*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

"ΙΔΟΥ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΕΣΤΙΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3" ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΫ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΥΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ
Επομένως, η πληροφόρηση που δέχθηκα, αφού το βιβλίο μου κυκλοφόρησε προς τα έξω, ήλθε ακριβώς για να δείξει ότι το Χριστιανικό δόγμα –στην ευθύτερη και απλούστερη έννοια του– κατενοήθη και είχε πάντοτε κατανοηθεί από μιαν μειοψηφία ανθρώπων ενώ οι κριτικοί –των εκκλησιαστικών και των ελευθέρως και ανεξαρτήτως στοχαζομένων κύκλων, ομοίως– απαρνήθηκαν και την πιθανότητα ακόμα να πάρουν την διδασκαλία του Χριστού με την ευθεία της έννοια.
Όλα αυτά με έπεισαν ότι αφενός το πραγματικό νόημα κατανόησης αυτού του δόγματος δεν χάθηκε ποτέ από μιαν μειοψηφία αλλά, αντιθέτως, είχε στερεωθεί και εμπεδωθεί ολοένα και με μεγαλύτερη καθαρότητα ενώ, αφετέρου, το νόημά του είχε συσκοτιστεί ολοένα και περισσότερο για την πλειοψηφία.
Ώστε, τελικά, προκύπτει ότι έχει φθάσει τελικά σε τέτοια αβυσσαλέα και αχανή βάθη σκότους που οι άνθρωποι δεν παίρνουν με την ευθεία τους έννοια ούτε ακόμα και τις πιο απλές των παραγγελιών, των εντολών των διδαγμάτων όπως αυτές εκφράζονται με τις απλούστερες λέξεις στο Ευαγγέλιο.
Η διδασκαλία του Χριστού εν γένει δεν κατανοείται υπό την αληθινή, πραγματικήν, απλή και ευθεία της έννοια ούτε ακόμα και σε αυτές τις ημέρες που το φως του Ευαγγελίου έχει διεισδύσει και διαπεράσει ακόμα και τις πιο σκοτεινές και μύχιες κόγχες της ανθρώπινης συνειδητότητας∙ τώρα που, με τις λέξεις του Χριστού «ο εις το ους ερρέθη κηρύσσεται επί των δωμάτων»∙ και τώρα, την στιγμή που το Ευαγγέλιο επηρεάζει κάθε όψη και πλευρά της ανθρώπινης ζωής (τοπική, οικονομική, πολιτική, νομοθετική και διεθνή).
Αυτή η έλλειψη πραγματικής κατανόησης των λέξεων του Χριστού θα ήταν ανεξήγητη αυτήν την κρίσιμη ώρα εάν δεν υπήρχαν λόγοι που να τις πληρώνουν λογιστικά.
Ένας από τους λόγους αυτούς είναι το γεγονός ότι πιστοί και άπιστοι συνάμα είναι ακράδαντα πεπεισμένοι ότι έχουν κατανοήσει εδώ και καιρό την διδασκαλία του Χριστού και πως την καταλαβαίνουν τόσο πλήρως, πέραν κάθε αμφιβολίας και ολοκληρωτικά ως προς τα αποτελέσματά της που δεν δύναται να έχει καμίαν άλλη σημασία ή σημασιοδότηση από αυτήν που της αποδίδουν.
Ο λόγος για αυτήν την αντίληψη είναι ότι αποτελεί ένα λάθος που κρατάται και στέκεται τόσο μακροχρονίως όρθιο η λανθασμένη μετάφραση αλλά και η συνεπόμενη εξ αυτής παρερμηνεία του Ευαγγελίου.
Ακόμα και το ισχυρότερο ρεύμα ύδατος που έρχεται άνωθεν δεν μπορεί να προσθέσει ούτε μια σταγόνα σε ένα ποτήριον το οποίον είναι ήδη πλεονάζον. Ακόμα και τα πιο δύσκολα θέματα είναι δυνατόν να εξηγηθούν ακόμα και στον πιο καθυστερημένο και ηλίθιο άνθρωπο εάν αυτός δεν έχει ήδη εκ των προτέρων σχηματίσει και διαμορφώσει καμίαν ιδέα περί αυτών∙ ακόμα, όμως, και το απλούστερον πράγμα δεν μπορεί να γίνει φανερό ακόμα και στον ευφυέστερον άνθρωπο εάν αυτός είναι ακράδαντα πεπεισμένος ότι ήδη ξέρει, χωρίς καμία σκιά αμφιβολίας, τι βρίσκεται ενώπιόν του.
Το Χριστιανικό δόγμα κάνει την παρουσία του και εμφανίζεται στους ανθρώπους του κόσμου μας σήμερα ως ένα δόγμα το οποίο από όλους και από τον καθένα έχει γίνει γνωστό (και μαθητόν επί τόσον μακρόν χρόνο) και αποδεκτό άνευ δισταγμών σε όλες, ακόμα και στις μικροσκοπικότερες, λεπτομέρειές του ώστε να μην μπορεί να γίνει αντιληπτό και μεταφράσιμο με καμίαν άλλη μέθοδο πλην αυτής με την οποία ερμηνεύεται τώρα.
Ο Χριστιανισμός γίνεται κατανοητός τώρα από όλους όσους διακηρύττουν τα δόγματα της Εκκλησίας ως μια υπερφυσική, θαυματουργική αποκάλυψη όλων όσων επαναλαμβάνονται στο Πιστεύω.
Από τους απίστους θεωρείται ως μια ιλλουστρασιόν απεικόνιση της ικεσίας και του πόθου του ανθρώπου για μια πίστη στο υπερφυσικό –την οποία τώρα η ανθρωπότητα έχει αναπτύξει ως επίφυση– ως ένα ιστορικό φαινόμενο που έχει δεχθεί πλήρη έκφραση ως Καθολικισμός, Ελληνική Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός και πως δεν έχει πια καμίαν ζώσα σημασία ή αξία για εμάς.
Η σημασιοδότηση του Ευαγγελίου είναι κρυμμένη, απόκρυφη, από τους πιστούς από την Εκκλησία, από τους απίστους από την Επιστήμη.
Θα μιλήσω πρώτα για την Εκκλησία. 1800 χρόνια στο παρελθόν –ιδού!
Εμφανίστηκε εν μέσω του ειδωλολατρικού Ρωμαϊκού κόσμου ένα περίεργο νέο δόγμα (ανόμοιο σε σχέση με οποιαδήποτε από τις γηραιές θρησκείες) και αποδόθηκε σε έναν άνδρα, τον Χριστό.
Αυτή η μορφή δόγματος ήταν, συγχρόνως σε φόρμουλα και σε περιεχόμενο, νέα απολύτως σε σύγκριση με τον Ιουδαϊκό κόσμο στον οποίο είχε τις πηγές προέλευσής της και ακόμα πιο νέα σε σχέση με τον κόσμο των Ρωμαίων στον οποίο διαχύθηκε και διακηρύχθηκε.
Αφενός εν μέσω της τήρησης των περίτεχνων και πολύπλοκων θρησκευτικών τύπων και κανονισμών του Ιουδαϊσμού στον οποίο –κατά τις λέξεις του Ησαΐα– ο ένας νόμος έμπαινε και ακολουθούσε μετά τον άλλο και, αφετέρου, εν μέσω του Ρωμαϊκού νομικού συστήματος που ήταν επεξεργασμένο ως και το υψηλότερο σημείο τελειοποίησης, ένα νέο δόγμα έκανε την εμφάνισή του.
Αρνούνταν και απέρριπτε όχι μόνο κάθε θεότητα καθώς και κάθε μορφή φόβου, δέους και λατρείας τους αλλά και όλους τους ανθρώπινους θεσμούς και κάθε είδους αναγκαιότητα αυτών.
Στην θέση όλων των κανόνων των παλαιών, γηραιών θρησκειών το δόγμα αυτό δημιουργεί και θέτει μόνον έναν τύπο εσωτερικής τελειοποίησης, την αλήθεια, την αγάπη στο πρόσωπο του Χριστού –καθώς και επιπλέον ως ένα αποτέλεσμα αυτής της εσωτερικής τελειοποίησης που έχει επιτευχθεί από τους ανθρώπους και ισοδυναμεί με την εξωτερική τελειοποίηση που έχουν προαναγγείλει οι Προφήτες–
δηλαδή, το βασίλειο του Θεού, όταν όλοι οι άνθρωποι θα σταματήσουν να μαθαίνουν να κάνουν πόλεμο, όταν όλοι θα είναι διδακτοί από τον Θεό ενωμένοι στην αγάπη ενώ ο λέων θα κλίνει το γόνυ πλησίον του αρνίου.
Αντί για τις απειλές περί ποινών και τιμωριών που έθεταν όλοι οι πεπαλαιωμένοι νόμοι των θρησκειών και των κυβερνήσεων συλλήβδην με σκοπό την μη εκπλήρωση των κανόνων και των αρχών τους, αντί για υποσχέσεις περί αμοιβών προς την συμπλήρωσή τους, το δόγμα αυτό έκανε κλήση προς τους ανθρώπους μόνο και μόνον επειδή ήταν η αλήθεια.
Κατά Ιωάννην vii. 17: «ΕΑΝ ΤΙΣ ΘΕΛΗ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΑΥΤΟΥ ΠΟΙΕΙΝ, ΓΝΩΣΕΤΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΔΑΧΗΣ, ΠΟΤΕΡΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΣΤΙΝ».
Κατά Ιωάννην viii. 46: «ΕΙ ΔΕ ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΛΕΓΩ, ΔΙΑΤΙ ΥΜΕΙΣ ΟΥ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΜΟΙ; ΑΛΛΑ ΝΥΝ ΔΕ ΖΗΤΕΙΤΕ ΜΕ ΑΠΟΚΤΕΙΝΑΙ, ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΟΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΥΜΙΝ ΛΕΛΑΛΗΚΑ. ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ, ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΥΜΑΣ. ΠΝΕΥΜΑ Ο ΘΕΟΣ, ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΝΤΑΣ ΑΥΤΟΝ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΙ ΠΡΟΣΚΥΝΕΙΝ. ΤΗΡΕΙΤΕ ΤΑΣ ΕΝΤΟΛΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΕΚ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΜΟΥ ΕΙ ΤΑΥΤΑ ΑΛΗΘΗ ΕΣΤΙΝ».
Δεν δόθηκαν χειρόγραφα και αποδείξεις αυτού του δόγματος πλην της αλήθειας, η οποία είναι η συμφωνία και η ανταπόκριση καθ΄αλληλογραφίαν του δόγματος με την αλήθεια. Ολόκληρη η διδασκαλία συνίστατο στην αναγνώριση της αλήθειας και στην τήρηση, την παρακολούθησή της, την συνέχισή της, κατ’ ακολουθίαν ώστε να επιτευχθεί μια ολοένα και μεγαλύτερη αλήθεια και μια ακόμα πλησιέστερη συμφωνία και παρακολούθηση, τήρησή της, στις πράξεις της ζωής.
Δεν υπάρχουν πράξεις σε αυτό το δόγμα οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιώσουν έναν άνθρωπο και να τον σώσουν. Υπάρχει μόνο η εικόνα, η απεικόνιση και το πρότυπο της αλήθειας για να τον οδηγήσει στην οδό της εσωτερικής τελειοποίησης στο πρόσωπο του Χριστού αφενός και αφετέρου για τελειοποίηση προς τις εξωτερικές δραστηριότητες ως προς το στερέωμα και την εγκαθίδρυση της βασιλείας του Θεού.
Η εκπλήρωση αυτής της διδασκαλίας συνίσταται απλώς και μόνο στην περιπατητική οδό προς μιαν επιλεγμένην οδό, στην προσέγγιση πλησίον της εσωτερικής τελειοποιήσεως ως προς την μίμηση του Χριστού καθώς και στην εξωτερική τελειοποίηση στην δημιουργία του βασιλείου του Θεού.
Σε συμφωνία με αυτό το συγκεκριμένο δόγμα, η μεγαλύτερη ή μικρότερη ευλογία ενός ανθρώπου εξαρτάται όχι από τον βαθμό της τελειοποιήσεως με την οποίαν έχει συντονιστεί αλλά από την μεγαλύτερη ή μικρότερη ταχύτητα και ετοιμότητα εγρήγορσης με την οποία το επιδιώκει αυτό.
Η πρόοδος προς την τελειοποίηση του αρχιτελώνη Ζακχαίου, της εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης γυναικός, του κακούργου στον σταυρό αποτελούν μιαν υψηλότατη, ανώτερη μορφή και κατάσταση ευλογίας –σύμφωνα με το συγκεκριμένο δόγμα– από την στάσιμη κι ακίνητη ορθότητα και δικαιοσύνη του Φαρισαίου.
Ο χαμένος αμνός είναι πλέον αγαπητός σε σχέση με τους 99 που δεν απωλέστηκαν. Ο άσωτος υϊός της απωλείας, το τάλαντο που θεωρήθηκε χαμένο και βρέθηκε εκ νέου, είναι όλα αγαπητά, πιο πολύτιμα για τον Θεό σε σύγκριση με αυτά που δεν έχουν απωλεστεί.
Κάθε συνθήκη –σύμφωνα με το δόγμα αυτό– αποτελεί απλώς ένα ιδιαίτερο βήμα προς την επίτευξη συντονισμού και ισορροπίας μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής τελειοποιήσεως και, επομένως, δεν φέρει καμία σημασιοδότηση αφ’ εαυτής. Η ευλογία συνίσταται στην πρόοδο προς την τελειοποίηση∙ το να στέκεται κανείς ακίνητος υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ισοδυναμεί με άρση αυτής της ευλογίας.
«ΜΗ ΓΝΩΤΩ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΟΥ ΤΙ ΠΟΙΕΙ Η ΔΕΞΙΑ ΣΟΥ». ««ΟΥΔΕΙΣ ΕΠΙΒΑΛΩΝ ΤΗΝ ΧΕΙΡΑ ΑΥΤΟΥ ΕΠ’ ΑΡΟΤΡΟΝ ΚΑΙ ΒΛΕΠΩΝ ΕΙΣ ΤΑ ΟΠΙΣΩ ΕΥΘΕΤΟΣ ΕΣΤΙΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»». «ΠΛΗΝ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΜΗ ΧΑΙΡΕΤΕ, ΟΤΙ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΥΜΙΝ ΥΠΟΤΑΣΣΕΤΑΙ∙ ΧΑΙΡΕΤΕ ΔΕ ΟΤΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΥΜΩΝ ΕΓΡΑΦΗ ΕΝ ΤΟΙΣ ΟΥΡΑΝΟΙΣ». «ΕΣΕΣΘΕ ΤΕΛΕΙΟΙ ΩΣΠΕΡ Ο ΠΑΤΗΡ ΥΜΩΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΟΥΡΑΝΟΙΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΕΣΤΙΝ». «ΖΗΤΕΙΤΕ ΜΕΝ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΝ ΑΥΤΟΥ».
Η εκπλήρωση αυτής της φόρμουλας πρέπει απλώς να εστιάζεται σε μιαν αδιάκοπη πρόοδο προς την επίτευξη μιας πάντοτε υψηλότερης αλήθειας, πλησίον αφενός στην στερέωση ολοένα και πιο σταθερά μιας πάντοτε μεγαλύτερης αγάπης εντός του εαυτού μας και αφετέρου στην εγκαθίδρυση ολοένα και πιο ευρέως του βασιλείου του Θεού εκτός του εαυτού μας.
Είναι προφανές ότι, εμφανιζόμενη όπως εμφανίστηκε αυτή η μορφή διδασκαλίας εν μέσω του Ιουδαϊκού και ειδωλολατρικού κόσμου, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία των ανθρώπων οι οποίοι ζούσαν μια ζωή απολύτως διαφορετική από την ζωή αυτή που η διδασκαλία αυτή τους απαιτούσε να διαβιούν. Είναι, εξάλλου, προφανές ότι ακόμα και για αυτούς από τους οποίους έγινε αποδεκτή αυτή η απαίτηση, ήταν τόσο απολύτως σε αντίθεση με όλες τις γηρασμένες αντιλήψεις τους που δεν μπόρεσε να γίνει κατανοητή υπό την ολοκληρωμένη της σημασία.
Είναι μόνον μέσα από μιαν αλληλουχία και ακολουθία παρερμηνειών, παρεξηγήσεων, λαθών, μονομερών εξηγήσεων και διορθώσεων ή προσθέσεων γενιών και γενιών που η σημασία του Χριστιανικού δόγματος έχει καταστεί περισσότερο αναπτυγμένη και έχει αποκτήσει μιαν διαρκώς μεγαλύτερη καθαρότητα στους ανθρώπους.
Η Χριστιανική οπτική περί της ζωής έχει εξασκήσει μιαν επιρροή σε Ιουδαίους και ειδωλολάτρες των εθνικών κρατών συλλήβδην ενώ η εθνική, ειδωλολατρική και Ιουδαϊκή στάση ζωής επίσης έχει ασκήσει μιαν επιρροή στον Χριστιανό. Οπότε, ο Χριστιανισμός –ως μια ζωντανή δύναμη– έχει κερδίσει ολοένα και περισσότερο έδαφος επί του εξαλειφθέντος Ιουδαϊσμού και του πνεύματος του ειδωλολατρισμού των εθνών και γίνεται συνεχώς πιο σαφής και ευκρινής καθώς ελευθερώθηκε από τις προσμείξεις του ψεύδους που την επικάλυπτε.
Οι άνθρωποι προχωρούσαν ολοένα και πιο μακριά με σκοπό την σύλληψη του νοήματος του Χριστιανισμού και, ταυτόχρονα, τον πραγματοποιούσαν και τον υλοποιούσαν ολοένα και περισσότερο στην ζωή. Όσο πιο πολλά χρόνια επεβίωνε η ανθρωπότητα, τόσο πιο έκδηλο και διαυγές γινόταν το νόημα του Χριστιανισμού –και αυτό, άλλωστε, πρέπει εσσαεί να γίνεται και να λαμβάνει χώρα με κάθε θεωρία για την ζωή.
Διαδοχικές επόμενες γενιές διόρθωσαν τα λάθη των προγενέστερών τους και αναπτύσσονταν πλησίον και εγγύτερον σε μιαν κατανόηση του αληθούς νοήματος. Αυτό συνέβαινε από τις απαρχές, τις πρώτες στιγμές της Χριστιανοσύνης.
Αλλά, επίσης, από τις πρώτες αυτές ημέρες της Χριστιανοσύνης υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι άρχισαν να διεκδικούν με βάση την ατομική τους βεβαίωση και ισχυρισμούς ότι το νόημα που αυτοί αποδίδουν στο δόγμα είναι το μοναδικό αληθές και, άρα, υποστήριζαν πως μπορείς ως απόδειξη να εμφανίσεις υπερφυσικές συμβάντα και συγκυρίες για την στήριξη και ανόρθωση της ορθότητος της μετάφρασης που αυτοί έδιναν.
Αυτός υπήρξε ο πρωταρχικός λόγος για την παρερμηνεία του δόγματος πρώτα και, κατόπιν, για την πλήρη διαστρέβλωσή του.
Υποτίθετο ότι η διδασκαλία του Χριστού μεταδόθηκε στους ανθρώπους όχι όπως κάθε άλλη αλήθεια αλλά με μιαν εξειδικευμένα θαυματουργική μέθοδο και οδό. Επομένως, η αλήθεια της διδασκαλίας δεν είχε αποδειχθεί από την ανταπόκρισή της καθ’ αλληλογραφίαν με τις ανάγκες του πνεύματος και ολόκληρης της φύσεως του ανθρώπου αλλά μέσω του θαυμαστού τρόπου της διαβίβασης και εκπομπής του ο οποίος προωθήθηκε ως μια αναμφισβήτητος απόδειξη της αλήθειας της εκάστοτε μετάφρασης που δινόταν σε αυτήν.
Η υπόθεση αυτή πήγασε από την παρερμηνεία της διδασκαλίας –το αποτέλεσμα ήταν να κάνει απίθανη την όποια μορφή ορθής κατανόησής της. Και αυτό συνέβη αρχικά, στις πρώτες-πρώτες εποχές, όταν το δόγμα εξακολουθούσε να μην είναι τόσο πλήρως αντιληπτό και κατανοήσιμο και συχνά μεταφραζόταν λάθος, όπως βλέπουμε μέσα από τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις.
Όσο λιγότερο καταλάβαιναν το δόγμα, τόσο περισσότερο δυσνόητο παρουσιαζόταν και τόσο περισσότερο αναγκαίες ήταν οι αποδείξεις και τα χειρόγραφα από εξωτερικές πηγές για την αλήθεια του.
Το θεώρημα ότι δεν θα πρέπει να κάνουμε στους άλλους ό,τι νομίζουμε πως δεν θα θέλαμε να μας κάνουν δεν έπρεπε να χρειάζεται να αποδειχθεί από θαύματα ούτε απαιτούσε καμιάν εξάσκηση πίστεως διότι αυτή η πρόταση πείθει αφ’ εαυτής και βρίσκεται σε αρμονία με το πνεύμα και την φύση του ανθρώπου∙ όμως, το θεώρημα ότι ο Χριστός ήταν Θεός έπρεπε να τύχει αποδείξεως μέσω θαυμάτων ολοκληρωτικά πέραν της αντιλήψεώς μας.
Όσο περισσότερο γινόταν η διδασκαλία δυσνόητη και αποκεκρυμμένη η κατανόηση του Χριστού, τόσο περισσότερο εισαγόταν σε αυτήν το θαύμα∙ και όσο περισσότερο εισαγόταν σε αυτήν η θαυματουργία, τόσο περισσότερο το δόγμα φιλτραριζόταν και έκλινε με μιαν στρεβλή κατεύθυνση μακριά από το πραγματικό του νόημα για να γίνει πιο απόκρυφο∙ κι όσο περισσότερο διϋλιζόταν για να χάσει το νόημά του και να γίνει περισσότερο δυσνόητο, τόσο περισσότερο έπρεπε να επιβεβαιώνεται το αλάθητόν του ενώ έγινε, τελικά, ελάχιστα κατανοήσιμο.
Μπορεί να δει κανείς στα Ευαγγέλια, τις Πράξεις και τις Επιστολές πόσο πολύ, από τα πρώτα χρόνια η έλλειψη κατανόησης του δόγματος καλούσε και ανακαλούσε, άμεσα και επειγόντως, για την ανάγκη χειρογράφων και αποδείξεων δια μέσου της θεουργίας και της μυστικότητας.
Το πρώτο παράδειγμα στο βιβλίο των Πράξεων είναι η συνέλευση που συνεκλήθη στην Ιερουσαλήμ για να κριθεί το ερώτημα το οποίο είχε εγερθεί και «αναστηθεί» αναφορικά με το εάν πρέπει να βαπτίζονται ή όχι οι μη ακολουθούντες την οδό της περιτομής και αποσχισθέντες και αυτοί οι οποίοι είχαν τραφεί με θυσίες αφιερωμένες στα είδωλα.
Το ίδιο το γεγονός αυτό κατ’ εξοχήν –αφ’ ης στιγμής ηγέρθη– απέδειξε ότι αυτοί οι οποίο το συζητούσαν δεν καταλάβαιναν την διδασκαλία του Χριστού.
Ο Χριστός απέρριπτε όλους τους εξωτερικούς τύπους και τελετές –εξαγνισμούς, καθάρσεις, νηστείες και εργαζόταν το Σάββατο.
Λεγόταν, άλλωστε, ανοιχτά και ξεκάθαρα «ΟΥ ΤΟ ΕΙΣΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΝ ΕΙΣ ΤΟ ΣΤΟΜΑ, ΤΑ ΔΕ ΕΚΠΟΡΕΥΟΜΕΝΑ ΕΚ ΤΟΥ ΣΤΟΜΑΤΟΣ, ΚΑΚΕΙΝΑ ΚΟΙΝΟΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ» κι, άρα, το ερώτημα περί βάπτισης αυτών που δεν ακολούθησαν την οδό της περιτομής και αποσχίσθηκαν θα μπορούσε να είχε εγερθεί μόνον ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίοι εξακολουθούσαν να μην καταλαβαίνουν πολύ καλά την διδασκαλία –αν και αγαπούσαν τον Κύριο, Διδάσκαλό τους, και αισθάνονταν αμυδρά το μεγαλείο της διδασκαλίας του.
Αυτό ήταν ένα γεγονός.
Με τις ίδιες ακριβώς αναλογίες ως προς την αποτυχία των μελών της συνέλευσης να καταλάβει το δόγμα,[1] κατά τον ίδιο βαθμό εμφανιζόταν και η ανάγκη για εξωτερική επιβεβαίωση της μη ολοκληρωμένης μετάφρασής του.
Και, για να ρυθμιστεί επιτέλους αυτό το ζήτημα του οποίου η ίδια αφ’ εαυτού η υποβολή της ερώτησης απέδειξε την έλλειψη κατανόησης του δόγματος από τους μαθητές, σε αυτήν την συνέλευση προφέρθηκε –όπως περιγράφεται στις Πράξεις– αυτή η περίεργη φράση η οποία για πρώτη της φορά ευρέθη ως απαραίτητη εκ των ων ουκ άνευ για να δώσει επιβεβαίωση από το εξωτερικό περιβάλλον σε ορισμένους ισχυρισμούς (και η οποία έχει παραγάγει τόσο πολύ κακό). Δηλαδή, προβλήθηκε εκεί η πρόταση ότι η κρίση με πνεύμα δικαιοσύνης της ορθότητας των αποφάσεών τους ήταν εγγυημένη από την θαυματουργή συμμετοχή (στην απόφαση) του Αγίου Πνεύματος –του Θεού, δηλαδή.
Όμως, με την σειρά του, καλούσε και απαιτούσε χειρογράφου αποδείξεως και το θεώρημα ότι το Πνεύμα το Άγιον –δηλαδή, ο Θεός– μίλησε διαμέσου των Αποστόλων. Οπότε ήταν ανάγκη, για να επιβεβαιωθεί αυτό ακριβώς, να υπάρξει κάθοδος του Πνεύματος του Αγίου στην Πεντηκοστή ημέρα με γλώσσες φωτιάς επ’ αυτών που πραγματοποίησαν αυτόν τον ισχυρισμό (στην αναφορά των συμβάντων, η κάθοδος του Πνεύματος του Αγίου προηγείται της συνελεύσεως, ωστόσο το βιβλίο των Πράξεων εγράφη πολύ αργότερα από τα 2 άνωθεν γεγονότα).
Παρ’ όλα αυτά, κι αυτή η εκπόρευση-εκπομπή του Αγίου Πνεύματος έπρεπε κι αυτή να αποδειχθεί για όσους δεν είχαν δει τις γλώσσες ωσεί πυρός (αν και δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί μια γλώσσα φωτιάς που καίει υπεράνω της κορυφής του κεφαλιού ενός ανθρώπου αποδεικνύει πως ό,τι πρόκειται να πει αυτός ο άνθρωπος θα είναι –κατά έναν τρόπον αλάθητον– η αλήθεια).
Κι έτσι ηγέρθη η αναγκαιότητα για ακόμα περισσότερα θαύματα και μεταβολές, αναστάσεις των νεκρών στην ζωή και εκπληκτικές εμφανίσεις ζωντανών νεκρών κι όλων αυτών των θαυμασίων –από τα οποία οι Πράξεις είναι υπεράφθονες– και, ενώ από την μια έχουν μπλοκάρει και εμποδίσει την λήψη αποφάσεων από τους ανθρώπους και τους έχουν αποτρέψει από την μελέτη του Χριστιανικού δόγματος, από την άλλη δεν τους έχουν πείσει για την αλήθειά του.
Το αποτέλεσμα που προκύπτει ως απόσταγμα από την χρήση ενός τέτοιου μέσου για την επιβεβαίωση της αλήθειας ήταν όσο περισσότερο αυτές οι διασταυρώσεις προς επιβεβαίωση της αλήθειας συσσωρεύονταν και ξεχείλιζαν σε αφθονία η μια μετά την άλλη και γίνονταν μέσω των μύθων των θαυμάτων, τόσο περισσότερο το δόγμα διαστρεφόταν από την αρχική και πρωτογενή του σημασία και γινόταν περισσότερο δυσνόητο.
Αυτό συνέβαινε κατά επαναλαμβανόμενο τρόπο ευθύς εξαρχής από τις πρώτες εποχές και συνεχιζόταν, διαρκώς ανέβαινε για να εκχειλίσει σαν χείμαρρος ώσπου έφθασε στην σημερινή ημέρα στην λογική κλίμακα των δογμάτων περί μεταστοιχείωσης, μεταλλαγής της ύλης, προσκόμισης αποδείξεων μέχρι και για το αλάθητο του Πάπα, των επισκόπων, της Γραφής και, γενικότερα, απαιτεί μιαν πίστη τυφλή (που καθίσταται ακατανόητη και εντελώς παράλογη και ασυνάρτητη) –όχι στον Θεό αλλά στον Χριστό.
Τυφλή πίστη όχι σε ένα δόγμα αλλά σε ένα πρόσωπο όπως στον Καθολικισμό, σε πρόσωπα όπως στην Ελληνική Ορθοδοξία, σε ένα βιβλίο όπως στον Προτεσταντισμό.
Όσο πιο ευρέως διαχεόταν η Χριστιανοσύνη και όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των απροετοίμαστων γι’ αυτήν λαών που έπεφταν υπό την δίστομη ρομφαία της αφού τόσο λιγότερο κατανοείτο πλέον η γλώσσα της και, με αναλογίες, τόσο περισσότερο υποστηριζόταν με εμμονή το αλάθητόν της ενώ γινόταν ακόμα περισσότερο απίθανη η κατάληψη του πραγματικού νοήματος του δόγματος.
Στους καιρούς του Κωνσταντίνου, ολόκληρη η μετάφραση του δόγματος είχε ήδη μειωθεί κατά ιζηματικό και εξαπλουστευμένο τρόπο για να συρρικνωθεί σε μιαν ΣΥΝΟΨΗ –την οποία υποστήριζε η προσωρινή εγκόσμιος εξουσία– και η οποία περιλάμβανε τις διαφωνίες και συγκρούσεις που είχαν λάβει χώρα στο Συμβούλιο: σε άρθρα πίστεως τα οποία εξέπιπταν σε σημασία (Πιστεύω εις τον τάδε και τον δείνα, στο ένα και στο άλλο, σε τούτο και πιθανόν στο νέο κ.τ.λ. ως το τέλος– σε μίαν αγίαν, Αποστολικήν Εκκλησία, πράγμα που σημαίνει και ισοδυναμεί με το αλάθητο των προσώπων αυτών που αυτοαποκαλούνται ως η Εκκλησία.
Ώστε όλα ισοδυναμούν, συμποσούνται και περιέρχονται σε έναν άνθρωπο που δεν πιστεύει πλέον Θεό ούτε τον Χριστό –όπως του αποκαλύπτονται– αλλά πιστεύει σε ό,τι η Εκκλησία τον διατάζει να πιστεύει.
Όμως, η Εκκλησία είναι αγία∙ η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον Χριστό.
Ο Θεός δεν μπορούσε να αφήσει στην τύχη ανθρώπους να ερμηνεύουν την διδασκαλία του –επομένως, αυτός ίδρυσε την Εκκλησία.
Όλα αυτά τα ανακοινωθέντα, εκθέσεις και καταθέσεις, είναι τόσο ολοκληρωτικά λάθος και ανίδρυτα, αστερέωτα, που αισθάνεται ντροπή κάποιος που τα αρνείται. Πουθενά ούτε σε ο,τιδήποτε –πλην στην επικύρωση της Εκκλησίας– δεν μπορούμε όντως να βρούμε ότι ο Θεός ή ο Χριστός ίδρυσαν ο,τιδήποτε όμοιο με ο,τιδήποτε καταλαβαίνουν μέσω της Εκκλησίας οι άνθρωποι της Εκκλησίας.
Στα Ευαγγέλια υπάρχει μια προειδοποίηση κατά της Εκκλησίας –καθώς αυτή είναι μια αρχή εξουσίας και αυθεντίας εξωτερική– μια προειδοποίηση η οποία είναι πλέον φανερή και εμφανέστατη στο κείμενο όπου λέγεται ότι οι ακόλουθοι του Χριστού δεν πρέπει «κανέναν άνθρωπο να καλούν διδάσκαλο».
Πουθενά, όμως, δεν λέγεται ο,τιδήποτε για το ίδρυμα αυτό που οι Εκκλησιαστικοί καλούν ως η Εκκλησία.
Η λέξη της εκκλησίας χρησιμοποιείται 2 φορές στα Ευαγγέλια: μιαν υπό την έννοια μιας συγκέντρωσης ανθρώπων σε συνέλευση για να κρίνουν μιαν διαφωνία, μιαν δευτέρα φορά σε σύνδεση με την αποκεκρυμμένη ομιλία περί ενός λίθου σε σχέση με τον Πέτρο και των πυλών της κόλασης. Από αυτά τα 2 κείμενα στα οποία χρησιμοποιείται η λέξη της εκκλησίας με την σηματοδότηση απλώς και μόνο μιας συγκεντρώσεως ή συνάθροισης έχει εξαχθεί το σύνολον όσων τώρα καταλαβαίνουμε υπό την έκφραση της Εκκλησίας.
Ο Χριστός, όμως, δεν θα μπορούσε να είχε ιδρύσει ή ανακαλύψει την Εκκλησία (δηλαδή, το σύνολο όσων τώρα καταλαβαίνουμε υπό αυτήν την λέξη).
Διότι τίποτε όμοιο με την ιδέα της Εκκλησίας όπως την έχουμε γνωρίσει έως τώρα (με τα μυστήρια, τα θαύματά της, υπεράνω όλων με την αξίωσή της/το αξίωμά της στο αλάθητο) δεν πρόκειται να βρεθεί είτε στις λέξεις του Χριστού είτε στις ιδέες των ανθρώπων εκείνης της εποχής.
Το γεγονός ότι οι άνθρωποι κάλεσαν αυτό που σχηματίστηκε και έλαβε μορφή με την ίδια λέξη που χρησιμοποίησε ο Χριστός για κάτι ολότελα διαφορετικό δεν τους δίνει το δικαίωμα να επιβεβαιώνουν ότι ο Χριστός ίδρυσε ή ανακάλυψε την μία, μοναδικήν Εκκλησία.
Άλλωστε, εάν ο Χριστός είχε πράγματι ιδρύσει ή ανακαλύψει έναν θεσμό με την μορφή της Εκκλησίας με σκοπό την θεμελίωση και δημιουργία ενός ιδρύματος για το σύνολο ολόκληρης της διδασκαλίας του και ακέραιας της πίστεως, σίγουρα θα είχε περιγράψει αυτόν τον θεσμό ξεκάθαρα, έκδηλα και οριστικά και θα είχε δώσει την πραγματικήν Εκκλησία (πέραν των μύθων και των παραμυθιών που χρησιμοποιούνται για να στηρίξουν κάθε μορφή πρόληψης, δεισιδαιμονίας και υπεραισθήσεως) εφοδιάζοντάς την με ορισμένα συμβολικά τεκμήρια και ανταλλαγές νομισματικών ισοτιμιών τόσο αλάθητων που δεν θα μπορούσε ποτέ να έχουν εγερθεί αμφιβολίες περί της αυθεντικότητός της/του.
Τίποτε αυτής της μορφής, όμως, δεν συνέβη ούτε δεν έλαβε χώρα από αυτόν. Και έχουν πάντοτε υπάρξει και εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορετικοί θεσμοί και ιδρύματα που αυτοαποκαλούνται –αυτόκλητα– ως η πραγματική, αληθινή Εκκλησία.
Η Καθολική κατήχηση, κατά Τολστόϋ, λέει: «Η Αγγλική Εκκλησία είναι η κοινωνία των πιστών που ιδρύθηκε από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, καθώς διαχύθηκε σε ολόκληρη την γη, υποκείμενη στην αυθεντική εξουσία των νομίμων ποιμένων –πρώτος και κυρίαρχος εξ αυτών ο Άγιος Πατήρ ημών, ο Πάπας», εννοώντας με τις λέξεις «pasteurs legitimes» μιαν συνένωση ανθρώπων με τον Πάπα επικεφαλής της και αποτελούμενη από ορισμένα άτομα ως συνδεδεμένα μέλη με βάση μιαν συγκεκριμένη οργάνωση.
Η Ελληνική Ορθόδοξη κατήχηση λέει: «Η Εκκλησία είναι μια κοινωνία η οποία ιδρύεται επί της γης από τον Ιησού Χριστό ενώ ενώνεται σε ένα ενιαίο ολοκληρωμένο σύνολο μέσω ενός θεϊκού δόγματος και μέσω των μυστηρίων υπό τους κανονισμούς και τις οδηγίες ενός ιερατείου ορισμένου από τον Θεό», εννοώντας με τις λέξεις «ιερατείου ορισμένου από τον Θεό» το Ελληνικό Ορθόδοξο ιερατείο, αποτελούμενο από ορισμένα άτομα που συμβαίνει να βρίσκονται σε συγκεκριμένες θέσεις.
Η κατήχηση του Λούθηρου λέει: «Η Εκκλησία αποτελεί καθαγιασμένη Χριστιανοσύνη ή μια συλλογή όλων των πιστών υπό τον Χριστό –τον επί κεφαλής του νομίσματός τους– προς τον οποίο το Άγιο Πνεύμα μέσω των Ευαγγελίων και των ρητρών εκπλήρωσης των μυστηρίων επικοινωνεί και αναλαμβάνει να τον ορκίσει με σκοπό την επουράνιο σωτηρία», εννοώντας ότι η Καθολική Εκκλησία έχει βυθιστεί σε λάθη και, άρα, το αληθές μέσο σωτηρίας βρίσκεται στον ερανισμό, δηλαδή, στην συλλογή των λαθών από τον Λουθηρανισμό.[2]
Για τους Καθολικούς η Εκκλησία του Θεού ταυτίζεται με το ιερατείο της Ρώμης και τον Πάπα.
Για τον Έλληνα Ορθόδοξο πιστό η Εκκλησία του Θεού ταυτίζεται με την εγκαθίδρυση και το καθεστώς της ιεροσύνης της Ρωσσίας.
Υπάρχει ένας ορισμός του Homyakov για την Εκκλησία που τον δέχθηκαν με εύνοια οι Ρώσσοι αλλά δεν βελτιώνει το θέμα εάν πρόκειται να συμφωνήσουμε με τον Homyakov και να θεωρήσουμε την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ως την μία, μοναδική αληθινή Εκκλησία.
Ο Homyakov υποστηρίζει ότι μια εκκλησία είναι μια συλλογή ανθρώπων (όλων και, μάλιστα, χωρίς να υφίσταται διάκριση μεταξύ κλήρου και λαϊκών, μη μυημένων) ενωμένων μαζί δια μέσου της αγάπης καθώς και ότι η αλήθεια αποκαλύπτεται μόνο σε ανθρώπους ενωμένους και συνδεδεμένους μαζί σε ένωση αγάπης (αγαπήσωμεν αλλήλους, ους έκαστος κατά διάνοιαν έχει, κ.τ.λ.) και ότι αυτή η μορφή εκκλησίας είναι η εκκλησία η οποία, κατά πρώτον, αναγνωρίζει το Πιστεύω της Νίκαιας και, κατά δεύτερον, δεν δέχεται τους πάπες και τα νέα δόγματα –μετά από τον διαχωρισμό και την απόσχιση των εκκλησιών.
Μέσω ενός ορισμού αυτής της μορφής της εκκλησίας, εξακολουθεί ωστόσο να υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία ως προς την συμφιλίωση και επανένωση που επιχειρεί να κάνει ο Homyakov μεταξύ της ενωμένης μέσω αγάπης εκκλησίας και της εκκλησίας που αναγνωρίζει το Πιστεύω της Νίκαιας και το δόγμα του Φώτιου.
Επομένως, ο ισχυρισμός του Homyakov ότι αυτή η εκκλησία –ενωμένη με δεσμούς αγάπης και, άρα, αγία– είναι η ίδια εκκλησία με αυτήν του Ελληνικού Ορθόδοξου ιερατείου στην οποία αυτό διακηρύττει πίστη γίνεται με ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία αυθαιρεσίας σε σχέση με τους ισχυρισμούς των Καθολικών ή του Ορθοδόξου.
Εάν δεχθούμε την ιδέα μιας εκκλησίας με την αισθητική και την έννοια νοήματος που αποδίδει σε αυτήν ο Homyakov –δηλαδή, ενός σώματος ανθρώπων συνδεδεμένων μαζί μέσω αγάπης και αληθείας– τότε γίνεται απολύτως δυνατόν να δηλώσει και να μαρτυρήσει διακηρυκτικά και κατηγορηματικά κανείς προς αυτό το σώμα (εάν υπάρχει) την αγάπη του και την αλήθειά του αλλά δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν εξωτερικά σημάδια μέσω των οποίων θα μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει τον εαυτό του ή έναν άλλον ως μέλος αυτού του ιερού σώματος ή να τεθεί αφ’ εαυτού εκτός∙ συνεπώς, δεν μπορεί να ανταποκρίνεται σε αυτήν την ιδέα κανένας θεσμός ή ίδρυμα που έχει μιαν ύπαρξη εξωτερική.
Για τους Λουθηρανούς η Εκκλησία του Θεού ταυτίζεται με ένα σώμα ανθρώπων που αναγνωρίζουν την αυθεντική εξουσία της Βίβλου/του Βιβλίου και την κατήχηση του Λούθηρου.
Κανονικά, όταν μιλούν για την άνοδο και εμφάνιση του Χριστιανισμού οι άνθρωποι που ανήκουν σε μια από τις υπάρχουσες εκκλησίες χρησιμοποιούν την λέξη για την εκκλησία στον ενικό αριθμό –λες και υπήρχε και έχει υπάρξει μία μόνον εκκλησία.
Αυτό, όμως, είναι απολύτως λανθασμένο.
Η Εκκλησία, ως ένας θεσμός και ίδρυμα που ισχυριζόταν ότι κατείχε την αλάθητον αλήθεια, δεν έκανε την εμφάνισή της από μόνη της∙ υπήρχαν τουλάχιστον 2 εκκλησίες προς τις οποίες εκδηλώθηκε κλήση για να αποδειχθεί αυτή η αξίωση/το αξίωμα. Όσο οι πιστοί συμφωνούσαν μεταξύ τους και το σώμα ήταν ένα, δεν υπήρχε ανάγκη να εκδηλωθεί και να ανακηρυχθεί ως μία εκκλησία. Μόνον όταν οι πιστοί διαχωρίστηκαν σε αντιτιθέμενα κομμάτια/κόμματα και αποκήρυξαν ο ένας τον άλλον, τότε εμφανίστηκε η ανάγκη ώστε κάθε κομμάτι/κόμμα να επικυρώσει την δική του αλήθεια απονέμοντας στον εαυτό του το αλάθητον.
Η σύλληψη στην διάνοια της αντιλήψεως περί μίας εκκλησίας μόνον –αυτή παρουσιάστηκε όταν ήδη υπήρχαν 2 πλευρές διηρημένες και συγκρουόμενες κι η κάθε μια αποκαλούσε την άλλην αίρεση ενώ παραδέχονταν μόνο την δική τους ως την εκκλησία που είχε το αλάθητον.
Αν ξέραμε ότι υπήρχε μια εκκλησία που αποφάσισε στο έτος 51 να δεχθεί όποιους απέφευγαν την οδό της περιτομής, αυτό συμβαίνει επειδή υπήρχε μια άλλη εκκλησία –αυτή των Ιουδαϊστών– η οποία αποφάσισε να μην τους δέχεται. Αν υπάρχει τώρα μια Καθολική Εκκλησία η οποία υποστηρίζει ότι έχει το αλάθητον, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνον επειδή υπάρχουν εκκλησίες (Ελληνο-Ρωσσική, Παλαιο-Ορθόδοξη, Λουθηρανική) που διεκδικούν προσωπικά καθεμιά το αλάθητον ενώ αρνούνται το αλάθητον όλων των άλλων εκκλησιών.
Προκύπτει, άρα, ότι η μία Εκκλησία είναι κατ’ αποκλειστικότητα και μόνο φανταστική, πλάσμα της φαντασίας, που δεν έχει το ελάχιστον ίχνος της πραγματικότητας.
Ως ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός έχει υπάρξει –και εξακολουθεί να υπάρχει– ως εκδήλωση διαφόρων σωμάτων ανθρώπων ενώ το καθένα ισχυρίζεται ότι αυτό είναι η μία Εκκλησία την οποία ίδρυσε ο Χριστός και πως όλες οι άλλες που αυτοαποκαλούνται εκκλησίες είναι απλώς σέκτες και αιρέσεις.
Ανοιχτά το δηλώνουν αυτό οι κατηχητικές διδασκαλίες των εκκλησιών με την ευρύτερη παγκοσμίως επιρροή: Καθολική, Παλαιο-Ορθόδοξη, Λουθηρανική.
Στην Καθολική κατήχηση, κατά Τολστόϋ, λέγεται: «Ποιοί είναι αυτοί που έχουν ακολουθήσει την οδό της περιτομής και βρίσκονται εκτός της Αγγλικής εκκλησίας; Οι άπιστοι, οι αιρετικοί, οι σχισματικοί». Οι αυτοαποκαλούμενοι Έλληνες Ορθόδοξοι θεωρούνται ως οι σχισματικοί, οι Λουθηρανοί ως οι αιρετικοί∙ οπότε, σύμφωνα με την Καθολική κατήχηση, οι μόνοι άνθρωποι και λαοί εντός της Εκκλησίας είναι Καθολικοί.
Στην αυτοαποκαλούμενη Ορθόδοξη κατήχηση λέγεται: Με την φράση περί μίας Χριστιανικής Εκκλησίας εννοείται η Ορθόδοξη, η οποία παραμένει πλήρως σε συμφωνία με την Οικουμενική Εκκλησία. Η Εκκλησία της Ρώμης και άλλες σέκτες (οι Λουθηρανοί και οι υπόλοιποι δεν αξίζουν καν να πάρουν τιμητικά το όνομα της εκκλησίας) δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στην μία και αληθή Εκκλησία επειδή έχουν από μόνοι τους αποκοπεί από αυτήν. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, οι Καθολικοί και οι Λουθηρανοί είναι εκτός της Εκκλησίας και υπάρχουν μόνον Ορθόδοξοι στην Εκκλησία.
Η κατήχηση του Λούθηρου λέει: “Die wahre kirche wird darein erkannt, dass in ihr das Wort Gottes lauter und rein ohne Menschenzustze gelehrt and die Sacramente treu nach Christi Einsetzung gewahret warden” - «Η αληθής Εκκλησία θα γίνει γνωστή από τον μελετητή και λάτρη του Λόγου του Θεού και θα βασιλεύσει αγνή, καθαρή και άνευ προσμείξεων με τις ανθρώπινες παρεμβάσεις ώστε να τηρηθούν πιστά τα Μυστήρια του Χριστού και η Διδασκαλία του Χριστού».
Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, όλοι αυτοί που έχουν προσθέσει το ο,τιδήποτε στην διδασκαλία που έδωσε ο Χριστός και οι απόστολοι –καθώς το έκαναν η Καθολική και η Ελληνική ως εκκλησίες– βρίσκονται εκτός Εκκλησίας. Οπότε, στην Εκκλησία υπάρχουν μόνο Προτεστάντες Διαμαρτυρόμενοι.[3]
Οι Καθολικοί ισχυρίζονται ότι το Άγιο Πνεύμα έχει μεταδοθεί χωρίς καμίαν διακοπή στην ιερατική λειτουργία τους.
Ο Ορθόδοξος βεβαιώνει ότι ομοίως το Άγιο Πνεύμα έχει μεταδοθεί χωρίς καμίαν διακοπή στην ιερατική λειτουργία τους.
Οι υποστηρικτές του Αρείου βεβαίωσαν ότι το Άγιο Πνεύμα μεταδόθηκε επί της δικής τους ιερατικής θητείας (το βεβαίωσαν αυτό με το ίδιο ακριβώς δικαίωμα που έχουν και οι εκκλησίες που τώρα βρίσκονται στην εξουσία).
Οι Προτεστάντες και Διαμαρτυρόμενοι όλων των πλευρών –Λουθηρανοί, Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία,[4] Πρεσβυτεριανοί, Μεθοδιστές,[5] οπαδοί του Swedenborg,[6] Μωρμόνοι–[7] ισχυρίζονται η καθεμιά ότι το Άγιο Πνεύμα είναι παρόν μόνον στις δικές τους κοινότητες.
Εάν οι Καθολικοί βεβαιώνουν πως το Άγιο Πνεύμα –την ώρα του σχίσματος της Εκκλησίας στα 2 (αυτή του Αρείου και αυτή των Ελλήνων) εγκατέλειψε την Εκκλησία που αποκηρύχθηκε και παρέμεινε εντός της μίας και αληθούς Εκκλησίας, τότε με το ίδιο ακριβώς δικαίωμα μπορούν και οι Διαμαρτυρόμενοι κάθε κλάδου να διεκδικούν ότι την ώρα της απόσχισης της δικής τους Εκκλησίας από την Καθολική άφησε το Άγιο Πνεύμα την Καθολική και πέρασε στην Εκκλησία που διεκήρυσσαν ως πιστεύω τους –και αυτό, ακριβώς, κάνουν.
Κάθε εκκλησία αναζητά τα ίχνη του πιστεύω της σε μιαν μετάδοση –άνευ διακοπών– από τον Χριστό και τους Αποστόλους.
Και, πράγματι, κάθε Χριστιανικό πιστεύω που έχει παραχθεί και προκύψει από τον Χριστό θα πρέπει να έχει έλθει και να έχει κατέβει έως και την σημερινή γενιά δια μέσου μιας ορισμένης μεταδόσεως ή μεταλήψεως.
Αυτό, όμως, δεν αποδεικνύει ότι αυτό μόνο το συγκεκριμένο πνεύμα από όλα όσα έχουν μεταβληθεί –εξαιρουμένων όλων των άλλων– μπορεί να είναι η αποκλειστική και μοναδική αλήθεια δίχως να επιδέχεται ουδεμιάς αμφιβολίας.
Κάθε κλάδος σε ένα δένδρο προέρχεται από την ρίζα σε μιαν αδιάσπαστη συνέχεια∙ το γεγονός, όμως, ότι κάθε κλάδος προέρχεται από την μία ρίζα, δεν αποδεικνύει κατά κανέναν τρόπο ότι κάθε κλάδος ήταν ο ένας κι ο μοναδικός. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει ομοίως με την Εκκλησία.
Κάθε εκκλησία παρουσιάζει επακριβώς τις ίδιες γραπτές αποδείξεις της διαδοχής –(ακόμα και τα ίδια, όμοια θαύματα) προς υποστήριξη της αυθεντικότητός της– όπως κάθε άλλη.
Ώστε για να υπάρχει μία και μοναδική αυστηρή και ακριβής διασαφήνιση ως προς το τί ορίζεται πως είναι μια εκκλησία (όχι μιας μορφής φανταστικής, κάτι όπως θα την επιθυμούσαμε να είναι αλλά αυτής όπως είναι και έχει υπάρξει στην πραγματικότητα), υπάρχει μόνον ένας ορισμός: μια εκκλησία είναι ένα σώμα ανθρώπων οι οποίοι ισχυρίζονται και διεκδικούν για τον εαυτό τους πως οι ίδιοι είναι ολοκληρωτικά οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας.
Αυτά τα σώματα (έχοντας στην πορεία των ετών βοηθηθεί με την στήριξη των προσωρινών, κοσμικών αρχών του χρόνου) αναπτύχθηκαν σε πανίσχυρους θεσμούς και οργανισμούς που υπήρξαν τα βασικά και κύρια εμπόδια για την διάχυση μιας πραγματικής κατανόησης της διδασκαλίας του Χριστού. Δεν θα μπορούσε να είναι ειδάλλως.
Η πρωταρχική ιδιοτροπία που διέκρινε η διδασκαλία του Χριστού –ως υψηλού διακεκριμένου– (και είναι αυτή η ιδιότητα ή αλλοτροπία που την διέκρινε επίσης από τις προγενέστερες θρησκείες) εντοπίζετο στο γεγονός ότι αυτοί οι οποίοι την αποδέχθηκαν πάλευαν ολοένα και περισσότερο να καταλάβουν και να συνειδητοποιήσουν το δίδαγμά της.
Όμως, το δόγμα της Εκκλησίας ήλθε να επιβεβαιώσει την δική του ολοκληρωμένη και τελική, οριστική, κατανόηση και πραγματοποίησή του.
Όσο περίεργο κι αλλόκοτο κι αν μπορεί να παρουσιάζεται στα μάτια μας –ημών που έχουν ανατραφεί εντός ενός περιβάλλοντος που έχει εσφαλμένη οπτική της Εκκλησίας ως ενός Χριστιανικού θεσμού και οργανισμού και μάθαμε να ασεβούμε κατά των αιρέσεων– ωστόσο το γεγονός είναι ότι μόνο σε ό,τι καλείτο ως αίρεση υπήρχε η οποιαδήποτε αληθινή κίνηση: δηλαδή, ο αληθής Χριστιανισμός.
Και η κατάσταση αυτή σταμάτησε να υφίσταται όταν αυτές οι αιρέσεις έπαψαν να κινούνται με αποτέλεσμα τα κινήματά τους να γίνουν απολιθώματα υπό τις στερεοποιημένες, σταθερές, μορφές μιας εκκλησίας.
Και –αλήθεια τί είναι αίρεση;
Διάβασε όλες τις θεολογικές εργασίες την μια μετά την άλλη.
Σε όλες τους, αίρεση είναι η υποκείμενη ύλη που πρώτα-πρώτα παρουσιάζεται αφ’ εαυτής για ορισμό∙ άλλωστε, κάθε όλες οι θεολογικές εργασίες καταπιάνονται στην διαπραγμάτευσή τους με το αληθές δόγμα του Χριστού ως διακεκρι(νό)μένου από τα εσφαλμένα δόγματα που κυκλικά το περιβάλλουν, δηλαδή τις αιρέσεις. Κι όμως, δεν θα βρεις πουθενά ο,τιδήποτε που να σου μοιάζει με έναν ορισμό της αιρέσεως.
Η διαπραγμάτευση αυτού του ζητήματος από τον ειδικό ιστορικό του Χριστιανισμού E. de Pressens στην «Ιστορία του Δόγματός» του (Παρίσι, 1869) υπό την επικεφαλίδα «UBI CHRISTUS, IBI ECCLESIA»[8]-«ΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΣ, ΕΚΕΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» μπορεί να υπηρετήσει ως μια ιλλουστρασιόν απεικόνιση του γεγονότος ότι υπάρχει μια ολοκληρωτική απουσία του ο,τιδήποτε σου μοιάζει με έναν ορισμό για το τι υπολαμβάνεται με την λέξη της αιρέσεως.
Ιδού τι λέει στην προσωπική εισαγωγή του (σελ. 3):
«Εγώ ξέρω ότι αμφισβητείται από πλευράς δικαίου το νόμιμο δικαίωμά μας να δώσουμε συγκεκριμένες ιδιότητες στα ρεύματα που βρέθηκαν αντιμέτωπα με τόση ενέργεια και ζωντάνια στην πολεμική με τους πρώτους Πατέρες. Η ίδια κατ’ εξοχήν η εκλογή της λέξης της αιρέσεως μοιάζει με επίθεση κατά της ελευθερίας της συνειδήσεως και της σκέψεως. Δεν μπορούμε να έχουμε τους ίδιους ενδοιασμούς∙ αυτό θα ισοδυναμούσε με εξαφάνιση από τον χαρακτήρα του Χριστιανισμού κάθε διακριτικού του γνωρίσματος».
Αν και μας λέει ότι ύστερα από τους χρόνους του Κωνσταντίνου η Εκκλησία έκανε, στην πραγματικότητα, κατάχρηση της εξουσίας της (δίνοντας τον ορισμό αυτών που διαφωνούσαν και της αντιστέκονταν ως αιρετικών και τους δίωκε), μιλώντας εν τούτοις για τα χρόνια που ακολούθησαν, λέει:
«Η Εκκλησία είναι μια ελεύθερη ένωση βιβλίων∙ υπάρχουν πολλά κέρδη εάν γίνει μια απόσχιση από αυτήν. Η πολεμική και ο αγώνας κατά των λαθών δεν έχει άλλα όπλα και οικονομικές πηγές σε σχέση με την σκέψη και τα συναισθήματα. Κανένας ομοιόμορφος τύπος δόγματος δεν έχει γίνει ακόμα αντικείμενο επεξεργασίας∙ αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις σε ζητήματα δευτέρας σημασίας παράγονται, βέβαια, και εγείρονται με πλήρη ελευθερία σε Ανατολή και Δύση∙ η θεολογία δεν έχει παντρευτεί αμετάβλητες φόρμουλες. Εάν –εν μέσω όλης αυτής της ποικιλίας γίνεται εμφανής στο φόντο η παρουσία μαζών πίστεως κοινών σε όλες– τότε δεν δικαιούται κανείς ώστε να την δει όχι ως ένα μορφοποιημένο λειτουργικό σύστημα που έχει τεθεί ως μια σύνθεση σε βάσεις και πλαίσια από τους αντιπροσώπους της εξουσίας των λογίων της Σχολής αλλά ως την ίδια την πίστη κατ’ εξοχήν (με το πιο ασφαλές ένστικτό της και, μάλιστα, στην πλέον αυθόρμητη εκδήλωση διακήρυξής της; Εάν η ίδια ομοφωνία που αποκαλύπτεται σε ουσιώδη σημεία της πίστεως εστιάζεται επίσης και στην απόρριψη ορισμένων δεδομένων ρευμάτων, δεν δικαιούμαστε να καταλήξουμε στο πόρισμα πως αυτές οι τάσεις αντιτίθενται και παραβιάζουν κατάφωρα τις θεμελιώδεις αρχές του Χριστιανισμού; Και δεν θα μεταμορφωθεί σε σιγουριά αυτή η υπόθεση όταν αναγνωρίσουμε στο δόγμα που οικουμενικά απέρριψε η Εκκλησία τα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας από τις θρησκείες του παρελθόντος; Για να πει κανείς ότι ο γνωστικισμός ή ο εμβιονισμός[9] αποτελούν νόμιμες μορφές της Χριστιανικής σκέψεως, θα πρέπει κανείς να αρνηθεί με τόλμη την ίδια συνολικά την ύπαρξη της Χριστιανικής σκέψεως ή οποιονδήποτε συγκεκριμένο χαρακτήρα μέσω του οποίου θα μπορούσε να αναγνωριστεί. Αν και με τον τρόπο αυτό διευρύνει κανείς –κατά τα φαινόμενα– την σφαίρα επιρροής της, κατ’ ουσίας την μειώνει. Στα χρόνια του Πλάτωνος, κανείς δεν θα ήταν τόσο τολμηρός ώστε να προσπαθήσει να δώσει το όνομά του σε ένα δόγμα στο οποίο δεν υφίσταται ουδείς τόπος για την θεωρία των ιδεών, οπότε θα άξιζε επαξίως να αρπάξει και να συνεγείρει τον γέλωτα από ολόκληρην την Ελλάδα επειδή επιχείρησε να επιβάλη με την απάτη τον Επίκουρο ή τον Ζήνωνα ως μαθητή(ς) της Ακαδημίας. Ας παραδεχθούμε, λοιπόν, ότι αν υπάρχει μια θρησκεία ή μια δογματική η οποία καλείται Χριστιανική, επιτρέπεται να έχει τις αιρέσεις της».
Όλο αυτό το επιχείρημα του συγγραφέα ισοδυναμεί σε αναλογίες με το ακόλουθο: ότι κάθε γνώμη που διαφέρει από τον κώδικα του δόγματος στο οποίο πιστεύουμε σε μιαν ορισμένη χρονικά, δεδομένη στιγμή, είναι αίρεση.
Φυσικά, όμως, σε κάθε δεδομένη στιγμή και τόπο μπορούν πάντοτε οι άνθρωποι να πιστεύουν σε κάτι ή σε κάτι άλλο∙ και δεν θεωρείται ότι αυτή η πίστη σε κάτι, απεριόριστο, δηλαδή μη περιορισμένο σε ουδέναν τόπο ή πεδίο σε ορισμένη στιγμή, μπορεί να είναι ένα κριτήριο της αλήθειας.
Συμποσούται, άρα, σε αναλογίες με αυτό: αφού UBI CHRISTUS IBI ECCLESIA, τότε ΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΣ, ΕΚΕΙ είμαστε εμείς.
Κάθε αυτοαποκαλούμενη αίρεση που θεωρεί όντως το δικό της πιστεύω ως την αλήθεια, μπορεί εξίσου εύκολα να βρει στην Εκκλησία ιστορία με μιαν σειρά ιλλουστρασιόν εικονογραφήσεων του προσωπικού της πιστεύω, μπορεί να κάνει χρήση όλων των επιχειρημάτων του Pressens για λογαριασμό του, να καλέσει και να βαφτίσει το προσωπικό του πιστεύω ως το ένα αληθινό Χριστιανικό πιστεύω.
Και, άλλωστε, αυτό ακριβώς το κάνουν –και πάντοτε το έκαναν– όλες οι αιρέσεις.
Ο μοναδικός ορισμός[10] της αιρέσεως (η λέξη «ΑΙΡΕΣΙΣ» σημαίνει κομμάτι) είναι αυτός: το όνομα που δίδεται από ένα σώμα ανθρώπων σε οποιαδήποτε άποψη απορρίπτει ένα κομμάτι του Πιστεύω όπως προφητεύεται και διακηρύσσεται από αυτό το σώμα.
Η πιο συχνή σημασία που επισυνάπτεται –το σύνηθες– στην λέξη της αιρέσεως είναι αυτή μιας γνώμης που απορρίπτει το Εκκλησιαστικό δόγμα όπως αυτό θεωρείται και στηρίζεται από τις εγκόσμιες αρχές.
Υπάρχει ένα αξιόλογο για σημειώσεις, πολύτομο και πολύ γόνιμο έργο –ελάχιστα γνωστό– με τίτλο «Unpartheyische Kirchen-und Ketzer-Historie» του 1729 υπό τον Gottfried Arnold που ασχολείται ακριβώς και κατ’ αποκλειστικότητα με το ζητούμενο αυτό θέμα και καταδεικνύει όλην την παρανομία, την αυθαιρεσία, την έλλειψη λογικής και νοήματος καθώς και την σκληρότητα που υπάρχει στην χρήση της λέξεως αιρετικός υπό την έννοια της αποδοκιμασίας και της κατάκρισης.
Το βιβλίο αυτό είναι μια προσπάθεια να γραφεί η ιστορία της Χριστιανοσύνης με την μορφή μιας ιστορίας της αιρέσεως. Στην εισαγωγή ο συγγραφέας υποβάλλει ως πρόταση μιαν σειρά ερωτημάτων: (1) Περί αυτών που δημιουργούν αιρετικούς∙ (2) Περί αυτών που έκαναν αιρετικούς∙ (3) Περί αιρετικών ερωτήσεων αφ’ εαυτών (4) Περί της μεθόδου να κάνουμε αιρετικούς∙ (5) Περί του σκοπού και του αποτελέσματος να κάνουμε αιρετικούς.
Σε κάθε ένα από αυτά τα σημεία βάζει 10 επιπλέον ερωτήσεις (τις απαντήσεις των θεμάτων τις δίνει αργότερα με βάση τις εργασίες πασίγνωστων θεολόγων). Αφήνει, ωστόσο, τον αναγνώστη να αντλήσει ή να ζωγραφίσει ο ίδιος αφ’ εαυτού το μεγαλύτερο δίδαγμα από τις εκθέσεις που αναπτύσσονται σε ολόκληρο το βιβλίο.
Ως παραδείγματα αυτών των ερωτήσεων (στις οποίες, εν μέρει και σε ορισμένο βαθμό, περιλαμβάνονται και οι αποκρίσεις) θα αναφέρω τις ακόλουθες: Κάτω από τον 4ο τίτλο, για τον τρόπο με τον οποίο κάνουμε αιρετικούς, σε μιαν από τις ερωτήσεις που δημιουργούνται (στην Εβδόμη), λέει: «Δεν δείχνει και δεν μαρτυρά ολόκληρη η ιστορία ότι οι μεγαλύτεροι δημιουργοί αιρετικών και μάστερ των τεχνών αυτών ήταν αυτοί ακριβώς οι σοφοί από τους οποίους ο Πατήρ απέκρυψε τα μυστικά του –δηλαδή, οι υποκριτές, οι Φαρισαίοι και οι δικηγόροι, άνθρωποι εντελώς άθεοι, διεστραμμένοι; (Ερώτ. 20-21) Και στα χρόνια διαφθοράς του Χριστιανισμού, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι δεν ήταν που διώχθηκαν μακριά κατ’ εξοχήν, αποκηρύχθηκαν από τους υποκριτές και τους ζηλωτές και προικίστηκαν στα χέρια από τον Θεό με μεγάλα δώρα ενώ, όταν ήλθε η εποχή του αγνού Χριστιανισμού, αντιμετωπίστηκαν ως λόγιοι, με υψηλές τιμές; Και, εκ νέου, οι άνθρωποι αυτοί που ηγέρθησαν και εξυψώθησαν υπεράνω όλων την περίοδο πτώσης του Χριστιανισμού και θεώρησαν τον εαυτό τους ως δασκάλους της πιο καθαρής μορφής Χριστιανισμού, δεν είναι αυτοί που θα τους θεωρούσαν σαν τους πιο αδιάντροπους αιρετικούς και αντιχρίστους την εποχή των αποστόλων και των μαθητών του Χριστού;» Επεκτείνει, εν μέσω άλλων πραγμάτων σε αυτές τις ερωτήσεις, κι αναπτύσσει την θεωρία ότι οποιαδήποτε ρηματική έκφραση της πίστης με την μορφή που την αξίωνε η Εκκλησία (και η απομάκρυνση εκ της οποίας υπολογιζόταν ως αίρεση) δεν θα μπορούσε ποτέ πλήρως να καλύψει τις ακριβείς θρησκευτικές ιδέες ενός πιστού και, άρα, πως η απαίτηση για μιαν έκφραση της πίστεως με ορισμένες λέξεις ήταν πάντοτε παραγωγός αιρέσεως –και λέει στην Ερώτηση 21: «Κι αν ακόμα τα ουράνια –σκέψεις και πράγματα– εμφανίζονται στο πνεύμα ενός ανθρώπου τόσο σπουδαία, βαθυστόχαστα και μυστικά που αυτός δεν βρίσκει τις λέξεις που ανταποκρίνονται ώστε να τα εκφράσει, θα ‘πρεπε κανείς να τον καλέσει αιρετικό επειδή αυτός δεν μπορεί να εκφράσει την ιδέα του με τέλειαν ακρίβεια;» Και στην ερώτηση 33: «Δεν οφείλεται το γεγονός ότι δεν υπήρχε καμία αίρεση στις πρώτες ημέρες στο γεγονός ότι οι Χριστιανοί δεν δίκαζαν ο ένας τον άλλο μέσω ρητών εκφράσεων αλλά μέσω της καρδιάς και των πράξεων, αφού είχαν τέλειαν ελευθερία να εκφράζουν τις ιδέες τους χωρίς τον τρόμο μήπως κληθούν αιρετικοί; Δεν ήταν το πιο εύκολο και μια πλέον συνήθης εκκλησιαστική λειτουργία αν ο κλήρος ήθελε να απαλλαχθεί από κάποιον ή να τον καταστρέψει και να τον κάνει ερείπια, να τον καταστήσουν ύποπτο για τις προσωπικές του πεποιθήσεις και να τον τυλίξουν σε έναν μανδύα ή χιτώνα αιρέσεως που θα του ‘ριχναν επάνω του ώστε –με το μέσο αυτό– να επιτρέψουν στην εξουσία την καταδίκη του και την εξορία του;». «Αληθές πιθανόν είναι ότι υπήρχαν αμαρτίες και κακώς κείμενα εν μέσω των καλουμένων αιρετικών αλλά δεν είναι λιγότερο αληθές και εμφανές» λέει έτι περαιτέρω «από τα αναρίθμητα παραδείγματα φράσεων που παρατίθενται εδώ (όπερ εστί μεθερμηνευόμενο, στην ιστορία της Εκκλησίας και της αιρέσεως) ότι δεν υπήρχε ούτε ένας έμπιστος, ειλικρινής και ευσυνείδητος άνθρωπος έστω και με μικρή αξία και σημασία τον οποίον οι Εκκλησιαστικοί –από ζηλοφθονία ή άλλους λόγους– δεν θα τον είχαν καταστρέψει και μεταβάλλει σε ερείπια».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο γινόταν κατανοητό σχεδόν πριν 2000 χρόνια το πραγματικό νόημα της αιρέσεως. Και παρ’ όλα αυτά, η ίδια αντίληψη έχει συνεχίσει να υπάρχει ως και τώρα. Και δεν μπορεί να πάψει να υπάρχει εφόσον υπάρχει η αντίληψη για μιαν εκκλησία.
Η αίρεση είναι η ανάστροφη όψη της Εκκλησίας.
Όπου υπάρχει μια εκκλησία, πρέπει να υπάρχει η διανοητική σύλληψη της αιρέσεως.
Μια εκκλησία είναι ένα σώμα ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι είναι σε κατοχή μιας αλαθήτου αληθείας.
Αίρεση είναι η γνώμη των ανθρώπων οι οποίοι δεν δέχονται το αλάθητο της αληθείας της Εκκλησίας –ότι μπορεί, δηλαδή, αυτή να μην πέσει.
Η αίρεση κάνει την εμφάνισή της στην Εκκλησία.
Είναι η προσπάθεια να διασπαστεί, να παραβιαστεί η απολιθωμένη σε πέτρα και πλάκα εξουσία και αυθεντία της Εκκλησίας.
Όλες οι προσπάθειες αναζήτησης να βρεθεί μια ζωντανή μετάφραση που να καθιστά εύληπτο το δόγμα έχουν γίνει από αιρετικούς.
Ο Τερτυλλιανός, ο Ωριγένης, ο Αυγουστίνος, ο Λούθηρος, ο Huss, ο Savonarola, o Helchitsky και οι υπόλοιποι ήταν αιρετικοί.
Δεν θα μπορούσε να είναι ειδάλλως.
Αυτός που ακολουθεί τον Χριστό (η υπηρεσία του οποίου σημαίνει μιαν γνησίως και διαρκώς αύξουσα κατανόηση της διδασκαλίας του και μιαν πάντοτε πιο στενή εκπλήρωσή της ως προόδου προς την τελειοποίηση και του Χριστού) –ακριβώς επειδή αυτός παρακολουθεί– δεν μπορεί να διεκδικεί για τον ίδιο ή για κανέναν άλλο το μονοπώλιο ότι καταλαβαίνει πλήρως την διδασκαλία του Χριστού και την συμπληρώνει ή την εκπληρώνει.
Ακόμα λιγότερο ισχύει αυτή η διεκδίκησή του για το όποιο σώμα ανθρώπων.
Σε οποιονδήποτε βαθμό κατανόησης και τελειοποίησης κι αν έχει συντονιστεί επιτυχημένα ο ακόλουθος του Χριστού, ανέκαθεν αισθάνεται την αδυναμία της νόησης και της πλήρωσής της ως την κορυφή και αγωνίζεται εσσαεί προς την κατεύθυνση μιας πληρέστερης κατανόησης και πλήρωσης, ολοκλήρωσης.
Άρα, να ισχυρίζεται κανείς για τον εαυτό του ή για λογαριασμό ενός οποιουδήποτε σώματος ανθρώπων ότι ένας ή πολλοί εξ αυτών έχουν στην κατοχή τους την τέλεια κατανόηση και εκπλήρωση του λόγου, της λέξεως, του Χριστού σημαίνει ότι αποκηρύσσεται το ίδιο το πνεύμα κατ’ εξοχήν της διδασκαλίας του Χριστού.
Όσο περίεργο κι αλλόκοτο κι αν μπορεί να παρουσιάζεται στα μάτια μας –οι εκκλησίες ως εκκλησίες έχουν για πάντοτε υπάρξει –και δεν μπορεί παρά να υπάρχουν– θεσμοί όχι μόνο ξένοι σε πνεύμα ως προς την διδασκαλία του Χριστού αλλά ακόμα και ευθέως ανταγωνιστικοί με αυτήν.
Έχει καλούς λόγους ο Βολτέρως που αποκαλεί την Εκκλησία κόλαση∙ έχουν καλούς λόγους όλες οι σχεδόν όλες οι αποκαλούμενες σέκτες των Χριστιανών αναγνωρίσει την Εκκλησία ως την κοκκινομάλλα γυναίκα που έχει προβλεφθεί στην Αποκάλυψη∙ έχει καλούς λόγους η ιστορία της Εκκλησίας που έχει αποτελέσει την ιστορία των μεγαλύτερων εγκλημάτων και φρικιαστικών σκηνών βίας.
Οι εκκλησίες ως εκκλησίες δεν είναι –όπως πολλοί άνθρωποι υποθέτουν– θεσμοί που έχουν Χριστιανικές αρχές και κανόνες στην βάση τους, ακόμα κι αν έχουν παραπλανηθεί λίγο μακράν της ευθείας οδού.
Οι εκκλησίες ως εκκλησίες, ως σώματα που επιβεβαιώνουν το δικό τους αλάθητον, είναι θεσμοί αντιτιθέμενοι στον Χριστιανισμό.
Όχι μόνο δεν υπάρχει τίποτε απολύτως το κοινό ανάμεσα στις εκκλησίες (ως εκκλησίες) και στον Χριστιανισμό –πλην κατ’ όνομαν– αλλά αντιπροσωπεύουν 2 αρχές θεμελιωδώς αντιτιθέμενες και ανταγωνιστικές η μια προς την άλλη. Η μια αντιπροσωπεύει την περηφάνεια, την βία, την αυτοεπιβεβαίωση, την στασιμότητα και τον θάνατο∙ η άλλη πραότητα, μετάνοια, ταπεινότητα, πρόοδο και ζωή.
ΟΥΔΕΙΣ ΕΞ ΗΜΩΝ ΔΥΝΑΤΑΙ ΔΥΣΙ ΚΥΡΙΟΙΣ ΔΟΥΛΕΥΕΙΝ∙
πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στους 2.
Οι υπηρέτες των εκκλησιών όλων των δογμάτων και των θρησκευμάτων –ειδικά των εσχάτων καιρών– προσπαθούν να επιδειχθούν οι ίδιοι ως προασπιστές της προόδου στον Χριστιανισμό. Κάνουν παραχωρήσεις και εκπτώσεις, θέλουν να διορθώσουν τις καταχρήσεις που έχουν διεισδύσει εντός της Εκκλησίας και υποστηρίζουν ότι κανείς δεν μπορεί (έχοντας ενώπιόν του την λίστα αναφορών αυτών των καταχρήσεων και των κακώς κειμένων) να αρνηθεί την αρχή την ίδια και τον κανόνα υπέρ μιας Χριστιανικής εκκλησίας η οποία είναι η μόνη που μπορεί να συνδέσει, να συνενώσει όλους τους ανθρώπους μαζί με δεσμούς ενότητας και να είναι διαμεσολαβητής μεταξύ ανθρώπων και Θεού.
Είναι, όμως, όλα αυτά ένα λάθος.
Όχι μόνο δεν έχουν ποτέ οι εκκλησίες συνδέσει και συνενώσει τους ανθρώπους με δεσμούς ενότητας αλλά έχουν υπάρξει για πάντοτε ένας από τους πρωταρχικούς λόγους διαίρεσης και διαχωρισμού των ανθρώπων για χάρη αιτιών μίσους του ενός προς τον άλλο, πολέμων, μαχών, ιεροεξεταστών, σφαγών του Αγίου Βαρθολομαίου κ.ο.κ.
Και, επιπλέον, οι εκκλησίες ποτέ δεν έχουν υπηρετήσει ως διαμεσολαβητές μεταξύ ανθρώπων και Θεού.
Μια διαμεσολάβηση της μορφής αυτής δεν είναι επιθυμητή –και απαγορεύθηκε ευθέως από τον Χριστό ο οποίος αποκάλυψε την διδασκαλία του άμεσα κι αμέσως σε κάθε άνθρωπο.
Οι εκκλησίες, όμως, έβαλαν νεκρές φόρμες στην θέση του Θεού και –πολύ πέραν από το να αποκαλύψουν τον Θεό (ή) από τον Θεό που αποκαλύπτεται, τον κρύβουν από την όραση και το βλέμμα των ανθρώπων.
Οι εκκλησίες, οι οποίες προέκυψαν από την έλλειψη κατανόησης της διδασκαλίας του Χριστού και έχουν διατηρήσει και συντηρήσει αυτήν την έλλειψη μέσω της δικής τους ακινησίας, δεν μπορούν παρά μόνο να κάνουν διωγμούς ενώ αρνούνται να παραδεχθούν κάθε αληθινή κατανόηση των λέξεων και των λόγων του Χριστού.
Προσπαθούν να το συγκαλύψουν αυτό –αλλά εις μάτην∙ διότι για κάθε βήμα εμπρός προς την οδό που χαράχθηκε για εμάς από τον Χριστό αποτελεί ένα βήμα προς την καταστροφή τους.
Όταν κανείς ακούει και διαβάζει τα κηρύγματα, ομιλίες και άρθρα, στα οποία Εκκλησιαστικοί συγγραφείς των εσχάτων καιρών από όλα τα δόγματα και τα θρησκεύματα μιλούν περί των Χριστιανικών αληθειών και αρετών∙ όταν κανείς ακούει και διαβάζει αυτά τα αριστοτεχνικά επιχειρήματα που έχουν καλλιεργηθεί επί αιώνες μαζί με παραινέσεις, παραγγέλματα και διακηρύξεις (που εμφανίζονται, ορισμένες φορές, ως ειλικρινείς προφητείες) είναι τότε έτοιμος να αμφισβητήσει το εάν μπορούν οι εκκλησίες να είναι ανταγωνιστικές προς τον Χριστιανισμό.
«Δεν μπορεί» λέει κανείς «δεν είναι δυνατόν να ήταν ανταγωνιστικοί προς τον Χριστιανισμό όλοι αυτοί οι λαοί που έχουν την ικανότητα να προσβλέπουν σε ανθρώπους όπως ο Χρυσόστομος, ο Fénelon, ο Butler και άλλους, οι οποίοι διεκήρυτταν την Χριστιανική πίστη». Μπαίνει στον πειρασμό κανείς να μιλήσει και να πει: «Οι εκκλησίες μπορεί να έχουν πλανηθεί μακριά από τον Χριστιανισμό, μπορεί να βρίσκονται βυθισμένες σε σφάλματα και αμαρτίες αλλά δεν είναι δυνατόν να είναι εχθρικές προς αυτόν». Πρέπει, όμως, να κοιτάξουμε τον καρπό ώστε να κρίνουμε το δένδρο, όπως μας δίδαξε ο Χριστός.
Και αν δούμε ότι οι καρποί τους ήταν πονηροί, φαύλοι ή κακοί και πως τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς τους ήταν ανταγωνιστικά προς τον Χριστιανισμό, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να δεχθούμε ότι όσο καλοί κι αν ήταν οι άνθρωποι, το έργο της Εκκλησίας σε κομμάτι της οποίας αυτοί οι άνθρωποι συμμετείχαν δεν ήταν Χριστιανικό.
Η καλοσύνη και η αξία αυτών των ανθρώπων που υπηρέτησαν τις εκκλησίες ανήκει στην καλοσύνη και στην αξία των ανθρώπων –και όχι στον θεσμό και στην οργάνωση την οποία υπηρέτησαν.
Όλοι οι καλοί άνθρωποι (όπως ο Φραγκίσκος της Ασσίζης και ο Φραγκίσκος των Sales, ο δικός μας Tihon Zadonsky, o Thomas Kempis και άλλοι) ήταν καλοί άνθρωποι παρά το γεγονός ότι υπηρέτησαν έναν θεσμό εχθρικό προς τον Χριστιανισμό –και θα ‘ταν ακόμα καλύτεροι εάν δεν είχαν τεθεί υπό την επιρροή του λάθους το οποίο υπηρετούσαν.
Γιατί, όμως, να πρέπει να μιλούμε για το παρελθόν και να λαμβάνουμε αποφάσεις με βάση το παρελθόν, παρελθόντα που μπορεί να μην έχουν παρουσιαστεί ορθά και να έχουν παρερμηνευθεί από εμάς;
Οι εκκλησίες, με τις αρχές τους και την πρακτική τους μαζί, δεν είναι ένα αντικείμενο του παρελθόντος.
Οι εκκλησίες είναι ενώπιόν μας σήμερα –και μπορούμε να τις κρίνουμε, για κάποιον σκοπό, από την πρακτική τους δραστηριότητα∙ και από αυτές, επίσης, να κρίνουμε και την επιρροή τους στους ανθρώπους.
Ποιό είναι το πρακτικό έργο των εκκλησιών σήμερα;
Ποιά είναι η επιρροή τους στους ανθρώπους;
Τί γίνεται από τις εκκλησίες ανάμεσά μας, αναμεταξύ των Καθολικών και των Διαμαρτυρομένων όλων των δογμάτων; Ποιό είναι το πρακτικό τους έργο;
Και ποιά τα αποτελέσματα της πρακτικής τους εργασίας;
Η πρακτική της Ρωσσικής (όπως καλείται) Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ευκρινής για όλους.
Είναι ένα τεράστιο σε μέγεθος γεγονός το οποίο δεν υπάρχει καμία απίθανη δυνατότητα να το κρύψουμε και περί του οποίου δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία.
Τί είναι αυτό το οποίο συνθέτει το πρακτικό έργο αυτής της Ρωσσικής Εκκλησίας, αυτόν τον πελώριο, ένθερμο και σφόδρα ενεργητικό θεσμό που αποτελείται από ένα ολόκληρο σύνταγμα σύμφωνα με το οποίο πολιτεύονται μισό εκατομμύριο άνθρωποι και στοιχίζει στον λαό δεκάδες εκατομμύρια ρούβλια;
Η πρακτική επιχείρηση της Εκκλησίας εντοπίζεται στην μετάδοση (με κάθε μέσο που μπορεί να διανοηθεί κανείς και να βάλει στην διάνοιά του) και στην ενστάλαξη εντός των μαζών 100 εκατομμυρίων του Ρωσσικού λαού μιας ουσίας εξαλειφθέντων κειμηλίων και λειψάνων πεποιθήσεων στις οποίες δεν υπάρχει σήμερα καμιά μορφή δικαίωσης, «στις οποίες σπανίως τώρα πιστεύει κανείς (συχνά ούτε ακόμα κι αυτοί που καθήκον τους είναι να διαχύσουν κατά το ευρύτερο δυνατόν αυτές τις λανθασμένες διακηρύξεις πίστεως)».
Το καθήκον αυτό –η ενστάλαξη και ο εμποτισμός του λαού με τις φόρμουλες της Βυζαντινής θεολογίας, της Τριάδος, της Μητέρας του Θεού, των Μυστηρίων, της Χάριτος κ.ο.κ., εκλιπούσες δηλαδή αντιλήψεις, ξένες για εμάς αφού, άλλωστε, δεν έχουν κανενός είδους νόημα για ανθρώπους των ημερών μας– είναι κάτι που σχηματίζει και διαμορφώνει μόνον ένα κομμάτι του έργου της Ρωσσικής Εκκλησίας.
Ένα άλλο κομμάτι της πρακτικής της συνίσταται στην διατήρηση της λατρείας των ειδώλων με την πιο κυριολεκτική έννοια και σημασία της λέξεως που είναι να τα παίρνει όλα κανείς κατά γράμμα∙ και συμπεριλαμβάνει την απόδοση σεβασμού και τιμών των αγίων λειψάνων αλλά και εικονισμάτων, την προσφορά θυσιών προς αυτά καθώς και την προσδοκία των απαντήσεών τους στις ικεσίες και προσευχές.
Δεν πρόκειται να μιλήσω για ό,τι διακηρύσσεται και είναι γραμμένο από ιερωμένους και τον κλήρο επιστημονικών ή φιλελευθέρων ρευμάτων στις θεολογικές εφημερίδες. Προχωρώ να μιλήσω για ό,τι στην πραγματικότητα γίνεται από τους ιερωμένους δια της ευρείας επέκτασης της Ρώσσικης γης προς έναν λαό 100 εκατομμυρίων. Τί διδάσκουν προσεκτικά και επιμελώς –απανταχού της γης με ομοιόμορφη και δίχως καμιά διακοπή μετάδοση– τον λαό; Τί απαιτούν από τον λαό από την όψη των αρετών της αυτοαποκαλουμένης Χριστιανικής τους πίστεως;
Θα ξεκινήσω από την αρχή –με την γέννηση ενός μωρού.
Στην γέννα ενός μωρού, τα διδάσκουν πως πρέπει να αποστηθίζουν και να απαγγέλουν μιαν προσευχή πάνω από το κεφάλι του παιδιού και της μητέρας για να τους καθαίρουν, λες και χωρίς την προσευχήν αυτή ήταν ακάθαρτη η μητέρα του ενός νεογέννητου. Για να το καταφέρει αυτό ο ιερεύς κρατά το τέκνο στα χέρια του μπροστά από τις εικόνες των αγίων –που καλούνται ανοιχτά και καθαρά από τους ανθρώπους Θεοί– και διαβάζει λέξεις με δύναμη εξορκισμού, κάτι το οποίο καθιστά καθαρή κι αγνή την μητέρα. Τότε γίνονται προτάσεις και δίδονται συμβουλές στους γονείς (ακόμα-ακόμα, και αποσπάται από αυτούς υπό τον φόβο της τιμωρίας για την μη εκπλήρωση των λεγομένων) πως πρέπει το παιδί να βαπτιστεί∙ όπερ εστί μεθερμηνευόμενο, να βυθιστεί από τον παπά 3 φορές στα ύδατα ενώ ορισμένες λέξεις που δεν τις καταλαβαίνει κανένας διαβάζονται δυνατά και εκτελούνται δεδομένες πράξεις ακόμα λιγότερο κατανοητές∙ διάφορα σημεία του σώματος αλείφονται με έλαιο και κόβονται τα μαλλιά ενώ οι νονοί αποτάσσονται και πτύουν έναν διάβολο με την φαντασία. Είναι αναγκαία όλα αυτά ώστε να καθαρθεί το παιδίον και να τον κάνουν Χριστιανό. Κατόπιν, ενσταλάζεται και μεταδίδεται στους γονείς πως πρέπει αυτοί να αναλάβουν να κοινωνήσουν το μυστήριο στο παιδίον, δηλαδή για να τραφεί να του μεταλάβουν –υπό την αμφίεση του άρτου και του οίνου– ένα κομμάτι του σώματος του Χριστού , ως αποτέλεσμα του οποίου το μωρό δέχεται την χάρη του Θεού εντός του, κ.ο.κ. Μετά υποβάλλεται ως συμβουλή ότι το παιδί πρέπει να διδάσκεται να προσεύχεται καθώς αυτό μεγαλώνει. Προσευχή σημαίνει να τίθεται ο ίδιος απευθείας εμπρός στην ξύλινη τράπεζα όπου είναι ζωγραφισμένα τα πρόσωπα του Χριστού, η Μητέρα του Θεού –καθώς και οι άγιοι∙ και να κλίνει την κεφαλή αλλά και ολόκληρο το σώμα, να αγγίζει το μέτωπό του, τους ώμους του και την κοιλία του με το δεξί του χέρι κρατώντας τα δάχτυλά του σε μιαν ορισμένη θέση και να προφέρει κάποιες λέξεις στην γλώσσα των Σλαβόνων, εκ των οποίων αυτή η οποία –το σύνηθες– διδάσκεται σε όλα τα παιδιά είναι αυτή: Μητέρα του Θεού, παρθένε, χαίρε, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ύστερα, το παιδί ενώ μεγαλώνει εμποτίζεται με την αντίληψη ότι στην θέαση οποιασδήποτε εκκλησίας ή εικόνας πρέπει να επαναλαμβάνει την ίδια πράξη: όπερ εστί μεθερμηνευόμενο, να σταυρώνεται. Μετά, μπολιάζεται με την ιδέα ότι στις διακοπές που όλοι γιορτάζουν (εορτάσιμες είναι οι ημέρες κατά τις οποίες γεννήθηκε ο Χριστός –αν και κανένας δεν ξέρει πότε συνέβη και έλαβε χώρα αυτό–και πήρε την οδό της περιτομής και η Μητέρα του Θεού κοιμήθηκε οπότε έγινε ακολουθία και περιφορά του σταυρού κατά διαδοχήν ενώ, ευκαιρίας δοθείσης, αναστηλώθηκαν οι εικόνες και επειδή ένας παρανοϊκός είδε ένα όραμα κ.ο.κ.) πρέπει να σηκώνεται και να φορά τα καλύτερά του ενδύματα και να πηγαίνει στην εκκλησία και πρέπει, ακόμα, να αγοράζει κεριά και να τα ανάβει μπροστά στις εικόνες των αγίων. Κατόπιν, πρέπει να κάνει τάματα, αφιερώματα και προσευχές για χάρη των νεκρών και να κόβονται μικρά ψωμάκια σε σχήμα τριγώνων και πρέπει να προσεύχεται αρκετές φορές για χάρη της υγείας και της ευημερίας του Τσάρου και των επισκόπων, για χάρη του ιδίου και των προσωπικών του υποθέσεων και, μετά, να φιλά τον σταυρό και το χέρι του ιερέα. Πλησίον της τήρησης αυτών των τυπικών, εγκαθίσταται μέσα του πως πρέπει να εξομολογείται τουλάχιστον μια φορά το έτος. Εξομολόγηση σημαίνει να πηγαίνει στην εκκλησία και να λέει στον ιερέα τις αμαρτίες του επί της βάσεως της θεωρίας ότι αν πληροφορεί έναν ξένο για τις αμαρτίες και τα λάθη του τον καθιστά ολοκληρωτικά καθαρό έναντι αυτών.
Στην συνέχεια, ότι πρέπει να τρέφεται με ένα μικρό κουταλάκι, ιδίως για να φάει ένα κομμάτι άρτου και οίνου, κάτι το οποίο θα τον καταστήσει ακόμη πιο αγνό και καθαρό. Αμέσως μετά, του μεταδίδεται η άποψη ότι αν ένα ανδρόγυνο επιθυμούν την φυσική ένωσή τους να καθαγιαστεί πρέπει να απευθυνθούν στην εκκλησία, να φορέσουν μεταλλικές κορώνες, να πιουν από δεδομένα ποτήρια, να περπατήσουν 3 φορές γύρω από ένα τραπέζι ενώ ακούγονται ήχοι υμνωδίας και ότι τότε η φυσική ένωση ενός ανδρόγυνου καθίσταται ιερή και άγια, συλλήβδην διαφορετική και ξεχωριστή από όλες τις όμοιες συνενώσεις. Ακολούθως, του ενσταλάζεται η οδηγία ως κατεύθυνση στην ζωή του να τηρεί τους εξής κανόνες: να μην τρώει βούτυρο και γάλα ορισμένες ημέρες, άλλες ημέρες να τραγουδά ύμνους όπως Te Deum και ρέκβιεμ προς τιμή των νεκρών, στις διακοπές για τις εορτές να περιποιείται τον ιερέα και αν του δίνει χρήματα ενώ αρκετές φορές το έτος να παίρνει τα εικονίσματα από την εκκλησία και να τα μεταφέρει σηκωμένα στους ώμους του σε λιβάδια, κτήματα και οικίες. Εμποτίζεται με την ιδέα ότι ακόμα και στο νεκροκρέββατό του κανείς δεν πρέπει να ξεχνά να καταπίνει τον άρτο και τον οίνο με κουταλάκι και πως θα ‘ναι ακόμα πιο καλά αν βρει χρόνο να τριφθεί με το άγιον έλαιο. Αυτό θα εγγυηθεί την ευημερία του στην μελλοντική ζωή. Μετά τον θάνατό του εισέρχεται στους συγγενείς και στους πλησίον του η γνώμη ότι είναι καλό για την σωτηρία του νεκρού να τοποθετηθεί ένας τυπωμένος πάπυρος με προσευχές στα χέρια του∙ είναι καλό, έτι περαιτέρω, να αναγνωστεί με δυνατή και καθαρή φωνή ένα συγκεκριμένο βιβλίο πάνω από το νεκρό σώμα και να προφερθεί το όνομα του νεκρού στην εκκλησία μιαν δεδομένη στιγμή.
Όλα αυτά θεωρούνται ως πίστη υποχρεωτική για όλους.
Εάν, όμως, θελήσει κανείς να πάρει συγκεκριμένα προφυλακτικά μέτρα πρόνοιας και φροντίδας για την ψυχή του, τότε –σύμφωνα με την πίστην αυτή– διδάσκεται ότι η μεγαλύτερη ασφάλεια για την σωτηρία της ψυχής στον κόσμο επιτυγχάνεται μέσω της προσφοράς χρημάτων προς τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, οπότε δεσμεύονται –όπως στον αρραβώνα, με αυτό το μέσο– οι άγιοι άνθρωποι ώστε να προσευχηθούν γι’ αυτόν.
Η είσοδος σε μονές και το φίλημα λειψάνων, κειμηλίων και θαυματουργών εικόνων είναι ένα έτι περαιτέρω μέσο λύτρωσης για την ψυχή.
Σύμφωνα με την πίστη αυτή, εικονίσματα και λείψανα μεταδίδουν μιαν ειδική ιερότητα, ιεροσύνη, δύναμη και χάρη –ακόμα και εγγύτητα ώστε να έλθει πλησίον κανείς– σε αυτά τα αντικείμενα καθώς αγγίζονται, φιλιούνται, ανάβονται κεριά ενώπιόν τους, προσκυνώνται και περπατά κανείς ή κολυμπά από κάτω τους ώσπου να μεταφερθούν επικοινωνιακά και να τα εμπνεύσει κανείς με πνοή και με αυτόν τον ενθουσιασμό: είναι όλα αποτελεσματικά μέσα που αρκούν για την σωτηρία, όπως εξάλλου και τα Te Deum που επαναλαμβάνονται μπροστά σε αυτά τα άγια των αγίων.
Είναι αυτή, άρα –και καμιά άλλη, τίποτε άλλο– η πίστη που καλείται Ορθόδοξος, δηλαδή η πραγματική πίστη η οποία (υπό την αμφίεση του μανδύα του Χριστιανισμού) έχει ενσταλαχθεί και ενσταλάσσεται και τώρα με όλες τις δυνάμεις και με ιδιαίτερο ζήλο από την Εκκλησία στον λαό.
Κι ας μην πει κανείς ότι οι Ορθόδοξοι διδάσκαλοι θέτουν το πλέον ουσιαστικό κομμάτι της διδασκαλίας τους σε ο,τιδήποτε άλλο και πως αυτές είναι απλώς και μόνον αρχαίες φόρμες που δεν θεωρεί κανείς –και δεν διανοείται κανείς– πως πρέπει να τελειώνουμε μαζί τους και να τις εξαλείψουμε. Αυτό είναι λάθος. Αυτή –και καμιά άλλη παρά μόνον αυτή– είναι η πίστη η οποία διδάσκεται σε ολόκληρη την έκταση της χώρας της Ρωσσίας από το σύνολο των ιερωμένων του κλήρου της Ρωσσίας και, ιδιαιτέρως τα έσχατα χρόνια, με ζήλο.
Τίποτε άλλο δεν διδάσκεται.
Μπορεί να συζητούν, να μιλούν και να γράφουν για μιαν άλλη, διαφορετική, στις μεγάλες πρωτεύουσες της χώρας∙ ανάμεσα, όμως, στα εκατοντάδες εκατομμύρια του λαού αυτή λαμβάνει χώρα, αυτή διδάσκεται, αυτή υλοποιείται –και τίποτε άλλο.
Οι Εκκλησιαστικοί πιθανόν μιλούν για κάτι άλλο αλλά αυτή η πίστη είναι αυτή η οποία διδάσκεται με κάθε μέσο που έχουν στην ισχύ τους.
Όλα αυτά –συν η λατρεία των κειμηλίων και των εικόνων– έχουν εισαχθεί σε έργα της θεολογίας και σε κατηχήσεις.
Με τον τρόπο αυτό την διδάσκουν στον λαό από πλευράς θεωρίας και από πρακτικής πλευράς, χρησιμοποιώντας ως βοήθημα κάθε πηγή και μέθοδο εξουσίας, επισημότητας, πομπής και βίας ώστε να τις εντυπωσιάσουν. Υποχρεώνουν τον λαό –επειδή του προκαλούν θαυμασμό και δέος μαζί– να πιστεύει σε αυτήν και φυλάττουν με ζηλοφθονία την πίστην αυτή από κάθε προσπάθεια να ελευθερωθεί ο λαός από αυτές τις βάρβαρες προ(κατά)λήψεις/δεισιδαιμονίες/υπεραισθήσεις.
Όπως είπα όταν δημοσίευσα το βιβλίο μου, την διδασκαλία του Χριστού αλλά και τις ίδιες τις λέξεις του περί μη-αντιστάσεως στο(ν) πονηρό τις έβλεπα επί πολλά έτη ως μια θεματολογία υποκείμενη σε αστειοποιήσεις και σε ταπεινά χωρατά στα μάτια μου ενώ οι Εκκλησιαστικοί, μακράν του να της αντιτίθενται, έφθασαν ακόμα και να ενθαρρύνουν αυτήν την σαρκαστική κοροϊδία των αγίων των αγίων.
Δοκίμασε, όμως, να κάνεις ένα πείραμα και να πεις έστω και μιαν ασεβή λέξη για ένα από τα φρικιαστικά είδωλα που λατρεύουν κατά ιερόσυλο τρόπο οι μεθυσμένοι στην Μόσχα, μιαν εικόνα που φέρει το όνομα της παρθένου Iversky, και αμέσως θα εγείρεις έναν αναστεναγμό ή χλευασμό αποδοκιμασίας και οργής από αυτούς τους ίδιους τους Εκκλησιαστικούς.
Το μόνο που διδάσκουν και κηρύττουν είναι μια εξωτερική τήρηση και παρακολούθηση των ρητών και των τελετών της ειδωλολατρείας/ειδολατρείας.
Κι ας μην επιτρέψεις λεχθεί πως η μια μορφή λατρείας δεν εμποδίζει την άλλη, διότι «ΤΑΥΤΑ ΔΕ ΕΔΕΙ ΠΟΙΗΣΑΙ ΚΑΚΕΙΝΑ ΜΗ ΑΦΙΕΝΑΙ». «ΠΑΝΤΑ ΟΥΝ ΟΣΑ ΕΑΝ ΔΕΣΜΕΥΩΣΙΝ ΥΜΙΝ ΤΗΡΕΙΝ, ΤΗΡΕΙΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΕΙΤΕ∙ ΚΑΤΑ ΔΕ ΤΑ ΕΡΓΑ ΑΥΤΩΝ ΜΗ ΠΟΙΕΙΤΕ: ΛΕΓΟΥΣΙ ΓΑΡ, ΚΑΙ ΟΥ ΠΟΙΟΥΣΙ» (Ματ. xxiii. 23, 3). Αυτά λέχθηκαν περί των Φαρισαίων οι οποίοι τηρούσαν και εκπλήρωναν όλους τους εξωτερικούς τύπους και τελετές που όριζε ο νόμος και, συνεπώς, οι λέξεις «ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ ΑΥΤΩΝ ΜΗ ΠΟΙΕΙΤΕ, ΛΕΓΟΥΣΙ ΓΑΡ ΚΑΙ ΟΥ ΠΟΙΟΥΣΙ» –αναφέρονται στην τήρηση και παρακολούθηση των τελετουργιών εκ μέρους τους και στην αγνόησή/άγνοιά τους των καλών έργων– έχουν ακριβώς την αντίθετη σημασία από αυτήν που προσπαθούν να δίνουν οι Εκκλησιαστικοί στο κείμενο, ερμηνεύοντάς το ως μιαν εντολή να παρακολουθεί κανείς τις τελετές.
Τώρα, η τήρηση των εξωτερικών τύπων καθώς και η υπηρεσία χάριν αληθείας και καλοσύνης είναι, ως επί το πλείστον, δύσκολο να συνδυαστούν και να συνενωθούν∙ η μια αποκλείει την άλλη.
Το ίδιο συνέβαινε με τους Φαρισαίους, το ίδιο συμβαίνει τώρα με τους Εκκλησιαστικούς Χριστιανούς.
Εάν ένας άνθρωπος μπορεί να λυτρωθεί μέσω της σωτηρίας και της εξαγοράς των αμαρτιών, μέσω των μυστηρίων και μέσω της προσευχής –τότε, δεν χρειάζεται τα καλά έργα.
Η Επί του Όρους Ομιλία ή η ομιλία του Πιστεύω.
Ή η μία ή η άλλη.
Δεν μπορεί να ισχύουν και τα δύο!
Κανείς δεν μπορεί να το έχει δίπορτο.
Και οι Εκκλησιαστικοί έχουν επιλέξει να λατρεύουν την δεύτερη.
Η ομιλία του Πιστεύω διδάσκεται και αναγιγνώσκεται ως μια προσευχή στις εκκλησίες αλλά η Επί του Όρους Ομιλία εξαιρείται ακόμα και από τα κείμενα των Ευαγγελίων που διαβάζονται στις εκκλησίες με αποτέλεσμα η συνέλευση/συγκέντρωση/συναγωγή να μην την ακούει ποτέ στην εκκλησία εκτός εκείνων των ημερών που αναγιγνώσκεται το σύνολο του Ευαγγελίου.
Και, πράγματι, δεν θα μπορούσε να είναι ειδάλλως –γι’ αυτόν.
Οι άνθρωποι που πιστεύουν σε έναν φαύλο και αναίσθητο Θεό που έχει καταραστεί το ανθρώπινο γένος και αφιέρωσε τον ίδιο του τον Υϊό στην θυσία αλλά και ένα κομμάτι της ανθρωπότητας σε αιώνιο μαρτύριο– δεν είναι δυνατό να πιστεύουν στον Θεό της αγάπης.
Ο άνθρωπος που πιστεύει σε έναν Θεό –σε έναν Χριστό που έρχεται εκ νέου με δόξα να κρίνει και να τιμωρήσει τον εγρήγορο ζώντα και τον νεκρό– δεν είναι δυνατό να πιστεύει στον Χριστό που μας δέσμευσε να περιμένουμε στρέφοντας το αριστερό μάγουλο, να μην κρίνουμε, να συγχωρούμε αυτούς που μας αδικούν και να αγαπούμε τους εχθρούς μας.
Ο άνθρωπος που πιστεύει στην έμπνευση και αναζωογόνηση της Παλαιάς Διαθήκης με πνοή, ίδια όπως στον ιερό χαρακτήρα του Δαβίδ, που διέταξε στο νεκροκρέββατό του την δολοφονία ενός γέρου που τον είχε καταραστεί και τον οποίο δεν μπορούσε ο ίδιος να τον δολοφονήσει επειδή είχε δεσμευθεί με όρκο προς αυτόν (αλλά και οι όμοιες ανατριχιαστικές σκηνές από τις οποίες είναι πλήρης η Παλαιά Διαθήκη)– δεν είναι δυνατό να πιστεύει στην αγία και στην αγνή αγάπη του Χριστού.
Ο άνθρωπος που πιστεύει στο δόγμα της Εκκλησίας περί συμβατότητας της πολεμικής τέχνης και της τιμωρίας του θανάτου με τον Χριστιανισμό –δεν είναι δυνατόν να πιστεύει στην αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων.
Και αυτό που είναι πιο σημαντικό απ’ όλα: ο άνθρωπος που πιστεύει σε σωτηρία δια της πίστεως στην λύτρωση και εξαγορά των αμαρτιών ή δια της πίστεως στα μυστήρια –δεν είναι δυνατόν να αφιερώσει όλες τις δυνάμεις του ώστε να πραγματοποιήσει, να υλοποιήσει, την ηθική διδασκαλία (στην ζωή) του Χριστού στην ζωή του.
Ο άνθρωπος που έχει εκπαιδευθεί και διδαχθεί από την Εκκλησία μέσα στα πλαίσια του προφανώς βέβηλου δόγματος πως ένας άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί από τις προσωπικές, ατομικές δυνάμεις του αλλά πως υπάρχει ένα άλλο μέσο σωτηρίας –είναι αλάθητον ότι θα βασιστεί επάνω σε αυτό το μέσο και όχι στις προσωπικές, ατομικές δυνάμεις του οι οποίες –τον διαβεβαιώνουν– αποτελεί αμαρτία να τις εμπιστεύεται και να τις πιστεύει.
Η διδασκαλία κάθε Εκκλησίας, με την εξαγορά των αμαρτιών της και τα μυστήρια συλλήβδην, εξαιρεί και αποκλείει την διδασκαλία του Χριστού∙ περισσότερο απ’ όλες, η/την διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ειδωλολατρικούς/ειδολατρικούς τύπους και κανόνες της.
«Μα, ο λαός και οι άνθρωποι που τον αποτελούν έχουν πάντοτε εκδηλώσει την πίστη τους με την δική τους συγκατάθεση, με τον ίδιο τρόπο που την πιστεύουν και τώρα» θα λεχθεί ως απόκριση και ανταπάντηση σ’ αυτήν. «Ολόκληρη η ιστορία του Ρωσσικού λαού την αποδεικνύει. Δεν μπορεί κανείς να αποστερεί τους ανθρώπους και τους λαούς από τις παραδόσεις τους».
Και αυτή η διακήρυξη είναι παραπλανητική.
Οι άνθρωποι του λαού σίγουρα, σε κάποιαν στιγμή, όντως πίστευαν σε κάτι όμοιο με αυτό στο οποίο τώρα πιστεύει η Εκκλησία, αν και βρισκόταν πολύ μακριά από το να είναι το ίδιο πράγμα. Σε αντίθεση με τον προληπτικό/δεισιδαιμονικό σεβασμό (για εικονίσματα, εικονοστάσια, πνεύματα των οικιών, κειμήλια και πανηγυρικές ή εορταστικές εκδηλώσεις συνοδεία στεφάνων κατασκευασμένων από φύλλα σημύδας) στον λαό υπήρχε πάντοτε και εξακολουθεί πάντοτε να υπάρχει μια βαθύτατα μυστική, ηθική και ζώσα κατανόηση της Χριστιανοσύνης που ποτέ δεν έχει υπάρξει στην Εκκλησία ολοκληρωμένα και συνολικά.
Αυτή η μορφή συναντάται κατ’ αποκλειστικότητα και μόνο με τους καλύτερους αντιπροσώπους της, καίτοι ο λαός –παρ’ όλες τις δεισιδαιμονικές προ(κατα)λήψεις που του έχουν διοχετεύσει και ενσταλάξει η κυβέρνηση και η Εκκλησία– έχει αναπτύξει και εφοδιάσει στις εκδηλώσεις του με μιαν πρωτόγονη μορφή, ακατέργαστη, κατανόησης αυτούς τους καλύτερους αντιπροσώπους: και το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από την βλάστηση και εκπήγαση παντού των σεκτών του ρασιοναλισμού[11] από τις οποίες πλημμυρίζει σήμερα η Ρωσσία (και κατά των οποίων οι Εκκλησιαστικοί συνεχίζουν και τώρα ακόμα έναν πόλεμο που δεν έχει κατορθώσει να επιφέρει αποτελέσματα). Οι άνθρωποι του λαού προχωρούν προοδευτικά σε μιαν συνειδητοποίηση της ηθικής, ζωντανής όψεως της Χριστιανοσύνης. Και τότε –κάνει με ένα βήμα εμπρός την εμφάνισή της η Εκκλησία χωρίς να έχει δανειστεί στοιχεία από τον λαό αλλά με ζηλοφθονία, για να τους εμποτίσει με τις απολιθωμένες σαν πέτρα τυπικές διατυπώσεις, επισημότητες και εθιμοτυπίες ενός εξαλειφθέντος παγανισμού και επιχειρώντας να τους ρίξει πάλι πίσω στα σκότη της αβύσσου από τα οποία αναδύονταν και έρχονταν στην επιφάνεια με τόσον κόπο.
«Δεν διδάσκουμε τους ανθρώπους τίποτε καινούργιο, τίποτε άλλο πλην αυτού στο οποίο πιστεύουν –μόνο, με μιαν πιο τέλεια μορφή» λένε οι Εκκλησιαστικοί. Είναι ακριβώς ό,τι έκανε εκείνος ο άνθρωπος που έπιασε την χρυσοτόκο όρνιθα –αμέσως μόλις γεννήθηκε– και την έριξε πίσω για να γυρίσει στο αυγό από το οποίο εκκολαπτόταν.
Έχω συχνά εξεγερθεί πλημμυρισμένος από οργή, αν και θα ήταν κωμικό αυτό εάν οι συνέπειές του δεν ήταν τόσο αηδιαστικές, παρατηρώντας πώς οι άνθρωποι κλείνουν ο ένας τον άλλο μέσα σε μιαν ψευδαίσθηση και δεν μπορούν τελικά να βγουν από αυτόν τον μαγικό κύκλο.
Το πρώτο ερώτημα, η πρώτη αμφιβολία ενός Ρώσσου που τώρα ξεκινά να σκέπτεται, είναι ένα ερώτημα ως προς τις εικόνες, τα εικονίσματα και, έτι περαιτέρω, τα θαυματουργά λείψανα, κειμήλια και κόκκαλα. Είναι αλήθεια ότι είναι αυθεντικά –και πως θαύματα γίνονται δια μέσου αυτών;
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θέτουν την ερώτηση αυτή προς τον εαυτό τους και η πρωταρχική τους δυσκολία να την απαντήσουν είναι το γεγονός ότι επίσκοποι, μητροπολίτες και όλοι οι άνθρωποι σε θέσεις εξουσίας φιλούν τα αναμνηστικά λείψανα και εικονίσματα που κάνουν θαύματα.
Ρώτα τους επισκόπους και τους ανθρώπους σε θέσεις εξουσίας γιατί το κάνουν –και θα πουν ότι το κάνουν για χάρη του λαού (ενώ οι άνθρωποι του λαού τα φιλούν επειδή το κάνουν οι επίσκοποι και οι άνθρωποι της εξουσίας).
Σε αντίθεση με όλο το εξωτερικό επίχρισμα και γυαλιστερό λούστρο που έχει πάνω της η μοντερνικότητα, η μάθηση και η πνευματικότητα με την οποία τα μέλη της Εκκλησίας ξεκινούν σήμερα να οικειοποιούνται και να μιμούνται το πρακτικό έργο της Ρωσσικής Εκκλησίας με τις εργασίες τους, τα άρθρα τους, τις θεολογικές εφημερίδες τους και τις ομιλίες-κηρύγματά τους είναι κάτι που συνίσταται σε τίποτε άλλο μόνο, παρά στην συντήρηση των ανθρώπων στην παρούσα κατάσταση της πρωτόγονης και άγριας ειδωλολατρείας/ειδολατρείας και –επί τα χείρω– στην ανόρθωση, στήριξη και διάχυση των προλήψεων/προκαταλήψεων/δεισιδαιμονιών/υπεραισθήσεων και της θρησκευτικής άγνοιας καθώς και της καταπίεσης αυτής της ζωντανής κατανόησης και ερμηνείας της Χριστιανοσύνης που υπάρχει στον λαό χέρι-χέρι με την ειδωλολατρεία/ειδολατρεία.
Θυμάμαι κάποτε ήμουν παρών στο βιβλιοπωλείο της μονής Optsy Hermitage την στιγμή που ένας γέρος, παλαιός ιδιοκτήτης αγροτικής χώρας, επέλεγε βιβλία για τον εγγονό του ο οποίος μπορούσε να διαβάζει. Ένας μοναχός τον πίεζε για να αγοράσει εκθέσεις και αναφορές σε κειμήλια, εορτές, θαυματουργές εικόνες, ένα ψαλτήριο με χορδές για λύρες string κ.ο.κ.
Ρώτησα τον γέρο: «Έχει το Ευαγγέλιο;».
«Όχι». «Δώσ’ του το Ευαγγέλιο με την Ρώσσικη», είπα στον μοναχό.
«Δεν θα του κάνει», απάντησε ο μοναχός.
Ιδού, έχεις εδώ μιαν επιτομή του έργου της Εκκλησίας μας.
Αυτό, όμως, λαμβάνει χώρα μόνο στην βάρβαρη Ρωσσία, θα παρατηρήσει ο Ευρωπαίος και Αμερικανός αναγνώστης.
Και μια (παρα)τήρηση αυτής της μορφής είναι ορθή, ορθόδοξη και δίκαια αλλά μόνο στην έκταση που αναφέρεται (δηλαδή, πραγματοποιεί αναφορές) στην κυβέρνηση η οποία βοηθά την Εκκλησία στο καθήκον της να προχωρήσει στην αποκάλυψη του χωρατού, του γελοίου και την διαφθορά της Ρωσσίας.
Είναι αληθές ότι δεν υπάρχει πουθενά στην Ευρώπη μια κυβέρνηση τόσο δεσποτική και τόσο στενά συνδεδεμένη, σύμμαχος με την Εκκλησία που βρίσκεται στην εξουσία. Και, άρα, το κομμάτι της προσωρινής, εγκόσμιας ισχύος με σκοπό την διαφθορά του λαού είναι μεγαλύτερο στην Ρωσσία.
Δεν είναι, όμως, αληθές ότι η Ρωσσική Εκκλησία –ως προς την επιρροή της στον λαό– έχει μιαν όψη διαφορετική από κάθε άλλην εκκλησία.
Οι εκκλησίες είναι παντού οι ίδιες.
Κι αν ακόμα η Καθολική, η Αγγλικανική, η Λουθηρανική Εκκλησία δεν έχει στα χέρια της πρόχειρη μιαν κυβέρνηση τόσο συμβιβαστική και δουλοπρεπή όσο η Ρώσσικη, αυτό δεν οφείλεται σε καμίαν ανικανότητα να κερδοσκοπήσει από ή κατά αυτής της μορφής κυβερνήσεως.
Η Εκκλησία ως εκκλησία –ό,τι κι αν είναι αυτή (Καθολική, Αγγλικανική, Λουθηρανική, Πρεσβυτεριανή)– κάθε εκκλησία, στην έκταση αυτή κατά την οποίαν είναι μια εκκλησία, δεν μπορεί παρά να προσπαθεί να επιτύχει το ίδιο αντικείμενο όπως η Ρωσσική Εκκλησία.
Το αντικείμενο αυτό είναι να συγκαλύψει το πραγματικό νόημα της διδασκαλίας του Χριστού και να το αντικαταστήσει από το δικό τους που δεν τις υποχρεώνει σε τίποτε, αποκλείει την πιθανότητα να καταλάβει κανείς το αληθινό μάθημα του Χριστού και –αυτό που είναι το πρωταρχικό πράγμα που εξετάζεται– δικαιολογεί την ύπαρξη ιερέων, οι οποίοι στηρίζονται στις δαπάνες και τα έξοδα του λαού.
Μα τί άλλο είναι αυτό που έχει κάνει ο Καθολικισμός;
Τί άλλο κάνει με την απαγόρευσή του να αναγιγνώσκεται το Ευαγγέλιο;
Τί άλλο καταφέρνει με την απαίτησή του να δίδεται αδικαιολόγητος, άλογος, υποταγή στις Εκκλησιαστικές αρχές και σε έναν αλάνθαστον Πάπα;
Είναι η θρησκεία του Καθολικισμού καμιά άλλη πλην αυτής της Ρωσσικής Εκκλησίας;
Υπάρχει το ίδιο εξωτερικό τυπικό, τα ίδια λείψανα, κειμήλια, ερείπια, θαύματα και τα θαυματουργά εικονίσματα ή κοιτάσματα της Notre Dame καθώς και οι ίδιες τελετουργικές ακολουθίες∙ οι ίδιες υψηλές vague συνομιλίες με θέμα τον Χριστιανισμό σε βιβλία και κηρύγματα. Και, όταν το ζήτημα φτάνει στην πρακτική, οι ίδιες αναστηλώσεις της παρούσας ειδωλολατρείας/ειδολατρείας.
Μα το ίδιο δεν γίνεται σε κάθε θρήσκευμα του Προτεσταντισμού –Αγγλικανισμός, Λουθηρανισμός– και σε κάθε δόγμα που έχει σχηματιστεί και πάρει την μορφή μιας Εκκλησίας;
Υπάρχει το ίδιο καθήκον που επαφίεται στις συνελεύσεις/συγκεντρώσεις τους ώστε να πιστεύουν σε δόγματα που εκφράσθηκαν τον 4ο αιώνα και έχουν απωλέσει κάθε νόημα για ανθρώπους των καιρών μας και το ίδιο καθήκον της ειδωλολατρικής λατρείας/λατρείας των ειδώλων (αν όχι των λειψάνων και των εικονισμάτων, όπως και δη ποτε της Αργίας του Σαββάτου και των γραμμάτων της Βίβλου/του Βιβλίου). Υπάρχει πάντοτε η ίδια δραστηριότητα η οποία κατευθύνεται στην συγκάλυψη των πραγματικών καθηκόντων του Χριστιανισμού για να τοποθετηθεί στην θέση τους ένας εξωτερικός, φαινομενικός σεβασμός του με μιαν επαμφοτερίζουσα κλίση και οπτική –που περιγράφεται τόσο όμορφος από την Αγγλική γλώσσα (αφού οι Άγγλοι ιδιαιτέρως ενοχλούνται από αυτόν). Στον Προτεσταντισμό αυτή η τάση είναι ειδικότερα αξιοσημείωτη και αξιοθαύμαστη επειδή αυτός δεν έχει την δικαιολογία της αρχαιότητας.
Μα, αυτός δεν είναι ακριβώς ο ίδιος που επιδεικνύεται ακόμα και στο σύγχρονο ρεύμα της αναβιώσεως[12] –ο αναζωογονημένος Καλβινισμός και το δόγμα της Ευαγγελικής Εκκλησίας, ο Ευαγγελισμός;[13]
Σε αυτόν δεν οφείλει την γέννησή του ο Στρατός Σωτηρίας;
Ομοιόμορφος είναι η κλίση και η στάση όλων των εκκλησιών έναντι στην διδασκαλία του Χριστού του οποίου το όνομα διεκδικούν για χάρη του δικού τους συμφέροντος. Η ασυνέπεια και έλλειψη συνοχής όλων των μορφών εκκλησιαστικής θρησκείας με την διδασκαλία του Χριστού είναι, φυσικά, ο λόγος γιατί απαιτούνται απαραίτητα ειδικές, εξαιρετικές προσπάθειες για να συγκαλυφθεί αυτή η ασυνέπεια και ανακολουθία από τον λαό.
Πραγματικά, θα πρέπει να φανταστούμε τους εαυτούς μας στην θέση του οποιουδήποτε μεγάλου, ακόμα και του πιο απλού ανθρώπου της σημερινής ημέρας –όχι απαραιτήτως μορφωμένου– που έχει συλλέξει τις ιδέες που μεταδίδονται παντού αλλά σκόρπια στην εποχή μας περί γεωλογίας, φυσικής, χημείας, κοσμογραφίας ή ιστορίας την ώρα που για πρώτη-πρώτη φορά τις συγκρίνει συνειδητά πλέον με τα άρθρα της πίστεως, τα άρθρα αυτά που ενσταλάχθηκαν μέσα του στην παιδική ηλικία και συντηρήθηκαν από τις εκκλησίες: πως ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε 6 ημέρες και είπε ΓΕΝΝΗΘΗΤΩ ΦΩΣ προ του Ηλίου∙ πως ο Νώε κλείδωσε όλα τα έμψυχα ζώα στην κιβωτό του κ.τ.λ. και πως ο γεννηθείς Ιησούς είναι Θεός ο Yϊός ο μονογενής του Πατρός ΔΙ ΟΥ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΓΕΝΟΝΤΟ προ πάντων των αιώνων∙ πως αυτός ο Θεός κατήλθε επί της γης για να εξαγοράσει το αμάρτημα του Αδάμ∙ πως ανεστήθη, ανήλθε εις τους ουρανούς και καθεζόμενος εκ δεξιών του Πατρός και πάλιν ερχόμενος εν νεφέλαις κρίναι τον κόσμο κ.ο.κ.
Όλες αυτές οι προτάσεις και τα θεωρήματα τα οποία είχαν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας από ανθρώπους του 4ου αιώνος είχαν μιαν συγκεκριμένη σημασία για ανθρώπους εκείνην την εποχή αλλά για ανθρώπους του σήμερα δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα και σημασία.
Οι άνθρωποι του σήμερα επιτρέπεται και μπορούν να επαναλαμβάνουν αυτές τις λέξεις με τα χείλη τους αλλά –πιστέψτε το– είναι ανίκανοι να το κάνουν: διότι δεν μπορούν να τις πιστέψουν.
Διότι για τις προτάσεις αυτές του λόγου (λόγου χάρη πως ο Θεός ζει εν τω παραδείσω, πως άνοιξαν οι ουρανοί και βγήκε ένα αστέρι και μια φωνή από κάπου είπε κάτι, πως ο Χριστός ανεστήθη ανεάντις και ανήλθε κάπου εν τοις ουρανοίς και θα επιστρέψει πάλιν ερχόμενος από κάπου επί των νεφελών του ουρανού κ.ο.κ.) δεν βγαίνει κανένα νόημα από εμάς, δεν έχουν καμίαν σημασία για εμάς –και, άρα, δεν έχουν καν μείνει για εμάς.
Ένας άνθρωπος που κοίταζε κι έβλεπε τα ουράνια ως ένα στέρεο, συμπαγές και πεπερασμένο ή τετελεσμένο σώμα –έναν θόλο– θα ήταν δυνατό να πιστέψει ή να απιστήσει αν ο Θεός δημιούργησε τα ουράνια, αν αυτοί άνοιξαν, αν ο Χριστός ανήλθε εις τον παράδεισον αλλά για όλους εμάς αυτές οι φράσεις δεν προκαλούν καμιάν απολύτως αίσθηση.
Οι άνθρωποι του σήμερα μπορούν να πιστεύουν (και, όντως, το κάνουν) μόνο πως θα όφειλαν να πιστεύουν∙ αλλά –πιστέψτε το– είναι ανίκανοι διότι η θεωρία αυτή δεν έχει καν μείνει γι’ αυτούς και, άρα, δεν έχει σημασία γι’ αυτούς.
Ακόμα κι αν όφειλαν όλες αυτές οι φράσεις να ερμηνευθούν με μιαν αίσθηση μεταφορικής σημασίας (συμβολικά και παραστατικά, ως σχήματα λόγου ή φιγούρες) και είναι όλες αλληγορίες, εμείς γνωρίζουμε κατά πρώτο λόγο ότι δεν συμφωνούν όλοι οι Εκκλησιαστικοί επί του ερωτήματος αυτού και ότι, αντιθέτως, η πλειοψηφία έχει μείνει κύρια στην εξήγηση της Ιερής Γραφής με την κυριολεκτική σημασία που τα παίρνει όλα κατά γράμμα∙ κατά δεύτερο λόγο, ότι αυτές οι αλληγορικές ερμηνείες έχουν αρκετές ποικιλίες και δεν υποστηρίζονται ούτε συνοδεύονται βάσει καμιάς απόδειξης ή μαρτυρίας.
Ακόμα, όμως, κι αν ένας άνθρωπος θέλει να βιαστεί ώστε να πιστέψει αφ’ εαυτού στα δόγματα της Εκκλησίας ακριβώς όπως του διδάσκονται, η παγκόσμια διάχυση και μετάδοση της εκπαιδεύσεως και του Ευαγγελίου και της επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων και λαών με διαφορετικές μορφές θρησκείας εμφανίζει ένα επιπλέον ανυπέρβλητο εμπόδιο.
Ένας άνθρωπος της σημερινής εποχής χρειάζεται απλώς και μόνο να αγοράσει ένα Ευαγγέλιο για 3 καπίκια και να διαβάσει ξεκάθαρα τις σαφέστατες λέξεις που δεν επιδέχονται καμίαν παρερμηνεία ότι ο Χριστός είπε στην Σαμαρείτιδα γυναίκα «Ο ΠΑΤΗΡ ΖΗΤΕΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΝΤΑΣ ΑΥΤΟΝ, ΟΥΤΕ ΕΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΟΙΣ ΟΥΤΕ ΕΝ ΤΩ ΟΡΕΙ ΤΟΥΤΩ, ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΝΤΑΣ ΑΥΤΟΝ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ» ή το ρητό ότι «Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΩΣΠΕΡ ΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΟΠΩΣ ΑΝ ΦΑΝΗ ΤΟΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΑΛΛΑ ΜΥΣΤΙΚΩΣ, Ο ΕΣΤΙ ΕΙΣ ΤΟ ΤΑΜΙΕΙΟΝ ΤΟΥ» ή ότι ο ακολουθών τον Χριστό δεν πρέπει να καλεί κανέναν άνθρωπο διδάσκαλο ή πατέρα. Αυτές τις λέξεις χρειάζεται μόνο να τις διαβάσει για να πειστεί τέλεια και καθαρόαιμα ότι οι ποιμένες της Εκκλησίας, οι οποίοι αυτοκαλούνται δάσκαλοι σε αντίθεση με την παιδαγωγική μέθοδο του Χριστού και αλληλοδιαφωνούν μεταξύ τους, δεν συνθέτουν καμιά μορφή εξουσία ή αυθεντίας και ότι ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ. Μα, χρειάζονται τελικά ακόμα λιγότερα και σε σχέση με αυτό.
Ακόμα κι αν ένας άνθρωπος σήμερα συνέχιζε να πιστεύει σε θαύματα και δεν διάβαζε το Ευαγγέλιο, μια απλή διασύνδεση και συνένωση με λαούς διαφορετικών μορφών θρησκείας και πίστεως –κάτι που συμβαίνει τόσο εύκολα στις ημέρες αυτές– είναι κάτι που τον υποχρεώνει να αμφιβάλη για την αλήθεια και της δικής του, ατομικής πίστεως. Κάλλιστα θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλα ήταν τόσο όμορφα όταν ο ένας άνθρωπος δεν έβλεπε ανθρώπους με καμιάν άλλη μορφή θρησκείας παρά μόνο με την δική του μορφή/θρησκεία∙ πίστευε ότι η δική του, προσωπική μορφή θρησκείας ήταν η μια και μοναδική, η μία.
Ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, όμως, πρέπει απλώς και μόνο να έλθει σε επαφή –όπως διαρκώς συμβαίνει στις ημέρες αυτές– με ανθρώπους και λαούς (εξίσου καλούς ή κακούς, διαφορετικών θρησκευμάτων ή δογμάτων) που καταδικάζουν ο ένας την πίστη του άλλου για να αμφισβητήσει/αμφισβητήσουν την αλήθεια της πίστεως που ο ίδιος διακηρύσσει. Στις ημέρες αυτές μόνον ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι απολύτως αδαής ή απολύτως αδιάφορος ως προς τα ζωτικά ερωτήματα με τα οποία καταπιάνεται η θρησκεία, μπορεί να εξακολουθεί να παραμένει εντός της πίστεως της Εκκλησίας.
Ω, τί πλάνες και εργώδεις προσπάθειες οι εκκλησίες! που πρέπει να τις καταβάλλουν, ωστόσο, για να συνεχίσουν (παρ’ όλες τις τάσεις αυτές που είναι ανατρεπτικές της πίστεως) προκειμένου να χτίζουν εκκλησίες, να διεξάγουν λειτουργίες, να κηρύττουν, να προσηλυτίζουν και –το κυριότερο– να δέχονται για όλα αυτά τεράστιες αμοιβές όπως συμβαίνει με όλους αυτούς τους ιερείς, ποιμενάρχες, τιτλούχους, αξιωματούχους, αξιωματικούς, επιθεωρητές, αββάδες, ηγουμένους, αρχιδιάκους, επισκόπους και αρχιεπισκόπους.
Απαιτούνται ειδικές, εξαιρετικές, υπερφυσικές δυνάμεις.
Και οι εκκλησίες, με γνησίως και διαρκώς αύξουσα ενεργητικότητα, ένταση και ζήλο τις καταβάλλουν αυτές.
Με μας στην Ρωσσία, πέραν των άλλων μέσων, χρησιμοποιούν απλά ακόμα και την δύναμη της βαρβαρότητας καθώς εκεί η προσωρινή, εγκόσμιος εξουσία στον χρόνο έχει την βούληση να υπακούει την Εκκλησία. Οι άνθρωποι που αρνούνται να δώσουν στην πίστη μιαν εξωτερική συναίνεση –για τα μάτια του κόσμου– και το λένε ανοιχτά είτε τιμωρούνται αμέσως ποινικά είτε αποστερούνται των δικαιωμάτων τους∙ οι άνθρωποι που τηρούν και κρατούν αυστηρά τους εξωτερικούς τύπους και φόρμες της θρησκείας ανταμείβονται και τους δίδονται προνόμια.
Αυτή είναι η διαδικασία λειτουργίας, ακολουθίας και προόδου του Ορθοδόξου κλήρου∙ πράγματι, όμως, όλες οι εκκλησίες –χωρίς καμία εξαίρεση– ασκούν από μόνες τους όλα τα μέσα προς τον δεδομένο σκοπό.
Ένα από τα πιο σημαντικά μέσα εξ αυτών είναι αυτό που λέγεται τώρα υπνωτισμός.
Κάθε τέχνη, από την αρχιτεκτονική ως την ποίηση, είναι επιταγμένη και εντεταλμένη ώστε να εκτελέσει ως εφφέ τα έργα της επί των ανθρωπίνων ψυχών, να τους καταπλήξει μειώνοντας την λειτουργία των αισθήσεων μέσα σε ένα καθεστώς νάρκωσης και καταστολής και να κλείσει, κατά κάποιον τρόπο, τα στόματά τους με στουπί. Το αποτέλεσμα αυτό παράγεται ως εφφέ διαρκώς. Η χρήση ναρκωτικής επιρροής επί των ανθρώπων ώστε να τους επιφέρουν μιαν κατάσταση καταληψίας είναι ειδικώς εμφανής στις διαδικασίες προσφοράς υπηρεσιών του Στρατού Σωτηρίας.[14]Χρησιμοποιούν απλά νέες πρακτικές στις οποίες δεν είμαστε συνηθισμένοι: σάλπιγγες, τρομπέτες, τύμπανα, ύμνους και τραγούδια, στολές, παρελάσεις, χορούς, δάκρυα και δραματικές σκηνές. Αυτό, ωστόσο, μας προκαλεί δυσφορία απλώς και μόνο επειδή είναι πρακτικές νέες.
Δεν ήταν οι παλαιές πρακτικές στις εκκλησίες στην ουσία οι ίδιες με όλες τις ειδικές και λαμπρές τελετές φωταψίας, χρυσού, δόξης, κηροπηγίων, χορωδιών, οργάνων, καμπανών, ενδύσεων που κάλυπταν την αγία τράπεζα και των ηχητικών κορυφώσεων κ.ο.κ.;
Όσο πανίσχυρη, όμως, κι αν είναι ίσως αυτή η υπνωτική επιρροή, δεν είναι κι η πρώτη ούτε η πλέον επιβλαβής δραστηριότητα της Εκκλησίας. Το πρωταρχικό και πιο καταστρεπτικό έργο της Εκκλησίας είναι αυτό το οποίο απευθύνεται στην εξαπάτηση του παιδιού. Είναι τα ίδια αυτά τα κατ’ εξοχήν παιδιά του Χριστού, για τα οποία είπε: «ΟΥΑΙ Ω ΑΝ ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΗ ΕΝΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΤΟΥΤΩΝ». Από την πρώτη φορά που σημειώθηκε αυτή η έγερση, το ξύπνημα της συνείδησης του παιδιού, ξεκίνησαν να τον πλανεύουν, να του εγκαθιστούν μέσα του με την ύψιστη κι υπέρτατη επισημότητα αυτό στο οποίο οι ίδιοι δεν πιστεύουν.
Και συνεχίζουν να τον εμποτίζουν ώσπου η πλάνη να έχει αναπτυχθεί ως έξη στην ίδια την φύση του παιδίου. Εξαπατούν επιμελώς το παιδίον στο ζήτημα που έχει την μεγαλύτερη σημασία στην ζωή και, όταν αυτή η πλάνη έχει αποκτήσει τόσο μεγάλες διαστάσεις στην ζωή του που θα ‘ναι δύσκολο να την ξεριζώσει, τότε του αποκαλύπτουν ολόκληρο τον κόσμο της επιστήμης και της πραγματικότητας που δεν μπορεί –με κανένα μέσο ή κυβέρνηση, θα λέγαμε– να συμβιβαστεί και να έλθει σε συμφιλίωση με τις πεποιθήσεις που του έχουν ενσταλάξει, οπότε επαφίεται σε αυτόν να βρεί τον δρόμο του όσο καλύτερα γίνεται έξω από αυτές τις αντιφάσεις και αντινομίες.
Αν αναλάβεις το καθήκον να επιχειρήσεις να δημιουργήσεις σύγχυση σε έναν άνθρωπο ώστε αυτός να μην μπορεί να σκεφθεί καθαρά ούτε να ελευθερωθεί αφ’ εαυτού από την πολυπλοκότητα μεταξύ 2 αντιτιθεμένων θεωριών για την ζωή που θα είχαν εγκατασταθεί μέσα του από την παιδική ηλικία, δεν θα μπορούσες να εφεύρεις κανένα μέσο πιο αποτελεσματικό και εντυπωσιακό ως εφφέ από την μεταχείριση που υφίσταται κάθε νέος άνθρωπος που εκπαιδεύεται στην αυτοκαλούμενη –αυτοκληθείσα– Χριστιανική κοινωνία μας.
Είναι τρομερό να σκέφτεται κανείς –τι πραγματικά κάνουν οι εκκλησίες στους ανθρώπους!
Όμως, αν φανταστούμε ότι βρισκόμαστε στην θέση των ανθρώπων που συνθέτουν και αποτελούν την Εκκλησία, βλέπουμε ότι δεν θα μπορούσαν να πράξουν ειδάλλως.
Οι εκκλησίες βρίσκονται τοποθετημένες σε ένα δίλημμα: η Επί των Ορέων Ομιλία ή η ομιλία του Πιστεύω της Νίκαιας. Η μια αποκλείει την άλλη.
Εάν ένας άνθρωπος ειλικρινά και τίμια πιστεύει στην Επί των Ορέων Ομιλία, τότε το Πιστεύω της Νίκαιας πρέπει –κατ’ ανάγκην και αναποφεύκτως– να χάσει κάθε σημασία και συμβολική αξία για αυτόν (και η/την Εκκλησία ολόκληρη και τους αντιπροσώπους της συλλήβδην, μαζί).
Εάν ένας άνθρωπος πιστεύει στην ομιλία του Πιστεύω της Νίκαιας, δηλαδή στην Εκκλησία (όπερ εστί μεθερμηνευόμενο, σε όλους αυτούς που αυτοαποκαλούνται αντιπρόσωποί της), τότε η Επί των Ορέων Ομιλία κατ’ εξοχήν μετατρέπεται σε πλεονασμό για αυτόν.
Και, συνεπώς, οι εκκλησίες δεν είναι δυνατόν παρά να καταβάλλον κάθε δυνατή και πιθανή προσπάθεια ώστε να καταστήσουν δυσνόητο το νόημα της Ομιλίας επί των Ορέων για να προσελκύσουν τους ανθρώπους οι ίδιες. Είναι μόνο και μόνο χάρη στον εντατικό ζήλο των εκκλησιών σε αυτήν την κατεύθυνση που έχει αντέξει και κρατήσει ως τώρα η επιρροή των εκκλησιών.
Αφήστε, λοιπόν, την Εκκλησία να πάψει να εργάζεται προς τον υπνωτισμό των μαζών και να εξαπατά παιδιά ακόμη και για το μικρότερο διάστημα χρόνου –και τότε οι άνθρωποι θα ξεκινήσουν να καταλαβαίνουν την διδασκαλία του Χριστού.
Η κατανόηση αυτή θα σημαίνει το τέλος των εκκλησιών και ολόκληρης συλλήβδην της επιρροής τους. Και, άρα, οι εκκλησίες δεν θα χαλαρώσουν ούτε για μιαν στιγμή τον ζήλο που επιδεικνύουν για την επιχείρηση υπνωτισμού των μεγάλων σε συνδυασμό με τον σκανδαλισμό των νέων.
Αυτό είναι, συνεπώς, το έργο των εκκλησιών: να εμπεδώσουν μιαν ψευδή μετάφραση της διδασκαλίας του Χριστού στους ανθρώπους και να εμποδίσουν μιαν αληθινή μετάφρασή του για χάρη της πλειοψηφίας των καλουμένων ως πιστών.



[1] Σημείωμα του μεταφραστή: προφανώς εδώ πλέον ο συγγραφέας εννοεί το δόγμα της Αναστάσεως σε συμπλεκτική σύνδεση με την ορθότητα, την δικαιοσύνη και την εντολή της μη-αντιστάσεως. Πιθανόν να πρέπει να συνδυαστεί Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΤΟΣ ΥΜΩΝ ΕΣΤΙΝ με ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ του Άρτσιμπαλντ Ιωσήφ Κρόνιν.
[2] Σημείωμα του μεταφραστή: Ο Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546) ήταν νομικός, ιεροκήρυκας, θεολόγος, ιδρυτής της θρησκευτικής Μεταρρυθμίσεως στην Γερμανία και είχε την πεποίθηση ότι ο Χριστιανισμός δεν χρειάζεται «ενδιαμέσους», ιερείς και επισκόπους για την επικοινωνία Θεού-ανθρώπου. Αυτή γίνεται με την επιστήμη και την μελέτη της Αγίας Γραφής (όπου βρίσκεται η αληθινή διδασκαλία του Χριστού). Υποστήριζε την Θεία Χάρη και την ελεύθερη έρευνα. Ο άνθρωπος δεν σώζεται με έργα αλλά με Θεία Χάρη –άνευ εξωτερικής τήρησης των τύπων– και με την πίστη. Κατηγορήθηκε ως σχισματικός και αιρετικός από τους οπαδούς του Πάπα όταν διατύπωσε γραπτά τις 95 θέσεις του το 1517 ενάντια στα συγχωροχάρτια. Διακήρυξε το αυτοκέφαλο της γερμανικής εκκλησίας και την πίστη του στην Αγία Γραφή μόνη και στην προσωπική του Βίβλο. Το 1520 αφορίστηκε (έκαψε, όμως, την βούλα αφορισμού), αρνήθηκε να αποκηρύξει τα συγγράμματά του ενώπιον του Αυτοκράτορα Καρόλου Ε´ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καταδικάστηκε ως αιρετικός κατά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και κηρύχθηκε εκτός νόμου με εντολή να απαγορευθούν και να καίγονται τα βιβλία του και εξορίστηκε από τον Πάπα Λέοντα Ι´ των Μεδίκων το 1521. Οι οπαδοί του δεν δέχονται τα πρωτεία του Πάπα: αποχωρίστηκαν από την Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία και ίδρυσαν την Εκκλησία των Διαμαρτυρομένων (αναγνωρίστηκε το 1555 και δεν έχει κληρικούς και ιερείς αλλά μόνον ιεροκήρυκες) Οι ίδιοι επιθυμούν να ονομάζονται «Ευαγγελικοί». Απορρίπτουν την ιερή παράδοση της Δυτικής Εκκλησίας και τις εικόνες. Από τα μυστήρια δέχονται μόνο το βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία χωρίς μετουσίωση με πραγματική παρουσία του Χριστού αλλά και με την παρουσία του Θεού. Ο Λούθηρος δέχεται τον γάμο και ο ίδιος παντρεύτηκε.
[3] Σημείωμα του μεταφραστή: ο Προτεσταντισμός συνδέεται κυρίως με την κίνηση απόσχισης ενός σώματος και αποκοπής του από τον βασικό κορμό ενός ευρύτερου κινήματος, ως ένδειξη διαμαρτυρίας, και συνοδεύεται από διακήρυξη διαφωνίας με ορισμένα νομικά ή οικονομικά μέτρα. Στο πολιτικό-θρησκευτικό πεδίο, Προτεστάντες ή Μεταρρυθμιστές καλούνται οι πρίγκηπες των ελευθέρων πόλεων της Γερμανίας, άρχοντες και φεουδάρχες που διαμαρτυρήθηκαν το 1529 γραπτώς κατά των αποφάσεων καταδίκης του Λούθηρου καθώς και οι οπαδοί του που υπέστησαν διωγμούς. Δεν ανήκουν ούτε στην Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία ούτε στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία.
[4] Σημείωμα του μεταφραστή: Με τον όρο «Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία» προκύπτει από την έρευνα στην ιστορία ότι εννοούνται α) μια μορφή Ιουδαϊσμού που εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα και δεν απαιτεί αυστηρή τήρηση των παραδοσιακών τελετών του Ορθοδόξου Ιουδαϊσμού, β) μια μορφή Προτεσταντικών εκκλησιών με Καλβινιστική κατεύθυνση που διακρίνεται από την διδασκαλία του Λούθηρου, η οποία εμφανίστηκε με το κίνημα της Μεταρρυθμίσεως τον 16ο αιώνα για να μεταρρυθμίσει την Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία και κατέληξε στην στερέωση του Προτεσταντισμού.
[5] Σημείωμα του μεταφραστή: κλάδος Προτεσταντών Χριστιανών που ήλθε στην επιφάνεια δια μέσου α) των ευαγγελικών περικοπών β) του έργου των Άγγλων John Wesley, Charles Wesley, George Whitefield οι οποίοι είναι ιδρυτές της λεγομένης «Ιερής Λέσχης» στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1729 όπου ασκούσαν την μεθοδική έρευνα και λατρεία του Θεού. Προσέξτε την σύμπτωση με το έργο του G. Arnold του 1729.
[6] Σημείωμα του μεταφραστή: ο Emanuel Swedenborg (1688-1772) είναι θεολόγος γεννημένος στην Σουηδία, όπως υποννοεί και το όνομά του, ο οποίος διακήρυξε ότι ανακάλυψε την Νέα Ιερουσαλήμ (για την οποία μιλά το βιβλίο της Αποκάλυψης) και ίδρυσε την Εκκλησία της Νέας Ιερουσαλήμ.
[7] Σημείωμα του μεταφραστή: στις Η.Π.Α., οι Μωρμόνοι είναι εκκλησιαστικό σώμα το οποίο ιδρύθηκε το 1830 από τον Joseph Smith. Μια σέκτα χωρίστηκε και εγκαταστάθηκε το 1847 στην Γιούτα υπό τον Brigham Young.
[8] Σημείωμα του μεταφραστή: από την λέξη αυτή «ubi» προέρχεται η θεωρία της «πανταχού παρουσίας» απανταχού της γης, κατά τον ίδιο χρόνο και την ίδια στιγμή καθώς και η πίστη στην σωματική παρουσία του Χριστού παντού –και, ιδίως, στο μυστήριο της Ευχαριστίας, λέξη η οποία, ετυμολογικά, ταυτίζεται με την λέξη «αίρεση», ιδίως στην Αγγλική heresy. Γενικότερα, έχει τις ίδιες αναλογίες με το ρητό «ΟΥ ΓΑΡ ΕΙΣΙ ΔΥΟ Ή ΤΡΕΙΣ ΣΥΝΗΓΜΕΝΟΙ ΕΙΣ ΤΟ ΕΜΟΝ ΟΝΟΜΑ, ΕΚΕΙ ΕΙΜΙ ΕΝ ΜΕΣΩ ΑΥΤΩΝ». Βλ. και «χρίσμα», ορισμό, «όρος». Εμφανώς παράγεται από το «αίρω»=ανασταίνω, την εξαίρεση, τον ερωτικό, το «χαίρετε»/«χαίρε».
[9] Σημείωμα του μεταφραστή: Οι Εμβιονέοι ήταν μια από τις πρώτες σέκτες του γνωστικισμού που τηρούσε ταυτογχρόνως τον νόμο του Μωϋσή και τις εντολές του Ευαγγελίου. Απέρριπταν επιλεκτικά κομμάτια της Καινής Διαθήκης και αρνούνται την θεότητα του Ιησού. Η λέξη Ebyonim στην Εβραϊκή σημαίνει «οι φτωχοί». Στην αγγλική το κίνημα λέγεται «ebionitism» και στην γαλλική «ibionitisme». Πιθανόν να συνδέεται με την ελληνική «ήβη», την αγγλική «evil»=κακό, πονηρό, ήβη (ηχητικά) και την λατινική «ibi» και να συνδέεται με την θεωρία περί πανταχού παρουσίας.
[10] Σημείωμα του μεταφραστή: Ο πιανίστας Φρανς Λιστ έχει γράψει την μελέτη με τίτλο «Οι Βοημοί και η μουσική τους στην Ουγγαρία»-«Des Bohémiens et de leur musique en Hongrie», η οποία αποτέλεσε την βάση για τις ΜΑΓΥΑΡΙΚΕΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΕΛΩΔΙΕΣ ή ΟΥΓΓΡΙΚΕΣ ΡΑΨΩΔΙΕΣ του συνθέτη. Η Βοημία είναι περιφέρεια της Τσεχίας και χρησιμοποιεί την Τσεχική γλώσσα. Αναφορικά με αυτές τις «εθνικές εποποιΐες» που έχουν εμπνευσθεί από την τσιγγάνικη, νομαδική ζωή της Βοημίας και των μποέμ, ο Φρανς Λιστ έχει γράψει ότι: «Με την λέξη Ραψωδία σκοπός ήταν να υποδείξω το φανταστικά επικό στοιχείο το οποίο εκτιμούμε ως ένα από τα συστατικά αυτής της μουσικής. Η ιδιότητα των Μαγυάρικων που έχουμε εφαρμόσει σε αυτές τις Ραψωδίες έχει τους λόγους της στο συναίσθημά μας πως δεν θα ήταν δίκαιο να αποχωριστούμε στο μέλλον ό,τι ποτέ δεν αποχωριστήκαμε στο παρελθόν». Πρόσθετε, ακόμη, ότι τα έργα που είχε συλλέξει θα μπορούσαν να συνενωθούν σε «ένα ομογενές σώμα, ένα ολοκληρωμένο έργο, με τα κομμάτια του έτσι διευθετημένα ώστε κάθε κομμάτι να σχηματίζει αμέσως και ένα όλον και ένα ξεχωριστό κομμάτι το οποίο θα μπορούσε να αποκοπεί από τα υπόλοιπα και να μελετηθεί –ακόμα και για χάρη της απόλαυσης– αφ’ εαυτού αλλά, εν τούτοις, θα ανήκε στο σύνολον εφόσον υπάρχει στενή συνάφεια με την υποκείμενη ύλη και τα θέματά της, η ομοιότητα της εσωτερικής φύσης και η ενότητα της ανάπτυξης». Αυτή είναι και η ερμηνεία της λέξης «αίρεση» από τον Τολστόϊ. Στα αρχαία ελληνικά, ερέτης=κωπηλάτης.
[11] Σημείωμα του μεταφραστή: στην φιλοσοφία, ρασιοναλισμός ή ορθολογισμός καλείται η αρχή του λόγου ως της μοναδικής αυθεντίας και εξουσίας για την κρίση και λήψη αποφάσεων. Η θεωρία λέει ότι ο λόγος ή η διάνοια είναι η αληθινή πηγή της γνώσεως –και όχι οι αισθήσεις. Στην θεολογία, το δόγμα εμφανίζεται με την μορφή της απόρριψης της αποκαλύψεως και του υπερφυσικού.
[12] Σημείωμα του μεταφραστή: το κίνημα της Αναβιώσεως επιθυμεί την εκ νέου ανακίνηση της πίστης προς τους αδιάφορους και για τον σκοπό αυτό οργανώνει ειδικές συγκεντρώσεις και συνόδους για να αναζωογονήσει και να αναθερμάνει την πίστη, την παράδοση, τα ήθη, τις τελετές. Μπορεί να ενταχθεί στην ίδια κατηγορία Αναγέννησης και Ανάστασης.
[13] Σημείωμα του μεταφραστή: η Ευαγγελική εκκλησία ανήκει (μαζί με τους Μεθοδιστές και τους Βαπτιστές) στην Προτεσταντική Εκκλησία. Απορρίπτει ότι αρκούν τα μυστήρια και τα καλά έργα για την σωτηρία. Θεωρεί ότι η σωτηρία επιτυγχάνεται μέσω της πίστης στην εξαγορά αμαρτιών του Ιησού. Διάφορες μορφές της υλοποιήθηκαν την περίοδο 1843-1846 υπό τον James Morison. Γενικότερα, η Ευαγγελική εκκλησία τάσσεται υπέρ της κήρυξης του Ευαγγελίου σε συνόδους με σκοπό την αναβίωση και αναγέννηση της θρησκείας.
[14] Σημείωμα του μεταφραστή: ο Στρατός Σωτηρίας είναι ένας διεθνής οργανισμός ο οποίος ιδρύθηκε το 1865 στην Αγγλία από τον William Booth για θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Πιθανόν, να συνδέεται με την μελέτη του Charles Booth (26/6/1887) στο κεφάλαιο 5. Η ονομασία του οργανισμού δόθηκε το 1878. Στην θεολογία, η Σωτηρία είναι η λύτρωση της ψυχής μέσω του Ιησού και η σωτηρία του ανθρώπου από την αμαρτία και τον θάνατο. Το κίνημα του Στρατού Σωτηρίας συνδέεται με την θεολογική προσπάθεια υπηρεσίας του Ιησού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου