*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

"ΙΔΟΥ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΕΣΤΙΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5" ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΫ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που δεν γίνεται κατανοητή η διδασκαλία του Χριστού. Ένας λόγος είναι ότι οι άνθρωποι υποθέτουν πως την έχουν κατανοήσει όταν έχουν καταλήξει στην κρίση –όπως π.χ. οι Εκκλησιαστικοί– ότι αυτή τους αποκαλύφθηκε από υπερφυσικά μέσα ή όταν έχουν μελετήσει –όπως π.χ. οι επιστημονικοί άνθρωποι– τους εξωτερικούς τύπους με τους οποίους αυτή εκδηλώθηκε.
Ένας άλλος λόγος είναι η λανθασμένη αντίληψη πως αυτή δεν εφαρμόζεται πρακτικά και, άρα, θα έπρεπε να αντικατασταθεί από το δόγμα της αγάπης της ανθρωπότητας.
Ο πρωταρχικός λόγος, ωστόσο –που είναι η πηγή και όλων των άλλων λάθος ιδεών για αυτήν, είναι η αντίληψη πως ο Χριστιανισμός είναι μια δογματική θεωρία η οποία μπορεί να γίνει αποδεκτή ή να απορριφθεί δίχως να γίνει καμία αλλαγή στον τομέα της ζωής. Οι άνθρωποι που είναι συνηθισμένοι στην υπάρχουσα τάξη/οργάνωση/εντολή πραγμάτων, που τους αρέσει και τρέμουν μήπως αυτή μεταβληθεί, προσπαθούν να την εκλάβουν ως μιαν συλλογή αποκαλύψεων και αρχών που μπορεί κανείς να τις αποδεχθεί χωρίς αυτές να τροποποιήσουν την ζωή του.
Η Χριστιανική διδασκαλία δεν είναι μόνον ένα δόγμα το οποίο δίδει κανόνες που πρέπει ένας άνθρωπος να ακολουθήσει αλλά, επιπλέον, ξεδιπλώνει ένα νέο νόημα στην ζωή και ορίζει έναν ολόκληρο κόσμο ανθρώπινης δραστηριότητας που είναι αρκετά διαφορετικός από όλους τους προηγηθέντες καθώς και κατάλληλος για την συγκεκριμένη περίοδο στην οποία εισέρχεται ο άνθρωπος. Η ζωή της ανθρωπότητας αλλάζει και προχωρά –όπως και η ζωή του ατόμου– μέσω σταδίων ενώ κάθε στάδιο έχει μιαν θεωρία ζωής κατάλληλη και ταιριαστή προς αυτό (και η οποία αναπόφευκτα γίνεται αφομοιώσιμη από τους ανθρώπους). Αυτοί που δεν την αφομοιώνουν συνειδητά, την αφομοιώνουν ασυνείδητα. Το ίδιο συμβαίνει με τις μεταβολές στην πίστη των λαών και ολόκληρης της ανθρωπότητας καθώς και με τις μεταβολές στην πίστη των ατόμων. Εάν ο πατέρας μιας οικογένειας συνεχίζει να καθοδηγείται στην συμπεριφορά του από τις παιδικές αντιλήψεις της ζωής (ή) από τις συλλήψεις περί παιδικότητας της ζωής, τότε η ζωή γίνεται τόσο δύσκολη για αυτόν που, χωρίς να το θέλει, αναζητά μιαν άλλη φιλοσοφία και είναι έτοιμος να αφομοιώσει ανά πάσα στιγμή αυτήν που είναι κατάλληλη και ταιριαστή για αυτήν την εποχή του/την ηλικία του.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα στην ανθρωπότητα σε αυτήν την εποχή της μετάβασης την οποία διερχόμαστε –από την παγανιστική θεωρία της ζωής στην Χριστιανική/στον Χριστιανό.
Ο κοινωνικοποιημένος άνθρωπος της σημερινής ημέρας μεταφέρεται (μέσω της ίδιας της εμπειρίας του –στην ζωή) προς την ανάγκη να εγκαταλείψει την παγανιστική θεωρία της ζωής (η οποία είναι ακατάλληλη για το παρόν στάδιο της ανθρωπότητας) και να υποταχθεί στην υποχρέωση που δημιουργούν τα Χριστιανικά δόγματα, οι αλήθειες των οποίων –όσο φθαρμένες και λάθος ερμηνευμένες– εξακολουθούν να τους είναι γνωστές και είναι οι μόνες που του προσφέρουν μιαν λύση για τις αντιφάσεις που τον κυκλώνουν.
Εάν οι αξιώσεις/τα αξιώματα της Χριστιανικής δογματικής θεωρίας φαίνονται ως κάτι το περίεργο (ή ακόμα και επικίνδυνο) έναντι της κοινωνικής θεωρίας της ζωής, εξίσου περίεργες, ακατανόητες και επικίνδυνες φαίνονταν στον άγριο πρωτόγονο των αρχαίων καιρών οι απαιτήσεις της κοινωνικής δογματικής θεωρίας όταν αυτή δεν την καταλάβαινε πλήρως και δεν μπορούσαν τα αποτελέσματά της να προβλεφθούν. «Δεν είναι λογικό» έλεγε ο άγριος «να θυσιάσω την ειρήνη του πνεύματός μου ή της ζωής μου για να υπερασπιστώ κάτι ακαταλαβίστικο, εκλεπτυσμένο και συμβατικό όπως την οικογένεια, την φυλή ή το έθνος. Πάνω απ’ όλα, δεν είναι ασφαλές να θέτει κανείς τον εαυτό του στην διάθεση της δύναμης των άλλων». Ήλθε, όμως, ο καιρός που ο άγριος αισθάνθηκε (αν και αμυδρά, ασαφώς) την αξία της κοινωνικής σύλληψης της ζωής αλλά και την πρώτιστη, κινητήρια ισχύ της, αυτήν της κοινωνικής κριτικής ή της κοινωνικής επιδοκιμασίας, ακόμα και δόξας, ενώ την ίδια ώρα οι δυσκολίες της προσωπικής του ζωής έγιναν τόσο μεγάλες που δεν μπορούσε να συνεχίζει να πιστεύει στην αξία της παλαιάς θεωρίας του περί ζωής και, τότε, αποδέχθηκε την κοινωνική, κρατική θεωρία της ζωής και υποτάχθηκε σε αυτήν. Αυτό ακριβώς είναι το στάδιο που συμβαίνει να διέρχεται τώρα ο άνθρωπος της κοινωνικής θεωρίας της ζωής.
«Δεν είναι λογικό» λέει ο κοινωνικοποιημένος άνθρωπος «να θυσιάσω την ευημερία μου αλλά και αυτήν της οικογένειάς μου και της χώρας μου για να εκπληρώσω κάποιον ανώτερο νόμο ο οποίος μου απαιτεί να αποκηρύξω τα πλέον φυσικά και ενάρετα συναισθήματα αγάπης του εαυτού, της οικογένειας, των εξ αίματος συγγενών και της χώρας. Πάνω απ’ όλα, δεν είναι ασφαλές να αφήνω ως κληρονομιά την ασφάλεια της ζωής μου ώστε αυτήν να μου την προμηθεύει η οργάνωση της κυβερνήσεως». Έρχεται, όμως, η ώρα που αφενός η αδιόρατη συνειδητοποίηση στην ψυχή του ενός ανώτερου νόμου –της αγάπης προς τον Θεό και προς τον πλησίον– και αφετέρου ο κόπος (ο οποίος προκύπτει από τις αντιφάσεις και αντινομίες της ζωής) θα αναγκάσει τον άνθρωπο να απορρίψει την κοινωνική θεωρία και να αφομοιώσει την νέαν: αυτή που έχει προετοιμαστεί μόνο για τον ίδιο, αυτήν που επιλύει όλες τις αντινομίες και βάζει στην άκρη όλα τα βάσανα, την Χριστιανική θεωρία της ζωής.
Και αυτή η ώρα έχει έρθει –τώρα.
Εμείς, εμείς οι οποίοι προ χιλιάδων χρόνων περάσαμε από αυτήν την μετάβαση (από την προσωπική, ζωϊκή άποψη της ζωής στην κοινωνικοποιημένη) φανταζόμαστε ότι αυτή η μετάβαση ήταν αναπόφευκτη και φυσική ενώ η μετάβαση την οποία διανύουμε τα τελευταία 1800 χρόνια φαίνεται αυθαίρετη, αφύσικη και επικίνδυνη. Απλώς το νομίζουμε, όμως –διότι η πρώτη μετάβαση υπήρξε τόσο απόλυτα ολοκληρωμένη που η πρακτική που αφομοιώθηκε εξ αυτής έχει γίνει ασυνείδητη, ενστικτώδης μέσα μας ενώ η παρούσα μετάβαση δεν έχει ακόμα συντελεστεί και πρέπει εμείς πλέον να την ολοκληρώσουμε συνειδητά. Πήρε αιώνες, χιλιάδες ετών, να διαποτίσει η κοινωνική αντίληψη της ζωής τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Διήλθε διάφορες μορφές και έχει τώρα περάσει στον περιοχή του ενστίκτου δια μέσου της επίκτητης κληρονομικότητας, της εκπαιδεύσεως και της έξεως. Επομένως, μας φαίνεται φυσική.
Πριν 5000 χρόνια, όμως, φαινόταν ως αφύσικη και επικίνδυνη στους ανθρώπους όσο και σε εμάς φαίνεται το Χριστιανικό δόγμα σήμερα υπό την αληθινή του έννοια και μορφή.
Εμείς σήμερα νομίζουμε πως οι προϋποθέσεις του Χριστιανικού δόγματος –για οικουμενική αδελφοσύνη, κατάργηση των εθνικών διακρίσεων, κατάργηση της ιδιωτικής περιουσίας συν η περίεργη εντολή για την μη-αντίσταση στο κακό μέσω της βίας– απαιτούν αυτό που είναι απίθανο. Το ίδιο, όμως, συνέβαινε προ χιλιάδων χρόνων με κάθε κοινωνικό ή ακόμα και οικογενειακό καθήκον όπως το καθήκον, π.χ., των γονέων να στηρίζουν τα παιδιά τους, των νέων να συντηρούν τους παλαιότερους, της πίστης στον γάμο. Πολύ περισσότερο επικίνδυνο –ακόμα και παράλογο, μη λογικό, φαινόταν το καθήκον προς το κράτος: η υπακοή στην διορισμένη αρχή εξουσίας, η πληρωμή φόρων, ο πόλεμος για χάρη της άμυνας υπέρ πατρίδος κ.τ.λ.
Όλες αυτές μοιάζουν απλές, κατανοήσιμες και φυσικές σε μας σήμερα και δεν βλέπουμε τίποτε μυστηριώδες ή επικίνδυνο σε αυτές.
Πριν των 3000 ή 5000 χρόνων, όμως, μας έμοιαζαν λες και απαιτούσαν κάτι απίθανο!
Η κοινωνική σύλληψη της ζωής εξυπηρέτησε ως βάση της θρησκείας επειδή εκείνην την εποχή, όταν πρωτοεμφανίστηκε στους ανθρώπους, τους έμοιαζε απολύτως ακατανόητη, μυστική και υπερφυσική.
Τώρα που έχουμε επιζήσει αυτού του σταδίου στην ζωή της ανθρωπότητας, καταλαβαίνουμε το λογικό έδαφος για την συνένωση ανθρώπων σε οικογένειες, κοινότητες και κράτη.
Στην αρχαιότητα, όμως, τα καθήκοντα που περικλείονταν σε μιαν ένωση αυτής της μορφής παρουσιάζονταν υπό το κάλυμμα του υπερφυσικού –και ανακηρύσσονταν μέσω αυτού.
Οι πατριαρχικές θρησκείες εκθείαζαν την οικογένεια, την φυλή, το έθνος.
Οι κρατικές θρησκείες θεοποιούσαν αυτοκράτορες και κράτη.
Ακόμα και τώρα οι πλέον αδαείς άνθρωποι και λαοί –όπως οι χωρικοί μας, οι οποίοι καλούν τον Τσάρο Θεό επί της γης– υπακούουν σε κρατικούς νόμους (όχι μέσω οποιασδήποτε εκλογικευμένης αναγνώρισης της ανάγκης των νόμων ούτε επειδή έχουν την οποιανδήποτε αντίληψη για το νόημα και την έννοια του κράτους) μέσω ενός αισθήματος θρησκευτικού.
Με ακριβώς τον ίδιο τρόπο το Χριστιανικό δόγμα παρουσιάζεται στους ανθρώπους της κοινωνικής ή της εθνικής ειδωλολατρικής θεωρίας της ζωής σήμερα –υπό την αμφίεση μιας υπερφυσικής θρησκείας (αν και στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτε μυστηριώδες, μυστικό, υπερφυσικό).
Είναι απλώς η θεωρία της ζωής η οποία είναι κατάλληλη και ταιριαστή στον τωρινό βαθμό υλικής ανάπτυξης, στο τωρινό στάδιο μεγέθυνσης της ανθρωπότητας (που πρέπει, άρα, αναποφεύκτως να γίνει αποδεκτή). Θα ‘ρθει η ώρα –έρχεται ήδη– που οι Χριστιανικές αρχές της ισότητος και της αδελφότητος, κοινότητα της περιουσίας, η μη-αντίσταση στο κακό μέσω της βίας, θα εμφανιστούν ακριβώς το ίδιο φυσικές και απλές με τις αρχές τις οικογένειας ή της κοινωνικής ζωής, όπως ήδη αυτές μας εμφανίζονται τώρα. Η ανθρωπότητα δεν μπορεί πλέον να προχωρά προς τα πίσω
–τουλάχιστον, όχι περισσότερο (σε σύγκριση με τον άνθρωπο ως άτομο) ως προς την ανάπτυξή της. Οι άνθρωποι έχουν επιβιώσει έναντι των κοινωνικών, οικογενειακών και κρατικών αντιλήψεων περί της ζωής. Τώρα πρέπει να προχωρήσουν εμπρός και να αφομοιώσουν την επόμενη και υψηλότερη νοοτροπία, αυτήν που ήδη λαμβάνει χώρα.
Η αλλαγή αυτή επιφέρεται με 2 μεθόδους: συνειδητά (μέσω πνευματικών λόγων) και ασυνείδητα (μέσω υλικών λόγων).
Ακριβώς όπως ο ατομικός άνθρωπος πολύ σπάνια αλλάζει τον τρόπο ζωής του καθ’ υπαγόρευσιν μόνο του προσωπικού του λογικού αλλά, γενικότερα, συνεχίζει να ζει όπως πριν (παρά τα νέα ενδιαφέροντα και σκοπούς που του αποκαλύπτονται από το λογικό του) και αλλάζει τον τρόπο της ζωής του μόνον όταν έχει καταστεί απολύτως αντίθετος με την συνείδησή του και, συνεπώς, ανυπόφορος για τον ίδιο, έτσι λοιπόν και η ανθρωπότητα (πολύ μετά αφού έχει μάθει και πληροφορηθεί, μέσω των θρησκειών της, τα νέα ενδιαφέροντα και σκοπούς της ζωής προς τους οποίους πρέπει να κατευθυνθεί) πείθεται να αποδεχθεί την νέα διανοητική σύλληψη μόνον όταν καταλάβει πως είναι αδύνατο να συνεχίσει να ζει την παλαιά ζωή της όπως και πρώτα και συνεχίζει να ζει όπως και πρώτα –στην πλειοψηφία των ανθρώπων που την αντιπροσωπεύουν.
Αν και η ανάγκη για μιαν αλλαγή ζωής διακηρύσσεται από τους θρησκευτικούς ηγέτες ενώ αναγνωρίζεται και συνειδητοποιείται υλικά από τους πλέον ευφυείς ανθρώπους, η πλειοψηφία συνεχίζει να οδηγείται από την παλαιά θεωρία περί ζωής (στην παρούσα, σύνθετη ύπαρξή της) παρά την στάση σεβασμού τους προς τους ηγέτες της, δηλαδή στην πίστη τους προς τις διδασκαλίες τους. Είναι λες και ο πατέρας μιας οικογένειας που θα ήξερε πώς πρέπει να συμπεριφερθεί στην ηλικία του ή στην εποχή του, παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να ζει –μέσω έξεως και απερισκεψίας– στην ίδια παιδική πορεία όπως και όταν ήταν μικρό αγόρι.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει –στην πορεία μετάβασης της ανθρωπότητας από το ένα στάδιο στο άλλο, το οποίο διερχόμαστε τώρα.
Η ανθρωπότητα έχει υπερβεί την κοινωνική της φάση και έχει εισέλθει σε μιαν νέα περίοδο. Αναγνωρίζει το δόγμα που θα όφειλε να το είχε κάνει βάση της ζωής σε αυτήν την νέα περίοδο αλλά –λόγω αδράνειας– συνεχίζει να διατηρεί τις παλαιές φόρμες ζωής. Από αυτήν την ασυνέπεια μεταξύ της νέας σύλληψης της ζωής και της πρακτικής ζωής έπεται μια ολόκληρη και κατ’ ακολουθίαν διαδοχή αντιφάσεων και αγωνιών που πικραίνουν την ζωή μας και καθιστούν επιτακτικότερη την μεταβολή της.
Θα έφτανε κανείς να συγκρίνει απλώς την πρακτική με την θεωρία της ζωής για να τρομάξει από τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των συνθηκών μας ζωής και της συνειδήσεώς μας. Ολόκληρη η ζωή μας βρίσκεται σε απόλυτη αντίφαση με όλα όσα ξέρουμε και με όλα όσα θεωρούμε αναγκαία και ορθά. Αυτή η αντίφαση διαρρέει τα πάντα, στην οικονομική, πολιτική και διεθνή ζωή. Λες και είχαμε ξεχάσει όσα ξέραμε και είχαμε θέσει στην άκρη τις αρχές στις οποίες πιστεύουμε (αφού δεν μπορούμε να πάψουμε να εξακολουθούμε να τις πιστεύουμε καθώς είναι το μοναδικό στέρεο έδαφος που έχουμε για να στηρίξουμε την ζωή μας στο εξής), εμείς κάνουμε το ακριβώς αντίθετο από ό,τι μας ζητούν η συνείδησή μας και η κοινή μας αίσθηση. Καθοδηγούμαστε σε οικονομικιστικά, πολιτικά και διεθνή ζητήματα από τις αρχές οι οποίες ήταν κατάλληλες για ανθρώπους 3000 ή 5000 ετών πριν, αν και είναι ευθέως αντίθετες με την συνείδησή μας και με τις συνθήκες ζωής στις οποίες είμαστε σήμερα τοποθετημένοι. Ήταν πολύ καλό για τον άνθρωπο των αρχαίων εποχών να ζει σε μιαν κοινωνία βασισμένη στην διαίρεση του ανθρωπίνου γένους σε κυριάρχους και σκλάβους, επειδή πίστευε ότι αυτή η διάκριση ήταν διακηρυγμένη από τον Θεό και πρέπει πάντοτε και εσσαεί να υπάρχει. Είναι, όμως, αυτή η μορφή πίστης αυτές τις ημέρες δυνατή;
Ο άνθρωπος της αρχαιότητας μπορούσε να πιστεύει πως είχε το δικαίωμα να απολαμβάνει τα όμορφα πράγματα του κόσμου τούτου με έξοδα των άλλων ανθρώπων και να τους κρατά σε δυστυχία επί γενιές και γενιές, καθόσον πίστευε ότι οι άνθρωποι προέρχονται από διαφορετικές πηγές, είναι ταπεινοί ή ευγενείς εξ αίματος, τέκνα του Χαμ ή του Ιαφέτ.
Οι μεγαλύτεροι σοφοί της αρχαιότητας, οι διδάσκαλοι της ανθρωπότητας –ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης– δικαιολογούσαν/δικαίωναν την ύπαρξη σκλάβων και αποδείκνυαν την νομιμότητα του σκλαβώματος. 3 αιώνες πριν, ακόμα, οι άνθρωποι οι οποίοι περιέγραφαν μιαν φανταστική κοινωνία του μέλλοντος, μιαν Ουτοπία, δεν μπορούσαν να την συλλάβουν άνευ σκλάβων.
Οι άνθρωποι των αρχαίων και αυτοί των μεσαιωνικών χρόνων πίστευαν –πίστευαν ακλόνητα– ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι, ότι οι μόνοι αληθινοί άνθρωποι είναι Πέρσες ή Έλληνες ή Ρωμαίοι ή Φράγκοι. Εμείς, όμως, δεν μπορούμε να πιστεύουμε σε αυτό τώρα.
Και αυτοί που θυσιάζονται για χάρη των αρχών της αριστοκρατίας και του πατριωτισμού προς το καθήκον, ούτε αυτοί δεν πιστεύουν και δεν μπορούν να πιστέψουν σε όσα λένε.
Εμείς όλοι γνωρίζουμε (και δεν μπορούμε να πάψουμε να γνωρίζουμε, ακόμα κι αν μπορεί να μην έχουμε ποτέ ακούσει ξεκάθαρα εκπεφρασμένη την ιδέα, ακόμα κι αν μπορεί ποτέ να μην την έχουμε διαβάσει ακόμα κι αν ποτέ δεν την έχουμε βάλει στα λόγια και στις λέξεις μας ενώ εξακολουθούμε να εμποτιζόμαστε από τα Χριστιανικά συναισθήματα που πλανώνται στον αέρα) με όλην μας την καρδιά, ξέρουμε –και δεν μπορούμε να μην ξέρουμε– την θεμελιακή ιδέα του Χριστιανικού δόγματος: ότι, δηλαδή, είμαστε όλοι υϊοί ενός Πατρός (όπου κι αν ζούμε και ό,τι γλώσσα κι αν μιλούμε), είμαστε όλοι αδέλφια και είμαστε υποκείμενοι/υπήκοοι στον ίδιο νόμο της αγάπης που εμφύτευσε στις καρδιές μας ο Πατήρ μας από κοινού.
Οποιεσδήποτε οι απόψεις και ο βαθμός παιδείας ενός ανθρώπου σήμερα, οποιαδήποτε η απόχρωσή του σε σχέση με τον φιλελευθερισμό, όποια κι αν είναι η σχολή της φιλοσοφίας, της επιστήμης ή των οικονομικών που ακολουθεί, όσο αδαής ή δεισιδαίμων, κάθε άνθρωπος στην σημερινή ημέρα ξέρει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα δικαίωμα ίσο –απ’ ευθείας– στην ζωή και στα όμορφα, καλά πράγματα της ζωής και, επίσης, ότι μια ομάδα ανθρώπων δεν είναι καθόλου καλύτεροι και χειρότεροι από μιαν άλλη, ότι είναι όλοι ίσοι. Καθένας το ξέρει αυτό, είναι πέραν κάθε αμφιβολίας!
Ο καθένας το αισθάνεται, σε ολόκληρή του την ύπαρξη.
Κι όμως, την ίδια ώρα όλοι βλέπουν γύρω από τον καθένα τους την διαίρεση των ανθρώπων σε 2 κάστες –η μία, εργαζόμενη, καταπιεσμένη, φτωχή και πονεμένη και η άλλη με σταυρωμένα τα χέρια, τεμπέλικη, καταπιεστική, υπερπολυτελή και άσωτη. Και όλοι όχι μόνο το βλέπουν αυτό αλλά, εκουσίως ή ακουσίως (κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπο) συμμετέχει ο καθένας στην διατήρηση αυτής της διάκρισης την οποία η συνείδηση καταδικάζει. Και δεν μπορεί παρά να υποφέρει από την συνειδητοποίηση αυτής της αντίφασης και από το μερίδιό του σε αυτήν. Είτε είναι κύριος είτε δούλος, ο άνθρωπος του σήμερα δεν μπορεί να πάψει να αισθάνεται διαρκώς την οδυνηρή αντίθεση μεταξύ στην συνείδησή του και στην πραγματική ζωή καθώς και στις δυστυχίες που προκύπτουν από αυτήν. Οι εργαζόμενες μάζες, η τεράστια πλειοψηφία του ανθρωπίνου γένους, που υποφέρουν κάτω από την αδιάκοπη, άνευ νοήματος και απέλπιδας προσπάθειας καμάτου και στέρησης κατά την διάρκεια της οποίας απορροφάται ολόκληρη η ζωή τους, εξακολουθούν ακόμα να βρίσκουν το αποκορύφωμα του κόπου τους στην έντονη αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που θα έπρεπε να είναι (σε συμφωνία με όλες τις διαφορετικές μορφές πίστης που οι ίδιοι συντηρούν μέσα τους) αλλά και σε σύγκριση με αυτούς που τους έχουν φέρει –και τους κρατούν– σε αυτήν την κατάσταση και σε αυτές τις συνθήκες. Ξέρουν πως βρίσκονται υπό καθεστώς δουλείας, καταδικασμένοι σε στέρηση και σκοταδισμό για να προσφέρουν υπηρεσίες στην λαγνεία της πλειοψηφίας που τις κρατά βυθισμένες. Το ξέρουν –και το λένε, και μάλιστα τόσο φανερά. Και αυτή η γνώση αυξάνει τις οδύνες τους και αποτελεί το μεγαλύτερο πλήγμα από κεντρί.
Ο σκλάβος της αρχαιότητας ήξερε πως ήταν σκλάβος εκ φύσεως –ο εργάτης μας, όμως (ενώ γνωρίζει πως είναι δούλος, ξέρει πως όφειλε να μην είναι): και γι’ αυτό γεύεται την αγωνία του Ταντάλου, εσσαεί δοκιμαζόμενος, επιθυμώντας εις το διηνεκές και δίχως ποτέ να κερδίζει ό,τι θα έπρεπε και θα όφειλε να είναι δικό του.
Οι οδύνες των εργαζομένων τάξεων, οι οποίες πηγάζουν από την αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που θα όφειλε να είναι, αυξάνονται δεκαπλασίως από την ζήλεια και το μίσος που γεννώνται από την συνείδησή τους αυτού το γεγονότος.
Ο εργαζόμενος της παρούσας ημέρας δεν θα σταμάταγε να υποφέρει ακόμα κι αν ο κόπος του ήταν ελαφρύτερος σε σύγκριση με αυτόν του σκλαβωμένου στους αρχαίους χρόνους –ακόμα κι αν κέρδιζε μιαν 8ωρη εργατική ημέρα και έναν μισθό της ημέρας των 3 δολλαρίων– διότι εργάζεται στον τομέα κατασκευής πραγμάτων που δεν θα χαρεί και δεν θα απολαύσει, εργάζεται όχι από δική του βούληση για το δικό του όφελος αλλά από ανάγκη (για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες πλουσίων και άεργων ανθρώπων εν γένει ή για το κέρδος ενός μόνο πλουσίου που είναι, ειδικότερα, ο ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου ή εργαστηρίου).
Και ξέρει πως όλα αυτά συνεχίζονται σε έναν κόσμο όπου είναι αναγνωρισμένος επιστημονικός κανόνας ότι η εργασία μόνο δημιουργεί πλούτο και ότι το κέρδος από την εργασία των άλλων είναι ανήθικο, άτιμο και τιμωρείται, βάσει νόμου, από τον νόμο∙ σε έναν κόσμο, επιπλέον, που κηρύσσει ότι πιστεύει το δόγμα του Χριστού πως είμαστε όλοι αδέλφια και πως η αληθινή αξία και αξιοπρέπεια πρόκειται να βρεθεί στην προσφορά υπηρεσιών προς τον πλησίον –και όχι στην εκμετάλλευσή του.
Τα ξέρει όλα αυτά και –παρ’ όλα αυτά– δεν μπορεί παρά να υποφέρει οξύτατα από την έντονη αντίθεση μεταξύ αυτού που είναι και αυτού που θα όφειλε να είναι.
«Συμφώνως προς όλες τις αρχές, συμφώνως με όλα όσα γνωρίζω και συμφώνως με ό,τι κηρύσσουν όλοι» λέει, μιλώντας προς τον εαυτό του, ο εργαζόμενος «θα όφειλα να είμαι ελεύθερος, ίσος με όλους τους άλλους, και να με αγαπούν. Κι όμως, είμαι ένας εργαζόμενος –σκλαβωμένος, ταπεινωμένος και μισούμενος υπό όλων».
Κι αυτός, επίσης, είναι γεμάτος μίσος και επιχειρεί να βρει μέσο να ξεφύγει, να αποδράσει από την θέση του να ταρακουνήσει τον εχθρό που τον υπερβαίνει και, με την σειρά του, να τον καταπιέσει. Οι άνθρωποι λένε «Οι εργάτες δεν έχουν καμιάν δουλειά να προσπαθήσουν να γίνουν καπιταλιστές, οι φτωχοί να προσπαθήσουν να μπουν οι ίδιοι στην θέση των πλουσίων».
Αυτό είναι λάθος.
Οι εργαζόμενοι άνθρωποι και οι φτωχοί θα έκαναν λάθος εάν επιχειρούσαν να το πράξουν αυτό σε έναν κόσμο στον οποίο σκλάβοι και κύριοι θεωρούνταν ως διαφορετικά είδη που δημιουργήθηκαν έτσι από τον Θεό. Ζουν, όμως, σε έναν κόσμο που κηρύσσει την πίστη του Ευαγγελίου: ότι είμαστε όλοι όμοιοι, τέκνα του Θεού, και άρα αδέλφια και ίσοι.
Και –όσο κι αν οι άνθρωποι προσπαθούν να το κρύψουν– μια από τις πρώτες συνθήκες της Χριστιανικής ζωής είναι η αγάπη (όχι σε λόγια αλλά σε πράξεις).
Ο άνθρωπος των καλουμένων ως εκπαιδευμένων τάξεων ζει σε μιαν ακόμα πιο εντυπωσιακή ασυνέπεια και οδύνη. Κάθε μορφωμένος, εάν πιστεύει σε κάτι, είτε πιστεύει στην αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων –ή, τουλάχιστον, έχει ένα συναίσθημα ανθρωπιάς, ειδάλλως δικαιοσύνης– είτε, αλλιώς, πιστεύει στην επιστήμη. Γνωρίζει, πάντως, απολύτως και διαρκώς ότι ολόκληρη η ζωή του τίθεται σε πλαίσια στήριξης επί της βάσεως αρχών που είναι σε πλήρη αντίθεση σε όλα, σε όλες τις αρχές του Χριστιανισμού, της ανθρωπότητας/ανθρωπιάς, της δικαιοσύνης και της επιστήμης.
Ξέρει ότι όλες οι συνήθειες και έξεις με τις οποίες έχει ανατραφεί και μεγαλώσει –και τις οποίες δεν θα μπορούσε να παραδώσει χωρίς να υποφέρει– μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο μέσω του εξαντλητικού, συχνά θανάσιμου, κόπου και μόχθου των καταπιεσμένων εργαζομένων: δηλαδή, μέσω της πλέον προφανούς και βίαιης, βάρβαρης, παραβίασης των αρχών του Χριστιανισμού, της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης, ακόμα και της επιστήμης (υπό την έννοια της οικονομικής επιστήμης).
Υπερασπίζεται σαν συνήγορος τις αρχές της αδελφότητας, της ανθρωπότητας, της δικαιοσύνης και της επιστήμης και, αντιθέτως, ζει έτσι ώστε είναι εξαρτημένος από την καταπίεση των εργαζομένων τάξεων –τις οποίες αποκηρύσσει– ενώ ολόκληρη η ζωή του βασίζεται στα πλεονεκτήματα που κερδίζει από την καταπίεσή τους.
Επιπλέον, διευθύνει κάθε προσπάθεια για να διατηρήσει αυτό το κράτος, την κατάσταση των πραγμάτων, τόσο ρητώς και κατηγορηματικώς αντιτιθέμενη σε κάθε του πιστεύω.
Είμαστε όλοι αδέλφια!
Κι όμως, κάθε πρωΐ είναι αναγκασμένος ένας αδελφός μου ή αδελφή μου να μου καθαρίσει το δωμάτιο.
Είμαστε όλοι αδέλφια –κι όμως, πρέπει κάθε πρωΐ να έχω τσιγάρο, απολαυστικό φαγητό, παγάκια και όλα τα παρόμοια που έχουν χαλάσει την υγεία τους οι αδελφοί μου και οι αδελφές μου για να κατασκευάσουν ενώ εγώ τα χαίρομαι και τα απαιτώ.
Είμαστε όλοι αδέλφια αλλά εγώ ζω δουλεύοντας σε μιαν τράπεζα ή έναν εμπορικό οίκο ή κατάστημα και φτιάχνω αγαθά που διαφημίζονται και πωλούνται σε υψηλότερη τιμή από την πραγματική ποιότητα και, άρα, τα «δουλεύουν» τα αδέλφια μου.
Είμαστε όλοι αδέλφια (αλλά εγώ ζω επειδή μου πληρώνουν τον μισθό μου για να κατηγορώ, να δικάζω, να κρίνω και να καταδικάζω τον κλέφτη ή την εκδιδόμενη της οποίας την ύπαρξη τείνει να δημιουργήσει ολόκληρη η πορεία και το νόημα της ζωής μου –ενώ γνωρίζω ότι δεν θα πρέπει να τιμωρούνται αλλά να αναμορφώνονται).
Είμαστε όλοι αδέλφια αλλά εγώ ζω κερδίζοντας τον μισθό μου από την συλλογή φόρων από τους εργάτες που βρίσκονται σε ανάγκη και τους ξοδεύω σε πλούσιες και ματαιόδοξες πολυτέλειες.
Είμαστε όλοι αδέλφια: αλλά εγώ παίρνω απολαβές επειδή κηρύσσω μιαν ψευδή Χριστιανική θρησκεία στην οποία εγώ ο ίδιος δεν πιστεύω και η οποία εξυπηρετεί για να εμποδίζει τους ανθρώπους να καταλάβουν τον αληθινό Χριστιανισμό. Παίρνω μισθό σαν ιερέας ή επίσκοπος επειδή εξαπατώ τους ανθρώπους στο θέμα με την μεγαλύτερη σημασία για αυτούς.
Είμαστε όλοι αδέλφια μα εγώ δεν αφήνω στους φτωχούς τα οφειλήματα των εκπαιδευτικών, ιατρικών ή φιλολογικών εργασιών παρά μόνο με χρηματικά ανταλλάγματα.
Είμαστε όλοι αδέλφια αλλά ο ένας μισθός μου είναι για να διαπράττω εγκλήματα, να διδάσκω στους ανθρώπους τον φόνο, την κατασκευή πυροβόλων, κανονιών ή οχυρώσεων φρουρίων.
Ολόκληρη η ζωή των ανωτέρων τάξεων είναι μια διαρκής ασυνέπεια.
Όσο πιο λεπτεπίλεπτη κι ευαίσθητη η συνείδηση ενός ανθρώπου, τόσο πιο πολύ τον πονά αυτή η αντινομία.
Ένας άνθρωπος ευαίσθητης συνειδήσεως δεν μπορεί παρά να υποφέρει εάν ζει μιαν ζωή αυτής της μορφής. Το μοναδικό μέσο με το οποίο μπορεί να αποδράσει από αυτήν την οδύνη είναι εάν αμβλύνει την συνείδησή του –όμως, ακόμα κι αν μερικοί άνθρωποι καταφέρουν να αποκοιμίσουν την συνείδησή τους, δεν μπορούν να εξαφανίσουν τον φόβο τους. Οι άνθρωποι των ανώτερων κυριαρχικών τάξεων –των οποίων η συνείδηση είναι εκ φύσεως μη ευαίσθητη ή έχει αμβλυνθεί– αν δεν υποφέρουν λόγω (έλλειψης) συνειδήσεως, σίγουρα υποφέρουν από φόβο και μίσος.
Είναι δέσμιοι να υποφέρουν.
Έχουν γνώση όλου του μίσους που υπάρχει μέσα τους αλλά ξέρουν και το μίσος που υπάρχει αναπόφευκτα και στις εργατικές τάξεις. Έχουν γνώση ότι οι εργατικές τάξεις ξέρουν πως εξαπατώνται και πως τις εκμεταλλεύονται καθώς και ότι αυτές αρχίζουν να αυτό-οργανώνονται για να αποτινάξουν την τυραννία και να πάρουν εκδίκηση για την καταπίεσή τους εκδικούμενες τους βασανιστές τους. Οι ανώτερες τάξεις βλέπουν τις ενώσεις, τις απεργίες, τις εκδηλώσεις εορτασμού της Πρωτομαγιάς[1] και αισθάνονται τα πλήγματα που τις απειλούν, οπότε ο τρόμος τους μετατρέπεται σε ένα ένστικτο αυτοάμυνας και μίσους. Έχουν γνώση ότι εάν, για μιαν μόνο στιγμή, φανούν λειψές και συντριβούν στον αγώνα κατά των καταπιεσμένων δούλων, τότε θα εξαφανιστούν (διότι ο αγώνας των δούλων είναι απεγνωσμένος και ο ευερεθισμός τους μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο και γίνεται πιο έντονος με κάθε ημέρα καταπίεσης. Οι τύραννοι, ακόμη κι αν το ήθελαν, δεν θα μπορούσαν να θέσουν τέρμα στην καταπίεση. Έχουν γνώση ότι έστω κι αν χαλαρώσουν την οξύτητα της καταπίεσής τους, θα χαθούν αμέσως οι ίδιοι –και δεν την χαλαρώνουν, παρά την όλη υποκριτική τους φροντίδα για την ευημερία των εργατικών τάξεων, για την ημέρα των 8 ωρών, για την ρύθμιση της εργασίας των μικροτέρων και των γυναικών, για την διάσωση τραπεζών και συντάξεων. Όλα αυτά είναι μια φενάκη ή, με άλλα λόγια, αγωνία ώστε να κρατηθεί ο σκλάβος σε φόρμα για να κάνει την δουλειά του. Ο σκλάβος, όμως, παραμένει σκλάβος –ενώ ο κύριος που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον σκλάβο έχει μικρότερη διάθεση από ποτέ ώστε να τον αφήσει ελεύθερο.
Η στάση των εξουσιαστικών τάξεων προς τους εργαζομένους είναι αυτή ενός ανθρώπου που έχει ρίξει τον αντίπαλό του στην γη και τον κρατά δέσμιο, όχι τόσο επειδή θέλει να τον κρατά υποταγμένο όσο επειδή ξέρει πως, εάν τον αφήσει –ακόμα και για ένα δευτερόλεπτο– θα χτυπηθεί ο ίδιος ανεπανόρθωτα, διότι ο εχθρός του είναι εξοργισμένος και κρατά μαχαίρι στο χέρι του. Άρα, όπως προκύπτει, οι πλούσιοί μας δεν μπορούν να απολαύσουν και να χαρούν τον πλούτο που έχουν κλέψει από τους φτωχούς –όπως έκαναν οι αρχαίοι που πίστευαν στο δικαίωμά τους σε αυτό– είτε έχουν ευαίσθητη και ελαφριά συνείδηση, είτε ισχύει το αντίστροφο. Ολόκληρη η ζωή τους και όλες τους οι χαρές είναι πικρές: είτε από τα πλήγματα της συνειδήσεως είτε από τον τρόμο.
Αυτά ισχύουν για την οικονομική αντινομία.
Η πολιτική αντινομία είναι ακόμα πιο εκπληκτική και εντυπωσιακή.
Όλοι οι άνθρωποι μεγαλώνουν με την συνήθεια να υπακούουν στους νόμους του κράτους, πριν ο,τιδήποτε άλλο.
Ολόκληρη η ύπαρξη στην σύγχρονη εποχή ορίζεται από νόμους.
Ένας άνθρωπος παντρεύεται και χωρίζει, εκπαιδεύει τα παιδιά του ή ακόμα (σε πολλές χώρες) διακηρύσσει την θρησκευτική του πίστη σε συμφωνία με τον νόμο.
Τί γίνεται, όμως, με τον νόμο που ορίζει ολόκληρη την ύπαρξή μας;
Πιστεύουν σε αυτόν οι άνθρωποι;
Τον βλέπουν ως καλό;
Οπωσδήποτε όχι. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι άνθρωποι και οι λαοί της σημερινής εποχής δεν πιστεύουν στην δικαιοσύνη του νόμου, τον απεχθάνονται –αλλά εξακολουθούν, όμως, να τον υπακούουν (οι Θεοί).
Ήταν πολύ καλό για τους ανθρώπους του αρχαίου κόσμου να τηρούν τους νόμους τους.
Πίστευαν ακλόνητα ότι ο νόμος τους (ήταν, γενικότερα, ενός χαρακτήρα θρησκευτικού) ήταν ο μοναδικός δίκαιος νόμος που όλοι έπρεπε να υπακούν.
Συμβαίνει, όμως, το ίδιο με εμάς;
Ξέρουμε –και δεν μπορούμε να σταματήσουμε να το γνωρίζουμε αυτό– ότι ο νόμος της χώρας μας δεν είναι ο ένας, αιώνιος νόμος∙ ότι είναι μόνον ένας από τους πολλούς νόμους διαφορετικών χωρών (εξίσου ατελείς, συχνά εμφανώς λάθος και με αδικίες ενώ τους ασκείται κριτική –από κάθε σημείο θέασης– στις εφημερίδες).
Κάλλιστα μπορούσε ο Ιουδαίος να υπακούει τους νόμους του, αφού δεν είχε την ελάχιστη αμφιβολία ότι ο Θεός τους είχε γράψει με το δάκτυλό του∙ κάλλιστα θα μπορούσε κι ο Ρωμαίος να υπακούει τους νόμους που ο ίδιος νόμιζε πως είχαν υπαγορευθεί από την νύμφη Ηγερία.
Οι άνθρωποι θα μπορούσαν κάλλιστα να φυλούν τους νόμους αν πίστευαν ότι οι Τσάροι που τους κατασκεύασαν ήταν χρισμένοι από τον Θεό (ή) αν πίστευαν στους Τσάρους πως ήταν οι Τσάροι χρισμένοι από τον Θεό (ή) αν πίστευαν στους Τσάρους που κατασκεύασαν τους νόμους (ή) αν πίστευαν στους Τσάρους πως οι Τσάροι κατασκεύασαν τους νόμους (ή) αν πίστευαν στους Τσάρους πως οι Τσάροι κατασκεύασαν τους ανθρώπους –ή, ακόμα, κι αν νόμιζαν πως ήταν το έργο συνελεύσεων ή συγκεντρώσεων νομοθετών, οι οποίοι είχαν την δύναμη και την επιθυμία να τους καταστήσουν όσο το δυνατόν καλύτερους (τους νόμους/τους ανθρώπους).
Όλοι, όμως, ξέρουμε πώς φτιάχνονται οι νόμοι μας.
Έχουμε όλοι βρεθεί στα παρασκήνια, γνωρίζουμε ότι είναι το προϊόν απληστίας, κόλπων και αγώνων κομμάτων, ότι δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει καμιάς μορφής πραγματική δικαιοσύνη σε όλα αυτά.
Και έτσι –οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν μπορούν να πιστέψουν ότι η υπακοή σε πολιτειακούς ή πολιτικούς νόμους μπορεί να ικανοποιεί τις αξιώσεις/τα αξιώματα της λογικής ή της ανθρώπινης φύσης.
Οι άνθρωποι εδώ και μακρόν δέχθηκαν πως είναι παράλογο να υπακούουν έναν νόμο, η δικαιοσύνη του οποίου είναι πολύ αμφίβολη (ή) να υπακούει ένας νόμος στην δικαιοσύνη –και, άρα, δεν μπορεί να γίνει ειδάλλως παρά να υποφέρουν ώστε να υπακούουν έναν νόμο τον οποίο δεν τον αποδέχονται ως συνετό και δεσμευτικό (ή) τον οποίο οι Θεοί δεν δέχονται.
Ένας άνθρωπος δεν μπορεί παρά να υποφέρει όταν ολόκληρη η ζωή του ορίζεται εκ των προτέρων για αυτόν από νόμους, τους οποίους πρέπει να υπακούει υπό την απειλή τιμωρίας ενώ δεν πιστεύει στην σοφία τους ή στην δικαιοσύνη τους (νόμων/Θεών), και συχνά αντιλαμβάνεται καθαρά την αδικία και την αυστηρότητά τους αλλά και το τεχνητόν του όλου πράγματος. Αναγνωρίζουμε πως οι υποχρεώσεις των τελωνείων και των εισαγωγών είναι άχρηστες και, όμως, είμαστε υποχρεωμένοι να τις πληρώνουμε. Αναγνωρίζουμε πως είναι άχρηστα τα έξοδα για την διατήρηση των Δικαστηρίων και άλλων μελών της Κυβέρνησης ενώ θεωρούμε ως επιβλαβή την διδασκαλία της Εκκλησίας και, όμως, είμαστε υποχρεωμένοι να φέρουμε μέρος των εξόδων αυτών των θεσμών. Θεωρούμε τις ποινές που επιβάλλονται από τον νόμο ως βάναυσες και ντροπιαστικές αλλά πρέπει να βοηθούμε στην στήριξή τους. Βλέπουμε πως είναι άδικη και καταστροφική η διανομή ιδιοκτησίας γης αλλά πρέπει να υποταχθούμε σε αυτήν. Δεν βλέπουμε καμιάν αναγκαιότητα για πολέμους και στρατούς αλλά πρέπει να φέρουμε τρομερά βαρύ φορτίο για υποστήριξη των πληρωμάτων και των πολεμικών σπαταλών.
Αυτή η αντινομία, όμως, δεν είναι τίποτε συγκρινόμενη με την αντινομία που μας αντιμετωπίζει όταν στρεφόμαστε σε διεθνή ζητήματα και η οποία απαιτεί μιαν λύση, υπό τον κίνδυνο να χαθεί η σύνεση ή ακόμα και η ύπαρξη του ανθρωπίνου γένους.
Η αντινομία αυτή είναι η αντινομία ανάμεσα στην Χριστιανική συνείδηση και στον πόλεμο (ή) στην Χριστιανική συνείδηση και στον Χριστιανικό πόλεμο.
Είμαστε όλοι/όλα Χριστιανικά έθνη που ζούμε την ίδια πνευματική ζωή έτσι ώστε κάθε ευγενής σκέψη που κυοφορεί, καθώς γεννιέται στα άκρα του κόσμου κι αμέσως μεταδίδεται στο σύνολο της Χριστιανικής ανθρωπότητας, προκαλεί και εγείρει παντού το ίδιο συναίσθημα υπερηφάνειας και αγαλλίασης, χωρίς διάκριση εθνικοτήτων.
Εμείς που αγαπούμε στοχαστές, φιλανθρώπους, ποιητές και επιστημονικούς ανθρώπους ξένης καταγωγής και είμαστε υπερήφανοι για τις εκμεταλλεύσεις που ανακάλυψε ο Πατήρ Damien[2] λες και ήταν ένας εξ ημών, ημών οι οποίοι έχουμε μιαν απλήν αγάπη προς τους ανθρώπους ξένων εθνικοτήτων, Γάλλων, Γερμανών, Αμερικανών και Άγγλων, που σεβόμαστε τις ποιοτικές τους ιδιότητες, είμαστε χαρούμενοι που τους συναντούμε και τους καλωσορίζουμε τόσο ένθερμα –εμείς, λοιπόν, δεν μπορούμε να βλέπουμε τον πόλεμο μαζί τους ως τίποτε το ηρωϊκό.
Δεν μπορούμε ούτε καν να φανταστούμε χωρίς τρόμο την πιθανότητα μιας διαφωνίας μεταξύ των ανθρώπων και των λαών αυτών και ημών: κάτι τέτοιο θα σήμαινε, θα καλούσε επειγόντως για αμοιβαίο φόνο, εξόντωση. Είμαστε, όμως, όλοι προορισμένοι σίγουρα ώστε να δοθεί χείρα βοηθείας σε αυτήν την πολεμική σφαγή που πρόκειται να είναι τετελεσμένο γεγονός αύριο –αλλά όχι σήμερα.
Ήταν πολύ καλό που ο Ιουδαίος, ο Έλληνας και ο Ρωμαίος αμύνθηκαν υπέρ της ανεξαρτησίας του έθνους τους μέσω του φόνου, διότι ο καθένας τους πίστευε με ευσέβεια ότι ο λαός του ήταν ο μοναδικός αληθινός, εξαίρετος και καλός, εκλεκτός λαός αγαπητός στον Θεό ενώ όλοι οι άλλοι ήταν Φιλισταίοι,[3] βάρβαροι: οι άνθρωποι σε χρόνο μεσαίωνα –ακόμα και ως το τέλος του τελευταίου και στις αρχές αυτού του αιώνα– θα μπορούσαν να συνεχίζουν να εμμένουν σε αυτήν την πίστη, εμείς όμως (όσο κι αν προσπαθήσουμε μέσα μας) δεν μπορούμε να το πιστέψουμε.
Και είναι κι αυτή μια αντίφαση που έχει καταστεί τόσο φρικιαστική, για ανθρώπους της παρούσας ημέρας, που δεν είναι πλέον εφικτή η ζωή δίχως την λύση της.
«Ζούμε σε μιαν εποχή που είναι γεμάτη έλλειψη συνοχής» γράφει ο Κόμης Komarovsky, ο καθηγητής διεθνούς δικαίου, στην πολυδιαβασμένη του διατριβή. «Ο τύπος όλων των χωρών συνεχώς εκφράζει τους οικουμενικούς πόθους για ειρήνη καθώς και την γενικότερη αίσθηση της αναγκαιότητάς της για όλα τα έθνη. Αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων, ιδιώτες και επίσημα όργανα λένε το ίδιο πράγμα: αυτό επαναλαμβάνεται σε κοινοβουλευτικές συζητήσεις, αγορεύσεις, διπλωματική αλληλογραφία, ακόμα και σε συνθηκολογήσεις κρατών. Οι κυβερνήσεις την ίδιαν ώρα αυξάνουν την ισχύ των στρατιών τους κάθε έτος, ανεβάζοντας φρέσκα τους φόρους, συλλέγοντας δάνεια και αφήνοντας ως ένα κληροδότημα στις μελλοντικές γενιές το καθήκον να επανορθώνουν τα σφάλματα της άνευ νοήματος/αναίσθητης πολιτικής του παρόντος. Τί εκπληκτική αντίθεση μεταξύ λέξεων και πράξεων! Φυσικά, οι κυβερνήσεις θα κάνουν παρακλήσεις για να δικαιολογήσουν/δικαιώσουν αυτά τα μέτρα (πως όλα τους τα έξοδα και οι εξοπλισμοί είναι κατ’ αποκλειστικότητα για σκοπούς αμύνης). Παραμένει μυστήριο, όμως, για κάθε αδιάφορον άνθρωπο πόθεν προσδοκούν επιθέσεις εφόσον όλες οι μεγάλες δυνάμεις είναι ενωμένες εγκαρδίως ως προς την πολιτική τους και δεν επιδιώκουν τίποτε άλλο πλην της αυτοάμυνας. Στην πραγματικότητα, μοιάζει λες και κάθε μια από τις μεγάλες δυνάμεις προεξοφλούσαν ανά πάσα στιγμή μιαν επίθεση εκ μέρους των άλλων. Και αυτό καταλήγει τελικά σε ένα γενικό αίσθημα ανασφάλειας και υπερανθρώπων προσπαθειών εκ μέρους κάθε κυβέρνησης ώστε να αυξήσει τις δυνάμεις της πέραν αυτών των άλλων δυνάμεων. Αυτής της μορφής ο ανταγωνισμός επαυξάνει τον κίνδυνο πολέμου. Τα έθνη δεν μπορούν να ανθέξουν την διαρκή αύξηση των στρατών επί μακρόν και, αργά ή γρήγορα, θα προτιμήσουν τον πόλεμο σε σχέση με όλα τα μειονεκτήματα της παρούσας θέσης τους και την συνεχή απειλή του πολέμου. Τότε, το πιο ασήμαντο εύρημα θα είναι επαρκές πρόσχημα ώστε να ρίξει το σύνολο της Ευρώπης στην φωτιά του οικουμενικού πολέμου. Είναι λανθασμένη η ιδέα ότι μια κρίση αυτής της μορφής θα μας παρέδιδε σώους από τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα που μας συντρίβουν. Η εμπειρία των πολέμων κατοπινών χρόνων μας διδάσκει ότι κάθε πόλεμος έχει ως αποτέλεσμα πιο έντονα εθνικά μίση, στρατιωτικά βάρη περισσότερο φορτικά και ανυπόφορα και έχει καταστήσει την πολιτική και οικονομική πτυχή θλιβερή και άλυτη». «Η σύγχρονη Ευρώπη κρατά υπό τα όπλα έναν ενεργό στρατό 9 εκατομμυρίων ανθρώπων» γράφει ο Enrico Ferri «μαζί με 15 εκατομμύρια αποθεμάτων, με μιαν έκθεση περί δαπάνης εξόδων ύψους 400 εκατομμυρίων φράγκων ανά έτος. Με την συνεχή αύξηση των ενόπλων δυνάμεων, οι πηγές της κοινωνικής και ατομικής ευημερίας παραλύουν. Το κράτος του σύγχρονου κόσμου μπορεί να συγκριθεί με αυτό ενός ανθρώπου ο οποίος καταδικάζει τον εαυτό του σε ασιτία από έλλειψη διατροφής προκειμένου να προμηθευτεί όπλα, ως εκ τούτου χάνει την δύναμη να τα χρησιμοποιήσει αφού, τελικά θα πεθάνει, υποκύπτοντας στο βάρος τους». Ο Charles Booth λέει το ίδιο στην μελέτη του η οποία ανεγνώσθη στο Λονδίνο πριν την συνέλευση της Ενώσεως για την Μεταρρύθμιση και Κωδικοποίηση του Νόμου των Εθνών (26 Ιουνίου 1887). Αφού πραγματοποιεί αναφορές στον ίδιο αριθμό, 9 εκατ. ενεργού στρατού και 15 εκατ. αποθεμάτων και στην τεράστια σπατάλη κυβερνήσεων για την στήριξη και τον εξοπλισμό αυτών των δυνάμεων, λέει: «Οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν με τις χορευτικές τους φιγούρες μόνον ένα μικρό κομμάτι του πραγματικού κόστους, διότι –εκτός από την αναγνωρισμένη σπατάλη του προϋπολογισμού του πολέμου των διαφόρων εθνών– θα οφείλαμε, επίσης, να λάβουμε υπόψη την τρομακτική απώλεια στην κοινωνία που συνδέεται με την απόσυρση, εκ μέρους των, ενός τόσο αχανούς αριθμού των πιο ενδόξων της ανδρών (που λαμβάνεται από βιομηχανικά σχέδια και επιδιώξεις καθώς και κάθε μορφή εργασίας αλλά και το τεράστιο επιτόκιο που προκύπτει από τα αθροίσματα των ποσών αυτών που ξοδεύτηκαν από τα συμφέροντα σε πολεμικές προετοιμασίες χωρίς επιστροφή. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της σπατάλης για τον πόλεμο και για την προπαρασκευή για πόλεμο αποτελεί ένα διαρκώς αυξανόμενο εθνικό χρέος. Ο μεγαλύτερος αριθμός δανείων που συγκεντρώθηκαν από τις κυβερνήσεις της Ευρώπης ήταν με μιαν οπτική προς τον πόλεμο. Το συνολικό τους ποσό ισοδυναμεί με 400 εκατομμύρια στερλίνες και τα χρέη αυτά αυξάνονται κάθε χρόνο». Ο ίδιος Καθηγητής Komarovsky λέει σε ένα άλλο σημείο: «Ζούμε σε προβληματικούς καιρούς. Ακούμε απανταχού παράπονα περί της συμπίεσης του εμπορίου και των κατασκευών, περί της αθλιότητας της οικονομικής καταστάσεως εν γένει, περί των αθλίων συνθηκών της ύπαρξης των εργατικών τάξεων και περί της αυξανόμενης παγκόσμιας φτώχειας των μαζών. Εν τούτοις, οι κυβερνήσεις με την προσπάθειά τους να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους βιάζονται για να φτάσουν στα μεγαλύτερα άκρα της αναισθησίας τους. Νέοι φόροι και καθήκοντα μελετώνται παντού ως τέχνασμα και ο σχεδιασμός της οικονομικής πίεσης των εθνών δεν γνωρίζει όρια. Αν κοιτάξουμε στους προϋπολογισμούς των κρατών της Ευρώπης για τα τελευταία 50 χρόνια, αυτό που μας εκπλήσσει περισσότερο απ’ όλα είναι η ταχύτατη και διαρκώς αυξανόμενη άνοδος. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτό το συνταρακτικό φαινόμενο μηχανορραφιών το οποίο, αργά ή γρήγορα, μας απειλεί όλους με αναπόφευκτη χρεωκοπία; Προκαλείται, πέραν κάθε αμφιβολίας, από τις δαπάνες για την συντήρηση των εξοπλισμών που ενθυλακώνουν πάνω από το 1/3 ή ακόμα και το ήμισυ ολόκληρης της δαπάνης των Ευρωπαϊκών κρατών. Το πιο μελαγχολικό είναι ότι μπορεί κανείς να προβλέψει ότι δεν θα υπάρξει όριο σε αυτήν την διεύρυνση του προϋπολογισμού και την αύξηση της φτώχειας των μαζών. Τί άλλο είναι σοσιαλισμός παρά μια διαμαρτυρία ενάντια σε αυτήν την ανώμαλη κατάσταση στην οποία τοποθετούνται οι μεγαλύτερες αναλογίες του κόσμου μας;» O Frederick Passy σε ένα γράμμα το οποίο ανεγνώσθη πριν την τελευταία Σύνοδο του Κογκρέσσου για την Παγκόσμια Ειρήνη (στα 1890) στο Λονδίνο λέει: «Καταστρεφόμαστε μόνοι μας, καταστρεφόμαστε προκειμένου να μπορέσουμε να λάβουμε μέρος στους άνευ νοήματος πολέμους του μέλλοντος ή για να πληρώσουμε τα επιτόκια των χρεών που έχουμε υποστεί εξ αιτίας των ανούσιων και εγκληματικών πολέμων του παρελθόντος. Πεθαίνουμε από πείνα ώστε να εξασφαλίσουμε τα μέσα να αλληλοσκοτωθούμε». Μιλώντας αργότερα για τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν το ζητούμενο στην Γαλλία, λέει: «Πιστεύουμε ότι –100 χρόνια μετά την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του πολίτη– έχει έλθει η ώρα να αναγνωρίσουμε τα δικαιώματα των εθνών και να αποκηρύξουμε, άπαξ και δια παντός, όλες αυτές τις αναλήψεις αποστολών και έργων που βασίζονται σε απάτη και σε βία και (υπό το όνομα των κατακτήσεων) είναι εξακριβωμένα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και (ό,τι κι αν σκέφτονται για αυτά η ματαιότητα των μοναρχών και η αλαζονεία των εθνών) εξασθενούν ακόμα και αυτούς που έχουν θριαμβεύσει επ’ αυτών». Στο ίδιο Κογκρέσσο μιλά ο Σερ Wilfrid Lawson «Είμαι έκπληκτος από τον τρόπο με τον οποίο διευθύνεται επαγγελματικά η θρησκεία σε αυτήν την χώρα. Στέλνεις ένα παιδί στο Κατηχητικό της Κυριακής και τους λές Παιδί μου, πρέπει να αγαπάς τους εχθρούς σου. Αν σου επιτεθεί ένα άλλο παιδί, δεν πρέπει να τον χτυπήσεις κι εσύ αλλά να προσπαθήσεις να τον αναμορφώσεις, αγαπώντας τον. Όλα καλά. Το παιδί πηγαίνει στο Κατηχητικό και μένει μέχρι τα 14 ή 15 του και μετά οι φίλοι του τον στέλνουν στον στρατό. Τί πρέπει να κάνει στον στρατό; Οπωσδήποτε, δεν θα αγαπά τον εχθρό του. Μάλλον το αντίθετο. Αν τον αντιμετωπίσει, θα πρέπει να τον διαπεράσει με την ξιφολόγχη. Αυτή είναι η φύση όλης της θρησκευτικής διδασκαλίας στην χώρα αυτή. Δεν νομίζω ότι είναι μια πολύ καλή μέθοδος για την εκτέλεση των εντολών της θρησκείας. Νομίζω ότι, εάν είναι καλό για ένα παιδί να αγαπά τον εχθρό του, είναι καλό και για τους μεγάλους». Προσθέτει ο Wilson: «Στην Ευρώπη υπάρχουν 28 εκατομμύρια ανθρώπων υπό τα όπλα για να κρίνουν τις διαφωνίες όχι μέσω συζήτησης αλλά μέσω δολοφονιών. Αυτή είναι η αποδεκτή μέθοδος για την απόφαση επί συγκρούσεων μεταξύ Χριστιανικών εθνών. Κατά την ίδιαν ώρα, η μέθοδος αυτή είναι πανάκριβη διότι –σύμφωνα με τα στατιστικά που έχω διαβάσει– τα έθνη της Ευρώπης ξόδεψαν στο έτος 1872 150 εκατομμύρια στερλίνες σε προετοιμασίες για την επίλυση κρίσεων και συγκρούσεων μέσω φόνων. Επομένως, μου φαίνεται ότι –σε μιαν κατάσταση που αντιμετωπίζεται υπό το κράτος αυτής της μορφής των πραγμάτων– πρέπει να παραδεχθούμε 2 εναλλακτικές. Είτε ο Χριστιανισμός είναι μια αποτυχία είτε αυτοί που έχουν αναλάβει να τον προβάλλουν έχουν αποτύχει. Ώσπου να αφοπλιστούν οι πολεμιστές μας και να διαλυθούν οι στρατοί μας, δεν έχουμε το δικαίωμα να αποκαλούμαστε Χριστιανικό έθνος». Σε μιαν συνέντευξη τύπου με θέμα το καθήκον των Χριστιανών λειτουργών να κηρύττουν κατά του πολέμου, ο G.D. Barlett είπε, μεταξύ άλλων: «Αν καταλαβαίνω καλά τις Γραφές, λέω ότι οι άνθρωποι απλώς παίζουν κρυφτό με τον Χριστιανισμό όσο αγνοούν το ερώτημα του πολέμου. Έχω ζήσει μιαν ζωή μακρά και δε έχω ακούσει τους λειτουργούς μας να κηρύττουν για την παγκόσμιο ειρήνη ούτε καν 6 φορές. Προ 20 ετών, σε ένα στούντιο ζωγραφικής, τόλμησα –σε παρουσία 40 ατόμων– να υποκινήσω προς συζήτηση μια πρόταση που έλεγε ότι ο πόλεμος ήταν ασύμβατος με τον Χριστιανισμό. Με κοίταζαν σαν θεότρελλο φανατικό. Η ιδέα ότι μπορούμε να συνεχίσουμε την ζωή χωρίς πόλεμο θεωρήθηκε ως όχι κατευναστική αδυναμία και ως μια τρέλλα». O Καθολικός ιερέας Defourney έχει εκφραστεί στο ίδιο πνεύμα. Λέει ο Αββάς Defourney: «Μια από τις πρώτες εντολές του αιώνιου νόμου ως εγγεγραμμένου στις συνειδήσεις όλων των ανθρώπων είναι η απαγόρευση να παίρνει κάποιος την ζωή ενός άλλου ή να χύνει το αίμα ενός συνανθρώπου, μιας ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς επαρκή λόγο και δίχως να υπάρχει πιεστική ανάγκη για αυτό. Αυτή είναι μια από τις εντολές που έχει σφραγιστεί βαθύτερα στην καρδιά του ανθρώπου. Όμως, κάθε φορά που επίκειται το γρηγορότερο να τεθεί ζήτημα πολέμου, δηλαδή να χυθεί αίμα κατά συρροή, οι άνθρωποι της παρούσης μέρας δεν προβληματίζονται περί επαρκούς λόγου. Αυτοί που συμμετέχουν σε πολέμους ούτε που σκέφτονται να αναρωτηθούν εάν υπάρχει κάποια δικαιολογία για αυτούς τους αναρίθμητους φόνους, εάν είναι δικαιολογημένοι ή αδικαιολόγητοι, νόμιμοι ή παράνομοι, αθώοι ή εγκληματίες ούτε αν σπάνε και παραβιάζουν την θεμελιώδη εντολή που απαγορεύει τον φόνο χωρίς νόμιμη αιτία. Η συνείδησή τους, όμως, είναι άλαλη, βωβή. Ο πόλεμος έχει πάψει να είναι κάτι εξαρτημένο από ηθικούς συλλογισμούς. Στην πολεμική αναμέτρηση, οι άνθρωποι δεν έχουν σε όλον τον κάματο και τους κινδύνους που υφίστανται καμιάν άλλη χαρά παρά αυτήν της κατάκτησης, ουδεμία θλίψη πέραν του σκλαβώματός τους. Μην μου λέτε πως υπηρετούν την πατρίδα τους. Μια μεγάλη ιδιοφυΐα το συνόψισε αυτό προ καιρού, με λέξεις που έχουν γίνει παροιμιώδεις ΔΙΧΩΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΤΙ ΑΛΛΟ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΠΑΡΑ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΣΠΕΙΡΑ ΛΗΣΤΩΝ; ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΕ ΜΟΡΦΗ ΕΝΩΣΗΣ ΠΕΙΡΑΤΩΝ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ; Έχουν κι αυτοί τους νόμους τους, κάνουν κι αυτοί πόλεμο για να κερδίσουν όμορφα λάφυρα, ακόμα και για λόγους τιμής. Ο σκοπός της προταθείσας οργάνωσης, ως θεσμού, είναι να σταματήσουν τα έθνη της Ευρώπης να είναι έθνη ληστών και οι στρατοί τους συμμορίες πειρατών. Και –πρέπει κανείς να προσθέσει– όχι μόνο πειρατών αλλά και σκλάβων. Διότι δεν είναι οι στρατοί μας τίποτε άλλο παρά ενώσεις σκλάβων στην διάθεση 1-2 διοικητών ή λειτουργών που εξασκούν δεσποτικό έλεγχο επ’ αυτών και χωρίς καμίαν πραγματική ευθύνη, όπως καλά ξέρουμε. Η ιδιαιτερότητα ενός σκλαβωμένου είναι ότι αυτός είναι ένα απλό εργαλείο στα χέρια του κυρίου του, ένα πράγμα, ένα αντικείμενο –όχι άνθρωπος. Αυτό ακριβώς είναι οι στρατιώτες, οι αξιωματικοί και οι στρατηγοί που πηγαίνουν να σκοτώσουν και να σκοτωθούν κατά την βούληση ενός ηγέτη ή εξουσιαστή. Η στρατιωτική δουλεία είναι ένα πραγματικό γεγονός και είναι η χειρότερη μορφή δουλείας, ειδικά τώρα που –μέσω των μέσων της υποχρεωτικής υπηρεσίας– βάζει αλυσίδες στους λαιμούς όλων των δυνατών και ικανών ανδρών ενός έθνους για να τους κάνει εργαλεία φόνου, χασάπηδες ανθρώπινης σάρκας (αφού αυτό είναι το μόνο για το οποίο τους παίρνουν και τους εκπαιδεύουν να κάνουν). Αυτοί που θέτουν τους κανόνες, 2-3 σε αριθμό, συναντώνται μαζί σε δωμάτια για συμβούλια, συσκέπτονται μυστικά άνευ πρακτικών, άνευ δημοσιότητος (και, άρα, χωρίς ευθύνες και ερωταπαντήσεις) και στέλνουν ανθρώπους να δολοφονηθούν». Μιλά τώρα ο Κύριος E.G. Moneta: «Οι διαμαρτυρίες ενάντια στους εξοπλισμούς, βαρύ φορτίο σε ανθρώπους και λαούς, δεν έχουν την πηγή προέλευσής τους στις εποχές μας. Άκου τι έγραψε στις δικές του ημέρες ο Montesquieu Η ΓΑΛΛΙΑ –ΚΑΙ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΠΕΙ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ– ΘΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΕΙ ΑΠΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ. ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΑΝΟΥΚΛΑ ΕΞΑΠΛΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ ΣΕ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΣ ΗΓΕΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΚΑΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΕΝΑΝ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ ΑΝΔΡΩΝ. Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΑΠΛΩΝΕΤΑΙ ΔΙΟΤΙ, ΑΜΕΣΩΣ ΜΟΛΙΣ ΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΥΞΑΝΕΙ ΤΟΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟ ΤΗΣ, ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟ ΙΔΙΟ. ΩΣΤΕ, ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΠΟΚΟΜΙΖΕΙ ΚΕΡΔΟΣ ΑΛΛΑ ΜΟΝΟΝ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ-ΕΡΕΙΠΙΩΝ. ΚΑΘΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΝΤΗΡΕΙ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΡΑΤΟ ΟΣΟ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΕΙ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ Ο ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΕΙΤΟ ΜΕ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ –ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΛΕΙ ΕΙΡΗΝΗ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝΤΑΣΕΩΣ ΟΛΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΛΩΝ. ΑΡΑ, Η ΕΥΡΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΗ ΩΣΤΕ ΑΝ ΙΔΙΩΤΕΣ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΑΣ, Ο ΠΛΟΥΣΙΟΤΕΡΟΣ ΕΞ ΑΥΤΩΝ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΑΡΚΕΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙ. ΕΙΜΑΣΤΕ ΦΤΩΧΟΙ ΑΝ ΚΑΙ ΚΑΤΕΧΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Αυτά εγράφησαν προ 150 ετών περίπου.
Η εικόνα του πίνακα προκύπτει εύγλωττα, λες και αντλείται από τον κόσμο του σήμερα. Μόνον ένα πράγμα έχει αλλάξει –η μορφή της κυβέρνησης. Σε χρόνο Montesquieu λέχθηκε ότι ο σκοπός της διατήρησης μεγάλων εξοπλισμών ήταν η δεσποτική ισχύς των βασιλέων, οι οποίοι έκαναν πόλεμο με την ελπίδα να μεγεθύνουν μέσω κατακτήσεων τα προσωπικά τους εισοδήματα και να κερδίσουν δόξα. Ο λαός συνήθιζε να τους λέει, τότε Αχ, αν μπορούσαν οι λαοί να εκλέγουν αυτούς που θα είχαν το δικαίωμα να αρνούνται στις κυβερνήσεις την παροχή στρατιωτών και χρημάτων, τότε αυτό θα σήμαινε το τέλος της στρατιωτικής πολιτικής. Σήμερα, υπάρχουν αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη σχεδόν και, παρ’ όλα αυτά, οι πολεμικές δαπάνες και οι προπαρασκευές για πόλεμο έχουν αυξηθεί σε επικίνδυνες αναλογίες. Είναι εμφανές ότι η παράνοια των ηγεμόνων έχει πάρει υπό την κατοχή της τις μάζες των εξουσιαστών. Ο πόλεμος δεν γίνεται τώρα επειδή ένας βασιλεύς αντιμετωπίζει έλλειψη ευγένειας και τρόπων καλής συμπεριφοράς για την μαιτρέσσα ενός άλλου βασιλιά, όπως γινόταν όταν αυτή ήταν στα χρόνια του Λουδοβίκου (14ου). Είναι τόσο υπερβολικά, ωστόσο, τα φυσιολογικά και αξιοσέβαστα συναισθήματα εθνικής τιμής και πατριωτισμού και η κοινή γνώμη του ενός έθνους τόσο ενθουσιασμένη και εξερεθισμένη κατά της άλλης που είναι αρκετό να γίνει μια ανακοίνωση (ακόμα και αν είναι μια αληθής είδηση είναι απίθανη) πως ο πρέσβης ενός κράτους δεν έγινε δεκτός από την Πρώτη Πολιτειακή Προσωπικότητα ενός άλλου κράτους ώστε να προκληθεί το ξέσπασμα του πιο απεχθούς και καταστροφικού πολέμου που έχει δει ποτέ κανείς με τα μάτια του. Η Ευρώπη κρατά περισσότερους στρατιώτες σήμερα υπό τα όπλα παρά στην εποχή των μεγάλων Ναπολεόντειων πολέμων. Όλοι οι πολίτες –με ελάχιστες εξαιρέσεις– αναγκάζονται να περάσουν κάποια χρόνια στα χαρακώματα. Φρούρια, ναύσταθμοι και πλοία κτίζονται, νέα όπλα διαρκώς εφευρίσκονται και αντικαθίστανται όλα εντός ολίγου από φρέσκα διότι, είναι λυπηρό να το λέει κανείς, η επιστήμη (η οποία όφειλε πάντοτε να στοχεύει στο καλό της ανθρωπότητας) βοηθά στο έργο της καταστροφής και εφευρίσκει διαρκώς νέα μέσα για την δολοφονία του μεγαλυτέρου αριθμού ανθρώπων στον συντομότερο χρόνο. Για να διατηρηθεί ένα τόσο μεγάλο πλήθος στρατιωτών και να γίνουν τόσο αβυσσαλέες προετοιμασίες για φόνο, εκατοντάδες εκατομμύρια ξοδεύονται ετησίως, ποσά τα οποία θα αρκούσαν για την εκπαίδευση του λαού και για τεράστια έργα δημόσιας ωφέλειας που θα έκαναν εφικτή την εξεύρεση μιας ειρηνικής επίλυσης του κοινωνικού ζητήματος. Η Ευρώπη, λοιπόν, είναι –από την άποψην αυτή– και παρ’ όλες τις κατακτήσεις της επιστήμης στην ίδια θέση όπως στις πιο σκοτεινές και πιο βάρβαρες ημέρες των χρόνων του Μεσαίωνα. Όλοι θλίβονται για αυτήν την κατάσταση πραγμάτων –ούτε ειρήνη ούτε πόλεμο– και όλοι θα χαίρονταν να ξεφύγουν από αυτήν. Οι επί κεφαλής των κυβερνήσεων όλοι ανακοινώνουν πως όλοι πραγματοποιούν εκκλήσεις και ευχές για την ειρήνη και συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον στις πλέον επίσημες διαμαρτυρίες και εκδηλώσεις των ειρηνικών σκοπών. Την ίδιαν ημέρα, όμως, ή την επομένη θα υποβάλλουν ένα σχήμα με σκοπό την αύξηση των εξοπλισμών προ της συνεδριάσεως της νομοθετικής συνέλευσης, λέγοντας ότι αυτά είναι τα προληπτικά μέτρα που παίρνουν για τον σκοπό κατ’ εξοχήν της εξασφάλισης της ειρήνης. Αυτή, ωστόσο, δεν είναι η μορφή της ειρήνης που επιθυμούμε. Τα έθνη δεν εξαπατώνται από αυτήν. Η αληθινή ειρήνη βασίζεται σε αμοιβαία εμπιστοσύνη ενώ αυτοί οι τεράστιοι εξοπλισμοί δείχνουν ανοιχτή και απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης (εάν όχι συγκεκαλυμμένη εχθρότητα) μεταξύ κρατών. Τί θα λέγαμε για έναν άνθρωπο ο οποίος, για να δείξει τα φιλικά του αισθήματα προς τον πλησίον του, θα τον καλούσε να συζητήσουν τις διαφορές τους με ένα γεμάτο ρεβόλβερ στο χέρι του; Είναι αυτή ακριβώς η σκανδαλώδης αντίφαση ανάμεσα στις ειρηνικές διακηρύξεις και στην πολεμοχαρή πολιτική των κυβερνήσεων στην οποία όλοι οι καλοί πολίτες θέλουν να θέσουν τέρμα, με κάθε κόστος». O κόσμος εκπλήττεται επειδή κάθε χρόνο υπάρχουν 60000 υποθέσεις αυτοκτονίας στην Ευρώπη (και αυτές είναι μόνον οι αναγνωρισμένες και καταγεγραμμένες υποθέσεις) –εξαιρουμένων Ρωσσίας και Τουρκίας. Θα όφειλε κανείς να εκπλήσσεται, όμως, που είναι τόσο λίγες.
Κάθε άνθρωπος της σημερινής ημέρας, εάν πάμε βαθειά μέσα στο θέμα της αντίφασης ανάμεσα στην συνείδησή του και στην ζωή του, βρίσκεται σε μιαν κατάσταση υπό το κράτος της απόγνωσης. Για να μην μιλήσουμε για όλες τις άλλες αντινομίες μεταξύ σύγχρονης ζωής και συνειδήσεως, οι μόνιμες συνθήκες εξοπλισμού της Ευρώπης σε συνδυασμό με την εξαγγελία της περί διακήρυξης του Χριστιανισμού είναι αρκετή από μόνη της για να οδηγήσει κάθε άνθρωπο σε απόγνωση, να αμφιβάλη για την νοητική υγεία του ανθρωπίνου γένους και να τερματίσει μιαν ύπαρξη σε αυτόν τον άνευ νοήματος, αναίσθητο και βίαιο κόσμο. Αυτή η αντινομία, η οποία συνιστά την πεμπτουσία όλων των άλλων, είναι τόσο τρομερή που η ζωή και η συμμετοχή σε αυτήν είναι πιθανή μόνον εάν κανείς δεν την σκέφτεται, εάν κανείς είναι ικανός να την ξεχάσει.
Επιτέλους! Όλοι εμείς, Χριστιανοί, όχι μόνο διακηρύττουμε πως αγαπούμε ο ένας τον άλλον αλλά, όντως, ζούμε μιαν ζωή κοινή. Εμείς, των οποίων η ύπαρξη δονείται με έναν κοινό παλμό, βοηθούμε ο ένας τον άλλο, μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλο, σύρουμε πάντοτε πιο κοντά ο ένας τον άλλο στην αμοιβαία μας ευτυχία και βρίσκουμε σε αυτό το πλησίασμα ολόκληρο το νόημα της ζωής! Και αύριο, ένας ηλίθιος κυβερνήτης θα πει κάποιαν ανοησία και ένας άλλος θα απαντήσει με το ίδιο πνεύμα και τότε πρέπει εγώ να εκτεθώ ο ίδιος ώστε να με δολοφονήσουν και να δολοφονήσουν ανθρώπους που δεν έχουν κάνει κανένα κακό και –ακόμα πιο σημαντικό– ανθρώπους που εγώ αγαπώ. Και αυτό δεν είναι ένα απόμακρο και τυχαίο, απρόβλεπτο, ενδεχόμενο αλλά αυτό κατ’ εξοχήν το αντικείμενο για το οποίο όλοι προετοιμαζόμαστε που όχι μόνο είναι πιθανό αλλά αναπόφευκτο και σίγουρο. Αν το καταλάβει καθαρά αυτό κανείς είναι αρκετό να τον βγάλει εκτός εαυτού ή να τον κάνει να αυτοπυροβοληθεί. Και αυτό είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει (και, ειδικότερα, συμβαίνει μεταξύ στρατιωτικών). Ένας άνθρωπος χρειάζεται απλώς και μόνο να επανέλθει στον εαυτό του έστω και για μια στιγμή ώστε να εξωθηθεί αναπόφευκτα σε αυτό το τέλος. Και αυτή είναι η μοναδική εξήγηση της τρομερής έντασης με την οποία οι άνθρωποι των σύγχρονων καιρών στρέφονται προς την κατεύθυνση της νάρκωσης του εαυτού τους (με πνεύματα, καπνό, όπιο, χαρτιά, ανάγνωση εφημερίδων, ταξίδια και όλες τις μορφές θεαμάτων και διασκεδάσεων).
Οι αναζητήσεις αυτές επιδιώκονται και συνεχίζονται ως μια σημαντική, σοβαρή δουλειά. Και είναι, πράγματι, μια δουλειά σοβαρή, μια επιχείρηση. Εάν δεν υπήρχαν εξωτερικά μέσα μαλάκυνσης των αισθήσεων και των ευαισθησιών τους, η μισή ανθρωπότητα θα αυτοκτονούσε χωρίς καμία καθυστέρηση –διότι να ζει κανείς σε αντίθεση με την λογική του είναι η πιο ανυπόφορη συνθήκη.
Και αυτή είναι η συνθήκη όλων των ανθρώπων της σημερινής ημέρας. Όλοι οι άνθρωποι του σύγχρονου κόσμου υπάρχουν σε ένα καθεστώς αέναου και πρόστυχου ανταγωνισμού ανάμεσα στην συνείδησή τους και στον τρόπο της ζωής τους. Αυτός ο ανταγωνισμός είναι εμφανής στην οικονομική αλλά και στην πολιτική ζωή.
Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι, όμως, η αντίφαση και η αντινομία ανάμεσα στον Χριστιανικό νόμο της αδελφοσύνης των ανθρώπων ως υπαρκτής στην συνείδηση και της αναγκαιότητας υπό τον ζυγό της οποίας τίθενται όλοι οι άνθρωποι μέσω της υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας για να προετοιμαστούν για μίσος και φόνο: για να είναι κανείς, την ίδια στιγμή –ταυτογχρόνως– Χριστιανός και μονομάχος.



[1] Σημείωμα του μεταφραστή: η ημέρα του Μάη υποδηλώνει α) την ημέρα της Εργατικής Πρωτομαγιάς, β) την ημέρα της Άνοιξης και του Μάη, γ) την ημέρα του Πάσχα, δ) την ημέρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ε) την ημέρα της σωτηρίας May Day, στ) την ημέρα της Μαγείας και των Μάγων. Βλ. για τις ενώσεις σωμάτων εργασίας και κεφάλαιο 9.
[2] Σημείωμα του μεταφραστή: αν δεν με απατά η μνήμη μου, ο Peter Damien ήταν στοχαστής μοναχός ο οποίος ισχυρίζετο ότι ανακάλυψε την μεταστροφή του χρόνου! Κατά τα λοιπά, δεδομένου ότι το θέμα σχετίζεται, αξίζει να σημειωθεί ότι στην εκκλησιαστική ιστορία ο Δαμιανός ήταν πατριάρχης Αλεξανδρείας στον 6ο αιώνα, ο οποίος συγκέντρωνε «εις έναν Θεόν» όλες τις προσωπικές ιδιότητες του Πατρός, του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος. Κατηγορήθηκε για Σαβελλιανισμό: ο Σαβέλλιος ήταν πρεσβύτερος Πτολεμαΐδος στον 3ο αιώνα, ο οποίος υποστήριζε ότι υπάρχει μόνο μία θεότητα και ότι Yϊός και Άγιο Πνεύμα είναι απλώς διαφορετικές δυνάμεις, λειτουργίες ή αξιώματα του ενός θεού, του Πατρός. Και οι 2 θεωρίες είχαν τους οπαδούς τους. Πιθανόν, ο συγγραφεύς εννοεί μιαν μουσική ή μαθηματική συμφωνία με τον Sabellius σε αυτό το σημείο.
[3] Σημείωμα του μεταφραστή: Φιλιστίνοι, Φιλισταίοι ή Παλαιστίνοι, μη-Σημιτικός λαός που έζησε στην Παλαιστίνη μετά το 1200 π.Χ. και πολέμησε με τους Ισραηλίτες. Ο τρόπος συμπεριφοράς και σκέψης των Φιλισταίων χρησιμοποιείται, συνήθως, για ανθρώπους συμβατικούς, κοντόφθαλμους, στερημένους κουλτούρας, και χωρίς ενδιαφέρον για τις αισθητικές αξίες. Χρησιμοποιήθηκε από τον συγγραφέα Matthew Arnold. Βεβαίως, για όποιον διαβάζει κάτω από τις γραμμές, φθάνει να σημαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου