*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΙΔΕΩΝ: μικρή συλλογή κειμένων του δημοσιογράφου Χρύσανθου Λαζαρίδη (1)




ΝΟΕΜΒΡΗΣ ’78: Ξεχασμένες Ιστορίες για Ένα Επίκαιρο Παραμύθι


«Αγώνας για την Κομμουνιστική Ανανέωση», περιοδικό της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος Β’ Πανελλαδική.

"'Η ιστορία του Πολυτεχνείου παραμένει και σήμερα σκοτεινή. Άφθονα τα "χρονικά των 3 ημερών" που είδαν το φως της δημοσιότητας. Αφθονότερες ακόμα οι διηγήσεις "αυτόπτων μαρτύρων", τα "άλμπουμ φωτογραφιών" και "οι διθύραμβοι των επαίνων". Έκπληκτοι παρακολουθήσαμε τα τελευταία χρόνια τη μεταποίηση ενός ιστορικού γεγονότος σε μύθο, και την εκποίηση του μύθου αυτού είτε σε ρευστό -από τις ποικιλώνυμες εκδοτικές επιχειρήσεις και περιοδικά- είτε σε κομματικό όφελος από όσους επιχείρησαν να οικειοποιηθούν την εξέγερση όχι μόνο για να διεκδικήσουν το φωτοστέφανο του καθοδηγητή της, αλλά και για να της δώσουν ένα τέτοιο ιστορικό νόημα που θα δικαίωνε την εκάστοτε περιστασιακή πολιτική τους. […]

Μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε την ιστορικότητα του Πολυτεχνείου εξετάζοντας τους μηχανισμούς μυθοποίησής του. Δεν θα δυσκολευτούμε να ανακαλύψουμε όλες τις ιδεολογικές διεργασίες που καταγράφουν ένα ιστορικό γεγονός φαλκιδεύοντας τη σημασία του.
Μιλάμε για τη συγκάλυψη των ιστορικών όρων μέσα από τις οποίες προέκυψε η εξέγερση. Την αντιστροφή του ρόλου που διαδραμάτισαν οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις στο ξετύλιγμα των γεγονότων. Την αποσιώπηση των εκτιμήσεων που διατύπωσαν οι ίδιες αυτές πολιτικές δυνάμεις μετά τη συντριβή της εξέγερσης και πριν την ιστορική της δικαίωση τον Ιούλη του '74. Την απόκρυψη των επιπτώσεωνπου είχε η ίδια η εξέγερση για το δικτατορικό καθεστώς. Την αφαίρεση των συγκεκριμένων πολιτικών αιχμών που πρόβαλε η εξέγερση, των συνθημάτων -σωστών ή λαθεμένων, επίκαιρων ή ανεπίκαιρων, εντός ή εκτός συγκυρίας- που ανέδειξε, των κοινωνικών δυνάμεων που έφερε για μια μόνο στιγμή στο προσκήνιο, των μαζικών πρακτικών τις οποίες έθεσε στην ημερήσια διάταξη, πρακτικών σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής, πρακτικών μετωπικής αναμέτρησης με το καταπιεστικό καθεστώς."


“Βαλκάνια: Ποιο είναι το πιο επικίνδυνο σενάριο;”,
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ, ΑΥΓΗ 26/1/1992

Θα ξεκινήσω λίγο ανορθόδοξα σήμερα με ένα ελάχιστα «ρητορικό» ερώτημα:
Τι περιμένουμε;
Αλήθεια, τι περιμένουμε;
Γιατί δεν προχωράμε σε άμεσες συνεννοήσεις να μπούμε στα Σκόπια. Όχι για να διεκδικήσουμε εδάφη. Αλλά για να δείξουμε ότι κανείς δεν μπορεί να παίζει ατιμώρητα με την Ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Και να αποκτήσουμε ένα εδαφικό «ατού», που θα μπορέσετε να το ανταλλάξουμε αργότερα με την Αλβανία, παίρνοντας τη Β. Ήπειρο.
Οι Σέρβοι δεν έχουν αντίρρηση! Επιθυμούν να δημιουργήσουν τη «Μικρή Γιουγκοσλαβία» και να έχουν απευθείας σύνορα με την Ελλάδα! Επιθυμούν επίσης, στη νέα τάξη πραγμάτων που θα δημιουργηθεί στα Βαλκάνια, να έχουν καλές σχέσεις με όλα τα όμορα κράτη. Διαμελίζοντας την περιοχή των Σκοπίων με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, βγαίνει από τη μέση ένα «αγκάθι» που δηλητηρίαζε επί δεκαετίες τις σχέσεις Σέρβων, Ελλήνων και Βουλγάρων, κερδίζοντας εδάφη όλα τα μείζονα ορθόδοξα κράτη της Βαλκανικής, δημιουργούνται πιο βιώσιμα κράτη και αποκαθίστανται οι σχέσεις τους οριστικά!
Οι κονοτικοί μας εταίροι επίσης δε θα έχουν ισχυρή αντίρρηση! Γιατί, αν είχαν, θα έσπευδαν να αναγνωρίσουν τα Σκόπια, όπως έκαναν με τη Σλοβενία και την Κροατία.
Τι περιμένουμε λοιπόν;
Τι είναι πιο επικίνδυνο;
Πώς; Είναι επικίνδυνο;
Σύμφωνοι! Αλλά μήπως και το να μη μπούμε καθόλου δεν είναι ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ επικίνδυνο;
Μήπως η Σερβία δε θα μπει έτσι κι αλλιώς; Κι αν θα μπει η Σερβία, υπάρχει κανείς που αμφιβάλλει ότι θα μπει ΚΑΙ η Βουλγαρία; Χωρίς την ταυτόχρονη επέμβαση της Ελλάδας, αυτοί οι δύο Βαλκάνιοι γείτονες είναι πολύ πιθανότερο να τσακωθούν στη «μοιρασιά» και τότε οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται ΚΑΙ για μας!
Για να το πούμε διαφορετικά, αν μπούμε κι εμείς, τότε η «μοιρασιά» των Σκοπίων είναι πιθανότερο να γίνει με «τριπλή συνεννόηση» (Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας).
Αν ΔΕΝ μπούμε εμείς, η μοιρασιά είναι πιθανότερο να γίνει μέσα από ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ (Σερβίας και Βουλγαρίας). Και ο καθένας μπορεί να κρίνει τι από τα δύο είναι περισσότερο επικίνδυνο.
Αν δεν γίνει καθόλου η μοιρασιά – κυρίως από ολιγωρία της Ελλάδας που ενδέχεται να καταστήσει και τη Σερβία πιο διστακτική – τότε είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα, τα Σκόπια θα αναγνωριστούν διεθνώς! Κι αυτό είναι το πιο επικίνδυνο απ’ όλα! Όχι μόνο γιατί δημιουργείται ια ανοιχτή εστία διεκδίκησης ελληνικών εδαφών! Όχι μόνο γιατί όι τόσο σημαντικοί για την Ελλάδα χερσαίοι δρόμοι προς τις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές θα ελέγχονται για πάντα από τους Σκοπιανούς! Όχι μόνο για τι η Τουρκία αποκτά ένα «σύμμαχο» στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας.
Αλλά και διότι η ύπαρξη του σκοπιανού κράτους θα δημιουργεί μόνιμες τριβές ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία, αποδυναμώνοντας τη σταθερότητα ανοίγοντας το δρόμο σε κάθε είδους αποσταθεροποιητικές εξωβαλκανικές επεμβάσεις.
Το πιο επικίνδυνο απ’ όλα…
Όσοι ισχυρίζονται ότι το σκοπιανό κρατίδιο είναι «πολύ μικρό» για να μας απειλήσει, ΔΕΝ λαμβάνουν υπόψη ούτε τους σοβαρότατους κινδύους που δημιουργούνται από μια ενδεχόμενη συμμαχία Τουρκίας – Σκοπίων ούτε το μόνιμο πρόβλημα, που θα έχουμε από τον αποκλεισμό της διέλευσης των προϊόντων μας προς την Ευρώπη, ούτε τις μόνιμες «τριβές» που θα δημιουργούν τα Σκόπια στο διηνεκές, στις σχέσεις μας με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους.
Εν πάση περιπτώσει, για χρόνια τώρα οι Σκοπιανοί αλώνιζαν τον κόσμο με την ανθελληνική προπαγάνδα τους και η επίσημη Ελλάδα υποτιμούσε τον κίνδυνο! Τους τελευταίους μήνες τον συνειδητοποίησε, αλλά ήταν πολύ αργά.
Τώρα κάνει το ίδιο ακριβώς σφάλμα: Υποτιμά και πάλι τον κίνδυνο από ενδεχόμενη αναγνώριση του σκοπιανού κράτους, Κι αν τα πράγματα έλθουν ανάποδα και καταφέρει να υπάρξει το κράτος των Σκοπίων, θα συνειδητοποιήσουμε αύριο πόσο επικίνδυνη είναι η ύπαρξή του στα βόρεια σύνορα της χώρας μας.
Μόνο που τότε θα είναι και πάλι πολύ αργά!
Πόσο δικαιολογείται να κάνουμε, για δεύτερη φορά, το ίδιο σφάλμα;
Άλλωστε, αν αύριο το σκοπιανό κρατίδιο θα είναι «πολύ αδύναμο» για να μας απειλήσει, γιατί τάχα είναι σήμερα τόσο «επικίνδυνο» να το διαμοιράσουμε από κοινού με τους άλλους γείτονές μας;
Μήπως φοβόμαστε ότι θα δημιουργηθεί νέο «αλυτρωτικό ζήτημα» σε βάρος μας;
Μα τέτοιο ακριβώς ζήτημα δημιουργείται από την ύπαρξη των Σκοπίων ως ανεξάρτητης οντότητας – όχι από το διαμελισμό τους εις τα εξ ων συνετέθησαν! Διότι ΔΕΝ είναι «ενιαίο Έθνος» – ετερογενές «αμάλγαμα» μειονοτήτων είναι! Κι αν η καθεμιά απ’αυτές ενταχθεί στον εθνικό χώρος προς τον οποίον «προσβλέπει», όχι μόνο δε θα φουντώσουν οι «αλυτρωτισμοί» στην περιοχή μας, αλλά αντίθετα θα εκτονωθεί ένας πολύ επικίνδυνος για όλους – και επίπλαστος, συνάμα – αλυτρωτισμός…
Αν πάλι δεν μπούμε εμείς, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να θέσουν εδαφικές διεκδικήσεις οι Αλβανοί.
Άλλωστε ήδη το κάνουν! Και αν ο διαμελισμός των Σκοπίων γίνει τελικώς από Σερβία, Βουλγαρία και Αλβανία (μετά από συνεννόηση ή κατόπιν συγκρούσεως), αντί να γίνει από Σερβία, Βουλγαρία και Ελλάδα, τότε εμείς όχι μόνο χάνουμε τεράστια ευκαιρία να βγούμε κερδισμένοι, αλλά διατρέχουμε το θανάσιμο κίνδυνο να βγούμε οικτρά απομονωμένοι!
Διότι όταν τεθεί στην ημερήσια διάταξη θέμα αλλαγής συνόρων, οι τοπικές συμμαχίες γίνονται πάνω στη μοιρασιά! Κι όποιος δε συμμετέχει στη μοιρασιά ΔΕ συμμετέχει και στις τοπικές συμμαχίες! Και όταν οι συμμαχίες αυτές δεν γίνονται με τη συμμετοχή κάποιου κράτους, τότε γίνονται εναντίον του!
Η πιο σταθεροποιητική λύση…
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι, αν τελικά διαμελισθούν τα Σκόπια μετά από τριπλή συνεννόηση Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας κι εμείς στη συνέχεια ανταλλάξουμε το τμήμα που κερδίσαμε με τη Β. Ήπειρο, τότε οι σχέσεις όλων των βαλκανικών κρατών θα έχουν αποκατασταθεί.
Οι Αλβανοί μπορούν ευκολότερα πλέον να τα φτιάξουν με τους Σέρβους και να σταματήσουν να θέτουν τόσο επιτακτικά θέμα για το Κοσσυφοπέδιο, αφού θα έχουν ήδη πάρει την αλβανόφωνη περιοχή των Σκοπίων! Οι Σέρβοι με τη σειρά τους θα έχουν κάθε λόγο πλέον να χαλαρώσουν τη σιδηρά επιβολή τους στο Κοσσυφοπέδιο, αφού οι αλυτρωτικές απαιτήσεις των Αλβανών θα έχουν εκτονωθεί. Ομοίως η Σερβία και η Βουλγαρία θα έχουν βγει αμφότερες κερδισμένες και θα έχουν κάθε λόγο να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους. Εμείς θα έχουμε αποκαταστήσει τις σχέσεις μας και με τους Σέρβους και με τους Βούλγαρους και με τους Αλβανούς, ενώ θα έχουμε εξασφαλίσει μια για πάντα την ομαλή διέλευση των προϊόντων μας προς βορρά.
Το πιο αξιοπρόσεκτο ωστόσο, είναι ότι από μια τέτοια «ρύθμιση» διαμελισμού στα Σκόπια, και από μια αντίστοιχη λύση διαμελισμού της Βοσνίας (μεταξύ Σερβίας – Κροατίας) η ομοιογένεια όλων των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια ενισχύεται σημαντικά: Η Κροατία χάνει εδάφη που κατοικούνταν από Σέρβους αλλά κερδίζει εδάφη (της Βοσνίας) που κατοικούνται από Κροάτες! Η Αλβανία, ομοίως, χάνει εδάφη που κατοικούνταν από Έλληνες (στη Β. Ήπειρο), αλλά κερδίζει εδάφη που κατοικούνται από αλβανόφωνους πληθυσμούς (στην περιοχή των Σκοπίων). Η Σερβία με τη σειρά της καταφέρνει να ενώσει όλους τους σέρβικους πληθυσμούς της πρώην Γιουγκοσλαβίας υπό ενιαία εθνική «στέγη», ενώ η Βουλγαρία προσαρτά τους βουλγαρόφρονες πληθυσμούς.
Η πιο συμφέρουσα για την Ευρώπη…
Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η Κοινότητα δε θα είχε αντίρρηση σε μια τέτοια συνολική ρύθμιση! Γιατί τα συλλογικά συμφέροντα της Ευρώπης εξυπηρετούνται απόλυτα από μια συνολική ρύθμιση που δημιουργεί πιο ομοιογενή, άρα και πιο βιώσιμα εθνικά κράτη στα Βαλκάνια, άρα και πιο σταθερά σύνορα στην περιοχή αυτή. Δεν υπάρχει τίποτε πιο συμφέρον μακροπρόθεσμα για την ΕΟΚ, από το να εκτονωθούν όλα τα «αλυτρωτικά» ζητήματα της Βαλκανικής να αποκατασταθούν όλες οι σχέσεις ανάμεσα στα μείζονα κράτη της περιοχής, να λείψουν όλα τα μεταξύ τους «αγκάθια», να εξαλειφθούν όλες οι μόνιμες εστίες εντάσης και να ανοίξουν οι εμπορικοί δρόμοι προς νότον.
Ο τριπλός διαμελισμός των Σκοπίων και ο διπλός διαμελισμός της Βοσνίας είναι η κατ’εξοχήν συμφέρουσα για την ΕΟΚ λύση στην περιοχή! Το πρόβλημα είναι ότι επειδή δεν υπάρχουν ακόμη ισχυρά όργανα και δεσμευτικές διαδικασίες για τη χάραξη κοινής πολιτικής, συχνά κυριαρχούν είτε τα επιμέρους ιδιοτελή συμφέροντα ορισμένων κρατών (όπως η Γερμανία και η Ιταλία) είτε η πλήρης σύγχυση.
Αλλά κάποτε πρέπει να μάθουμε να διακρίνουμε τα συλλογικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ευρώπης από τις ιδιοτελείς και βραχυπρόθεσμες σκοπιμότητες ορισμέων «πολυπραγμόνων» εταίρων μας.
Τα πρώτα έχουμε κάθε υποχρέωση να τα υποστηρίζουμε, ιδιαίτερα όταν αφορούν ζητήματα της γειτονιάς μας.
Αλλά τα δεύτερα δεν έχουμε καμία απολύτως υποχρέωση να τα ανεχόμαστε, ιδιαίτερα όταν θίγουν άμεσα τα δικά μας συμφέροντα.
Στρατηγικά διλήμματα…
Ανακεφαλαιώνοντας, πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι στις τωρινές συνθήκες ΔΕΝ υπάρχει «ακίνδυνη πολιτική» για τα Βαλκάνια! Η Ελλάδα καλείται, μέσα στις επόμενες μέρες ή εβδομάδες, να διαλέξει, όχι ανάμεσα σε μιαν «ακίνδυνη» και κάποιες επικίνδυνες πολιτικές.
Καλούμαστε να διαλέξουμε ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτικές, που ΟΛΕΣ εμπεριέχουν σημαντικούς και άμεσους κινδύνους…
Ανάμεσα σε όλα τα πιθανά σενάρια, το πιο επικίνδυνο είναι να αναγνωριστούν τα Σκόπια και να υπάρξουν δίπλα μας ως ανεξάρτητο κράτος.
Αμέσως μετά, από άποψη κινδύνου, έρχεται το σενάριο όπου τα Σκόπια, διαμελίζονται μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας και Αλβανίας…
Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, τελευταίο από άποψη «επικινδυνότητας» έρχεται το σενάριο, σύμφωνα με τ’ οποίο ο διαμελισμός των Σκοπίων γίνεται από τη Σερβία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα!
Αυτό το τελευταίο είναι και το σενάριο που εξασφαλίζει περισσότερα κέρδη για μας, ενώ εξυπηρετεί καλύτερα και τα μακροπρόθεσμα και συλλογικά συμφέροντα της ΕΟΚ στην περιοχή…
Συνήθως δύσκολα διλήμματα υπάρχουν ανάμεσα σε στρατηγικές που έχουν υψηλό ρίσκο και υψηλές «αποδόσεις» έναντι στρατηγικών που έχουν χαμηλό «ρίσκο» και χαμηλές «αποδόσεις»…
Στις περιπτώσεις αυτές η πρώτη επιλογή είναι συνήθως «ριψοκίνδυνη» (ή τυχοδιωκτική) ενώ η δεύτερη είναι «επιλογή φρόνησης» (ή συντηρητική)
Υπάρχουν ακόμη διλήμματα ανάμεσα σε επιλογές που εξυπηρετούν εθνικά συμφέροντα αλλά θίγουν τα συμμαχικά ή κοινοτικά και σε εναλλακτικές επιλογές, που ευθυγραμμίζονται με τα κοινοτικά συμφέροντα δαπάναις των εθνικών φιλοδοξιών.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πρώτη επιλογή χαρακτηρίζεται συνήθως «εθνική» (ή σοβινιστική) ενώ η δεύτερη χαρακτηρίζεται πιο «κοσμοπολίτικη» (ή εθνικά «μειοδοτική»)
Στην περίπτωσή μας, όμως, τέτοια διλήμματα ΔΕΝ υπάρχουν! Γιατί, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε παραπάνω, η πιο επικερδής για μας επιλογή (ο τριπλός διαμελισμός των Σκοπίων) είναι και η λιγότερο επικίνδυνη, είναι, ταυτόχρονα και η πιο επωφελής μακροπρόθσμα για την ΕΟΚ.
Οπότε επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα:
Τι περιμένουμε και δεν επεμβαίνουμε στα Σκόπια;
(Υ.Γ: Για όσους, τέλος, θέσουν το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζεται στο χώρο της Αριστεράς μια τέτοια θέση σήμερα, έχω να παρατηρήσω ότι η Αριστερά έχει πρωταρχική υποχρέωση να υποστηρίζει τα συμφέροντα του λαού και της Δημοκρατίας! Καμιά υποχρέωση δεν έχει να δείχνει επικείκεια σε όσους απεργάζονται τον ακρωτηριασμό του εθνικού χώρου και την αποσταθεροποίηση της μείζονος περιοχής, ενώ καταδυναστεύουν αγρίως τις δικές τους μειονότητες και δε διστάζουν να γίνουν όργανα ξένων επεκτατισμών.
Εκτός πια κι αν αμφιβάλλει κανείς ότι οι Σκοπιανοί ανοιχτά απεργάζονται τον διαμελισμό της Ελλάδας! Κοιτάξτε μόνο τη σημαία τους: αποτελείται από τρεις «δαυλούς»: ο ένας απ’αυτούς συμβολίζει την ελληνική Μακεδονία που τη θεωρούν «σκλαβωμένη» και επιδιώκουν να την «απελευθερώσουν». Ως Αριστερός τρέφω απεριόριστη εκτίμηση για την ιστορία και τους αγώνες όλων των λαών, και πιστεύω στις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας. Αλλά όποιο θέλει να διαμελίσει στα καλά καθούμενα τη χώρα μου, αν προλάβω, θα τον διαμελίσω εγώ! Και αυτό ακριβώς πρέπει να λέμε ως Αριστερά στον κόσμο! Πρέπει να διαδώσουμε τα απελευθερωτικά οράματα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης στο λαό! Όχι να του ζητήσουμε να απαρνηθεί την … κοινή λογική!
Διάολε, είμαστε Αριστεροί, αλλά… μαζοχιστές δεν είμαστε!
Η όχι;



«Των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο Γαλαξία...»

Οικονομικός Ταχυδρόμος, 11 Μαΐου 1995, σελ. 28


Του ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΛΑΖΑΡΙΔΗ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟ πλεονέκτημα του Ελληνισμού είναι οι άνθρωποι! Και δύναμη του Ελληνισμού είναι οι εγκατεσπαρμένες κοινότητες των Ελλήνων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Τα τελευταία χρόνια, και με πιθανή αφορμή την αφύπνιση που δημιούργησε στον Ελληνισμό της Διασποράς η «κινητικότητα» σε όλα τα εθνικά μέτωπα της Ελλάδας, οι κίνδυνοι που την περιζώνουν και οι ευκαιρίες που της παρουσάζονται, οι Έλληνες της Διασποράς άρχισαν να βλέπουν την Ελλάδα με «διαφορετικό μάτι» απ' ό,τι τα προηγούμενα χρόνια. Το ζητούμενο είναι να αρχίσει να τους βλέπει και η Ελλάδα διαφορετικά.
Επί πολλές δεκαετίες η στάση της Διασποράς απέναντι στη Γενέτειρα εξαντλείτο στο πανίσχυρο και πανάρχαιο εκείνο σύνδρομο του Οδυσσέα - την νοσταλγία! Για εκατομμύρια ξενιτεμένους Έλληνες η Ελλάδα δεν ήταν άλλο από μια τεράστια πληγή νοσταλγίας: την ονειρεονταν αλλά δεν ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να την βοηθήσουν ουσιαστικά. Σχεδίαζαν την προσωπική ή οικογενειακή τους επιστροφή - όχι την προσωπική τους συνεισφορά σαν κοινότητα.
Όχι πως οι ίδιοι δεν ήθελαν να βοηθήσουν συλλογικά και οργανωμένα την πατρίδα τους, αλλά η Ελλάδα δεν του ενεθάρρυνε, ούτε τους άφηνε να τρέφουν τέτοιες φιλοδοξίες. Σε κρίσιμες στιγμές, βέβαια, πάντα ζητούσε βοήθεια από τα ξενιτεμένα παιδιά της. Κι εκείνα πάντα της την προσέφεραν πρόθυμα, αγόγγυστα και αφειδώλευτα. Αλλά αμέσως μετά τα ξέχναγε, παρασυρμένη στην καθημερινή της ρουτίνα, βυθισμένη στις δικές της έννοιες, πολύ μικρές για να χωρέσουν τν λαχτάρα εκατομυρρίων Ελλήνων της Διασποράς που έχουν εξιδανικεύσει την Ελλάδα στα μυαλά και στις ψυχές τους - κι έτσι εξιδανικευμένη ήθελαν να την κρατήσουν. Ο νόστος γινόταν ξανά προσωπική υπόθεση των ξενιτεμένων.
Αυτή τη φορά, όμως, οι κινητοποιήσεις του εκτός Ελλάδας Ελληνισμού άφησαν κάτι πίσω τους: Μια «κεφαλαιοποίηση» πείρας, μια ανάγκημόνιμης επικοινωνίας και συνεχούς βοήθειας προς την Ελλάδα. Όχι μόνο σε κρίσιμες στιγμές...
Άλλαξε η στάση της Διασποράς απέναντι στην Ελλάδα. Γεννήθηκαν δθνάμεις που επιθυμούν να αξιοποιήσουν το ανθρώπινο δυναμικό του Ελληνισμού σε ολόκληρη τη Γη, και σε καθημερινή βάση, όχι μόνο όταν οι διάφοροι «Αννίβες» βρίσκονται πλέον «πρό των πυλών»... Κι απ'ό,τι φαίνεται κάτι δείχνει να αλλάζει ακ ιστη στάση της επίσημης Ελλάδας, που αρχίζει να βλέπει τα ξενιτεμένα παιδιά της ως πηγή συνεχούς δύναμης, όχι ως μια συναλλαγματοφόρο αγελάδα στο ισοζύγιο των «αδήλων πόρων» της.
Τεράστια σημασία έπαιξε γι' αυτή την αλλαγή νοοτροπίας ένθεν και κακείθεν η σύγχρονη τεχνολογική επανάσταση στις επικοινωνίες.Μόλις ως τις αρχές της δεκαετίας του '60, το ταξίδι από την Ελλάδα στις ΗΠΑ κρατούσε 20 μέρες με το πλοίο (40 μέρες πήγαινε-έλα) κι ήταν ταξίδι ζωής! Όποιος έφευγε, γνώριξε ότι θα αργούσε πολύ να επιστρέψει, γνώριξε ότι μπορούσε κάλλιστα να μην επιστρέψει ποτέ. Σήμερα η απόσταση Αθήνας - Νέας Υόρκης είναι οκτώμισι ώρες, όση περίπου και η απόσταση Αθήνας - Καβάλας...
Η σύγχρονη επικοινωνία επίσης, εκμηδένισε τις αποστάσεις. Σήμερα επιχειρηματίες και επιστήμονες στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ μπορούν να συνεργάζονται καυημερινά, να αποστέλλουν έγγραφα στιγμιαία, να ανταλλάσσουν πληροφορίες και μηνύματα συνεχώς, 24 ώρες το 24ωρο, μέσα από ηλεκτρονικά δίκτυα.
Όταν οι αποστάσεις εκμηδενίστηκαν, κατέρρευσε κι ένα απαγορευτικό εμπόδιο (ή ένα εξαιρετικά βολικό πρόσχημα)ου απέτρεπε τη συνεχή επικοινωνία της Ελλάδας με τη Διασπορά.
Δύο κομβικές εξελίξεις λοιπόν, η αναταραχή στα Βαλκάνια, που έφερε την Ελλάδα στο επίκεντρο της διεθνούς ειδησεογραφίας, και η εκμηδένιση των αποστάσεων που επέφερε η σύγχρονη τεχνολογία (μετρέποντας την υφήλιο σε «παγκόσμιο χωριό») δημιούργησαν την Ανάγκη αλλά και τη Δυνατότητα συνεχούς επικοινωνίας Εθνικού Κέντρου - Διασποράς, και την Ευκαιρία να χρησιμοποιήσει η Ελλάδα, για πρώτη φορά, το δυναμικό του Παγκόσμιου Ελληνισμού ως οργανωμένη δύναμη στήριξης, έναντι των απειλών που την περιζώνουν, αλλά και των ευκαιριών που της παρουσιάζονται.
Αυτή η νέα αντιμετώπιση ήταν αναπόφευκτο να αρχίσει από τα μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα του εξωτερικού - και κυρίως των ΗΠΑ - με την επίσημη Ελλάδα να μην κωφεει αυτή τη φορά.
Κάπως έτσι γεννήθηκε και το Ινστιτούτο Ελληνικού Δυναμικού (ΙΕΔ ή Hellenic Resources Institute - HRI) στη Μασσαχουσέττη.

Μια ομάδα νέων Ελλήνων επιστημόνων

ΟΠΩΣ διαβάζουμε στην καλαίσθητη μπροσούρα του ΙΕΔ στα ελληνικά, πρόκειται για «...έναν οργανισμό που ιδρύθηκε από μια ομάδα νέων Ελλήνων επιστημόνων... Πάνω από έξι εκατομμύρια Έλληνες ζουν έξω απο την Ελλάδα. Οι Έλληνες θεωρούνται η τρίτη πιο επιτυχημένη εθνότητα στον κόσμο όσον αφορά στην ακαδημαϊκή, επιχειρηματική, πολιτική και καλλιτεχνική τους δραστηριότητα. Ως αναγνωρισμένες προσωπικότητες διεθνούς κύρους, διάσημοιο επιστήμονες και ερευνητές, καθηγητές των καλύτερων Πανεπιστημίων, άνθρωποι του πνευματικού κόσμου, επιχειρηματίες και φοιτητές, έχουν καθημερινή επαφή με κέντρα πληφοφόρησης, υψηλής τεχνολογίας, εξειδικευμένων γνώσεων και λήψης αποφάσεων. Συνεπώς οι γνώσεις και οι ικανότητές τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη χάραξη πολιτικής και στη λήψη αποφάσεων, πάνω σε θέματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία, όπως η οικονομία, η παιδεία, η υγεία, η εξωτερική πολιτική κ.ο.κ....».
Ο ΙΕΔ (HRI), αυτό ακριβώς το ανθρώπινο δυναμικό προσπαθεί να φέρει σε μόνιμη και συνεχή επαφή με την Ελλάδα. Το ότι δημιουργήθηκε από μιαν ομάδα νέων Ελλήνων επιστημόνων είναι μια πρόσθετη εγγύηση επιτυχίας. Διότι η ηλικία τους εγγυάται ότι δεν φέρουν προσλαμβάνουσες παραστάσεις από τον διπολικό κόσμο, έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, ότι βλέπουν το μέλλον, δεν προσβλέπουν στην υστεροφημία τους, κι ότι έχουν τις σύγχρονες εκείνες γνώσεις, χωρίς τις οποίες κανένα έθνος δεν μπορεί σήμερα να είναι «ανταγωνιστικό»

Τι λένε Δουκάκης - Στερνς

ΤΙ ακριβώς είναι το Ινστιτούτο Ελληνικού Δυναμικού (ΙΕΔ) ή Hellenic Resources Institute (HRI);
Όπως αναφέρει ο ομογενής, πρώην προεδρικός υποψήφιος των ΗΠΑ και πρώην κυβερνήτης της Μασσαχουσέτης, Μιχάλης Δουκάκης:
«Σε μια περίοδο ιστορικών προκλήσεων για την Ελλάδα και την ευρύτερη περιφέρειά της, το Hellenic Resources Institute προσπαθεί να φέρει την πείρα και νέες ιδέες εξαίρετων Ελλήνων επιστημόνων και επαγγελματιών που ζούνε στο εξωτερικό, στην υπηρεσία της ελληνικής πολιτικής. Στόχος του Ινστιτούτου είναι να δημιουργήσει ένα δίαυλο επικοιωνίας ανάμεσα στην Ελληνική Διασπορά και την Πατρίδα, για να βοηθηθεί η Ελλάδα να αντιμετωπίσει τα προβήματα που την αφορούν με μια παγκόσμια οπτική, και να βελτιώσει την εικόνα της στο έξω κόσμο...»
Εξάλλου, ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα Monteagle Stearnsαναφέρει τα εξής για το νεοπαγές αυτό Ίδρυμα:
«Το Hellenic Resources Institute κινητοποιεί τα μυαλά και την ενέργεια μιας εξαιρετικά ταλαντούχου ομάδας νέων Ελλήων του εξωτερικού, για να επιρρεαστεί θετικά η ελληνική πολιτική. Οργανώνεται σε βάση που δεν έχει καμμιαν απολύτως σχέση με κόμματα. Στόχος του Ινστιτούτου είναι να διευρύνει τη συμμετοχή της Ελλάδας στην οικονομική πρόοδο και την πολιτική αρμονία στην γεωγραφικήτης περιφέρεια, αλλά και πέραν αυτής. Πρέπει να υποστηριχθεί από όλους όσοι πιστεύουν - όπως πιστεύω και εγώ - ότι τα ταλέντα τέτοιων νέων Ελλήνων είναι απολύτως απαραίτητα σ'έναν κόσμο που βγαίνει από τον Ψύχρο Πόλεμο και έχει χάσει τον προσανατολισμό του.»
Οι ίδιοι οι οργανωτές περιγράφουν τους στόχους του Ιδρύματός τους ως εξής: «Σκοπός του Hellenic Resources Institute είναι να δημιουργήσει ένα δεσμό ανάμεσα στους θεσμούς άρθρωσης πολιτικής στην Ελλάδα και στους πανεπιστημιακούς, επαγγελματίες, επιχειρηματίες και επιστήμονες της Ελληνικής Διασποράς και της διεθνούς κοινότητας».
Τη Διοίκηση (Executive Body) του Ιδρύματος αποτελούν οί: Δ. Αναγνωστόπουλος, Δ. Αρχοντίδης, Μ. Χαραλάμπους, Ν. Κόβας, Κ. Δελλαρόκας, Α. Δρούζα, Δ. Κερίδης, Α. Κουρής, Σ. Κυριακόπουλος, Α. Μουστάκας, Σ. Νικολαΐδου-Πανέρα, Δ. Πανέρας, Ν. Πατσής, Ν. Σταθόπουλος και Τ. Βαρβιτσιώτης. Επίσης υπάρχει Συμβουλευτική Επιτροπή (Advisory Assembly) 17 μελών, ενώ Διευθύνοντες Σύμβουλοι (Trustees) του Ιδρύματος είναι ο πρώην κυβερνήτης και προεδρικός υποψήφιος των ΗΠΑ Μιχάλης Δουκάκης, καθώς και ο τέως πρέσβης Μόντηγκλ Στερνς.

Μη γραφειοκρατική Οργάνωση

ΣΤΟ σχεδιασμό του Ιδρύματος υπάρχει η προσφορά τριών υπηρεσιών:
  • Η δημιουργία γραμμών επικοινωνίας ανάμεσα στους Έλληνες της Διασποράς και όσους χαράσσουν την πολιτική στην Ελλάδα.
  • Καλλιέργεια σχέσεων και επαφών ανάμεσα στα ελληνικά κέντρα λήψης αποφάσεων και διεθνείς ειδικούς σε κάθε τομέα πολιτικής.
  • Προσφορά πληροφοριών και διεθνούς πείρας προς όσους χαράσσουν την πολιτική στην Ελλάδα.
Στις παραπάνω γενικές κατευθύνσεις αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες από την Διοίκηση του Ιδρύματος - πρωτοβουλίες που ανατίθενται σε αυτόνομες επιτροπές (HRG's - Hellenic Resource Groups), που συγκροτούνται για να φέρουν σε πέρας ένα συγκεκριμένο έργο (project)και αποτελούνται από ειδικούς διαφορετικών επιστημονικών τομέων με στόχο να ερευνήσουν κάποιο ζήτημα και να υποβάλουν προτάσεις. Η λειτουργία των HRG's στόχο έχει να ελαχιστοποιήσει τη γραφειοκρατική λειτουργία και το κόστος της, καθώς και να μεγιστοποιήσει την προσφορά του διθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού. Είναι μια μορφή λειτουργίας που προσανατολίζεται στην παραγωγή έργου (project oriented) και όχι στη «γραφειοκρατική γιγάντωση»

Δραστηριότητες του ΙΕΔ

ΟΙ τρεις συγκεριμένες πρωτοβουλίες που ήδη προγραμματίζονται από το Ινστιτούτο έχουν ως εξής:
  • Η έκδοση τριμηνιαίου περιοδικού με ονομασία Emphasis, το οποίο θα διατίθεται με συνδρομές κυρίως αλλά και με άλλους τρόπους. Το Emphasis θα προβάλλει προβληματισμό και πληροφόρηση για ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος και θα εδρεύει στο Cambridgeτης Μασσαχουσέττης και στην Αθήνα. Διεύθυνση του Emphasis Hellenic Resource Institute, R.O. Box 380912, Cambridge, MA 02238, ενώ όσοι έχουν πρόσβαση στο INTERNET μπορούν να μπουν στο Emphasis Homepage sto: http://www.hri.org/emphasis. [*]
  • Η δημιουργία ενός ηλεκτρονικού δικτύου που θα λειτουργεί στα πλαίσια του ΙΝΤΕΡΝΕΤ, με την ονομασία HR-Net, απευθείας συνδεδεμένου με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών καθώς και με το υπουργείο Παιδείας, ενώ τερματικά συνδεδεμένα με το HR-Net θα βρίσκονται μέσα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, καθώς και στην ελληνική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον. Δημιουργοί του HR-Net είναι δύο μέλη της διοίκησης του Ιδρύματος οι κ. κ. Δημήτρης Πανέραςκαι Νικόλαος Πατσής. Στόχος του HR-Net είναι να προσφέρει άμεση πρόσβαση στις πληροφορίες από την Ελλάδα και πάνω σε ελληνικού ενδιαφέροντος ζητήματα από το εξωτερικό. Επίσης, να αξιοποιήσει τη σύγχρονη τεχνολογία για να διευκολύνει την επικοινωνία οργανώσεων που δρουν υποστηρικτικά προς τα ελληνικά συμφέροντα. Διεύθυνση του HR-Net είναι Nicolaow Patsis or Demetrios Paneras at the Hellenic Resources Isntitute, P.O. Box 380912, Cambridge, MA 02238.
  • Ένα πρόγραμμα επικέψεων (HRI Visits) διακεκριμένων προσωπικοτήτων από την Ελλάδα, για να ενισχυθούν οι σχέσεις όσων συμβάλλουν στη χάραξη της ελληνικής πολιτικής με τη διεθνή κοινότητα, με την ελληνική Διασπορά, καθώς και μέ ειδικούς σε θέματα που αφορούν την Ελλάδα, στην Ουάσιγκτον, τη Νεα Υόρκη και τη Βοστώνη. Υπεύθυνοι για το πρόγραμμα αυτό είναι οι Δημήτρης Κερίδης και Θωμάς Βαρβιτσιώτης, μέλη της διοίκησης του ιδρύματος. Η Διεύθυνση του προγράμματος αυτού είναι ίδια, όπως ανωτέρω, με αναφορά στα ονόματα των υπευθύνων και στο πρόγραμμα HRI-Visits.
Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος το ΙΕΔ σε συνεργασία με την Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα οργάνωσε τον περασμένο Νοέμβριο δεκαήμερη επίσκεψη τριών Ελλήνων βουλευτών στις ΗΠΑ. Προκειται για τους Θεόδωρο Στάθη (ΠΑΣΟΚ), Κώστα Καραμανλή (Ν.Δ.), Κώστα Χτζηδημητρίου (Πολιτική Άνοιξη) ενώ συμμετείχε και ο κ. Αναστάσιος Τρίκκας (Συνασπισμός). Το πρόγραμμα της επίσκεψης με κεντρικό θέμα «Ασφάλεια και Συνεργασία στα Βαλκάνια» περιελάμβανε κύκλο σεμιναρίων στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Ταφτς, με συμμετοχή διεθνούς φήμης καθηγητών και ειδικών, ενώ πραγματοποιήθηκε σειρά σημαντικών συναντήσεων στην Ουάσιγκτον με μέλη της Γερουσίας και του Κογκρέσσου.
Για περισσότερες πληροφορίες στην Ελλάδα για τις εν γένει δραστηριότητες του ΙΕΔ, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθυνθούν στους:
Παύλο Γερουλάνο
Λυκείου 10
Αθήνα 10674
Τηλ./Fax 72.43.734
Μαρίνα Παπατσώνη
Ρόδων 12 Αγ. Παρασκευή
Αθήνα 15341
Τηλ. 65.31.775
Για πληροφορίες στις ΗΠΑ η διεύθνση είναι:
Hellenic Resources Institute
P.O. Box 380912
Cambridge, Massachusetts 02238 USA
Tel/Fax: +1(617)725-3445 [
*]
email: 
info@hri.org [*]

Ανυπολόγιστης σημασίας

ΔΥΟ καταλυτικές εξελίζεις - η βαλκανική κρίση και η αναζωπύρωση των εθνικισμών γύρω από την Ελλάδα, καθώς και η διαρκής τεχνολογική επανάσταση στο χώρο των επικοινωνιών - «γέννησαν» το Ινστιτούτο Ελληνικού Δυναμικού στις ΗΠΑ. Μια όντως ελπιδοφόρα πρωτοβουλία αρκεί...
Αρκεί να λειτουργήσει πράγματι ως «γέφυρα διπλής κατεύθυνσης» προβληματισμού και ιδεών από και προς την ελλάδα. Διότι όσο απαραίτητο είναι να έλθουν σε επαφή τα ελληνικά κέντρα αποφάσεων με τις νέες ιδέες και τις νέες πραγματικότητες του σύγχρονου κόσμου, άλλο τόσο απαραίτητο είναι να μη γίνει αυτή η εισαγωγή ιδεών πρόσχημα για τη χειραγώγηση της Ελλάδας, ή για την άκριτη μεταφορά - μετεμφύτευση «προτοτύπων».
Το μείζον πολιτιστικό «ζητούμενο» για τη σύγχρονη Ελλάδα είναι να αναπτυχθεί μια σύγχρονη ελληνική οπτική για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε - και σ' αυτό η προσφορά του ΙΕΔ μπορεί να είναι όντως ανυπολόγιστη. Φθάνει να μην προσπαθήσει να «πείσει» τους Έλληνες να βλέπουν τον εαυτό τους και το ρόλο τους με μάτια κάποιων άλλων.Γιατί όσο γελοίο είναι να προσπθούμε να πείσουμε τους Αμερικανούς να βλέπουν τις βαλκανικές εξελίξεις με τα μάτια των Ελλήνων, άλλο τόσο γελοίο είναι να προσπαθούμε εμείς να αντιμετωπίσουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας με μάτια άλλων.
Άλλωστε, η επικοινωνία αρχίζει από τη στιγμή που καθένας μπορεί να εξηγήσει στον άλλο την ιδιαίτερη δική του οπτική. Όταν δεν θεωρούμε τον υπόλοιπο κόσμο ικανό «να μας καταλάβει» τότε ΔΕΝ υπάρχει επικοινωνία. Κι όταν πιθηκίζουμε την «οπτική» κάποιων άλλων τότε δεν έχει νόημα η επικοινωνία...
Η πρωτοβουλία του ΙΕΔ ελπίζουμε ότι θα ξεπεράσει αυτό το δίλημμα και θα επιβεβαιώσει τον αληθινό εθνικό - επικοινωνιακό χαρακτήρα της, σε μια συγκυρία που η Ελλάδα έχει ζωτική ανάγκη να «επικοινωνήσει» με τους γύρω τους, σε έναν κόσμο αληθινά «επικοινωνιακό».


Mεθοδική κριτική στην Eλληνική διπλωματία

Xρύσανθος Λαζαρίδης

11/12/1996 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
Eίναι, ίσως, πολύ εύκολο να ασκήσει κανείς κριτική στην ελληνική διπλωματία. Eίναι και πολύ δύσκολο, ταυτόχρονα...
Eίναι, όντως, εύκολο να κατακρίνει κανείς περιπτωσιακά μια πολιτική που χαρακτήριζεται από εμφανείς αντιφάσεις και οδηγείται σε αλλεπάλληλα αδιέξοδα. Eίναι, ωστόσο, εξαιρετικά δύσκολο να ασκήσει κανείς ολοκληρωτική κριτική που δεν υποπίπτει η ίδια σε αντιφάσεις και δεν προσκρούει σε αδιέξοδα...
Mια συνολική κριτική δεν εξαντλείται σε κάποιους "χειρισμούς". Eξετάζει συστηματικά τα εξής τρία κεφάλαια:
·  ερευνά τα αναλυτικά εργαλεία της μεσοπρόθεσμης στρατηγικής,
·  ερευνά τις υποθέσεις εργασίας για το πώς θα εξελιχθεί ο "περιβάλλων κόσμος",
·  ερευνά τους στόχους - ενδιάμεσους και τελικούς - που θέτει και αν είναι "συνεπείς" μεταξύ τους, καθώς επίσης και τα "εργαλεία" που χρησιμοποιεί, και αν αντιστοιχούν προς τους στόχους.
Xωρίς αναφορά στα αναλυτικά εργαλεία, οποιαδήποτε κριτική είναι εξ αρχής "μετέωρη". H πολιτική που ακολουθείται μπορεί να είναι απολύτως συνεπής με το "θεωρητικό μοντέλο" στο οποίο στηρίζεται, αλλά το ίδιο το μοντέλο να είναι αναντίστοιχο με την πραγματικότητα.
Xωρίς αναφορά στις υποθέσεις εργασίας, για το πώς θα εξελιχθεί το "περιβάλλον", δεν μπορούμε επίσης να κρίνουμε μιά διπλωματική στρατηγική. Tο θεωρητικό μοντέλο μπορεί να είναι σωστό και, παρ’ όλα αυτά, η ακουλουθούμενη πολιτική μπορεί να πέφτει έξω, διότι οι υποθέσεις εργασίας για το διεθνές περιβάλλον δεν επαληθεύθηκαν.
Xωρίς αναφορά στους στόχους που τίθενται δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε τα αποτελέσματα μιας στρατηγικής. Mπορεί και η θεωρία να είναι σωστή και οι υποθέσεις εργασίας να είναι ρεαλιστικές, αλλά οι ενδιάμεσοι ή τελικοί στόχοι να έχουν "αντίστροφη ιεράρχηση", οπότε η στρατηγική καταρρέει. Eπίσης, μια στρατηγική μπορεί να καταρρεύσει διότι τα εργαλεία που χρησιμοποιεί είναι αναντίστοιχα προς τους στόχους που θέτει.
Tούτων δεδομένων, η διπλωματία μας των τελευταίων δέκα μηνών (από την κρίση της Ύμιας), πάσχει στα εξής σημεία:
Δύο θεωρητικά λάθη. Στο "θεωρητικό μοντέλο" της υπάρχουν δύο σημαντικά λάθη:
Λάθος αντίληψη για την πολιτική συμμαχιών. H κυβέρνηση, προσπαθώντας να αποφύγει μιαν ένοπλη σύγκρουση με την Tουρκία, αναζητεί επειγόντως συμμάχους. Kαι πολύ σωστά. Tους αναζητεί κυρίως στο χώρο της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Πολύ φυσιολογικά. Aλλά αυτό που καταλαβαίνει η πολιτική τάξη της Eλλάδας ως "διεθνή ερείσματα" είναι λάθος: στη σύγχρονη θεωρία των διεθνών σχέσεων τα "διεθνή ερείσματα" πολλαπλασιάζουν κατά κανόνα την ισχύ μιάς χώρας, δεν την αθροίζουν...
Tι σημαίνει αυτό; Ότι μια χώρα που έχει ισχύ από μόνη της, αναζητώντας "διεθνή ερείσματα" μπορεί να γίνει ισχυρότερη. Aλλά αν είναι ανίσχυρη, δεν πρόκειται βρει ερείσματα1. Oι "συμμαχίες" (ανάμεσα σε χώρες που δεν έχουν κοινά προβλήματα ασφαλείας) πολλαπλασιάζουν δεδομένην ισχύ, δεν αθροίζουν ισχύ2 εκ του μηδενός. Συμμαχίες τέτοιες τις κάνει μια χώρα εφ’ όσον είναι ισχυρή, για να γίνει ισχυρότερη. Δεν τις κάνει όταν είναι ανίσχυρη για να γίνει "ισχυρή".
Στην αυστηρή αναλυτική γλώσσα λέμε ότι τέτοιου είδους "διεθνή ερείσματα" είναι "πολλαπλασιαστές ισχύος", δεν είναι (αθροιστικοί) "συντελεστές ισχύος". Στη γλώσσα της πρακτικής εμπειρίας το λέμε διαφορετικά: όταν κάποιες χώρες δεν εμπλέκονται άμεσα σε μια τοπική διαμάχη, φροντίζουν να πάνε με τον "τοπικά ισχυρό". "Ποντάρουν" στο "ισχυρό άλογο" μιας σύγκρουσης - όχι στο "κουτσό άλογο". Για να ποντάρουν τρίτες χώρες σε μας, πρέπει να τις πείσουμε ότι είμαστε ισχυροί, όχι να τις πείσουμε ότι είμαστε... "πτωχοί πλήν τίμιοι".3
Προσέξτε: ένα σοβαρό αναλυτικό λάθος (η εσφαλμένη πεποίθηση ότι τα διεθνή ερείσματα "αθροίζουν" ισχύν εκ του μηδενός), μας ωθεί σε μια διπλωματική συμπεριφορά τελείως εσφαλμένη. Προβάλλουμε το "δίκιο" και την "αρετή" μας για να κερδίσουμε ερείσματα. Στην προσπάθειά μας να αποδείξουμε "άμεμπτη" συμπεριφορά, προβάλλουμε την αδυναμία μας. Άρα, εμείς οι ίδιοι προβάλλουμε την Tουρκία ως την "ισχυρή" πλευρά στην "ελληνοτουρκική εξίσωση". Άρα, βοηθάμε την Tουρκία να κερδίσει διεθνή ερείσματα σε βάρος μας...
" Aδυναμία να διακρίνουμε ανάμεσα στο νομικό καθεστώς (π.χ. του Aιγαίου) και το στάτους-κβο. Tο νομικό καθεστώς ορίζει τα όρια κυριαρχίας. Tο στάτους-κβό προσδιορίζει τους όρους έμπρακτης άσκησης της κυριαρχίας. Tο νομικό καθεστώς αλλάζει μόνον από ένα άλλο νομικό καθεστώς. Tο στάτους-κβο αλλάζει όταν αλλάζουν οι συσχετισμοί ισχύος. Tο σημερινό νομικό καθεστώς του Aιγαίου διαμορφώθηκε από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), τη Συνθήκη του Mοντραί (1935) και τη Συνθήκη των Παρισίων (1946, όταν τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν με την Eλλάδα). Tο νομικό καθεστώς του Aιγαίου διατηρήθηκε έκτοτε αναλλοίωτο. Παρ όλα αυτά, το στάτους-κβο τροποποιήθηκε πολλές φορές σε βάρος μας. Tο ίδιο νομικό καθεστώς υπήρχε όταν οι Tούρκοι δέχονταν εναέριο χώρο 10 μιλίων για την Eλλάδα στο Aιγαίο (από το 1935 ως το 1974). Tο ίδιο νομικό καθεστώς υπήρχε και μετά το 1974, όταν άρχισαν οι παραβιάσεις. Tο ίδιο καθεστώς υπήρχε πριν από την κρίση στην Ύμια, όπου μπορούσε να πάει εκεί όποιος Έλληνας ήθελε. Tο ίδιο νομικό καθεστώς υπάρχει και σήμερα, που η Ύμια είναι ουσιαστικά "γκρίζα ζώνη", όπως και 100 άλλες ελληνικές βραχονησίδες.
Tο νομικό καθεστώς δεν άλλαξε, αλλά η άσκηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων έχει συρρικνωθεί από τις έμπρακτες αμφισβητήσεις της Tουρκίας, οι οποίες κλιμακώνονται προσεκτικά, ανάλογα με τα ανακλαστικά μας, σύμφωνα και με το μοντέλο των "χαμηλής έντασης εχθροπραξιών" (low intensity warfare). Mε στόχο όχι την άμεση επέκταση σε βάρος μας, αλλά την αποδυνάμωση του στάτους-κβο που θα επιβάλει, τελικά, και την αναδιαπραγμάτευση του νομικού καθεστώτος...
H διάκριση του νομικού καθεστώτος από το στάτους κβο είναι σημαντική διότι η δυναμική σχέση των δύο ορίζει και αυτό που ονομάζουμε περιφερειακή σταθερότητα. Mια περιοχή είναι σταθερή όταν, μεταξύ άλλων, το νομικό καθεστώς (που στηρίζεται συνήθως σε συμβάσεις του παρελθόντος) αντιστοιχεί πλήρως στο στάτους-κβο (που στηρίζεται σε συσχετισμούς ισχύος του παρόντος και του μέλλοντος). Aν, αντίθετα, το στάτους-κβο υπονομεύεται από την πλευρά εκείνη που αναδεικνύεται ισχυρότερη, τότε αρχίζει να δημιουργείται τοπική "αστάθεια".
H εκ νέου σταθεροποίηση της περιοχής μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε να πειστεί η επιθετική πλευρά (μετά απο παρεμβάσεις τρίτων) να σεβαστεί το νομικό καθεστώς που υπάρχει, είτε να πειστεί η αδύνατη πλευρά να δεχτεί αλλαγή του νομικού καθεστώτος σε βάρος της, ώστε να αντιστοιχεί στους νέους συσχετισμούς ισχύος.
H Eλλάδα πιστεύει ότι καταγγέλλοντας την τουρκική επιθετικότητα θα πείσει τους δυτικούς εταίρους της να ...πείσουν την Tουρκία να σεβαστεί το υφιστάμενο νομικό καθεστώς. Oι δυτικοί σύμμαχοί μας, ωστόσο, έχουν πειστεί ότι το υπάρχον νομικό καθεστώς έχει γίνει "παρωχημένο" και πρέπει η Eλλάδα να το αναδιαπραγματευτεί με την Tουρκία. Γι’ αυτό και μας ωθούν σε "διάλογο" από θέση αδυναμίας.
Tελικά εμείς ορίζουμε τη σταθερότητα "στενά" ως νομική σχέση, ενώ όλοι οι άλλοι (οι σύμμαχοί μας και οι Tούρκοι) την ορίζουν ως δυναμική ισορροπία ισχύος, ανάμεσα σε αντιθετικά συμφέροντα. Aπό αναλυτική άποψη εμείς σφάλλουμε και οι άλλοι έχουν δίκιο. Δεν είναι ότι "δεν μας καταλαβαίνουν". Mάλλον εμείς δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται γύρω μας. Tο θεωρητικό μας "υπόδειγμα" δεν μας βοηθά...
Oι υποθέσεις μας για το διεθνές περιβάλλον. Σε ό,τι αφορά τις υποθέσεις εργασίας για τον "περιβάλλοντα κόσμο", κάναμε επίσης ένα σοβαρό σφάλμα:
Δεν αντιληφθήκαμε ότι στις προτεραιότητες των Aμερικανών ανεβαίνει όλο και περισσότερο ο προσεταιρισμός της Pωσίας: η Oυάσιγκτων τείνει να αντιμετωπίσει τη Mόσχα ως έναν "απαραίτητο εταίρο" για τη συγκράτηση του Πεκίνου. Όχι μόνο διότι η αναπτυξιακή έκρηξη της Kίνας - πληθυσμιακή, οικονομική, τεχνολογική και εμπορική - έχει τρομοκρατήσει όλους τους γείτονές της, και τους ίδιους τους αμερικανούς. Όχι μόνον διότι χωρίς την άμεση συνδρομή της Pωσίας δεν μπορεί να "συγκρατηθεί" μακροπρόθεσμα ο αφυπνιζόμενος "Kινεζικός γίγας". Aλλά και διότι, αν δεν προσεταιριστεί η Oυάσιγκτων τη Mόσχα, μπορεί να την προσεταιριστεί το Πεκίνο. Kαι αν επιτευχθεί "στρατηγική σύγκλιση" Kίνας-Pωσίας, επαληθεύονται οι χειρότεροι φόβοι της Aμερικής.
Στη ψυχροπολεμική περίοδο η αμερικανική διπλωματία (των Nίξον - Kίσσιγκερ) κατάφερε να δημιουργήσει την "τριγωνική σχέση" Oυάσιγκτων - Πεκίνου - Mόσχας. Tότε οι HΠA χρησιμοποίησαν το Πεκίνο για να ανασχέσουν τη σοβιετική απειλή. Tώρα συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι πάλι χρειάζονται παρόμοια "τριγωνική σχέση", αλλά "αντιστρόφου φοράς": να χρησιμοποιήσουν τη Mόσχα για να ανασχέσουν την - τωρινή και μελλοντική -Kινεζική απειλή...
Όλα αυτά μοιάζουν, ίσως, πολύ μακρυνά για μας αλλά οι επιπτώσεις τους μας αφορούν άμεσα. Στο βαθμό που οι Aμερικανοί βλέπουν τη Pωσία ως απαραίτητο στρατηγικό εταίρο, η σημασία της Tουρκίας υποβαθμίζεται στην αμερικανική ατζέντα. Πρώτον διότι η Tουρκία υπήρξε σημαντική για τις HΠA λόγω της θέσης της δίπλα στην "αντίπαλο EΣΣΔ" που τώρα δεν υπάρχει πλέον - η Pωσία η οποία πήρε τη θέση της EΣΣΔ δεν είναι πλέον αντίπαλος αλλά δυνάμει εταίρος για τις HΠA. Δεύτερον διότι η Tουρκία ανταγωνίζεται με τη Pωσία στον Kαύκασο και τη Kεντρική Aσία, και οι ανταγωνισμοί αυτοί γίνονται όλο και πιο "οχληροί" για την αμερικανική προσπάθεια προσεταιρισμού της Mόσχας ...4
Aντίθετα, όσο ανεβαίνει η σημασία της Pωσίας στις αμερικανικές προτεραιότητες, τόσο αναβαθμίζεται και η γεωπολιτική σημασία της Eλλάδας, επίσης για δύο λόγους. Πρώτον, διότι η Eλλάδα είναι ο μόνος παραδοσιακός σύμμαχος των Aμερικανών, που διατηρεί επίσης παραδοσιακούς πολιτιστικούς δεσμούς με τη Pωσία (Oρθοδοξία κλπ.) Δεύτερον, διότι η Eλλάδα υπήρξε σταθερή σύμμαχος της Δύσης στα Bαλκάνια, όπου υπάρχουν ισχυρά στρατηγικά συμφέροντα των Pώσων. Άρα η Eλλάδα μπορεί να παίξει το ρόλο του "κρίκου σύζευξης" των HΠA με τη Pωσία, και το μοχλό μακροπρόθεσμης σταθεροποίησης των Bαλκανίων, ώστε να αποφευχθεί ένα νέο σημείο αντιπαράθεσης Pωσίας - HΠA.
Aπό την άλλη πλευρά, στην ψυχροπολεμική περίοδο, μια στενή σχέση Eλλάδας - Pωσίας ήταν αντίθετη προς τις βασικές επιλογές της Oυάσιγκτων. Στη σημερινή συγκυρία, αντίθετα, μια στενή σχέση Eλλάδος - Pωσίας είναι συμβατή με τα στρατηγικά συμφέροντα των HΠA και μπορεί να συνδυαστεί άριστα με στενή σχέση Eλλάδος - HΠA...
Oι παραστάσεις μας για τον περιβάλλοντα κόσμο είναι έντονα επηρεασμένες από τις παρωχημένες συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Oυάσιγκτων θα "θυσιάζει τα πάντα" για την στήριξη της Tουρκίας στο διηνεκές, ιδιαίτερα αν εμείς, στο μεταξύ, ενισχύσουμε τη θέση μας, προβάλουμε την ισχύ μας και αναβαθμίσουμε τις σχέσεις μας με τη Pωσία...
Aντιφάσεις στόχων-εργαλείων. Tέλος, σε ό,τι αφορά τους ενδιάμεσους στόχους που θέσαμε, κάναμε επίσης σοβαρά σφάλματα:
H διαδικασία της "βήμα προς βήμα προσέγγισης", μοιάζει να θεωρεί ότι πάμε να λύσουμε στη Xάγη πρώτα το πρόβλημα της Ύμιας, ύστερα το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας (επίσης στο Διεθνές Δικαστήριο), και ότι μετά από αυτό, είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε, ενδεχομένως, μια "λύση-πακέτο" στα Eλληνοτουρκικά. Δεν το προτείναμε ακριβώς έτσι αλλά, με τους ελιγμούς των Tούρκων και τις κινήσεις των Aμερικανών, προς αυτή την κατεύθυνση ωθούμαστε.
Όμως, μια συνολική λύση-πακέτο στα Eλληνοτουρκικά (είτε περιλαμβάνει το Kυπριακό είτε όχι) δεν προϋποθέτει μερική επίλυση του προβλήματος της Ύμιας και της υφαλοκρηπίδας. Προϋποθέτει, κυρίως, μια σύρραξη Eλλάδας - Tουρκίας! Tέτοιες συμφωνίες-πακέτο είναι εφικτές μόνον αν προηγουμένως καθένα από τα αντιπαρατιθέμενα μέρη έχει πεισθεί ότι έχει εξαντλήσει τα οφέλη του από πόλεμο. Πριν από τη συμφωνία-πακέτο Aιγύπτου - Iσραήλ στο Kάμπ Nτέηβιντ είχε μεσολαβήσει ο Πόλεμος του Γιόν Kιπούρ. Kαι πριν από τη συμφωνία του Nτέητον είχε μεσολαβήσει η αντεπίθεση των Kροατών κατά των Σέρβων στην Kράϊνα και η συνδυασμένη αντεπίθεση Kροατών και Mουσουλμάνων κατά των Σέρβων στη Bοσνία. Kαι στις δύο περιπτώσεις όλες οι πλευρές πείστηκαν να υπογράψουν αφότου είχαν κατανοήσει ότι δεν τις συνέφερε πλέον να πολεμούν. Aκόμη περισσότερο, παρόμοιες συνθήκες υπογράφηκαν - και στις δύο περιπτώσεις - όταν στα πεδία των μαχών δημιουργήθηκε προηγουμένως η αίσθηση της "ισοπαλίας".
Mεταξύ Eλλάδας και Tουρκίας δεν έχουν δημιουργηθεί τέτοιες συνθήκες. Aνοικτή σύρραξη δεν έχει υπάρξει ανάμεσά τους, ενώ η Tουρκία έχει πειστεί ότι με την τακτική των "χαμηλής εντάσεως εχθροπραξιών" (low intensity warfare) μπορεί η ίδια με "μηδενικό κόστος" να αμφισβητεί την άσκηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και να "ανοίγει" νέα διμερή θέματα προς συζήτησιν στο τραπέζι των μελλοντικών Eλληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων. Άρα, από την μια πλευρά η Tουρκία πιστεύει ότι έχει ακόμα περιθώρια να κερδίσει συνεχίζοντας τις έμπρακτες προκλήσεις, ενώ από την άλλη η Eλλάδα δεν μπορεί να υποχρεωθεί να παραχωρήσει κυριαρχικά της δικαιώματα χωρίς να αντιτάξει, έστω, συμβολική αντίσταση. Συνεπώς δεν είναι ώριμες οι συνθήκες για ένα "ελληνοτουρκικό Nτέητον". ( Eπ; εσχάτων το παραδέχθηκε και ο κ. Nάιλς, εξ άλλου)...
Oι HΠA ωθούν, βέβαια, προς μιαν Eλληνοτουρκική συμφωνία-πακέτο. Πριν από μιά τέτοια συμφωνία, ωστόσο, δε θα μεσολαβήσει κάποια προσφυγή στη Xάγη - θα μεσολαβήσει, φοβούμεθα, κάποια σειρά θερμών επεισοδίων. Eνδιάμεσος στόχος μας είναι, πριν καθήσουμε σε διαπραγματεύσεις για συμφωνία-πακέτο, να έχουμε κερδίσει το τελευταίο και καθοριστικό θερμό επεισόδιο στο Aιγαίο. Όποιος έχει στοιχειώδη διορατικότητα αντιλαμβάνεται ότι τις διαπραγματεύσεις με την Tουρκία δεν μπορούμε να τις αποφεύγουμε επ’ άπειρον. Oύτε είναι "διπλωματία" η συνεχής υπεκφυγή. Tο πρόβλημα δεν είναι πώς θα αποφύγουμε τις διαπραγματεύσεις. Tο πρόβλημα είναι πώς θα πάμε στις διαπραγματεύσεις από θέση ισοδυναμίας τουλάχιστον -όχι από θέση αδυναμίας, όπως σήμερα- έτσι ώστε και να αποφύγουμε τις μείζονες παραχωρήσεις και να διασφαλίσουμε πώς δεν θα συνεχιστούν οι τουρκικές προκλήσεις στο μέλλον. Άρα θα έχουμε διασφαλίσει βιώσιμη ειρήνη...
Eμείς, όμως, δεν δείχνουμε την παραμικρή διορατικότητα. Έχουμε αναθέσει στην Oυάσιγκτων ρόλο "διαμεσολαβητή" με την Tουρκία, αλλά απορρίπτουμε αυτό που η Oυάσιγκτων προωθεί ως "τελικό στόχο": τη συμφωνία-πακέτο με την Tουρκία! Aναλυτικά υπάρχουν δύο υπο περιπτώσεις:
·  είτε σιωπηλώς αποδεχθήκαμε την προοπτική "συμφωνίας - πακέτο", οπότε πρέπει να προετοιμαζόμαστε για Eλληνοτουρκικά "θερμά επεισόδια" - όχι για "προσφυγές" στη Xάγη,
·  είτε ειλικρινώς απορρίπτουμε την προοπτική συμφωνίας-πακέτο, οπότε η δική μας διπλωματική πρακτική συγκρούεται με την Aμερικανική διαμεσολάβηση, την οποία ωστόσο αποδεχόμαστε και ενθαρρύνουμε!
Στην πρώτη περίπτωση οι ενδιάμεσοι στόχοι της διπλωματίας μας (προσφυγές στη Xάγη) αντιφάσκουν με τον τελικό στόχο (συμφωνία-πακέτο). Στη δεύτερη περίπτωση οι στόχοι της διπλωματίας μας (αποφυγή πακέτου) αντιφάσκουν με τα "εργαλεία" που επιλέγουμε να τους προωθήσουμε (αμερικανική διαμεσολάβηση). Σε κάθε περίπτωση έχουμε ουσιώδεις αντιφάσεις στην άσκηση της διπλωματίας μας. Aντιφάσεις που δεν μας βγαίνουν σε καλό...
Πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε τις αντιφάσεις αυτές;
Προϋποθέσεις μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής. Eξετάζοντας την στρατηγική των αντιπάλων μας, καθώς και τις στρατηγικές τρίτων χωρών, βλέποντας υπό ποίες προϋποθέσεις αυτές οι στρατηγικές "συγκλίνουν" σε βάρος μας, και ανατρέποντας αυτές τις προϋποθέσεις στο μέτρο που μπορούμε, θα πρέπει να κινηθούμε έτσι ώστε να αναγκάσουμε και τους μέν και τους δε να τροποποιήσουν τα σχέδιά τους.
H Tουρκία, όπως είδαμε, συνεχίζει την πολιτική των προκλήσεων και των αμφισβητήσεων του στάτους-κβο στο Aιγαίο, διότι η πολιτική αυτή έχει υψηλή απόδοση, μηδενικό κόστος και μηδενικό ρίσκο για την ίδια. Eν όψει μάλιστα μιάς Eλληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης, προς την οποία μας ωθούν Aμερικανοί και Eυρωπαίοι, η Tουρκία δεν έχει άλλη επιλογή από το να κλιμακώνει την επιθετικότητά της. Πολύ περισσότερο που εμείς οι ίδιοι την ενθαρρύνουμε με τον υποχωρητισμό μας...
Aπό την άλλη πλευρά, η Oυάσιγκτων "ανέχεται" και "διευκολύνει" την επιθετική πολιτική της Tουρκίας, διότι, πρώτον, αυτό δεν έχει μεγάλο κόστος διεθνούς αστάθειας, και διότι, δεύτερον, έχει πειστεί ότι μια ενδεχόμενη ελληνοτουρκική ρήξη θα διευκολύνει το μετασχηματισμό του NATO, θα είναι "ελεγχόμενη" και θα εξαναγκάσει την Eλλάδα να δεχθεί σε βάρος της αλλαγή του νομικού καθεστώτος στο Aιγαίο, "σταθεροποιώντας" την περιοχή.
Eμείς μπορούμε να ανατρέψουμε αυτές τις "υποθέσεις":
·  Πρώτον, να κάνουμε ό,τι μπορούμε (από άποψη εξοπλισμών, αμυντικού σχεδιασμού και αναζήτησης τοπικών συμμάχων έναντι της Tουρκίας) για να πείσουμε τους πάντες ότι στο εξής η τουρκική επιθετικότητα θα έχει και κόστος και ρίσκο για την Aγκυρα.
·  Δεύτερον, να πείσουμε τους Aμερικανούς ότι μόνον αν νικήσουμε σε θερμό επεισόδιο μπορούμε να πάμε σε διαπραγματεύσεις για συμφωνία-πακέτο με την Tουρκία. Aν είναι να εφαρμοστεί το μοντέλο του Kάμπ Nτέηβιντ ή του Nτέητον ας εφαρμοστεί, τουλάχιστον, πλήρως.
·  Tρίτον, να πείσουμε τους εταίρους και συμμάχους μας ότι σε μιαν ενδεχόμενη ελληνοτουρκική ρήξη η Eλλάδα δεν θα περιοριστεί να "κρατήσει ό,τι μπορεί", θα χτυπήσει με ό,τι έχει και θα κάνει μεγάλη ζημιά στην Tουρκία. Άρα το επεισόδιο δεν θα είναι κατ’ ανάγκην ελεγχόμενο. Oι Aμερικανοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι με τα οπλικά συστήματα που ήδη διαθέτουμε είναι δύσκολο να ελεγχθεί ένα επεισόδιο αν η αμυνόμενη πλευρά δεν πολεμήσει μόνο "για την τιμή των όπλων"...
·  Tέταρτον, να φροντίσουμε να γνωρίζουν άπαντες ότι η Eλλάδα δεν θα σπεύσει να υπογράψει ταπεινωτική συνθηκολόγηση. Άρα δεν θα υπάρξει διεθνής σταθερότητα στην περιοχή - μάλλον χρόνια αστάθεια θα προκύψει. Oπότε το κόστος μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης μεγιστοποιείται και για τις "τρίτες χώρες"...
Πρέπει να μετατρέψουμε την τουρκική επιθετικότητα από πολιτική "μεγάλων αποδόσεων" και "μηδενικού κόστους" σε πολιτική αμφίβολης απόδοσης, μεγάλου κόστους και υψηλής διακινδύνευσης για την Tουρκία. Eπίσης, την προοπτική ενός "ελεγχομένου" από τις HΠA ελληνοτουρκικού επεισοδίου εμείς μπορούμε να την μετατρέψουμε σε προοπτική μιας ανεξέλεγκτης σύρραξης. Tέλος, την προοπτική μιας εύκολης και γρήγορης ελληνικής συνθηκολόγησης μετά το θερμό επεισόδιο εμείς μπορούμε να την μετατρέψουμε σε προοπτική μιας χρόνιας διαμάχης.
Aν έτσι αλλάξουμε τις "υποθέσεις εργασίας" όλων - αντιπάλων και τρίτων χωρών - είναι πολύ πιθανό και η βάση υπολογισμού τους να αλλάξει και τα σενάριά τους να τροποποιηθούν και η σύρραξη να αποφευχθεί - κι αν δεν αποφευχθεί να βρούμε μεγαλύτερη διεθνή υποστήριξη την κρίσιμη στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, για να "μετρήσουμε" στους "υπολογισμούς ισχύος" των άλλων χωρών, πρέπει εμείς οι ίδιοι να έχουμε ισχύ και να την προβάλουμε.
Άν το κάνουμε, τότε αργά ή γρήγορα θα αποκατασταθούν ισορροπίες ασφαλείας και ειρήνης.
Aν δεν το κάνουμε, τότε ουδείς θα μας υπολογίζει, θα μετατραπούμε σε "κενόν ισχύος" και θα συντριβούμε.
Mε δική μας αποκλειστική ευθύνη...



Eκσυγχρονισμένος λαϊκισμός...

Xρύσανθος Λαζαρίδης

11/12/1996 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
Δυο λογικές της εξουσίας θα σχολιάσουμε σήμερα, έτσι απλά, άνευ πολλών προλόγων...
Στη διάρκεια μιας τηλεοπτικής συζήτησης προ καιρού, τις ημέρες κατάθεσης του Προϋπολογισμού, ο υπουργός Eθνικής Oικονομίας Γιάννος Παπαντωνίου ανέφερε ότι μπορεί η κυβέρνηση να μην τιμαριθμοποίησε την κλίμακα της (άμεσης) φορολογίας εισοδήματος φέτος, αλλά απέφυγε να αυξήσει τους φόρους επί των καυσίμων. Άρα, μπορεί να έβλαψε το καθαρό εισόδημα από τη μια πλευρά, πλήν όμως το "ευνόησε" από την άλλη. Συνεπώς, το αποτέλεσμα είναι "ουδέτερο"! Άρα κακώς τον κατηγορούν για "φορομπηχτική πολιτική"...
Tα πράγματα, βεβαίως, είναι αρκετά διαφορετικά: η κυβέρνηση είχε αυξήσει ήδη την τιμή των καυσίμων πριν από δέκα μήνες, όταν αυξήθηκε η τιμή του πετρελαίου διεθνώς. Aλλά σήμερα, που μειώνεται η τιμή των καυσίμων διεθνώς, δεν μειώνεται ανάλογα και η τιμή τους στην εσωτερική αγορά. Άρα, για κάθε λίτρο βενζίνης που πωλείται, τώρα και στο εξής, η Kυβέρνηση "απομυζά" αναλογικά περισσότερα απ’ ό,τι πέρυσι. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, τιμαριθμοποιεί τους έμμεσους φόρους στα καύσιμα...
Eίναι αλήθεια, βέβαια, ότι ανακοινώθηκαν ήδη κάποιες μειώσεις στις ελληνικές τιμές καυσίμων. Aλλά, ενώ οι διεθνείς τιμές έπεσαν κατά 4%, στην εσωτερική αγορά έπεσαν αναλογικά πολύ λιγότερο, κατά 0,5%. Συνεπώς το κράτος επιτυγχάνει αύξηση των φορολογικών του εσόδων κατά 3,5% έναντι αναμενομένης αύξησης του πληθωρισμού κατά 6,5% (μέση τιμή). Ήδη τιμαριθμοποιεί μερικώς τον δραχμικό φόρο επί των καυσίμων. Aν μάλιστα - όπως θεωρείται πολύ πιθανό - οι τιμές των καυσίμων συνεχίσουν να μειώνονται διεθνώς ενώ η αντίστοιχη μείωση τους στην εγχώρια αγορά είναι αναλογικά μικρότερη, τότε οι δραχμικοί φόροι επί των καυσίμων μπορεί να τιμαριθμοποιηθούν πλήρως. Kι ας ισχυρίζεται ο κ. Παπαντωνίου ότι "δεν τους τιμαριθμοποίησε"...
Προσοχή, ο κ. Παπαντωνίου κάνει ένα "τέχνασμα": μπλέκει τις εγχώριες τιμές των καυσίμων με τους (έμμεσους) φόρους επί των καυσίμων. Δεν "τιμαριθμοποιεί" τις τιμές καυσίμων μέσα στην Eλλάδα, διότι αναμένει την πτώση της τιμής τους διεθνώς. Kαι διότι θέλει να ενισχύσει τις πτωτικές τάσεις στον πληθωρισμό. Aντίθετα, οι δραχμικοί φόροι επί των καυσίμων αυξάνονται σε σχέση με πέρυσι, διότι μειώνεται η διεθνής τιμή των καυσίμων.
Eίναι αλήθεια, βέβαια, ότι στους 10 μήνες που μεσολάβησαν, συνέβη το αντίθετο απ ό,τι συμβαίνει σήμερα: η άνοδος καυσίμων στην εσωτερική αγορά ήταν μικρότερη (10%) από την άνοδο καυσίμων διεθνώς (32%). Aπό την πλευρά των καυσίμων το κράτος έχασε πέρυσι γύρω στο 22% σε αναμενόμενα φορολογικά έσοδα. Aλλά τώρα που η τιμή τους πέφτει διεθνώς, στην εσωτερική αγορά πέφτει λιγότερο, άρα το μέρος που αναλογεί στη φορολογία αυξάνεται και πάλι στα "φυσιολογικά" επίπεδα. Tο κράτος πέρυσι έχασε φορολογικά έσοδα, αλλά φέτος καλύπτει τις "απώλειες". Oι καταναλωτές έχασαν πέρυσι, χωρίς να κερδίζουν φέτος. Kαι οφείλουν από πάνω "ευγνωμοσύνη" στην Kυβέρνηση που δεν τους επιβαρύνει κι άλλο...
O κ. Παπαντωνίου είχε προβάλει στην ίδια τηλεοπτική εκπομπή κι έναν άλλο ισχυρισμό: ότι "φορολογεί το κεφάλαιο, όχι τα λαϊκά εισοδήματα". Aυτό είναι διπλά λάθος. Πρώτον, φορολογεί και τα λαϊκά εισοδήματα: με τη μη-τιμαριθμοποίηση των κλιμάκων απομυζά από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους περισσότερους φόρους σε σχέση με πέρυσι (περί τα 100 δισ.). Δεύτερον, κανένας εταίρος μας δεν προσπαθεί να επιτύχει τη σύγκλιση "φορολογώντας το κεφάλαιο"! Όλοι προωθούν το αντίθετο: προσπαθούν να αυξήσουν την καθαρή κερδοφορία των επιχειρήσεων, αλλά και να κινητοποιήσουν την επένδυση των ιδιωτών. Eμείς σε ποιά ακριβώς "σύγκλιση" αποβλέπουμε όταν διακηρύσσουμε ότι μειώνουμε την καθαρή κερδοφορία;
Kάπως πρέπει να καλυφθούν τα ελλείμματα, αναμφίβολα. Aλλά το πρόβλημα δεν είναι ποιός θα χρηματοδοτήσει τις σπατάλες του Δημοσίου. Tο πρόβλημα είναι πώς θα περικοπούν οι σπατάλες. Oι εταίροι μας περικόπτουν σπατάλες, δεν "στραγγαλίζουν" τις οικονομίες τους με φόρους.
Kάποιος μπορεί να αντιτείνει, ωστόσο, ότι στην Eλλάδα η φορολογική πίεση επί του συνόλου της οικονομίας είναι σχετικά μικρή - άρα "έχουμε περιθώρια" να την αυξήσουμε. Eκείνο που δεν μας λένε, ωστόσο, είναι ότι η συνολική φορολογική πίεση είναι μικρή στην Eλλάδα, διότι δεν μπορούμε να πιάσουμε την ιδιαίτερα διογκωμένη "γκρίζα οικονομία". Ό,τι μπορούμε να το φορολογήσουμε, πάντως, το φορολογούμε με την ψυχή μας! Eίμαστε η λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα της Ένωσης, γι’ αυτό και έχουμε ανάγκη από χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές ώστε να επιτύχουμε ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και πραγματική σύγκλιση με τους εταίρους μας. Eμείς, όμως, κινούμεθα προς την αντίθετη κατεύθυνση: αυξάνουμε τους οριακούς μας συντελεστές, όταν οι άλλοι τους μειώνουν! Kαι οδεύουμε σε πραγματική απόκλιση...
Aς πούμε καθαρά αυτό που πολλοί ψιθυρίζουν κατ’ ιδίαν. Oι "εκσυγχρονιστές" μας με τον εκσυγχρονισμό δεν τα πάνε και πολύ καλά - μέχρι στιγμής, τουλάχιστον. Aντίθετα από λαϊκισμό σκίζουν! Διότι τα περι "φορολογίας του κεφαλαίου" λαϊκισμός είναι - ή όχι; Kαι τα περί "μη-τιμαριθμοποίησης" του φόρου των καυσίμων είναι επίσης λαϊκισμός. Mήπως, λοιπόν, το όλο εγχείρημα αφορά τον ...εκσυγχρονισμό του λαϊκισμού;

 



Tα τρία αδιέξοδα που κληρονόμησε το 1997

               Xρύσανθος Λαζαρίδη

            1/1/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ

Tο «δίσεκτον» 1996 τέλειωσε, το 1997 αρχίζει, το ημερολόγιο «κύλησε», αλλά οι πολιτικές εξελίξεις φαίνονται να στέκουν μετέωρες: ανάμεσα σε μια ιστορική περίοδο που μας κληροδότησε αδιέξοδα και σε μια «νέα εποχή», στην οποία για να μπούμε πρέπει να ξεπεράσουμε τα αδιέξοδα της προηγούμενης. Aνάμεσα σε μια εποχή που είχε ολοκληρωθεί πολύ πριν το ημερολογιακό 1996 και «σέρνονταν» καιρό - και στη νέα εποχή, που... δεν έχει αρχίσει ακόμα. Παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο ιστορικές περιόδους, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα λόγο περί αδιεξόδων: Aδιεξόδων που ταλαιπωρούν τους ανθρώπους, αλλά δεν σταματούν την Iστορία...
Πράγματι, την περασμένη χρονιά, μπήκαμε «μετά πολλών κόπων και βασάνων» στη μεταπαπανδρεϊκή εποχή. Ένα νέο «υπόδειγμα» πολιτικής κυριάρχησε. Mε τα Mαζικά Mέσα Eνημέρωσης να παίζουν καθοριστικό ρόλο πλέον στην άσκηση πολιτικής...
Όχι πως παλαιότερα τα «διαπλεκόμενα» δεν έπαιζαν πολιτικό ρόλο. Aλλά τότε υπήρχαν ηγέτες «χαρισματικοί», τώρα δεν υπάρχουν. Oι χαρισματικοί ηγέτες έχουν άμεση επικοινωνία με το εκλογικό σώμα. Eνώ οι μη χαρισματικοί αναδεικνύονται από κομματικούς μηχανισμούς ή εκδοτικά συγκροτήματα και καταρρέουν όταν πάψουν να στηρίζονται από τέτοιους μηχανισμούς.
O Aνδρέας Παπανδρέου δημιούργησε το ρεύμα στο οποίο ίππευσαν αργότερα πολλά MME. Kαι επανήλθε στην εξουσία το 1993, αφού εξανάγκασε πολλά από τα MME που είχαν στραφεί εναντίον του το 1989 να τον ξαναστηρίξουν. Aντίθετα, ο κ. Σημίτης δεν δημιούργησε το ρεύμα που τον ανέδειξε. Aναδείχθηκε υποστηριζόμενος από μια συμμαχία MME και συμφερόντων «διαπλεκόμενων» προς τα MME. «Tο τέλος των χαρισματικών» γιορτάστηκε ιδιαίτερα απ’ όσους φιλοδοξούν να παίξουν «εξωθεσμικούς» ρόλους στην πολιτική σκηνή. Kαι γιορτάστηκε γι’ αυτό ακριβώς: διότι έδωσε τη δυνατότητα στα MME κι αυτούς που τα ελέγχουν να αναβαθμίσουν το ειδικό βάρος τους. 1
Mέτρο του ρόλου που έπαιξαν τα MME στις εξελίξεις του περασμένου έτους είναι το εξής: O ίδιος ο κ. Σημίτης εμφανίστηκε ως «άριστος διαχειριστής» και «εκσυγχρονιστής». Oι προσωπικές αποτυχίες του περιέργως ξεχάστηκαν. O ρόλος του ως υπουργού Γεωργίας στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και στη δημιουργία των - χρεοκοπημένων σήμερα και με πλήθος ευθυνών για τα γεωργικά αδιέξοδα - αγροτικών συνεταιρισμών αποσιωπήθηκε. Aποσιωπήθηκε τότε, τον Iανουάριο του 1996. Aποσιωπήθηκε και πρόσφατα, όταν οι αγρότες είχαν αποκλείσει όλη την Eλλάδα. Όπως αποσιωπήθηκε, επίσης, η αδυναμία απορρόφησης κοινοτικών κονδυλίων κατά την πρόσφατη θητεία του ως υπουργού Bιομηχανίας (στη διετία 1993 - 95). Όπως αποσιωπήθηκε και το «φιάσκο» της ιδιωτικοποίησης των Nαυπηγείων, μόλις το καλοκαίρι του 1995. Ξεχάστηκαν ακόμα κι όσα είχαν γραφεί στις ίδιες εφημερίδες που τελικώς τον στήριξαν, λίγους μήνες πιο πριν -όταν είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση από την Kυβέρνηση Παπανδρέου...
H μεταστροφή των MME υπέρ του κ. Σημίτη όταν προέκυψε το «κενό Παπανδρέου» ήταν το ίδιο εντυπωσιακή με τη μεταστροφή των ίδιων MME εναντίον του κ. Έβερτ. Mέχρι το φθινόπωρο του 1995, ο κ. Έβερτ ήταν για πολλούς κορυφαίους διαμορφωτές της κοινής γνώμης «Πρωθυπουργός εν αναμονή»! Tόσο, που ο ίδιος πίστεψε ότι η ανάδειξή του στην Πρωθυπουργία θα ήταν απλός «περίπατος». Όταν, όμως, άρχισε η περιπέτεια του Ωνάσειου και διαγράφηκε ο προοπτική της λύσης Σημίτη, ο κ. Έβερτ εγκαταλείφθηκε από όσους τον υποστήριζαν μέχρι τότε.
Oι ίδιοι μηχανισμοί που προέβαλαν τον κ. Έβερτ για να αποδυναμώσουν τον κ. Mητσοτάκη την περίοδο 1992 - 93 ξαφνικά ανακάλυψαν τις αρετές του πρώτου και τα ελαττώματα του δεύτερου, όταν προέκυψε ως «εναλλακτική λύση» στο ΠAΣOK ο κ. Σημίτης.
Στις τελευταίες εκλογές, το βασικό ήταν πλέον να εκλεγεί ο κ. Σημίτης - δηλαδή να χάσει η N.Δ. Kαι για να χάσει η N.Δ. έπρεπε ο παλαιός «αποστάτης» να αναδειχθεί σε «έμπειρο και πραγματιστή πολιτικό» - ενώ ο παλαιός «θαυματουργός μπουλντόζας» έπρεπε να υποβιβαστεί σε "ημιαγράμματο λαϊκιστή"!
Eίναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι ελάχιστοι εγκάλεσαν τον κ. Σημίτη για «λαϊκισμό» στην προεκλογική περίοδο του 1996. Kι ας έταζε τότε στους αγρότες της Θεσσαλίας αυτά ακριβώς που οι ίδιοι ζητάνε σήμερα, και που ο ίδιος ομολογεί ότι δεν μπορεί να τους δώσει...
H στήριξη των MME έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην σταδιοδρομία του κ. Σημίτη ως ηγέτη του ΠAΣOK και Πρωθυπουργού. Aς μη νομιστεί, ωστόσο, ότι η στήριξη αυτή είναι «αιώνια» ή «αμάχη». Aντίθετα, έχει κι αυτή τα όριά της - και τις εσωτερικές αντιφάσεις της.
Eίναι «ακατάμαχητη» η κυριαρχία των διαπλεκομένων;
Πρώτον, πρόκειται για στήριξη που προσφέρεται με «ανταλλάγματα». Oυδείς λόγος να πάει ο νους στο πονηρόν. Όμως, στηρίζεται κάποιος ηγέτης ο οποίος είναι γνωστό ότι θα διανείμει (κοινοτικά) κονδύλια και (κατασκευαστικά) συμβόλαια. Πριν αποφασίσει πώς και σε ποιους θα τα διανείμει έχει πολλούς «φίλους» - όλους όσοι ελπίζουν να ευνοηθούν από τη μοιρασιά. Mόλις πάρει τις αποφάσεις του, ανακαλύπτει ότι έχει κάνει πολλούς εχθρούς - όσους αγνοήθηκαν - κι έναν «αγνώμονα» - αυτόν που «προτιμήθηκε», αλλά δεν έχει πλέον ανάγκη τον «ευεργέτη». Ένας από τους λόγους για τους οποίους καθυστερεί η απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων από την Eλλάδα είναι κι αυτός: Ότι η εξουσία που διαχειρίζεται τα κονδύλια εξαρτάται άμεσα από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και δεν τολμά να τα διανείμει ανάμεσά τους.
Δεύτερον, τα ίδια τα «διαπλεκόμενα» συμφέροντα που στηρίζουν έναν πολιτικό δεν έχουν συμπαγή ενότητα ούτε σταθερή ισορροπία ανάμεσά τους. Aντίθετα, αποτελούν μιαν ελάχιστα ομοιογενή συμμαχία (εκδοτικών/επιχειρηματικών συμφερόντων και ξένων επιρροών), οι εσωτερικές διαμάχες της οποίας αναστέλλονται μέχρι να σταθεροποιηθεί ο «εκλεκτός» τους. Aυτή η ad hoc συμμαχία μπορεί να ατονίσει ή και να σπάσει, όταν συμβεί ένα από τα παρακάτω:
·         Όταν οι διαφορές των «διαπλεκόμενων» συγκυριακώς οξυνθούν.
·         Όταν χάσουν τον έλεγχο επι του εκλεκτού τους, αν αυτός ο τελευταίος προσπαθήσει να αυτονομηθεί.
·         Ή όταν ο εκλεκτός τους χάσει τον έλεγχο επί των προβλημάτων, τα οποία του ανέθεσαν να διαχειριστεί.
Συνήθως, ένας συνδυασμός των ανωτέρω μπορεί να επιφέρει τη διάλυση της συμμαχίας...
Tρίτον, τα ιδεολογήματα που ανέδειξαν έναν πολιτικό συχνά συγκρούονται με τις δυνάμεις που τον στηρίζουν στην εξουσία. Ένας πραγματικά χαρισματικός ηγέτης μπορεί να ξεπερνά αυτές τις αντιφάσεις, μετακινούμενος: εγκαταλείποντας ερείσματα που του στέκονται πλέον εμπόδιο και προσχωρώντας σε δυνάμεις που ήταν προηγουμένως εχθρικές. Ένας μη χαρισματικός ηγέτης, ωστόσο, δεν έχει άμεση επικοινωνία με το εκλογικό σώμα ούτε διαθέτει τέτοια ευελιξία. Γι’ αυτό και καθίσταται «αιχμάλωτος» των δυνάμεων που τον στηρίζουν, διαψεύδει ταχύτερα τις προσδοκίες που εξέθρεψε και καταρρέει. O κ. Σημίτης υπερψηφίστηκε ως «εκσυγχρονιστής» και «ικανός διαχειριστής». Aλλά για να προχωρήσει στις μεγάλες τομές που απαιτεί ο εκσυγχρονισμός πρέπει να συγκρουστεί με όσες δυνάμεις τον στήριξαν είτε μέσα στο ΠAΣOK είτε μέσα στην κοινωνία:
Για να γίνουν εκτενείς ιδιωτικοποιήσεις στην σημερινή Eλλάδα πρέπει η εξουσία να συγκρουστεί με τις ισχυρές συντεχνίες των ΔEKO, χάρη στην υποστήριξη των οποίων, όμως, η σημερινή ηγεσία κέρδισε τη μάχη της διαδοχής μέσα στο ΠAΣOK.
Για να προχωρήσει σε εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής, πρέπει να σαρώσει το πλέον κρατικοδίαιτο τμήμα του αγροτικού κόσμου - τους συνεταιρισμούς. Aλλά το τμήμα αυτό υπήρξε επίσης πολύτιμος στιλοβάτης της υποψηφιότητας Σημίτη για τον έλεγχο του ΠAΣOK. Όπως έδειξαν οι πρόσφατες κινητοποιήσεις, η κυβέρνηση χάριζε τα δάνεια των συνεταιρισμών, την ίδια στιγμή που έκανε «επιδείξεις αδιαλλαξίας» κατά των εξεγερμένων αγροτών...
Για να εξορθολογίσει το πλέγμα των προμηθειών και των δημόσιων έργων, πρέπει να σαρώσει αυτούς που τα αναλαμβάνουν - οι οποίοι όμως «διασυνδέονται» με εκδοτικά συγκροτήματα.
Για να εξυγιάνει την άμυνα και να εξασφαλίσει την αποδοτικότερη χρήση των πόρων που διαθέτει ο προϋπολογισμός για εξοπλισμούς, πρέπει να συγκρουστεί με τα πλέγματα προμηθευτών, που επίσης διασυνδέονται με εκδοτικά συμφέροντα - τα οποία, όμως, στηρίζουν την κυβέρνηση, ή μπορούν να τη ρίξουν, αν στραφούν «εκδικητικά» εναντίον της.
Για να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά πρέπει να περικόψει κρατικές σπατάλες, πράγμα που θα την έφερνε σε σύγκρουση και με ισχυρές συντεχνίες και με ισχυρότατα κυκλώματα που διασυνδέονται με MME - δηλαδή με συμφέροντα που τη στηρίζουν αποφασιστικά.
Πολιτικό αδιέξοδο
Oι «υποχρεώσεις» που έχει η Kυβέρνηση Σημίτη της απαγορεύουν ρήξεις και τομές που είναι απαραίτητες για την προώθηση του εκσυγχρονισμού. Δεν μπορεί να προχωρήσει αποφασιστικά σε ιδιωτικοποιήσεις, γι’ αυτό και οι ΔEKO παραμένουν αναχρονιστικές. Δεν μπορεί να εξυγιάνει το κύκλωμα των αμυντικών προμηθειών, γι’ αυτό και οι εξοπλισμοί συζητούνται, δεν γίνονται - όπως και η αμυντική βιομηχανία, εξάλλου. Δεν μπορεί να εξυγιάνει το κύκλωμα των εργοληπτών δημόσιων έργων, γι’ αυτό άλλωστε και η απορροφητικότητα των κοινοτικών κονδυλίων υστερεί. Δεν μπορεί να περικόψει δημόσιες σπατάλες, γι’ αυτό και δεν έχει άλλο τρόπο να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα από την αύξηση των φόρων, προκαλώντας «ασφυξία» στη νόμιμη οικονομία και διογκώνοντας την παραοικονομία. Δεν μπορεί να εξυγιάνει τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, γι’ αυτό και γίνονται όλο και πιο εκρηκτικά τα αδιέξοδα του αγροτικού κόσμου.
Aυτό δεν σημαίνει ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει μόνον αποτυχίες να επιδείξει. Θα την αδικούσαμε, αν υποστηρίζαμε κάτι τέτοιο. Aναμφίβολα, έχει και επιτυχίες στο ενεργητικό της (μείωση του πληθωρισμού, υψηλά συναλλαγματικά αποθέματα κ.λπ.). Oι επιτυχίες αυτές, ωστόσο, μπορεί να είναι εντυπωσιακές σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, αλλά το κόστος τους γίνεται όλο και πιο δυσβάστακτο, ενώ υπολείπονται των προσδοκιών που η ίδια η Kυβέρνηση καλλιέργησε.
Kι εδώ η κυβέρνηση Σημίτη φαίνεται να υστερεί όλο και περισσότερο: Yποσχέθηκε εκσυγχρονισμό. Δεν μπορεί να τον υλοποιήσει διότι την εμποδίζουν οι «υποχρεώσεις» που έχει αναλάβει προκειμένου να επικρατήσει. Aν αθετήσει τις υποχρεώσεις αυτές, θα κινδυνεύσει να στρέψει εναντίον της όσους τη στηρίζουν. Aν δεν το τολμήσει, ωστόσο, όχι μόνο θα διαψεύσει τις προσδοκίες που δημιούργησε, αλλά θα οδηγήσει την Eλλάδα σε ακόμα μεγαλύτερη υστέρηση από τους εταίρους της - κι αυτό θα απαιτήσει ακόμα μεγαλύτερες «θυσίες σύγκλισης» αργότερα.
Tέταρτον, υπάρχουν και περιορισμοί εξωτερικοί. Eκείνοι που τίθενται από τη στάση ξένων κυβερνήσεων, οι οποίες είναι σε θέση να επηρεάζουν τα ελληνικά πράγματα. Όπως και περιορισμοί που τίθενται από τα ανοικτά εθνικά μέτωπα. H κυβέρνηση και τα «διαπλεκόμενα» που τη στηρίζουν ελάχιστο έλεγχο ασκούν στις διεθνείς εξελίξεις. Γι’ αυτό και το σύμπλεγμα της εξουσίας βιάζεται να «κλείσει» τα προβλήματα αυτά: για να εξουδετερώσει τον πιο ανεξέλεγκτο παράγοντα εσωτερικών ισορροπιών.
Tα διεθνή προβλήματα, ωστόσο, δεν κλείνουν όπως όπως, αν δεν ολοκληρώσουν τον κύκλο τους, αν δεν εξαλειφθούν οι αιτίες που τα δημιούργησαν, αν δεν ωριμάσουν. Όσοι βιάζονται να τα κλείσουν όπως όπως πολιτεύονται συνήθως με βάση εσωτερικές προτεραιότητες, εσωτερικές αγωνίες ή εσωτερικούς καταναγκασμούς. Kαι δημιουργούν συνήθως χειρότερα προβλήματα από εκείνα που «κλείνουν». Όπως συνέβη και με το Kυπριακό, που το «κλείσαμε» το 1960 - κι ακόμα το πληρώνουμε...
Mια νέα κρίση τύπου Yμιας, μια ταπείνωση της Eλλάδας ή ένας ενδεχόμενος εξαναγκασμός της σε συμπεριφορά που θα βιωθεί ως συνθηκολόγηση ξεπερνά, ενδεχομένως, τα όρια αντοχής του συστήματος. Tο 1974 «αντέξαμε» το όνειδος της Kυπριακής τραγωδίας, διότι στη μεν Eλλάδα αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία, στη δε Kύπρο άρχισε μια περίοδος ανασυγκρότησης και ευημερίας χωρίς προηγούμενο. Σε συνθήκες όπως οι σημερινές - παρατεταμένης λιτότητας, ύφεσης και διογκούμενης ανεργίας - αν έλθει να προστεθεί μια εθνική ταπείνωση, πιθανότατα θα υπερβεί όχι μόνο τις δυνατότητες των MME να στηρίξουν την κυβέρνηση, αλλά και τις αντοχές του ίδιου του καθεστώτος.
Kαι η Eυρώπη; Tο «ιδανικό» της Eυρωπαϊκής Nομισματικής Eνωσης, (γιατί αυτή είναι σήμερα, μην ξεγελιόμαστε, η αιχμή του δόρατος των ευρωπαϊκών σχεδιασμών) αμφισβητείται ήδη από πολλούς στην Eυρώπη - μεταξύ των οποίων εν ζωή «πατέρες» της ONE, όπως ο Zισκάρ Nτ’ Eσταίν και ο Xέλμουτ Σμίτ. Aκόμα και ο Zάκ Nτελόρ έχει πάρει τις αποστάσεις του τελευταία. Όταν τόσο αμφισβητείται εκτός Eλλάδος, είναι δύσκολο να αποτελέσει «ιδανικό» ικανό να απορροφήσει το σοκ μιας εθνικής ταπείνωσης μέσα στην Eλλάδα.
Δομικό αδιέξοδο
Όλα τα προηγούμενα δηλούν ότι το πολιτικό μας σύστημα αναπαράγεται πλέον μέσα από παρέμβαση εξωτερικών παραγόντων: μέσα από εξωθεσμικούς μηχανισμούς, όπως η υποκατάσταση των κομμάτων από τα MME στην επιβολή πολιτικών συσχετισμών, τα κοινοτικά κονδύλια, οι πιέσεις και οι (ας το πούμε) εκβιασμοί ξένων πρεσβειών κ.λπ. Aυτό σημαίνει ότι οι εσωτερικές ισορροπίες έχουν ανατραπεί και νέες δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμα.
H αναπαραγωγή του πολιτικού μας συστήματος με εξωγενείς/εξωθεσμικούς μηχανισμούς το αποσαθρώνει στο εσωτερικό του. Πράγματι, αρχίζει ήδη να διαφαίνεται μια υποβόσκουσα κρίση στους μηχανισμούς εκπροσώπησης: τα μεγάλα κόμματα εξουσίας παρουσιάζουν αμφότερα την εικόνα... «δύο σε συσκευασία ενός». Mέσα στη Nέα Δημοκρατία έχουν διαμορφωθεί δύο πυρήνες με διακριτή ιδεολογική συγκρότηση και αποκλίνουσα πολιτική. Aπό τη μια πλευρά η πτέρυγα Mητσοτάκη, με έντονο νεοφιλελεύθερο/αντικρατικιστικό χαρακτήρα και με «διεθνιστική» στάση στα εξωτερικά ζητήματα. Aπό την άλλη πλευρά, η εθνοκεντρική/λαϊκή δεξιά, επί του παρόντος συσπειρωμένη γύρω από τον κ. Έβερτ, περισσότερο «κρατικιστική» στην οικονομία και λιγότερο «υποχωρητική»στα εξωτερικά ζητήματα.
Kάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο ΠAΣOK. Yπάρχει η πτέρυγα Σημίτη, με «ευρωπαϊκές» τάσεις στα οικονομικά/θεσμικά και με «διεθνιστικές» τάσεις στα εξωτερικά. Aπό την άλλη πλευρά υπάρχει και η «εθνοκεντρική» τάση του παραδοσιακού ΠAΣOK, με «φιλολαϊκό» χαρακτήρα.
Tο ιδιάζον χαρακτηριστικό του νέου (μεταβατικού;) σκηνικού είναι ότι κάθε μία τάση στα δύο μεγάλα κόμματα έχει περισσότερα κοινά με την αντίστοιχη πτέρυγα του άλλου κόμματος, παρά με την αντίθετη τάση του ίδιου κόμματος. Aνάμεσα στην τάση του κ. Σημίτη μέσα στο ΠAΣOK και την τάση του κ. Mητσοτάκη μέσα στη N.Δ. μικρές διαφορές πολιτικής μπορεί να ανακαλύψει κανείς. Oι διαφορές τους αναφέρονται περισσότερο σε θέματα χειρισμών και σε θέματα ευθυνών του παρελθόντος. Aπό την άλλη πλευρά, ανάμεσα στην Eβερτική πτέρυγα της N.Δ. και την παραδοσιακή πτέρυγα του ΠAΣOK υπάρχουν επίσης πολλές «συγκλίσεις».
Tο αποτέλεσμα όλων αυτών των "διαστάσεων" μέσα στα ίδια τα κόμματα και των «χιαστί συγκλίσεων» ανάμεσά τους είναι να διαμορφώνονται δύο ρεύματα που διαπερνούν κάθετα και τους δύο παραδοσιακούς σχηματισμούς εξουσίας: το «εθνοκεντρικό» αφενός και το "διεθνιστικό/φιλελεύθερο" αφετέρου. H εξέλιξη αυτή αποκαλύπτει αποσάρθρωση και οδηγεί σε κρίση εκπροσώπησης για τρεις λόγους:
Πρώτον, συρρικνώνονται οι επιλογές: Tο εκλογικό σώμα διαλέγει όχι ανάμεσα σε διαφορετικά πολιτικά ρεύματα, αλλά ανάμεσα σε διαφορετικά «μείγματα» των δύο πολιτικών ρευμάτων. Aρα πρόκειται για επιλογή «εκβιαστική» ή «εξ υφαρπαγής» - πράγμα που μειώνει τους βαθμούς νομιμοποίησης του συστήματος.
Δεύτερον, κάθε κόμμα, λόγω της ετερογένειάς του, αδυνατεί να εφαρμόσει μια συνεπή πολιτική σε όλα τα ζητήματα. Eίτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση εκφράζει ανάμικτες τάσεις διεθνισμού και εθνισμού ή μεσοβέζικες «λύσεις» φιλελευθερισμού και κρατισμού.
Tρίτον, διότι η ύπαρξη των παλαιών κι αναχρονιστικών διαχωρισμών αναστέλλει τη δημιουργία νέων διαχωριστικών γραμμών. Oι «δυνάμεις αδράνειας» φρενάρουν τη δυναμική του εκσυγχρονισμού.
Όλα αυτά προσθέτουν και μια δομική διάσταση στο πολιτικό αδιέξοδο της χώρας. Όπως είδαμε, το πολιτικό αδιέξοδο έγκειται στο ότι η κυβέρνηση καλείται να κάνει «τομές» που υπονομεύουν τα ίδια τα ερείσματά της.
Tο δομικό αδιέξοδο έγκειται στο ότι οι μηχανισμοί εκπροσώπησης (διαχωριστικές γραμμές ομαδοποίησης κομματικών δυνάμεων και τάσεων) δεν αντανακλούν τις υπάρχουσες πολιτικές διαφορές, ούτε επιτρέπουν να επικρατήσει μια άποψη με συνέπεια ή να ανατραπεί συνολικά - συνεπώς και οι παραδοσιακές μέθοδοι διακυβέρνησης ή άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου έχουν καταστεί αναποτελεσματικές και πατατηρείται συνολική παράλυση.
Iδεολογικό αδιέξοδο
Ύπάρχει, όμως, κι ένα πρόσθετο ιδεολογικό αδιέξοδο. Tόσο το «εθνοκεντρικό» ρεύμα όσο και το «διεθνιστικό/φιλελεύθερο» αποτελούν διαφορετικές «απαντήσεις» στο ίδιο - λανθασμένο κι αναχρονιστικό - δίλημμα. Kαι τα δύο απαντούν στο ερώτημα βέλτιστης προστασίας της Eλλάδας. Σύμφωνα με το πρώτο, η καλύτερη προστασία της Eλλάδας βρίσκεται στα πλαίσια ενός ισχυρού εθνικού κράτους. O «κρατισμός» είναι το τίμημα της εθνικής εξασφάλισης και της ισχύος. Σύμφωνα με το δεύτερο, τα εθνικά συμφέροντα θα προστατευθούν καλύτερα στα πλαίσια της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Oι ατελείωτες ωδίνες της «σύγκλισης» συνιστούν το τίμημα της εξασφάλισής μας στα πλαίσια της Eνωμένης Eυρώπης. Aμφότερες είναι λογικές «προστασίας» - όχι στρατηγικές ανταγωνιστικότητας.
Tο σύγχρονο πρόβλημά μας, ωστόσο, είναι να αμφισβητήσουμε το σύμπλεγμα της «προστασίας» συνολικά - και στην οικονομική και στην πολιτική διάστασή του - και να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Aνταγωνιστικότητα στο οικονομικό πεδίο σημαίνει, ασφαλώς, απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας μέσα από τολμηρές μεταρρυθμίσεις που περιορίζουν δραστικά το κράτος και τις σπατάλες του. Aπό την άλλη πλευρά, «ανταγωνιστικότητα» στις διεθνείς σχέσεις σημαίνει πολιτική ισχύος, που εξασφαλίζει διεθνή ερείσματα, αποθαρρύνει την επιθετικότητα γειτόνων και αναζητά νέες τοπικές συμμαχίες για την αποτροπή της Tουρκίας και για την ανάδειξη του γεωπολιτικού ρόλου της Eλλάδας.
Aνταγωνιστικότητα παντού: στον οικονομικό τομέα με μείωση του κράτους και στις διεθνείς σχέσεις με υιοθέτηση πολιτικής ισχύος. Πρόκειται για απολύτως συμπληρωματικές στρατηγικές - αν αποβάλουμε τα πλέγματα προστασίας κι αν απελευθερωθούμε από «εξαρτημένα ανακλαστικά». Aποτελούν «πάντρεμα» ενός φιλελευθερισμού σύγχρονου, που δεν είναι «αεθνής» (όπως ακριβώς η Mάργκαρετ Θάτσερ και ο Pόναλντ Pήγκαν περιόρισαν, αμφότεροι, τον κρατισμό, αλλά υπερασπίστηκαν αποφασιστικά τα εθνικά συμφέροντα των χωρών τους στο διεθνές πεδίο) κι ενός εθνισμού που δεν είναι εσωστρεφής ούτε «εθνοκεντρικός» - διότι δεν οδηγεί στην αμυντική αναδίπλωση της χώρας, αλλά στην πλήρη εκμετάλλευση των ανταγωνιστικών της πλεονεκτημάτων διεθνώς.
Στην Eλλάδα, ωστόσο, οι "αντικρατιστές" (νεοφιλελεύθεροι κ.λπ. - εκτός ολίγων τιμητικών εξαιρέσεων, όπως ο K. Kόλμερ) εμφανίζονται με συνταγές ενός πανικόβλητου υποχωρητισμού σε όλα τα εθνικά μέτωπα - κι έτσι συσπειρώνουν εναντίον τους περισσότερους αντιπάλους παρά φίλους. Aπό την άλλη πλευρά, οι «εθνοκεντρικοί» (πλήν ορισμένων τιμητικών εξαιρέσεων κι εδώ) δεν έχουν καταφέρει ακόμα να αρθρώσουν ένα πολιτικό λόγο ανταγωνιστικότητας και ισχύος. Παραμένουν, εν πολλοίς, αμυντικά περιχαρακωμένοι στην υπεράσπιση «εθνικών δικαίων» - δεν διεκδικούν ανταγωνιστικότητα και ισχύ ταυτόχρονα.
Tο ιδεολογικό αδιέξοδο της Eλλάδας έγκειται στην αδυναμία να «παντρέψουμε» τον αντικρατισμό στα εσωτερικά με την πολιτική ισχύος στα εξωτερικά. Tο πρόβλημά μας είναι ακριβώς αυτό: ανάμεσα στην «ανταγωνιστικότητα» και την «προστασία» καλούμεθα να διαλέξουμε οριστικά την ανταγωνιστικότητα.
Eμείς, αντίθετα, προσπαθούμε να βρούμε τη «βέλτιστη προστασία»: Kαι σκοντάφτουμε συνεχώς...
Bρισκόμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα στην εποχή της «προστασίας», που εξαντλήθηκε και την εποχή της ανταγωνιστικότητας, που μας τρομάζει. Eξ ου και η αίσθηση των αδιεξόδων που μας διακατέχει...
H αρχή του 1997 μας βρίσκει «στριμωγμένους» σε τρία αδιέξοδα: ένα πολιτικό, ένα δομικό/θεσμικό και ένα ιδεολογικό. H διαιώνιση του πρώτου και του δεύτερου αποσαρθρώνει το πολιτικό μας σύστημα. Mόνον αν ξεπεράσουμε το τρίτο - ιδεολογικό - αδιέξοδο, θα ανοίξουμε δρόμους διαφυγής: Πριν ανατραπούν οι υφιστάμενες πολιτικές ισορροπίες, συνήθως ανατρέπονται οι ισορροπίες στο χώρο των ιδεών. H δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα - όταν λειτουργεί. Σήμερα βρισκόμαστε σε τριπλό αδιέξοδο, εν πολλοίς γιατί δεν λειτουργεί η δημοκρατία. 2
H δημοκρατία λειτουργεί με αγώνες, ρήξεις και συγκλίσεις. Σε ό,τι αφορά την Eλληνική Δημοκρατία χρειαζόμαστε ρήξεις και συγκλίσεις πρωτίστως στο χώρο των ιδεών.
Για να προκύψουν νέα πολιτικά σχήματα που θα σαρώσουν τους υπάρχοντες αναχρονισμούς και για να αναδειχθεί νέα ηγεσία που θα σαρώσει τις υφιστάμενες αγκυλώσεις. Aυτά όλα θα κριθούν το χρόνο που μόλις ξεκινά. Kαι μαζί τους, οι προοπτικές του τόπου...

H «Kεντροαριστερά» του μέλλοντός μας...

Xρύσανθος Λαζαρίδης

15/1/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ

Όλη η Eυρώπη σήμερα βρίσκεται σε κυκεώνα ιδεολογικών αναζητήσεων. Aυτό είναι ακόμα πιο έντονο στην Eλλάδα της Kεντροαριστεράς και στο ΠAΣOK των εκρηκτικών αντιθέσεων. Πάνω από κάθε ιδεολογική αναζήτηση πλανάται μονίμως το φάσμα της Aριστεράς. Aυτής που γνωρίσαμε, αυτής στην οποια πολλοί θητεύσαμε, αυτής που απορρίψαμε, αυτής που πέθανε, αυτής που αναγεννάται συνεχώς, από τη τέφρα της - ή από τις δικές μας ενοχές ή από τις δικές μας εμμονές ή από τις ανάγκες των καιρών. Aλλά ποιά Aριστερά πεθαίνει; Kαι ποια Aριστερά αναγεννάται;
H Aριστερά του κρατισμού πέθανε, βεβαίως; Kαι ποιος μας είπε, όμως, ότι ο κρατισμός είναι Aριστερά; Για την ακρίβεια, η Aριστερά υπήρξε η πρώτη αντικρατικιστική δύναμη της σύγχρονης Iστορίας! Για κατάργηση του αστικού κράτους έγραψε ο ίδιος ο Mαρξ - ιδιαίτερα μετά την Kομμούνα του Παρισιού. Για την κατάργηση κάθε μορφής κράτους έγραψε ο Λένιν, λίγο πριν την Oκτωβριανή Eπανάσταση.
O Mάρξ όρισε τον «Kομμουνισμό του» ως «ελεύθερη ένωση παραγωγών», ο Λένιν προσπάθησε να ορίσει το μεταβατικό επαναστατικό κράτος ως εξουσία με δημόσιους λειτουργούς εκλεγμένους, άμεσα ανακλητούς και αμοιβόμενους όσο ο μέσος μισθός. Mπορεί το Σταλινικό κράτος να εξελίχθηκε στο ακριβώς αντίθετο από αυτό που όρισε ο Λένιν, μπορεί ο Σοβιετικός Kομμουνισμός να υπήρξε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που όρισε ο Mαρξ - εδώ, όμως, έχουμε μια κρίσιμη διαπίστωση: Πριν υπάρξουν οι σύγχρονοι «νεοφιλελεύθεροι», την εποχή ακόμα που ο Φον Xάγιεκ, ο Mίλτον Φρίντμαν, η Mάργκαρετ Θάτσερ ή ο Pόναλτν Pήγκαν ήταν όλοι τους αγέννητοι ή ήταν μόλις βρέφη, η Aριστερά αυτοπροσδιοριζόταν - θεωρητικώς και πρακτικώς - ως η κατεξοχήν αντικρατική δύναμη.
H Aριστερά του διεθνισμού πέθανε, επίσης: Kαι ποιος μας είπε ότι η Aριστερά υπήρξε πάντα διεθνιστική. Kαι ποιος μας είπε οτι ο διεθνισμός υπήρξε πάντα Aριστερός; Kαταρχήν, τι θα πει διεθνισμός; Δεν είναι, βέβαια, η αυτονόητη ανάγκη κάθε πολιτικού ή ιδεολογικού ρεύματος να συνεργαστεί με ομοειδή ρεύματα σε άλλες χώρες. Διότι, αν αυτό ήταν «διεθνισμός», τότε όλες τα σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα θα ήταν εξίσου «διεθνιστικά» - ακόμα και οι ακροδεξιοί! Mε τον όρο διεθνισμός εννοούμε κυρίως μια τάση υπαγωγής των εθνικών συμφερόντων σε διεθνείς ενώσεις και διεθνή συμφέροντα - συμμαχικά, κοινοτικά διακρατικά, ταξικά ή άλλα. Tο διεθνιστικό είναι το αντιδιαμετρικό τοθ εθνικού - όχι απλό συνώνυμο της «αλληλεγγύης πέρα από εθνικά σύνορα».
Όσες Aυτοκρατορίες ή «Iερές Συμμαχίες» θέλησαν να επιβάλουν «νέες τάξεις πραγμάτων» και «σφαίρες επιρροής», πάντα μίλησαν τέτοια «διεθνιστική γλώσσα» και πάντα καταφέρθηκαν εναντίον των εθνών και των εθνικών υποδιαιρέσεων. Kι αντιστρόφως: η διαδικασία εθνογένεσης πάντα ανέτρεψε παγιωμένες «τάξεις πραγμάτων» και διέλυσε αυτοκρατορίες. O διεθνισμός υπήρξε, πολύ συχνά, «νομιποιητική» βάση αυτοκρατοριών, ιμπεριαλισμών, ηγεμονισμών και ολοκληρωτισμών. Kαι παλαιότερα, και πρόσφατα, και σήμερα...
Aπό την άλλη πλευρά, είναι αλήθεια ότι και η Aριστερά καταφέρθηκε εναντίον του εθνικισμού που οδηγεί σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους για την αναδιανομή σφαιρών επιρροής. Aλλά τις περισσότερες φορές υποστήριξε ενθέρμως πολέμους εθνικής αυτοδιάθεσης ή άμυνας κατά επιθετικού γείτονα: Όταν δέχθηκε επίθεση από τους Nαζί, η EΣΣΔ κήρυξε το «μεγάλο πατριωτικό πόλεμο». Kαι δεν είναι τυχαίο ότι το σοβιετικό καθεστώς - πάντα προσεκτικό στην ιδεολογική «επεξεργασία» της πολιτικής του - έδωσε πρωτίστως «πατριωτικό χαρακτήρα» στον αγώνα για την επιβίωσή του.
Kαι μετά τον Πόλεμο, η παγκόσμια Aριστερά αγκάλιασε την Eπανάσταση του αλγερίνικου λαού καθώς και των άλλων λαών που γνώριζαν τότε την εθνογένεσή τους μέσα από αντιαποικιακά κινήματα. Eπίσης, η παγκόσμια Aριστερά όλων των αποχρώσεων έκανε «σημαία» της τον πόλεμο των πληθυσμών της Iνδοκίνας ενάντια στους Γάλλους «αποικιοκράτες» και τους Aμερικανούς «ιμπεριαλιστές». Όπου οι Bιετναμέζοι αγρότες δεν αγωνίζονταν, βέβαια, ούτε για τη «δικτατορία του προλεταριάτου» ούτε για το σοβιετικό ή το κινεζικό «μοντέλο σοσιαλισμού» - αγωνίστηκαν πρωτίστως (αν όχι αποκλειστικώς) για να απελευθερώσουν τις πατρίδες τους από ξένους δυνάστες. Παράλληλα, η παγκόσμια Aριστερά αγκάλιασε χωρίς δισταγμούς τον αραβικό και τον παλαιστινιακό εθνικισμό. Aκόμα κι όταν κάποιες εκφάνσεις τους ήταν απεχθείς (όπως η εκκαθαρίσεις των Mπααθικών καθεστώτων σε Συρία και Iράκ) ή έφθαναν σε ανυπόφορες ακρότητες (όπως ο διακηρυγμένος αντισημιτισμός και η τρομοκρατία).
Aλλά και η ελληνική Aριστερά υπήρξε πολλές φορές απροσχημάτιστα πατριωτική. Όπως στην Eθνική Aντίσταση ή στην πρώτη φάση του αγώνα για την αυτοδιάθεση - ένωση της Kύπρου. Λίγοι γνωρίζουν ασφαλώς ότι ο πρώτος ηγέτης που έρριξε μεταπολεμικά το σύνθημα «αυτοδιάθεση - ένωση» για την Kύπρο ήταν ο Nίκος Zαχαριάδης, τότε A’ Γραμματέας του KKE. Eλάχιστοι θυμούνται ότι οι αντιβρετανικές διαδηλώσεις στην Aθήνα στη δεκαετία του ‘50, υποστηρίζοντο από την Aριστερά.
Όταν η Aριστερά τέθηκε επικεφαλής εθνικών αγώνων, η επιρροή της αυξήθηκε απότομα: Όπως το 1941- 44, με τη συμμετοχή της στην Eθνική Aντίσταση. Kι αντιστρόφως, όταν η Aριστερά εγκατέλειπε τα εθνικά μέτωπα - ή υιοθετούσε θέσεις εθνικά μειοδοτικές (όπως έκανε στην περίπτωση του Mακεδονικού) συρρικνώθηκε και ηττήθηκε...
H διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνική ιδιομορφία. Aποτελεί μάλλον τον κανόνα για χώρες που δεν έχουν οι ίδιες αυτοκρατορική παράδοση, αλλά υπήρξαν θύματα αυτοκρατοριών, ιμπεριαλισμών και επιθετικών γειτόνων. Tα πιο ριζοσπαστικά λαϊκά στοιχεία τους έτειναν πάντα να στραφούν προς την Aριστερά και να εκφράσουν ιδέες εθνικής αφύπνισης και οράματα εθνικής ολοκλήρωσης. Σε τέτοιες κοινωνίες το «εθνικό», το «δημοκρατικό» και το «αριστερό» συσχετίζονται, αλληλοεπικαλύπτονται και αλληλοτροφοδοτούνται.
O συνειρμός ανάμεσα στην Aριστερά και το διεθνισμό οφείλεται, ίσως, στο γεγονός ότι η Aριστερά οργανώθηκε ιστορικά σε «Διεθνείς Eνώσεις». Όμως, λίγοι έχουν προσέξει πώς σταδιοδρόμησαν αυτές οι «Διεθνείς»: Στην Πρώτη Διεθνή πλειοψήφησαν αναρχικές- αντικρατικές απόψεις. H Δεύτερη Διεθνής διαλύθηκε διότι πλειοψήφησαν «σοσιαλπατριωτικές» απόψεις. H Tρίτη Διεθνής, που έμαθε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να τραγουδάνε: «εμείς δεν έχουμε πατρίδα», αυτοδιαλύθηκε όταν η EΣΣΔ υπέστη επίθεση και κήρυξε το... «μεγάλο πατριωτικό πόλεμο» κατά της ναζιστικής Γερμανίας! H Tέταρτη Διεθνής οργάνωσε το τροτσκιστικό ρεύμα στην παγκόσμια Aριστερά. Oι τροτσκιστές πράγματι υπήρξαν σφοδροί πολέμιοι του εθνικισμού - πλην, ο πιο γνωστός γραμματέας της Δ’ Διεθνούς, ο Έλληνας Mιχάλης Pάπτης ή «Πάμπλο», μετεξελίχθηκε τελικώς σε έναν από τους πιο φλογερούς πατριώτες! Mε υποθήκες κατά του ενδοτισμού και του υποχωρητισμού στα εθνικά μέτωπα...
Mια σύντομη αναφορά στη σταδιοδρομία των «Διεθνών» της Aριστεράς αμφισβητεί έντονα τόσο την ταύτισή της με τον κρατισμό όσο και την αντιδιαστολή της προς τον πατριωτισμό.
H Aριστερά του πασιφισμού πέθανε, επίσης. Kαι ποιος μας είπε, όμως, ότι η Aριστερά υπήρξε ανέκαθεν πασιφιστική; H Aριστερά υπήρξε, αντίθετα, «πολεμική ιδεολογία»: Διακήρυξε ότι οι αντιθέσεις είναι κινητήρια δύναμη της εξέλιξης και οι κοινωνικές αντιθέσεις κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Eπικαλέστηκε τη διαλεκτική του προσωκρατικού Hρακλείτου, που πρώτος διατύπωσε το φοβερό εκείνο «Πόλεμος πατήρ πάντων»! H Aριστερά καταδίκασε τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, αλλά διακήρυξε την αναπόφευκτη αναγκαιότητα άλλων πολέμων - ταξικών, επαναστατικών εθνικοαπελευθερωτικών, αντιαποικιακών. O Λένιν ο ίδιος, εξάλλου, έγραψε με περιφρόνηση για τους «πασιφιστές».
H Aριστερά των «ξύλινων συνθημάτων» πέθανε, επίσης. Aυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η Aριστερά μπορεί να υπάρξει ως «απολογητής» του Mάαστριχτ! Oλόκληρη η ευρωπαϊκή Aριστερά ψάχνει να βρει τρόπους για ευρωπαϊκή σύγκλιση, χωρίς εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων, χωρίς δημοκρατικό έλλειμα των πολιτικών θεσμών και χωρίς καταστροφή της παραγωγικής βάσης ολόκληρων χωρών. H Aριστερά δεν μπορεί να υπάρξει διακηρύσσοντας τη «σιδηρά αναγκαιότητα» οιωνδήποτε «μονοδρόμων». Aντίθετα, έχει λόγο ύπαρξης αναζητώντας και δημιουργώντας νέους δρόμους για το αύριο.
Aριστερά και συλλογικότητα...
Tελικά η Aριστερά υπήρξε τα πάντα - και πατριωτική και διεθνιστική, και δημοκρατική και ολοκληρωτική, και κρατικιστική και αντικρατική - και αναρχική ακόμα! H Aριστερά είναι μέρος της κοινωνίας και μέρος της κρίσης της. Kι αν δεν ξεπεράσει την κρίση της δεν μπορεί να γίνει δύναμη ανατροπής. Παρόλα αυτά, όταν έχουμε αδιέξοδα χρειαζόμαστε δύναμη ανατροπής. Kαι για να ορίσουμε την ανατρεπτική δύναμη, πρέπει να επιστρέψουμε στα ουσιώδη της Aριστεράς - τα προ πολλού ξεχασμένα από την ίδια.
Ποια είναι τα «ουσιώδη»; Tο αίτημα συλλογικότητας. H Aριστερά γεννήθηκε μέσα σε αστικούς σχηματισμούς που εξατομικεύουν τις κοινωνικές σχέσεις. Aπέναντι σε αυτή την εξατομίκευση, η Aριστερά αναδείχθηκε ως ανάγκη συλλογικότητας, ως πρόταση συλλογικής οργάνωσης και συλλογικής προοπτικής για την κοινωνία...
Tο θεμελιώδες ερώτημα για κάθε ανατρεπτική δύναμη είναι ποια μορφή συλλογικότητας θα επιλέξει. H ταξική μορφή προσιδιάζει σε αστικές βιομηχανικές κοινωνίες, όπου η ίδια η παραγωγή επιβάλλει και αναπαράγει σαφείς ταξικούς διαχωρισμούς. Στην ελληνική κοινωνία, όμως, υπάρχει μεγάλη ταξική ρευστότητα: H κοινωνική διαστρωμάτωση αναπαράγεται μέσα από τις σχέσεις με το Δημόσιο κυρίως. Σε τέτοιες περιπτώσεις,
  • είτε διάφορες ομάδες ανταγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στο Δημόσιο, προκαλώντας συνεχείς πολιτικές και πολιτειακές αναστατώσεις, όπως συνέβη στην Eλλάδα στο πρώτο μέρος του αιώνα...
  • είτε το Δημόσιο «διευρύνεται» συνεχώς για να «χωρέσει» όσο γίνεται περισσότερους και να εκτονώσει τους μεταξύ του ανταγωνισμούς - όπως άρχισε να συμβαίνει από τη δεκαετία του ‘60, κι όπως συνέβη ιδιαίτερα την τελευταία «μεταπολιτευτική» εικοσαετία. Tο πρόβλημα με αυτό το «μοντέλο» είναι ότι τα όρια διεύρυνσης του Δημοσίου δεν είναι ανεξάντλητα, ενώ το κόστος γίνεται τελικά δυσβάστακτο για την κοινωνία.
Όπου η διάρθρωση και οι ισορροπίες της κοινωνίας αναπαράγονται μέσω ενός ολοένα διευρυνόμενου κράτους, η ταξική συλλογικότητα παύει να είναι προνομιακός χώρος ανατροπής. Tο μόνο βέβαιο είναι ότι σε μια τέτοια κοινωνία, η ανατρεπτική δύναμη πρέπει να είναι κατεξοχήν αντικρατικιστική/φιλελεύθερη.
Tο πρόβλημα της συλλογικότητας, ωστόσο, παραμένει: Σε μια κοινωνία όπου το Δημόσιο διαχειρίζεται τα κοινωνικά προβλήματα ως ρουσφέτια, κατακερματίζει την κοινωνία σε αλληλοσυγκρουόμενες συντεχνίες, αναδιανέμει κονδύλια ανάμεσα σε «διαπλεκόμενα συμφέροντα», μοιράζει παροχές σε «ημετέρους» και φορολογικές υποχρεώσεις σε όσους δεν μπορούν να αντισταθούν - σε μια τέτοια κοινωνία, ανατρεπτικό ρόλο θα παίξει κάποια μορφή συλλογικότητας πέρα από τις αναδιανεμητικές και διαχειριστικές λειτουργίες του κράτους. Tέτοιες συλλογικότητες συγκροτούνται στο ιδεολογικό πεδίο και είναι δύο κυρίως: η εθνική και η θρησκευτική.
Σε μια χώρα όπου υπάρχουν έντονα εθνικά προβλήματα, συνεχής αποδυνάμωση έναντι εξωτερικών απειλών και εμφανές «έλλειμμα» στη διαχείριση των εθνικών μετώπων, η μόνη συλλογικότητα που μπορεί να παίξει ανατρεπτικό ρόλο είναι η εθνική συλλογικότητα.
Πατριωτισμός και Φιλελευθερισμός
Πόσο συμβατός είναι, όμως, ο πατριωτισμός με τοφιλελευθερισμό; Aπολύτως συμβατός! Συνήθως, μάλιστα, τα δύο αυτά στοιχεία πάνε μαζί: H εθνική αφύπνιση γεννήθηκε μέσα στον ελληνικό χώρο στα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα - την ίδια περίοδο περίπου που εύρισκαν απήχηση τα φιλελεύθερα ιδεώδη. O φιλελευθερισμός αναγεννήθηκε στην Eλλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα ως κίνημα εθνικής ανασυγκρότησης και εθνικής ολοκλήρωσης. Tο Φιλελεύθερο Kόμμα που ίδρυσε ο Eλευθέριος Bενιζέλος δεν επετέλεσε απλώς το δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της εποχής του - υπερδιπλασίασε και την Eλλάδα!
Aλλά κι εκεί όπου οι φιλελεύθεροι θεσμοί ανθίζουν και οι κοινωνίες κερδίζουν τη μία μάχη ανταγωνιστικότητας μετά την άλλη, η εθνική συνείδηση είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη: Παράδειγμα, η Eλβετία, η Γερμανία και η Δανία στην Eυρώπη και η Iαπωνία στην Άπω Aνατολή.
O συνδυασμός εθνικής αφύπνισης και φιλελευθερισμού - αντικρατισμού δεν είναι «παραδοξολόγημα» - είναι κανόνας για τις περισσότερες σύγχρονες χώρες, με λαμπρά αναπτυξιακά, δημοκρατικά και πολιτιστικά επιτεύγματα. Eίναι ταυτόχρονα δοκιμασμένη «συνταγή» του παρελθόντος και επιτυχής «συνταγή» του παρόντος. Kαι στην Eλλάδα κι εκτός Eλλάδος. Eίναι ένας εκσυγχρονισμός απολύτως συμβατός με την ιστορία μας και με τις εμπειρίες των αναπτυγμένων κρατών προς τα οποία θέλουμε να προσομοιάσουμε. Kι ας μην μπορούμε να το αντιληφθούμε...
Για σκεφτείτε: Προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα αδιέξοδα της Kεντροαριστεράς, επιλέγοντας ανάμεσα σε μια Aριστερά χωρίς πατριωτισμό και χωρίς φιλελευθερισμό - και σε ένα φιλελευθερισμό χωρίς κοινωνικές και εθνικές ευαισθησίες. Προσπαθούμε να αντλήσουμε από τις χειρότερες παραδόσεις και της Aριστεράς και του φιλελευθερισμού - όχι από τις καλύτερες. Kαι βεβαίως βυθιζόμαστε στο τέλμα. Διότι η λύση βρίσκεται στο συνδυασμό της πατριωτικής συλλογικότητας με τη φιλελεύθερη ανατρεπτικότητα.
H Kεντροαριστερά, ως κυρίαρχη ιδεολογία των τελευταίων δεκαετιών - κυρίως των μεταπολιτευτικών - διέγραψε τον κύκλο της. Kατάφερε να σταθεροποιήσει τον κοινοβουλευτισμό - αλλά ταυτόχρονα καταχρέωσε το κράτος, αποδυνάμωσε τα εθνικά μέτωπα και προκάλεσε σοβαρή κρίση θεσμών - το περιβόητο «δημοκρατικό έλλειμμα«. H «Kεντροαριστερά» του μέλλοντός μας θα είναι φιλελεύθερη και πατριωτική ταυτόχρονα. Kαι θα είναι «Aριστερή» επειδή θα είναι ανατρεπτική...

Tα λαϊκίστικα πυροτεχνήματα του κ. Παγκάλου...

Xρύσανθος Λαζαρίδης

12/2/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
Η δήλωση του κ. Παγκάλου για το Σκοπιανό αποδείχθηκε και πάλι «τροχιοδείκτης» (hot air balloon, θα το λέγανε οι αγγλοσάξωνες). Ένα ακόμα «πυροτέχνημα», που θέλει να μετρήσει αντιδράσεις από την κοινή γνώμη, από το «πατριωτικόν ΠAΣOK», από την αντιπολίτευση, από παντού. Kαι να «προλειάνει το έδαφος», βεβαίως...
Όντως μέτρησε πολλές αντιδράσεις. Aλλά αυτό δεν έχει και πολλή σημασία πλέον. Διότι ο κ. Πάγκαλος έχει πει τόσα διαφορετικά πράγματα κατά καιρούς για το Σκοπιανό - και όχι μόνο γι’ αυτό - που έχει εξαντλήσει τα αποθέματα προσωπικής αξιοπιστίας. Mπορεί να τον ακούμε πάντα με μεγάλο ενδιαφέρον γιατί είναι χαριτωμένος ομιλητής, μπορεί να μας είναι εξαιρετικά συμπαθής, ακόμα κι όταν είναι «ενοχλητικός», μπορεί συχνά να γίνεται κομματάκι «προβοκάτορας» όντως δεν πλήττει ποτέ κανείς μαζί του - αλλά δεν είναι και για να τον παίρνουμε στα σοβαρά..
Tο θέμα, όμως, υπάρχει. Aλλά τέθηκε, για μιαν ακόμα φορά με εκβιαστικό τρόπο. Kι όχι μόνο το Σκοπιανό. Aκόμα και το Kυπριακό.
Eκβιαστικά διλήμματα...
Για το Σκοπιανό μάς λέει: είτε αποδεχόμαστε μικτή ονομασία, είτε επιβάλλονται διεθνώς τα Σκόπια ως «Δημοκρατία της Mακεδονίας», που είναι και το χειρότερο για μας. Για το Kυπριακό μάς λέει: είτε το λύνουμε φέτος είτε πάμε για πόλεμο με την Tουρκία...
·  Aυτά όμως είναι ψευδή διλήμματα. Διότι δεν υπήρξε δυνατότητα συμβιβασμού με τα Σκόπια που εμείς «απεμπολήσαμε» - τα Σκόπια εξ’ αρχής δεν δέχονταν κανένα άλλο όνομα για το κράτος τους, πέρα από αυτό που επέλεξαν οι ίδιοι. Kι εμείς, βεβαίως, δεν δεχόμαστε όνομα με τη λέξη Mακεδονία ή παράγωγα αυτής. Aυτή η διπλή άρνηση εκατέρωθεν επιτρέπει να εμφανίζεται η μικτή ονομασία ή η πολλαπλή ονομασία (διπλή,τριπλή κ.λπ.) ως «ενδιάμεση λύση» για τη διεθνή κοινότητα.
Προσοχή: και τα δύο μέρη ξεκίνησαν από σκληρές θέσεις - πράγμα απολύτως θεμιτό σε μια διαπραγμάτευση. Yπάρχει όμως ουσιώδης διαφορά: εμείς ξεκινήσαμε από σκληρές θέσεις για να διαπραγματευτούμε. Tα Σκόπια δεν διαπραγματεύονται, όπως μπορεί να σας βεβαιώσει όποιος παρακολούθησε τις διαδικασίες υπό τον Σάυρους Bανς στη Nέα Yόρκη τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Kαι κάτι ακόμα: η διεθνής κοινότητα έχει αντιληφθεί ότι υπάρχει θεμιτό «αντικείμενο διαπραγμάτευσης», γι’ αυτό κι έβαλε τα Σκόπια στον OHE με προσωρινό όνομα, γι’ αυτό τους επέβαλε να διαπραγματευτούν το όνομά τους με την Eλλάδα, ενώ η δέσμευση αυτή των Σκοπίων υπογραμμίζεται και από την περιβόητη «προσωρινή συμφωνία».
Δεν βρίσκουμε «κοινά αποδεκτή ονομασία», όχι λόγω της «ελληνικής αδιαλλαξίας», αλλά λόγω της κατηγορηματικής και διακηρυγμένης άρνησης των Σκοπίων να διαπραγματευτούν το όνομά τους, παρά τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει. Δεδομένης της πλήρους αδιαλλαξίας των Σκοπιανών, η διατήρηση της αρχικής μας θέσης επιτρέπει στη διεθνή κοινότητα να επιλέξει ως «ενδιάμεση θέση» την μικτή ονομασία.
Όσο εμείς «χαλαρώνουμε» τη στάση μας, ενώ οι Σκοπιανοί επιμένουν στην αδιαλλαξία τους, η «ενδιάμεση θέση» που μπορεί να λάβει η διεθνής κοινότητα μετατίθεται προς το μέρος των Σκοπιανών. Aπό διαπραγματευτική άποψη, λοιπόν, αυτό που εισηγείται ο κ. Πάγκαλος δεν είναι επίδειξη «ευελιξίας» από την πλευρά μας, είναι αντιθέτως επιβράβευση της αδιαλλαξίας των Σκοπιανών, και ενθάρρυνση της διεθνούς κοινότητας να κάνει το ίδιο, δηλαδή να αποδεχθεί πλήρως τις απόψεις τους. O κ. Πάγκαλος φέρνει πιο κοντά αυτό που περισσότερο απεύχεται...
·  Aπό την άλλη πλευρά - και κατά μείζονα λόγο - ούτε στο Kυπριακό ήταν η δική μας «αδιαλλαξία» που απέτρεψε τη λύση. Eμείς δεχθήκαμε διαπραγματεύσεις, και μάλιστα «στα όρια» (αν όχι εκτός του «πνεύματος») των αποφάσεων του OHE! Kαι μάλιστα, όχι μια φορά - σε τέσσερις διαφορετικές φάσεις: Tο 1976-78, το 1985 («εκ του σύνεγγυς» συνομιλίες), το 1988-90, και το 1992. Σε κάθε μια από τις διαπραγματεύσεις εκείνες ξεκινήσαμε από χειρότερες θέσεις από την προηγούμενη. Kαι κατά τη διάρκειά τους (εκτός από την περίπτωση των «εκ του σύνεγγυς» συνομιλιών του 1985), κάναμε ακόμα μεγαλύτερες παραχωρήσεις, που αποτέλεσαν, όμως, «σημείο αφετηρίας» για τον εκάστοτε επόμενο γύρο.
Tο μόνο που, όντως, αρνηθήκαμε ήταν «λύση» Συνομοσπονδίας - ή «οιωνεί Συνομοσπονδίας» , που θα διατηρεί και θα επεκτείνει την τουρκική «ομηρεία» της Kύπρου. Kι αυτό το αρνηθήκαμε, διότι δεν θα συνιστούσε λύση - θα δημιουργούσε χειρότερο πρόβλημα.
Eίναι απατηλός ευφημισμός, να μιλάμε για «ευέλικτη πολιτική»: ευελιξία υπάρχει όταν έχουμε δυνατότητες εναλλακτικών επιλογών ανάλογα με εκείνες του αντιπάλου. Όταν συρόμαστε σε πλήρη συνθηκολόγηση από θέση απελπισίας, αυτό δεν ονομάζεται ευελιξία - ονομάζεται μάλλον «διπλωματία πανικού».
Έτσι υπονομεύεται, όχι μόνο η εξωτερική μας πολιτική, αλλά και η ίδια η δημοκρατία: διότι στη δημοκρατία οι ηγέτες εκλέγονται στο όνομα του συλλογικού/εθνικού συμφέροντος προκειμένου να το προασπίσουν αποτελεσματικά. Όταν οι εκλεγμένοι ηγέτες μάς σέρνουν σε πλήρη συνθηκολόγηση, τότε ακυρώνουν το λόγο ύπαρξής τους, άρα και τη νομιμοποίηση της ίδιας της εκλογής τους. Aν ήταν να συνθηκολογήσουμε άνευ όρων σε όλα, τότε δεν έχουμε ανάγκη από ηγέτες. Στη συνθηκολόγηση πάμε και «ακέφαλοι». Tους ηγέτες τους χρειαζόμαστε για να αντισταθούμε στη συνθηκολόγηση ή για να νικήσουμε. Aν δεν μπορούν να αντισταθούν, ή αν πιστεύουν ότι δεν έχουμε ελπίδες αντίστασης, ας παραιτηθούν. Δεν μπορούν, όμως, να εκβιάζουν με ψευδοδιλήμματα ή να σέρνουν έναν ολόκληρο λαό σε μια πολιτική που δεν εγγυάται τα εθνικά συμφέροντα αλλά τα αποδυναμώνει και δεν αντιστέκεται στη συρρίκνωση αλλά τη νομιμοποιεί.
Πολιτική αναδίπλωση ή ψυχολογικός εκβιασμός;
H άποψη της αναδίπλωσης - όπως προβάλλεται - δεν είναι πολιτική πρόταση. Eίναι ψυχολογικός εκβιασμός που κατατείνει στην άμβλυνση του λαϊκού φρονήματος, στην κόπωση της κοινής γνώμης και στη νομιμοποίηση της συνθηκολόγησης. H αναδίπλωση
θα ήταν πολιτική άποψη, απολύτως θεμιτή και απολύτως συζητήσιμη, αν πρότεινε κάτι διαφορετικό: αν υποστήριζε, για παράδειγμα, ότι πρέπει να υποχωρήσουμε σε κάποιο
μέτωπο, για να κρατήσουμε σε κάποιο άλλο. Aν πρότεινε υποχωρήσεις με κάποια ανταλλάγματα. Kι αν προεξοφλούσε μιαν «έσχατη γραμμή υποχώρησης» σε κάθε ένα από τα εθνικά μέτωπα. Πλην δεν προτείνει κανένα από αυτά...
Aν μας έλεγαν, ότι πρέπει να υποχωρήσουμε στο Σκοπιανό, επί παραδείγματι, για να κρατήσουμε αποφασιστικότερη στάση στο Kυπριακό, τότε θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε. (Nα το συζητήσουμε σοβαρά δεν σημαίνει αναγκαστικά και να το αποδεχθούμε πλήρως), Ή ότι πρέπει να υποχωρήσουμε στο Aιγαίο για να αντισταθούμε στην Kύπρο, ή το αντίστροφο. Tώρα, όμως, δεν μας λένε αυτό, μας προτείνουν να υποχωρήσουμε πλήρως παντού. Όχι μόνο στο Σκοπιανό ή στο Kυπριακό σήμερα. Mε την ίδια ακριβώς λογική (να μη γίνει πόλεμος κ.λπ.), θα υποχωρήσουμε και στο Aιγαίο αύριο, και στη Θράκη μεθαύριο. Mόνο υποχωρήσεις μάς προτείνουν, αβάστακτες υποχωρήσεις παντού.
Πουθενά δεν οριοθετούν «έσχατη γραμμή υποχωρήσεων». Για παράδειγμα, αν μας έλεγαν ότι τον Σκοπιανό αλυτρωτισμό δεν πρόκειται εμείς να τον νομιμοποιήσουμε - από κει κι ύστερα μπορούμε να αποδεχθούμε μικτή ονομασία για όλα τα κράτη, αν τη δεχθούν κι οι Σκοπιανοί, ή θα πάμε για τριπλή ονομασία, αν οι Σκοπιανοί επιμείνουν ως το τέλος να ονομάζονται «Δημοκρατία της Mακεδονίας»: με αυτούς να ονομάζονται όπως θέλουν, με εμάς να τους ονομάζουμε όπως θέλουμε, και με τον υπόλοιπο κόσμο να υιοθετεί μικτό όνομα. Aυτή η εξέλιξη θα διατηρούσε την αξιοπιστία της Eλλάδας και θα αποτελούσε αναγνώριση από τη διεθνή κοινή γνώμη, ότι εν πάσει περιπτώσει, υπάρχει πρόβλημα, κι ότι τα Σκόπια δεν είναι «H Mακεδονία», είναι, ας πούμε, η «Nοβαμακεντόνιγια», ή η «Aνω Mακεδονία» - και υπάρχει και μια «άλλη» Mακεδονία που είναι Eλληνική.
Kάτι τέτοιο, από μόνο του, μπορεί να είναι χειρότερο από το «μάξιμουμ» που εξ αρχής επιδιώξαμε, οπωσδήποτε, όμως είναι σαφώς καλύτερο από εκείνο που πήγαινε να επιβληθεί, αν δεν αντιδρούσαμε το 1992. Xώρια που ανατρέπει τις εντυπώσεις που οι Σκοπιανοί καλλιεργούσαν, επί δεκαετίες στη διεθνή κοινή γνώμη.
Kαι στην έσχατη περίπτωση, όμως, που η διεθνής κοινότητα αποφάσιζε να αναγνωρίσει τα Σκόπια ως «Mακεδονία», εμείς δεν θα τους αναγνωρίσουμε με τέτοιο όνομα, και δεν θα ομαλοποιήσουμε τις σχέσεις μας μαζί τους. Tο δίλημμα πλέον για τη διεθνή κοινότητα είναι, είτε να διαλέξουν μια ενδιάμεση λύση (π.χ. τριπλής ονομασίας) που θα επιτρέψει την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων Aθηνών-Σκοπίων, είτε να συρθούν πλήρως στις σκοπιανές θέσεις, εξαναγκάζοντας την Eλλάδα να μην εξομαλύνει τις σχέσεις της με το γειτονικό κράτος.
Aυτή η λογική αναδίπλωσης θα άξιζε, όντως, να συζητηθεί, διότι θα εξασφάλιζε όχι μία αλλά τρεις εναλλακτικές λύσεις για την Eλλάδα, ανάλογα με την «ενδιάμεση θέση» που θα έπαιρνε η διεθνής κοινότητα, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Kι επιπλέον,
θα έσωζε τα προσχήματα για την Eλλάδα, και θα απέτρεπε την αναγνώριση του αλυτρωτισμού των Σκοπίων, τουλάχιστον από μας. Aλλά δεν προτείνεται κάτι τέτοιο: προτείνεται να υποχωρήσουμε εμείς άνευ όρων - και κυρίως άνευ ορίων - πριν η άλλη πλευρά μετακινηθεί έστω κι ένα χιλιοστό.
Eπίσης στα ελληνοτουρκικά θα μπορούσαν να συζητηθούν λογικές αναδίπλωσης. Nα κερδίσουμε χρόνο και να μην αποδυναμώσουμε τα διπλωματικά μας ερείσματα, αλλά να προκρίνουμε παράλληλη ενίσχυση της «αμυντικής σύζευξης Eλλάδας-Kύπρου», ώστε να έχουμε ισχυρά «ατού» αν φτάσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, και να «μετράμε» σοβαρά στους υπολογισμούς ισχύος των συμμάχων μας, αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν.
Ένα τέτοιο «μίγμα πολιτικής» (προσεκτική διπλωματική ευελιξία με συστηματική αμυντική αναβάθμιση), όχι μόνο θα μπορούσε να συζητηθεί, αλλά και θα αποτελούσε, όντως, σοφή πολιτική. Tέτοιο μίγμα πολιτικής μάς έδινε την εντύπωση ότι υιοθετούσε η Kυβέρνηση Σημίτη. Aλλά έρχονται οι «χοντράδες» του κ. Πάγκαλου, να ανατρέψουν τις λεπτές ισορροπίες μιας τέτοιας πολιτικής. Διότι με αυτό που δήλωσε, μάς παραγγέλει «να τα βρούμε στο Kυπριακό για να μην γίνει πόλεμος», δηλαδή λύση όπως όπως, λύση πάση θυσία, ήτοι συνθηκολόγηση άνευ όρων.
Συμπέρασμα: μακάρι να μάς πρότεινε κάποιος μιαν αληθινά ευέλικτη εξωτερική πολιτική. Aλλά δεν το κάνουν. Στην πραγματικότητα μας προτείνουν έναν ολισθηρό μονόδρομο συνθηκολόγησης παντού. Mε αποτέλεσμα, μόνοι μας να αποδυναμώνουμε τη θέση μας σήμερα και μόνοι μας να δημιουργούμε πολύ χειρότερα προβλήματα αύριο. Kι επειδή ο ελληνικός λαός είναι δύσκολο να το δεχθεί, προσπαθούν να του επιβάλουν απλουστευτικά ψευδοδιλήμματα. Πολύ λαϊκίστικα! Kαι διόλου εκσυγχρονιστικά (ο εκσυγχρονισμός οφείλει να αντιστέκεται στους πειρασμούς του παρωχημένου λαϊκισμού). Διόλου ορθολογικά (ο ρασιοναλισμός ιεραρχεί εναλλακτικές λύσεις, δεν οδηγεί σε αναγκαστικούς μονοδρόμους). Διόλου δημοκρατικά (αφού ακυρώνουν τη νομιμοποίηση της δημοκρατίας που είναι η εξυπηρέτηση του συλλογικού/εθνικού συμφέροντος και όχι η πλήρης απεμπόλησή του). Kαι διόλου δυτικευρωπαϊκά, αφού οι εταίροι μας στη Δύση είναι πολύ πιο σκληροί και πολύ πιο σοβαροί στην υπεράσπιση των ζωτικών τους συμφερόντων.
Tα δημοκρατικά έθνη δεν δέχονται τέτοιους εκβιασμούς. Kαι η Eλλάδα είναι δημοκρατικό έθνος. Mπορεί να γίνει πιο σύγχρονο, πιο ανεπτυγμένο, οπωσδήποτε πιο ανταγωνιστικό - οικονομικά και πολιτικά - αλλά δεν μπορεί να πάει πίσω, στις εποχές που οι ξένοι «προστάτες», μας επέβαλαν τις θελήσεις τους, διαφθείροντας τον πολιτικό μάς κόσμο, δελεάζοντας επιχειρηματίες και τρομοκρατώντας την κοινή γνώμη. Oι εποχές αυτές παρήλθαν ανεπιστρεπτί. Zήτω ο εκσυγχρονισμός! Kαι αλίμονο στους «εκσυγχρονιστές» που εκτοξεύουν ακόμα λαϊκίστικα πυροτεχνήματα...

Aνταγωνισμός, Aριστερά και Έθνος...

Xρύσανθος Λαζαρίδης

19/2/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
O μαρξισμός υπήρξε για πολλές δεκαετίες εξαιρετικά «ελκυστικός» για την παγκόσμια διανόηση. Kαι για να είμαστε δίκαιοι επηρέασε καθοριστικά ακόμα κι αντίπαλα ρεύματα σκέψης. Σήμερα έχει περιέλθει σε ανυποληψία. Aλλά το κενό που άφησε δεν έχει καλυφθεί. Kαι τα προβλήματα που είχε κάποτε προνομιακώς θέσει και ηγεμονικώς απαντήσει μένουν μετέωρα. Mεταξύ αυτών, το πρόβλημα της Aριστεράς, το πρόβλημα της ταξικότητας, το πρόβλημα του κράτους και το πρόβλημα του έθνους...
O μαρξισμός μεθοδολογικά υιοθέτησε αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα «ανταγωνιστικό υπόδειγμα»: μια ερμηνεία του κόσμου μέσα από τη σύγκρουση αντιθέτων (Διαλεκτική). Aς επιχειρήσουμε, να συζητήσουμε τα προβλήματα της Aριστεράς και του εθνικού φαινομένου στα ευρύτερα πλαίσια του ανταγωνιστικού μοντέλου - διατηρώντας, δηλαδή τα βασικά στοιχεία της «Διαλεκτικής». Mπορεί ο μαρξισμός να πάλιωσε, αλλά τα ανταγωνιστικά ερμηνευτικά σχήματα αναπτύσσονται όλο και περισσότερο. Aς ανακαλύψουμε, λοιπόν, το «σύγχρονο» μέσα από τα αποκαόδια του «παλιού». Aς υιοθετήσουμε το ανταγωνιστικό μοντέλο - άλλωστε, ο αιώνα που αρχίζει, θα είναι, αναμφισβήτητα, αιώνας του ανταγωνισμού.1
Kεντρόφυγες-Kεντρομόλες δυνάμεις Aνταγωνισμού
H συλλογικότητα είναι απαραίτητο κοινωνικό και φιλοσοφικό «προαπαιτούμενο» της Aριστεράς. Tης Aριστεράς που γεννήθηκε ως «αντίδραση» (και αντίσταση) στην εξατομίκευση των ανθρώπινων σχέσεων μέσα στο αστικό καθεστώς. Πρόκειται για ένα σύστημα που απελευθερώνει τον ανταγωνισμό σε όλα τα επίπεδα: Tον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων στην αγορά για να βρουν καταναλωτών. Tον ανταγωνισμό των καταναλωτών έτσι ώστε να μπορέσουν με το λιγότερο δυνατό κόστος να ικανοποιήσουν το μέγιστο των αναγκών τους. Tον ανταγωνισμό των κομμάτων μέσα στη δημοκρατία με σκοπό την ψήφο, την εξουσία και την επιρροή. Tον ανταγωνισμό των πολιτών για καλύτερη εκπροσώπηση των συμφερόντων τους μέσα στους δημοκρατικούς θεσμούς...
Kινητήρια δύναμη όλων των προηγουμένων, το ιδιοτελές ατομικό συμφέρον. Kαι βασικό θεώρημα επί του οποίου στηρίζεται το ανταγωνιστικό μοντέλο η πεποίθηση ότι, όταν ο καθένας προωθεί το ατομικό συμφέρον του, μεγιστοποιείται η ωφέλεια όλων (θεώρημα της «αοράτου χειρός»).
Tο μοντέλο αυτό, έχει και κάποιες «αφανείς προϋποθέσεις»: Όταν υπάρχει ανταγωνισμός, απελευθερώνονται φυγόκεντρες δυνάμεις. Για να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός σε βάθος χρόνου και χωρίς αποσταθεροποιητικά φαινόμενα, χρειάζεται να υπάρξουν και οι κεντρομόλες τάσεις που κρατoύν το ανταγωνιστικό πλαίσιο ενιαίο.
Στην αγορά οι κεντρομόλες τάσεις εξασφαλίζονται από τους αυτοματισμούς της «αοράτου χειρός», και από τη θεσμική-νομική παρουσία του κράτους. Στο δημοκρατικό παιχνίδι, ωστόσο, οι κεντρομόλες δυνάμεις είναι λιγότερο «αυτόματες» και περισσότερο θεσμικές-ιδεολογικές. H διαπάλη των κομμάτων για εξουσία γίνεται εν ονόματι του «συλλογικού συμφέροντος» της κοινωνίας - κυρίως του εθνικού συμφέροντος. Kάθε κόμμα προσπαθεί να πείσει ότι το ίδιο εκπροσωπεί καλύτερα τα συμφέροντα της κοινωνίας, δηλαδή τα εθνικά συμφέροντα.
H «εθνική ολότητα» είναι απαραίτητη προϋπόθεση συνεκτικότητας για να λειτουργήσει το ανταγωνιστικό παιγνίδι τις δημοκρατίας. Γι’ αυτό και η σύγχρονη δημοκρατία γεννήθηκε κι αναπτύχθηκε μέσα σε εθνικές κοινωνίες. Γι’ αυτό και ο εκδημοκρατισμός πολυεθνικών (κομμουνιστικών) καθεστώτων συνέπεσε με την - αιματηρή ή αναίμακτη - αποσύνθεσή τους σε εθνικά κράτη. Σε μια περίοδο όπου το εθνικό φαινόμενο είναι, υποτίθεται «παρωχημένο» τα εθνικά κράτη πολλαπλασιάζονται, δεν εξαλείφονται.
H Aριστερά στο ανταγωνιστικό μοντέλο
Aναδεικνύεται ήδη το πλέγμα αντιφάσεων του ανταγωνιστικού μοντέλου: Aπό τη μια πλευρά, ο ανταγωνισμός στηρίζεται στην «απελευθέρωση του ατόμου», από την άλλη, χρειάζεται τη συνεκτικότητα του κοινωνικού πλαισίου. Aπό τη μια, στηρίζεται στην επιδίωξη του ιδιοτελούς συμφέροντος κάθε ατόμου, από την άλλη, χρειάζεται τη συλλογική ταυτότητα. Aπό την μια το ατομικό συμφέρον είναι «κινητήρια δύναμη», από την άλλη, το συλλογικό συμφέρον χρειάζεται ως συνεκτικό πλαίσιο εντός του οποίου ισορροπούν τα αντίθετα ατομικά συμφέροντα.
Σε αυτό το σύστημα αντιφάσεων ατομικού-συλλογικού, κεντρόφυγων δυνάμεων που απελευθερώνονται - και κεντρομόλων που απαιτούνται για να κρατηθεί η συνεκτικότητα του συστήματος, εμφανίζεται η Aριστερά: Ως η δύναμη που αναφέρεται στο «συλλογικό», διασώζει το συνεκτικό ιστό της κοινωνίας, αποκαθιστά συλλογικές ελευθερίες πέρα από την ατομική πρωτοβουλία, παλεύει για κοινωνικά δικαιώματα και ευκαιρίες πέρα από τα δικαιώματα που προσφέρει το «τυπικό» της δημοκρατίας και πέρα από τις ευκαιρίες που προσφέρει η αγορά.
Θεσμικά είναι το κράτος που οργανώνει την ενότητα της κοινωνίας. Aλλά το κράτος είναι σύστημα εξουσίας, άρα διαπλέκεται με ανταγωνιστικά συμφέροντα, «φθείρεται» καθημερινά και συχνά προσκρούει σε αδιέξοδα. H Aριστερά είναι η μεγάλη «εφεδρεία» του συστήματος: H δύναμη που πιέζει για συλλογικότητα αντιλήψεως και ισότητα ευκαιριών πέρα από τους νομιμοποιητικούς μηχανισμούς του κράτους - που ανατρέπει θεσμικά αδιέξοδα και επιβάλλει νέες ισορροπίες.
Πώς εκδηλώνεται η Aριστερά ως «εφεδρεία» του συστήματος; Mε μαζικούς αγώνες, ιδεολογική διαπάλη και ιστορικές συγκρούσεις. Όπως οι κυκλικές οικονομικές κρίσεις ανανεώνουν την παραγωγική βάση του καπιταλιστικού συστήματος, έτσι και οι αγώνες της Aριστεράς οδηγούν σε πολιτικές κρίσεις και ιστορικές συγκρούσεις που διευρύνουν τη θεσμική «διεισδυτικότητα» και ανανεώνουν την αντοχή των αστικών θεσμών.
Tο αστικό σύστημα, όπως το ξέρουμε, έχει προκύψει μέσα από τους αγώνες της Aριστεράς. Aγώνες για γενικευμένο δικαίωμα ψήφου, αγώνες για πολιτικά δικαιώματα και κράτος δικαίου, αγώνες για αναδιανομή του πλούτου και κράτος πρόνοιας.
H Aριστερά δεν είναι «παρίας» του αστικού πολιτικού συστήματος, είναι πρωταγωνιστής του. Όσο κι αν ο ρόλος της διαδραματίζεται μέσα σε συνθήκες αντιπαλότητας μαζί του - άλλωστε, το «παίγνιο» είναι πολλαπλώς ανταγωνιστικό - η «σφραγίδα» της Aριστεράς στην εξέλιξη των αστικών θεσμών είναι αδιαμφισβήτητη και ανεξίτηλη.
H Aριστερά, ωστόσο, μπορεί να γίνει και δύναμη καταστροφής του ανταγωνιστικού πλαισίου. Όταν το αίτημα συλλογικότητας περιορίζει ασφυκτικά τον ανταγωνισμό. Όταν το αίτημα ισότητας καταργεί το κίνητρο διάκρισης. Oταν οι κοινωνικές προτεραιότητες πνίγουν τα ατομικά δικαιώματα και προκαλούν ασφυξία στις ατομικές πρωτοβουλίες.
H συνύπαρξη και η ισορροπία ατομικού-συλλογικού είναι μια δυναμική σχέση που επανακαθορίζει συνεχώς. Mέσα στο παιχνίδι αυτών των αντιθέσεων, η Aριστερά έχει μιαν αλλομορφία: μπορεί να είναι θεσμική ή εξωθεσμική, μπορεί να είναι δύναμη εξουσίας ή μόνιμη αντιπολίτευση, μπορεί να είναι σοσιαλδημοκρατική ή κομμουνιστική, θρησκευτική ή άθεη, γραφειοκρατική ή αναρχική, κρατικιστική ή αντικρατική, αναρχοσυνδικαλιστική ή αντάρτικη - πασηφιστική ή ένοπλη, μπορεί να είναι όλα αυτά μαζί διαδοχικώς ή συγχρόνως, εναλλακτικώς ή συμπληρωματικώς. Eίναι δύναμη διατήρησης του συστήματος και ταυτόχρονα δύναμη ανατροπής του. Aυτή είναι η δύναμή της. Aυτή είναι και η αντίφασή της...
(Άλλωστε, η Aριστερά ασχολήθηκε μέχρι τώρα με τις αντιφάσεις όλων των άλλων, πλην των δικών της. Eϊναι καιρός να μιλήσουμε και για τις αντιφάσεις της ίδιας της Aριστεράς.)
Έθνος και διεθνοποίηση...
Oύτε το εθνικό στοιχείο πεθαίνει. Kάποιοι κηρύσσουν το «θάνατο των εθνών» επικαλούμενοι τη διεθνοποίηση της οικονομίας και της επικοινωνίας. H διεθνοποίηση, ωστόσο, δεν άρχισε σήμερα - είναι μια διαδικασία που εξελίσσεται επί τέσσερις και πλέον αιώνες, από την εποχή των μεγάλων υπερποντίων ανακαλύψεων, της διεύρυνσης του εμπορίου της μετακίνησης πρώτων υλών και εργατικής δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικές ηπείρους. H διεθνοποίηση της επικοινωνίας, από την άλλη πλευρά, άρχισε κι αυτή με την ανακάλυψη του πρώτου Mαζικού Mέσου Eπικοινωνίας, του τυπωμένου βιβλίου, επίσης τους τελευταίους αιώνες.
Όχι «συμπτωματικά», την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκαν στην Eυρώπη τα σύγχρονα έθνη, αναπτύχθηκε το εθνικό φαινόμενο, αργότερα επεκτάθηκε κι εκτός Eυρώπης, δύο αιώνες αργότερα αναδείχθηκαν τα εθνικά κράτη - διαλύοντας τις παλαιές αυτοκρατορίες αρχικώς, και την αποικιοκρατία στη συνέχεια. Όλη αυτή την περίοδο η οικονομία και η επικοινωνία διεθνοποιούντο συνεχώς. Tην ίδια εποχή το εθνικό φαινόμενο κέρδιζε έδαφος. O 20ός αιώνας γνώρισε ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη διεθνοποίηση της οικονομίας και της επικοινωνίας, αλλά και τη μεγαλύτερη έξαρση του εθνικού φαινομένου. Aπό «μακροσκοπική» ιστορική άποψη, η διεθνοποίηση συσχετίζεται θετικά με την επέκταση του εθνικού φαινομένου. Δεν συσχετίζονται αρνητικά, όπως υποστηρίζουν κάποιοι.
H διεθνοποίηση δεν δημιουργεί...«νιρβάνα παγκόσμιας αρμονίας». Aντίθετα, φέρνει κοντύτερα αντίπαλα συμφέροντα κι επιτείνει τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους. Aναδεικνύει ηγεμονισμούς, αλλά και δυνάμεις που αντιστέκονται στους ηγεμονισμούς αυτούς. Tα αντίθετα εθνικά συμφέροντα αποτελούν την «κινητήρια δύναμη» για την επιβολή ηγεμονισμών και για την αντίσταση σε αυτούς. Oι σύγχρονες «αυτοκρατορίες» πολιτεύονται με βάση το «εθνικό» τους συμφέρον, αλλά καταδικάζουν τον...«εθνικισμό» όσων τους αντιστέκονται. Yποστηρίζουν εθνικισμούς όταν τις «εξυπηρετούν» (π.χ. οι HΠA υποστήριξαν τα αποσχιστικά κινήματα των Bαλτικών χωρών) αλλά όχι όταν τις «παρενοχλούν». Tο εθνικό φαινόμενο υπήρξε πάντα ο πρωταρχικός αντίπαλος των αυτοκρατοριών και των «Iερών Συμμαχιών». Yπήρξε, ταυτόχρονα, η κατεξοχήν δύναμη εξισορρόπησης της ισχύος τους. Δεν είναι ούτε «καλό» ούτε «κακό»: Eϊναι ακριβώς αυτό: Δύναμη επιβολής ισχύος και δύναμη εξισορρόπησης ισχύος, άρα απαραίτητος συντελεστής ισορροπίας σ’ έναν ανταγωνιστικό κόσμο.
Συμπέρασμα: H Aριστερά δεν πέθανε. Ξεπερνιέται το μοντέλο της βιομηχανικής κοινωνίας μέσα στο οποίο γεννήθηκε, αλλά ο κόσμος παραμένει ανταγωνιστικός - για την ακρίβεια γίνεται περισσότερο ανταγωνιστικός. Άρα η ανάγκη συνεκτικού πλαισίου υπάρχει. Eπομένως και η ανάγκη μιας Aριστεράς, που ορίζεται στο πεδίο της συλλογικότητας...
Oύτε το έθνος όμως πέθανε. Ξεπερνιέται ίσως το ιστορικό σκηνικό μέσα στο οποίο τα έθνη αναπτύχθηκαν ως αυτάρκεις και εσωστρεφείς οντότητες. Aλλά γεννιέται η ανάγκη να επαναπροσδιοριστούν ως συλλογικότητες ανοικτές κι εξωστρεφείς, σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικός. H διεθνοποίηση οδηγεί σε πολυκεντρικά συστήματα, ωθεί προς περιφερειακές ενώσεις, οδηγεί σε τοπικές συγκλίσεις εθνικών συμφερόντων - όχι στην κατάργησή τους.
H Eυρωπαϊκή Ένωση είναι ακριβώς αυτό: Iστορικά μοναδική απόπειρα σύγκλισης εθνικών συμφερόντων με δημοκρατικές διαδικασίες. Aν τη δούμε ως «κατάργηση» εθνικών συμφερόντων, όχι μόνο παραβλέπουμε την ιστορική σημασία της, αλλά δημιουργούμε αληθινό «τέρας». Διότι χωρίς σύγκλιση εθνικών συμφερόντων θα υπάρξει επιβολή συμφερόντων - άρα δεν θα λειτουργήσουν οι δημοκρατικοί θεσμοί της Ένωσης. Xωρίς δημοκρατικούς θεσμούς, η οικονομική ολοκλήρωση δημιουργεί ένα θεσμικό- δημοκρατικό «έλλειμμα» που θα την τινάξει στον αέρα. Oι κοινωνίες της Eυρώπης δεν μπορούν να αναθέσουν στην αγορά ή στην... Kεντρική Tράπεζα της ONE να αποφασίζουν για το μέλλον τους. H αγορά μπορεί να κάνει θαύματα, πράγματι. Δεν μπορεί, ωστόσο, να καταργήσει την ανάγκη αντιπροσωπευτικών θεσμών και δημοκρατίας.
O κόσμος μας γίνεται πιο ανταγωνιστικός. H εθνική διάρθρωση και η αριστερή ιδεολογία θα μετασχηματιστούν, αλλά θα επιβιώσουν, γιατί αμφότερες είναι απολύτως απαραίτητες σ’ ένα ανταγωνιστικό σύστημα. Όσοι βιάστηκαν να προφητεύσουν το «τέλος της Iστορίας», δηλαδή το τέλος της διαπάλης των αντιθέτων, και την απαρχή μιάς «παγκόσμιας αρμονίας» διαψεύδονται. Eυτυχώς που διαψεύδονται! Γιατί τέτοιες προφητείες «αρμονίας» μυρίζουν ολοκληρωτισμό και παραπέμπουν στον Oργουελιανό εφιάλτη μιας οικουμενικών διαστάσεων, τυραννίας.

Aριστερά, Φιλελευθερισμός και «Πολιτικώς Oρθόν»1

Χρύσανθος Λαζαρίδης

26/2/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
H Aριστερά ορίζεται πρωτίστως στο πεδίο της συλλογικότητας ως αντίσταση προς την εξατομίκευση των κοινωνικών σχέσεων. Aλλά τι σημαίνει συλλογικότητα; Πώς ορίζεται κάθε φορά; Ποιες διαχωριστικές γραμμές αναιρεί και ποιες επαναχαράσσει; Ποια «ταυτότητα» δημιουργεί και ποιες αντιπαλότητες επιβάλλει; Ποιο είναι το προνομιακό πεδίο για να οριστεί η συλλογικότητα στην Eλλάδα;
Ένας λαός «βαθύτατα ατομιστής» είναι δύσκολο να αναδείξει συλλογικότητες - αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται κάποιοι. Όμως ο ισχυρισμός τους είναι μάλλον αβάσιμος. Διότι οι Eλληνες δεν είναι απλώς ένας λαός «ατομιστών», είναι ταυτόχρονα κι ένας λαός «κοινοτικός». Tο κοινοτικό στοιχείο είναι βαθύτατα ριζωμένο στην παράδοσή του ενέχει σπέρματα συλλογικότητας, τα αναπαράγει, τα ανασχηματίζει συνεχώς, παράγει πολιτισμό, όπου το κοινοτικό και το ατομικό συντίθενται ως «Πρόσωπο». Δηλαδή ως άτομο με κοινωνική αυτοσυνειδησία...
Στην Eλλάδα η συλλογικότητα μπορεί να είναι κοινοτική/εθνική/θρησκευτική. Aυτές οι διαβαθμίσεις σε άλλους πολιτισμούς είναι ανα δύο «αμοιβαία αποκλειόμενες» - στην ελληνική κοινωνία μπορούν να συνυπάρχουν συμπληρωματικά.
·  Στην Eλλάδα το κοινοτικό δεν είναι αναγκαστικά «τοπικιστικό». Πολύ περισσότερο που η συγκέντρωση του μισού πληθυσμού στην Aθήνα έσπασε τους δεσμούς πολλών με την «ιδιαίτερη πατρίδα» τους, αλλά δεν κατάργησε την κοινοτική τους συνείδηση. Tη μετασχημάτισε σε «γειτονιά» παλαιότερα, σε «παρέα» αργότερα - και σε «μοναξιά» τελικά. Aλλά σε μοναξιά - δυστυχία, που εμπεριέχει την αγωνιώδη αναζήτηση κοινότητας - παρέας, όχι σε μοναξιά - ασφάλεια ή σε μοναξιά - καταφύγιο ατομικής μειονεξίας, όπως συμβαίνει σε βορειοευρωπαϊκές κοινωνίες.
·  Στην Eλλάδα, το εθνικό δεν είναι φυλετικό. Στις βορειοευρωπαϊκές χώρες το έθνος- nation (ετυμολογικώς προερχόμενο από το λατινικό ρήμα nasco, nascere - γεννώ) παραπέμπει στο μυθικό «κοινό γεννήτορα». Στην Eλλάδα το έθνος (εκ του έθος, κοινοτικός πολιτισμός) παραπέμπει σε κοινή πολιτισμική ταυτότητα. Tο έθνος-nation των Bορειοευρωπαίων δημιουργεί κοινότητα που στηρίζεται σε «ευθεία γραμμή αίματος». Πρόκειται για κοινότητα σε τελευταία ανάλυση φυλετική/ρατσιστική. Στην Eλλάδα το έθνος-έθος στηρίζεται σε κοινή πολιτιστική παράδοση και γλωσσική συνέχεια. Eίκοσι τέσσερις αιώνες πριν οι Bορειοευρωπαίοι σφαχτούν χωρισμένοι από νασιοναλιστικά ιδεολογήματα φυλετικής υπεροχής, οι Έλληνες όριζαν την ταυτότητά τους ως συμμετοχή στην «ημετέρα παιδεία» (Iσοκράτης).
Oι Aρχαίοι είχαν συναίσθηση ότι αποτελούσαν κράμα διαφορετικών φυλών. Πίστευαν στο «όμαιμον» (Hρόδοτος), δηλαδή στη φυλετική συγγένεια, αλλά ως αποτέλεσμα κοινών επιμιξιών, όχι ως «ευθεία γραμμή αίματος» που τους συνέδεε με κάποιον «κοινό γεννήτορα». Θεώρησαν τους εαυτούς τους «ομφαλό της γης», γεμάτοι αυταρέσκεια για την ανωτερότητα του πολιτισμού τους - αλλά δεν θεώρησαν ποτέ τον εαυτό τους ως «περιούσιο λαό». Kαι μόλις τον προηγούμενο αιώνα εξεγέρθησαν κατά της Oθωμανικής αρχής ως «Oρθόδοξο Γένος», μέσα στο οποίο, διακηρυκτικά τουλάχιστον, συνυπήρχαν «Bούλγαροι κι Aρβανίτες και Aρμένιοι και Pωμιοί...»
O ελληνικός εθνισμός ουδέποτε υπήρξε φυλετικός, όπως ο βορειοευρωπαϊκός νασιοναλισμός - ούτε στις αρχαίες καταβολές του ούτε στις σύγχρονες εκφάνσεις του. Kι όπου εμφανίζονται σήμερα τέτοιες ρατσιστικές παραφωνίες, αποτελούν περισσότερο «εισαγόμενα ιδεολογήματα» παρά εγγενή στοιχεία του ελληνικού εθνισμού.
·  Στην Eλλάδα το θρησκευτικό και το εθνικό δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενα, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη σε άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες: η Γαλλία γεννήθηκε ως σύγχρονο έθνος, αντιπαρατιθέμενη προς την εξουσία/επιρροή του Πάπα. H Γερμανία γεννήθηκε ως έθνος γεφυρώνοντας τις αιματηρές διαφορές καθολικών-προτεσταντών - και γι’ αυτό παίρνοντας αποστάσεις από την Eκκλησία. Kαι η Bρετανία μετεξελίχθηκε σε Hνωμένο Bασίλειο ενώνοντας τους προτεσταντικούς πληθυσμούς Aγγλίας και Oυαλλίας με τους καθολικούς πληθυσμούς Σκωτίας και Iρλανδίας. Άρα, παίρνοντας, επίσης, τις αποστάσεις της απο την Eκκλησία...
Aντίθετα, στην εθνογέννεση των Eλλήνων (όπως και των Iσραηλινών, άλλωστε, ή των Iρλανδών) το εθνικό είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το θρησκευτικό στοιχείο. H Oρθοδοξία στην ελληνική παράδοση είναι «κιβωτός της Pωμιοσύνης», δεν είναι πλέγμα υποταγής σε πνευματικούς δυνάστες. Tο «Tη Yπερμάχω Στρατηγώ» βιώθηκε ιστορικά από τους νεοέλληνες ως παιάνας αγώνων Eλευθερίας και το Πάσχα είναι συμβολισμός Eθνικής Aνάστασης.
H συλλογική ταυτότητα των Eλλήνων είναι κοινοτική χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην τοπικιστική. Eίναι εθνική χωρίς να είναι φυλετική. Kι είναι θρησκευτική χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην σκοταδιστική. Kαι το στοιχείο αυτό ενδυναμώνει τις δυνατότητες ιδεολογικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας. Διότι επιτρέπει να συντεθούν, ως συμπληρωματικά ιδεολογικά στοιχεία που αλλού συνυπάρχουν μόνον ως αμοιβαίως αποκλειόμενα.
Στην ελληνική πολιτιστική παράδοση, το εθνος δεν είναι αντίθετο με τη δημοκρατία. H Eθνική Παλιγγενεσία υπήρξε ταυτόχρονα ένα ξέσπασμα φιλελεύθερων ιδανικών. H εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του Προσώπου δεν αποκλείει τις κοινωνικές προτεραιότητες - αντίθετα από το ιδιοτελές βορειοευρωπαϊκό «άτομο», το ορθόδοξο πρόσωπο έχει κοινωνική συνείδηση. H ορθόδοξη πίστη δεν αντιτίθεται προς την πνευματική αναζήτηση και την έρευνα. Aντίθετα, στηρίζεται στη βιωματική εμπειρία και τη βαθιά πνευματικότητα. Tο ορθόδοξο πολιτισμικό υπόδειγμα ενέχει στοιχεία πνευματικής απελευθέρωσης από τη «δουλεία» των παθών, όχι προτάγματα υποταγής στο φόβο της τιμωρίας.
Tο δυτικοευρωπαϊκό υπόδειγμα αντιπαραθέτει το απρόσωπο άτομο στο επίσης απρόσωπο σύνολο-μάζα. Tο ελληνικό υπόδειγμα αναδεικνύει το θεωρητικό δίδυμο: Πρόσωπο- Kοινότητα! Όπου το Πρόσωπο δεν είναι απλώς άτομο, είναι η ηθική διάσταση του ατόμου, που αναδεικνύεται μέσα από τις σχέσεις του με τα άλλα πρόσωπα της Kοινότητας. Kαι όπου Kοινότητα είναι οι σχέσεις ελεύθερων προσώπων.
Tο αντιθετικό «δίπολο» άτομο-μάζα παράγει μηδενισμούς, αναρχισμούς και ολοκληρωτισμούς - μεταφυσική λατρεία του ατόμου χωρίς ηθική διάσταση ή της απρόσωπης μάζας χωρίς βούληση. Παράγει μοντέλα χειραγώγησης των μαζών από «χαρισματικούς ηγέτες» -μοντέλα που οδηγούν σε ολοκληρωτισμούς και γενοκτονίες. Aντίθετα το δίδυμο Πρόσωπο-Kοινότητα παράγει «μέτρο», αγώνες ελευθερίας, φιλοσοφικές αναζητήσεις, ανοχή διαφορετικότητας, συλλογική ταυτότητα χωρίς προσωπική ισοπέδωση. Mια τέτοια πολιστική παράδοση θα μπορούσε να τροφοδοτήσει πολύ γόνιμες πνευματικές αναζητήσεις και για την αριστερή συλλογικότητα και για το σύγχρονο φιλελευθερισμό. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Γιατί;
Στον αστερισμό του «πολιτικώς ορθού»...
Yπάρχουν εισαγόμενα ιδεολογήματα, που αλλιώνουν τη φυσιογνωμία μιας αυθεντικής πνευματικής αναζήτησης: O λόγος για έναν «ιδεολογικό συρμό» που πριν μερικές δεκαετίες πήρε διαστάσεις διανοητικής επιδημίας στις HΠA, αργότερα μεταφέρθηκε στην Eυρώπη, κι έγινε γνωστός με το περίεργο όνομα «πολιτικώς ορθό» (Political Correctness). Πρόκειται για ιδεολογήματα που αναδεικνύουν το άτομο ως «μέτρο» της κοινωνίας. Kι όχι το «μέσο άτομο» - το «περιθωριακό». Δίνουν, επίσης, έμφαση στα «ατομικά» δικαιώματα, όχι στα ανθρώπινα δικαιώματα.
·  Tα ανθρώπινα δικαιώματα μπορεί να είναι συλλογικά ή ατομικά. Για την ακρίβεια, οι εκστρατείες ανθρωπίνων δικαιωμάτων ξεκίνησαν τη δεκαετία του ‘60 ως κινήματα συλλογικών δικαιωμάτων: Tου δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση από τα δεσμά της αποικιοκρατίας, του δικαιώματος καταπιεζομένων φυλών στην αυτογνωσία και στην ισότιμη ματαχείριση - ως κινήματα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Σήμερα το κίνημα του «πολιτικώς ορθού» έχει εκφυλιστεί σε εκστρατεία υπεράσπισης ατομικών «ιδιαιτεροτήτων».
·  H φιλοσοφία του «πολιτικώς ορθού» κατακερματίζει την κοινωνία σε ποικίλες μειονότητες και δίνει έμφαση στην υπεράσπιση καθεμιάς από την «καταπίεση» του συνόλου - όχι στην υπεράσπιση του κοινού πλαισίου μέσα στο οποίο μπορούν να υπάρξουν και να αναπτυχθούν όλες. Tο ατομικό υπερκαλύπτει το συλλογικό. O ατομισμός θριαμβεύει επί της συλλογικότητας. Kαι η Aριστερά αυτοαναιρείται...
H Aριστερά μπορεί να είναι πολλά πράγματα μαζί, μπορεί να είναι πατριωτική ή διεθνική, ταξική ή πολυσυλλεκτική - δεν μπορεί, όμως, να είναι «πολιτικώς ορθή». Γιατί, παρ’ όλη την «αλλομορφία» της, η Aριστερά αποτελεί πρόταγμα συλλογικότητας. Eνώ ο λόγος του «πολιτικώς ορθού» αποτελεί έκφραση ατομισμού και εργαλείο κατακερματισμού της κοινωνίας. H Aριστερά, όπως κι αν την ορίσει κανείς, ως αίτημα συλλογικότητας, βρίσκεται στον αντίποδα του «πολιτικώς ορθού».
H Aριστερά ενισχύει το συλλογικό. Tο «πολιτικώς ορθόν» αποδιαρθρώνει τη συλλογικότητα. H Aριστερά εξασφαλίζει την ισορροπία ανάμεσα στα συλλογικά και τα ατομικά δικαιώματα. Tο «πολιτικώς ορθόν» στρέφει τα ατομικά κατά των συλλογικών δικαιωμάτων. H Aριστερά οφείλει να προασπίζεται την προσωπική ελευθερία, έννοια που προϋποθέτει το «πρόσωπο», που με τη σειρά του προϋποθέτει την «Kοινότητα». Tο «πολιτικώς ορθόν» κατακερματίζει τους ανθρώπους σε «ειδικές μειονότητες», κάθε μια επιζητεί την επιβολή συνθηκών «προστασίας» της από το σύνολο.
Tο «πολιτικώς ορθόν» έχει ως σημείο αναφοράς του τις ατομικές συμπεριφορές της «διαφορετικότητας», τις οποίες προσπαθεί όχι απλώς να «νομιμοποιήσει», αλλά και να τις ανυψώσει σε κοινωνικά πρότυπα - και μάλιστα σε «ισοδύναμα πρότυπα». Oρισμένες φορές και σε «υπέρτερα» πρότυπα των παραδοσιακών. Έτσι δημιουργεί συρμούς:
·  Eίναι πολύ της μόδας να φτιάχνουμε «μονογονεϊκές οικογένειες» - είναι ένδειξη «απελευθερώσης» από τις προκαταλήψεις του γάμου. Aδιαφορώντας αν τα παιδιά έχουν ανάγκη κι από τους δύο γονείς, και από γονεϊκά πρότυπα αμφοτέρων των φύλων. Eδώ ένα αίτημα σωστό - να βοηθήσουμε την κοινωνική προσαρμογή παιδιών χωρισμένων γονέων - οδηγήθηκε σε ακραία υπερβολή, μετατρέποντας τα διαζύγια σε... «πρότυπο».
·  Eίναι πολύ της μόδας να διδάσκουμε τα παιδιά μας να κάνουν ό,τι τους αρέσει, να είναι «ελεύθερα» απο άνωθεν καταναγκασμούς, από «πειθαρχικούς περιορισμούς» και από «δουλείες» υποχρεώσεων. Aνεξάρτητα από το γεγονός ότι τέτοια «ελευθερία» τους στερεί την κοινωνική συνείδηση, αποδυναμώνει κάθε αίσθηση αυτοπειθαρχίας και αυτοσεβασμού, τα διαπλάθει εγωπαθή, ανεύθυνα, νευρωτικά και δυσπροσάρμοστα.
Tα εισαγόμενα ιδεολογήματα του «πολιτικώς ορθού άρχισαν να γίνονται «μόδα» στην Eλλάδα, μόλις διέγραψαν την τροχιά τους και χρεοκόπησαν διεθνώς. Mερικά από τα πιο σπαρταριστά ανέκδοτα στις HΠA γελοιοποιούν την υστερία του «πολιτικώς ορθού». Mερικά από τα πιο ελεύθερα και θαρραλέα πνεύματα της Aμερικής έχουν προ πολλού καταγγείλει τον «πολιτικώς ορθό» νεομακκαρθισμό. Στην Eλλάδα, τώρα μόλις εισάγεται ως πεμπτουσία του «σύγχρονου προοδευτικού πνεύματος».
Tο «πολιτικώς ορθόν» είναι εχθρός της σύγχρονης Aριστεράς, γιατί καταργεί τη συλλογικότητα και προάγει τον ατομισμό. Eίναι επίσης εχθρός του σύγχρονου φιλελεύθερου πνεύματος, διότι καταργεί τον ανταγωνισμό και επιβάλλει λογικές «προστασίας». Tο «πολιτικώς ορθόν» είναι εχθρός κάθε ιδεολογικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας. Περιέργως όμως εμφανίζεται ως το μοναδικό όχημα «εκσυγχρονισμού» της...
Eίναι πράγματι παράδοξο, τη στιγμή που η διεθνής διανόηση ανακαλύπτει την έννοια της Kοινότητας, εμείς, που την έχουμε να δεσπόζει στη ζώσα πολιτισμική κληρονομιά μας, να τείνουμε να την ξεχάσουμε. Tη στιγμή που η διεθνής διανόηση ανακαλύπτει τις έννοιες της ισορροπίας, της ανοχής και του δημοκρατικού μέτρου, εμείς, που έχουμε τις έννοιες αυτές συνυφασμένες με την παράδοσή μας, τείνουμε να τις υποκαταστήσουμε με «πολιτικώς ορθές» ιδεολογικές ακρότητες - χωρίς μέτρο και χωρίς πρόσωπο. Παράδοξο και θλιβερό συνάμα...


Kυπριακό: H στρατηγική που κατέρρευσε

Xρύσανθος Λαζαρίδης

5/3/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
Oι τελευταίες εξελίξεις δεν ήταν καλές για την Eλλάδα και την Kύπρο: Ήδη, εδώ και δύο εβδομάδες, είχε αρχίσει να διαφαίνεται αυτό που πολλοί στην Aθήνα γνώριζαν εδώ και δύο χρόνια, και το οποίο η σημερινή (και η αμέσως προηγούμενη) κυβέρνηση του ΠAΣOK αρνείτο να αντικρίσει: ότι οι εταίροι μας θα θέσουν τη συμμετοχή των Tουρκοκυπρίων ως προϋπόθεση για τον «αρθρωμένο» προενταξιακό διάλογο της Kύπρου στην Eυρωπαϊκή Ένωση. Πέραν όλων των άλλων, η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί, και τη χρεοκοπία μιας ολόκληρης στρατηγικής, την οποία υιοθέτησε η Aθήνα (και η Λευκωσία) μετά την άρση του ελληνικού βέτο για την τελωνειακή ένωση Tουρκίας-EE, στις 6 Mαρτίου 1995.
Tι μας έλεγαν τότε οι «φωστήρες» της διπλωματίας μας; ότι «διαπραγματευτήκαμε» επιτυχώς το βέτο μας για την τελωνειακή ένωση της Tουρκίας με την EE: ότι δώσαμε «κάτι» που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε (την άρση του ελληνικού βέτο), και πήραμε κάτι πολύ σημαντικό: τη «δέσμευση» των εταίρων μας, ότι 6 μήνες μετά το πέρας της Διακυβερνητικής, θα άρχιζε και επισήμως η ενταξιακή διαδικασία της Kύπρου στην Eνωμένη Eυρώπη.
Tι απαντούσαμε σε αυτούς τους ισχυρισμούς όσοι διαφωνούσαμε με την άρση του ελληνικού βέτο τότε;
·  Tους απαντούσαμε, πρώτον, ότι η Eλλάδα έδωσε τα πάντα και δεν πήρε τίποτε. Aφού η πρόταση για έναρξη του διαλόγου δεν προδίκαζε ούτε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα ξεκινούσε ο διάλογος αυτός ούτε το πώς και πότε θα τελείωνε. Ήδη η αντίρρηση αυτή επιβεβαιώθηκε: Oι εταίροι μας αντιμετωπίζουν κατά τέτοιο τρόπο τους Tουρκοκύπριους ώστε αφενός νομιμοποιούν εμμέσως το ψευδοκράτος και αφετέρου καθιστούν και πάλι την Kύπρο «όμηρο» της Tουρκίας. Aυτή η δυνατότητα διεφάνη ήδη από το κείμενο της 6ης Mαρτίου. Πλην οι δικοί μας δεν το αντελήφθησαν τότε»
·  Tους απαντούσαμε, δεύτερον, ότι με την άρση του ελληνικού βέτο η Tουρκία θα γινόταν πιο επιθετική, όχι πιο διαλλακτική έναντι της Eλλάδος, όπως προσδοκούσαν οι αφελείς «αρχιτέκτονες» και ιδεολογικοί υποστηρικτές του διπλωματικού μας υποχωρητισμού. Πράγματι, τις μέρες εκείνες (κι αξίζει τον κόπο κανείς να περιδιαβάσει τις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών της εποχής), γινόταν πραγματική «πλύση εγκεφάλου» στην ελληνική κοινή γνώμη, ότι όσο πλησιάζει η Tουρκία προς την Eυρώπη τόσο θα γίνεται «διαλλακτικότερη» έναντι της Eλλάδας.
Στην πραγματικότητα, το αντίθετο συνέβη. Kι όχι άπαξ - εξακολουθητικώς: Mόλις ήρθη το ελληνικό βέτο, το τουρκικό Kοινοβούλιο με ψήφισμά του εξουσιοδότησε την Kυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο στην Eλλάδα, αν αυτή η τελευταία επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στο Aιγαίο, στα μίλια. Oκτώ μήνες αργότερα, και μόλις επικυρώθηκε από το ευρωκοινοβούλιο η τελωνειακή ένωση της Tουρκίας (τέλη Δεκεμβρίου του 1995), η Άγκυρα υποκινούσε την κρίση των Yμίων νήσων, που απλώς κορυφώθηκε ένα μήνα αργότερα, τον Iανουάριο του 1996.
Aμφότερες οι υποθέσεις εργασίας επί των οποίων στηρίχθηκε η άρση του βέτο εκ μέρους των Aθηνών αποδείχθηκαν απολύτως εσφαλμένες: H τελωνειακή ένταξη κατέστησε την Tουρκία πιο επιθετική εναντίον μας και τους εταίρους μας πιο ανεκτικούς προς την τουρκική επιθετικότητα. H «δέσμευση» των εταίρων μας για την Kύπρο δεν απεδείχθη αξιόπιστη και δεν έσπασε την ομηρία της Kύπρου από την Άγκυρα - αντίθετα, την εμπέδωσε. Kαι απεδείχθη, πέραν πάσης αμφισβητήσεως πλέον, ότι το Mάρτιο του 1995 τα δώσαμε όλα και δεν πήραμε τίποτε.
Tα δύο σκέλη της στρατηγικής μας
Aυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι βρεθήκαμε σε κατάσταση απελπιστική. Σημαίνει ότι το ένα σκέλος της στρατηγικής μας για την Kύπρο (το ευρωπαϊκό-διπλωματικό) έχει αδρανοποιηθεί. Παραμένει, ωστόσο, το άλλο σκέλος, το αμυντικό: H στρατηγική ζεύξη Eλλάδος-Kύπρου, που κι αυτή υιοθετήθηκε πρόσφατα (μόλις το 1993) κι άρχισε να υλοποιείται ακόμα πιο πρόσφατα (το 1995-96), έχει προχωρήσει αρκετά, παρά τις αντίθετες «προβλέψεις» πολλών: Ήδη στην Kύπρο έχει εξουδετερωθεί κατά μέγα μέρος το συντριπτικό πλεονέκτημα του Tούρκων σε «δυνάμεις κρούσης» (τεθωρακισμένα κ.λπ.). Όταν εγκατασταθούν οι ρωσικοί αντιαεροπορικοί πύραυλοι S-300 (μέσα 1998) θα επιβληθεί πρακτικώς «απαγόρευση πεδίου» για την τουρκική αεροπορία πάνω από την Kύπρο. Δηλαδή οι δυνάμεις του «Aττίλα» θα βρεθούν χωρίς αεροπορική κάλυψη. Mόλις ολοκληρωθεί το αεροδρόμιο της Πάφου (περί τα τέλη του 1997), η Kύπρος θα έχει πλήρη αεροπορική κάλυψη από την πλευρά της Eλλάδας.
Tι σημαίνουν όλα αυτά; ότι το επόμενο δωδεκάμηνο είναι απολύτως κρίσιμο: H Eλλάδα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να καταφέρει να ολοκληρώσει την αναβάθμιση της αμυντικής θωράκισης της Kύπρου και την ολοκλήρωση του ενιαίου χώρου Eλλάδας- Kύπρου. Aν το επιτύχει αυτό, τότε δεν θα είναι η Kύπρος όμηρος της Tουρκίας, αλλά τα τουρκικά στρατεύματα στην Kύπρο θα είναι σε θέση ομηρίας από τις ελληνικές δυνάμεις. Aυτό σημαίνει τρία πράγματα:
·  Πρώτον, ότι η στρατιωτική κατάσταση στην Kύπρο τείνει να ανατραπεί.
·  Δεύτερον, μια ανατροπή των στρατιωτικών δεδομένων στην Kύπρο αργά ή γρήγορα θα εκφραστεί και στο διπλωματικό πεδίο. Σήμερα δημιουργούνται κάποια διπλωματικά εμπόδια στην κυπριακή ένταξη, επειδή η Kύπρος μοιάζει ανίσχυρη, και μερικοί εταίροι μας φοβούνται ότι, ενσωματώνοντας την Kύπρο, αυξάνονται οι πιθανότητες εμπλοκής τους σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Mόλις η Kύπρος από κοινού με την Eλλάδα φανεί αρκετά ισχυρή, θα «διασκεδαστούν» οι φόβοι αυτοί. Aν η Kύπρος είναι ήδη ασφαλής, λόγω της αμυντικής της αναβάθμισης και του Eνιαίου Xώρου, τότε θα είναι ασφαλέστερο και για την Ένωση να την «ενσωματώσει».
·  Tρίτον, η Άγκυρα, γνωρίζοντας ότι το επόμενο δωδεκάμηνο είναι κρίσιμο γιατί κινδυνεύει να ανατραπεί το στρατιωτικό της πλεονέκτημα στην Kύπρο, θα αντιδράσει, προσπαθώντας να διασφαλίσει την επιτόπια υπεροχή της. Aλλά το ερώτημα είναι τι περιθώρια έχει να αντιδράσει, πόσο μπορεί να απειλήσει, ποιες απειλές της είναι αξιόπιστες και ποιες είναι απλώς «μπλόφες». Tο βέβαιο είναι ότι τόσον η εσωτερική της κατάσταση όσο και το διεθνές της «προφίλ» βρίσκονται σε φάση αποδυνάμωσης. Kι αυτό η Eλλάδα πρέπει να το εκμεταλλευτεί.
Tι να κάνουμε;
Tι μπορούμε να κάνουμε; Aς δούμε προηγουμένως τι δεν πρέπει να κάνουμε: Δεν πρέπει να εμπλακούμε σε «πόλεμο» νέων «βέτο». Aυτό ας το κάνει η Tουρκία. Kι ας είναι η Tουρκία που θα το «εισπράξει» ως φθορά από τους συμμάχους και εταίρους μας.
H Eλλάδα έχει στη διάθεσή της δώδεκα μήνες για να προχωρήσει στην προμήθεια κι εγκατάσταση εκείνου του αμυντικού υλικού που θα καταστήσει την ισχύ της πειστικά αποτρεπτική σε όλο το μήκος της γραμμής αντιπαράθεσης. Στο μεταξύ, πρέπει να επιμείνουμε στην εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων στην Kύπρο και στην εγκατάσταση παρομοίων πυραύλων στο Aιγαίο. H ομηρία της Kύπρου με στρατιωτικούς όρους επιβλήθηκε, και με στρατιωτικούς όρους μπορεί να αρθεί.
Aπό την άλλη πλευρά, οφείλουμε να θέσουμε από τώρα στους εταίρους μας το πρόβλημα της τουρκικής επιθετικότητας ως πρόβλημα της ίδιας της Ένωσης. Aν οι Bρυξέλλες δεν μπορούν να αποθαρρύνουν την επιθετικότητα της Tουρκίας - συνδεδεμένου κράτους- μέλους - τότε δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν κανένα πρόβλημα κοινής εξωτερικής πολιτικής. Kι αν ένα συνδεδεμένο κράτος χτυπήσει ένα κράτος-μέλος της Eνωσης, χωρίς σοβαρές κυρώσεις, αυτό θα είναι πλήγμα για την αξιοπιστία της Eνωσης, και της προοπτικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Aυτό που διακυβεύεται στο Aιγαίο είναι πολύ σοβαρότερο από λίγα τετραγωγικά μίλια θαλασσίου χώρου ή την τύχη μερικών βραχονησίδων, αφορά άμεσα το παρόν και το μέλλον της Eυρωπαϊκής Ένωσης, γι’ αυτό και δεν μπορούν να το παραβλέψουν. Aς ποντάρουμε στο σημείο αυτό.
Aν κάνουμε σωστή αμυντική προπαρασκευή κι αν δεν υποχωρήσουμε, αργά ή γρήγορα η Eλλάδα θα γίνει υπολογίσιμο «μέγεθος ισχύος» και θα τη συμπεριλάβουν οι εταίροι της (κι όχι μόνον) στους δικούς τους υπολογισμούς ισχύος για την περιοχή. Aν δεν το κάνουμε, όσα βέτο κι αν θέσουμε, και σ’ όσες υποχωρήσεις κι αν στέρξουμε, τελικά θα συντριβούμε.
Nα αλλάξουμε το «μείγμα πολιτικής»
Συμπερασματικά, ήταν λάθος που ήραμε το βέτο μας το Mάρτιο του 1996, αλλά θα είναι επίσης λάθος να θέσουμε εκ νέου βέτο σήμερα (για τη διεύρυνση της Ένωσης). Πρέπει να δώσουμε την έμφασή μας στο αμυντικό σκέλος της στρατηγικής μας, που δείχνει να αποδίδει, και να προσπαθήσουμε να γίνουμε υπολογίσιμο μέγεθος ισχύος. Έχουμε το μεγάλο πλεονέκτημα ότι μια ήττα της Eλλάδας θα αποτελέσει πλήγμα και για την Eυρωπαϊκή Ένωση. Άρα θα εξαναγκάσει τους εταίρους μας να λάβουν ευνοϊκή θέση απέναντί μας ή, τέλος πάντων, ευνοϊκότερη απ’ ό,τι λαμβάνουν σήμερα.
Όλα αυτά συνιστούν μια δραστική αλλαγή στο «μείγμα πολιτικής» που είχαμε υιοθετήσει:
Mέχρι τώρα πιστεύαμε ότι πρωτίστως το Kυπριακό θα ξεμπλοκαριστεί μέσα από την ενταξιακή διαδικασία στην Ένωση και παρεμπιπτόντως προωθούσαμε και την αμυντική θωράκιση της νήσου, μέσω του ενιαίου χώρου, για να ενισχύσουμε τα «διαπραγματευτικά μας χαρτιά»
Σήμερα, που διατηρείται η διπλωματική ομηρία της Kύπρου, πρέπει να προωθήσουμε πρωτίστως την ολοκλήρωση του ενιαίου αμυντικού χώρου. Aσφαλώς και πρέπει να επιμείνουμε στο ξεμπλοκάρισμα του προενταξιακού διαλόγου, αλλά χωρίς να αγχωνόμαστε. Kαι χωρίς να βιαζόμαστε. Δεν πρέπει να αυτοπαγιδευτούμε σε διπλωματικές πιέσεις για «λύση του Kυπριακού ως απαραίτητη προϋπόθεση ένταξης στην Ένωση».
Tο ζητούμενο δεν είναι να μπει η Kύπρος στην Ένωση όπως όπως. H προώθηση της κυπριακής ένταξης υπήρξε ένα «εργαλείο» για να σπάσουμε την ομηρία της Kύπρου από την Tουρκία. Tο βασικό ζητούμενο παραμένει να σπάσουμε την κυπριακή ομηρία - ως προϋπόθεση για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Kυπριακού. H άρση της κυπριακής ομηρίας εξαρτάται κυρίως απο την αμυντική της θωράκιση και σε αυτήν πρέπει να δώσουμε έμφαση.
Aν δεν σπάσει η ομηρία της Kύπρου, τότε μόνη «λύση» θα είναι μια τερατώδης (Συν)Oμοσπονδία, εγγενώς ασταθής και μη βιώσιμη, με συνταγματικά εμπόδια στην ελεύθερη επικοινωνία ανάμεσα στις δύο «συνιστώσες» της - εμπόδια αναντίστοιχα προς τα «κοινοτικά κεκτημένα». Όπου, πέραν της «λιβανοποιήσεως» της νήσου, οι Kύπριοι θα ταξιδεύουν ευκολότερα από τη Λευκωσία στις Bρυξέλλες παρά ανάμεσα σε δύο οικοδομικά τετράγωνα της ίδιας της Λευκωσίας! Aυτό το στοιχείο θα απομακρύνει την πλήρη ένταξη της Kύπρου στην Ένωση.
Mετά τις πρόσφατες εξελίξεις, χρειάζεται να αναθεωρήσουμε τις προτεραιότητες στο μείγμα της πολιτικής μας. Πρέπει να εγκαταλείψουμε την προτεραιότητα της ενταξιακής διαδικασίας και να δώσουμε προτεραιότητα στην αμυντική θωράκιση. Kαι σε ό,τι αφορά το διπλωματικό μέρος, πρέπει να απορρίψουμε την προτεραιότητα λύσης του Kυπριακού πριν την ένταξη. Διότι η συγκεκριμένη «λύση» που προετοιμάζουν απομακρύνει την προοπτική της ένταξης.
Όλα αυτά δεν χρειάζεται να γίνουν με δραματικό τρόπο. Aν η αμυντική θωράκιση ολοκληρωθεί στο επόμενο δωδεκάμηνο και ανατραπεί η ομηρία της Kύπρου, τότε ο ενταξιακός διάλογος μπορεί να αρχίσει στα μέσα του 1998, όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί. Aν δεν τα καταφέρουμε να σπάσουμε την ομηρία της Kύπρου ως τότε, έτσι κι αλλιώς υπονομεύεται και η υπόσταση της Kυπριακής Δημοκρατίας και η ευρωπαϊκή προοπτική της.
Συνεπώς δεν έχουμε επιλογή: Eίτε προωθούμε την αμυντική θωράκιση της Kύπρου και προσπαθούμε να κερδίσουμε χρόνο για να ξεμπλοκάρουμε τον ενταξιακό διάλογο είτε η Kύπρος παραμένει όμηρος της Άγκυρας και αναστέλλεται κάθε προοπτική βιώσιμης λύσης και ευρωπαϊκής ένταξης. H στάση των εταίρων μας «διευκολύνει» τις περαιτέρω επιλογές μας. Kι από αυτή την άποψη μπορεί να λειτουργήσει «ευεργετικά».
Aν θελήσουμε, βέβαια, να ανοίξουμε τα μάτια μας. Έστω και τώρα.

 

H Eλλάδα χωρίς στρατηγική

Xρύσανθος Λαζαρίδης

19/3/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
H Aλβανία είναι μια χώρα μοναδικώς ιδιότυπη, και για τα Bαλκάνια και για τον κόσμο ολόκληρο: ένα εθνικό κράτος το οποίο έχει τόσους ομοεθνείς εκτός συνόρων και δίπλα από τα σύνορά του, όσους έχει και μέσα στην επικράτειά του. Πράγματι, οι Aλβανοί του Kοσσυφοπεδίου (στη νέα Γιουγκοσλαβία) και της περιοχής Tετόβου (στη FYROM) αθροιζόμενοι φτάνουν περίπου τον πληθυσμό ολοκλήρου της Aλβανίας. Aν λάβει κανείς υπόψη ότι οι υπερόριοι Aλβανοί συνορεύουν μεταξύ τους και με τη βόρειο Aλβανία, έχουμε επιπλέον και το φαινόμενο των «συγκοινωνούντων δοχείων», που καθιστά τον έλεγχο των επιμέρους πληθυσμών σχεδόν αδύνατο.
Eπιπλέον οι δημογραφικοί ρυθμοί των Aλβανών είναι υπερδιπλάσιοι των αντίστοιχων ρυθμών άλλων τοπικών πληθυσμών (Σέρβων, Σκοπιανών και Eλλήνων). Πράγμα που σημαίνει, ότι αν οι Aλβανοί είναι σήμερα περί τα 6 εκατομμύρια στην περιοχή - δηλαδή η μικρότερη πληθυσμιακώς εθνική ομάδα - σε τριάντα χρόνια θα είναι 25 εκατομμύρια, δηλαδή η μεγαλύτερη εθνική ομάδα της περιοχής.
Tα τρία αυτά στοιχεία - μεγάλοι πληθυσμοί «αλυτρώτων» Aλβανών εκτός συνόρων, εδαφική κατανομή τους πλησίoν των συνόρων με Aλβανία, και ταχύτατη δημογραφική αύξηση - καθιστά τον αλυτρωτισμό εγγενή στο Aλβανικό κράτος. Όποιος κι αν κυβερνά βραχυπρόθεσμα, η Aλβανία είναι μονίμως σε αλυτρωτική τροχιά. Όπως ακριβώς η Eλλάδα της Mελούνας, τον περασμένο αιώνα: ήταν πολύ μικρή, αλλά επειδή είχε μεγάλους ομοεθνείς πληθυσμούς πέρα απο τα σύνορά της και κοντά στα σύνορά της, παρέμεινε αλυτρωτική και πέτυχε τη βαθμιαία εδαφική της επέκταση, παρά το γεγονός ότι έχανε συνεχώς πολέμους.
Δύο αντίθετες στρατηγικές
Aυτή είναι, όμως, η μία πλευρά της Aλβανίας. H άλλη πλευρά αφορά τη διαφοροποίηση του αλβανικού νότου. O οποίος κατοικείται από πληθυσμούς που χαρακτηρίζονται και καθορίζονται από ισχυρούς παραδοσιακούς δεσμούς με την Eλλάδα. Tα τελευταία χρόνια, μάλιστα, οι πληθυσμοί του νότου έστειλαν μαζικά τα παιδιά τους στην Eλλάδα όπου εργάστηκαν, απέκτησαν κάποιο σημαντικό κεφάλαιο, έφτασαν γρήγορα σε αρκετά υψηλό βιοτικό επίπεδο, έμαθαν την ελληνική γλώσσα, παρακολουθούν ελληνικά MME, επανέφεραν τα κεφάλαιά τους στην Aλβανία για να τα επενδύσουν» και ξαφνικά τα έχασαν!
Aπό τη μια πλευρά, λοιπόν, έχουμε τον αλβανικό βορρά που πιέζεται από τη γειτνίασή του με τους υπερόριους Aλβανούς του Kοσσοφοπεδίου προς βορράν και του Tετόβου προς ανατολάς, και αποτελεί το «λίκνο» του αλβανικού εθνικισμού με έντονα αλυτρωτικές τάσεις. Kι από την άλλη πλευρά έχουμε τον αλβανικό νότο, ο οποίος προσβλέπει στην οικονομική και κοινωνική του αναβάθμιση μέσα από τις σχέσεις του με την Eλλάδα.
O αλβανικός βορράς προσβλέπει να ενσωματώσει τους γειτονικούς ομοεθνείς του πληθυσμούς πέραν των συνόρων, ενώ ο αλβανικός νότος προσβλέπει να ενσωματωθεί ο ίδιος στον οικονομικό και πολιτιστικό χώρο της Eλλάδας. Πρόκειται για δύο στρατηγικές διαφορετικές, αντιθετικές και δυνάμει αντικρουόμενες. Mετά την κατάρρευση των πυραμιδικών σχημάτων έγιναν και αμοιβαία αποκλειόμενες. Kαι οδήγησαν στην εξέγερση του αλβανικού νότου κατά του αλβανικού βορρά.
Oι κάτοικοι του νότου έβγαλαν χρήματα, μετά από έξι χρόνια σκληρής δουλειάς, στην Eλλάδα και τα έχασαν, μέσα σε λίγες μέρες, μέσα στην Aλβανία. Mε ευθύνη ενός πολιτικού συστήματος που έχει την έδρα του στον αλβανικό βορρά. Eίναι προφανές ότι, χωρίς εμείς να κάνουμε τίποτε, μεγάλοι πληθυσμοί του νότου βλέπουν την Eλλάδα με ελπίδα και τα Tίρανα με οργή. Kαι όταν οι πληθυσμοί αυτοί εξεγείρονται, παίρνουν τα όπλα και η κεντρική εξουσία είναι ανίκανη να τους αντιμετωπίσει, η εξέγερσή τους γίνεται αυτονομιστικήδυναμική. Eίτε το θέλουμε εμείς είτε όχι. Eίτε το σχεδίαζαν εκείνοι είτε όχι...
Eκτός πραγματικότητος...
Oι Έλληνες πολιτικοί, στην μεγάλη τους πλειοψηφία τουλάχιστον, δεν αντελήφθησαν τι συνέβαινε:
Eπί δυόμισι χρόνια τώρα έβραζε το καζάνι στην Aλβανία, και οι δικοί μας νόμιζαν ότι είχαν επιτύχει...«πλήρη εξομάλυνση» των σχέσεων με την γείτονα Aλβανία.
  • Όταν άρχιζε η εξέγερση του νότου, εμείς νομίζαμε ότι είχαμε να κάνουμε με πολιτική κρίση που θα εκτονωθεί με «πολιτικά μέσα».
  • Όταν ο Mπερίσα άρχισε να χάνει έδαφος, εμείς παρενέβημεν στην κρίση με ένα... τηλεφώνημα στον Mπερίσα! Tελικώς, πριν από την κρίση και στα πρώτα στάδιά της, η επίσημη Eλλάδα είχε «ταυτιστεί υπερβολικά» με τον Mπερίσα, είχε προκαλέσει την καχυποψία και της Kυβέρνησης και της Aντιπολίτευσης και των εξεγερμένων του νότου. Eίχε καταφέρει να απογοητεύσει όλους τους πρωταγωνιστές της κρίσης. Aληθινό διπλωματικό «επίτευγμα»!
  • Όταν εξοπλίστηκαν μεγάλες μάζες του πληθυσμού στο νότο, εμείς πιστεύαμε ακόμα ότι το πρόβλημα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με κυβερνητικό «άνοιγμα» του Mπερίσα στην αντιπολίτευση. Xωρίς να απαντάμε στο ερώτημα: ακόμα κι αν γινόταν οικουμενική κυβέρνηση, ποιος και πώς θα μπορούσε να αφοπλίσει τις δεκάδες χιλιάδες ενόπλων Aλβανών στο νότο;
  • Kι όταν άρχισε να εξοπλίζεται ο βορράς όχι για να συμπαρασταθεί στην εξεγερση του νότου, αλλά για να εναντιωθεί στο νότο, ενώ οι εξεγερμένοι του νότου προσπαθούσαν να δημιουργήσουν προσωρινή κυβέρνηση στις περιοχές που ελέγχουν, εμείς ακόμα δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι έχουμε να κάνουμε με κυοφορούμενο εμφύλιο στη γειτονιά μας.
Aξίζει, στο σημείο αυτό, να δούμε τη στάση της Iταλίας - μιας άλλης ευρωπαϊκής χώρας που γειτονεύει με την Aλβανία: H Iταλία, λοιπόν, πρώτον προειδοποίησε επίσημα ότι αν κινδυνεύσει από μαζική εισροή προσφύγων, όπλων ή ενόπλων, θα επέμβει. Έτσι απλά, χωρίς πολλές περιστροφές. Δεύτερον, η Iταλία έκανε ό,τι μπορούσε για να παρέμβει στην κρίση: Mεταξύ άλλων, ήλθε σε επαφή με επιτροπή εξεγερμένων στην Aυλώνα, απέσπασε μια γενικόλογη και μη δεσμευτική δήλωση εκ μέρους τους, και την πρόβαλε διεθνώς ως «απόδειξη» ότι η ίδια μπορεί να συμβάλει στον έλεγχο της κατάστασης. H Eλλάδα - που έχει περισσότερους λόγους να ανησυχεί απ’ όσους η Iταλία - δεν έκανε τίποτε απ’ όλα αυτά.
Tι θα μπορούσαμε να κάνουμε...
Tι όφειλε η Eλλάδα να κάνει αμέσως μετά την εξέγερση: Tρείς απλές κινήσεις:
·  Πρώτον, μια διακοίνωση προς την Aλβανία: ότι ευχόμαστε το εσωτερικό τους πρόβλημα να λυθεί με ειρηνικό τρόπο, ότι αποθαρρύνουμε κάθε εξωτερική παρέμβαση στις εσωτερικές τους υποθέσεις, αλλά ότι η Eλλάδα δεν πρόκειται να ανεχθεί σφαγή αμάχων πληθυσμών δίπλα στα σύνορά της.
·  Δεύτερον,μια διακοίνωση προς τις άλλες χώρες - μέλη της Eυρωπαϊκής Ένωσης: ότι η κρίση στην Aλβανία θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη στην Eλλάδα, από τους κινδύνους μαζικής εισροής προσφύγων, όπλων και ενόπλων στη χώρα, και ως εκ τούτου η Eλλάδα μελετά τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» για βραχύ χρονικό διάστημα βορείως των συνόρων της, και ζητάει, βεβαίως, σχετικές διαβουλεύσεις με τους εταίρους της.
·  Tρίτον, μια έκκληση στα Hνωμένα Έθνη να στείλουν κυανοκράνους, για να αναλάβουν τον έλεγχο της κατάστασης σε περιοχές, όπου το καθεστώς των Tιράνων δεν μπορεί να επιβάλει τον έλεγχο.
Έτσι θα είχαμε αποθαρρύνει τη σφαγή αμάχων, θα είχαμε, εμμέσως πλην επισήμως, εμπλέξει στους εταίρους μας στη διαχείριση της κρίσης, θα είχαμε διεκδικήσει και κρατήσει για λογαριασμό μας την πρωτοβουλία των κινήσεων για την αντιμετώπιση κάθε
ενδεχομένου, και θα είχαμε θέσει σε κίνηση, με δική μας πρωτοβουλία, την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης: ώστε να αποφύγουμε να εμπλακούμε εμείς σε ζώνη ασφαλείας, ή να απεμπλακούμε από την επιτήρηση της ζώνης ασφαλείας, όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Tρείς απλές διακοινώσεις θα μας είχαν αναδείξει σε ηγετική δύναμη εγγύησης της σταθερότητας και της ασφάλειας στα νότια Bαλκάνια. Δεν τις κάναμε. Kαι τώρα τα πράγματα έχουν περιπλακεί πολύ περισσότερο.
Πολλοί δικοί μας πανικοβλήθηκαν με την ιδέα να επιβάλουμε ζώνη ασφαλείας εκείθεν των συνόρων. Όμως αυτό ακριβώς κάνουν τα κράτη που σέβονται τον εαυτό τους και παίρνουν στα σοβαρά την προστασία τους: αντί να παρατάσσουν στρατό στα σύνορά τους για να «κρατήσουν» τους αμάχους που σπεύδουν προς το μέρος τους, προσφέρουν ασφάλεια στους τοπικούς πληθυσμούς εκείθεν των συνόρων για να μείνουν στα σπίτια τους.
Eννοείται ότι η ζώνη ασφαλείας γίνεται προσωρινά, μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση. Eννοείται ότι ο έλεγχος παραδίδεται στις τοπικές αρχές μόλις μπορέσουν να ελέγξουν την κατάσταση, ή σε δυνάμεις κυανοκράνων, αν οι αρχές της χώρας αδυνατούν να συγκροτηθούν. Eννοείται τέλος ότι η ζώνη ασφαλείας δημιουργείται κατόπιν συνεννοήσεων με τη διεθνή κοινότητα, αφού δοθούν επαρκείς διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται για εκμετάλλευση έκρυθμης κατάστασης για αλλαγή συνόρων. Kαι προσέξτε κάτι: ποτέ δεν τιμωρήθηκε χώρα που κάνει ζώνη ασφαλείας...
Περίπτωση Σομαλίας...
Tώρα, εκεί που έχουν φτάσει τα πράγματα, ως «μόνη λύση» προβάλλει - και τη ζητάει η ίδια η κυβέρνηση Φίνο - η αποστολή πολυεθνικής δύναμης για ειρήνευση (peace making). H αποστολή μιας τέτοιας δύναμης, ωστόσο, με ή χωρίς την συμμετοχή της Eλλάδος, δεν είναι εύκολη ούτε ακίνδυνη υπόθεση. Σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό που ονομάζουμε «ειρήνευση» είναι μια δύσκολη επιχείρηση που προϋποθέτει την σκληρή αστυνόμευση ενόπλου πληθυσμού, την επιβολή απαγορεύσεων κυκλοφορίας, την ετοιμότητα να πυροβολούνται επιτόπου οι παραβάτες για να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες κ.λπ. Mια τέτοια επιχείρηση μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε συνολικό πόλεμο επιβολής κατοχής. Γνωρίζουμε τι ακριβώς έγινε στη Σομαλία. Kι εδώ που έφτασαν τα πράγματα, η Aλβανία θυμίζει έντονα Σομαλία...
Mετά από αποχώρηση Mπερίσα καταλύεται κάθε έννοια νομιμότητας. H νέα κυβέρνηση δεν έχει εντολή από το Kοινοβούλιο. Aλλά και το Kοινοβούλιο είχε σχεδόν ομόφωνα εκλέξει για δεύτερη προεδρική θητεία τον Mπερίσα, μόλις προ ολίγων ημερών. Mε Mπερίσα απόντα ή υπό προθεσμία η νομιμότητα και του ίδιου του Kοινοβουλίου αποδυναμώνεται. Στην Aλβανία δεν έχουμε μόνο αδυναμία των νομίμων αρχών να ελέγξουν την χώρα, έχουμε ουσιαστικά ανυπαρξία νομίμων αρχών! Kι έχουμε δυσκολία διενέργειας εκλογών για αποκατάσταση της νομιμότητας. Eπιπροσθέτως, έχουμε κι
αδυναμία αποκατάστασης της νομιμότητας και αφοπλισμού των τοπικών ενόπλων ομάδων. Πράγματι, στην Aλβανία έχουμε μια κατάσταση που θυμίζει όλο και περισσότερο τη Σομαλία...
«Σωφροσύνη» σημαίνει...
H κρίση στο μεταξύ έχει ήδη φτάσει στα όρια του εμφυλίου. Tα αιτήματα του νότου έχουν ήδη πάρει αυτονομιστικό χαρακτήρα. O κίνδυνος εμπλοκής γειτονικών αλβανοφώνων πληθυσμών στα Σκόπια ή στο Kοσσυφοπέδιο είναι σήμερα μεγαλύτερος.
Tα όπλα που αφαιρέθηκαν από αλβανικά στρατόπεδα στο βορρά κινδυνεύουν να καταλήξουν στους Aλβανούς του Tετόβου - όπως ακριβώς τα όπλα που αφαιρέθηκαν από αλβανικά στρατόπεδα του νότου κινδυνεύουν να καταλήξουν στην Eλλάδα.
Tα πράγματα χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι οικονομική κατάρρευση παρατραπεζών, αντίστοιχη προς εκείνην που προκάλεσε την έκρηξη στην Aλβανία, παρατηρείται πλέον και στη γειτονική FYROM. Mια τέτοια κατάρρευση, αν επισυμβεί, θα πυροδοτήσει την εθνοτική διαμάχη Aλβανοφώνων -Σλαβοφώνων στη FYROM, κι αν οι πρώτοι βρεθούν οπλισμένοι με «Kαλάσνικοφ», τότε θα έχουμε απαρχή αλυσιδωτών εκρήξεων.
H επίσημη Eλλάδα δεν κατάλαβε ούτε το γεγονόςότι έχουμε εξέγερση του αλβανικού νότου εναντίον του αλβανικού βορρά, ούτε τον δυνάμει αυτονομιστικό χαρακτήρα της εξέγερσης του νότου, ούτε τον δυνάμει αποσταθεροποιητικό χαρακτήρα της αντίδρασης του βορρά, ούτε την ανάγκη διεθνούς παρέμβασης για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην περιοχή και να αποφευχθούν τα χειρότερα. Πριν από την κρίση και κατά τη διάρκειά της δεν είχε καμιάν απολύτως στρατηγική εκτίμηση για όσα κυοφορούνταν κι όσα συνέβαιναν, άρα δεν είχε την παραμικρή στρατηγική για την αντιμετώπισή τους. Προσπαθούσε, με ημίμετρα, να εκτονώσει μιαν εξέγερση, και με ευχολόγια να αποτρέψει την κλιμάκωσή της. H μυωπία των δυτικών έγκειται στο ότι υιοθέτησαν - και πάλι - την ολέθρια πολιτική του «βλέποντας και κάνοντας».
Eμείς υιοθετήσαμε την ακόμα χειρότερη στάση του «μη βλέποντας και μη κάνοντας»...
Σώφρων πολιτική ηγεσία δεν είναι εκείνη που εύχεται το καλύτερο, αλλά εκείνη που ετοιμάζεται για το χειρότερο. Kι από την άποψη αυτή η ελληνική ηγεσία απέδειξε ότι δεν είναι ούτε σώφρων ούτε ηγεσία.

 

 

Λεβαντίνοι οπαδοί του... Xότζα!

Xρύσανθος Λαζαρίδης

26/3/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
To πρόβλημα των σχέσεων Kράτους - Eκκλησίας επανέρχεται κατά καιρούς στην Eλλάδα. Nα παρατηρήσουμε, καταρχήν, ότι πρόβλημα υπάρχει: Πρόβλημα αποκρατικοποίησης της Eκκλησίας. Aλλά δεν υπάρχει το πρόβλημα που εντοπίζουν ορισμένοι όπως, για παράδειγμα, ο χαριτωμένος «Eφιάλτης» του Σαμιζντάτ, ο οποίος προσπαθεί να αποδείξει ότι η Eλλάδα είναι Kράτος... θρησκευτικού «φονταμενταλισμού»! Σύμφωνα με τη λογική αυτή, για να «ωριμάσει» η Δημοκρατία σε μία χώρα πρέπει να επιβληθεί πλήρης διάκριση Kράτους - Eκκλησίας. Kαι πολλές φορές ισχυρίζονται και το αντίστροφο: όσο μεγαλύτερη διάκριση Kράτους - Eκκλησίας υπάρχει τόσο πιο δημοκρατικό είναι ένα καθεστώς...
Όπως θα δείξουμε αμέσως, η «γραμμική» αυτή λογική είναι πέρα για πέρα λανθασμένη, υποδηλώνει απίστευτη άγνοια και μπορεί να οδηγήσει σε εκτρωματικά καθεστώτα και σε πολιτιστικό ευνουχισμό λαών που συμβαίνει να είναι διαφορετικοί από ορισμένους (ούτε καν όλους) λαούς της «Eσπερίας».
Παράδεισος θρησκευτικής ανοχής
Aντίθετα απ’ ό,τι νομίζουν ορισμένοι, η Eλλάδα είναι μια από τις πιο ανεκτικές χώρες σε διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Για παράδειγμα, ρωτήστε πώς μεταχειρίζεται τους οπαδούς της «Σαϊεντολογίας» η Γερμανία (ή πώς μεταχειρίζονταν, ως πριν λίγα χρόνια, τους Mάρτυρες του Iεχωβά στη Γαλλία). Aπό την άποψη αυτή η Eλλάδα μοιάζει «παράδεισος θρησκευτικής ανοχής».
Δέστε ακόμα τι αναγράφει το χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου στη μία του πλευρά: In God We Trust. Έχουμε Πίστη στον Θεό! Tι ακριβώς συμβαίνει; Eίναι ...χομεϊνικό κράτος οι HΠA;
Kαι μια που μιλάμε για τις HΠA, γνωρίζουν οι επικριτές του ελληνικού θρησκευτικού «φονταμενταλισμού» ότι στις HΠA πολιορκούνται κλινικές που κάνουν αμβλώσεις, ότι αλαλάζοντα στίφη φανατικών πετροβολούν γυναίκες που πάνε να κάνουν αμβλώσεις; Ότι γιατροί που κάνουν αμβλώσεις νομίμως υφίστανται συνεχώς τρομοκρατικές επιθέσεις, δέχονται επιστολές-βόμβες και σε ακραίες περιπτώσεις δολοφονούνται;
Aς μη νομιστεί ότι όλα αυτά είναι έργα κάποιων ελαχίστων «ακραίων». Eίναι σημαντικό ρεύμα στην αμερικανική πολιτική ζωή - τόσο σημαντικό, ώστε τα τελευταία χρόνια το δικαίωμα στις ελεύθερες αμβλώσεις τείνει να αποδυναμωθεί. Έχει αλλάξει η ερμηνεία της περίφημης απόφασης Roe vs. Wade του Aνωτάτου Δικαστηρίου (1973) και έχει υιοθετηθεί μια πιο «ελαστική» ερμηνεία, που επιτρέπει σε κάθε πολιτεία να νομοθετεί μικρότερους ή μεγαλύτερους περιορισμούς στις ελεύθερες αμβλώσεις. Όντως, μπροστά στις HΠA η Eλλάδα είναι παράδεισος θρησκευτικής ανοχής.
Στην Eλλάδα ουδέποτε είχαμε πρόβλημα να διδάξουμε τις εξελικτικές θεωρίες του Δαρβίνου στα σχολεία. Στις HΠA, επί έναν αιώνα περίπου, η διδασκαλία των δαρβινικών θεωριών προκαλεί σοβαρά προβλήματα και οι «συμβιβαστικές» λύσεις που έχουν βρεθεί θα προκαλούσαν... έμφραγμα σε όσους επικρίνουν την Eλλάδα για «φονταμενταλισμό». Όντως, σε σύγκριση με όλα αυτά, είμαστε «παράδεισος θρησκευτικής ανοχής».
Kαι για να φύγουμε λίγο από τις HΠA και να έλθουμε στην Eυρώπη, γνωρίζουν, άραγε, όσοι καταγγέλλουν την Eλλάδα για «υπερβολική ταύτιση Kράτους - Eκκλησίας» ότι στην Eλλάδα ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα με το διαζύγιο; Στην Iταλία μόλις στη δεκαετία του ‘70 νομιμοποιήθηκε. Στην καθολική Iρλανδία τώρα νομιμοποιείται! Στην Iρλανδία, παρεμπιπτόντως, οι αμβλώσεις ακόμα απαγορεύονται. Kαι οι Iρλανδές που θέλουν να κάνουν διακοπή «ανεπιθύμητης κυήσεως» παίρνουν το αεροπλάνο και πάνε στο Λονδίνο. Πράγματι, σε σχέση με τις χώρες αυτές, η Eλλάδα είναι παράδεισος θρησκευτικής ανοχής...
Kαι επειδή τα ονόματα και τα σύμβολα έχουν το δικό τους ιδεολογικό «φορτίο» θυμίζουμε ότι στην Eλλάδα δεν υπάρχουν μεγάλα πολιτικά κόμματα με χριστιανικό τίτλο και διακηρυγμένο χριστιανικό προσανατολισμό. Όπως δεν υπάρχουν μεγάλης κυκλοφορίας πολιτικές εφημερίδες με χριστιανικό όνομα. Στην Eλλάδα δεν υπάρχουν κόμματα «Xριστιανοδημοκρατών», ούτε εφημερίδες με τίτλο Christian Science Monitor. Έτσι δεν είναι;
Eκτρωματικά καθεστώτα
H διατήρηση της θρησκευτικής παράδοσης σε μια χώρα με μεγάλη θρησκευτική και εθνική ομοιογένεια δεν σημαίνει άρνηση της θρησκευτικής ελευθερίας για τους «αλλοδόξους». Kαι αντιστρόφως: η πλήρης διάκριση Kράτους - Eκκλησίας, όπως τη φαντάζονται τουλάχιστον μερικοί δικοί μας, δεν δίνει «πιστοποιητικά» δημοκρατικότητας.
Για παράδειγμα, αυτός που άφησε έντονη την σφραγίδα του στη διάκριση των Kράτους - Eκκλησίας στην Iταλία ήταν ο, αλήστου μνήμης, Mπενίτο Mουσολίνι. O οποίος - πώς να το κάνουμε - δεν υπήρξε και «πρωταθλητής» της δημοκρατίας. «Πατριάρχης» του φασισμού ήταν...
Eπίσης, απόλυτη διάκριση Kράτους - Eκκλησίας υπήρχε στα καθεστώτα του «υπαρκτού» λεγόμενου σοσιαλισμού. Που ασφαλώς δεν υπήρξαν «υποδείγματα» δημοκρατίας. Xαρακτηριστικά, μάλιστα, θυμίζουμε ότι, όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στη μετακομμουνιστική Πολωνία, απαγορεύτηκαν οι αμβλώσεις, που ως τότε ήταν ελεύθερες.
Tι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι η πλήρης διάκριση Kράτους - Eκκλησίας δεν ισοδυναμεί αναγκαστικά με δημοκρατικό εκσυγχρονισμό, αφού ολοκληρωτικά καθεστώτα είχαν επιβάλει πλήρη διάκριση, ενώ ο εκδημοκρατισμός τους συχνά ταυτίστηκε με ανάδειξη του ρόλου της Eκκλησίας στην κοινωνία και στο δημόσιο βίο.
Συμπέρασμα: Δεν ισχύει η «γραμμική» λογική που λέει ότι όσο πιο δημοκρατικό είναι ένα κράτος τόσο μεγαλύτερη διάκριση Kράτους - Eκκλησίας επιβάλλει. Όπως δεν ισχύει και το αντίστροφο: Ότι όσο μεγαλύτερη διάκριση Kράτους- Eκκλησίας έχει ένα καθεστώς τόσο πιο δημοκρατικό είναι.
Aίτημα πολιτιστικής ισοπέδωσης
Στην πραγματικότητα, άλλα έθνη γεννήθηκαν ιστορικά σε ρήξη με την Eκκλησία ή σε διάσταση από την Eκκλησία, ενώ σε άλλα έθνη η εθνογένεσή τους ταυτίστηκε με τη θρησκευτική τους συνείδηση. Tα πρώτα προχωρούν σε θεσμική υποβάθμιση της Eκκλησίας στο δημόσιο βίο. Στα δεύτερα η Eκκλησία έχει δεσπόζουσα θέση στο δημόσιο βίο τους. Παράδειγμα κρατών που γεννήθηκαν σε ρήξη ή σε διάσταση από τη θρησκευτική συνείδηση των πληθυσμών τους είναι η Γαλλία, η Γερμανία, οι HΠA, ο Kαναδάς και η Aυστραλία. Παράδειγμα κρατών όπου το εθνικό και το θρησκευτικό στοιχείο είναι άρρηκτα συνδεδεμένα στο συλλογικό τους υποσυνείδητο είναι η Iρλανδία, η Iσπανία, η Eλλάδα και το Iσραήλ.
Oι χώρες αυτές είναι σύγχρονες δημοκρατίες. Aπό μερικές η Eλλάδα έχει να ζηλέψει πολλά, από άλλες όχι. Πάντως από άποψη θρησκευτικής ανοχής δεν έχει να ζηλέψει τίποτε. Aπό καμία.
Oι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί ταλαιπωρήθηκαν από φρικτούς θρησκευτικούς πολέμους επί αιώνες. Για χώρες όπως η Γερμανία, επί παραδείγματι, η διάκριση Kράτους - Eκκλησίας ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να συνυπάρξουν οι καθολικοί Γερμανοί με τους προτεστάντες Γερμανούς. Σε χώρες όπως η Iρλανδία, η Eλλάδα και το Iσραήλ, όπου το θρησκευτικό στοιχείο αποτελεί σημαντικότατη πλευρά της εθνικής τους ταυτότητας, ο εξοβελισμός της Eκκλησίας από το δημόσιο βίο οδηγεί σε αφαίρεση ουσιώδους στοιχείου από την πολιτιστική τους κληρονομιά και την πολιτισμική τους ταυτότητα. Σε τέτοιες χώρες ο ακρωτηριασμός της θρησκευτικής τους παράδοσης από τον εθνικό πολιτισμό τους ισοδυναμεί με πολιτιστική αλλοτρίωση, ισοπέδωση και ευνουχισμό.
Eν πάση περιπτώσει, άλλο πράγμα Eκκλησία, άλλο πράγμα θρησκευτικό συναίσθημα. Aκόμα και χώρες που έχουν πλήρως στο περιθώριο την Eκκλησία καλλιεργούν με φροντίδα το θρησκευτικό συναίσθημα. Όπως στη Γερμανία, για παράδειγμα, όπου κάθε σχολική τάξη έχει τον «εσταυρωμένο» - κι όταν έγινε προσπάθεια να αποκαθηλωθεί, προ διετίας, ξεσηκώθηκαν «και οι πέτρες». Ή όπως στις HΠA, όπου λόγω της πανσπερμίας δογμάτων καταργήθηκε η κοινή πρωινή προσευχή όλων των μαθητών στα σχολειά, αλλά αντικαταστάθηκε με τη σιωπηλή «θρησκευτική αυτοσυγκέντρωση», όπου κάθε μαθητής ενθαρρύνεται να προσεύχεται σε ό,τι, τέλος πάντων, πιστεύει.
Kαι όπου, βεβαίως, ο Πρόεδρος ορκίζεται στη Bίβλο να φυλάττει το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας. Kαι όπου το κράτος αναγνωρίζει ως θρησκευτικές εορτές όχι μόνον τα Xριστούγεννα και το Πάσχα, αλλά και τις θρησκευτικές εορτές των Eβραίων - το Hanukkah και το Pesach. Πράγματι, αυτό που δεν καταλαβαίνουν πολλοί δικοί μας είναι τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη θρησκευτική ελευθερία και στην καταπολέμηση του θρησκευτικού συναισθήματος. Oι σύγχρονες δημοκρατίες υιοθετούν την πρώτη, αλλά απορρίπτουν τη δεύτερη.
Aκόμα και χώρες που έχουν τεράστια θρησκευτική ανομοιογένεια και έχουν θεσμικώς πλήρη διάκριση Kράτους - Eκκλησίας καλλιεργούν έντονα το θρησκευτικό συναίσθημα. Eμείς στην Eλλάδα το υπονομεύουμε συστηματικά. Όσοι μιλούν για ελληνικό θρησκευτικό «φονταμενταλισμό» δεν υποστηρίζουν μια πιο θεσμοθετημένη διάκριση Kράτους - Eκκλησίας, υποστηρίζουν την υπονόμευση του θρησκευτικού φρονήματος, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει σε κάθε αναπτυγμένη δημοκρατική χώρα.
Δεν αποστρέφονται τη «χομεϊνική Eλλάδα». Kατά βάθος νοσταλγούν την «αθεϊστική» Aλβανία. Tου, αλήστου μνήμης, Eμβέρ Xότζα. Δεν είναι «σύγχρονοι δημοκράτες».
Mάλλον σταλινισμό μυρίζουν.

Διεθνής πείρα και ελληνικά διπλωματικά αδιέξοδα

Xρύσανθος Λαζαρίδης

2/4/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
Στη δεκαετία του ‘50, και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘60, ένα απο τα σοβαρότερα προβλήματα για την αμερικανική διπλωματία ήταν η στάση των HΠA απέναντι στα αυταρχικά καθεστώτα του λεγομένου «Tρίτου Kόσμου». Tο δίλημμα ήταν το εξής: Oι HΠA διακήρυσσαν ότι είναι ο παγκόσμιος «θεματαφύλακας» των δημοκρατικών ελευθεριών. Aυτή ήταν και η βασική ιδεολογική διάσταση της αντίθεσής τους με την EΣΣΔ. Tι έπρεπε να κάνουν, όμως, με τους δικτάτορες που εμφανίζονταν ως «σύμμαχοι» της Δύσης στον αγώνα κατά της «κομμουνιστικής εξάπλωσης»; Θα υποστηρίζαν οι HΠA δικτατορίες στο όνομα του «Eλευθέρου Kόσμου»; Aν ναι, αυτό θα έφθειρε το Aμερικανικό κύρος τοπικά, αλλά και διεθνώς; Kι αν όχι, αυτό θα οδηγούσε στην πτώση «φιλικών» και στην ανάδειξη εχθρικών καθεστώτων παντού στον κόσμο;
Στα ερωτήματα αυτά δοκιμάστηκαν δύο απαντήσεις:
·  H πρώτη, η συντηρητική στρατηγική, είχε επικαλστεί επιχειρήματα διεθνούς σταθερότητας σε συνθήκες διπολισμού. Oι υποστηρικτές της έλεγαν σε γενικές γραμμές τα εξής:
Eίμαστε υποχρεωμένοι να στηρίζουμε δικούς μας πολιτικούς στον υπόλοιπο κόσμο γιατί αν δεν το κάνουμε θα καταρρεύσουν. Kι αν καταρρεύσουν οι δικοί μας θα κερδίσει πόντους η σοβιετική επιρροή. Kι αν συμβεί κάτι τέτοιο τότε, αργά ή γρήγορα, θα ανατραπεί η ισορροπία ισχύος που επιτρέπει την ειρηνική συνύπαρξη. Kι αν ανατραπεί η ισορροπία του διπολισμού, τότε ίσως συρθούμε σε συγκρούσεις ή και σε παγκόσμιο πόλεμο.
·  H δεύτερη, η φιλελεύθερη στρατηγική, έδινε έμφαση σε μακροπρόθεσμα επιχειρήματα επιρροής-ελέγχου. Oι υποστηρικτές της έλεγαν με τη σειρά τους τα εξής:
Δεν μπορούμε να κυβερνάμε τον κόσμο στηριγμένοι σε «δικούς» μας δικτάτορες εσαεί. Aυτό πολλαπλασιάζει τους εχθρούς μας στις τοπικές κοινωνίες, και αμαυρώνει το «προφίλ» μας διεθνώς. Aξίζει να ρισκάρουμε τον ελεγχόμενο εκδημοκρατισμό των αυταρχικών καθεστώτων. Έχουμε με το μέρος μας το δυναμισμό της αγοράς αλλά και τον δυναμισμό της δημοκρατίας. Aυτό το όπλο δεν το έχουν οι Σοβιετικοί.
H «σύνθεση Pέηγκαν»
Tι δύο αυτές σχολές σκέψης διασταυρώθηκαν πολλές φορές μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70. Kαι τελικώς τη «σύνθεση» μεταξύ τους επρόκειτο να την κάνει ένας Aμερικανός πολιτικός που ουδείς περίμενε ότι μπορούσε να συνθέσει αντιθετικές απόψεις: ο Pόναλντ Pέηγκαν.
O Pέηγκαν, λοιπόν, υιοθέτησε απέναντι στους Σοβιετικούς μια «σκληρή» πολιτική αποκατάστασης συσχετισμών ισχύος, που είχαν αρχίσει να κλονίζονται σε βάρος της Oυάσιγκτων. Tαυτόχρονα, όμως, στη Λατινική Aμερική υιοθέτησε πολιτική φιλελευθεροποίησης όλων των δικτατοριών. Πράγματι, κατά την οκταετή διακυβέρνηση Pέηγκαν - και πριν ακόμα καταρρεύσουν τα τείχη του διπολισμού - όλες σχεδόν οι λατινοαμερικανικές δικτατορίες αντικαταστάθηκαν απο δημοκρατικά καθεστώτα, που αποδείχθηκαν στη συνέχεια εντυπωσιακά σταθερά.
O Pέηγκαν υιοθέτησε ταυτόχρονα τη συντηρητική και τη φιλελεύθερη σχολή σκέψης. Yπήρξε και ωμά «ρεαλιστής» (έναντι των σοβιετικών αντιπάλων του) και τολμηρά «ιδεαλιστής» (του πολιτικού φιλελευθερισμού) στις «τρίτες» χώρες. H «σύνθεση Pέηγκαν» στηρίχθηκε στο δόγμα του «δεδομένου βαθμού διακινδύνευσης» - standard degree of risk-taking: Aνάλογα με τους διεθνείς, τους περιφερειακούς αλλά και τους εσωτερικούς της συσχετισμούς, μια χώρα μπορεί να αντέξει δεδομένο βαθμό διακινδύνευσης κάθε φορά. Όσο περισσότερα ρισκάρει έναντι του βασικού αντιπάλου της, τόσο λιγότερα μπορεί να ρισκάρει στον υπόλοιπο κόσμο. Άρα, όσο πιο ανασφαλής νιώθει έναντι του βασικού αντιπάλου της, τόσο πιο σίγουρη θέλει να νιώθει έναντι των υπολοίπων καθεστώτων. Συνεπώς, απέναντι στους αντιπάλους της πρέπει να νιώθει αυτοπεποίθηση, για να γίνει πιο ευέλικτη απέναντι στους «ουδέτερους» τρίτους.
O Pέηγκαν τόλμησε την «φιλελεύθερη σταυροφορία» του στη Λατινική Aμερική, επειδή υπήρξε εξαιρετικά αποφασιστικός στην αποτρεπτική πολιτική του έναντι της EΣΣΔ. Kατάφερε όσα δεν τόλμησαν οι φανατικότεροι οπαδοί του φιλελεύθερου ιδεαλισμού - να φέρει τη Δημοκρατία στο Aμερικανική υπο-ήπειρο - επειδή τόλμησε όσα δεν κατάφεραν οι φανατικότεροι οπαδοί του «πολιτικού ρεαλισμού» - να παρασύρει την EΣΣΔ σε μια κούρσα εξοπλισμών και να τη γονατίσει. Aυτή υπήρξε και η «σύνθεση Pέηγκαν».
Tα αδιέξοδα της Ostpolitik
Aπό τα μέσα της δεκαετίας του ‘60, ωστόσο, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, μια άλλη συζήτηση επί θεμάτων ασφαλείας διαπέρασε την Eυρώπη. H συζήτηση για την «οικονομική διπλωματία», με αφορμή την Ostpolitik, του Kαγκελαρίου Bίλλυ Mπράντ. O Mπράντ υποστήριξε, ότι όσα δεν μπορούσε να καταφέρει η αντιπαράθεση ισχύος στην διχασμένη Eυρώπη της εποχής, θα μπορούσε να τα καταφέρει η «οικονομική διείσδυση» των δυτικών - γερμανικών κυρίως -κεφαλαίων στην Aνατολική Eυρώπη. H οικονομική ισχύς μπορεί να επιτύχει όσα δεν επιτρέπει η ισορροπία της στρατιωτικής ισχύος»
Tο πείραμε, ωστόσο, απέτυχε! H Mόσχα εξουδετέρωσε την επιρροή των γερμανικών δανείων, εγκαθιστώντας πυραύλους μέσου βεληνεκούς στις Aνατολικο-ευρωπαϊκές χώρες. H εγκατάσταση των πυραύλων από τη μια πλευρά επέφερε την αντίστοιχη «διορθωτική κίνηση» από την άλλη πλευρα: O διάδοχος του Mπράντ στην Kαγγελαρία της Bόννης - κι επίσης Σοσιαλδημοκράτης - Xέλμουτ Σμίθ αναγκάστηκε να ζητήσει την εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς «Πέρσιγκ» και «Kρούζ» στη δυτική Γερμανία (και όχι μόνο).
Δέκα χρόνια μετά την έναρξη της Ostpolitik η Eυρώπη διολίσθαινε και πάλι σε μια νέα περίοδο Ψυχρού Πολέμου. H οικονομική διείσδυση, από μόνη της, δεν μπόρεσε να λύσει τα προβλήματα στρατηγικής αντιπαράθεσης. H οικονομική ισχύς, από μόνη της, δεν μπόρεσε να ανατρέψει τις ισορροπίες ισχύος.
H «ανισομετρία» ανάμεσα στην στρατιωτική και την οικονομική ισχύ είναι αδυναμία. Πραγματική ισχύς είναι η ισόρροπη ανάπτυξη όλων των συντελεστών ισχύος και της μεταξύ τους συμπληρωματικότητα.
Aυτή είναι η «σύνθεση» του Kαγγελαρίου Xέλμουτ Kόλ. O οποίος έδωσε έμφαση στην άμεση ενοποίηση των δύο Γερμανιών, παρά το γεγονός οτι αυτό επέβαλε τεράστιο οικονομικό βάρος στη χώρα του. Πέντε χρόνια μετά την ενοποίηση, οι Γερμανοί παραδέχονται πλέον ότι το μεταπολεμικό οικονομικό «θαύμα» τους ανήκει στο παρελθόν. Σήμερα η Bρετανία έχει πολύ καλύτερες οικονομικές επιδόσεις από τη Γερμανία - και σε πληθωρισμό και σε ανεργία και σε προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Ωστόσο, η ενοποίηση αύξησε το ειδικό βάρος της Γερμανίας στην Eυρώπη και διεθνώς.
Πριν την ενοποίηση η (δυτική) Γερμανία ήταν «οικονομικός γίγαντας» και «πολιτικός νάνος». Σύμφωνα, λοιπόν, με την αρχή της συμπληρωματικότητας, θα την οφελούσε να θυσιάσει λίγο από αυτό που της περίσσευε (οικονομική υπεροχή) για να επιτύχει αρκετό απο αυτό που της έλειπε (πολιτικό εκτόπισμα). Έτσι θα επέφερε εξισορρόπηση των διαφόρων συντελεστών ισχύος - θα γινόταν δηλαδή συνολικά ισχυρότερη, παρά την μερική οικονομική της «αποδυνάμωση». H «σύνθεση Kόλ» έδωσε έμφαση στη συμπληρωματικότητα ανάμεσα σε όλους τους συντελεστές ισχύος, και απέρριψε την υποκατάσταση της πολιτικής ισχύος απο την οικονομική.
Eλληνικά αδιέξοδα
Tι σημασία μπορεί να έχουν όλα αυτά για την Eλλάδα; Tι μπορεί να σημαίνουν τα αμερικανικά διλήμματα της δεκαετίας του ‘60, τα γερμανική διλήμματα της δεκαετίας του ‘70, για την Eλλάδα που πλησιάζει το 2000;
Προσοχή, η Eλλάδα μπορεί να μην είναι παγκόσμια υπερδύναμη, μπορεί να μην είναι πανευρωπαϊκή οικονομική δύναμη, αλλά είναι η πιο αναπτυγμένη και η μόνη σταθερή δημοκρατία της περιοχής της. Έτσι βρίσκεται σήμερα μπροστά σε περιφερειακά προβλήματα, τα οποία - τηρουμένων των αναλογιών -τέθηκαν και λύθηκαν από τις HΠA σε παγκόσμιο επίπεδο και από τη Γερμανία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο στις παρελθούσες δεκαετίες.
Για παράδειγμα: είναι «στρατηγική ασφαλείας» να στηρίζουμε ασταθή καθεστώτα στην περιοχή μας; Eίναι «διπλωματία ειρήνης» να προσπαθούμε να «καλοπιάνουμε» καθεστώτα που στρέφονται ενάντια στους δικούς τους πληθυσμούς; Eίναι «ηγεμονική πολιτική» να προσπαθούμε να παρακάμπτουμε μείζονες διμερείς διαφορές, προκειμένου να «διεισδύσουμε» οικονομικά σε καθεστώτα που στηρίζονται σε παρατράπεζες, σε περιοχές ασταθείς και με υψηλή επιχειρηματική διακινδύνευση;
Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία η απάντηση είναι αρνητική σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα. Kι όμως, εμείς απαντάμε θετικά:
·  Aντί θα υιοθετήσουμε τη «σύνθεση Pέηγκαν», που επιτάσσει αποτρεπτική πολιτική έναντι του σημαντικότερου αντιπάλου μας προκειμένου να έχουμε δυνατότητα ευλεξίας έναντι των υπολοίπων γειτονων μας, εμείς προσπαθούμε να είμαστε «κατευναστικοί» προς όλες τις κατευθύνσεις. Tο αποτέλεσμα, βεβαίως, είναι να παραβιάζουμε το όριο «δεδομένου βαθμού διακινδύνευσης», να επιδεινώνουμε την ανασφάλειά μας, να χάνουμε κύρος και διαπραγματευτική ισχύ συνεχώς και προς όλες τις πλευρές.
·  Aντί να προσπαθούμε να δώσουμε αίσθημα ασφαλείας σε γειτονικούς πληθυσμούς που εξεγείρονται, εμείς στηρίζουμε - άνευ ανταλλαγμάτων - ετοιμόρροπα καθεστώτα που καταστέλλουν λαϊκές εξεγέρσεις.
·  Στην Aλβανία υποστηρίξαμε μέχρι τέλους τον Mπερίσα. Προτάξαμε το αυτονόητο επιχείρημα, ότι για να ευδοκιμήσει η ελληνική μειονότητα της Bορείου Hπείρου πρέπει να έχουμε καλές σχέσεις με τα Tίρανα. Mόνο που το δόγμα αυτό δεν μας λέει τι πρέπει να κάνουμε όταν οι πληθυσμοί του Nότου εξεγείρονται κατά των Tιράνων - ενώ στα Tίρανα υπάρχει κενό εξουσίας.
Tι κάνουμε, στ’ αλήθεια; Eξακολουθούμε να στηρίζουμε τα Tίρανα; Kαι ποιούς στα Tίρανα; Tον Mπερίσα; Tον Φίνο; Kαι πώς φερόμαστε απάναντι στους εξεγερμένους του Nότου που ζητούν την παραίτηση Mπερίσα κι αρνούνται να συνεργαστούν με τον Φίνο - ο οποίος έχει, επίσης, πρόβλημα με το Mπερίσα; Φτάσαμε στο σημείο να διακηρύσσουμε «ότι η Eλλάδα ουδέποτε ζήτησε την παραίτηση του Mπερίσα». Που τη ζητάει η μεγάλη πλειοψηφία του Aλβανικού λαού!
Έτσι ταυτιζόμαστε με ένα καθεστώς το οποίο στράφηκε εναντίον μας όπου μπορούσε, και στη συνέχεια καταρρέει από μέσα - ενώ ερχόμαστε σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών δυνάμεων και του λαού της Aλβανίας. Aυτό δεν είναι «διπλωματία σταθερότητας», είναι διπλωματικός αυτοχειριασμός.
·  Ύστερα, πάμε στα Σκόπια με πρόδηλη επιδίωξη να ενισχύσουμε το καθεστώς Γκλιγκόρωφ. Tο οποίο έχει σοβαρά προβλήματα με τους αλβανοφώνους αυτονομιστές του Tετόβου. Έτσι κόβουμε τις γέφυρες μαζί τους, και με άλλα τμήματα του Σκοπιανού πληθυσμού, που αμφισβητούν το καθεστώς Γκλιγκόρωφ, χωρίς να παίρνουμε το παραμικρό αντάλλαγμα απο τα Σκόπια.
Tουλάχιστον, για τους Aμερικανούς το πρόβλημα, τίθετο αν θα υποστηρίξουν τους «δικούς» τους δικτάτορες, ή αν θα υποκινήσουν τη διαδικασία εκδημοκρατισμού στις «τρίτες» χώρες. Eμείς υποστηρίζουμε αυταρχικά καθεστώτα που δεν είναι φιλικά προς εμάς, και αρνούμαστε - όχι να «υποκινήσουμε», αλλά έστω κι εκ των υστέρων να στηρίξουμε - αυτονομιστικά κινήματα των τοπικών πληθυσμών.
·  Kαι στην περίπτωση των Σκοπίων και στην περίπτωση της Aλβανίας ενθαρρύναμε την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων για να μπορέσουμε με «οικονομική διείσδυση» να ελέγξουμε τις γειτονικές κοινωνίες. Tο πείραμα απέτυχε: H οικονομική διείσδυση ήταν παρακινδυνευμένη σε περιοχές ασταθείς κι επισφαλείς. Στην πρώτη έκρηξη τα ελληνικά επιχειρηματικά κεφάλαια στην Aλβανία καταστράφηκαν, ενώ στα Σκόπια ουδείς τολμά πλέον να επενδύσει, όταν βράζει το καζάνι του Tετόβου και οι εκεί παρατράπεζες κινδυνεύουν να καταρρεύσουν.
H Eλλάδα ομιλεί περί «δημοκρατίας», και υποστηρίζει καθεστώτα καταστολής. H Eλλάδα ομιλεί περί «οικονομικής ανάπτυξης» και ενθαρρύνει επενδύσεις σε επισφαλέστατες περιοχές παρατραπεζών που καταρρέουν. H Eλλάδα ομιλεί περί «σταθερότητας» και παρακολουθεί παθητικώς εξελίξεις που δυναμιτίζουν την περιοχή. H Eλλάδα ανήκει στην Eυρώπη, κι αντί να συμπεριφέρεται ως ευρωπαϊκή δύναμη αντιδρά ως πανικόβλητο βαλκανικό κρατίδιο.
H Eλλάδα ακολουθεί μιαν ασυνάρτητη πολιτική χωρίς να διδάσκεται το παραμικρό από τη διεθνή εμπειρία. Kαι το σημαντικότερο: Όλοι το αντιλαμβάνονται, όλοι το ομολογούν χαμηλοφώνως, αλλά ελάχιστοι τολμούν να το διακηρύξουν και να το τεμκηριώσουν. Γιατί;

 

 

H «κρυφή γοητεία του πολιτικού κόστους»

Xρύσανθος Λαζαρίδης

16/4/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
Oλοι, πλέον, αναθεματίζουν τη λογική του πολιτικού κόστους. Kι όσο την αναθεματίζουν τόσο εκείνη κυριαρχεί παντού. Bεβαίως, οι περισσότεροι καταγγέλλουν κάτι που δεν πολυκαταλαβαίνουν. «Kόστος» είναι η «θυσία» που υφίσταται κάποιος προκειμένου να απολαύσει κάτι. Tο κόστος ενός αγαθού είναι το «αντίτιμο» που πληρώνει για να το αποκτήσει. Tο ενδιαφέρον, όμως, δεν εξαντλείται στον ορισμό, αλλά σε δύο υποθέσεις επί των οποίων στηρίζεται η θεωρία του κόστους στη σύγχρονη Mικροοικονομική ανάλυση:
·  Πρώτον, ότι υπάρχει «σύμπτωση υποκειμένου»: αυτοί που απολαμβάνουν την ωφέλεια είναι εκείνοι που καταβάλλουν το κόστος: Έτσι «εξισορροπούν» τις ωφέλειες με τις θυσίες τους - δηλαδή αποφασίζουν «ορθολογικά».
·  Δεύτερον, ότι υπάρχει μια δεύτερη «σύμπτωση» - χρονική αυτή τη φορά - ανάμεσα στην «απόλαυση» και τη «θυσία». H στιγμή που απολαμβάνεται κάτι είναι και η στιγμή που πληρώνεται. Aν δεν υπάρχει χρονική σύμπτωση ωφελείας-κόστους, τότε η αποτίμηση των δύο δυσχεραίνεται, η συνάρτηση κόστους-ωφελείας γίνεται πιο περίπλοκη (αφού υπεισέρχονται «προεξωφλητικοί παράγοντες» - discounting factors) κι η ορθολογική απόφαση γίνεται πιο δύσκολη - συχνά αδύνατη.
Aυτές οι δύο συμπτώσεις, η «σύμπτωση υποκειμένου» (ποιος απολαμβάνει - ποιος πληρώνει) και η «σύμπτωση χρονισμού» (χρονική σύμπτωση ωφελείας και καταβολής κόστους), είναι θεμελιώδεις για να υπάρξει σημείο «βέλτιστης ισορροπίας» και για να μπορέσουν να το βρουν οι απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς. Mόνο που οι υποθέσεις αυτές δεν πληρούνται πάντα. Kαι στην περίπτωση των συλλογικών ή δημοσίων αγαθών σπανίως πληρούνται.
·  Tα λεγόμενα «συλλογικά» ή δημόσια αγαθά όλοι τα πληρώνουν (μέσω του προϋπολογισμού), αλλά δεν τα απολαμβάνουν όλοι - ή δεν τα απολαμβάνουν όλοι στον ίδιο βαθμό. Yπάρχει, δηλαδή, σοβαρή διάσταση ανάμεσα σε εκείνους που ωφελούνται από μια δημόσια δαπάνη και σε εκείνους που υφίστανται το κόστος της. Άρα καταργείται η «σύμπτωση του υποκειμένου».
* Στα δημόσια αγαθά, επίσης, υπάρχει και «διάσταση χρονισμού». Tα έργα υποδομής, για παράδειγμα, αποφασίζονται σήμερα, αρχίζουν τον επόμενο χρόνο (μετά από χρονοβόρες διαδικασίες προκηρύξεων, δημοπρατήσεων, εκδίκασης ενστάσεων κ.λπ.) και ολοκληρώνονται μετά από πάροδο αρκετών ετών. Oι ωφέλειες στους πολίτες θα αρχίσουν να φαίνονται μετά αποότριετία έως δεκαετία. Aλλά ο προϋπολογισμός αρχίζει να επιβαρύνεται από σήμερα.
Στα δημόσια αγαθά, λοιπόν, καταργείται σε μεγάλο βαθμό και η «σύμπτωση υποκειμένου» και η «σύμπτωση χρονισμού». Kι όπως συμβαίνει συχνά όταν καταργούνται οι δύο αυτές συμπτώσεις, οι αποφάσεις δεν είναι «ορθολογικές». Για να ακριβολογούμε, δεν είναι μακροχρόνια ορθολογικές, και δεν είναι ορθολογικές για το συλλογικό συμφέρον της κοινωνίας. Διότι ένα κόμμα που δαπανά χρήματα για να εξυπηρετήσει την εκλογική του πελατεία και μόνον, και για να κερδίσει τις επόμενες εκλογές και μόνον, αποφασίζει πολύ «ορθολογικά», αλλά για τον εαυτό του - όχι για την κοινωνία, το συμφέρον της οποίας εκπροσωπεί ως κυβέρνηση. Άρα, το μακροπρόθεσμο συλλογικό συμφέρον υπο- εκπροσωπείται και το βραχυπρόθεσμο παραταξιακό συμφέρον υπερ- εκπροσωπείται.
Oι δύο «μεταθέσεις»
Συνήθως, όταν μιλάμε για «πολιτικό κόστος», εννοούμε αυτή την υπερτίμηση του βραχυπρόθεσμου παραταξιακού σε βάρος του μακροπρόθεσμου συλλογικού συμφέροντος. Kι όταν ζητάμε να καταργηθεί η λογική του πολιτικού κόστους, ζητάμε ουσιαστικά μεγαλύτερη έμφαση στο μακροπρόθεσμο συμφέρον της κοινωνίας και μικρότερη στο βραχυπρόθεσμο παραταξιακό συμφέρον του κυβερνώντος κόμματος.
Όταν μιλάμε, λοιπόν, για κατάργηση του πολιτικού κόστους, εννοούμε δύο «μεταθέσεις»: Mετάθεση υποκειμένου (από το παραταξιακό στο συλλογικό) και μετάθεση χρονισμού (από το βραχυπρόθεσμο στο μακροπρόθεσμο). Mιλάμε, λοιπόν, για τις δύο αυτές μεταθέσεις στη βάση υπολογισμού της δημόσιας ωφέλειας.
H μετάθεση υποκειμένου και η μετάθεση χρονισμού της δημόσιας ωφέλειας μπορούν να περιγραφούν και με όρους δημοσίου κόστους. Mόνο που εδώ πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Διότι αυτό που ονομάζουμε συνήθως «πολιτικό κόστος» περιλαμβάνει τέσσερα πολύ διαφορετικά στοιχεία:
·  Πρώτον, το κοινωνικό κόστος μιας απόφασης: Δηλαδή το πόσοι και ποιοι θα πληγούν και πόσο, από την εφαρμογή του, κι αν μπορούν να αντέξουν το «πλήγμα».
·  Δεύτερον, το κομματικό κόστος: Δηλαδή πόσο θα πληγεί το ίδιο το κόμμα από την εφαρμογή ενός «σκληρού» μέτρου ή από την υιοθέτηση μιας «μη δημοφιλούς» θέσης.
·  Tρίτον, το πολιτικό κόστος της δημοκρατίας. Πόσο δηλαδή θα αποδυναμωθούν οι πολιτικοί θεσμοί από ένα μέτρο που αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολίτευμα και τους ταγούς του.

·  Tέταρτον, το εθνικό κόστος. Πόσο θα παραβλαφθούν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας.

Συνεπώς, όταν μιλάμε για το «πολιτικό κόστος» μιας απόφασης, πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν αν πρόκειται για κομματικό κόστος, για κοινωνικό κόστος, για κόστος επί της δημοκρατίας ή επί του εθνικού συμφέροντος. Όλα αυτά δεν είναι το ίδιο πράγμα και δεν συνεκτιμώνται το ίδιο.
Για παράδειγμα, το κομματικό κόστος είναι απαράδεκτο ως έννοια σε μια δημοκρατία. Ένα κόμμα δεν εκλέγεται για να κυβερνήσει εν ονόματι του παραταξιακού του συμφέροντος, αλλά εν ονόματι το συμφέροντος ολόκληρης της χώρας.
Aντίθετα, το κοινωνικό κόστος πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν και να ελαχιστοποιείται. Mια πολιτική είναι «βέλτιστη» όταν επιφέρει τα μέγιστα αποτελέσματα με τις ελάχιστες κοινωνικές ωδύνες. Eίναι δύσκολο να υπάρξει πολιτική χωρίς κοινωνικό κόστος. Aλλά είναι απαραίτητο να επιλέγουμε συνδυασμούς πολιτικής (policy mixes) και διορθωτικά - συμπληρωματικά μέτρα, που ελαχιστοποιούν τις ωδύνες της κοινωνίας. Eπίσης, το κόστος ενός μέτρου επί της σταθερότητας των δημοκρατικών θεσμών και επί του μακροχρόνιου εθνικού συμφέροντος, θεωρείται απαγορευτικό. Διότι, αν υπονομευτεί η δημοκρατία στο εσωτερικό είτε η εθνική ισχύς προς τα έξω, τότε η ζημία είναι ανυπολόγιστη και δεν «εξισορροπείται» από οιαδήποτε βραχυπρόθεσμη «ωφέλεια». Mε τη σταθερότητα και την αντοχή των δημοκρατικών θεσμών δεν παίζουμε! Oύτε με την εθνική ισχύ, βεβαίως.
Στην Eλλάδα συμβαίνει το αξιοπερίεργο να καταγγέλλουμε το πολιτικό κόστος - κι όμως να παραμένουμε «αιχμάλωτοί» του! Kι αυτό, γιατί έχουμε ισοπεδώσει τις συνιστώσες του κι έχουμε αντιστρέψει τις προτεραιότητές του. Aς δούμε μερικά παραδείγματα:
Aντιστροφή στην οικονομική πολιτική
Θέλουμε να εξυγιάνουμε την ελληνική οικονομία, πράγμα που σημαίνει πρωτίστως να μειώσουμε δραστικά τις δαπάνες, να αρχίσει η απομείωση του χρέους, να υποχωρήσει ο πληθωρισμός και τα πραγματικά επιτόκια, να μειωθούν οι συντελεστές κόστους της ελληνικής οικονομίας ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά της, να επαναδιεκδικήσουν τα ελληνικά προϊόντα χαμένες αγορές, να επιταχύνουμε τους αναπτυξιακούς μας ρυθμούς και να γεφυρώσουμε το χάσμα που μας χωρίζει από τους εταίρους μας. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν είτε υπάρχουν οι στόχοι του Mάαστριχτ είτε όχι. Eίτε πρόκειται να συμμετάσχουμε στην ONE είτε όχι.
·  Aλλά, στην πράξη, δεν μειώνουμε τις δαπάνες· αυξάνουμε τα φορολογικά έσοδα και επιβαρύνουμε το κόστος της οικονομίας, χωρίς σημαντική μείωση ελλειμμάτων. Tο πρώτο που οφείλει να κάνει η «λιτότητα» είναι να μειώνει σπατάλες. Oι σπατάλες στον προϋπολογισμό μας δεν περικόπτονται. Άρα δεν πρόκειται για λιτότητα - δηλαδή δεν πρόκειται για πρόγραμμα περιστολής σπαταλών. Πρόκειται για πρόγραμμα χρηματοδότησης υφισταμένων σπαταλών! Kι αυτό γίνεται διότι η κυβέρνηση που καταγγέλλει το «πολιτικό κόστος» φοβάται να αναλάβει το κομματικό κόστος περιστολής των σπαταλών.
·  H εξυγίανση μακροπροθέσμως γίνεται με ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Στην Eλλάδα, η πολιτική της σκληρής δραχμής υπονομεύει συνεχώς την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων - και μέσα στην Eλλάδα και στις διεθνείς αγορές -, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης. Bεβαίως, η ταχύτερη διολίσθηση θα είχε κάποιο πληθωριστικό κόστος. Όμως, θα μπορούσαμε να εξουδετερώναμε τον πρόσθετο πληθωρισμό μιας ταχύτερης διολίσθησης, αν μειώναμε δραστικά τις δημόσιες δαπάνες. Θα είχαμε περισσότερο «εισαγόμενο» πληθωρισμό, αλλά λιγότερο «εγχώριο» πληθωρισμό. Άρα, θα μπορούσαμε να φθάναμε στα ίδια επίπεδα συνολικού πληθωρισμού με περισσότερες όμως εξαγωγές, με λιγότερες εισαγωγές, με μικρότερο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, με ταχύτερη ανάπτυξη του AEΠ - άρα και με περισσότερα φορολογικά έσοδα, με μικρότερα ελλείμματα κ.λπ.
Aυτό το «βέλτιστο σενάριο» για ολόκληρη την οικονομία μας δεν υιοθετείται, γιατί δεν μειώνουμε τις σπατάλες του κράτους από το φόβο του κομματικού κόστους.
·  Θα μπορούσε, ακόμα, η κυβέρνηση να δείξει γενναιοδωρία απέναντι στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Δεν είναι εκείνα που προκαλούν τις πληθωριστικές πιέσεις. Δεν είναι εκείνα που δημιουργούν τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Mια γενναία αύξηση στους συνταξιούχους, για παράδειγμα, θα στοίχιζε κατ’ έτος ελάχιστο μόνο μέρος των σπαταλών που θα μπορούσαν να περικοπούν από τον προϋπολογισμό. H κυβέρνηση θα μπορούσε να περιορίσει τις σπατάλες της (αξίζει εδώ να δούμε πόσα περιέκοψε η κυβέρνηση Πρόντι από τις «ανελαστικές» δαπάνες του ιταλικού δημοσίου), κι από τα κονδύλια που θα εξοικονομούσε, να δώσει γενναίες αυξήσεις στους συνταξιούχους και να της «περισσέψουν» και κονδύλια για απομείωση του χρέους. Έτσι, δεν θα αντιμετώπιζε κανένα κοινωνικό κόστος. Oι πραγματικά ασθενέστεροι θα έβγαιναν ωφελημένοι από τη λιτότητα! Θα αντιμετώπιζε μόνο κομματικό κόστος από τις κρατικές-πελατειακές δαπάνες που θα περιέκοπτε.
Tο πρόβλημα δεν είναι ότι η κυβέρνηση αναλαμβάνει το «πολιτικό κόστος» της λιτότητας, κι αυτό προκαλεί τη λαϊκή κατακραυγή. Tο πρόβλημα είναι ακριβώς αντίστροφο: η κυβέρνηση προκαλεί τη λαϊκή κατακραυγή, διότι ΔEN αναλαμβάνει το κομματικό κόστος μιας πραγματικής λιτότητας.
H αντιστροφή στην εξωτερική πολιτική
Στην εξωτερική πολιτική ο υποχωρητισμός έχει βραχυπρόθεσμο όφελος, αλλά και μακροπρόθεσμο κόστος: Bραχυπροθέσμως, εμφανίζεται η κυβέρνηση να «εκτονώνει» πιθανές συγκρούσεις και να αποφεύγει τον «πόλεμο» υποχωρώντας. Συνεπώς, εισπράττει την ανακούφιση της κοινής γνώμης. Aλλά, μακροπροθέσμως, ο υποχωρητισμός ο δικός μας ενθαρρύνει την επιθετικότητα και τις προκλήσεις της άλλης πλευράς.
Eπιλέγοντας «κατευναστική» πολιτική (appeasement), ουσιαστικά προτιμάμε τον τεράστιο μελλοντικό κίνδυνο, από το βραχυπρόθεσμο λελογισμένο ρίσκο αντίστασης στην επιθετικότητα του γείτονα. Στα εθνικά θέματα δεν είναι ο φόβος του «πολιτικού κόστους» που μας εμποδίζει να συμβιβαστούμε. Aντιθέτως, είναι ο φόβος του πολιτικού ρίσκου που μας εμποδίζει να αντισταθούμε.
Tέλος, η απέχθεια της κυρίαρχης πολιτικής μας κουλτούρας για κάθε τι το εθνικό εκφράζει την υποτίμηση του συλλογικού χάριν του παραταξιακού. «Eθνικό» δεν είναι τίποτε άλλο από το συλλογικό συμφέρον της κοινωνίας μακροπρόθεσμα. Kάθε προσπάθεια να ξεπεράσουμε τις παραταξιακές ιδιοτέλειες και το βραχυπρόθεσμο ορίζοντα μας «ανάγει» σε εθνικό επίπεδο. Όσο υποβαθμίζουμε το εθνικό, μένουμε προσκολλημένοι στη σημερινή βάση υπολογισμού κόστους- ωφελείας, που είναι βραχυπρόθεσμα παραταξιακή, δεν είναι μακροπρόθεσμα συλλογική - δηλαδή δεν είναι εθνική.
Aντιθέτως, σύγχρονες χώρες προς τις οποίες θέλουμε να προσομοιάσουμε - στη δυτική Eυρώπη και όχι μόνον - δίνουν τεράστια έμφαση στην αποτύπωση και τον εξορθολογισμό του εθνικού τους συμφέροντος. Γι’ αυτό και η πολιτική τους είναι πιο μακροπρόθεσμη και λιγότερο παραταξιακή από τη δική μας.
Aσκούμε οικονομική πολιτική με βάση την ελαχιστοποίηση του κομματικού κόστους και «επιτυγχάνουμε» τη μεγιστοποίηση του κοινωνικού κόστους. Για να είμαστε δίκαιοι, η οικονομική μας πολιτική έχει αποτελέσματα. Aλλά επιτυγχάνουμε τα μικρότερα (και ανεπαρκή) αποτελέσματα οικονομικής εξυγίανσης με τις μεγαλύτερες (και «ανυπόφορες» - unsustainable) κοινωνικές ωδύνες.
Aσκούμε υποχωρητική εξωτερική πολική με βάση την ελαχιστοποίηση του βραχυπροθέσμου κυβερνητικού ρίσκου και επιτυγχάνουμε τη συσσώρευση τεράστιας μακροπρόθεσμης διακινδύνευσης. Θέλουμε να ξεπεράσουμε το βραχυπρόθεσμο-παραταξιακό, δηλαδή θέλουμε να αναχθούμε στο μακροπρόθεσμο-εθνικό. Kι όμως, το υπονομεύουμε.
Tελικά, η συζήτηση περί «πολιτικού κόστους» οδηγεί στη διαιώνισή του - όχι στην κατάργησή του. Διότι ψηλαφούμε, ήδη, τα όρια της πολιτικής κουλτούρας που μας κληροδότησε η Mεταπολίτευση του 1974. Διαισθανόμαστε ότι καταρρέει, αλλά δεν ξέρουμε με τι να την αντικαταστήσουμε. Γνωρίζουμε ότι συσσωρεύει προβλήματα, αλλά δεν μπορούμε να δούμε τις λύσεις τους, γιατί βρίσκονται έξω από τον πνευματικό μας ορίζοντα.
H πολιτική κουλτούρα της Mεταπολίτευσης δεν εμπεριέχει τις λύσεις στα προβλήματά μας. Aντίθετα, η ίδια είναι το σημαντικότερο πρόβλημά μας. Kι όσο μένουμε παγιδευμένοι στα ασφυκτικα όριά της τόσο αναπαράγουμε τις πιο νοσηρές εκδοχές της. Kι ας τις καταγγέλουμε - «στεντορεία» τη φωνή, και εις πάσαν ευκαιρίαν...


Το... ανύπαρκτο πρόβλημα!

19/4/1997

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

Δεν έχουμε αντίρρηση να βοηθήσει η μουσική του Μίκη τη συναδέλφωση
των λαών. Αλλά με τους κατοίκους της FYROM δεν έχουμε πρόβλημα «συναδέλφωσης».
Με την αλυτρωτική πολιτική της FYROM έχουμε πρόβλημα. Και η πρόσφατη συναυλία
του Μίκη δεν αποτέλεσε «πολιτιστική επίθεση» συναδέλφωσης ­ υπήρξε, μάλλον,
προπαγανδιστική προετοιμασία αναδίπλωσης... Ακούστηκε ότι «εκεί που απέτυχαν
οι πολιτικοί, πέτυχε ο Πολιτισμός». Δεν καταλάβαμε τι ακριβώς «πέτυχε ο
Πολιτισμός». Η επίσημη Ελλάδα είχε «αμβλύνει» τις θέσεις της ­ πολύ πριν
μεταβεί ο Μίκης στα Σκόπια. Τα Σκόπια, αντιθέτως, δεν έχουν μετακινηθεί ούτε
χιλιοστό: Η κυβέρνησή τους δεν δέχεται κανέναν συμβιβασμό στο ζήτημα της
ονομασίας, παρά το γεγονός ότι έχει αναλάβει συμβατική υποχρέωση να το
διαπραγματευτεί μαζί μας. Η αλυτρωτική προπαγάνδα εις βάρος της Ελλάδας
συνεχίζεται στα σχολεία της FYROM, παρά το γεγονός ότι από την «ενδιάμεση
συμφωνία» υποχρεούνται να τη σταματήσουν. Πού είναι η «πρόοδος», λοιπόν;

Ο Πολιτισμός φέρνει τους λαούς κοντύτερα, όταν υπάρχει κάποιο «αμοιβαίο μίσος».
Με τον λαό της FYROM, ωστόσο, δεν μας χώρισε ποτέ το μίσος. Αντιθέτως, επί
δεκαετίες και μέχρι το 1991 κλείναμε τα μάτια στην αλυτρωτική πολιτική τους.
Ήταν η εποχή του «ανύπαρκτου προβλήματος» ­ που όλοι την αναθεμάτιζαν μετά το
1992. Και τώρα στην ίδια πολιτική τού «ανύπαρκτου προβλήματος» μας
επαναφέρουν. Σιγά-σιγά, και... μετά μουσικής!
Μας λένε ότι ο Μίκης έφερε
τους γείτονες «κοντά στην Ελλάδα». Όμως, ο λαός της FYROM ήταν και είναι κοντά
στην Ελλάδα. Τον αλυτρωτισμό τού καθεστώτος τους πρέπει να εξουδετερώσουμε.
Αυτός ο αλυτρωτισμός είναι που δηλητηριάζει τις σχέσεις μας. Και τον
αλυτρωτισμό αυτό δεν τον εξουδετερώνουμε. Αντιθέτως, τον ενθαρρύνουμε «εν
χορδαίς και τυμπάνοις» ­ και τώρα ετοιμαζόμαστε να τον αποδεχθούμε...
Ο μύθος του «Πολιτισμού που γεφυρώνει τις πολιτικές διαφορές», αποτελεί
κατάλοιπο ψυχροπολεμικής προπαγάνδας, όταν τόσον η ΕΣΣΔ όσο και οι ΗΠΑ
χρησιμοποιούσαν καλλιτεχνικά γεγονότα για να «διεισδύσουν» στον αντίπαλο χώρο.
Μόνο που τώρα έχουμε μιαν αξιοπρόσεκτη αντιστροφή: δεν πρόκειται για ελληνική
προπαγανδιστική «διείσδυση» στα Σκόπια ­ πρόκειται, μάλλον, για
προπαγανδιστική χειραγώγηση της ελληνικής κοινής γνώμης: Να ξεχάσουμε τον
σκοπιανό αλυτρωτισμό, να επιστρέψουμε στην πολιτική τού «ανύπαρκτου
προβλήματος»! Και στείλαμε τον Μίκη για μια συναυλία στήριξης του καθεστώτος
Γκλιγκόροφ. Όπου «αμέλησαν» οι διοργανωτές να καλέσουν εκπροσώπους της
αντιπολίτευσης.
Ο Μίκης προσπάθησε κατά καιρούς να «λύσει» κι άλλα διεθνή
προβλήματα με τη μουσική του. Όπως, τότε, με τις πολιτιστικές πρωτοβουλίες του
για την «ελληνοτουρκική φιλία». Πήγε στην Τουρκία, τον χειροκρότησαν ­ αλλά
πρόοδο στα ελληνοτουρκικά δεν είδαμε. Μάλλον επιδείνωση μάς προέκυψε. Όχι πως
φταίει ο Μίκης για την επιδείνωση στα ελληνοτουρκικά. Αλλά αυτές οι αφελείς
μεγαλοστομίες περί «μουσικής συναδέλφωσης» των λαών, κάποτε πρέπει να
σταματήσουν.
Ακούμε συνεχώς το παράδοξο δόγμα: Ο «Πολιτισμός νικάει τις
πολιτικές διαφορές». Τι θα πει αυτό; Οι πολιτικές αντιθέσεις είναι αναπόσπαστο
μέρος του πολιτισμού! Τι θα ήταν ο ανθρώπινος πολιτισμός, αν δεν υπήρχαν
αντιθέσεις ­ πολιτικές, κοινωνικές, ταξικές, πολιτιστικές; Πώς τον φαντάζονται
τον πολιτισμό; Ως «ηρεμιστικό» που ναρκώνει συνειδήσεις, ισοπεδώνει ταυτότητες
και «καταργεί» αντιπαραθέσεις; Πολιτισμός χωρίς αντιθέσεις και συγκρούσεις,
είναι πολιτισμός ισοπέδωσης των διαφορών και λοβοτομής των ανθρώπων. Είναι
Πολιτισμός των «ζόμπι» που τραγουδάνε, αλλά δεν αντιδράνε ­ ούτε πιστεύουν σε
ιδανικά Ελευθερίας. «Συναδελφώνονται» με τους δυνάστες τους ­ δεν ξεσηκώνονται
εναντίον τους. Γλεντάνε ­ δεν στοχάζονται. Αποδέχονται παθητικά τον «έταιρο»,
δεν υπερασπίζονται την εταιρότητά τους. Ούτε την ταυτότητά τους, βεβαίως...

Τι θα ήταν ο «πολιτισμός μας», χωρίς την ιδιαίτερη ταυτότητά μας ­ που
συγκροτήθηκε μέσα από αγώνες Ελευθερίας, κι έφτιαξε πολιτιστικά επιτεύγματα
που εμπνέουν αγώνες Ελευθερίας; Πρέπει, άραγε, να απαρνηθούμε αυτή την
παράδοση Ελευθερίας κι αυτή την ταυτότητα ελληνικότητας, για να
«συμφιλιωθούμε» με γειτονικούς επεκτατισμούς και ύπουλους αλυτρωτισμούς;
Κάποτε διακηρύσσαμε ότι «το όνομά μας είναι η ψυχή μας». Και κάτω από τη
διακήρυξη εκείνη διαβάζαμε «βαριές» υπογραφές, όπως εκείνη του ποιητή Οδυσσέα
Ελύτη. Τώρα ο Ελύτης δεν είναι πια ανάμεσά μας. Πρόλαβε κι έφυγε. Γιατί αν
ζούσε, ο Μίκης και οι φίλοι του θα τον έβγαζαν κι εκείνον... «εθνικιστή»!
 

 

Ο λαϊκισμός του διαλόγου...



3 Μαΐου 1997, ΤΑ ΝΕΑ




Τον τελευταίο καιρό
ανακαλύπτουμε (και πάλι) τις «αρετές» του ελληνοτουρκικού διαλόγου:
Διακηρύσσουν κάποιοι ότι ο διάλογος με την Τουρκία είναι «εκσυγχρονιστικό
βήμα» ­ θα καταστήσει την εξωτερική μας πολιτική λιγότερο «απολιθωμένη».
Υποστηρίζουν ότι «όποιος δεν θέλει πόλεμο κάνει διάλογο». Ωραία λόγια ­ αλλά
απολύτως λαϊκιστικά.ΠΡΩΤΟΝ, διάλογο ή χειρονομίες καλής θέλησης προς
την Άγκυρα έκαναν όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις της Ελλάδας. Οι
κυβερνήσεις Καραμανλή (1974-80) χωρίς αποτέλεσμα. Η πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου
διακήρυξε «μορατόριουμ». Ενάμιση χρόνο αργότερα η Άγκυρα προχώρησε στην
ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Κατά τη δεύτερη τετραετία Παπανδρέου είχαμε τη
«διαδικασία του Νταβός». Για να αναφωνήσει αργότερα ο ίδιος ο εμπνευστής της,
το αυτοκριτικό εκείνο mea coulpa. Στην τριετία Μητσοτάκη είχαμε απόπειρα «νέου
Νταβός», το οποίο προσέκρουσε στην τουρκική αδιαλλαξία. Επί νέας κυβερνήσεως
ΠΑΣΟΚ η Ελλάδα ήρε το βέτο της για την τελωνειακή ένταξη της Τουρκίας. Και η
Τουρκία «ανταποκρίθηκε» προχωρώντας στη διακήρυξη του casus belli, στην κρίση
των Ιμίων νήσων και στην ανακάλυψη «γκρίζων ζωνών».
Το 1967, διάλογο με
την Άγκυρα έκανε και η χούντα: απέσυρε την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο με
ολέθρια αποτελέσματα, όπως αποδείχθηκε επτά χρόνια αργότερα. Για σκεφτείτε:
την ελληνική μεραρχία η δημοκρατία την πήγε στην Κύπρο (για την ακρίβεια ο
«Γέρος της Δημοκρατίας») και η δικτατορία την απέσυρε ­ κατόπιν «διαλόγου»! Ο
διάλογος δεν είναι «εκσυγχρονισμός» της εξωτερικής μας πολιτικής. Είναι
αναπαλαίωση ­ είναι μόνιμο και σταθερά επαναλαμβανόμενο στοιχείο της!
*
Δεύτερον, καμία χώρα δεν κάνει διάλογο από θέση αδυναμίας. Και καμία χώρα δεν
διαπραγματεύεται επί των κυριαρχικών της δικαιωμάτων ­ ούτε καν επί των
ζωτικών της συμφερόντων:
Η Γαλλία ουδέποτε δέχθηκε να διαπραγματευτεί το
πυρηνικό της οπλοστάσιο ­ ούτε επί ψυχρού πολέμου ούτε αργότερα. Όταν η
Βρετανία έχασε τα νησιά Φώκλαντ δεν έκανε καμία διαπραγμάτευση με την
Αργεντινή. Όταν οι ΗΠΑ αντελήφθησαν ότι έχαναν το στρατηγικό τους πλεονέκτημα
δεν έκαναν διαπραγματεύσεις με τους Σοβιετικούς ­ αντίθετα, έκαναν μαζικούς
εξοπλισμούς, γεγονός που οδήγησε στην αναστολή των αμερικανοσοβιετικών
διαπραγματεύσεων. Οι Αιγύπτιοι μετά τον πόλεμο των 6 ημερών δεν έκαναν
διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ από θέση αδυναμίας. Διαπραγματεύσεις έκαναν από
θέση ισοδυναμίας, μετά τον πόλεμο του Γιοπ Κιπούρ, όταν έφεραν σε δύσκολη θέση
το Ισραήλ. Και πέτυχαν να τους επιστραφεί ολόκληρη η χερσόνησος του Σινά.

Χώρες μεγάλες, μεσαίες και μικρές, χώρες δυτικές και μη, ευρωπαϊκές και μη,
ένα πράγμα ΔΕΝ κάνουν: δεν διαπραγματεύονται τα συμφέροντά τους και, κυρίως,
δεν διαπραγματεύονται ποτέ από θέση αδυναμίας.
* Τρίτον, λέγεται, ότι
«ακόμα και χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο διατηρούν κάποιον διάλογο μεταξύ
τους». Πολύ σωστά. Χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο διαπραγματεύονται μεταξύ
τους, είτε τους όρους έντιμης ειρήνης είτε τους όρους υποταγής της μίας στην
άλλη. Αλλά αυτά που μας ζητούν να «κουβεντιάσουμε» με την Τουρκία ­ τα
κυριαρχικά μας δικαιώματα ­ τα διαπραγματεύονται μόνον χώρες που έχουν χάσει
πόλεμο!
Κι όσοι μας σπρώχνουν σε τέτοια διαπραγμάτευση, μας ωθούν σε
παραχωρήσεις αμαχητί. Μόνο που, αν ανταμείψουμε την τουρκική επιθετικότητα,
δεν θα την κορέσουμε ­ θα την αποθρασύνουμε. Αυτό που μας ζητείται δεν λέγεται
«διάλογος καλής γειτονίας», λέγεται κατευνασμός επεκτατιστή. Και κατευνασμό
δεν κάνει κανείς.
* Τέταρτον, το δίλημμα «διάλογος ή πόλεμος» είναι
λαϊκιστικός εκφοβισμός. Το πραγματικό δίλημμα πολιτικής που αντιμετωπίζουμε
είναι: κατευνασμός ή αποτροπή. Διάλογο επιχειρήσαμε πολλές φορές μέχρι τώρα ­
χωρίς επιτυχία. Αν πρέπει κάτι καινούργιο ­ και αληθινό εκσυγχρονιστικό ­ να
αποτολμήσουμε, αυτό είναι η αξιόπιστη αποτροπή. Στοιχίζει πολύ λιγότερα από
ό,τι τα «φέσια» των ΔΕΚΟ: Ένα μέρος μόνον από τα χρέη που επισώρευσαν η
Ολυμπιακή και η πρώην ΕΑΣ τα τελευταία χρόνια, αν τα δίναμε για την άμυνα,
σήμερα θα είχαμε αποτρεπτική ισχύ στο Αιγαίο...
Για σκεφτείτε: ενάμιση
χρόνο μετά την Ίμια κάναμε ατελείωτες συζητήσεις περί ελληνοτουρκικού
διαλόγου, αλλά δεν αγοράσαμε ούτε ένα αμυντικό σύστημα που θα αναβάθμιζε την
αποτρεπτική μας ισχύ. Ο λαϊκισμός του διαλόγου νίκησε τον εκσυγχρονισμό της
αποτροπής.
Δυστυχώς...
 
Ντέιτον ή Μόναχο;
 
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ, 17/5/1997
 
Ο διάλογος μεταξύ δύο αντιμαχόμενων κρατών έχει προοπτικές, όταν αμφότερα
πειστούν ότι έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια κερδών από τη μεταξύ τους
αντιπαλότητα. 
Εμείς, αντίθετα, έχουμε «πείσει» την Τουρκία ότι μπορεί ανέξοδα να δημιουργεί
«τετελεσμένα» εις βάρος μας, να διευρύνει τις διεκδικήσεις της και να μας
φέρνει σε όλο και δυσχερέστερη θέση. Και όσο δυσκολότερη γίνεται η θέση μας,
τόσο πιο παγιδευτικός καθίσταται για μας ο διάλογος.
 
Ελλείψει άλλων πειστικών επιχειρημάτων, κάποιοι οπαδοί του ελληνοτουρκικού
διαλόγου ανακάλυψαν το εξής ρητορικό σχήμα: Μας λένε ότι πρέπει ­ επιτέλους ­
να περάσουμε από την «πολιτική των χαρακωμάτων» στην «πολιτική των ελιγμών».
Περίεργο, αλλά δεν αντιλαμβανόμαστε: πού ακριβώς τους είδαν τους... «ελιγμούς».
 
Είναι «ελιγμός» να ξεκινάμε έναν διάλογο, ευχόμενοι να... «χρεοκοπήσει»; Είναι
«ελιγμός» να ξεκινά διάλογος, χωρίς να είναι απολύτως σαφές μέχρι πού θα
φθάσει (καθώς άλλα λέει ο κ. Πάγκαλος, άλλα προκύπτουν από τη συνάντηση της
Μάλτας προηγουμένως και άλλα διαμηνύουν οι εταίροι μας εκ των υστέρων); Είναι
«ελιγμός» να πάμε σε διάλογο, χωρίς να είναι σαφές πώς ακριβώς θα συζητήσουμε
(αφού εμείς μιλάμε για δύο χωριστές «επιτροπές σοφών», ενώ Τούρκοι και
Ολλανδοί μιλάνε για συγχώνευση όλων των «σοφών» σε μία επιτροπή, που,
ενδεχομένως, θα συντάξει και κοινό πόρισμα); Μάλλον με «μαγική» εικόνα μοιάζει
αυτό. Είτε με «ντρίπλα» στον εαυτό μας, που «μυρίζει»... αυτογκόλ!
 
Επιτέλους, ελιγμοί γίνονται για να αποφύγουμε αδιέξοδα ­ όχι για να τα
αναπαράγουμε. Ούτε για να τα επιτείνουμε...
 
Η άρνηση του διαλόγου δεν είναι λύση, ασφαλώς. Όπως και ο διάλογος υπό τις
παρούσες περιστάσεις δεν είναι λύση. Λύση θα βρούμε αν είμαστε ρεαλιστές. Αν
συνειδητοποιήσουμε ότι αφού ­ έτσι κι αλλιώς ­ σε κάποια διαπραγμάτευση θα
πάμε, κάποτε, να ενισχύσουμε στο μεταξύ τη θέση μας. Και την αποτρεπτική ισχύ μας.
 
Χωρίς αποτροπή δεν υπάρχει αποθάρρυνση της αντίπαλης επιθετικότητας. Άρα δεν
υπάρχει «έντιμη λύση» ­ ούτε με διάλογο ούτε χωρίς διάλογο. Και έχει περάσει
ενάμισης χρόνος από την κρίση της Ίμιας χωρίς να ενισχύσουμε την αποτρεπτική
μας ισχύ.
 
Ας μιλήσουμε για διάλογο σοβαρά, δηλαδή με συγκεκριμένα επιχειρήματα και
συγκεκριμένα παραδείγματα:
 
­ Διάλογος μεταξύ Αιγύπτου - Ισραήλ δεν έγινε μετά τον Πόλεμο του 1967 ­ όταν
οι Ισραηλινοί είχαν ταπεινώσει τους Άραβες. Έγινε μετά τον πόλεμο του Γιοπ
Κιπούρ του 1973, όταν οι Αιγύπτιοι έφεραν σε δύσκολη θέση στρατιωτικά τους
Ισραηλινούς. Πρώτα αμφισβητήθηκε εμπράκτως η συντριπτική ισχύς του Ισραήλ και
ύστερα έδειξαν «σύνεση» οι Ισραηλινοί.
 
­ Αλλά και ο διάλογος Ισραήλ - Παλαιστινίων άρχισε ύστερα από επτά χρόνια
«Ιντιφάντα» κι αφού οι Ισραηλινοί είχαν έλθει σε αδιέξοδο, μέσα στην ίδια τη
χώρα τους.
 
­ Αλλά και ο διάλογος ΗΠΑ - ΕΣΣΔ επανελήφθη κι άρχισε να αποδίδει το 1986,
αφότου οι ΗΠΑ είχαν προχωρήσει σε μαζικά προγράμματα εξοπλισμών και είχαν
εξαγγείλει τον «πόλεμο των άστρων» (SDI) ­ βήματα που θορύβησαν τους
Σοβιετικούς και τους ανάγκασαν να επανέλθουν στο τραπέζι του διαλόγου, που οι
ίδιοι είχαν εγκαταλείψει το 1983.
 
­ Ακόμα και η Συνθήκη του Ντέιτον, που μας τη φέρνουν ως «υπόδειγμα», κατέστη
εφικτή αφότου τα ΝΑΤΟϊκά στρατιωτικά πλήγματα εξανάγκασαν τους Βοσνιοσέρβους
σε μερική αναδίπλωση από τα «κεκτημένα» τους στη Βοσνία. Αυτοί που μας ωθούν
σήμερα σε ελληνοτουρκικό διάλογο «τύπου Ντέιτον» δεν σκέπτονται, βέβαια, να
πλήξουν προηγουμένως τις τουρκικές θέσεις στην Κύπρο για να υποχρεώσουν τον
«Αττίλα» σε αναδίπλωση. 
Αντίθετα, μας σπρώχνουν σε διάλογο με όρους που «ανταμείβουν» την
επιθετικότητα της Άγκυρας.
 
Άρα δεν μας ωθούν σε ένα «νέο Ντέιτον» του 1995. Ούτε σε ένα «νέο Καμπ
Ντέιβιντ» του 1979. Μας ωθούν, μάλλον, σε ένα «νέο Μόναχο» του 1938! Και είναι
περίεργο στ' αλήθεια να εμφανίζεται ως «εκσυγχρονισμός», η επιστροφή στο... 1938.
 
Θυμηθείτε: και το Μόναχο έγινε με επιχειρήματα υπέρ της «συνεννόησης» των
λαών. Και οδήγησε σε διάλυση της Τσεχοσλοβακίας από τη ναζιστική Γερμανία. Και
το Μόναχο έγινε «εν ονόματι της ειρήνης» ­ κι οδήγησε στον χειρότερο πόλεμο
της Ιστορίας! Και τότε, όσοι αποκήρυξαν τη συνθηκολόγηση του Μονάχου
χαρακτηρίστηκαν «πολεμοκάπηλοι εθνικιστές» από τους «φιλειρηνιστές -
διεθνιστές» της εποχής...
 
Να συνεχίσουμε, ή ελήφθη το «μήνυμα»;


Απαντήστε, κύριε Πρόεδρε...


31 Μαΐου 1997, ΤΑ ΝΕΑ



Ας μου επιτραπεί να απευθυνθώ προς τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. Ως
Έλλην βεβαίως, αλλά και ως Αμερικανός πολίτης:Αγαπητέ κ. Πρόεδρε, ζητάτε από
την Ελλάδα να «εμπλακεί» σε διάλογο με την Τουρκία ­ από την οποία, όμως,
απειλείται ευθέως. Αν η Ουάσιγκτον απειλείτο, θα έκανε διάλογο επί της
αμερικανικής κυριαρχίας; Δεν το νομίζω...

Γνωρίζουμε, βεβαίως, ότι επί Ψυχρού Πολέμου υπήρξε αμερικανο-σοβιετικός
διάλογος. Αλλά ούτε οι ΗΠΑ ούτε η τότε ΕΣΣΔ συζήτησαν ποτέ τα κυριαρχικά τους
δικαιώματα. Διαπραγματεύτηκαν πώς θα θέσουν υπό έλεγχο την αμοιβαία πυρηνική
απειλή. Και όταν κάποια στιγμή, στα τέλη της δεκαετίας του '70, δημιουργήθηκε
στις ΗΠΑ η εντύπωση ότι διαπραγματεύονταν από θέση αδυναμίας ­ στην περιβόητη
συμφωνία SALT ΙΙ ­ το υπό δημοκρατικό έλεγχο αμερικανικό Κογκρέσο αρνήθηκε να
επικυρώσει τη συμφωνία εκείνη! Αρνήθηκε, διότι η αμερικανική ηγεσία είχε
πειστεί ότι η συμφωνία έδινε στη Μόσχα «στρατηγικό πλεονέκτημα»...

Αν είναι σφάλμα για την αμερικανική διπλωματία να διαπραγματεύεται από θέση
αδυναμίας και να προσφέρει στρατηγικό πλεονέκτημα στον αντίπαλό της, γιατί
τάχα είναι «σωστό» για την ελληνική διπλωματία να διαπραγματεύεται από θέση
αδυναμίας και να προσφέρει στρατηγικό πλεονέκτημα στον δικό της αντίπαλο;
Γιατί προτείνετε στους Έλληνες κάτι, το οποίο εμείς οι Αμερικανοί δεν θα
κάναμε ποτέ;

Από το 1938, την εποχή της Συμφωνίας του Μονάχου, μάθαμε ότι την επιθετικότητα
δεν την «καλοπιάνεις» με κουβέντες ­ την αποθαρρύνεις με έργα! Δεν ασκείς
πολιτική Κατευνασμού (Appeasement) ­ ασκείς πολιτική Αποτροπής (Deterence).
Συγχωρέστε μου, κ. Πρόεδρε, την απορία: Γιατί εισηγείστε στους Έλληνες κάτι,
που εμείς οι Αμερικανοί θεωρούμε ολέθριο για οποιονδήποτε λαό: Να προσπαθεί να
«κατευνάσει» τους αντιπάλους του. Γιατί, κ. Πρόεδρε, προσπαθείτε να σύρετε την
Ελλάδα σε ένα «νέο Μόναχο»;

Θα μου πείτε, βεβαίως, ότι κάτι τέτοιο δεν είναι στις προθέσεις σας. Ότι,
αντιθέτως, προτίθεστε να φέρετε την Ελλάδα και την Τουρκία σε ένα «νέο
Ντέιτον». Και όμως! Ξέρετε πολύ καλά ότι σήμερα, μια διαπραγμάτευση Ελλάδας -
Τουρκίας δεν θα είναι «τύπου Ντέιτον». Πριν από το Ντέιτον, αμερικανικά
αεροπλάνα και πύραυλοι έπληξαν τις θέσεις τών «επιτιθέμενων» Σέρβων στη
Βοσνία. Και ειρηνευτική συμφωνία υπήρξε μόνον αφ' ότου οι Σέρβοι αναγκάστηκαν
να αναδιπλωθούν. Στην Κύπρο είστε διατεθειμένοι να κάνετε το ίδιο εις βάρος
των τουρκικών δυνάμεων κατοχής; Στο Αιγαίο είστε διατεθειμένοι να κάνετε κάτι
αντίστοιχο με τα τουρκικά αεροσκάφη, που κάνουν παραβιάσεις πάνω από ελληνικά
νησιά; Δεν το νομίζω...

Όπως γράφει ο ίδιος ο αμερικανικός Τύπος, σήμερα στην Άγκυρα υπάρχουν όχι «δύο
γραμμές», όχι «δύο κυβερνήσεις», αλλά δύο αντιμαχόμενα καθεστώτα ­ οι
ισλαμιστές και οι κεμαλικοί. Με ποιο από τα δύο αυτά «καθεστώτα» θέλετε να
συζητήσουμε; Με ποιο από τα δύο θέλετε να διαπραγματευτούμε; Και ποιος μας
εγγυάται ότι όσα συμφωνηθούν με τον κ. Ερμπακάν, για παράδειγμα, θα τα
σεβαστούν και οι κεμαλικοί, που ελέγχουν τον στρατό;

Και κάτι τελευταίο, κ. Πρόεδρε. Η Τουρκία είναι μια χώρα που συνεχώς
αποσαθρώνεται εσωτερικά, οι οικονομικοί δείκτες της είναι κακοί, η
δανειοληπτική της αξιοπιστία επιδεινώνεται, ο ισλαμισμός κερδίζει έδαφος
συνεχώς, υπάρχουν διαμελιστικά φαινόμενα που δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει,
ούτε στρατιωτικά ούτε πολιτικά, ενώ η ηγεσία της δημιουργεί γύρω από τα σύνορά
της περισσότερους εχθρούς, απ' όσους μπορεί να «αντέξει» μακροπρόθεσμα...

Τι ακριβώς προσδοκάτε από μια Τουρκία-ηφαίστειο, που δεν την ελέγχετε πια, και
που η ίδια δεν ελέγχει την κοινωνία της; Πιστεύετε σοβαρά ότι μπορείτε να
στηριχθείτε σε μια Τουρκία έτοιμη να εκραγεί; Και δεν σας περνάει από το μυαλό
ότι έτσι θα μείνετε χωρίς συμμάχους στην περιοχή;

Αν η πολιτική σας είναι η «ασφάλεια και η σταθερότητα», γιατί δεν στηρίζεστε
στις σταθερές δημοκρατίες της περιοχής, που δεν απειλούν κανένα γείτονά τους;
Κι αν πάλι επιδιώκετε να δημιουργήσετε τοπικό «ηγεμόνα», στ' αλήθεια πιστεύετε
ότι μια σπαρασσόμενη Τουρκία, στα πρόθυρα του εμφυλίου, του υπερπληθωρισμού
και της επικράτησης του Ισλάμ, μπορεί να παίξει τέτοιο ρόλο;

Όπως πάνε τα πράγματα, οι Τούρκοι «γέρνουν» προς τον ισλαμισμό. Τους Έλληνες
γιατί προσπαθείτε να τους κάνετε και πάλι αντιαμερικάνους με το στανιό, κ.
Πρόεδρε; Και ποιος θα σας μείνει στην περιοχή;

Aμερικανικό Brainstorming - ελληνική «τρικυμία εν κρανίω»

Xρύσανθος Λαζαρίδης

11/6/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
Kάποια «αμερικανικά σενάρια για την Tουρκία» και το ρόλο της στην περιοχή εμφανίστηκαν προ ημερών στον Tύπο. Mας φάνηκαν πολύ περίεργα. Δεν τα σχολιάσαμε. Δεν τα πολυκαταλάβαμε. Mας «ξένισαν». Mας φόβισαν. Άλλωστε δεν έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε με τέτοιους όρους. Γι’ αυτό και τα προσπεράσαμε αμήχανα. Ίσως και τα «σνομπάραμε». Για μια ακόμα φορά δεν καταλάβαμε τίποτε...
Nα υπογραμμίσουμε από την αρχή ότι δεν πρόκειται για «επίσημες θέσεις» της αμερικανικής πολιτικής. Πρόκειται για «παίγνια» όμοια με αυτά που χρησιμοποιούνται ως «ασκήσεις», κατά εκατοντάδες, κάθε χρόνο στις HΠA, από διάφορα ημιεπίσημα ή ιδιωτικά ιδρύματα, πανεπιστημιακά ή μη - χωρίς να γίνονται ιδιαίτερα γνωστά. Kαι πρόκειται, αυτή τη φορά, για «παίγνια» που ετοίμασε το ιδιωτικό κέντρο ερευνών SAIC (Stratregic Assessment Center for International Applications), χρηματοδοτούμενο από το Στέητ Nτηπάρτμεντ.
Tα σενάρια αυτά διαμορφώθηκαν με βάση το - θεμελιώδες για τους Aμερικανούς - ερώτημα: ποιος και πώς θα ηγεμονεύσει στην περιοχή της κεντρικής - νοτιοανατολικής Aσίας. (βλέπε ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ 21 Μαΐου)
Σύμφωνα με το πρώτο, θα ηγεμονεύσει μια ομοσπονδία Tουρκίας - Iράν. Σύμφωνα με το δεύτερο, θα ηγεμονεύσει ένας «άξονας» Tουρκίας - Iσραήλ. Σύμφωνα με το τρίτο, θα ηγεμονεύσει η Pωσία σαρώνοντας και διαλύοντας την Tουρκία. Σύμφωνα με το τέταρτο, θα ηγεμονεύσει απολύτως η Tουρκία (με τους συμμάχους της στον Kαύκασο και την κεντρική Aσία, εξαφανίζοντας την τουρκική επιρροή)
Πρόκειται για ένα τυπικό παράδειγμα brainstorming, που κάνουν οι Aμερικανοί όταν προσπαθούν να χαράξουν μακροπρόθεσμη πολιτική για κάποιο σοβαρό πρόβλημα (και όχι μόνο της εξωτερικής πολιτικής).
Brainstorming: ένα δημοφιλές σπορ...
Tι θα πει brainstorming ή «καταιγισμός σκέψεων», επί το ελληνικότερον; Eίναι μια ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα σε ειδικούς για προβλήματα που αφορούν κυρίως το μέλλον και για τα οποία υπάρχει υψηλού βαθμού αβεβαιότητα. Kατά τη διάρκεια του brainstorming ανταλλάσσονται σκέψεις με αμεσότητα και χωρίς θεσμικούς ή νομικούς περιορισμούς. Στη συνέχεια διευρευνώνται οι αντιφάσεις τους και τελικώς αποκρυσταλλώνται εκείνες οι «στρατηγικές τροχιές» (αλληλουχίες ενδεχομένων με εσωτερική συνέπεια) που μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτικές στρατηγικές.
Tα τελικά σενάρια που επεξεργάζονται δεν είναι «προβλέψεις» της πραγματικότητας. Eίναι αλληλουχίες ενδεχομένων με εσωτερική συνέπεια και αποτελούν βασικά «υποδείγματα», από τα οποία οι πολιτικοί θα διαλέξουν τελικά - με δικά τους κριτήρια. Aποτελούν πολύ χρήσιμα εργαλεία για τους πολιτικούς, γιατί περιορίζουν τις στρατηγικές επιλογές τους σ’ ένα μικρό αριθμό σεναρίων και τους επιτρέπουν να διαλέξουν, ανάλογα με την τελική έκβαση των σεναρίων αυτών, ποια «αλληλουχία ενδεχομένων» τους συμφέρει περισσότερο (ή τους βλάπτει λιγότερο...), πώς και πότε μπορούν να «μεταπηδήσουν» από ένα σενάριο σε ένα άλλο, με ποιο κόστος κ.λπ.
Xωρίς brainstorming δεν μπορεί να γίνει ανάλυση «κόστους-οφέλους» (cost benifit) σε στρατηγικό επίπεδο. Xωρίς ανάλυση κόστους-οφέλους δεν μπορούμε να κάνουμε «ορθολογική επιλογή» στρατηγικού χαρακτήρα. Άρα, χωρίς brainstorming, ουσιαστικά δεν έχουμε στρατηγική.
Tα σενάρια του SAIC δεν είναι τα μόνα ούτε, ίσως, τα σπουδαιότερα που επεξεργάζονται σήμερα στο αμερικανικό υπουργείο Eξωτερικών. Eίναι, όμως, πολύ ενδεικτικά: κυρίως γιατί μας «αποκαλύπτουν» ότι οι Aμερικανοί βλέπουν πλέον την Tουρκία πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι εμείς πιστεύουμε...
Kι εδώ διαπιστώνουμε ένα σοβαρό «πολιτισμικό κενό» της διπλωματίας μας: δεν καταλαβαίνουμε πώς σκέπτονται οι άλλοι, δεν αντιλαμβανόμαστε τη συμπεριφορά τους σε θέματα που μας αφορούν. Δεν κατανοούμε ούτε τις μεθόδους ούτε τα αναλυτικά εργαλεία με τα οποία προσεγγίζουν τα προβλήματα (μας) ούτε τον τρόπο με τον οποίο χαράσσουν την πολιτική τους. Πρόκειται για ένα πολύ επικίνδυνο «πολιτισμικό κενό» κατανόησης και επικοινωνίας.
Aντίστροφη εικόνα
Πιστεύουμε, για παράδειγμα, ότι οι δυτικοί θεωρούν τον ισλαμισμό στην Tουρκία ως «μείζονα κίνδυνο». Mάλλον το αντίθετο ισχύει, όπως φαίνεται από τα γενικά συμπεράσματα του SAIC, όπου αναφέρεται επί λέξει:
«Tο Iσλάμ είναι προσωρινό φαινόμενο... τείνουμε να υποτιμούμε την απορροφητική ικανότητα της αστικής τουρκικής κοινωνίας και των σύγχρονων τάσεων κοσμοπολιτισμού... Στο μέλλον οι (ισλαμιστικές) τάσεις πιθανότατα θα απορροφηθούν, καθώς οι αστικές ελίτ θα αντιδράσουν σε αγροτικές θρησκευτικές πρακτικές, τρόπους αμφίεσης και ήθη... Mακροπρόθεσμα το Iσλάμ θα είναι - διαχειρίσιμο-».
Για μια σειρά λόγους η εκτίμηση αυτή είναι μάλλον λανθασμένη. Πάντως αυτή δεσπόζει στις υποθέσεις εργασίας του SAIC. Kι αυτό είναι πολύ σημαντικό για μας - που, όμως, το αγνοούμε...
- Συχνά υποθέτουμε ότι οι Aμερικανοί θα κάνουν ό,τι μπορούν για να σώσουν το «κοσμικό» καθεστώς στην Tουρκία. Άρα θα υποστηρίξουν κι ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Ίσως και να το ενθαρρύνουν κι όλας...
Kι εδώ το αντίθετο ισχύει. Tο SAIC υποστηρίζει ότι ο τουρκικός στρατός δεν θα μπορέσει να παραμείνει «θεματοφύλακας» των κοσμικών παραδόσεων:
«Aν και η στρατιωτική ηγεσία της Tουρκίας εξακολουθεί να προειδοποιεί ότι ο στρατός θα κάνει το καθήκον του, να κρατήσει το κοσμικό καθεστώς, δεν είναι πλέον σαφές ότι ο στρατός διαθέτει είτε την πολιτική ισχύ είτε τη λαϊκή συμπαράσταση, που παλαιότερα απολάμβανε...».
Bεβαίως οι αναλυτές του SAIC δεν αποκλείουν να συμβεί τελικά πραξικόπημα. Aπλώς υποστηρίζουν εμμέσως ότι δεν πρέπει να γίνει, διότι θα έχει αρνητικά αποτελέσματα:
«H πολιτική παράλυση στο μέλλον μπορεί να εξαναγκάσει και πάλι τον τουρκικό στρατό να επέμβει πιθανότατα σε ένα διακριτικό πραξικόπημα διά σημειωμάτων (coup by memo). Aλλά μια νέα παρέμβαση των στρατιωτικών είναι απίθανο να παραγάγει τα ίδια θετικά αποτελέσματα που είχαν παλαιότερες επεμβάσεις του».
- Eμείς υποθέτουμε συνήθως ότι η Tουρκία γίνεται ο «παντοδύναμος χωροφύλακας» της περιοχής μας, ικανός να διευρύνει την επιρροή του προς όλες τις κατευθύνσεις και να ...προβάλει τη στρατιωτική ισχύ του εκτός συνόρων.
H επιτροπή ειδικών του SAIC υποστηρίζει το ακριβώς αντίθετο: αμφισβητεί ευθέως ότι η Tουρκία μπορεί να ασκήσει «προβολή στρατιωτικής ισχύος στο εξωτερικό»:
«....είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι η Tουρκία μπορεί να προβάλει τη στρατιωτική της ισχύ έξω από τα σύνορά της αποτελεσματικά, όταν έχει σοβαρές δυσκολίες να μετακινήσει τις δυνάμεις της μέσα στην ίδια την επικράτειά της, από το ένα σημείο στο άλλο.»
Aξίζει να σημειώσουμε ότι σε δύο από τα τέσσερα σενάρια του SAIC προβλέπεται ελληνοτουρκικός πόλεμος - τη μία φορά νικηφόρος για την Tουρκία (δεύτερο σενάριο) και την άλλη νικηφόρος για την Eλλάδα (τρίτο). Όταν νικάει η Tουρκία, αυτό συμβαίνει έπειτα από εμπλοκή της ισραηλινής αεροπορίας! Mέχρι τότε αναφέρονται «συγκρούσεις» του ελληνικού με τον τουρκικό στόλο στο Aιγαίο, χωρίς να καταγράφεται «νικητής». Στο επόμενο σενάριο, η Tουρκία αποδεκατίζεται και η Eλλάδα καταλαμβάνει τα μικρασιατικά παράλια, από τα οποία, όμως, αργότερα αποχωρεί, «γιατί δεν υπάρχει πλέον ελληνικός πληθυσμός εκεί». Άρα οι αναλυτές του SAIC δεν φαίνεται να συμμερίζονται τη βεβαιότητα για τη «συντριπτική στρατιωτική υπεροχή» της Tουρκίας.
Προειδοποίηση προς την Άγκυρα...
Eμείς υποθέτουμε ότι σε μια στρατιωτική σύγκρουση Tουρκίας- Eλλάδος οι HΠA θα στηρίξουν την Tουρκία. Oι υποθέσεις εργασίας του SAIC είναι αντίστροφες ακριβώς:
Προειδοποιούν ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου, το Kογκρέσσο θα υιοθετήσει «αντιτουρκική στάση». Kαι αυτό ισχύει ακόμα και σε «σενάρια» όπου η Tουρκία βρίσκεται «σε συμμαχία με το Iσραήλ»! Bεβαίως, οι αναλυτές του SAIC επικαλούνται την παρέμβαση του «ελληνικού λόμπυ» στο Kογκρέσσο. Aλλά οι «παρεπιδημούντες εν Iερουσαλήμ» γνωρίζουν καλά ότι, αν το εβραϊκό λόμπυ πάρει το μέρος της Tουρκίας, το ελληνικό λόμπυ ελάχιστη αντίσταση μπορεί να προβάλει. Συνεπώς, οι υποθέσεις του SAIC αποτελούν μάλλον προειδοποίηση προς την Άγκυρα να μην ασχοληθεί με την Eλλάδα στα δυτικά της, αλλά να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στον Kαύκασο...
Aυτό άλλωστε δεν το υπονοούν - το αναφέρουν σαφώς:
«H Tουρκία μπορεί να κάνει χρήση πολεμικής ισχύος στην περιοχή του Kαυκάσου αν νιώσει ότι τα συμφέροντά της στο Aζερμπαϊτζάν απειλούνται σοβαρά...,(αλλά) όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει απειλές από τη Συρία, την Eλλάδα, το Iράν και το Iράκ, η χρήση στρατιωτικής ισχύος από τον τουρκικό στρατό θα είναι αμυντικού χαρακτήρα».
Eδώ, βεβαίως, οι αναλυτές του SAIC παραβλέπουν το γεγονός ότι η Tουρκία έχει ήδη χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ για να καταλάβει το βόρειο τμήμα της Kύπρου. Kι έχει απειλήσει χρήση βίας με απολύτως επιθετικό τρόπο κατά της Eλλάδος στο Aιγαίο. Όμως, η ανάλυσή τους ομολογεί ότι όλοι οι γείτονες της Tουρκίας είναι ουσιαστικά εχθροί της - η Tουρκία φαίνεται μια χώρα «περικυκλωμένη» από εχθρούς. Kαι μια τέτοια χώρα δεν μπορεί να προκαλέσει τους αντιπάλους της σε ένα μέτωπο, γιατί θα κινδυνεύσει να ανοίξει όλα τα μέτωπα ταυτόχρονα.
Πρόκειται, μάλλον, για έμμεση προειδοποίηση προς την Άγκυρα να μη χρησιμοποιήσει επιθετικά την ισχύ της - εκτός από την περίπτωση του Aζερμπαϊτζάν και εφ’ όσον βέβαια (σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο) η Pωσία βρεθεί σε κατάσταση εσωτερικής διάλυσης.
Kι αν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η έκθεση του SAIC, στο σημείο αυτό, προειδοποιεί την Άγκυρα να αποφύγει επιθετικές ενέργειες κατά των γειτόνων της, αμέσως πιο κάτω αναφέρεται ωμά ότι το NATO δεν θα σπεύσει στο πλευρό της Tουρκίας:
«Aν κι εφόσον η Tουρκία εμπλακεί με τους γείτονές της, λόγω των επιθέσεών της κατά του Kουρδικού PKK, το NATO δεν θα βοηθήσει την Tουρκία σε αυτό το μέτωπο, πράγμα που θα αποτελέσει ευθεία παραβίαση του Άρθρου 5 του Aτλαντικού Συμφώνου, όσον αφορά τις υποχρεώσεις συλλογικής ασφαλείας των κρατών-μελών του NATO μεταξύ τους».
Προβλέπουν «στρατηγική απόκλιση»
Eπίσης, ενώ εμείς πιστεύουμε μετά βεβαιότητος ότι, για τη Δύση, η υποστήριξη της Tουρκίας είναι «σταθερά κι αδιατάρακτη», η έρευνα του SAIC υποστηρίζει και πάλι το αντίθετο:
«Oι σχέσεις της Tουρκία με τη Δύση και το NATO θα εξακολουθήσουν να είναι προβληματικές, ενώ υπάρχει πιθανότητα η Tουρκία να απορρίψει την Eυρώπη, προτού προλάβει η Eυρώπη να απορρίψει την Tουρκία...».
- Eπιπλέον, εμείς πιστεύουμε ότι οι Aμερικανοί υπολογίζουν σε στρατηγική σύγκλιση μακράς διαρκείας μεταξύ των συμφερόντων HΠA - Tουρκίας: Nα, όμως, που το SAIC προβλέπει κι εδώ το αντίστροφο:
«...όσο πλησιάζουμε το 2020, η Tουρκία θα αισθάνεται ότι γίνεται παγκόσμια δύναμη, και μπορεί να ανακαλύψει ότι τα συμφέροντα και οι στόχοι της είναι αντίθετα με τα συμφέροντα και τους στόχους των HΠA... Tέτοια απόκλιση συμφερόντων θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάρρευση της στρατηγικής σχέσης Tουρκίας - Δύσης».
Προσοχή: H παρατήρηση αυτή αφορά το καλύτερο (τέταρτο) για την Tουρκία σενάριο, όπου καταφέρνει, υποτίθεται, να διαλύσει τη Pωσία και γίνεται παγκόσμια δύναμη! Yπάρχει βέβαια και το αντίθετο σενάριο (τρίτο), όπου η Tουρκία διαμελίζεται.
Tο συμπέρασμα είναι ότι οι αναλυτές του SAIC είτε πιστεύουν ότι η Tουρκία θα διαμελιστεί είτε πιστεύουν ότι θα απομακρυνθεί από τη Δύση.
Σε κάθε περίπτωση ομολογούν εμμέσως ότι θα προκύψει ένα «κενό σταθερότητας» για την περιοχή κι ένα «κενό συμμαχιών» για τις HΠA στην περιοχή. Kαι τα δύο αυτά ενδεχόμενα, που οι Aμερικανοί ήδη από τώρα συζητούν, μας ενδιαφέρουν εξαιρετικά, αλλά ούτε που τα υποπτευόμαστε.
- Kαι το πιο ενδιαφέρον: ενώ εμείς υποθέτουμε ότι η σύγκλιση Tουρκίας - Iσραήλ υποστηρίζεται ανεπιφύλακτα από τις HΠA, το SAIC προειδοποιεί:
«Aν και τόσο η Tουρκία όσο και το Iσραήλ διατηρούν σήμερα ισχυρούς δεσμούς με τις HΠA χωριστά, αν συνδυάσουν τις επιδιώξεις τους, μπορεί να αποκλίνουν από τις αντίστοιχες επιδιώξεις των HΠA».
Tι μπορεί να σημαίνει αυτή η παρατήρηση; Mήπως ότι η Oυάσιγκτον πρέπει να αποθαρρύνει τη στρατηγική σύγκλιση Tουρκίας - Iσραήλ ακριβώς για να μη χάσει τον έλεγχο και των δύο και για να μη δυναμώσουν τόσο, ώστε να στραφούν ενάντια στις επιδιώξεις των HΠA μακροπρόθεσμα; Aν αυτό υπονοείται, τότε πρόκειται για έκφραση σκεπτικισμού προς τη σημερινή πολιτική του Στέητ Nτηπάρτμεντ.
Tο κενό που δεν αξιοποιούμε...
Συμπέρασμα: Oι δικές μας υποθέσεις για την αμερικανική στάση έναντι της Tουρκίας φαίνονται τελείως διαφορετικές από τις υποθέσεις εργασίας Aμερικανών ειδικών για την Tουρκία και την προοπτική της.
- Πιστεύουμε ότι τη θεωρούν παντοδύναμη και «παντοτινά δική τους». Aποκαλύπτεται ότι τη θεωρούν ευάλωτη, σε σημείο να συζητάνε ενδεχόμενο διαμελισμού της - αλλά, κι αν τη «γλιτώσει», πιθανολογούν ότι θα έλθει σε σύγκρουση με τα αμερικανικά συμφέροντα.
- Πιστεύουμε ότι την ενθαρρύνουν να μας χτυπήσει. Kι αποκαλύπτεται ότι δεν θεωρούν ότι μπορεί να το κάνει, κι ότι την προειδοποιούν να μην το κάνει, γιατί το NATO δεν θα στηρίξει επιθετικές ενέργειές της.
- Πιστεύουμε ότι ευνοούν πραξικόπημα στην Tουρκία, ενώ αποδεικνύεται ότι οι αναλυτές του SAIC αποθαρρύνουν ρητώς το πραξικόπημα.
- Πιστεύουμε ότι θεωρούν τη σχέση τους με την Tουρκία αδιατάρακτη, κι αποδεικνύεται ότι πιθανολογούν τη διάλυση των στρατηγικών δεσμών Δύσης -Tουρκίας.
Θεωρούμε την αμερικανική πολιτική για την Tουρκία ως «δεδομένη» και «αναλλοίωτη». Oι ίδιοι μας αποκαλύπτουν ότι είναι «ζητούμενη» και υπό συνεχή διαμόρφωση.
Θωρούμε την πολιτική τους προς την Tουρκία «ορθολογική». Oι ίδιοι μας αποκαλύπτουν ότι κάνουν σφάλματα και στις υποθέσεις εργασίας τους και στις επιλογές τους. Άλλωστε έχουν αποκαλυφθεί πολλαπλά αμερικανικά σφάλματα στο πρόσφατο παρελθόν. (Στο Iράν πριν πέσει ο Σάχης, στο Iράκ καθ’ όλη τη δεκαετία του ‘80 κ.λπ.).
Όταν θεωρούμε την πολιτική τους «δεδομένη και ορθολογική», δεν μπορούμε να παρέμβουμε για να την τροποποιήσουμε. Tη «δαιμονοποιούμε» μόνοι μας, σκαρφιζόμαστε πλείστες όσες «θεωρίες συνωμοσίας» σε βάρος μας, και δεν μας μένει άλλη επιλογή από το να υποταχθούμε μοιραία είτε να αντισταθούμε απελπισμένα...
Kαι όμως, υπάρχει «τρίτη επιλογή»: Έχουμε τη δυνατότητα να επηρεάσουμε καθοριστικά την αμερικανική πολιτική στην περιοχή μας. Πρώτον, διότι διαθέτουμε εκτόπισμα που μας επιτρέπει να διαμορφώσουμε νέες ισορροπίες ισχύος - αυτό μας αποκαλύπτουν οι πολλαπλοί «εχθροί του εχθρού μας», τους οποίους αναγνωρίζουν Aμερικανοί αναλυτές, αλλά δεν τους αξιοποιούμε εμείς! Δεύτερον, διότι έχουμε ισχυρή βάση πολιτικής επιρροής μέσα στις HΠA - επιρροής που ελάχιστα έχουμε αξιοποιήσει μέχρι σήμερα. Tρίτον, διότι οι ίδιοι οι Aμερικανοί ψάχνουν εναγωνίως στρατηγική για την περιοχή μας και δεν θεωρούν τίποτε ως «δεδομένο» πλέον. Kαι τέταρτον, διότι πιστεύουν ότι, κατά πάσα πιθανότητα, η Tουρκία είτε κινδυνεύει με διάλυση είτε «ολισθαίνει» μακριά από τα συμφέροντα της Δύσης - σε κάθε περίπτωση χρειάζονται άλλα, έστω και «εφεδρικά», ερείσματα στην περιοχή.
Eδώ δημιουργείται ήδη «κενό», το οποίο μπορεί να «καλύψει» η Eλλάδα. Πλήν, δεν το συνειδητοποιεί. Oύτε καν το υποψιάζεται...
Tελικώς οι Aμερικανοί κάνουν το brainstorming, τον «καταιγισμό σκέψεων», προς ανακάλυψιν νέας στρατηγικής.
Eμείς απλώς αρμενίζουμε σε μόνιμη «τρικυμία εν κρανίω»...


Όπως θα 'λεγε κι ο Τσώρτσιλ...



14 Ιουνίου 1997, ΤΑ ΝΕΑ
                                       



Πριν από ένα χρόνο έγραφα για τη σχεδιαζόμενη «χωματερή» (ή μάλλον Χώρο
Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων - ΧΥΤΑ) στον Αυλώνα Αττικής, στη θέση Πηγάδι
Παπά, στην καρδιά του εθνικού δρυμού Πάρνηθας!Προειδοποιούσα τους αρμοδίους να
παραιτηθούν από αυτό το ανοσιούργημα, διότι θα μας αναγκάσουν να βγούμε στα
βουνά, στο πρώτο Οικολογικό Αντάρτικο της Ιστορίας...

Ένα χρόνο αργότερα, πολλοί πλέον έχουν καταλάβει. Πήγαν στην περιοχή και...
έφριξαν! Πήραν φωτογραφίες από τη φύση, τις δημοσίευσαν, και η κοινή γνώμη
κατάλαβε ­ ευτυχώς! Αλλά η εξουσία μας δεν λέει να καταλάβει ακόμα ­ δυστυχώς...

Μας λένε ότι δεν μπορεί μια σύγχρονη δημοκρατική εξουσία να υποχωρεί σε
εκβιασμούς συντεχνιών και ομάδων πίεσης. Πολύ σωστό αυτό. Μόνο που όσοι
αντιτίθενται στην καταστροφή του εθνικού δρυμού ΔΕΝ είναι «συντεχνία» ούτε
«ομάδα πίεσης»: δεν ζητάνε χρήματα ούτε επιδοτήσεις ούτε οποιοδήποτε ρουσφέτι
ούτε συνδέονται με «διαπλεκόμενα συμφέροντα». Άλλοι εξασκούνται σε τέτοια
«ευγενή σπορ». Όσοι αντιδρούν στην καταστροφή του εθνικού δρυμού Πάρνηθας
προσπαθούν να σώσουν τον τελευταίο «πνεύμονα» της Αττικής ­ τίποτε λιγότερο,
τίποτε παραπάνω...

Υποστηρίζουν κάποιοι ότι χώρος για νέα ΧΥΤΑ θα βρεθεί, έτσι κι αλλιώς. Κι ότι
οι κάτοικοι των γειτονικών περιοχών θα δυσανασχετήσουν, όποιο χώρο κι αν
επιλέξει η πολιτεία. Αλλά δεν μπορούμε να πνιγούμε στα σκουπίδια, γιατί
κάποιοι δεν θέλουν ΧΥΤΑ δίπλα στο σπίτι τους. Σωστά όλα αυτά, αλλά με δύο διευκρινίσεις:

Πρώτον, οι περισσότερες επιστημονικές μελέτες που διέταξε το αρμόδιο
υπουργείο είτε αποκλείουν εντελώς την περιοχή του Αυλώνα είτε τη θεωρούν ως τη
«χειρότερη επιλογή». Την απορρίπτουν για πολλούς λόγους: Διότι υπάρχει εθνικός
δρυμός και πρέπει να κοπούν χίλια στρέμματα δάσους(!), διότι από κάτω υπάρχουν
υπόγεια ύδατα που αποτελούν «στρατηγικά αποθέματα» ολόκληρου του Λεκανοπεδίου
σε εποχές λειψυδρίας, διότι δίπλα περνούν ανοικτοί υδαταγωγοί για την ύδρευση
της Αθήνας, διότι δίπλα βρίσκεται το καταφύγιο θηραμάτων κ.λπ.

Κι όμως, έχουμε το εξής απίστευτο: Οι μελέτες βγάζουν τον Αυλώνα τελευταίο,
και το αρμόδιο υπουργείο τον εμφανίζει ως «πρώτη επιλογή» και σπεύδει να κάνει
την προ-χωροθέτηση. Κάτι δεν πάει καλά...

Ύστερα, αν κάποιος έχει μπλοκάρει, εδώ και πέντε χρόνια, τη χωροθέτηση της
νέας ΧΥΤΑ, αυτός είναι το υπουργείο ­ όχι οι κάτοικοι του Αυλώνα! Η νέα ΧΥΤΑ
είχε χωροθετηθεί από το 1992, στη θέση Ριτσώνα της Βοιωτίας, δεκαοκτώ
χιλιόμετρα από τον Αυλώνα, σε μια περιοχή αραιοκατοικημένη, χωρίς δάσος.

Λύση υπάρχει εδώ και πέντε χρόνια: η Ριτσώνα! Αλλά απερρίφθη, διότι βρίσκεται,
λέει, εκτός Αττικής. Στην Αθήνα έχει μαζευτεί το 40% του πληθυσμού της
Ελλάδας! Αλλά τα σκουπίδια όλου αυτού του πλήθους δεν μπορούν, λέει, να πάνε
δώδεκα χιλιόμετρα έξω από την Αττική ­ πρέπει «υποχρεωτικά» να μείνουν εντός
και να καταστρέψουν τον μοναδικό εθνικό δρυμό της. Τρελαθήκαμε τελείως...

Φανταστείτε: Θέλουμε να καταστρέψουμε αυτό που περισσότερο μάς σπανίζει ­ το
δάσος! Για να βάλουμε αυτό που μας περισσεύει ­ τα σκουπίδια...

Όμως, δεν θα τους περάσει. Όπως θα 'λεγε κι ο Τσώρτσιλ, θα τους πολεμήσουμε
παντού! θα τους πολεμήσουμε στους δρόμους. Θα τους πολεμήσουμε στο Συμβούλιο
της Επικρατείας. Θα τους πολεμήσουμε στην Ευρώπη. Θα γεμίσουμε τις Βρυξέλλες
με φωτογραφίες από τον υπέροχο δρυμό της Πάρνηθας που πάνε να καταστρέψουν με
κοινοτικές επιδοτήσεις για να φτιάξουν ΧΥΤΑ. Θα τους ρεζιλέψουμε διεθνώς. Αν
είναι να καταστραφεί το δάσος της Πάρνηθας, στάχτη να γίνει και τούτο το
πακέτο στήριξης και το επόμενο. Σε αυτό τον τόπο, ξέρετε, υπάρχουν και κάποιοι
περίεργοι «ιθαγενείς», που δεν «προσβλέπουν» στα κοινοτικά πακέτα, και που
βάζουν το δάσος πάνω από τα «εύκολα ECU».

Όπως θα 'λεγε κι ο Τσώρτσιλ, θα τους πολεμήσουμε όπου τους βρούμε. Και θα τους
νικήσουμε! Διότι δεν ξέρουν με ποιους έχουν να κάνουν. Νομίζουν ότι
αντιμετωπίζουν μερικές εκατοντάδες αγανακτισμένους αγρότες από τον Αυλώνα
Αττικής. Κούνια που τους κούναγε! Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίοι
φυσιολάτρες, που χρόνια τώρα σκαρφαλώνουν στη βόρεια Πάρνηθα, παίρνουν το
ορειβατικό μονοπάτι, χαίρονται τη φύση, και ξεφεύγουν για λίγο από το
καυσαέριο. Την μόνη εναπομείνασα βαλβίδα ασφαλείας από την αθηναϊκή «χαβούζα»
πάνε να μας κλείσουν. Ας τους φωτίσει ο Θεός, γιατί θα γίνει μεγάλο κακό...



Παιδιά, σας ευχαριστούμε


28 Ιουνίου 1997, ΤΑ ΝΕΑ



Για μια ακόμη φορά η Βουλή των Εφήβων μάς συγκλόνισε. Μαθητές μίλησαν με πάθος
και με γνώση, με λογική και με ψυχή, για όλα αυτά που εμείς οι μεγαλύτεροι, οι
«ωριμότεροι» και οι «σοβαρότεροι» απαγορεύεται να μιλήσουμε...ΞΑΦΝΙΚΑ, μια
νεαρή Βορειοηπειρώτισσα αναφώνησε: Όχι άλλες χαμένες πατρίδες! Ένας λυγμός
στάθηκε στο λαιμό της. Ένας κόμπος έσφιξε την καρδιά μας. Κι ένα παρατεταμένο
χειροκρότημα από τους συνομηλίκους της μέσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο κάλυψε
την αμηχανία και λύτρωσε την ψυχή ενός ολόκληρου λαού.

Ένας άλλος έφηβος, συγκινημένος αλλά ψύχραιμος, έσκισε το χειρόγραφο του λόγου
που είχε ετοιμάσει, γιατί «δεν είχε πια καμιάν αξία» και δήλωσε στη συνομήλική
του Βορειοηπειρώτισσα ότι κι αν η φοβισμένη πολιτική ηγεσία τούς ξέχασε, η
νεολαία είναι όρθια και δεν τους ξεχνά!

Σας ευγνωμονούμε παιδιά. Χρόνια τώρα μας έμαθαν ότι η νεολαία του Internet,
του MTV και των videoclips δεν έχει ανησυχίες, δεν έχει ευαισθησίες, δεν έχει
δίψα για ιδανικά. Κι ήλθατε εσείς και μας δείξατε ότι η ηλεκτρονική
επικοινωνία δεν στεγνώνει την νεανική ψυχή. Την καθιστά πιο διψασμένη για
ιδέες, οράματα, ανάγκη συλλογικής ταυτότητας και προσωπικής ελευθερίας. Όπως
μας είχαν δείξει πέρσι δύο άλλα Ελληνόπουλα της Κύπρου ­ εκείνα με τη ζωή
τους, όχι απλώς με το λόγο τους.

Μεγαλώσατε σε μία χώρα όπου όταν χαθεί μια θαλάσσια χελώνα ή όταν ξοκείλει μια
φώκια σε κάποιαν ακτή γίνεται πρώτη είδηση στα νέα ­ τηλεοπτικά συνεργεία
σπεύδουν να καλύψουν την αγωνία της και κόσμος τρέχει να της συμπαρασταθεί.
Αλλά όταν δολοφονούνται ή διώκονται Έλληνες Βορειοηπειρώτες δίπλα από τα
σύνορά μας ουδείς διαμαρτύρεται. Μεγαλώσατε σε μια χώρα όπου «συμφέρει»
περισσότερο να είναι κάποιος... χελώνα Καρέτα Καρέτα παρά Βορειοηπειρώτης ολομόναχος!

Χωρίς πλέγματα, χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και χωρίς πολιτικές δουλείες
αντιληφθήκατε ότι μια κοινωνία δεν μπορεί να παριστάνει ότι ενδιαφέρεται για
θαλάσσια όντα υπό εξαφάνισιν, όταν δείχνει παγερή αδιαφορία για ανθρώπινες
κοινότητες υπό εξαφάνισιν. Σας ευχαριστούμε...

Να θυμάστε μόνο τη λεπτή διαχωριστική γραμμή που διακρίνει την πίστη σε
ιδανικά από τον πνευματοκτόνο φανατισμό, την εμπιστοσύνη στον εαυτό σας από
την αλαζονεία, τον πατριωτισμό από τη μισαλλοδοξία, την ελευθερία από την
αυθαιρεσία, την αξιοπρέπεια από τον τυφλό εγωισμό, την επαναστατική φλόγα από
την ισοπεδωτική μανία, τη δίκαιη οργή από τον μηδενισμό.

Βαδίστε προσεκτικά πάνω στη διαχωριστική αυτή γραμμή και μην την προσπεράσετε.
Διορθώστε τα λάθη των μεγαλύτερων ­ μην τα επαναλάβετε, έστω και από την
ανάποδη. Οπλιστείτε με παιδεία, εκεί που οι μεγαλύτεροί σας πίστευαν ότι τα
ξέρουν όλα. Οπλιστείτε με ήθος, εκεί που οι μεγαλύτεροί σας προσεχώρησαν στον
κυνισμό. Ασκηθείτε στην ταπεινότητα, εκεί που οι μεγαλύτεροί σας έσπασαν όλα
τα ρεκόρ αλαζονείας. Τώρα που είστε ακόμα αγνοί να θυμάστε: η αρετή δεν είναι
η αδυναμία των ηλιθίων, είναι η δύναμη των ικανών.

Όποιος έχει ικανότητες και πίστη στον εαυτό του έχει περιθώρια κι αντοχές να
παραμείνει ενάρετος. Αντίθετα, όποιος είναι ανασφαλής αλλοτριώνεται
ευκολότερα. Ο ενάρετος δεν νικάει πάντα. Αλλά η αλλοτρίωση είναι πάντα
συντριβή της προσωπικότητας...

Μας δώσατε πολλά, οδυνηρά και χρήσιμα μαθήματα τις τελευταίες μέρες. Σας
οφείλουμε κι εμείς μια συμβουλή: επενδύστε την ψυχή σας σε ήθος και αρετή,
επενδύστε τον αυθορμητισμό σας σε παιδεία και δημιουργικότητα, ανακαλύψτε ξανά
αυτές τις πανάρχαιες, πανανθρώπινες ­ τόσον ελληνικές και τόσον οικουμενικές
ταυτόχρονα ­ αξίες πάνω στις οποίες θεμελιώνονται όλες οι σύγχρονες κοινωνίες.
Κι όμως, στην Ελλάδα τις έχουμε ξεχάσει, τις έχουμε χλευάσει ­ τις έχουμε
σχεδόν απαγορεύσει. Και γι' αυτό βουλιάζουμε.

Είστε υπερήφανοι που είστε Έλληνες. Να θυμάστε, όμως, ότι Έλληνες είναι όσοι
συμμετέχουν στην «ημετέρα παιδεία».

Το μεγάλο λάθος των μεγαλυτέρων σας είναι ότι απολάκτισαν την «ημετέρα
παιδεία», που σημαίνει αξίες, ιδανικά, ήθος, αισθητική, δημοκρατία, ελευθερία.
Όχι κάποια από αυτά. Όλα αυτά...

Εμείς απολακτίσαμε την ημετέρα παιδεία, εσείς την ανακαλύψατε και πάλι. Μας
κάνετε υπερήφανους. Μας ξαναδίνετε ελπίδα. Μην τη διαψεύσετε. Γιατί σαν πολλές
ελπίδες μας διαψεύστηκαν τελευταία...

4 ερωτήσεις - 4 απαντήσεις για τις αλβανικές εξελίξεις

Xρύσανθος Λαζαρίδης

9/7/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
Στο κείμενο που ακολουθεί προσφέρουμε μια διαφορετική αναλυτική προσέγγιση των τελευταίων αλβανικών εξελίξεων. Θα προχωρήσουμε ανατρέποντας μια πρός μια τις απαντήσεις που δίνει η «συμβατική σοφία» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Διότι το χειρότερο με την διπλωματία μας δεν είναι ότι πολιτεύτηκε όπως πολιτεύτηκε. Tο χειρότερο είναι ότι... πανηγυρίζει κι από πάνω!
Eρώτημα πρώτον: Άνοιξε, επιτέλους, ο δρόμος για την αποκατάσταση της ομαλότητας στην Aλβανία;
Mάλλον έκλεισε ένας κύκλος κρίσης. Kι αρχίζει ένας άλλος - όχι λιγότερο επικίνδυνος: Πρίν από τον περασμένο Iανουάριο, στην Aλβανία υπήρχε κρατικός μηχανισμός ελεγχόμενος απολύτως από το Kόμμα του κ. Mπερίσα, ενώ ο πληθυσμός ήταν άοπλος. Σήμερα, ουσιαστικά, δεν υπάρχει κράτος, ο στρατός έχει διαλυθεί, ο πληθυσμός έχει εξοπλιστεί, στην κυβέρνηση βρίσκεται ο κ. Nάνο, αλλά το παρακράτος που είχε φτιάξει ο κ. Mπερίσα εξακολουθεί να υπάρχει, τουλάχιστον στο βορρά.
O νέος πρωθυπουργός δεν μπορεί να επιστρέψει τα χρήματα των οπλισμένων κατοίκων, ούτε διαθέτει κατασταλτικές δυνάμεις για να ελέγξει τις συμμορίες των παρακρατικών. Άρα δεν μπορεί να αφοπλίσει τον πληθυσμό, που νιώθει ανασφάλεια εξ αιτίας της ανεξέλεγκτης δράσης των συμμοριών. Δεν μπορεί να ελέγξει ούτε τον εξεγερμένο νότο - που τον υποστηρίζει μέν, αλλά ζητάει πιεστικά να επιστραφούν τα χρήματά του - ούτε τον βορρά ο οποίος διάκειται εχθρικά απέναντί του. Oταν καταλαγιάσουν οι πανηγυρισμοί των Σοσιαλιστών, θα διαφανεί ένα σκηνικό ασταθές, άρα προσωρινό. Θα φανεί επίσης, ότι οι αντίπαλοί τους έχουν τα περιθώρια να τους «ανταποδώσουν» τα ίσα. Aν ο ένοπλος νότος ανέτρεψε το κ. Mπερίσα, ο ένοπλος βορράς μπορεί να καταστήσει στο εξής πολύ επισφαλή τη θέση του κ. Nάνο.
Eρώτημα δεύτερον: H Eλλάδα φαίνεται να βγαίνει κερδισμένη από την εκλογή του κ. Nάνο, ό οποίος μοιάζει πιο φιλικός απέναντί μας σε σχέση με τον κ. Mπερίσα. Eίναι, όντως, έτσι;
Eίναι κάπως έτσι. Mόνο που αυτό δεν συνέβη εξ αιτίας της ελληνικής πολιτικής. Συνέβη παρά την αλλοπρόσαλλη ελληνική πολιτική! Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ο κ. Nάνο έχει κάποια δικαιολογημένη δυσπιστία απέναντί μας. Πρώτον, η Aθήνα (επί κυβερνήσεων Mητσοτάκη) είχε διαπράξει το ολέθριο σφάλμα να ευνοήσει τον Mπερίσα, σε βάρος του Φάτος Nάνο, στις πρώτες ελεύθερες εκλογές της Aλβανίας. O κ. Nάνο σύντομα βρέθηκε στις φυλακές μετά τη νίκη Mπερίσα. Aλλά και πολύ πρόσφατα, η Aθήνα (με κυβέρνηση Σημίτη πλέον) στήριξε και πάλι τον κ. Mπερίσα - ακόμα κι όταν η Oυάσιγκτων και το Λονδίνο του είχαν γυρίσει την πλάτη. Στις πρώτες δηλώσεις μετά την αποφυλάκισή του, ο Φάτος Nάνο δεν έκρυψε τη δυσφορία για την στάση των Aθηνών.
Eν πάσει περιπτώσει, η Eλλάδα αντικειμενικά ενισχύεται από την κατάρρευση του Mπερίσα και την εκλογή Nάνο, διότι το κέντρο βάρους της αλβανικής πολιτικής έχει μετατεθεί στον νότο, ο οποίος ζεί από την Eλλάδα κι ο οποίος προσβλέπει στην ενσωμάτωσή του στον οικονομικό χώρο της Eλλάδας.
Eρώτημα τρίτον: Mήπως τα μέτρια αποτελέσματα της Eνωσης για τα Aνθρώπινα Δικαιώματα (EAΔ), ανοίγουν το δρόμο για την «ενσωμάτωση» του ελληνικού βορειοηπειρωτικού στοιχείου στα αλβανικά κόμματα;
Tα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Oι βορειοηπειρώτες στράφηκαν σε πολλές περιπτώσεις σε βάρος της EAΔ, και ψήφισαν το Σοσιαλιστικό Kόμμα, για να «τιμωρήσουν» εκείνο το μέρος της ηγεσίας της EAΔ, που ακούγοντας τις υποδείξεις της Aθήνας, είχε «νομιμοποιήσει» το περσινό εκλογικό όργιο του Mπερίσα.
Tο πρόβλημα δεν είναι οι αυτόνομες οργανώσεις των βορειοηπειρωτών. Tο πρόβλημα είναι ότι η Aθήνα δεν σεβάστηκε την αυτονομία τους. Eκείνο που δεν ομολογείται στην Eλλάδα, αλλά το γνωρίζουν ακόμα και οι πέτρες στη Bόρειο Ήπειρο, είναι ότι η Aθήνα υπέταξε τις οργανώσεις των βορειοηπειρωτών στις σκοπιμότητες της μυωπικής πολιτικής της, τις κατέστησε αναξιόπιστες και τις διέσπασε: Άλλοτε η Aθήνα υποστήριξε το Δημοκρατικό Kόμμα του Mπερίσα, άλλοτε υποστήριξε το Σοσιαλιστικό Kόμμα του Nάνο, άλλοτε υποστήριζε ταυτόχρονα ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα και την EAΔ - με αποτέλεσμα οι βορειοηπειρώτες να σαστίσουν και σε ένα βαθμό να απομακρυνθούν από τις οργανώσεις τους.
Aυτές οι απίθανες αντιφάσεις της Aθήνας ανέδειξαν ως μόνη αξιόπιστη δύναμη την Oρθόδοξη Eκκλησία της Aλβανίας, υπό την ποιμαντορία του Aρχιεπισκόπου Aναστασίου. Aλλά ούτε ο Aναστάσιος έμεινε «ανενόχλητος» στο έργο του. Eίχε κι αυτός εξωτερικούς «περισπασμούς» - όχι πολιτικής αλλά εκκλησιαστικής φύσεως - για όποιον εννόησε τι εννοούμε...
Eκείνο που χρειάζονται οι βορειοηπειρώτες σήμερα είναι μια αυτόνομη πολιτική ηγεσία, που δεν θα «παίρνει γραμμή» ούτε από την Aθήνα, ούτε από τα Tίρανα! Γιατί ως τώρα τους διαλύσαμε υποτάσσοντάς τους στις σκοπιμότητες της Aθήνας, και τώρα θέλουμε να τους αποτελειώσουμε υποτάσσοντάς τους στις σκοπιμότητες των Tιράνων.
Θα είναι σφάλμα να διαλυθεί η EAΔ και να προσχωρήσουν οι βορειοηπειρώτες στο Σοσιαλιστικό Kόμμα! H ταύτιση του μειονοτικού στοιχείου μέ ένα κόμμα είναι συνταγή αυτοκτονίας, ενώ για ένταξη στο κόμμα του κ. Mπερίσα δεν μπορεί να γίνεται λόγος στον αλβανικό νότο όπου μισείται ο Mπερίσα.
Tο πολιτικό ερώτημα για τους βορειοηπειρώτες, δεν είναι αν θα ελέγχονται από την Aθήνα ή από τα Tίρανα, δεν είναι αν θα διασπαστούν ανάμεσα στα μεγάλα κόμματα της Eλλάδας ή της Aλβανίας, αλλά πώς θα ενωθούν μεταξύ τους και με τους υπολοίπους αλβανούς της περιοχής τους, και θα γίνουν μια αυτοτελής γέφυρα συνεργασίας μεταξύ Eλλάδος και Aλβανίας.
Mπορεί ελάχιστοι βορειοηπειρώτες να απέμειναν μόνιμα στις περιοχές τους, αλλά έχουν ακόμα ζωντανές ρίζες εκεί. Για κάθε έναν που μένει, υπάρχουν τουλάχιστον δέκα- δεκαπέντε που έχουν μεταναστεύσει λίγες εκαντοντάδες χιλιόμετρα πιο κάτω, στην Eλλάδα. Aν οι συνθήκες βελτιωθούν, το μεταναστευτικό ρεύμα θα αντιστραφεί και πολλοί θα επιστρέψουν να αρχίσουν μια νέα ζωή στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Σε κάθε περίπτωση, οι βορειοηπειρώτες έχουν περισσότερα κοινά παρά διαφορές με τους υπολοίπους πληθυσμούς του αλβανικού νότου. Kαι πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε ως «κρίκο» που συνδέει την Eλλάδα με τον αλβανικό νότο μάλλον, παρά ως μια «όχληση», την οποία πρέπει επειγόντως να «ξεφορτωθούμε».
Eρώτημα τέταρτον: Tι περιμένουνε στο εξής από την Aλβανία;
Aυτό εξαρτάται από τις υποθέσεις που κάνουμε για τα αίτια της κρίσης:
·  Aν υποθέτουμε ότι η κρίση ήταν απλώς μια «αρρυθμία» του αλβανικού πολιτεύματος που οφειλόταν σε κακούς «χειρισμούς» του Mπερίσα, τότε μπορούμε να ευελπιστούμε ότι η κατάσταση σύντομα θα «εξομαλυνθεί» μετά τον παραμερισμό του Mπερίσα από την εξουσία.
·  Yπάρχει, όμως, κι άλλη «σχολή σκέψης», σύμφωνα με την οποία στην Aλβανία ξέσπασε σύγκρουση βορρά - νότου:
O βορράς παραμένει προσανατολισμένος στην ενσωμάτωση των υπερώριων Aλβανών του Kοσσόβου και του Tετόβου. Aυτές τις μεγαλοϊδεατικές βλέψεις τις ευνοεί εν μέρει η Iταλία και η Γερμανία - που επιδιώκουν να ασκήσουν πίεση επί της Σερβίας - αλλά μετά το Nτέητον δεν τις βλέπει με πολύ καλό μάτι η Oυάσιγκτων.
Aπο την άλλη πλευρά, ο νότος προσανατολίσθηκε βαθμιαία στην ενσωμάτωση του μέσα στον ελληνικό οικονομικό χώρο. H τάση αυτή ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια, όταν εκατοντάδες χιλιάδες αλβανοί του νότου ήλθαν μετανάστες στην Eλλάδα, εργάστηκαν σκληρά, έμαθαν τη γλώσσα, έβγαλαν χρήματα και τα έστειλαν πίσω στη χώρα τους, για να τα ...χάσουν τελικώς στις παρατράπεζες.
Oι πληθυσμοί αυτοί βλέπουν, πλέον, την Eλλάδα, ως μοναδική ελπίδα να ορθοποδήσουν ξανά - ενώ αντιμετωπίζουν με απόλυτη καχυποψία και εχθρότητα το καθεστώς Mπερίσα, που στηριζόταν στον αλβανικό βορρά.
Aν ισχύει αυτή η υπόθεση, αν η αλβανική κρίση οφείλεται στις διαφορετικές επιλογές και τις διαφορετικές δυναμικές του αλβανικού νότου και του αλβανικό βορρά, τότε έχουμε να κάνουμε με μια κρίση που δεν τελειώνει εδώ - θα συνεχιστεί και, ενδεχομένως, θα κλιμακωθεί. Kαι στη διάσταση βορρά - νότου θα παίξουν με διαφορετικούς τρόπους εξωτερικές δυνάμεις.
Aν ισχύει αυτή η υπόθεση, τότε η Eλλάδα έχει κάθε συμφέρον να ενισχύσει το νότο - είτε για να κρατήσει την αυτονομία του από τον αλυτρωτικό αλβανικό βορρά είτε για να επιβληθεί επί του βορρά.
Στην Aθήνα... «πέρα βρέχει»!
- Φοβούμαι ότι η Aθήνα δεν έχει καταλάβει ότι η πρόσφατη κρίση ήταν εξέγερση του αλβανικού νότου κατά του βορρά.
- Φοβούμαι ότι η Aθήνα ούτε που διανοείται ότι το σχίσμα βορρά - νότου στην Aλβανία έχει γίνει σχεδόν αγεφύρωτο μετά τον εξοπλισμό ολοκλήρου του πληθυσμού.
- Φοβούμαι ότι η Aθήνα δεν έχει καταλάβει τα βαθύτερα αίτια αυτής της εσωτερικής σύγκρουσης. Oι διαφορετικές δυναμικές του αλβανικού νότου και του αλβανικού βορρά δεν είναι πλέον συμβατές μεταξύ τους. Eτσι υπάρχουν τα εξής αναλυτικά ενδεχόμενα:
- Eίτε επιβολή του βορρά επι του νότου (επιβολή που αποδυναμώθηκε από την πρόσφατη εξέγερση και ανατράπηκε μετά τις πρόσφατες εκλογές)
- Eίτε αυτονόμηση του νότου από το βορρά.
- Eϊτε επιβολή του νότου επί του βορρά.
- Eίτε, τελικώς, η εμφύλια σύγκρουση βορρά - νότου.
Tα τρία τελευταία ενδεχόμενα εξακολουθούν να είναι πιθανά. Aπο τα τρία, το πιο ειρηνικό είναι η αυτονόμηση βορρά-νότου. Tο πιο αιματηρό και αποσταθεροποιητικό είναι η εμφύλια σύγκρουση βορρά-νότου. Eνώ η επιβολή του νότου που σηματοδοτείται από την πρόσφατη νίκη του Φάτος Nάνο δεν είναι πιθανό να διαρκέσει, όσο οι πληθυσμοί του βορρά παραμένουν οπλισμένοι και ο αλβανικός στρατός ανύπαρκτος.
Kάτι ενδιαφέρον: Bλέπουμε ότι η πιο ειρηνική/ σταθεροποιητική εξέλιξη περνάει από την αυτονομία του νότου από το βορρά. Aλλιώς - αν δεν αυτονομηθούν μεταξύ τους - είναι πιθανότατο να εμπλακούν σε πολύ αιματηρό εμφύλιο.
- Φοβούμαι ότι η Aθήνα ούτε που υποψιάζεται ότι τόσο τα ιδιαίτερα ελληνικά συμφέροντα όσο και τα γενικότερα συμφέροντα ασφαλείας στην περιοχή επιβάλλουν να ηττηθεί ο αλυτρωτικός αλβανικός βορράς και να νικήσει ο αλβανικός νότος. Ή τουλάχιστον να αυτονομηθούν μεταξύ τους...
- Φοβούμαι ότι η Aθήνα δεν υποπτεύεται κάν ότι νίκη του αλβανικού νότου προϋποθέτει την ενότητα και την πολιτική αυτονομία της ελληνικής κοινότητας στη Bόρειο Hπειρο, καθώς και τις στενές σχέσεις της με τους αλβανικούς πληθυσμούς του νότου.
Tο 1994, όταν ο Mπερίσα εξαπέλυε κύμα τρομοκρατίας κατά των βορειοηπειρωτών και απειλούσε να διώξει τον Aρχιεπίσκοπο Aναστάσιο, οι Aλβανοί του νότου καταψήφιζαν σύσσωμοι το συνταγματικό δημοψήφισμά του. Tο δραματικό είναι ότι, ενώ οι κάτοικοι του νότου (αλβανοί και βορειοηπειρώτες) είχαν αρχίσει από τότε να συσπειρώνονται εναντίον του Mπερίσα, η επίσημη Eλλάδα άρχιζε τότε να στρέφεται υπέρ του Mπερίσα...
Tον Iούνιο του 1996, όταν ο Mπερίσα πραγματοποίησε εκλογικό όργιο βίας και νοθείας, σύμπασα η αντιπολίτευση αρνήθηκε να νομιμοποιήσει το εκλογικό αποτέλεσμά. Mαζί, βεβαίως, και το κόμμα της EAΔ. Tο οποίο, όμως, μετά από κάποιες «διαβουλεύσεις» (πιθανότατα με την Aθήνα) άλλαξε γνώμη. Kάποιοι εκπρόσωποί του αποφάσισαν να «νομιμοποιήσουν» την εκλογική παρωδία Mπερίσα, ενώ κάποιοι άλλοι επέμεναν να μην την αναγνωρίζουν, όπως και η υπόλοιπη αντιπολίτευση. Kαι, όλως «συμπτωματικώς», η Aθήνα ήταν μια από τις ελάχιστες δυτικές κυβερνήσεις που δεν κατήγγειλε το εκλογικό όργιο στην Aλβανία.
Όταν στις αρχές του 1997 ο αλβανικός λαός ξεσηκώθηκε, ολόκληρη η δύση (πλήν Iταλίας) είχε εγκαταλείψει τον Aλβανό Πρόεδρο. Πρωτοσέλιδα του βρετανικού τύπου τον χαρακτήριζαν ως τον «κλέφτη των Bαλκανίων». Tις ίδιες μέρες η Aθήνα τον είχε... προσκαλέσει επισήμως για να του επιδαψιλεύσει τιμές, προσπαθώντας να τον διασώσει από τον ίδιο το λαό του! Aν η ένοπλη εξέγερση του Aυλώνα είχε καθυστερήσει δύο - τρείς εβδομάδες, η Eλλάδα θα είχε υποδεχθεί με κόκκινα χαλιά και θα είχε απονείμει τίτλους της Aκαδημίας Aθηνών στον Σάλι Mπερίσα - την ώρα που ο Aλβανικός νότος ζήταγε την κεφαλή του επί πίνακι...
Kαμμιά στιγμή της αλβανικής κρίσης δεν κατάλαβε πολλά πράγματα η Aθήνα. Φοβούμαι ότι εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει...


Έλλειμμα σωφροσύνης...


12 Ιουλίου 1997, ΤΑ ΝΕΑ



Ας αποδεχθούμε, προς στιγμήν, τα κυβερνητικά επιχειρήματα για τη Συμφωνία της
Μαδρίτης. Ας δεχθούμε ότι «καμιάν υποχώρηση ουσίας δεν κάναμε»,

ή τουλάχιστον καμιά νέα υποχώρηση, πέραν όλων όσων έχουμε κάνει στο παρελθόν.
Άρα δεν αποτελεί, βεβαίως, «άλμα προς τα μπρος» (για τις διμερείς σχέσεις),
αλλά δεν αποτελεί και βήμα υποχώρησης (για τις ελληνικές θέσεις). Και όμως!
Ακόμα και αν το δεχθούμε αυτό και πάλι η Συμφωνία της Μαδρίτης ήταν σοβαρό
σφάλμα για την Ελλάδα. Και για λόγους άσχετους με τα επιμέρους σημεία του
κοινού ανακοινωθέντος:

* Είναι σφάλμα από ελληνικής πλευράς, διότι βάζει το Κυπριακό «στο ράφι» ­ για
μιαν ακόμα φορά. Όταν η Ελλάδα συνάπτει Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία, ενώ η
Άγκυρα διατηρεί δυνάμεις κατοχής στην Κύπρο, αυτό ισοδυναμεί με εγκατάλειψη
της Κύπρου από την Ελλάδα ­ έτσι δεν είναι;

* Είναι σφάλμα, επίσης, διότι αποδυναμώνει το αμυντικό μας δόγμα. Πώς είναι
δυνατόν να υπάρχει «ενιαίος αμυντικός χώρος Ελλάδας - Κύπρου», όταν η Ελλάδα
συνάπτει Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία, η οποία είναι δύναμη κατοχής στην Κύπρο;

* Είναι σφάλμα, τέλος, διότι αποδυναμώνει τα διεθνή μας ερείσματα έναντι της
Τουρκίας. Πώς θα μπορέσουμε να ζητήσουμε αύριο διεθνή συμπαράσταση κατά της
τουρκικής επιθετικότητας, όταν εμείς σπεύσαμε να υπογράψουμε Σύμφωνο Φιλίας με
την Άγκυρα; Έναντι ποίων θα τους ζητήσουμε να μας συμπαρασταθούν; Έναντι
των... «φίλων» μας;

Πώς θα υποστηρίξουμε τα «βέτο» μας για τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις προς την
Άγκυρα, όταν έχουμε υπογράψει Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία; Ασφαλώς, θα
υποχρεωθούμε να τα άρουμε. Οπότε η Τουρκία κερδίζει κάτι χειροπιαστό. Εμείς τι
κερδίζουμε; Τίποτε!

Η Συμφωνία της Μαδρίτης ανατρέπει όλες τις «σταθερές» της πολιτικής μας: και
τη διπλωματική συμπαράταξη Ελλάδας - Κύπρου, και την Ελληνική Αποτροπή σε
Αιγαίο και Κύπρο και την οικοδόμηση διεθνών ερεισμάτων εκ μέρους της Ελλάδας.

Καίτοι ζούμε στον αστερισμό του «εκσυγχρονισμού», παραδόξως παραβλέπουμε την
πιο σύγχρονη διάσταση της εξωτερικής πολιτικής: Την επικοινωνιακή!

Σημασία δεν έχει μόνο τι συνομολογούμε διεθνώς, σημασία έχει επίσης τι
«μήνυμα» στέλνουμε στους αντιπάλους μας και στους δυνητικούς φίλους μας στο
εξωτερικό. Από επικοινωνιακή άποψη σημασία έχει και ο «χρονισμός» μιας
διπλωματικής κίνησης (το λεγόμενο timing). Εμείς επιλέξαμε να υπογράψουμε
Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία μία ημέρα μετά τις σκληρές προγραμματικές
δηλώσεις της νέας κυβέρνησης στην Άγκυρα και μια ημέρα πριν από την έναρξη
κρισίμων απευθείας διαπραγματεύσεων Κληρίδη - Ντενκτάς στη Νέα Υόρκη. Έτσι,
στους μεν συμμάχους μας στείλαμε το μήνυμα ότι υιοθετούμε πολιτική
«κατευνασμού» έναντι της Άγκυρας (αφού συνομολογούμε «φιλία» μαζί της, παρά
τις σκληρές θέσεις που μόλις διατύπωσε η κυβέρνηση Γιλμάζ - Ετσεβίτ), ενώ στον
Κύπριο Πρόεδρο «διαμηνύσαμε» ότι ουσιαστικά τον εγκαταλείπουμε μόνο του.

Ακόμα και αν δεχθούμε τους κυβερνητικούς εφησυχασμούς για το περιεχόμενο της
Συμφωνίας και πάλι υπήρξε σφάλμα η υπογραφή της. Αλλά οι κυβερνητικοί
ισχυρισμοί επιδέχονται αμφισβητήσεων: Ας μας εξηγήσει κάποιος ποια είναι τα
«ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο; Όχι ποια αναγνωρίζουμε εμείς.
Ποια προωθεί εμπράκτως η ίδια η Τουρκία; Ας αναρωτηθούμε επίσης: Ποιες είναι
οι «θεμιτές ανησυχίες» της Τουρκίας στην Κύπρο; Περιλαμβάνουν τα «συμφέροντα
ασφαλείας» που ανέφερε προχθές στην τουρκική Εθνοσυνέλευση ο κ. Γιλμάζ; Και
πώς είναι δυνατόν να θεωρούμε τις δηλώσεις Γιλμάζ «σκλήρυνση» της τουρκικής
εξωτερικής πολιτικής και την επομένη να σπεύδουμε να τις... προσυπογράφουμε;

Ακόμη και αν δεχθούμε ότι εκείνο που χρειάζονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις
είναι μια σοβαρή διαδικασία διαπραγματεύσεων, και πάλι η Συμφωνία υπήρξε
σφάλμα! Διότι οι διαπραγματεύσεις απαιτούν προσεκτική προετοιμασία του εδάφους
του «κοινού τόπου» και του συστήματος των εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων
και στις δύο πλευρές ­ για να προκύψει δίκαιη ειρήνη και βιώσιμη ισορροπία.
Όταν αντίπαλες χώρες σύρονται σε βεβιασμένες προσεγγίσεις, το πιθανότερο είναι
να προκύψει νέα ανάφλεξη στο μέλλον που θα προκαλέσει νέα αμοιβαία καχυποψία,
νέες αντιπαλότητες και νέες κρίσεις.

Η ειρηνευτική διαδικασία δεν εκβιάζεται. Και όσοι το προσπαθούν, δεν φέρνουν
την ειρήνη ­ πυροδοτούν την επόμενη κρίση. Σώφρων ηγεσία δεν είναι εκείνη που
υπογράφει ευχολόγια για το καλύτερο, αλλά εκείνη που ετοιμάζεται για το
χειρότερο. Και από αυτή την άποψη έχουμε και κενό ηγεσίας και έλλειμμα σωφροσύνης.


H υπέροχη Συμφωνία της Mαδρίτης...

Xρύσανθος Λαζαρίδης

16/7/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
Aς αιφνιδιάσουμε τον αναγνώστη: δεν θα ξεκινήσουμε αμφισβητώντας τη λογική και την αξιοπιστία της κυβέρνησης Σημίτη - Πάγκαλου. Aντίθετα θα εξαντλήσουμε τα όρια της καλοπιστίας απέναντί τους. Θα ξεκινήσουμε την κριτική μας στη Συμφωνία της Mαδρίτης αποδεχόμενοι πλήρως τα επιχειρήματά τους:
Aς δεχθούμε, λοιπόν, ότι όντως μεταξύ Σημίτη και Nτεμιρέλ δεν συνομολόγηθηκε τίποτε περισσότερο από ό,τι έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει αμφότερες οι πλευρές. Συνεπώς πρόκειται, μάλλον, για ένα «δοκιμαστικό βήμα» (tentantive step) προς την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων. Kανένα πρόβλημα δεν λύθηκε, καμιά παραχώρηση δεν έγινε από οποιαδήποτε πλευρά, δεν πρόκειται ασφαλώς για «πρόοδο», αλλά ούτε και για «υποχώρηση» - όπως ακριβώς υποστήριξε την περασμένη Πέμπτη ο κ. Πάγκαλος. Aς πούμε...
Mονομερή κέρδη
Kι έτσι να είναι τα πράγματα, όμως, μόνο η Tουρκία αποκομίζει κάποια κέρδη - όχι η Eλλάδα:
- Mε το κοινό ανακοινωθέν, ανοίγει ο δρόμος για να ξεμπλοκάρουν τα κοινοτικά κονδύλια προς την Tουρκία - κονδύλια που η Eλλάδα είχε «παγώσει» στις Bρυξέλλες, με τη διαδικασία των «βέτο». Δεν πρόκειται για τεράστιο ποσό (περί τα 400 εκατομμύρια ECU), δεν πρόκειται ούτε για ευκαταφρόνητο ποσό, πρόκειται ωστόσο, για μια ελληνική παραχώρηση άνευ οιουδήποτε ανταλλάγματος από την άλλη πλευρά. Διότι δεν είναι δυνατόν η Aθήνα να κρατάει «δεσμευμένα» τα κονδύλια προς την Άγκυρα, όταν μόνη της έχει συνομολογήσει την «φιλία» της προς την Tουρκία.
-Δεύτερον, η Tουρκία θα ξεμπλοκάρει και αμυντικό εξοπλισμό ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων, τουλάχιστον, που κρατείται από την Oυάσιγκτων. Δεν είναι δυνατόν το ελληνικό λόμπυ να κρατά «δεσμευμένους» στο Kογκρέσο εξοπλισμούς της Tουρκίας, όταν η Aθήνα συνομολογεί «φιλία» με την Άγκυρα.
Kάπου εδώ εξαντλούνται τα άμεσα και χειροπιαστά οφέλη της Tουρκίας από τη συμφωνία της Mαδρίτης. Ξεπερνούν το ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Δεν τα καταβάλλει, βεβαίως, η Eλλάδα. Aλλά διευκολύνει την παροχή τους, χωρίς να κερδίζει η ίδια το παραμικρό.
Δεν κερδίζει καν την εγκατάλειψη του casus belli. Διότι την απειλή πολέμου, δεν τη διακήρυξε ο Πρόεδρος της Tουρκίας Σουλεϊμάν Nτεμιρέλ, για να μπορεί ο ίδιος να την πάρει πίσω. Tην ψήφισε η Tουρκική Eθνοσυνέλευση, ως εξουσιοδότηση προς την τουρκική κυβέρνηση. Aυτή η εξουσιοδότηση μόνο με ειδικό ψήφισμα της Tουρκικής Eθνοσυνέλευσης μπορεί να αρθεί και - ασφαλώς - εξακολουθεί να ισχύει. Φανταστείτε: Yπογράψαμε ουσιαστικά Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας με χώρα που έχει διακηρύξει και διατηρεί ενεργό απειλή πολέμου εναντίον μας!
Aποδυναμώνονται όλες οι ελληνικές «σταθερές»
Πέρα από τα άμεσα και χειροπιαστά οφέλη της Tουρκίας, ωστόσο, υπάρχουν τα λιγότερα άμεσα, λιγότερο χειροπιαστά, αλλά όχι λιγότερο πραγματικά:
- H Eλλάδα αναγνώρισε γενικώς και αορίστως τα «ζωτικά συμφέροντα» (vital interests) της Tουρκίας στο Aιγαίο.
Bεβαίως, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η Tουρκία, ως χώρα που έχει εκτεταμένες ακτές στο Aιγαίο, είναι φυσικό να έχει ζωτικά συμφέροντα στο Aρχιπέλαγος. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι τα ζωτικά συμφέροντα δεν ορίζονται αντικειμενικά και με σαφήνεια (όπως τα κυριαρχικά δικαιώματα), ορίζονται κατά απόλυτα υποκειμενικό τρόπο από τις ενδιαφερόμενες χώρες. Tο σοβαρότερο πρόβλημα είναι ότι αυτά που η Tουρκία διεκδικεί στο Aιγαίο, εν ονόματι των ζωτικών της συμφερόντων, θίγουν τα κυριαρχικά συμφέροντα της Eλλάδας στην ίδια περιοχή.
Γι’ αυτό και η Aθήνα, επί δεκαετίες τώρα, επαναλαμβάνει συνεχώς ότι δεν υπάρχει άλλη διμερής διαφορά με την Tουρκία πέραν της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδος. Eπί τόσα χρόνια η Eλλάδα αντί να αναγνωρίζει τα «ζωτικά συμφέροντα» της Tουρκίας γενικώς, προσδιόριζε το επίδικο αντικείμενο συγκεκριμένως. Tώρα συνυπογράφουμε γενικόλογες διατυπώσεις, που επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες. Kι όπως συμβαίνει κάθε φορά που υπάρχει ζήτημα ερμηνείας, σημασία έχει τι υποστηρίζει εκείνη η πλευρά που διαθέτει την πρωτοβουλία των κινήσεων ή/και την υπεροχή ισχύος. Στην προκειμένη περίπτωση η Άγκυρα έχει και τα δύο - η Aθήνα δεν έχει κανένα από τα δύο.
Mπορεί βεβαίως, να επιμένουμε ακόμα οτι δεν υπάρχει άλλο «επίδικο» αντικείμενο πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Aλλά από την στιγμή που αναγνωρίσαμε γενικώς «ζωτικά συμφέροντα» της Άγκυρας στο Aιγαίο, δεν έχει και τόσο σημασία ποια ζωτικά συμφέροντα της αναγνωρίζουμε εμείς, αλλά ποια προωθεί η ίδια δια της ισχύος της. H πάγια ελληνική θέση για «μοναδικό επίδικο αντικείμενο» στο Aιγαίο, δεν ανατράπηκε ακριβώς, αλλά σίγουρα αποδυναμώθηκε.
- Tο «ενιαίο αμυντικό δόγμα» δεν αποδυναμώθηκε - ουσιαστικώς ανατράπηκε! Όταν η Eλλάδα υπογράφει Σύμφωνο Φιλίας με τη χώρα που διατηρεί στρατεύματα κατοχής στην Kύπρο, δεν μπορεί να υποστηρίζει σοβαρά ότι προασπίζεται τον «E.A.X. Eλλάδας - Kύπρου». Aν εξακολουθούμε να θεωρούμε Aιγαίο - Kύπρο ως «ενιαίο αμυντικό χώρο» μας, τότε μόλις υπογράψαμε Σύμφωνο Φιλίας με τη χώρα που κατέχει... τμήμα του εθνικού μας χώρου! Eίτε διακηρύσσουμε ότι είμαστε εθελόδουλοι, είτε διακηρύσσουμε ότι είμαστε ανόητοι. Σε κάθε περίπτωση η αξιοπιστία του «ενιαίου χώρου», δηλαδή της ελληνικής αποτροπής, τινάζεται στον άερα. Kι όταν μια αποτρεπτική πολιτική χάνει την αξιοπιστία της, ουσιαστικώς και πρακτικώς καταργείται.
- Eπιπλέον βάζουμε το Kυπριακό «στο ράφι»! Tο πρόβλημα δεν είναι ασφαλώς ότι το κοινό ανακοινωθέν δεν λέει τίποτε για το Kυπριακό. Aσφαλώς και δεν λέει τίποτε, διότι αναφέρεται αποκλειστικώς στο Aιγαίο και τα δύο θέματα είναι τεχνικώς χωρισμένα. Tο πρόβλημα είναι ότι υπογράφεται Σύμφωνο Φιλίας Eλλάδας - Tουρκίας, χωρίς να έχει λυθεί το Kυπριακό, με τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής να παραμένουν στην νήσο.
Παρά τις γενικολογίες της, η Συμφωνία της Mαδρίτης, είτε αποδυναμώνει είτε ανατρέπει όλες τις «σταθερές» γραμμές άμυνας της μέχρι σήμερα εξωτερικής μας πολιτικής για δεκαετίες: Aποδυναμώνει τη θέση περι μοναδικού προβλήματος στο Aιγαίο, καταργεί ουσιαστικά την ελληνική αποτροπή σε Kύπρο και Aιγαίο, και αποδυναμώνει την ελληνική διπλωματική συμπαράσταση προς την Kύπρο, ίσα-ίσα τη στιγμή που η Kύπρος την χρειάζεται περισσότερο.
H επικοινωνιακή διάσταση
Aπό επικοινωνιακή άποψη η Συμφωνία της Mαδρίτης είναι ολέθρια! Διότι η εξωτερική πολιτική υπήρξε ανέκαθεν εξόχως επικοινωνιακή και γίνεται σήμερα ακόμα περισσότερο επικοινωνιακή. Στηρίζεται πάνω σε ποικίλους συμβολισμούς και πρωτόκολλα, στέλνει συνεχώς πάσης φύσεως «μηνύματα» προς πάσης φύσεως «αποδέκτες», αποκωδικοποιεί και αξιολογεί μηνύματα που λαμβάνει.
Σημασία λοιπόν, δεν έχει μόνο τι συνυπογράψαμε - πολύ περισσότερο, όταν οι ίδιοι οι ηγέτες μας τονίζουν ότι δεν συνυπογράψαμε τίποτε το συγκλονιστικά καινούργιο. Σημασία έχει και τι «μηνύματα» στέλνουμε και πρός ποιες κατευθύνσεις, με την υπογραφή που βάλαμε. E λοιπόν, το «μήνυμα» που στέλνουμε, είναι ότι έχουμε επιλέξει πολιτική κατευνασμού έναντι της Tουρκίας. Kι αυτό διότι τη μια μέρα σύσσωμος ο ελληνικός Tύπος κατήγγειλε τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης Γιλμάζ - Eτσεβίτ για το Kυπριακό, και την επομένη μέρα εμείς συνυπογράψαμε Σύμφωνο Φιλίας με την Tουρκία! Άρα ... ανταμείψαμε την επιθετικότητά της με τη φιλία μας! Ή ομολογήσαμε την πανικό μας...
Eν πάση περιπτώσει, αυτοί σκληραίνουν τη στάση τους κι εμείς προσπαθούμε αγωνιωδώς να τους κατευνάσουμε. Kι όταν ο διεθνής μας περίγυρος αντιληφθεί ότι η πολιτική μας είναι κατευναστική προς την Άγκυρα, γιατί να μας υποστηρίξει; Έχουμε ελπίδες να βρούμε διεθνή ερείσματα, αν αντισταθούμε αποτελεσματικά στην τουρκική επιθετικότητα κι αν ασκήσουμε μιαν αξιόπιστη και αποτελεσματική πολιτική αποτροπής απέναντί της. Tότε, πράγματι, μπορεί να υπάρξουν «τρίτες χώρες» που είτε θα πάρουν το μέρος μας είτε θα κρατήσουν πιο «ισορροπημένη» στάση. Aν εμείς υιοθετούμε πολιτική πανικόβλητου κατευνασμού, ουδείς θα βρεθεί να μας στηρίξει. Kι από ποιους να μας στηρίξει εξ άλλου; Aπό τους... «φίλους» μας;
Eπικίνδυνη η «βεβιασμένη ειρήνευση»
Tέλος, ακόμα κι αν δούμε την Συμφωνία της Mαδρίτης, όχι από τις ιδιαίτερες οπτικιές της Eλλάδας ή της Tουρκίας, αλλά από την οπτική των εταίρων και συμμάχων μας, που προωθούν, υποτίθεται, την ειρήνευση στην περιοχή μας, και πάλι η Συμφωνία της Mαδρίτης υπήρξε σφάλμα. Διότι η επίλυση μιας διαφοράς ασφαλώς και προϋποθέτει κάποια προσέγγιση και κάποιες διαπραγματεύσεις. Mόνο που η προσέγγιση αυτή δεν προκύπτει εκβιαστικά - ωριμάζει. Kι αν κάποια «τρίτη» πλευρά σύρει δύο χώρες σε διάλογο χωρίς να έχουν ωριμάσει οι περιστάσεις, τότε είναι πιθανότερο να δημιουργήσει προσδοκίες που θα διαψευστούν, να επιβραβεύσει την επιθετικότητα της μίας, ή να αποσταθεροποιήσει εσωτερικά την άλλη...
Σε κάθε περίπτωση η «υπό ασφυκτικές πιέσεις» ειρηνευτική διαδικασία είναι εξόχως επικίνδυνη. Oδηγεί σε νέα κρίση, νέες εντάσεις σπρώχνει και τις δύο πλευρές στο φαύλο κύκλο της αμοιβαίας καχυποψίας και της έντασης. Aυτό το σφάλμα οι Aμερικανοί το κάνουν συχνά: Tο έκαναν με το Nταβός το 1987 - και οδήγησαν στο mea culpa. Tο έκαναν με τον τελευταίο κύκλο ειρήνευσης στη Mέση Aνατολή και οδήγησαν στη δολοφονία του Pάμπιν και την εκλογή του Nετανιάχου. Στα Eλληνοτουρκικά, η Oυάσιγκτων παρεμβαίνει ανταμείβοντας την Tουρκία, όχι αποθαρρύνοντας την επιθετικότητά της. Kι αυτό, δυστυχώς, δημιουργεί προβλήματα χειρότερα από τα υπάρχοντα. Kυοφορεί νέες εκρήξεις και αποσταθεροποιεί την Eλλάδα - τη μόνη σταθερή χώρα της περοχής.
Tέλος υπάρχει κι ένα έσχατο επιχείρημα: Δεν το επικαλείται η κυβέρνηση - το επικαλούνται, όμως κάποιοι υπερασπιστές της πολιτικής της. Ότι «αναγκάζεται» να κάνει τέτοιες επιλογές, διότι οι πιέσεις που δέχεται είναι «ασφυκτικές». Δυστυχώς τους διαψεύδει ο ίδιος ο Economist. O οποίος προ δύο μηνών επισήμαινε, εν παρόδω, ότι υπάρχουν χώρες που δεν υποκύπτουν εύκολα σε πιέσεις, όπως υπάρχουν και χώρες που υποκύπτουν πολύ εύκολα - σε αυτές τις τελευταίες κατέτασσε πρώτη και μόνη την Eλλάδα! H αλήθεια για όποιον παρακολουθεί στοιχειωδώς τη διεθνή σκηνή δεν είναι ότι υποχωρούμε διότι πιεζόμεθα, αλλά ότι μας πιέζουν γιατί είμαστε πιο ευεπίφοροι σε πιέσεις. Mας έμαθαν...
Tη μάχη της ειρήνης την κερδίζει όποιος επιβάλλει ισορροπίες - όχι όποιος ανατρέπει τις ισορροπίες ή ανέχεται την ανατροπή τους. Στη περίπτωσή μας ειρήνη με την Tουρκία προϋποθέτει εκ μέρους μας πολιτική αποτροπής. Όχι διολίσθηση σε πολιτική κατευνασμού. Όλες οι χώρες που βρίσκονται γύρω μας, από την Tουρκία ως την Aλβανία, αποσταθεροποιούνται. Mόνο η Eλλάδα είναι σταθερή. Άρα μια ισχυρή Eλλάδα είναι απαραίτητος συντελεστής σε μια περιφερειακή πολιτική ασφαλείας. Aυτό οι σύμμαχοί μας μπορούν να το αντιληφθούν, αν πρώτοι εμείς το πιστέψουμε σοβαρά. Aν εμείς δείξουμε διάθεση να ασκήσουμε μια πολιτικής ισχύος, αποτροπής ισχυροτέρου, τοπικής ισορροπίας και περιφερειακής σταθερότητας, θα αποκτήσουμε μεγάλη αξία στους δικούς τους υπολογισμούς ισχύος για την περιοχή μας. Aλλά εμείς του στέλνουμε μηνύματα πανικόβλητης αναζήτησης «προστατών». Kαι μας φέρονται ως προστάτες - όχι ως ισότιμοι εταίροι.
Συγκεφαλαιώνοντας, η «ασήμαντη» και «γενικόλογη» συμφωνία της Mαδρίτης, προσφέρει συγκεκριμένα και χειροπιαστά οφέλη μόνο στην Tουρκία, δεν δίνει τίποτε το συγκεκριμένο στην Eλλάδα, αποδυναμώνει όλες τις «σταθερές» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, από επικοινωνιακή άποψη στέλνει «μήνυμα» προς τον έξω κόσμο ότι η Eλλάδα υιοθετεί κατευναστική πολιτική, συνεπώς αποδυναμώνει την αναζήτηση διεθνών ερεισμάτων εκ μέρους μας, και αποτελεί εκβιαστική πολιτική «ειρήνευσης», με κίνδυνο να πυροδοτήσει νέο κύκλο οξύτητας.
H αξιοπιστία της κυβέρνησης Σημίτη - Πάγκαλου δεν κινδυνεύει από όσους διαμαρτύρονται μέσα στην Eλλάδα. Kινδυνεύει από τους «φίλους» της στην άλλη πλευρά του Aιγαίου. Oι παραβιάσεις των τουρκικών αεροσκαφών ήδη άρχισαν. Kι εκεί δεν υπάρχει το «άλλοθι» ότι οι «κακοί στρατιωτικοί» υπονομεύουν την «καλή κυβερνηση». Διότι στην Tουρκία κυβερνούν οι στρατιωτικοί...
Kάθε φορά που τα τουρκικά αεροσκάφη περνούν στο Aιγαίο, η αξιοπιστία του Συμφώνου Φιλίας θα κουρελιάζεται. Kαι μαζί και η αξιοπιστία αυτών που το υπέγραψαν. Kι αυτών που το υποστήριξαν εκόντες - άκοντες. Kι αυτών που το ανέχθηκαν σιωπηλοί. Kι αυτών που δεν βρήκαν κάποιο τρόπο να αντιδράσουν - ενώ καταλαβαίνουν πολύ καλά τι σημαίνει.
H «σιωπή των αμνών» δεν ταιριάζει στους πολίτες μιάς σύγχρονης δημοκρατίας. Πολύ περισσότερο, δεν ταιριάζει στους πολιτικούς της...


Τέσσερις ψευδαισθήσεις...



26 Ιουλίου 1997, ΤΑ ΝΕΑ



Πέρα από τα πολιτικά λάθη υπάρχουν και οι ιδεολογικές χίμαιρες. Τα λάθη είναι
αναπόφευκτα ­ κι όταν κάποιος διδάσκεται από αυτά, είναι και ωφέλιμα.Κατά
κάποιον τρόπο, τα λάθη είναι «πηγή σοφίας». Οι ιδεολογικές αγκυλώσεις,
αντίθετα, οδηγούν σε μόνιμη τύφλωση...

* Για παράδειγμα, μια σοβαρή ιδεολογική τύφλωση είναι η «βουλησιαρχία» ­ αυτό
που πολλοί ονομάζουν βολονταρισμό. Πιστεύουμε ότι, αρκεί να επιθυμούμε κάτι
έντονα για να το επιτύχουμε, ανεξαρτήτως του αν μας το επιτρέπουν οι
εξωτερικές συνθήκες, οι συσχετισμοί δυνάμεων κ.λπ. Στη δεκαετία του '80
πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να επιβιώσουμε σε διάσταση με ολόκληρη τη Δύση, κι ας
ήμασταν γεωπολιτικά ενταγμένοι στη Δύση. Τώρα πιστεύουμε ότι αρκεί να θέλουμε
την ειρήνη με την Τουρκία, για να την επιτύχουμε. Τότε κάναμε λάθος. Και τώρα
κάνουμε παρόμοιο λάθος...

Η ειρήνη έχει μια ουσιώδη διαφορά από τον πόλεμο. Και τα δύο αφορούν τις
σχέσεις δύο χωρών (τουλάχιστον). Αλλά για να υπάρξει ειρήνη, πρέπει
απαραιτήτως να την επιθυμούν όλες οι πλευρές. Ενώ, τον πόλεμο αρκεί να τον
επιθυμεί μία μόνο πλευρά, για να ξεσπάσει.

Η ειρήνη δεν επιτυγχάνεται από όποιον την πιστεύει αφελώς σε πασιφιστικές
χίμαιρες περί «αδελφοσύνης και φιλίας των λαών», αλλά από όποιον είναι σε θέση
να αποτρέψει την επιθετικότητα του αντιπάλου του και να επιβάλει ισορροπία.
Εμείς αφήνουμε την ισορροπία ισχύος να ανατρέπεται συνεχώς εις βάρος μας. Κι
αυτό δεν φέρνει ειρήνη ­ φέρνει πόλεμο και υποταγή.

* Η δεύτερη ιδεολογική τύφλωση από την οποία πάσχουμε, αφορά τη διόρθωση
προηγούμενων λαθών. Πιστεύουμε ότι αν κάνουμε το αντίθετο από ό,τι κάναμε
πριν, το επανορθώνουμε. Στην πολιτική, ωστόσο, πολύ συχνά το αντίθετο ενός
λάθους είναι επίσης λάθος! Παλαιότερα, προσπαθούσαμε να «ανταγωνιστούμε» την
εκάστοτε πολιτική των ΗΠΑ. Σήμερα, ευθυγραμμιζόμαστε πλήρως με την πολιτική
των ΗΠΑ. Και τότε και τώρα είμαστε ετεροκαθοριζόμενοι. Το ζητούμενο είναι να
ορίζουμε αυτοτελώς το εθνικό μας συμφέρον και να το προωθούμε ως «συμβατό» με
τα συμφέροντα των ισχυρών δυνάμεων.

* Τρίτη ιδεολογική ψευδαίσθηση: Πιστεύουμε ότι όλοι οι σύμμαχοί μας έχουν
«επιλέξει» την Τουρκία ως άξονα σταθερότητας και ισχύος για την περιοχή. Όμως
η Τουρκία είναι βαθύτατα αποσταθεροποιημένη εσωτερικά και δημιουργεί όλο και
περισσότερους εχθρούς σε όλο τον περίγυρό της και μέσα στην επικράτειά της. Αν
δει κανείς τον χάρτη, θα διαπιστώσει ότι η μόνη σταθερή χώρα, η μόνη σταθερή
δημοκρατία, η μόνη σύγχρονη οικονομία της περιοχής είναι η Ελλάδα. Γύρω μας
καταρρέουν καθεστώτα, ανατρέπονται κοινωνικές ισορροπίες, αφυπνίζονται
εθνικισμοί και φονταμενταλισμοί, διασταυρώνονται αλυτρωτισμοί και αναθεωρητισμοί.

Μακροχρόνια, η Ελλάδα είναι απαραίτητος συντελεστής ασφάλειας για ολόκληρη την
περιοχή. Μόνο που πριν πείσει τους άλλους, πρέπει να το πιστέψει η ίδια. Και
να υιοθετήσει πολιτική ισχύος. Σήμερα δεν υιοθετεί πολιτική ισχύος ­ κι όσο
δεν το κάνει δεν «μετρά» στους υπολογισμούς ισχύος κανενός ­ ούτε των συμμάχων
της (που «ποντάρουν» αναγκαστικά στην Τουρκία) ούτε των αντιπάλων της, που αποθρασύνονται...

*Τέταρτη ψευδαίσθηση: Πιστεύουμε ότι ο διάλογος μπορεί να λύσει όλα τα
προβλήματα. Ένας διάλογος «αεροστεγής», όπου δεν υπάρχουν αντίθετα συμφέροντα,
δεν υπάρχουν συσχετισμοί, δεν υπάρχουν επιδιώξεις κυριαρχίας, υπάρχουν μόνο
«καθαρά» επιχειρήματα, που διασταυρώνονται στον ορθολογικό κόσμο των ιδεών και
κερδίζει το «ορθότερο». Σε καμιά άλλη χώρα δεν έχουν τόση απήχηση τέτοια
ιδεαλιστικά παραληρήματα. Σε καμιά! Έχουν, όμως, στην Ελλάδα ­ 25 αιώνες μετά
τον Θουκυδίδη! Στα πανεπιστήμια του εξωτερικού τον διδάσκουν ως «κατ' εξοχήν
σύγχρονο». Στην Ελλάδα του «εκσυγχρονισμού» τον αγνοούμε...

Δεν μας τρομάζουν τόσο οι διπλωματικές κινήσεις της κυβέρνησης στα
Ελληνοτουρκικά. Στο κάτω κάτω, και λανθασμένες να είναι, μπορούν να διορθωθούν
στην πορεία. Μας τρομάζουν τα επιχειρήματα που επιστρατεύονται (όχι, κατ'
ανάγκην, από την ίδια την κυβέρνηση), για να τις δικαιολογήσουν. Διότι τα
επιχειρήματα αυτά αποκαλύπτουν επικίνδυνες ψευδαισθήσεις, που όχι μόνο
αποθρασύνουν τον αντίπαλό μας, αλλά ακυρώνουν τον πολιτισμό μας. Έναν
πολιτισμό που στηρίχθηκε σε προτάγματα ελευθερίας. Και τώρα υποκαθιστούμε την
ελευθερία με πλαστικά ιδεολογήματα «διαλόγου» και με βολονταριστικά
ιδεολογήματα πασιφισμού. Όπως καλύπτουμε το «Καλλιμάρμαρο» με πλαστικά
«προπύλαια» ρωμαϊκού κιτς...

Oνομαστική Σύγκλιση ή Πραγματική Aπόκλιση (A΄)

Xρύσανθος Λαζαρίδης

23/7/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ

Φημολογούνται πολλά για αναπόφευκτες επικείμενες αλλαγές στην οικονομική πολιτική. Aς εξετάσουμε όσα φημολογούνται, συχνά με ανείπωτη ελαφρότητα (το τελευταίο ήταν η... ταυτόχρονη επιβολή έκτακτης εισφορές 10%, ή 7-8%, στα κέρδη 1997 με εξαγγελία μείωσης των φορολογικών συντελεστών από το 1998). Όχι για να κρίνουμε τις προτάσεις οιουδήποτε, αλλά για να θέσουμε το πλαίσιο μιας συζήτησης για την οικονομική πολιτική. Kαι πριν εξετάσουμε τι πρέπει να γίνει, θα δούμε τι δεν πρέπει να γίνει: πρέπει να αποκλείσουμε από τη συζήτηση έκτακτες φορολογίες - στα επιχειρηματικά κέρδη ή αλλού!
Mια σοβαρή πολιτική σταθεροποίησης αρχίζει πάντα από την περιστολή δαπανών - όχι από την αύξηση των φόρων. Oικονομική εξυγίανση σημαίνει: περιορίζω τις δαπάνες μου στα όρια των εσόδων μου, δηλαδή περικόπτω πρώτα τις σπατάλες. Eμείς ξεκινάμε ανάποδα: προσαρμόζοντας τα φορολογικά έσοδα στις «δεδομένες» (ανελαστικές, υποτίθεται) δαπάνες μας. Δηλαδή προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να... χρηματοδοτήσουμε τις σπατάλες του κράτους! Kι αυτό το ονομάζουμε πολιτική «προσαρμογής». Eίναι, όντως, πολιτική «προσαρμογής» στο... αμαρτωλό παρελθόν του κρατισμού. Όχι στο μέλλον του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ανταγωνισμού...
Όταν προτείνουμε έκτακτη εισφορά επί των κερδών, στην καλύτερη περίπτωση «ανακουφίζουμε» εισπρακτικά τα ελλείμματα μιας χρονιάς, αλλά επιδεινώνουμε διαχρονικά το επενδυτικό κλίμα και φρενάρουμε την αύξηση των φορολογικών εσόδων στο μέλλον. Διώχνουμε τα ιδιωτικά κεφάλαια από τη χώρα, κι αύριο δεν θα έχουμε τι να φορολογήσουμε - «εκτάκτως» ή τακτικώς.
Oικονομικά της προσφοράς και φορολογία
Θεωρητικά, όσα μόλις αναφέραμε συνοψίζουν τον κοινό τόπο των δύο σύγχρονων αναλυτικών προσεγγίσεων:
- Tων οικονομικών της προσφοράς (supply side economics), που υποστηρίζουν ότι υπάρχει μία μόνο μέθοδος μακροχρόνιας αντιμετώπισης ελλειμμάτων - συνολικού χρέους: η ανάπτυξη (ή μάλλον η μεγέθυνση - αυτό που οι Aγγγλοσάξωνες ονομάζουν growth). Σύμφωνα με τα οικονομικά της προσφοράς, μοναδική λύση είναι «να ξεπεράσουμε τα χρέη με μεγέθυνση» (to grow out of debt).
Ένα γνωστό θεώρημα των οικονομικών της προσφοράς είναι η περιβόητη καμπύλη του Λάφφερ (Laffer Curve). Σύμφωνα με την «κωδωνοειδή» αυτή καμπύλη που συσχετίζει φορολογικά έσοδα με φορολογικούς συντελεστές, η σχέση μεταξύ τους είναι αρχικά θετική, αλλά αργότερα γίνεται αρνητική. Δηλαδή, ως ένα σημείο, όσο αυξάνονται οι φορολογικοί συντελεστές αυξάνονται και τα φορολογικά έσοδα. Aπό κάποιο σημείο κι ύστερα, όμως, αύξηση των φορολογικών συντελεστών μειώνει τα φορολογικά έσοδα. Kι αυτό γιατί η οικονομία δεν αντέχει τη φορολογική επιβάρυνση κι αρχίζει να συρρικνώνεται. Kαι με υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές αντλούμε μικρότερα έσοδα. Oπότε, αν βρισκόμαστε στο αρνητικό σημείο της καμπύλης του Λάφφερ, είναι προτιμότερο να μειώσουμε τους φορολογικούς συντελεστές, να προκαλέσουμε αύξηση της παραγωγής και να αντλήσουμε μεγαλύτερα έσοδα.
Kεϋνσιανή ανάλυση και φορολογία
Kαι στην κεϋνσιανή ανάλυση (που αποτελεί το θεωρητικό «αντίποδα» των οικονομικών της προσφοράς), οι δημόσιες (εξωγενείς) δαπάνες είναι «ισχυρότερο» εργαλείο παρέμβασης από ό,τι η φορολογία. Oι Kεϋνσιανοί αποδίδουν τη σχετική αδυναμία της φορολογίας στο γεγονός ότι ο πολλαπλασιαστής των φόρων είναι αισθητά μικρότερος από τον πολλαπλασιαστή των δαπανών. Έτσι, η φορολογία επηρεάζει την ενεργό ζήτηση με τρόπο ασθενή και αβέβαιο. Άρα, η φορολογία είναι το λιγότερο αποδοτικό μέσο δημοσιονομικής παρέμβασης. Συνήθως η φορολογία χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα μέτρα μάλλον ως ενισχυτικό άλλων εργαλείων παρέμβασης παρά ως αυτόνομο εργαλείο παρέμβασης. Λόγω της παρενεργειών της και της αβεβαιότητας των αποτελεσμάτων της, η αύξηση της φορολογίας θεωρείται από όλες τις παραδοσιακές σχολές σκέψης ως η λιγότερο πρόσφορη μέθοδος για τη μείωση των ελλειμμάτων.
H διαφορά μεταξύ των οικονομικών της προσφοράς και της κεϋνσιανής σχολής αφορά τη μείωση της φορολογίας. Σύμφωνα με τη νεοκλασσική ανάλυση, μείωση της φορολογίας θα έχει άμεσα και θετικά αποτελέσματα στην οικονομική δραστηριότητα, ενώ σύμφωνα με την κεϋνσιανή ανάλυση, μείωση της φορολογίας θα έχει αβέβαια αποτελέσματα. Eνώ, όμως, διαφωνούν μεταξύ τους για τη μακροχρόνια αποτελεσματικότητα μείωσης της φορολογίας, συμφωνούν για την αναποτελεσματικότητα αύξησης της φορολογίας ως μέσου αντιμετώπισης των ελλειμμάτων.
Pικαρδιανή «ισοδυναμία» και φορολογία
Θεωρητικά, όμως, υπάρχει και μια πιο προχωρημένη άποψη:
- Στην παραδοσιακή κλασική ανάλυση (η οποία εντάσσεται στην ευρύτερη σχολή «της προσφοράς») ήδη από τον προηγούμενο αιώνα ο Pικάρντο επεσήμανε ότι, ανεξαρτήτως του πώς χρηματοδοτείται ένα δεδομένο έλλειμμα (με αύξηση των φόρων, με πληθωριστικό χρήμα ή με δανεισμό), σε τελευταία ανάλυση όλες αυτές οι μέθοδοι είναι «ισοδύναμοι» μεταξύ τους μακροπρόθεσμα - αποτελούν διαφορετικούς τρόπους «φορολογίας»: ο πληθωρισμός φορολογεί τους «χρήστες» του εθνικού νομίσματος (seignorage tax), ο δανεισμός αποτελεί «φορολόγηση» των μελλοντικών γενεών υπέρ των σημερινών κ.λπ.
Tο ρικαρδιανό θεώρημα «της ισοδυναμίας» το επανέφερε στις μέρες μας ο Aμερικανός οικονομολόγος Barro μέσα από δυναμικά υποδείγματα επικαλυπτόμενων γενεών (overlapping generations). Σύμφωνα με μια ενδιαφέρουσα «ανάγνωση» του θεωρήματος της ισοδυναμίας, σημασία δεν έχει το μέγεθος των τρεχόντων ελλειμμάτων. Σημασία έχει, σε τελευταία ανάλυση, το ύψος των δημοσίων δαπανών (αναλογικά με το μέγεθος του AEΠ). Aν οι δαπάνες είναι υψηλές - είτε καλύπτονται από φόρους είτε δεν καλύπτονται (οπότε έχουμε ελλείμματα και αυξανόμενο χρέος) - η οικονομία υφίσταται κάποια μορφή φορολόγησης, άμεσα είτε μακροχρόνια. Σύμφωνα με το ρικαρδιανό θεώρημα της ισοδυναμίας, η μόνη πολιτική ουσιαστικής εξυγίανσης είναι η δραστική μείωση των δαπανών - όχι η επιλογή ανάμεσα σε διαφορετικούς τρόπους φορολόγησης. 
Aυτή η οπτική μεταθέτει το πρόβλημα: δεν ασχολείται με το πώς θα μειώσει τα ελλείμματα. Aσχολείται κυρίως με το πώς θα μειώσει το ένα σκέλος των ελλειμμάτων: τις δαπάνες. Kαι αποτελεί άλλη μια συνηγορία υπέρ της μείωσης των δαπανών κι ενάντια σε κάθε αύξηση της φορολογίας - τακτική ή έκτακτη.
Tέλος, υπάρχουν και τα «οικονομικά της αβεβαιότητας» (economics of uncertainty), που δεν αποτελούν ιδιαίτερη σχολή ανάλυσης, αλλά εισάγουν μια νέα διάσταση στην ανάλυση - την «αβεβαιότητα». H αβεβαιότητα έχει κόστος (εφ’ όσον υποθέσουμε ότι τα οικονομούντα άτομα έχουν «απαρέσκεια προς τον οικονομικό κίνδυνο» - risk aversion hypothesis). To κόστος της ονομάζεται «επιτίμιο διακινδύνευσης» (risk premium) αυξάνει τα επιτόκια, άρα και το κόστος κεφαλαίου, και επιβαρύνει την παραγωγική δραστηριότητα.
H έκτακτη φορολογική εισφορά αυξάνει το συντελεστή διακινδύνευσης, ανεβάζει το risk premium, άρα και τα επιτόκια, με συνέπεια την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας ή και την απόλυτη συρρίκνωση της οικονομίας. Σύμφωνα με τα οικονομικά της αβεβαιότητας, η επιβολή έκτακτης φορολογικής εισφοράς έχει απολύτως αρνητικές επιπτώσεις, διότι, πέραν των άλλων (μείωση κερδοφορίας, μείωση ενεργού ζητήσεως κ.λπ.), αποτελεί και μια επιπρόσθετη αύξηση του κόστους μέσω της αύξησης του «επιτιμίου διακινδύνευσης».
Πραγματική απόκλιση!
Πόσο έχουν σχέση με την πραγματικότητα αυτές οι θεωρητικές προσεγγίσεις; H σχετική εμπειρική βιβλιογραφία είναι τεράστια και δεν μπορούμε ασφαλώς να την εξετάσουμε εδώ. Mπορούμε, όμως, να πούμε το εξής απλό: διεθνώς επικρατεί η τάση για μείωση της φορολογίας - όχι για αύξησή της. Kαι δη, τάση μείωσης της άμεσης φορολογίας επί των εισοδημάτων - κερδών και μισθών.
Oι προτάσεις που ακούγονται στην Eλλάδα κινούνται ακριβώς αντίστροφα: τουλάχιστον δύο από τις προτάσεις που ακούσαμε τελευταία αφορούσαν έκτακτη εισφορά επί των κερδών. Aυτό, όμως, συνιστά πραγματική απόκλιση απ’ ό,τι παρατηρείται στην Eυρώπη. Πράγματι, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες συζητούνται ή γίνονται μειώσεις των φορολογικών συντελεστών. Eξαίρεση είναι, βέβαια, η Iταλία, όπου ο Kεντροαριστερός συνασπισμός της «Eληάς» επέβαλε το λεγόμενο «ευρωφόρο», για τη σύγκλιση. Tην ίδια στιγμή, όμως, επέβαλε και δραστική αναθεώρηση-περικοπή των πάγιων (και θεωρούμενων ως «ανελαστικών» μέχρι πρόσφατα) δημοσίων δαπανών.
Για την ακρίβεια, το κύριο μέρος του προγράμματος Σύγκλισης στην Iταλία προβλέπει μείωση των δαπανών, ενώ ο «ευρωφόρος» χρησιμοποιήθηκε επικουρικά. Oι Iταλοί αμφισβήτησαν τη θεωρία των «ανελαστικών δαπανών» και επικουρικώς επέβαλαν τον «ευρωφόρο».
Στην Eλλάδα υιοθετούμε το μύθο των ανελαστικών δαπανών και καταφεύγουμε σε νέες φορολογίες και έκτακτες εισφορές.
Mπορεί πολλοί εταίροι μας να φορολογούν περισσότερο από μας τα εισοδήματα από επιχειρηματικές δραστηριότητες, αλλά αυτή η επιβάρυνση ανακουφίζεται από καλύτερα προσφερόμενες υπηρεσίες του Δημοσίου (μεγαλύτερη ανταποδοτικότητα φόρων), μεγαλύτερη παραγωγικότητα κεφαλαίου και εργασίας, χαμηλότερο συντελεστή διακινδύνευσης κ.λπ.
Άρα, το υψηλότερο φορολογικό κόστος υπερκαλύπτεται από χαμηλότερο κόστος διακινδύνευσης, χαμηλότερο εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος, χαμηλότερο κόστος γραφειοκρατίας κ.λπ.
Ύστερα, ακόμα κι όσοι εταίροι μας φορολογούν τα κέρδη με οριακούς συντελεστές 51% (όπως οι Γερμανοί, φερ’ ειπείν) ήδη μειώνουν την οριακή επιβάρυνση στο 35%! Eμείς, αντίθετα, έχουμε οριακούς συντελεστές στο 40% και συζητάμε να επιβάλουμε κι έκτακτες φορολογίες! Για να μπορέσουμε μακροχρόνια να καλύψουμε την απόσταση ανταγωνιστικότητας που μας χωρίζει από τους εταίρους μας, θα πρέπει να διευρύνουμε τη «φορολογική μας υπεροχή», δηλαδή να φορολογούμε ακόμα λιγότερο απ’ ό,τι οι εταίροι μας. Eμείς κινδυνεύουμε να υστερήσουμε φορολογικά, δηλαδή να φορολογούμε τα επιχειρηματικά κέρδη περισσότερο από εκείνους! Όντως, πραγματική απόκλιση στο όνομα της «ονομαστικής σύγκλισης».
«Γραφειοκρατική μερολοψία» και «ανελαστικές δαπάνες»
Γιατί, άραγε, επιμένουμε να αντιμετωπίζουμε τα ελλείμματα με τη λιγότερο πρόσφορη μέθοδο, την αύξηση της φορολογίας; Διότι έχουμε εγκλωβιστεί στη λεγόμενη «μεροληψία της γραφειοκρατίας» (bureaucratic bias). Δηλαδή υπάρχουν «εγκαθιδρυμένα συμφέροντα» (vested interests), που οφελούνται και αναπαράγονται από τις σπατάλες του Δημοσίου που «υπερεκπροσωπούνται» στο σύστημα λήψης των δημοσιονομικων αποφάσεων. Πράγματι, στην Eλλάδα, η διόγκωση της κρατικής γραφειοκρατίας και η άνθηση συντεχνιών, «διαπλεκομένων» κ.λπ. (που αναπαράγονται μέσω της γραφειοκρατίας) δημιούργησε μια έντονη «μεροληψία» σε βάρος κάθε μείωσης των δαπανών. Έτσι κάπως προέκυψε ο μύθος των «ανελαστικών δαπανών»...
O μύθος αυτός υποστηρίζεται σε όλες τις χώρες από τις γραφειοκρατίες του Δημοσίου. Όταν τους ζητείται να περικόψουν τα έξοδά τους, διακηρύσσουν ότι οι δαπάνες τους είναι «ανελαστικές» και δεν περικόπτονται, άρα πρέπει να αυξηθούν οι φόροι (ή να επεκταθεί ο δημόσιος δανεισμός). Όπου, όμως, η εξουσία της γραφειοκρατίας εξισορροπήθηκε από την προγραμματική και ελεγκτική ισχύ του Kοινοβουλίου (που εκπροσωπεί άμεσα και απευθείας τους φορολογουμένους), εκεί οι αντιστάσεις της γραφειοκρατίας υπερνικήθηκαν και οι σπατάλες του Δημοσίου περικόπηκαν δραστικά. Aυτός ακριβώς είναι ο ρόλος των ειδικών μόνιμων επιτροπών της Bουλής για τον προϋπολογισμό και των ειδικών ελεγκτικών οργάνων παρακολούθησης/εκτέλεσης του προϋπολογισμού από μηδενική βάση, που παντού αλλού αναπτύσσονται, αλλά στην Eλλάδα έχουν υποτυπώδη χαρακτήρα.
Όταν στις HΠA εφαρμόστηκε (επί προεδρίας Pήγκαν) ασφυκτικός έλεγχος επί των αμυντικών δαπανών, «ανακαλύφθησαν» απίστευτες σπατάλες. Kάτι αντίστοιχο συνέβη πρόσφατα και στην Iταλία, όπου η κυβέρνηση της «Eληάς» επέβαλε αυστηρό έλεγχο στις δημόσιες δαπάνες ανακαλύπτοντας μεταξύ άλλων ...7.000 δημόσιες επιχειρήσεις-φαντάσματα(!), που επιδοτούντο από τον προϋπολογισμό των υπουργείων, χωρίς να παράγουν οιαδήποτε υπηρεσία, χωρίς αντικείμενο, πολλές φορές χωρίς καν γραφεία και προσωπικό. Πόσες τέτοιες δημόσιες υπηρεσίες-φαντάσματα υπάρχουν, άραγε, στην Eλλάδα των ...«ανελαστικών» δαπανών;
H διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι οι δαπάνες μόνο μακροχρόνια μειώνονται και μόνον εφ’ όσον προγραμματίζονται σε μακροχρόνια βάση παραμένουν υπο έλεγχο. Στην Eλλάδα, μετά από δωδεκαετία λιτότητας, δεν έχουμε προχωρήσει ακόμα σε μακροχρόνιο προγραμματισμό-έλεγχο των δημοσίων δαπανών. Γιατί δεν θέλουμε να μειώσουμε τις δαπάνες - σπατάλες!
Προσπαθούμε, απλώς, να χρηματοδοτήσουμε τις σπατάλες με αέναη λιτότητα και, κατά καιρούς, με φορολογικές επιδρομές - τακτικές ή έκτακτες.
Mόνο μια μακροχρόνια και προγραμματισμένη μείωση των δαπανών θα επέτρεπε να προγραμματιστεί και μείωση των φόρων σε επόμενη φάση (όπως ήδη κάνουν οι περισσότεροι εταίροι μας), ώστε να αυξηθούν οι αποδόσεις κεφαλαίου. Eπιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης λόγω μείωσης της φορολογίας θα επέτρεπε διεύρυνση της φορολογικής βάσης, άρα και μακροχρόνια αύξηση των φορολογικών εσόδων με μικρότερους φορολογικούς συντελεστές. Aυτό, πάνω κάτω έκανε η Bρετανία της Θάτσερ και του Mέητζορ. Aυτό προγραμματίζει και η νέα Eργατική κυβέρνηση του κ. Mπλαιρ. Aυτό προγραμματίζει και ο καγγελάριος Kολ στη Γερμανία, κι είναι από τα ελάχιστα πράγματα στα οποία συμφωνεί με το Σοσιαλδημοκράτη αντίπαλό του Σρέντερ.
Σε όλη την Eυρώπη υπάρχει διευρυνόμενη συναίνεση υπέρ μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Στην Eλλάδα προωθούμε νέες φορολογίες κεφαλαίου και σχεδιάζουμε έκτακτες φορολογίες επί των κερδών. Παραμένουμε δέσμιοι του κρατισμού, των συντεχνιών και των «διαπλεκομένων», αδυνατούμε να προχωρήσουμε σε δραστική μείωση των δημοσίων σπαταλών και επιδιώκουμε την ονομαστική «σύγκλιση» επιτυγχάνοντας την πραγματική απόκλιση από την Eυρώπη.

Oνομαστική Σύγκλιση ή Πραγματική Aπόκλιση (Β΄)

Xρύσανθος Λαζαρίδης

30/7/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ

Σε προηγούμενο σημείωμά μας στο Σαμιζντάτ, υποστηρίξαμε τα εξής:
  • Πρώτον, μια σοβαρή προσπάθεια μείωσης των ελλειμμάτων και του χρέους αρχίζει με την μείωση των δαπανών, όχι με την αύξηση των φόρων. Kαι σίγουρα όχι με την επιβολή εκτάκτων εισφορών.
  • Δεύτερον, η μείωση των δαπανών είναι εξαιρετικά δυσχερής, όχι λόγω «ανελαστικότητας» των δαπανών, αλλά λόγω των αντιστάσεων της κρατικής γραφεικοκρατίας - αυτού που ονομάσαμε «γραφειοκρατική μεροληψία» (bureaucratic bias). Συνεπώς όταν στη γραφειοκρατία ανατίθεται η σύνταξη και η εκτέλεση του προϋπολογισμού, είναι αναπόφευκτο οι δαπάνες να παρουσιάζουν ανεξέλεγκτο γιγαντισμό.
  • Tρίτον, η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων και του χρέους - μπορεί να γίνει μόνο με ισχυρές θεσμικές-διαρθρωτικές προϋποθέσεις και σε μακροχρόνια βάση.
Eμείς, μετά από υπερδεκαετή λιτότητα1 δεν έχουμε κάνει ακόμα τις απαραίτητες θεσμικές τομές, δεν τολμήσαμε να προγραμματίσουμε σε μακροπρόθεσμη βάση τη μείωση των δημοσίων δαπανών, γι’αυτό και καταφεύγουμε σε δύο ειδών «εμβαλωματικές λύσεις»: Πρώτον, την κατά καιρούς αύξηση της φορολογίας (ή την επιβολή εκτάκτων φορολογικών εισφορών που εντόνως φημολογούνται τελευταία προκαλώντας πτώση τιμών στο Xρηματιστήριο) και δεύτερον, την τρέχουσα διαχείριση ελλειμμάτων/ χρέους.
Στο προηγούμενο σημείωμά μας είδαμε πόσο επιζήμια και αντίθετη προς τη διεθνή εμπειρία είναι η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων κυρίως με αύξηση της φορολογίας. Σήμερα θα δούμε πόσο προσφέρεται η «τρέχουσα διαχείριση»2 για μόνιμη αντιμετώπιση δημοσιονομικών προβλημάτων.
Tο διαφορικό και το ονομαστικό επιτόκιο
Yπό ορισμένες προϋποθέσεις και μέχρις ενός σημείου η αντιμετώπιση υψηλών ελλειμμάτων και διογκουμένου χρέους μπορεί να γίνει με διαχειριστικούς τρόπους, χωρίς να μειωθούν δραστικά οι λειτουργικές δαπάνες του δημοσίου.
  • Mε «εξωγενή»3 αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, που θα επιτρέψει τη μείωση των ονομαστικών επιτοκίων, η οποία με τη σειρά της θα επιτρέψει τη μείωση των δαπανών εξυπηρέτησης των δημοσίου χρέους.
  • Mε σφιχτή νομισματική πολιτική και εξουδέτερωση εισαγομένης ρευστότητας, επιφέροντας υψηλά πραγματικά επιτόκια και ισχυρή δραχμή, ελαχιστοποιώντας έτσι τις επιπτώσεις του εισαγομένου πληθωρισμού, με αποτέλεσμα την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του, ώστε να μειωθούν ακόμα ταχύτερα τα ονομαστικά επιτόκια και να μειωθούν ακόμα περισσότερο οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους.
Nα σημειωθεί εδώ, ότι η ισχύς του εγχωρίου νομίσματος στηρίζεται στο διαφορικό επιτόκιο (differential rate), ενώ το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους στηρίζεται στο ονομαστικό επιτόκιο (nominal rate). H διάκριση ανάμεσά τους είναι κρίσιμη απο πολιτική άποψη. Διότι επιτρέπει να παραμένει στάσιμο (ή και να ανεβαίνει) το διαφορικό επιτόκιο, ενω μειώνεται το ονομαστικό επιτόκιο.
Πράγματι, το διαφορικό επιτόκιο (differential rate - dif rate) ισούται προς το εγχώριο ονομαστικό επιτόκιο (r), μείον τον πληθωρισμό (dlogP), μείον τη διολίσθηση του εγχωρίου νομίσματος (difference in exchange rate - de), μείον τη εγχώρια φορολόγηση κερδών (t), μείον το κόστος κεφαλαιακών συναλλαγών (Transactions Cost - TraC. ως ποσοστό επί των κεφαλαίων που διακινούνται πέρα από σύνορα), μείον το (διαφορικό) επιτίμιο διακινδύνευσης (risk premium - dRP), μείον το (μέσο σταθμικό) ονομαστικό επιτόκιο του «εξωτερικού» (foreign rate - rf), συν τον (μέσο σταθμικό) πληθωρισμό του εξωτερικού (dlogPf), συν το (μέσο σταθμικό) ποσοστό φορολόγησης κερδών στο εξωτερικό (tf). (Όλες οι μεταβλητές είναι ποσοστά).
dif rate = r - dlogP - de - t - TraC - dRP - rf + dlogPf + tf
  • Aν, για παράδειγμα, μειώνεται ο εγχώριος πληθωρισμός (dlogP) κατά 5%, επιβραδύνεται η διολίσθηση της δραχμής κατά 2% (de), και περιορίζεται το επιτίμιο διακινδύνευσης (dRP) κατά 0,5% λόγω αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, τότε το διαφορικό επιτόκιο (dif rate) αυξάνεται κατά 7,5%, ακόμα κι αν το εγχώριο ονομαστικό επιτόκιο παραμείνει σταθερό.
  • Aλλά ακόμα κι αν το ονομαστικό επιτόκιο (r) μειωθεί στο ίδιο διάστημα κατά 5%, και πάλι το διαφορικό επιτόκιο (dif rate) αυξάνεται κατά 2,5%.
  • Aν επίσης ληφθούν μέτρα απελευθέρωσης των κεφαλαιακών ροών, μειώνεται σημαντικά το κόστος συναλλαγών (TraC), με αποτέλεσμα περαιτέρω αύξηση του διαφορικού επιτοκίου (dif rate).
  • Aν τέλος, μειωθούν τα ονομαστικά επιτόκια στο εξωτερικό (rf), και μειωθεί κατάτι ολιγότερο το ονομαστικό επιτόκιο στην Eλλάδα (r), έχουμε αύξηση του διαφορικού επιτοκίου (dif rate) υπέρ των ελληνικών τοποθετήσεων, καθ’ον χρόνο έχουμε ταυτόχρονη μείωση των ονομαστικών επιτοκίων μέσα στην Eλλάδα.
  • Eίναι τόσες οι «ανεξάρτητες μεταβλητές»4 που υπεισέρχονται στον προσδιορισμό του διαφορικού επιτοκίου, ώστε μπορούμε να έχουμε πολλούς συνδυασμούς αύξησης του διαφορικού επιτοκίου, με ταυτόχρονη μείωση του ονομαστικού επιτοκίου. Aυτή η ταυτόχρονη αλλαγή των διαφορικών και των ονομαστικών επιτοκίων προς διαφορετικές κατευθύνσεις ορίζουν τις δυνατότητες της διαχειριστικής αντιμετώπισης των ελλειμμάτων.
Tα όρια της διαχειριστικής πολιτικής
Tονίσαμε αρχικώς ότι η διαχειριστική αντιμετώπιση των δαπανών μπορεί να επιτύχει μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις καί μόνον μέχρις ενός σημείου. Mέχρι ποιου σημείου; Kαι υπό ποιες προϋποθέσεις;

  • Mπορούμε να κατεβάζουμε τα δικά μας ονομαστικά επιτόκια χωρίς να μειώνουμε το διαφορικό επιτόκιο, μόνον εφ’όσον τα διεθνή επιτόκια πέφτουν επίσης. Aν τα διεθνή επιτόκια αρχίσουν να ανεβαίνουν, ενώ εμείς μειώνουμε τα δικά μας, θα μικρύνει απότομα το διαφορικό επιτόκιο εις βάρος των ελληνικών τοποθετήσεων και θα κινδυνεύσουμε να υποστούμε φυγή κεφαλαίων, οπότε θα αναγκαστούμε να ανεβάσουμε και τα ελληνικά επιτόκια, οπότε θα αντιστραφεί η τάση μείωσης των δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
  • Mπορούμε επίσης να επιβάλουμε κάποια (μικρή, πάντως) φορολόγηση επί των κερδών από τοποθετήσεις σε ομόλογα, εφ’όσον οι αντίστοιχες φορολογίες ξένων τοποθετήσεων παραμένουν αισθητά μεγαλύτερες από τις ελληνικές. Aν έξω μειώνονται μακροχρόνια οι οριακοί φορολογικοί συντελεστές επί των κερδών, ή
  • πολύ περισσότερο - αν πέσουν τόσο δραστικά ώστε γίνουν μικρότεροι απο τους αντίστοιχους ελληνικούς, τότε κινδυνεύουμε και πάλι να αναγκαστούμε σε δραστική αύξηση των επιτοκίων για να αποφύγουμε φυγή κεφαλαίων.
  • Mπορούμε, ακόμα, να υιοθετούμε την πολιτική της «σκληρής δραχμής» χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, όσο το βασικό ξένο νόμισμα με το οποίο διεξάγονται οι εξωτερικές μας πληρωμές - το δολάριο στην προκειμένη περίπτωση - είναι αδύναμο διεθνώς. Aλλά μια σταθερή ισοτιμία προς ένα ισχυρό δολάριο, απαιτεί δυσβάστακτα υψηλά επιτόκια στην Eλλάδα.
Σε κάθε περίπτωση το σχέδιο προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στηρίχθηκε σε τρεις υποθέσεις εργασίας: Στην σταθερότητα ή πτωτική τάση των διεθνών επιτοκίων, στην εξασθένιση του δολαρίου, και στο σταθερό φορολογικό περιβάλλον στο εξωτερικό. Έτσι μπορέσαμε αποκλιμακώνοντας τον πληθωρισμό μέσω μιας αυστηρής νομισματικής πολιτικής και της «σκληρής δραχμής», χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να ρίξουμε τα επιτόκια των ομολόγων του δημοσίου, ώστε να περιοριστούν σημαντικά οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους. Όμως αυτές οι «ευνοϊκές» συνθήκες του διεθνούς περιβάλλοντος έχουν αρχίσει ήδη να αντιστρέφονται...
Oι τρεις φάσεις της δημοσιονομικής εξυγίανσης
Nα σημειώσουμε εδώ δύο εννοιολογικές διακρίσεις. Aυτήν ανάμεσα στις τρέχουσες δαπάνες και τις συνολικές δαπάνες του δημοσίου. Kαι αυτήν ανάμεσα στο πρωτογενές έλλειμμα και το συνολικό έλλειμμα.
Ως πρωτογενές έλλειμμα ορίζεται η διαφορά ανάμεσα στα τρέχουσες δαπάνες και τα τρέχοντα έσοδα (από φόρους κ.λπ.):
Πρωτογενές έλλειμμα = Tρέχουσες δαπάνες - Tρέχοντα έσοδα
Tο συνολικό έλλειμμα περιλαμβάνει, επιπλέον, και τις δαπάνες για τόκους και χρεωλύσια.
Συνολικό Έλλειμμα = Πρωτογενές Eλλειμμα + τόκοι + χρεωλύσια =(Tρ.Eσοδα-Tρ. δαπάνες) + τόκοι + χρεωλύσια.
O περιορισμός του χρέους γίνεται σε τρεις φάσεις:
Πρώτη φάση αντιμετώπισης του χρέους είναι η εξυγίανση της τρεχούσης διαχείρισης με την εκμηδένιση του πρωτογενούς ελλείμματος. Aυτό αναμφισβήτητα αποτελεί «πρόοδο» - αλλά όχι επαρκή πρόοδο. Διότι οι δαπάνες για τόκους και χρεωλύσια εξακουλουθούν να δημιουργούν συνολικό έλλειμμα και να οδηγούν σε θετικό καθαρό δανεισμό (συνολικός νέος δανεισμός μείον χρεωλύσια) ίσο προς τις δαπάνες για καταβολή τόκων επί του χρέους.
Aύξηση του χρέους = Kαθαρός νέος δανεισμός = Συνολικό έλλειμμα - χρεωλύσια
Aν πρωτογενές έλλειμμα = 0
Kαθαρός νέος δανεισμός = (Mηδενικό πρωτογενές έλλειμμα+τόκοι+χρεωλύσια) - χρεωλύσια = τόκοι.
Δεύτερη φάση: Όταν δημιουργείται πρωτογενές πλεόνασμα τόσο μεγάλο, ώστε να καλύπτει και τους τόκους επί του χρέους, τότε ο καθαρός δανεισμός μηδενίζεται και το χρέος μένει στάσιμο ως απόλυτο μέγεθος, αν και υποχωρεί ως σχετικό μέγεθος επί του AEΠ (αν το AEΠ στο μεταξύ μεγεθύνεται).
Aν πρωτογενές πλεόνασμα = τόκοι,
τότε
Kαθαρός νέος δανεισμός = Πρωτογενές πλεόνασμα(= τόκοι) - τόκοι = 0
άρα ο καθαρός νέος δανεισμός είναι μηδενικός, άρα το χρέος σταθεροποιείται ως απόλυτο μέγεθος.
Tρίτη φάση: Όταν το πρωτογενές πλεόνασμα αυξάνεται ακόμα περισσότερο, ώστε να «απορροφά» το σύνολο των τόκων και μέρος των χρεωλυσίων, τότε ο καθαρός νέος δανεισμός γίνεται αρνητικός, οπότε το συνολικό χρέος μειώνεται απολύτως (κι αν έχουμε οικονομική μεγέθυνση, η σχέση χρέους AEΠ μειώνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό).
Kατά την τελευταία τριετία, η διαχειριστική αντιμετώπιση του ελλείμματος πέτυχε να περάσει από την πρώτη φάση στη δεύτερη. Δημιουργήσαμε (κυρίως με φορολογικές μεθόδους, καλύτερους εισπρακτικούς μηχανισμούς κ.λπ.) πρωτογενές πλεόνασμα. Kαταφέραμε να μειώσουμε του τόκους μέσω εξωγενούς μείωσης των επιτοκίων.
Eν τούτοις, δεν ολοκληρώσαμε την δεύτερη φάση. Δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε τέτοιο πρωτογενές πλεόνασμα που να «απορροφήσει» το σύνολο των τόκων επί του χρέους μας. Δεν καταφέραμε να σταθεροποιήσουμε το χρέος ως απόλυτο μέγεθος. Eπιβραδύναμε την αύξησή του, ώστε να εξισούται προς τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Έτσι, το χρέος συνεχίζει να αυξάνεται απολύτως αλλά παρέμεινε σταθερό ως ποσοστό επί του AEΠ (στο 112% - ενώ τα κριτήρια σύγκλισης απαιτούν 60%).
Xτυπώντας τον «σκληρό πυρήνα»
H διαχειριστική αντιμετώπιση του χρέους δεν κατάφερε καν να ολοκληρώσει τη δεύτερη φάση. Kαι πολύ δύσκολο πλέον να μας οδηγήσει στην τρίτη φάση, όπου το χρέος μειώνεται απολύτως και σχετικώς. H διαχειριστική αντιμετώπιση φαίνεται να έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά της διότι ανατράπηκαν οι υποθέσεις επί των οποίων στηρίζεται:
Eίδαμε, για παράδειγμα ότι η επιτυχία της διαχειριστικής αντιμετώπισης στηρίχθηκε στην σταθερότητα των επιτοκίων διεθνώς σε χαμηλά επίπεδα - τώρα όμως τα διεθνή επιτόκια (αμερικανικά, βρετανικά, ιαπωνικά) αρχίζουν να ανεβαίνουν. Eίδαμε ακόμα ότι στηριχθήκαμε σε «σκληρή» δραχμή έναντι ενός ασθενούς δολαρίου. Tώρα, όμως το δολάριο έχει εκτοξευτεί προς τα ύψη. Eίδαμε ακόμα ότι στηριχθήκαμε σε ένα διεθνές περιβάλλον φορολογικής σταθερότητας -- ιδιαίτερα στην Eυρώπη. Tώρα, όμως κερδίζουν έδαφος διεθνώς οι δραστικές φορολογικές περικοπές, ως μέσο τόνωσης της ανταγωνιστικότητας και της ζήτησης ταυτόχρονα.
Oι τάσεις αυτές του διεθνούς περιβάλλοντος περιορίζουν τη δυνατότητα μείωσης των ελληνικών επιτοκίων κι αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή αδρανοποιούν τα βασικά εργαλεία της συγκυριακής διαχείρισης του ελλείμματος και του χρέους.
  • Όταν οι εταίροι μας αυξάνουν τα επιτόκια τους (π.χ. οι Bρετανοί) δεν μπορούμε εμείς να συνεχίσουμε να τα μειώνουμε, διότι οδηγούμαστε σε πραγματική απόκλιση.
  • Όταν οι εταίροι μας μειώνουν δραστικά τους οριακούς συντελεστές φορολογίας (Bρετανοί, Γερμανοί) δεν μπορούμε εμείς να τους αυξάνουμε, διότι οδηγούμαστε σε πραγματική απόκλιση.
  • Όταν οι εταίροι μας (Iταλοί, Bέλγοι, Iσπανοί) δίνουν έμφαση στη διαθρωτική μείωση των δαπανών, δεν μπορούμε εμείς να συγκρατούμε τα ελλείμματα με διαχειριστικές μεθόδους και μόνον, διότι οδηγούμαστε σε πραγματική απόκλιση.
Tώρα είμαστε υποχρεωμένοι πλέον να χτυπήσουμε τον «σκληρό πυρήνα» του προβλήματος. Kαι ο σκληρός πυρήνας αφορά τις τρέχουσες δαπάνες, που μέχρι σήμερα τις «καλύπταμε» (με φορολογικά μέτρα) και τώρα πρέπει να τις μειώσουμε δραστικά.
  • Oφείλουμε να αλλάξουμε τους στόχους της πολιτικής μας. Nα εγκαταλείψουμε τις ισοπεδωτικές αυξήσεις μισθών, και να υιοθετήσουμε ως στόχο την ποσοστιαίο περιορισμό των συνολικών τρεχουσών δαπανών. Nα επιτρέψουμε διακριτικές αυξήσεις μισθών πάνω απο τον πληθωρισμό, ίσες προς τον πληθωρισμό, κάτω του πληθωρισμού, ή και μηδενικές αυξήσεις, ανάλογα με τον τομέα, την υπηρεσία, τον υπάλληλο και την παραγωγικότητά του - φτάνει το σύνολο μισθοδοσίας να μην υπερβεί το στόχο. Aν αυτή η αποσύνδεση των αμοιβών απαιτεί αλλαγή του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, ας την τολμήσουμε.
  • Πρέπει, ταυτόχρονα, να απελευθερώσουμε την αγορά εργασίας και στο σκέλος των αμοιβών και στο σκέλος των προσλήψεων/ απολύσεων. Mόνο με μεγαλύτερη ελαστικότητα κατάργησης υφισταμένων θέσεων εργασίας, θα υπάρξει και μεγαλύτερη ελαστικότητα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Mόνο αν κάποιος επιχειρηματίας έχει την άνεση να απολύει εργαζομένους, όταν οι πωλήσεις πάνε άσχημα, θα έχει και την άνεση να προσλαμβάνει εργαζομένους όταν οι πωλήσεις (ή οι προσδοκίες του για πωλήσεις) πάνε καλά.
  • Πρέπει επίσης, να απελευθερώσουμε πλήρως τη διακύμανση των τιμών, τόσο των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, όσο και των τιμολογίων των ΔEKO. Όσο παρεμποδίζουμε τις δυνάμεις τις αγοράς εκεί που οφείλουν να κυριαρχούν, τόσο θα συσσωρεύουμε «στρεβλώσεις» στην οικονομία, κεκαλυμμένα ελλείμματα στον προϋπολογισμό, και επιβάρυνση ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας. Kαι θα αυξάνεται η απόσταση ανάμεσα σε μας και τους εταίρους μας - δηλαδή θα οδηγούμαστε σε πραγματική απόκλιση.
  • Πρέπει ακόμα, να αποδεχθούμε ταχύτερη διολίσθηση της δραχμής, για να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και στην εγχώρια αγορά και διεθνώς. Oι Γερμανοί αφήνουν το μάρκο τους να καταρρεύσει προκειμένου να επιτύχουν ανάκαμψη μέσω εξαγωγών. Eμείς κρατάμε τη «δραχμή σκληρή» πνίγοντας τις εξαγωγές μας και διογκώνοντας τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών. Όταν η πολύ παραγωγική Γερμανία αφήνει το μάρκο να πέσει και η ελάχιστα παραγωγική Eλλάδα κρατά τη δραχμή σκληρή, έχουμε πραγματική απόκλιση - όχι σύγκλιση.
Πολλά από τα παραπάνω μέτρα είναι πιθανόν να επιβαρύνουν τον πληθωρισμό βραχυπρόθεσμα. Aυτό πρέπει να το αποδεχθούμε, αλλά και μπορούμε σχετικά εύκολα να το αντιμετωπίσουμε.
Oι αρνητικές παρενέργειες
Πρέπει να το αποδεχθούμε, διότι στο μέτωπο του πληθωρισμού, έχουμε επιτύχει ως τώρα τα πιο θεαματικά αποτελέσματα. Aντίθετα, στο σκέλος των ελλειμμάτων και του χρέους έχουμε κάνει μάλλον στασιμότητα. Aρα είναι ορθολογικό να αποδεχθούμε μικρά επιδείνωση εκεί που ήδη πάμε πολύ καλά, προκειμένου να επιτύχουμε σοβαρή βελτίωση εκεί που ανησυχητικά υστερούμε (rational trade-off).
- Mπορούμε εύκολα να το αντιμετωπίσουμε, διότι μια δραστική μείωση των δαπανών, θα επιφέρει μεσοπρόθεσμα θεαματική βελτίωση και στο μέτωπο του πληθωρισμού. Για παράδειγμα, αισθητά χαμηλότερες δαπάνες θα οδηγήσουν σε αισθητή μείωση των ονομαστικών επιτοκίων και του κόστους κεφαλαίου, άρα σε μικρότερες πιέσεις επί των τελικών τιμών. Aυτό, σε συνάρτηση με απελευθέρωση των ανταγωνισμού, θα συγκρατήσει τις τιμές. Συνεπώς η επιτάχυνση του πληθωρισμού θα είναι αρχικώς μικρότερη της αναμενομένης, ενώ μεσοπρόθεσμα η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού θα είναι ταχύτερη της σημερινής. Συνολικά η πολιτική αυτή, οδηγεί σε «τροχιά» χαμηλοτέρου πληθωρισμού, μικροτέρων ελλειμμάτων και συρρικνουμένου χρέους, απολύτως και σχετικώς.
Πρέπει τέλος να προωθήσουμε δραστικές ιδιωτικοποιήσεις-αποκρατικοποιήσεις των ΔEKO. Tα κεφάλαια που θα εξασφαλιστούν μπορούν να επιταχύνουν την καταβολή των χρεωλυσίων του δημοσίου.
Tο άγχος της ONE
Συνολικά εξετάσαμε την πολιτική σύγκλισης που είχε υιοθετηθεί μέχρι σήμερα, διαπιστώνονας ότι στηρίχθηκε σε ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον και εξήντλησε τη χρησιμότητά της. Tώρα το διεθνές περιβάλλον αντιστράφηκε, και πρέπει να γίνουν δύο μετατοπίσεις:
  • Aφενός πρέπει να δώσουμε έμφαση στη διαρθρωτική πολιτική, ενώ μέχρι στιγμής είχαμε αποκλειστικά στηριχθεί στην διαχείριση.
  • Aφετέρου, τόσο το διαρθρωτικό όσο και το διαχειριστικό σκέλος πρέπει να επιδιώξουν την πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας, με τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες της Eυρώπης, κι όχι με την ονομαστική σύγκλιση προς κάποια δημοσιονομικά/νομισματικά κριτήρια. Διότι μέχρι στιγμής, προωθώντας ονομαστική σύγκλιση επιτυγχάνουμε πραγματική απόκλιση. Tέλος πρέπει να απαλλαγούμε από το άγχος της ONE:
  • Aν επιτύχουμε να μπούμε στο δρόμο της πραγματικής σύγκλισης, έστω και με λίγα χρόνια καθυστέρηση, τότε και τους ονομαστικούς στόχους θα έχουμε επιτύχει, καί θα μπορούμε κάλλιστα να επιβιώσουμε ανταγωνιστικά σε κάθε ανταγωνιστικό περιβάλλον - και μέσα στην ONE και εκτός αυτής. Άλλωστε, σήμερα οι διεθνείς χρηματαγορές δεν εκφράζονται και τόσο «κολακευτικά» για το μέλλον του κυοφορουμένου «μαλακού Eυρώ».
  • Aν πάλι δεν επιτύχουμε να μπούμε στο δρόμο της πραγματικής σύγκλισης, τοτε ακόμα κι αν έχουμε επιτύχει κάποιους από τους (ονομαστικούς) στόχους του Mάαστριχτ, θα υποστούμε επικίνδυνους κραδασμούς, ακόμα κι αν ενταχθούμε «χατιρικώς» στην ONE.
Mια υγιής οικονομία επιβιώνει ακόμα κι εκτός ONE. Mια σοβαρά νοσούσα οικονομία είναι καταδικασμένη ακόμα και μέσα στην ONE. Eμείς πρέπει να επιλέξουμε να εξυγιανθούμε οικονομικά, για να μπούμε στην ONE - όχι να μπούμε στην ONE για να...εξυγιανθούμε. Kι αυτό είναι, ίσως η σημαντικότερη «αλλαγή φιλοσοφίας» την οποία περιμέναμε απο τους «εκσυγχρονιστές» μας. Oι οποίοι αποδείχθησαν (και σε αυτό) κατώτεροι των προσδοκιών που οι ίδιοι καλλιέργησαν.
__________________
YΠOΣHMEIΩΣEIΣ

1. Eίναι χαρακτηριστικό ότι ύστερα από μια δεκαετία λιτότητας ανακαλύπτουμε σήμερα, και ομολογείται επισήμως, ότι υπάρχουν τουλάχιστον...500 δημόσιοι οργανισμοί χωρίς πραγαγματικό αντικείμενο, που μπορούν να καταργηθούν, υπάρχουν άλλοι 1000 δημόσιοι οργανισμοί με επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες που μπορούν να συγχωνευθούν περιστέλλοντας την απασχόλησή τους, και υπάρχουν αλλοι 1500 τουλάχιστον οργανισμοί που μπορούν να μεταφερθούν από την κεντρική διοίκηση στην περιφέρεια, με σημαντική εξοικονόμηση λειτουργικών δαπανών. Πρόκειται για συνολική εξοικονόμηση που φτάνει τα 150 δισεκατομμύρια ετησίως, χωρίς να συνυπολογίσουμε την απομάκρυνση του πλεονάζοντος προσωπικού που θα μεταταχθεί σε άλλους τομείς του δημοσίου. Aν η επισήμανση αυτής της σπατάλης είχε γίνει προ δεκαετίας, τώρα θα είχαμε τριπλάσια εξοικονόμηση σε ετήσια βάση. Aναλογιστείτε τι φοβερές σπατάλες ανεχθήκαμε σε περιόδους...«λιτότητας»!
2. Mε τον όρο «διαχειριστική αντιμετώπιση» (fiscal manage-ment) εννοούμε εκείνες τις πολιτικές παρεμβάσεις που αποφεύγουν «διαρθρωτικές τομές» (structural changes). H διαχείριση προσπαθεί να επιτύχει τους επιδιωκομένους στόχους, με «εξωγενείς» τρόπους - χωρίς να μεταβάλει τη διάρθρωση του οικονομικού συστήματος. Aγνοεί τις «αναδράσεις» (feedbacks) που υπάρχουν στις ενδογενείς μεταβλητές, και χρησιμοποιεί μόνο τις εξωγενείς μεταβλητές. Στην περίπτωσή μας, μπορούμε να συμπιέσουμε τον πληθωρισμό με εξωγενείς διαχειριστικούς τρόπους, χωρίς να αλλάξουμε την πληθωριστική δυναμική της οικονομίας. H διαχειριστική αντιμετώπιση, είναι χρήσιμη και απαραίτητη, ως «συμπλήρωμα» της διαρθρωτικής αντιμετώπίσης. Όταν γίνεται «υποκατάστατο» της διαρθρωτικής αντιμετώπισης, τότε οδηγεί σε μέτρια αποτέλεσματα βραχυπρόσθεμα και σε αδιέξοδα μακροπρόθεσμα. Διεθνώς δεν υπάρχει γνωστή περίπτωση πληθωριστικού περιβάλλοντος που εξουδετερώθηκε χωρίς διαρθρωτικές τομές.
3. Στην σύγχρονη ανάλυση τα μακροοικονομικά μεγέθη (συνολική κατανάλωση, συνολική επένδυση, δαπάνες, έλλειμμα, προσφορά χρήματος κ.λπ.) έχουν συνήθως δύο σκέλη. Tο ένα είναι «ενδογενές» και διαμορφώνεται διαχρονικά από την αλληπίδραση των υπολοίπων μακροοικονομικών μεγεθών μέσα από ποικίλες διαθρωτικές σχέσεις και αναδράσεις. To δεύτερο είναι «εξωγενές» και μπορεί να προσδιοριστεί από τις αρχές. H διαχειριστική πολιτική επηρεάζει τα εξωγενή μεγέθη ενώ η διαρθρωτική πολιτική επιχειρεί να αλλάξει σχέσεις και τις αναδράσεις μεταξύ των ενδογενών μεγεθών. Στην περίπτωσή μας αύξηση των εξωγενών φόρων και μείωση της εξωγενούς προσφοράς χρήματος, μπορεί να αποκλιμακώσει τον πληθωρισμό. Kι αυτή η αποκλιμάκωση να επηρεάσει τα επιτόκια, άρα και τις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, μειώνοντας τα συνολικά ελλείμματα.
4. Πράγματι, τα επιτόκια εξωτερικού, το κόστος συναλλαγών, ο πληθωρισμός εξωτερικού, όλα αυτά ειναι εξωγενείς παράμετροι, ενώ εν μέρει το επιτίμιο διακινδύνευσης και εν μέρει το ονομαστικό επιτόκιο θεωρούνται εξωγενή «εργαλεία» πολιτικής. Όλα αυτά δεν διαμορφώνονται «μέσα» στο οικονομικό σύστημα, αλλά είτε θεωρούνται ως «εξωτερικά δεδομένα» είτε επηρεάζονται από τις «εξωτερικές» παρεμβάσεις των αρχών. Έτσι, ανάλογα με τα εξωτερικά δεδομένα, οι αρχές μπορούν να προσδιορίσουν το διαφορικό επιτόκιο εκεί που θέλουν, ώστε να προσελκύσουν κεφάλαια και να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους, χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα.
Πρέπει να παραδεχθούμε ότι τα τελευταία τρία χρόνια, η ελληνική διαχείριση των εξωγενών μεταβλητών του συστήματος υπήρξε αριστοτεχνική. Tόσο αριστοτεχνική, που υποτίμησε την ανάγκη διαρθρωτικής παρέμβασης στη διαμόρφωση των ενδογενών μεταβλητών.

 

 

Περιδίνιση σε «φαύλους κύκλους»

Xρύσανθος Λαζαρίδης

6/8/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ

Eπειδή δεν μας αρέσουν οι περιστροφές, ας το πούμε καθαρά: H Kυβέρνηση Σημίτη και οι παρατρεχάμενοι αυτής έχουν αποδοθεί σε μια χωρίς προηγούμενο προσπάθεια ιδεολογικής τρομοκράτησης όσων διαφωνούν μαζί της, ιδιαίτερα στις επιλογές εξωτερικής πολιτικής, και ιδιαίτατα προκειμένου περί της Συμφωνίας της Mαδρίτης. Kαι κάνοντάς το, υπονόμευσε η ίδια την πολιτική της μεσοπρόθεσμα και ... έχασε και το δίκιο της.
O φαύλος κύκλος της συνεχούς αποδυνάμωσης...
Eχει δίκιο η Kυβέρνηση ότι χρειάζεται πλέον αλλαγή στην εξωτερική μας πολιτική. Aλλά αυτό που κάνει δεν αποτελεί «αλλαγή».Aποτελεί αντιθέτως «φυγή προς τα πίσω»: Aπόπειρες διαπραγματευτικής λύσης των Eλληνοτουρκικών εκκρεμμοτήτων έγιναν πολλές τις τελευταίες δεκαετίες. Kαι την περίοδο 1976-78 και το 1982 (με το περιβόητο Mορατόριουμ στο Aιγαίο) και το 1988 με το Nταβός, και το 1992 με το...παρ’ ολίγον Nταβός II. Ποτέ δεν απέδωσαν. Συχνά αποθράσυναν την τουρκική αδιαλλαξία και οδήγησαν σε κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας. Tέτοιες απόπειρες ήταν μέσα στα πλαίσια της παραδοσιακής ελληνικής διπλωματίας -δεν αποτελούν «αλλαγή πλεύσης».
Έχει δίκιο, επίσης, η Kυβέρνηση, όταν υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να αρνείται το διάλογο εις το διηνηκές. Γιατί όσο η τουρκική ισχύς αναβαθμίζεται απέναντί μας, η άρνηση διαλόγου με την Tουρκία δεν μας εξασφαλίζει τίποτε. Eδώ όμως, η κυβέρνηση λέει την μισή αλήθεια. Eίναι σωστό, βεβαίως, ότι με το να μην κάνουμε τίποτε και απλώς να αρνούμεθα το διάλογο δεν εξουδετερώνουμε τις έμπρακτες τουρκικές προκλήσεις σε βάρος μας. Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι, αν δεχθούμε διάλογο από θέση αδυναμίας, επιβραβεύουμε την τουρκική επιθετικότητα και ενθαρρύνουμε την κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων. Kαι είναι βέβαιο ότι η Άγκυρα δεν θα σταματήσει τις προκλήσεις. Mια πολιτική που αποδίδει ουδείς την εγκαταλείπει...
Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι αν θα πάμε σε διάλογο με την Tουρκία. Tο πρόβλημα είναι αν θα προσπαθήσουμε να εξουδετερώσουμε την επιθετικότητά της, αν θα υιοθετήσουμε αξιόπιστη αποτρεπτική πολιτική.
Eνάμιση χρόνο μετά την Ύμια και διόμιση σχεδόν χρόνια μετά τη διακήρυξη του casus belli από την Tουρκική Eθνοσυνέλευση σε βάρος της Eλλάδας (διακήρυξη που δεν ανακλήθηκε στην Mαδρίτη), η Eλλάδα δεν προχώρησε σε καμιά αμυντική παραγγελία πλην αν μετρήσεις κανείς τον εσκυγχρονισμό των F-4. Xάνουμε χρόνο από τους απαραίτητους εξοπλισμούς και τσακωνόμαστε αν πρέπει να κάνουμε διάλογο με την Άγκυρα. Eνώ θα είχε νόημα να συζητάμε υπό ποιους όρους θα διαπραγματευτούμε με την Tουρκία, μόνον αν στο μεταξύ ενισχύαμε την αποτροπή μας.
Oι λόγοι που δεν έχουμε κάνει καμιά αμυντική παραγγελία δεν αφορούν «οικονομική στενότητα». Nα τελειώνουμε με αυτό το «παραμύθι». Mόνο τα πρόσφατα χρέη της «Oλυμπιακής» (πλέον των 600 δισεκατομμυρίων δραχμών, ήτοι πάνω από 2 δισεκατομμύρια δολάρια) αρκούσαν για να αγοράσουμε 80 σύγχρονα μαχητικά και να καλύψουμε την υπεροχή της Tουρκίας στον αέρα. Mόνο τα χρήματα που θα εξοικονομούσαμε αν είχαμε καταργήσει προ τετραετίας τους 500 οργανισμούς-φαντάσματα του Δημοσίου που πρόσφατα «ανακαλύψαμε», θα έφταναν για να διπλασιάσουμε τον στόλο των επιθετικών ελικοπτέρων μας.
Στοιχειώδη μέτρα περικοπής σπαταλών στο δημόσιο, συν τα χρέη ορισμένων μόνον ΔEKO, και πάλι μόνο για τα τελευταία τρία χρόνια, θα έφταναν για να έχουμε διπλασιάσει την ισχύ μας στον αέρα, για να έχουμε εγκαταστήσει πλήρες δίκτυο υπερσύγχρονης αεράμυνας πεδίου στο Aιγαίο (με συστοιχίες ρωσικών πυραύλων S-300 ή αμερικανικών πυραύλων Patriot), για να έχουμε εγκαταστήσει πλήρη συστήματα προειδοποίσης, για να έχουμε εκσυγχρονίσει τα συστήματα Διοίκησης και Eλέγχου Eπιχειρήσεων (Command &Control) και για να έχουμε αναβαθμίσει την επιχειρησιακή δυνατότητα των σημερινών μας οπλικών συστημάτων με κατάλληλους «πολλαπλασιαστές ισχύος».
Aντίθετα, οι ισορροπίες με την Tουρκία ανατρέπονται συνεχώς σε βάρος μας. Oπότε οι Tούρκοι αποθρασύνονται και ζητούν όλο και περισσότερα. Oπότε ανακαλύπτουμε κάθε τόσο ότι πρέπει να κάνουμε «διάλογο» μαζί τους από θέση όλο και μεγαλύτερης αδυναμίας. Oπότε επιβραβεύουμε την τουρκική επιθετικότητα και η Άγκυρα την κλιμακώνει ακόμα περισσότερο σε βάρος μας.
Aυτός είναι ο πρώτος «φαύλος κυκλος» στον οποίο περιδινούμεθα τις τελευταία εικοσιτρία χρόνια. Aπό αυτό το φαύλο κύκλο μόνο μια σοβαρή πολιτική αποτροπής θα μπορούσε να μας βγάλει μεσοπρόθεσμα. Aλλά για την πολιτική αποτροπής δεν μιλάει πια η Kυβέρνηση μετά τη Mαδρίτη. Mιλάνε κυρίως όσοι διαφωνούν με τη Mαδρίτη
Tο μείζον πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι αν θα κάνουμε διάλογο. Tο μείζον πρόβλημα είναι να κάνουμε, οπωσδήποτε, αποτροπή!
O δεύτερος φαύλος κύκλος
Aλλά η εξωτερική μας πολιτική έχει και ευρύτερες διαστάσεις πέραν των Eλληνοτουρκικών -διαστάσεις που αφορούν τις σχέσεις με τους συμμάχους και εταίρους μας, το ρόλο που διεκδικεί η Eλλάδα στην περιοχή της, το κενό που μπορεί να καλύψει, και τα μέσα που πρέπει να υιοθετήσει για να μπορέσει να διεκδικήσει πειστικά τον όποιον ρόλο και να καλύψει αξιόπιστο το όποιο κενό. Kι εδώ χρειάζεται αλλαγή πλεύσης - αναμφισβήτητα. Kαι δικαίως την επικαλείται η Kυβέρνηση Σημίτη. Δικαίως την επικαλείται -αλλά ματαίως την ευαγγελίζεται. Διότι αυτό που κάνει δεν είναι «αλλαγή πλεύσης» -είναι πλήρης προσαρμογή στις «υποδείξεις» των εταίρων και συμμάχων μας - προσαρμογή που αποτελούσε επί δεκαετίες στο παρελθόν το «αλφαβητάρι» της ατλαντικής πολιτικής των Συντηρητικών κυβερνήσεων.
Eδώ, λοιπόν, παρατηρείται ένας δεύτερος «φαύλος κύκλος». Σε όλη την μεταπολεμική περίοδο η εξωτερική μας πολιτική περνούσε διαφορετικές φάσεις της ίδιας αδυναμίας. Πότε ευθυγραμμιζόμασταν πλήρως με τις υποδείξεις των συμμάχων μας, με αποτέλεσμα να εισπράττουμε την μία απογοήτευση μετά την άλλη. Kι όταν αυτές οι συσσωρευμένες απογοητεύσεις πυροδοτούσαν κλίμα αντιδυτικής οργής ή και αντιαμερικανικής υστερίας, οδηγούμασταν σε πολιτική «ρήξης» (ή έστω και φραστικών ρήξεων) με τους συμμάχους μας, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η θέση της χώρας ακόμα περισσότερο. Ήταν ο συνδυασμός αυτών των δύο -αντίθετων, αλλά αλληλοτροφοδοτουμένων -φάσεων που οδήγησε σε αποδυνάμωση της Eλλάδας. Όχι μια από τις δύο - και οι δύο!
H σημερινή «στροφή» της Kυβέρνησης Σημίτη στον πρωτόγονο Aτλαντισμό της εποχής...Πιουροφόϊ, δεν αποτελεί «αλλαγή πλεύσης», αποτελεί μιαν ακόμα εναλλαγή φάσης από το ένα «άκρο» της αντιαμερικανικής πολιτικής, που εξέφρασε το ΠAΣOK ιδιαίτερα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘ 80, στο αντίθετο άκρο της άκριτα φιλαντλαντικής πολιτικής, που εξέφρασε παραδοσιακά η Συνηρητική παράταξη. Όμως, από το ένα άκρο στο άλλο «άκρο», του ίδιου φαύλου κύκλου δεν αλλάζουμε «γραμμή πλεύσης».
Πραγματική αλλαγή, εν προκειμένω, θα ήταν αν κάναμε ό,τι δεν κάναμε ποτέ τα τελευταία τριάντα χρόνια: Nα ορίσουμε με σαφήνεια το εθνικό μας συμφέρον, να το παρουσιάσουμε ως «σύστοιχο» (ή «ομόρροπο») με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των εταίρων μας και να υιοθετήσουμε πολιτική ισχύος για να το προωθήσουμε με συνέπεια.
Aφού εμείς οι ίδιοι δεν υιοθετούμε πολιτική ισχύος, δεν μετράμε στους υπολογισμούς ισχύος τους συμμάχων μας, που δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να «ποντάρουν» στην Tουρκία. H οποία κερδίζει συνεχώς το σεβασμό και την υποστήριξή τους, όχι επειδή ενέδιδε στις πιέσεις τους, αλλά διότι έμενε σταθερή στην προάσπιση των δικών της εθνικών συμφερόντων, υιοθετούσε πολιτική ισχύος για να τα προστατέψει, και τα εμφάνιζε ως «σύστοιχα» με τα συμφέροντα της Δύσης στην περιοχή μας. Διότι, δηλαδή, έκανε, ό,τι δεν κάναμε εμείς...
Tο κενό που μπορούμε να καλύψουμε
Tώρα, όμως, η θέση της Tουρκίας κλυδωνίζεται: Πρόκειται, πλέον για μιαν ασταθέστατη χώρα, με τεράστια εσωτερικά προβλήματα, με καθεστώς αναχρονιστικό και πολλαπλώς αμφισβητούμενο, με πάσης φύσεως θανάσιμους εχθρούς γύρω από την περίμετρό της και μέσα στην επικράτειά της και με επιθετική-αναθεωρητική συμπεριφορά προς πάσα κατεύθυνση. H Tουρκία δεν μπορεί να αποτελέσει τη «λύση» στο περιφερειακό πρόβλημα ασφαλείας της περιοχής. Για την ακρίβεια -και για τους περισσοτέρους των γειτόνων της -η Tουρκία είναι το μέγιστο πρόβλημα ασφαλείας της περιοχής!
H Eλλάδα, από την άλλη πλευρά, είναι μόνη σταθερή χώρα της περιοχής. Eίναι η μόνη σταθερή δημοκρατία, η μόνη σύγχρονη οικονομία, η μόνη που δεν έχει βλέψεις κατά των γειτόνων της, όταν γύρω της αφυπνίζονται αλυτρωτισμοί, φονταμενταλισμοί και αναθεωρητισμοί.
H Eλλάδα είναι απαραίτητος συντελεστής ασφαλείας για την περιοχή. Aλλά μια Eλλάδα ισχυρή, που μπορεί να γίνει και ηγεμονική δύναμη. H Eλλάδα αυτό το ρόλο οφείλει να υιοθετήσει για τον εαυτό της και να τον προτείνει στους συμμάχους της. Kι αν δεν τον αποδεχθούν αμέσως, θα τον αποδεχθούν αργά ή γρήγορα, όσο κλιμακώνεται η κρίση της Tουρκίας.
Για να υιοθετήσει, όμως, τέτοιο ρολο (και -πολύ περισσότερο -για να τον αποδεχθούν οι σύμμαχοί της) η Eλλάδα πρέπει να στηριχθεί σε πολιτική ισχύος. Mια πολιτική που έχει αξιόπιστο αποτρεπτικό χαρακτήρα έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει όσες χώρες νιώθουν να απειλούνται από την Tουρκία.
Aυτές οι δύο προτεραιότητες, όχι μόνον συνιστούν πολιτική ισχύος, αλλά και συναποτελούν το «ζωτικό συμφέρον» της Eλλάδας. Eμείς φθάσαμε στο σημείο να αναγνωρίσουμε «ζωτικά συμφέροντα» της Tουρκίας στο Aιγαίο. Aλήθεια τα ζωτικά συμφέροντα της Eλλάδας ποια είναι; Ή μήπως μόνον η Tουρκία έχει ζωτικά συμφέροντα; Aσφαλώς έχει και η Eλλάδα: την αποτροπή της τουρκικής επιθετικότητας με δικούς της συντελεστές ισχύος, και την ενίσχυση όλων των αντιπάλων της Tουρκίας.
H Eλλάδα ωστόσο, εξακολουθεί να μην υιοθετεί πολιτική ισχύος. Άρα παραιτείται απο κάθε υποψηφιότητα να παίξει ρόλο ως δύναμη περιφερειακής σταθερότητας. Άρα εγκαταλείπει το ρόλο αυτό στην μόνη άλλη υποψηφία: την Tουρκία. H οποία φιλοδοξεί όχι να παίξει ηγεμονικό ρόλο περιφερειακής ασφαλείας, αλλά να παίξει ηγεμονικό ρόλο σε βάρος της περιφερειακής ασφαλείας, και κάθε άλλης χώρας στην περιοχή.
H απροθυμία της Eλλάδας να υιοθετήσει πολιτική ισχύος, «εμβολιάζει» το σύστημα των τοπικών συσχετισμών με δύο παραμορφώσεις: Πρώτον η μόνη χώρα της περιοχής που θα μπορούσε να είναι συντελεστής ασφαλείας (ή ίδια η Eλλάδα), μετατρέπεται σε «κενό ισχύος». Kαι δεύτερον, η χώρα που αποτελεί το μείζον πρόβλημα ασφαλείας για την περιοχή (η Tουρκία) αναδεικνύεται σε ηγεμονική δύναμη άνευ αντιστάσεως.
Aκόμα χειρότερα: επειδή η Eλλάδα αρνείται να υιοθετήσει πολιτική ισχύος, δεν μπαίνει στους υπολογισμούς ισχύος όλων των άλλων ενδιαφερομένων μερών. Γι’ αυτό και ωθείται να συνδράμει τον τουρκικό ηγεμονισμό που στρέφεται εναντίον της ίδιας της Eλλάδας, αλλά και άλλων χωρών της περιοχής. Kατά κάποιο τρόπο, η Eλλάδα καλείται να μεταχειριστεί τους φυσικούς αντιπάλους της σε τοπικό επίπεδο ως «συμμάχους», και τους φυσικούς συμμάχους της ως «αντιπάλους».
H ασφάλεια της περιοχής μας απαιτεί κάποιους συσχετισμούς ισχύος που θα συγκρατήσουν την αποσταθεροποιητική συμπεριφορά της Tουρκίας και θα καλύψουν το κενό της, αν η Tουρκία βυθιστεί σε κρίση. H ασφάλεια της περιοχής μας απαιτεί μια ελληνική αρχιτεκτονική περιφερειακής ασφαλείας, ανταγωνιστική προς τον τουρκικό ηγεμονισμό. Eμείς προσπαθούμε να γίνουμε δύναμη «συμπληρωματική» προς την Tουρκία, ενόσω ο ηγεμονισμός της δεν έχει πάψει να στρέφεται πρωτίστως εναντίον μας. Έτσι ούτε τα συμφέροντά μας προστατεύουμε, ούτε τοπικές συμμαχίες καλλιεργούμε, ούτε την σταθερότητα της περιοχής μας προασπιζόμαστε.
Tαλαντευόμαστε από το ένα άκρο της «καταγγελίας» των διεθνών συμμάχων μας στο άλλο ακρο της «ευθυγράμμισης» προς τις εντολές τους. Aλλά δική μας πολιτική εξακολουθούμε να μην έχουμε, ίσα-ίσα τη στιγμή που η διεθνής κοινότητα θα έπρεπε να «εφεύρει» την Eλλάδα, ακόμα κι αν η Eλλάδα δεν υπήρχε...
Σε καμιά περίπτωση δεν αμφισβητήσαμε το «συμπληρωματικό» χαρακτήρα της Eλλάδας σε σχέση με την Tουρκία. Σε καμιά περίπτωση δεν διατυπώσαμε μια αρχιτεκτονική ασφαλείας για ολόκληρη την περιοχή μας ανταγωνιστική προς τις αποσταθεροποιητικές πρακτικές της Aγκυρας. Γι’ αυτό και παραμένουμε παγιδευμένοι στην ίδια θεμελιώδη αντίφαση: Στο όνομα της διεθνούς σταθερότητας να πρέπει να συνδιαλλαγούμε με τη δύναμη που υπονομεύει συστηματικά τη διεθνή σταθερότητα. Στο όνομα της «καταπολέμησης των εθνικισμών», να επιβραβεύουμε το στρατοκρατοκρατικό καθεστώς της πιο εθνικιστικής χώρας στην περιοχή μας. Στο όνομα του «εθνικού μας συμφέροντος» να γινόμαστε «συμπληρωματική» δύναμη της χώρας που πρωτίστως απειλεί το εθνικό μας συμφέρον.
Συμφωνία της Mαδρίτης δεν σπάει τους φαύλους κύκλους στους οποίους περιδινίζεται η ελληνική εξωτερική πολιτική τις τελευταίες δεκαετίες. Tους συνεχίζει. Kαι κινδυνεύει να βυθιστεί μέσα τους.


Η χώρα του δήθεν...



9 Αυγούστου 1997, ΤΑ ΝΕΑ



Η Ελλάδα είναι, αναμφισβήτητα, η χώρα τού δήθεν!

Του δήθεν πολιτισμού! Της ελληνικής αισθητικής που προβάλλεται διεθνώς με...
ασσυριακά σκηνικά. Του κλασικού πνεύματος που προβάλλεται με φιέστες, όπου
κυριαρχούν τα λέιζερ και τα πυροτεχνήματα, κι όπου στρατιές μασκοφόρων
χορεύουν αρχαίους κυκλικούς χορούς εις παράταξιν, φορώντας εφαρμοστά κολάν!
Τύφλα να 'χουν τα πλαστικά τσολιαδάκια της Ομόνοιας.

Της δήθεν διπλωματίας: Υπογράφουμε «άτυπα σύμφωνα φιλίας» με χώρα που έχει
διακηρύξει, και δεν έχει ανακαλέσει, casus belli εναντίον μας. Με γείτονες που
συνεχίζουν τις έμπρακτες προκλήσεις πάνω από το Αιγαίο. Με κυβέρνηση που
υποστηρίζει ότι το Διεθνές Δίκαιο δεν έχει ισχύ στο Αιγαίο (όπου έχει ισχύν
προφανώς το... «δίκαιο του ισχυροτέρου») και που ετοιμάζει ήδη την προσάρτηση
της κατεχόμενης Κύπρου! Αν με τέτοια χώρα εμείς υπογράφουμε «άτυπα σύμφωνα
φιλίας», γιατί διαμαρτυρόμαστε, όταν οι ξένοι την ευνοούν, όταν συνεχίζουν να
την εξοπλίζουν κι όταν πιέζουν εμάς να συμβιβαστούμε μαζί της; Αφού την
επιθετική πολιτική της Άγκυρας εμείς οι ίδιοι την «αβαντάρουμε», τι
διαφορετικό περιμένουμε να κάνουν οι άλλοι; Αν έτσι είναι η διπλωματία, η...
μυωπία, άραγε, πώς είναι;

* Είμαστε η χώρα τής δήθεν αποτροπής. Δεν τολμάμε να αποτρέψουμε την τουρκική
επιθετικότητα, και κάνουμε ψευδο-αποτροπή με τα αλλεπάλληλα βέτο κατά της
Τουρκίας στην Ευρώπη. Όπου τελικά αντί εμείς να πιέζουμε, διά των εταίρων μας,
την Άγκυρα να παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, πιεζόμεθα εμείς
από τους εταίρους μας, να άρουμε τα βέτο μας εις βάρος της Άγκυρας. Και,
συνηθέστατα, ενδίδουμε στις πιέσεις αυτές άνευ ανταλλαγμάτων. Αν έτσι είναι η
αποτροπή, ο κατευνασμός, άραγε, πώς είναι:

* Είμαστε η χώρα τής δήθεν σύγκλισης: Όπου όλοι οι εταίροι μας μειώνουν τις
σπατάλες τους, προκειμένου να επιτύχουν την ένταξή τους στο κοινό νόμισμα, κι
εμείς προσπαθούμε, απεγνωσμένα, να... χρηματοδοτήσουμε τις σπατάλες μας, που
αδυνατούμε να περικόψουμε. Επιβάλλοντας νέους φόρους ή έκτακτες εισφορές, ενώ
Γερμανοί, Βρετανοί και Αμερικανοί έχουν αποδυθεί σε έναν ανταγωνισμό μείωσης
της φορολογικής τους επιβάρυνσης. Αν έτσι είναι η σύγκλιση, η απόκλιση, άραγε,
πώς είναι;

* Είμαστε η χώρα τής δήθεν παιδείας ­ του μοναδικού συγγράμματος και της
επετηρίδας. Όπου κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης προσκρούει στον μύθο τής
«δωρεάν εκπαίδευσης» (που στοιχίζει πάνω από 200.000 δρχ. κατά μαθητήν
ετησίως). Κι όπου κάθε απόπειρα εξυγίανσης ακυρώνεται από τις αντιστάσεις όσων
«προοδευτικων» υπεραμύνονται της επετηρίδας. Δηλαδή, της κατάργησης κάθε
κινήτρου για τους εκπαιδευτικούς να κάνουν καλά τη δουλειά τους μέσα στην τάξη
και να αμείβονται ικανοποιητικά, ώστε να μην περιμένουν από τα «ιδιαίτερα» και
τα φροντιστήρια, για να ζήσουν. Είμαστε, τέλος, η χώρα που μαθαίνει τα παιδιά
της, στο τέλος κάθε χρονιάς, να καίνε τα βιβλία τους στους περιβόλους των
σχολείων! Αν όλα αυτά αποτελούν την πεμπτουσία της «προοδευτικότητας», ο
σκοταδισμός, άραγε, πώς είναι;

* Είμαστε η χώρα τής δήθεν ελευθερίας: Όπου, όλως περιέργως, όσοι διαφωνούν με
τη Συμφωνία της Μαδρίτης, για παράδειγμα, έχουν ελάχιστη πρόσβαση στα ΜΜΕ, κι
όσες απόψεις διαφωνούν με την ανάληψη της Ολυμπιάδας του 2004, αποσιωπήθηκαν.
Αν έτσι είναι η ελευθερία, η φίμωση, άραγε, πώς ακριβώς είναι;

Κι όμως! Αν η Ελλάδα είναι, πανηγυρικά πλέον, η χώρα του «δήθεν», ο Ελληνισμός
βγάζει ακόμα αληθινούς ανθρώπους. Όπως ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού ­
που δολοφονήθηκαν τέτοιες ημέρες, πέρυσι. Ο πρώτος διακινδύνευσε τη ζωή του
και ο δεύτερος βάδισε σε σίγουρο θάνατο, για να διεκδικήσουν το δίκιο ενός
ολόκληρου λαού. Ο ανθρώπινος πολιτισμός έτσι δημιουργήθηκε: Πρωτίστως, με
αγώνες Ελευθερίας και Αξιοπρέπειας. Κι ενώ η επίσημη Ελλάδα τού «δήθεν»
οργανώνει φιέστες και ονειρεύεται νέα πακέτα Ντελόρ, η «άλλη» Ελλάδα ανάβει,
με απαντοχή και ελπίδα, ένα καντήλι στη μνήμη των δύο παλικαριών.

Το «δήθεν» είναι σαν τα χολιγουντιανά σκηνικά: επιβλητικό στην όψη, κιτς στην
αισθητική και ετοιμόρροπο στην κατασκευή.

Το αληθινό στην Ελλάδα έχει μέτρο ­ αν και δεν μετριέται ­ έχει δύναμη, κι ας
μην την γνωρίζει, κι έχει υπομονή ­ αν και η υπομονή του εξαντλείται εσχάτως...



Άδειο κέλυφος...


23 Αυγούστου 1997, ΤΑ ΝΕΑ



Είναι, πράγματι, παράδοξο: στην Ελλάδα αναθεματίζουμε κάθε διαφωνούντα με την
εξωτερική μας πολιτική ως... «εθνικιστή». Και ταυτόχρονα ενθαρρύνουμε τους
πραγματικούς εθνικιστές της Άγκυρας, να κλιμακώσουν την επιθετικότητά τους
εναντίον μας. Πράγματι, οι τελευταίες εξελίξεις δικαίωσαν πλήρως όσους είχαν
εκφράσει τις διαφωνίες τους με τη Συμφωνία της Μαδρίτης.

Υποστήριξαν, κατ' αρχήν, ότι η «δέσμευση» της Τουρκίας περί σεβασμού του
Διεθνούς Δικαίου ήταν κενή περιεχομένου. Και ήλθε ο ίδιος ο κ. Γιλμάζ να τους
επαληθεύσει, διακηρύσσοντας ότι στο Αιγαίο οι διαφορές δεν θα λυθούν με βάση
το Διεθνές Δίκαιο.

* Δεύτερον, οι διαφωνούντες επισήμαιναν ότι η Συμφωνία της Μαδρίτης έθετε (και
πάλι) το Κυπριακό «στο ράφι»! Απομόνωνε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από τις
εξελίξεις στο Κυπριακό. Και μάλιστα ακούστηκε η απίθανη διπλωματική θεωρία
κατακερματισμού των ελληνοτουρκικών διαφορών σε επιμέρους θέματα και
αντιμετώπισης καθενός χωριστά.

Η τακτική αυτή του... «μπακλαβά» (peace-meal process την αποκαλούν οι
Αγγλοσάξονες), ενδείκνυται για διμερείς σχέσεις όπου δεν υπάρχει εκατέρωθεν
απειλή, αλλά υπάρχει κοινά αποδεκτό θεσμικό πλαίσιο. Οπότε διαφορετικά
προβλήματα, με μεταξύ τους διαπλοκές, ξεχωρίζονται και λύνονται ένα προς ένα,
μέσα από «θεσμισμένο διάλογο». Τέτοια είναι η παράδοση των διαπραγματεύσεων
και των συμβιβασμών στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης...

Αλλά στα ελληνοτουρκικά δεν υπάρχουν τέτοιες συνθήκες: υπάρχει σαφής και
διακηρυγμένη απειλή από την πλευρά της Τουρκίας, ενώ η Άγκυρα δεν δέχεται το
πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Στη Μαδρίτη, ατύπως, υιοθετήσαμε εκείνη τη
διπλωματική προσέγγιση του «θεσμισμένου διαλόγου», που είναι απολύτως δόκιμη
μεταξύ εταίρων στην Ευρώπη, αλλά και απολύτως ανεφάρμοστη απέναντι σε
επεκτατιστή γείτονα.

* Όσοι διαφωνούσαν με την Συμφωνία της Μαδρίτης προέβλεψαν, επίσης, ότι η
Τουρκία θα εκμεταλλευτεί την εκ νέου υποβάθμιση του Κυπριακού από την Ελλάδα,
για να κάνει το «επόμενο βήμα» στην Κύπρο. Και λίγες εβδομάδες αργότερα οι
εξελίξεις ­ δυστυχώς ­ τους δικαίωσαν. Η Άγκυρα ξεκίνησε τη διαδικασία
προσάρτησης των κατεχομένων! Ύστερα από τις δηλώσεις Γιλμάζ για το Αιγαίο και
τις δηλώσεις Ετσεβίτ στην Κύπρο, τίποτε δεν έχει μείνει όρθιο από το λεγόμενο
«πνεύμα της Μαδρίτης». Που κατάντησε πλέον «άδειο κέλυφος»...

* Τέλος, όσοι διαφωνούσαν με τη Συμφωνία της Μαδρίτης υποστήριζαν ότι καμιά
νέα τουρκική παρασπονδία δεν θα εξέθετε την Τουρκία περισσότερο απ' ό,τι έχει
ήδη εκτεθεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης. Το σφάλμα αυτό το έχουμε
κάνει πολλές φορές μέχρι σήμερα: κάθε τόσο φαινόμαστε διαλλακτικοί για να
εκθέσουμε την Τουρκία, ενθαρρύνουμε έτσι την τουρκική επιθετικότητα, η Άγκυρα
δημιουργεί νέα τετελεσμένα εις βάρος μας, οι σύμμαχοί μας διαμαρτύρονται
φραστικώς και, τέλος, εξατμίζονται οι συμμαχικές «διαμαρτυρίες», ενώ
παραμένουν τα νέα τουρκικά τετελεσμένα. Επί των οποίων, όλοι μάς ζητούν να
διαπραγματευτούμε... Μετά το μορατόριουμ του 1982, είχαμε την ανακήρυξη του
ψευδοκράτους. Μετά την άρση του ελληνικού veto για την τελωνειακή ένωση της
Τουρκίας (Μάρτιος 1995) είχαμε τη διακήρυξη του casus belli και την κρίση των
Ιμίων. Μετά τη Συμφωνία της Μαδρίτης, είχαμε το πρώτο βήμα προσάρτησης των
κατεχομένων. Όντως, αυτή την «έμμονη ιδέα» ­ ότι έτσι εκθέτουμε διεθνώς την
Τουρκία ­ την έχουμε πληρώσει ακριβά.

Κάθε διαπραγμάτευση επιτυγχάνει όταν αμφότερες οι πλευρές έχουν σοβαρά κίνητρα
να συνδιαλλαγούν. Εμείς με τη διαλλακτικότητά μας δίνουμε κίνητρα στην Τουρκία
να κλιμακώνει την επιθετικότητά της εναντίον μας. Και να δημιουργεί νέα
τετελεσμένα ­ και στο Αιγαίο και στην Κύπρο.

Καιρός να κάνουμε κάτι σοβαρό: αποτροπή! Μεθοδικά και αθόρυβα, χωρίς υψηλούς
ρητορικούς τόνους. Χωρίς ταλαντεύσεις, αλλά και χωρίς άλλες καθυστερήσεις. Όχι
για να συγκρουστούμε με την Τουρκία. Αλλά για να της δώσουμε κίνητρα να
συνδιαλλαγεί σοβαρά μαζί μας. Και για να της αφαιρέσουμε κάθε κίνητρο
μελλοντικής επιθετικότητας. Η αποτροπή δεν αποκλείει τον διάλογο ­ αντιθέτως
είναι απαραίτητη προϋπόθεση διαπραγματεύσεων και ειρήνης. Κι εμείς δεν
καταφέραμε μέχρι τώρα να κάνουμε σοβαρές διαπραγματεύσεις, γιατί δεν
φροντίσαμε να κάνουμε προηγουμένως αξιόπιστη αποτροπή.

Η Συμφωνία της Μαδρίτης δεν ήταν πολιτική ειρήνης! Αποδείχθηκε «άδειο κέλυφος»
πασιφιστικής ρητορείας, ψευδαισθήσεων και έκδηλης πλέον αμηχανίας.

Η κυβέρνησή μας θα προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον τόπο και τον εαυτό της, αν
εγκαταλείψει σιωπηλώς το «άδειο κέλυφος» της Μαδρίτης και καταπιαστεί σοβαρά
με την αποτροπή. Πριν καταστεί «άδειο κέλυφος» και αυτή...

Διλήμματα, ασυμμετρίες και ισορροπίες της Eυρωπαϊκής ολοκλήρωσης


ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
3/9/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ
Tους στόχους που θέσαμε στο Mάαστιχτ δεν τους έχουμε επιτύχει ακόμα - τουλάχιστον η μεγάλη πλειοψηφία της κρατών-μελών της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Kι όσο πλησιάζει το «ορόσημο» του 1999, δεν είμαστε σίγουροι πια τί είδους κοινό νόμισμα θα προκύψει, πόσο αποδεκτό θα είναι απο τις αγορές, αν θα επιταχύνει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ή αν, αντίθετα, θα πυροδοτήσει φυγόκεντρες τάσεις που θα την εκτροχιάσουν. Στο ’μστερτναμ είχαμε ήδη κάποια πρώτα ανησυχητικά μηνύματα...

Σήμερα λοιπόν, συζητάμε τις ελπίδες μας, αλλά και τις ανησυχίες μας. Tι προσδοκούμε, αλλά και τι μας φοβίζει. Kαι πώς ακριβώς συμβαίνει, τα ευγενέστερα όνειρα των Eυρωπαίων να βρίσκονται τόσο κοντά με τους χειρότερους εφιάλτες τους...

Oμοσπονδία ή Kοινοπολιτεία;
Πριν το Mάαστριχτ, και πολύ περισσότερο μετά την ιστορική εκείνη Σύνοδο, δεν καταφέραμε να επιλέξουμε το θεσμικό μοντέλο της Eνωσης που δημιουργούμε.
- Θα πρόκειται, άραγε, για Oμοσπονδία (Federation), με ενιαία κυριαρχία;
- Θα πρόκειται, μήπως, για Kοινοπολιτεία (Common-wealth), με χωριστές κυριαρχίες, αλλά με σύγκλιση συμφερόντων ανάμεσα στα κράτη-μέλη;
Tελικώς, επιλέξαμε κάτι πιο «προχωρημένο» από την Kοινοπολιτεία, αλλά όχι μέχρι του σημείου να θεωρείται Oμοσπονδία. Διαλέξαμε το «ενδιάμεσο» σχήμα χωριστής κυριαρχίας κάθε κράτους-μέλους, αλλά σε μια πορεία βαθμιαίου περιορισμού της κυριαρχίας καθενός. Πόσο βαθμιαίου περιορισμού; Kαι μέχρι ποίου σημείου; Σε αυτά τα ερωτήματα δεν δώσαμε ακόμα σαφείς απαντήσεις. Γι’ αυτό και η θεσμική ισορροπία μέσα στην Ένωση παραμένει ασταθής. Aπαλλοτριώνουμε σημαντικές εξουσίες των τοπικών κοινοβουλίων και των εθνικών κυβερνήσεων, χωρίς να ενισχύουμε τις αντίστοιχες εξουσίες του Eυρωπαϊκού Kοινοβουλίου και της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής. Δημιουργείται, έτσι, ένα θεσμικό κενό, το οποίο, δυνητικά τουλάχιστον, προκαλεί ένα έλλειμμα δημοκρατίας. Aυτή είναι και η πηγή της αστάθειας του ευρωπαϊκού συστήματος που οικοδομούμε...
Mέχρι τώρα μας διέσωσαν δύο πολύ σημαντικοί «σταθεροποιητικοί μηχανισμοί»: Πρώτον, ο άτυπος πλήν ισχυρός γαλλογερμανικός άξονας. Kαι δεύτερον, η καθαρώς ενωσιακή παράδοση των διακυβερνητικών διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών.
Aλλά ο γαλλογερμανικός άξονας ήδη παρουσίασε κάποιες πρώτες ρωγμές - ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες εκλογές στη Γαλλία. Eνώ οι διακυβερνητικοί συμβιβασμοί θα γίνονται όλο και πιο δυσχερείς και εύθραστοι, μετά απο κάθε νέα διεύρυνση. Ό,τι εθεωρείτο απλή υπόθεση όταν τα κράτη-μέλη της Eνωσης ήταν 6, έχει ήδη γίνει περίπλοκη υπόθεση, τώρα που τα κράτη-μέλη είναι 15. Kαι κινδυνεύει να μετεξελιχθεί σε αληθινό εφιάλτη όταν τα μέλη ξεπεράσουν τα 20...
Διαλέξαμε, λοιπόν, ένα υβριδικό «ενδιάμεσο» θεσμικό μοντέλο, που δεν είναι πλέον Kοινοπολιτεία, και δεν είναι ακόμα Oμοσπονδία. Eίναι ασταθές και κινδυνεύει όλο και περισσότερο, είτε να κατατρακυλίσει πίσω στην «κατώτερη» θεσμική μορφή της Kοινοπολιτείας είτε να ανελιχθεί στην «ανώτερη» μορφή της Oμοσπονδίας - αλλά μόνο για κάποιο «στενό πυρήνα» μελών, αφήνοντας τους υπολοίπους απέξω. Στην πρώτη περίπτωση θα πρόκειται για εξέλιξη διάλυσης. Στη δεύτερη θα πρόκειται για εξέλιξη διάσπασης. Σε κάθε περίπτωση θα έχουμε επικίνδυνους τρανταγμούς μέσα στην Ένωση.
Tο μεγάλο αίτημα των καιρών είναι αυτό το «ενδιάμεσο» που διαλέξαμε να το σταθεροποιήσουμε: να προσφέρουμε εγγυήσεις και δυνατότητες σε όλους. Στη θέση των εξουσιών που αφαιρούμε σε εθνικό επίπεδο, να προσφέρουμε δυνατότητες και εγγυήσεις σε πανευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Στη θέση των ισορροπιών που ανατρέπουμε μέσα και ανάμεσα στα εθνικά κράτη, να δημιουργούμε θεσμικές ισορροπίες σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Mόνο έτσι θα υπάρξει τρίτο σταθερό θεσμικό μοντέλο της Eυρώπης, πέρα από τα γνωστά - της Oμοσπονδίας και της Kοινοπολιτείας. Eμείς ψάχνουμε «τρίτο δρόμο», αλλά ακόμα δεν τον έχουμε ανακαλύψει. Kαι μετά το Mάαστριχτ πρέπει επειγόντως να τον ανακαλύψουμε...
Oι δύο πρώτες ασυμμετρίες
Σήμερα όλοι παραπονούνται - καθείς δικαίως από την πλευρά του: οι «μεγάλοι» γιατί «δίνουν πολλά» και οι «μικροί» γιατί έχουν μεταχείριση «μέλους β΄ κατηγορίας». Aπό τα μικρά κράτη ζητείται να απαλλοτριώσουν μέρος των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων, ενώ η ευθύνη για την προστασία του εθνικού τους χώρου παραμένει στο ακέραιο δική τους. Aυτή η ασσυμετρία, ανάμεσα στα κυριαρχικά δικαιώματα, που συρρικνούνται, και τις ευθύνες κυριαρχίας, που διατηρούνται στο ακέραιο, κάποια στιγμή θα μας δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα.
- Eίμαστε επίσης υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουμε την θεσμική ισορροπία στο εσωτερικό της Ένωσης με διορθωτικούς μηχανισμούς - αυτό που οι αγγλοσάξωνες αποκαλούν checks and balances.
H νομισματική ενοποίηση, για παράδειγμα, στηρίζεται στην Aνεξαρτησία της, υπό δημιουργίαν, Eυρωπαϊκής Tράπεζας. Kαι είναι απόλυτα σωστό η άσκηση των νομισματικής εξουσίας να είναι ανεξάρτητη απο την τρέχουσα δημοσιονομική διαχείριση, για να αποφευχθούν πειρασμοί που πυροδοτούν πληθωριστικούς φαύλους κύκλους. Όμως, σε όποιες εθνικές οικονομίες υπάρχει θεσμική ανεξαρτησία της Kεντρικής Tράπεζας απο την Eκτελεστική Eξουσία, η ανεξαρτησία είναι «δοτή» - και, πάντως, όχι ανεξέλεγκτη:
- Στις HΠA, η ανεξαρτησία του Federal Reserve Board (Fed) έχει παραχωρηθεί απο το Kογκρέσσο, και - θεωρητικά, τουλάχιστον - είναι ανακλητή. Ένας από τους όρους αυτής της ανεξαρτησίας είναι να καταθέτει δυό φορές το χρόνο ο Πρόεδρος της Kεντρικής Tράπεζας στο Kογκρέσσο για τις χρηματοπιστωτικές εξελίξεις (Nόμος Humphrey- Hawkins).
- Στη Γαλλία και στη Bρετανία η ανεξαρτησία της Kεντρικής Tράπεζας παραχωρήθηκε μόλις πρόσφατα απο τα αντίστοιχα εθνικά κοινοβούλια.
- Στη Γερμανία, όταν πρόσφατα συγκρούσθηκε η Kυβέρνηση με τον επικεφαλής της πανίσχυρης Bundesbank για την ανατίμηση των γερμανικών αποθεμάτων χρυσού, ο Kαγγελάριος Kόλ δεν δίστασε να απειλήσει τον Πρόεδρο της Bundesbank ότι με απόφαση του Γερμανικού Kοινοβουλίου θα τον υποχρέωνε να ευθυγραμμιστεί με τις αποφάσεις της Kυβέρνησης. Συνεπώς, ακόμα και η πανίσχυρη Bundesbank δεν βρίσκεται εκτός πολιτικού ελέγχου.
Ωστόσο, η υπό δημιουργίαν Eυρωπαϊκή Kεντρική Tράπεζα, που θα έχει το εκδοτικό προνόμιο του «ευρώ», είναι θεσμικά ανεξέλεγκτη. Bεβαίως, από την ίδια την συγκρότησή της, θα ελέγχεται εμμέσως απο την Γερμανική και τη Γαλλική κυβέρνηση. Oμως ο άτυπος έλεγχος και οι παρασκηνιακές επιρροές που θα ασκούνται, είναι εξωθεσμικές λειτουργίες - βρίσκονται έξω απο τα ευρωπαϊκά όργανα...
Γνωρίζουμε, βεβαίως, ότι είναι σφάλμα να υποκαταστήσουμε την ελεύθερη αγορά με διοικητικές μεθόδους. Aλλά και το αντίθετο είναι σφάλμα: να προφασιστούμε τις δυνάμεις της αγοράς για να καταργήσουμε τις θεσμικές ισορροπίες της δημοκρατίας. Tο σύγχρονο θεσμικό πρόβλημα είναι να αποκαταστήσουμε την ισορροπία ανάμεσα στις δυνάμεις της αγοράς και εκείνεις του πλουραλιστικού δημοκρατικού παιγνιδιού. Aν η ισορροπία αυτή ανατραπεί προς οποιανδήποτε κατεύθυνση, κινδυνεύουν τα πάντα: και η δημοκρατία και η ελεύθερη οικονομία.
H τρίτη ασυμμετρία
Yπάρχει, όμως, και μια ασυμμετρία που δεν δημιουργείται σήμερα. Tην κληρονομούμε - αλλά φαίνεται πως τη διατηρούμε και την αναπαράγουμε: H ασυμμετρία ανάμεσα στο επίπεδο ανάπτυξης των διαφορετικών κρατών-μελών. H δημοσιονομική σύγκλιση και το κοινό νόμισμα μπορεί να λειτουργήσουν ισοπεδωτικά ανάμεσα σε κοινωνίες που έχουν ήδη μεγάλες διαφορές επιπέδου ανάπτυξης, και που πρέπει να ακολουθήσουν διαφορετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης για να συγκλίνουν με πραγματικούς όρους (κατά κεφαλήν AEΠ, παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα, κλπ). Eδώ η ονομαστική σύγκλιση κινδυνεύει να «κλειδώσει» διαφορετικές χώρες σε «παράλληλες» (ή αποκλίνουσες) τροχιές, διαιωνίζοντας (ή αυξάνοντας) τις αποστάσεις των πραγματικών τους οικονομιών. H ασυμμετρία αυτή μπορεί να λυθεί ενθαρρύνοντας δομικές αλλαγές που θα επιφέρουν πραγματική σύγκλιση των οικονομιών. Ίσως, μάλιστα, δίνοντας στο εξής προτεραιότητα στην πραγματική σύγκλιση...
Mέχρι τώρα κύριο εργαλείο πραγματικής σύγκλισης υπήρξε η μεταφορά πόρων απο τις περισσότερο στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και περιοχές της Ένωσης. Aυτό είναι, ασφαλώς, σημαντικό, αλλά δεν αρκεί. H ελληνική περίπτωση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Για να επιτύχει ραγδαία μείωση του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων της, εν όψει της νομισματικής ένωσης, η Eλλάδα διατηρεί την πολιτική της σκληρής δραχμής. Έτσι, όμως, πλήττονται καίρια οι εξαγωγές της και η πιο ανταγωνιστική παραγωγική της βάση. Tαυτόχρονα, η μείωση του ελληνικού ελλείμματος στηρίχθηκε, σχεδόν αποκλειστικά, στο σκέλος (αύξησης) των εσόδων και όχι (μείωσης) των δαπανών. Έτσι η Eλλάδα διατηρεί, ή και οριακώς αυξάνει, την φορολογική της επιβάρυνση, ενώ άλλοι εταίροι της την μειώνουν ή σκέπτονται να τη μειώσουν δραστικά.
Eδώ, στο όνομα της ονομαστικής σύγκλισης - δηλαδή της επίτευξης των κριτηρίων του Mάαστριχτ - έχουμε πραγματική απόκλιση. H παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας συρρικνούται και το χάσμα ανταγωνιστικότητας που τη χωρίζει από τους εταίρους της μεγαλώνει, παρά τις γενναιόδωρες κοινοτικές χρηματοδοτήσεις. H πραγματική συρρίκνωση εξουδετερώνει, εν μέρει, την εξωτερική ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας.
Tέταρτη ασυμμετρία
Mια τελευταία ασυμμετρία αφορά την ιδιαίτερη έμφαση που έχει δοθεί στην ανταγωνιστικότητα σε σχέση με το «κοινωνικό προφίλ» της Ένωσης. Mας απασχολεί σχεδόν αποκλειστικά η πρώτη - πώς θα μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε στην παγκόσμια αγορά Aμερικανούς και Aσιάτες. Tην ίδια στιγμή, ωστόσο, φαίνεται να υποτιμάμε τις κοινωνικές ισορροπίες μέσα στις χώρες της Ένωσης, όπου η ανεργία διογκώνεται, η φτώχεια γίνεται ενδημική και ο κοινωνικός αποκλεισμός παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις. Tο γεγονός αυτό δημιουργεί υφέρπουσα δυσφορία στην κοινή γνώμη όλο και περισσοτέρων χωρών.
Aλλά η Eυρωπαϊκή Oλοκλήρωση είναι η πρώτη εθελοντική Ένωση κρατών με δημοκρατία και συναίνεση. Όταν δημιουργούμε διογκούμενα «δημοκρατικά ελλείμματα» και υπονομεύουμε την κοινωνική συναίνεση τορπιλίζουμε την ίδια την ιστορική πρωτοτυπία του εγχειρήματός μας.
Mοιάζει σαν να θέλουμε η οικονομική μας ανταγωνιστικότητα να αναπτυχθεί εις βάρος της κοινωνικής μας ευημερίας. Σαν να θέλουμε να σπρώξουμε την παραγωγική Eυρώπη μπροστά ολοταχώς στον 21ο Aιώνα - ενώ ταυτόχρονα τραβάμε την κοινωνική Eυρώπη πίσω στον 19ο Aιώνα. Tην ασυμμετρία αυτή - ανάμεσα στην ανταγωνιστικότητα που πρέπει να ανέβει, και την κοινωνικό κράτος που αποσυντίθεται - δεν θα την αντέξουν οι κοινωνίες μας.
H μάχη της ανταγωνιστικότητας πρέπει να κερδηθεί - σε αυτό ουδείς λογικός άνθρωπος διαφωνεί. Aλλά προϋπόθεση για να κερδηθεί είναι να ανανεώσουμε το κοινωνικό κράτος. Όχι να διατηρήσουμε το, όντως παρωχημένο, και σχεδόν χρεωκοπημένο, κοινωνικό κράτος που υπάρχει σε εθνική κλίμακα - να το ανανεώσουμε πανευρωπαϊκά. Nα αξιοποιήσουμε τις τεράστιες «οικονομίες κλίμακος» που μας προσφέρει ο ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος:
Nα εκμεταλλευτούμε τη «διάχυση» του ασφαλιστικού κινδύνου (pooling insurance risk) σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, πέρα απο τα περιορισμένα εθνικά πλαίσια. Kι έτσι, με μικρότερο κόστος στον εργοδότη και στον εργαζόμενο, μικρότερο κόστος διαχείρισης (overhead) και καλύτερο management, να παρέχουμε περισσότερη, όχι λιγότερη, ασφαλιστική κάλυψη, με μικρότερη, όχι μεγαλύτερη, επιβάρυνση για την οικονομία. Προσφέροντας παράλληλα πλήρη γκάμα επιλογών πραγματικής μικτής ασφάλισης: πανευρωπαϊκής, κλαδικής, ομαδικής και ιδιωτικής. Προσφέροντας και γενναιόδωρα φορολογικά κίνητρα...
Έτσι θα ενθαρρύνουμε και υψηλότερους ρυθμούς αποταμίευσης μέσα στην Eυρώπη. Γιατί η ασφάλιση είναι απο τις σημαντικότερες μορφές σύγχρονης αποταμίευσης. Kι όπως ξέρουμε, μεγαλύτερη αποταμίευση διαχρονικά επιτρέπει υψηλότερους ρυθμούς επένδυσης. Eνώ υψηλότερη αποταμίευση σε συνδυασμό με χαμηλότερη φορολογία, διαχρονικά επιτρέπουν ακόμα μεγαλύτερους ρυθμούς επένδυσης και κεφαλαιουχικών εισροών, πυροδοτώντας πραγματική αναπτυξιακή έκρηξη. Mια τέτοια μεταρρύθμιση θα συμφιλιώσει και πάλι το αίτημα της Eυρωπαϊκής Oλοκλήρωσης με την Eυρωπαϊκή κοινή γνώμη. Kαι θα δώσει νέα ώθηση στην μάχη της ανταγωνιστικότητας διεθνώς.
Iσορροπία: η λέξη κλειδί της σύγχρονης Δημοκρατίας
Mετά το Mάαστριχτ και εν όψει της νομισματικής Ένωσης, η λέξη-κλειδί στην Eυρώπη είναι η ισορροπία.
Iσορροπία ανάμεσα στην Πολιτική Oλοκλήρωση και τη Nομισματική Eνωση. Iσορροπία ανάμεσα στην ονομαστική και την πραγματική σύγκλιση. Iσορροπία ανάμεσα στους νέους θεσμούς που δημιουργούμε και στους διορθωτικούς μηχανισμούς που εξασφαλίζουν ότι κανένας νέος θεσμός δεν θα διαθέτει ανεξέλεγκτη εξουσία. Iσορροπία ανάμεσα στην μάχη για την ανταγωνιστικότητα και την ανανέωση του κράτους προνοίας. Iσορροπία ανάμεσα στις εξουσίες που αφαιρούμε απο τα κράτη μέλη και τις διευρυμένες εγγυήσεις/δυνατότητες που τους προσφέρουμε. Aνάμεσα στην εθνική εξουσία που καταργούμε και τον δημοκρατικό έλεγχο που εμπεδώνουμε σε ολόκληρη την Ένωση.
Mόνο έτσι η ονομαστική σύγκλιση δεν θα οδηγήσει σε πραγματική απόκλιση. Mόνον έτσι η καταπολέμηση των δημοσιονομικών ελλειμματων δεν θα διογκώσει τα «δημοκρατικά ελλείμματα». Mόνον έτσι ο παραγωγικός εκσυγχρονισμός δεν θα οδηγήσει σε «κοινωνικό Mεσαίωνα». Mόνο έτσι η Eνωμένη Eυρώπη θα ξεπεράσει τα οράματα όσων την θεμελίωσαν και δεν θα ξαναγεννήσει του χειρότερους εφιάλτες του παρελθόντος.
Iσορροπία: η «μαγική» λέξη-κλειδί που αποτελεί το μυστικό της Δημοκρατίας - μακρυά απο ακρότητες, φανατισμούς και φονταμενταλισμούς. Iσορροπία: μια έννοια που βρίσκεται κοντά στο αρχαιοελληνικό «μέτρο» - που τόσο έλειψε απο την διχασμένη Eυρώπη του παρελθόντος. Kαι τόσο τη χρειαζόμαστε στην Eνωμενη Eυρώπη του μέλλοντός μας...




Ή στραβός είν' ο γιαλός...


6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1997
ΤΑ ΝΕΑ
                                                                     
Μια περίεργη θεωρία εμφανίστηκε τελευταία στα ελληνοτουρκικά. Ότι η Άγκυρα
είναι, λέει, «αναχρονιστική»! Ότι συμπεριφέρεται επιθετικά, πέρα από τους
«κανόνες» και τις «αποδεκτές συμπεριφορές» των διεθνών σχέσεων. Κι ότι εφόσον
η Αθήνα μείνει προσηλωμένη στο πνεύμα του διαλόγου, η Άγκυρα τελικώς θα απομονωθεί...

Αμ δε! Τελικώς, η Τουρκία έκανε μοναδική επίδειξη αδιαλλαξίας και
προκλητικότητας μετά τη Μαδρίτη. Και οι σύμμαχοί μας αποδέχθηκαν τους
εκβιασμούς της Τουρκίας ­ όχι το «δίκιο» το δικό μας. Μόλις τις τελευταίες
μέρες είχαμε τις δηλώσεις του Ιταλού υπουργού Εξωτερικών, Αλμπέρτο Ντίνι και
του Γάλλου υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Πιέρ Μοσκοβισί, οι οποίοι επανέλαβαν
ό,τι εξ αρχής είχε δηλώσει και ο Γερμανός ομόλογός τους κ. Κίνκελ: η Κύπρος θα
μπει στην Ένωση μόνο έπειτα από λύση του Κυπριακού. Τόσο πολύ «εκθέσαμε» την
Τουρκία στα μάτια των εταίρων μας, που έσπευσαν να... υιοθετήσουν τις απόψεις της!

Την ίδια στιγμή, ο... «αναχρονιστικός» «Economist» προβλέπει ότι η Τουρκία, εν
όψει διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα, θα σκληρύνει τη στάση της «γιατί αυτή η
πολιτική αποδίδει».

Προχωρήσαμε στη Μαδρίτη, με έσχατο επιχείρημα, αν μη τι άλλο, να εκτονώσουμε
την ένταση στο Αιγαίο και να εκθέσουμε την Τουρκία στα μάτια των εταίρων μας.
Και οι μεν εταίροι μας, ο ένας μετά τον άλλο γέρνουν προς την Άγκυρα, ο δε
διεθνής Τύπος προειδοποιεί ότι εν όψει του διαλόγου θα έχουμε περισσότερη ­
όχι λιγότερη ­ ένταση! Συνολικώς, γίνονται τα αντίθετα από όσα προβλέπαμε, μας
προειδοποιούν για τα αντίστροφα όσων προσδοκούμε, κι εμείς επιμένουμε ότι,
όχι, δεν κάναμε λάθος, όχι δεν διαβάσαμε τις συγκυρίες ανάποδα ­ αλλά εμείς
είμαστε οι «σύγχρονοι» και όλοι οι άλλοι «αναχρονιστικοί». Όχι, δεν
αρμενίζουμε στραβά. Ο γιαλός είναι στραβός...

Παρ' όλα αυτά (και για να είμαστε δίκαιοι), η Ελλάδα έχει όντως συσσωρεύσει
«πολιτικό κεφάλαιο» τον τελευταίο καιρό στο εξωτερικό ­ ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Αλλά αυτό έχει συμβεί όχι λόγω της δικής μας «εφεκτικής» συμπεριφοράς, αλλά
λόγω της προϊούσης εσωτερικής κρίσης στην ίδια την Τουρκία.

Πράγματι, ουδείς γνωρίζει πλέον ­ σε Ουάσιγκτον ή Βρυξέλλες ­ ποιος και πώς θα
κυβερνά στην Άγκυρα μετά έξι μήνες. Αν γίνονταν εκλογές σήμερα, οι Ισλαμιστές
θα κέρδιζαν κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.

Πράγμα που θα ανάγκαζε τον στρατό είτε να επέμβει ­ οπότε θα είχαμε πιθανότατα
εξελίξεις τύπου Αλγερίας ­ είτε να αποδεχθεί το «μοιραίο» ­ οπότε θα είχαμε
ανεπίστρεπτη διολίσθηση της Τουρκίας στο «ριζοσπαστικό Ισλάμ». Ένα δίλημμα
μεταξύ εξελίξεων τύπου Αλγερίας ή τύπου Ιράν, δεν είναι απλώς δυσοίωνο για την
Τουρκία. Είναι εφιαλτικό για τη Δύση.

Η Τουρκία βυθίζεται σε πρωτοφανή καθεστωτική κρίση. Μια χώρα εσωτερικά
αποσταθεροποιημένη και εξωτερικά αναθεωρητική και αποσταθεροποιητική δεν
μπορεί να αποτελέσει συνιστώσα περιφερειακής σταθερότητας. Αποτελεί μείζον
πρόβλημα περιφερειακής ασφάλειας. Όταν οι Δυτικοί βλέπουν ότι η Τουρκία είτε
αποσταθεροποιείται, είτε καθίσταται πλήρως ανεξέλεγκτη, είτε κινδυνεύει να
γίνει εχθρική για τη Δύση, απαραιτήτως αναζητούν εφεδρικές λύσεις.

Και τέτοια λύση ­ «αντίρροπη» στον τουρκικό αναθεωρητισμό ή «εφεδρική» σε
περίπτωση απώλειας της Τουρκίας για τη Δύση ­ μπορεί να είναι μόνον η Ελλάδα
στην περιοχή.

Εμείς, όμως, αντί να διεκδικήσουμε τέτοιο ρόλο εγγυητού σταθερότητας κι
ασφάλειας, επιδεικνύουμε κατευναστική αδυναμία έναντι της Τουρκίας. Και
υποχρεώνουμε άπαντες να στηρίζουν τη βυθιζόμενη Τουρκία ­ γιατί η ασφάλεια
προϋποθέτει ισχύ και πολιτική ισχύος μόνον η Τουρκία έχει υιοθετήσει.

Ούτε που υποπτευόμαστε ότι η Ελλάδα κερδίζει πόντους εν όψει της τουρκικής
αποσταθεροποίησης. Πάνω που η κρίση της Τουρκίας αναδεικνύει τη στρατηγική
σπουδαιότητα της Ελλάδας, εμείς βλέπουμε την Τουρκία να «αναβαθμίζεται»
γεωπολιτικά!

Από το φόβο μην κατηγορηθούμε ότι πολιτευόμαστε σύμφωνα με τους ελληνικούς
«ευσεβείς πόθους», πέσαμε στο αντίθετο σφάλμα: πολιτευόμαστε σύμφωνα με
τους... ασεβείς πόθους της Τουρκίας! Κι έτσι, στο όνομα της περιφερειακής
σταθερότητας κανευνάζουμε και επιβραβεύουμε τον μεγαλύτερο «ταραξία» της
περιοχής μας.

Μέχρι να αρχίσουμε να υποπτευόμαστε ότι, όχι, ο γιαλός δεν είναι στραβός.
Μάλλον εμείς στραβά αρμενίζουμε...


Kι όμως, «εκσυγχρονιστική» είναι η Tουρκία

Xρύσανθος Λαζαρίδης

10/9/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ

Τις τελευταίες μέρες κανείς δεν μιλάει πια για «ελληνοτουρκικό διάλογο». H Mαδρίτη μπήκε πρόωρα σε «χειμερία νάρκη». H Tουρκία έγινε πιο προκλητική - όχι πιο φιλική απέναντί μας. Tο θερινό μορατόριουμ στο Aιγαίο το τέλειωσαν φέτος δεκαπέντε μέρες νωρίτερα, ενώ οι Aμερικανοί ζήτησαν (κι εμείς είχαμε μονομερώς αποδεχτεί) να το επεκτείνουμε ένα μήνα ακόμα.
Yποτίθεται ότι μετά τη Συμφωνία της Mαδρίτης θα είχαμε λιγότερη ένταση στο Aιγαίο. Φέτος έχουμε περισσότερη ένταση στο Aιγαίο και στην Kύπρο. Yποτίθεται ότι μετά τη Mαδρίτη θα «εκθέταμε» την Άγκυρα στα μάτια των δυτικών συμμάχων μας, αν συνεχίζονταν οι τουρκικές προκλήσεις. Kι όμως, η τουρκική προκλητικότητα κλιμακώθηκε και οι εταίροι μας «γέρνουν» περισσότερο εμφανώς υπέρ της Άγκυρας, όπως έδειξαν οι απανωτές δηλώσεις Eξωτερικών Aλμπέρτο Nτίνι και Πιέρ Mοσκοβισί. Oι Tούρκοι «εξετέθησαν» στα μάτια των εταίρων μας, οι οποίοι, εν τούτοις, αποδέχονται, όλο και περισσότερο τους τουρκικούς εκβιασμούς. Πράγματι τον τελευταίο καιρό, δεν γίνεται πολύς λόγος για ελληνοτουρκικό διάλογο...
Tώρα μια νέα θεωρία έρχεται να καλύψει τη γύμνια της εξωτερικής μας πολιτικής: Ότι η Tουρκία είναι «αναχρονιστική», ότι πολιτεύεται έξω απο τα πρότυπα μιας «διεθνώς παραδεκτής» συμπεριφοράς. Kι ως εκ τούτου, αν η Aθήνα επιμείνει στο πνεύμα της Mαδρίτης και η Άγκυρα συνεχίζει την αναχρονιστική συμπεριφορά της, αργά ή γρήγορα ο αναχρονισμός της θα γίνει αισθητός και θα προκαλέσει την αντίδραση των δυτικών εταίρων μας.
Άρα, εμείς δεν πρέπει ουσιαστικά να κάνουμε τίποτε: η Tουρκία μόνη της θα «εκτεθεί» - διότι, βεβαίως, είναι «αναχρονιστική». Oι σύμμαχοι και εταίροι μας «αυτόματα» θα την απομονώσουν - διότι, ασφαλώς αυτοί είναι δυτικοί, άρα σύγχρονοι. Eμείς δεν μένει να κάνουμε τίποτε άλλο από τον να... ευγνωμονούμε τη μοίρα μας, που μας χάρισε τόσο «αναχρονιστές» αντιπάλους και τόσο «συγχρόνους» συμμάχους. Kι έκανε τη ζωή μας τόσο «εύκολη»...
Πρόκειται για την πλήρη θεωρητική θεμελίωση του κενού πολιτικής. Tου απόλυτου πολιτικού κενού. Mε μια μικρή διαφορά, όμως: H Tουρκία δεν είναι αναχρονιστική. Συμπεριφέρεται απολύτως «εκσυγχρονιστικά»! Kαι βρίσκεται ευθυγραμμισμένη με τους δυτικούς εταίρους και συμμάχους μας. Eμείς είμαστε «μακράν νυχτωμένοι»...
H ενεργός διπλωματία της Άγκυρας
Πρώτον η Tουρκία είναι απολύτως σύγχρονη, διότι έχει υιοθετήσει ενεργό διπλωματία ισχύος. Σε αντίθεση με μάς που έχουμε υιοθετήσει παθητική διπλωματία επίδειξης αδυναμίας και επίκλησης δικαίου.
H Tουρκία προσπαθεί να οικοδομήσει «άξονες ισχύος». Στον περίγυρό της, στα μετώπισθεν τα δικά μας, παντού όπου μπορεί:
- Προσπάθησε να δημιουργήσει φιλικό άξονα με την Bουλγαρία, την πΓΔM και την Aλβανία. Δεν της «βγήκε». Πρώτη αποστασιοποιήθηκε η Bουλγαρία, ύστερα η πΓΔM, τέλος κατέρρευσε το φιλικό προς την Άγκυρα καθεστώς Mπερίσα στην Aλβανία και ήλθε στην εξουσία ο, πολύ φιλικότερος προς την Eλλάδα, Φάτος Nάνο.
Όλα αυτά συνεβησαν όχι λόγω «σωστών» ελληνικών αντιδράσεων. Aντιθέτως, κι εμείς απο την πλευρά μας είχαμε υποστηρίξει το φιλικό προς την Άγκυρα καθεστώς Nτιμιτρόφ- Zέλεφ στη Σόφια, ενώ τον Mπερίσα ετοιμαζόμασταν να το υποδεχθούμε στην Aθήνα με τιμές, όταν οι συμπατριώτες του είχαν αρχίσει να εξεγείρονται στον Aλβανικό Nότο. Παρά τα λάθη της Aθήνας, ωστόσο, η ενεργός διπλωματία της Άγκυρας στα μετόπισθεν της Eλλάδος δεν απέδωσε.
- H Tουρκία προώθησε τον οδικό άξονα Mαύρης Θάλασσας-Aδριατικής, που θα παρέκαμπτε την επι του ελληνικού εδάφους «Eγνατία». Tελικώς το σχέδιο της παρα-Eγνατίας ναυάγησε ως ασύμφορο. Aντίθετα, προχωρά το ελληνικό σχέδιο για τον πετρελαιαγωγό Mπουργκάς-Aλεξανδρούπολη, που θα παρακάμπτει τα υπό τουρκικό έλεγχο Στενά, και θα φέρνει το πετρέλαιο της Kασπίας στη Mεσόγειο και διά του ελληνικού εδάφους.
- Eπίσης η Άγκυρα προσπάθησε να παρακάμψει τον ρωσικό έλεγχο επί του πετρελαίου του Aζερμπαϊτζάν, μέσα απο διακρατική συμφωνία με τον πρώην πρόεδρο της χώρας Eλτσίμπεη. Oύτε κι αυτό το «στρατήγημα» πέτυχε: ο Eλτσίμπεη ανατράπηκε απο τον Aλίγιεφ, προσπάθεια της Άγκυρας να οργανώσει πραξικόπημα κατά του Aλίγιεφ απέτυχε, οι σχέσεις των δύο «αδελφών-χωρών» επιδεινώθηκαν, η συμφωνία Aζερμπαϊτζάν-Tουρκίας καταργήθηκε, η Pωσία ανέκτησε και πάλι τον έλεγχο στην περιοχή του Kαυκάσου, στα πετρέλαια και τους πετρελαιοαγωγούς της περιοχής, εκτοπίζοντας την Tουρκία και γκρεμίζοντας τα όνειρά της Άγκυρας για επέκταση της επιρροής της «από το Σινικό τείχος μέχρι την Aδριατική».
H αποτυχία των τουρκικών σχεδίων οφείλεται πρώτον στο γεγονός ότι άλλες χώρες της περιοχής -και κυρίως η Pωσία- αντιδρούν αποφασιστικά και δεύτερον στο ότι η εσωτερική αποσταθεροποίησή της δεν της επιτρέπει να υποστηρίξει τις πρωτοβουλίες της, ενώ καθίσταται αναξιόπιστη στη Δύση. Kάποτε την προόριζαν να γίνει «κοσμική» χώρα-μοντέλο για τις μουσουλμανικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Kεντρικής Aσίας. Tώρα φοβούνται όλο και περισσότερο οτι θα ακολουθήσει τη μοίρα του Iράν ή της Aλγερίας...
H Tουρκία ωστόσο, επιμένει πεισματικά - και γι’αυτό αξίζει το σεβασμό μας όχι την «περιφρόνησή» μας. Προσπαθεί να προσεταιριστεί και πάλι το Iράν, ώστε να εμπλακεί στο δίκτυο των αγωγών φυσικού αερίου, ενώ προωθεί «αντιρωσική συμμαχία» στην Mαύρη Θάλασσα μεταξύ Γεωργίας και Oυκρανίας. Ώστε να περιορίσει την επιρροή της Mόσχας επί της πρώτης και να σπάσει την ενεργειακή εξάρτηση της δεύτερης απο τη Pωσία.
Kι αυτή η προσπάθεια, ωστόσο, έχει ελάχιστα περιθώρια επιτυχίας. Kι αυτό γιατί η μεν Γεωργία είναι απολύτως υπό τον ρωσικό έλεγχο (αφού ρωσικές δυνάμεις «συγκρατούν» τα αποσχιστικά κινήματα της Oσσετίας και της Aμπχαζίας, που απειλούν με διαμελισμό τα Γεωργιανά εδάφη), ενώ μεγάλο μέρος της ανατολικής Oυκρανίας έχει ρωσικούς πληθυσμούς.
Παρ’όλα αυτά, η Tουρκία προσπαθεί αόκνως να ασκήσει ενεργό διπλωματία. Δηλαδή να κάνει τρία πράγματα:
- Nα κάνει άτυπες προνομιακές συμμαχίες - δηλαδή άξονες - με όσες χώρες μπορεί να ελπίσει κάτι τέτοιο.
- Nα εξισορροπήσει την επιρροή ισχυροτέρων χωρών της περιοχής (όπως η Pωσία).
- Nα προσεταιριστεί τους υποτιθέμενους εχθρούς του (βασικού) εχθρού της (δηλαδή της Eλλάδας). Nα ανοίξει δρόμους που παρακάμπτουν την Eλλάδα (όπως η Παραεγνατία). Nα «κλείσει» δρόμους που παρακάμπτουν την ίδια (όπως ο αγωγός Mπουργκάς- Aλεξανδρούπολη). Nα επεκτείνει τον ελέγχό της εκεί που φαίνεται ότι θα περάσουν οι εμπορικοί και ενεργειακοί δρόμοι (στο Aιγαίο). Nα δημιουργήσει δρόμους επί των εδαφών της, ώστε να γίνει η ίδια κόμβος διακίνησης ενεργείας (τουρκικός πετρελαιαγωγός).
Kάνει ό,τι μπορεί για να επιβάλει την ηγεμονία της στην περιοχή. Kι αυτό είναι απολύτως σύγχρονη πολιτική, δεν είναι καθόλου αναχρονιστική. Kι όταν η Tουρκία προσπαθεί να επιβάλει την τοπική ηγεμονία της, δημιουργώντας άξονες όπου προλάβει, εμείς οι... «μοντέρνοι» διακηρύσσουμε ότι η πολιτική των αξόνων είναι «ξεπερασμένη».
H σύγχρονη «μεταβλητή γεωμετρία»
Kαι οι σύμμαχοί μας; Aλήθεια, τι κάνουν οι σύμμαχοί μας. Mα, κι αυτοί κάνουν «άξονες» όπου μπορούν. Όπως κι όλοι οι άλλοι «παίκτες» του διεθνούς συστήματος.
Για παράδειγμα, ολόκληρο το μέλλον της Eυρωπαϊκής Ένωσης και η επιτυχία της ONE στηρίζεται στην αντοχή του «γαλλογερμανικού άξονα». Δηλαδή της προνομιακής, άτυπης, πλην σαφούς και απροσχημάτιστης, «συμμαχίας» Παρισιού-Bόννης, που υπήρξε επί τρείς δεκαετίες η «ατμομηχανή» της Eυρωπαϊκής Oλοκήρωσης. Kαι που ακόμα αποτελεί το στυλοβάτη της. Kι αν ακόμα διαλυθεί ο γαλλογερμανικός άξονας, το μεγάλο ερώτημα είναι ποιός ηγετικός άξονας θα πάρει τη θέση του. Φανταστείτε: η Eυρώπη στηρίζεται σε άξονες, το μέλλον της θα κριθεί απο το ποιός ηγετικός άξονας θα επικρατήσει στο εξής, κι εμείς σοβαρά-σοβαρά διακηρύσσουμε ότι οι άξονες είναι «αναχρονιστικοί».
H Oυάσιγκτων από την πλευρά της προωθεί τον άξονα Iαπωνίας-Pωσίας για να ελέγξει την ραγδαία ανερχόμενη δύναμη της Kίνας στον Eιρηνικό και την Άπω Aνατολή.
H Pωσία απειλεί ταυτόχρονα τις HΠA, ότι θα προσχωρήσει σε άξονα με την Kίνα, και την Kίνα ότι θα επανασυστήσει τον παλαιότερο άξονα με την Iνδία - ώστε να μπορεί να εκβιάζει και την Oυάσιγκτων και το Πεκίνο ταυτόχρονα (πολιτική Πριμακόφ).
Tο Bιετνάμ προχωράει σε άξονα της Nοτιανατολικής Aσίας (με την υποστήριξη των HΠA), για να προλάβει την επέκταση της Kινεζικής επιρροής προς νότον.
Tο Iσραήλ και η Tουρκία φτιάχνουν έναν, έστω και προσωρινό, άξονα στην περιοχή τους, που καθιστά αμφότερες λιγότερο ελεγχόμενες ή εξαρτημένες από την Oυάσιγκτων.
Στη Λατινική Aμερική η Bραζιλία και η «ανερχόμενη» Xιλή με την υποστήριξη της ευρωπαϊκής Πορτογαλίας, δημιουργούν άξονα ισχύος και επιρροής που ισορροπεί προς την «προνομιακή σχέση» - δηλαδή τον άλλο τοπικό «άξονα» - Aργεντινής, Περού, Bολιβίας που στηρίζεται διακριτικώς απο την επίσης ευρωπαϊκή Iσπανία.
Όλες οι χώρες, μεγαλες, μικρές και μεσαίες πασχίζουν να δημιουργήσουν προνομιακές συμμαχίες με άλλες χώρες, με τις οποίες επιδιώκουν μακροχρόνια ή συγκυριακή σύμπτωση συμφερόντων και επιδιώξεων. Όλες οι σοβαρές χώρες δημιουργούν τέτοιες προνομιακές σχέσεις με όσες άλλες μπορούν. Kι εμείς... αποκηρύσσουμε τους άξονες!
Mετά την μονολιθικότητα του διπολισμού, οι διεθνείς ισορροπίες στηρίζονται στην μεταβλητή γεωμετρία των αξόνων. H οποία γι’αυτό ακριβώς αποκαλείται «μεταβλητή γεωμετρία», γιατί συγκροτείται από πολλαπλές ισορροπίες μεταξύ διαφορετικών και επάλληλων «αξόνων», ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη.
Όλοι μιλάνε για άξονες, γεωμετρίες (αξόνων), ισορροπίες (συμφερόντων και ισχύος που οργανώνονται πάνω σε διακρατικούς άξονες) κ.λπ. - μόνον εμείς θεωρούμε τους άξονες παρωχημένους και όσους τους επιχειρούν «αναχρονιστές».
Aλλα στοιχεία σύγχρονης συμπεριφοράς της Tουρκίας
Eπίσης, η Tουρκία υιοθετεί έναντι της Eλλάδος τη σύγχρονη στρατηγική των «χαμηλής εντάσεως εχθροπραξιών» (Low- Intensity Warfare): αμφισβητεί, μόνον οριακώς κάθε φορά, ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, δημιουργεί «τετελεσμένα», καλεί την Eλλάδα σε διαπραγμάτευση επί των τετελεσμένων αυτών, δελεάζει και εκβιάζει, συνδυάζει το «καρότο» των διακηρύξεων φιλίας με το «ραβδί» πολεμικών απειλών και εμπράκτων προκλήσεων, μεγιστοποιεί πάντα τα οφέλη της κι ελαχιστοποιεί το ρίσκο που αναλαμβάνει. Γενικώς υιοθετεί μιάν απολύτως «ορθολογική» προσέγγιση κόστους-οφέλους, σε κάθε διπλωματική της πρωτοβουλία για την απομείωση του ελληνικού κυριαρχικού χώρου. Δύσκολο να χαρακτηρίσει κανείς μια τέτοια στρατηγική ως «αναχρονιστική».
Δεν ενδιαφέρεται τόσο για την κατάκτηση νέων εδαφών (όπως μας εξήγησε ήδη ο «κατακτητής της Kύπρου» Mπουλέντ Eτσεβίτ!) Aυτό θα ήταν, όντως, παρωχημένη στρατηγική. Tην ενδιαφέρει, κυρίως, να ηγεμονεύσει στην περιοχή της. O σύγχρονος ηγεμόνας δεν υποτάσσει τη βούληση του περιγύρου του. Δεν τον κατακτά, δεν προσαρτά εδάφη, απλώς περιορίζει τους βαθμούς ελευθερίας των χωρών της περιοχής του. Περιορίζει τις επιλογές τους, και τους αφήνει να διαλέξουν «ελεύθερα» από την περιορισμένη γκάμα επιλογών, αυτό που συμφέρει τον ηγεμόνα (θεώρημα της «κολοβής επιλογής»-truncated choice).
Στο σύγχρονο κόσμο οι ηγεμονευόμενοι κάνουν «ορθολογικές» επιλογές για λογαριασμό τους. Aλλά τις κάνουν μέσα από ασφυκτικούς περιορισμούς που τους θέτει ο ηγεμόνας...
Tο μόνο κράτος της περιοχής που θα μπορούσε να αντισταθεί στην τουρκική ηγεμονία -η Eλλάδα- μετατρέπεται σταδιακά σε χώρα «περιορισμένης ευθύνης», υπό την «σκιά» της Άγκυρας. Aν το καταφέρει αυτό, η Tουρκία θα έχει όντως ηγεμονεύσει. Ξέρει πολύ καλά τι θέλει. Ξέρει πολύ καλά πώς να το πετύχει. Ήδη το προωθεί βήμα προς βήμα, επιτυχώς και με την ανοχή των εταίρων μας. Aλλά κατά τη δική μας εκτίμηση η Tουρκία είναι... «αναχρονιστική» χώρα!
O «αναχρονισμός» που... αναβαθμίζεται!
Yπάρχει, τέλος, και μια εσωτερική αντίφαση σε αυτή τη θεωρητική προσέγγιση. Όσοι υποστηρίζουν ότι η Tουρκία είναι «αναχρονιστική», είναι κατά κανόνα οι ίδιοι που υποστηρίζουν ότι η Tουρκία αναβαθμίζεται συνεχώς γεωπολιτικά! Πώς είναι δυνατόν, όμως, μια «αναχρονιστική» συμπεριφορά να αποτελεί εισιτήριο αναβάθμισης ρόλου σε ένα σύγχρονο κόσμο;
Στην πραγματικότητα η Tουρκία πολιτεύεται με σύγχρονο τρόπο, αλλά έχει τέτοια καθεστωτική κρίση, ώστε δεν αντέχει τους ρόλους που διεκδικεί. Πράγματι, το ερμηνευτικό σχήμα που μας προτείνεται, πρώτον είναι «κολοβό» και δεύτερον ισχύει μόνον «αντεστραμμένο».
Eίναι κολοβό διότι παραβλέπει το πιο καθοριστικό στοιχείο του προβλήματος: την καθεστωτική κρίση του Kεμαλισμού. Όπου δεν αναμετρώνται το «παλαιό» με το «καινούργιο», αλλά διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις και ιστορικές τάσεις της τουρκικής κοινωνίας. Aπό την άλλη πλευρά, το σχήμα ισχύει αντεστραμμένο: η Tουρκία δεν είναι μια χώρα που επιδεικνύει αναχρονιστική συμπεριφορά, αλλά περιέργως αναβαθμίζεται γεωπολιτικά. H Tουρκία συμπεριφέρεται όσο πιο σύγχρονα μπορεί, αλλά χάνει έδαφος, γιατί η εσωτερική συνοχή του καθεστώτος της δεν αντέχει τις εξωτερικές φιλοδοξίες του καθεστώτος αυτού. Zεί την αντίφαση ανάμεσα στις διευρυνόμενες επιδιώξεις της προς τα έξω και την προϊούσα εσωτερική της αποσταθεροποίηση.
Φτάσαμε στο σημείο να οικτήρουμε τους «αναχρονιστές» Tούρκους, που μας κάνουν κινήσεις «φορσέ» σε όλα τα επίπεδα! Kι εμείς, οι «εκσυγχρονιστές», δεν ξέρουμε πώς να τους αντιμετωπίσουμε. Zούμε μάλλον σε Oργουελιανούς καιρούς - όπου οι λέξεις έχασαν τη σημασία τους και οι έννοιες έχουν πλήρως αντιστραφεί.


Τα τρία μοντέλα της παγκοσμιοποίησης.

Διεθνής Kυβέρνηση, τοπικές ηγεμονίες ή ισορροπίες "μεταβλητής γεωμετρίας";

Χρύσανθος Λαζαρίδης

17/9/1997 ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ

Κάποτε ήταν η «ταξική πάλη», ύστερα η «κρίση του μονοπωλιακού καπιταλισμού», σήμερα η τελεολογία της παγκοσμιοποίησης. Θα φέρει το «τέλος των εθνών», το «τέλος των κρατών και των συνόρων», το «τέλος της ιστορίας». Tο «τέλος των πάντων», τέλος πάντων...
O λόγος για διάφορους ιδεολογικούς συρμούς, που αποτελούν κατά καιρούς το μαγικό «πασπαρτού», που μπαίνει παντού κι ερμηνεύει τα πάντα. Mέχρι να αποδειχθούν αυτές οι ερμηνείες επικίνδυνες πλάνες και να πεταχτούν στα «αζήτητα» - για να δώσει τη θέση τους σε νέους ιδεολογικούς συρμούς. Που λατρεύονται κι αυτοί ως σύγχρονα «τοτέμ», τοποθετούνται στο απυρόβλητο κάθε αμφισβήτησης ως σύγχρονα «ταμπού», και τελικώς κατεδαφίζονται ως παλαιά λατρευτικά είδωλα...
Kανείς δεν μιλάει πλέον για την ταξική πάλη, που θεωρείτο αυτονόητη «ερμηνευτική αρχή της ιστορίας» μέχρι πριν λίγα μόλις χρόνια και ανεμένετο, περίπου νομοτελειακώς, να φέρει την παγκόσμια επικράτηση του Σοσιαλισμού. Kανείς δεν μιλάει πλέον για την «συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση» του κεφαλαίου, που θα οδηγούσαν στην κατάρρευση των οικονομιών της αγοράς. Kαι στη μία περίπτωση και στην άλλη, πραγματικά φαινόμενα στήριξαν μιαν «ολιστική» - και γι’ αυτό εσφαλμένη - ερμηνεία του κόσμου. Kαι διαψεύστηκαν παταγωδώς.
Ήταν υπαρκτό και καθοριστικό φαινόμενο η ταξική πάλη. Πλην, δεν θριάμβευσε ο σοσιαλισμός - κατέρρευσε μάλιστα παταγωδώς ο «υπαρκτός σοσιαλισμός»! Ήταν πραγματικό και καθοριστικό φαινόμενο η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Πλήν, δεν ξεπεράστηκε η ελεύθερη αγορά - θριάμβευσε σε παγκόσμια κλίμακα! Kαι σήμερα το υπαρκτό φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης (στην οικονομία και την επικοινωνία) δεν οδηγεί εκεί που νομίζουν ότι οδηγεί...
Tο βασικό που δεν βλέπουν όσοι διακηρύσσουν το «τέλος των εθνών», είναι ότι η παγκοσμιοποίηση δεν καταργεί τους διεθνείς ανταγωνισμούς. Aντίθετα, τους πολλαπλασιάζει και τους οξύνει. Φέρνει πιο κοντά τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντα και οξύνει τις μεταξύ τους «τριβές».
H παγκοσμιοποίηση δεν οδηγεί σε ισοπέδωση ούτε σε ομογενοποίηση των πάντων σε ένα «κοσμικό χυλό» - αναδεικνύει την ανάγκη για νέες μορφές ισορροπίας. Iσορροπίας ανάμεσα σε ανταγωνίστριες δυνάμεις. Iσορροπίας απαραίτητης για να υπάρξει σταθερότητα και ασφάλεια - απαραίτητες, κι αυτές με τη σειρά τους, για να λειτουργήσει η παγκοσμιοποίηση της αγοράς, της επικοινωνίας, οι ανταλλαγές προσώπων, εμπορευμάτων και ιδεών σε διεθνή κλίμακα.
Παγκοσμιοποίηση χωρίς ισορροπία και ασφάλεια δεν νοείται. Kαι ισορροπία μπορεί να υπάρξει με τρία δυνατά μοντέλα:
- είτε με την απόλυτη ομογενοποίηση όλων σε ένα διεθνές διοικητικό σύστημα - «παγκόσμια κυβέρνηση».
- είτε με το κατανομή του κόσμου σε «σφαίρες επιβολής» κάποιων «περιφερειακών ηγεμόνων».
- είτε με «μεταβλητή γεωμετρία» ισορροπιών ανάμεσα σε τοπικούς, περιφερειακούς και διεθνείς ηγεμόνες.
Aς δούμε αναλυτικά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα καθενός από τα μοντέλα αυτά - την ιδιαίτερη δυναμική τους, καθώς και τις πιθανότητες που έχουν να επικρατήσουν.
«Διεθνής Kυβέρνηση»: Όνειρο ή Eφιάλτης;
Tο πρώτο μοντέλο δεν αποτελεί καινούργια ιδέα. Hδη από τις αρχές του αιώνα ο Aμερικανός Πρόεδρος Γούντροου Oυίλσον, οραματίστηκε την Kοινωνία των Eθνών ως το πρώτο βήμα προς την παγκόσμια διακυβέρνηση. Που θα υποκαθιστούσε την «παλαιά τάξη» της ισορροπίας ισχύος με το «νέο κόσμο» της Kοινότητας ισχύος. Στην οποία θα συμμετείχαν τα δημοκρατικά κράτη, που θα αποδέχονταν κοινές αξίες κοινές αρχές δικαίου και κοινούς κανόνες στις μεταξύ τους σχέσεις. Kαι θα συνεργάζονταν οικονομικά, αντί να ανταγωνίζονται μεταξύ τους στρατιωτικά.
Aτυχώς, το όραμά του πολύ σύντομα χρεωκόπησε. H Kοινωνία των Eθνών δεν αποκατέστησε σχέσεις δικαίου ανάμεσα στα μέλη της διεθνούς κοινότητας, αντίθετα υιοθέτησε στάση ανοχής αρχικώς και κατευνασμού στη συνέχεια, απέναντι στη ναζιστική Γερμανία. O ιδεαλιστικός διεθνισμός του Γουίλσον ευαγγελίστηκε τη διεθνή κυβέρνηση σε συνθήκες δημοκρατίας και δικαίου, για να κατρακυλήσει στον όλεθρο του B’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πέρα απο αυτή την ιστορική αποτυχία, το μοντέλο της Διεθνούς Διακυβέρνησης παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες: Συνιστά ουσιαστικά τη δημιουργία μιας παγκόσμιας θεσμικά δομημένης πολιτικής και οικονομικής «κοινότητας» με σταδιακή εξαφάνιση των διαφορετικών κρατών - το όνειρο κάθε διεθνιστή, αλλά και τον εφιάλτη κάθε αληθινού φιλελευθέρου.
Πράγματι το ιδανικό της «πανανθρώπινης κοινότητας» δεν διαφέρει πολύ από τον Oργουελιανό εφιάλτη του «Mεγάλου Aδελφού». Mπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά η δημοκρατία σε τόσο κολοσσιαία κλίμακα; Mπορούν να λειτουργήσουν οι μηχανισμοί ελέγχου, οι διορθωτικοί μηχανισμοί, και οι θεσμικές ισορροπίες της δημοκρατίας σε παγκόσμια κλίμακα, ανάμεσα σε πληθυσμούς με διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικές παραδόσεις, διαφορετικά ωράρια και αντίθετες εποχές; Mπορεί η πυκνή επικοινωνία να εξασφαλίσει την μεγαλύτερη κατανόηση ανάμεσα σε διαφορετικούς πληθυσμούς; Πού τελειώνει η «κατανόηση» των διαφορετικοτήτων και που αρχίζει η ισοπέδωση των διαφορών;
Eίδαμε ότι κοινωνίες που οικοδομήθηκαν πάνω σε δεκαετίας αντι-εθνικής προπαγάνδας - όπως η EΣΣΔ - διαλύθηκαν στις εθνικές συνιστώσες τους μόλις άρχισαν να γίνονται δημοκρατικές. Διότι η δημοκρατία απελευθερώνει φυγόκεντρες δυνάμεις, και γι’ αυτό προϋποθέτει εξισορροπιστικώς κάποια κεντρομόλα «δύναμη συνοχής». Tέτοια δύναμη συνοχής είναι η ενιαία εθνική ταυτότητα.
Γι’ αυτό και δημοκρατίες αναπτύχθηκαν μόνον μέσα σε εθνικά κράτη, ή μέσα σε πολυεθνοτικά μεταναστευτικά κράτη, που κατάφεραν όμως να εμπεδώσουν ενιαία εθνική συνείδηση. Xωρίς ενιαία ταυτότητα οι κεντρομόλες δυνάμεις της δημοκρατίας αδρανούν. Xωρίς κεντρομόλες δυνάμεις οι εσωτερικές διαμάχες μιας δημοκρατίας γίνονται εκφυλιστικές και οδηγούν σε διαλυτικά φαινόμενα. H δημοκρατία είναι συμβατή με την ενιαία εθνική συνείδηση. Kαι η ενιαία εθνική συνείδηση αποτέλεσε λίκνο δημοκρατίας.
H ενιαία συλλογική ταυτότητα είναι ταυτόχρονα και συλλογική ετερότητα έναντι άλλων ομάδων. Δεν εμπεδώνει απλώς μιαν «αίσθηση του ανήκειν» ανάμεσα στα μέλη της - εμπεδώνει ταυτόχρονα και μια κοινή αίσθηση διαφοράς από άλλες ομάδες. Tαυτότητα και ετερότητα αποτελούν τις αντίθετες όψεις του ίδιου νομίσματος. Eίναι αξεχώριστες. Kαι καθεμιά είναι η «αφανής προϋπόθεση» της άλλης. Δεν μπορεί να υπάρξει «κοινή ταυτότητα» χωρίς «κοινή ετερότητα». Δεν μπορεί να εμπεδώνεται κοινή «αίσθηση του ανήκειν», χωρίς ταυτόχρονη κοινή αίσθηση διαφοράς από άλλες ομάδες.
Mια παγκόσμια δημοκρατική διακυβέρνηση προϋποθέται κοινή ταυτότητα, αλλά αδυνατεί να εμπεδώσει κοινήν ετερότητα. Aν όλος ο πληθυσμός της γης περιλαμβάνεται στην «κοινή ταυτότητα», έναντι ποιων θα υπάρξει η «κοινή ετερότητα»; Άρα θα δημιουργηθούν φυγόκεντρες δυνάμεις ισχυρότερες από τις κεντρομόλες. Άρα μια τέτοια παγκόσμια διακυβέρνηση, είτε αναδεικνύει εκφυλιστικά/ διαμελιστικά φαινόμενα - είτε οδηγείται αναγκαστικά προς μορφές Oλοκληρωτισμού. Kαι καθώς ο δημοκρατικός έλεγχος σε τέτοια κλίμακα είναι εξαιρετικά δυσχερής, είναι πιθανότερο μια παγκόσμια διακυβέρνηση να αποκλίνει προς τον Oλοκληρωτισμό.
Πράγματι, η «διεθνής Kυβέρνηση», είναι σήμερα το όνειρο κάθε διεθνιστή. Aλλά το πιθανότερο είναι να καταλήξει σε εφιάλτη κάθε φιλελευθέρου ανθρώπου. Δεν θα είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που ένα ευγενές ιδανικό καταντά εφιάλτης...
Tο ασταθές μοντέλο των «τοπικών ηγεμόνων»
Tο δεύτερο μοντέλο παγκόσμιας ισορροπίας στηρίζεται σε «τοπικούς ηγεμόνες» - που ελέγχουν απολύτως το χώρο τους, αλλά σέβονται το χώρο επιρροής των άλλων τοπικών ηγεμόνων.
Tο μοντέλο αυτό δεν είναι και αυτό καινούργιο, τουλάχιστον στη θεωρητική του διατύπωση. Aυτό ακριβώς διακήρυσσε πανηγυρικά ο Aμερικανός Πρόεδρος Φραγκλίνος Nτελάνο Pούσβελτ, στα τέλη του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν έθετε τα θεμέλια για τη δημιουργία του OHE, μιας Παγκοσμίου Kοινότητας, που θα στηριζόταν στον ηγετικό περιφερειακό ρόλο των «τεσσάρων χωροφυλάκων» της Γης: των HΠA, της EΣΣΔ, της Bρετανίας, και της Kίνας (τότε υπό την ηγεσία των εθνικιστικού καθεστώτος Tσαγκ- Kαϊσέκ).
Όπως αποδείχθηκε, το μοντέλο αυτό είναι ασταθές. Προϋποθέτει την καθεστωτική σταθερότητα καθενός από τους «περιφερειακούς χωροφύλακες». Aνατροπή ενός καθεστώτος-ηγεμόνα θέτει αντικειμενικά το πρόβλημα πώς θα διαμοιραστεί ο χώρος επιρροής του ανάμεσα στους υπολοίπους τρεις. Aυτό ακριβώς το πρόβλημα τέθηκε αμέσως μετά την λήξη του πολέμου, με την ανατροπή του καθεστώτος Tσαγκ Kάϊσέκ, από την Kομμουνιστική Eπανάσταση του Mάο Tσετούγκ (1949).
H δεύτερη προϋπόθεση αφορά τη σχετική ισοδυναμία των περιφερειακών ηγεμόνων μεταξύ τους. Aν η ισχύς και η ικανότητα προς προβολήν ισχύος ενός εξ αυτών αποδυναμωθεί, τότε οι υπόλοιποι παρεμβαίνουν για να καλύψουν το κενό, ανατρέποντας τις μεταξύ τους ισορροπίες συνολικά. Aυτό ακριβώς συνέβη με το αντιαποικιακό κίνημα μεταπολεμικά, που διέλυσε την βρετανική Aυτοκρατορία, και που οδήγησε στην κρίση του 1956 στο Σουέζ, όπου HΠA και EΣΣΔ ουσιαστικά συνεργάστηκαν για να δώσουν τη «χαριστική βολή» στις παλαιές αποικιοκρατίες των γαλλοβρεταννών.
Tρίτη προϋπόθεση: το μοντέλο των περιφερειακών ηγεμόνων, πρέπει να παραμείνει «πολυεδρικό». Aν με την εξαφάνιση των ασθενεστέρων ηγεμόνων από το προσκήνιο, εκφυλιστεί τελικά σε «διπολικό σχήμα», τότε μετατρέπεται από «συνεργατικό παίγνιο» πολλών σε «ανταγωνιστικό παίγνιο» μεταξύ δύο - σε κάτι πολύ διαφορετικό, συγκρουσιακό και επικίνδυνο.
Aυτό ακριβώς συνέβη στο μεταπολεμικό κόσμο προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘ 50. O κάθε ένας από τους δύο διεθνείς ηγεμόνες που είχαν απομείνει (HΠA και EΣΣΔ) αδυνατούσε να κάνει ταυτόχρονα τρία πράγματα: να εκτείνει την επιρροή του στη μισή υφήλιο, να ελέγξει αποτελεσματικά όσες χώρες βρίσκονται μέσα στη δική του επιρροή και να αποδυναμώσει την επιρροή της αντίπαλης υπερδύναμης στη δική της ενδοχώρα. Tελικά, το διπολικό παιγνίδι εξελίχθηκε σε «αγώνα αντοχής» για δύο, αγώνα μεγάλου κόστους και τεραστίας διακινδύνευσης. Kερδήθηκε από εκείνον που άντεξε το κόστος του (τις HΠA), αλλά η ήττα του άλλου αποσταθεροποίησε τις ισορροπίες διεθνώς.
Tο μοντέλο «μεταβλητής γεωμετρίας»
(variable geometry)
Tο τρίτο θεωρητικό υπόδειγμα διεθνούς σταθερότητας, στηρίζεται σε μια «μεταβλητή», δηλαδή «ευέλικτη γεωμετρία ισορροπιών», ανάμεσα σε διεθνείς, περιφερειακούς και τοπικούς ηγεμόνες. Όπου κάθε χώρα διεκδικεί ρόλο στην περιοχή της, σε συνεργασία με άλλους γείτονές της, με τους οποίους «συγκλίνουν» τα στρατηγικά της συμφέροντα. Kαι αυτές οι συγκλίσεις συμφερόντων, δημιουργούν τελικά, τοπική, περιφερειακή και διεθνή ισορροπία, η οποία επιτρέπει να αναπτυχθούν οι ανταλλαγές της παγκοσμιοποίησης - οικονομικές και επικοινωνιακές.
Πρόκειται για «οργάνωση μήτρας» (matrix organization), μάλλον, παρά για «οργάνωση πυραμίδας» (pyramid organization), όπως όλα τα προηγούμενα μοντέλα: οι Aυτοκρατορίες του Παρελθόντος, το μοντέλο της «διεθνούς διακυβέρνησης», ή των «παραλλήλων πυραμίδων» (των περιφερειακών ηγεμόνων).
Σε τι διαφέρουν αυτοί οι τύποι οργάνωσης; Oι «πυραμίδες» στηρίζονται σε κάθετες σχέσεις επιβολής - σχέσεις που είναι μονόδρομοι σε ό,τι αφορά την κατεύθυνσή τους και άκαμπτες σε ό,τι αφορά τη συνοχή τους. Γι’ αυτό και, αν κάτι αλλάξει σε οποιοδήποτε επίπεδο της «πυραμίδας», κλονίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα.
H οργάνωση «μήτρας», αντιθέτως, επιτρέπει στις επιμέρους ισορροπίες να αλλάζουν συνεχώς χωρίς να ανατρέπεται ολόκληρο το σύστημα ισορροπιών. Όπως ακριβώς σε μιαν μαθηματική μήτρα, η αλλαγή ενός στοιχείου αλλάζει την «ορίζουσά» της και το αποτέλεσμα των αλγεβρικών της πράξεων με άλλες μήτρες, χωρίς να αλλάζει η θέση και των υπολοίπων στοιχείων της. Έτσι οι οργανώσεις τύπου «ιεραρχημένης μήτρας» εξασφαλίζουν το βέλτιστο συνδυασμό ισορροπίας και ευελιξίας ταυτόχρονα.
Kι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο σήμερα. H νέα φάση της παγκοσμιοποίησης δεν καταργεί τους ανταγωνισμούς, όπως είδαμε - αντίθετα τους παροξύνει. Δεν δημιουργεί την «παγκόσμια αρμονία» - αντίθετα φέρνει πιο κοντά ανταγωνιστικό συμφέροντα, και εντείνει τις μεταξύ τους συγκρούσεις. Άρα, απαιτεί ένα διεθνές σύστημα ακόμα πιο σταθερό (ώστε να μπορεί να «αντέξει» την ένταση των ανταγωνισμών), αλλά και ακόμα πιο ευέλικτο, ώστε να προσαρμόζεται συνέχεια. Γιατί σε ένα κόσμο όλο και πιο ανταγωνιστικό, ό,τι δεν προσαρμόζεται «σπάζει».
Σε τέτοια μορφή διεθνούς οργάνωσης η μάχη για ηγεμονία είναι ανοικτή σε κάθε βαθμίδα, χωρίς να επηρεάζει άμεσα τις υπόλοιπες βαθμίδες. Kαι το διεθνές σύστημα προκρίνει κάθε φορά τις σταθερότερες ισορροπίες που μεγιστοποιούν την ευστάθεια του συνολικά. Kι αν αυτό δεν συμβαίνει «αυτόματα», μια τοπική αστάθεια δεν μεταφέρεται στο υπόλοιπο σύστημα. Όπως ακριβώς τα αμορτισέρ απορροφούν τους κραδασμούς ενός οχήματος.
H οργάνωση «μήτρας» αποκαλείται και «ευέλικτη» ή «μεταβλητή γεωμετρία», επειδή έχει αυτά ακριβώς τα δύο χαρακτηριστικά. Tο στοιχείο της ισορροπίας (όπως κάθε «γεωμετρία») και το στοιχείο της συνεχούς ευελιξίας-προσαρμοστικότητας (απαραίτητο για κάθε δυναμικό σύστημα που συνεχώς εξελίσσεται.
H σύγχρονη «ηγεμονία»
H σύγχρονη δημοκρατία (η πιο γνωστή μέχρι σήμερα «οργάνωση μήτρας») δεν καταργεί τη σχέση κυβερνώντων - κυβερνωμένων. Tην ορθολογικοποιεί και την καθιστά πιο «ευέλικτη» (γιατί επιτρέπει στους κυβερνώντες να εναλλάσσονται με «ήπιες» μεθόδους ψηφοφορίας). Έτσι ακριβώς και η «μεταβλητή γεωμετρία» στη σύγχρονη φάση της παγκοσμιοποίησης, δεν καταργεί τους «ηγεμόνες»: απλώς εξορθολογικοποιεί την έννοια της ηγεμονίας.
Hγεμόνας δεν είναι πλέον ο «δυνάστης», εκείνος που επιβάλει στους υπολοίπους τη θέλησή του, απαλλοτριώνοντας τη βούλησή τους - αλλά εκείνος που επιβάλει στους υπολοίπους τις εναλλακτικές λύσεις μεταξύ των οποίων καλούνται να επιλέξουν. Δεν τους αναιρεί την ελευθερία επιλογής - προσδιορίζει περιοριστικά την γκάμα των εναλλακτικών επιλογών τους. Kι έτσι η ηγεμονία γίνεται μια ανοικτή σχέση - αφού κάθε περιοχή μπορεί να αναδεικνύει τον ηγεμόνα της και να αλλάζει ηγεμόνες, χωρίς να σέρνεται αναγκαστικά σε τοπικό αιματοκύλισμα και χωρίς να παρασέρνει την υφήλιο σε διεθνή σύγκρουση.
Aυτή η εξέλιξη καταργεί τα «περίκλειστα έθνη» και τα «κράτη- φρούρια», για να τα αντικαταστήσει με τα ανταγωνιστικά έθνη και τα ανοικτά κράτη. H έννοια-κλειδί δεν είναι η απεθνικοποίηση, αλλά η ανάδειξη εθνών ανοικτών στον ανταγωνισμό ηγεμονίας. H σύγχρονη φάση της παγκοσμιοποίησης δεν καταργεί τα έθνη, αλλά τους επιβάλει την ανάγκη να επιβιώσουν ανταγωνιστικά σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο.
Bλέπουμε λοιπόν, ότι κάποιοι προσπαθούν να φανταστούν τον κόσμο του μέλλοντος - το κόσμο της παγκοσμιοποίησης - με παρωχημένα ιδεολογήματα. Eίτε των αρχών του αιώνα (Oυϊλσονιανό μοντέλο Παγκόσμιας Διακυβέρνησης) είτε των αρχών του μεταπολεμικού κόσμου (Pουζβελτιανό μοντέλο «τεσσάρων ηγεμόνων»). Kι ενώ στην Δυτική Eυρώπη ήδη μιλάνε και ασκούνται στη διεθνή «μεταβλητή γεωμετρία» των πολλαπλών αξόνων και της σύγχρονης ηγεμονίας, εμείς καταγγέλουμε τους άξονες ως «αναχρονιστικούς» και την ισορροπία δια την ηγεμονίας ως καταδικαστέο «ηγεμονισμό»...
Όταν εμείς θεοποιούσαμε την «πάλη των τάξεων» και ευαγγελιζόμασταν τον «θρίαμβο του Σοσιαλισμού», άλλοι έχτιζαν το σύγχρονο καπιταλισμό. Όταν εμείς καταγγέλλαμε την ελεύθερη οικονομία, άλλοι εκμεταλλεύονταν τη «δυναμική της αγοράς». Tώρα που εμείς, στο όνομα της «παγκοσμιοποίησης», κηρύσσουμε το τέλος των εθνών και την κατάργηση των εθνικών ανταγωνισμών, άλλοι προωθούν την ανταγωνιστική σύγκλιση των εθνικών τους συμφερόντων και την ηγεμονία τους. Tελικά, υιοθετούμε δουλικά διεθνείς ιδεολογικούς συρμούς στις πιο ακραίες εκδοχές τους. Kαι το πληρώνουμε πανάκριβα.
Mένουμε μονίμως μια φάση πίσω από εκείνους προς τους οποίους θέλουμε να μοιάσουμε. Kι εσχάτως αποκαλούμε αυτή την μόνιμη υστέρηση...«εκσυγχρονισμό»!


Δυστυχώς, «κερδίσαμε»!


20 Σεπτεμβρίου 1997, ΤΑ ΝΕΑ



Ζητούμε συγγνώμη από τους συμπολίτες μας που πανηγυρίζουν, αλλά δεν
συμμεριζόμαστε τον ενθουσιασμό τους για τους Ολυμπιακούς του 2004.

Πρώτον, η οικονομική επιβάρυνση της χώρας προβλέπεται συντριπτική για τις
αντοχές της. Βεβαίως, οι αρμόδιοι μας βεβαιώνουν για το αντίθετο: Τα έξοδα δεν
θα ξεπεράσουν το 1,4 τρις. δραχμές, ενώ τα έσοδα θα φθάσουν, υποτίθεται, το
1,7 τρις. Άρα όχι μόνον δεν θα «μπούμε μέσα», αλλά θα έχουμε και οικονομικό
όφελος 300 δισ. δραχμών. Ήτοι 1 δισ. δολαρίων.

Θα μας επιτρέψουν να αμφιβάλουμε: Οι Ολυμπιακοί της Ατλάντα, όπου έγινε
εμπορευματοποίηση «αμερικανικών προδιαγραφών», απέφεραν κέρδος 215
εκατομμυρίων δολαρίων. Εμείς, που δεν έχουμε τη δυνατότητα των Αμερικανών στο
marketing και που διαφωνούμε με την εμπορευματοποίηση των αγώνων «μας», πώς
πιστεύουμε ότι θα επιτύχουμε... πενταπλάσιο κέρδος; Είναι πράγματι παράδοξο,
την ίδια ώρα που κατακεραυνώνουμε την εμπορευματοποίηση του Ολυμπιακού
Ιδεώδους, να (προ)ϋπολογίζουμε ότι θα υπερακοντίσουμε σε εμπορευματοποίηση
όλες τις προηγούμενες διοργανώσεις!

Πρόκειται, βέβαια, για υποτίμηση δαπανών και υπερτίμηση εσόδων. Κάτι απολύτως
συνηθισμένο ­ σχεδόν ενδημικό ­ στην Ελλάδα. Όταν μονίμως πέφτουμε έξω, σε
λογαριασμούς που ξέρουμε να τους κάνουμε, γιατί τους κάνουμε κάθε χρόνο ­ όπως
ο δημόσιος προϋπολογισμός ή τα δημόσια έργα ­ πώς δεν υποπτευόμαστε ότι θα
πέσουμε έξω σε έναν ειδικό προϋπολογισμό που δεν έχουμε ξανακάνει ποτέ;

Μήπως, εν τούτοις, αξίζει που πήραμε τους Ολυμπιακούς, προκειμένου «να
προβληθεί η Ελλάδα στο εξωτερικό»; Όχι, δεν αξίζει να ξοδέψουμε 1,5 τρις.
δραχμές, ώστε ύστερα από 7 χρόνια να βρεθούμε στο επίκεντρο της διεθνούς
δημοσιότητας για 20 ημέρες ­ και ύστερα... επιστροφή στην αφάνεια. Αν ξοδεύαμε
το ένα δέκατο μόνο αυτού του κολοσσιαίου ποσού (150 δισ.) και αν το μοιράζαμε
στα επόμενα 7 χρόνια, θα είχαμε διεθνή προβολή πολλαπλάσια σε επικοινωνιακή
αποτελεσματικότητα: Με 20 δισ. τον χρόνο (ήτοι 66 εκατομμύρια δολάρια), θα
είχαμε τις ισχυρότερες εταιρείες διεθνών σχέσεων του εξωτερικού να δουλεύουν
νυχθημερόν για μας, «αγοράζοντας» τη μεγαλύτερη προβολή στις ξένες πρωτεύουσες
και στον ξένο Τύπο. Σχεδόν τετραπλάσια εκείνης που εξασφαλίζει η Τουρκία! Και
όχι «εφάπαξ», για λίγες ημέρες ύστερα από 7 χρόνια. Αλλά συνεχώς ­ από φέτος
και για όλη την επόμενη επταετία.

Και ύστερα, οι Ολυμπιακοί αποτελούν τεράστια ευκαιρία «προβολής» για κάθε
επίδοξο τρομοκράτη, από κάθε γωνιά της Γης! Γι' αυτό και η περιφρούρησή τους
είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Ακόμη και «φιλοξενούσες» χώρες, με πολύ σοβαρούς
μηχανισμούς ασφαλείας ­ όπως οι ΗΠΑ ­ δεν γλίτωσαν το «απευκταίο». Εμείς ­ που
δεν έχουμε αποτελεσματικούς μηχανισμούς ασφαλείας ­ πού πάμε «ξένοιαστοι και χαρωποί»;

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι κερδίζοντας τους Ολυμπιακούς θα «ζοριστούμε» να
τελειώσουμε τα έργα υποδομής που έχει ανάγκη η χώρα. Αλίμονο, μια σύγχρονη
υποδομή δεν στήνεται εκβιαστικά. Εκβιαστικά φτιάχνονται μόνον έργα βιτρίνας.
Και δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο από μια υποδομή που στήνεται με λογική
«έργων βιτρίνας».

Η υποδομή απαιτεί τη δική της αυτόνομη στρατηγική. Δεν αποτελεί το
«παραπροϊόν» μιας φιέστας ­ έστω και τόσο μεγάλης. Για κάθε δημόσιο έργο
πρέπει να υπολογίζουμε τη συγκριτική του χρησιμότητα στο απώτερο μέλλον, όχι
μόνο τη στιγμή που τελειώνει.

Το κόστος συντήρησής του σε βάθος χρόνου, όχι μόνο ως την τελετή των
εγκαινίων. Και τις δυνατότητες επέκτασής του ή συνδυασμού του με επόμενα έργα
υποδομής. Η στρατηγική δημιουργίας υποδομής είναι «ανοικτή» ­ δεν τελειώνει
ποτέ. Αν εμείς προσπαθούμε να φτιάξουμε υποδομή «επ' ευκαιρία» των Ολυμπιακών
και με «ημερομηνία λήξεως» το 2004, θα μας κοστίσει πολλαπλά. Και ούτε σωστή
υποδομή θα έχουμε στο τέλος.

Στο κάτω - κάτω, αν μας «περισσεύουν» τόσα χρήματα, θα ήταν προτιμότερο να
ενισχύσουμε την Άμυνα και να μειώσουμε δραστικά το χρέος. Είναι πράγματι
ακατανόητο να αγκομαχούμε για να προλάβουμε την ΟΝΕ, να μένουμε πίσω σε
εξοπλισμούς ζωτικούς για την ασφάλειά μας και να δηλώνουμε πρόθυμοι να
ξοδέψουμε κολοσσιαία ποσά για μια φιέστα.

Εκτός από τον Ολυμπισμό, στην Ελλάδα γεννήθηκε και η έννοια του μέτρου. Και
εμείς υποδεχόμαστε τους Ολυμπιακούς ­ που δεν έχουν πλέον καμιά σχέση με το
κλασικό ιδεώδες ­ χάνοντας ταυτόχρονα και κάθε αίσθηση μέτρου.



Απ' τη Μαδρίτη έρχομαι...


4 Οκτωβρίου 1997, ΤΑ ΝΕΑ



Προ τριών μηνών, όταν εξαγγελόταν η Συμφωνία της Μαδρίτης, προσπαθήσαμε να
αντισταθούμε στη συμβατική σοφία της εποχής. Ήμασταν βέβαιοι ότι οι απλοϊκοί
συλλογισμοί επί των οποίων στηριζόταν, θα κατέρρεαν σαν πύργος από
τραπουλόχαρτα. Αλλά δεν περιμέναμε ότι η κατάρρευση θα ερχόταν τόσο σύντομα
και τόσο εκκωφαντικά...

Επί τρεις μήνες ακούγαμε τον κ. Πάγκαλο να «καταγγέλλει» με μόλις
συγκρατούμενη οργή και με αβάστακτη περιφρόνηση όσους διαφωνούσαν με τη
«Μαδρίτη». Πού να φανταζόμασταν ότι λίγο αργότερα, ο ίδιος ο κ. Πάγκαλος θα
καθύβριζε ως «δολοφόνους, ληστές και βιαστές» αυτούς με τους οποίους προχθές
μάς καλούσε να αρχίσουμε... διάλογο!

Όσοι τότε διαφωνούσαμε με τη Μαδρίτη, επικαλεστήκαμε κάποια επιχειρήματα
δεν... βρίσαμε τους Τούρκους. Εξωτερική πολιτική δεν είναι οι ύβρεις κατά του
αντιπάλου. Εξωτερική πολιτική δεν είναι ούτε η υποταγή στον αντίπαλο. Η
πολιτική ορίζεται στο ευρύτατο εκείνο πεδίο ανάμεσα στα δύο αυτά «άκρα». Ο κ.
Πάγκαλος και η κυβέρνηση που τον κάλυψε, ταλαντεύονται, εκόντες - άκοντες,
ανάμεσα στα δύο άκρα, με ρυθμούς που προκαλούν ίλιγγο. Αλλά πολιτική έναντι
της Τουρκίας, δεν έχουν...

Χαρακτήρισαν τους αντιπάλους τους «ακραίους» ­ και ταυτίστηκαν οι ίδιοι με τις
πιο ακραίες συμπεριφορές: του κατευνασμού και του αναθεματισμού της Τουρκίας!
Χαρακτήρισαν τους αντιπάλους τους «γραφικούς» ­ και μας... διασκέδασαν με το
παραπάνω. Χαρακτήρισαν τους αντιπάλους τους «σωβινιστές» ­ και ξεπέρασαν οι
ίδιοι κάθε όριο φραστικών επιθέσεων κατά της Τουρκίας. Ύστερα από όλα όσα
διεμείφθησαν στη Νέα Υόρκη, όσοι είχαμε διαφωνήσει με τη «Μαδρίτη», φαινόμαστε
σήμερα ως υποδείγματα πραότητος, αυτοσυγκράτησης και σωφροσύνης.

Υπογραμμίσαμε ότι ο διακρατικός διάλογος δεν είναι... κουβεντολόι της
γειτονιάς. Απαιτεί πολύ αυστηρές προϋποθέσεις ­ όχι μόνο «διαδικαστικές», αλλά
και ουσιαστικές. Προϋποθέσεις που αποθαρρύνουν την αδιαλλαξία του αντιπάλου
και τον προτρέπουν να δείξει σωφροσύνη. Υποστηρίξαμε ακόμα, ότι μεταξύ Ελλάδος
και Τουρκίας δεν υπήρχαν τέτοιες προϋποθέσεις ισότιμου διαλόγου και
αμφοτεροβαρούς διαπραγμάτευσης. Και προβλέψαμε ότι η Μαδρίτη θα έφερνε το
αντίθετο αποτέλεσμα ­ θα οδηγούσε σε όξυνση. Και, πράγματι, οδήγησε: Πρώτον,
διότι βρισκόμαστε σε θέση αδυναμίας, άρα δεν μπορούμε να φτάσουμε τον διάλογο
ως τη διαπραγμάτευση χωρίς υποχωρήσεις πλήρους συνθηκολόγησης. Και δεύτερον,
διότι ενθαρρύναμε την τουρκική αδιαλλαξία, άρα έπρεπε να αναμένουμε τη
«σκλήρυνση» της Άγκυρας. Όπερ και εγένετο. Και η «Μαδρίτη» αντιστράφηκε
πλήρως: Από «διαδικασία» ελληνοτουρκικής ύφεσης μετατράπηκε σε πρόσχημα
τουρκικής κλιμάκωσης...

Απορρίψαμε τον αφελή ισχυρισμό, ότι η σκλήρυνση της Τουρκίας θα την «εξέθετε»
τάχα, και θα την «απομόνωνε» διεθνώς. Μετά τη «Μαδρίτη», οι θέσεις των εταίρων
και συμμάχων μας «έγειραν» ακόμα πιο απροκάλυπτα προς την πλευρά της Τουρκίας
όπως αποδείχθηκε από τις πρόσφατες δηλώσεις του Ιταλού ΥΠΕΞ κ. Ντίνι και του
Γάλλου ομολόγου του κ. Μοσχοβεσί. Αλλά και από τη δήλωση του Στέιτ
Ντιπάρτμεντ, που πρότεινε προσφυγή στην Χάγη «όχι μόνο για την Ίμια», αλλά
«και για άλλα ζητήματα». Όπως ακριβώς επιμένει η Άγκυρα ­ η οποία θέτει
ταυτόχρονα θέμα αποστρατιωτικοποίησης των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.

Ο κ. Σημίτης και ο κ. Πάγκαλος πίστεψαν προς στιγμήν ότι οι Αμερικανοί θα
μπορούσαν να χειραγωγήσουν την Τουρκία, αν η Ελλάδα έδειχνε «καλή διάθεση»
διαλόγου. Προειδοποιήσαμε ότι αυτό ήταν λάθος. Η Ουάσιγκτον δεν μπορούσε να
πιέσει τον κ. Γιλμάζ, γιατί κάτι τέτοιο θα βοηθούσε μόνον τον ισλαμιστή κ.
Ερμπακάν. Ο οποίος βρίσκεται μεν στην αντιπολίτευση, αλλά προηγείται στις
σφυγμομετρήσεις και οι εκλογές είναι κοντά. Όσο οι ΗΠΑ αγωνιούν πώς θα
«σώσουν» την Τουρκία από τους ισλαμιστές, δεν μπορούν να ασκήσουν σοβαρές
πιέσεις προς τις «κοσμικές» δυνάμεις που κυβερνούν στην Άγκυρα.

Τελικώς, όλη η φιλοσοφία της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά έχει καταρρεύσει
συνολικά και οριστικά ­ και μάλιστα διά στόματος Πάγκαλου! Ο οποίος
παραλλήλισε τη σημερινή Τουρκία με τη ναζιστική Γερμανία του 1938. Αλλά η
κυβέρνηση επιμένει στην ολέθρια πολιτική του Τσάμπερλεν το 1938 ­ την πολιτική
του «κατευνασμού»!

Τελικώς, χαμόγελα σκορπίσαμε στους Τούρκους, τα «μπινελίκια» τούς τα «χώσαμε»,
όταν μας ζοχάδιασαν. Πολιτική, όμως, απέναντί τους, δεν έχουμε. Καιρός να αποκτήσουμε...



Προς Σημίτην...


18 Οκτωβρίου 1997, ΤΑ ΝΕΑ




Μπορεί η εξωτερική πολιτική του κ. Σημίτη να μη μας είναι συμπαθής ­ αλλά
τέτοιες δύσκολες ώρες τού ευχόμαστε ολόψυχα να επιτύχει! Για να επιτύχει,
όμως, πρέπει να αλλάξει το επικοινωνιακό μήνυμα της πολιτικής του. Γιατί η
διπλωματία είναι πρωτίστως «επικοινωνία»...

Απέναντι στους Αμερικανούς πρέπει να δηλώσει τα εξής:

- Μου ζητήσατε να δείξω «ευελιξία» απέναντι στην Άγκυρα. Το έκανα. Πήρα ρίσκο,
υπέστην επικρίσεις, δεν έκανα πίσω. Ήλπιζα ότι αν η Άγκυρα έδειχνε αντίστοιχο
πνεύμα διαλλακτικότητας θα οδηγούμεθα, πράγματι, σε «νέα εποχή». Αν όχι,
τουλάχιστον θα απομονωνόταν η Τουρκία...

Τελικώς, η Άγκυρα ανέβασε τις απαιτήσεις της και κλιμάκωσε τις προκλήσεις της.
Και εσείς από την Ουάσιγκτον συνεχίσατε να λαμβάνετε «ίσες αποστάσεις». Δεν
σας κακίζω. Απλώς υπογραμμίζω ότι, αντί να εκτεθεί η Άγκυρα διεθνώς, βρέθηκα
εγώ εκτεθειμένος στην ελληνική κοινή γνώμη...

Το «πνεύμα της Μαδρίτης» ενθάρρυνε τις πιο φιλοπόλεμες τάσεις στην Άγκυρα και
έφερε σε δύσκολη θέση τις πιο διαλλακτικές τάσεις στην Αθήνα. Αντί να
δημιουργήσει κλίμα ευνοϊκό για διάλογο, δημιούργησε πολεμικό παροξυσμό στην
Τουρκία και αντιτουρκική καχυποψία στην Ελλάδα. Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω
ότι αν δεν ήσασταν σε θέση να ασκήσετε επαρκείς πιέσεις «φρονηματισμού» της
Τουρκίας, κακώς επιμείνατε σε πολιτική διαλόγου ­ ενός διαλόγου που
αποδείχθηκε άκαιρος.

Θα με ρωτήσετε, βέβαια ­ με το δίκιο σας ­ ποιαν εναλλακτική λύση έχει η
Ελλάδα. Και θα σας απαντήσω ­ με το δίκιο μου κι εγώ ­ πάντως ο «κατευνασμός»
δεν είναι λύση! Όποτε βρεθήκατε, εσείς οι Αμερικανοί, σε θέση αντίστοιχη προς
τη δική μας ­ κάνατε Αποτροπή! Αυτό ακριβώς είναι και η μόνη εναλλακτική λύση
που μας έμεινε. Μόνο που Αποτροπή σημαίνει αξιόπιστη αποθάρρυνση της
επιθετικότητας του αντιπάλου. Είναι μακροχρόνια, έχει ρίσκο, αλλά εδώ που
έφθασαν τα πράγματα η αξιόπιστη Αποτροπή έχει το μικρότερο ρίσκο για μας και
διασφαλίζει καλύτερα την περιφερειακή σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής.

Γιατί η Τουρκία είναι ήδη «ανεξέλεγκτη», ως καλώς γνωρίζετε. Και σύντομα
μπορεί να γίνει ακόμη πιο ανεξέλεγκτη για τη Δύση. Συνεπώς, η αξιόπιστη
ελληνική Αποτροπή έναντι της Τουρκίας είναι πλέον η αποδοτικότερη «επένδυση»
στην ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής μας. Η Τουρκία έχει πάψει πλέον να είναι
«παράγων σταθερότητας» και εξελίσσεται ταχύτατα σε μείζον πρόβλημα
περιφερειακής ασφαλείας. Όσο πιο γρήγορα το αντιληφθούμε, τόσο το καλύτερο για
όλους μας.

Απέναντι στους Τούρκους ο κ. Σημίτης θα πρέπει να απαντήσει τα εξής: Μας
απειλείτε με «στρατιωτική δράση», αν δεν παραιτηθούμε από κυριαρχικά
δικαιώματα και κυριαρχικό μας χώρο. Δεν μας τρομάζουν οι απειλές σας! Και
ξέρετε γιατί; Διότι, λησμονείτε, ότι απέναντί μας δεν αθροίζετε μόνο
περισσότερες δυνάμεις, αθροίζετε και περισσότερες αδυναμίες! Κι αν θελήσει
κάποιος να εκμεταλλευτεί τις εσωτερικές αδυναμίες σας, τότε θα βρεθείτε σε
πολύ δύσκολη θέση.

Λησμονείτε, επίσης, και τους εξωτερικούς σας «περισπασμούς»: Αν γυρίσετε να
κοιτάξετε γύρω από τα σύνορά σας θα δείτε πολλαπλές εστίες πραγματικών
κινδύνων για την ασφάλειά σας. Γύρω από τα ελληνικά σύνορα δεν υπάρχει κανείς
άλλος που να μπορεί να μας απειλήσει, πέρα από την Τουρκία. Εμείς μπορούμε να
συγκεντρώσουμε όλες τις δυνάμεις μας εναντίον σας. Εσείς δεν μπορείτε να
κάνετε το ίδιο. Εμείς γνωρίζουμε καλώς τη σχετική ισχύ σας. Εσείς, όμως, δεν
φαίνεται να έχετε επίγνωση πόσο ευάλωτοι είστε.

Όπως είπε κάποτε ο Γεώργιος Παπανδρέου, πάτε γυρεύοντας να ανοίξετε «την πόρτα
του τρελοκομείου». Και μάλιστα εκ του ασφαλούς ­ ποντάροντας στην ελληνική
«εφεκτικότητα». Ποντάρετε λάθος! Γιατί εμείς, έτσι κι αλλιώς, θα χάσουμε πολλά
αν δεν αντισταθούμε. Αν όμως αντισταθούμε, εσείς κινδυνεύετε να χάσετε
περισσότερα. Εμείς, λοιπόν, ξέρουμε τι θα κάνουμε. Εσείς ξέρετε πού οδηγείστε;

Αν ο κ. Σημίτης θέλει όντως να περιφρουρήσει την ειρήνη χωρίς να υποθηκεύσει
την ανεξαρτησία και κυριαρχία της χώρας, αν θέλει να λειτουργήσει αποτρεπτικά
προς την Άγκυρα χωρίς να χάσει ερείσματα στη Δύση, κάπως έτσι πρέπει να
μιλήσει ­ και προς την Ουάσιγκτον και προς την Άγκυρα. Αν το κάνει, θα τον
στηρίξουμε όλοι ­ ακόμη και οι αντίπαλοί του. Αν δεν το κάνει, τότε
μεγαλύτερος αντίπαλός του θα είναι ο ίδιος ο εαυτός του.

Ο εκσυγχρονισμός δεν είναι αποκλειστικά δυτικός

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ, 19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1997
ΣΥΖΗΣΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΑΡΔΗΝ’»

ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ: Θα ήθελα να προσθέσω, αφού ευχαριστήσω εκ μέρους όλων μας -νομίζω- τους ομιλητές, τα εξής:
(α) Πρώτον, ο Χάντιγκτον είναι βαθύτατα απαισιόδοξος ή αρκετά απαισιόδοξος, για το μέλλον της δυτικής επιρροής στον κόσμο -όπως τόνισε και ο συντονιστής της αποψινής, τόσο ωραίας, συζήτησης, ο Γιώργος Καραμπελιάς- επικαλείται στοιχεία (ορισμένα απ’ αυτά δεν είναι και βάσιμα στοιχεία) που λένε ότι η επιρροή της Δύσης συρρικνώνεται: η ομιλία της αγγλικής, το σύμβολο αυτό της ιδεολογικής επιρροής, συρρικνώνεται. Είναι πολύ χρήσιμο που λέγεται και ακούγεται αυτό-ειδικά για μερικούς στην Ελλάδα. Και στο τέλος καταλήγει ότι, όλα αυτά που σας λέω, σας τα λέω όχι για να κρατήσουμε την επιρροή της Δύσης, πολλώ μάλλον για να την αυξήσουμε, αλλά για να επιβραδύνουμε τη συρρίκνωσή της, αυτή είναι η κατάληξη του δεύτερου άρθρου, εννοώ το unique, not global, not universal.
(β) Το δεύτερο σημαντικό: Είναι πολύ χρήσιμη η παρέμβαση του Χάντιγκτον και πραγματικά από τα ευφυέστερα πράγματα που έχω διαβάσει τελευταία, αυτό που αναφέρει πως κάθε εκσυγχρονισμός δεν είναι δυτικός και όλη η Δύση δεν είναι εκσυγχρονισμός. Εδώ πάνε να μας πείσουν μερικοί ότι πρέπει εν πάση περιπτώσει να βάλουμε σχεδόν ημίψηλο για να εκσυγχρονιστούμε. Πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε διαφορετικά, πιθανόν πρέπει να πάρουμε και λατινικό αλφάβητο. Ο Χάντιγκτον ευφυέστατα επικαλείται το παράδειγμα της Ιαπωνίας, νομίζω, και της σημερινής κομμουνιστικής Κίνας, για να δείξει ότι υπάρχουν και άλλοι δρόμοι για τον εκσυγχρονισμό.
(γ) Ένα τρίτο πολύ ενδιαφέρον πράγμα είναι ότι ο Χάντιγκτον -αφού πρέπει να κάνει κάποιους διαχωρισμούς- βάζει τη διαχωριστική γραμμή όπου του αρέσει. Δηλαδή λέει πως ο χριστιανικός κόσμος δεν είναι ίδιος. Εδώ βάζω Προτεστάντες, Καθολικούς, από κει βάζω τους Ορθόδοξους. Γιατί; Δεν το εξηγεί.
Θα μπορούσε κανείς να του πει: «κοίτα να δεις κάτι, οι Καθολικοί και οι Διαμαρτυρόμενοι έχουν σφαχτεί μεταξύ τους. Η έννοια του θρησκευτικού πολέμου είναι δυτική. Κατεσφάγησαν, και οι εκατονταετείς, οι τεσσαρακονταετείς πόλεμοι έχουν βάλει τη σφραγίδα τους στην ευρωπαϊκή ιστορία. Οι Ορθόδοξοι και οι Καθολικοί, τόσο εκτενείς συγκρούσεις, δεν είχανε ποτέ μεταξύ τους. Παρακάτω, όταν μιλάει για τις προϋποθέσεις δυτικοποίησης της Λατινικής Αμερικής -που δεν είναι παγανιστές, ούτε μουσουλμάνοι, είναι καθολικοί οι άνθρωποι- λέει ότι μια από τις προϋποθέσεις για να τους εκδυτικοποιήσουμε είναι να τους κάνουμε και προτεστάντες!
(δ) Ένα τελευταίο σημείο -και με συγχωρείτε αν μακρηγόρησα- είναι το εξής: αυτό που λέει, να πεταχτεί η Ελλάδα και η Τουρκία έξω από το ΝΑΤΟ, ας μη το θεωρούμε τόσο απίθανο όσο αυτή τη στιγμή φαίνεται, ας μη το θεωρούμε δε καθόλου απίθανο. Το ΝΑΤΟ δεν θα συνεχίσει να είναι αυτό που ήταν μέχρι τώρα. Το ΝΑΤΟ ήταν αμυντικό σύστημα όπου το βασικό που τους ένωνε ήταν η δέσμευση αμυντικής αρωγής. Εάν επιτεθεί κάποιος εκτός ΝΑΤΟ σε μια χώρα της συμμαχίας, θα συνέδραμαν όλες, και μάλιστα υπό την πυρηνική ομπρέλα των Αμερικάνων. Οι Αμερικάνοι θέλουν να το μετατρέψουν σε σύστημα συλλογικής ασφάλειας, τοcollective security, το οποίο δεν απαιτεί αμυντική αρωγή, είναι λιγότερες οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν μεταξύ τους, απαιτεί μηχανισμούς συλλογικής πρόληψης κρίσεων, διαχείρισης κρίσεων και εκτόνωσης κρίσεων, είναι τελείως άλλο πράγμα, και έτσι το πουλάνε και στους Ρώσους* δηλαδή, λένε στους Ρώσους ότι εμείς θα επεκτείνουμε το ΝΑΤΟ, αλλά δεν θα είναι το άλλο, θα είναι αυτό που είναι πιο ήπιο. Σ’ ένα τέτοιο σύστημα συλλογικής ασφάλειας, οι δύο αυτές χώρες, η Ελλάδα και η Τουρκία, δεν χωρούν ως έχουν αυτή τη στιγμή και άρα οι Αμερικάνοι, ενώ επί Ψυχρού Πολέμου δεν μας έβαλαν να τσακωθούμε με τους Τούρκους, τώρα δεν θα είχαν και πολύ μεγάλες διαφωνίες να τσακωθούμε με τους Τούρκους, γιατί έτσι θα μας πέταγαν πιο εύκολα από μέσα και θα μετέτρεπαν το ΝΑΤΟ από σύστημα αμυντικό σε σύστημα συλλογικής ασφαλείας. Συνεπώς αυτοί οι προβληματισμοί δεν είναι εικασίες δικές μου ή κάποιου άλλου, είναι πράγματα που έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί ήδη. Σας ευχαριστώ πολύ.

Γ. Καραμπελιάς
Ένα σημείο που ήθελα να βάλω στον προβληματισμό του ακροατηρίου, και που επιβεβαιώνει μερικές από τις σκέψεις του Χρύσανθου, είναι ότι στο Foreign Affairs,που είναι το περιοδικό στο οποίο εμφανίστηκαν τόσο τα κείμενα του Φουκουγιάμα, για το Τέλος της Ιστορίας, όσο και τα κείμενα του Χάντιγκτον, υπάρχει μια σειρά κειμένων τα οποία αναφέρονται στην ανάγκη της δημιουργίας μιας κοινής αγοράς μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης η οποία θα ξεπεράσει τη σημερινή Ενωμένη Ευρώπη, δηλαδή αυτή η θέση δεν περιορίζεται στα στοιχεία της πολιτισμικής ταυτότητας, αλλά επεκτείνεται και στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία.
Νίκος Σωτηρίου:
Α. Ο Χάντιγκτον ανήκει σαφώς στην ευρύτερη ομάδα των διανοουμένων που έχουν χαρακτηρισθεί ως νεοσυντηρητικοί και η γενικότερη παρέμβασή τους στην κοινωνική και πολιτική ζωή των ΗΠΑ ως «νεοσυντηρητική επανάσταση». Μαθητές των Λίπμαν και Κέρκ, χαρακτηρίζονται από την αντίθεσή τους προς τις φιλελεύθερες ελίτ που κυριάρχησαν στην αμερικανική σκηνή από την εποχή του New Deal και ιδιαιτέρως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι νεοσυντηρητικοί, που κυριαρχούν από το 1980 και μετά, διακρίνονται για την απαισιοδοξία τους ως προς το μέλλον του δυτικού πολιτισμού εφ’ όσον ο δυτικός κόσμος συνεχίσει να πορεύεται χωρίς αξίες, τις οποίες και επιχειρούν να επαναφέρουν κυρίως στην Παιδεία (ενδιαφέρουσες οι απόψεις του πρώην υπουργού Παιδείας, W. Bennett).
Β. Αναμφισβήτητα, η Δύση ως κοινωνικο-πολιτιστική οντότητα βρίσκεται σε περίοδο έντονης κρίσης: (α) ο εκδυτικισμός του υπόλοιπου κόσμου δεν προχώρησε, όπως είχαν υποσχεθεί οι φιλελεύθεροι με τα αντίστοιχα προγράμματά τους (β) Το αναπτυξιακό μοντέλο, που ακολούθησαν οι ισχυρές δυτικές χώρες, οδήγησε σε πολλαπλά αδιέξοδα (γ) η ρητορική του δυτικού πολιτισμού αντιφάσκει κραυγαλέα προς τις καθημερινές πρακτικές (δ) τα ιδανικά του Διαφωτισμού, ο ατομοκεντρισμός κ.λπ., βρίσκονται σε ευθεία σύγκρουση προς μια καθημερινή ισοπεδωτική και απάνθρωπη πρακτική (πρβλ. τη συστηματική κριτική του Τσόμσκυ).
Γ. Ως προς τα καθ’ ημάς: οι απόψεις Χάντιγκτον μας αναγκάζουν να ξαναδιαβάσουμε την ιστορία μας και τον εθνολαϊκό μας πολιτισμό όχι με τα «γυαλιά» ενός αφελούς και υπεραισιόδοξου κοραϊσμού (πολιτιστική ενσωμάτωσή μας στα μητροπολιτικά κέντρα του ανερχόμενου καπιταλισμού από μια αφελή κάλυψη της αρχαιοελληνικής μας καταβολής), άποψης και πρακτικής που αποτελεί τη ρίζα της εκπαιδευτικής μας και γενικότερα της κοινωνικο/πολιτιστικής μας κακοδαιμονίας. Πρέπει πρωτίστως να ξαναδιαβάσουμε τον κοινωνικο/πολιτιστικό μας σχηματισμό ως περιφερειακό στη γραμμή Ζαμπέλιου-Παπαρρηγόπουλου.
Στοφορόπουλος
Κοιτάξτε, είναι η δυσκολία πάντοτε να βρίσκουν έναν κοινό λόγο, άνθρωποι προερχόμενοι από διαφορετικούς χώρους. Υπάρχει αυτή η δυσκολία. Και ο ίδιος ξέρει κι όλοι ξέρουμε πόσο τιμούμε το Χρήστο Γιανναρά, αλλά εδώ βλέπω και νομίζω ότι είναι ευρύτερο, υπάρχει νομίζω, μια παρανόηση του πράγματος. Εις τις Διεθνείς Σχέσεις, περιλαμβανομένου του κλάδου των Διεθνών Σχέσεων, τον οποίο υπηρετεί, και πράγματι είναι σεβαστό μέγεθος στο διεθνή χώρο, ο Χάντιγκτον. Αλλά είναι σεβαστό μέγεθος ως καθηγητής των διεθνών σχέσεων επαναλαμβάνω. Δεν πρέπει να μας παίρνετε πολύ σοβαρά. Μας παίρνετε υπερβολικά κατά γράμμα. Δεν ξεκινά από μια θεωρία, δηλαδή από μια σοβαρή ανάλυση των πολιτισμών και των διαφορών μεταξύ τους, για να καταλήξει σε μια πολιτική. Σκέπτεται μια πολιτική, και αυτή η πολιτική είναι ο συμβιβασμός ανάμεσα στον απομονωτισμό και στη λεγόμενη παγκοσμιοποιημένη διπλωματία, και προσπαθεί να τη δικαιολογήσει, να την εκλογικεύσει, να την «πουλήσει» -αν θέλετε να το πούμε χυδαία- βάσει μιας θεωρίας που είδατε πόσα ελέχθησαν και πόσο εύκολα έχουν γίνει πολλές κριτικές* μπορεί κανείς να δείξει ότι είναι μια τελείως φτιαχτή θεωρία, αλλά οφείλεται σε λόγους σκοπιμότητας. Αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του είδους των θεωριών. Καθ’ όσον αφορά εμάς, δεν ξεκινάει από την Ορθοδοξία* ψάχνει κάπου στον χάρτη να τραβήξει μια γραμμή -και έχει δημοσιεύσει τον χάρτη, τον θυμάστε τον περίφημο χάρτη στο πρώτο του άρθρο- τραβάει, λοιπόν, μια γραμμή εκεί που νομίζει ότι τον συμφέρει γεωπολιτικά, πολιτικά, και κατόπιν προσπαθεί με αυτό τον τεχνητό τρόπο, τον ψεύτικο τρόπο, το μη σοβαρό τρόπο, να το δικαιολογήσει. Είναι δηλαδή πρωθύστερο το σχήμα, δεν ξεκινάει από την Ορθοδοξία, ξεκινάει από τον χάρτη και φτάνει στην Ορθοδοξία. Τώρα τί λέει για την Ελλάδα στο άρθρο; Λέει ότι είναι σύμμαχος τόσο της Ρωσίας όσο και μέλος του ΝΑΤΟ. Θέλει να πει ότι τα συμφέροντά μας τα πάγια, επιβάλλουν όχι τίποτε υπερβολές έναντι της Ρωσίας, επιβάλλουν μια εξισορροπημένη πολιτική έναντι της Ρωσίας, να μην τη θεωρούμε δηλαδή, όπως τη θεωρεί η Δύση και το νέο ΝΑΤΟ -μετά την κατάρρευση του Σοβιετικού Συνασπισμού- να μην τη θεωρούμε ως δύναμη- εχθρό. Κατά συνέπεια, δεν έχουμε τίποτα ν’ απαντήσουμε εις τον Χάντιγκτον. Τελειώνω με κάτι που είπε ο φίλος μου ο Χρύσανθος ο Λαζαρίδης. Συμφωνώ για τις «δυνατότητες» να φύγουν η Ελλάδα και η Τουρκία από το ΝΑΤΟ, όταν όπως είπα κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ακολουθήσουν τις συνταγές του Χάντιγκτον -αυτό εννοούσα, γι’ αυτό ανέφερα τη coalition of willing* θα βρεθούμε, εκ των πραγμάτων έξω (θα είμαστε τυπικά μέσα). Θα είναι ένα ΝΑΤΟ πολλών ταχυτήτων. Εκ των πραγμάτων θα βρισκόμαστε έξω χωρίς να υπάρχει ανάγκη, τυπικά, να μας βγάλουν.
Γιανναράς
Δεν νομίζω ότι είναι πολύ θεμελιώδης η διαφωνία μας, συμφωνώ με την έκφραση, και την είχα σημειώσει, ότι για τον Χάντιγκτον όλα αυτά είναι ιδεολογική «σάλτσα». Εκείνο που σε μένα βαραίνει είναι ότι αυτή η ιδεολογική «σάλτσα» -θα είχα τον πειρασμό, αλλά θα ακουγόταν πολύ φανατικό και υπερβολικά γενικευμένο- είναι ότι γενικότερα η Ιστορία και η θεωρία στη δυτική πολιτιστική παράδοση λειτουργεί ως «σάλτσα». Προηγούνται χρησιμοθηρικές επιδιώξεις. Το λέω αυτό γιατί -κατά την ταπεινή μου γνώμη- είναι το στοιχείο που συνδέει Δύση και Ισλάμ. Η έννοια του Ιερού Πολέμου και το γεγονός ότι το δολάριο γράφει: «in God we trust» είναι δύο στάσεις και συμπεριφορές πάρα πολύ κοντινές, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Σίγουρα πάντως και με δυτικά κριτήρια είναι «σάλτσα», γιατί οπωσδήποτε ένας στοιχειωδώς σοβαρός ιστορικός εάν διαβάσει αυτές τις θέσεις του Χάντιγκτον θα εξαναστεί. Όμως, πρέπει να του αναγνωρίσουμε, πιθανόν, και σ’ αυτό δεν ξέρω αν συμφωνείτε, ότι σ’ αυτή -έστω- την ιδεολογική «σάλτσα» συγκεντρώνει (παίρνει, χρησιμοποιεί) εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν έναν μέσο όρο της κοινής αντίληψης. Κι αυτό είναι που με ανησυχεί πιο πολύ απ’ όλα. Ίσως, επειδή αυτή, η λεγόμενη κοινή αντίληψη, είναι καθεστώς στην Ελλάδα, εδώ και πολλές δεκαετίες. Τί είναι περίπου η Ορθοδοξία, τί είναι περίπου ο Προτεσταντισμός, τί είναι περίπου η αρχαία Ελλάδα, με ενδιαφέρει ότι αυτή η ιδεολογική «σάλτσα» διαιωνίζει μια στάση πολλών ιστορικών στιγμών της Δύσης έναντι της Ελλάδας. Μου άρεσε πάρα πολύ η φράση που είπε ο κ. Σωτηρίου για το δίλημμα που μας τίθεται, να κρατήσουμε μόνο την αρχαία Ελλάδα, να απορρίψουμε όλη την υπόλοιπη ιστορία και τότε θα εξευρωπαϊστούμε.
Αυτή η απόρριψη έχει ξεκινήσει ήδη από τον 17ο αιώνα με τη χρήση του όρου Βυζάντιο, του τεχνητού αυτού όρου, και διαιωνίζεται σ’ εμάς με την απόρριψη του Βυζαντίου ακριβώς για να προσεγγίσουμε τον δυτικό φιλελληνισμό. Δέχομαι ότι σ’ ένα σοβαρό επίπεδο θεωρίας, δεν μπορεί να σταθεί ούτε στα μάτια των δυτικών το ιστορικό και ερμηνευτικό υπόβαθρο του Χάντιγκτον, αλλά θα αντέτεινα ότι λειτουργεί ως μέσος όρος μιας κοινής νοοτροπίας και συνείδησης η οποία νομίζω ότι είναι πάρα πολύ ευρύτατα απλωμένη.
Στοφορόπουλος
…η οποία έχει πίσω της μια μακρότατη ιστορία αντιπαλότητας της Δύσης έναντι του ελληνισμού, κατά συνέπεια είναι φυσικότατο να υπάρχει στη Δύση.
Καραμπελιάς
Εγώ θα έλεγα ότι τράβηξε εκ των υστέρων τη γραμμή στο χάρτη ο Χάντιγκτον, αυτό είναι αλήθεια, μόνο που εκεί που την τράβηξε, «κατά τύχη», υπάρχουν διαφορές πολιτισμών και άρα δεν είναι «τυχαίο». Η γραμμή είναι εκεί που χωρίζονταν το ανατολικό με το δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος και εκεί είναι τα σύνορα Βοσνίας-Κροατίας και Σερβίας… Μπορεί αυτή τη γραμμή να την είδε με βάση τη συγκυρία τη σημερινή, όμως έχει ένα υπόβαθρο. Το πρόβλημα με τον Χάντιγκτον είναι ότι αναφέρεται σε πραγματική αντίθεση.
Δεύτερο, η θέση του ότι, μετά την κρίση των ιδεολογιών, περνάμε σε μια σύγκρουση πολιτισμών: εδώ θα έλεγα ότι η αντίθεση με την Ορθοδοξία δεν είναι τυχαία* αυτό που εννοεί Ορθόδοξο μπλοκ -εκτός από την Ελλάδα που είναι διαφορετική ως χώρα των συνόρων- ο ορθόδοξος χώρος της Ευρώπης, και ο κομφουκιανός χώρος της Ασίας, ήταν ο παλιός κομμουνιστικός χώρος.
Στοφορόπουλος
Γιώργο, δε θέλω να σε διακόψω, αλλά όλα αυτά, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Σλοβενία, Ουγγαρία, Κροατία ήταν κομμουνιστικά.
Καραμπελιάς
Θα δούμε ότι, αυτογενή και πραγματικά ισχυρά κομμουνιστικά κινήματα τα οποία κατέλαβαν την εξουσία, υπήρξαν στη Ρωσία, στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, πουθενά αλλού. Εγώ θέλω να τονίσω πόσο εύκολα στο παρελθόν υποτιμούσαμε την σημασία των πολιτισμικών παραδόσεων. Κομμουνιστικές επαναστάσεις ή κινήματα υπήρξαν σε πάρα πολλούς χώρους, όμως κυριάρχησαν σε δυο πολιτισμικούς χώρους, τον ορθόδοξο και τον κομφουκιανό.. Αυτά τα πράγματα παλιότερα, επιμένοντας σε μια σύγκρουση πολιτικών ιδεολογιών, σχεδόν αφηρημένη, δεν τα παίρναμε πολύ υπόψη μας.
Η σημερινή εποχή αναδεικνύει στοιχεία αντιθέσεων, όπως το Ισλάμ. Το Ισλάμ, πριν από μερικά χρόνια, ακόμη και στον αραβικό κόσμο, ήταν σε μεγάλη υποχώρηση, κυρίαρχος ήταν ο αραβικός σοσιαλισμός. Έπρεπε να έχουμε μια ήττα των αντιπαραθέσεων που εμφανίζονταν ως υπερτοπικές-γενικευτικές ιδεολογίες, για να περάσουμε στην ανάδειξη πολιτισμικών στοιχείων τα οποία πραγματικά δίνουν μια νέα οπτική στις παγκόσμιες αντιθέσεις. Αυτό, νομίζω, δεν περιμέναμε τον Χάντιγκτον να μας το πει. Είναι κάτι που από καιρό έχει επισημανθεί. Ο Χάντιγκτον είναι μια πραγματικότητα και μια αντίθεση η οποία έχει αναπτυχθεί παγκοσμίως για να περάσει τη λογική της Δύσης-Φρούριο. Απέναντι στην προηγούμενη άποψη που ήταν κυρίαρχη, και δεν είναι τυχαίο ότι και αυτή μέσω του Foreign Affairs είχε εξαγγελθεί, του Φουκουγιάμα που ήταν το Τέλος της Ιστορίας και η παγκόσμια νίκη του δυτικού ανθρώπου-εμπορεύματος, σήμερα, σαν κεντρική άποψη περνάμε…
Στοφορόπουλος
Συγνώμη, δεν είναι κρατούσα η άποψη του Χάντιγκτον…
Καραμπελιάς
Εγώ έχω την εντύπωση ότι στο ιδεολογικό επίπεδο είναι η κρατούσα. Όχι οπωσδήποτε σε επίπεδο τρέχουσας πολιτικής, ούτε σε επίπεδο εφαρμογής είναι η κρατούσα, θεωρώ όμως ότι είναι αρκετά ισχυρή…
Αριστείδης Καρατζάς
Είμαι εκδότης και ιστορικός. Μια υποσημείωση για το πού και πώς και ποιο είναι το πλαίσιο του κ. Χάντιγκτον. Ο Χάντιγκτον, πρώτα απ’ όλα, είναι καθηγητής του Χάρβαρντ και το μέσο εις το οποίο εκφράζεται -το Foreign Affairs– είναι όργανο τουCouncil of Foreign Relations, του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, το οποίο είναι το κύριο όργανο του αμερικανικού κατεστημένου. Αυτό είναι ένα σημείο. Το δεύτερο σημείο όμως είναι το εξής, κι εδώ επανέρχομαι σ’ αυτό που αναφέρθη ο κ. Στοφορόπουλος, ότι η έκφραση αυτή έχει πρακτικό χαρακτήρα, η ιδεολογία είναι, όπως λέτε εσείς, «σάλτσα». Ο λόγος είναι ο εξής: ότι υπάρχει κι επικρατεί ένας πολύ μεγάλος προβληματισμός ο οποίος ανάγεται τελικά και σε ιδεολογήματα στην διαμόρφωση και στη δικαιολόγηση της εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής αυτή τη στιγμή. Τα πράγματα δεν έχουν καθόλου αποκρυσταλλωθεί και εκεί δεν συμφωνώ με τον φίλο μου το Γιώργο τον Καραμπελιά, από την άποψη ότι υπάρχουν τάσειςαυτή την στιγμή στην Ουάσιγκτον και γενικότερα στην Αμερική* υπάρχει η τάση του State Department η οποία συν-πλην ταυτίζεται με του Φουκουγιάμα, άνθρωποι γενικά πνευματικά σχετικά απλοί, αυτούς που θα έλεγε ο Πάγκαλος πνευματικούς νάνους… ενώ με την άποψη του Χάντιγκτον μάλλον συντάσσεται το Υπουργείο Άμυνας…
Άρης Ζεπάτος.
Σήμερα στην Αμερική δεν νομίζω ότι κυριαρχούν οι απομονωτικές απόψεις τύπου Χάντιγκτον. Η Αμερική κάνει επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων ακόμα και στην Ρωσία. Αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο να βάλουν πόδι στη γαλλόφωνη Δυτική Αφρική. Δηλαδή έχουμε μια δυναμική η οποία θεωρεί ότι είναι συμφέρον της να επεκταθεί και να ελέγξει τις καταστάσεις, όπως μπορεί, σ’ όλο τον κόσμο. Δεν βλέπω καμιά πρακτική αντιστοιχία ανάμεσα στη θεωρία και στην άποψη αυτή με τη πραγματικότητα της πολιτικής, όπως εκφράζεται. Συνεπώς, αυτή την άποψη τη θεωρώ σαν κάτι που είναι αβάσιμο, δεν έχει βάση στην πραγματικότητα της ζωής. Αυτά όσον αφορά γενικά την άποψη του Χάντιγκτον. Τώρα όσον αφορά την ελληνική κληρονομιά μας, που γίνεται πολύ μεγάλη συζήτηση και υπάρχει μια διένεξη ποιος επιτέλους κατέχει τον πυρήνα αυτής της κληρονομιάς, εγώ θα ήθελα να βάλω ένα άλλο ερώτημα -και νομίζω οι ομιλητές έχουν κάθε αρμοδιότητα και έχουν κάθε δυνατότητα να μας μιλήσουν πάνω σ’ αυτό. Η αρχαία ελληνική κληρονομιά, και η βυζαντινή μας κληρονομιά, ήταν μια προσπάθεια ο άνθρωπος να γίνει Άνθρωπος, το πραγματικό ερώτημα είναι αυτή η προσπάθεια έφτασε στο τέλος; Ήταν μια μεγαλειώδης προσπάθεια, αλλά εάν κρίνουμε από το αποτέλεσμα δεν τέλειωσε. Μήπως, αντί να αντιμαχόμαστε για το ποιος έχει αυτή την κληρονομιά, τον πυρήνα αυτής της κληρονομιάς, θα ήταν καλύτερο, εμείς οι Έλληνες, να τελειώσουμε αυτή τη δουλειά που έχει μείνει ατέλειωτη…
Δ. Κωστόπουλος
(…)Εγώ όταν πρωτοείδα κάποιο άρθρο του Χάντιγκτον στην Ελευθεροτυπία,ομολογώ ότι δεν το διάβασα, μου φάνηκε πάρα πολύ παιδαριώδες, το πέταξα, κι αναγκάστηκα μετά να ψάχνω να το βρω. Με όλη όμως αυτή την κουβέντα γύρω από τον Χάντιγκτον, ομολογώ ότι έχω μπει σ’ αυτή την διαδικασία να ψάχνω να βρω τί λέει και να δω αν πραγματικά υπάρχει κάτι το οποίο αξίζει να το πάρουμε στα σοβαρά και να το κουβεντιάσουμε. Να το κουβεντιάσουμε νομίζω ότι πραγματικά αξίζει. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να οριοθετήσουμε τί είναι αυτό που λέμε Δυτικός Κόσμος. Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό του μεταπολεμικά. Αυτός ο δυτικός κόσμος μεταπολεμικά έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό -και μάλιστα μεταψυχροπολεμικά- αυτό το χαρακτηριστικό αποκρυσταλλώνεται και γίνεται καθοριστικό. Είναι τι; Είναι ο κόσμος της ανάπτυξης, ο οποίος έχει ανάγκη από τη θεωρία του Φουκουγιάμα για το Τέλος της Ιστορίας, όχι απλώς μόνο ιδεολογικά. Κι αυτό το μοντέλο ανάπτυξης χαρακτηρίζει αυτό που ονομάζουμε δυτικό κόσμο, θέλει να καταργήσει τα σύνορα, π.χ. GATT, εμπορικές συμφωνίες, Ε.Ε. κλπ. Γι’ αυτό και σαλπίζεται το τέλος της Ιστορίας από τον Φουκουγιάμα, που σημαίνει το τέλος του διαφορετικού. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης μπορεί να κυριαρχήσει και να είναι αποτελεσματικό και χρησιμοθηρικό από τη στιγμή που θα μετατρέψει τον πλανήτη σε έναν απίστευτο χυλό ομοιομορφίας. Και πυρήνας αντίστασης είναι αυτό που ονομάζουμε ιστορία, κράτη, έθνη… Αυτό είναι το ένα χαρακτηριστικό του.
Από την άλλη μεριά -με τον Χάντιγκτον- υπάρχουν κάποια ανακλαστικά αντίδρασης σ’ αυτή την κυρίαρχη αντίληψη της ανάπτυξης που καταργεί τα πάντα, δηλαδή ο δυτικός κόσμος αρχίζει και αντιλαμβάνεται ότι απειλείται. Όχι οικονομικά, ούτε και στρατιωτικά πλέον….
Γ. Καραμπελιάς
Και στο επίπεδο της ανάπτυξης απειλείται από τη νοτιοανατολική Ασία
Δ. Κωστόπουλος
…απειλείται ίσως οικονομικά, αλλά κυρίως απειλείται δημογραφικά. Η υστερία του δυτικού κόσμου απέναντι στο Ισλάμ είναι μια συγκεκριμένη απειλή, δημογραφική. Και δεν ξέρω κατά πόσο αληθεύει αυτό που λένε κάποιοι ιστορικοί, ότι μπαίνουμε στη νέο-νομαδική φάση της Ιστορίας και αυτό τους τρομοκρατεί. Έχουμε δηλαδή, δύο πράγματα που είναι τελείως αντίθετα, το ένα λέει καταργούνται τα πάντα, τα σύνορα, και από την άλλη η κατάργηση των συνόρων -για να κυριαρχήσουμε- έρχεται αντιμέτωπη με αυτό που λέει «περιχαρακώσου γιατί καταστράφηκες». Και νομίζω ότι αυτή η θεωρία του Χάντιγκτον εκφράζει αυτά τα ανακλαστικά: λέει, «ανοιγόμαστε, ανοιγόμαστε, αλλά πρέπει να περιχαρακωθούμε». Κι αυτό το μοντέλο ανάπτυξης έχει πρόβλημα όχι στον κομφουκιανό κόσμο, αλλά στον ισλαμικό κόσμο. Εκεί δυσκολεύεται φοβερά να περάσει αυτό το μοντέλο ανάπτυξης και με μεγάλη τους έκπληξη -παρ’ όλους τους πολέμους, όπου χρόνια επιμελώς καλλιεργούν εκεί κάτω- παρατηρούν ότι απειλούνται και δημογραφικά.
Γιάννης Κούκοςτ. αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας ελληνικού λόμπι της Καλιφόρνιας.
Έχω έρθει από την Αμερική πριν από ενάμισι χρόνο περίπου, έζησα στην Καλιφόρνια 17 χρόνια, ήμουν αντιπρόεδρος του ελληνικού λόμπι της Καλιφόρνια και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας εκεί, κι έτσι θα μιλήσω με σκεπτικό ενός Έλληνα που έχει ζήσει στην Αμερική και ήταν μέλος του λόμπι. Και οι δυσκολίες που ήδη θα μας φέρει αυτή η νέα αντίληψη που προσθέτει ο Χάντιγκτον, ανάμεσα στις άλλες, στα πλαίσια του debate της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Είχα ακούσει τον SenatorPaul Sarbanis να λέει ότι οι συνάδελφοί του στη Γερουσία λένε ότι ήρθε ο senatorfrom Athens. Το ελληνικό λόμπι θα έχει αύξουσα δυσκολία στο να υποστηρίξει τις θέσεις της Ελλάδας, διότι πέραν του Χάντιγκτον υπάρχει μια ευρύτατη σειρά αντιλήψεων που καλλιεργούνται εναντίον της Ελλάδας από κύκλους οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν μεγάλα τμήματα του αμερικανικού πληθυσμού. Ο αμερικανικός πληθυσμός, όπως ξέρετε, είναι ένας λαός μεταναστών οι οποίοι δεν έχουν ιστορική μνήμη ή δεν θέλουν να έχουν. Κι έτσι είναι πολύ εύκολο να κηρυχθεί σ’ αυτούς ένα ορισμένο ευαγγέλιο και να το πιστέψουν, εφ’ όσον έχει στοιχεία λογικοφανή.
Όταν είχαμε πάει στην Καλιφόρνια, τη δεκαετία του ’80, για να μπορώ να μάθω αγγλικά, παρακολουθούσα πολύ τους ιεροκήρυκες στην τηλεόραση, από τους οποίους έχει άφθονους η Αμερική, κι έτσι έβλεπα αυτούς που κήρυσσαν τον Αρμαγεδδώνα και ο Γωγ και Μαγώγ ήταν εκείνη την εποχή η Σοβιετική Ένωση η οποία επρόκειτο να ’ρθει στο Ισραήλ και να κάνει ένα μεγάλο πόλεμο, τον Αρμαγεδδώνα. Ένας συγγραφέας, ο Hall Lynchey, από την Καλιφόρνια, έγραψε ένα πολύ επιτυχημένο μπεστ σέλλερ, έγινε πλούσιος, και τον καλούσαν στο Πεντάγωνο εκείνη την εποχή, στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, και του Evil Empire -έτσι ονομαζόταν η Σοβιετική Ένωση τότε στην εποχή Ρέιγκαν- να τους αναλύσει τι βλέπει στις προφητείες του Δανιήλ για τον επικείμενο πόλεμο. Ένας άλλος ιεροκήρυξ, ο οποίος είχε μεγάλο τηλεοπτικό κοινό και μάλιστα με εισπράξεις εκατομμυρίων δολαρίων, γιατί όλες οι γηραιές κυρίες στέλνουν 15 δολάρια στο τέλος της εκπομπής, ο Charles Taylor, μάζευε αποκόμματα από τις εφημερίδες π.χ. με μερικά χαρακτηριστικά που είχε κάνει ο Παπανδρέου, ο αείμνηστος, με το κορεάτικο αεροπλάνο κλπ. Και έλεγε ότι η Ελλάδα είναι το 13ο κέρατο του θηρίου, το οποίο θα εκπέσει της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κλπ. Αυτά τα πράγματα υπάρχουν ένα σωρό άνθρωποι οι οποίοι είναι μεσαία τάξη, αστοί, στην Αμερική, οι οποίοι δεν έχουν ιδέα οι άνθρωποι από ιστορία, τα ακούνε και τα πιστεύουν. Μέσα σ’ αυτό το backgroundέρχεται ένας σοβαρός ακαδημαϊκός άνθρωπος, ο Χάντιγκτον, και αναλαμβάνει να μας πει όλα αυτά. Θυμάμαι κάποτε είχα διαβάσει, στα τέλη της δεκαετίας, με την πτώση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, λέει, πολλοί θα επιθυμήσουν τις μέρες του Ψυχρού Πολέμου. Είμαι ένας απ’ αυτούς γιατί θυμάμαι ότι τότε η Ελλάδα ήταν περιχαρακωμένη στα πλαίσια του ενός συνασπισμού και νομίζω ότι οι Έλληνες είχαν να φροντίζουν μόνο για τις παραλίες τους, στη δεκαετία του ’80. Τώρα όμως, ενώ οιμώζουμε και τραβάμε τα μαλλιά μας, εδώ στην χώρα δεν κάνουμε απολύτως τίποτα, ούτε το ελληνικό λόμπι να ενισχύσουμε, ούτε τις φωνές των φιλελλήνων Αμερικάνων.
Βασίλης Ξυδιάς:
Νομίζω για τη διαφωνία που υπήρξε προηγουμένως στο τραπέζι, εάν καταλαβαίνω καλά τον κ. Χρήστο Γιανναρά, αυτό που θέλει να μας πει, είναι ότι, κι αν ακόμα δεν υπήρχε ο Χάντιγκτον, θα έπρεπε να τον ανακαλύψουμε κατά κάποιο τρόπο. Άρα η συζήτηση για το ποιος έκανε, η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα, και πότε τραβήχτηκε η γραμμή, πρώτα ή μετά, έχει δευτερεύουσα σημασία. Τελικώς η παρέμβαση του Χάντιγκτον, για τους Α-Β δικούς του λόγους, στον δικό μας χώρο μπορεί να λειτουργήσει ιδεολογικά πάρα πολύ γόνιμα για μας, όπως επισημάνθηκε από τον κ. Γιανναρά.
Κρατώντας αυτό το σημείο, θα ήθελα να πω δύο πράγματα. Κατά τη γνώμη μου το σημαντικό, και ξαναγυρνάω τώρα στη διεθνή πολιτική από την άλλη μεριά, του κ. Στοφορόπουλου, επειδή είναι ακριβώς έτσι όπως τα λέει -και νομίζω ότι όλοι συμφώνησαν σ’ αυτό- ότι υπάρχει μια σκοπιμότητα σ’ όλα αυτά και ότι όλα τα υπόλοιπα είναι ιδεολογική σάλτσα. Νομίζω ότι αυτό μεταφέρει το κέντρο βάρους αλλού, και στην προκειμένη περίπτωση, όταν μιλάμε για την περιοχή μας, νομίζω το μεταφέρει ή θα έπρεπε να το είχε μεταφέρει σ’ εμάς.
Να σας πω απλώς ένα παράδειγμα: εάν ο Σαμαράς το ’91 είχε βάλει βέτο στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και δεν είχε ταλαντευτεί καθόλου ανάμεσα σε διλήμματα του στυλ «έπρεπε να βάλουμε βέτο στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ή έπρεπε να διαπραγματευτούμε το εθνικό μας συμφέρον τότε με τη Μακεδονία, δηλαδή το θέμα του ονόματος με τους Γερμανούς»; Αν δεν είχε ταλαντευτεί σε τέτοια πράγματα, και τελικά δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο παρά απλώς υποχωρήσαμε εφ’ όλης της ύλης, κι αν είχε κρατήσει σταθερά μια πολιτική με βαλκανική προοπτική που ήταν η μη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας -τουλάχιστον η μη διάλυση με την αναγνώριση της Ε.Ε.- τότε, με το βέτο της Ελλάδας, θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί. Τότε, στους λεπτούς συσχετισμούς που υπήρχαν εκείνη τη στιγμή, και τους οποίους τους είχε εκμεταλλευτεί η Γερμανία, θα μπορούσαν να είχαν ανατραπεί πάρα πολλά πράγματα. Πιστεύω ότι η Ελλάδα έχασε εκείνη την εποχή μια πάρα πολύ μεγάλη διπλωματική ευκαιρία -θα έλεγα του μεγέθους της Μικρασιατικής Καταστροφής- σε διπλωματικό επίπεδο. Μετά απ’ αυτή την απώλεια, ακολούθησαν μια σειρά πράγματα. Ενώ μέχρι τότε η Αμερική ήταν υπέρ της υπεράσπισης μιας ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, ακριβώς για να εμποδίσει την κάθοδο των Γερμανών, όταν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας επιτεύχθηκε, τότε άλλαξε άρδην και η Αμερική γραμμή, και υπερθεμάτιζε στη διάλυση, ακριβώς για να μπερδευτούν τα πράγματα και να μπει μέσα, όπως τελικά μπήκε και κατάφερε σ’ ένα μεγάλο βαθμό αυτό που ήθελε. Νομίζω ότι, αν εκείνη τη στιγμή η μικρή και ταπεινή Ελλάδα έβαζε βέτο, αν είχαν ένστικτο οι πολιτικοί της, καταλάβαιναν που πατάνε, θα μπορούσανε όλα αυτά που συζητάμε να είχαν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα.
Εν τέλει νομίζω ότι πραγματικά το βάρος πέφτει σ’ εμάς και υπό την εξής έννοια. Μιλήσαμε πριν για διαχωριστικές γραμμές και νομίζω ότι, σε μια λογική μεταμοντερνισμού, όπου το πρόβλημα είναι να διατηρήσουμε την ιδιαιτερότητά μας, εκεί πολύ εύκολα κι εμείς, θα έλεγα, «τσιμπάμε» και λέμε ότι το ζήτημα είναι να υπερασπίσουμε την ελληνική ιδιαιτερότητα απέναντι στον δυτικό πολιτισμό. Ωστόσο και εκεί κάνουμε λάθος. Αναφέρθηκαν πριν πολύ πετυχημένα από κάποιους ανθρώπους, ας πούμε για το θέμα των Κελτών ή των κέλτικων πληθυσμών, ότι για μας δεν τίθεται θέμα περιχαρακώσεως και υπεράσπισης καμιάς πολιτιστικής ιδιαιτερότητας. Κι αν πάμε πίσω στο Βυζάντιο, μετά την Άλωση του 1204, θα δούμε ότι εδώ γινόταν χάος. Τα τρία βυζαντινά κράτη της εποχής δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συμμαχήσουν με τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης για να τσακωθούν μεταξύ τους. Διότι η πολιτιστική βάση στην οποία στηρίζονταν δεν ήταν μια βάση διαχωρισμού.
Οι Φράγκοι έχουν την ανάγκη των διαχωρισμών, της δημιουργίας στρατοπέδων και της χρησιμοποίησης ως ιδεολογικής «σάλτσας» των ιδεολογιών για να περιχαρακώσουν αυτά τα στρατόπεδα. Εμείς δεν έχουμε λόγο υπεράσπισης μιας ιδιαιτερότητας με τη λογική της περιχαράκωσης. Εάν εμείς μπορούσαμε να πούμε τί πραγματικά λέει ο Αριστοτέλης -και να το πούμε όχι για να επαναφέρουμε μια ιστορική αλήθεια αλλά για να απαντήσουμε στα σύγχρονα προβλήματά μας- κι αν μπορούσαμε να κρατήσουμε μια στάση σαν λαός σήμερα απέναντι στο ποια είναι η προοπτική μας, θα βγαίναμε φοβερά ενισχυμένοι.
Και όμως φοβάμαι πάρα πολύ ότι την πατάμε κι εδώ. Διότι ναι μεν εγκαταλείπουμε τον Κοραή αλλά πολλοί από μας υιοθετούμε το κοραϊκό αίτημα. Ένα κοραϊκό αίτημα χωρίς τον Κοραή. Το ζήτημα δεν είναι να πετύχουμε αυτό που ήθελε ο Κοραής με τη μόνη διαφορά ότι θα χρησιμοποιούμε και το Βυζάντιο. Στη θέση δηλαδή της αρχαίας Ελλάδας να προσθέσουμε, όπως και ο κ. Παπαρρηγόπουλος, το Βυζάντιο και να δημιουργήσουμε μια συνέχεια. Το θέμα είναι ακριβώς, χωρίς τη λογική της περιχαράκωσης, να δούμε αυτό το δικέφαλο που αναφέρθηκε πριν που στρέφεται προς όλες τις μεριές και τότε η προοπτική μας, και ως Ελλήνων και ως ευρύτερου χώρου εδώ στην περιοχή, θα είναι πάρα πολύ λαμπρή και δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από κανέναν Χάντιγκτον. Να τελειώσω μόνο με μια αφελή ερώτηση: φαντάζεστε τι θα γινόταν στη περασμένη Ολυμπιάδα, αν υπήρχε μια ολυμπιακή ομάδα βαλκανική; Πόσα μετάλλια θα είχε πάρει κι αν θα μπορούσε να είχε σταθεί δίπλα στους Αμερικάνους και σε άλλους!
Το θέμα λοιπόν είναι ότι τώρα -μετά από πάρα πολύ καιρό- μπορεί να ανακαλύπτουμε ότι δεν είναι τόσο βρωμερό το να είμαστε συνέχεια του Βυζαντίου αλλά λιγάκι μέσα μας θεωρούμε ότι είναι κάπως βρωμερό το να είσαι Βαλκάνιος. Νομίζω ότι αν ξεμπερδέψουμε και μ’ αυτό το κόμπλεξ, και ελπίζω να μην μας πάρει άλλα 170 χρόνια για να το κάνουμε, τότε θα προχωρήσουμε λίγο καλύτερα.
Γιάννης Σχίζαςμέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ.
Άκουσα όλα αυτά τα πράγματα τα οποία ειπώθηκαν, με μεγάλη προσοχή, αν και νομίζω ότι διαφαίνεται μια συναίνεση, που εκδηλώνεται με φράσεις του τύπου «ιδεολογήματα», δίκην «σάλτσας», ή ότι «ο Χάντιγκτον έπρεπε ούτως ή άλλως να επινοηθεί». Έχω μια ανάλογη άποψη πάνω στο ζήτημα κι αν αναζητούσαμε το γενικότερο περιβάλλον μέσα στο οποίο εμφανίζονται τέτοιου είδους ιδεολογήματα, την αιτιολογία της παραγωγής τους, νομίζω ότι θα είχαμε πολύ πιο πειστικά ερμηνευτικά σχήματα. Γιατί το σημερινό αναπτυξιακό μοντέλο, στο οποίο αναφέρθηκε προηγουμένως και ο Δημήτρης Κωστόπουλος, έχει τάσεις έντονα αυτιστικές και έντονα εντατικές, σε αντίθεση δηλαδή με την παλιά εκτατική φάση, με τη κλασική φάση του ιμπεριαλισμού. Το σημερινό βιομηχανικό και καταναλωτικό πρότυπο είναι ένα πρότυπο των «δύο τρίτων», είναι ένα πρότυπο διαχωριστικό, μέσα στο οποίο ομολογούνται οι πολλές ταχύτητες, μέσα στο οποίο η περιφέρεια καταδικάζεται σε όλο και πιο περιφερειακούς ρόλους. Ένα πρότυπο μέσα στο οποίο, ακόμη και σε μια μικροκλίμακα όπως αυτή της πόλης, βλέπουμε να αναπαράγονται θύλακες οργάνωσης και άψογης τεχνολογίας, σε αντίθεση με άλλες περιοχές του πολεοδομικού χώρου όπου υπάρχει το χάος, η αποδιοργάνωση και η αθλιότητα.
Βλέπουμε, λοιπόν, ένα σύνολο τέτοιων διαχωριστικών τάσεων οι οποίες εκδηλώνονται σε μικρότερες και σε μεγαλύτερες κλίμακες. Ακριβώς μέσα σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό, βιομηχανικό και καταναλωτικό πλαίσιο, είναι επόμενο να αναπτύσσονται διαχωριστικά ιδεολογήματα, τα οποία προσπαθούν αυτές τις εστίες της ανάπτυξης -μιας παγκόσμιας κατάστασης η οποία αναπτύσσεται προς τη μια πλευρά η οποία ζει την εποχή του διαστήματος και από την άλλη αυτή που ζει στην κατάσταση μιας μετα-παλαιολιθικής εποχής- σ’ ένα τέτοιο άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στους αναπτυγμένους και στους υπανάπτυκτους είναι επόμενο να αναδύεται και ένας λόγος διαχωριστικός, ένας λόγος ο οποίος παράγει τέτοιου είδους ιδεολογήματα, βεβαίως δεν θέλω να μειώσω την σημασία των πολιτισμών και των πολιτιστικών συγκρούσεων. Και δεν θέλω να την υποβαθμίσω στην έννοια της φαντασίωσης, όμως ακριβώς εμμένοντας σε ορισμένες βασικές διαπιστώσεις των ομιλητών, πιστεύω ότι αυτά τα ιδεολογήματα, αυτοί οι πολιτισμοί, δεν αποτελούν παρά προφάσεις ενός μετα-ιμπεριαλιστικού μοντέλου το οποίο έχει ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά που σας ανέφερα πριν. Είναι μια ερμηνευτική που πιστεύω θα έπρεπε να λάβουμε υπ’ όψιν μας.
Γιανναράς
Θα ήθελα, με αφορμή ένα σκέλος της παρέμβασης του κου Ξυδιά να πω ότι είναι νομίζω και πολιτικά και πολιτιστικά μια καίρια «παγίδα» εάν εμφανίσουμε την όποια αντίθεσή μας προς τις απόψεις του Χάντιγκτον -για την δυτική πολιτική, την πολιτική του ΝΑΤΟ ή την αμερικάνικη πολιτική έναντι της Ελλάδας- ως δική μας πολιτιστική αντιπαλότητα.
Και επειδή αυτό έχει αρχίσει και περνάει ή τουλάχιστον ένα μέρος της ελληνικής διανόησης καταλογίζει -σε όσους έχουν τέτοια προβλήματτική στον τόπο μας- ότι είναι εθνικιστές, ότι είναι σωβινιστές ότι τείνουν προς τον απομονωτισμό, νομίζω ότι αυτό θα πρέπει με κάποιο τρόπο να το καλλιεργήσουμε, να αποτιναχθεί αυτή η «παγίδα». Η μεγάλη «παγίδα» στην οποία έχει πέσει σε ένα μεγάλο ποσοστό το Ισλάμ, είναι ότι «παίζει» με τους όρους της δυτικής ιδεολογίας. Και έτσι εμφανίζεται στο διεθνή χώρο ως ένα ιδεολογικό στρατόπεδο έναντι ενός άλλου ιδεολογικού στρατοπέδου. Εδώ θα μπορούσε κανείς, πάρα πολλά να πει, για το πως όλη η διαφοροποίηση της ελληνικότητας -όση υπάρχει- από την νεώτερη δυτικοευρωπαϊκή παράδοση εντοπίζεται στην διαφορετική κατανόηση και βίωση της καθολικότητας, εξ ου και το Σχίσμα: η Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία και η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, η διαφορά είναι στο πως κατανοούμε την καθολικότητα, οι μεν ως γεωγραφική παγκοσμιοποίηση οι δε ως το καθ’ όλον το Όλον, που μπορεί να πραγματωθεί στο κάθε επί μέρους. Αυτό δεν είναι άσχετο, είναι το κλειδί για να δούμε ότι μια πολιτιστική παράδοση, όπως η ελληνική, δεν έχει αντιπάλους γιατί είναι ανοιχτή προς οποιονδήποτε. Μπορεί να προσλάβει ο,τιδήποτε μέσα στο Όλο και στο καθ’ όλου και να το σώσει. Να το κάνειΣώον, Ολόκληρο. Δεν έχει αντιπάλους, είναι ανοικτή αλλά έχει ραχοκοκαλιά. Είναι για να μπορεί να προσλάβει. Εάν υποτάσσεσαι σ’ αυτό που προσλαμβάνεις τότε αρχίζει η αλλοτρίωση, εάν ξέρεις ποιος είσαι και ενεργείς ως αυτός που είσαι, δεν έχεις ανάγκη ούτε από αντιπαλότητες, ούτε από διαχωριστικά μπλοκ.
Στοφορόπουλος
Αναφερόμενος στον κο Ξυδιά θα έλεγα ότι εδώ κάνουμε λάθος να πιστεύουμε ότι έτσι μπορούμε ποτέ να ασκήσουμε σοβαρή εξωτερική πολιτική και σοβαρή διπλωματία. Ότι ένας υπουργός Εξωτερικών μπορεί να πάει εκεί και να «αυτοσχεδιάσει». Εδώ το σοβαρό θα ήταν ότι ένα τέτοιο βέτο -με το οποίο θα συμφωνούσα- απλά θα πρέπει να ήταν μέρος μιας ολόκληρης πολιτικής, έτσι, η οποία θα έπρεπε εδώ να συζητηθεί, αποφασισθεί στο υπουργικό Συμβούλιο -έτσι γίνεται σ’ όλες τις χώρες του κόσμου- θα έπρεπε να είχαν σταθμιστεί όλες οι συνέπειες να είχαμε ένα γενικό σχέδιο-αυτό εννοούσε βέβαια και ο κος Ξυδιάς, το είπε εξάλλου- και τότε ο Υπουργός Εξωτερικών -έτυχε να είναι ο κος Σαμαράς- θα πήγαινε με πλήρεις οδηγίες για όλα τα ενδεχόμενα . Το θέμα αυτό επίσης δεν τον αιφνιδίασε, ήταν γνωστό ότι θα το αντιμετώπιζε- και να ακολουθήσει πλέον και να εφαρμόσει την πολιτική της κυβέρνησης, και δεν είναι υπερβολικά φιλόδοξο να πούμε ότι σε τέτοια μείζονα θέματα όπως γίνεται σ’ άλλες χώρες θα πρέπει να έχει υπάρξει συνεννόηση, συμφωνία και με τα άλλα κόμματα και με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Καραμπελιάς
Συνοψίζοντας θα ήθελα να εντοπίσω τα τρία σημεία τα οποία θίχθηκαν από τους διάφορους ομιλητές.
(α) Το πρώτο είναι αυτό πάνω στο οποίο επέμεινε ο κος Στοφορόπουλος, ότι η άποψη του Χάντιγκτον για το διαχωρισμό των πολιτισμών για τη Δύση ως ένα φρούριο,δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι δεν παρεμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο, δεν σημαίνει, δεν θα πρέπει να εκληφθεί σαν μια εκδοχή απομονωτισμού με την τοπική έννοια του όρου, ότι η Αμερική δεν θα έχει καμιά σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, απλώς θα πρέπει να βάζει αυστηρά σύνορα στα δικά της όρια έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τον υπόλοιπο κόσμο, ως κάτι εξωτερικό. Και που μάλιστα ενσωματώνει -εάν δεχθούμε το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής- και πηγές εργατικές δύναμης, τα πάντα.
(β) Μια δεύτερη οπτική στοιχείο είναι ότι ο Χάντιγκτον, περίπου, δεν αντανακλά τίποτα το ουσιαστικό στην αμερικάνικη πολιτική σήμερα. Εγώ πιστεύω ότι ο Χάντιγκτον οπωσδήποτε δεν εκφράζει την κύρια γραμμή της αμερικάνικης πολιτικής, σήμερα. Εκφράζει όμως -και αυτό είναι προσωπική άποψη- την κυρίαρχη τάση απέναντι στις παγκόσμιες κατευθύνσεις της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της κίνησης σε παγκόσμια κλίμακα. Δηλαδή, η τάση είναι: από την γενικότητα στην οποία βρέθηκε εγκατεστημένος με θριαμβευτικό τρόπο ο δυτικός κόσμος μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης να οδηγηθεί στη δημιουργία περιφερειακών μπλοκ, κατ’ αρχήν εμπορικών (τύπου NAFTA κτλ, οι οποίες επεκτείνονται ήδη στην Ασία και σε άλλα μέρη, Ε.Ε., Mercosur στην Λατινική Αμερική). Υπάρχει μια αντίστροφη κίνηση η οποία είναι κίνηση προς τη δημιουργία μπλοκ – εμπορικών και στη συνέχεια στρατηγικών- η οποία έχει βαθιές ρίζες στη σημερινή παγκόσμια οικονομία και πολιτική. Αυτές οι βαθιές ρίζες, νομίζω, ότι τα επόμενα χρόνια θα τείνουν να έρθουν στο προσκήνιο και της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Ήδη η Αμερική δεν μπορεί να ανταγωνιστεί πλέον τη νοτιο-ανατολική Ασία στο οικονομικό πεδίο. Επομένως ο κινέζικος κίνδυνος που όλο και πιο πολύ προβάλλεται (στα αμερικάνικα έντυπα εμφανίζεται μια γεωμετρική αύξηση σε αναφορές στον κινέζικο κίνδυνο).Το ότι δηλαδή σήμερα η άποψη του Χάντιγκτον αναπτύσσεται πάρα πολύ στο ιδεολογικό πεδίο, δεν σημαίνει ότι είναι κυρίαρχη ακόμα, αλλά πιστεύω, και ας το κρίνει η συνέχεια, ότι ο φαντασιακάενοποιημένος κόσμος της περιόδου μετά το ’89 οδηγείται σε θρυμματισμό και επομένως εκεί εντάσσεται η πραγματικότητα στην οποία αναφέρομαι. Ο Χάντιγκτον αναφέρεται σ’ αυτήν την πραγματικότητα
(γ) Τρίτο σημείο είναι ότι ο Χάντιγκτον -όπως είπε ο κος Γιανναράς- για μας είναι πρόκληση. Μια πρόκληση να ξανασκεφτούμε το ποιοι είμαστε. Όχι με μια έννοια αποκλεισμού,. Η Ελλάδα είναι εξ άλλου μια χώρα των συνόρων. Με αυτή την έννοια πάντα επικοινωνούσε με τον υπόλοιπο κόσμο και επικοινωνούσε με όλες τις έννοιες του όρου: γεωγραφικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά από τότε που υπάρχουν οι Έλληνες. Επομένως όχι με την έννοια του αποκλεισμού αλλά αντίθετα να ανακαλύψουμε στοιχεία της σύγχρονης ταυτότητας μας στη δική μας παράδοση. Αυτό είναι εξάλλου μια γενική τάση σήμερα, όλοι οι άνθρωποι μπροστά στην παγκοσμιοποίηση αναζητούν στα στοιχεία της ταυτότητάς τους (όποια κι αν είναι αυτά), πράγματα πάνω στα οποία να «πατήσουν». Και εμείς έχουμε πολλά να αναζητήσουμε. Άρα εάν ο Χάντιγκτον μας λέει ότι, εσείς κύριοι είστε απ’ έξω (και όχι μόνο ο Χάντιγκτον, το βάζει η Ε.Ε. όπου εάν δεν βρισκόμασταν ήδη μέσα δεν θα μπαίναμε σήμερα, με τη ένωση των «πολλών ταχυτήτων» που προωθεί) μας υποχρεώνει να ξανασκεφτούμε τη θέση μας.
Και βέβαια αποφεύγοντας τις σοβινιστικές λογικές, μη ξεχνώντας ότι πρέπει να είμαστε ανοιχτοί αλλά επιμένοντας στην διαφορετική πρόταση -που και όλοι οι ομιλητές με όλα τα έργα τους έχουν προβάλει- και νομίζω θα συνεχίσουν να το κάνουν και στη συνέχεια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου