ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΥΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ
Θα μιλήσω τώρα για την άλλην όψη του Χριστιανισμού η οποία εμποδίζει την πραγματική του κατανόηση –την επιστημονική του όψη.
Οι Εκκλησιαστικοί αντικαθιστούν και παίρνουν για Χριστιανισμό την εκδοχή αυτή που έχουν οι ίδιοι βάλει σε πλαίσια ενώ την άποψη αυτή του Χριστιανισμού την βλέπουν και την αντιλαμβάνονται ως την μια και μοναδική αληθινή που έχει το αλάθητο και δεν μπορεί να πέσει.
Οι άνθρωποι της επιστήμης θεωρούν ως Χριστιανισμό μόνο τα συμβολικά δόγματα που υποστήριζαν οι διάφορες εκκλησίες στο παρελθόν και στο παρόν∙ και βρίσκοντας πως αυτά τα συμβολικά δόγματα έχουν χάσει όλη την σημασία και αξία της Χριστιανοσύνης, την δέχονται ως μια θρησκεία που έχει επιβιώσει πέραν του καιρού της.
Για να δει καθαρά κανείς πόσο απίθανη είναι μια κατανόηση της Χριστιανικής διδασκαλίας υπό αυτήν την οπτική γωνία, πρέπει να σχηματίσει αφ’ εαυτού μιαν ιδέα για τον τόπο και την θέση που είχαν οι θρησκείες γενικότερα –και η Χριστιανική θρησκεία ειδικότερα– στην ζωή της ανθρωπότητας καθώς, επίσης, και για την σημασιοδότηση που απέδιδε σε αυτές η επιστήμη.
Ακριβώς όπως ο άνθρωπος ως άτομο δεν μπορεί να ζει δίχως να έχει ορισμένη θεωρία για το νόημα και την σημασία, τον σκοπό, της ζωής του και ζει πάντοτε, αν και –το σύνηθες– ασυνείδητα/χωρίς να το συνειδητοποιεί (θέτοντας πλαίσια και κανονίζοντας την διάταξη της συμπεριφοράς του σε συμφωνία με το νόημα που αποδίδει στην ζωή, τον σκοπό), ομοίως οι ενώσεις, συνενώσεις και συγκεντρώσεις των ανθρώπων οι οποίοι ζουν σε όμοιες συνθήκες –ως έθνη– δεν είναι δυνατόν παρά να έχουν θεωρίες για το νόημα και τον σκοπό της από κοινού και συνδεδεμένης ζωής τους καθώς και των διατάξεων (του κώδικα επικοινωνίας) που απορρέει και προκύπτει από αυτές τις θεωρίες.
Ακριβώς όπως ο άνθρωπος ως άτομο όταν επιτυγχάνει να συντονίζεται με ένα φρέσκο στάδιο ανάπτυξης, αναποφεύκτως μεταβάλλει την φιλοσοφία του για την ζωή και ο μεγάλος βλέπει σε αυτήν ένα διαφορετικό νόημα και στόχο από το παιδίον, ομοίως οι ενώσεις, συνενώσεις και συγκεντρώσεις των ανθρώπων –ως εθνών– είναι υποκείμενες σε μεταβολές της φιλοσοφίας τους για την ζωή καθώς και των διατάξεων (του κώδικα επικοινωνίας) που πηγάζει και εκπέμπεται από την φιλοσοφία τους ώστε αυτές να ανταποκρίνονται στην από κοινού και συνδεδεμένη ανάπτυξή τους.
Η διαφορά, από αυτήν την οπτική γωνία –η διαφορά ανάμεσα στον ατομικό άνθρωπο και στην ανθρωπότητα ως ένα σύνολο– έγκειται στο γεγονός ότι το άτομο κατά την διάρκεια σχηματισμού της θεωρίας και οπτικής της ζωής, που ανταποκρίνεται ως κατάλληλη για την νέα περίοδο της ζωής στην οποίαν εισέρχεται αλλά σχηματισμού και του κώδικα που πηγάζει από αυτήν την γωνία, ωφελείται από την εμπειρία των ανθρώπων που έχουν ζήσει πριν από αυτόν, οι οποίοι έχουν ήδη περάσει δια μέσου του σταδίου ανάπτυξης στο οποίο τώρα αυτός εισέρχεται.
Η ανθρωπότητα, όμως, δεν μπορεί να έχει αυτήν την συνδρομή των υποσημειώσεων ως βοήθεια διότι κινείται πάντοτε κατά μήκους ενός ως τώρα άβατου κι ανεξερεύνητου πεδίου και, άρα, δεν έχει κανέναν να ερωτήσει πώς, με ποιόν τρόπο ή μέθοδο, πρέπει να πάρει, να κατανοήσει και να καταλάβει την ζωή ούτε να πράξει εντός του πλαισίου των συνθηκών στις οποίες εισδύει και δια μέσου των οποίων κανείς δεν έχει διεισδύσει ποτέ πριν. Ωστόσο, ακριβώς όπως ένας άνθρωπος που έχει σύζυγο και παιδιά δεν μπορεί να συνεχίσει να βλέπει την ζωή όπως την έβλεπε όταν ήταν ένα παιδίον, ομοίως και –την ώρα που είναι αντιμέτωπη με τις ποικίλες αλλαγές και μεταβολές που λαμβάνουν χώρα: την μεγαλύτερη πυκνότητα του πληθυσμού, την εγκατάσταση και εμπέδωση των επικοινωνιών μεταξύ διαφορετικών λαών, τις βελτιώσεις των μεθόδων στον ανταγωνισμό με την φύση και την συσσώρευση γνώσεως– η ανθρωπότητα δεν μπορεί να συνεχίσει να βλέπει την ζωή με το ίδιο γηρασμένο βλέμμα όπως παλιά και πρέπει να βάλει τα θεμέλια για την στήριξη μιας νέας θεωρίας ζωής.
Από αυτήν έπονται και ακολουθούν νέες μορφές δραστηριότητας και ενέργειας αρκετά διαφορετικές από όλες τις προηγούμενες.
Η μορφοποίηση και ο σχηματισμός αυτής της φιλοσοφίας της ζωής που είναι κατάλληλη για την ανθρωπότητα στις νέες συνθήκες στις οποίες αυτή μπαίνει αλλά και της πρακτικής που εμφανίζεται από την εφαρμογή της –είναι αυτή που καλείται με το όνομα θρησκεία.
Ως εκ τούτου, κατά πρώτον η θρησκεία δεν είναι (όπως φαντάζεται η επιστήμη) μια εκδήλωση/διακήρυξη με στυλ μανιφέστου η οποία κάποτε –άπαξ– ανταποκρινόταν στην εξέλιξη της ανθρωπότητας αλλά αναπτύσσεται και βλασταίνει αργότερα από αυτήν, εκ των υστέρων, ως επίφυση. Είναι μια εκδήλωση εσσαεί –και μάλιστα, εγγενής στην ζωή της ανθρωπότητας, απαραίτητη και αναπόφευκτη, ιδίως σήμερα είναι τόσο αναγκαία να αναγεννηθεί στην ανθρωπότητα όσο σε καμιάν άλλη εποχή. Κατά δεύτερον, η θρησκεία εσσαεί είναι η θεωρία της πρακτικής που θα ακολουθηθεί στο μέλλον –και όχι στο παρελθόν∙ ως εκ τούτου, είναι ξεκάθαρο ότι η έρευνα για προγενέστερες μορφές εκδήλωσής της δεν μπορεί, σε καμίαν περίπτωση, να συλλάβει την ουσία της θρησκείας.
Η ουσία κάθε θρησκευτικής διδασκαλίας δεν έγκειται στην επιθυμία για μιαν συμβολική έκφραση των δυνάμεων της φύσεως ούτε στον τρόμο ή στο δέος έναντι αυτών των δυνάμεων ούτε στην ακόρεστη αναζήτηση για το θαύμα ούτε στις εξωτερικές φόρμες στις οποίες γίνεται φανερή, όπως φαντάζονται οι άνθρωποι της επιστήμης∙ η ουσία της θρησκείας εντοπίζεται στην ικανότητα των ανθρώπων να προβλέπουν και να υποδεικνύουν την οδό της ζωής κατά μήκους της οποίας πρέπει να κινηθεί η ανθρωπότητα για την ανακάλυψη μιας νέας θεωρίας ζωής∙ ως αποτέλεσμα αυτής, ολόκληρη η μελλοντική επικοινωνία μεταξύ των μελών της ανθρωπότητας –και οι κώδικές της– μεταβάλλεται και μάλιστα, με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με ό,τι υπήρχε στο παρελθόν.
Αυτή η ικανότητα να προβλέπει κανείς την οδό κατά μήκους της οποίας πρέπει να κινηθεί η ανθρωπότητα είναι κοινή (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό) σε όλους τους ανθρώπους. Σε όλες τις εποχές, ωστόσο, υπήρξαν άνθρωποι στους οποίους αυτή η ικανότητα ήταν εξαιρετικά και ιδιαιτέρως ισχυρή, με αποτέλεσμα να είναι αυτοί οι άνθρωποι που έχουν δώσει μιαν σαφή και οριστική έκφραση σε ό,τι αισθάνονταν αμυδρά όλοι οι υπόλοιποι και να έχουν σχηματίσει μιαν νέα φιλοσοφία για την ζωή, εκ της οποίας προέκυψαν ακολούθως νέες γραμμές δράσεως για εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια.
Έχουμε γνώση για 3 φιλοσοφίες της ζωής με αυτήν την συγκεκριμένη μορφή. Τις 2 εξ αυτών τις έχει ήδη υπερβεί η ανθρωπότητα ενώ η τρίτη είναι αυτή την οποία τώρα διανύουμε μέσω του Χριστιανισμού. Ατές οι φιλοσοφίες της ζωής είναι 3 σε αριθμό –και μόνο 3– όχι επειδή αυθαιρέτως συνδέσαμε τις πολυποίκιλες θεωρίες της ζωής μαζί κάτω από αυτές τις 3 κατηγορίες αλλά επειδή όλες οι πράξεις των ανθρώπων εσσαεί βασίζονται επί μιας εξ αυτών των 3 οπτικών για την ζωή: δεν μπορούμε να δούμε την ζωή ειδάλλως –παρά μόνο μέσω αυτών των 3 οδών.
Οι 3 αυτές οπτικές για την ζωή αναλύονται ως εξής:
Πρώτη, αυτή η οποία αγκαλιάζει και περιβάλλει το άτομο (ζωϊκή θέαση της ζωής).
Δεύτερη, αυτή η οποία αγκαλιάζει και ενθυλακώνει την κοινωνία (παγανιστική). Τρίτη, αυτή η οποία αγκαλιάζει και φυλάει ολόκληρον τον κόσμο (θεϊκή μορφή). Στην πρώτη θεωρία, η ζωή ενός ανθρώπου περιορίζεται στενά στην προσωπική του ατομικότητα∙ ο σκοπός της ζωής είναι η ικανοποίηση της βούλησης και του θελήματος αυτής της ατομικότητας.
Στην δεύτερη θεωρία, μια ζωή ενός ανθρώπου δεν περιορίζεται στην προσωπική του ατομικότητα αλλά σε ορισμένες κοινωνίες και τάξεις ατόμων: στην φυλή, στην οικογένεια, στην φατρία, στο έθνος∙ ο σκοπός της ζωής περιορίζεται στην ικανοποίηση της βούλησης και του θελήματος αυτών των συγκεκριμένων ενώσεων και συνδέσεων των ατόμων.
Στην τρίτη θεωρία, μια ζωή ανθρώπου δεν περιορίζεται σε κοινωνίες, τάξεις και κατηγορίες ατόμων αλλά εκτείνεται περαιτέρω ως και την ίδια την αρχή και την πηγή της ζωής –στον Θεό.
Αυτές οι 3 διανοητικές συλλήψεις της ζωής σχηματίζουν και δια-μορφώνουν την ιδρυτική βάση όλων των θρησκευομένων που υπάρχουν ή έχουν υπάρξει. Ο άγριος πρωτόγονος αναγνωρίζει την ύπαρξη ζωής μόνο στον εαυτό του και στις προσωπικές επιθυμίες του. Το ενδιαφέρον του στην ζωή επικεντρώνεται μόνο στον εαυτό του. Η υψηλότερη ευτυχία για αυτόν είναι η πληρέστερη ικανοποίηση των πόθων του. Η κινητήριος δύναμη της ζωής του είναι η προσωπική απόλαυση. Η θρησκεία του συνίσταται στον εξαγνισμό της προσωπικής του θεότητος και των δικών του Θεών, τους οποίους φαντάζεται ως πρόσωπα που ζουν αποκλειστικά και μόνο για χάρη των προσωπικών τους στόχων.
Ο εκπολιτισμένος παγανιστής αναγνωρίζει ύπαρξη ζωής όχι μόνο στον εαυτό του αλλά και σε κοινωνίες ανθρώπων –στην φυλή, στην φατρία, στην οικογένεια, στο βασίλειο– και θυσιάζει το προσωπικό του καλό για χάρη αυτών των κοινωνιών (ή) για να συμμετάσχει σε αυτές τις κοινωνίες. Η κινητήριος δύναμη της ζωής του είναι η δόξα. Η θρησκεία του συνίσταται στην εξύμνηση της δόξας των συμμάχων του –των ιδρυτών του οίκου του, των προγόνων του, των αρχηγών του– καθώς και λατρεία Θεών οι οποίοι είναι αποκλειστικώς προστάτες της φατρίας του, της οικογένειας και του οίκου του, του έθνους του, της κυβέρνησής του.
Το γεγονός ότι σε αυτήν την κοινωνική ή παγανιστική θεωρία της ζωής βασίζονται τόσο πολυποίκιλες μορφές ύπαρξης (όπως η ζωή της οικογένειας και του οίκου, της φυλής, της φατρίας, του κράτους, ακόμα και της ζωής της ίδιας της ανθρωπότητας όπως αυτή θεωρητικά συλλαμβάνεται από τους Θετικιστές) δεν καταστρέφει την ενότητα αυτής της θεωρίας της ζωής. Όλες αυτές οι διαφορετικές μορφές ζωής στηρίζονται και στερεώνονται ιδρυτικά επί της ίδιας αντιλήψεως στην διάνοια: ότι η ζωή του ατόμου δεν είναι ένας επαρκής στόχος στην ζωή και, συνεπώς, ότι το νόημα της ζωής μπορεί να βρεθεί μόνο σε κοινωνίες ατόμων.
Ο άνθρωπος που υποστηρίζει και μένει πιστός στην θεϊκή μορφή της ζωής αναγνωρίζει την ζωή (ή) Η ζωή αναγνωρίζει τον άνθρωπο αυτόν που στηρίζεται στην θεϊκή μορφή της ζωής –όχι ως εντοπιζόμενη στην προσωπική του ατομικότητα ούτε σε κοινωνίες μεταξύ διαφορετικών ατομικοτήτων (οικογένεια, φατρία, έθνος, φυλή, κυβέρνηση) αλλά στην αιώνιο και αθάνατη πηγή της ζωής: στον Θεό. Για να εκπληρώσει την βούληση και το θέλημα του Θεού είναι έτοιμος να θυσιάσει και το άτομόν του και τις περικλειόμενες σε αυτό ευημερίες, την ατομική, την οικογενειακή και την κοινωνική), Η κινητήριος δύναμη που τροφοδοτεί την ζωή του είναι η αγάπη. Και θρησκεία του είναι η λατρεία –σε πράξεις και σε αλήθεια– του κανόνα του συνόλου: δηλαδή, του Θεού.
Ολόκληρη η ιστορική ύπαρξη της ανθρωπότητας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σταδιακή μετάβαση από την προσωπική, ζωϊκή κατανόηση της ζωής στην κοινωνική αντίληψη της ζωής και, κατόπιν, από την κοινωνική κατανόηση της ζωής στην θεϊκή σύλληψη της ζωής. Ολόκληρη η ιστορία των αρχαίων λαών που διήρκεσε για χιλιάδες χρόνια και ολοκληρώθηκε με την ιστορία της Ρώμης είναι η ιστορία της μετάβασης από την ζωϊκή, προσωπική θέαση της ζωής στην κοινωνική οπτική της ζωής. Ολόκληρη η ιστορία από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της εμφάνισης του Χριστιανισμού είναι η ιστορία της μετάβασης –αυτής την οποία εξακολουθούμε τώρα να διανύουμε– από την κοινωνική οπτική της ζωής στην θεϊκή όραση της ζωής.
Αυτή η όραση για χάρη της ζωής είναι η έσχατη: στερεώθηκε και επί της βάσεως αυτής είναι που εγκαθιδρύθηκε η Χριστιανική διδασκαλία που αποτελεί οδηγό για ολόκληρη την ζωή μας και βρίσκεται στην ρίζα όλης μας της ενέργειας και δραστηριότητας, πρακτικής και θεωρητικής.
Ωστόσο, οι άνθρωποι που ανήκουν σε αυτό που ψευδώς καλείται επιστήμη –δηλαδή, οι ψευδοεπιστημονικοί άνθρωποι– την θεωρούν ως κάτι υπερβολικά ανεπτυγμένο και θεωρούν πως δεν έχει καμιάν αξία για εμάς (επειδή οι ίδιοι την βλέπουν μόνο από το εξωτερικό της πρόσωπο). Την υποβιβάζουν και την μειώνουν μόνο στην δογματική της όψη –δηλαδή, στα δόγματα περί της Τριάδος, της σωτηρίας, των θαυμάτων, της Εκκλησίας, των μυστηρίων κ.ο.κ.– και, με τον τρόπο αυτό, την αντιμετωπίζουν μόνο ως έναν άπειρο αριθμό θρησκειών που έχουν εμφανιστεί εν μέσω της ανθρωπότητας και υποστηρίζουν πως, επειδή έχει τελειώσει τον ρόλο που έπαιξε στην ιστορία και έχει ξεπεράσει την εποχή της, είναι η ώρα τώρα –όπως λένε– να την υπερβεί και να σβήσει ενώπιον των φώτων της επιστήμης και του πραγματικού διαφωτισμού.
Βρισκόμαστε πλέον εδώ μπροστά σε ό,τι αποτελεί (σε μιαν υψηλή αναλογία των περιπτώσεων) την πηγή των πιο μεγάλων λαθών της ανθρωπότητας.
Οι άνθρωποι ενός χαμηλοτέρου επιπέδου κατανόησης και αντιλήψεως που έρχονται σε επαφή με φαινόμενα μιας τάξεως υψηλότερης, αντί να κάνουν προσπάθειες για να τα καταλάβουν και να υψωθούν οι ίδιοι ως το σημείο εκείνο από το οποίο πρέπει να δουν την υποκείμενη σε εξέταση ύλη, κρίνουν τα φαινόμενα αυτά της ύλης από την χαμηλότερη θέση τους με αποτέλεσμα, όσο λιγότερο καταλαβαίνουν αυτά για τα οποία μιλούν, τόσο περισσότερο αδίστακτα και πλήρεις αυτοπεποιθήσεως να εκδίδουν κρίσεις.
Για την πλειοψηφία των μορφωμένων –τότε– που κοιτάζουν την ζωντανή, ηθική διδασκαλία του Χριστού από την χαμηλότερη θέση της αντιμετώπισης της ζωής, το δόγμα αυτό φαίνεται σαν τίποτε άλλο παρά ένας πολύ αόριστος/απεριόριστος και άτοπος/παράλογος συνδυασμός Ινδικού/Ινδιάνικου ασκητισμού, Στωϊκής και Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας και φανταστικών, άϋλων και ανούσιων οραμάτων κατά της κοινωνίας που δεν έχουν καμίαν συμβολική αξία και σημασία για τους καιρούς μας. Ολόκληρο το νόημά της για αυτούς επικεντρώνεται στις εξωτερικές της εκδηλώσεις και διακηρύξεις: στον Καθολικισμό, στον Προτεσταντισμό, σε ορισμένα δόγματα ή στην σύγκρουση με την προσωρινή, εγκόσμιο εξουσία του χρόνου.
Όμως, το να κρίνει και να εκτιμά κανείς την αξία του Χριστιανισμού μέσω των φαινομένων αυτών ισοδυναμεί με το να κρίνει ένας κωφός (ή) να κρίνεται ένα κωφός ως προς τον χαρακτήρα και την ποιότητα της μουσικής με βάση το εάν βλέπει τις κινήσεις των μουσικών.
Το αποτέλεσμα είναι ότι όλοι αυτοί οι επιστημονικοί άνθρωποι από τον Καντ, τον Στράους, τον Σπένσερ και κατερχόμενοι ως και τον Ρενάν δεν καταλαβαίνουν το νόημα των λόγων/ρητών του Χριστού, δεν καταλαβαίνουν την σημασιοδότηση, το αντικείμενο ή την αιτία της προφοράς τους ούτε καν ακόμα και τα ερωτήματα επί των οποίων αυτοί σχηματικά ενώνονται για να δίδουν τις απαντήσεις. Όμως, αυτό που κάνουν –χωρίς να μπαίνουν ούτε στον κόπο να κουραστούν ώστε να μπουν στο πνεύμα και την σημασία τους– είναι να αρνούνται να αναγνωρίσουν την οποιαδήποτε λογική στα δόγματά του, αυτοί τουλάχιστον που είναι αρνητικά προδιατεθειμένοι. Ειδάλλως, αυτοί που θέλουν να μεταχειριστούν τα λόγια/τα ρητά του Χριστού με επιείκεια, συγκατατίθενται με συγκατάβαση αλλά αφ’ υψηλού (από το υψηλό σημείο της ανωτερότητάς τους, δηλαδή) να τα διορθώσουν με βάση την υπόθεση ότι ο Χριστός εννοούσε με αυτά πως ήθελε να εκφράσει ακριβώς τις δικές τους ιδέες αλλά δεν το κατάφερε/κατάφεραν. Συμπεριφέρονται έναντι της διδασκαλίας του όπως εκείνοι οι ισχυρογνώμονες που μιλούν προς αυτούς τους οποίους θεωρούν κατώτέρους τους και συμπληρώνουν –το σύνηθες– οι ίδιοι τα λόγια των συντρόφων τους: «Ναι, θέλεις να πεις αυτό ή το άλλο». Αυτή η συμπλήρωση, η διόρθωση, γίνεται πάντοτε με τον σκοπό να μειώσουν και να υποβιβάσουν την διδασκαλία της ανώτερης, θεϊκής οράσεως της ζωής στο επίπεδο της χαμηλότερης αντιλήψεως της ζωής: την κρατική.
Λένε συνήθως πως η ηθική διδασκαλία του Χριστιανισμού είναι εξαιρετικά καλή αλλά υπερβολική και, άρα, πως για να γίνει ορθή και σωστή και να υποστηριχθεί πρέπει να απορρίψουμε όλα όσα είναι πλεονάζοντα, υπεράφθονα και όχι αναγκαία σε αυτήν έναντι του δικού μας τρόπου ζωής. «Και μάλιστα» λένε αυτοί οι μορφωμένοι ερμηνευτές του Χριστιανισμού «το δόγμα που ζητά τόσα πολλά και θέτει τόσες πολλές ερωτήσεις και απαιτεί όσα δεν μπορούν ούτε να εκτελεστούν ούτε να γίνουν, είναι ακόμα χειρότερο σε σύγκριση με αυτό που ζητά ανθρώπους ώστε να επιτύχει αυτό που είναι απίθανο και συνεπές ως προς τις δυνάμεις τους»! Στηρίζονται σε αυτήν την άποψη, επαναλαμβάνοντας ό,τι είχε υποστηριχθεί προ καιρού –και δεν θα μπορούσε να γίνει ειδάλλως, παρά μόνον εάν υποστηριζόταν– από αυτούς που σταύρωσαν τον Διδάσκαλο επειδή δεν τον καταλάβαιναν: τους Ιουδαίους.
Φαίνεται στην κρίση των πολυμαθών και μορφωμένων ανθρώπων της εποχής μας ο Εβραϊκός νόμος –οδόντα αντί οδόντος και οφθαλμόν αντί οφθαλμού– είναι ένας νόμος ορθής, δίκαιας ανταπόδοσης και εκδίκησης, γνωστός στην ανθρωπότητα 5000 χρόνια πριν τον νόμο της αγιότητας που δίδαξε ο Χριστός στην θέση του.
Φαίνεται όλα όσα έχουν κάνει αυτοί οι άνθρωποι που κατάλαβαν και πήραν κυριολεκτικά και κατά γράμμα την διδασκαλία του Χριστού και έζησαν σε συμφωνία με αυτήν την μορφή κατανόησής του, όλα όσα έχουν λεχθεί και υλοποιηθεί από όλους τους πραγματικούς Χριστιανούς, από όλους τους Χριστιανούς αγίους και όλα όσα μεταμορφώνουν τώρα τον κόσμο με την μορφή του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού –είναι απλώς υπερβολή, ανάξια να μιλά κανείς γι’ αυτά.
Ύστερα από 1800 χρόνια μαθητείας στον Χριστιανισμό, ο πολιτισμένος κόσμος όπως αυτός εκπροσωπείται με τους πλέον προοδευτικούς στοχαστές έχει την πεποίθηση πως η Χριστιανική θρησκεία είναι μια θρησκεία δογμάτων, πως η διδασκαλία του σε σχέση με την ζωή είναι παράλογη/αδικαιολόγητη και είναι μια υπερβολή, ανατρεπτική των πραγματικών νομίμων υποχρεώσεων της ηθικής σε συνέπεια με την φύση του ανθρώπου και πως το ίδιο κατ’ εξοχήν το δόγμα της αντεκδίκησης –το οποίο ο Χριστός απέρριψε και στην θέση του έβαλε την διδασκαλία του– είναι πιο χρήσιμο πρακτικά για εμάς.
Για τους πολυμαθείς και μορφωμένους, το δόγμα της μη-αντιστάσεως στο κακό μέσω της βίας είναι υπερβολικό και ακόμη και παράλογο. Ο Χριστιανισμός είναι πολύ καλύτερος χωρίς αυτό, νομίζουν –επειδή δεν παρακολουθούν από κοντά με τι ισοδυναμεί ο Χριστιανισμός όπως εκπροσωπείται από αυτούς. Δεν βλέπουν ότι ο ισχυρισμός που κάνουν, λέγοντας πως το δόγμα της μη-αντιστάσεως στο κακό αποτελεί μιαν υπερβολή στην διδασκαλία του Χριστού, ισοδυναμεί ακριβώς και έχει τις ίδιες αναλογίες με το να λέει κανείς και να ισχυρίζεται πως η ανακοίνωση περί ισότητας των ακτίνων/ραδιοφώνου ενός κύκλου αποτελεί μιαν υπερβολή στον ορισμό του κύκλου.
Και, άρα, κι όσοι μιλούν έτσι πράττουν ακριβώς σαν ένας άνθρωπος ο οποίος, χωρίς να έχει καν ιδέα τι είναι ένας κύκλος, θα ανακοίνωνε ότι είναι υπερβολική/άτοπη/παράλογη αυτή η αξίωση/αξίωμα ότι κάθε σημείο της περιφερείας πρέπει να είναι σε ίση απόσταση από το κέντρο. Μια συνηγορία στην απόρριψη της εντολής του Χριστού περί μη-αντιστάσεως στο κακό ή μια προσαρμογή του στις απαιτήσεις της ζωής συνεπάγεται παρερμηνεία της διδασκαλίας του Χριστού.
Και, άρα, κι όσοι πράττουν έτσι είναι σίγουρο πως δεν την καταλαβαίνουν. Δεν καταλαβαίνουν ότι αυτή η διδασκαλία είναι η καθιέρωση ενός θεσμού, ενός οργανισμού (μιας νέας θεωρίας ζωής που ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες στις οποίες έχουν εισέλθει τώρα οι άνθρωποι εδώ και 1800 χρόνια) και αποτελεί, επίσης, τον ορισμό ενός νέου κώδικα επικοινωνίας και συμπεριφοράς στην ζωή που απορρέει και εκπέμπεται από αυτήν.
Δεν πιστεύουν ότι ο Χριστός εννοούσε και ήθελε να πει αυτά τα οποία έλεγε (ή, μάλλον, τους φαίνεται πως είπε αυτά που είπε στην Επί του Όρους Ομιλία και σε άλλους τόπους είτε εξ ατυχήματος/τυχαία είτε λόγω της έλλειψής του ευφυΐας ή καλλιέργειας).
Ιδού, λόγου χάρη, βρίσκεται μια χαρακτηριστική όψη αυτής της μορφής από την Αμερικανική εφημερίδα, η ΑΡΕΝΑ (Οκτώβριος, 1890): «Νέα Βάση στην Εκκλησιαστική Ζωή». Διαπραγματευόμενος ο συγγραφεύς –δεδομένου ότι δεν βρίσκεται υπό καμίαν πίεση και ανάγκη όπως οι Εκκλησιαστικοί ώστε να κρύψει την συμβολική σημασιοδότηση της Επί του Όρους Ομιλίας και, ιδιαιτέρως εξ αυτής, το κομμάτι που αναφέρεται στην μη-αντίσταση, λέει:
«Ο Χριστός, είναι γεγονός, κήρυξε απόλυτον κομμουνισμό και αναρχία∙ πρέπει, όμως, κανείς να μάθει να βλέπει τον Χριστό ανέκαθεν και εσσαεί στην ιστορική και ψυχολογική του μεταφορική σημασία. Ομοίως με κάθε συνήγορο, παράκλητο, της αγάπης της ανθρωπότητας, ο Χριστός πήγε ως τα απώτατα άκρα της διδασκαλίας του. Κάθε βήμα μπροστά προς την ηθική τελειοποίηση της ανθρωπότητας οδηγείται πάντοτε από ανθρώπους που δεν βλέπουν τίποτε άλλο μπροστά από την κλήση τους και το επάγγελμα που επαγγέλλονται. Ο Χριστός –ας μην ειπωθεί αυτό με καμιάν αίσθηση υποτιμητική– είχε το τυπικό ταμπεραμέντο ενός μεταρρυθμιστή αυτής της μορφής. Και, συνεπώς, πρέπει να θυμηθούμε ότι οι εντολές του δεν μπορεί να γίνουν κατανοητές κυριολεκτικά κατά γράμμα ως μια ολοκληρωμένη φιλοσοφία ζωής. Θα έπρεπε να αναλύουμε τις λέξεις του με σεβασμό γι’ αυτές αλλά με βάση το πνεύμα της κριτικής, αποδεχόμενοι ό,τι είναι αληθές» κ.τ.λ.
Ο Χριστός, προκύπτει, θα ήταν ευτυχής να έλεγε ό,τι όφειλε να πει αλλά δεν ήταν ικανός να εκφραστεί με τόση ακρίβεια και καθαρότητα όσο μπορούμε εμείς υπό το πνεύμα της κριτικής, οπότε ας τον διορθώσουμε. Όλα όσα είπε περί πραότητας, θυσίας, ταπεινότητας, να μην μεριμνήσουμε εις την αύριον, λέχθηκαν εξ ατυχήματος, τυχαία, λόγω της έλλειψής του που δεν ήξερε να εκφραστεί επιστημονικώς».
Ματ. vi. 25-34: «ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ ΛΕΓΩ ΥΜΙΝ, ΜΗ ΜΕΡΙΜΝΑΤΕ ΤΗ ΖΩΗ ΗΜΩΝ, ΤΙ ΦΑΓΗΤΕ Ή ΤΙ ΠΙΗΤΕ∙ ΜΗΔΕ ΤΩ ΣΩΜΑΤΙ ΥΜΩΝ, ΤΙ ΕΝΔΥΣΗΣΘΕ. ΟΥΧΙ Η ΖΩΗ ΠΛΕΙΟΝ ΕΣΤΙ ΤΗΣ ΤΡΟΦΗΣ, ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΕΝΔΥΜΑΤΟΣ; ΕΜΒΛΕΨΑΤΕ ΕΙΣ ΤΑ ΠΕΤΕΙΝΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ∙ ΟΤΙ ΟΥ ΣΠΕΙΡΟΥΣΙΝ, ΟΥΔΕ ΘΕΡΙΖΟΥΣΙΝ, ΟΥΔΕ ΣΥΝΑΓΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΑΠΟΘΗΚΑΣ∙ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΥΜΩΝ Ο ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΤΡΕΦΕΙ ΑΥΤΑ. ΟΥΧ ΥΜΕΙΣ ΜΑΛΛΟΝ ΔΙΑΦΕΡΕΤΕ ΑΥΤΩΝ; ΤΙΣ ΔΕ ΕΞ ΥΜΩΝ ΜΕΡΙΜΝΩΝ ΔΥΝΑΤΑΙ ΠΡΟΣΘΕΙΝΑΙ ΕΠΙ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑΝ ΑΥΤΟΥ ΠΗΧΥΝ ΕΝΑΝ; ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΕΝΔΥΜΑΤΟΣ ΤΙ ΜΕΡΙΜΝΑΤΕ; ΚΑΤΑΜΑΘΕΤΕ ΤΑ ΚΡΙΝΑ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ ΠΩΣ ΑΥΞΑΝΕΙ∙ ΟΥ ΚΟΠΙΑ ΟΥΔΕ ΝΗΘΕΙ∙ ΛΕΓΩ ΔΕ ΥΜΙΝ, ΟΥΔΕ ΣΟΛΟΜΩΝ ΕΝ ΠΑΣΗ ΤΗ ΔΟΞΗ ΑΥΤΟΥ ΠΕΡΙΕΒΑΛΕΤΟ ΩΣ ΕΝ ΤΟΥΤΩΝ. ΕΙ ΔΕ Ο ΘΕΟΣ ΟΥΤΩΣ ΑΜΦΙΕΝΝΥΣΙΝ ΤΟΝ ΧΟΡΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΟΝΤΑ, ΚΑΙ ΑΥΡΙΟΝ ΕΙΣ ΚΛΙΒΑΝΟΝ ΒΑΛΛΟΜΕΝΟΝ, ΟΥ ΠΟΛΛΩ ΜΑΛΛΟΝ ΥΜΑΣ, ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΟΙ; ΜΗ ΟΥΝ ΜΕΡΙΜΝΗΣΗΤΕ, ΛΕΓΟΝΤΕΣ, ΤΙ ΦΑΓΩΜΕΝ; Ή, ΤΙ ΠΙΩΜΕΝ; Ή, ΤΙ ΠΕΡΙΒΑΛΩΜΕΘΑ; (ΠΑΝΤΑ ΓΑΡ ΤΑΥΤΑ ΤΑ ΕΘΝΗ ΕΠΙΖΗΤΕΙ), ΟΙΔΕ ΓΑΡ Ο ΠΑΤΗΡ ΥΜΩΝ Ο ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΟΤΙ ΧΡΗΖΕΤΕ ΤΟΥΤΩΝ ΑΠΑΝΤΩΝ. ΖΗΤΕΙΤΕ ΔΕ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΝ ΑΥΤΟΥ, ΚΑΙ ΤΑΥΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΡΟΣΤΕΘΗΣΕΤΑΙ ΥΜΙΝ. ΜΗ ΟΥΝ ΜΕΡΙΜΝΗΣΗΤΕ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΥΡΙΟΝ∙ Η ΓΑΡ ΑΥΡΙΟΝ ΜΕΡΙΜΝΗΣΕΙ ΤΑ ΕΑΥΤΗΣ. ΑΡΚΕΤΟΝ ΤΗ ΗΜΕΡΑ Η ΚΑΚΙΑ ΑΥΤΗΣ». Λουκ. xii. 33-34: «ΠΩΛΗΣΑΤΕ ΤΑ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΥΜΩΝ, ΚΑΙ ΔΟΤΕ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΝ∙ ΠΟΙΗΣΑΤΕ ΕΑΥΤΟΙΣ ΒΑΛΛΑΝΤΙΑ ΜΗ ΠΑΛΑΙΟΥΜΕΝΑ, ΘΗΣΑΥΡΟΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΟΥΡΑΝΟΙΣ ΑΝΕΚΛΕΙΠΤΟΝ, ΟΠΟΥ ΚΛΕΠΤΗΣ ΟΥΚ ΕΓΓΙΖΕΙ, ΟΥΔΕ ΣΗΣ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ. ΟΠΟΥ ΓΑΡ ΕΣΤΙΝ Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΥΜΩΝ, ΕΚΕΙ ΚΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΥΜΩΝ ΕΣΤΑΙ». ΠΑΝΤΑ ΟΣΑ ΕΧΕΙΣ ΠΩΛΗΣΟΝ ΚΑΙ ΔΕΥΡΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΜΟΙ∙ ΕΙ ΤΙΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΜΕ ΚΑΙ ΟΥ ΜΙΣΕΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΕΑΥΤΟΥ Ή ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ Ή ΤΑ ΤΕΚΝΑ Ή ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ Ή ΤΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ Ή ΤΑΣ ΟΙΚΙΑΣ, ΟΥ ΔΥΝΑΤΑΙ ΜΟΥ ΜΑΘΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ. ΚΑΙ ΟΣΤΙΣ ΟΥ ΒΑΣΤΑΖΕΙ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΕΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ, ΟΥ ΔΥΝΑΤΑΙ ΕΙΝΑΙ ΜΟΥ ΜΑΘΗΤΗΣ. ΑΠΑΡΝΗΣΟΥ ΕΑΥΤΟΝ, ΑΙΡΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΣΟΥ ΚΑΘ’ ΗΜΕΡΑΝ ΚΑΙ ΔΕΥΡΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΜΟΙ. Η ΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΡΑΤΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΚΑΙ ΝΑ ΕΚΤΕΛΩ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ. ΠΛΗΝ ΜΗ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΣΟΝ ΓΙΝΕΣΘΩ. Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΗΣΗ ΑΛΛΑ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Όλες αυτές οι αρχές εμφανίζονται και κάνουν την παρουσία τους στους ανθρώπους (οι οποίοι τις κοιτούν από την θέση μιας χαμηλότερης και ταπεινότερης αντιλήψεως που συλλαμβάνει την ζωή ως έκφραση του ορμέμφυτου ενθουσιασμού) λες και δεν έχουν καμίαν απ’ ευθείας εφαρμογή στην ζωή. Αυτές οι αρχές, ωστόσο, έπονται της Χριστιανικής θεωρίας της ζωής εξίσου λογικά, ομοίως με τις αρχές που επιβάλλουν να αποδίδει κανείς ένα κομμάτι των προσωπικών του κερδών προς την κοινότητα και να θυσιάζει την ζωή του για να αμυνθεί η πατρίδα του, οι οποίες έπονται της κρατικής θεωρίας της ζωής.
Όπως είπε ο άνθρωπος της παλαιάς και εφθαρμένης αντιλήψεως ζωής στον άγριο πρωτόγονο: Σκέψου, θυμήσου το παρελθόν! Η ζωή της ατομικότητάς σου δεν μπορεί να είναι αληθινή ζωή, διότι είναι μια ζωή άθλια και προσωρινή. Η ζωή, όμως, μιας κοινωνίας και διαδοχής ατόμων, οικογένειας, σπείρας, φυλής ή κράτους συνεχίζει και εξακολουθεί να βρίσκεται στην ζωή και, άρα, ένας άνθρωπος πρέπει να θυσιάζει την προσωπική του ατομικότητα για χάρη της ζωής της οικογένειας ή του κράτους.
Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μιλά το Χριστιανικό δόγμα στον άνθρωπο της κοινωνικής, κρατικής συλλήψεως στην ζωή: ΜΕΤΑΝΟΕΙ –όπερ εστί μεθερμηνευόμενο, θυμήσου το παρελθόν, ειδάλλως θα γίνεις ερείπια. Κατάλαβε ότι αυτή η τυχαία, προσωπική ζωή (η οποία τώρα έρχεται στην ύπαρξη και αύριο δεν υπάρχει πια) δεν μπορεί να έχει καμίαν μονιμότητα, ότι κανένα εξωτερικό μέσο, καμία κατασκευή δεν μπορεί να στερεωθεί ώστε να της δώσει αλληλουχία και μονιμότητα. Σκέψου και κατανόησε ότι η ζωή που ζεις δεν είναι πραγματική ζωή. Η ζωή της οικογένειας, της κοινωνίας, του κράτους δεν θα σε σώσει από την εκμηδένιση. Η αληθινή, η λογική ζωή είναι πιθανή μόνο για έναν άνθρωπο συμφώνως με το μέτρο κατά το οποίο μπορεί να συμμετέχει –όχι στην οικογένεια ή στο κράτος– αλλά στην πηγή της ζωής: στον Πατέρα∙ συμφώνως με το μέτρο στο οποίο μπορεί να συνενώσει και να εμβαπτίσει την ζωή του στην ζωή του Πατρός.
Αυτή, αναμφίβολα, είναι η Χριστιανική σύλληψη της ζωής, ορατή σε κάθε φράση του Ευαγγελίου.
Μπορεί να μην μοιράζεται κανείς οπτικά αυτήν την όραση της ζωής, μπορεί να την απορρίπτει κανείς ή μπορεί να δείχνει την έλλειψη ορθότητας και την σφαλερή της πλάνη αλλά δεν μπορούμε να κρίνουμε την Χριστιανική διδασκαλία χωρίς να κατέχουμε απόλυτα και κυριαρχικά αυτήν την θεωρία ζωής. Ακόμα λιγότερο μπορεί κανείς να ασκήσει κριτική επί ενός θέματος το οποίο βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο σε σφαίρα από ένα χαμηλότερο σημείο θέασης. Από την βάση και το θεμέλιο, δεν μπορεί κανείς να κρίνει επί του αποτελέσματος που θα επιφέρει η σπείρα.
Αυτό, ακριβώς, είναι όμως που επιχειρούν να κάνουν οι μορφωμένοι άνθρωποι σήμερα. Διότι μοιράζονται από κοινού την εσφαλμένη ιδέα, την πλάνη των ορθοδόξων πιστών πως κατέχουν ορισμένα αλάνθαστα μέσα για την διερεύνηση ενός ζητήματος. Φαντάζονται πως αν προχωρήσουν σε εφαρμογή των λεγομένων επιστημονικών μεθόδων κριτικής, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι το συμπέρασμά τους θα είναι ορθό.
Ο έλεγχος αυτός του υποκειμένου προς διαπραγμάτευση ζητήματος μέσω μιας φανταστικής, αλάνθαστης μεθόδου της επιστήμης είναι το πρωταρχικό εμπόδιο για την κατανόηση της Χριστιανικής θρησκείας εκ μέρους των απίστων ή αμφισβητιών της, δηλαδή των αυτοαποκαλουμένων μορφωμένων.
Από αυτό έπονται όλα τα λάθη που γίνονται:
από τους επιστημονικούς ανθρώπους ως προς την Χριστιανική θρησκεία –και, ιδίως, 2 περίεργες παρανοήσεις οι οποίες, κρυμμένες οπτικά, είναι αυτές (περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο) που τους εμποδίζουν την κατανόησή της/τους.
Η μια από τις παρανοήσεις αυτές είναι πως η Χριστιανική ηθική διδασκαλία δεν μπορεί να εκτελεστεί.
Επομένως, πως δεν έχει είτε καμίαν δύναμη απολύτως (δηλαδή, δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή ως κανόνας συμπεριφοράς και επικοινωνίας) είτε θα πρέπει να μεταμορφωθεί και να προσαρμοστεί στα όρια εντός των οποίων είναι πιθανή η εκπλήρωσή της, η ολοκλήρωσή της, στην κοινωνία μας.
Μια άλλη παρανόηση είναι πως το Χριστιανικό δόγμα αγάπης του Θεού –και, άρα, των υπηρεσιών του– είναι μια αποκεκρυμμένη, μυστική αρχή ή κανόνας που δεν παρέχει κανένα ορισμένο αντικείμενο για αγάπη και, κατ’ επέκτασιν, πρέπει να αντικατασταθεί από τις περισσότερο ακριβείς και κατανοήσιμες αρχές περί αγάπης των ανθρώπων και υπηρεσιών προς την ανθρωπότητα.
Η πρώτη παρανόηση, αυτή αναφορικά με το ότι είναι απίθανη η παρακολούθηση του κανόνα, είναι το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι άνθρωποι της κρατικής συλλήψεως της ζωής έχουν αυτήν την νοοτροπία ασυνείδητα επειδή την θεωρούν ως τον στάνταρντ εκείνον κανόνα και ως το κριτήριο εκείνο με βάση το οποίο κατευθύνει τους ανθρώπους η Χριστιανική θρησκεία ενώ, επίσης, θεωρούν την Χριστιανική αρχή της τελειοποίησης ως την αρχή αυτή με βάση την οποία πρέπει να διατάσσεται αυτή η μορφή ζωής. Νομίζουν –και λένε – πως είναι αδύνατη η παρακολούθηση της διδασκαλίας του Χριστού διότι η ολοκληρωτική εκπλήρωση όλων όσων απαιτούνται από αυτήν θα έθετε τέλος στην ζωή. «Εάν επρόκειτο ένας άνθρωπος να εκτελέσει όλα όσα διδάσκει ο Χριστός, θα κατέστρεφε την ζωή του και θα την μετέβαλλε σε ερείπια∙ και αν την εκτελούσαν όλοι οι άνθρωποι, τότε το ανθρώπινο γένος θα έφτανε στο τέλος του» λένε. «Αν δεν σκεφτόμαστε και δεν μεριμνούμε για το αύριο, με τι θα τραφούμε και τι θα πιούμε και τα αναγκαία με τα οποία θα ενδυθούμε, να μην αμυνόμαστε της ζωής μας ούτε να αντιστεκόμαστε στο κακό μέσω της βίας, να μην διακινδυνεύουμε την ζωή μας για τους άλλους και να τηρούμε τέλεια αγνότητα, τότε το ανθρώπινο γένος δεν μπορεί να υπάρχει» λένε.
Και έχουν τέλεια δίκιο αν παίρνουν την αρχή της τελειοποίησης που δίδεται από την διδασκαλία του Χριστού ως έναν κανόνα τον οποίον όλοι πρέπει και είναι δεσμευμένοι –ως υποκείμενα– να πληρώσουν (ακριβώς και με τις ίδιες αναλογίες όπως στις κρατικές αρχές της ζωής όλοι είναι υποκείμενοι στην εκτέλεση του κανόνα της πληρωμής φόρων, στήριξης των νόμων, κ.ο.κ.).
Η παρανόηση βασίζεται ακριβώς στο γεγονός ότι η διδασκαλία του Χριστού οδηγεί τους ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με την οδό εκείνη προς την οποία καθοδηγούν τους ανθρώπους οι εντολές που εδράζονται στο χαμηλότερο επίπεδο σύλληψης της ζωής (ή) η διδασκαλία του Χριστού καθοδηγεί τους ταπεινούς, ανθρώπους ηγέτες-οδηγούς στην ζωή.
Οι εντολές της κρατικής νοοτροπίας περί σύλληψης της ζωής απλώς οδηγούν τους ανθρώπους απαιτώντας από αυτούς μιαν αυστηρή και επακριβή εκπλήρωση των κανόνων ή των νόμων.
Η διδασκαλία του Χριστού καθοδηγεί τους ανθρώπους, κατευθύνοντάς τους προς την άπειρη τελειοποίηση του Πατρός του εν ουρανοίς για την οποία κάθε άνθρωπος αγωνίζεται ανεξάρτητα και εκουσίως –όποιος κι αν είναι ο βαθμός αυτής της ατέλειας στο παρόν.
Η παρανόηση των ανθρώπων που κρίνουν την Χριστιανική αρχή διδασκαλίας από την οπτική γωνία των κρατικών κανόνων και αρχών εστιάζεται στο γεγονός ότι (υποτεθείστω πως η τελειοποίηση στην οποία δείχνει ο Χριστός μπορεί πλήρως να επιτευχθεί) αυτοί ακόμα αναρωτιούνται: ποιό θα είναι το αποτέλεσμα αν όλα αυτά εφαρμοστούν; (λες και είναι το ίδιο με το να βάζει υποθετικά κανείς το ερώτημα αν θα εκτελεστούν οι νόμοι του κράτους)!
Αυτή η υπόθεση δεν είναι εφικτή διότι η τελειοποίηση που τίθεται ως στόχος για τους Χριστιανούς είναι απεριόριστη και δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί. Ο Χριστός θέτει αυτόν τον κανόνα του έχοντας υπ’ όψιν του ότι η απόλυτη τελειοποίηση είναι αδύνατη και δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί αλλά και ότι η στροφή προς την απόλυτη, άπειρη τελειοποίηση θα συνεχίσει διαρκώς να αυξάνει την ευλογία των ανθρώπων και ότι, εκ τούτου του γεγονότος, αυτή η ευλογία μπορεί να αυξάνεται ως το άπειρο.
Ο Χριστός διδάσκει όχι αγγέλους αλλά ανθρώπους, ζώντες και κινουμένους στο επίπεδο της ζωϊκής ύπαρξης. Και, ως εκ τούτου, αυτή η ζωϊκή δύναμη λόγου χάρη –οιονεί– του κινήματος του Χριστού όπως ακριβώς ήταν στο παρελθόν εφαρμόζει την νέα δύναμη: την αναγνώριση της Θείας τελειοποιήσεως.
Εκ τούτου του γεγονότος, διευθύνει το κίνημα μέσω της συνισταμένης, της εξαγομένης αυτών των 2 δυνάμεων.
Οιονεί, μοιάζει το να προβλέπει κανείς ότι η ανθρώπινη ζωή μπουσουλά προς την κατεύθυνση στην οποίαν έθεσε τον δείκτη ο Χριστός όπως μοιάζει το να προβλέπει κανείς ότι ένα μικρό πλοιάριο που μόλις ισορροπεί στην επιφάνεια ενός λυσσασμένου ποταμού και διευθύνει την πορεία του σχεδόν επακριβώς ενάντια στο ρεύμα θα προχωρήσει προοδευτικά σε αυτήν την διεύθυνση.
Ο Χριστός αναγνωρίζει την ύπαρξη αμφοτέρων των 2 πλευρών του παραλληλογράμμου, των 2 αιωνίων άφθαρτων και αδιαφθόρων δυνάμεων από τις οποίες συντίθεται η ζωή του ανθρώπου: είναι η δύναμη της ζωϊκής φύσεως και η δύναμη της συνειδητοποίησης της σύνδεσης και συγγενείας εξ αίματος με τον Θεό.
Δίχως να λέει τίποτε περί της ζωϊκής ισχύος που αυτοεπιβεβαιώνεται, παραμένει πάντοτε ο ίδιος και είναι, ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ, ανεξάρτητος από την ανθρώπινη βούληση, ο Χριστός μιλά μόνο για την Θεία εξουσία, (η οποία) καλεί τον άνθρωπο να την γνωρίσει έτι πλησιέστερον, να την απελευθερώσει ακόμα περισσότερο σε σχέση με ό,τι την καθυστερεί και να την μεταφέρει σε έναν υψηλότερο βαθμό εντάσεως. Κατά την διάρκεια της απελευθέρωσης, της ενισχύσεως της δυνάμεως αυτής –η πραγματική ζωή του ανθρώπου, σύμφωνα με την διδασκαλία του Χριστού, σχηματίζεται ως συνισταμένη.
Η πραγματική ζωή (συμφώνως με τις προγενέστερες θρησκείες) συνίσταται στην εκτέλεση κανόνων, του νόμου.
Συμφώνως με την διδασκαλία του Χριστού, συνίσταται σε μιαν εσσαεί στενότερη προσέγγιση και εγγύτητα προς την θεϊκή τελειοποίηση που εκ των προτέρων έχει ως στόχο κάθε άνθρωπος και έχει αναγνωριστεί στα μύχια του κάθε ανθρώπου προσωπικά ώστε να επιτευχθεί μια εσσαεί στενότερη και πλησιέστερη εξοικείωση με την τέλεια ένωση της βούλησής του με το θέλημα του Θεού, μια ένωση προς την οποία στρέφεται ο άνθρωπος (και η οποία αν επιτευχθεί σε βαθμό τήξης θα σημάνει την καταστροφή της ζωής όπως την γνωρίζουμε).
Η θεϊκή τελειοποίηση είναι το ασύμπτωτον της ανθρώπινης ζωής προς την οποία αυτή αενάως στρέφεται και αϊδίως προσεγγίζει, αν και μπορεί να αγγιχθεί μόνον ως άπειρη.
Η Χριστιανική θρησκεία μοιάζει να εξαιρεί την πιθανότητα ζωής μόνο και μόνον όταν οι άνθρωποι κάνουν το λάθος να εκλαμβάνουν την υπόδειξη με το δάκτυλο ενός ιδεώδους σαν τον ορισμό ενός κανόνα. Μόνο τότε είναι που οι αρχές που παρουσιάστηκαν με την διδασκαλία του Χριστού εμφανίζονται να είναι καταστροφικές της ζωής.
Αντιθέτως –αυτές οι αρχές είναι οι μόνες που καθιστούν την πραγματικήν, αληθινή ζωή εφικτή. Δίχως τις αρχές αυτές, η αληθινή ζωή δεν θα μπορούσε να είναι εφικτή.
«Δεν θα πρέπει κανείς να έχει μεγάλες προσδοκίες», είναι αυτό το οποίο λένε –το σύνηθες– οι άνθρωποι συζητώντας τα απαιτούμενα της Χριστιανικής θρησκείας. «Δεν μπορεί να περιμένει κανείς και να έχει την απαίτηση να μην μεριμνά για το αύριο, όπως λέγεται στο Ευαγγέλιο, αλλά απλώς και μόνο να μην το σκέφτεται και πολύ. Δεν μπορεί κανείς να τα δίνει όλα στους φτωχούς αλλά πρέπει να παραδίδει ένα συγκεκριμένο, ορισμένο κομμάτι. Δεν πρέπει κανείς να στοχεύει στην παρθενία αλλά πρέπει να αποφεύγει την αποπλάνηση. Δεν πρέπει να απαρνείται γυναίκα και παιδιά αλλά ούτε πρέπει να τους δίδει και τόσο μεγάλο μέρος στην καρδιά του» κ.ο.κ. Μα, το να μιλά κανείς έτσι είναι όμοιο ακριβώς σαν να λέει σε έναν άνθρωπο που ήδη παλεύει μέσα σε ταχύ ρεύμα ποταμού και διευθύνει την πορεία του ενάντια στο ρεύμα πως είναι απίθανη η διάσχιση του ποταμού ενάντια στο ρεύμα και πως, για να τον διασχίσει, πρέπει να αφεθεί να επιπλέει στην κατεύθυνση όπου βρίσκεται το σημείο εκείνο που θέλει να προσεγγίσει.
Στην πραγματικότητα, για να έλθει πλησίον σε αυτό το σημείο και να φθάσει στον τόπο που επιθυμεί, πρέπει να κοπιάσει με όλην του την δύναμη για να αγγίξει ένα σημείο πολύ ψηλότερα.
Αν αφεθούν τα απαιτούμενα του ιδεώδους (ακόμα και ως ενός ιδεώδους μέσου), αυτό σημαίνει όχι μόνον ελάττωση της πιθανότητας τελειοποιήσεως αλλά και τερματισμό του ιδίου του ιδεώδους.
Το ιδεώδες αυτό το οποίο έχει επιρροή και δύναμη επί των ανθρώπων δεν είναι ένα ιδεώδες που έχει εφεύρει κάποιος αλλά το ιδεώδες που κάθε άνθρωπος φέρει εντός της ψυχής του. Μόνο αυτό το ιδεώδες της τέλειας και απείρου τελειοποιήσεως έχει ισχύ επί των ανθρώπων και τους παρακινεί σε πράξεις.
Μια μετριοπαθής τελειοποίηση χάνει την δύναμή της ως προς την επιρροή στην καρδιά των ανθρώπων.
Η διδασκαλία του Χριστού έχει ισχύ μόνον όταν απαιτεί απόλυτη τελειοποίηση –δηλαδή, την συνένωση της θεϊκής φύσεως που υπάρχει στην ψυχή κάθε ανθρώπου με την βούληση του Θεού– και ισοδυναμεί με την ένωση του Yϊού και του Πατρός.
Η ζωή, σύμφωνα με την διδασκαλία του Χριστού, συνίσταται: πρώτον, σε αυτήν την απελευθέρωση (από την ζωϊκή ύπαρξη) του Υϊού του Θεού που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο και, δεύτερον, στην επίτευξη της εγγύτητάς του προς τον Πατέρα. Η ζωϊκή ύπαρξη ενός ανθρώπου δεν συνθέτει από μόνη της ανθρώπινη ζωή. Η ζωή, σύμφωνα με την βούληση του Θεού –και κατ’ αποκλειστικότητα σύμφωνα με αυτήν– δεν είναι ούτε κι αυτή ανθρώπινη ζωή. Η ανθρώπινη ζωή είναι ένας συνδυασμός της ζωϊκής και της θεϊκής. Και όσο περισσότερο αυτός ο συνδυασμός προσεγγίζει εγγύτερον στην θεϊκή ζωή, τόσο περισσότερο υπάρχει ζωή. Η ζωή, σύμφωνα με την Χριστιανική θρησκεία, είναι μια πρόοδος προς την θεϊκή τελειοποίηση. Καμιά συνθήκη ή προϋπόθεση –σύμφωνα με αυτό το δόγμα– δεν μπορεί να είναι υψηλότερα ή χαμηλότερα από μιαν άλλη. Κάθε συνθήκη –σύμφωνα με αυτό το δόγμα– αποτελεί απλώς ένα ιδιαίτερο στάδιο (το οποίο δεν έχει καμίαν επίπτωση αφ’ εαυτού) προς την οδό της ακατόρθωτης τελειοποιήσεως και άρα, από μόνη της, δεν υποννοεί έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ζωής. Η άνοδος επιπέδου ζωής –σύμφωνα με αυτό– δεν εντοπίζεται σε τίποτε άλλο παρά στην επιτάχυνση/εγρήγορση της προόδου προς την τελειοποίηση.
Και, επομένως, η πρόοδος προς την τελειοποίηση του αρχιτελώνη Ζακχαίου, της εν πολλαίας αμαρτίαις περιπεσούσης γυναικός και του κακούργου ληστή του σταυρού υποννοούν έναν ανώτερο βαθμό στην ζωή σε σχέση με την στάσιμη, ακινητοποιημένη ορθότητα του Φαρισαίου.
Άρα, για την θρησκεία αυτή δεν μπορεί να υπάρχουν κανόνες υποχρεωτικοί για να υπακούει.
Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, πιο ταπεινό, αλλά κινείται εμπρός προς την τελειοποίηση ζει μιαν ζωή πιο ηθική, καλύτερη, και μεταφέρει κι εκτελεί πληρέστερα την διδασκαλία του Χριστού σε σύγκριση με τον άνθρωπο που βρίσκεται σε ένα αρκετά υψηλότερο και υπερήφανο σημείο ηθικής αλλά δεν κινείται εμπρός προς την τελειοποίηση.
Είναι υπό την έννοιαν αυτή που ο χαμένος αμνός είναι πλέον αγαπητός στον Πατέρα σε σχέση με αυτούς που δεν απωλέστηκαν. Ο άσωτος υϊός, το χαμένο τάλαντο και βρέθηκε εκ νέου, ήταν όλα πιο πολύτιμα σε σύγκριση με αυτά που δεν είχαν απωλεστεί.
Η εκπλήρωση της διδασκαλίας του Χριστού συνίσταται στην απομάκρυνση από τον εαυτό –προς τον Θεό.
Είναι φανερό ότι δεν μπορούν να υπάρχουν οριστικοί, δεδομένοι νόμοι και κανόνες για αυτήν την εκπλήρωση της διδασκαλίας. Κάθε βαθμός τελειοποιήσεως και κάθε βαθμός ατέλειας είναι ισότιμοι σε αυτήν∙ καμία υπακοή σε νόμους είναι αυτό που αποτελεί εκπλήρωση αυτού το δόγματος –και, άρα, δεν μπορεί να υπάρχουν για αυτό δεσμευτικοί κανόνες και νόμοι.
Από αυτήν την θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στην θρησκεία του Χριστού και όλων των προγενεστέρων θρησκειών που βασίζονταν στην κρατική νοοτροπία σύλληψης της ζωής, έπεται μια αντίστοιχη (και ανταποκρινόμενη προς την παραπάνω) διαφορά ανάμεσα στις εξειδικευμένες εντολές της θεωρίας του κράτους και στις Χριστιανικές εντολές.
Οι εντολές, τα εντάλματα, της κρατικής θεωρίας σύλληψης της ζωής δίνουν έμφαση –κατά κύριο λόγο– σε ορισμένες πρακτικές διαταγών για πράξεις, μέσω των οποίων οι άνθρωποι αποκτούν δικαιολόγηση και ασφάλεια πως είναι ορθοί, σωστοί.
Οι Χριστιανικές εντολές (η εντολή της αγάπης δεν είναι μια εντολή υπό την αυστηρή έννοια της λέξεως αλλά η έκφραση της ίδιας της θρησκείας, κατ’ εξοχήν) είναι οι 5 εντολές της Επί του Όρους Ομιλίας –όλες αρνητικές σε χαρακτήρα. Αυτές δείχνουν μόνο τι επιτρέπεται να μην κάνουν οι άνθρωποι, σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Οι 5 εντολές είναι –οιονεί– ακριβώς όπως ήταν στο παρελθόν τα συμβολικά σημάδια στην ατελεύτητη οδό προς την τελειοποίηση αυτή προς την οποία κινείται η ανθρωπότητα και δείχνουν το σημείο της τελειοποιήσεως που είναι εφικτή σε μιαν συγκεκριμένη περίοδο στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας.
Ο Χριστός έχει δώσει έκφραση στην Ομιλία Επί του Όρους στο αιώνιο ιδεώδες της ευφυΐας προς το οποίο οι άνθρωποι αγωνίζονται με αυθορμητισμό να προσεγγίσουν αλλά και έχει δώσει τον βαθμό της επιτυχούς επίτευξής του στον οποίο μπορούν οι άνθρωποι να φτάσουν στην εποχή μας.
Το ιδεώδες δεν είναι να επιθυμεί κανείς να κάνει κακό σε κανέναν, να μην προκαλεί κανείς την κακή βούληση των άλλων, να αγαπά κανείς όλους τους ανθρώπους. Ο τύπος της εντολής –η οποία δείχνει το επίπεδο κάτω από το οποίο δεν πρέπει να πέσουμε στην πορεία επίτευξης αυτού του ιδεώδους– είναι η απαγόρευση της ύβρεως ως εξύβρισης και της πρόκλησης του κακού.
Αυτή είναι η πρώτη εντολή.
Το ιδεώδες είναι η τέλεια αγνεία, ακόμα και στην σκέψη.
Ο τύπος της εντολής (δείχνει το επίπεδο κάτω από το οποίο δεν πρέπει να πέσουμε στην επίτευξη αυτού του ιδεώδους) είναι η αγνότητα της συζυγικής ζωής και η αποφυγή της εκλύσεως των ηθών.
Αυτή είναι η δεύτερη εντολή.
Το ιδεώδες είναι να μην μεριμνούμε και να μην σκεφτόμαστε για το μέλλον, να ζούμε την παρούσα στιγμή.
Ο τύπος της εντολής –δείχνει το επίπεδο κάτω από το οποίο δεν επιτρέπεται να πέσουμε– είναι η απαγόρευση της ύβρεως ως αρχής και της υπόσχεσης του ο,τιδήποτε για το μέλλον.
Αυτή είναι η τρίτη εντολή.
Το ιδεώδες είναι ποτέ και για κανέναν λόγο να μην χρησιμοποιούμε δύναμη και βία. Ο τύπος της εντολής δείχνει το επίπεδο κάτω από το οποίο δεν μπορούμε να πέσουμε και εστιάζεται στο να ανταποδίδουμε το κακό –με καλό, να είμαστε υπομονετικοί ακόμα και όταν αδικούμαστε [(ή) να είμαστε ασθενείς ακόμα και όταν δεν υπάρχει κανένας λόγος], να αποδίδουμε τα ιμάτιά μας. Αυτή είναι η τέταρτη εντολή.
Το ιδεώδες είναι να αγαπούμε τους εχθρούς που μας μισούν.
Ο τύπος της εντολής δείχνει το επίπεδο κάτω από το οποίο δεν πρέπει να πέσουμε είναι να μην κάνουμε κακό στους εχθρούς μας, να μιλούμε με καλό τρόπο για αυτούς και να μην κάνουμε καμιάν διάκριση ανάμεσα σε αυτούς και στους πλησίον μας.
Όλοι αυτοί οι τύποι των εντολών είναι ενδείξεις για το τι είμαστε ήδη έτοιμοι –στο ταξίδι μας προς την τελειοποίηση– να αποφύγουμε πλήρως και για το τι πρέπει να κοπιάσουμε να επιτύχουμε τώρα που οφείλουμε να τις μεταφράσουμε, ανά βαθμούς, ώστε να γίνουν διακριτικά μας γνωρίσματα και ασυνείδητες έξεις. Αυτοί οι τύποι εντολών, όμως –πολύ πέραν από το να συνθέτουν το σύνολο της διδασκαλίας του Χριστού και να την εξαντλούν– είναι απλώς και μόνο στάδια στην οδό προς την τελειοποίηση.
Αυτοί οι τύποι πρέπει και πρόκειται να ακολουθηθούν από ολοένα υψηλότερες και υψηλότερες εντολές στην οδό προς την τελειοποίηση που στηρίζει η θρησκεία.
Είναι, κατ’ ακολουθίαν, ένα ουσιαστικό κομμάτι της Χριστιανικής θρησκείας να θέτει αξιώσεις υψηλότερες από αυτές που εκφράζονται στις φόρμουλες ενώ, ταυτόχρονα, να μην υποβαθμίζει τις απαιτήσεις είτε προς το ιδεώδες το ίδιο είτε των τύπων, όπως φαντάζονται οι άνθρωποι που την κρίνουν από το σημείο θέασης της κοινωνικής αντίληψης της ζωής.
Αυτά ισχύουν για μία παρανόηση των επιστημονικών ανθρώπων, σε σχέση με την μεταφορική σημασία και τον σκοπό της διδασκαλίας του Χριστού.
Μια άλλη παρανόηση η οποία εμφανίζεται από την ίδια πηγή είναι αυτή της αντικατάστασης της αγάπης των ανθρώπων και της υπηρεσίας προς την ανθρωπότητα με τις Χριστιανικές αρχές της αγάπης προς τον Θεό –και της υπηρεσίας του.
Το Χριστιανικό δόγμα που λέει να αγαπάς τον Θεό και να τον υπηρετείς (και μόνον ως ένα αποτέλεσμα αυτής της αγάπης να αγαπά και να υπηρετεί τον πλησίον του κανείς) φαίνεται στους επιστημονικούς ανθρώπους απόκρυφο, μυστικό –και αυθαίρετο. Είναι σίγουρο ότι θα αφαιρούσαν εξ ολοκλήρου την υποχρέωση της αγάπης και της υπηρεσίας και του Θεού ακόμα υποστηρίζοντας πως το δόγμα της αγάπης προς τους ανθρώπους και της αγάπης μόνο της ανθρωπότητας είναι πολύ πιο ξεκάθαρο, σαφές, απτό και λογικό.
Οι επιστημονικοί άνθρωποι διδάσκουν στην θεωρία πως η μοναδική καλή και λογική ζωή είναι αυτή η οποία είναι αφιερωμένη στην υπηρεσία του συνόλου, ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτή είναι –κατά τους ίδιους– η μεταφορική σημασία του Χριστιανικού δόγματος και σε αυτό μειώνουν και συρρικνώνουν την διδασκαλία του Χριστού. Αναζητούν επιβεβαίωση του δικού τους, ατομικού δόγματος στο Ευαγγέλιο βάζοντας την υπόθεση πως τα 2 δόγματα είναι στην πραγματικότητα όμοια.
Η ιδέα αυτή είναι απολύτως λάθος.
Το Χριστιανικό δόγμα δεν έχει τίποτα κοινό με το δόγμα των Θετικιστών, των Κομμουνιστών και όλων των αποστόλων της οικουμενικής, παγκόσμιας αδελφοσύνης του ανθρωπίνου γένους, ακόμα και επί της βάσεως ότι αυτή η μορφή αδελφοσύνης υπέρ της ανθρωπότητας έχει εν γένει πλεονεκτήματα. Διαφέρουν το ένα με το άλλο εξειδικευμένως ως προς το ότι η Χριστιανοσύνη έχει μιαν σταθερή, ακλόνητη και ξεκάθαρη βάση εντός της ανθρώπινης ψυχής –ενώ η αγάπη υπέρ της ανθρωπότητας είναι μόνο μια θεωρητική επαγωγή που έχει εξαχθεί μέσω αναλογιών.
Το δόγμα της αγάπης για την ανθρωπότητα μόνον είναι βασισμένο στην κοινωνική αντίληψη περί ζωής.
Η ουσία της κοινωνικής αντίληψης της ζωής συνίσταται στην μεταβίβαση και εκχώρηση του σκοπού της ατομικής ζωής στην ζωή των κοινωνιών ατόμων: οικογένειας, φατρίας, σπείρας, φυλής ή κράτους. Αυτή η μεταφορά επιτυγχάνεται εύκολα και φυσικά στις αρχικές μορφές της, στην μεταβίβαση του σκοπού της ζωής από το άτομο προς την οικογένεια και την φατρία. Η εκχώρηση προς την φυλή ή το έθνος είναι περισσότερο δύσκολη και απαιτεί ειδική εξάσκηση και εκπαίδευση. Και το ακραίο όριο στο οποίο αυτή η διαδικασία μπορεί να φτάσει είναι η παράδοση των αισθημάτων στο κράτος.
Είναι φυσικό σε όλους τους ανθρώπους να αγαπούν τον εαυτό τους –και κανείς δεν χρειάζεται ενθάρρυνση για να το κάνει. Είναι φυσικό σε όλους τους ανθρώπους να αγαπούν την ομάδα που τους υποστηρίζει και τους προστατεύει, να αγαπούν την γυναίκα τους, την απόλαυση και χαρά και βοήθεια που προσφέρεται στην ύπαρξη κάποιου, στα παιδιά του, την ελπίδα και την παρηγόρια στην ζωή τους αλλά και τους γονείς που έχουν παράσχει την ζωή και την εκπαίδευση.
Είναι όμορφη –και συναντάται συχνά– αυτή η αγάπη, αν και είναι πολύ μακριά από το να έχει την ίδια δύναμη με την αγάπη του εαυτού.
Η αγάπη –για χάρη του ιδίου του ατόμου, μέσω προσωπικής υπερηφάνειας– της φυλής του, του έθνους του, παρ’ όλα αυτά είναι κοινή, αν και όχι τόσο φυσική. Η αγάπη του προσωπικού λαού κάποιου –με τον οποίον έχει το ίδιο αίμα, της ίδιας γλώσσας και της ίδιας θρησκείας με αυτήν του εαυτού του ατόμου είναι εφικτή, αν και είναι πολύ μακριά από το να είναι τόσο ισχυρή όσο η αγάπη του ιδίου του εαυτού ή η αγάπη της οικογένειας ή της φατρίας. Η αγάπη, όμως, για ένα κράτος –όπως η Τουρκία, η Γερμανία, η Αγγλία, η Αυστρία ή η Ρωσσία μαζί– είναι σχεδόν απίθανη.
Αν και γίνεται προσπάθεια να εντυπωθεί εγχάρακτα με ζήλο, αποτελεί μόνο μιαν αίσθηση φανταστική∙ δεν έχει καμίαν ύπαρξη στην πραγματικότητα.
Είναι σε αυτό το όριο που σταματά η δύναμη του ανθρώπου να μεταφέρει αλλού το ενδιαφέρον του, οπότε δεν μπορεί να αισθάνεται κανένα άμεσο και ευθύ αίσθημα για αυτήν την φανταστική οντότητα.
Οι Θετικιστές, όμως –και όλοι οι απόστολοι της αδελφότητας επί επιστημονικών αρχών και κανόνων (χωρίς να λάβουν υπόψη την εξασθένηση της συναίσθησης σε αναλογίες με την προέκταση του αντικειμένου της), αντλούν περαιτέρω πορίσματα κατ’ επαγωγήν και θεωρητικά –στην ίδια κατεύθυνση.
«Αφού» λένε «θεωρήθηκε πλεονέκτημα υπέρ του ατόμου η επέκταση του προσωπικού του συμφέροντος προς την οικογένεια, την φυλή και, κατά συνέπεια, προς το έθνος και προς το κράτος, θα ήταν ακόμα πιο πλεονέκτημα/πλεονεκτικό να εκτείνει το συμφέρον του από τις κοινωνίες των ατόμων προς το σύνολο της ανθρωπότητας κι έτσι να ζήσουν όλοι καλά –όπως όλοι οι άνθρωποι ζουν για την οικογένεια ή το κράτος– όλοι να ζήσουν καλά για χάρη της ανθρωπότητας». Θεωρητικά έπεται εξ αυτών, πράγματι, πως έχοντας εκτείνει την αγάπη και το ενδιαφέρον για την προσωπικότητα προς το συμφέρον της οικογένειας, της φυλής και –δια τούτου– προς το έθνος και προς το κράτος, θα ήταν τέλεια λογικό για τους ανθρώπους να σωθούν από τις διαμάχες και τις ατυχίες που προκύπτουν από την διαίρεση της ανθρωπότητας σε έθνη και κράτη (μέσω επέκτασης της αγάπης τους) προς το σύνολο της ανθρωπότητας. Πολύ λογικό θα ‘ταν αυτό –και θεωρητικά τίποτε δεν θα φαινόταν περισσότερο φυσικό στους συνηγόρους του οι οποίοι δεν παρατηρούν∙ δεν παρατηρούν ότι η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που μπορεί κανείς να αισθάνεται ή όχι, αλλά είναι άχρηστο να αποκτά συνηγόρους.
Άλλωστε, η αγάπη πρέπει να έχει ένα αντικείμενο και δεν είναι αντικείμενο η ανθρωπότητα. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κατασκευή της φαντασίας.
Η οικογένεια, η φυλή, ακόμα και το κράτος δεν εφευρέθηκαν από τους ανθρώπους αλλά διαμορφώθηκαν και σχηματίστηκαν αφ’ εαυτών αυθόρμητα, όπως οι λόφοι των μυρμηγκοφωλιών ή οι κυψέλες των μελισσών –και έχουν μιαν ύπαρξη πραγματική.
Ο άνθρωπος ο οποίος αγαπά την οικογένειά του για χάρη της προσωπικής του ζωϊκής προσωπικότητας, ξέρει ποιους αγαπά: την Άννα, την Ντόλλυ, τον Ιωάννη, τον Πέτρο κ.ο.κ.
Ο άνθρωπος που αγαπά και υπερηφανεύεται για την φυλή του, ξέρει ότι αγαπά όλους τους Γουέλφους ή όλους τους Γιβελλήνους ενώ ο άνθρωπος που αγαπά το κράτος ξέρει ότι αγαπά την Γαλλία συνδεδεμένη με τον Ρήνο, τα Πυρηναία και την πρωτεύουσα του Πριγκηπάτου, Παρίσι –την ιστορία του κ.ο.κ.
Ο άνθρωπος που αγαπά την ανθρωπότητα –τί αγαπά;
Υπάρχει κάτι που λέγεται κράτος, όπως κι ένα έθνος∙ υπάρχει η αφηρημένη κατασκευή του ανθρώπου∙ όμως, η ανθρωπότητα ως μια ιδέα στέρεα, συγκεκριμένη, δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει.
Η ανθρωπότητα!
Πού είναι ο ορισμός της ανθρωπότητας;
Πού τελειώνει και πού αρχίζει; Τελειώνει η ανθρωπότητα με τον πρωτόγονο άγριο, τον ιδιώτη/ηλίθιο, τον διψομανιακό ή τον παρανοϊκό; Αν τραβήξουμε μιαν γραμμή που να εξαιρεί την ανθρωπότητα τους πιο ταπεινούς αντιπροσώπους της, πού ακριβώς θα αρχίσουμε να την σχεδιάζουμε την γραμμή; Θα εξαιρέσουμε τους νέγρους/νεκρούς όπως οι Αμερικανοί ή τους Ινδούς όπως μερικοί Άγγλοι ή τους Εβραίους, σαν μερικούς άλλους; Εάν συμπεριλάβουμε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως, γιατί να μην συμπεριλάβουμε και τις ανώτερες μορφές ζώων, πολλά εκ των οποίων είναι ανώτερα από τα χαμηλότερα δείγματα της ανθρώπινης φυλής;
Δεν ξέρουμε τίποτα για την ανθρωπότητα ως ένα αιώνιο αντικείμενο –ούτε ξέρουμε τίποτε για τα όριά της. Η ανθρωπότητα είναι ένα όραμα, μια κατασκευή της φαντασίας –είναι απίθανη η αγάπη της.
Θα ‘ταν, ομολογουμένως, πολύ συμφέρον εάν οι άνθρωποι μπορούσαν να αγαπούν την ανθρωπότητα ακριβώς και με τις ίδιες αναλογίες όπως αγαπούν την οικογένειά τους. Θα ‘ταν πολύ συμφέρον, καθώς υποστηρίζουν και συνηγορούν οι Κομμουνιστές, να ανατραπεί η ανταγωνιστική, ατομικιστική οργάνωση των πράξεων των ανθρώπων από μιαν κοινωνική, οικουμενική οργάνωση ώστε ο καθένας να εργάζεται για όλους και όλοι να εργάζονται για τον έναν.
Μόνο –που δεν υπάρχουν κίνητρα, μοτίβα, ελατήρια για να καθοδηγούν τους ανθρώπους να το κάνουν.
Οι Θετικιστές, οι Κομμουνιστές και όλοι συλλήβδην οι απόστολοι της αδελφότητας επί της βάσεως των επιστημονικών αρχών συνηγορούν υπέρ της επέκτασης στο σύνολο της ανθρωπότητας της αγάπης που αισθάνονται οι άνθρωποι προς τον εαυτό τους για τις οικογένειές τους και για το κράτος [(ή) επί της βάσεως των επιστημονικών αρχών συνηγορούν (ή) υπέρ της επέκτασης της ανθρωπότητας της αγάπης].
Ξεχνούν ότι η αγάπη περί της οποίας συζητούν είναι μια αγάπη προσωπική που θα μπορούσε να εξαπλωθεί –υπό μιαν σπάνια, λεπταίσθητη μορφή– για να αγκαλιάσει όλην την χώρα στην οποία γεννήθηκε ένας άνθρωπος αλλά η οποία εξαφανίζεται από τα μάτια πριν μπορέσει να ενθυλακώσει ένα τεχνητό κράτος όπως η Αυστρία, η Αγγλία ή η Τουρκία ενώ εμείς δεν μπορούμε καν την συλλάβουμε στην διάνοιά μας σε σχέση με όλη την ανθρωπότητα, καθώς είναι μια απολύτως μυστική σύλληψη.
«Ένας άνθρωπος αγαπά τον εαυτό του (την ζωϊκή του προσωπικότητα), αγαπά την οικογένειά του, αγαπά ακόμα και την γενέθλια χώρα του. Γιατί να μην αγαπά και την ανθρωπότητα; Αυτό θα ‘ταν εξαίρετο και τέλειο! Και, όλως τυχαίως, είναι αυτό ακριβώς το οποίο διδάσκεται από τον Χριστιανισμό», έτσι σκέφτονται οι συνήγοροι και υπερασπιστές της Θετικιστικής, Κομμουνιστικής ή Σοσιαλιστικής αδελφότητας.
Θα’ ταν, πράγματι, εξαίρετο και τέλειο!
Μόνο –που δεν μπορεί να είναι (διότι, η αγάπη που βασίζεται σε μιαν προσωπική ή κοινωνική αντίληψη περί της ζωής δεν μπορεί ποτέ να εγερθεί και να υψωθεί πέραν της αγάπης για το κράτος).
Η σοφιστεία και η πλάνη του επιχειρήματος έγκειται στο γεγονός ότι η κοινωνική αντίληψη για την ζωή (στην οποία εδράζεται η αγάπη για την οικογένεια και το έθνος) μένει εκεί, στο επίπεδο της αγάπης του εαυτού, ενώ αδυνατίζει και εξασθενεί καθώς από τον εαυτό επεκτείνεται προς την οικογένεια, την φυλή, την εθνικότητα και το κράτος, όπου φθάνουμε στο απώτατο όριο πέραν από το οποίο δεν μπορεί να προχωρήσει.
Η ανάγκη να εξαπλωθεί η σφαίρα της αγάπης είναι πέραν κάθε αμφιβολίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η πιθανότητα αυτής της μορφής αγάπης καταστρέφεται από την ανάγκη να εξαπλώνεται το αντικείμενό της αορίστως. Οπότε, γίνεται έκδηλη και φανερή η ανεπάρκεια της προσωπικής, ανθρώπινης αγάπης.
Και εδώ είναι που οι συνήγοροι της Θετικιστικής, Κομμουνιστικής, Σοσιαλιστικής αδελφότητας και της αδελφοσύνης προτείνουν να προσεταιριστούμε την Χριστιανική αγάπη ώστε να επανορθώσουμε τα ελλείμματα αυτής της χρεοκοπημένης ανθρώπινης αγάπης (προτείνουν, όμως, την Χριστιανική αγάπη μόνο στα εξαγόμενα και στα αποτελέσματά της, όχι στις βάσεις ιδρύσεώς της).
Προτείνουν αγάπη μόνο για την ανθρωπότητα, ξέχωρα από την αγάπη για τον Θεό. Αυτή η μορφή αγάπης, όμως, δεν μπορεί να υπάρχει. Δεν υπάρχει κανένα κίνητρο, μοτίβο, ελατήριο ώστε να παραχθεί.
Η Χριστιανική αγάπη είναι το αποτέλεσμα αποκλειστικώς και μόνο της Χριστιανικής σύλληψης της ζωής, για την οποία ο σκοπός της ζωής είναι η αγάπη και η υπηρεσία προς τον Θεό.
Η κοινωνική αντίληψη περί της ζωής είναι αυτή που έχει οδηγήσει τους ανθρώπους (μέσω μιας φυσικής μετάβασης από την αγάπη του εαυτού και μετά προς αυτήν της οικογένειας, της φυλής, του έθνους και του κράτους) σε μιαν συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της αγάπης για την ανθρωπότητα: αυτή είναι μια αντίληψη που δεν έχει καθορισμένα όρια και επεκτείνεται σε όλα τα ζωντανά πράγματα. Είναι μια αναγκαιότητα για αγάπη προς ό,τι δεν ξυπνά καμιάν μορφή συναισθήματος σε έναν άνθρωπο∙ το να υπάρχει αυτή σε έναν άνθρωπο είναι μια αντίφαση, ένα παράδοξο, που δεν μπορεί να επιλυθεί από την κοινωνική θεωρία περί της ζωής.
Το Χριστιανικό δόγμα στην πλήρη του σημασία και σημασιοδότηση είναι το μόνο που μπορεί να την/το επιλύσει, δίνοντας ένα νέο νόημα στην ζωή.
Ο Χριστιανισμός αναγνωρίζει την αγάπη προς τον εαυτό, την οικογένεια, το έθνος και την ανθρωπότητα (και όχι μόνο την ανθρωπότητα εν γένει αλλά και ειδικότερα, κάθε ζωντανό, κάθε υπαρκτό). Παραδέχεται την ανάγκη για μιαν άπειρη προέκταση της σφαίρας της αγάπης.
Το αντικείμενο της αγάπης αυτής, όμως, δεν βρίσκεται εκτός –σε κοινωνίες ατόμων ούτε στον εξωτερικό κόσμο– αλλά εντός του εαυτού, στον θεϊκό εαυτό του οποίου η ουσία είναι αυτή η κατ’ εξοχήν αγάπη (όπου το ζώο, ζωντανό και έμψυχο, καταφέρνει να αισθανθεί την ανάγκη της μέσω της συνειδητοποίησης της δικής του, φθαρτής φύσεως).
Η διαφορά μεταξύ του Χριστιανικού δόγματος και των προηγηθέντων είναι ότι το κοινωνικό δόγμα έλεγε: «Ζήστε και αντισταθείτε στην φύση σας (υπό την έννοια της ζωϊκής φύσεως, μόνο) και καθυποτάξτε την στο εξωτερικό τυπικό της οικογένειας, της κοινωνίας και του κράτους» –ακόμα κι να πρόκειται για το κράτος του Χριστιανισμού– ενώ ο Χριστιανισμός λέει: «Ζήστε συμφώνως προς την φύση σας (με το νόημα της θεϊκής φύσεως) και μην την υποτάξετε σε τίποτε, ούτε στον ίδιο σας τον ζωώδη εαυτό ή στους άλλους, για να επιτύχετε τον ίδιο σκοπό κατ’ εξοχήν προς τον οποίο αγωνίζεστε να φτάσετε όταν υποδουλώνετε τον εξωτερικό σας εαυτό».
Το Χριστιανικό δόγμα μεταφέρει τον άνθρωπο στην στοιχειώδη συνειδητοποίηση του εαυτού του –μόνο που αυτό συμβαίνει όχι για τον ζωώδη εαυτό του αλλά για τον θεϊκό εαυτό: είναι ο θεϊκός σπινθήρας, ο εαυτός ως ο Υϊός του Θεού, Θεός εξ ίσου με τον ίδιον τον Πατέρα Θεό (αν και περιβεβλημένος ως έμβρυο, με έναν ζωϊκό φλοιό).
Η απόκτηση της συνείδησης περί του Υϊού του Θεού –του οποίου πρωταρχικό χαρακτηριστικό είναι η αγάπη– ικανοποιεί την αναγκαιότητα εκείνη για επέκταση της σφαίρας της αγάπης στην οποία είχε φθάσει ο άνθρωπος της κοινωνικής αντίληψης περί της ζωής: για αυτόν, ο πλούτος της προσωπικότητας απαιτούσε μιαν αενάως διευρυνόμενη εξάπλωση της σφαίρας της αγάπης, η αγάπη ήταν μια αναγκαιότητα και περιοριζόταν απομονωμένη σε ορισμένα αντικείμενα (εαυτό, οικογένεια, κοινωνία).
Με την Χριστιανική σύλληψη της ζωής, η αγάπη δεν είναι μια αναγκαιότητα. Δεν απομονώνεται σε κανένα αντικείμενο. Είναι η θεμελιώδης ικανότητα της ανθρώπινης ψυχής. Ο άνθρωπος δεν αγαπά επειδή είναι συμφέρον του να αγαπά αυτό ή εκείνο αλλά διότι η αγάπη είναι η ουσία της ψυχής του –καθώς δεν μπορεί να γίνει ειδάλλως παρά μόνο να αγαπά.
Το Χριστιανικό δόγμα δείχνει τον άνθρωπο/στον άνθρωπο ότι η πεμπτουσία της ψυχής του είναι αγάπη –ότι η ευτυχία του δεν εξαρτάται από το να αγαπά αυτό ή εκείνο το αντικείμενο αλλά από το να αγαπά την αρχή και τον κανόνα του συνόλου: τον Θεό, τον οποίο αναγνωρίζει εντός του εαυτού του ως αγάπη. Και, άρα, αγαπά όλα τα πράγματα και όλους τους ανθρώπους.
Σε αυτό κλείνεται η θεμελιακή διαφορά μεταξύ του Χριστιανικού δόγματος και του δόγματος των Θετικιστών και όλων των θεωρητικολόγων περί οικουμενικής, παγκόσμιας αδελφοσύνης με βάση μη-Χριστιανικές αρχές. Αυτές είναι οι 2 πρώτιστες παρανοήσεις που συνδέονται με την Χριστιανική θρησκεία (από την οποία έπονται και ακολουθούν ο μεγαλύτερος αριθμός λανθασμένων συλλογισμών).
Η πρώτη συνοψίζεται στην πίστη πως η διδασκαλία του Χριστού εκπλήσσει επειδή διδάσκει και δίνει εντολές στους ανθρώπους (όπως όλες οι άλλες θρησκείες) με βάση κανόνες που αυτοί είναι δεμένοι, προορισμένοι να τους ακολουθούν –και πως αυτοί οι κανόνες δεν μπορούν να συμπληρωθούν, να εκπληρωθούν.
Η δεύτερη είναι η ιδέα ότι ολόκληρο το περιεχόμενο που θέλει να ξεδιπλώσει και να αποδείξει ο Χριστιανισμός είναι να διδάξει τους ανθρώπους να ζουν μαζί προς το συμφέρον τους, ως μία οικογένεια –και πως, για να το πετύχουμε αυτό, απαιτείται απλώς και μόνο να ακολουθήσουμε τον κανόνα της αγάπης προς την ανθρωπότητα (χωρίς Θεό και αποδεσμεύοντας κάθε σκέψη περί αγάπης του Θεού, συλλήβδην).
Η λανθασμένη αντίληψη των επιστημονικών ανθρώπων πως την πεμπτουσία του Χριστιανισμού συνθέτει το υπερφυσικό στοιχείο –και πως η ηθική του διδασκαλία δεν είναι πρακτικά εφαρμόσιμη αποτελεί έναν ακόμα λόγο για την αποτυχία των ανθρώπων της σημερινής ημέρας να καταλάβουν τον Χριστιανισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου