσεως των θείων παραδόξων/παραδοχών [κατά κυριολεξίαν/sic] που μπορούν να ερμηνευθούν μόνο με ιστορικές αρχές σε συμφωνία με την συνολική μέθοδο καθ’ ολοκληρίαν της διδασκαλίας του Ιησού, αυτό θα απαιτούσε πολύ πιο άφθονον αριθμό σε σχέση με τον καμβά που έχω εδώ στην διάθεσή μου».
Τί κρίμα που δεν έχει έναν «πιο άφθονον αριθμό σε σχέση με τον καμβά που έχω εδώ στην διάθεσή μου»! Και τί περίεργο που είναι το γεγονός ότι για όλες αυτές τις τελευταίες στιγμές των 15 αιώνων κανένας δεν είχε «έναν ικανοποιητικό καμβά» για να σχεδιάσει και να αποδείξει ότι ο Χριστός, τον οποίο ομολογούμε και διακηρύσσουμε πως πιστεύουμε, λέει κάτι απολύτως διαφορετικό από αυτό που πράγματι λέει! Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαν να το αποδείξουν αν ήθελαν. Δεν αξίζει, όμως, τον κόπο να αποδείξουν αυτό που όλοι ξέρουν∙ αρκεί που λένε «SECURUS JUDICAT ORBIS TERRARUM» (ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΓΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΚΡΙΘΗ ΣΕ ΤΡΟΧΙΑ Ο ΚΥΚΛΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΤΗΣ ΓΗΣ). Αυτής της μορφής είναι όλες –άνευ ουδεμίας εξαιρέσεως– οι κριτικές των μορφωμένων πιστών, οι οποίοι λόγω της ιδιότητός τους πρέπει να καταλαβαίνουν τον κίνδυνο της θέσεως στην οποία βρίσκονται. Η μοναδική διαφυγή τους από αυτήν την τροχιά έγκειται στην ελπίδα ότι ίσως είναι ικανοί, χρησιμοποιώντας την αυθεντία και εξουσία της Εκκλησίας, της αρχαιότητος της θεσούλας τους και των ιερών καθηκόντων των αξιωμάτων και των γραφείων τους να τρομοκρατήσουν με αξιοθαύμαστο τρόπο τον αναγνώστη, να τον τρομάξουν και να τον απομακρύνουν από την ιδέα να διαβάσει ο ίδιος από μόνος του το Ευαγγέλιο και να σκεφτεί το ερώτημα για χάρη του ίδιου του εαυτού του με τον δικό του νου.
Και, ως προς αυτό, έχουν όντως δίκιο και είναι εύστοχοι∙ διότι, πράγματι, πώς θα ήταν δυνατόν να κατέβει και να έλθει σε κάποιον η σκέψη ότι όλα όσα έχουν επαναληφθεί συνοδεία τιμών από αιώνα σε αιώνα και με τόση βαρυσήμαντη επισημότητα από όλους αυτούς τους αρχιδιάκους, επισκόπους, αρχιεπισκόπους, ιερές συνόδους και πάπες είναι όλα ένα ταπεινό, πρόστυχο ψεύδος και μια συκοφαντία που εκτοξεύθηκε από αυτούς κατά του Χριστού για χάρη του να κρατηθούν σε ασφάλεια τα χρήματα που πρέπει να έχουν για να ζουν πολυτελώς επιβαρύνοντας τις πλάτες των υπολοίπων ανθρώπων; Και η ευσυνειδησία τους ακόμα είναι κι αυτή ένα ψεύδος και μια συκοφαντία τόσο σαν κρύσταλλο διάφανη που η μοναδική οδός για να διατηρηθεί σε ισχύ εντοπίζεται στην τρομοκράτηση και στην πρόκληση δέους στους ανθρώπους από τις επισημότητες και τις τιμές που τους αποδίδονται.
Είναι ακριβώς αυτό που έχει λάβει χώρα τα έσχατα χρόνια σε συνόδους και συγκεντρώσεις με σκοπό την στρατολόγηση και την μύηση∙ σε ένα τραπέζι μπροστά στο σύμβολο της εξουσίας των Τσάρων (το zertzal) στην επίσημη, αξιοσέβαστη και τιμητική έδρα κάτω από το πορτραίτο με το τοπίο ολόκληρης της ζωής του Τσάρου κάθονται γέροι αξιωματικοί, φορώντας μετάλλια και διακοσμητικά παράσημα, συζητώντας ελεύθερα και με ευκολία, καταγράφοντας σημειώσεις, καλώντας τους ανθρώπους ενώπιόν τους και δίδοντας εντολές. Εδώ, φορώντας έναν σταυρό στο στήθος του, πλησίον τους βρίσκεται ένας Ιερεύς που φαίνεται γέρος και παλιός με βλέμμα προοπτικής ενατενίσεως φορώντας μεταξένιο ράσο και με τα μακριά, γκρίζα του μαλλιά να ρέουν κάτω από το κάλυμμα του θόλου της κεφαλής του∙ μπροστά σε ένα αναλόγιο επενδεδυμένο με χρυσό σταυρό και το Ευαγγέλιο δεμένο με χρυσάφι.
Καλούν τον Iran Petroff. Εισέρχεται ένας νέος άνδρας, με ντύσιμο αθλίων, φθαρτών και παμπάλαιων ιματίων, γεμάτος τρόμο, οι μύες του προσώπου του εργάζονται όμως ακόμα, τα μάτια του φωτεινά και αεικίνητα∙ και με μια φωνή σπασμένη πια, δυσκόλως υπερβαίνει τον ψίθυρο, λέει: «Εγώ –λόγω του νόμου του Χριστού– ως Χριστιανός, δεν μπορώ». «Τί μουρμουρίζει;» ρωτά ο πρόεδρος, συνοφρυωμένος με ανυπομονησία και σηκώνοντας τα μάτια του από το βιβλίο για να ακούσει. «Μίλα πιο δυνατά» ο αξιωματικός με τις απαστράπτουσες επωμίδες του φωνάζει. «Εγώ-εγώ ως Χριστιανός-» και τελικά φαίνεται ότι ο νέος άνδρας αρνείται να υπηρετήσει στον στρατό επειδή είναι Χριστιανός. «Μην λες ανοησίες. Σήκωσε το ανάστημά σου για να μετρηθείς. Δόκτωρ, επιτρέψτε μου αν μπορώ να σας ενοχλήσω λιγάκι για να τον μετρήσετε. Είναι καλά;» «Μάλιστα». «Σεβασμιώτατε πατέρα, αναλάβατε να του υπαγορεύσετε τον όρκο». Κανένας δεν προβληματίζεται ούτε κατά διάνοιαν και κατ’ ελάχιστον από αυτά που ψελλίζει ο φτωχός και τρομοκρατημένος νέος άνθρωπος. Ούτε που τον προσέχουν, στην πραγματικότητα. «Όλοι κάτι λένε αλλά δεν έχουμε καθόλου χρόνο να το ακούσουμε, πρέπει τόσους πολλούς να γράψουμε στον κατάλογο». Και πάλι, ο νεοσύλλεκτος εξακολουθεί να προσπαθεί κάτι να προφέρει. «Είναι αντίθετο στον νόμο του Χριστού». «Έλα, προχώρει∙ ξέρουμε δίχως την βοήθειά σου τι είναι αντίθετο στον νόμο και τι δεν είναι∙ βάλε τα μυαλά του στην θέση του, σεβασμιώτατε πατέρα, βάλ’ τον στον σωστό δρόμο και συνέτισέ τον. Ο επόμενος: Vassily Nikitin». Και απομακρύνουν τον νέο που τρέμει. Και αυτό δεν εκπλήττει κανέναν –τους φύλακες, τον Vassily Nikitin τον οποίον μεταφέρουν μπροστά τους ή κανέναν από τους θεατές της σκηνής αυτής– ούτε που αυτές οι λέξεις οι ασύντακτες και χωρίς άρθρωση του νέου άνδρα, κάτι που αμέσως κατεπνίγη από τις αρχές, περιέχουν την αλήθεια ενώ οι δυνατές φωνές, οι επίσημες προφερόμενες προτάσεις του ήρεμου και με αυτοπεποίθηση αξιωματικού και ο ιερέας/του ιερέα είναι ένα ψέμα και μια απάτη.
Αυτή είναι η εντύπωση που δημιουργείται όχι μόνον από το άρθρο του Farrar αλλά από όλες αυτές τις επίσημες και βαρυσήμαντες ομιλίες, άρθρα και βιβλία που κάνουν από όλες τις πλευρές την εμφάνισή τους ευθέως κι όπου δεν υπάρχει πουθενά ούτε μια ειλικρινής ματιά, ένα αληθινό κοίτασμα, που να εκθέτει το πλέον δεσποτικό ψέμα. Ξεκινούν αμέσως και τίθενται σε ενέργεια μια σειρά μακροσκελών, έξυπνων, πονηρών και επισήμων λόγων και γραπτών που καταπιάνονται με ερωτήματα σχεδόν πολύ πλησίον του δεσπόζοντος υποκειμένου αλλά αποφεύγουν αριστοτεχνικά να αγγίζουν τον ίδιο το θέμα.
Αυτή είναι η πεμπτουσία της πέμπτης –και πλέον αποτελεσματικής– συμφωνίας των μεθόδων που έχει εφεύρει ως μέσο και στην οποία τοποθετείται ο Εκκλησιαστικός Χριστιανισμός για να αποδράσει από τις αντιφάσεις και τις αντινομίες όπου και βρίσκεται λόγω της προφητικής διακήρυξης της πίστης του στην διδασκαλία του Χριστού σε λέξεις ενώ, παράλληλα, την αρνείται στην ίδια του την ζωή και, επιπλέον, διδάσκει και τους ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.
Αυτοί που δικαιολογούν τον εαυτό τους μέσω της πρώτης μεθόδου, δηλαδή ευθέως (ισχυριζόμενοι με ανεπεξέργαστο τρόπο ότι ο Χριστός ενέκρινε και επικύρωσε την βία, τους πολέμους και τον φόνο) απαρνούνται και ευθέως το δόγμα του Χριστού∙ αυτοί που βρίσκουν άμυνα στην δεύτερη, στην τρίτη ή στην τέταρτη μέθοδο βρίσκονται σε σύγχυση και ευκόλως μπορούν να κριθούν ένοχοι σφάλματος∙ αυτή η τελευταία τάξη, όμως, αυτών που δεν επιχειρηματολογούν, που δεν συγκατατίθενται να επιχειρηματολογήσουν αλλά συμβουλεύουν να αμύνεσαι βρίσκοντας όπως κι αυτοί καταφυγή πίσω από το προσωπικό σου μεγαλείο και να κάνεις μιαν επίδειξη όπου να υπάρχει μια συνολική έκθεση όλων αυτών (όπως έχουν κριθεί αποφασιστικά από τους ίδιους ή, τουλάχιστον, από κάποιον άλλον εκ παλαιόθεν, όπως ο Λιστ) και δεν αφήνουν πλέον καμίαν απολύτως πιθανότητα αμφιβολίας για κανέναν, εμφανίζονται ως ασφαλείς έναντι κάθε επιθέσεως και θα είναι όντως πέραν κάθε προσβολής και επιθέσεως ώσπου οι άνθρωποι –επιτέλους– να συνειδητοποιήσουν πως βρίσκονται υπό την ναρκωτική επιρροή που εξασκείται πάνω τους από τις κυβερνήσεις και τις εκκλησίες και δεν θα επηρεάζονται πια. Αυτή ήταν η στάση των πνευματικών κριτικών –όπερ εστί μεθερμηνευόμενον, αυτών που διακηρύττουν πίστη στον Χριστό– στο βιβλίο μου.
Και η στάση τους δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Είναι δεσμευμένοι, δεμένοι, να αρχίσουν την στάση τους αυτή από την αντίθετη θέση στην οποία βρίσκονται (ανάμεσα στην πίστη στην θεότητα του Κυρίου τους και στην απιστία προς τις πιο ξεκάθαρες φράσεις του) ενώ, παράλληλα, θέλουν να αποδράσουν από αυτήν την παράδοξη αντινομία. Οπότε, δεν μπορεί κανείς να προσδοκά από αυτούς ελεύθερη συζήτηση για την ίδια την κατ’ εξοχήν την πεμπτουσία του ερωτήματος –δηλαδή, για την αλλαγή στην ζωή των ανθρώπων η οποία πρέπει να επέλθει ως αποτέλεσμα και απόσταγμα της εφαρμογής της διδασκαλίας του Χριστού στην υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή του κόσμου.
Αυτήν την μορφή της ελεύθερης για διάλογο συζήτησης την περίμενα μόνον από εγκόσμιους, ανεξάρτητα σκεπτόμενους κριτικούς που δεν δεσμεύονται κατά οποιονδήποτε τρόπο από την διδασκαλία του Χριστού και, επομένως, μπορούν να έχουν μιαν ανεξάρτητη θέασή της. Είχα προεξοφλήσει ότι οι ανεξάρτητα σκεπτόμενοι συγγραφείς θα τον έβλεπαν τον Χριστό και θα προσέβλεπαν προς αυτόν –όχι απλώς όπως οι άνθρωποι της Εκκλησίας– ως τον ιδρυτή μιας θρησκείας υπέρ της προσωπικής σωτηρίας αλλά (για να εκφραστεί αυτό και στην γλώσσα τους) ως έναν μεταρρυθμιστή που έθεσε τις βάσεις νέων κανόνων για νέες αρχές ζωής και κατέστρεψε τις γηραιές και, άρα, οι κοινές τους μεταρρυθμίσεις δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένες αλλά εξακολουθούν να βρίσκονται σε πρόοδο ακόμα και τώρα.
Αυτή είναι η μορφή θέασης και οπτικής του Χριστού και της διδασκαλίας του η οποία έπεται του βιβλίου μου.
Προς έκπληξίν μου, όμως, δεν υπήρξε ούτε μία –από την Ρωσσία ή ξένη– από τον μεγάλον αριθμό των κριτικών του βιβλίου μου που διαπραγματεύθηκε το υποκείμενο θέμα του από την όψη εκείνη από την οποία προσεγγίστηκε στο βιβλίο –οπτική γωνία, δηλαδή, η οποία άσκησε κριτική στα δόγματα του Χριστού ως αρχών της φιλοσοφικής, της ηθικής και της κοινωνίας (για να κάνω χρήση των επιστημονικών τους εκφράσεων). Αυτό δεν έγινε «μονοκομματικά», με μιαν ενιαία και μονοκόμματη κριτική. Οι ελεύθερα σκεπτόμενοι κριτικοί της Ρωσσίας πήραν το βιβλίο μου λες και το σύνολο των περιεχομένων του μπορούσε να υποβιβαστεί συνοπτικά στο επίπεδο της μη-αντιστάσεως στο κακό και κατάλαβαν το ίδιο αυτό δόγμα της μη-αντιστάσεως στο κακό (αναμφίβολα, για να μπορούν με μεγαλύτερη άνεση να το αρνούνται) λες και θα εμπόδιζε σε απαγορευτικό βαθμό κάθε κατηγορία σύγκρουσης με το κακό: με αποτέλεσμα να πέσουν απότομα πάνω στην φλογερή φωτιά που εκπέμπει αυτό το δόγμα –και να γιατί εδώ και κάποια χρόνια στο παρελθόν έχουν πολύ επιτυχημένα καταφέρει να αποδείχνουν ότι η διδασκαλία του Χριστού είναι λάθος στον βαθμό που απαγορεύει την αντίσταση στο κακό.
Οι εκ μέρους τους ανατροπές αυτού του υποθετικού δόγματος του Χριστού ήταν ιδίως επιτυχείς διότι ήξεραν εκ των προτέρων ότι τα επιχειρήματά τους δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν, να τεθούν υπό συναγωνισμό ή να διορθωθούν επειδή η λογοκρισία –η οποία δεν επέτρεψε το βιβλίο– δεν επέτρεψε ούτε τα άρθρα προς υπεράσπισίν του.
Είναι αξιοσημείωτο και θαυμαστό ότι , όπου δεν μπορεί κανείς να πει και να εκστομίσει μιαν λέξη για τις Ιερές Γραφές δίχως την απαγόρευση της λογοκρισίας, έχουν εδώ και λίγα χρόνια στο παρελθόν υπάρξει σε όλες τις εφημερίδες διαρκείς πολεμικές επιθέσεις και ασκήσεις κριτικής στην βάση της ίδιας της εντολή του Χριστού η οποία απλώς και ευθέως ενεργοποιείται και εκδηλώνεται σαφώς στον στίχο Μ. v. 39.
Οι προοδευτικοί κριτικοί της Ρωσσίας, εμφανώς ανενημέρωτοι περί όλων όσων έχουν πραχθεί για να διαφωτισθεί η ερώτηση για το θέμα της μη-αντιστάσεως, συγκρούστηκαν, έπεσαν και έκαναν μεγάλα λάθη σε βαθμό να χάσουν την ίδια κατ’ εξοχήν την κεντρική ιδέα της (έφθασαν, μερικές φορές, να φαντάζονται προφανώς ότι ο κανόνας της μη-αντιστάσεως στο πονηρό είχε εφευρεθεί και εμπνευσθεί από εμένα προσωπικά).
Της αντιστάθηκαν και της επιτέθηκαν και –προχωρώντας με όπλα στα χέρια ένθερμα επιχειρήματα που είχαν εδώ και πολύ παλιά αναλυθεί και καταρριφθεί από κάθε οπτική πλευρά– ανακοίνωσαν και έδειξαν πως ένας άνθρωπος μόνος του θα πρέπει αμεταβλήτως και αενάως (δια της βίας) να βρίσκεται σε άμυνα για να υπερασπίζεται όλους τους πληγέντες και καταπιεσμένους και πως, άρα, το δόγμα της μη-αντιστάσεως στο κακό είναι ένα δόγμα ανήθικο.
Σε όλους τους κριτικούς της Ρωσσίας ολόκληρο το περιεχόμενο και η σημασία της εντολής που έδωσε ο Χριστός φαινόταν να πέφτει και να μειούται υποτιμητικά στο γεγονός ότι τους εμπόδιζε από την ενεργή αντίσταση προς το κακό στο οποίο είχαν συνηθίσει.
Έτσι, το αποτέλεσμα ήταν η αρχή του κανόνα της μη-αντιστάσεως στο κακό μέσω της βίας να αποτελέσει αντικείμενο επιθέσεων από 2 αντιτιθέμενα στρατόπεδα: τους συντηρητικούς (επειδή αυτός ο κανόνας θα εμπόδιζε τις ενέργειές τους για αντίσταση στο κακό που εφαρμοζόταν στους επαναστατημένους για την δίωξη και τιμωρία τους), αλλά και τους επαναστατημένους (επειδή αυτός ο κανόνας θα εμπόδιζε τις ενέργειές τους για αντίσταση στο κακό που εφαρμοζόταν στους συντηρητικούς για την ανατροπή τους).
Οι συντηρητικοί εξοργίζονταν με το δόγμα της μη-αντιστάσεως στο κακό δια της βίας που εμπόδιζε την ενεργητική καταστροφή των επαναστατημένων στοιχείων που δύνανται ίσως να ζημιώσουν την εθνική ευημερία. Οι επαναστατημένοι εξοργίζονταν με το δόγμα της μη-αντιστάσεως στο κακό δια της βίας που εμπόδιζε την ανατροπή των συντηρητικών που σίγουρα ζημιώνουν την εθνική ευημερία.
Αξίζει να σημειωθεί –ως προς την διασύνδεση αυτή– ότι οι επαναστατημένοι έχουν επιτεθεί κατά του κανόνα της μη-αντιστάσεως στο κακό δια της βίας παρά το γεγονός ότι αυτός ο κανόνας είναι ο μεγαλύτερος τρόμος και κίνδυνος για κάθε μορφή δεσποτισμού.
Για πάντοτε από την αρχή του κόσμου, η χρήση βίας κάθε είδους μορφής –από την Ιερά Εξέταση ως τις οχυρώσεις του κάστρου Schlósselburg– στηριζόταν και εξακολουθεί να στηρίζεται στην βάση του ακριβώς αντίθετου κανόνα της ανάγκης αντίστασης στο κακό δια της βίας.
Εκτός αυτού, οι κριτικοί της Ρωσσίας έχουν δείξει το γεγονός ότι η εφαρμογή της εντολής της μη-αντιστάσεως στην πρακτική ζωή θα έστρεφε την ανθρωπότητα με την μορφή ψιθύρου εκτός της οδού του πολιτισμού κατά μήκους της οποίας κινείται. Η οδός του πολιτισμού προς τον οποίον/την οποίαν κινείται στην Ευρώπη η ανθρωπότητα είναι –κατά την γνώμη τους– η μοναδική προς τον οποίο/την οποία ολόκληρη η ανθρωπότητα θα έπρεπε πάντοτε να κινείται.
Αυτά ισχύουν για τον εν γένει χαρακτήρα των κριτικών της Ρώσσικης γλώσσας.
Οι ξένοι κριτικοί από τις ίδιες συλλογιστικές εκκίνησαν και πήραν το έναυσμα αλλά οι συζητήσεις τους για το βιβλίο μου ήταν κάπως διαφορετικές από αυτές των κριτικών της Ρωσσίας όχι μόνον ως προς το ότι ήταν λιγότερο πικρές και πρόβαλλαν περισσότερη κουλτούρα αλλά ακόμα και από την άποψη της ίδιας της ύλης που αποτελεί το υποκείμενο και το θέμα του.
Συζητώντας για το βιβλίο μου και για το δίδαγμα της διδασκαλίας του Ευαγγελίου εν γένει καθώς αυτή εκφράζεται στην Επί του Όρους Ομιλία, οι ξένοι κριτικοί υποστήριξαν την άποψη ότι αυτή η μορφή δόγματος δεν είναι μια ιδιαιτέρα αλλοτροπία Χριστιανική (Χριστιανική είναι, μια μορφή δόγματος είτε του Καθολικισμού είτε του Προτεσταντισμού σύμφωνα με τις δικές τους απόψεις) αλλά ότι η διδασκαλία της Ομιλίας Επί του Όρους είναι απλώς και μόνο μια χορδή string στην μουσική φαρέτρα του οργάνου, τόξου που δένεται στην αρμαθιά μιας αλυσίδας πανέμορφων αλλά όχι πρακτικών ονείρων ΤΟΥ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ KAI ΙΑΤΡΟΥ/DU CHARMANT DOCTEUR όπως λέει ο Ρενάν, ονείρων καταλλήλων μόνο για τους απλούς και ημιαγρίους κατοίκους της Γαλιλαίας που έζησαν 1800 χρόνια στο παρελθόν και για τους ημιαγρίους καλλιεργητές και χωρικούς της Ρωσσικής γης –λέγονται Sutaev και Bondarev– και για την φλέβα του Ρώσσου μυστικού, του Τολστόϋ, αλλά εντελώς ακατάλληλων και ασύμβατων με έναν υψηλό βαθμό Ευρωπαϊκής κουλτούρας.
Οι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι στοχαστές και κριτικοί των ξένων έχουν προσπαθήσει με έναν εκλεπτυσμένο τρόπο (και χωρίς να μου έχουν προκαλέσει καμίαν προσβολή) να δώσουν την εντύπωση ότι η πεποίθησή μου πως η ανθρωπότητα πρέπει να οδηγείται από ένα δόγμα με τόσο μεγάλες αφέλειες όπως αυτή η Ομιλία Επί των Ορέων αντλείται από 2 λόγους: α) ότι μια πεποίθηση με αυτήν την μορφή οφείλει εν μέρει κομμάτι της στην έλλειψη γνώσης μου, στην άγνοια μου περί της ιστορίας, στην αγνόησή μου όλων αυτών των επιχειρήσεων εις μάτην για να εφαρμοστούν οι αρχές της Ομιλίας Επί των Ορέων στην ζωή, επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα στην ιστορία και οδήγησαν στον μηδενισμό∙ και β) ότι εν μέρει οφείλει κομμάτι της στην αποτυχία μου να εκτιμήσω την πλήρην αξία του τόσο πανύψηλου και αφ’ υψηλού πολιτισμού τον οποίον πέτυχε με τους στόχους της η ανθρωπότητα στο παρόν με τα κανόνια του τα Krupp, την αόρατη πυρίτιδά του, την κολωνιοποίηση (δηλαδή, αποικιοποίηση) της Αφρικής, τα Έκτακτα Διατάγματα επιβολής Κυβέρνησης στην Ιρλανδία, τον κοινοβουλευτισμό, την δημοσιογραφία, τις απεργίες των εργαζομένων, ακόμα και τον ίδιον τον Πύργο του Άϊφελλ.
Αυτά εγράφησαν κύρια από τους de Vogái, Leroy Beaulieu και Matthew Arnold∙ αυτά εγράφησαν από αμφότερους τον Αμερικανό συγγραφέα Savage και τον Ingersoll, τα ανακοίνωσε ο δημοφιλής λαϊκός και ελεύθερος σκεπτόμενος Αμερικανός κήρυξ και αρκετοί άλλοι.
«Η διδασκαλία του Χριστού είναι άχρηστη, διότι είναι ασυνεπής με την βιομηχανική εποχή μας», λέει αφελώς ο Ingersoll, εκφράζοντας με την ομιλία του αυτή –με τέλεια ευθύτητα και απλότητα– την ακριβή έννοια της διδασκαλίας του Χριστού που πρεσβεύεται και τηρείται από πρόσωπα με εκλέπτυνση και κουλτούρα επί των ημερών μας. Το δίδαγμα δεν είναι άχρηστο για την βιομηχανική εποχή μας ακριβώς λες και η ύπαρξη αυτής της βιομηχανικής εποχής ήταν ένα γεγονός ιερό που όφειλε να μην μεταβληθεί και δεν μπορούσε να μεταβληθεί. Είναι ακριβώς λες και οι μεθυσμένοι –όταν τους συμβούλευαν πώς θα μπορούσαν να επανέλθουν στα ήθη της σοβαρότητας και της νηφαλιότητας– απαντούσαν ότι η συμβουλή που τους δίνουν είναι ασύμβατη και ακατάλληλη με την συνήθειά τους για υπερβολική κατανάλωση οίνου και πνεύματος.
Οι επιχειρηματολογίες όλων των ελεύθερα και ανεξάρτητα σκεπτομένων κριτικών, Ρωσσίας και ξένων –όσο διαφοροποιημένων κι αν είναι σε τόνο και συμπεριφορά με την οποία παρουσιάζονται, ακόμα και με την μορφή Θεών– ισοδυναμούν όλες στην ουσία με την ίδιαν περίεργη παρερμηνεία: ονομαστικά, ότι η διδασκαλία του Χριστού (μια από τις συνέπειες της οποίας είναι η μη-αντίσταση στο πονηρό και στο κακό) είναι άχρηστη για εμάς διότι απαιτεί μιαν μεταβολή, μιαν αλλαγή στην ζωή μας. Η διδασκαλία του Χριστού είναι αχρείαστη διότι, εάν εκτελείτο και μετεφέρετο στην πράξη πρακτικά, η ζωή δεν θα ήταν δυνατόν να συνεχιστεί όπως τώρα, στο παρόν∙ πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτό ισχύει μόνο αν έχουμε λάβει το έναυσμα και έχουμε εκκινήσει από το να ζούμε αμαρτωλά, όπως ζούμε τώρα και έχουμε αποκτήσει την έξη να το κάνουμε.
Όχι μόνο δεν συζητείται και δεν τίθεται το ερώτημα της μη-αντιστάσεως στο κακό αλλά και η ίδια αφ’ εαυτής η αναφορά στο γεγονός ότι το καθήκον της μη-αντιστάσεως εισάγεται στην διδασκαλία του Χριστού θεωρείται ως ικανοποιητική απόδειξη για το ότι δεν είναι πρακτική ολόκληρη η διδασκαλία. Στο μεταξύ, όμως, θα σκεπτόταν κανείς
–θα είχε, λοιπόν, σκεφθεί πως θα ήταν πρωτίστως εκ των ων ουκ άνευ να υποδείξει τουλάχιστον μιαν ορισμένη μορφή επίλυσης του ακόλουθου ερωτήματος, εφόσον αυτό βρίσκεται στην ρίζα σχεδόν του ο,τιδήποτε μας απασχολεί.
Το ερώτημα συνοψίζεται και ισοδυναμεί με την ερώτηση αυτή: Κατά ποιάν κατευθυντήρια οδό πρέπει εμείς να κρίνουμε τις ανθρώπινες διαφωνίες την στιγμή που κάποιοι άνθρωποι θεωρούν κακό ό,τι άλλοι θεωρούν καλό –και αντιστρόφως; Το να απαντήσει κανείς ότι είναι πονηρό και κακό αυτό που εγώ νομίζω ότι είναι πονηρό και κακό (παρά το γεγονός ότι ο εχθρός μου το νομίζει καλό) δεν αποτελεί λύση στην δυσκολία.
Μπορούν να υπάρχουν 2 λύσεις μόνο: είτε να βρεθεί ένα πραγματικό και αληθινό αναμφισβήτητο κριτήριο για τον ορισμό του τι είναι πονηρό και κακό είτε, ειδάλλως, να μην αντιστέκεται κανείς στο κακό με την βία.
Η πρώτη πορεία έχει δοκιμαστεί ήδη από την αρχή των ιστορικών χρόνων και, όπως όλοι ξέρουμε, ως εδώ τώρα δεν οδήγησε σε επιτυχή αποτελέσματα.
Η δευτέρα λύση (δηλαδή, να μην βιαζόμαστε να αντισταθούμε σε ό,τι θεωρούμε πονηρό ή κακό ώσπου να έχουμε ανακαλύψει ή βρει ένα παγκόσμιο, οικουμενικό κριτήριο) είναι αυτή η λύση την οποία δίνει ο Χριστός.
Μπορεί να θεωρούμε την απάντηση που δίνει ο Χριστός μη ικανοποιητική∙ μπορούμε να την αντικαταστήσουμε με μιαν άλλη και καλύτερη, ανακαλύπτοντας ή βρίσκοντας π.χ. ένα κριτήριο μέσω του οποίου το πονηρό και το κακό θα ήταν δυνατόν να οριστούν για όλους τους ανθρώπους με ομοφωνία και ταυτοχρόνως∙ μπορούμε, απλώς (όπως τα έθνη των αγρίων) να μην αναγνωρίζουμε καν την ύπαρξη του ερωτήματος.
Δεν μπορούμε, όμως, να διαπραγματευόμαστε το ερώτημα όπως το κάνουν οι μορφωμένοι κριτικοί του Χριστιανισμού.
Αυτοί υποκρίνονται είτε πως δεν υπάρχει καν καμιάς τέτοιας μορφής ερώτηση είτε ότι το θέμα λύνεται όταν αποδίδουμε σε ορισμένα πρόσωπα ή συνελεύσεις προσώπων το δικαίωμα να ορίζουν το κακό και να αντιτίθενται σε αυτό με την χρήση βίας. Όλοι μας, όμως, ξέρουμε καθ’ όλην την διάρκεια αυτών των συνόδων ότι η απόδοση αυτού του δικαιώματος σε ορισμένα πρόσωπα δεν κρίνει και το ερώτημα (ακόμα λιγότερο, βέβαια, όταν είμαστε εμείς τα ορισμένα πρόσωπα) διότι υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι ή λαοί που δεν το αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτό προς τα πρόσωπα ή τις συγκεντρώσεις που έχουν την εξουσία. Κι αυτή η υποθετική παραδοχή, όμως –δηλαδή, πως ό,τι μας φαίνεται κακό ή πονηρό είναι στ’ αλήθεια κακό ή πονηρό– δείχνει μιαν πλήρη έλλειψη κατανόησης του ερωτήματος.
Είναι αυτή η παρερμηνεία που βρίσκεται στην ρίζα της επιχειρηματολογίας των ελεύθερα και ανεξάρτητα σκεπτομένων κριτικών ως προς την Χριστιανική θρησκεία.
Κατά αυτήν την οδό και μέθοδο, άρα, οι συζητήσεις για το βιβλίο μου εκ μέρους αμφοτέρων των κομμάτων των ανθρώπων της Εκκλησίας και των ελεύθερα και ανεξάρτητα σκεπτομένων κριτικών μου έδειξαν ομοίως ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων απλώς δεν καταλαβαίνουν ούτε την διδασκαλία του Χριστού ούτε τα ερωτήματα και προβλήματα που λύνει η διδασκαλία του Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου